Ἐπιμέλεια τοῦ βίου: Γαβριὴλ Τ.
Στὸ Synax. Eccl. CP[1], στὴν
Ἑλληνικὴ Πατρολογία[2], στὸ Μηναῖο τοῦ Ἰανουαρίου (ΙΑ΄) καὶ ἀλλοῦ[3],
ἀναφέρεται ὁ Βίος τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου.
Καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ
τῆς Καππαδοκίας ποὺ ὀνομαζόταν Μωγαρισοῦ[4]. Ἦταν υἱὸς γονέων εὐσεβῶν καὶ
πιστῶν. Τὸν πατέρα του τὸν ἔλεγαν Προαιρέσιο καὶ τὴ μητέρα του Εὐλογία.
Σὲ νεαρὴ ἡλικία χειροτονήθηκε
ἀναγνώστης καὶ τοῦ ἄρεσε νὰ μελετᾶ τὴν ἱστορία τοῦ Ἀβραάμ, προτύπου ὅλων ὅσοι
ἀπὸ ἀγάπη στὸν Κύριο ξενιτεύονται (Γέν. 12), καὶ τοὺς λόγους τοῦ Εὐαγγελίου,
ποὺ συνιστοῦν νὰ ἀφήσουμε γονεῖς, ἀγαθὰ καὶ φίλους γιὰ νὰ κληρονομήσουμε ζωὴν
αἰώνιον (Ματθ. 19,29). Μὲ ψυχὴ ποὺ καταφλεγόταν ἀπὸ θεῖο ζῆλο, ὁ Θεοδόσιος
ἀποφάσισε νὰ ἐφαρμόσει αὐτὰ τὰ παραγγέλματα[5].
Ἀφοῦ ἔγινε μοναχός, πῆγε στὰ
Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἦρθε στὴν Ἀντιόχεια, καὶ ἀντάμωσε τὸν Ἅγιο Συμεὼν τὸν
Στυλίτη ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔμαθε καὶ τὴν πρόοδο ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἔχει στὴν ἀρετή,
καὶ ὅτι θὰ γίνει καὶ ποιμένας πολλῶν λογικῶν προβάτων. Ἔπειτα ἔζησε κοντὰ σὲ
ἕναν ἡσυχαστή, ποὺ λεγόταν Λογγίνος, καὶ παρουσιάστηκε τόσο ὑπερβολικὰ
ἐγκρατής, ποὺ ὅλη τὴν ἑβδομάδα ἔτρωγε μόνο μία φορά. Στὸ διάστημα μάλιστα
τριάντα ὁλόκληρων χρόνων δὲν ἔφαγε καθόλου ψωμί, παρὰ μόνο ἰσχάδες, χουρμάδες,
κουκιὰ καὶ βότανα.
Ἄσκησε λοιπὸν κάθε εἶδος ἀρετῆς
καὶ ἔφθασε σὲ τέτοιο ὕψος ἀναβάσεως, ὥστε ἀξιώθηκε νὰ ἐκτελεῖ παράδοξα θαύματα.
Μόνο αὐτὸς ἔβλεπε μαζὶ μὲ ἕναν ἄλλο....
ἀδελφὸ τὸ μαθητὴ του Βασίλειο, ὁ ὁποῖος
ἀφοῦ πέθανε καὶ ἐνταφιάστηκε στὸν τάφο, τὸν ὁποῖο ὁ Ἅγιος ἔκτισε γιὰ αὐτὸν πρὸς
ἐνθύμηση τοῦ θανάτου, στεκόταν μετὰ τὸ θάνατο στὴν Ἐκκλησία μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους
ἀδελφοὺς καὶ ἔψαλλε μαζί τους. Καὶ ἦταν ἀόρατος γιὰ ὅλους τούς ἄλλους. Αὐτὸς
ἄναψε καὶ τὰ σβησμένα κάρβουνα χωρὶς φωτιὰ στὸν τόπο ἐκεῖνο, ὅπου ἐπρόκειτο νὰ
θεμελιωθεῖ τὸ μοναστήρι. Ἐπίσης ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν αἱμορραγία μία γυναίκα, ἡ
ὁποία προσῆλθε μὲ πίστη καὶ ἀπὸ ἕνα σπυρὶ σιτάρι, τὸ ὁποῖο εὐλόγησε, ἔκανε νὰ
ὑπερχειλίσουν οἱ σιταποθῆκες.
Ὁ Ἅγιος, ποὺ ἐμφανίστηκε χωρὶς νὰ
τὸν βλέπουν, ἔβγαλε ἀπὸ τὸ βυθὸ τοῦ πηγαδιοῦ τὸ παιδὶ ποὺ ἔπεσε ἐκεῖ μέσα καὶ
ἀκόμη βοήθησε τὰ παιδιὰ μίας γυναίκας, τὰ ὁποία πρὶν ἀκόμα ἔρθουν στὴ ζωή,
ἁρπάζονταν ἀπὸ τὸ θάνατο. Ἔτσι καὶ τὴ μητέρα τους, ἡ ὁποία δὲν εἶχε καλύτερη
τύχη καὶ ἀπὸ μία ἐντελῶς στείρα, ἐξαιτίας τῶν θανάτων τῶν παιδιῶν, ὁ Ἅγιος μὲ
τὴν προσευχὴ του τὴν ἔκανε πολύτεκνη. Ἀλλὰ καὶ τὸ νέφος ἀκρίδων ἒδιωξε μὲ μία
μόνον ἐπιτίμηση. Αὐτὸς καὶ τὸν Κόμη τῆς Ἀνατολῆς Κήρυκο φύλαξε ἄτρωτο στὸν
πόλεμο, διότι ἐκεῖνος φοροῦσε γιὰ προστατευτικὸ θώρακα τὸ τρίχινο ἱμάτιο τοῦ
Ἁγίου. Ἀλλὰ καὶ τὴ γῆ ποὺ ἀδικοῦνταν ἀπὸ τὴν ξηρασία καὶ δὲν ἔδινε καρπὸ τὴν
ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν ἀνυδρία, προκαλώντας βροχὴ μὲ τὴν προσευχή
του.
Προεῖπε ἀκόμα ὁ Ὅσιος καὶ τὴν
κατεδάφιση ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ὑποστεῖ ἡ πόλη Ἀντιόχεια ἀπὸ τὸν σεισμὸ (526). Καὶ
πολλοὺς ἀνθρώπους γλύτωσε ἀπὸ τὴν τρικυμία τῆς θάλασσας μὲ τὴν ἐμφάνισή του
ὅταν κινδύνευαν. Καὶ στάθηκε καὶ δάσκαλος τῆς ἀρετῆς σὲ πολλοὺς μαθητές, καὶ
περισσότερους παρακίνησε πρὸς τὸν ἴδιο ζῆλο καὶ μίμηση τῆς δικῆς του ἀρετῆς μὲ
τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα του καὶ στὴ συνέχεια τοὺς ἔφερε κοντὰ στὸν Κύριο.
Ἡ φήμη του γιὰ τὴν ἁγία ζωὴ του
ἔγινε γρήγορα γνωστὴ στὰ πέρατα τῆς Αὐτοκρατορίας καὶ ἔφερε στὸ ἡσυχαστήριό του
δεκάδες ἀδελφοὺς ἀναγκάζοντας τὸν Θεοδόσιο νὰ ἱδρύσει ἕνα εὐρύχωρο μοναστήρι
ὅπου ἐφάρμοσε πιστὰ τὰ πρότυπα τοῦ ἀσκητικοῦ βίου. Τὸ μεγάλο κοινόβιο τοῦ Ἁγίου
Θεοδοσίου, τέλεια ὀργανωμένο, ἦταν ἕνας ἀληθινὸς ἐπίγειος παράδεισος. Ὁ
Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, θαυμάζοντας τὴ μοναστικὴ αὐτὴ πολιτεία, διόρισε τὸν
Ἅγιο Θεοδόσιο γενικὸ προϊστάμενο καὶ ἐπόπτη ὅλων τῶν κοινοβίων τῆς Παλαιστίνης,
γι' αὐτὸ καὶ λέγεται Κοινοβιάρχης.
Ἀλλὰ καὶ ἐναντίον τῶν αἱρέσεων
ἐργάσθηκε ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος, γι' αὐτὸ καὶ ἔπεσε στὴ δυσμένεια τοῦ αἱρετικοῦ
αὐτοκράτορα Ἀναστασίου τοῦ Δικόρου (491-518), ποὺ ὑποστήριζε τὴν αἵρεση τοῦ
μονοφυσιτισμοῦ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχε μόνο θεία φύση, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ἐξόρισε.
Μετὰ τὴν ἐξορία του, ὁ Κοινοβιάρχης ξαναγύρισε στὸ κοινόβιό του κι ἔζησε ἀκόμα
11 χρόνια μέχρι τὸ 529, ποὺ κοιμήθηκε σὲ ἡλικία 105 ἐτῶν.
Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ὡς τὰ βαθειὰ
γεράματά του ἦταν ἕνας ὡραῖος μὲ ἐπιβλητικὸ παράστημα ἄνθρωπος, ὥστε νὰ ἔχουν
καὶ σ' αὐτὸν ἐφαρμογὴ τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου τῶν γὰρ ἁγίων οὐχὶ τὰ
ρήματα μόνον, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ πρόσωπα πνευματικῆς γέμει χάριτος[6].
Ἡ εἴδηση τῆς κοιμήσεώς του
διαδόθηκε σὰν ἀστραπή. Καὶ ἔτρεξαν πολλοί, λαϊκοί, κληρικοὶ καὶ μοναχοί, ἀκόμη
καὶ Ἐπίσκοποι, γιὰ νὰ ἀσπαστοῦν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ἀνδρός, ποὺ στάθηκε
γιὰ ὅλους φιλόστοργος πατέρας καὶ προστατευτικὸς ἀδελφός. Καὶ αὐτὸς ἀκόμη ὁ
Πατριάρχης Ἱεροσολύμων προσῆλθε νὰ ἀσπασθεῖ καὶ νὰ παραστεῖ στὴν ἐξόδιο
Ἀκολουθία· μεγάλη δὲ ὑπῆρξε ἡ συγκίνησή του, ὅταν βρέθηκε ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ
σκηνώματος τοῦ Ὁσίου. Ἡ σύναξή του ἐτελεῖτο στὸ σεπτὸ Ἀποστολεῖο (Ἀποστολικὸ
ναὸ) τοῦ Ἁγίου Πέτρου, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν Ἁγία Σοφία.
Ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ Ἱερομόν.
Ἐφραὶμ Χαλής, μελετώντας τὸ βίο καὶ τὴν πολιτεία τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου,
ἀναγνωρίζει κανεὶς τὴν μεγάλη προσφορὰ τοῦ Ὁσίου στὴν ἐκκλησία καὶ στὴν
κοινωνία. Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἦταν κοινωνικὸς ἐργάτης, ἱεραπόστολος καὶ
ἱεροκῆρυξ, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ μοναχὲς ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἡ μοναχικὴ
πολιτεία εἶναι φῶς γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, καὶ μάλιστα ἡ ἀκτημοσύνη, ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ
παρθενία τῶν μοναχῶν πολλὰ μποροῦν νὰ μᾶς διδάξουν[7].
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν
κατὰ πλάτος Βίο τοῦ Ἁγίου[8]
Καὶ ἦταν σὲ ὅλα ὅσα γίνονταν
πραότατος, ταπεινὸς καὶ ἥμερος, ὅταν ὄμως κινδύνευε ἡ εὐσέβεια, τότε
φαινόταν φιλόνικος καὶ ἰσχυρογνώμων ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος. Καὶ ἦταν, σύμφωνα μὲ τὴ
Γραφή, «πῦρ φλέγον» καὶ «μάχαιρα κόπτουσα», ποὺ ἀφανίζει τὰ κακὰ ζιζάνια. Ἔτσι
φιλονίκησε μὲ τὸν παράνομο βασιλιὰ Ἀναστάσιο, τὸν μεγάλο καὶ ἄσπονδο ἐχθρό τῆς
Δ' οἰκουμενικῆς ἁγίας Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀκολουθοῦσε τὴν αἵρεση τοῦ δυσσεβοῦς
Εὐτυχοῦς καὶ Διοσκόρου καὶ Σεβήρου, οἱ ὁποῖοι πίστευαν ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει μία
φύση, οἱ ἄχρηστοι, ὁ ὁποῖος βασιλιὰς ἄλλους πατέρες κολάκευε καὶ συμμορφώνονταν
μὲ τὴν αἵρεση καὶ ἄλλους τοὺς τυραννοῦσε ὁ ἄμυαλος. Κι ἔτσι δοκίμασε νὰ
παρασύρει καὶ τὸν σοφὸ Θεοδόσιο μὲ ἀργύρια, ὁ φιλάργυρος.
Τοῦ ἔστειλε λοιπὸν
δωρεὰ τριάντα λίτρες χρυσοῦ καὶ γιὰ νὰ μὴν τὸ καταλάβει ὅτι τὸ ἔστειλε μὲ
πονηριὰ καὶ τὸ γυρίσει πίσω, κάλυψε μὲ πονηριὰ τὸ δόλωμα καὶ τοῦ μήνυσε νὰ τὸ
δεχτεῖ γιὰ νὰ τὸ ξοδέψει γιὰ τοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς φτωχούς. Καὶ ὁ Ἅγιος
δέχτηκε τὸ χρυσὸ γιὰ νὰ μὴ δώσει ἀφορμὴ γιὰ σκάνδαλο, τὴ μιαρὴ ὅμως γνώμη του
τὴ μίσησε καὶ τὴν ἀπέκρουσε, ἀνατρέποντάς την μὲ ἀληθινὲς ἀποδείξεις καὶ
παραδείγματα, καὶ νικήθηκε ὁ βασιλιάς, σὰν νὰ πολεμοῦσε τὸ ἐλάφι μὲ τὸ
λιοντάρι, ὅπως θὰ φανεῖ παρακάτω.
Ἀφοῦ πέρασε λίγος καιρός, ἀφότου
φιλοδώρησε τὸν Ἅγιο μὲ τὸν χρυσὸ ὁ βασιλιάς, ἔστειλε ἀνθρώπους στὸν Ὅσιο νὰ
ὑπογράψει τὴν προαναφερθεῖσα αἵρεση. Τότε συγκεντρώνει ὅλους τούς Πατέρες τῆς
ἐρήμου καὶ μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη καὶ τὴ θέληση ὅλων γράφει στὸν βασιλιὰ τὴν ἑξῆς
ἀπάντηση: «ἐπειδὴ μᾶς ἔστειλες μήνυμα νὰ κάνουμε ἕνα ἀπὸ τὰ δύο, δηλαδὴ ἢ νὰ
συμφωνήσουμε μὲ τὴν ἄποψη τῶν Ἀκέφαλων ἢ νὰ θανατωθοῦμε βίαια ἂν μείνουμε
πιστοὶ στὰ ὀρθὰ Δόγματα τῶν Πατέρων, μάθε ὅτι προτιμοῦμε τὸν θάνατο καὶ ὄχι
μόνο ἐμεῖς δὲν παρεκκλίνουμε καθόλου ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ καὶ ὅσους ἄλλους
παρασύρετε καὶ δεχτοῦν τὰ φρονήματά σας, ἐμεῖς τοὺς ἀναθεματίζουμε, καὶ ἂν
χειροτονήσετε κάποιον ἀπὸ τοὺς Ἀκέφαλους, ἐμεῖς δὲν τὸν δεχόμαστε.
Μακάρι, Χριστὲ Βασιλιά, νὰ μὴ
συμβεῖ νὰ παραιτηθοῦμε οὔτε λίγο ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἂν δοῦμε
τοὺς Ἅγιους αὐτοὺς Τόπους νὰ ἔχουν παραδοθεῖ στὴ φωτιά, ἀκόμα καὶ ἂν πάθουμε
ὁτιδήποτε ἄλλο, δὲν ἀλλάζουμε γνώμη, ἀκόμα καὶ ἂν ἐλεεινὰ τεμαχίσουν τὰ σώματά
μας σὲ μικρὰ τεμάχια, ἀλλὰ πιστεύουμε στὶς τέσσερις Ἅγιες Συνόδους, ἀπὸ τὶς
ὁποῖες ἡ Α΄ τῶν 318 Πατέρων ἔγινε κατὰ τοῦ Ἄρειου στὴ Νίκαια, τὸν ὁποῖο καὶ
ἀναθεμάτισαν, ἐπειδὴ τὸ δόγμα τοῦ δυσσεβοὺς θεωροῦσε τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ ξένο ἀπὸ
τὴν οὐσία τοῦ Πατρός. Ἡ Β΄ κατὰ τοῦ Μακεδόνιου, ὁ ὁποῖος βλασφημοῦσε πρὸς τὸ
Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ Γ΄ πραγματοποιήθηκε στὴν Ἔφεσο κατὰ τοῦ Νεστορίου, ὁ ὁποῖος
φλυαροῦσε μὲ μιαρὸ καὶ παράλογο τρόπο κατὰ τῆς οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ,
καὶ ἡ τέταρτη τῶν 630 θεοφόρων Πατέρων στὴ Χαλκηδόνα, οἱ ὁποῖοι ἔχοντας ἴδιο
φρόνημα μὲ τοὺς ἄλλους, ἀφόρισαν τὸν Εὐτυχῆ καὶ τὸν Νεστόριο, καὶ τοὺς ἒδιωξαν
μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ δυνάμωσαν τὴν Ἀνατολικὴ Πίστη, χαρακτηρίζοντας
αὐτοὺς ποὺ ἔχουν διαφορετικὸ φρόνημα ξένους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἀπὸ αὐτὴ λοιπὸν τὴν Ὀρθόδοξη
Πίστη δὲν παρεκκλίνουμε οὔτε προδίδουμε (μακριὰ ἀπὸ ἐμᾶς!) τὴν εὐσέβεια, ἔστω
καὶ ἂν πρόκειται νὰ μᾶς δώσετε χιλιάδες θανάτους. Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ποὺ
καθοδηγεῖ κάθε νοῦ, μακάρι νὰ εἶναι φύλακας καὶ ὁδηγὸς τοῦ κράτους σου».
Μόλις δέχτηκε αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ ὁ
βασιλιάς, εὐλαβήθηκε τὸν Ἅγιο καὶ τοῦ ἔστειλε ἀπάντηση προφασιζόμενος ὅτι δὲν
ἔφταιγε ὁ ἴδιος σὲ αὐτὸ τὸ θέμα, ἀλλὰ οἱ κακοὶ Ἀρχιερεῖς καὶ κληρικοί, οἱ
ὁποῖοι θέλοντας νὰ φανοῦν σοφοί, προκαλοῦσαν τὰ σκάνδαλα. Αὐτὰ καὶ ἄλλα ἀφοῦ ἔγραψε
ὁ βασιλιὰς στὸν Ἅγιο, σταμάτησε καὶ δὲν ἐκβίαζε κανένα νὰ ἀκολουθήσει τὴν
αἵρεση. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ καιρὸ ἄλλαξε γνώμη καὶ ἔστειλε πάλι γράμματα κατὰ τῆς
εὐσέβειας, ὁ ἀπερίσκεπτος.
Ὁ γενναῖος ὅμως καὶ ζηλωτὴς τῆς ὀρθῆς πίστης Ἅγιος
Θεοδόσιος, δὲν ἀποδέχτηκε τὰ γράμματα, ἀλλὰ σὰν λιοντάρι ὅρμησε κατὰ τῶν
ἀπεσταλμένων καὶ ἀφοῦ συγκέντρωσε τὸ πλῆθος, ἀνέβηκε στὸν ἄμβωνα καὶ εἶπε
μεγαλόφωνα: «ὅποιος ἐναντιωθεῖ στὶς τέσσερις Ἅγιες Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ
δὲν τὶς τιμᾶ ὅπως τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια, νὰ ἔχει τὸ ἀνάθεμα.». Αὐτὰ εἶπε καὶ
ἔτρεξε σὰν Ἄγγελος στὶς κοντινὲς χῶρες καὶ πόλεις σὰν στρατηγός, μὲ πολλοὺς
Μοναχοὺς νὰ τὸν ἀκολουθοῦν, καὶ στήριζε τοὺς πιστούς, ξεσήκωνε τοὺς νωθροὺς καὶ
ὅσους εἶχαν ἀμφιβολία γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη τοὺς βεβαίωνε καὶ τοὺς ἔκανε πρόθυμους
νὰ μὴ φοβηθοῦν τὶς ἀπειλὲς τοῦ τυράννου, ἀλλὰ νὰ πεθάνουν, ἂν χρειαστεῖ, γιὰ
τὴν εὐσέβεια.
Καὶ τοὺς δίδασκε ὁ Ὅσιος νὰ
γνωρίζουν ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ταυτόχρονα Θεὸς καὶ ἄνθρωπος σὲ
μία ὑπόσταση, δηλαδὴ πρόσωπο, ἔχοντας ἀπὸ τὴ φύση του τὴ θεότητα καὶ τὴν
ἀνθρωπότητα. Ἔφερε καὶ γιὰ ἀπόδειξη τὴν Ἁγία ἐκείνη καὶ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο,
ἡ ὁποία σαφέστατα ἀνατρέπει αὐτὲς τὶς δύο αἱρέσεις, τοῦ δυσσεβοὺς Νεστόριου, ὁ
ὁποῖος χώριζε τὸν ἕνα Χριστὸ σὲ δύο υἱοὺς καὶ δύο ὑποστάσεις ὁ ἀνόητος, καὶ τοῦ
Εὐτυχοῦς καὶ Διοσκόρου καὶ Σεβήρου, οἱ ὁποῖοι συγχέουν σὲ μία φύση τοῦ ἑνὸς
Χριστοῦ τὴ θεότητα καὶ τὴν ἀνθρωπότητα.
Γιατί ὁ Νεστόριος πίστευε δύο φύσεις
καὶ ὑποστάσεις στὸ Χριστὸ καὶ δύο υἱούς, ἕναν Θεὸ ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα,
καὶ ἄλλον ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρθένο. Ὁ Εὐτυχὴς πάλι καὶ ὁ Διόσκορος καὶ ὁ Σεβῆρος,
ποὺ πίστευε τὰ ἴδια μὲ αὐτούς, θέλοντας δῆθεν νὰ πολεμήσουν αὐτὴ τὴ σφαλερὴ
διαίρεση τοῦ Νεστόριου, ἔπεσαν πάλι καὶ οἱ ἴδιοι τόσο ἀνόητα σὲ ἄλλη αἵρεση,
δίνοντας στὸ Χριστὸ μία φύση θεότητος καὶ ἀνθρωπότητος, καὶ πιστεύοντας οἱ
ἄμυαλοι ὅτι ἡ θεότητα μπορεῖ νὰ πάσχει. Γιατί , ἂν ἔχει ὁ Χριστὸς μία φύση,
ὅπως φλυάρησαν αὐτοί, ἄρα καὶ ἡ θεότητα γνώρισε τὸ θάνατο.
Ἀλλὰ ἂς σφραγισθοῦν τὰ μιαρά τους
στόματα, γιατί ἡ Ἁγία Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀποφάσισε νὰ τιμοῦμε δύο φύσεις
θεότητος καὶ ἀνθρωπότητος σὲ μία ὑπόσταση χωρὶς νὰ τὶς συγχέουμε, χωρὶς νὰ τὶς
μεταβάλλουμε καὶ δίχως νὰ τὶς χωρίζουμε, ἕναν Υἱὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς προαιώνιο
σύμφωνα μὲ τὴ θεότητα, μεταγενέστερο καὶ πάλι γεννηθέντα ἀπὸ τὴν Ἁγία Παρθένο
μὲ νεότερο νόμο σύμφωνα μὲ τὴν ἀνθρωπότητα, ὁμοούσιο μὲ τὸν Πατέρα,
ἀμήτορα καὶ ἀπάτορα.
Μὲ αὐτὰ καὶ ἄλλα παρόμοια δίδασκε μὲ θάρρος τὸ ποίμνιό του
ὁ σοφὸς Θεοδόσιος. Καὶ γιὰ αὐτὸ ὁ βασιλιὰς θύμωνε μαζί του καὶ τὸν ἐξόρισε
ἄδικα. Ὁ δίκαιος κριτὴς ὅμως Θεός, ἀφαίρεσε τὴ ζωὴ ἐκείνου τοῦ παράφρονα καὶ
ὅταν ἐπέστρεψε πάλι ὁ Ὅσιος ἔπαυσε ὁ διωγμὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ σταμάτησαν τὰ
σκάνδαλα. Καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἀρχιερεῖς διώχτηκαν ἀπὸ τοὺς θρόνους τους, καὶ οἱ
εὐσεβεῖς πῆραν πίσω τούς δικούς τους θρόνους, ὅπως καὶ πρίν, καὶ πολλοὶ ἀπὸ
αὐτοὺς ἐπαίνεσαν τὸν μέγα Θεοδόσιο γιὰ τὸ θάρρος ποὺ ἔδειξε καὶ δὲν δέχτηκε τὰ
βασιλικὰ προστάγματα. Ἰδιαίτερα οἱ Ἀρχιεπίσκοποι, τῆς Ῥώμης Ἀγάπιος καὶ ὁ
Ἐφραὶμ τῆς Ἀλεξάνδρειας τοῦ ἔγραψαν ἐγκωμιαστικὰ γράμματα καὶ πολὺ τὸν
ἐγκωμίασαν.
Ὁ ἅγιος Θεοδόσιος ὁ
Κοινοβιάρχης καὶ τὸ κοινόβιό του στὴν Παλαιστίνη[9]
Βρίσκεται ἀνατολικά τῆς Βηθλεέμ,
στὴν ἀρχὴ τῆς Ῥέμου καὶ πάνω στὸν ἀρχαῖο κεντρικὸ δρόμο ποὺ ὁδηγοῦσε στὴν
καρδιὰ τῆς ἐρήμου τῆς Ἰουδαίας καὶ στὴ Νεκρὰ Θάλασσα. Τὸ σημερινὸ μοναστήρι
εἶναι χτισμένο στὴ θέση τοῦ ἀρχαίου κοινοβίου, ποὺ ἵδρυσε ὁ μέγας Κοινοβιάρχης
τοῦ μοναχισμοῦ τῆς Ἁγίας Γῆς, ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος, τὸν 5ο αἰώνα. Στὸν περίβολο
τοῦ μοναστηριοῦ βλέπει κανεὶς μωσαϊκὰ δάπεδα μὲ ἑλληνικὲς ἐπιγραφές, μαρμάρινα
κιονόκρανα καὶ κολῶνες, στέρνες καὶ ἐρείπια κτιρίων.
Ἡ σπηλιὰ-προσκύνημα εἶναι τὸ πιὸ
ἐνδιαφέρον τμῆμα τοῦ μοναστηριοῦ. Εἶναι φυσική, μὲ λίγα λαξευτὰ σημεῖα καὶ κατὰ
τὴ μακραίωνη ἱστορία τῆς μονῆς χρησιμοποιήθηκε ὡς κοιμητήριο τῶν ἡγουμένων καὶ
τῶν ἐπιφανῶν της μοναχῶν. Στὶς λάρνακες κατὰ μῆκος τῶν τοίχων τῆς σπηλιᾶς εἶναι
ἐνταφιασμένοι, μεταξὺ ἄλλων, ὁ ἱδρυτὴς τοῦ μοναστηριοῦ Ἅγιος Θεοδόσιος, ὁ Ἅγιος
Σωφρόνιος, διάδοχος τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου καὶ μετέπειτα ὀνομαστὸς πατριάρχης τῆς
Ἱερουσαλήμ, ὁ Ἅγιος Κόπρης, ἡ Ἁγία Θεοδότη, ἡ μητέρα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων καὶ
ἄλλες ἐξέχουσες μορφὲς τοῦ μοναχισμοῦ τῆς Παλαιστίνης.
Ἡ ἱστορία τοῦ μοναστηριοῦ αὐτοῦ
εἶναι ἀπὸ τὶς ὡραιότερες, ἀλλὰ καὶ δραματικότερες τῶν μοναστηριῶν τῆς
Παλαιστίνης. Ἱδρύθηκε τὸ 465 ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεοδόσιο καὶ ἀμέσως ἔγινε τὸ
σπουδαιότερο κέντρο τοῦ ἀνατολικοῦ Ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ, τὸ σχολεῖο τῶν
μοναχῶν, ὅπως τὸ ἔλεγαν. Ἐκεῖ μέσα ἔφθασε ὁ μοναχισμὸς στὴν πιὸ τέλεια καὶ
ὀργανωμένη του μορφή, καλλιεργήθηκε ἡ ὑπακοὴ καὶ ὁ ἄνθρωπος ὡς μία ψυχοσωματικὴ
ἑνότητα θεραπευόταν ψυχοσωματικὰ ζώντας σύμφωνα μὲ τὶς Εὐαγγελικὲς ἐντολές.
Στὶς μέρες τὶς ἀκμῆς του, τὸ
κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου (στὸ χρονικὸ διάστημα ἀπὸ τὴν ἵδρυσή του μέχρι τὸ
700 περίπου μ.Χ.) ἔφτασε νὰ ἔχει μέχρι 700 μοναχούς, διαφόρων ἐθνοτήτων. Μέσα
στὴ μονὴ ὑπῆρχαν ἐργαστήρια, Ἐκκλησίες, πτωχοκομεῖα, φροντιστήρια, γηροκομεῖα,
ὀρφανοτροφεῖο, ξενῶνες κ.ἂ. Ὅλα αὐτὰ ἔκαναν τὸ μοναστήρι νὰ μοιάζει μὲ μικρὴ
πολιτεία ὄχι μόνον ἀνθρώπων τοῦ πνεύματος καὶ τῆς προσευχῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς
ἐργασίας καὶ προσφορᾶς.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ τὸ κοινόβιο τοῦ
Ἁγίου Θεοδοσίου δὲν ἔβγαλε μόνο ἁπλοϊκοὺς Ἁγίους ἀλλὰ καὶ σοφούς, ὅπως τὸν
περίφημο Ἰωάννη Μόσχο, τὸν Ἅγιο Μόδεστο καὶ τὸν Ἅγιο Σωφρόνιο, τοὺς μετέπειτα
Πατριάρχες τῶν Ἱεροσολύμων καὶ πολλοὺς ἄλλους.
Ἡ περσικὴ εἰσβολὴ καὶ στὴ
συνέχεια ἡ ἀραβικὴ κατάκτηση ἀνέκοψαν τὴν πρόοδο τοῦ μοναστηριοῦ καὶ σκόρπισαν
τοὺς μοναχούς του. Μὲ λίγους μοναχοὺς καὶ μὲ τὸν διαρκή κίνδυνο σφαγῶν καὶ
λεηλασιῶν ἀπὸ τοὺς Βεδουίνους, τῆς ἐρήμου, ἐπέζησε τὸ μοναστήρι μέχρι τὸν 15ο
αἰώνα. Τότε ἦταν ποὺ ἐγκαταλείφθηκε.
Στὰ 400 περίπου χρόνια τῆς
ἐγκατάλειψης καὶ λησμονιᾶς χρησιμοποιήθηκαν τὰ κτίριά του ὡς στάνες καὶ ἄσυλα
τῶν μουσουλμάνων τῆς φυλῆς Ἰμπιν-Ἀμπέντ, γι' αὐτὸ καὶ μέχρι σήμερα εἶναι γνωστὸ
στὰ ἀραβικὰ ὡς Δὲρ-Ἰμπιν-Ἀμπέντ. Τὸ 1858 τὰ ἐρείπιά του ἀγοράσθηκαν ἀπὸ τὸ
Ἑλληνικὸ Πατριαρχεῖο, ἔγιναν ἐργασίες ἀναστήλωσης καὶ ἀνακαίνισης καὶ τὸ
μοναστήρι ἐπαναλειτούργησε ἀποκτώντας τὴ σημερινή του μορφή.
Ὑμνολογικὰ κείμενα
ἀφιερωμένα στὸν Ὅσιο Θεοδόσιο[10]
Κοινοῦ Θεοδόσιος
Ἡγεμὼν βίου,
Κοινὴ Μονασταῖς ἐκβιώσας ζημία.
Ἑνδεκάτῃ ὀλοὸν βίοτον λίπε Κοινοβιάρχης.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ.
δ’.
Ταῖς τῶν δακρύων σου ῥοαῖς, τῆς ἐρήμου τό ἄγονον ἐγεώργησας· καί τοῖς ἐκ βάθους
στεναγμοῖς, εἰς ἑκατόν τούς πόνους ἐκαρποφόρησας· καί γέγονας φωστήρ τῇ
οἰκουμένῃ, λάμπων τοῖς θαύμασιν. Θεοδόσιε Πατήρ ἡμῶν ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ
Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλάγιος α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀρεταὶς θεοσδότοις ἐκλάμψας ὅσιε, Μοναστικῆς πολιτείας ὤφθης λαμπρὸς χαρακτήρ,
καὶ φωστὴρ θεοειδὴς Πάτερ καὶ ἔξαρχος, Θεοδόσιε σοφέ, τῶν Ἀγγέλων μιμητά,
θεράπων ὁ τῆς Τριάδος ἣν ἐκδυσώπει ἀπαύστως,ἐλεηθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
Κάθισμα. Ἦχος πλ. δ'. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ἐγκρατείᾳ καὶ πόνοις καὶ προσευχαῖς, τὴν ψυχήν σου κοσμήσας θεοπρεπῶς, γέγονας
συμμέτοχος, τῶν Ὁσίων Ἀοίδιμε· καὶ τῶν θαυμάτων ὄντως, χαρίσματα ἔλαβες, τοῦ
ἰᾶσθαι τάς νόσους, τῶν πίστει τιμώντων σε· ὅθεν καὶ Δαιμόνων, ἀπελαύνων τὰ
πλήθη, παρέχεις ἰάματα, τοῖς ἀνθρώποις τῇ χάριτι, θεοφόρε Θεοδόσιε. Πρέσβευε Χριστῷ
τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν
μνήμην σου.
Μεγαλυνάριον
Δόσιν θεοδώρητον εἰληφώς, δόσεσιν ὁσίαις, τὰς χορείας τῶν Μοναστῶν, ἱερῶς
ῥυθμίσας, δοτοὺς Θεῷ προσῆξας, τοὺς σοὶ ἐφαπομένους, ὦ Θεοδόσιε.
[1] H. Delehaye, Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae
e codice Sirmondiano, adjectis synaxariis «Selectis»,σ.383-386, Bruxellis 1902.
[2] Vita a. Symeone Metaphrasta,
P.G. 114.469-553.
[3] Βλ. BHG II, 288,
(1776-1778b).
[4] Στὰ Acta Sanctorum
ἀναφέρονται ἐπίσης καὶ οἱ ὀνομασίες Μαγαρισοῦ καὶ Μαρισσοῦ.
[5] Ἱερομ. Μακαρίου
Σιμωνοπετρίτου, Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόμ. Ε΄
(Ἰανουάριος), σ. 127.
[6] Μακαριστοῦ Μητροπολίτου
Σερβιῶν καὶ Κοζάνης + Διονυσίου Λ. Ψαριανοῦ, Εἰκόνες ἔμψυχοι – Κηρύγματα
ἁγιολογικὰ (Ἑξαπλὰ β΄), ἔκδ. Ζωηφόρος.
[7] Ἱερομ. Ἐφραὶμ Χαλής, Ὁ Ὅσιος
Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης (Ἡ κοινωνικὴ προσφορὰ τοῦ Μοναχισμοῦ), σ. 8.
[8] Τὸ παρὸν ὑλικὸ εἶναι
ἀναρτημένο στὴν ἰστοσελίδα: www.impantokratoros.gr. Πηγὴ τοῦ ἄρθρου ἀποτελεῖ τὸ
βιβλίο τοῦ Γ. Τέζα, Ἡ αἵρεσις τῶν μονοφυσιτῶν ἀντιχαλκιδωνίων, ἔκδ. «Ὀρθόδοξος
Κυψέλη», Θεσσαλονίκη.
[9] Τὸ παρὸν κείμενο εἶναι
ἀναρτημένο στὴν ἰστοσελίδα http://holylandagioitopoi.blogspot.com, σύμφωνα μὲ
τὴν ὁποία σημειώνεται ὅτι πολλὰ στοιχεῖα ἐλήφθησαν ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Β.
Τζαφέρη: Ἅγιοι Τόποι. Ἐπίσης πηγὴ τῶν εἰκόνων ἀποτελεῖ ὁ ἰστότοπος:
http://picasaweb.google.gr/injerousalem/OrthodoxMonasteriesIn.
[10] Μηναῖον Ἰανουαρίου ΙΑ΄, σσ.
252-267 καὶ Νέος Ἐνιαύσιος Στέφανος, σ.188.