Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 29, 2012
γερ.Σωφρόνιος: ο νόμος της ζούγκλας ως θεμέλιο των μεταμοσχεύσεων
Από το βιβλίο «ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ», Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου,
Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ
Αγγλίας, 2009, μετάφραση από τα ρωσικά Αρχιμ. Ζαχαρίας,
Γράμμα με ημερομηνία 11/3/1968, σελ. 291-292)
πηγή ALOPSIS.GR
Μετάνοια, τό δεύτερο βάπτισμα
Μετάνοια εἶναι μία διαδικασία, ἕνας τρόπος ζωῆς, μία συνεχής δηλαδή κατάσταση πού βιώνει ὁ χριστιανός καί εἶναι ἕνας τρόπος ἤ μᾶλλον, ὁ τρόπος τῆς θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ἄνθρωπος θεραπεύεται στήν Ἐκκλησία μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα. Δυστυχῶς, ὅμως, τήν ψυχή μας πού καθαρίστηκε μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα τήν μολύνουμε καί πάλι. Ἡ αἰτία τοῦ μολυσμοῦ μας εἶναι οἱ διάφορες ἁμαρτίες πού κάνουμε, ἀπό τή στιγμή πού βγαίνουμε ἀπό τήν κολυμπήθρα καί μετά. Αὐτές οἱ ἁμαρτίες γίνονται πολλές φορές μέ τήν παρακίνηση τῶν «καλῶν μας γονέων»(καλλιέργεια ὑπερηφάνειας καί κενοδοξίας)καί τῶν οἰκείων μας. Στή συνέχεια κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι συνεχίζουμε νά καλλιεργοῦμε αὐτά πού διδαχθήκαμε. Ἔτσι κάνουμε τό λάθος τοῦ Ἀδάμ ὄχι μία ἀλλά πολλές φορές. Γι’ αὐτό τό λόγο, χρειάζεται ἕνα δεύτερο βάπτισμα, τό ὁποῖο ἀκριβῶς εἶναι αὐτή ἡ μετάνοια. Ἀσκώντας την ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ καί πάλι νά θεραπευτεῖ.
Ἡ μετάνοια εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν εἶναι κάτι, δηλαδή, πού τό κάνουμε μόνο ἐμεῖς -χρειάζεται νά συμβάλλουμε κι ἐμεῖς- ἀλλά χρειάζεται ἐπίσης ἡ ἐνίσχυση καί ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Αὐτή ἡ μετάνοια λειτουργεῖ σάν μία καθαρτική φωτιά, ἡ ὁποία κατακαίει τίς ἁμαρτίες καί τά πάθη μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Διά τοῦ πένθους τῆς μετάνοιας ὁ μετανοών ἄνθρωπος καθαρίζεται, θεραπεύεται. Συμβαίνει κάτι ἀνάλογο μέ τό χρυσάφι, τό ὁποῖο ἔχει σκουριές καί γιά νά τό καθαρίσουμε τό βάζουμε μέσα σέ ἕναν κλίβανο μέ φωτιά. Ἐκεῖ τότε ὅλα τά ὀξείδια καίγονται καί μένει καθαρός χρυσός χωρίς προσμείξεις. Κατά ἕναν ἀνάλογο τρόπο ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος μετανοεῖ, μπαίνει σ’ αὐτήν τήν καθαρτική φωτιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί γίνεται λαμπρότερος καί ἀπό τό χρυσάφι.
Λέει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ: «Ἐάν οἱ ἁμαρτίες σας εἶναι ὡς φοινικοῦν», κόκκινες δηλαδή σάν αἷμα, «ὑπέρ χιόνα λευκανῶ», Ἐγώ θά σᾶς κάνω λαμπρότερους καί λευκότερους καί ἀπό τό χιόνι (τίς ψυχές σας). Ἤ σ’ ἄλλη περίπτωση λέει: “ὡς ἔριον λευκανῶ”. Θά κάνω λευκές τίς ψυχές σας, ὅπως τό μαλλί τό λευκό, τό ὁποῖο τό βλέπει κανείς καί τό χαίρεται μέ τήν καθαρότητα πού ἔχει.
Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἑλκύετει ἀπό τόν μετανοημένο ἄνθρωπο τόν καθαρίζει πλήρως. Σ’ αὐτήν τήν κατάσταση τῆς μετανοίας, μ’ αὐτήν τή διαδικασία, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ ν ἀποκτήσει -λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες- τό μεγάλο θησαυρό τῆς παρθενίας.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς δίνει αὐτή τή δυνατότητα, νά ξαναποκτήσουμε αὐτό τό θησαυρό, «πνευματικῷ τῷ τρόπῳ», μέ τή μετάνοια. Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Στηθᾶτος λέει: ” Μήν πεῖς στήν καρδιά σου ὅτι πλέον εἶναι ἀδύνατον νά ἀποκτήσω τό θησαυρό, τήν ἁγνότητα τῆς παρθενίας, γιατί ἔχω πέσει πλέον στή φθορά καί στή μανία τοῦ σώματος, στίς σωματικές ἡδονές καί ὀρέξεις». Ἔστω κι ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τήν παρθενία του, μπορεῖ νά τήν ἀποκτήσει πάλι, μέ τά δάκρυα τοῦ δεύτερου βαπτίσματος, πού εἶναι ἡ μετάνοια.
Ἄς μή μᾶς πιάνει ἡ ἀπελπισία καί ἡ ἀπογοήτευση. Ἡ πνευματική παρθενία εἶναι ἡ χαμένη στολή, ἡ πρώτη στολή, τήν ὁποία φοράει πάλι ὁ Πατέρας στόν ἄσωτο υἱό. Τοῦ ξαναδίνει τήν πρώτη κατάσταση, ἐνῶ ἔκανε ὅ,τι ἔκανε, ἐνῶ σκόρπισε τήν πατρική του περιουσία μέ τίς πόρνες καί ὅλα αὐτά…Ὃταν ἐπιστρέφει ὁ ἄσωτος, ὁ Θεός -αὐτός εἶναι ὁ Πατέρας- τοῦ ξαναδίνει τήν πρώτη στολή, τοῦ φοράει τό δαχτυλίδι, θυσιάζει τό μοσχάρι, κάνει γλέντι, κλπ. Τοῦ δίνει ὅλη, ὅση λαμπρότητα εἶχε καί πρίν κάνει τίς ἀσωτεῖες. Ἔτσι γίνεται καί μέ τή ψυχή πού μετανοεῖ. Ὁ Χριστός τήν ξαναντύνει μέ τήν ἴδια ἁγνότητα πού εἶχε πρίν ἁμαρτήσει.
Λέει ὁ ἴδιος ἅγιος πατέρας, ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Στηθᾶτος: «Ὅπου ὑπάρχουν πόνοι μετανοίας», ὅπου δηλαδή κανείς πονάει, κοπιάζει στή διαδικασία αὐτή τῆς μετανοίας, «ὅταν μέ κακοπάθεια καί θερμότητα καταβάλλει», σπέρνει αὐτά τά σπέρματα τῆς μετάνοιας, καί τά συνοδεύει «μέ δάκρυα κατανύξεως», (μέ τέτοια δάκρυα, σάν ποτάμια) τότε, χάριν ὅλης αὐτῆς τῆς προσπάθειας, «τά ὀχυρώματα ὅλα του ἐχθροῦ καταρρέουν». Συμπαρασύρει αὐτό τό ὁρμητικό ποτάμι τῆς μετάνοιας, ὅλα ὅσα μέσα μας ἔχει χτίσει ὁ ἐχθρός, ὅλα τά φρούρια τοῦ διαβόλου δηλαδή. Ὅλα γκρεμίζονται, ὅταν κανείς μετανοεῖ καί ὅταν μέ θέρμη καί μέ δάκρυα ζητάει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Σβήνεται ὅλη ἡ πυρκαγιά τῶν παθῶν, ὅλη ἡ φωτιά πού νιώθει ὁ ἄνθρωπος μέσα του, καί ἡ ὁποία τόν σπρώχνει στό κακό.
Μέ τή μετάνοια καταστέλλεται ἡ φωτιά τῶν παθῶν καί γίνεται ἡ ἄνωθεν ἀναγέννηση. Τότε τελεῖται μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός στόν Ἅγιο Νικόδημο, τό νυχτερινό μαθητή: “Ἐάν μή τις γεννηθῆ ἄνωθεν, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν”. Δέν μπορεῖς νά μπεῖς στόν Παράδεισο, ἐάν δέ γεννηθεῖς ἄνωθεν, ἐάν δέν ἀναγεννηθεῖς πνευματικά κατ’ ἀρχήν διά τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος καί στή συνέχεια διά τῆς ἀνακαίνισής Του. Ἐπειδή ὅλοι μας ἄν καί βαπτισμένοι ἔχουμε πεθάνει πνευματικά, λόγω τῆς μεταβαπτισματικῆς ἁμαρτίας, πρέπει νά γίνει αὐτή ἡ δεύτερη ἀνά-γέννηση. Αὐτή ἡ ἀναγέννηση εἶναι ἡ μετάνοια.
«Καλά, γίνεται νά ξαναγεννηθεῖ ὁ ἄνθρωπος;» ἐρωτᾶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος. «Τί θά γίνει; Εἶναι δυνατόν νά ξαναεισέλθει ὁ ἄνθρωπος στήν κοιλία τῆς μητέρας του;». Καί τοῦ λέει ὁ Χριστός μας: «Δέν καταλαβαίνεις;» -Ἄν καί ἦταν μορφωμένος ὁ Ἅγιος Νικόδημος καί ἤξερε τί λέει ὁ νόμος ὅμως δέν καταλάβαινε.- «Δέν ἐννοῶ αὐτό τό πράγμα, ἐννοῶ πνευματικά νά ἀναγεννηθεῖς». Γίνεται αὐτή ἡ ἀναγέννηση «δι’ ἐπιδημίας», μέ τήν ἔλευση, μέ τόν ἐρχομό τοῦ Παρακλήτου, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δηλαδή.
«Καί πάλι ἁγνείας καί παρθενίας παλάτιον ἡ ψυχή γίνεται»˙ καί πάλι ἡ ψυχή γίνεται «ἕνα παλάτι ἁγνότητας καί παρθενίας» μᾶς διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες.
Ἔτσι, κανένας δέν ἐπιτρέπεται, δέ δικαιολογεῖται νά στενοχωριέται, νά ἀπελπίζεται καί νά λέει: «τά ’χασα ὅλα, πῆγε χαμένη ὅλη μου ἡ ζωή, ἡ ψυχή μου, ἡ ἁγνότητά μου κ.λ.π.». Ὅλα μπορεῖς νά τά βρεῖς, νά τά ξαναέχεις καί ἀκόμη πιό λαμπρά ἀπό πρίν, γιατί ὁ Θεός τά δίνει, ὅταν μετανοοῦμε μέ θέρμη καί δάκρυα. Ἄς δοξάζουμε καί ἄς εὐχαριστοῦμε τό Θεό γιά τή μεγάλη Του δωρεά πού λέγεται Μετάνοια.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
στα πρόθυρα τής Εδέμ
Το κείμενο που ακολουθεί το άκουσα την πρωτοχρονιά σε μιά εκκλησιά του Πειραιά . Γράφτηκε από τον επίσκοπο της περιοχής π.Σεραφείμ και είναι ένα από τα πιο όμορφα κείμενα που συνάντησα τον τελευταίο καιρό. Θέλησα να το μοιραστώ με τους επισκέπτες τούτης της διαδικτυακής γωνιάς, εν όψει της ευλαβικής προσέγγισης στο Ιερό Βήμα του Εκκλησιαστικού έτους, την Μεγάλη Τεσσαρακοστή της παραδείσιας βιωτής, της ταπείνωσης, τής εκούσιας στέρησης και τής φιλαδελφίας.
...... Γιατί έρχεται στον κόσμο αυτόν ο άνθρωπος; Χρειάζεται ο κόσμος τον άνθρωπο;υπάρχει κάποιος σκοπός στον κόσμο και υπάρχει κάποιος σκοπός για τον άνθρωπο; Απορίες που ανακύπτουν από έναν διαστοχασμό μοναχικό της ύπαρξής μας όλης, απορίες διατρητικές, ανατρεπτικές μιας φαινομενικής τάξης και μιας παράδοξης αλληλουχίας που πληγώνει στα βάθη του τον άνθρωπο, θέτοντας τον υπό πολλαπλή διερώτηση, απογυμνώνοντας την ασίγαστη προβληματικότητα του.
Μεσα σ ένα κόσμο που οφείλεται σε θεία Ετοιμασία έρχεται ο καθένας με δάκρυα στα μάτια, για να γνωρίσει, να θαυμάσει, να ζήσει το αρμονικό κάλλος της Δημιουργίας όλης. Το κάλλος αυτό, το πολύμορφο και πολύτροπο, έχει θεία καταγωγή, είναι κατόρθωμα ιερό. και τα ίχνη αυτής της ιερότητας έρχεται να γνωρίσει ο άνθρωπος. Για τούτο οφείλει να έρχεται ως προσκυνητής. Να έρχεται, να συμπεριφέρεται και ν απέρχεται ως προσκυνητής. να εμβιώνει, να συμβιώνει και να αποβιώνει ως ευλαβής επισκέπτης.
Για αιώνες ο άνθρωπος συμπεριφέρθηκε μέσα στον κόσμο έτσι. Εκτισε τις πολιτείες του ακολουθώντας τις θεηγόρες γραμμές των τοπίων του κόσμου. Υψωσε τα ιερά του εκεί όπου ένιωθε μέσα στον κόσμο την πανέμορφη έξαρση του θείου. Εστησε τα γεφύρια του συνομιλώντας ευλαβικά με τα ποτάμια, χαϊδεύοντας στοργικά την τριγύρω τους φύση. Και ύψωσε τείχη μέσα στην ταυτόμορφη αρμονία του τοπίου ενώ στέριωσε τα λιμάνια του εκεί όπου το δάχτυλο του Πλάστη του είχε φανερώσει τους πρόσφορους κόλπους. Δεν είναι τυχαίο που όλα τα παλιά του ανθρώπου έργα μοιάζει να έχουν ψυχή, μοιάζει να λαλούν και από ολόβαθά τους να ψάλουν την ιερότητα του κόσμου και τα θαυμάσια του Θεού. Οπου ο άνθρωπος έπαυε να είναι προσκυνητής του κόσμου και υπέκεπτε στην οίηση, ο κόσμος ο ίδιος ερχόταν και με άκαμπτες, μυστικές δυνάμεις εσάρωνε και ετσάκιζε τα έργα ετούτα της οίησης.
Ωσπου, στους στερνούς αυτούς δύο αιώνες της οικουμένης η οίηση που υπέβοσκε μέσα στον άνθρωπο κατανίκησε το ήθος του προσκυνητή και τον αναγόρευσε κατακτητή του κόσμου.
Ως κατακτητής, ο άνθρωπος, όπου ζει και απ όπου περνά, σαρώνει την ιερότητα του κόσμου κι αναγορεύει τον εαυτό του σε νου της Δημιουργίας όλης. Αυτός που ήλθε για να φύγει, συμπεριφέρεται ως αλαζονικός κληρονόμος που μένει. Μενει και κατακτά, και μετασχηματίζει, και αλλοιώνει, και ασχημίζει, και γκρεμίζει, και κατατρώγει, και την όψη και τα σπλάχνα του κόσμου. Προσπαθεί να απαλείψει την ιερότητα του κόσμου, να σβήσει την σφραγίδα του Θεού, να θέσει αναιδώς την δική του. Είναι αδίσταχτος, αδηφάγος, άμοιρος αρμονίας και ομορφιάς, πλάσμα που μένει προσηλωμένο έξω από τον εαυτό του, κοινωνικός και κοινωνικοφανής, επικοινωνιακός και μύχια ακοινώνητος, ένας βάρβαρος που κρατεί στα χέρια δυνάμεις αβυσσαλέες και τρέφεται με το μίσος, την αντιπάθεια, την διεκδίκηση, την επιθετικότητα, - ποτέ με την αγάπη που ξυπνά στην ψυχή η κοινωνία της ιερότητας όλης της Δημιουργίας, την αγάπη του προσκυνητή.
Και να που στο κατώφλι ενός καινούργιου χρόνου ο κατακτητής άνθρωπος, σέρνοντας πίσω του τα πιο άσχημα, κακόγουστα, εκτρωματικά, αντιφυσικά, αντικοσμικά έργα του, οδηγείται σ ένα συγκλονιστικό αδιέξοδο : μπορεί να θανατώσει με τις κατακτητικές του δυνάμεις τον κόσμον όλο αλλά δεν μπορεί να αθανατίσει τον εαυτό του. Όσα και όπως και αν βιώσει, τελικά θα αποβιώσει. και η μνήμη των κατακτητικών του απολαύσεων δεν θα τον συνοδεύσει. Ο κατακτητής θα καμφθεί εμπρός στην ιερότητα του θανάτου, όσο και αν έχει τραφεί με την οίηση των κατακτήσεών του, όσο κι αν έχει παραμορφώσει τον κόσμο. Ο κόσμος τελικά θα τον θάψει. Και θ απλώσει και πάλι πάνω από τα λείψανά του την θεσπέσια αλουργίδα της ιερότητας της Δημιουργίας, φυτά, άνθη, ζωΰφια που αντικρύζουμε να μισοντύνουν τ αρχαία ερείπια, τα μισογκρεμισμένα κάστρα, τα λησμονημένα γεφύρια.
Αλλά πως ο γυμνός και τετραχηλισμένος άνθρωπος - κατακτητής θα ενδυθεί την αθανασία αφού δεν ανοίχθηκε από τον κόσμο τούτο των κτιστών στον Ακτιστο Δημιουργό Του και δεν εβίωσε ως λειτουργός του κόσμου αλλά ως βιαστής του; Ποιός θα αφθαρτίσει τον απογυμνωμένο από τον εαυτό του άνθρωπο του καιρού μας; Αφησε τα αλαζονικά του ίχνη στον κόσμο, αλλά η ζωη δαμάζει τα πάντα, γιατί μέσα στον κόσμο λειτουργεί άγρυπνος ο χρόνος. Μονον όποιος έρχεται και ζει ως προσκυνητής υπερβαίνει τον χρόνο μέσα στην θεία ιερότητα που νιώθει εντός του βαθιά ως έκταση και ως ευχαριστία, ως ρυθμό βίου και ως συμμετοχή.
Αν ο άνθρωπος έρχεται στον κόσμο, και αν συμπεριφέρεται, ζώντας μέσα σ αυτόν ως προσκυνητής, η ευλαβής αυτή προσκύνηση ξεκινά από τον ίδιο του τον εαυτό, προχωρεί προς τον άλλο, για να υψωθεί τελικά προς τον μεγάλον Αλλο, τον Θεο.
Η προσκύνηση του εαυτού του προσφέρεται προς το ίδιο του το σώμα, το φανερό σημείο της ύπαρξής του μέσα στον κόσμο, για να καταλήξει σε προσκύνηση της καρδιάς του, της συνείδησης και της ψυχής του. Προσκύνηση του σώματος σημαίνει ευλάβεια εμπρός στο μυστήριο της ιερότητάς του, σ ετούτη την υπέρλογη σύνθεση ορατών και αοράτων, υλικών και άϋλων στοιχείων που σε μια δυναμική, ασίγαστη όσμωση συναποτελούν τον εαυτό του.
Οι καιροί μας, ζώντας μια πολύμορφη, θανάσιμη εκτροπή, λατρεύουν αποκλειστικά το υλικό σώμα. Πιστεύουν στο σώμα τυραννικά, υπηρετούν, χρησιμοποιούν, εκμεταλλεύονται, εμπορεύονται το σώμα γιατί δεν πιστεύουν παρά μονάχα σ αυτό. Παραθεωρούν τον άϋλο, τον αόρατο εαυτό του ανθρώπου και για τούτο δεν κατορθώνουν να διακρίνουν την μυστηριακή του λειτουργία μέσα στο υλικό σώμα : την θεϊκή πνοη της ψυχής, την ιερότητα της συνείδησης. Ετσι το σώμα απομένει έκθετο, όργανο, εργαλείο, εμπόρευμα, προμηθευτής και καταναλωτής για να καταλήξει ο άνθρωπος να ζει ως συνεταίρος του μηδενός, στο χείλος θανάτου σκοτεινού, εκμηδενιστικού. Το σώμα τότε συνιστά την άπαρχή του μηδενός και πιστεύοντας μόνο σ αυτό, πιστεύει στον θάνατό του.
Αυτό το μηδέν αντικρύζει ο κατακτητής, όχι ο προσκυνητής άνθρωπος και στον άλλο, στον πλησίον του. Αντί να τον προσεγγίζει με ευλάβεια, τιμή, στοργή κι έκσταση εμπρός στην απερίγραπτη ιερότητα του μυστηρίου του, τον αντιμετωπίζει ζωϊκά, με το αίσθημα και το ένστικτο. Ποτέ με την διαίσθηση και την εν-όραση. Οχι με την τρυφερότητα της φιλίας την πανευγενή, αλλά με την σκαιότητα του αριθμού, της μάζας, της κατανάλωσης. Γιατί η σημερινή κοινωνία εγγράφει και το σώμα του άλλου μέσα στα δεδομένα της παραγωγής, της ηδονοθηρίας και της κατανάλωσης, με την εμπορευματική αντίληψη ενός κόσμου οιστρηλατημένου από το νευρωτικό κυνηγητό του χρήματος και της απόλαυσης. Και τότε, η καρδιά ξυλιάζει, αδρανεί. Η ψυχή υποφέρει από ολική έκλειψη και ο άνθρωπος - πρόσωπο μετασχηματίζεται σε άτομο - αριθμό.
Η μεταβολή του προσκυνητή ανθρώπου σε κατακτητή προκαλεί - και συντηρεί - την δεινή κρίση των ανθρωπίνων σχέσεων στους καιρούς μας, κρίση της φιλίας, του γάμου, κρίση της οικογένειας. Το επίπεδο, οριζόντιο αντίκρυσμα του εαυτού μας και του άλλου σημαίνει μηδενιστική κατάφαση μιας ζωής και μιας άσκοπης πολυλειτουργίας, αναιτιολόγητης, παράλογης.
Ενώ το βάθος της ύπαρξης του προσκυνητή ανθρώπου το προσπορίζουν οι προπάτορες μέσα στην Ιστορία, το ύψος το χορηγεί εκείνος που αγρυπνεί στην κορυφή του κόσμου : ο απερινόητος Θεός, ο κλειδοκράτορας του μυστηρίου της Δημιουργίας. Εκείνος είναι ο μεγάλος Αλλος, που καλεί στην ύψωση τον άνθρωπο σε κάθε μετρητή στιγμή του χρόνου.
Αν όμως ο άνθρωπος δεν προσήλθε στν ζωη για να προσκυνήσει τα ιερά και τα όσια, τότε δεν θα βιώσει με πληρότητα ούτε τον εαυτό του, ούτε τους άλλους, μήτε τον Θεο. Τα θεϊκά Του ίχνη λάμπουν παντού μέσα στην εύκρατη νύχτα της ταπεινοσύνης του όντος που υπάρχει για να δοξολογεί, αρκεί να μπορούμε να τα διακρίνουμε.
Η ζωη ως προσκύνηση φέρει τον άνθρωπο σε μιαν εκστατική ισορροπία του υπάρχειν σε πλάτος, σε βάθος, σε ύψος.
Μεσα σ ένα κόσμο που οφείλεται σε θεία Ετοιμασία έρχεται ο καθένας με δάκρυα στα μάτια, για να γνωρίσει, να θαυμάσει, να ζήσει το αρμονικό κάλλος της Δημιουργίας όλης. Το κάλλος αυτό, το πολύμορφο και πολύτροπο, έχει θεία καταγωγή, είναι κατόρθωμα ιερό. και τα ίχνη αυτής της ιερότητας έρχεται να γνωρίσει ο άνθρωπος. Για τούτο οφείλει να έρχεται ως προσκυνητής. Να έρχεται, να συμπεριφέρεται και ν απέρχεται ως προσκυνητής. να εμβιώνει, να συμβιώνει και να αποβιώνει ως ευλαβής επισκέπτης.
Για αιώνες ο άνθρωπος συμπεριφέρθηκε μέσα στον κόσμο έτσι. Εκτισε τις πολιτείες του ακολουθώντας τις θεηγόρες γραμμές των τοπίων του κόσμου. Υψωσε τα ιερά του εκεί όπου ένιωθε μέσα στον κόσμο την πανέμορφη έξαρση του θείου. Εστησε τα γεφύρια του συνομιλώντας ευλαβικά με τα ποτάμια, χαϊδεύοντας στοργικά την τριγύρω τους φύση. Και ύψωσε τείχη μέσα στην ταυτόμορφη αρμονία του τοπίου ενώ στέριωσε τα λιμάνια του εκεί όπου το δάχτυλο του Πλάστη του είχε φανερώσει τους πρόσφορους κόλπους. Δεν είναι τυχαίο που όλα τα παλιά του ανθρώπου έργα μοιάζει να έχουν ψυχή, μοιάζει να λαλούν και από ολόβαθά τους να ψάλουν την ιερότητα του κόσμου και τα θαυμάσια του Θεού. Οπου ο άνθρωπος έπαυε να είναι προσκυνητής του κόσμου και υπέκεπτε στην οίηση, ο κόσμος ο ίδιος ερχόταν και με άκαμπτες, μυστικές δυνάμεις εσάρωνε και ετσάκιζε τα έργα ετούτα της οίησης.
Ωσπου, στους στερνούς αυτούς δύο αιώνες της οικουμένης η οίηση που υπέβοσκε μέσα στον άνθρωπο κατανίκησε το ήθος του προσκυνητή και τον αναγόρευσε κατακτητή του κόσμου.
Ως κατακτητής, ο άνθρωπος, όπου ζει και απ όπου περνά, σαρώνει την ιερότητα του κόσμου κι αναγορεύει τον εαυτό του σε νου της Δημιουργίας όλης. Αυτός που ήλθε για να φύγει, συμπεριφέρεται ως αλαζονικός κληρονόμος που μένει. Μενει και κατακτά, και μετασχηματίζει, και αλλοιώνει, και ασχημίζει, και γκρεμίζει, και κατατρώγει, και την όψη και τα σπλάχνα του κόσμου. Προσπαθεί να απαλείψει την ιερότητα του κόσμου, να σβήσει την σφραγίδα του Θεού, να θέσει αναιδώς την δική του. Είναι αδίσταχτος, αδηφάγος, άμοιρος αρμονίας και ομορφιάς, πλάσμα που μένει προσηλωμένο έξω από τον εαυτό του, κοινωνικός και κοινωνικοφανής, επικοινωνιακός και μύχια ακοινώνητος, ένας βάρβαρος που κρατεί στα χέρια δυνάμεις αβυσσαλέες και τρέφεται με το μίσος, την αντιπάθεια, την διεκδίκηση, την επιθετικότητα, - ποτέ με την αγάπη που ξυπνά στην ψυχή η κοινωνία της ιερότητας όλης της Δημιουργίας, την αγάπη του προσκυνητή.
Και να που στο κατώφλι ενός καινούργιου χρόνου ο κατακτητής άνθρωπος, σέρνοντας πίσω του τα πιο άσχημα, κακόγουστα, εκτρωματικά, αντιφυσικά, αντικοσμικά έργα του, οδηγείται σ ένα συγκλονιστικό αδιέξοδο : μπορεί να θανατώσει με τις κατακτητικές του δυνάμεις τον κόσμον όλο αλλά δεν μπορεί να αθανατίσει τον εαυτό του. Όσα και όπως και αν βιώσει, τελικά θα αποβιώσει. και η μνήμη των κατακτητικών του απολαύσεων δεν θα τον συνοδεύσει. Ο κατακτητής θα καμφθεί εμπρός στην ιερότητα του θανάτου, όσο και αν έχει τραφεί με την οίηση των κατακτήσεών του, όσο κι αν έχει παραμορφώσει τον κόσμο. Ο κόσμος τελικά θα τον θάψει. Και θ απλώσει και πάλι πάνω από τα λείψανά του την θεσπέσια αλουργίδα της ιερότητας της Δημιουργίας, φυτά, άνθη, ζωΰφια που αντικρύζουμε να μισοντύνουν τ αρχαία ερείπια, τα μισογκρεμισμένα κάστρα, τα λησμονημένα γεφύρια.
Αλλά πως ο γυμνός και τετραχηλισμένος άνθρωπος - κατακτητής θα ενδυθεί την αθανασία αφού δεν ανοίχθηκε από τον κόσμο τούτο των κτιστών στον Ακτιστο Δημιουργό Του και δεν εβίωσε ως λειτουργός του κόσμου αλλά ως βιαστής του; Ποιός θα αφθαρτίσει τον απογυμνωμένο από τον εαυτό του άνθρωπο του καιρού μας; Αφησε τα αλαζονικά του ίχνη στον κόσμο, αλλά η ζωη δαμάζει τα πάντα, γιατί μέσα στον κόσμο λειτουργεί άγρυπνος ο χρόνος. Μονον όποιος έρχεται και ζει ως προσκυνητής υπερβαίνει τον χρόνο μέσα στην θεία ιερότητα που νιώθει εντός του βαθιά ως έκταση και ως ευχαριστία, ως ρυθμό βίου και ως συμμετοχή.
Αν ο άνθρωπος έρχεται στον κόσμο, και αν συμπεριφέρεται, ζώντας μέσα σ αυτόν ως προσκυνητής, η ευλαβής αυτή προσκύνηση ξεκινά από τον ίδιο του τον εαυτό, προχωρεί προς τον άλλο, για να υψωθεί τελικά προς τον μεγάλον Αλλο, τον Θεο.
Η προσκύνηση του εαυτού του προσφέρεται προς το ίδιο του το σώμα, το φανερό σημείο της ύπαρξής του μέσα στον κόσμο, για να καταλήξει σε προσκύνηση της καρδιάς του, της συνείδησης και της ψυχής του. Προσκύνηση του σώματος σημαίνει ευλάβεια εμπρός στο μυστήριο της ιερότητάς του, σ ετούτη την υπέρλογη σύνθεση ορατών και αοράτων, υλικών και άϋλων στοιχείων που σε μια δυναμική, ασίγαστη όσμωση συναποτελούν τον εαυτό του.
Οι καιροί μας, ζώντας μια πολύμορφη, θανάσιμη εκτροπή, λατρεύουν αποκλειστικά το υλικό σώμα. Πιστεύουν στο σώμα τυραννικά, υπηρετούν, χρησιμοποιούν, εκμεταλλεύονται, εμπορεύονται το σώμα γιατί δεν πιστεύουν παρά μονάχα σ αυτό. Παραθεωρούν τον άϋλο, τον αόρατο εαυτό του ανθρώπου και για τούτο δεν κατορθώνουν να διακρίνουν την μυστηριακή του λειτουργία μέσα στο υλικό σώμα : την θεϊκή πνοη της ψυχής, την ιερότητα της συνείδησης. Ετσι το σώμα απομένει έκθετο, όργανο, εργαλείο, εμπόρευμα, προμηθευτής και καταναλωτής για να καταλήξει ο άνθρωπος να ζει ως συνεταίρος του μηδενός, στο χείλος θανάτου σκοτεινού, εκμηδενιστικού. Το σώμα τότε συνιστά την άπαρχή του μηδενός και πιστεύοντας μόνο σ αυτό, πιστεύει στον θάνατό του.
Αυτό το μηδέν αντικρύζει ο κατακτητής, όχι ο προσκυνητής άνθρωπος και στον άλλο, στον πλησίον του. Αντί να τον προσεγγίζει με ευλάβεια, τιμή, στοργή κι έκσταση εμπρός στην απερίγραπτη ιερότητα του μυστηρίου του, τον αντιμετωπίζει ζωϊκά, με το αίσθημα και το ένστικτο. Ποτέ με την διαίσθηση και την εν-όραση. Οχι με την τρυφερότητα της φιλίας την πανευγενή, αλλά με την σκαιότητα του αριθμού, της μάζας, της κατανάλωσης. Γιατί η σημερινή κοινωνία εγγράφει και το σώμα του άλλου μέσα στα δεδομένα της παραγωγής, της ηδονοθηρίας και της κατανάλωσης, με την εμπορευματική αντίληψη ενός κόσμου οιστρηλατημένου από το νευρωτικό κυνηγητό του χρήματος και της απόλαυσης. Και τότε, η καρδιά ξυλιάζει, αδρανεί. Η ψυχή υποφέρει από ολική έκλειψη και ο άνθρωπος - πρόσωπο μετασχηματίζεται σε άτομο - αριθμό.
Η μεταβολή του προσκυνητή ανθρώπου σε κατακτητή προκαλεί - και συντηρεί - την δεινή κρίση των ανθρωπίνων σχέσεων στους καιρούς μας, κρίση της φιλίας, του γάμου, κρίση της οικογένειας. Το επίπεδο, οριζόντιο αντίκρυσμα του εαυτού μας και του άλλου σημαίνει μηδενιστική κατάφαση μιας ζωής και μιας άσκοπης πολυλειτουργίας, αναιτιολόγητης, παράλογης.
Ενώ το βάθος της ύπαρξης του προσκυνητή ανθρώπου το προσπορίζουν οι προπάτορες μέσα στην Ιστορία, το ύψος το χορηγεί εκείνος που αγρυπνεί στην κορυφή του κόσμου : ο απερινόητος Θεός, ο κλειδοκράτορας του μυστηρίου της Δημιουργίας. Εκείνος είναι ο μεγάλος Αλλος, που καλεί στην ύψωση τον άνθρωπο σε κάθε μετρητή στιγμή του χρόνου.
Αν όμως ο άνθρωπος δεν προσήλθε στν ζωη για να προσκυνήσει τα ιερά και τα όσια, τότε δεν θα βιώσει με πληρότητα ούτε τον εαυτό του, ούτε τους άλλους, μήτε τον Θεο. Τα θεϊκά Του ίχνη λάμπουν παντού μέσα στην εύκρατη νύχτα της ταπεινοσύνης του όντος που υπάρχει για να δοξολογεί, αρκεί να μπορούμε να τα διακρίνουμε.
Η ζωη ως προσκύνηση φέρει τον άνθρωπο σε μιαν εκστατική ισορροπία του υπάρχειν σε πλάτος, σε βάθος, σε ύψος.
Τον καταλάμπει με την Χαρη, τον ευγενίζει ως επισκέπτη, ως φιλοξενούμενο, και τον συνδέει οργανικά με τους συνανθρώπους του και με τον Δημιουργό του. Αυτή η ιερή συμφιλίωση αποκαλύπτει την μυστική, χαρμόσυνη αρμονία των πάντων. Και υψώνει πλέον την ζωη ως φιλοξενία και ως πολύτιμο δώρο.
(η φωτογραφία είναι από την Μονή Κηπίνας στην Ήπειρο.Το κείμενο ελήφθη από τον ιστοχώρο της Μητρόπολης Πειραιά)
Ο καλός μεθυσμένος ...
Δεν έχεις πνευματική υγεία, γι' αυτό σκέφτεσαι έτσι. Άν είχες πνευματική υγεία, θά έβλεπες και τά ακάθαρτα καθαρά. Όπως θά έβλεπες τά φρούτα, έτσι θά έβλεπες και τήν κοπριά, γιατί ή κοπριά βοήθησε νά γίνουν τά φρούτα.
Όποιος έχει καλούς λογισμούς, έχει πνευματική υγεία και το κακό το μετατρέπει σε καλό. Θυμάμαι στην Κατοχή, όσα παιδιά είχαν γερό οργανισμό, έτρωγαν μέ όρεξη ένα κομμάτι μπομπότα καί ήταν όλο υγεία. Ένω κάτι πλουσιόπαιδα, παρόλο πού έτρωγαν ψωμί μέ βούτυρο, επειδή δέν είχαν γερό οργανισμό, ήταν φιλάσθενα. Έτσι και στην πνευματική ζωή.
Ένας, άν έχη καλούς λογισμούς, καί νά τον χτυπήσης άδικα, θά πη: "Το επέτρεψε ό Θεός, γιά νά εξοφλήσω παλιά μου σφάλματα, δόξα τω Θεώ!". Ένω ένας άλλος πού δέν έχει καλούς λογισμούς, καί νά πάς νά τον χαϊδέψης, θά νομίζη πώς πάς νά τον χτυπήσης. Πάρτε παράδειγμα άπό έναν μεθυσμένο. Άν είναι κακός, τά σπάζει όλα επάνω στο μεθύσι. Άν είναι καλός, ή θά κλαίη ή θά συγχωράη. Ένας μεθυσμένος έλεγε: "Χαρίζω άπό έναν κουβά λίρες σε όποιον μέ φθονεί"!
Όποιος έχει καλούς λογισμούς, έχει πνευματική υγεία και το κακό το μετατρέπει σε καλό. Θυμάμαι στην Κατοχή, όσα παιδιά είχαν γερό οργανισμό, έτρωγαν μέ όρεξη ένα κομμάτι μπομπότα καί ήταν όλο υγεία. Ένω κάτι πλουσιόπαιδα, παρόλο πού έτρωγαν ψωμί μέ βούτυρο, επειδή δέν είχαν γερό οργανισμό, ήταν φιλάσθενα. Έτσι και στην πνευματική ζωή.
Ένας, άν έχη καλούς λογισμούς, καί νά τον χτυπήσης άδικα, θά πη: "Το επέτρεψε ό Θεός, γιά νά εξοφλήσω παλιά μου σφάλματα, δόξα τω Θεώ!". Ένω ένας άλλος πού δέν έχει καλούς λογισμούς, καί νά πάς νά τον χαϊδέψης, θά νομίζη πώς πάς νά τον χτυπήσης. Πάρτε παράδειγμα άπό έναν μεθυσμένο. Άν είναι κακός, τά σπάζει όλα επάνω στο μεθύσι. Άν είναι καλός, ή θά κλαίη ή θά συγχωράη. Ένας μεθυσμένος έλεγε: "Χαρίζω άπό έναν κουβά λίρες σε όποιον μέ φθονεί"!
γ.Παΐσιος
η εικονογραφία του «εσταυρωμένου μοναχού» που δέχεται τις προσβολές των εμπαθών λογισμών προέρχεται από μονή της Ρουμανίας
Ο Παράδεισος
του Ηλία Μηνιάτη, Επισκόπου Κερνίκης και Καλαβρύτων
(Απόσπασμα Λόγου)
«…Η Βασιλεία του Ιησού Χριστού δεν είναι η βασιλεία του κόσμου τούτου, είναι η Βασιλεία των Ουρανών, είναι η μακαριότητα του Θεού, είναι η δόξα η ατελεύτητη, είναι η ζωή η αθάνατος, είναι με ένα λόγο ο Παράδεισος. Παράδεισος! μόνο να τον συλλογισθώ, ευφραίνεται η ψυχή μου. Παράδεισος! η ευτυχισμένη πατρίς των Προπατόρων μου, ο γλυκύς λιμήν της ελπίδας μου, ο μοναδικός σκοπός της αγάπης μου, το ύστερο βραβείο της Πίστεώς μου…
»…Ιησού Χριστέ, η σεσαρκωμένη του Θεού Σοφία, πες μας φανερώτερα, τι είναι ο Παράδεισος;
‘‘Δύο πράγματα σας λέγω, αυτή είναι μια ζωή χωρίς θάνατο, «Αύτη εστίν η αιώνιος ζωή» (Ιωάν. ιζ΄3). Αύτη είναι μια χαρά χωρίς τέλος, «χαρήσεται υμών η καρδία και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών» (Ιωάν. ις΄22). Ζωή χωρίς θάνατο…’’
»…Είναι ο Παράδεισος ζωή χωρίς θάνατο, διότι εκεί ζεις με την αυτήν ζωή του Θεού, μένεις και συ στην αυτήν διαμονή με τον Θεό, ζεις και συ, όσο ζει και ο Θεός. Χαρά χωρίς τέλος, διότι και συ χαίρεσαι με την αυτήν χαρά του Θεού, βασιλεύεις και συ με την αυτήν Βασιλεία του Θεού, δοξάζεσαι και συ με την αυτήν δόξα του Θεού…‘‘Όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστι’’ (Α΄ Ιωάν. γ΄2).
»…Εδώ δεν τον βλέπουμε όπως είναι, αλλά μόνον τον πιστεύουμε, αυτή είναι όλη η μακαριότητα της Εκκλησίας, να μη βλέπουμε και να πιστεύουμε, «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύοντες» (Ιωάν. κ΄29). Εκεί τον βλέπουμε καθώς είναι και πλέον δεν έχουμε ανάγκη μόνης της Πίστεως, αυτή είναι όλη η μακαριότητα του Παραδείσου, να μη πιστεύουμε μόνο αλλά και να βλέπουμε, «Όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστι». Εκεί δεν είναι πλέον πίστη διότι είναι όραση (Εβρ. ια΄1). Ελύθη η σκιά, λάμπει το φως. Εκεί δεν είναι ελπίδα, διότι είναι απόλαυση. Έπαυσε το μέλλον, υπάρχει το παρόν. Εκεί υπάρχει μόνο αγάπη, διότι αγαπούμε εκείνο το άκρον αγαθό, το οποίο βλέπουμε και χορταίνει ο νους μας με την όραση, χορταίνει η καρδιά μας με την απόλαυση…
Χριστιανοί, πολλά είναι εκείνα τα οποία μας λέγουν για τον Παράδεισο, πολλά οι Προφήτες, πολλά οι Απόστολοι, πολλά οι Διδάσκαλοι, πολλά αυτός ο Χριστός. Όλα μεγάλα, όλα υψηλά, όλα παράδοξα. «δεδοξασμένα ελαλήθη περί σου η πόλις του Θεού» (Ψαλμ. πς' 3). Εμείς, όχι ότι δεν πιστεύομε, αλλά δεν καταλαμβάνομε, ο νους μας είναι πολύ στενός, δεν δύναται να τα χωρέσει, είναι πολύ παχύς, δεν μπορεί να πετάξει. Όταν όμως αξιωθούμε να ιδούμε εκείνο το ανέσπερο φως, το οποίο κάμνει μία άδυτη ημέρα αιωνίου μακαριότητας, να ιδούμε των Αγγέλων τα τάγματα, να ιδούμε των Αγίων τους χορούς, να ιδούμε τους Μάρτυρες, τους Οσίους, τους Δικαίους, οι οποίοι είναι οι μακάριοι πολίτες του ουρανού, να ιδούμε αυτήν την Δέσποινα Θεοτόκο Μαρία, την Βασίλισσα των Αγγέλων, καθεζομένη εκ δεξιών του Θεού, να ιδούμε αυτήν την τρισήλιο Θεότητα, να ιδούμε αυτόν τον Θεό, πρόσωπο προς πρόσωπο να ιδούμε τα φυσικά ιδιώματα του Θεού, τα οποία δεν έχουν ούτε αρχή, ούτε τέλος, να ιδούμε τις τρεις υποστάσεις Του, τον Πατέρα, τον Υιό καί το Πνεύμα το Άγιο, τα οποία είναι τρία πρόσωπα, αλλ’ ένας καί μόνος Θεός, να ιδούμε την παντοδυναμία Του, την σοφία Του, την αγαθότητά Του, την δόξα Του, την Βασιλεία Του, τότε θέλομε καταλάβει τί είναι ο Παράδεισος.
Θεέ μου ! (θα πούμε τότε στον Θεό)… Τόση είναι η δόξα του Παραδείσου καί εγώ τόσο αγαπούσα την δόξα του κόσμου! Μωρός οπού ήμουν εγώ καί δεν παραιτούσα χιλίους κόσμους, δια να κερδίσω ένα Παράδεισο! Τέτοια είναι η αιώνιος ζωή καί εγώ τόσο αγαπούσα μία ζωή πρόσκαιρη! Μωρός όπου ήμουν εγώ καί δεν έδιδα χίλιες άλλες ζωές, για να κληρονομήσω αυτήν! Μωρός όπου ήμουν εγώ καί εκινδύνευα τόσους χρόνους να χάσω τέτοιον Παράδεισο καί τέτοια ζωή, για να χαρώ με μία μιαρή πόρνη, για να χορτάσω την αχόρταγη φιλαργυρία μου, για να κάμω μία σιχαμερή όρεξή μου! Αλλ' ας είναι χίλιες φορές ευχαριστημένη η ευσπλαχνία Σου, Θεέ μου, οπού εγώ λυτρώθηκα από τόσους κινδύνους καί τώρα ευρίσκομαι στον Παράδεισο! Όπου, ζω μία ζωή χωρίς θάνατο, όπου χαίρομαι μία χαρά χωρίς τέλος…»
Η μετάνοια ως αγάπη - π. Βασίλειος Θερμός
Η μετάνοια
ως αγάπη
Πρωτοπρεσβύτερος
Βασίλειος Θερμός
Ο τίτλος μπορεί κάπως να παραξένεψε ή να άφησε πολλά ερωτηματικά. Έχουμε συνηθίσει να μιλούμε για την μετάνοια και έχουμε διαβάσει πολλά. Επίσης έχουμε ακούσει και διαβάσει πολλά για την αγάπη. Δύο πολύ σπουδαίες έννοιες, δύο πολύ σπουδαίες πραγματικότητες της πνευματικής μας ζωής. Πώς αυτές οι δύο έννοιες μπορούν να συνυπάρξουν μέσα σε ένα τίτλο και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο διατυπωμένο, ώστε υπονοεί σχεδόν, ότι θα μπορούσαν να είναι και ταυτόσημες; Η μετάνοια, ιδωμένη ως αγάπη, εξεταζομένη ως αγάπη. Η μετάνοια υπό τη μορφή της αγάπης. Η μετάνοια με περιεχόμενο την αγάπη. Αυτές θα μπορούσε να είναι παραλλαγές επεξηγηματικές του τίτλου αυτού.
Τα αυτονόητα και τα στερεότυπα τα οποία έχουμε ο καθένας για τις δύο αυτές έννοιες δεν μοιάζουν να συγκλίνουν. Λέμε μετάνοια και έχουμε στο μυαλό μας το κατά Θεόν πένθος, το δάκρυ της μετανοίας, την συντριβή, τους καρπούς της μετανοίας, τα έργα της μετανοίας και όλα αυτά που έχουμε διαβάσει και έχουμε ακούσει. Λέμε αγάπη, και μας έρχονται στο νου η θυσία, η προσφορά, η ιλαρότητα, η φιλάνθρωπη διάθεση, η περιχώρηση του άλλου ανθρώπου. Πώς αυτά τα δύο διαφορετικά στερεότυπα, οι τόσο διαφορετικές εικόνες είναι δυνατόν να συγκλίνουν και υπό την μορφή, επαναλαμβάνω, σχεδόν της ταυτίσεως;
Θα προσπαθήσω να στηρίξω αυτή τη υπόθεση, ότι η μετάνοια και η αγάπη βρίσκονται πάρα πολύ κοντά και σχεδόν ταυτίζονται και ότι η αγάπη αποτελεί προϋπόθεση της μετάνοιας, αυτή είναι η κεντρική ιδέα η αποψινή. Θα προσπαθήσω να τη στηρίξω μέσα από τρεις δρόμους, μέσα από τρία βασικά επιχειρήματα που θα αναπτύξω στην αγάπη σας και στην υπομονή σας.
Το πρώτο από αυτά τα επιχειρήματα είναι εμπειρικό. Δηλαδή η εμπειρία μας από τους ανθρώπους και από τον εαυτό μας μάς πληροφορεί ότι ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι μετανοούν παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με τον τρόπο με τον οποίο οι ίδιοι άνθρωποι αγαπούν. Έτσι παρατηρούμε, ότι άνθρωποι οι οποίοι μπορούν να αγαπήσουν έντονα τον άλλον, μπορούν να μετανοήσουν και έντονα και ριζικά. Άνθρωποι οι οποίοι δυσκολεύονται να αγαπήσουν και είναι κάπως σφιχτοί και επιφυλακτικοί και ψυχροί και κλεισμένοι στον εαυτό τους, δυσκολεύονται και να μετανοήσουν.
Επιπλέον, δεν είναι μόνο θέμα ποσότητας, αλλά και θέμα χρονικής συνέπειας. Άνθρωποι οι οποίοι αγαπούν, αλλά με αστάθεια, δηλαδή αφοσιώνονται όταν αγαπούν έντονα, αλλά μετά από λίγο καιρό αλλάζουν γνώμη, ψυχραίνονται, υπαναχωρούν, χάνουν την αγάπη τους. Άνθρωποι λοιπόν που αγαπούν με αστάθεια, μετανοούν και με αστάθεια. Δεν μπορούν να συνεχίσουν αυτή την ωραία πορεία, την οποία έβαλαν με την αρχή της μετάνοιας.
Αυτές οι ομοιότητες οφείλονται στο γεγονός ότι η ποιότητα και η ποσότητα της μετανοίας ακολουθούν την αγαπητική δύναμη του ανθρώπου. Κάθε άνθρωπος, έχει μια αγαπητική δύναμη μέσα του που του την έδωσε ο Θεός. Είναι στοιχείο του κατ’ εικόνα. Αλλά, λόγω του διαφορετικού χαρακτήρα κάθε ανθρώπου, λόγω των περιπετειών που κάθε άνθρωπος υπέστη στη ζωή του, από άλλους γονείς βγήκε, με άλλες συνθήκες μεγάλωσε, άλλα γεγονότα αντιμετώπισε κ.τ.λ., λόγω της πολύ μεγάλης ποικιλίας των συνθηκών και των χαρακτήρων, η αγαπητική δύναμη όλων μας, δεν είναι ίδια, του ιδίου βαθμού, της ιδίας ποιότητας και της ιδίας σταθερότητας. Η ικανότητα λοιπόν για μετάνοια, ακολουθεί τις ιδιότητες και τις ιδιαιτερότητες της αγαπητικής δυνάμεως. Γι’αυτό και παρατηρούμε τις ομοιότητες που ανέφερα πριν.
Αυτό είναι ένα δεδομένο εμπειρικό, το οποίο μας προϊδεάζει προς αυτή την κατεύθυνση. Δηλαδή, ο βασικός μηχανισμός με τον οποίο ο άνθρωπος μετανοεί, είναι η ικανότητα της αγάπης που έχει. Αλλά, επαναλαμβάνω, εάν έχει πλούσια αποθέματα αγάπης, μπορεί και να μετανοήσει πραγματικά, με πληρότητα, αρχοντικά, με συνέπεια, όπως ο Θεός θέλει. Όποιος έχει φτωχή ικανότητα αγάπης, φτωχή θα είναι και η μετάνοιά του και ελλιπής και χρειάζεται δουλειά πολλή και προσοχή για να την αυξήσει, γιατί αυτά που λέμε τώρα δεν είναι στατικά. Μπορεί κάποιος να έχει εκ χαρακτήρος και από τις συνθήκες της ζωής, φτωχή ικανότητα αγάπης, αλλά να μπορεί να την αυξήσει με την βοήθεια του Θεού.
Ορισμένα παραδείγματα θα μας βοηθούσαν σε αυτό το πρώτο μέρος. Έχουμε, για παράδειγμα, τον αδερφό του ασώτου υιού. Ο αδερφός του ασώτου υιού, όπως θα θυμάστε, παρουσιάζει μία μικροκαρδία, μικροψυχία. Ενώ ξαναβρίσκει τον αδερφό του που τον θεωρούσε χαμένο και είχε χρόνια να μάθει νέα του, πίστευε μήπως δεν ζει κιόλας, αντί να αρχίσει να χοροπηδάει από την χαρά του, αρχίζει και γκρινιάζει προς τον πατέρα του από τη ζήλεια που νιώθει. Είναι φανερό ότι ένας άνθρωπος που ενεργεί έτσι και δεν τρέχει να πέσει στην αγκαλιά του αδερφού του, είναι φανερό ότι είναι ανίκανος να αγαπήσει. Δεν έχει αγάπη μέσα του. Αυτό δεν του επιτρέπει να έχει μετάνοια. Σε αντίθεση με τον αδερφό του, ο οποίος έχει πολύ βαθειά, πολύ γνήσια και αληθινή μετάνοια, κατά το μέτρο της αγαπητικής δυνάμεως.
Θα πει κανείς: «Και πού ξέρουμε ο μικρός γιος, ο άσωτος, πόση αγαπητική δύναμη είχε, πόσο αγαπούσε;» Αυτό θα το καταλάβουμε από το άλλο περιστατικό που θα αναφέρω, διότι η ζωή του άσωτου υιού έχει πάρα πολλά κοινά σημεία με της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Όπως ο άσωτος υιός πέρασε πολλά χρόνια μακριά από το σπίτι του με σαρκικές απολαύσεις, έτσι και η Οσία Μαρία η Αιγυπτία, επέρασε πάρα πολλά χρόνια της ζωής της μέσα σε σαρκικές απολαύσεις. Θα μου πείτε: «Τί σχέση έχει αυτό με την αγαπητική δύναμη;» Έχει και μάλιστα πολύ και θα σας πω τί εννοώ.
Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία, όταν εξομολογείται τη ζωή της στον γέροντα Ζωσιμά στην έρημο όπου την βρήκε εκεί, του λέει και μια λεπτομέρεια η οποία σοκάρει πραγματικά έναν πιστό που την ακούει σήμερα. Λέει: «Δεν πήγαινα μόνο για τα χρήματα με τους άντρες, αλλά πήγαινα και χωρίς χρήματα μερικές φορές, επειδή το ήθελα εγώ». Τόσο δηλαδή έντονη ήταν η σαρκικότητα και η δίψα για την απόλαυση. Αυτός ο τρόπος ζωής, που τον είχε και ο άσωτος (γι’αυτό μίλησα για ομοιότητα, ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών), ο πολύ ελευθεριάζων, ο πολύ έντονος και σαρκικός, υποδηλώνει μια ισχυρή αγαπητική δύναμη μέσα στον άνθρωπο η οποία έχει διαστραφεί. Υπάρχει έντονη ικανότητα για αγάπη, αλλά αυτή η αγάπη έχει στραφεί ολοκληρωτικά στην απρόσωπη ηδονή, στην απρόσωπη ευχαρίστηση.
Όπως λέει στην «Κλίμακα» ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναῒτης: «Έρως σωμάτων». Αλλά είναι ικανότητα προς έρωτα, δηλαδή προς ισχυρή αγάπη. Πώς το καταλαβαίνουμε αυτό; Από την εξέλιξη της ζωής της Οσίας Μαρίας. Διότι ένας άνθρωπος ο οποίος θεοποίησε σχεδόν την απόλαυση στη ζωή της, φτάνει σε σημείο, μετά την μεταστροφή της την θαυματουργική, να πηγαίνει στην έρημο, να μην βλέπει άνθρωπο για πάρα πολλά χρόνια και να ασκητεύει πάρα πολύ σκληρά, να τρώει ελάχιστα πράγματα που έβρισκε στη φύση, να ταλαιπωρεί το σώμα της πάρα πολύ σκληρά με την κακοπάθεια και να γίνεται αγνώριστη στην όψη. Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που αγαπά τόσο πολύ την απόλαυση την σωματική, να μεταπίπτει σε μια σκληρότατη, σχεδόν βασανιστική ασκητική ζωή;
Αυτό, είναι ακατανόητο με οποιοδήποτε άλλο ερμηνευτικό σχήμα παρά μόνο με την υπόθεση ότι άνθρωποι με τόσο μεγάλη σαρκικότητα διαθέτουν πολύ έντονη αγαπητική δύναμη, η οποία είναι φθαρμένη από τα πάθη τα πολυχρόνια και έχει στραφεί αποκλειστικά προς τον έρωτα των σωμάτων. Με την μεταστροφή της Οσίας Μαρίας αυτή η αγαπητική δύναμη στρέφεται αποκλειστικά στο Θεό και της δίνει την δυνατότητα να κάνει τέτοια σκληρή άσκηση, που αν εμείς την κάναμε μία εβδομάδα και όχι τόσα χρόνια που την έκανε αυτή, δεν θα αντέχαμε, θα παθαίναμε μελαγχολία. Για να αντέξει κάποιος να το κάνει αυτό και να μην λυγίσει, αλλά να χαίρεται την συντυχία και την παρουσία του Θεού, σημαίνει ότι η αγαπητική δύναμη μέσα του είναι ισχυρότατη καιστράφηκε όλη προς το Θεό.
Η άσκηση είναι εφικτή μόνο διά της αγάπης. Και όποιος αγαπάει, είναι ικανός όχι μόνο για σκληρή άσκηση, αλλά και για ταπείνωση μεγάλη, ώστε να μην θεωρεί πως η άσκηση που κάνει είναι κάτι σπουδαίο. Όλη αυτή λοιπόν η σαρκικότητα έγινε αγάπη προς τον Θεό. Αυτό είναι εκείνο το οποίο αποτελεί την αγιότητα της Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Δεν είναι ότι κατάφερε να κάνει τόσο μεγάλη νηστεία· η Εκκλησία μας δεν εξετάζει για να δηλώσει την αγιότητα ενός μέλους της πόσο ακριβώς νηστεία έκανε, αλλά η νηστεία είναι αποτέλεσμα της μεγάλης αγάπης. Αυτό που δηλώνει την αγιότητα της Οσίας, είναι η μεγάλη αγάπη προς τον Θεό που την έκανε συνεπή μέχρι τον θάνατό της στην μετάνοια αυτή και την μεταποίηση των ψυχικών δυνάμεων.
Η μετάνοια, επομένως, είναι μια μεταποίηση των ψυχικών δυνάμεων του ανθρώπου, που υποκινείται από την αγάπη. Και γι’ αυτό ακολουθεί τις ιδιαιτερότητες της αγάπης του καθενός μας. Αν δηλαδή θέλουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί δεν μετανοούμε αρκετά, αν το αισθανόμαστε αυτό (ο καθένας θα το κρίνει), ίσως το επόμενο βήμα είναι να πούμε ότι πιθανόν δεν αγαπούμε αρκετά τον Θεό και τους ανθρώπους.
Μετά την πρώτη εμπειρική παρατήρηση, ας περάσουμε στον δεύτερο λόγο που, νομίζω, στοιχειοθετεί και στηρίζει αυτή την υπόθεση. Αν προσπαθήσουμε να αναλύσουμε την μετάνοια ως γεγονός, ως μια διαδικασία, παρατηρούμε ότι η μετάνοια απαιτεί εμπιστοσύνη. Μετανοώ, δηλαδή (το λέει η λέξη) σημαίνει αλλάζω νου, αλλάζω τρόπο σκέψης, γίνομαι καινούργιος άνθρωπος και επομένως αλλάζω πορεία. Άρα, δεν ακολουθώ αυτό που εγώ νόμιζα πριν ότι είναι το συμφέρον, το καλό για τη ζωή μου, αλλά παραδίδω τον εαυτό μου στο Θεό, για να με καθοδηγήσει Αυτός. Εφαρμόζω τις εντολές Του, τηρώ τις εντολές Του όπως ο Χριστός μας ζήτησε ο ίδιος, αν το θυμάστε στο Κατά Ιωάννην να τηρήσουμε τις εντολές του για να είναι «Αυτός εν ημίν κι ημείς εν Αυτώ».
Τηρώ τις εντολές Του επειδή Τον εμπιστεύομαι. Παραδίδομαι πια στο Χριστό. Είναι φανερό ότι δεν μπορούμε να εμπιστευθούμε κάποιον εάν δεν τον αγαπάμε, μιλώντας βέβαια για εμπιστοσύνη υπαρξιακή, αν δεν του παρέχουμε τον εαυτό μας. Άλλες μικρές πράξεις εμπιστοσύνης της καθημερινής μας ζωής μπορούν να γίνονται και χωρίς αγάπη. Αλλά όταν πρόκειται να εναποθέσουμε τον εαυτό μας, την ζωή μας ολόκληρη που είναι μία και μοναδική, σε κάποιον, χρειάζεται αγάπη για να τον εμπιστευθούμε. Για να αυτοπαραδοθούμε σε αυτόν.
Υπό αυτή την έννοια, η παράδοσή μας στο Θεό διά της μετανοίας είναι απάρνηση του εαυτού μας. Απαρνιόμαστε αυτό που εμείς ώς τώρα ξέραμε, αγαπούσαμε, βρίσκαμε λογικό, και εξερχόμαστε σε συνάντηση του Άλλου, του Θεού, κατά τον ίδιο τρόπο που ο Αβραάμ υπάκουσε τον Θεόν και εξήλθε εις συνάντησή Του. Θυμάστε την φράση-πρόσκληση που απηύθυνε ο Θεός στον Αβραάμ: «Φύγε από τα μέρη σου και από την συγγένειά σου, από την περιοχή, από την πατρίδα σου που είχες μέχρι τώρα, την Μεσοποταμία, και πήγαινε (στην άκρη του κόσμου τότε, για εκείνη την εποχή, με τα πόδια!), στην γη που θα σου δείξω».
Αυτή η πρόσκληση του Θεού προς τον Αβραάμ, που ήταν τοπική βέβαια, φύγε από εδώ και πήγαινε εκεί, ήταν αλλαγή τόπου, ενώ για μάς επαναλαμβάνεται κάθε λεπτό, ως αλλαγή τρόπου, δηλαδή σαν να μας λέει ο Θεός: «Φύγε, άφησε αυτά στα οποία είσαι και έχεις μάθει, τον τρόπο που ζεις και κινείσαι και σκέφτεσαι στη σχέση σου με τους άλλους ανθρώπους και κάνε αυτό που σου λέω εγώ. Πήγαινε σε μια καινούργια χώρα, είναι καινούργια χώρα οι εντολές μου και εμπιστεύσου με».
Αυτό αποτελεί αυταπάρνηση. Απάρνηση του εαυτού μας και όσων αγαπούσαμε και σε όσα είχαμε βολευτεί μέχρι τώρα. Η μετάνοια, λοιπόν, αποτελεί ένα γεγονός αγάπης, υπό την έννοια ότι εμπιστεύομαι τον Θεό να πάω στο άγνωστο υπό κάποια έννοια. Διότι η υπακοή στις εντολές του Χριστού είναι πορεία προς το άγνωστο σε κάποιο βαθμό. Δεν μπορώ να μην θυμηθώ στη συνάφεια αυτή εκείνο το γεγονός της θαυμαστής αλιείας, όταν τα ξημερώματα επέστρεφαν οι μαθητές κατάκοποι και άυπνοι, με άδεια τα δίχτυα τους και πολύ στενοχωρημένοι φυσικά. Και βλέπουν στην ακτή τον Χριστό, ο οποίος τους λέει: «Τί συνέβη;» «Κύριε δεν πιάσαμε τίποτα». «Καλά πηγαίνετε πίσω και ρίξτε τα δίχτυα σας σε εκείνο το σημείο». Θα μπορούσαν βέβαια να του πουν: «Κύριε, είμαστε έμπειροι ψαράδες, γνωρίζουμε αρκετά καλά, δεν νομίζουμε ότι θα πιάσουμε κάτι». Αυτό θα γινόταν αν σκέφτονταν ανθρώπινα.
Αλλά η απάντηση του Πέτρου ποια ήταν; «Κύριε, είμαστε πολύ κουρασμένοι, είμαστε στενοχωρημένοι, δεν πιάσαμε κάτι, αλλ’ επί τω ρήματί Σου χαλάσω το δίκτυον». Αλλά επειδή το λες Εσύ θα ρίξω το δίχτυ εκεί. Μου αρκεί που το λες Εσύ. Νομίζω ότι περιττεύουν τα σχόλια για μια τέτοια πράξη αυτοπαράδοσης. Και μετά δεν μπορούσαν να το σηκώσουν, όπως θυμάστε και κάλεσαν και άλλους να βοηθήσουν γιατί ήταν γεμάτο ψάρια.
Υπάρχει δυστυχώς μια μεγάλη μερίδα πιστών, ίσως και συστηματικά πιστών, που συμμετέχουν δηλαδή στη ζωή της Εκκλησίας με συνέπεια, οι οποίοι δεν μετανοούμε επαρκώς, διότι δεν θέλουμε να παραδοθούμε στο Θεό κατά βάθος. Δηλαδή θέλουμε η σχέση με τον Θεό να μη διαταράσσει τα δικά μας αυτονόητα. Δηλαδή «ναι, Κύριε, θα προσεύχομαι σε εσένα πολλή ώρα, κάθε βράδυ, και πρωί και βράδυ καμιά φορά, αλλά σε παρακαλώ θέλω και μετά που θα σηκωθώ από την προσευχή να συνεχίσω να πιστεύω ότι είμαι καλύτερος από τον τάδε ή την τάδε. Θέλω να εξακολουθώ να πιστεύω ότι είμαι καλύτερος από την γυναίκα μου. (Και αντίστροφα). Δεν αντέχω να μου αποδείξεις ότι ο άλλος είναι καλύτερος από εμένα».
Αυτό είναι μια νοοτροπία και μια κατάσταση πολύ συνηθισμένη στους χριστιανούς δυστυχώς, που είναι ο αντίποδας της μετανοίας φυσικά. Και μπορεί κανείς να προβαίνει σε εντυπωσιακές εκδηλώσεις πίστεως και αφοσιώσεως εξωτερικά, γιατί εύκολο να είναι διατεθειμένος κανείς να κάνει πάρα πολλές θυσίες προκειμένου να διατηρήσει ακέραια τα αυτονόητά του. «Διατήρήσέ μου εσύ Κύριε την εικόνα ότι είμαι καλύτερος και εγώ θα λιώνω για Σένα, θα σκοτώνομαι, θα τρέχω, θα κάνω τα πάντα, μεγάλες νηστείες, προσφορές κοινωνικές, εκκλησιαστικές αλλά μην θίξεις τον Φαρισαϊσμό μου καθόλου».
Έχω συναντήσει πολλούς ανθρώπους, ωραίους, καλούς ανθρώπους κατά τα άλλα, οι οποίοι όμως δεν έχουν αντιληφθεί ότι η δυσκολία τους να μετανοήσουν είναι ουσιαστικά η δυσκολία τους να χρωστάνε χάρη σε κάποιον. Αυτό ήταν το δράμα του Φαρισαίου και κάθε Φαρισαϊσμού έκτοτε. Θέλω να σωθώ, δεν θέλω όμως να χρωστάω χάρη σε κάποιον που θα με σώσει, δηλαδή στον Θεό. Διότι στην πραγματικότητα είμαι ανίκανος να αγαπήσω. Η αγάπη έχειευγνωμοσύνη μέσα. Όταν υπάρχει αγάπη το «ευχαριστώ» είναι πολύ συχνό. Διότι αναγνωρίζω τα δώρα του άλλου διαρκώς.
Εγώ λοιπόν δεν θέλω να χρωστάω χάρη. Τί κάνω; Τηρώ πάντα τα διατεταγμένα, τα εξωτερικά (διότι τα βασικά δεν μπορώ να τα τηρήσω αφού μου λείπει η ταπείνωση, αφού υστερώ εκεί), τηρώ όλα τα διατεταγμένα, τον νόμο, τα νομικά, τα μετρήσιμα πράγματα, για να μπορώ να απαιτήσω τη σωτηρία μου από τον Θεό και να μπορώ να του πω: «Να, αυτά εγώ έκανα, τώρα εσύ είσαι υποχρωμένος να με σώσεις». Καταλάβατε το δράμα πολλών χριστιανών που δύο χιλιάδες χρόνια μετά ζουν σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα;
Ένα τρίτο στοιχείο που μας υποδεικνύει να συνδέσουμε τη μετάνοια με την αγάπη είναι το γεγονός εκείνο με την αμαρτωλή γυναίκα που προσέπεσε στα πόδια του Χριστού και τον άλειψε με μύρο. Μάλιστα, αυτό συνέβη στο σπίτι ενός Φαρισαίου ο οποίος δυσανασχέτησε και σκέφτηκε: «Αν ήταν προφήτης θα καταλάβαινε ποιά τον εγγίζει και δεν θα το δεχόταν». Τότε του απευθύνει το λόγο ο Χριστός και τον ρωτά: «Σίμων, να σου πω κάτι. Δύο άνθρωποι χρωστούσαν σε κάποιον, ο ένας μικρό ποσό και ο άλλος μεγάλο. Και εκείνος τους τα χάρισε και των δύο. Ποιός νομίζεις ότι θα τον αγαπήσει περισσότερο;» «Μα, φυσικά, αυτός που χρώσταγε τα πολλά». «Σωστά. Καταλαβαίνεις τώρα γιατί αυτή η γυναίκα μου δείχνει την ευγνωμοσύνη της; Διότι αισθάνεται ότι ευεργετήθηκε πολύ με τη άφεση των αμαρτιών της που λαμβάνει από μένα». Στρέφεται τότε στη γυναίκα και της λέει: «Συγχωροῦνται οι αμαρτίες σου».
Εάν δεν πιστεύω ότι έχω πολλές αμαρτίες, δεν έχει μεγάλο νόημα για μένα το έργο της Θείας Οικονομίας, ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος και σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Δεν μου χάρισε και πολλά πράγματα. Φοβάμαι ότι στο ασυνείδητό τους πολλοί χριστιανοί νομίζουν ότι θα μπορούσαν να είχαν σωθή και χωρίς τον Χριστό.
Αυτό που θάθελα να τονίσω με αυτό το τρίτο σημείο είναι ότι αποτέλεσμα της μετάνοιας έρχεται η ευγνωμοσύνη, που είναι μορφή της αγάπης. Αλλά και προσκομίζουμε τη μετάνοια μας ως αγάπη προς Αυτόν. Η αγάπη, δηλαδή, είναι και αποτέλεσμα και αίτιο της μετάνοιας.
Δεν ξέρω πόσο η αγωγή μας, στην οικογένεια και στην Εκκλησία, έχει επικεντρώσει στη μετάνοια ως διαδικασία αγάπης. Αντίθετα, συχνά παρουσιάζεται η μετάνοια ως υποχρέωση η οποία προκύπτει από ένα Θεό τιμωρό που είναι άγριος, κρατάει ένα μεγεθυντικό φακό για να δει τις αμαρτίες μας ώστε να πάμε στην απώλεια εξ αιτίας τους. Ενώ φυσικά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Κοιτά προσεκτικά να δει κάθε καλό μας ώστε από αυτό να βρει αφορμή να μας σώσει.
Αυτό τον Θεό έχουμε αλλά δυστυχώς δεν μεταδίδουμε αυτό τον Θεό στα παιδιά μας. Μερικές φορές τα απειλούμε κιόλας στο όνομα του Θεού. Ενός Θεού που, όπως μας δίδαξαν οι πατέρες μας, έρχεται ερωτικά προς τον άνθρωπο! Ο τρομοκράτης Θεός εισήχθη από τη Δύση.
Ακούστε τώρα ένα μικρό απόσπασμα από τον διάλογο που έκαμε η γυναίκα αυτή με τον έμπορο του μύρου, όπως τον φαντάστηκε ποιητική αδεία ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ώστε να καταλάβετε πώς σκέφτονταν και αισθάνονταν οι Πατέρες μας:
«Θέλω να μου δώσεις το καλύτερο μύρο που έχεις, όσο και να κοστίζει». Αυτός τη ρωτάει περισσότερα γιά νά καταλάβει για πού προορίζεται, αλλά αυτή τον κόβει: «Σε παρακαλώ, δεν ήλθα εδώ για να κουβεντιάσουμε, μόνο δώσε μου το καλύτερο να φύγω γιατί βιάζομαι, θέλω να συναντήσω τον αγαπημένο μου». Απαντά ο μυροπώλης: «Βλέπω το κόστος του μύρου που ζητάς και θαυμάζω. Ποιός είναι αυτός που αγαπάς τόσο πολύ; Κοντεύεις να με κάνεις να τον αγαπήσω κι εγώ».
Αποκρίνεται λοιπόν η γυναίκα: «Τι με πιέζεις, άνθρωπε, να σου πω ποιος είναι; Δεν βλέπεις πώς καίγεται η καρδιά μου να τον συναντήσω και φοβάμαι μήπως περάσει ο καιρός και δεν προλάβω; Μου φαίνεται πως σε κανέναν κάτοικο αυτής της χώρας δεν είναι άγνωστα όσα έκαμα μολύνοντας άλλους με την πορνεία. Και μόλις είδα αυτόν τον άγιο ιατρό που φάνηκε στη γη, παρευθύς η ψυχή μου δουλώθηκε και έγινε αιχμάλωτη σ’ αυτόν, διότι είδα τα πολλά θαυμαστά που επιτελεί. Αμαρτωλούς δέχεται, τελώνες πλησιάζει, δεν οργίζεται και δεν αποδιώχνει εκείνους που καταφεύγουν σ’ αυτόν».
Ολόκληρη η ορολογία αυτού του λόγου είναι ερωτική, για τον Μεγάλο Αγαπημένο. Οι Πατέρες, όταν μιλούν για μετάνοια, εννοούν τηνενεργοποίηση της αγαπητικής δύναμης του ανθρώπου, η οποία και μόνη είναι ικανή να υπερνικήσει τη φαύλη δύναμη της συνήθειας. Διότι γνωρίζετε καλά πως είναι σκληρός ο αγώνας να υπερνικήσουμε τους πειρασμούς του κόσμου αλλά και του πονηρού.
Κλείνοντας θα ήθελα να πω ότι αυτή η μετάνοια, όταν όντως υποκινείται από την αγάπη, παρουσιάζεται από τους Πατέρες και με άλλα συνώνυμα. Είναι η αρχή της Βασιλείας του Θεού (όπως το δήλωνε η αρχή του κηρύγματος του Χριστού), υπό την έννοια ότι ο άνθρωπος με πραγματική μετάνοια έχει αρχίσει να προγεύεται τη Βασιλεία του Θεού. Αλλού αναφέρεται ως παρουσία του Αγίου Πνεύματος, το Οποίο δρα μέσα στον άνθρωπο και τον κατευθύνει. Αλλού τη παρομοιάζουν με νέα όραση, ο άνθρωπος αποκτά νέα μάτια. Αυτό που γνωρίζουμε στους αγίους ως θεωρία και θεοπτία αποτελεί μια μακρά διαδικασία που αρχίζει με τη μετάνοια.
Βέβαια ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και γνωρίζει ότι πολλές φορές δυσκολευόμαστε να κάνουμε το πρώτο βήμα, να κινηθούμε στο επίπεδο της αγάπης. Δέχεται λοιπόν και άλλες μορφές μετάνοιας, πιο ελλιπείς, πιο προβληματικές. Για μερικούς αδελφούς μας μπορεί να είναι ο φόβος ή η ελπίδα ανταμοιβής κίνητρο για μετάνοια. Αλλά ο στόχος πρέπει να είναι η αγάπη, ανεξάρτητα από το πρώτο κίνητρο που μας επιτρέπει να αρχίσουμε. «Η ελπίς ου καταισχύνει».
Από το βιβλίο «Περάσματα στην απέναντι όχθη» (εκδ. Εν πλω
Τὸ παλιατζίδικό μας.Γέρων Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης
Κάποτε ὁ Γέροντας μοῦ εἶπε: “Πολλὲς ἀπὸ σᾶς τὶς γυναῖκες, ὅ,τι κατεστραμμένο καὶ ἄχρηστο ἔχετε, παλιὰ καὶ τρύπια κατσαρολικά, ἔπιπλα, παπούτσια καὶ ἄλλα φθαρμένα πράγματα, πᾶτε καὶ τὰ πετᾶτε σὲ κάποια ἀπόμερη ἀποθήκη σας, κλειδώνετε τὴν πόρτα καὶ ἡσυχάζετε. Δὲν ξέρετε ὅμως, ὅτι θὰ ἔρθει στιγμή, ποὺ αὐτὸ τὸ παλιατζίδικό σας θὰ τὸ βροῦν καὶ θὰ ἐκτεθεῖτε”.
Ἔμεινα ἔκπληκτη ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Γέροντα. Διάβαζα ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες, βιβλία ποιμαντικῆς ψυχολογίας, ποὺ μιλοῦσαν γιὰ τὴν ἀπώθηση τραυματικῶν βιωμάτων ἀπὸ τὸ συνειδητὸ στὸν ἀσυνείδητο χῶρο τῆς ψυχῆς καὶ γιὰ ἀνάδυσή του σὲ ἀπροσδόκητο χρόνο.
Τὸ ζωντανὸ παράδειγμα τοῦ Γέροντα, γιὰ τὴν ἀποθήκη ἀπορριμμάτων μοῦ ἔλεγε πολὺ περισσότερα ἀπὸ ὅ,τι τὰ ἐπιστημονικὰ ἐγχειρίδια. Ἦταν σαφὴς ὁ συμβολισμός, ὁ ἀναφερόμενος στὰ ἁμαρτήματά μας, ποὺ δὲν ἐξαλείψαμε μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγησή μας, ἀλλὰ τὰ πετάξαμε βιαστικὰ στὴν ἀποθήκη τῆς λήθης, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν ἐνοχλητικὴ παρουσία τους, καὶ ποὺ θὰ τὰ “βρεῖ” ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὰ ἐπαναφέρει στὴ μνήμη μας, “ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως”. Ἤδη τὰ γνωρίζει, ἐνῶ ἐμεῖς τὰ ἀγνοοῦμε.
Ἔμεινα ἔκπληκτη ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Γέροντα. Διάβαζα ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες, βιβλία ποιμαντικῆς ψυχολογίας, ποὺ μιλοῦσαν γιὰ τὴν ἀπώθηση τραυματικῶν βιωμάτων ἀπὸ τὸ συνειδητὸ στὸν ἀσυνείδητο χῶρο τῆς ψυχῆς καὶ γιὰ ἀνάδυσή του σὲ ἀπροσδόκητο χρόνο.
Τὸ ζωντανὸ παράδειγμα τοῦ Γέροντα, γιὰ τὴν ἀποθήκη ἀπορριμμάτων μοῦ ἔλεγε πολὺ περισσότερα ἀπὸ ὅ,τι τὰ ἐπιστημονικὰ ἐγχειρίδια. Ἦταν σαφὴς ὁ συμβολισμός, ὁ ἀναφερόμενος στὰ ἁμαρτήματά μας, ποὺ δὲν ἐξαλείψαμε μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγησή μας, ἀλλὰ τὰ πετάξαμε βιαστικὰ στὴν ἀποθήκη τῆς λήθης, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν ἐνοχλητικὴ παρουσία τους, καὶ ποὺ θὰ τὰ “βρεῖ” ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὰ ἐπαναφέρει στὴ μνήμη μας, “ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως”. Ἤδη τὰ γνωρίζει, ἐνῶ ἐμεῖς τὰ ἀγνοοῦμε.
Ἀνθολόγιο συμβουλῶν Γέροντος Πορφυρίου, 176-177
http://www.porphyrios.net/?p=1048
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...
-
ΕΥΧΗ ΕΠΙ ΕΥΛΟΓΙΑ ΠΙΤΑΣ ΑΓΙΟΥ ΦΑΝΟΥΡΙΟΥ Μητροπολίτου Ν.Ιωνίας και Φιλαφελφείας ΤΙΜΟΘΕΟΥ Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Ουράνιος Άρτος, ο τη...
-
Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ «Χαίρε, ραββί, και κατεφίλησεν αυτόν» (Ματθ. κστ΄,49) Του Παναγιώτου Σ. Μαρτίνη , Δρ. Θ. Η ιστορία από ...
-
Μετά από όσα ακούγονται και γράφονται για την Συρία είναι καιρός να δούμε τι γράφουν οι προφήτες στην Αγία Γραφή για το υπάρχον θέμα.Ολες ο...
-
Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, πάντοτε, νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέ...
-
Μιλώντας γενικά, εντούτοις, υπάρχει μια ευδιάκριτη αδιαφορία για την εκκλησιαστική μουσική στη βυζαντινή λογοτεχνία πριν το 10ο αιώνα. Υ...
-
«Σέ τόν ἀναβαλλόμενον τό φῶς ὥσπερ ἱμάτιον καθελών Ἰωσήφ ἀπό τοῦ ξύλου σύν Νικοδήμῳ καί θεωρήσας νεκρόν, γυμνόν, ἄταφον, εὐσυμπάθητον...
-
Ο Άγιος δια της προσευχής γκρεμίζει το ναό της Άρτεμης. Λεπτομέρεια από εικόνα του Λάσκαρη Λειχούδη (1733) που φυλάσσεται στο Μουσ...
-
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΙΩΝ Ευαγγέλιο :Ιω. 12, 12-18 Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΣΕΡΧΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΟΛΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΜΠΕΡΙ...
-
AMG Προωθώντας τις Διακονίες του Ευαγγελίου Π ρόκειται για κίνηση του Σπύρου Ζωδιάτη . Το 1942 ίδρυσε την Ανώνυμη Εταιρία «Αμερικανι...
-
πηγή ΑΝΑΒΑΣΕΙΣ Εκοιμήθη το Σαββάτο 23 Ιουνίου 2012 σε ηλικία 87 ετών η γερόντισσα Χριστίνα. Η γερόντισσα γεννήθηκε το 1925 ...