Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 31, 2011

Οικουμενικός Πατριάρχης «Η στροφή προς την παράδοση δεν αποτελεί οπισθοδρόμηση»

Εορτάζει σήμερον η Εκκλησία του Χριστού, ως «το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφεσ. 1, 23), την κατά σάρκα Περιτομήν του «πάντα δρακί περιέχοντος και εν σπαργάνοις ειληθέντος» Σωτήρος ημών και την ιεράν μνήμην του «ιεραρχίας στολαίς ηγλαϊσμένου» ουρανοφάντορος Βασιλείου του Μεγάλου, όστις «τη Εκκλησία δέδοται παρά Θεού, χαράκωμα και τείχος οχυρόν».

Εορτάζομεν ημείς, τα πιστά τέκνα της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας εις την ευλογημένην γην των Πατέρων ημών, εν Φαναρίω, εις το Σεπτόν Κέντρον της Ορθοδοξίας, την ευχαριστίαν της πίστεως, της ελπίδος και της αγάπης, αισθανόμενοι ομοθυμαδόν, όπως γράφει επιφανής σύγχρονος θεολόγος, «σαν στο σπίτι μας», «παιδιά στο σπίτι του Πατέρα μας».

Όντως, όπως προσθέτει άλλος σπουδαίος μύστης της ιεράς επιστήμης, «η βαθύτερη εμπειρία που έχουμε για την Εκκλησία είναι αυτή του ʽοίκουʼ».

Είμεθα δεμένοι με την Εκκλησίαν «άμεσα, σωματικά, όπως δένεται το παιδί με τη μάνα του». Είναι «η ζωή» αυτό που συνδέει ημάς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς με την Εκκλησίαν και «όχι οι ιδέες».

«Γενεά πορεύεται και γενεά έρχεται» (Εκκλ. 1, 4) και όλοι ημείς, τέκνα εν Κυρίω αγαπητά, φυλάσσομεν τον τόπον, ον ελάβομεν εις κληρονομίαν, τα όσια και τα ιερά του Γένους, επί των οποίων ο πανδαμάτωρ χρόνος δεν φαίνεται να έχη πραγματικήν εξουσίαν.

Η αιωνιότης ευρίσκεται εκεί, όπου ο χρόνος δεν έχει και δεν ημπορεί να έχη δύναμιν. Δια τούτο δεν ισχύει διʼ ημάς το «χρόνου φείδου», αναφορικώς προς την διακονίαν και την προθυμίαν να φυλάσσωμεν τούτον τον τόπον.

Βιούμεν την ζωήν ημών ως «πλήρωμα χρόνου, φυλακής και μαρτυρίας», ενδυναμούμενοι από την επαγγελίαν του Χριστού: «Και ιδού εγώ μεθʼ υμών ειμι πάσας τάς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. 28, 20).

Τό «φυλάσσειν τόν ἱερόν τόπον», τον οποίον γνωρίζομεν, επειδή ακριβῶς τον αγαπώμεν, και αγαπώμεν επειδή τον γνωρίζομεν, είναι συνυφασμένον αρρήκτως με το «φυλάσσειν τον τρόπον του βίου», την Ορθοδοξίαν, την ορθήν λατρείαν και δοξολογίαν και την ορθοπραξίαν.

Αυτός ο εκκλησιαστικός τρόπος ζωής εβιώθη και υμνήθη από ενθέους αγίους, από μάρτυρας και ασκητάς, κήρυκας του Ευαγγελίου του Χριστού, ποιητάς και μελωδούς, από αγιογράφους και χαρισματικούς τεχνίτας, από ευλογημένους χριστιανούς, διακόνους της φιλανθρωπίας.

Είναι πίστις και δόγμα, αγάπη και ήθος, ελπίς εις Χριστόν και άσβεστος πόθος της αιωνιότητος, βιωμένη ελευθερία, δέσιμο με τον τόπον και εμπειρία οικειότητος, αλληλεγγύη και κοινωνία, αυθυπέρβασις και μαρτυρία ζωής εν Χριστώ.

Όλα αυτά συμπυκνώνονται και αποκαλύπτονται εις τας εορτάς, αι οποίαι διʼ ημάς αποτελούν τον άξονα της εκκλησιαστικής ζωής. «Ο πιστός ζει από γιορτή σε γιορτή», σημειώνει ο μακαριστός πατήρ Αλέξανδρος Σμέμαν.

Πράγματι, η εορτή, η οποία είναι πάντοτε κάτι περισσότερον και πολυτιμότερον από τον «ελεύθερον χρόνον» και συνδέεται ουσιαστικώς και αναποσπάστως με την θείαν λατρείαν, είναι καιρός αποκαλύψεων.

Η εορτή φωτίζει την πορείαν μας, απελευθερώνει την ζωήν από τας αντιφάσεις της, διαλύει την αχλύν των βιωτικών μεριμνών, πλαταίνει τον κόσμον, ανοίγει την διάστασιν του βάθους των πραγμάτων. Εορτή είναι η βίωσις της ζωής ως κοινωνίας και ευχαριστίας.

Ο κλειστός άνθρωπος, ο άνθρωπος που περιστρέφεται γύρω από τον εαυτόν του, δεν ημπορεί να εορτάση πραγματικά η εορτάζει μόνον τον εαυτόν του. Ο homo clausus δεν είναι δυνατόν να ζη ως homofestivus.

Ο χρόνος της ζωής του δαπανάται δια την ατομικήν του ευδαιμονίαν, δια το έχειν του εαυτού του και όχι δια την κοινωνίαν, την κοινωνίαν μετά του Θεού και μετά των ανθρώπων.

Δεν είναι διόλου τυχαίον ότι κατά τας λεγομένας «αργίας» η κατά τον «ελεύθερον χρόνον», επιτείνεται η αίσθησις της ματαιότητος και η αγωνία ότι η ζωή περνά χωρίς να την ζήσουν οι άνθρωποι εις βάθος. Είμεθα προφανώς εποχή της ψυχαγωγίας και των διασκεδάσεων, αλλά όχι εποχή της εορτής.

Αι σύγχρονοι «εορταί» είναι καιρός του έχειν, παγίδες αυτοπραγματώσεως, εκδιονυσιασμού της ζωής και επιδεικτικού καταναλωτισμού.

Είναι χαρακτηριστικόν ότι τας εορτάς, το περιεχόμενον και την μορφήν των διαχειρίζονται σήμερον οι διαφημισταί, η τηλεόρασις, οι ταξιδιωτικοί πράκτορες και οι πωλούντες και αγοράζοντες.

Και το αρχαίον «βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος», τονίζει μεν την ανάγκην και το νόημα της εορτής δια τον οδοιπόρον άνθρωπον, ημπορεί όμως να κατανοηθή με την έννοιαν ότι το πανδοχείον είναι «ο οίκος» του ανθρώπου.

Όταν οι Πατέρες της Εκκλησίας υπογραμμίζουν ότι «Τα παρόντα οδός εστιν» και ότι «Πανδοχείόν εστιν ο παρών βίος», τότε τοποθετούν την πατρίδα ημών εις την βασιλείαν του Θεού και θεωρούν τον παρόντα βίον πορείαν προς την αληθινήν ζωήν.

Αυτήν την ζωήν υπενθυμίζουν αι εορταί, καθώς και την προσωρινότητα των παρόντων.

Η εορτή έχει ουσιαστικήν εσχατολογικήν αναφοράν. Όχι μόνον δεν μας επιτρέπει να βλέπωμεν το «πανδοχείον» ως «οίκον», αλλά τρέφει την νοσταλγίαν της «πατρίδος».

«Ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13, 14). Αυτήν την ζωήν των εσχάτων υμνεί υπερεχόντως ο εορταζόμενος σήμερον Μέγας Βασίλειος, όστις «απέρριψεν των ουκ όντων τον πόθον» και «χαίρων ανεκήρυξεν το ευαγγέλιον της βασιλείας».

Ιερώτατοι, τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,

Η κακή αλλοίωσις των εορτών η ακόμη η λήθη του νοήματος του εορτάζειν δεν είναι κάτι νέον. Το παρελθόν δεν είναι «ο χαμένος παράδεισος».

Όσον άτοπον είναι όμως να πιστεύωμεν ότι παλαιότερα ήσαν όλα καλύτερα, τόσον λανθασμένον είναι να κλείνωμεν τους οφθαλμούς έναντι όσων αρνητικών συμβαίνουν σήμερον. Εμφανέστατα η εποχή μας απολυτοποιεί πλείστα όσα ασήμαντα και απαξιώνει πολλά σημαντικά.

Παραλλήλως προς τας εκπληκτικάς προόδους, ζώμεν σήμερον την αδυσώπητον κοινωνικήν αδικίαν, την αλαζονίαν των ισχυρών, την καταστροφήν της φύσεως, την σχάσιν των σχέσεων και τόσα άλλα δεινά.

Ζωτικαί αλήθειαι, αι οποίαι έδιναν νόημα εις την ζωήν των ανθρώπων, πολύτιμοι παραδόσεις αιώνων, περιφρονούνται και χλευάζονται. Απεδείχθη περιτράνως ότι κάθε βήμα προς τα εμπρός δεν αποτελεί πρόοδον.

Ισχύει, αντιστοίχως, ότι κάθε στροφή εις την παράδοσιν δεν αποτελεί οπισθοδρόμησιν. Έχομεν ημείς οι ορθόδοξοι μίαν παράδοσιν αληθείας, ελευθερίας και φιλανθρωπίας, η οποία τροφοδοτεί το παρόν και το μέλλον μας, μίαν παρακαταθήκην πίστεως, η οποία απελευθερώνει μέσα μας ανεξαντλήτους δυνάμεις κατʼ αλήθειαν ζωής και διακονίας.

Δεν ανήκει το μέλλον εις τον αυτάρεσκον ατομιστήν, εις τον άνθρωπον «αυτοείδωλον», ο οποίος ζη αποκλειστικώς δια τον εαυτόν του και αρνείται να αναγνωρίση εις τον πλησίον τον «αδελφόν» του Χριστού, Εκείνου όστις απεκαλύφθη ως «Θεός μεθʼ ημών» και Θεός «υπέρ ημών».

Ο συγκαταβάς των γένει των ανθρώπων Σωτήρ ημών, ας χαρίζη εις όλους ημάς, πρεσβείαις του «εκ Καισαρείας και Καππαδόκων χώρας» ιεροφάντορος Μεγάλου Βασιλείου, ένα ευλογημένον και αγλαόκαρπον ενιαυτόν με υγείαν κατʼ άμφω και ας κατευθύνη τα διαβήματα ημών εις την οδόν της ειρήνης, της «πάντα νουν υπερεχούσης» (Φιλιππ. 4, 7).

Κήρυγμα Πρωτοπρ. Θεοδὠρου Ζήση για την Περιτομή του Κυρίου και την εορτή του Μεγάλου Βασιλείου



ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ - ΕΟΡΤΗ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ἀπομαγνητοφωνημένο κήρυγμα τοῦ πρωτοπρεσβύτερου π. Θεοδώρου Ζήση
(01/01/2011)
Τριπλὴ ἑορτὴ σήμερα! Οἱ δύο ἀπὸ τὶς ἑορτὲς ἔχουν ἐκκλησιαστικὸ χαρακτῆρα: ἡ ἑορτὴ τῆς περιτομῆς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅπως καὶ ἡ ἑορτὴ καὶ ἡ μνήμη τοῦ Μεγάλου Βασιλείου Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας, Οὐρανοφάντορος. Καὶ κοντὰ σ’ αὐτὲς τὶς δύο γιορτὲς ὑπάρχει θὰ λέγαμε καὶ ἡ πολιτικὴ ἑορτὴ τῆς ἐνάρξεως τοῦ νέου πολιτικοῦ ἔτους, ἡ πρωτοχρονιὰ καὶ ἡ πρωτομηνιά, ἡ ὁποία ὅμως κι αὐτὴ προσλαμβάνει, μέσα στὴν Ἐκκλησία γιὰ ὅλους μας, πνευματικὸ χαρακτῆρα καὶ δὲν πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζεται ἁπλῶς ὡς μία κοσμικὴ ἑορτὴ καὶ νὰ κάνουμε κι ἐμεῖς τὰ τοῦ κόσμου. Τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα τῆς σημερινῆς ἡμέρας, τὸ μὲν Εὐαγγέλιο τοῦ Ὄρθρου, ἀπὸ τὸ κατὰ Ἰωάννην Ἅγιο Εὐαγγέλιο, ὁρίστηκε ἐξ αἰτίας τῆς ἑορτῆς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου· καὶ ἐκεῖ, ὅσοι ἦσαν τὸ πρωὶ στὸν Ὄρθρο, ἄκουσαν ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς ὁμίλησε γιὰ τὸν καλὸ ποιμένα, ποιὸς εἶναι ὁ καλὸς ποιμήν· κι ὅτι τὰ πρόβατα ἀκοῦν τὴ φωνὴ τοῦ καλοῦ ποιμένος, ἐνῶ τοῦ κακοῦ ποιμένος τὴν φωνὴν ὡς ξένου, ὡς ἀλλοτρίου, δὲν τὴν ἀκοῦν.... Ἀλλοτρίῳ δὲ οὐ μὴ ἀκολουθήσωσιν, ἀλλὰ φεύξονται ἀπ΄ αὐτοῦ, ὅτι οὐκ οἴδασι τῶν ἀλλοτρίων τὴν φωνήν. (Ἰωάν., 10, 5). Καὶ ὁρίστηκε αὐτὴ ἡ περικοπή, διότι καλὸς ποιμήν, κατ’ ἐξοχήν, καθ’ ὑπερβολὴν μέγας ποιμὴν τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἑορταζόμενος σήμερα ἅγιος, ὁ Μέγας Βασίλειος.
Τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα τῆς Κυριακῆς ἔχουν σχέση μὲ τὴν ἑορτὴ τῆς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου μας, ἡ ὁποία βέβαια δὲν ἀναπτύσσεται ἐκτενῶς μέσα στὸ Εὐαγγέλιο· ὅπως ἀκούσαμε ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς μᾶς εἶπε ὅτι συμπληρώθηκαν οἱ ὀχτὼ ἡμέρες τοῦ περιτεμεῖν τὸ παιδίον (Λουκ., 2, 21) καὶ ὅτι ὁδήγησαν στὸ ναὸ τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες καὶ ἐκεῖ ἔγινε ἡ περιτομή, ὅπως προέβλεπε ὁ Μωσαϊκὸς νόμος καὶ συγχρόνως τοῦ ἔδωσαν καὶ τὸ ὄνομα Ἰησοῦς, κατὰ τὴν περιτομήν, τὸ ὁποῖο ἤδη εἶχε ἀναγγείλει ὁ Ἄγγελος.
Ἡ Ἀποστολικὴ περικοπή, ἀπὸ τὴν πρὸς Κολασσαεῖς ἐπιστολή, ἔχει κι αὐτὴ σχέση μὲ τὴν περιτομή, κάνει λόγο γιὰ τὴν περιτομὴ τὴν χειροποίητο, αὐτὴν τὴν ὁποίαν ὑπέστη καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, τὴν Ἰουδαϊκὴ περιτομή, ἡ ὁποία ὅμως ἐγκαταλείφθηκε ἀπὸ μᾶς τοὺς χριστιανούς. Γνωρίζετε ὅλοι ὅτι κατὰ τοὺς πρώτους χρόνους τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας ἔγινε πολὺ μεγάλο ζήτημα, ἀνάμεσα στοὺς ἰουδαΐζοντας χριστιανοὺς καὶ στοὺς μὴ ἰουδαΐζοντας, ἂν θὰ ἔπρεπε καὶ οἱ χριστιανοί, καὶ ἐμεῖς, νὰ περιτεμνόμαστε· κάποιο διάστημα μάλιστα καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος παραςύρθηκε καὶ ὑποστήριζε καὶ αὐτὸς ὅτι πρέπει ὅλοι μας νὰ περιτεμνόμαστε, ὅπως οἱ Ἰουδαῖοι, καὶ τὸν ἤλεγξε αὐστηρῶς ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ τελικῶς ἡ Α’ Ἀποστολικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία συνεκλήθη στὰ Ἱεροσόλυμα τὸ 49-50 μ.Χ., ἀποφάσισε ὅτι δὲν πρέπει οἱ χριστιανοὶ νὰ τηροῦν τὴ διάταξη αὐτὴ τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου καὶ νὰ περιτεμνόμαστε. Αὐτὰ ὅμως εἶναι εἰσαγωγικά.
Αὐτὸ τὸ ὁποῖο σήμερα ἐδῶ ἐπέλεξα νὰ σᾶς ἀναπτύξω ἐν ὀλίγοις, εἶναι κάτι ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν ἀποστολικὴ περικοπή, ἡ ὁποία εἶναι ἀπὸ τὴν πρὸς Κολασσαεῖς ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἀλλὰ ἔχει σχέση ἐπίσης καὶ μὲ μία νοοτροπία, ἡ ὁποία ἔχει καλλιεργηθεῖ στὶς ἡμέρες μας, νοοτροπία καὶ συνήθειες, οἱ ὁποῖες μοιάζουν πολὺ μὲ αὐτὰ ποὺ ζοῦσαν οἱ χριστιανοὶ στὶς Κολοσσὲς καὶ τὶς ὁποῖες συνήθειες ἐπικρίνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Καὶ οἱ συνήθειες αὐτὲς τὶς ὁποῖες ἐπικρίνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶναι ὅτι, ἐνῶ εἶχαν γίνει πολλοὶ χριστιανοί, ἐξακολουθοῦσαν νὰ τηροῦν διατάξεις παλαιὲς, νὰ παραςύρονται ἀπὸ τὴν κοσμικὴ νοοτροπία κι ἀπὸ τὸν κοσμικὸ τρόπο διαβιώσεως καὶ ζωῆς, κι ἔτσι οὐσιαστικῶς νὰ μὴν τηροῦν ὅσα προβλέπει τὸ Εὐαγγέλιο, ὅσα προβλέπουν οἱ ἐντολὲς τοῦ Κυρίου.
Ἀκούσατε λοιπὸν πρὶν ἀπὸ λίγο, ὅτι μᾶς εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος Βλέπετε μή τις ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν. (Πρὸς Κολασ., 2, 8). Νὰ προσέχετε, λέγει, νὰ μὴν ὑπάρξει κάποιος ὁ ὁποῖος θὰ σᾶς ξεγελάσει, θὰ σᾶς παραςύρει μὲ τὴν φιλοσοφία ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ψεύτικη ἀπάτη, ὅπως ἐπίσης καὶ κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ κόσμου, κατὰ τὶς συνήθειες τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν. Διότι στὸν Χριστὸ κατοικεῖ ὅλο τὸ πλήρωμα σωματικῶς κι ἐμεῖς εἴμαστε γεμάτοι ἀπὸ τὸ Χριστό, καὶ ἐστὲ ἐν αὐτῷ πεπληρωμένοι, κι ὅποιος εἶναι γεμάτος ἀπὸ τὸ Χριστὸ δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ γεμίζει καὶ ἀπὸ τὶς κοσμικὲς συνήθειες καὶ ἀπὸ τὶς κοσμικὲς ἑορτές. Καὶ στὴ συνέχεια μᾶς κάνει λόγο γιὰ τὴν περιτομὴ τὴν ἀχειροποίητο ἐν ᾧ καὶ περιετμήθητε περιτομῇ ἀχειροποιήτῳ· ἔχουμε ὑποστεῖ κι ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ μία περιτομή, σὲ μᾶς ὅμως δὲν ἀπέκοψαν τμῆμα τοῦ δέρματός μας, ὅπως στὴ σωματικὴ περιτομὴ τὴ χειροποίητο, ἀλλὰ σὲ μᾶς περιέκοψαν τὰ ἁμαρτήματα, τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας ἐν τῇ ἀπεκδύσει τοῦ σώματος τῶν ἁμαρτιῶν τῆς σαρκός, ἐν τῇ περιτομῇ τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴ εἶναι ἡ δική μας ἀχειροποίητος περιτομή, ὅτι μὲ τὸ βάπτισμά μας ἀπεκδυόμεθα τὰ ἁμαρτήματά μας, κόπτονται τὰ ἁμαρτήματά μας· καὶ περισσότερο ὅτι αὐτὴ τὴν περιτομὴ ἐμεῖς τὴν κάνουμε πράξη στὴ ζωή μας, περικόπτοντας ὄχι σωματικὸ μέρος, ἀλλὰ περικόπτοντας τὶς ἁμαρτίες μας. Αὐτὴ λοιπὸν ἐδῶ ἡ περικοπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, συνειρμικά, μ’ ἔκανε νὰ σκεφτῶ ὅτι ὄντως ἔχει κυριαρχήσει μία νοοτροπία, ἡ ὁποία ἐξακολουθεῖ καὶ ἡ ὁποία ἐπιδεινώνεται τὶς ἡμέρες αὐτὲς τῶν ἑορτῶν καὶ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς σημερινῆς ἑορτῆς. Δὲν ξέρω ἂν καὶ σὲ ἄλλες χρονιὲς ἦταν καὶ σὲ μᾶς τὸ ἐκκλησίασμα τόσο ἀραιωμένο, πάντοτε ἦταν ἀραιωμένο διότι οἱ περισσότεροι ξενυχτοῦν, πολλοὶ ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα τὸ δικό μας ἔχουν φύγει καὶ βρίσκονται ἀλλοῦ, ἀλλὰ παρατηρῶ κάθε χρόνο ἐρχόμενος τὸ πρωὶ στὴν ἐκκλησία ὅτι ἡ Πρωτοχρονιὰ εἶναι ἡ μόνη μέρα ποὺ ἡ Θεσσαλονίκη εἶναι γεμάτη αὐτοκίνητα, σὰν νὰ εἶναι καθημερινή. Τὶς Κυριακὲς ποὺ ἔρχομαι ὑπάρχει ἡσυχία, ξεκουράζονται ὅλοι, κοιμοῦνται τὶς Κυριακές, δὲν πᾶν στὴν ἐκκλησία· τώρα κυκλοφοροῦν, κυκλοφοροῦν, κυκλοφοροῦν καὶ γιατὶ κυκλοφοροῦν; Διότι τὴ νύχτα ξενυχτοῦν, διότι ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἐσφαλμένη ἀντίληψις ὅτι πρέπει νὰ εἴμαστε χαρούμενοι αὐτὴ τὴν ἡμέρα· τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου, κατὰ τὴν παράδοση τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Θεόν· κι ὅτι πρέπει νὰ γλεντήσουμε τὴ βραδιὰ αὐτὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, νὰ ξεδώσουμε, νὰ χαροῦμε, εἰς τρόπον ὥστε ἂν αὐτὴ ἡ μέρα μᾶς πάει καλά, ὅλες οἱ ἄλλες ἡμέρες θὰ πᾶνε καλά. Πολλὲς φορὲς ἀναφέρθηκα σ’ αὐτὴ τὴν κακὴ πρόληψη, τὴν κακὴ δεισιδαιμονία καὶ εἶπα ὅτι ὁ χρόνος μας καὶ ἡ ζωή μας ἁγιάζεται ὄχι παρατηρώντας μήνας καὶ καιροὺς καὶ ἑνιαυτούς, ὄχι βλέποντας ἂν τὴν 1η τοῦ μηνὸς θὰ πᾶμε καλὰ ἢ ἂν τὴν 1η τῆς χρονιᾶς, τοῦ ἔτους, θὰ πᾶμε καλά, ἀλλὰ ἁγιάζοντας τὴ ζωή μας μὲ τὴν ἀρετή.
Ὑπάρχει ἐπίσης καὶ μιὰ ἄλλη συνήθεια καὶ νοοτροπία κοσμική, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ κυριαρχεῖ αὐτὲς τὶς ἡμέρες, ἡ εὐχὴ –πολλὲς φορὲς τὸ ἔχω πεῖ κι αὐτό, ἂς τὸ ἐπαναλάβω- ἡ εὐχὴ «Χρόνια πολλά». Χρόνια πολλά, χρόνια πολλά, ἀφοῦ καὶ ὅλοι μας, κι ἐγὼ ἀπὸ συνήθεια, ὅπου βρεθῶ λέω «Χρόνια πολλά», τί νὰ πῶ; Καὶ γιὰ νὰ μειώσω λίγο αὐτὴ τὴν εὐχή, ποὺ δὲν εἶναι χριστιανικὴ εὐχὴ τὸ «Χρόνια πολλά», προσθέτω «Χρόνια πολλὰ καὶ εὐλογημένα»· τουλάχιστον νὰ εἶναι εὐλογημένα, νὰ μὴν εἶναι ἁπλῶς «χρόνια πολλά», ἀλλὰ νὰ εἶναι εὐλογημένα, νὰ εἶναι κατὰ Χριστὸν τὰ «χρόνια πολλά». Καὶ ἡ ἄλλη εὐχὴ «πάνω ἀπ’ ὅλα ὑγεία»· ὅπου βρεθεῖς «πάνω ἀπ’ ὅλα ὑγεία», ὑγεία, ὑγεία, ὑγεία, ὑγεία νὰ ἔχετε, πάνω ἀπ’ ὅλα ὑγεία. Κι ὅλοι εὔχονται γιὰ μακροημέρευση, εἰς ἔτη πολλά, γιὰ χρόνια πολλά, νὰ εἶσαι γερός, νὰ ζήσεις, νὰ χαρεῖς, νὰ εἶσαι ὑγιής… Ὅλα αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶναι στοιχεῖα τοῦ κόσμου, εἶναι παραδόσεις ἀνθρώπων, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, καὶ δὲν εἶναι χριστιανικὴ νοοτροπία, δὲν εἶναι χριστιανικὴ διδαχή, δὲν προκύπτουν ὅλα αὐτὰ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν προκύπτουν ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων, δὲν εἶναι παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, δὲν εἶναι παράδοση τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Σχετικῶς λοιπὸν μὲ αὐτὰ σήμερα, ἤθελα νὰ σᾶς παρουσιάσω μερικὲς σκέψεις, λέγοντας γενικῶς τὰ ἑξῆς: κατὰ τὴν Πίστη, τῆς Ἐκκλησίας μας στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος ἔπρεπε νὰ εἶναι ἕνα ὄν, τὸ ὁποῖο θὰ ζοῦσε αἰωνίως, ὄχι ἁπλῶς χρόνια πολλά, θὰ ζοῦσε αἰωνίως ὁ ἄνθρωπος· δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε τὸ γῆρας, οὔτε ἡ φθορά, οὔτε ὁ θάνατος, ἀλλὰ θὰ εἴχαμε μία αἰώνια ζωή. Καὶ τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς λέει ὅτι αὐτὴ τὴν αἰώνιο ζωὴ πρέπει πάντοτε νὰ ἔχουμε στὸ νοῦ μας, διότι αὐτὴ ἡ αἰώνιος ζωὴ μπορεῖ ξανὰ νὰ κερδηθεῖ. Τὴν χάσαμε αὐτὴ τὴ ζωὴ στὸν Παράδεισο ἐξαιτίας τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ αἰώνιος ζωὴ εἶναι μπροστά μας· γιατὶ λοιπὸν νὰ κοιτάζουμε καὶ νὰ ἐνδιαφερόμαστε ἐδῶ γιὰ τὰ «χρόνια πολλά», πόσο θὰ ζήσουμε καὶ νὰ μὴν ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, τὴν ἀτελεύτητη ζωὴ καὶ νὰ εὐχόμαστε, ὅπως πολλὲς φορὲς ἔχω πεῖ, «Καλὸ Παράδεισο»! Ποῦ νὰ εὐχηθεῖς «Καλὸ Παράδεισο»; Θὰ θεωρηθεῖ αὐτό, ὅτι αὐτὸ εἶναι μία εὐχή, ποὺ λὲς νὰ πεθάνει: «Καλὸ Παράδεισο», ἄντε νὰ πεθάνεις τώρα. Ἀλλὰ ὑπάρχει καλύτερη εὐχή; Σὰν νὰ τοῦ λὲς νὰ κληρονομήσεις τὴν αἰώνια ζωή, νὰ κληρονομήσεις τὸν Παράδεισο. Δὲν ὑπῆρχε λοιπὸν στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος καὶ τὸ γῆρας. Ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα δὲν γεννήθηκαν βρέφη, γιὰ νὰ μεγαλώσουν, νὰ γεράσουν καὶ νὰ πεθάνουν· πλάστηκαν καὶ δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸ Θεὸ στὴν κατάσταση τῆς νεότητος, γιὰ νὰ μείνουν αἰώνια νέοι καὶ ἀθάνατοι καὶ νὰ φτάσουν στὴν ἀγήρω μακαριότητα, στὴν ἀγήραστη εὐφροσύνη τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἡ ἐμφάνιση ὅμως τοῦ κακοῦ, τῆς ἁμαρτίας, ἡ ἀνυπακοὴ καὶ ὁ ἐγωισμὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ ἀνέτρεψαν αὐτὸν τὸν ἀρχικὸ σχεδιασμὸ καὶ ὁδήγησαν τὸ Θεὸ σὲ προσαρμογὴ τοῦ σχεδίου, στὶς νέες πλέον συνθῆκες τῆς ἁμαρτίας, τὶς ὁποῖες συνθῆκες δημιούργησε ὁ ἄνθρωπος. Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἐξακολουθοῦσε νὰ εἶναι ἀθάνατος, μετὰ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, θὰ διαιώνιζε τὸ κακὸ στὴν ὕπαρξή του καὶ θὰ ἔδινε στὸ κακὸ αἰώνια ὑπόσταση. Γιὰ νὰ μὴ γίνει, λοιπόν, τὸ κακὸ ἀθάνατο, ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται ,πολὺ ὡραία φράση ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Θεὸς δρῶντας εὐεργετικὰ καὶ θεραπευτικά, ἐπιτρέπει τὴν ἐκδήλωση τῆς φθορᾶς, τοῦ γήρατος, καὶ τοῦ θανάτου μὲ τὴ διαδικασία αὐτὴ τῆς φθορᾶς τῶν κυττάρων τοῦ ὀργανισμοῦ, γιὰ νὰ διακοπεῖ ἡ συνέχιση τοῦ κακοῦ τῆς ἁμαρτίας. Δὲν ὑπάρχει οὔτε μία ἡμέρα στὴ ζωή μας χωρὶς ἁμαρτία. Γιατὶ οὐδεὶς καθαρὸς ἀπὸ ρύπου, κι ἂν μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς. Γι’ αὐτὸ ἡ παράταση τῆς ζωῆς, ἡ μακροβιότητα, τὰ πολλὰ χρόνια, τὰ ὁποῖα εὐχόμαστε ὅλοι μας καὶ τὰ ὁποῖα ὁραματίζονται νὰ ἐπιτύχουν οἱ ἰατροὶ μὲ ἕρευνα κτλ, ἂν δὲν συνοδεύονται ὅλα αὐτά, ἡ μακροβιότητα, τὰ χρόνια πολλά, ἂν δὲν συνοδεύονται καὶ ἀπὸ προσπάθεια τελειοποιήσεως στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν ἁγιότητα, ἂν εἶναι ἁπλῶς χρόνια πολλὰ κι ὄχι χρόνια ἅγια, χρόνια ἐνάρετα εἶναι ἐπιζήμια, γιατὶ παρατείνουν τὴ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ κακοῦ καὶ ὁδηγοῦν σὲ συσσώρευση ἁμαρτιῶν. Ὅσο πιὸ πολὺ ζοῦμε, ὅσο πιὸ πολλὰ χρόνια ζοῦμε, τόσο πιὸ πολλὲς ἁμαρτίες συγκεντρώνουμε καὶ συσσωρεύουμε.
Αὐτὴ ἡ νέα, λοιπόν, θεώρηση τοῦ χρόνου τῆς ζωῆς, σὲ σχέση μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ μὲ τὴν ἁγιότητα, ἄλλαξε ριζικὰ τὴν ἀξιολόγηση ὅλων αὐτῶν, τῆς μακροβιότητος, τῆς εὐχῆς «χρόνια πολλὰ» καὶ στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ στὴν ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση. Ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ νὰ σᾶς σημειώσω ἐδῶ, μόνον, αὐτὸ ποὺ κι ἄλλη φορὰ καὶ στὸ Ἀρχονταρίκι κάτω εἴπαμε, ὅτι ἐκεῖ ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος στὴν ἐπιστολαη του, τί λέει γιὰ τὴν ζωή μας; Ἐλᾶτε, λέει, ἐσεῖς ποὺ προγραμματίζετε γιὰ αὔριο καὶ μεθαύριο, ὅπως προγραμματίζουμε ὅλοι μας: τὸ χρόνο αὐτὸ θὰ κάνουμε ἐκεῖνο, θὰ κάνουμε ἐκεῖνο, ἂς πᾶμε ἐδῶ καὶ ἂς πᾶμε ἐκεῖ, ἂς κάνουμε τὸ χρόνο αὐτὸ ἐκεῖνο καὶ τὸ ἄλλο. Ποία γὰρ ἡ ζωὴ ὑμῶν; Πῶς σχεδιάζετε, λέει, ἐσεῖς γιὰ ὅλα αὐτά, τὸ χρόνο αὐτὸ θὰ κάνουμε αὐτό, τὸ χρόνο αὐτὸ θὰ κάνουμε ἐκεῖνο, νὰ ζήσουμε χρόνια πολλά. Ποία γὰρ ἡ ζωὴ ὑμῶν; ἀτμὶς γὰρ ἔσται ἡ πρὸς ὀλίγον φαινομένη, ἔπειτα δὲ καὶ ἀφανιζομένη. Τί εἶναι ἡ ζωή μας; Ἡ ζωή μας εἶναι ἕνας ἀτμός, μία ἀτμίς, ἡ ὁποία ξαφνικὰ ἐμφανίζεται ὅπως ὁ ἀτμὸς καὶ σὲ λίγο ἐξαφανίζεται, αὐτὸς ὁ ἀτμός. Μᾶς λέει λοιπόν, κι ἄλλη φορὰ τὸ εἴπαμε, ἀντὶ νὰ λέμε θὰ κάνουμε αὐτὸ κι αὐτὸ κι αὐτὸ τὰ χρόνια ποὺ θὰ ζήσουμε, νὰ λέμε ἐὰν ὁ Κύριος θελήσει καὶ ζήσομεν καὶ ποιήσομεν καὶ ζήσομεν ἐτοῦτο καὶ ἐκεῖνο.
Καὶ σὲ πολλὰ ἄλλα χωρία ἡ Αγία Γραφὴ μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ τὸ πόσο ἡ ζωή μας εἶναι σύντομη, ὁ καιρὸς συνεσταλμένος ἐστί (Α’ Κορινθ., 7, 29). Πέρα ὅμως ἀπὸ αὐτό, ὑπάρχει στὴν Πατερικὴ Παράδοση κι ἐπειδὴ σήμερα γιορτάζει ὁ Μέγας Βασίλειος, ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, θέλω νὰ παρουσιάσω μερικὲς σκέψεις γύρω ἀπὸ τὸ θέμα αὐτό, σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ τῆς μακροβιότητος καὶ τοῦ γήρατος καὶ τοῦ θανάτου. Λέει ὁ Μέγας Βασίλειος ὅτι ὑπάρχουν γέροντες -ὅλοι εὐχόμαστε νὰ φθάσουμε στὴ γεροντικὴ ἡλικία καὶ ν’ ἀσπρίσουν τὰ μαλλιά μας, φτάνει αὐτό; - ὑπάρχουν γέροντες λέει, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν ἁμαρτωλὴ ζωή τους καταισχύνουν, ντροπιάζουν τὸ γῆρας καὶ ἀποδεικνύονται ἀφρονέστεροι καὶ τῶν νηπίων ἀκόμη· ἐνῶ ἀντιθέτως ὑπάρχουν νέοι, οἱ ὁποῖοι χωρὶς νὰ ἔχουν λευκὲς τρίχες, ἄσπρα μαλλιά, συμπεριφέρονται σὰν νὰ ἦσαν γέροντες καὶ ἀξίζουν γι’ αὐτὸ σεβασμοῦ καὶ τιμῆς αὐτοὶ οἱ νέοι ποὺ συμπεριφέρονται ὡς γέροντες. Ἐνθυμεῖστε ὅτι ὁ Ἅγιος Σάββας, τὸν ὁποῖον ἐδῶ ἰδιαιτέρως τιμοῦμε καὶ τὸν εἰκονογραφήσαμε στὶς ἁγιογραφίες μας, τόσο συνετὸς ἦταν ἀπὸ νεαρᾶς ἡλικίας εἴκοσι ἐτῶν, ὥστε ὁ Μεγάλος Εὐθύμιος τὸν ὀνόμαζε παιδαριογέροντα· παιδάκι, ποὺ εἶχε τὴ σύνεση γέροντος, παιδαριογέρων, παιδαριογέροντας. Λέει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Πλεῖον γὰρ τῷ ὄντι εἰς πρεσβυτέρου σύστασιν τῆς ἐν θριξὶν λευκότητας τὸ ἐν φρονήσει πρεσβυτικόν» (Εἰς τὸν προφήτην Ἠσαΐαν 2, 101, PG 30, 284.). Περισσότερο λέγει, γιὰ νὰ θεωρηθεῖ κανένας πρεσβύτερος, δὲν εἶναι οἱ λευκὲς τρίχες, ἡ λευκότητα στὶς τρίχες, ἀλλὰ εἶναι τὸ ἐν φρονήσει πρεσβυτικόν, νὰ εἶναι κανεὶς πρεσβύτης στὴ φρόνηση, στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν ἁγιότητα.
Καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μὲ τὸν χειμαρρώδη λόγο του, λέγει σχετικὰ ἀπευθυνόμενος σὲ γέροντες, ποὺ ἀξίωναν σεβασμό, ἁπλῶς λόγω μόνον τοῦ γήρατος: «Ἡ πολιὰ τότε αἰδέσιμος, ὅταν τὰ τῆς πολιᾶς πράττῃ· ὅταν δὲ νεωτερίζῃ, τῶν νέων καταγελαστότερος ἔσται…» (Εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους, Ὁμιλ. 7,3, PG 63, 64-65). Οἱ γέροντες, λέει, τότε εἶναι σεβαστοί, ὅταν συμπεριφέρονται σὰν γέροντες, ὅταν ὅμως νεωτερίζουν –καὶ σκεφτεῖτε τώρα, ποῦ ἔχουν καταντήσει οἱ γέροντες τῆς ἐποχῆς μας· οἱ γέροντες τῆς ἐποχῆς μας ἔχουν ἐκτραπεῖ οἱ περισσότεροι τελείως, μ’ αὐτὴν τὴ συνήθεια τῶν Κ.ΑΠ.Η. καὶ τοὺς γάμους τῶν γερόντων σὲ μεγάλη ἡλικία- τί νὰ σεβαστοῦν σ’ αὐτοὺς τοὺς γέροντες; Οἱ ὁποῖοι φτάνουν σὲ ἡλικία 65 κι 70 καὶ 80 ἐτῶν καὶ σκέφτονται γάμους, εἴτε ὄντες ἐν χηρείᾳ, εἴτε ἀκόμη ἀπὸ διαζύγια· αὐτοὶ νεωτερίζουν, τί νὰ σεβαστεῖς σ’ αὐτοὺς τοὺς γέροντες; Καὶ γὰρ τὴν πολιὰν τιμῶμεν, οὐκ ἐπειδὴ τὸ λευκὸν χρῶμα τοῦ μέλανος προτιμῶμεν, τιμοῦμε, λέει, τὴν πολιάν, τ’ ἄσπρα μαλλιά, ὄχι γιατὶ προτιμοῦμε τὸ λευκὸ χρῶμα ἀπὸ τὸ μαῦρο, ἀλλ’ ὅτι τεκμήριόν ἐστι τῆς ἐναρέτου ζωῆς, τὸ νὰ εἶναι κανένας γέροντας σημαίνει πὼς εἶναι ενάρετος, καὶ ὁρῶντες ἀπὸ τούτου στοχαζόμεθα τὴν ἔν­δον πολιάν, κι ὅπως βλέπουμε νὰ εἶναι κανένας ἄσπρος ἀπ’ ἔξω, τί ὡραία εἰκόνα, σκεφτόμαστε καὶ πὼς μέσα εἶναι κάτασπρος, εἶναι λευκὸς καὶ στὴν ψυχή, καὶ ἀπὸ τούτου στοχαζόμεθα τὴν ἔν­δον πολιάν · τώρα πολλοὶ βάφουν τὰ μαλλιά τους, οἱ γέροντες, ἀκόμα καὶ οἱ γυναῖκες βάφουν τὰ μαλλιά τους, ἐνῶ δέστε τί συμβολισμὸς εἶναι αὐτός· τὰ ἄσπρα μαλλιὰ εἶναι σύμβολο τῆς ἐσωτερικῆς καθαρότητος. Καὶ ἀπὸ τούτου ὁρῶντες στοχαζόμεθα τὴν ἔν­δον πολιάν, τὴν ἐσωτερικὴ λευκότητα. Μὴ ἀξίου τοίνυν διὰ τὴν πολιὰν τιμᾶσθαι, ὅταν αὐτὴν αὐτὸς ἀδικῆς (Εἰς τὴν πρὸς Ἑβραίους, Ὁμιλ. 7,3, PG 63, 64-65), μὴν ἀξιώνεις λοιπὸν νὰ τιμᾶσαι γιὰ τὰ λευκὰ μαλλιά, ὅταν ἐσὺ τὰ ἀδικεῖς. Αὐτή, λοιπόν, ἡ ἀντιμετώπιση ἀποσυνδέει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ σωματικὰ γνωρίσματα καὶ τὸν ἀξιολογεῖ μὲ βάση τὰ πνευματικὰ γνωρίσματα. Κι ἔτσι ἡ Ἁγία Γραφὴ μᾶς λέει πὼς μπορεῖ κανένας νὰ εἶναι διαρκῶς νέος, νὰ ὑπάρχει διαρκὴς νεότης· μὴ σκέφτεστε τὰ χρόνια πολλά, τὰ χρονολογικά, τὰ ἀστρονομικὰ ἔτη, τὰ πολιτικὰ ἔτη, μὴ σᾶς νοιάζει αὐτό, μπορεῖ νὰ ὑπάρξει διαρκὴς νεότης, λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Υπάρχει πολιὰ σφριγῶσα καὶ γῆρας ἀκμάζον· κεχάλαστο ὁ τόνος τῆς σαρκός, νενεύρωτο ὁ τόνος τῆς πίστεως, ἀκόμη, λέει, κι ἂν γεράσει κανένας μπορεῖ νὰ εἶναι νέος· κεχάλαστο ὁ τόνος τῆς σαρκὸς; Ἀτόνησε ἡ σάρκα; Μπορεῖ νὰ νευρωθεῖ ὁ τόνος τῆς Πίστεως. Καὶ ἐπικαλεῖται γι’ αὐτό, τὸ παράδειγμα τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος ἐνῶ στὴ νεότητά του δὲν εἶχε πνευματικὲς επιτυχίες - αὐτὸ εἶναι γιὰ ὅλους μας ποὺ βρισκόμαστε σὲ μεγάλη ἡλικία, μποροῦμε καὶ σὲ μεγάλη ἡλικία νὰ ἔχουμε πνευματικὲς ἐπιτυχίες. Ὁ πατριάρχης Ἀβραὰμ ξέρετε σὲ τί ἡλικία ἐκλήθη ἀπὸ τὸν Θεόν; Σὲ ἡλικία 75 ἐτῶν. Μεγαλύτερος ἀπὸ μένα-- ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν 75 ἐτῶν ὁ πατριάρχης Ἀβραὰμ ἔκανε αὐτὰ ποὺ ἔκανε καὶ διέπρεψε ὡς ἅγιος καὶ ὡς πατριάρχης. Καὶ λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀναφερόμενος στὸν Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος σὲ τόσο μεγάλη ἡλικία κατόρθωσε τόσο πολλά, τοιαῦτα γὰρ τῆς Ἐκκλησίας τὰ κατορθώματα, ὅτι ἡ ἀτονία τοῦ σώματος οὐδὲν λυμαίνεται τὴν προθυμίαν τῆς πίστεως· τὸ σῶμα ἂν εἶναι ἄτονο, αὐτὸ δὲ σημαίνει πὼς καὶ ἡ πίστις μπορεῖ νὰ ἀτονήσει. Κόσμος γὰρ Ἐκκλησίας πολιὰ κατεσταλμένη, καὶ πίστις ἐπτερωμένη καὶ ἐν τούτῳ χαῖρει ἡ Ἐκκλησία μᾶλλον, ἡ Ἐκκλησία χαίρεται πιὸ πολὺ ἂν κάποιος στὴν Πίστη, στὴν ψυχή του εἶναι ἐπτερωμένος, ὄχι ἂν τὸ σῶμα του εἶναι ὑγιὲς καὶ ζωντανό. Ἐπὶ μὲν γὰρ τῶν ἔξω πραγμάτων ὁ γέρων ἄχρηστος, ἔξω στὸν κόσμο λέει ὅτι ὁ γέροντας εἶναι ἄχρηστος. Ἀλλ’ οὐ τὰ τῆς Ἐκκλησίας τοιαῦτα, στὴν Ἐκκλησία δὲν ἰσχύει αὐτό, ἀλλ’ ὅταν γηράσωσιν οἱ ἐν ἀρετῇ διάγοντες, τότε μᾶλλον χρήσιμοι καθίστανται· οὐ γὰρ σαρκῶν εὐτονία, ἀλλὰ πίστεως ἐπίτασις ζητεῖται ὅταν λοιπὸν γεράσουν οἱ ἄνθρωποι καὶ διάγουν ἐν ἀρετῇ, τότε εἶναι περισσότερο χρήσιμοι. (Λόγος εἰς τὸν μακάριον Ἀβραὰμ 1, PG 50, 737-738).
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἁγία Γραφὴ ἄλλωστε, πολλὲς φορὲς τὸ ἀκοῦμε στὰ ἀναγνώσματα, ἰδιαίτερα στοὺς ἑσπερινούς, μᾶς λέγει γῆρας γὰρ τίμιον οὐ τὸ πολυχρόνιον· γιατὶ εὔχεστε νὰ ζήσετε πολλὰ χρόνια; Γῆρας γὰρ τίμιον οὐ τὸ πολυχρόνιον οὐδὲ ἀριθμῷ ἐτῶν μεμέτρηται· οὔτε τὰ γηρατειὰ μετρῶνται μὲ τὸ πόσων ἐτῶν εἶναι κανένας, καυχόμαστε μερικοί, ἐγὼ εἶμαι 80, 85 ἐτῶν, οὐδὲ ἀριθμῷ ἐτῶν μεμέτρηται. Πολιὰ δέ ἐστι φρόνησις ἀνθρώποις, καὶ ἡλικία γήρως βίος ἀκηλίδωτος. (Σοφία Σολομῶντος, 4, 8) Ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι αὐτό, ἡ πολιὰ λέει, τὸ γῆρας εἶναι ἡ φρόνησις καὶ ἡλικία γήρως βίος ἀκηλίδωτος καὶ τὰ γεράματα φαίνονται ἀπὸ τὸν ἀκηλίδωτο βίο.
Ὑπάρχουν νέοι, οἱ ὁποῖοι κατορθώνουν σὲ λίγα χρόνια τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν τελειότητα κι εἶναι ἕτοιμοι γι’ αὐτὸ νὰ εἰσέλθουν στὴν αἰωνιότητα. Τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ, ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς, (Σοφ. Σολ. 4, 13), ὑπάρχουν νέα παιδιά, τὰ ὁποῖα φεύγουν σὲ ἡλικία 20-25 ἐτῶν κι ἦταν ἤδη ἅγια, τὰ παιδιὰ αὐτά· δὲν ἰσχύει γι’ αὐτοὺς τὸ «χρόνια πολλά», πολὺ καλύτερα ὅμως ποὺ ἔφυγαν σ’ αὐτὴ τὴ νεαρὴ ἡλικία· οἱ ἅγιοι δὲν ἐπιθυμοῦν νὰ ἔχουν πολυχρόνια ζωὴ στὸν παρόντα βίο, χρόνια πολλὰ καὶ χρόνια πολλά, οἱ ἅγιοι βιάζονται νὰ φύγουν, νὰ πᾶν στὴν αἰώνια ζωή, ἐκεῖ εἶναι ὁ κλῆρος μας· καὶ ἐπείγονται καὶ βιάζονται νὰ ἀποθάνουν, γιὰ νὰ εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, αἰσθάνονται ἐδῶ ὡς πάροικοι καὶ ὡς παρεπίδημοι, ὡς μετανάστες καὶ ζητοῦν νὰ τελειώσει ὁ χρόνος αὐτὸς τῆς παροικίας, γιὰ νὰ κατοικήσουν στὸν μόνιμο καὶ κατάλληλο χῶρο.
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔχει ἕνα δύο καταπληκτικὰ κείμενα γύρω ἀπὸ τὸ θέμα, κι ἄλλη φορὰ σᾶς ἔχω μνημονεύσει, ἂς τὰ ὑπενθυμίσω ἁπλῶς τώρα. Ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς νέους ὁ Μέγας Βασίλειος τοὺς λέγει τὰ ἑξῆς: ὅτι ἐμεῖς, λέγει, παιδιά μου –ἄντε νὰ τὰ πεῖς τώρα αὐτὰ στὰ νέα παιδιά· ἐλάχιστοι νέοι εἶναι ποὺ ἀκοῦν αὐτὸν τὸν λόγο, τὰ παιδιά μας ἀπόψε βρισκόταν, τὰ περισσότερα, στὶς καφετέριες καὶ στὰ μπὰρ κι ἐδῶ κι ἐκεῖ- ἐμεῖς, λέει, παιδιά μου, τὸν ἀνθρώπινον τοῦτον βίον οὐδὲν εἶναι χρῆμα παντάπασιν ὑπολαμβάνομεν, θεωροῦμε ὅτι αὐτὴ ἡ ζωή, τὴν ὁποίαν ἐμεῖς εὐχόμαστε νὰ ζήσουμε, νὰ ζήσουμε, νὰ ζήσουμε πολλά, ν’ ἀπολαύσουμε αὐτὴ τὴ ζωή, ὁ Μέγας Βασίλειος λέει ὅτι ἐμεῖς αὐτὴ τὴ ζωὴ δὲν τὴν ἐκτιμοῦμε καθόλου. Οὐδὲν εἶναι χρῆμα παντάπασι τὸν ἀνθρώπινον βίον τοῦτον ὑπολαμβάνομεν, οὔτ᾿ ἀγαθόν τι νομίζομεν ὅλως, οὔτ᾿ ὀνομάζομεν, ὃ τὴν συντέλειαν ἡμῖν ἄχρι τούτου παρέχεται. (Πρὸς τοὺς νέους 2, ΕΠΕ 7, 318). Τίποτα ἀπὸ τὰ θεωρούμενα ἀγαθὰ αὐτῆς τῆς ζωῆς δὲν ἔχει ἀξία, γιατὶ ἔχει χρονικὸ τέλος. Κι ὀνομάζει μερικά: οὔκουν προγόνων περιφάνειαν, ὄχι ἡ καταγωγή μας, δὲν εἶναι μεγάλο πράγμα, οὐκ ἰσχὺν σώματος, ὄχι νὰ ἔχουμε δυνατὸ σῶμα, οὐ κάλλος, ὄχι ὀμορφιά, οὐ μέγεθος, οὐ τὰς παρὰ πάντων ἀνθρώπων τιμάς, οὐ βασιλείαν αὐτήν, οὐχ ὅ,τι ἂν τὶς εἴποι τῶν ἀνθρωπίνων μέγα, ἀλλ᾿ οὐδὲ εὐχῆς ἄξιον κρίνομεν, ὅλα αὐτὰ δὲν τὰ κρίνουμε οὔτε ἄξια εὐχῆς. Ἐμεῖς ὅμως ἀντίθετα εὐχόμαστε «Χρόνια πολλά», νὰ καλοπεράσουμε, νὰ ζήσουμε, νὰ εἴμαστε ὑγιεῖς, τὰ σώματά μας νὰ εἶναι ἰσχυρά, οὐδὲ εὐχῆς ἄξιον κρίνομεν· ἢ τοὺς ἔχοντας ἀποβλέπομεν, ἢ βλέπουμε σ’ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι τὰ ἔχουν καὶ τοὺς ζηλεύουμε· ἀλλὰ τί κάνουμε ἐμεῖς; Νὰ τί κάνουμε, ποὺ ἔλεγα ἡ αἰώνιος ζωή· ἀλλ᾿ ἐπὶ μακρότερον πρόϊμεν ταῖς ἐλπίσι καὶ πρὸς ἑτέρου βίου παρασκευὴν ἅπαντα πράττομεν. Ἐμεῖς, ἡ δική μας ἡ προοπτική, τῶν χριστιανῶν, δὲν εἶναι μικρὴ καὶ στενή, δὲν περιορίζεται ἐδῶ σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ ἀλλ᾿ ἐπὶ μακρότερον πρόϊμεν ταῖς ἐλπίσι, πηγαίνουμε πολὺ μακριὰ μὲ τὶς ἐλπίδες μας καὶ τὰ κάνουμε ὅλα γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Αὐτὸ ἀπὸ τὸν «Λόγο πρὸς τοὺς νέους».
Ὑπάρχει ἐπίσης κι ἕνα ἄλλο κείμενο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἀπὸ ἕνα θαυμάσιο λόγο «Εἰς τὸ πρόσεχε σεαυτῷ», τὸ ὁποῖο ἐπέλεξα ἀκριβῶς γιατὶ κάνει λόγο γι’ αὐτὰ ποὺ συζητοῦμε τὴν ἡμέρα αὐτή, γιὰ τὴν μακροημέρευση, νὰ ζήσουμε πολλὰ χρόνια, νὰ μακροημερεύσουμε. Λέει λοιπὸν ὁ Μέγας Βασίλειος, ἐξηγώντας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τὸ «Πρόσεχε σεαυτῷ», νὰ προσέχεις τὸν ἑαυτό σου. Τί σημαίνει, λέει, αὐτὸ τὸ «πρόσεχε τὸν ἑαυτό σου»; Μὴ τῇ σαρκὶ πρόσεχε, μὴ νομίζεις ὅταν λέει ἡ Ἁγία Γραφὴ πρόσεχε σεαυτῷ, ὅτι λέει νὰ προσέχουμε τὴν ὑγεία μας, τὴ σάρκα μας. Μὴ τῇ σαρκὶ πρόσεχε, μηδὲ τὸ ταύτης ἀγαθὸν ἐκ παντὸς τρόπου δίωκε· καὶ ποιὸ εἶναι τὸ ἀγαθὸ τῆς σαρκός; Ἐμεῖς πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ ὑγεία· μὴν προσέχετε τὴν ὑγεία, λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Ὑγείαν καὶ κάλλος καὶ ἡδονῶν ἀπολαύσεις, καὶ μακροβίωσιν· μηδὲ χρήματα καὶ δόξαν, καὶ δυναστείαν θαύμαζε, (Εἰς τὸ «Πρόσεχε σεαυτῷ», ΕΠΕ, 6) μὴ τὰ θαυμάζετε αὐτά, οὔτε τὴν ὑγεία, οὔτε τὴν μακροημέρευση, οὔτε τίποτα, μὴν τὰ θαυμάζετε ὅλα αὐτά· τί νὰ κάνομε ὅμως; Ὑπερόρα σαρκός, παρέρχεται γάρ· ἐπιμελοῦ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου. Τὰ σαρκικὰ ἀφῆστε τα, γιατὶ εἶναι προσωρινά, νὰ φροντίζετε γιὰ τὴν ψυχή σας ποὺ εἶναι ἀθάνατη.
Καὶ ὑπάρχει ἐπίσης ἕνα πολὺ ὡραῖο χωρίο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ἀφοῦ σήμερα γιορτάζει, ἐδῶ νὰ τὸ ὑπενθυμίσουμε. Ὁ Μέγας Βασίλειος, στὸ «Λόγο πρὸς τοὺς νέους» λέγει γι’ αὐτὴ τὴ μακροημέρευση καὶ γιὰ τὸ νὰ φτάσουμε σὲ πολὺ γεροντικὴ ἡλικία –χρόνια πολλά, χρόνια πολλά, χρόνια πολλὰ- λέει: Ἐγώ δὲ κἂν τὸ Τιθωνοῦ τὶς γῆρας, κἂν τὸ Ἀργανθωνίου λέγῃ, κἂν τὸ τοῦ μακροβιωτάτου παρ’ ἡμῖν Μαθουσάλα, ἐγὼ λέει, ἀκόμα κι ἂν μὲ παρουσιάσει κανένας τὰ γηρατειὰ τοῦ Τιθωνοῦ, ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία εἶναι αὐτό, ἢ τοῦ Ἀργανθωνίου, κι αὐτὸς σὲ πολὺ μεγάλη ἡλικία, ἂν μοῦ φέρει κανεὶς σὰν παράδειγμα ἀκόμη καὶ τὸν Μαθουσάλα - μαθουσάλεια χρόνια - ὃς χίλια ἔτη, τριάκοντα δεόντων, βιῶναι λέγεται, ὁ ὁποῖος λέγεται ὅτι ἔζησε 970 χρόνια, χίλια χρόνια μεῖον τριάκοντα, κἂν σύμπαντα τὸν ἀφ’ οὗ γεγόνασιν ἄνθρωποι χρόνον ἀναμετρῇ, κι ἂν μετρήσει ὅλο τὸ χρόνο ἀφ’ ὅτου ἔγιναν οἱ ἄνθρωποι, ὡς ἐπὶ παίδων διανοίας γελάσομαι, ἐγὼ γιὰ ὅποιον σκέφτεται ἔτσι, νὰ φτάσει νὰ ζήσει, νὰ ζήσει, νὰ ζήσει χρόνια πολλά, ἐγὼ θὰ τὸν περιπαίξω σὰν νὰ εἶναι παιδί, εἰς τὸν μακρὸν ἀποσκοπῶν καὶ ἀγήρω αἰῶνα, γιατὶ ἐγὼ βλέπω στὸν μακρὸν αἰῶνα, τὸν ἀτελεύτητο, ἀκόμα καὶ χίλια χρόνια νὰ ζήσει κανένας δὲν εἶναι τίποτε μπροστὰ στὸν αἰῶνα τὸν ἀγήρω καὶ αἰώνιο, οὗ πέρας οὐδὲν ἔστι τῇ ἐπινοίᾳ λαβεῖν, οὐ μᾶλλον γὲ ἡ τελευτὴν ὑποθέσθαι τῆς ἀθανάτου ψυχῆς, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει τελειωμό. (Πρὸς τοὺς νέους 8, PG 31, 588.).
Σήμερα, λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ποὺ γιορτάζουμε τὸν Μέγα Βασίλειο, ὁ ὁποῖος κάνει αὐτὲς τὶς θαυμάσιες σκέψεις καὶ ποὺ ὅλοι μας παρασυρμένοι ἀπὸ τὴ νοοτροπία αὐτὴ τὴν κοσμική, εὐχόμαστε «Χρόνια πολλὰ» καὶ «πάνω ἀπ’ ὅλα ὑγεία», ἂς ξανασκεφτοῦμε ὅτι ὅλα αὐτὰ εἶναι κοσμικὴ νοοτροπία, ἀνθρώπινες παραδόσεις, δὲν εἶναι κατὰ Χριστόν. Ὁ Θεὸς θέλει ἡ ζωή μας νὰ εἶναι γεμάτη ἀρετὴ καὶ ἁγιότητα, εἴτε σύντομη, εἴτε μακρά· ἡ μακρινὴ ζωὴ δὲν μᾶς προσφέρει τίποτε περισσότερο, ἐκτὸς ἄν, ἡ μακρινὴ ζωὴ ἀπὸ τὸν Θεὸν δίδεται γιὰ νὰ βοηθήσουμε τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Καὶ ἡ μόνη μας ἐπιδίωξη πρέπει νὰ εἶναι, ὄχι ἐδῶ τὰ χρόνια πολλά, ἀλλὰ ἡ αἰώνιος ζωή, τὴν ὁποία μακάρι κι ἐμεῖς νὰ κληρονομήσουμε μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους. Ἀμήν

Το νέο έτος


Schmemann Alexander (Protopresbyter (1921-1983))



Εἶναι παλιὸ τὸ ἔθιµο: τὴν παραµονὴ τοῦ Νέου Ἔτους, ὅταν τὸ ρολόι κτυπήσει µεσάνυχτα, σκεφτόµαστε τὶς ἐπιθυµίες µας γιὰ τὸ νέο ἔτος καὶ προσπαθοῦµε νὰ εἰσέλθουµε στὸ ἄγνωστο µέλλον µ’ ἕνα ὄνειρο, προσδοκώντας ταυτόχρονα τὴν ἐκπλήρωση κάποιας ἀγαπητῆς µας ἐπιθυµίας.

Σήµερα, γιὰ ἄλλη µιὰ φορὰ βρισκόµαστε µπροστὰ σ’ ἕνα νέο ἔτος. Τί ἐπιθυµοῦµε γιὰ τοὺς ἴδιους, γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ τὸν καθένα; Ποιὸ εἶναι τὸ τέλος ὅλων µας τῶν ἐλπίδων; Ἡ ἀπάντηση εἶναι µονίµως ἡ ἴδια αἰώνια λέξη: εὐτυχία. Εὐτυχὲς τὸ Νέο Ἔτος! Εὐτυχία γιὰ τὸ Νέο Ἔτος! Ἡ ἰδιαίτερη εὐτυχία ποὺ ἐπιθυµοῦµε εἶναι φυσικὰ διαφορετικὴ καὶ προσωπικὴ γιὰ τὸν καθένα, ἀλλὰ ὅλοι µας µετέχουµε στὴν κοινὴ πίστη πὼς αὐτὸ τὸ ἔτος ἡ εὐτυχία θὰ µᾶς πλησιάσει, πὼς µποροῦµε νὰ ἐλπίσουµε σ’ αὐτὴ µὲ προσδοκία.

Πότε ὅµως εἶναι κάποιος ἀληθινὰ εὐτυχισµένος; Μετὰ ἀπὸ αἰῶνες ἐµπειρίας καὶ γνώσης σχετικὰ µὲ τὸν ἄνθρωπο, δὲν µποροῦµε πλέον νὰ ἐξισώσουµε τὴν εὐτυχία µὲ ὁποιοδήποτε ἐξωτερικὸ γνώρισµα, π.χ. χρήµατα, ὑγεία, ἐπιτυχία κλπ. Γνωρίζουµε πὼς τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν ἀνταποκρίνεται πλήρως σ’ αὐτὴ τὴ µυστηριώδη καὶ πάντοτε φευγαλέα ἔννοια τῆς εὐτυχίας. Εἶναι σαφὲς πὼς ἡ φυσικὴ ἄνεση φέρνει εὐτυχία, ἀλλὰ καὶ ἄγχος. Ἡ ἐπιτυχία φέρνει εὐτυχία, ἀλλὰ καὶ φόβο. Εἶναι ἐκπληκτικὸ πὼς ὅσο περισσότερη ἐξωτερικὴ εὐτυχία διαθέτουµε, τόσο περισσότερο εὔθραυστη γίνεται καὶ πιὸ ἀτίθασος ὁ φόβος πὼς θὰ τὴ χάσουµε καὶ θὰ µείνουµε µὲ ἄδεια χέρια. Πιθανῶς αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ εὐχόµαστε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο «µία νέα εὐτυχία» γιὰ τὸ Νέο Ἔτος. Ἡ «παλιὰ» εὐτυχία ποτὲ δὲν πραγµατοποιήθηκε, κάτι πάντοτε ἔλειπε. Τώρα ὅµως ἀτενίζουµε ξανὰ µπροστὰ µας µὲ µία εὐχή, ἕνα ὄνειρο, µία ἐλπίδα...

Χριστὲ καὶ Παναγία! Τὸ εὐαγγέλιο πρὶν ἀπὸ πάρα πολὺ καιρὸ εἶχε καταγράψει τὴν ἱστορία ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ πλούτισε, ἔκτισε καινούριες ἀποθῆκες γιὰ νὰ ἀποθηκεύσει τὰ ἀγαθά του, καὶ ἀποφάσισε πὼς πλέον εἶχε ὅλα τὰ ἀναγκαῖα ποὺ ἐγγυῶντο τὴν εὐτυχία του! Εἶχε ἄνεση καὶ µέσα. Ἐκείνη ὅµως τὴ νύχτα ἄκουσε: «ἄφρων, ταύτη τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σου, ἃ δὲ ἠτοίµασας τίνι ἔσται;» (Λουκ. 12, 20).

Ἡ σταδιακὴ συνειδητοποίηση ὅτι τίποτε δὲν µπορεῖ νὰ κρατηθεῖ, πὼς µπροστὰ µας βρίσκεται ὁ ἀναπόφευκτος θάνατος καὶ ἡ φθορά, εἶναι τὸ δηλητήριο ποὺ δηλητηριάζει τὴ µικρὴ καὶ περιορισµένη εὐτυχία ποὺ διαθέτουµε. Αὐτὸς εἶναι σίγουρα καὶ ὁ λόγος γιὰ τὴ συνήθεια ποὺ ἔχουµε νὰ κάνουµε τέτοιο σαµατὰ καὶ θόρυβο, φωνάζοντας καὶ γελώντας, καθὼς τὸ ρολόι κτυπάει δώδεκα τὴν παραµονὴ τοῦ Νέου Ἔτους. Φοβούµαστε νὰ µείνουµε µόνοι καὶ σιωπηλοί, καθὼς τὸ ρολόι κτυπάει σὰν τὴν ἀνελέητη φωνὴ τῆς µοίρας: πρῶτο κτύπηµα, δεύτερο, τρίτο καὶ συνεχίζει, τόσο ἀδυσώπητα, ὁµοιόµορφα, τόσο τροµακτικὰ µέχρι τέλους. Τίποτε δὲν µπορεῖ νὰ τὸ ἀλλάξει, τίποτε νὰ τὸ σταµατήσει.

Ἔτσι ἔχουµε δύο πολὺ βαθεῖς καὶ ἀκατάλυτους ἄξονες τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης: φόβος καὶ εὐτυχία, ἐφιάλτης καὶ ὄνειρο. Ἡ καινούρια εὐτυχία ποὺ ὀνειρευόµαστε τὴν παραµονὴ τοῦ Νέου Ἔτους θὰ µπορέσει τελικὰ νὰ ἠρεµήσει, νὰ σκορπίσει καὶ νὰ κατανικήσει τὸ φόβο; Ὀνειρευόµαστε µιὰ εὐτυχία στὴν ὁποία νὰ µὴν παραµονεύει ὁ φόβος βαθιὰ µέσα της, ἕνας φόβος ἀπὸ τὸν ὁποῖο προσπαθοῦµε πάντοτε νὰ προφυλαχθοῦµε, πίνοντας, ἢ µὲ τὸ νὰ εἴµαστε συνεχῶς ἀπασχοληµένοι, περιβαλλόµενοι ἀπὸ θόρυβο. Ἡ σιγὴ ὅµως αὐτοῦ τοῦ φόβου εἶναι ἰσχυρότερη ἀπὸ κάθε ἄλλο θόρυβο. «Ἄφρων»! Μάλιστα, τὸ ἀθάνατο ὄνειρο τῆς εὐτυχίας εἶναι ἐκ φύσεως ἀνόητο σ’ ἕναν κόσµο µολυσµένο ἀπὸ φόβο καὶ τὸ θάνατο.

Ἀκόµη καὶ στὶς ἀνώτερες στιγµὲς τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισµοῦ, οἱ ἄνθρωποι τὸ γνωρίζουν καλά. Μποροῦµε νὰ νιώσουµε τὴ θλίψη καὶ τὴ θλιβερὴ ἀλήθεια πίσω ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ µεγάλου ποιητῆ Ἀλέξανδρου Πούσκιν, ποὺ τόσο πολὺ ἀγαποῦσε τὴ ζωή, ὅταν ἔγραφε: «Δὲν ὑπάρχει εὐτυχία στὸν κόσµο». Ὄντως, µία βαθιὰ θλίψη διαπερνᾶ κάθε γνήσια τέχνη. Μόνο χαµηλά, στὸν πάτο τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισµοῦ, τὰ πλήθη ξετρελαίνονται µὲ τὸ θόρυβο καὶ τὶς φωνές, ὡς ἐὰν ὁ θόρυβος καὶ τὰ θορυβώδη πάρτυ θὰ µποροῦσαν νὰ φέρουν τὴν εὐτυχία.

«Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων, καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν» (Ἰωαν. 1,4-5). Αὐτὸ ποὺ ὑπονοεῖ αὐτὴ ἡ φράση εἶναι πὼς τὸ φῶς δὲν µπορεῖ νὰ καταποθεῖ ἀπὸ τὸν φόβο καὶ τὸ ἄγχος, δὲν µπορεῖ νὰ σκορπισθεῖ ἀπὸ τὴ λύπη καὶ τὴν ἀπελπισία. Νὰ µποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι, σ’ αὐτή, σ’ αὐτὴ τὴ µάταιη δίψα γιὰ στιγµιαία εὐτυχία, νὰ ἔβρισκαν µέσα τους τὴ δύναµη νὰ σταµατήσουν, νὰ σκεφτοῦν, νὰ ἀτενίσουν τὰ βάθη τῆς ζωῆς! Νὰ µποροῦσαν νὰ ἀκούσουν τὰ λόγια, τὴ φωνὴ ποὺ τοὺς καλεῖ αἰώνια µέσα σ’ αὐτὰ τὰ βάθη. Ἂς γνώριζαν µόνο τί εἶναι ἀληθινὴ εὐτυχία. «Τὴν χαρὰν ὑµῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑµῶν» (Ἰωαν. 16, 22). Δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀνειρευόµαστε ὅταν τὸ ρολόι κτυπήσει µεσάνυκτα; Τὴ χαρὰ ποὺ κανεὶς δὲν µπορεῖ νὰ ἀφαιρέσει. Πόσο σπάνια ὅµως φτάνουµε σὲ τέτοια βάθη! Πόσο τὰ φοβόµαστε γιὰ κάποιο λόγο καὶ τὰ παραµερίζουµε: «Ὄχι σήµερα, ἀλλὰ αὔριο, ἢ µεθαύριο, θὰ στρέψω τὴν προσοχὴ στὰ οὐσιώδη καὶ αἰώνια, µόνο, ὄχι σήµερα. ὑπάρχει καιρός».

Ὁ καιρὸς ὅµως στὴν πραγµατικότητα εἶναι τόσο λίγος. Μόνο στιγµὲς περνοῦν πρὶν τὸ βέλος τοῦ χρόνου σφυρίξει πετώντας πρὸς τὸ µοιραῖο στόχο. Γιατί καθυστεροῦµε; Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐδῶ, ἀνάµεσά µας, δίπλα µας, στέκεται Κάποιος: «ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω» (Ἀποκ. 3, 20). Ἂν µόνο παραµερίζαµε τὸ φόβο µας καὶ Τὸν κοιτάζαµε, θὰ βλέπαµε ἕνα τέτοιο, µία τέτοια χαρά, καὶ µία τέτοια περίσσεια ζωῆς, ποὺ σίγουρα θὰ καταλαβαίναµε τὸ νόηµα αὐτῆς τῆς φευγαλέας καὶ µυστηριώδους λέξης «εὐτυχία».

ΝΕΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΜΕ ΘΕΟΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ, ΟΧΙ ΜΕ ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ! - π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης


Ἤδη ὁ καινούριος χρόνος ἔφθασε καί εἶναι ἕτοιμος νά τεθῆ στή διάθεση τοῦ καθενός μας γιά νά δείξουμε πάνω στή ροή του τίς ἐνέργειές μας, τόν χαρακτῆρα μας, τό ποιοί εἴμαστε, τί ζητᾶμε στή ζωή μας, ποῦ θέλουμε νά ἀνήκουμε καί σέ ποιόν ἐπιζητοῦμε νά μοιάσουμε.
Ὁ χρόνος, δέν εἶναι αὐθυπόστατος, οὔτε ἐνεργεῖ μόνος του, ἁπλῶς καταγράφει τίς ἐνέργειές μας. Ἐπειδή, ὅμως, δέν ἐνεργοῦμε μόνο ἐμεῖς ἀλλά, κυρίως, ἐνεργεῖ ὁ Θεός μέσα στό χρόνο, γι’ αὐτό ὁ κάθε χρόνος διχοτομεῖται σέ ἔτος ἀνθρώπων καί σέ Ἐνιαυτόν Κυρίου, ὥστε νά ἔχη ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς τήν δυνατότητα νά ὑπάρχη μέ τόν τρόπο τῆς ἐπιλογῆς του, εἴτε ἀνήκοντας στούς χωρίς Χριστό ἀνιαρούς, καταθλιπτικούς καί ἐπικίνδυνους χωρίς ἀγάπη ἀνθρώπους, εἴτε ἀνήκοντας στήν οἰκογένεια τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του.
Συνεπῶς, ὁ κάθε χρόνος δέν κυλάει σέ ὅλα τά μέρη τῆς γῆς οὔτε στό κάθε σπίτι, οὔτε γιά κάθε ἄνθρωπο μέ τόν ἴδιο τρόπο, οὔτε δίνει σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους τήν ἴδια αἴσθηση, ἀλλά ἔχει τόσες μορφές καί πρόσωπα, ὅσοι εἶναι καί οἱ ἄνθρωποι πού τόν ζοῦν.

Ἔχει, ὅμως, ὁ χρόνος καί τό Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ Ἐκεῖνος μᾶς εἶπε ὅτι θά εἶναι μαζί μας «πάσας τάς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» καί, βεβαίως δέν θά κάνη ἐξαίρεση φέτος, ἐγκαταλείποντας τόν κόσμο Του «στά χέρια» αὐτοῦ πού ἦταν «ἀνθρωποκτόνος ἀπ’ ἀρχῆς» καί ἐξακολουθεῖ νά εἶναι. Ὁ Χριστός δέν θά παύση νά εἶναι Ἡ Ὁδός, Ἡ Ἀλήθεια καί Ἡ Ζωή, ὅλων ἐκείνων πού Τόν ἀγαποῦν καί Τόν ἐπικαλοῦνται.
Ὡστόσο, ἐνῶ ὑποκειμενικά ὁ χρόνος βιώνεται ἀπό τόν καθένα μας «κατά τήν καρδίαν» καί «κατά τά ἔργα» μας καί γι’ αὐτό κανείς δέν μπορεῖ νά μᾶς ἀδικήση στό βαθύτερο «εἶναι» τῆς ψυχῆς μας –ἰδίως ἄν βιώνουμε τόν χρόνο «ὡς Ἐνιαυτόν Κυρίου» καί ὄχι ἁπλῶς «περνῶντας τήν ὥρα μας» – ἀπό τήν ἄλλη, ὅμως, μεριά, εἶναι ἀδύνατον νά μή μᾶς ἐπηρεάζη ἀρνητικά ἡ κακή πνευματική καί ψυχική κατάσταση τῆς πλειοψηφίας τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ ὅλοι ζοῦμε στήν ἴδια κοινωνία καί εἶναι ἀπόλυτα φυσικό ὁ ἕνας νά ἐπηρεάζεται ἀπό τίς ἐνέργειες καί τά ἐνεργούμενα τοῦ ἄλλου καί ὅλοι μας νά ἐπηρεαζόμεθα ἀπό ὅλους. Οἱ τυχόν ἐξαιρέσεις τοῦ κανόνος αὐτοῦ εἶναι σπάνιες καί, βεβαίως, δέν μποροῦμε νά συμπεριλάβουμε τούς ἑαυτούς μας στίς ἐξαιρέσεις αὐτές.
Σ’ αὐτό ἀκριβῶς τό σημεῖο βρίσκεται καί ἡ προσωπική μας εὐθύνη σάν Χριστιανῶν. Εὐθύνη γιά τήν προστασία τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀπό τίς πολλές καί ποικίλες «ἑτεροδιδασκαλίες» καί ἀθεότητες, ἀπό τίς πλανερές κοσμικές συνήθειες καί ἀμοραλιστικές πρακτικές, πού ὁλοένα καί περισσότερο –χωρίς πολλές φορές νά τό καταλαβαίνουμε– εἰσχωροῦν στά ἐνδότερα τῆς ὑπάρξεώς μας καί γίνονται συμπεριφορά καί χαρακτήρας μας. Ἀλλά καί ἡ ευθύνη μας γιά τούς ἄλλους ἀνθρώπους, πού ἔχουμε χρέος καί αὐτούς νά προστατεύουμε καί, ἰδίως, ἐκείνους πού εἶναι ψυχικά εὐπαθέστεροι καί εὐάλωτοι στίς ἐπιρροές τῶν «στοιχείων τοῦ κόσμου».
Ἔχουμε χρέος καί εὐθύνη γι’ αὐτά πού συμβαίνουν γύρω μας καί στήν Πατρίδα μας. Ἔχουμε εὐθύνη πολύ μεγάλη πού ἐγκαταλείψαμε ὅλους τούς τομεῖς τῆς Δημόσιας ζωῆς σέ χέρια ἀμοραλιστῶν καί «μισούντων τόν Κύριον» καί ἀσχοληθήκαμε ὅλοι μέ τό μικροσυμφεροντίδιό μας σάν γνήσιοι ἀτομιστές!
Οὔτε κἄν γιά τήν οἰκογένειά μας δέν φροντίσαμε, ἀλλά «ξεφορτωθήκαμε» ἐντελῶς ἀδιάφοροι τά παιδιά μας σέ ἕνα περιβάλλον διαφθορᾶς, ἀνηθικότητος καί χυδαίας καί ἀπροκάλυπτης ἀθεΐας, πού κατ’ εὐφημισμόν λέγεται ἀκόμα Σχολεῖο, σάν νά ζοῦμε σέ ἀπολυταρχικό καθεστώς πού δέν μποροῦμε πιά νά κάνουμε τίποτα ἀντίθετο στά κελεύσματά του!
Ἀκόμη καί σήμερα πού εἴδαμε πιά «τό Χάρο μέ τά μάτια μας», πού παριστάμεθα μάρτυρες ἑνός ἄγριου καί ἀπηνοῦς διωγμοῦ τῆς Πίστεως ἀπό τόν μαρτυρικό καί ἁγιασμένον Τόπο μας δέν ἀφυπνισθήκαμε, ἀλλά περιοριζόμεθα στό νά ἐκτονωθοῦμε μέ γενικόλογους «ἀφορισμούς» καί ρητορικές κορῶνες, ἐπαναλαμβάνοντες ἐν χορῷ –κληρικοί καί λαϊκοί– τά ἴδια καί τά ἴδια ἀνιαρά καί ἀνούσια, τάχα πατριωτικά καί νταηλίδικα: «Νά ἐξεγερθοῦμε! Νά ἐπαναστατήσουμε! Γρηγορεῖτε! Ὑπάρχει κρίση ἠθική! Οἱ πολιτικοί μας εἶναι ἄθεοι, μασῶνοι! Ἄς ἐνεργήσουν πρός τό συμφέρον τοῦ λαοῦ! Πρέπει νά κάνουμε πνευματική ἐπανάσταση»!... καί ἄλλα τέτοια βαρύγδουπα, πού λέγονται μέ τόσο “προφητικό” καμάρι, σάν νά μήν τά ἔχη εἰπεῖ κανείς ἄλλος μέχρι σήμερα, σάν νά ἀνακάλυψαν μόλις τώρα τήν Ἀμερική ἤ τόν Διάβολο!
Ὅλα αὐτά τά τόσο …ἀποτελεσματικά καί …τελέσφορα(!), ὁ μέν διάβολος τά γράφει στά “παληά του τά παπούτσια”, γιατί δέν εἶναι χαζός νά φοβᾶται τά παχειά λόγια, πού ποτέ δέν ὑλοποιοῦνται, οἱ δέ πολιτικοί μας, διαπιστώνοντας ὅτι οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τόσο “κοιμισμένοι” ζῶντες τό δικό τους …ἡρωϊκό παραλήρημα, εὐφραίνονται καί συνεχίζουν ἀπτόητοι νά “πίνουν εἰς ὑγείαν τοῦ κορόϊδου” Ἑλληνικοῦ λαοῦ!
Ἀλλοίμονο ἄν οἱ Πατέρες μας τό 1821 ἐξαντλοῦντο σέ τέτοιου εἴδους ἀνόητες καί ἀφελεῖς κορῶνες καί δέν ἔπιαναν τά ὅπλα νά διώξουν ἀπό κάθε γωνιά τῆς Πατρίδος μας τόν βάρβαρο Ἀντίχριστο! Ἀλλοίμονο ἄν οἱ Ἐπίσκοποι, οἱ Ἡγούμενοι τῶν Μοναστηριῶν καί οἱ Ἱερεῖς δέν ἀσχολοῦντο μέ τά …“ἀντιχριστιανικά” καί …“ἁμαρτωλά” ὅπλα –καί μάλιστα νά τά ἀποθηκεύουν στά Μοναστήρια τους καί νά κάνουν οἱ ἴδιοι οἱ Μοναχοί τή διανομή τους στούς πολεμιστές(!)– καί περιορίζονταν στό τάχα πνευματικό τους ἔργο “νά σώσουν καμμιά ψυχούλα”, ὅπως ἀκοῦμε σήμερα ἀπό καλούς ἀλλά ἀφελεῖς κληρικούς, πού δέν εἶναι οὔτε τώρα ἀκόμη (ὄχι πρό ἑξαετίας πού τούς τά λέγαμε) εἰς θέσιν νά καταλάβουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας καί ἡ Πίστη μας ἀλλά καί ὁ εὐσεβής –κυρίως– λαός μας εἶναι ὑπό ἀπηνῆ διωγμόν ἀπό τούς πολιτικούς!
Καί νά φαντασθῆ κανείς ὅτι τά ὅπλα πού χρειάζονται σήμερα δέν εἶναι τόσο …“ἁμαρτωλά”, ὅπως τό 1821! Σήμερα δέν χρειάζεται νά …ἁμαρτήσουμε ἀλλά ἁπλῶς νά διεκδικήσουμε τό Κοινοβούλιο. Νά μποῦμε μέσα στή Βουλή μέ νόμιμες καί δημοκρατικές διαδικασίες καί νά διώξουμε ἀπό τήν διακυβέρνηση τῆς Πατρίδος μας ὅλους τούς ξενοκίνητους ἰδιότυπους κατα­κτητές. Νά πάψουμε νά κλαιγόμαστε σάν φτωχοί συγγενεῖς ἤ ἐπαῖτες, ἀλλά μέ τήν ψῆφο μας σέ ἀληθινά πιστούς ἀνθρώπους, γνήσιους στρατιῶτες τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ Παναγίας μας, νά κάνουμε τούς ἐχθρούς τοῦ Σταυροῦ νά κλαῖνε μέ μαῦρο δάκρυ, γιατί θά διαπιστώσουν στήν πράξη ὅτι μέ τόν Χριστιανό δέν μπορεῖ κανείς νά “παίζη”!
Αὐτή εἶναι ἡ στρατηγική πού μᾶς χρειάζεται. Οὔτε φωνές, οὔτε κραυγές, οὔτε κορῶνες. Ὁ Χριστιανός δέν εἶναι ἄνθρωπος τοῦ “ἀέρα” ἀλλά τῆς Πράξεως. Τό δύσκολο εἶναι νά βρῆς πραγμα­τικούς Χριστιανούς!
Οἱ ἐλπίδες μας πλέον εἶναι μόνο στόν Θεό, στήν Ὑπεραγία Θεοτόκον καί σ’ αὐτούς πού θά ἐπιλέξουν ἀπό τή νέα χρονιά νά ζήσουν πραγματικά τόν «Ἐνιαυτόν Κυρίου» καί ὄχι σ’ ἐκείνους πού θεωροῦν πνευματική ζωή τό νά χάνουν ἄσκοπα τόν καιρό τους «ἀέρα δέροντες»!
Καλή καί εὐλογημένη Χρονιά!

πρωτ. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης

Η Περιτομή του Κυρίου π. Χρήστος Πιτυρίνης

Σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί μου, η Αγία μας Εκκλησία εορτάζει, την Περιτομή του Κυρίου και την μνήμη του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, του Ουρανοφάντορος. Από πλευράς κοσμικής είναι και η πρώτη ημέρα τους έτους (διότι από εκκλησιαστικής πλευράς αρχή του έτους είναι η 1η Σεπτεμβρίου. Για τον Θεό όμως, Χριστιανοί μου, και για τους ανθρώπους του Θεού δεν υπάρχει χρόνος. Ο χρόνος είναι μια έννοια συμβατική. «Χίλια χρόνια ὡς ήμέρα μία ἐνώπιόν Σου Κύριε», λέει ο Δαβίδ. Πάντοτε, αδελφοί, χρειάζεται,Ιδιατέρως όμως, σε παρόμοιες χρονικές περιόδους, ό­πως ή λεγομένη πρωτοχρονιά, να συλλογι­ζόμαστε τον χρόνο και το υπόλοιπο της ζωής μας, προσευχόμενοι πάντοτε με την αίτηση της Εκκλησίας: «Τον ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν ἐν εἰρήνη, καί μετανοία ἐκτελέσαι...» καί «χριστιανικά τα τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν, ἀνώδυ­να, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά καί καλήν ἀπολο­γίαν..». Συγχρόνως,όμως, είναι μία πολύτιμη ευκαιρία, πιστά και αφοσιωμένα παιδιά του Θεού, που ήλθατε σήμερα να πάρετε την ευλογία και τον αγιασμό του, να σας πω για μερικά πράγματα γύρω από την σωστή, ορ­θόδοξη στάση της Εκκλησίας μας:

1. Όταν γίνεται ένα μυστήριο, πολύ σάς παρακαλώ, παρακολουθήτε με κατάνυξη, προσεύχεσθε την ώρα εκείνη. Μή συζητάτε μέσα στην Εκκλησία. Είναι μεγάλη ανευλάβεια και ασέβεια.Και αν είναι τόσο μεγάλη ανάγκη να μι­λήσετε, να βγαίνετε έξω από το Ναό χωρίς να κά­νετε θόρυβο. Διότι την ώρα εκείνη ή αόρατη Θεία Χάρις της Αγίας Τριάδος κατέρχεται και τε­λεί το μυστήριο.
2. Όταν γίνεται το Ιερό μυστήριο του Βαπτίσματος, να δίνεται όνομα χριστιανικό, όχι ονόματα ξένα, όπως Γαρυφαλιά ή παράξε­να, όπως Σουλτάνα κ.λ.π. Ο ανάδοχος ή η ανάδοχος έχoυν υποχρέωση πνευματική και οι ίδιοι να εκκλησιάζονται και να εξομολογούν­ται και να κοινωνούν τα άχραντα Μυστήρια και το βαπτισμένο να οδηγούν ορθόδοξα,χριστιανικά. Ο ανάδοχος είναι πνευματικός πα­τέρας και ή ανάδοχος πνευματική μητέρα.
3.Όταν γίνεται το Ιερό μυστήριο του Γάμου, προσεύχεσθε να κυβερνηθή το αν­δρόγυνο από τον Χριστό. Και φροντίστε το πρώτο δώρο να είναι το εικονοστάσι με βυ­ζαντινές εικόνες και το λαδοκόντηλο. Όταν λέει ο Απόστολος «ἡ γυνή ἵνα φοβῆται τον άνδρα» εννοεί «να σέβεται». Είναι κακή συ­νήθεια, να πατάει ή νύφη το πόδι του γαμ­πρού την ώρα αυτή.
4. Πολύ καλή ή συνήθεια, να προσκαλήτε τον ιερέα στο σπίτι σας κάθε 1η ημέρα του Μήνα για να τελέση αγιασμό η ευχέλαιο. Αγιάζεται και φωτίζεται όλο το σπίτι.
5. Πολύ καλή ή συνήθεια, να ζυμώνετε πρόσφορο, καθαρό, σπιτικό, και να γράφετε τα ονόματα των ζώντων και τα ονόματα των κεκοιμημένων για να μνημονεύονται στη Θεία Λειτουργία.
6. Πολύ καλή ή συνήθεια, να κάνετε Θεία Λειτουργία η να μεταλαμβάνετε στην εορτή του Αγίου σας, παίρνοντας την ευλο­γία του.
7. Καλή ή συνήθεια να μένετε αγρυ­πνώντας στο σπίτι του νεκρού, αλλά όχι για να κουβεντιάζετε πράγματα κοσμικά και ανώφελα.Αλλά να διαβάζετε μεγαλοφώνως το Ψαλτή­ρι, όπως κάνουν σε μερικές περιοχές της πατρίδος μας. Οι ψυχές αναπαύονται με πολ­λή προσευχή, με πολλή ελεημοσύνη, με την Θεία Λειτουργία, με τα τρισάγια και τα μνη­μόσυνα.
8. Τίς Κυριακές μην εργάζεσθε. Η Κυ­ριακή είναι ένα μικρό Πάσχα. Εκκλησιασθή­τε. Λειτουργηθήτε. Τα χρήματα της Κυριακής δεν είναι ευλογημένα. Επισκεφθήτε ασθενείς και ορφανά, γεροντάκια, πονεμέ­νους αδελφούς.
9. Η ενορία για σας είναι ή μεγάλη πνευματική οικογένεια, ένα πνευματικό σώ­μα. Με καρδιά τον Ιερό Ναό.Παρακολουθήτε την ζωή της ενορίας, της προσευχής, της αγάπης. Όσο μπορείτε παρακολουθήτε τον Εσπερινό, τον Όρθρο, τα Απόδειπνα, τίς Πα­ρακλήσεις της Παναγίας μας. Η ενορία είναι ο ίδιος ο εαυτός σας, ο εσωτερικός εαυτός σας.
10. Είναι αμαρτία να αφίνετε ένα ετοιμο­θάνατο χωρίς θεία Κοινωνία. Μή σκέπτεσθε ότι θα φοβηθή. Πήτε του νά κοινωνήσης για να πάρης Θεία Χάρι. Ίσως και να γίνης καλά. Πολλοί θεραπεύθηκαν. Η Θεία Κοινωνία είναι «φάρμακο ψυχής και σώματος». Αλλά να ειδοποιήσετε τον Ιερέα νωρίς, πρίν ο ασθενής βαρύνη και δεν έχει πια τις αι­σθήσεις του. Δεν επιτρέπεται να κοινωνήση ένας, που δεν έχει τίς αισθήσεις του.
11. Καλή ή συνήθεια στο σπίτι να υπάρ­χουν όλες οι εικόνες των Αγίων, που φέρουν τα ονόματα τα μέλη της οικογένειας.Οι ορθόδοξες εικόνες είναι οι βυ­ζαντινές εικόνες.
12. Κακή ή συνήθεια, που έχoυν μερικοί αδελφοί μας, να μήν εκκλησιάζονται όταν «μεταστῆ», δηλαδή φύγη από την παρούσα ζωή ένα συγγενικό τους πρόσωπο και πενθούν. Παγί­δα του διαβόλου μεγάλη για να τούς κρατάη αλει­τούργητους.
13. Στην εκκλησία αποφεύγετε να κοιτά­τε περίεργα δεξιά και αριστερά.Συγκεντρώ­νετε τον εαυτό σας στους κατανυκτικούς ύμνους και στην προσευχή:Κύριε Ίησου Χρι­στέ έλέησόν με τόν άμαρτωλόν. .
14. Ποτέ να μή μεταλαμβάνετε, αδελφοί μου, το Άγιο Σώμα και το Τίμιο Αίμα του Κυρίου ακάθαρτοι, χωρίς Θεία Εξομολόγηση. Ακόμη διώξτε την κακή συνήθεια της βιασύνης,ό­ταν τις άγιες ημέρες του Πάσχα και των Χριστουγέννων θα κοινωνήσετε.
15. Κρατάτε τις ευλογημένες νηστείες: Τετάρτη Παρασκευή, Μεγάλης Σαρακοστής, Σαρακοστής των Χριστουγέννων, της Πανα­γίας μας, των Αγίων Αποστόλων και όλες τις άλλες καθορισμένες ημέρες. Και αυτές μόνο όταν το επιτρέπει η υγεία σας. Κρατάτε την ευλογημένη συζυγική εγκράτεια, όπως ορίζει ένας καλός πνευματικός σας οδηγός.
16. Κακή συνήθεια να παίζετε χαρτοπαί­γνια και τυχερά παιχνίδια, χάνοντας τον πο­λύτιμο χρόνο σας και καταστρέφοντας την υγεία σας, την ψυχή σας, ίσως και ολόκληρη την οικογένειά σας.
17. Αμαρτωλή συνήθεια να βλέπετε το φλιτζάνι και τα κατάλοιπα του καφέ και να ακολουθήτε άλλες τέτοιες ανόητες προλήψεις, που κατα­σκαυάζει ο κόσμος με τη συνεργεία και βοήθεια του διαβό­λου.
18. Μεγάλη αμαρτία ή καταφυγή στα μά­για ή στα μέντιουμ, τα εργαστήρια αυτά του σατανά.
19. Μή πιστεύετε στα όνειρα. Τα όνειρα ή «αἱ καθ’ ὕπνους φαντασίαι» που προέρχονται είτε από τον εαυτό μας, είτε από τον διά­βολο, είτε από τον Θεό.Συμβουλεύεσθε τον πνευματικό σας πατέρα και οδηγό.
20. Τα καρναβάλια είναι κατάλοιπα ειδω­λολατρικών εορτών και σαν Ορθόδοξοι Χριστιανοί εμείς δεν έχουμε καμμία απoλύτως σχέση με αυτά, ούτε με μεταμφιέσεις και παραλλαγές του προσώπου και των ρούχων μας.
Ας προσπαθήσουμε, αγαπητοί μου, να βάλουμε και εμείς αρχή πνευματικής ζωής με την αρχή τού Νέου κοσμικού έτους. Με την βοήθεια τού Χριστού μας, του οποίου εορ­τάζουμε την Περιτομή ας πε­ρικόψουμε τίς κακές συνήθειες, τά πάθη και τίς αμαρτίες και ας επαυξήσουμε μέσα μας την αρετή. Καί όπως ουρανοβάμων υπήρξε ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, ουρανοβάμων να γίνη καί ή δική μας ζωή. Αμήν.

Το μήνυμα της περιτομής (1 Ιανουαρίου) Στέργιος Ν. Σάκκος

Στέργιου Ν. Σάκκου, Ομ. καθηγ. Πανεπιστημίου
Το περιεχόμενο της γιορτής
Οκτώ μέρες μετά την γέννηση του Χριστού, την πρώτη του πρώτου μηνός, η Εκκλησία μας γιορτάζει την περιτομή του Χριστού. Μια εβραϊκή τελετουργική διάταξη, την οποία εκπλήρωσε ο Ιησούς, όπως όλοι οι Ισραηλίτες, αλλά η οποία καταργήθηκε με το κήρυγμα του ευαγγελίου, τί νόημα έχει πράγματι να την γιορτάζει η ορθόδοξη καθολική Εκκλησία; Είναι ένα ερώτημα, που αυθόρμητα γεννιέται λίγο – πολύ σε όλους μας -όσοι δεν έχουμε τη βαθειά γνώση των ιερών πραγμάτων.
Βέβαια, υπάρχει η απλή απάντηση, που μπορούμε αμέσως να σκεφθούμε. Με τη γιορτή τιμούμε ένα γεγονός της ζωής του Χριστού, σημαντικό κατά το ότι ανήκει στη θρησκευτική του πολιτεία και κατά το ότι σημαίνει την ώρα της ονομασίας του, τότε πήρε το όνομα Ιησούς και επαληθεύθηκε η προφητεία του αγγέλου ότι ο γιός, που θα γεννήσει η Μαρία θα ονομασθεί έτσι. Όταν αγαπούμε ένα πρόσωπο -πολύ περισσότερο- όταν λατρεύουμε τον Θεό, η κάθε στιγμή της ιστορίας του εύλογα γίνεται αντικείμενο προσοχής και αφορμή ευφροσύνης. Στην Εκκλησία μας, όμως, το κάθε γεγονός του Θεού μεταποιείται σε γεγονός του ανθρώπου κι η κάθε γιορταστική πράξη μεταφέρει τον άνθρωπο στη θεϊκή πράξη. Στη γιορτή της Περιτομής πώς μπορεί να νοηθεί αυτό;
Μήνυμα υπακοής
Οι θεοφώτιστοι πατέρες μας διαπιστώνουν ένα σπουδαίο μήνυμα· το μήνυμα της υπακοής. Ο Χριστός περιτέμνεται, υφίσταται δηλαδή ένα ταπεινωτικό πάθημα, επώδυνο και αποκρουστικό, όπως είναι η περιτομή, για να υπακούσει στο νόμο, νια να δηλώσει υποταγή στο θέλημα του Θεού, έστω κι αν αυτός ο Υιός του Θεού, δεν χρειάζεται ούτε το πάθημα να υποστεί ούτε την υποταγή να δηλώσει. Κι εμείς, οι Χριστιανοί του, μαθαίνουμε ότι έχουμε χρέος να υπακούμε στο νόμο του Θεού, όχι κατά τη λογική μας αλλά κατά την εντολή του, ακόμη κι αν φαίνεται παράδοξη στον κόσμο μας και στις συνήθειές μας. Ο Κύριος μας υπακούοντας κατά πάντα ως άνθρωπος δικαιωματικά μπορούσε να καταργήσει τα του νόμου, και οι πιστοί του μιμούμενοι την υπακοή του χαρισματικά μπορούμε να ελευθερωθούμε από την αμαρτία. Έτσι ψάλλει ο υμνωδός·«Ουκ επησχύνθη ο πανάγαθος Θεός, της σαρκός την περιτομήν αποτμηθήναι· αλλ’ έδωκεν εαυτόν, τύπον και υπογραμμόν, πάσι προς σωτηρίαν» (ιδιόμελο του Εσπερινού).
Σφραγίδα του Θεού
Εν τούτοις, η ίδια η ιστορία του γεγονότος της περιτομής, όταν θεωρηθεί κατά το πνεύμα της, αποκαλύπτει μια υψηλή πνευματική απάντηση στο ερώτημά μας, γιατί γιορτάζουμε την Περιτομή. Με την τελετουργία αύτη όρισε ο Θεός στον Αβραάμ κατά τη διαθήκη και τη συμφωνία, που συνήψε μαζί του, έβαλε ένα ορατό και ανεξάλειπτο σημάδι πάνω στο ίδιο το σώμα των πιστών του, για να τους θυμίζει διαρκώς τη σχέση τους με τον Κύριό τους. Όπως εκείνος, που θέλει να ασφαλίσει την περιουσία του βάζει την προσωπική του σφραγίδα, ένα δικό του σημάδι πάνω σε όσα του ανήκουν, έτσι ο Θεός σημάδεψε τον περιούσιο λαό του με την περιτομή, για να δείξει σ’ αυτόν και στους άλλους λαούς ότι είναι ιδιοκτησία του. Φανερώνει, λοιπόν, η περιτομή παρουσία Θεού, δηλώνει υπακοή του ανθρώπου και προϋποθέτει πίστη, σύνδεσμο απόλυτης εμπιστοσύνης μεταξύ Κυρίου και πιστού. Αυτές οι άγιες έννοιες δεν ήταν δυνατόν να καταργηθούν με την κατάργηση του τύπου.
Αχειροποίητος περιτομή
Η εβραϊκή περιτομή έπαυσε να ισχύει για την Εκκλησία του Χριστού. Από τη στιγμή, που περιετμήθη ο Χριστός, όλοι οι Χριστιανοί, που είμαστε μέλη Του είμαστε πλέον περιτμημένοι εν τω ονό­ματι Του και η περιτομή ως σημάδι πάνω στη σάρκα μας δεν μας χρειάζεται. Μας χρειάζεται, όμως, η αχειροποίητη περιτομή, ως συνείδηση και ως βίωμα μέσα στην κάρδια μας, ως γεγονός μέσα στο είναι μας. Μας χρειάζεται μια νοοτροπία, που θα κόβει και θα διώχνει μακριά μας το θέλημα του κόσμου και θα κρατά ζωντανό στη ζωή μας το θέλημα του Θεού. Αυτή την αχειροποίητη περιτομή την παίρνουμε με τα μυστήρια του βαπτίσματος και του χρίσματος και την ανανεώνουμε με το μυστήριο της μετανοίας και της εξομολογήσεως. Σ’ αυτά τα μυστήρια ο καθένας μας κάνει μια συμφωνία με τον Θεό, συνάπτει μια διαθήκη· δηλώνει δούλος του Κυρίου και ο Κύριος τον σφραγίζει με τη χάρη του, για να είναι δικός του, ομολογεί υποταγή και δέχεται υιοθεσία, αποτάσσεται τον σατανά και συντάσσεται με τον Χριστό.
Γνώρισμα του χριστιανού
Ζούμε, λοιπόν, και σήμερα μέσα στην Εκκλησία την περιτομή μας γιορτάζοντας την περιτομή του Χριστού. Ανανεώνουμε την απόφασή μας να ανήκουμε στον Κύριο και να τηρούμε τους όρους της σχέσεώς μας μαζί τού. Η συναίσθηση ότι είμαστε κτήμα Του και περιουσία Του μας βοηθά να κρατούμε καθαρό τον εαυτό μας από τα αντίθεα και αντίχριστα μιάσματα. Η πεποίθηση ότι είμαστε εκούσιοι δούλοι Του μας σπρώχνει να κάνουμε αβίαστα το θέλημά Του. Έτσι νιώθουμε ότι μας αναγνωρίζει και εκείνος για δικούς Του και βιώνουμε την προστασία και την παρηγοριά Του κάθε στιγμή. Αλλά έτσι μας γνωρίζει και ο κόσμος για δούλους Χριστού, για παιδιά του Θεού και της Εκκλησίας και μας ξεχωρίζει. Χωρίς να έχουμε πάνω μας το σημάδι της εβραϊκής περιτομής, σημαδευόμαστε από την περιτομή των παθών, από την αποκοπή των κακών, από την εκκοπή του φίλαυτου και εγωιστικού μας θελήματος. Κι αν δεν γίνεται αυτό ποτέ στην εντέλεια για την ανθρώπινη αδυναμία μας, ευλογείται, όμως, πάντοτε η διάθεση και η προσπάθειά μας από τη θεία χάρη.
Μια πολύ ωραία παράσταση του περιτμημένου Χριστιανού μπορούμε να διακρίνουμε σε ένα λόγο του αποστόλου Παύλου, που γράφει προς τον Τιμόθεο μιλώντας για εκείνους, που θέλουν να μείνουν του Κυρίου και δεν παρασύρονται από πλάνες διδασκαλίες. Ο πιστός παρομοιάζεται σαν ένα ασάλευτο αγκωνάρι, που έχει γραμμένο στη μια πλευρά του τον αφορισμό· «Γνωρίζει πολύ καλά ο Κύριος τους δικούς του» και στην άλλη πλευρά την προτροπή· «Μακριά από την αδικία όποιος αναγνωρίζει τον Κύριο!». Είναι ακριβώς οι δυο όψεις του γεγονότος της Περιτομής, που απηχούν και το νόημα της· να είμαστε του Θεού και να είναι ο Θεός δικός μας! Αποτελεί ίσως την καλλίτερη ευχή και την καταλληλότερη προσευχή για την καινούργια χρονιά, που έκανε και πάλι την αρχή της με τη γιορτή της Περιτομής.
ΠΗΓΗ.vatopaidi.wordpress.com

Η περιτομή του Κυρίου π. Γεώργιος Παπαθεοδώρου


Κάθε πρώτη Ιανουαρίου η Εκκλησία μας γιορτάζει και τα ημερολόγια γράφουν «Περιτομή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Ομολογουμένως λίγα γνωρίζουμε ως χριστιανοί γι’ αυτή τη γιορτή. Ας καταθέσουμε λίγες απλές σκέψεις μας σε στυλ τούτη τη φορά ερωταπαντήσεων, για χάρη συντομίας. Τι ήταν η περιτομή;Όταν το παιδί συμπλήρωνε τις οκτώ μέρες από τη γέννησή του, οι Ιουδαίοι, το έφερναν στον εντεταλμένο της Ιουδαϊκής θρησκείας και με κοφτερή πέτρα ή με χαλύβδινο μαχαίρι το «μοέλ» έκοβαν την πόσθη του ανδρικού γεννητικού οργάνου. Αυτό συνέβη και στον Ιησού, περιετμήθη κι Αυτός οκτώ μέρες μετά την γέννησή Του κι έλαβε το όνομα Ιησούς.(Λουκ. 2, 5). Ιησούς είναι ελληνικός όρος από το Εβραϊκό Γεσούα. Είναι το αυτό με το όνομα «Εμμανουήλ» που αναφέρει ο Ησαΐας, και σημαίνει «ο Θεός είναι μαζί μας».Σε ποιον δόθηκε η εντολή αυτή της περιτομής;Στον Αβραάμ ο Θεός είπε: «Θα διατηρήσεις αυτή τη διαθήκη, τη συμφωνία, εσύ και το σπέρμα σου, κάθε αρσενικός απόγονός σου, θα ππεριτέμνεται στην ηλικία των οκτώ ημερών από την ημέρα της γέννησής του» (Γεν. 17, 10). Και αυτό τηρήθηκε απ’ όλους τους Ιουδαίους και τηρείται ως σήμερα. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως περιτέμνονταν και οι Αιγύπτιοι και οι Αιθίοπες. Σήμερα και οι Μωαμεθανοί. Γιατί δόθηκε αυτή η εντολή;Ήταν μια προσφορά του παιδιού στο Θεό. Από εκείνη τη στιγμή το παιδί σήμαινε πως ανήκε στο Θεό. Ήταν μια υπενθύμιση πως ο Ιουδαίος όφειλε να διαφέρει απ’ όλους τους άλλους και στην πίστη και να μην προσκυνά τα είδωλα των γειτονικών λαών. Είχε δοθεί και για λόγους υγιεινής, για πρόληψη ασθενειών και μολύνσεων. Οι Ιουδαίοι ήταν περιπλανώμενος λαός και λαός που δεν τον χαρακτήριζε η προσήλωσή του στην καθαριότητα. Γιατί η περιτομή αφορούσε τη χώρα των γεννητικών οργάνων;Πρώτα γιατί έκοπταν ένα ευτελές σαρκίο κι έπειτα γιατί, αιτία του κατακλυσμού και της καταστροφής των Σοδόμων και Γομόρας ήταν η ακράτεια της γενετήσιας ορμής. Σαρκολάτρες ήταν οι συμπολίτες του Νώε και ομοφυλόφιλοι οι κάτοικοι των Σοδόμων και Γομόρων.Όρισε ο Θεός, η περιτομή να γίνεται στη χώρα των γεννητικών οργάνων, γιατί σ’ αυτά χρειαζόταν και χρειάζεται ένας κάποιος περιορισμός και αρκετή εγκράτεια.- Γιατί περιετμήθη ο Χριστός;Υπάκουσε κι αυτός στο έθος της εποχής, στο Μωσαϊκό νόμο! Ό,τι περιετμήθη είναι δείγμα πως ήταν Ιουδαίος, δικός τους κι όχι εθνικός ή Σαμαρείτης. Δυστυχώς, αν και δικός τους οι δικοί του δεν τον δέχτηκαν, τον θανάτωσαν!- Γιατί δεν κάνουμε κι εμείς περιτομή σήμερα;Αντιμετωπίστηκε αυτό το σοβαρό πρόβλημα, αρχικά στην πρώτη Εκκλησία. Αναρωτήθηκαν και οι Απόστολοι αν θα πρέπει όλοι οι Χριστιανοί, δεδομένου ό,τι προέρχονταν και από τον ειδωλολατρικό κόσμο, να περιτέμνονται ή όχι. Και λύθηκε με δημοκρατικό και διαλογικό τρόπο στην Αποστολική Σύνοδο των Ιεροσολύμων, με την επίκληση του Αγίου Πνεύματος.Για μας περιτομή, δείγμα της αφοσίωσής μας στο Θεό, είναι το Βάπτισμα. Με το Βάπτισμα παύουμε να είμαστε «τέκνα σώματος» γινόμαστε «τέκνα της Βασιλείας του Θεού».Προσπαθώντας να θέσω έναν επίλογο σ’ αυτό μας το άρθρο κλείνω γράφοντας τα εξής: Υποδεχόμαστε έναν καινούριο χρόνο.Μακάρι, όλοι μας μέσα στο νέο χρόνο να περιτέμνουμε τα πάθη μας και οι συνάνθρωποί μας κι εμείς οι ίδιοι να περιτέμνουμε, να περιορίσουμε τη σαρκική μας ακράτεια. Ροζ τηλέφωνα, αμαρτωλές συζεύξεις, ανώμαλες καταστάσεις, ηδονοβλεψίες των βίντεο και των κομπιούτερ, εξωσυζυγικές ή προγαμιαίες σχέσεις και πάει λέγοντας! …;Μακάρι «πάσας τας σαρκικάς επιθυμίας» αφού καταπατήσουμε, «πνευματική πολιτεία» να ζήσουμε όλες τις 365 μέρες του χρόνου. Πιο καθαροί, πιο αγνοί, πιο τίμιοι από χθες, φέτος‡ για να ζήσει η οικογένεια που κλυδωνίζεται από τα ολοένα αυξανόμενα διαζύγια, για να ζήσουμε όλοι μας Αμήν
Γράφει: οπρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Παπαθεοδώρου

Αρχή του νέου έτους - Ή αξία του χρόνου

Αρχή του νέου έτους
Ή αξία του χρόνου
(ό αριθμός 8.760)



ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ της 31 ης Δεκεμβρίου, όταν το ρολόι χτυπά 12 ακριβώς, ένα έτος —με τις πίκρες και τις χαρές του— σβήνει, και ένα νέο έτος ανατέλλει. Το παλαιό ανήκει πλέον στην Ιστορία. Οι 365 ήμερες του έχουν περάσει!

Το σκεφθήκατε, αγαπητοί μου, αυτό; Τι πράξαμε κατά το διάστημα των 365 ήμερων; Είμεθα χρεωμένοι γι' αυτές. Για να δώσω μια ιδέα της ευθύνης πού έχουμε για το χρόνο πού περνάει, θα φέρω μια εικόνα, ένα παράδειγμα θα μιλήσω παραβολικούς.

Ένας βασιλιάς είχε πολλούς υπηκόους. Επειδή τους αγαπούσε, μια μέρα έκανε σε όλους από ένα δώρο. Τους έδωσε ως μποναμά από ένα πουγκί γεμάτο χρυσά νομίσματα. Το πήραν οι άνθρωποι, το άνοιξαν, κι άρχισαν να μετράνε τα νομίσματα. Μετρούσαν, μετρούσαν... Όλοι βρήκαν το ίδιο μέσα στο πουγκί του καθενός υπήρχαν 8.760 χρυσά νομίσματα, 8.760 λίρες! Μεγάλο το ποσό. Το έδωσε ό βασιλιάς από καλοσύνη, για να το χρησιμοποιήσουν για το καλό το δικό τους και των άλλων. Άλλ' αυτοί Τι έκαναν μπορείτε να φαντασθείτε; Αντί με τα χρήματα αυτά να βοηθήσουν το σπίτι τους και την κοινωνία, πήραν το πουγκί, πήγαν κοντά στο ποτάμι, το άνοιξαν και άρχισαν να πετάνε μία - μία τις λίρες μέσα στο νερό. Όλες τις λίρες τις πέταξαν στο ποτάμι! "Αν ήταν κάποιος εκεί και τους έβλεπε, Τι θα 'λεγε; Ότι αυτοί τρελλάθηκαν.

Αύτη είναι ή παραβολή, αγαπητοί μου. Ποιος είναι ό βασιλιάς αυτός; είναι ό Θεός. Ποιοι είναι οΐ άμυαλοι υπήκοοι; Εμείς. Και ποιος είναι αυτός ό αριθμός 8.760; Πιάστε μολύβι, κάντε ένα πολλαπλασιασμό και θα το βρείτε. Κάθε ημερονύκτιο πού περνάει έχει 24 ώρες, και όλος ό χρόνος έχει 365 ήμερες. Οι 365 ήμερες επί24 ώρες μας κάνουν 8.760 ώρες τόσες ώρες έχει· όλο το έτος. Από την 1η Ιανουαρίου του παλαιού έτους μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου πέρασαν, αγαπητοί μου, 8.760 ώρες. Μέσα στο διάστημα αυτό Τι κάναμε; Τις αξιοποιήσαμε; Η μοιάζουμε μ' αυτούς πού πέταξαν στο ποτάμι όλες τις λίρες τους; Κάντε μια έρευνα στον εαυτό σας, έναν υπολογισμό.

8.760 ώρες! Μεταξύ των ωρών αυτών υπάρχουν ώρες πού αφιερώσατε σε ακρόαση του θείου λόγου και σε μελέτη της αγίας Γραφής; Υπήρξαν ώρες πού τρέξατε ν' ακούσετε το θείο κήρυγμα και ώρες πού ανοίξατε το Ευαγγέλιο; Αν υπάρχουν, είστε μακάριοι. Έτσι αρχίζει το Ψαλτήρι «Μακάριος», λέει, καλότυχος κ' ευτυχισμένος ποιος είναι; αυτός πού έχει λεφτά, πολυκατοικίες και επιχειρήσεις λιμουζίνες, διασκεδάσεις; «Μακάριος», λέει, ό άνθρωπος, «ός ουκ έπορεύθη εν βουλή άσεβων. .. άλλ' ή εν τω νόμο Κυρίου το θέλημα αυτού, και εν τω νόμο αυτού μελετήσει ημέρας και νυκτός» (Ψαλμ. 1,1-2). Μακάριος όποιος παίρνει στα χέρια του τη Γραφή και τη διαβάζει. Σάς ερωτώ λοιπόν τον περασμένο χρόνο ό άγγελος σας, σας είδε να κρατάτε στα χέρια το Ευαγγέλιο να διαβάζετε; ό Χριστός ό ίδιος λέει «Μακάριοι οι άκούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν» (Λουκ. 11,28).

Πέρασαν 8.760 ώρες. Σάς ερωτώ· Μέσα σ' αυτές υπήρχε καμιά ώρα πού αφιερώσατε σε προσευχή;

Στα παλαιά τα χρόνια οι Χριστιανοί διέθεταν ώρες ολόκληρες για προσευχή. Τώρα; Υπάρχει ώρα πού ό άγγελος σας βλέπει γονατισμένους να προσεύχεστε στο Θεό; "Ω αν ξέραμε Τι δύναμις είναι ή προσευχή και Τι χάνουμε πού δεν προσευχόμεθα! Πόσα άλυτα προβλήματα (προσωπικά, οικογενειακά, επαγγελματικά κ.ά.) θα είχαμε λύσει αν χρησιμοποιούσαμε το κλειδί αυτό πού μας σας δίνει ό Θεός! Πόση παρηγοριά έχει ή ώρα πού

λες- Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, δια πρεσβειών της Θεοτόκου και των αγίων ελέησον με! Πέρασαν 8.760 ώρες. Μέσα σ' αυτές είχες κάποια ώρα και ήμερα νηστείας; Ορισμένες ήμερες, όπως ή Τετάρτη, ή Παρασκευή, ή Μεγάλη Παρασκευή, ό άνθρωπος πρέπει να νηστεύει. Ένας πολιτικός μας έκανε περιοδεία σε χωριά, κι όταν επέστρεψε στην έδρα του εκαυχάτο —Δεκαπέντε μέρες περιόδευσα δεκαπέντε χωριά· και κάθε μέρα είχα σφαχτό κρέας... Και ένας χωριάτης, τσοπάνος, τον ρωτά.

—Καλά, υψηλότατε, μέσα σε δεκαπέντε μέρες δεν υπήρχε καμία Τετάρτη, καμία Παρασκευή;

Όλες Πάσχα ήτανε;.
..

Έτσι μερικοί σβήσανε τις ήμερες της νηστείας· και τη Μεγάλη Παρασκευή ακόμη καταλύουν. Ό διάβολος πήρε γομολάστιχα και τα 'σβησε όλα αυτά.

Πέρασαν 8.760 ώρες! Σάς ερωτώ μέσα σ' αυτές υπάρχει μια ώρα μετανοίας και εξομολογήσεως; είναι ώρα ευλογημένη, ώρα πού βάζεις τον διάβολο κάτω και τον πατάς. είναι ώρα πού επάνω στον ουρανό παιανίζει ή μουσική των αγγέλων. είναι ή ώρα πού γονατίζεις μπροστά στον πνευματικό και ανοίγεις το στόμα σου όχι να κατηγορήσεις και να κατακρίνεις άλλον, άλλα για να πεις· Ήμαρτον, Θεέ μου, συχώρεσε με!... Και έχεις να πεις πολλά αμαρτήματα. Εξοικονόμησες μια ώρα να πάς στον εξομολόγο ν' ανοίξεις την καρδιά σου, να κλάψεις και να πεις «Ό Θεός, ίλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» και «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου» (Λουκ.18,13123,42); Το έκανες αυτό τον περασμένο χρόνο;

Πέρασαν 8.760 ώρες. Μήπως λησμόνησες μια άλλη ώρα, ώρα χρυσή; είναι ή ώρα της ελεημοσύνης. Άνοιξες το χέρι σου και έδωσες κρυφά, μυστικά, με την καρδιά σου, κάτι από τον κόπο και τον ιδρώτα σου σε ένα δυστυχισμένο άνθρωπο; Χέρι πού σκορπάει το καλό, είναι χέρι Θεού, είναι χέρι Χριστού.

Πέρασαν 8.760 ώρες. Μέσα σ' αυτές υπήρχε άραγε και ή κορυφαία ώρα, ή ώρα της θείας κοινωνίας; είναι ή ώρα πού μετανοημένος, εξομολογημένος, καθαρισμένος, αφού έχεις αγαπηθεί με τον εχθρό σου και με το δάκρυ του ληστού στα μάτια σου έρχεσαι εμπρός στην ωραία πύλη και κοινωνείς των αχράντων μυστηρίων. «Λάβετε φάγετε...» (Ματθ. 26,26). Ή ώρα αυτή δεν συγκρίνεται· δεν πωλείται, δεν αγοράζεται. είναι υπεράνω όλων των ωρών.

Υπάρχουν λοιπόν τέτοιες ώρες; Σάς ερωτώ αδέρφια μου, ερωτώ πρώτο τον εαυτό μου. Δεν έχουμε δυστυχώς τέτοιες ώρες. Οι ώρες μας είναι ώρες αμαρτίας, ώρες διαβόλου- μόνο ώρες Θεού δεν είναι. Σπαταλούμαι το χρόνο, σαν αυτούς πού πέταξαν τις λίρες στο ποτάμι.

Είμαστε αδικαιολόγητοι. Το Ευαγγέλιο λέει, ότι οί κάτοικοι των Ιεροσολύμων στην εποχή του Χριστού είχαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Όταν άκουσαν, ότι παρουσιάστηκε κήρυκας και έξομολόγος, ό Ιωάννης ό Πρόδρομος, έκλεισαν τα μαγαζιά τους, πήραν τα παιδιά τους, βάδισαν χιλιόμετρα, πέρασαν τον Ιορδάνη, κ' έφθασαν στην έρημο, για ν' ακούσουν το κήρυγμα και να εξομολογηθούν τα αμαρτήματα τους. και εξομολογούντο όλοι «εν τω Ιορδάνη ποταμω» (Μαρκ. 1,5). Σήμερα πολλοί λεγόμενοι Χριστιανοί αδιαφορούν. Ακούνε την καμπάνα και δεν τρέχουν στην εκκλησία. Άλλοτε, όταν δεν είχαν έξομολόγο στο μέρος τους, πήγαιναν στο Αγιον Όρος, εύρισκαν πνευματικό και εξομολογούντο. Ποιος πάει τώρα στο Αγιον Όρος να εξομολογηθεί;

8.760 ώρες έχει το έτος και 68 ώρες έχει ή εβδομάδα. Χριστιανέ μου, αφιέρωσε στο Θεό μία ώρα την εβδομάδα και έλα στην εκκλησία! Ώρες ολόκληρες διαθέτεις άλλου· για το Θεό τίποτα; Τον ξεχάσαμε. Είμαστε γενεά μοιχαλίς, δέντρα άκαρπα κατάλληλα μόνο για τη φωτιά. Το λέει ό Ιωάννης ό Βαπτιστής· «Πάν δένδρο μη ποιούν καρπό καλόν εκκόπτεται και εις το πυρ βάλλεται» (Ματθ. 7,19).

Τι πρέπει να κάνουμε; Έμενα ρωτάτε; Ρωτήστε τον Ιωάννη. Τι λέει ό Ιωάννης; Μια λέξη, ένα κλειδί μας δίνει· «Μετανοείτε» (Ματθ. 3,2), δηλαδή αλλάξτε μυαλό, αλλάξτε δρομολόγιο, γιατί όπως πάτε θα βρεθείτε στο γκρεμό, στην κόλαση. Αλλάξτε πρόγραμμα, αξιοποιήστε το χρόνο πού χαρίζει ό Θεός, μη τον σπαταλάτε.

"Αν μπορούσαμε, αγαπητοί μου, ν' ακούσουμε Τι ζητούν οί κολασμένοι στον αδη, ξέρετε Τι θέλουν; Μια στιγμή, ένα δευτερόλεπτο, να ξαναγύριζαν στη ζωή, για να πουν «Ήμαρτον» και «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου» (Λουκ. 15,18,21· 23,42). Γι' αυτό εμείς μη χάνουμε καιρό. Ας συναισθανθούμε Τι χάσαμε, ας μετανοήσουμε, ας κλάψουμε. Και στο έξης να προσπαθήσουμε όλες οί ώρες ν' αξιοποιηθούν. Να δώσουμε υπόσχεση στο Θεό, εφέτος να μην κερδίσει ό διάβολος ούτε μία ώρα. Όλες οί ώρες, όλες οί μέρες, όλες οί βδομάδες, όλη ή ζωή μας νά είναι κοντά στο Θεό, κοντά στους αγγέλους, κοντά στην Παναγιά, για να 'χουμε την ευλογία του Χριστού εις αιώνας αιώνων αμήν.



Επίσκοπος Αυγουστίνος

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία, ή οποία έγινε στον Ιερό. ναό Άγιας Μαρκέλλας Βοτανικού - Αθηνών την 31-12-1961

Καταγραφή και σύντμησης 1-1-2005

ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ-ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Απόστολος: Κολοσ. β΄ 8-12
Ευαγγέλιο: Λουκ. β΄20-21, 40-52

Οκτώ μέρες μετά τη γέννηση του Χριστού, την πρώτη του πρώτου μηνός, η Εκκλησία μας γιορτάζει την περιτομή του Χριστού. Μια εβραϊκή τελετουργική διάταξη, την οποία εκπλήρωσε ο Ιησούς, όπως όλοι οι Ισραηλίτες, αλλά η οποία καταργήθηκε με το κήρυγμα του ευαγγελίου, τι νόημα έχει πράγματι να την γιορτάζει η ορθόδοξη καθολική Εκκλησία; Είναι ένα ερώτημα, όπου αυθόρμητα γεννιέται λίγο – πολύ σε όλους μας – όσοι δεν έχουμε τη βαθειά γνώση των ιερών πραγμάτων.
Βέβαια, υπάρχει η απλή απάντηση, που μπορούμε αμέσως να σκεφτούμε. Με τη γιορτή τιμούμε, ένα γεγονός της ζωής του Χριστού, σημαντικό κατά το ότι ανήκει στη θρησκευτική του πολιτεία και κατά το ότι σημαίνει την ώρα της ονομασίας του, τότε πήρε το όνομα Ιησούς και επαληθεύτηκε η προφητεία του αγγέλου ότι ο γιος, που θα γεννήσει η Μαρία θα ονομαστεί έτσι. Όταν αγαπούμε ένα πρόσωπο – πολύ περισσότερο – όταν λατρεύουμε τον Θεό, η κάθε στιγμή της ιστορίας του εύλογα γίνεται αντικείμενο προσοχής και αφορμή ευφροσύνης. Στην Εκκλησία μας, όμως, το κάθε γεγονός του Θεού μεταποιείται σε γεγονός του ανθρώπου κι η κάθε γιορταστική πράξη μεταφέρει τον άνθρωπο στη θεϊκή πράξη. Στη γιορτή της Περιτομής πως μπορεί να νοηθεί αυτό;
Οι θεοφώτιστοι πατέρες μας διαπιστώνουν ένα σπουδαίο μήνυμα, το μήνυμα της υπακοής. Ο Χριστός περιτέμνεται, υφίσταται δηλαδή ένα ταπεινωτικό πάθημα, επώδυνο και αποκρουστικό, όπως είναι η περιτομή, για να υπακούσει στο νόμο, για να δηλώσει υποταγή στο θέλημα του Θεού, έστω κι αν ο Υιός του Θεού, δεν χρειάζεται ούτε το πάθημα να υποστεί ούτε την υποταγή να δηλώσει. Κι εμείς, οι Χριστιανοί του, μαθαίνουμε ότι έχουμε χρέος να υπακούμε στο νόμο του Θεού, όχι κατά τη λογική μας αλλά κατά την εντολή του, ακόμη κι αν φαίνεται παράδοξη στον κόσμο μας και στις συνήθειες μας. Ο Κύριος μας υπακούοντας κατά πάντα ως άνθρωπος δικαιωματικά μπορούσε να καταργήσει τα του νόμου, και οι πιστοί του μιμούμενοι την υπακοή του χαρισματικά μπορούμε να ελευθερωθούμε από την αμαρτία. Έτσι ψάλλει ο υμνωδός, «Ουκ επησχύνθη ο πανάγαθος Θεός, της σαρκός την περιτομήν αποτμηθήναι, αλλ’ έδωκεν εαυτόν, τύπον και υπογραμμόν, πάσι προς σωτηρίαν « (ιδιόμελο του Εσπερινού).
Εν τούτοις, η ίδια η ιστορία του γεγονότος της περιτομής, όταν θεωρηθεί κατά το πνεύμα της, αποκαλύπτει μια υψηλή πνευματική απάντηση στο ερώτημα μας, γιατί γιορτάζουμε την Περιτομή. Με την τελετουργία αυτή όρισε ο Θεός στον Αβραάμ κατά τη διαθήκη και τη συμφωνία, που συνήψε μαζί του, έβαλε ένα ορατό και ανεξάλειπτο σημάδι πάνω στο ίδιο το σώμα των πιστών του, για να τους θυμίζει διαρκώς τη σχέση τους με τον Κύριό τους. Όπως εκείνος, που θέλει να ασφαλίσει την περιουσία του βάζει την προσωπική του σφραγίδα, ένα δικό του σημάδι πάνω σε όσα του ανήκουν, έτσι ο Θεός σημάδεψε τον περιούσιο λαό του με την περιτομή, για να δείξει σ’ αυτόν και στους άλλους λαούς ότι είναι ιδιοκτησία του. Φανερώνει, λοιπόν, η περιτομή παρουσία Θεού, δηλώνει υπακοή του ανθρώπου και προϋποθέτει πίστη, σύνδεσμο απόλυτης εμπιστοσύνης μεταξύ Κυρίου και πιστού. Αυτές οι άγιες έννοιες δεν ήταν δυνατόν να καταργηθούν με την κατάργηση του τύπου.
Η εβραϊκή περιτομή έπαυσε να ισχύει για την Εκκλησία του Χριστού. Από τη στιγμή, που περιετμήθη ο Χριστός, όλοι οι Χριστιανοί, που είμαστε μέλη Του είμαστε πλέον περιτμημένοι εν τω ονόματι Του και η περιτομή ως σημάδι πάνω στη σάρκα μας δεν μας χρειάζεται. Μας χρειάζεται, όμως η αχειροποίητη περιτομή, ως συνείδηση και ως βίωμα μέσα στην καρδιά μας, ως γεγονός μέσα στο είναι μας. Μας χρειάζεται μια νοοτροπία, που θα κόβει και θα διώχνει μακριά μας το θέλημα του κόσμου και θα κρατά ζωντανό στη ζωή μας το θέλημα του Θεού. Αυτή την αχειροποίητη περιτομή την παίρνουμε με τα μυστήρια του βαπτίσματος και του χρίσματος και την ανανεώνουμε με το μυστήριο της μετάνοιας και της εξομολογήσεως. Σ’ αυτά τα μυστήρια ο καθένας μας κάνει μια συμφωνία με το Θεό, συνάπτει μια διαθήκη, δηλώνει δούλος του Κυρίου και ο Κύριος τον σφραγίζει με τη χάρη του, για να είναι δικός του, ομολογεί υποταγή και δέχεται υιοθεσία, αποτάσσεται τον σατανά και συντάσσεται με τον Χριστό.
Ζούμε, λοιπόν, και σήμερα, μέσα στην Εκκλησία την περιτομή μας γιορτάζοντας την περιτομή του Χριστού. Ανανεώνουμε την απόφαση μας να ανήκουμε στον Κύριο και να τηρούμε τους όρους της σχέσεως μας μαζί του. Η συναίσθηση ότι είμαστε κτήμα Του και περιουσία Του μας βοηθά να κρατούμε καθαρό τον εαυτό μας από τα αντίθετα και αντίχριστα μιάσματα. Η πεποίθηση ότι είμαστε εκούσιοι δούλοι Του μας σπρώχνει να κάνουμε αβίαστα το θέλημά Του. Έτσι νιώθουμε ότι μας αναγνωρίζει και εκείνος για δικούς Του και βιώνουμε την προστασία και την παρηγοριά Του κάθε στιγμή. Αλλά έτσι μας γνωρίζει και ο κόσμος για δούλους Χριστού, για παιδιά του Θεού και της Εκκλησίας και μας ξεχωρίζει. Χωρίς να έχουμε πάνω μας το σημάδι της εβραϊκής περιτομής, σημαδευόμαστε από την περιτομή των παθών, από την αποκοπή των κακών, από την εκκοπή του φίλαυτου και εγωιστικού μας θελήματος. Κι αν δεν γίνεται αυτό ποτέ στην εντέλεια για την ανθρώπινη αδυναμία μας, ευλογείται, όμως πάντοτε η διάθεση και η προσπάθεια μας από τη θεία χάρη.
Μια πολύ ωραία παράσταση του περιτμημένου Χριστιανού μπορούμε να διακρίνουμε σε ένα λόγο του αποστόλου Παύλου, που γράφει προς τον Τιμόθεο μιλώντας για εκείνους, που θέλουν να ανήκουν στο Κύριο και δεν παρασύρονται από πλάνες διδασκαλίες. Ο πιστός παρομοιάζετε σαν ένα ασάλευτο αγκωνάρι, που έχει γραμμένο στη μια πλευρά του τον αφορισμό. «Γνωρίζει πολύ καλά ο Κύριος τους δικούς του» και στην άλλη πλευρά την προτροπή, «Μακριά από την αδικία όποιος αναγνωρίζει τον Κύριο»! Είναι ακριβώς οι δυο όψεις του γεγονότος της Περιτομής, που απηχούν και το νόημα της, να είμαστε του Θεού και να είναι ο Θεός δικός μας! Αποτελεί ίσως την καλλίτερη ευχή και την καταλληλότερη προσευχή για την καινούργια χρονιά, που έκανε και πάλι την αρχή της, με τη γιορτή της Περιτομής.

Γιώργος Σαββίδης

ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, Αποστ. ανάγνωσμα: Κολοσσαείς 2, 8-12 (1-1-2012) -Ιερά Μητρόπολις Κωνσταντίας και Αμμοχώστου

Σήμερα, την πρώτη Ιανουαρίου, η Εκκλησία μας εορτάζει την κατά σάρκα περιτομή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και τη μνήμη του αγίου Βασιλείου, αρχιεπισκόπου Καισαρείας της Καππαδοκίας, του μεγάλου και ουρανοφάντορος. Η Εκκλησία μας εκλέγει τις αγιογραφικές περικοπές έτσι ώστε το περιεχόμενό τους να έχει σχέση με το ιερό πρόσωπο ή με το θείο γεγονός που εορτάζεται. To περιεχόμενο της σημερινής περικοπής του Αποστόλου ανταποκρίνεται τόσο στο πρόσωπο του αγίου Βασιλείου όσο και στο γεγονός της περιτομής του Κυρίου.
Το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα είναι παρμένο από την προς Κολοσσαείς επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Ενόσω ο Απόστολος των εθνών βρισκόταν στην Έφεσο, κατήχησε στη χριστιανική πίστη τον Επαφρά. Στη συνέχεια ο τελευταίος πήγε στην πατρίδα του, τις Κολοσσές, όπου κήρυξε το ευαγγέλιο και ίδρυσε την εκεί Εκκλησία. Όταν κάποια αιρετική διδασκαλία άρχισε να διαδίδεται στις Κολοσσές, ο Επαφράς ζήτησε για την καταπολέμησή της τη βοήθεια του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος και γράφει την επιστολή αυτή, αν και δεν γνωρίζει προσωπικά τους παραλήπτες της.
Κεντρικά θέματα της επιστολής είναι πρώτον η υπεροχή και κυριότητα του Χριστού πάνω σ’ όλη τη κτίση, δεύτερον το ασυμβίβαστο της αιρετικής φιλοσοφίας προς το Ευαγγέλιο και τέλος η αλήθεια ότι η ζωή των πιστών είναι γεμάτη καρπούς και αποτελεί έκφραση της συνταφής και συνανάστασής τους μαζί με το Χριστό.
Η συγκεκριμένη αποστολική περικοπή ξεκινά με τη σαφή επισήμανση του κινδύνου της αιρέσεως: «Βλέπετε μη τις υμάς έσται ο συλαγωγών», δηλαδή προσέχετε, μήπως κάποιος σαν ύπουλος κλέπτης ή εχθρός που επιτίθεται σιγά - σιγά, σας αρπάξει σαν λεία και σας οδηγήσει από την αλήθεια στη δουλεία της πλάνης.
Στη συνέχεια, ο θείος Απόστολος αναφέρει ξεκάθαρα το μέσο με το οποίο ο εχθρός προσπαθεί να τους εξαπατήσει: «δια της φιλοσοφίας». Ενώ στην αρχαία εποχή η λέξη «φιλοσοφία» αναφερόταν κυρίως σε μια προσπάθεια γνώσης των όντων και σε μια έρευνα για τις αρχές και τα αίτια των πραγμάτων του κόσμου, στους ελληνιστικούς χρόνους η λέξη πήρε περισσότερο θρησκευτική σημασία και συνδέθηκε με την προσπάθεια του ανθρώπου για την απόκτηση της αρετής. Κατά συνέπεια, τα φιλοσοφικά κινήματα της εποχής ισχυρίζονταν ότι είχαν τόσο τη θεωρητική γνώση, που τους δόθηκε μάλιστα μυστικά, όσο και διάφορους ηθικούς κανόνες που ρυθμίζουν την καθημερινή ζωή. Έτσι λοιπόν και η αιρετική διδασκαλία στις Κολοσσές διεκδικούσε για τον εαυτό της το χαρακτηρισμό της «φιλοσοφίας», δηλαδή της ανώτερης γνώσεως και κατοχής διδασκαλιών περί Θεού, κόσμου και ανθρώπου. Ο Απόστολος Παύλος διασαφηνίζει πως αυτή η «φιλοσοφία» των αιρετικών είναι «κενή απάτη», αφού δεν μπορεί να οδηγήσει σε κανένα λυτρωτικό αποτέλεσμα.
Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, οι αιρετικοί διατείνονταν ότι κατείχαν διδασκαλία που τους παραδόθηκε μυστικά. Ο Απόστολος των Εθνών διακηρύττει πως μια μόνο παράδοση γνωρίζει, αυτήν που παρέλαβε «από του Κυρίου» (Α΄ Κορ. 11,23 και 15,3). Έτσι χαρακτηρίζει με υποτιμητικό μάλλον τρόπο ως «παράδοση των ανθρώπων» κάθε άλλη παράδοση που δεν προέρχεται από αποκάλυψη του Θεού διά του Ιησού Χριστού.
Στον εθνικό κόσμο της αποστολικής εποχής υπήρχε διάχυτη η αντίληψη για τη δύναμη των αστρικών πνευμάτων πάνω στη ζωή των ανθρώπων. Εξάλλου, στον ιουδαϊσμό τα άστρα σχετίζονταν με τις αγγελικές δυνάμεις, που ρύθμιζαν και πάλι τη ζωή των ανθρώπων. Η «φιλοσοφία» των Κολοσσών, με μια συγκρητιστική τάση, είχε προσλάβει αυτές τις πεποιθήσεις, γι΄ αυτό και ο Απόστολος Παύλος αναφέρει ότι η αίρεση αυτή κινείται «κατά τα στοιχεία του κόσμου».
Στον επόμενο στίχο αναφέρεται πως μέσα στο Χριστό κατοικεί όλο το πλήρωμα της θεότητας. Διατρανώνεται έτσι πως ο Ιησούς Χριστός είναι Θεάνθρωπος: δεν είναι ούτε μόνο Θεός ούτε μόνο άνθρωπος, άκρα που ακολούθησαν όλες οι αιρέσεις στην προσπάθειά τους να φιλοσοφήσουν με το γυμνό ανθρώπινο νου πάνω στο μυστήριο της θείας οικονομίας.
Ως συνέπεια της θεανθρώπινης φύσης του Κυρίου, όσοι πιστοί είναι εγκεντρισμένοι στο σώμα Του είναι «εν αυτώ πεπληρωμένοι»: έχουν την πλήρη και τέλεια σωτηρία, χωρίς να χρειάζεται η μεσιτεία των αγγελικών δυνάμεων και «των στοιχείων του κόσμου» που επικαλούνταν οι αιρετικοί διδάσκαλοι. Άλλωστε, κεφαλή και κύριος όλης της δημιουργίας είναι ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος βρίσκεται ασφαλώς πάνω από οτιδήποτε κτιστό˙ ποιός άλλος λοιπόν να μπορεί να χορηγεί τη σωτηρία;
Στη συνέχεια, έρχεται ο θείος Απόστολος να μιλήσει για την περιτομή, ζήτημα που τον απασχολεί συχνά. Σ΄ αντίθεση με την περιτομή του Νόμου, που είναι μια πράξη που γίνεται με τα χέρια ανθρώπων, υπάρχει και η περιτομή στο όνομα του Ιησού Χριστού, μια πράξη πνευματική και αχειροποίητη μέσα στον άνθρωπο. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σχολιάζει χαρακτηριστικά: «Δεν γίνεται πλέον η περιτομή με μαχαίρι, αλλά με τον ίδιο το Χριστό. Διότι δεν προκαλεί, όπως εκεί, την περιτομή χέρι ανθρώπου, αλλά το Άγιο Πνεύμα˙ δεν περιτέμνει ένα μέρος, αλλά όλο τον άνθρωπο» (Υπόμνημα στην Προς Κολοσσαείς, Ομιλία ΚΓ΄). Η χριστιανική αυτή περιτομή συνίσταται στην απέκδυση «του σώματος των αμαρτιών», της παλαιάς δηλαδή ζωής της υποδουλωμένης στην αμαρτία, την αλαζονεία και το σαρκικό φρόνημα.
Η πιο πάνω πνευματική περιτομή δεν είναι μια αοριστολογία του αποστόλου Παύλου, αλλά μια πράξη που συντελέστηκε ήδη στον κάθε πιστό με το άγιο βάπτισμα. Όπως ο Ιησούς Χριστός και μαζί με τον Ιησού Χριστό, ο πιστός όταν βαπτίζεται πεθαίνει και ανασταίνεται καινούριος άνθρωπος, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος.
Η σχετικοποίηση του μυστηρίου της θείας οικονομίας σ’ ένα πλέγμα συγκρητιστικών στοιχείων, φιλοσοφιών και δοξασιών, δεν αποτελούσε κίνδυνο μόνο για τους τότε χριστιανούς των Κολοσσών, αλλά απειλεί το χριστιανό της κάθε εποχής. Διαφόρου είδους θεωρίες με το όνομα της «φιλοσοφίας» και το πρόσχημα της «ελεύθερης σκέψης» καραδοκούν προς αμφισβήτηση της αλήθειας του Ευαγγελίου και προς κλονισμό της πίστης των χριστιανών. Προσπαθούν με μόνη την ανθρώπινη λογική να προσεγγίσουν τα ζητήματα της πίστης και της αλήθειας, που ο Θεός φανέρωσε σε μας δια του Ιησού Χριστού. Η Εκκλησία μας δεν φιλοσοφεί απλά, αλλά κηρύττει τον ενυπόστατο Λόγο του Θεού. Είναι απόλυτα προσδεδεμένη στην πίστη και στο γεγονός της ενανθρωπήσεως του Κυρίου, στην ταφή και την Ανάστασή του, που αποτελούν την ασάλευτη βάση του κηρύγματος του Ευαγγελίου της χάριτος.
Ο Μέγας Βασίλειος, του οποίου όπως αναφέραμε εορτάζουμε σήμερα τη μνήμη, ήταν σε θέση περισσότερο από κάθε άλλον να κάνει λόγο για τη φιλοσοφία και την ανθρώπινη γνώση, μιας και απέκτησε πολύπλευρη μόρφωση και έκανε ποικίλες σπουδές. Εντούτοις, δεν έπεσε στην παγίδα της κοσμικής γνώσης, αλλά αφού πρώτα δέχτηκε άφθονο το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, την χρησιμοποίησε για να διατυπώσει την αλήθεια του Ευαγγελίου.
Τελειώνοντας, ευχόμαστε όπως το νέο έτος φέρει τη νέα αρχή για μια προσπάθεια εντονότερου πνευματικού αγώνα και εν Χριστώ εγρηγόρσεως. Αμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...