Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 17, 2018

"Το εμπόδιο του ανθρώπινου εγωκεντρισμού"


(π. Φιλόθεος Φάρος) 

Η αγάπη προϋποθέτει άρνηση του εγώ. Η δυνατότητα του ανθρώπου να αγαπήσει το συνάνθρωπό του εξαρτάται από την ικανότητά του να καταστείλει τα πάθη του. Για να μπορέσει να πει ο άνθρωπος ναι στις ανάγκες του άλλου θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να λέει όχι στις δικές του επιθυμίες.
Ο άνθρωπος που ασχολείται αποκλειστικά με τον εαυτό του και με την ικανοποίηση των δικών του επιθυμιών στερείται της δυνατότητας να αισθανθεί αγάπη για το συνάνθρωπό του και σαν αποτέλεσμα στερείται της δυνατότητας να ενωθεί με το Θεό· έτσι χάνει τον παράδεισο της τρυφής.

Γι' αυτό, αμέσως μετά την προβολή της αγάπης ως απαραίτητης προϋποθέσεως για τη συνάντηση του ανθρώπου με τον αναστημένο Χριστό "ανάμνησιν ποιούμεθα της από του παραδείσου της τρυφής εξορίας του πρωτοπλάστου Αδάμ".


Με την ανάμνηση αυτή οι άγιοι Πατέρες θέλησαν να δείξουν πόσο καταστρεπτική είναι η υποδούλωση του ανθρώπου στις αυτοκαταστρεπτικές του επιθυμίες και πόσο σωστική είναι η ανάπτυξη της δυνατότητας του να αντιστέκεται σ' αυτές. Οι άγιοι Πατέρες τονίζουν το κακό που έπαθε ο Αδάμ για να μη μπορεί να αναβάλει για λίγο την ικανοποίηση μιας επιθυμίας και πόσο διέφθειρε έτσι την ανθρώπινη φύση μας και υπογραμμίζουν ότι η αντίσταση στην αμαρτωλή τάση για άμεση ικανοποίση όλων μας των επιθυμιών είναι μια βασική εντολή του Θεού. 

Ο Αδάμ παρήκουσε το Θεό γιατί μόνο στις επιθυμίες του και τον εγωκεντρισμό του υπάκουε και έτσι αποκόπηκε από το Θεό, γιατί μόνο δια της αγάπης μπορεί ο άνθρωπος να ενωθεί με το συνάνθρωπο και το Θεό ενώ ο εγωκεντρισμός τον αποκόπτει τον από τον ένα και από τον άλλο. 

Ο Ιησούς Χριστός με την τεσσαρακονθήμερη νηστεία Του, δηλαδή την άρνηση στην επιθυμία Του για τροφή, αναπτύσσει τη δυνατότητα να λέει όχι στο δικό Του θέλημα για να μπορεί να λέει ναι στο θέλημα του Θεού και δείχνει το δρόμο της αντίστροφης πορείας από εκείνη του Αδάμ. Για τον ίδιο λόγο θεσπίσθηκε η νηστεία της Σαρακοστής, για να δίνεται η ευκαιρία στον άνθρωπο δια της νηστείας να κατανικάει το δικό του θέλημα, που πολύ συχνά είναι αυτοκαταστροφικό, για να μπορεί να κάνει το θέλημα του Θεού που είναι πάντοτε σωτήριο και έτσι να μπορεί να καλλιεργεί τη δυνατότητα της αγάπης που τον ενώνει με το Θεό και που ο Αδάμ έχασε εξαιτίας της υποδουλώσεώς του στη δική του επιθυμία. 

Ο διάβολος εδελέασε τον Αδάμ με την υπόσχεση μιας ευχάριστης και γλυκιάς εμπειρίας, όπως δελεάζει πάντα τον άνθρωπο όταν του προτείνει μια εγωκεντρική ικανοποίηση των αυτοκαταστροφικών, στην ουσία, επιθυμιών του σε βάρος των συνανθρώπων του. Η γεύση όμως της βρώσεως του απαγορευμένου καρπού ήταν πικρή και όχι γλυκιά. Απαγορεύει ο Θεός τη χρησιμοποίηση του συνανθρώπου για την ικανοποίηση της δικής μας επιθυμίας και ο διάβολος διατείνεται ότι ο Θεός από φθόνο μας στερεί μια ευχάριστη εμπειρία.

Κάθε φορά όμως που πέφτουμε σ' αυτή την παγίδα του διαβόλου και επιδιώκουμε την εγωκεντρική μας ικανοποίηση σε βάρος των άλλων, δοκιμάζουμε την πίκρα της αποκοπής από τους άλλους, που δέν θέλουν φυσικά να τους χρησιμοποιούμε, και την τυραννία της μοναξιάς, μιας μοναξιάς που έχει υπαρξιακές διαστάσεις, γιατί η αποκοπή από το συνάνθρωπο συνεπάγεται και την αποκοπή από το Θεό. Ο εγωκεντρισμός, όπως εχώρισε "Θεού της δόξης" τον Αδάμ, χωρίζει "Θεού της δόξης" κάθε άνθρωπο. "Γλυκύς εις γεύσιν ο καρπός της γνώσεως εν τη Εδέμ εφάνη μοι, πλησθέντι της βρώσεως, εις χολήν δε γέγονεν το τέλος αυτής" λέει ο Αδάμ σ' ένα τροπάριο της ενάτης ωδής του κανόνος αυτής της τετάρτης Κυριακής του Τριωδίου.

Ο άνθρωπος με την επανάληψη εθίζεται στη χωρίς αναβολή ικανοποίηση όλων των επιθυμιών του χωρίς διάκριση, έτσι που να μην μπορεί τελικά να αντισταθεί στις αυτοκαταστροφικές του επιθυμίες και τελικά οδηγείται στο θάνατο. Ο εθισμός σκοτίζει τόσο πολύ την κρίση του, ώστε να μην μπορεί να δει ότι πολύ συχνά αυτό που θέλει κι αυτό που πραγματικά έχει ανάγκη όχι μόνο δεν συμπίπτουν αλλά είναι εντελώς αντίθετα, και τελικά εκείνο που ο άνθρωπος θέλει για τον εαυτό του είναι αντίθετο με εκείνο που ο Θεός θέλει γι' αυτόν γιατί ο άνθρωπος καταντάει να θέλει την αυτοκαταστροφή του ενώ ο Θεός θέλει την ολοκλήρωση του ανθρώπου, την πραγμάτωση των ανεξάντλητων δυνατοτήτων του, και τη θέωσή του. 

Έτσι, όσο ο άνθρωπος κάνει αυτό που εκείνος θέλει και όχι αυτό που ο Θεός θέλει γι' αυτόν, αυτοκαταστρέφεται. Είναι επομένως επιτακτική ανάγκη να αναπτύξει τη δυνατότητα να λέει όχι σ' αυτό το αυτοκαταστροφικό του θέλημα και γι' αυτό η Εκκλησία αντιτάσσει στον εθισμό της άμεσης ικανοποιήσεως κάθε επιθυμίας την άσκηση και τη νηστεία. 

Η άσκηση και η νηστεία επιδιώκουν μια συμπεριφεριολογική αλλαγή των αυτοκαταστροφικών τάσεων του ανθρώπου που όμως δεν είναι αυτοσκοπός, γιατί τότε θα ήταν ευσεβισμός, αλλά που αποβλέπει στην εσωτερική αλλαγή. Ασκείται ο άνθρωπος να μπορεί να δίνει κάτι από τον εαυτό  του στο συνάνθρωπό του όχι για να αισθανθεί ότι είναι καλός άνθρωπος, αλλά για να μπορέσει με τη χάρη του Θεού μ' αυτή την άσκηση να αλλάξει την εσωτερική εγωκεντρική του διάθεση σε μια εσωτερική διάθεση προσφοράς και αγάπης για το συνάνθρωπο. 

Η άσκηση για την ανάπτυξη της δυνατότητάς του ανθρώπου να αντιστέκεται στις επιθυμίες του αρχίζει από το σώμα και την επιθυμία της τροφής. Ο άνθρωπος π.χ. που δεν μπορεί να αντισταθεί στην επιθυμία της τροφής δεν θα μπορέσει ασφαλώς να αντισταθεί στην επιθυμία να παραγνωρίσει το συνάνθρωπό του για να επιτύχει τη δική του επαγγελματική ή κοινωνική τακτοποίηση. 

Στο ποσοστό που εξουσιάζεται ο άνθρωπος από την αγάπη της σάρκας, λέει ο Ισαάκ ο Σύρος, δεν μπορεί να αντισταθεί στις πιέσεις που τον εμποδίζουν να καλλιεργήσει μέσα του την αγάπη. 

Ο κορεσμός του στομαχιού προκαλεί φλόγα λαγνείας. Εκείνοι που τρέφουν το σώμα αφειδώς δημιουργούν τις προϋποθέσεις, λέει ο αββάς Ευάγριος, για την ικανοποίηση και όλων των άλλων παθών. 

Πραγματικά, είναι γενική η πεποίθηση των Πατέρων της Εκκλησίας, και ιδιαίτερα των νηπτικών, ότι η υποχώρηση στο πάθος της λαιμαργίας αποκλείει από τον άνθρωπο τη δυνατότητα να αντισταθεί σε οποιοδήποτε άλλο εγωκεντρικό και αυτοκαταστροφικό πάθος. Οι απολαύσεις προκαλούν συχνά ζημιά και πόνο, και το πολύ φαγητό προκαλεί ανησυχία, αδυναμία και τον ξεπεσμό της ψυχής. Η πολυτέλεια και η καλοπέραση προσβάλλουν και διαφθείρουν τα πάντα. 

Εκείνος που χορταίνει διαρκώς το στομάχι του και ικανοποιεί την όρεξη και την επιθυμία του και φροντίζει διαρκώς για την άνεση του σώματός του, χάνει τον παράδεισο. 

Όπως το σύννεφο κρύβει το φως του φεγγαριού έτσι και οι αναθυμιάσεις του γεμάτου στομαχιού απομακρύνουν τη θεία σοφία από την ψυχή. 

Η εγκράτεια είναι η ευπρέπεια των αγγέλων, "η προς Θεόν παρρησία". Δι' αυτής ο Μωυσής έγινε "τω κτίστη συνόμιλος, και φωνήν αοράτως, εν ταις ακοαίς υπεδέξατο" (δοξαστικό Όρθρου Τυρινής). Με τη νηστεία επιτυγχάνουμε εκείνο που είναι καλύτερο και από τη νηστεία, την αποχή από το κακό. 

Πολλά επιτυγχάνονται με τη νηστεία γιατί η εντολή της νηστείας απαιτεί να νηστεύουμε όχι μόνο με το σώμα αλλά και με την ψυχή. Οι αρετές και οι κακίες είναι η τροφή της ψυχής και η ψυχή μπορεί να φάει οποιαδήποτε απ' αυτές τις δύο τροφές και να διατεθεί ανάλογα. Γι' αυτό θα προετοιμασθούμε κατάλληλα για την Ανάσταση του Χριστού τηρώντας τη νηστεία του σώματος στα εξωτερικά πράγματα και τρέφοντας την ψυχή με τη Θεία Τροφή του Λόγου και σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. 

Πολλοί άνθρωποι στις ημέρες μας ισχυρίζονται ότι η παράδοση της νηστείας είναι αναχρονιστική σήμερα και επιδιώκουν την κατάργηση των κανόνων της νηστείας, ενώ άλλοι θεωρούν τους κανόνες αυτούς απόλυτους νόμους που η τήρησή τους είναι απαραίτητη για όσους θέλουν να είναι "καλοί" χριστιανοί. Οι πρώτοι, ενώ αισθάνονται εκσυγχρονισμένοι, δεν έχουν συλλάβει την παθολογία της εποχής μας, γιατί θα ήταν πολύ δύσκολο να βρούμε μια άλλη εποχή για την οποία η νηστεία θα είχε τόση χρησιμότητα, όση έχει για την εποχή μας. Η αφθονία στις ημέρες μας έχει γίνει αφορμή περισσότερο από κάθε άλλη εποχή να υποδουλωθεί ο άνθρωπος ολοκληρωτικά στον εαυτό του και στις επιθυμίες του, γι' αυτό έχει ανάγκη περισσότερο από τον άνθρωπο κάθε άλλης εποχής την άσκηση της νηστείας. Οι νεώτεροι, που και η σωματική τους ακόμη υγεία κινδυνεύει εξαιτίας του διαιτολογίου της αφθονίας που τους επέβαλαν οι παλαιότεροι, που μαστίζονται από το σύμπλεγμα του πεινασμένου, του παιδιού της κατοχής, αισθάνονται την ανάγκη μιας παραδόσεως νηστείας και αγνοώντας τη δική τους παράδοση καταφεύγουν στις παραδόσεις της Άπω Ανατολής και των "health foods". 

Ο Κοσμάς ο Αιτωλός, που είναι πραγματικά "εκσυγχρονισμένος" και που γνωρίζει καλά την ανθρώπινη φύση, λέει τα εξής σχετικά με τη νηστεία στις Διδαχές του: 
"Ένας άνθρωπος πλούσιος πηγαίνει εις ένα πνευματικόν να ξομολογηθή. Τι κανόνα πρέπει ο πνευματικός να του δώσει; Πρέπει να του ειπεί εις τρεις ημέρες να τρώγει μίαν φορά την ημέραν ψωμί και νερό και να κάμει τρεις χιλιάδες μετάνοιες και νηστείες. Λέγει ο πλούσιος: φωτιά να την κάψει την αμαρτία, καλύτερα να μην την είχα κάμει. Διατί να του ειπεί να δώσει ελεημοσύνην, εκείνος έχει και δίνει και δεν διορθώνεται. Εξομολογάται και ένας πτωχός. Τι κανόνα πρέπει ο πνευματικός να του δώση; να του ειπεί να δώσει πεντακόσια γρόσια ελεημοσύνη. Αυτός δεν έχει να τα δώση και έτσι λέγει: Φωτιά να κάψη την αμαρτία, καλύτερα ας λείψω από δαύτην. Διατί αν του ειπεί ο πνευματικός να νηστεύη, εκείνος είναι πτωχός και πάντοτε νηστεύει. Να του ειπεί να κάνει μετάνοιες; Εκείνος σκάπτει και όλο μετάνοιες κάμνει και δεν διορθώνεται. Αλλά χρειάζεται το εναντίον τόσον εις τον πλούσιον ωσάν και εις τον πτωχόν". 

Η εποχή μας, που είναι εποχή αφθονίας, έχει πιο πολύ ανάγκη τη νηστεία από τις εποχές των στερήσεων. Ιδιαίτερα τα παιδιά της εποχής μας, που τα μεγαλώνουμε σήμερα έτσι ώστε να μην μπορούν για κανένα λόγο να αναβάλουν την ικανοποίηση μιας επιθυμίας τους προετοιμάζοντάς τα με τον τρόπο αυτό για τον αναπότρεπτο χαμό τους, έχουν μεγάλη ανάγκη της νηστείας, που θα βάλει κάποιο χαλινάρι στην τρυφερή ηλικία τους και από τη λιτή δίαιτα, που θα συγκρατήσει τις ανυπότακτες ορέξεις με ένα όχι πολύ οδυνηρό τρόπο. 

Τόσο εκείνοι που επιζητούν την κατάργηση της νηστείας όσο και εκείνοι που την απολυτοποιούν, υποφέρουν από το ίδιο πουριτανικό σύνδρομο για το οποίο η τήρηση κάποιου νόμου, και στην προκειμένη περίπτωση του νόμου της νηστείας, είναι απαραίτητη για να θεωρείται κανείς χριστιανός και "καλός" άνθρωπος. Εκείνοι τώρα που δεν θέλουν να τηρήσουν το "νόμο" της νηστείας ζητούν την καθιέρωση ενός "νόμου" που να είναι στα μέτρα τους, για να μπορούν έτσι να συμπεριληφθούν στους "καλούς" ανθρώπους, χωρίς να ξεβολευτούν. 

Η νηστεία πρέπει να είναι άμεση και έμμεση έκφραση αγάπης. Άμεση από τη μια, γιατί πρέπει με τη λιτή δίαιτα να αποβλέπει στον περιορισμό των δαπανών συντηρήσεως του ανθρώπου, έτσι που να μπορεί να βοηθήσει άλλους, που βρίσκονται σε ανάγκη, έμμεση από την άλλη, γιατί περιορίζοντας τον εγωκεντρισμό του ανθρώπου κάνει δυνατή την ανάπτυξη της αγάπης. 

Η νηστεία λοιπόν είναι φάρμακο, αλλά ένα φάρμακο μπορεί να γίνει άχρηστο αν δεν χρησιμοποιηθεί σωστά. Για τη σωστή χρησιμοποίηση του φαρμάκου πρέπει να ξέρουμε το χρόνο που θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί, την απαιτούμενη ποσότητα, την ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου που το χρησιμοποιεί, τη φύση του τόπου, την εποχή του χρόνου και πολλές άλλες λεπτομέρειες, που η παράβλεψη κάθε μιας τους μπορεί να αλλοιώσει όλες τις άλλες. Αν απαιτείται τόση ακρίβεια λοιπόν από μέρους μας όταν πρόκειται για τις ανάγκες του σώματος, πολύ περισσότερο πρέπει να είμαστε προσεκτικοί όταν πρόκειται για τη φροντίδα της ψυχής και όταν προσπαθούμε να θεραπεύσουμε τις αρρώστιες τις πνευματικές. 

Ο άγγελος που έδωσε οδηγίες στον Παχώμιο για την καθοδήγηση των μοναχών, του είπε μεταξύ άλλων και τα εξής: "Συγχωρήσεις εκάστω κατά την δύναμιν φαγείν και πιείν. Και προς τας δυνάμεις των εσθιόντων ανάλογα και τα έργα αυτών εγχείρησον και μήτε νηστεύσαι κωλύσης μήτε φαγείν. Ούτω μέντοι τα ισχυρά τοις ισχυροτέροις και εσθίουσιν εγχείριζε έργα, τα άτονα δε και ελαφρά τοις ανασκητικωτέροις και ασθενεστέροις". 

Ωστόσο, στην παράδοση της Ανατολής που διατηρεί αμόλευτη τη διδασκαλία του Χριστού, αν και δεν καταργείται η μοναδικότητα του κάθε χριστιανού, όπως γίνεται στο νομικό χριστιανισμό της Δύσεως, η πνευματική προσπάθεια του ανθρώπου δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ατομιστική, όπως γίνεται στον αναρχοκρατούμενο χριστιανισμό της Δύσεως. Η εμπειρία της νηστείας, αν και προσαρμόζεται στη μοναδικότητα του κάθε πιστού, είναι βασικά μια εμπειρία που βιώνεται απ' όλο το σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, όταν ενωμένο προπαρασκευάζεται για να δει το ανέσπερο φως της Αναστάσεως ή για οποιαδήποτε άλλη συνάντηση με τον αναστημένο Κύριο. 

Ακόμη, η ασκητική προσπάθεια του ανθρώπου είναι απαραίτητο να αυξομειώνεται σε ένταση και οι περίοδοι χαλαρώσεως είναι αναγκαίες και όσον άφορα τα επιμέρους άτομα και όσον αφορά το σύνολο του λαού του Θεού. 

Κάποτε κάποιος κυνηγός αγρίων θηρίων είδε τον Μ. Αντώνιο να χαριεντίζεται με τους αδελφούς. Θέλοντας ο Μ. Αντώνιος να του διδάξει να έχει συγκατάβαση για τους ανθρώπους, του είπε: Βάλε το βέλος στο τόξο σου· και αυτός το έβαλε. του λέει τότε: Τέντωσέ το· και αυτός το τέντωσε. Τέντωσε το περισσσότερο, του λέει ο Αντώνιος. Αν το τεντώσω υπέρμετρα, λέει ο κυνηγός, θα σπάσει. Τότε του λέει ο Αντώνιος: Έτσι γίνεται και στο έργο του Θεού, αν εντείνουμε τις προσπάθειες των αδελφών πάνω από το μέτρο πο- λύ γρήγορα. Γι' αυτό πρέπει πότε-πότε να συγκαταβαίνεις στους αδελφούς. Όταν τα άκουσε αυτά ο κυνηγός κατενύγη και ωφεληθείς πολύ από το γέροντα έφυγε· και οι αδελφοί έφυγαν για τον τόπο τους ενθαρρημένοι. 

Είναι αξιοσημείωτο ότι τη δεύτερη εβδομάδα του Τριωδίου γίνεται κατάλυση κάθε είδους τροφής, ακόμη και την Τετάρτη και την Παρασκευή που είναι μόνιμα ημέρες νηστείας. Συμβαίνει και άλλοτε, αμέσως πριν από μια περίοδο νηστείας να επιτρέπεται μια ιδιαίτερη χαλάρωση της γενικής ασκητικής προσπάθειας μέσα στη ζωή της Εκκλησίας. Ίσως αυτή την αρχή εκφράζει η μακραίωνη λαϊκή παράδοση, που καθιέρωσε για την περίοδο του Τριωδίου έθιμα που καλλιεργούν μια ατμόσφαιρα διονυσιακή. 

Με αυτές τις προϋποθέσεις η ασκητική προσπάθεια και η νηστεία είναι απαραίτητες, για να μπορέσει ο άνθρωπος να συναντήσει τον αναστημένο Χριστό. Ο άνθρωπος, τα μάτια της ψυχής του οποίου είναι τυφλωμένα από τον εγωκεντρισμό, δεν μπορεί να γίνει θεόπτης. 

"Αδάμ του παραδείσου διώκεται, τροφής μεταλαβών ως παρήκοος. Μωϋσής θεόπτης εχρημάτισε, νηστεία, τα όμματα της ψυχής καθηράμενος· διό του παραδείσου οικήτορες γενέσθαι επιποθούντες, απαλλαγώμεν της αλυσιτελούς τροφής και Θεόν καθοράν εφιέμενοι, Μωσαϊκώς την τετράδα της δεκάδος νηστεύσωμεν προσευχή και τη δεήσει, ειλικρινώς προσκαρτερούντες, κατευνάσωμεν της ψυχής τα παθήματα, αποσοβήσωμεν της σαρκός τα οιδήματα· κούφοι προς την άνω πορείαν μετιώμεν, όπου αι των Αγγέλων χορείαι, ασιγήτοις φωναίς, την αδιαίρετον ανυμνούσι Τριάδα, καθορώσαι το αμήχανον κάλλος, και δεσποτικόν" (ιδιόμελο αίνων Κυριακής Τυρινής).

------------------------------------------------------ 

πηγή: π. Φιλόθεος Φάρος, Πρίν και Μετά το Πάσχα, εκδ. Ακρίτας

Κρυψίνοια καὶ μυστικότητα


Αποτέλεσμα εικόνας για TYRINHS

Πολλές φορές στή ζωή μας ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μέ ἀνθρώπους κρυψίνοες, τῶν ὁποίων ἡ ὅλη διαγωγή καί πολιτεία προδίδει ὅτι κάτι θέλουν ἤ κάτι ἔχουν νά κρύψουν. Μάλιστα δέ αὐτό τό κάτι καθίσταται ἡ αἰτία πολλῶν δεινῶν, μιᾶς πού εἴτε ἡ περιέργεια τῶν ἄλλων ἐξάπτεται, μέ ἀποτέλεσμα νά καταλήγουν σέ λάθος συμπεράσματα μέ ὀλέθριες συνέπειες, εἴτε ὁ ἴδιος ὁ μυστικοπαθής ἀπό αὐτό πού κουβαλᾶ μέσα του ὑποφέρει τόσο, ὥστε νά βιώνει δυστυχία ἤ καί ἔλεγχο.

Ἀκόμη χειρότερα εἶναι τά πράγματα ὅταν αὐτό τό ὁποῖο ἐπιδιώκεται νά παραμείνει κρυφό, δέν ἀφορᾶ σέ κάποιο πρόσωπο, ἀλλά ἀποτελεῖ τακτική ὁμάδας ὁλόκληρης. Ὅταν πολλοί ἔχουν νά κρύψουν κάτι ἀπό τούς ὑπολοίπους, τότε τίθεται θέμα σκοπιμότητας καί ἀσφάλειας. Μήν ξεχνᾶμε ὅτι ἀνά τούς αἰῶνες συνωμοτικές ὁμάδες στάθηκαν πρόξενοι μεγάλων δεινῶν στήν ἀνθρωπότητα, μιᾶς πού σπανίως ἐπιδιώκεται κάποιος εὐγενής καί ἀνώτερος σκοπός, ὅπως ἡ ἐλευθερία κάποιου λαοῦ. Συνήθως τίθεται θέμα διεκδίκησης ἐξουσίας, ἤ ἀπόκτησης ἐλέγχου ἐπί τῶν ὑπολοίπων, ὅπως ἔχουν κατά καιρούς κατηγορηθεῖ, ὄχι ἀβάσιμα, κάποιες μυστικές ἑνώσεις, κρυφές ὁμάδες καί σέκτες. 

Στή σημερινή εὐαγγελική περικοπή δίνεται τό μέτρο, κατά τό ὁποῖο ὁ χριστιανός μπορεῖ καί πρέπει ἄφοβα καί μέ ἀσφάλεια νά καλύπτει μέ πέπλο μυστικότητας πτυχές τῆς ζωῆς του, ὥστε αὐτό πού καθίσταται κρυφό νά μήν ἀποτελεῖ κίνδυνο, πρώτιστα πνευματικό, γιά τόν ἴδιο καί τούς ἀδελφούς του, ἀλλά νά διασφαλίζεται στό αἰώνιο της μνήμης τοῦ Θεοῦ. Ἀνανοηματοδοτεῖται ἔτσι καί ἀναπροσανατολίζεται μιά ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου, καθώς πλέον αὐτή στρατεύεται στήν ὑπόθεση τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς θέωσης.


Ἡ συγχωρητικότητα


Πλήν τοῦ μόνου ἀναμάρτητου Θεανθρώπου, δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος πού νά μήν ἔχει ἁμαρτήσει. Κι ὅλο αὐτό στό ὁποῖο ἀστοχήσαμε καί σφάλαμε, διακαῶς προσπαθοῦμε νά τό κρατήσουμε κρυφό, ὥστε νά ξεχαστεῖ καί νά σβήσει. Πολλοί μάλιστα μεθοδεύουν τά μύρια ὅσα ὥστε νά ἐξαφανίσουν ἀποδεικτικά στοιχεῖα, νά καλύψουν ἴχνη, γενικά ὁτιδήποτε τούς συνδέει μέ κάποιο, μέ ἀνθρωπινά μέτρα θεωρούμενο ὡς μικρότερο ἡ μεγαλύτερο κακό.

Τί μᾶς λέει τό σημερινό Εὐαγγέλιο; Ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτία δέν πολεμιέται μέ τή λήθη καί δέν κρύβεται μέ τή σιωπή, καθώς ἀπό μονή της πολλές φορές βόα καί εἶναι προφανής! Πῶς κρύβεται καί πῶς ἐξαφανίζεται ὥστε νά μή μᾶς ἐλέγχει; Μέ τή συγχωρητικότητα! Συγχωρῶ, δηλαδή ὄχι ἁπλῶς ἀνέχομαι, ἀλλά διαγράφω, ξεχνῶ καί δέν ἀφήνω νά ἐπηρεάσουν τήν ἀγάπη μου πρός τόν ὅποιο ἄνθρωπο, τά ὅποια παραπτώματά του. Δέν ἀντιπαρέρχομαι συγκαλύπτοντας τήν ἁμαρτία τοῦ ἄλλου, ἀλλά ἐπενεργῶ θετικά, ὥστε νά ἐκλείψει ἡ ἐκτροπή καί νά ἀποκατασταθεῖ ἡ κατάσταση εἰρήνης καί ἀγάπης πρός τόν πλησίον. Τότε καί μόνον τότε, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός συγχωρεῖ καί τά δικά μου ἁμαρτήματα καί τά ἐξαφανίζει, ὥστε νά μήν καταστοῦν φανερά «ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως» ἐνώπιον ἀγγέλων καί ἀνθρώπων! 


Ἀρετή χωρίς ἐγωισμό


Ἀλλά καί ὅ,τι καλό, ξεκινώντας ἀπό τήν πρακτική ἀρετή τῆς νηστείας, μας καλεῖ τό σημερινό Εὐαγγέλιο νά τό ἀσκοῦμε στά κρυφά, δηλαδή κατά τέτοιο τρόπο ὥστε νά μήν τό ἀντιλαμβάνονται οἱ ἄνθρωποι. Γιατί; Δέν πρέπει νά δίνουμε οἱ χριστιανοί τό «καλό παράδειγμα» στούς ὑπολοίπους; Δέν πρέπει νά διαφημίζουμε τό καλό ὥστε νά κυριαρχεῖ στήν κοινωνία μας; Τά ἐρωτήματα αὐτά ἀγγίζουν τά ὅρια τῆς φαρισαϊκῆς λογικῆς, ἑνός τρόπου σκέψης, δηλαδή, πού προκάλεσε καί καλλιέργησε τήν ὑποκρισία στήν καθημερινότητα, στό ὄνομα δῆθεν τῆς ἀρετῆς, σκανδαλίζοντας πολλούς καί διαστρέφοντας τίς θεῖες παρακαταθῆκες.

Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος τυγχάνει τόσο εὐάλωτος στόν σκληρό ἐγωισμό καί τή ναρκισσιστική ὑπερηφάνειά του, πού εὔκολα ἀποπροσανατολίζεται, αὐτοθαυμάζεται καί ἀντί νά ἀναφέρει πρός τόν ἅγιο Θεό ὁποιοδήποτε καλό ἐπιτυγχάνει ἤ ὅ,τι ἀγαθό τόν χαρακτηρίζει, στρέφεται στόν ἑαυτό του καί τόν εἰδωλοποιεῖ. Ὅσο πιό γρήγορα, λοιπόν, κρύβουμε ἤ, ἀκόμη καλύτερα ξεχνᾶμε, τό ὅποιο καλό ἐργασθήκαμε, τόσο πιό ἀσφαλεῖς θά εἴμαστε ἀπό τόν ἑαυτό μας τόν ἴδιο, ἀλλά καί ἀπό τόν συνήθως ψεύτικο καί πάντως προσωρινό ἔπαινο τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, πού ἔρχεται γιά νά μᾶς στερήσει τόν αἰώνιο καί οὐσιαστικό ἔπαινο τοῦ Θεοῦ!


Ὁ πνευματικός θησαυρός


Ὁ λαός μας λέει «κάνε τό καλό καί ρίξ’ τό στό γυαλό»! Δηλαδή, τό καλό πού θά κάνεις κρύψ’ τό τόσο καλά, ὥστε νά ἐξαφανιστεῖ. Δέν ἐξαφανίζεται βεβαίως τό καλό. Ἁπλῶς δέν ἐκτίθεται στά μάτια τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἕτοιμοι πάντα νά διαστρέψουν ὅ,τι ἔγινε, νά παρεξηγήσουν προθέσεις, νά παρερμηνεύσουν κίνητρα καί σκοπούς καί τελικά νά μή καταλάβουν. Ὁ μισόκαλος πατήρ τοῦ ψεύδους ἔχει τήν ἱκανότητα νά ἐμπνέει πόλεμο κατά τοῦ ὅποιου καλοῦ κι ἐμεῖς δέν ἐπιτρέπεται νά τόν διευκολύνουμε σέ αὐτό.

Στό τέλος τῆς σημερινῆς περικοπῆς ὁ Χριστός μᾶς μιλᾶ γιά θησαυρό. Ὄχι ἐπίγειο, ὁ ὁποίος ἀφοῦ ἀποτελέσει ἀγώνα ζωῆς γιά ν’ ἀποκτηθεῖ, μετά καθίσταται ἀγωνία γιά τούς κυρίους του, καθώς τούς πνίγει ὁ φόβος μήν τόν χάσουν, μήν τόν βροῦν καί τούς τόν ἁρπάξουν κ.λπ. Μιλᾶ γιά οὐράνιο θησαυρό, ἀποτελούμενο ἀπό ὅσα ἀγαθά ἐργάστηκε ὁ ἄνθρωπος στή ζωή του, ὁ ὁποῖος δέν κινδυνεύει ἀπό κλέφτες, φθορά, ἀνώμαλες οἰκονομικές συγκυρίες κ.λπ., ἀλλά προσαυξάνεται μέ τεράστιο ἐπιτόκιο ἀκριβῶς γιατί ὁ χριστιανός ἀγαθοεργεῖ «ἐν τῷ κρυπτῷ», ὑποχρεώνοντας ἔτσι τόν Θεό νά ἀνταποδώσει ἀσφαλῶς τά ἀπείρως πολλαπλάσια στήν αἰωνιότητα.

Κυριακὴ τῆς Συγγνώμης


Αποτέλεσμα εικόνας για TYRINHS

Μετὰ ἀπὸ τὶς ἑβδομάδες τῆς προετοιμασίας ποὺ προηγήθηκαν, κατὰ τὶς ὁποῖες ἐξετάσαμε τὴν ψυχή μας, τὴ ζωή μας, ὅλες τὶς σχέσεις μας ἐνώπιον τοῦ βλέμματος καὶ τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ, μπαίνουμε σήμερα στὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ - στὴ χαρὰ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ συμπίπτει μὲ τὴν ἄνοιξη - εἶναι μία ἀρχὴ ζωῆς, μία ἀρχὴ καινότητας, μία νέα ἐποχή. Εἶναι μία περίοδος κατὰ τὴν ὁποία δὲν θέλουμε πιὰ νὰ θυμόμαστε τὶς ἁμαρτίες μας, δὲν θέλουμε πιὰ νὰ φέρνουμε στὸ νοῦ μας εἰκόνες ἀπὸ παραβολὲς γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴ μετάνοια, ἀλλὰ νὰ ἀτενίζουμε τοὺς Ἁγίους ποὺ ἄρχισαν τὴ ζωὴ τους ὅπως κι ἐμεῖς: εὔθραυστοι, ἀδύναμοι, ἀμφιταλαντευόμενοι, ἀλλὰ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δύναμή Του ἔγιναν αὐτὸ ποὺ ἔγιναν: ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιὰ ποὺ ἐμεῖς τώρα μποροῦμε νὰ τιμοῦμε, μὲ τοὺς ὁποίους μποροῦμε νὰ εὐφραινόμαστε, νὰ τοὺς ἔχουμε ὡς παράδειγμα καὶ νὰ ἀπευθυνόμαστε σὲ αὐτοὺς ζητώντας τους νὰ προσεύχονται γιὰ τὴ σωτηρία μας.

Ἀπόψε, ἀρχίζουμε ἕνα ταξίδι· ἕνα ταξίδι ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλή μας κατάσταση -τὴν ἀναγνωρίσαμε, μετανοοῦμε γι' αὐτὴν-σὲ μία νέα ἐποχή, στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ποὺ γιὰ μᾶς σηματοδοτεῖ τὴν ἔναρξη τῆς αἰώνιας ζωῆς μας. Ξεκινᾶμε τὸ ταξίδι μας ἀπόψε ὅπως ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ ξεκίνησε ἀπὸ τὴ γῆ τῆς Αἰγύπτου πρὸς τὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας: εἴμαστε ἀκόμη εὐάλωτοι, βαρυφορτωμένοι, ὄχι ἀπόλυτα ἐλεύθεροι. Τὸ θάρρος ὅμως καὶ τὴν ἔμπνευση γιὰ νὰ φτάσουμε στὴν τελικὴ νίκη, στὴν καινότητα τῆς ζωῆς ποὺ εἶναι ἡ κλήση μας καὶ ἡ ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ τὸ βροῦμε κοιτάζοντας πίσω τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ ἀτενίζοντας τὸν Ζῶντα Θεό, ποὺ εἶναι ἡ Ζωὴ καὶ ἡ σωτηρία, καὶ τοὺς Ἁγίους ποὺ νίκησαν μὲ τὴ δική Του δύναμη. Θὰ πρέπει νὰ ταξιδέψουμε μαζὶ καὶ ἂς μὴν ἔχουμε ψευδαισθήσεις: θὰ εἴμαστε δύσκολοι συνοδοιπόροι ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο, ἀλλὰ θὰ στηριζόμαστε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον ἂν θέλουμε νὰ φθάσουμε τελικὰ στὸ σκοπό μας - κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ oι Ἰσραηλίτες διάβηκαν τὴν ἔρημο: δὲν ἦταν πάντα ὑπάκουοι στὸ Θεό, οὔτε πάντα "ἐντάξει" μεταξύ τους, ὡστόσο, χρειάζονταν τὸν κάθε ἄλλον γιὰ νὰ φθάσουν στὸ ὑπεσχημένο τέλος.

Ἂς ξεκινήσουμε λοιπὸν τώρα· ἂς σκεφθοῦμε τί γιορτάζουμε τὴν ἑπόμενη Κυριακή: τὸν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὄχι τὸν θρίαμβο τῶν Ὀρθοδόξων ἐπὶ ἄλλων ἀνθρώπων, ἀλλὰ τὸν θρίαμβο τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων. Τὸν θρίαμβο τῆς Ἀλήθειάς Του, τὸν θρίαμβό Του στὴ ζωή μας.

Καὶ στὴ συνέχεια, ἂς δοῦμε τὸν ἕναν ἅγιο μετὰ τὸν ἄλλον, κι ἂς ἀκούσουμε τί ἔχουν νὰ μᾶς ποῦν: Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, Μαρία ἡ Αἰγυπτία καὶ ὅλοι ὅσοι ἀκολούθησαν τὰ ἴχνη τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τέλος θὰ φθάσουμε στὸ σημεῖο ποὺ θὰ πρέπει νὰ ξεχάσουμε ὅλους καὶ ὅλα, δὲν θὰ θυμόμαστε τίποτε, κανέναν, παρὰ μόνον τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό: Ποιὸς εἶναι, τί ἔχει κάνει γιά μᾶς, τί κάνει γιά μᾶς; Ἂς μάθουμε ὅλες αὐτὲς τὶς ἑβδομάδες νὰ ξεχνᾶμε τὸν ἑαυτό μας, χαρούμενοι καὶ εὐγνώμονες ποὺ μποροῦμε τώρα νὰ τὸ κάνουμε, καὶ νὰ κοιτάζουμε μόνο πρὸς τὸ Θεό. Καὶ ὅταν γιὰ ἄλλη μία φορά, ἔρθει ἡ ἑβδομάδα τοῦ Πάθους, μ' ἕνα καινούριο τρόπο, μὲ καινούρια ἀπόφαση, μὲ καινούρια παραίτηση ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας θὰ στραφοῦμε καὶ θὰ κοιτάζουμε τὸ Θεὸ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ σωθοῦμε· μὲ εὐγνωμοσύνη ἂς θυμόμαστε μόνον Αὐτὸν καὶ Ἐκεῖνος θὰ μᾶς θυμηθεῖ γιὰ τὴ σωτηρία μας.

Κατήχησις εἰς τὴν Κυριακὴν τῆς Τυροφάγου Ἅγιος Θεοδώρος ὁ Στουδίτης


 



Κατήχησις τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου εἰς τὴν Κυριακὴν τῆς Τυροφάγου

Περὶ νηστείας, καὶ ὅτι ἡ ἀληθὴς νηστεία τοῦ ἀληθινοῦ ὑποτακτικοῦ ἐστὶ τὸ κόψαι τὸ ἴδιον θέλημα.



Εὐλόγησον πάτερ.

Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ὁ ἀγαθὸς Θεὸς ἡμῶν, ὁ χαρίζων τὴν ζωὴν ἡμῶν, καὶ ἄγων ἡμᾶς ἀπὸ χρόνον εἰς χρόνους διὰ φιλανθρωπίαν αὐτοῦ ἤγαγεν ἤδη ἡμᾶς καὶ ἐν χρόνῳ τούτῳ τῶν ἁγίων νηστειῶν, ἐν ᾧ ἕκαστος τῶν ἀγωνιστῶν ἀγωνίζεται καὶ κοπιάζει ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῆς ψυχῆς αὐτοῦ, καθὰ προαιρεῖται καὶ δύναται καὶ ὁ σπουδάζων εἰς τὴν ἐγκράτειαν νηστεύει διπλᾶς καὶ τριπλᾶς ἡμέρας, ὁ δὲ εἰς τὴν ἀγρυπνίαν σπουδάζων ἀγρυπνεῖ, ἀναγινώσκει, προσεύχεται τόσας καὶ τόσας ὥρας· ἄλλος πάλιν εἰς τὰς γονυκλισίας ποιεῖ τόσας καὶ τόσας μετανοίας ἕως ἐδάφους ἢ καὶ ἄχρι τοῦ ὑποποδίου κατὰ τὴν ἑαυτοῦ δύναμιν καὶ ἄλλος ἐπὶ ἄλλῳ τινι τῶν κατορθωμάτων ἀγωνίζεται, καὶ εἰ ἐβούλετό τις ἰδεῖν πολλὴν σπουδὴν καὶ προθυμίαν ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ὁ μοναχὸς ὁ ὑπὸ τὴν ὑποταγὴν ὢν καὶ ἔχει διακόνημα καὶ ὑπάρχει ἀληθινὸς ὑπήκοος, οὐκ ἔχει τὸν ἀγῶνα ἐν τινι καιρῷ μόνον, ἀλλ᾿ ἐν πάσῃ τῇ ζωῇ αὐτοῦ ἀδιακόπως ἀγωνίζεται· ἀλλὰ τὶς ἐστὶν ὁ ἀγὼν τοῦ ὑπηκόου ὑποτακτικοῦ; καὶ ποῖον ἐστὶ τὸ μέγα κατόρθωμα αὐτοῦ καὶ ὁ στέφανος ὁ λαμπρός; τὸ μὴ θαρρεῖν τῷ ἰδίῳ λογισμῷ, μηδὲ ποιεῖν αὐτογνωμόνως τὸ ἑαυτοῦ θέλημα, ἀλλ᾿ ὅ,τι ποεῖ, ποιεῖ τοῦτο διὰ ἐρωτήσεως τοῦ ἡγουμένου ἢ καὶ τοῦ αὐτοῦ γέροντος ἢ τοῦ οἰκονόμου, ὅπερ ἐστὶ μᾶλλον βελτιώτερον πάντων τῶν καλῶν ἀγωνισμάτων καὶ ὡς ἐν συντόμῳ εἰπεῖν, μαρτυρίου στέφανον κέκτηται ἡ ὑποταγὴ μετὰ τῆς ἀδιακρίτου ὑπακοῆς· ἤτοι τὸ κόπτειν τὸ ἴδιον θέλημα καὶ ποιεῖν τοῦ προεστῶτος αὐτοῦ, ὅπερ ὡς μαρτύριον λογίζεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἐκχέει τὸ αἷμα αὐτοῦ διὰ τὸ Χριστόν· ὅμως γνῶμεν καλῶς ἀδελφοὶ ὅτι ἐν ταύταις ταῖς ἁγίαις ἡμέραις γενήσεται ἐναλλαγὴ τῶν φαγητῶν, αὔξησις τῶν γονυκλισιῶν καὶ μετανοιῶν καὶ τῆς ἀκολουθίας καὶ ψαλμῳδίας κατὰ τὴν παραδοθεῖσαν ἡμῖν παλαιὰν παράδοσιν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν· διὰ τοῦτο καὶ ἡμεῖς δεξώμεθα προθύμως καὶ περιχαρῶς τὸ δῶρον τῶν νηστειῶν· μὴ σκυθρωπάσωμεν διὰ τὴν κακοπάθειαν καὶ τὸν μαρασμὸν τοῦ σώματος, ἀλλ᾿ ὦμεν χαίροντες διὰ τὴν ὑγείαν καὶ σωτηρίαν τῆς ψυχῆς ἡμῶν.

Διέλθωμεν οὖν τὰς ἁγίας ταύτας ἡμέρας μετὰ ἱλαρότητος προσώπου καὶ καρδίας, ἄκακοι, ἀκατάκριτοι, ἀόργητοι, ἀπόνηροι, ἄφθονοι, μᾶλλον εἰρηνικοί, ἠγαπημένοι πρὸς ἀλλήλους, πρᾷοι, εὐυπήκοοι, πλήρεις ἐλεημοσύνης καὶ καρπῶν ἀγαθῶν, ἐν τῷ καιρῷ τῆς ἡσυχίας, ἡσυχάζειν· χρείας καλούσης τοῦ λόγου, ἀποκρίνεσθε μετὰ ταπεινώσεως καὶ εὐλαβείας, φεύγοντες τὴν πολυφαγίαν, πολυλογίαν καὶ τὸν θόρυβον καὶ τὴν ταραχὴν τῶν πολλῶν, ὅπως ποιῶμεν τὰς ὑπηρεσίας ἡμῶν ἀθορύβως καὶ ἀταράχως μᾶλλον δὲ εἰρηνικῶς καὶ ἡσύχως ὡς διάκονοι Χριστοῦ· διότι ὁ θόρυβος καὶ ἡ ταραχὴ προξενεῖ μεγίστην ψυχικὴν βλάβην ἐν τῷ Κοινοβίῳ καὶ τῇ συνοδίᾳ τῶν ἀδελφῶν· πρὸς ἐπιτούτοις πᾶσι χρὴ ἔχειν προσοχήν, καὶ σκοπιάν, μὴ ἀνοίγειν θύραν τοῖς κακοῖς λογισμοῖς εἰσερχομένοις μολύνειν τὴν ψυχὴν ἡμῶν, μηδὲ διδόναι τόπον τῷ διαβόλῳ, καθάπερ διδάσκει ἡμᾶς καὶ ἡ θεία Γραφὴ λέγουσα «ἐὰν ἀναβῇ πνεῦμα τοῦ ἐξουσιάζοντος ἐπὶ σὲ τόπον σου μὴ δός»· διότι ὁ ἐχθρὸς ἡμῶν διάβολος ἐξουσίαν οὐκ ἔχει δυναστεῦσαι ἡμᾶς, ἀλλὰ μόνον ὑποβάλλει κακοὺς λογισμούς, ὠς ὁ ἁλιεὺς τὸ δόλωμα· καὶ ὅταν ἡμεῖς στέργομεν δεχόμενοι αὐτούς, τότε κυριεύει ἡμῶν· ὅταν ἡμεῖς οὐ δεχόμεθα ἀλλὰ πόρρω ἀποβάλλομεν αὐτοὺς διὰ τῆς εὐχῆς καὶ τῆς ἐπικλήσεως τοῦ ἐνδόξου ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τότε ὁ ἐχθρὸς φεύγει ἀφ᾿ ἡμῶν κατῃσχυμένος· καταβάλλωμεν οὖν κόπον καὶ σπουδὴν ἵνα φυλάξωμεν τὴν ψυχὴν ἡμῶν καθαρὰν καὶ ἀμόλυντον ἀπὸ παντὸς ῥυπαροῦ λογισμοῦ καὶ ἄτρωτον ἐκ τῶν βελῶν τοῦ πονηροῦ ὡς νύμφην Χριστοῦ, καὶ οὕτως ἀξιωθείημεν γενέσθαι οἰκητήριον τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀκοῦσαι· «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται»· καὶ ὡς φησιν ὁ Ἀπόστολος, ὅσα ἐστὶν ἀληθινά, ὅσα σεμνά, ὅσα τίμια, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνὰ καὶ καθαρά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα ποιεῖτε, ταῦτα συνδιαλέγεσθε πρὸς ἀλλήλους, καὶ ὁ Θεὸς ἔσται μεθ᾿ ἡμῶν· διὰ τοῦτο φύγωμεν ἀδελφοὶ τὴν γαστριμαργίαν καὶ τὴν μέθην, ἅτινα γεννῶσι πᾶν εἶδος ἁμαρτίας φάγωμεν καὶ πίωμεν μετ᾿ εὐλαβείας καὶ φόβου Θεοῦ, δοξάζοντες τὸν Θεόν, ὅστις ἐλυτρώσατο ἡμᾶς τῆς πλάνης καὶ τῆς ταραχῆς τοῦ κόσμου·

Ἐὰν οὕτω ποιῶμεν ἤδη μέν ἀξιωθησόμεθα φθάσαι καὶ τῆν Κυρίαν ἡμέραν τῆς Χριστοῦ ἀναστάσεως, ἐν δὲ τῷ μέλλοντι αἰῶνι ἐν τῇ ἐξαναστάσει τῶν νεκρῶν ἐπιτευξόμεθα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

Το κλειδί του χαμένου παραδείσου (Κυριακή της Τυροφάγου)


(Λάμπρος Σκόντζος)

Η τέταρτη Κυριακή του Τριωδίου, η Κυριακή της Τυρινής όπως ονομάζεται, είναι αφιερωμένη στην ενθύμηση της εξόδου των Πρωτοπλάστων από τον παράδεισο της τρυφής. Στην πικρή ανάμνηση του πιο τραγικού γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας.

Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από το Θεό ως το τελειότερο και εκλεκτότερο δημιούργημα Του, ως «εικόνα και καθ’ ομοίωσις» Αυτού (Γέν.1,26). Πλάστηκε να ζει αιώνια μέσα στη χάρη και τις ευλογίες του Θεού, ατέρμονο βίο άπαυτης ευδαιμονίας. Αυτή τη σημασία έχει η βιβλική διήγηση περί του κήπου της Εδέμ (Γεν.2οκεφ.). Ο άνθρωπος όμως έκαμε κακή χρήση της ελεύθερης βούλησής του και προτίμησε το κακό. Ο αρχέκακος διάβολος τον παρέσυρε στην πτώση και την καταστροφή. Αυτή η επιλογή του στέρησε τον Παράδεισο, δηλαδή την αέναη και ζωοποιό κοινωνία με το Θεό και τη στέρηση των ακένωτων ευλογιών Του.


Μέγα χάσμα ανοίχτηκε ανάμεσά τους (Εφ.2,13). Η αγία Γραφή αναφέρει συμβολικά πως οι πρωτόπλαστοι διώχτηκαν από τον κήπο της Εδέμ και δύο αγγελικά όντα τάχθηκαν να φυλάγουν με πύρινες ρομφαίες την πύλη του, για να μην μπορούν να την παραβιάσουν αυτοί. Το ατέλειωτο δράμα του ανθρωπίνου γένους άρχισε! Ο Αδάμ και η Εύα τότε κάθισαν απέναντι από τον κήπο της τρυφής και θρηνούσαν για το κακό που τους βρήκε. Αναλογίζονταν την πρότερη ευδαιμονία τους, την σύγκριναν με την τωρινή δυστυχία τους, προβλέποντας το μέλλον ζοφερό και γι’ αυτό έκλαιγαν γοερά. Τα καυτά τους δάκρυα πότιζαν την άνυδρη γη και οι σπαραχτικές κραυγές τους έσπαζαν την ηρεμία της έξω του παραδείσου ερήμου, όπου ήταν αναγκασμένοι να ζήσουν. Όμως δυστυχώς ο θρήνος τους δεν ήταν αποτέλεσμα μεταμέλειας για την ανυπακοή και την ανταρσία τους κατά του Θεού. Δεν ήταν πράξη μετάνοιας και αίτημα συγνώμης προς το Θεό, αλλά ωφελιμιστικός σπαραγμός. Δε θρηνούσαν για τη χαμένη αθωότητα και αγιότητα, αλλά για τη χαμένη υλική ευμάρεια του παραδείσου. Ούτε ένας λόγος μετάνοιας δεν ακούστηκε από τα χείλη τους! Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας λένε πως αν εκείνη την τραγική στιγμή οι προπάτορές μας μετανοούσαν ειλικρινά και ζητούσαν ταπεινά συγνώμη από τον απόλυτα φιλάνθρωπο Θεό, θα είχαν αποκατασταθεί στην πρότερη της πτώσεως κατάστασή τους. 

Αλλά ο Θεός οικονόμησε ώστε το ανθρώπινο γένος να σωθεί δια του νέου Αδάμ, του Υιού και Λόγου Του, του Ιησού Χριστού, ο Οποίος καταδέχτηκε να γίνει όμοιος με τον πρώτο χοϊκό Αδάμ, χωρίς όμως την αμαρτία, για να λυτρώσει «παγγενή τον Αδάμ», δηλαδή ολόκληρο το γένος εκείνου. Δια του επί γης σωτηρίου έργου Του επιτέλεσε τη σωτηρία υπακούοντας στο θέλημα του Ουράνιου Πατέρα «εγώ σε εδόξασα επὶ της γης, το έργον ετελείωσα ο δέδωκάς μοι ίνα ποιήσω» (Ιωάν.17,4), «γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» (Φιλιπ.2,8). Αν η ανυπακοή του πρώτου Αδάμ έφερε την συμφορά και την καταστροφή στο ανθρώπινο γένος και ολόκληρη τη δημιουργία, η υπακοή του δευτέρου Αδάμ έφερε την ευλογία, την καταλλαγή και την απολύτρωση. Ο πρώτος άνθρωπος έκλεισε την πόρτα του Παραδείσου και ο δεύτερος την άνοιξε διάπλατα, να εισέρχονται, δι’ Αυτού, όσοι το επιθυμούν και έχουν διάθεση να αγωνισθούν.

Την ημέρα αυτή μας διδάσκει η εκκλησία μας να μιμηθούμε το Χριστό μας συγχορώντας τα παραπτώματα των συνανθρώπων μας. Όπως Εκείνος πήρε επάνω Του τις αμαρτίες όλων των ανθρώπων, και «το καθ’ ημών εξαλείψας χειρόγραφον…προσηλώσας αυτό τω σταυρώ»(Κολ.2,14), οφείλουμε και εμείς να συγχωρούμε τα παραπτώματα των αδελφών μας, αφού η συγχώρηση των δικών μας αμαρτιών από το Θεό, προϋποθέτει την συγχώρηση των παραπτωμάτων εναντίον μας, σταυρώνοντας τον εγωισμό μας και το μίσος μας για τους αδελφούς μας.

Η συγχώρηση αυτή θα πρέπει να συνοδεύεται και από έμπρακτα έργα αγάπης. Καλούμαστε να ανοίξουμε τις αποθήκες της ψυχής μας και συνάμα τις αποθήκες των υλικών θησαυρών μας και να μοιράσουμε την αγάπη μας σε όσους την έχουν ανάγκη. Η ελεημοσύνη δεν είναι μιαν τυπική εντολή, αλλά τρόπος ζωής για τον πιστό, διότι η «ελεημοσύνη εκ θανάτου ρύεται, και αύτη αποκαθαριεί πάσαν αμαρτίαν» (Τωβίτ 12,9). Η ελεημοσύνη θα πρέπει να εξαλείψει το αμαρτωλό πάθος μας για τη συσσώρευση υλικών αγαθών, την πλεονεξία μας. Καλούμαστε να πάψουμε να αποθηκεύουμε στις γήινες αποθήκες, αλλά στις ουράνιες, με την αγαθοεργία μας. Μόνο που αυτή θα πρέπει να μην έχει υποκριτικό και εγωιστικό χαρακτήρα, να γίνεται «εν τω κρυπτώ», χωρίς την παραμικρή επίδειξη της φιλανθρωπίας μας.

Ακόμη μας συμβουλεύει η Εκκλησία μας πως η νηστεία και γενικά ο πνευματικός μας αγώνας αυτή την ιερή περίοδο μπορεί να μας ωφελήσει υπό μια προϋπόθεση. Ο Κύριος, έχοντας υπόψη του την υποκριτική νηστεία των φαρισαίων της εποχής του, μας συμβουλεύει να νηστεύουμε με διακριτικότητα και ταπείνωση, κρυφά από τα μάτια των ανθρώπων, ώστε να μην εγείρεται στην ψυχή μας ίχνος εγωπάθειας για το «κατόρθωμά» μας. Η νηστεία είναι άλλωστε το πολύτιμο μέσο για την ψυχοσωματική κάθαρση, διότι, όπως μας διαβεβαίωσε ο Κύριος «τούτο το γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν εν προσευχή και νηστεία» (Μαρκ.9,29). Δια της ηδονής, της λαιμαργίας και της ακράτειας γίναμε ξένοι του Θεού και απομακρυνθήκαμε, σαν τον Άσωτο, της πατρικής οικίας. Δια της νηστείας επιστρέφουμε και πάλι στην αγκαλιά του Θεού Πατέρα και στην πατρική μας εστία.
Η ενθύμηση του αδαμιαίου θρήνου αυτή την ημέρα είναι επιβεβλημένη από την Εκκλησία μας, διότι από την επόμενη ημέρα αρχίζει η αυστηρή νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και ο αγώνας κατά των ψυχοκτόνων παθών μας, «το στάδιον των αρετών ηνέωκται», «έφθασε καιρός, η των πνευματικών αγώνων αρχή, η κατά των δαιμόνων νίκη, πάνοπλος εγκράτεια», «ο καλός της νηστείας αγών», όπως ψάλλει η Εκκλησία μας. Οι προπάτορές μας αποτελούν ιδανικό παράδειγμα συνετισμού μας. Η λαιμαργία τους, τους οδήγησε στην απώλεια. Η ψυχοσωματική νηστεία η δική μας και η άσκηση των αρετών μας φέρνει στην ουρανοδρόμο πορεία για να συναντήσουμε ξανά το Θεό. Μόνο που ο θρήνος μας δεν θα πρέπει να είναι ωφελιμιστικός, όπως των πρωτοπλάστων, αλλά οντολογική συντριβή και μετάνοια για την αμαρτωλότητά μας. Είναι το μόνο αντίδοτο για την ύβρη μας απέναντι στο Θεό και ο μόνος τρόπος της σωτηρίας μας.

Η Εδέμ βρίσκεται δίπλα μας, κλεισμένη. Όμως ο φιλάνθρωπος Θεός μας έδωσε το κλειδί να ανοίξουμε τη θύρα και να εισέλθουμε, με την ειλικρινή μετάνοιά μας και την προσαρμογή της ζωής μας στη ζωή του Χριστού, «άχρις ου μορφωθή Χριστός εν ημίν» (Γαλ.4,19). Η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι μια καλή ευκαιρία για να αξιωθούμε της εν Χριστώ μορφοποίησής μας, με προσευχή, νηστεία, εκκλησιασμό, μετάνοια, εξομολόγηση, Θεία Κοινωνία, μελέτη της Αγία Γραφής και άλλων πνευματικών και ψυχωφελών αναγνωσμάτων. Ας αρχίσουμε από αύριο τον καλό αγώνα μας για προσωπική σωματική και ψυχική κάθαρση από τα πάθη μας και τις αμαρτωλές μας έξεις, «ειδότες τον καιρόν, ότι ώρα ἡμᾶς ήδη εξ ύπνου εγερθῆναι· νυν γαρ εγγύτερον ημών η σωτηρία ή ότε επιστεύσαμεν. Η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν. Αποθώμεθα ουν τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός. Ως εν ημέρᾳ ευσχημόνως περιπατήσωμεν, μη κώμοις και μέθαις, μη κοίτας και ασελγείαις, μη έριδι και ζήλῳ, ἀλλ᾿ ενδύσασθε τον Κύριον Ιησοῦν Χριστόν, και της σαρκὸς πρόνοιαν μη ποιείσθε εις επιθυμίας» (Ρωμ.13,11-14). Ας πάρουμε λοιπόν τη μεγάλη απόφαση, να βρούμε το χαμένο Παράδεισο και να τον ανοίξουμε, ξεκλειδώνοντάς τον με τη σώζουσα χάρη του Χριστού και τη δική μας συντριβή και μετάνοια! 

--------------------------------------------------------

Κυριακή της Τυροφάγου Schmemann Alexander




Φτάσαμε πιὰ στὶς τελευταῖες μέρες πρὶν ἀπὸ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Ἤδη κατὰ τὴν ἑβδομάδα τῆς Ἀπόκρεω ποὺ εἶναι πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακή της Συγγνώμης, δύο μέρες - ἡ Τετάρτη καὶ ἡ Παρασκευὴ - ξεχωρίστηκαν νὰ ἀνήκουν στὴ Σαρακοστή. Θεία Λειτουργία δὲν τελέστηκε καὶ ἡ ὅλη τυπικὴ διάταξη στὶς ἀκολουθίες ἔχει πάρει τὰ λειτουργικὰ χαρακτηριστικά τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Στὸν Ἑσπερινό τῆς Τετάρτης χαιρετίζουμε τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ μὲ τοῦτο τὸν ὡραιότατο ὕμνο:

Ἀνέτειλε τὸ ἔαρ τῆς νηστείας, καὶ τὸ ἄνθος τῆς μετανοίας ἁγνίσωμεν οὖν ἑαυτοὺς ἀδελφοί, ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ, τῷ φωτοδότῃ ψάλλοντας, εἴπωμεν δόξα σοι, μόνε φιλάνθρωπε.

Κατόπιν, τὸ Σάββατο τῆς Τυροφάγου ἡ Ἐκκλησία μας «ποιεῖ μνείαν πάντων τῶν ἐν ἀσκήσει λαμψάντων ἁγίων ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν». Οἱ ἅγιοι εἶναι τὰ πρότυπα ποὺ θ’ ἀκολουθήσουμε, οἱ ὁδηγοὶ στὴ δύσκολη τέχνη τῆς νηστείας καὶ τῆς μετάνοιας

Στὸν ἀγώνα ποὺ πρόκειται ν’ ἀρχίσουμε δὲν εἴμαστε μόνοι:

Δεῦτε ἅπαντες πιστοί, τὰς τῶν ὁσίων Πατέρων, χορείας ὑμνήσωμεν. Ἀντώνιον τὸν κορυφαῖον, τὸν φαεινὸν Εὐθύμιον, καὶ ἕκαστον καὶ πάντας ὁμοῦ καὶ τούτων ὥσπερ Παράδεισον ἄλλον τρυφῆς. τὰς πολιτείας νοητῶς διεξερχόμενοι, τερπνῶς ἀνακράξωμεν...

Ἔχουμε βοηθοὺς καὶ παραδείγματα:

Τῶν Μοναστῶν τὰ πλήθη, τοὺς καθηγητὰς νῦν τιμῶμεν. Πατέρες, ὅσιοι: δι’ ὑμῶν γὰρ τὴν τρίβον, τὴν ὄντως εὐθεῖαν πορεύεσθαι ἔγνωμεν μακάριοι ἐστε τῷ Χριστῷ δουλεύσαντες...

Τελικὰ ἔρχεται ἡ τελευταία μέρα, ποὺ συνήθως, τὴν ὀνομάζουμε Κυριακή τῆς συγγνώμης, ἀλλὰ ἔχει καὶ ἕνα ἄλλο λειτουργικὸ ὄνομα ποὺ θὰ πρέπει νὰ θυμόμαστε: «τῆς ἀπὸ τοῦ Παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐξορίας τοῦ Πρωτόπλαστου Ἀδάμ». Τὸ ὄνομα αὐτὸ συνοψίζει οὐσιαστικὰ τὴν πλήρη προπαρασκευὴ γιὰ τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Ξέρουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε γιὰ νὰ ζεῖ στὸν Παράδεισο, γιὰ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κοινωνία μαζί Του. Ἡ ἁμαρτία του ὅμως τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὴν εὐλογημένη ζωὴ καὶ ἔτσι ἡ ὕπαρξή του στὴ γῆ εἶναι μιὰ ἐξορία. Ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ἀνοίγει τὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου στὸν καθένα ποὺ Τὸν ἀκολουθεῖ, καὶ ἡ Ἐκκλησία μὲ τὸ νὰ μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν ὀμορφιὰ τῆς Βασιλείας, κάνει τὴ ζωὴ μας μιὰ προσκυνηματικὴ πορεία πρὸς τὴν οὐράνια πατρικὴ γῆ.

Ἔτσι, ἀρχίζοντας τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἴμαστε σὰν τὸν Ἀδάμ:

Ἐξεβλήθη Ἀδὰμ τοῦ Παραδείσου, διὰ τῆς βρώσεως διὸ καὶ καθεζόμενος ἀπέναντι τούτου, ὠδύρετο ὀλολλύζων, ἐλεεινῇ τῇ φωνῇ καὶ ἔλεγεν οἴμοι, τί πέπονθα ὁ τάλας ἐγώ! Μίαν ἐντολὴν παρέβην τὴν τοῦ Δεσπότου, καὶ τῶν ἀγαθῶν παντοίων ἐστέρημαι. Παράδεισε ἁγιώτατε, ὁ δι’ ἐμὲ πεφυτευμένος, καὶ διὰ τὴν Εὔαν κεκλεισμένος, ἱκέτευε τῷ σὲ ποιήσαντι, κἀμὲ πλάσαντι, ὅπως τῶν σῶν ἀνθέων πλησθήσωμαι. Διὸ καὶ πρὸς αὐτὸν ὁ Σωτήρ τὸ ἐμὸν πλάσμα οὐ θέλω ἀπολέσθαι, ἀλλὰ βούλομαι τοῦτο σώζεσθαι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν ὅτι τὸν ἐρχόμενον πρὸς με, οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω.

Ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ εἶναι ἡ ἀπελευθέρωσή μας ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ τὴ φυλακὴ τοῦ «κόσμου τούτου». Καὶ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα αὐτῆς τῆς Κυριακῆς (Ματθ. 6, 14-21) θέτει τοὺς ὅρους γιὰ μία τέτοια ἀπελευθέρωση.

Πρῶτος ὅρος εἶναι ἡ νηστεία - ἡ ἄρνηση δηλαδὴ νὰ δεχτοῦμε τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς ἀνάγκες τῆς «πεπτωκυίας» φύσης μας σὰν ὁμαλές, ἡ προσπάθεια νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ τὴ δικτατορία τῆς σάρκας καὶ τῆς ὕλης πάνω στὸ πνεῦμα. Γιὰ νὰ εἶναι ἀποτελεσματικὴ ἡ νηστεία μας δὲν πρέπει νὰ εἶναι ὑποκριτική, δηλαδὴ «πρὸς τὸ θεαθῆναι». Νὰ μὴ φαινόμαστε «τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες», ἀλλὰ «τῷ Πατρὶ ἡμῶν τῷ ἐν τῷ κρύπτῳ».

Δεύτερος ὅρος εἶναι ἡ συγγνώμη. «Ἐὰν ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος», (Ματθ. 6,14). Ὁ θρίαμβος τῆς ἁμαρτίας, τὸ κύριο σημάδι τοῦ ρόλου της πάνω στὸν κόσμο, εἶναι ἡ διαίρεση, ἡ ἀντίθεση, ὁ χωρισμός, τὸ μίσος. Ἔτσι τὸ πρῶτο σπάσιμο σ’ αὐτὸ τὸ φρούριο τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ συγχωρητικότητα: «ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἑνότητα, στὴν σύμπνοια, στὴν ἀγάπη». Τὸ νὰ συγχωρήσω κάποιον σημαίνει νὰ βάζω ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ στὸν «ἐχθρό» μου τὴν ἀκτινοβόλα συγχώρεση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Τὸ νὰ συγχωρήσω εἶναι νὰ ἀγνοήσω τὰ ἀπελπιστικὸ ἀδιέξοδο στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις καὶ νὰ τὰ ἀναφέρω στὸ Χριστό. Συγχώρεση πραγματικὰ εἶναι ἕνα πέρασμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν ἁμαρτωλὸ καὶ «πεπτωκότα» κόσμο.

Οὐσιαστικὰ ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ ἀρχίζει μὲ τὸν Ἑσπερινὸ αὐτῆς τῆς Κυριακῆς. Αὐτὴ ἡ μοναδικὴ σὲ βάθος καὶ ὡραιότητα ἀκολουθία ἔχει δυστυχῶς ἐκλείψει ἀπὸ ἀρκετὲς ἐκκλησίες. Ὅμως παρ’ ὅλα αὐτὰ τίποτε, ἄλλο δὲν ἀποκαλύπτει καλύτερα τὸ χαρακτηριστικὸ τόνο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ πουθενὰ ἀλλοῦ δὲ διακηρύσσεται τόσο καλὰ ἡ ἔντονη πρόσκληση στὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἀκολουθία ἀρχίζει μὲ τὸν κατανυκτικὸ ἑσπερινὸ ὅπου ὁ ἱερέας εἶναι ντυμένος μὲ λαμπερὰ ἄμφια. Τὰ κατανυκτικὰ στιχηρὰ ποὺ λέγονται ὕστερα ἀπὸ τὸν ψαλμὸ «Κύριε ἐκέκραξα πρὸς Σέ...» ἀναγγέλλουν τὸν ἐρχομὸ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καί, πέρα ἀπ' αὐτή, τὸν ἐρχομὸ τοῦ Πάσχα!

Τὸν τῆς Νηστείας καιρόν, φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα, πρὸς ἀγῶνας πνευματικοὺς ἑαυτοὺς ὑποβάλλοντες, ἁγνίσωμεν τὴν ψυχήν, τὴν σάρκαν καθάρωμεν νηστεύσωμεν ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντὸς πάθους, τὰς ἀρετὰς τρυφῶντες τοῦ Πνεύματος, ἐν αἶς διατελοῦντες ποθῶ, ἀξιωθείημεν πάντες, κατιδεῖν τὸ πάνσεπτον πάθος Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ τὸ ἅγιον Πάσχα, πνευματικῶς ἐναγαλλιωμένοι.

Κατόπιν γίνεται ἡ εἴσοδος τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὸν ἑσπερινὸ ὕμνο: «φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης...». Ὁ ἱερέας τώρα προχωρεῖ πρὸς τὴν Ὡραία Πύλη γιὰ ν’ ἀναφωνήσει τὸ ἑσπερινὸ Προκείμενο ποὺ πάντοτε ἀναγγέλλει τὸ τέλος τῆς μιᾶς καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς ἄλλης μέρας. Τὸ Μέγα προκείμενο αὐτῆς τῆς ἡμέρας ἀναγγέλλει τὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς.

Μὴ ἀποστρέψης τὸ πρόσωπό σου ἀπὸ τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι· ταχὺ ἐπάκουσόν μου· πρόσχες τῇ ψυχῇ μου, καὶ λύτρωσαι αὐτήν.

Ἀκοῦστε τὴ θαυμάσια μελωδία τοῦ στίχου τούτου, αὐτὴ τὴν κραυγὴ ποὺ ξαφνικὰ γεμίζει τὴν ἐκκλησία «... ὅτι θλίβομαι!» - καὶ θὰ καταλάβετε τὸ σημεῖο ἀπὸ τὸ ὁποῖο ξεκινάει ἡ Μεγάλη Σαρακοστή: τὸ μυστηριῶδες μίγμα τῆς ἐλπίδας μὲ τὴν ἀπογοήτευση, τοῦ φωτὸς μὲ τὸ σκοτάδι. Ἡ ὅλη προετοιμασία ἔφτασε πιὰ στὸ τέλος. Στέκομαι μπροστὰ στὸ Θεό, μπροστὰ στὴ δόξα καὶ στὴν Ὀμορφιὰ τῆς Βασιλείας Του. Συνειδητοποιῶ ὅτι ἀνήκω σ’ αὐτή, ὅτι δὲν ἔχω ἄλλη κατοικία, οὔτε ἄλλη χαρά, οὔτε ἄλλο σκοπό. Συναισθάνομαι ἀκόμα ὅτι εἶμαι ἐξόριστος ἀπὸ αὐτὴ μέσα στὸ σκοτάδι καὶ στὴ λύπη τῆς ἁμαρτίας γι’ αὐτὸ «θλίβομαι»! Τελικὰ παραδέχομαι ὅτι μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήσει σ’ αὐτὴ τὴ θλίψη, ὅτι μόνον σ’ Αὐτὸν μπορῶ νὰ πῶ «πρόσχες τῇ ψυχῇ μου». Μετάνοια πάνω ἀπ' ὅλα, εἶναι τὸ ἀπελπισμένο κάλεσμα γιὰ τὴ Θεία βοήθεια.

Πέντε φορὲς ἐπαναλαμβάνουμε αὐτὸ τὸ Προκείμενο. Καὶ τότε νά! ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ ἀρχίζει. Τὰ φωτεινὰ χρωματιστὰ ἄμφια καὶ καλύμματα τοῦ ναοῦ ἀλλάζουν τὰ φῶτα σβήνουν. Ὁ ἱερέας ἐκφωνεῖ τὶς αἰτήσεις, ὁ χορὸς ἀπαντάει μὲ τὰ «Κύριε ἐλέησον» τὴν κατ’ ἐξοχὴν σαρακοστιανὴ ἀπάντηση. Γιὰ πρώτη φορὰ διαβάζεται ἡ προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Ἐφραὶμ ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ μετάνοιες. Στὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας ὅλοι οἱ πιστοὶ πλησιάζουν τὸν ἱερέα καὶ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ζητώντας τὴν ἀμοιβαία συγχώρεση. Ἀλλὰ καθὼς γίνεται αὐτὴ ἡ ἱεροτελεστία τῆς συμφιλίωσης, καθὼς ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ ἐγκαινιάζεται μ’ αὐτὴ τὴν κίνηση τῆς ἀγάπης, τῆς ἑνότητας καὶ τῆς ἀδελφοσύνης, ὁ χορὸς ψάλλει πασχαλινοὺς ὕμνους. Πρόκειται τώρα πιὰ νὰ περιπλανηθοῦμε σαράντα ὁλόκληρες μέρες στὴν ἔρημο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Ὅμως ἀπὸ τώρα βλέπουμε νὰ λάμπει στὸ τέλος τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης, τὸ φῶς τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Κυριακὴ τῆς συγχώρησης




Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, καθὼς ἀπόψε ξεκινᾶ ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μᾶς μιλάει μὲ λόγια θείας ἐλπίδας ἀλλὰ καὶ προειδοποιεῖ: Συγχωρεῖτε ἐκείνους ποὺ σφάλουν ἐνώπιόν σας, συγχωρεῖτε, διότι διαφορετικὰ δὲν θὰ συγχωρηθεῖτε. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι βασιλεία ἀμοιβαίας ἀναγνώρισης, ἀμοιβαίας ἀποδοχῆς καὶ ἀγάπης, στοιχείων ποὺ συμπίπτουν μὲ τὴ χαρὰ τῆς κοινωνίας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἑτοιμότητας νὰ σηκώνουμε ὁ ἕνας τὰ βάρη τοῦ ἄλλου.

Νὰ συγχωροῦμε, ἀλλὰ πῶς; Ἀπὸ ποῦ ξεκινᾶ ἡ συγνώμη; Θὰ ἦταν τόσο εὔκολο, πραγματικὰ θαυμάσιο, ἂν ἡ συγνώμη μποροῦσε νὰ ἀρχίσει μὲ μία τέτοια ἀλλαγὴ τῆς καρδιᾶς, ὥστε ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς εἶναι ἀπεχθεῖς νὰ γίνουν ἀγαπητοί, αὐτὰ ποὺ μᾶς πόνεσαν νὰ ξεχαστοῦν καὶ νὰ μποροῦμε νὰ ἀρχίζουμε ἀπ' τὴν ἀρχὴ σὰν τίποτε νὰ μὴν ἔχει συμβεῖ.

Κάτι τέτοιο ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ γίνει! Τὸν πόνο τοῦ παρελθόντος τὸν νιώθουμε, δὲν ξεχνιέται, δὲν μποροῦμε ἁπλῶς νὰ ξαναρχίσουμε σὰν νὰ μὴν ὑπῆρξε τίποτε προηγουμένως. Ἀλλὰ τὸ νόημα τῆς συγνώμης δὲν εἶναι αὐτό. Συγνώμη δὲν σημαίνει λήθη· ἡ λήθη δὲν ὁδηγεῖ πουθενά. Ἂν ξεχάσουμε πώς, γιὰ ποιὸ λόγο, κάτω ἀπὸ ποιὲς συνθῆκες, λόγω ποιᾶς ἀδυναμίας, σὲ ποιὸ σημεῖο ἦταν εὐάλωτος ἐκεῖνος ποὺ ἔσφαλε, τότε τὸν ἀφήνουμε ἀπροστάτευτο. Ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε τὸ λάθος πρέπει νὰ προστατευθεῖ ἀπὸ ἐνδεχόμενη νέα πτώση. Αὐτὸ ποὺ ἔκανε, οἱ λόγοι καὶ οἱ συνθῆκες τῆς πτώσης του δὲν θὰ πρέπει νὰ ξεχαστοῦν, διότι ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴ δική μας στοχαστική, ἀγαπητικὴ μέριμνα, ὥστε νὰ μὴ γλιστρήσει, νὰ μὴν ἁμαρτήσει καὶ πάλι.

Ἐδῶ ἀκριβῶς ἀρχίζει ἡ συγνώμη: τὴ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία, ἀναγνωρίζοντας τὸ εὔθραυστο τῶν ἄλλων, ὅπως ἀναγνωρίζω καὶ τὸ δικό μου, τὴν ἀνάγκη τους γιὰ προστασία καὶ βοήθεια, γιὰ εὐσπλαχνία, εἶμαι προετοιμασμένος νὰ φέρω μαζί τους τὸ φορτίο τῆς ἀδυναμίας τους, τὸ εὐάλωτο τῆς ἁμαρτωλότητάς τους. Ἡ συγνώμη ἀρχίζει τὴ στιγμὴ ποὺ ἀποφασίζω νὰ ἀνέχομαι τοὺς ἀδελφούς μου, χωρὶς νὰ περιμένω νὰ ἀλλάξουν, νὰ τοὺς ἀνέχομαι ὅπως εἶναι, νὰ κάνω ἐλαφρότερο τὸ φορτίο τους, ὥστε κάποτε ἡ ἀλλαγή τους νὰ καταστεῖ ἐφικτή.

Ἡ προϋπόθεση πάντως τῆς συγνώμης βρίσκεται μέσα μου: εἶναι ἡ προθυμία μου νὰ ἀναλάβω αὐτὸν τὸν σταυρό, αὐτὸ τὸ φορτίο, ὥστε οἱ ἄλλοι νὰ θεραπευθοῦν ἢ τουλάχιστον νὰ προστατευθοῦν ἀπέναντι στὸ κακό. Αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ τὸ κάνει ὁ καθένας, δὲν χρειάζεται παρὰ μία στιγμὴ κατανόησης, ἀποφασιστικότητα καὶ καλὴ θέληση. Ὅλοι μας ἔχουμε δίπλα μας ἀνθρώπους ποὺ δύσκολα ἀνεχόμαστε, ποὺ εἶναι αἰτία ταλαιπωρίας, δυστυχίας καὶ θυμοῦ· μποροῦμε νὰ ἀκυρώσουμε αὐτὸ τὸ θυμὸ καὶ νὰ ξεπεράσουμε τὴ δυστυχία ἂν κάνουμε τὸ καθῆκον μας, τὸ καθῆκον τῆς ζωῆς μας, τὸ ἔργο μας, ποὺ εἶναι νὰ κουβαλᾶμε μαζί τους τὸ φορτίο, νὰ εἴμαστε αὐτοὶ πού, πληγωμένοι καὶ προσβεβλημένοι καὶ ἀποδιωγμένοι, θὰ στραφοῦμε στὸν Κύριο καὶ θὰ ποῦμε: "Κύριε, συγχώρησε, γιατί δὲν μνησικακῶ, θέλω νὰ γίνω καὶ νὰ παραμείνω στέρεος μ' αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀδυναμία του καὶ στὴν ἁμαρτωλότητά του. Δὲν θὰ σταθῶ κριτικὰ ἀπέναντί του, κι ἂν ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀκόμη ἱκανὸς νὰ τὸ κάνω, κάνε το Ἐσὺ γιὰ μένα: μὴ μοῦ καταλογίσεις τὴν κρίση, μὴ μοῦ καταλογίσεις τὴν κατάκριση ποὺ μὲ τραχύτητα πρόφερα, μὴν ὑποστηρίξεις τὸν θυμό μου. Στάσου δίπλα σ' αὐτὸν ποὺ ἔσφαλε, ἐπειδὴ αὐτὸς ἢ αὐτὴ ἔχει ἀνάγκη βοήθειας, συγχώρησης καὶ θεραπείας γι' αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ λόγο ".

Ἐκεῖ ἀρχίζει ἡ συγνώμη, κι ἂν δὲν ἀρχίσει ἐκεῖ δὲν θὰ μπορέσει νὰ ἐξελιχθεῖ σὲ τίποτα ἄλλο. Σηκώνουμε τὸ φορτίο ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, ἀποδεχόμαστε τὴν ἀλληλεγγύη μὲ ἐκείνους ποὺ ἔσφαλαν καὶ σφάλλουν, τοὺς ἀγαποῦμε "ἐν καινότητι" ζωῆς καὶ μόνον τότε ἡ συγχώρηση γίνεται αὐτὴ ποὺ πρέπει νὰ εἶναι: μία πράξη μεσιτείας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μία πράξη ποὺ γιατρεύει καὶ μεταμορφώνει. Αὐτὴ τὴν ἀρχὴ τῆς συγνώμης ὅλοι μποροῦμε νὰ τὴν κάνουμε, εἶναι μέσα στὶς δυνάμεις μας νὰ ἀναλάβουμε αὐτὸ τὸ ἔργο. Ἂς κάνουμε λοιπὸν ὅ,τι μποροῦμε, καὶ ἂς ἀφήσουμε τὸ Θεὸ νὰ πραγματοποιήσει μέσα μας, γιά μᾶς, καταμεσῆς τῆς ζωῆς μας, αὐτὸ ποὺ ξεπερνᾶ τὴ καλή μας θέληση, ὥστε νὰ χτίσουμε σιγὰ-σιγὰ τὴ βασιλεία τῆς ἀμοιβαίας ἀγάπης, μιὰ βασιλεία ποὺ εἶναι ἀληθινὰ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Κυριακὴ τῆς Συγγνώμης



Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Oἱ ἑβδομάδες ποὺ προηγήθηκαν τῆς Κυριακῆς τῆς Συγγνώμης εἶναι ἑβδομάδες ὅπου μέσα ἀπὸ ἱστορίες ἤ παραβολὲς, ἐμφανιζόμαστε μὲ τὰ βασικὰ ἁμαρτήματα μας, τὴν αἰτία τῆς πτώσης μας.

Τούτη τὴν περίοδο θὰ ἔπρεπε νὰ εἴχαμε ἐξετάσει σὲ βάθος τὸν ἑαυτό μας· νὰ σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἄλλοτε μὲ φρίκη γιὰ ὅ,τι δεχτήκαμε νὰ γίνουμε, ἄλλοτε μὲ πόνο γιὰ ὅ,τι ἔχει γίνει ὡς ἐπακόλουθο τῆς ζωῆς μας.

Καὶ τώρα φθάσαμε στὸ σημεῖο ποὺ καλεῖται Τεσσαρακοστή( Lent). Lent εἶναι μιὰ παλιὰ Ἀγγλικὴ λέξη ποὺ ἔχει τὶς ρίζες της στὴν Γερμανικὴ γλώσσα καὶ σημαίνει ἄνοιξη, τὸ ξύπνημα τῆς ζωῆς. Δὲν εἶναι πιὰ ἡ περίοδος ποὺ μᾶς παραχωρήθηκε γιὰ μετάνοια. Εἶναι καιρὸς ποὺ ἐφόσον ἔχουμε μετανοήσει, θὰ μποροῦμε μαζὶ νὰ κινηθοῦμε πρὸς ἕνα μονοπάτι ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει, μέσα ἀπὸ τὰ παραδείγματα τῶν ἁγίων, πρῶτα στὸν Γολγοθᾶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἐκεῖ νὰ δοῦμε ποιὲς εἶναι οἱ συνέπειες τῆς ἁμαρτωλότητας μας· ἐπειδὴ, καθὼς διαβάζουμε στὸν βίο ἑνὸς ἁγίου, στὴν ἀπάντηση ἑνὸς ἱερέα ποὺ παρακαλοῦσε τὸν Χριστὸ νὰ τιμωρήσει τοὺς ἁμαρτωλοὺς, ὁ Κύριος τοῦ παρουσιάστηκε καὶ εἶπε· «Ποτὲ νὰ μὴν τὸ ζητᾶς αὐτὸ. Ἀκόμα κι ἄν ὑπῆρχε μόνο ἕνας ἁμαρτωλὸς στὸν κόσμο, θὰ γινόμουν ξανὰ ἄνθρωπος, καὶ θὰ πέθαινα πάλι στὸ σταυρὸ γιὰ νὰ σωθεῖ ἐκεῖνος.»

Ὅταν θὰ σταθοῦμε μαζὶ δίπλα στὸ Σταυρό, τὸ βράδυ τῆς Μ. Πέμπτης, ἤ δίπλα στὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ τὴν Μ. Παρασκευή, πρέπει νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι αὐτὸ συνέβη γιὰ τὸν καθένα μας, - ὄχι γιὰ τὸ σύνολο τῆς ἀνθρωπότητας, ἀλλὰ γιὰ τὸν καθένα μας. Ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ μᾶς καὶ πρέπει ἐκείνη τὴ στιγμὴ νὰ παρουσιαστοῦμε ἔτσι ποὺ νὰ Τοῦ δείξουμε ὅτι δὲν πέθανε μάταια ἐπάνω στὸν σταυρό. Καὶ τότε νὰ κινηθοῦμε πρὸς τὴν Ἀνάσταση μὲ ἀγαλλίαση, μ’εὐγνωμοσύνη, ἀλλὰ ἐπίσης ἀνανεωμένοι, ν’ ἀποκτήσουμε νέα ὕπαρξη - ὄχι τέλεια, ἐπειδὴ ἔχουμε καιρὸ μπροστὰ μας ν’ ἀκολουθοῦμε τὸ ἴδιο μονοπάτι, βῆμα-βῆμα, ξανὰ καὶ ξανά, μέχρι νὰ ὡριμάσουμε καὶ νὰ μπορέσουμε νὰ εἰσέλθουμε στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Σήμερα θὰ ζητήσουμε συγχώρηση ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον. Αὐτὸ εἶναι κάτι ἀπραγματοποίητο, ἄν φανταστοῦμε ὅτι μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε τὸν καθένα ποὺ μᾶς πλήγωσε, μᾶς τραυμάτισε, ποὺ κάποτε κατέστρεψε τὴ ζωή μας καὶ νὰ ποῦμε˙ « Ἄς συμφωνήσουμε ὅτι ὁ τρόμος ποὺ ἔφερες στὴ ζωή μου, δὲν ὑπάρχει πλέον. Σὲ συγχωρῶ, πήγαινε ἀναπαυμένος.»

Δὲν εἴμαστε ἀρκετὰ ὥριμοι γι’ αὐτὸ. Οἱ μάρτυρες ἦταν ἱκανοὶ˙ ἐμεῖς ὄχι. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε, ποὺ μπορεῖ ὁ καθένας μας νὰ κάνει, εἶναι νὰ πεῖ˙ «ἐπειδὴ σὲ ἀγάπησε τόσο ὁ Χριστὸς, ὥστε νὰ γίνει ἄνθρωπος, νὰ ζήσει, νὰ διδάξει καὶ νὰ πεθάνει γιὰ σένα, σέ δέχομαι ὅπως εἶσαι. Πραγματικά, θὰ ἤμουν τόσο χαρούμενος, ἄν ἤσουν διαφορετικὸς, ἄν δὲν ἤσουν σταυρὸς στοὺς ὤμους μου, πληγὴ στὴν καρδιά μου, τρόμος στὴ ζωή μου, ταπείνωση. Ἀλλὰ ἔχουμε ἀκόμα καιρὸ μπροστά μας, καὶ τώρα σὲ δέχομαι ὅπως εἶσαι, καὶ θὰ σὲ σηκώσω στοὺς ὤμους, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος˙ «Νὰ φέρετε ὁ ἕνας τὰ βάρη τοῦ ἄλλου, ἐπειδὴ ἔτσι θὰ ἐκπληρώσετε τὸ νόμο τοῦ Χριστοῦ.»

Καὶ φέρω τὸ βάρος τοῦ ἄλλου σημαίνει, πρῶτα πρῶτα, ἀποδέχομαι τὸν πλησίον μου ὅπως εἶναι, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι τὰ πράγματα θ’ ἀλλάξουν, κάνοντας προσευχὴ ὅπως ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ μεταμορφώσει, ν’ ἀλλάξει αὐτὸ τὸ πρόσωπο - ἀλλὰ ἐπίσης κι ἐμένα, ἐπειδὴ πῶς μπορῶ νὰ κρίνω τὶς ἁμαρτίες ἄλλων, ἐνῶ εἶμαι ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, ἐνῶ εἶμαι πειρασμὸς, πληγὴ στὴ ζωὴ τόσων ἄλλων ἀνθρώπων; 

Ἄς κάνουμε αὐτὴ τὴν προσπάθεια. Ὅταν ποῦμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον: «Συγχώρα με», ἄν πεῖτε, «ναὶ, σὲ συγχωρῶ», δὲν σημαίνει ὅτι κάθε τι κακὸ ἀνάμεσα μας ἔχει διαγραφεῖ, δὲν ὑπάρχει πλέον. Ἀλλὰ σημαίνει˙ «Σὲ δέχομαι ὅπως εἶσαι, μὲ τὶς ἁμαρτίες σου, πληγὴ στὴ σάρκα μου, πρόβλημα γιὰ τὴ ζωή μου - ἀλλὰ σὲ ἀποδέχομαι καὶ θὰ βαστάξω τὴ δοκιμασία μου καὶ σένα, γιὰ ὅλη μου τὴ ζωή, καὶ θὰ προσεύχομαι νὰ σ’ εὐλογεῖ ὁ Θεὸς καὶ νὰ μᾶς θεραπεύσει καὶ τοὺς δύο, μέχρι ποὺ νὰ φτάσω νὰ μὴν εἶμαι πειρασμὸς γιὰ σένα, αἰτία τῆς πτώσης σου.

Ἄς προσευχηθοῦμε λοιπὸν μαζὶ στὴ διάρκεια τούτης τῆς λειτουργίας, μετανοώντας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ γι΄ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε καὶ γιὰ ὅ,τι ἤμασταν, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ φέρουμε κοντά στὸν Θεὸ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. 

Ἡ πορεία μας πρὸς τὸν Γολγοθᾶ, πρὸς τὴν ἀνάσταση, μοιάζει μὲ τοὺς ταξιδιῶτες ποὺ ἐπιβιβάζονται στὸ ἴδιο πλοῖο, ὅπως ἔγραψε ἕνας ἀρχαῖος συγγραφέας. Δὲν θὰ φτάσουν ποτὲ ἀσφαλεῖς, ἄν μεταξύ τους ὑπάρχουν διαμάχες, ἄν δὲν εἶναι ἕνα. Ἄς γίνουμε ἕνα, «Ναὶ, σὲ συγχωρῶ,» σημαίνει, «Σὲ δέχομαι, ὅπως εἶσαι, μὲ τὶς ὅποιες συνέπειες. Σὲ δέχομαι, καὶ προσφέρω τὴ ζωή μου ἀντάλλαγμα γιὰ τὴ δική σου.» Ἀμήν.

Κυριακή τῆς Συγγνώμης Anthony Bloom


 
19 Φεβρουαρίου, 1996


Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Σήμερα δύο θέματα κυριαρχοῦν στὰ Ἱερά ἀναγνώσματα. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μιλάει γιὰ τὴν νηστεία καὶ ὁ Κύριος γιὰ τὴν συγχώρεση· καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐπιμένει στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ νηστεία δὲν συνίσταται ἁπλὰ στὸ νὰ στερεῖ κάποιος τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ ἕνα ἤ τὸ ἄλλο φαγητό, οὔτε ἄν τηρεῖται αὐστηρά, μὲ ὑπακοή, μὲ λατρεία· ἄν μᾶς δίνει ἀφορμή νὰ ὑπερηφανευόμαστε, νὰ εἴμαστε ἱκανοποιημένοι καὶ ἀσφαλεῖς, ἐπειδὴ σκοπὸς τῆς νηστείας δὲν εἶναι νὰ στερήσει τὸ σῶμα μας ἀπὸ ἕνα εἶδος φαγητοῦ περισσότερο ἀπὸ ἔνα ἄλλο, ἀλλὰ σκοπὸς τῆς νηστείας εἶναι νὰ ἐπιτύχουμε τὴν κυριαρχία στὸ σῶμα μας καὶ νὰ τὸ κάνουμε τέλειο ὄργανο τοῦ πνεύματος. Τὸν περισσότερο καιρό, εἴμαστε ὑπηρέτες τοῦ σώματος, γοητευόμαστε ἀπὸ ὅλες τὶς αἰσθήσεις μας ἀπὸ τὴν μία ἤ τὴν ἄλλη ἀπόλαυση, ἀλλὰ ἀπὸ μιὰν ἀπόλαυση ποὺ πηγαίνει πολὺ πέρα ἀπὸ τὴν ἁγνότητα ποὺ προσδοκᾶ ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Θεός.

Κι ἔτσι ἡ περίοδος τῆς νηστείας μᾶς προσφέρει τὸν χρόνο ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι θὰ βασανίσουμε τὸ σῶμα μας, ὅτι θὰ περιορίσουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ ὑλικὰ πράγματα, ἀλλὰ τὸν χρόνο ποὺ θὰ γίνουμε ξανὰ κύριοι τοῦ σώματος μας, κάνοντάς το ἕνα τέλειο ὄργανο. Μοῦ ἔρχεται στὸ νοῦ ὁ τρόπος ποὺ κουρδίζουμε ἕνα μουσικὸ ὄργανο· αὐτὸ εἶναι καὶ ἡ σημασία τῆς νηστείας, νὰ κατακτήσουμε τὴ δύναμη ὄχι μόνο νὰ προστάζουμε τὸ σῶμα μας, ἀλλὰ ἐπίσης νὰ τοῦ δώσουμε τὴ δυνατότητα ν’ ἀνταποκριθεῖ σὲ ὅλες τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ πνεύματος.

Ἄς εἰσέλθουμε λοιπὸν στὴν περίοδο τῆς νηστείας ἔχοντας αὐτὸ κατὰ νοῦ, ὄχι μετρώντας τὴ νηστεία μὲ τὸ τὶ καὶ τὸ πόσο τρῶμε, ἀλλὰ μὲ μέτρο τὸ ἀποτέλεσμα ποὺ ἔχει στὴ ζωή μας, κατὰ πόσο ἡ νηστεία μᾶς ἐλευθερώνει, ἤ κατὰ πόσο γινόμαστε ὑπηρέτες της.

Ἄν νηστεύουμε ἄς μὴν εἴμαστε ὑπερήφανοι γι’ αὐτό, ἐπειδή μᾶς ἀποδεικνύει ἁπλὰ ὅτι ἴσως περισσότερο σὲ σχέση μὲ ἕνα ἄλλο πρόσωπο χρειαζόμαστε περισσότερα πράγματα γιὰ νὰ κατακτήσουμε κάτι στὴν φύση μας. Καὶ ἐάν γύρω μας οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι δὲν νηστεύουν ἄς μὴν τοὺς κατακρίνουμε, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἔχει δεχθεῖ ἐκείνους ὅσο καὶ τοὺς ἄλλους, ἐπειδὴ κοιτάζει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.

Κι ἔπειτα ὑπάρχει τὸ ζήτημα τῆς συγχώρεσης γιὰ τὸ ὁποῖο θὰ πῶ σύντομα κάτι. Σκεφτόμαστε πάντα ὅτι ἡ συγχώρεση εἶναι ὁ τρόπος ποὺ θὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε σ’ ἕνα πρόσωπο ποὺ μᾶς ἔχει προσβάλλει, ποὺ μᾶς ἔχει πληγώσει, ποὺ μᾶς ἔχει ταπεινώσει, ὅτι τὸ παρελθὸν εἶναι παρελθὸν καὶ ὅτι δὲν πρέπει νὰ κρατᾶμε πιὰ κακία ἀπέναντι του. Ἀλλὰ ἡ βαθύτερη σημασία τῆς συγχώρεσης εἶναι ἄν μποροῦμε νὰ ποῦμε σ’ ἕνα πρόσωπο: ἄς μὴν μετατρέψουμε τὸ παρελθὸν σ’ ἕνα καταστροφικὸ παρόν, ἄφησέ με νὰ σ’ ἐμπιστευτῶ, νὰ κάνω κάτι ποὺ νὰ δείχνει τὴν πίστη μου σὲ σένα, ἐὰν σὲ συγχωρήσω, σημαίνει γιὰ μένα ὅτι στὰ δικά μου μάτια δὲν εἶσαι χαμένος, ὅτι στὰ δικά μου μάτια ὑπάρχει σὲ σένα ἕνα μέλλον ὀμορφιᾶς καὶ ἀλήθειας.

Ἀλλὰ αὐτὸ ἀφορᾶ ἐπίσης καὶ ἐμᾶς. Διεστραμμένα, σκεφτόμαστε πολὺ συχνὰ νὰ συγχωρήσουμε τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ δὲν σκεφτόμαστε ἀρκετὰ τὴν ἀνάγκη ποὺ ἔχουμε, ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ ἐμᾶς προσωπικά, νὰ μᾶς συγχωροῦν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Ἀπομένουν λίγες ὧρες πρὶν τὴν Λειτουργία καὶ τὴν ἀκολουθία τῆς Συγγνώμης ἀπόψε, ἄς προβληματιστοῦμε καὶ ἄς προσπαθήσουμε νὰ θυμηθοῦμε, ὄχι τὶς προσβολὲς ποὺ ἔχουμε ὑποφέρει, ἀλλὰ τὸν πόνο ποὺ ἔχουμε προκαλέσει. Καὶ ἄν μὲ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλο τρόπο ἔχουμε πληγώσει κάποιον γιὰ μικρὰ ἤ πιὸ σπουδαῖα πράγματα, ἄς βιαστοῦμε πρὶν νὰ εἰσέλθουμε στὴν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς αὔριο τὸ πρωί, ἄς βιαστοῦμε νὰ ζητήσουμε συγχώρεση, ν’ ἀκούσουμε κάποιον νὰ μᾶς λέει: πέρα ἀπ’ ὅ,τι ἔχει συμβεῖ πιστεύω σὲ σένα, σ’ ἐμπιστεύομαι, ἐλπίζω σὲ σένα καὶ θὰ περιμένω τὰ πάντα ἀπὸ ἐσένα. Καὶ τότε μποροῦμε μαζὶ νὰ διανύσουμε τὴν Σαρακοστή, βοηθώντας ὁ ἕνας τὸν ἄλλο νὰ γίνουμε αὐτὸ ποὺ καλούμαστε νὰ εἴμαστε – νὰ γίνουμε μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, ἀκολουθώντας Τον βῆμα – βῆμα πρὸς τὸν Γολγοθᾶ, καὶ πέρα ἀπὸ τὸν Γολγοθᾶ πρὸς τὴν Ἀνάσταση. Ἀμήν.

Περί νηστείας καὶ περί θησαυρισμοῦ (Ματθ. 6,16-24)




«Ὅταν δέ νηστεύητε, μή γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταί σκυθρωποί˙ ἀφανίζουσι γάρ τά πρόσωπα αὐτῶν, ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες. Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὅτι ἀπέχουσι τόν μισθόν αὐτῶν. Σύ δέ νηστεύων ἄλειψαί σου τήν κεφαλήν καί τό πρόσωπον σου νίψαι, ὅπως μή φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλά τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ καί ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ, ἀποδώσει σοί ἐν τῷ φανερῷ». Ἡ νηστεία εἶναι ἡ μεγαλυτέρα ἄσκησις τῆς αὐτοκυριαρχίας μας. Οἱ Φαρισαῖοι ἔκαμον καί δί' αὐτῆς τήν ἐπίδειξιν. Ἄφηνον οὗτοι ἄνιπτον τό πρόσωπον καί ἀπεριποίητον, ἐξήρχοντο μέ ἀναμαλλιάρικο κεφάλι καί γένειον ἀκτένιστον (αὐτό εἶναι ὁ ἀφανισμός), ἵνα φαίνωνται, ὅτι νηστεύουσι καί ἐλκύσωσι τήν συμπάθειαν, τόν σεβασμόν. Ὁ Κύριος συνιστᾷ νά νίπτωνται καί νά μυρώνονται οἱ μαθηταί του, ὅταν νηστεύωσι. Νίψιμον καί μύρωμα ἔκαμον οἱ σύγχρονοι τοῦ Ἰησοῦ, ὅταν ἐπρόκειτο νά ὑπάγωσιν εἰς γάμον. Τοῦτο θέλει νά δηλώσῃ τήν μεγάλην χαράν, μέ τήν ὁποίαν ἔπρεπε νά κρύπτωσι τήν ἄσκησιν τῶν οἱ μαθηταί τοῦ Κυρίου.


Θέμα: Περί νηστείας.
Τί εἶναι ἡ νηστεία; Ἐάν συγκεντρώσωμεν τάς περί αὐτῆς γνώμας τῶν πατέρων τῆς ἐκκλησίας, τῆς Ἁγίας Γραφῆς, σημερινῶν παιδαγωγῶν, ἠθικολόγων καί ἰατρῶν, θά ἴδωμεν ὅτι ἡ νηστεία εἶναι σπουδαῖος θεσμός ἔχων ὅλα τά προσόντα τοῦ ἀκμαιοτάτου ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ ἤτοι σῶμα καί δόξαν. Ἄς ἴδωμεν καί ταῦτα εἰς τήν νηστείαν.

Α'.
Τό Σῶμα τῆς νηστείας. Εἰς κάθε σῶμα ἐξετάζονται κυρίως τρία πράγματα ὡρισμένη ἡλικία, ἠθική, καί ὑγεία. Ἡ ἡλικία τῆς νηστείας Ἐμφανίζεται πρῶτον εἰς τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔαν ὡς ἐντολή τοῦ Θεοῦ 5—6 χιλιάδες χρόνια πρό Χριστοῦ. Ἐμφανίζεται εἰς τόν Μωϋσῆν 1500 χρόνια πρό Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἐνήστευσε 40 ἡμέρας, πρίν λάβη τόν νόμον ἐπί τοῦ ὄρους Σινᾶ. Ὁ Δανιήλ διά τῆς νηστείας ἐστό-μωσε τούς ἐπί ἑπτά ἡμέρας νήστεις λέοντας, ὅταν ἐρρίφθη εἰς τόν λάκκον τῶν λεόντων καί δέν ἐθίγη ὑπ' αὐτῶν. Οἱ τρεῖς παῖδες ἐν καμίνῳ διά τῆς νηστείας ἐφάνησαν ὡραῖοι εἰς τά ὄμματα τοῦ Ναβουχοδονόσορος καί δέν ἐθίγησαν ὑπό τῆς πυρᾶς τῆς καμίνου.

Ὁ Πρόδρομος ἦτο ἀσκητής, ὁ Κύριος ἐνήστευσε 40 ἡμέρας καί ῥητῶς συνέστησε τήν νηστείαν λέγων˙ «τό γένος τοῦτο» τῶν δαιμόνων «οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ». Ἀλλά καί εἰς τήν περικοπήν ταύτην συνιστᾷ καί πάλιν τήν νηστείαν. Ὁ πρῶτος μετά τόν ἕνα, ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος ὁμολογεῖ, ὅτι ἦτο «ἐν νηστείαις πολλάκις». Ἔπειτα ἔρχεται ἡ σειρά τῶν ἀσκητῶν, ἐρημιτῶν, μοναχῶν, οἱ Βασίλειοι, οἱ Γρηγόριοι, οἱ Χρυσόστομοι, οἱ ὁποῖοι ἐτήρησαν τήν νηστείαν. Γενικῶς δέ μέχρι τῆς ἐκρήξεως τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολέμου 1914, ἡ νηστεία ἦτο παρ' ἡμῖν θεσμός ἀξιοσέβαστος. Μετά ταῦτα ἐχαλαρώθη ὁ θεσμός οὗτος λόγῳ ἴσως τῆς ἐπιμιξίας τῶν Ἐθνῶν. Ἑπομένως ἡ ἡλικία τῆς νηστείας ἀνέρχεται εἰς 5—6 χιλιάδας χρόνια π. Χ. καί 1900 περίπου μ. Χ. ἤτοι 7—8 χιλιάδες χρόνια ! Ἡ ἡλικία αὕτη εἶναι σοβαρά καί οὐχί εὐκαταφρόνητος προκειμένου νά ἐπιβληθῇ εἰς τάς συνειδήσεις μας.

Ἡ ἠθική βάσις τῆς νηστείας. Ἡ νηστεία εἶναι ἡ γυμναστική τῆς ψυχῆς, ὅπως λέγουσι σπουδαῖοι παιδαγωγοί καί ἠθικολόγοι ῥητῶς. Ἡ νηστεία ἀποτελεῖ τήν ἀδαμαντίνην βάσιν τῆς ἀσκήσεως τῆς βουλήσεως.(1) Καί πράγματι.Ἡ ἐντολή «μή φάγῃς» καί τό περιεχόμενον τῆς ἐντολῆς ταύτης «μή φάγῃς κρέας κλπ.», πράγματα τά ὁποῖα κολακεύουν τήν γεῦσιν καί τόν οὐρανίσκον, θίγουσι τόν ψυχικόν ἐγωϊσμόν, καί τόν σωματικόν ἡδονισμόν. Ἡ ἐκτέλεσις τῆς ἐντολῆς ταύτης ταπεινώνει τήν ψυχήν καί ἀσκεῖ τήν βούλησιν εἰς τήν κυριαρχίαν ἐπί τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὅτι ἡ διπλῆ αὕτη μορφή τῆς ἐντολῆς ταύτης εἶναι σπουδαία ἄσκησις τῆς βουλήσεώς μας, φαίνεται ἐκ τοῦ ὅτι φαγητά πασχαλινά τρωγόμενα εἰς ἡμέρας νηστείας ὑπό ἀνθρώπων ἐχόντων ἀκόμη συνείδησιν τῆς ἀπαγορευτικῆς ἐντολῆς εἶναι νοστιμώτερα παρά ἐάν κατελύοντο ἄλλας ἡμέρας. Τοῦτο προέρχεται ἐκ τοῦ ὅτι ἡ κατάλυσις τῆς νηστείας εἶναι κατάλυσις ἀπηγορευμένου καρποῦ.

Ἡ ὑγεία. Ἡ νηστεία εἶναι ὑγεία. Πόσον ὑγιεινή εἶναι ἡ πραγματική νηστεία, φαίνεται καί ἐκ τῶν σημερινῶν ἀκόμη ἰατρῶν, οἱ ὁποῖοι ἄνευ θρησκευτικῶν προϋποθέσεων συνιστοῦν τήν νηστείαν εἰς διαφόρους παθήσεις σωματικᾶς, εἰς δέ τούς ὑγιεῖς τήν φρουτοφαγίαν, ἄλλοι δέ καί θεραπείας διαφόρων σωματικῶν νόσων ὑποδεικνύουν διά κερασοθεραπείας, σταφυλοθεραπείας, χυλοθεραπείας κλπ. Ἡ σύστασις τῶν βιταμινῶν διά τήν ἀποτοξίνωσιν τοῦ ὀργανισμοῦ καί ἡ παντελής ἀσιτία εἰς παχύσαρκους εἶναι σύστασις ὄχι θεολόγων, ἀλλ' ἰατρῶν.

Ἑπομένως ἡ νηστεία εἶναι ἡλικίας ἀξιοσεβάστου, ἠθικῆς βαρύτητος πρώτου μεγέθους καί αἴτιον ὑγείας διά τόν ὀργανισμόν τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ νηστεία εἶναι φάρμακον. Ὁ Χρυσόστομος ὅμως παρατηρεῖ, ὅτι ὁσονδήποτε σπουδαῖον φάρμακον καί ἄν εἶναι δέν εἶναι ἡ αὐτή δι' ὅλους, ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς ὑγιεινῆς καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου. Διά τοῦτο πρέπει νά προσέχωμεν κατά τόν ἵδιον πατέρα, τόν χρόνον, τόν τρόπον, τό ποσόν. Ἰδού τό σῶμα τῆς νηστείας. Ἀλλά ἀνωτέρα τοῦ σώματος τῆς νηστείας εἶναι ἡ δόξα ταύτης.


Β'.

Ἡ δόξα τῆς νηστείας. 
Αὕτη εἶναι οἱ πατέρες, οἱ ὁποῖοι τήν ἔζησαν, ἡ νηστεία τῶν παθῶν, ἡ ὁποία τήν στεφανώνει καί αἱ δύο πτέρυγες αὐτῆς προσευχή καί ἐλεημοσύνη. Καί ἡ νηστεία ἔχει μέλη ὡραιότατα ἔχει Μωϋσήν, τρεῖς παῖδας ἐν καμίνῳ, προφήτην Ἠλίαν, Πρόδρομον, Ἀποστ. Παῦλον, Χρυσόστομον, Βασίλειον, Γρηγόριον, ἀσκητάς, Μέγαν Ἀντώνιον, ἐρημίτας, ἀλλά καί πρό πάντων τιμιώτατον μέλος τόν Χριστόν ὡς κεφαλήν της. Ὑπάρχουν τιμιώτερα μέλη, ὡραιότερα, θειότερα, καί ἁγνότερα ἀπό τούς πατέρας τούτους καί ἰδίως τόν Χριστόν; Ἀσφαλῶς ὄχι.

Ἀλλά ἐάν τά μέλη τῆς νηστείας εἶναι τόσον ὡραῖα, ὁ στέφανός της εἶναι ἐξ ἴσου ὡραῖος. Καί ποῖος εἶναι οὗτος; Ὁ Χρυσόστομος λέγει: «Δέν πρέπει νά νηστεύῃ μόνον τό σῶμα μας, ἡ κοιλία μας, τό στόμα μας ἐκ τῶν ὑλικῶν φαγητῶν, ἀλλά καί αἱ ἄλλαι αἰσθήσεις μας ἐκ τῶν κακιῶν». Καί συγκεκριμένως ὁ αὐτός πατήρ συνεχίζει: «νηστεύεις οἶνον καί ὅμως θυμώνεις. Νηστεύεις κρέατα ἰχθύων καί ἄλλων χερσαίων ζώων καί ὅμως ἐμπηγνύεις τήν γλῶσσαν σου εἰς τήν ὑπόληψιν τοῦ ἀδελφοῦ σου. Νηστεύεις τό γάλα καί ὅμως τήν μητέρα σου, ἡ ὁποία σέ ἔθρεψε μέ τό γάλα της, ἐντρέπεσαι νά τήν εἴπῃς μητέρα, τήν ὑβρίζεις, τήν κακοποιεῖς. Νηστεύεις τό ἔλαιον καί ὅμως τόσον στενοχωρεῖς τούς ὑφισταμένους σου καί πιέζεις αὐτούς, ὥστε στραγγίζεις ἀπ' αὐτούς ὄχι μόνον τό ἔλαιον των, ἀλλά καί τό αἷμα των».

Νηστεύεις τό βούτυρον, τό ὁποῖον εἶναι ὁ ἀφρός τοῦ γάλακτος καί τό ὁποῖον γάλα εἶναι ἀφρός τῆς σαρκός τοῦ ζῴου, δέν νηστεύεις ὅμως τόν πονηρόν ὀφθαλμόν, ὁ ὁποῖος διά τῆς ὀφθαλμομοιχείας πίνει τόν ἀφρόν τοῦ γάλακτος τῆς σαρκικῆς ἁμαρτίας. Δέν θέλεις νά ἀκούσῃς περί καταλύσεως φαγητῶν, ὅταν νηστεύῃς, καί ὅμως ἡ ἀκοή σου εἶναι πρόθυμος νά ἀκούσῃ διαβολάς καί συκοφαντίας τοῦ ἀδελφοῦ σου. Πρέπει ἑπομένως νά νηστεύωσιν ὀφθαλμοί, ἀκοή, χεῖρες καί πόδες. Τά στολίσματα λοιπόν τοῦ στεφάνου τῆς νηστείας εἶναι ἡ καθαρότης τῶν ὀφθαλμῶν, ἡ ἁγνότης ἀκοῆς, ἡ ἀποχή ἀδικιῶν διά τῶν χειρῶν γενομένων, ἡ ἀπομάκρυνσις τῶν ποδῶν μας ἀπό οἴκους ἀνοχῆς, ἡ κατάπαυσις τῆς γλώσσης μας ἀπό κατάκρισιν καί διαβολήν. Ἰδού καί ὁ στέφανος τῆς νηστείας, αἱ ποικίλαι ἀρεταί. Αὗται εἶναι τόσον σπουδαῖαι, ὥστε εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχωσιν, ὅταν διά λόγους ὑγείας δέν δύναται νά ἐφαρμοσθῇ ἡ τῶν ὑλικῶν φαγητῶν νηστεία.

Πλησίον ὅμως τῆς ὡραιότητος τῶν μελῶν τῆς νηστείας τῶν ὡραιοτάτων κοσμημάτων τοῦ στεφάνου της, τῶν διαφόρων ἀρετῶν, ὑπάρχουν πρός δόξαν τῆς νηστείας καί αἱ δύο πτέρυγες ταύτης, αἱ ὁποῖαι εἶναι ἡ προσευχή καί ἡ ἐλεημοσύνη. Καί πράγματι. Ἡ νηστεία χωρίς τήν προσευχήν, ὁμοιάζει πρός δένδρον χωρίς χυμόν, ἑπομένως εἶναι κούτσουρο! Ἡ νηστεία ἔχει τόν σκοπόν νά μᾶς ἀναβιβάσῃ διά τῆς προσευχῆς εἰς τόν Θεόν κάμνουσα τό σῶμα μᾶς ἐλαφρότερον, ἵνα πετάξῃ διά τῆς νηστείας πρός τόν Δημιουργόν μας. Ἑπομένως ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος νηστεύει, ἀλλά δέν προσεύχεται, οὐδόλως αἰσθάνεται τήν ὠφέ-λείαν ἐκ τῆς νηστείας!

Ἀλλ' ἐάν ἡ νηστεία εἶναι βοηθητικόν μέσον τῆς προσευχῆς, ἐξ ἴσου βοηθητικόν τῆς προσευχῆς καί σκόπιμον της νηστείας μέσον εἶναι ἡ ἐλεημοσύνη. Ὁ ἄνθρωπος νηστεύει ὄχι μόνον διά νά πετάξη μέ τήν προσευχήν, ἀλλά καί νά εὕρῃ ἐκ τῆς νηστείας του περίσσευμά τι διά νά βοηθήσῃ τούς πτωχούς. Ἐκεῖνος λοιπόν ὁ ὁποῖος νηστεύει, ἀλλά δέν ἐλεεῖ, ἁμαρτάνει, διότι ἀποφεύγει ἕνα ἐκ τῶν κυρίων σκοπῶν τῆς νηστείας, τήν ἐλεημοσύνην. Ὁ Χρυσόστομος τονίζει ἐπ' αὐτοῦ ἐπιγραμματικῶς τά ἑξῆς. «Αἱ 5 μωραί παρθένοι ἄν καί παρθένοι ἐτιμωρήθησαν, διότι δέν εἶχον ἐλεημοσύνην. Πόσῳ μᾶλλον εἶναι ἔνοχοι τιμωρίας ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐφαρμόζουν μικροτέραν ἀρετήν τῆς παρθενίας τήν νηστείαν, ἀποφεύγουσιν ὅμως τήν ἐλεημοσύνην ;» Ἡ ἐλεημοσύνη καί ἡ προσευχή, κατά τόν Ἱερόν Χρυσόστομον, εἶναι αἱ δύο πτέρυγες, διά τῶν ὁποίων θά πετάξωμεν μέ τό ἐλαφρόν ἐκ τῆς νηστείας γενόμενον σῶμα μας ὡς πτηνά εἰς τόν οὐρανόν. Καί μέ ὀλίγα λόγια διά τῆς προσευχῆς ἀφιερώνομεν τήν ψυχήν μας εἰς τόν Θεόν, διά τῆς νηστείας τό σῶμα μας, διά τῆς ἐλεημοσύνης τά ὑλικά μας ἀγαθά. Ἰδού ἡ νηστεία κατά τό σῶμα καί τήν δόξαν.

Ὁ Ἱπποκράτης ὁ Πατήρ τῆς Ἰατρικῆς ἀπέθανεν εἰς ἡλικίαν 100 ἐτῶν. Ἐρωτηθείς δέ εἰς τί ὀφείλει τήν μακροζωΐαν του, ἀπήντησεν: Οὐδέποτε ἐσηκώθηκα ἀπό τό τραπέζι μου χορτάτος. Ἀλλά καί σήμερον ὑπάρχουσι Μοναστήρια εἰς ὅλον τόν κόσμον ὀνομαζόμενα Μοναστήρια τῶν Τραπιστῶν. Οἱ Μοναχοί τούτων ἔχουσιν ἀπόλυτον σιωπήν, τρέφονται διά τροφῶν φυτικῶν, ἀπέχουσι πασχαλινῶν φαγητῶν καί κοιμῶνται κατά γῆς ἀπό τάς 7 μέχρι τάς 2 τοῦ μεσονυκτίου. Οἱ μοναχοί οὗτοι φθάνουσιν εἰς μεγάλην ἡλικίαν, εἶναι ὑγιέστατοι καί πολλοί ἐξ αὐτῶν ἐθεραπεύθησαν ὅταν εἰσῆλθον εἰς τήν Μονήν ἐξ ἀσθενειῶν, τάς ὁποίας εἶχον πρίν εἰσέλθωσιν. Ἰδέ Spirago σελίδα 544.

Ἀς μάθωμεν λοιπόν νά νηστεύωμεν.



Περί θησαυρισμοῦ. (Ματθ. ΣΤ' 19-24)
«Μή θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς, ὅπου σής καί βρῶσις ἀφανίζει καί ὅπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι. Θησαυρίζετε δέ ὑμῖν θησαυρούς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σής οὔτε βρῶσις ἀφανίζει καί ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν, οὐδέ κλέπτουσιν. Ὅπου γάρ ἐστίν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν. Ὁ λύχνος τοῦ σώματος ὁ ὀφθαλμός ἐστίν˙ ἐάν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τό σῶμα σου φωτεινόν ἔσται˙ ἐάν δέ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρός ᾖ, ὅλον τό σῶμα σου σκοτεινόν ἔσται. Εἰ οὖν τό φῶς τό ἐν σοί σκότος ἐστί, τό σκότος πόσον; Οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν˙ ἤ γάρ τόν ἕνα μισήσει καί τόν ἕτερον ἀγαπήσει ἤ ἑνός ἀνθέξεται καί τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνᾷ».

Ὁ ἄνθρωπος προσκολλᾶται εἰς τά ὑλικά ἀγαθά, ἄν καί ταῦτα εἶναι πρόσκαιρα, διότι εἶναι παρόντα. Ἀδιαφορεῖ διά τά ἐπουράνια ἀγαθά, ἄν καί εἶναι αἰώνια, διότι εἶναι ἀπόντα. Ἐφαρμόζει δηλαδή ὁ ἄνθρωπος τό «κάλλιο ἕνα καί στό χέρι, παρά δέκα καί καρτέρει». Ὁ Κύριος διά νά μᾶς πείσῃ νά ἀδιαφορῶμεν εἰς τά ἐπίγεια καί νά προσκολλώμεθα εἰς τά οὐράνια ἀγαθά, ἀφιερώνει τήν περικοπήν ταύτην. Ἄς ἴδωμεν τάς κακίας καί ἀρετάς ἐπιγείων καί οὐρανίων θησαυρῶν.

Α.

Ἐπίγεια ἀγαθά. Ταῦτα φθείρονται καί φθείρουν. Φθείρονται τά ἴδια καί φθείρουν τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου. Πράγματι.
1ον.
Φθείρονται! Ὁ Κύριος λέγει˙ «μή θησαυρίζετε θησαυρούς ἐπί τῆς γῆς, ὅπου σής καί βρῶσις ἀφανίζει καί ὅπου κλέπται διορύσσουσι καί κλέπτουσι». Σής εἶναι ὁ σκῶρος καί πᾶν ζωΰφιον ἐξωτερικόν, τό ὁποῖον κατατρώγει ἐνδύματα, ξύλα ἐπίπλων, καρπούς κλπ. Βρῶσις δέ εἶναι ἡ σκωρία ἡ σῆψις καί πᾶν εἶδος ἐσωτερικῆς φθορᾶς εἰς τά διάφορα ἀγαθά μας. Ἐπειδή ὅμως τά διάφορα χρυσᾶ νομίσματα δέν ὑπόκεινται εἰς σκῶρον ἤ σκώριαν, ὁ Κύριος θέτει ἄλλον ἐχθρόν τούτων, τούς κλέπτας, οἵτινες διορύσσουσι καί κλέπτουσιν ἤτοι κάμνουν διάρρηξιν καί ἀφαιροῦν τά τιμαλφῆ ἀντικείμενα. Ἀλλά κλέπται τῶν τιμαλφῶν δέν εἶναι μόνον οἱ κρυφοί διαρρῆκται, ἀλλά καί οἱ φανεροί ποικίλοι λῃσταί, οἱ ὁποῖοι διά διαφόρων τεχνικῶν ὑποτιμήσεων ἤ ἀνατιμήσεων τῆς λίρας κλέπτουν ἄλλοτε μέν τήν ἀξίαν τῆς λίρας ἄλλοτε δέ τήν ἀξίαν τῶν ἐμπορευμάτων.

Τελευταῖος ὅμως ἐχθρός τῶν χρυσαφικῶν εἶναι αὐτός ὁ ἴδιος ὁ κάτοχος, ὁ ὁποῖος διά τῆς πολυχρονίου χρήσεως τῶν τιμαλφῶν καί τῆς συνηθείας αὐτῶν ἐξαφρίζει ἀρκετόν μέρος ἐκ τῆς ἀξίας τῶν, διότι δέν ἐκτιμᾷ αὐτά τόσον μετά δεκαετίαν, ὅσον ἐλαχταροῦσεν αὐτά κατά τήν ἀρχήν τῆς ἀποκτήσεως τῶν. Ἑπομένως ἐχθροί τῶν ὑλικῶν μας ἀγαθῶν, τά ὁποῖα φθείρονται εἶναι ζωΰφια ἀόρατα, χρόνος πανδαμάτωρ, ἄνθρωποι κακοί καί ἡμεῖς!

2ον).
Ἡ πλεονεξία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν φ θ ε ί ρ ει τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου. Καί ἰδού. Ὁ Κύριος βεβαιοῖ ῥητῶς˙ «ὁ λύχνος τοῦ σώματος ἐστίν ὁ ὀφθαλμός». Ὁ ὀφθαλμός εἶναι διά τό σώμα, ὅ,τι ὁ λύχνος διά τόν ὅλον ἄνθρωπον. «Ἐάν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τό σῶμα σου φωτεινόν ἔσται. Ἐάν δέ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρός ᾖ, ὅλον τό σῶμα σου σκοτεινόν ἔσται». Ὅπως δηλαδή ὁ ὀφθαλμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό λυχνάρι, διά τοῦ ὁποίου βλέπει οὗτος τό σῶμα του καί τά πέριξ τοῦ σώματός του, τόν ὁρατόν κόσμον γενικῶς, κατά παρόμοιον τρόπον καί ὁ νοῦς εἶναι ὁ λύχνος τῆς ψυχῆς. Ὅταv εἶναι «ἁπλοῦς» ὑγιής ὁ ὀφθαλμός μας καί φωτίζεται ὑπό τοῦ ἡλίου, βλέπομεν ὅλον τό σῶμα μας, ἐνῷ ὅταν ὁ ὀφθαλμός μας εἶναι «πονηρός» ἤτοι βλαμμένος, γύρω μας ὑπάρχει σκότος. Κατά παρόμοιον τρόπον καί ὁ λύχνος τῆς ψυχῆς μας ὁ νοῦς, ὅταν μέν εἶναι ὑγιής φωτιζόμενος ὑπό τοῦ Οὐρανίου φωτός, μακράν τῆς προσκολλήσεως τῶν ἐπιγείων, φωτίζει τό ἐσωτερικόν τῆς ψυχῆς μας, ἐνῷ ὅταν δέν φωτίζεται ὑπό τοῦ οὐρανίου φωτός, ἔχει πάθη βλάβην, ἰδίως διά τοῦ πάθους τῆς φιλαργυρίας καί δέν βλέπει. Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει λέγει ὁ Κύριος˙ «εἰ τό φῶς τό ἐν σοί σκότος ἐστί» ἐάν ὁ φωτισμένος νοῦς σκοτισθῇ, «τό σκότος πόσον;» τά σκοτεινά πάθη, τά ὁποῖα ὑπάρχουν εἰς τήν ψυχήν μας ὑπό τῆς πλεονεξίας ὠθούμενα ἐπαναστατοῦν καί γίνονται σκοτεινότερα.

Ὅτι ἡ φιλαργυρία σκοτίζει τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου φαίνεται ἐκ τοῦ ὅτι ὁ φιλάργυρος δέν βλέπει τί ἔχει, ἀλλά τί τοῦ λείπει. Καί ἐπειδή, ὅσα πολλά καί ἄν ἔχῃ, κάτι θά τοῦ λείπῃ, δέν αἰσθάνεται ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔχει, ἀλλά λαχταρᾷ τό ἐλάχιστον, τό ὁποῖον τοῦ λείπει. Διά τοῦτο βλέπετε ἀνθρώπους πλουσίους καί ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι φιλονικοῦν, ἔχουν θανάσιμον μῖσος δι’ ἕνα πῆχυν τόπον. Βλέπετε συνοίκους εὐπόρους, οἱ ὁποῖοι τρέχουν εἰς τά δικαστήρια διά τήν διαφοράν ἑνός νεροχύτου. Βλέπετε γείτονας εὐκαταστάτους, οἱ ὁποῖοι ἔχουσι χρόνια ὁλόκληρα νά ἀνταλλάξουν τήν «καλημέρα» τοῦ Θεοῦ διά οἰκονομικάς διαφοράς ἐλαχίστας. Ὀλίγον εἶναι αὐτό τό σκότος εἰς τόν νοῦν τοῦ φιλαργύρου; Πόσα πάθη δέν ἐπαναστατοῦν ἐντός των; Πόσαι ἐχθρότητες, μίση, ζηλοτυπίαι, χαιρεκακίαι, ἐγωϊσμοί ἐξ αἰτίας τῆς φιλαργυρίας των!

Ἡ πλεονεξία τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν φθείρει τόν ἄνθρωπον, ἀφ' οὗ πρῶτον φθαρῶσιν αὐτά. Ἀλλά ἐχθρός τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν δέν εἶναι μόνον τά ζωΰφια, ὁ χρόνος, οἱ κακοί ἄνθρωποι, ὁ ἴδιος ὁ φιλάργυρος, ἀλλά καί ὁ μεγαλύτερος φιλάργυρος, ὁ Ἰούδας ἦτο ἐχθρός τῶν χρημάτων, διότι οὗτος ἐπέταξε τά ἀργύρια, διά τά ὁποῖα ἐπρόδωσε τόν Χριστόν.

Ὁ Χριστός ἐγεννήθη καί ἀπέθανε πάμπτωχος, ἵνα δείξῃ τήν περιφρόνησίν του εἰς τά ὑλικά ἀγαθά. Ἑπομένως ἐχθροί τῆς προσκαίρου ταύτης ὕλης εἶναι ζωΰφια, χρόνος, κακοί ἄνθρωποι, ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, ὁ φιλάργυρος Ἰούδας, ὁ Χριστός, ἑπομένως ὁλόκληρος ὁ κόσμος. Ἰδού τά χαρακτηριστικά οἱ ἐχθροί τῶν ἐπιγείων θησαυρῶν!


Β.

Οὐράνια ἀγαθά. Ἐάν τά ἐπίγεια ἀγαθά φθείρουν καί φθείρωνται, τά οὐράνια ἀγαθά εἶναι ἄφθαρτα ἐκεῖ, εὐγενικά ἀπό ἐδῶ.
Μάλιστα! 1ον. Εἶναι ἄφθαρτα, ἄνευ σκωλήκων καί ζωϋφίων τῆς γῆς˙ ἐκεῖ ὑπάρχει δόξα ἄφθαστος καί ὅπως λέγει ὁ Κύριος ῥητῶς «οὔτε σής, οὔτε βρῶσις ἀφανίζει καί ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδέ κλέπτουσιν». Ἀντί τοῦ πανδαμάτορος χρόνου ἐδῶ, ἡ αἰωνιότης ἐκεῖ, ἡ ὁποία δέν γεννᾷ τήν μόνοτονίαν, διότι αἰώνιον ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ εἶναι τό πάντοτε καινούργιο. Ἀντί τῶν ἐδῶ πολλάκις ἀδίκων νόμων, ἐκεῖ ὑπάρχει «πόλις ἐν ᾗ δικαιοσύνη κατοικεῖ». Ἐδῶ ὁ πλοῦτος φορολογεῖται, ἐκεῖ ἀμείβεται, ὅπως λέγει ὁ Κύριος ῥητῶς «ἐπί ὀλίγα ᾖς πιστός, ἐπί πολλῶν σέ καταστήσω, εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου». Ἐδῶ ὑπάρχουν ἄστεγοι ἤ ἐνοικιοστάσιον χάριν τῶν ἀστέγων, ἐκεῖ οὔτε ἐνοικιοστάσιον, οὔτε ἄστεγοι, διότι κατά τήν διαβεβαίωσιν τοῦ Κυρίου «ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Πατρός μου πολλαί μοναί εἰσίν». Ἀντί τῆς ἐδῶ μερικῆς καί σχετικῆς γνώσεως, ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ πλήρης γνῶσις, ἡ ὅρασις τοῦ Θεοῦ καθώς ἐστίν.

Τά ἐπουράνια ἀγαθά δέν εἶναι μόνον αἰώνια ἐκεῖ, ἀλλά καί 2) εὐγενικά ἀπό ἐδῶ. Πράγματι. Ὁ Κύριος μᾶς τό βεβαιοῖ λέγων «ὅπου γάρ ἐστίν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν». Ἐνταῦθα «καρδία» σημαίνει ὁλόκληρον τόν ἄνθρωπον, ἑπομένως τόν νοῦν του, τό συναίσθημα καί τήν θέλησίν του. Κατά συνέπειαν ὁ νοῦς, ἡ καρδία καί ἡ θέλησις τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἔχει θησαυρούς εἰς τόν οὐρανόν, εἶναι οὐράνιοι. Καί συγκεκριμένως : Ὁ νοῦς τοῦ πιστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει θησαυρούς εἰς τόν οὐρανόν, εἶναι φωτεινός ὡς ἑξῆς. Ὁ φιλάργυρος συγκεντρώνει χρήματα καί ὁ πλεονέκτης κτήματα διά τόν ἑαυτόν τῶν καί ὅμως θά τά ἀφήσουν εἰς ἄλλους ἴσως καί εἰς τους ἐχθρούς τῶν. Ὁ θησαυρίζων ἐν οὐρανῷ σκορπίζει εἰς τούς ἄλλους καί θά τά εὕρη πολλαπλάσια εἰς τόν οὐρανόν διά τόν ἑαυτόν του. Δέν εἶναι λοιπόν σοφός ὁ θησαυρίζων ἐν οὐρανῷ, διότι τελικῶς τά σκορπιζόμενα θά ἔλθουν εἰς τήν ἐξουσίαν του, ἐν ᾧ ὁ θησαυρίζων ἐπί γῆς συγκεντρώνει διά τόν ἑαυτόν του καί ὅμως τά ἀφίνει χωρίς νά θέλῃ εἰς τούς ἄλλους;

Ὁ θησαυρίζων ἐν οὐρανῷ δέν εἶναι μόνον σοφός διά τόν λόγον τοῦτον, ἀλλά καί διά τήν ἀσφάλειαν τῶν ὑλικῶν του ἀγαθῶν. Ὁ οὐρανός δηλαδή εἶναι ἡ καλυτέρα τράπεζα, ἡ ὁποία ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει οὐδέποτε χρεωκοπεῖ, ἐν ἀντιθέσει πρός τάς ἐπιγείους τράπεζας, αἵτινες ὁσονδήποτε μεγάλαι καί ἄν ἦσαν, ἦλθεν ἐποχή, ὅτε ἐχρεωκόπησαν. Ὁ θησαυρίζων ἐν οὐρανῷ δέν εἶναι μόνον σοφός, ἀλλ' ἀναπτύσσει καί τοσαῦτα εὐγενῆ αἰσθήματα, ὥστε εἶναι ἀγαπητός καί ἐδῶ ὄχι μόνον ὑπό φίλων, ἀλλά καί ὑπό ἐχθρῶν του, διότι γνωρίζει νά βοηθῇ ὄχι μόνον φίλους ἀλλά καί ἐχθρούς του. Ὁ θησαυρίζων ἐν οὐρανῷ εἶναι ἀγαπητός εἰς αὐτήν τήν ζωήν ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἐάν ἡ σοφία του εἶναι διά τόν ἑαυτόν του, ἡ εὐγένειά του εἶναι διά τούς ἄλλους. Ἀγαπᾶται διά ταύτην ὄχι μόνον ὑπό φίλων καί ἐχθρῶν ἀλλά καί ὑπό τῶν ἀγγέλων. Μεγάλη ἡ σοφία του, μεγάλη ἡ εὐγένειά του.

Ἡ ἐξύψωσις ὅμως τοῦ θησαυρίζοντος ἐν οὐρανῷ δέν εἶναι μόνον εἰς τόν νοῦν καί τήν καρδίαν του, ἀλλά καί εἰς τήν θέλησίν του, διότι εἶναι ὁ ἡρωϊκώτερος τῶν ἀνθρώπων. Πόσον ἡρωϊκός εἶναι οὗτος φαίνεται ἐκ τοῦ ὅτι δέν ἑλκύεται ἐκ τοῦ παρόντος καί τῶν θελγήτρων αὐτοῦ, εἰς τά ὁποῖα εὑρίσκονται τά ὑλικά ἀγαθά, οὔτε ἐμποδίζεται ἐκ τῆς ἀπουσίας τῆς μελλούσης ἀμοιβῆς. Ἔχει τήν δύναμιν ὁ θησαυρίζων ἐν οὐρανῷ νά διασκελίζῃ τό «ἕνα καί στό χέρι» καί νά φθάνῃ εἰς τά «δέκα καί καρτερεῖ» τῶν μελλόντων τοῦ οὐρανοῦ ἀγαθῶν. Ἡ διασκέλισις αὕτη ὁσονδήποτε καί ἄν ἑλκύεται ὑπό τῆς αἰωνιότητος τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, ὁσονδήποτε καί ἄν ὠθῆται ὑπό τῆς προσκαιρότητος τῶν ἐπιγείων ἀγαθῶν, εἶναι ἡρωϊσμός, διότι ἀδιαφορεῖ διά τό «ἕνα καί στό χέρι» τό ὁποῖον εἶναι παρόν τῶν ἐπιγείων ἀγαθῶν καί βλέπει τά «δέκα καί καρτέρει» τῶν οὐρανίων θησαυρῶν, τά ὁποῖα εἶναι ἀπόντα.

Τέλος ὁ Κύριος θέτει τήν σφραγίδα λέγων˙ «οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν˙ ἤ γάρ τόν ἕνα μισήσει καί τόν ἕτερον ἀγαπήσει ἤ τοῦ ἑνός ἀνθέξεται καί τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. Οὔ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί Μαμωνᾶ». «Ἀντέχομαι» σημαίνει προσκολλώμαι στερεῶς. Ἤ θά μισήσῃ λοιπόν τίς τόν πλοῦτον καί θά ἀγαπήσῃ τόν Θεόν ἤ θά κράτησῃ στερεῶς τόν πλοῦτον καί θά καταφρονήσῃ τόν Θεόν. «Μαμωνᾶς» εἶναι λέξις Συριακή καί σημαίνει τό μέρος, ὅπου κρύπτει τις τούς θησαυρούς του. Ἐδῶ δέ σημαίνεται ὁ θεός τοῦ πλούτου τῶν Σύρων. Μέ δύο λόγια ὁ χρυσός καί ὁ Χριστός εἶναι δύο κύριοι ζηλότυποι. Ἕκαστος ἐξ αὐτῶν θέλει ὁλόκληρον τόν ἑαυτόν μας. Ὁ Χριστός μᾶς δίδει περισσότερα ἀπό ὅ,τι μᾶς ὑπόσχεται. Ὁ χρυσός ἀφαιρεῖ καί ἐκεῖνα τά ὁποῖα ὑπόσχεται, διότι φθείρεται καί φθείρει. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος παρομοιάζει τόν χρυσολάτρην μέ σκύλον δεμένον διά χρυσῶν ἁλύσεων καί γαυγίζοντα. Ὅπως ὁ σκύλος δηλαδή εἶναι δεμένος μέ τήν ἁλυσίδα ἔτσι καί ὁ πλούσιος μέ τά χρήματά του. Ὅπως ὁ σκύλος γαυγίζει διά ξένους θησαυρούς, ἔτσι καί ὁ φιλάργυρος γαυγίζει διά ὑλικά ἀγαθά, τά ὁποῖα θά ἀφήσῃ εἰς ἄλλους. Τρομερώτατον κατάντημα φιλαργυρίας εἶναι τό ἑξῆς: Κατά τόν Νοέμβριον τοῦ 1848 ἀπέθανε πλησίον τῶν Παρισίων γέρων 75 ἐτῶν, ὀνομαζόμενος Πικάρδος. Οἱ γείτονες, ἐπειδή δέν τόν εἶδον ἐπί ἡμέρας νά ἐξέλθῃ τῆς οἰκίας του, εἰδοποίησαν τήν ἀστυνομίαν. Ἀστυφύλακες ἐλθόντες ἤνοιξαν βιαίως τήν θύραν καί εἰσῆλθον εἰς τό δωμάτιον τοῦ δυστυχοῦς γέροντος, ὁ ὁποῖος ἦτο νεκρός ἐπί στρώματος ἐξ ἀχύρου ἔχων ὡς προσκεφάλαιον μίαν πέτραν. Ὅλα τά ἔπιπλά του ἦσαν ἕν ξύλινον κιβώτιον, τό ὁποῖον ἦτο πλῆρες χρημάτων, τό ὁποῖον εἶχε πλησίον του. Κατόπιν νεκροψίας ἀπεδείχθη, ὅτι ἀπέθανεν ἐκ πείνης. Αἱ ἀρχαί εἰς μάτην ἐζήτησαν νά εὕρωσι κληρονόμους. Ἦτο ἄγνωστος, διότι μετῴκησεν ἐξ ἄλλης πόλεως!

Ἄς ἀγαπήσωμεν λοιπόν τούς οὐρανίους θησαυρούς καί οὐχί τούς προσκαίρους ὑλικούς.


(1) Ἠθική Ἀνδρούτσου 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...