Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 29, 2012
Ὅσιος Μαρτύριος ἐκ Ρωσίας, 1 Μαρτίου.
Ὁ Ὅσιος Μαρτύριος τοῦ Ζελένσκ, κατὰ κόσμον Μηνᾶς, γεννήθηκε στὴν πόλη Βελίκι Λούκι τῆς Ρωσίας κατὰ τὸν 16ο αἰῶνα μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους, τὸν Κοσμᾶ καὶ τὴν Σταφανίδα, οἱ ὁποῖοι πέθαναν δέκα χρόνια μετὰ τὴν γέννησή του. Τὴν κατὰ Θεὸν διαπαιδαγώγησή του καὶ φροντίδα τοῦ μικροῦ Μηνᾶ ἀνέλαβε ἕνας πνευματικὸς καὶ ἀγαθὸς λευΐτης τοῦ ναοῦ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς γενέτειράς του, ποὺ λίγο ἀργότερα ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ὀνομάστηκε Βογολέπιος.
Ὁ Ὅσιος ἐπισκεπτόταν τακτικὰ τὸν γέροντά του καὶ λίγο ἀργότερα, ἰκανοποιώντας τὸν πόθο τῆς ψυχῆς του, κείρεται μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Μαρτύριος. Μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια ἀσκήσεως καὶ προσευχῆς ὁ Ὅσιος, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του, πῆρε μαζί του τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Τιχβὶν καὶ ᾖλθε στὴ νῆσο Βέρντε, κοντὰ στὴν περιοχὴ Ζελένσκ, ὅπου καὶ ἀσκήτευε. Ἐκεῖ ἔκτισε ἕνα μικρὸ ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Θεοτόκου.
Ἕνα βράδυ, μετὰ τὴν προσευχή του, εἶδε ξαφνικὰ στὸ ὄνειρό του τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας νὰ ἐπιπλέει πάνω στὸ νερό. Ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριὴλ κάλεσε τὸν Ὅσιο νὰ πάει νὰ βρεῖ τὴν ἱερὴ εἰκόνα. Πράγματι, ὁ Ὅσιος Μαρτύριος κατέβηκε στὴν λίμνη καὶ εἶδε τὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου νά ἐπιπλέει ἐπάνω στὸ νερό. Τότε τὴν πῆρε μὲ εὐλάβεια καὶ δέος καὶ τὴν μετέφερε στὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του.
Τὸ ἔτος 1570, ὁ Ὅσιος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Νόβγκοροντ καὶ διορίσθηκε ὡς ἡγούμενος τὸ ἔτος 1582.
Ὁ Ὅσιος Μαρτύριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1603. Παραδίδοντας τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Κύριο ἀνέπεμψε τὴν τελευταία ἐπὶ γῆς ἱκεσία του: «Κύριε, χάρισε τὴν εἰρήνη σὲ ὅλους τοὺς Ὀρθόδοξους Χριστιανούς».
Ὁ Ὅσιος Μαρτύριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1603. Παραδίδοντας τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Κύριο ἀνέπεμψε τὴν τελευταία ἐπὶ γῆς ἱκεσία του: «Κύριε, χάρισε τὴν εἰρήνη σὲ ὅλους τοὺς Ὀρθόδοξους Χριστιανούς».
Αγιος Δαβὶδ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, 1 Μαρτίου.
Ὁ Ἅγιος Δαβὶδ καταγόταν ἀπὸ τὴν Οὐαλία καὶ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ἀπὸ νεαρὰ ἡλικία ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἐκάρη μοναχός. Ἀποσύρθηκε στὴ νῆσο τοῦ Οὐάϊτ, καθοδηγούμενος ἀπὸ τὸν Γέροντα Παυλίνο. Κήρυξε πρὸς τοὺς Βρετανοὺς καὶ ἀνοικοδόμησε ναὸ στὴν πόλη Γκλαστένμπουρυ, ὅπου κατὰ τὴν παράδοση κήρυξε ὁ Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας ποὺ εἶχε, κατὰ τὴν παράδοση, μαζί του τὸ Ποτήριον τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου καὶ τὸν Ἀκάνθινο Στέφανο τοῦ Κυρίου.
Ὁ Ἅγιος Δαβὶδ ἵδρυσε δώδεκα μοναστήρια στὰ ὁποῖα ἐπέβαλε τοὺς κανόνες τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Οἱ μοναχοὶ μιλοῦσαν σπάνια καὶ ὡς κύριο ἔργο τους εἶχαν τὴν προσευχή.
Ὁ Ἅγιος ἔλαβε μέρος σὲ δύο Συνόδους κατὰ τοῦ Πελαγιανισμοῦ, ποὺ ἔγιναν στὴν πόλη Μπρέβυ τὸ 512 ἢ 519 μ.Χ. καὶ στὴν πόλη Βικτόρια λίγο ἀργότερα. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Συνόδου ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Οὐαλίας, ἀλλὰ ἀποδέχθηκε τὴν ἐκλογή του μετὰ ἀπὸ πολλὲς πιέσεις.
Ὁ Ἅγιος Δαβὶδ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 544 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Δαβὶδ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 544 μ.Χ.
Ἁγία Ἀντωνίνα ἡ Μάρτυς, 1 Μαρτίου.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀντωνίνα καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Νίκαια τῆς Βιθυνίας καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ (286 – 305 μ.Χ.). Ὄντας Χριστιανή, φανερώθηκε στὸν Μαξιμιανό, ὅταν ἀναχώρησε γιὰ τὴν Νίκαια καὶ ὁμολόγησε μὲ τόλμη γνώμης τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ βασανίσθηκε καὶ ὁδηγήθηκε στὴ φυλακή. Ἀφοῦ τὴν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴ φυλακή, τὴν πίεσαν μὲ τὴν βία νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἡ Ἁγία δὲν δέχθηκε καὶ παρέμενε σταθερὴ στὴν πίστη της. Τότε οἱ δήμιοι τὴν κρέμασαν καὶ τῆς ἔγδαραν τὰ πλευρά. Ἔπειτα τὴν τοποθέτησαν πάνω σὲ πυρακτωμένη σχάρα, ἀλλὰ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ μαρτύριο ἡ Ἁγία παρέμεινε ἀβλαβής.
Στὴ συνέχεια, ἀφοῦ τὴν ἔβαλαν σὲ σάκο, τὴν ἔριξαν στὴ λίμνη τῆς Νίκαιας, στὴν ὁποία βρῆκε τὸ μαρτυρικὸ θάνατο καὶ ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου
γερ.Σωφρόνιος: ο νόμος της ζούγκλας ως θεμέλιο των μεταμοσχεύσεων
Από το βιβλίο «ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ», Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου,
Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ
Αγγλίας, 2009, μετάφραση από τα ρωσικά Αρχιμ. Ζαχαρίας,
Γράμμα με ημερομηνία 11/3/1968, σελ. 291-292)
πηγή ALOPSIS.GR
Μετάνοια, τό δεύτερο βάπτισμα
Μετάνοια εἶναι μία διαδικασία, ἕνας τρόπος ζωῆς, μία συνεχής δηλαδή κατάσταση πού βιώνει ὁ χριστιανός καί εἶναι ἕνας τρόπος ἤ μᾶλλον, ὁ τρόπος τῆς θεραπείας τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ ἄνθρωπος θεραπεύεται στήν Ἐκκλησία μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα. Δυστυχῶς, ὅμως, τήν ψυχή μας πού καθαρίστηκε μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα τήν μολύνουμε καί πάλι. Ἡ αἰτία τοῦ μολυσμοῦ μας εἶναι οἱ διάφορες ἁμαρτίες πού κάνουμε, ἀπό τή στιγμή πού βγαίνουμε ἀπό τήν κολυμπήθρα καί μετά. Αὐτές οἱ ἁμαρτίες γίνονται πολλές φορές μέ τήν παρακίνηση τῶν «καλῶν μας γονέων»(καλλιέργεια ὑπερηφάνειας καί κενοδοξίας)καί τῶν οἰκείων μας. Στή συνέχεια κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι συνεχίζουμε νά καλλιεργοῦμε αὐτά πού διδαχθήκαμε. Ἔτσι κάνουμε τό λάθος τοῦ Ἀδάμ ὄχι μία ἀλλά πολλές φορές. Γι’ αὐτό τό λόγο, χρειάζεται ἕνα δεύτερο βάπτισμα, τό ὁποῖο ἀκριβῶς εἶναι αὐτή ἡ μετάνοια. Ἀσκώντας την ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ καί πάλι νά θεραπευτεῖ.
Ἡ μετάνοια εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν εἶναι κάτι, δηλαδή, πού τό κάνουμε μόνο ἐμεῖς -χρειάζεται νά συμβάλλουμε κι ἐμεῖς- ἀλλά χρειάζεται ἐπίσης ἡ ἐνίσχυση καί ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Αὐτή ἡ μετάνοια λειτουργεῖ σάν μία καθαρτική φωτιά, ἡ ὁποία κατακαίει τίς ἁμαρτίες καί τά πάθη μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Διά τοῦ πένθους τῆς μετάνοιας ὁ μετανοών ἄνθρωπος καθαρίζεται, θεραπεύεται. Συμβαίνει κάτι ἀνάλογο μέ τό χρυσάφι, τό ὁποῖο ἔχει σκουριές καί γιά νά τό καθαρίσουμε τό βάζουμε μέσα σέ ἕναν κλίβανο μέ φωτιά. Ἐκεῖ τότε ὅλα τά ὀξείδια καίγονται καί μένει καθαρός χρυσός χωρίς προσμείξεις. Κατά ἕναν ἀνάλογο τρόπο ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος μετανοεῖ, μπαίνει σ’ αὐτήν τήν καθαρτική φωτιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί γίνεται λαμπρότερος καί ἀπό τό χρυσάφι.
Λέει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ: «Ἐάν οἱ ἁμαρτίες σας εἶναι ὡς φοινικοῦν», κόκκινες δηλαδή σάν αἷμα, «ὑπέρ χιόνα λευκανῶ», Ἐγώ θά σᾶς κάνω λαμπρότερους καί λευκότερους καί ἀπό τό χιόνι (τίς ψυχές σας). Ἤ σ’ ἄλλη περίπτωση λέει: “ὡς ἔριον λευκανῶ”. Θά κάνω λευκές τίς ψυχές σας, ὅπως τό μαλλί τό λευκό, τό ὁποῖο τό βλέπει κανείς καί τό χαίρεται μέ τήν καθαρότητα πού ἔχει.
Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἑλκύετει ἀπό τόν μετανοημένο ἄνθρωπο τόν καθαρίζει πλήρως. Σ’ αὐτήν τήν κατάσταση τῆς μετανοίας, μ’ αὐτήν τή διαδικασία, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ ν ἀποκτήσει -λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες- τό μεγάλο θησαυρό τῆς παρθενίας.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς δίνει αὐτή τή δυνατότητα, νά ξαναποκτήσουμε αὐτό τό θησαυρό, «πνευματικῷ τῷ τρόπῳ», μέ τή μετάνοια. Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Στηθᾶτος λέει: ” Μήν πεῖς στήν καρδιά σου ὅτι πλέον εἶναι ἀδύνατον νά ἀποκτήσω τό θησαυρό, τήν ἁγνότητα τῆς παρθενίας, γιατί ἔχω πέσει πλέον στή φθορά καί στή μανία τοῦ σώματος, στίς σωματικές ἡδονές καί ὀρέξεις». Ἔστω κι ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τήν παρθενία του, μπορεῖ νά τήν ἀποκτήσει πάλι, μέ τά δάκρυα τοῦ δεύτερου βαπτίσματος, πού εἶναι ἡ μετάνοια.
Ἄς μή μᾶς πιάνει ἡ ἀπελπισία καί ἡ ἀπογοήτευση. Ἡ πνευματική παρθενία εἶναι ἡ χαμένη στολή, ἡ πρώτη στολή, τήν ὁποία φοράει πάλι ὁ Πατέρας στόν ἄσωτο υἱό. Τοῦ ξαναδίνει τήν πρώτη κατάσταση, ἐνῶ ἔκανε ὅ,τι ἔκανε, ἐνῶ σκόρπισε τήν πατρική του περιουσία μέ τίς πόρνες καί ὅλα αὐτά…Ὃταν ἐπιστρέφει ὁ ἄσωτος, ὁ Θεός -αὐτός εἶναι ὁ Πατέρας- τοῦ ξαναδίνει τήν πρώτη στολή, τοῦ φοράει τό δαχτυλίδι, θυσιάζει τό μοσχάρι, κάνει γλέντι, κλπ. Τοῦ δίνει ὅλη, ὅση λαμπρότητα εἶχε καί πρίν κάνει τίς ἀσωτεῖες. Ἔτσι γίνεται καί μέ τή ψυχή πού μετανοεῖ. Ὁ Χριστός τήν ξαναντύνει μέ τήν ἴδια ἁγνότητα πού εἶχε πρίν ἁμαρτήσει.
Λέει ὁ ἴδιος ἅγιος πατέρας, ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Στηθᾶτος: «Ὅπου ὑπάρχουν πόνοι μετανοίας», ὅπου δηλαδή κανείς πονάει, κοπιάζει στή διαδικασία αὐτή τῆς μετανοίας, «ὅταν μέ κακοπάθεια καί θερμότητα καταβάλλει», σπέρνει αὐτά τά σπέρματα τῆς μετάνοιας, καί τά συνοδεύει «μέ δάκρυα κατανύξεως», (μέ τέτοια δάκρυα, σάν ποτάμια) τότε, χάριν ὅλης αὐτῆς τῆς προσπάθειας, «τά ὀχυρώματα ὅλα του ἐχθροῦ καταρρέουν». Συμπαρασύρει αὐτό τό ὁρμητικό ποτάμι τῆς μετάνοιας, ὅλα ὅσα μέσα μας ἔχει χτίσει ὁ ἐχθρός, ὅλα τά φρούρια τοῦ διαβόλου δηλαδή. Ὅλα γκρεμίζονται, ὅταν κανείς μετανοεῖ καί ὅταν μέ θέρμη καί μέ δάκρυα ζητάει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Σβήνεται ὅλη ἡ πυρκαγιά τῶν παθῶν, ὅλη ἡ φωτιά πού νιώθει ὁ ἄνθρωπος μέσα του, καί ἡ ὁποία τόν σπρώχνει στό κακό.
Μέ τή μετάνοια καταστέλλεται ἡ φωτιά τῶν παθῶν καί γίνεται ἡ ἄνωθεν ἀναγέννηση. Τότε τελεῖται μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός στόν Ἅγιο Νικόδημο, τό νυχτερινό μαθητή: “Ἐάν μή τις γεννηθῆ ἄνωθεν, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν”. Δέν μπορεῖς νά μπεῖς στόν Παράδεισο, ἐάν δέ γεννηθεῖς ἄνωθεν, ἐάν δέν ἀναγεννηθεῖς πνευματικά κατ’ ἀρχήν διά τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος καί στή συνέχεια διά τῆς ἀνακαίνισής Του. Ἐπειδή ὅλοι μας ἄν καί βαπτισμένοι ἔχουμε πεθάνει πνευματικά, λόγω τῆς μεταβαπτισματικῆς ἁμαρτίας, πρέπει νά γίνει αὐτή ἡ δεύτερη ἀνά-γέννηση. Αὐτή ἡ ἀναγέννηση εἶναι ἡ μετάνοια.
«Καλά, γίνεται νά ξαναγεννηθεῖ ὁ ἄνθρωπος;» ἐρωτᾶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος. «Τί θά γίνει; Εἶναι δυνατόν νά ξαναεισέλθει ὁ ἄνθρωπος στήν κοιλία τῆς μητέρας του;». Καί τοῦ λέει ὁ Χριστός μας: «Δέν καταλαβαίνεις;» -Ἄν καί ἦταν μορφωμένος ὁ Ἅγιος Νικόδημος καί ἤξερε τί λέει ὁ νόμος ὅμως δέν καταλάβαινε.- «Δέν ἐννοῶ αὐτό τό πράγμα, ἐννοῶ πνευματικά νά ἀναγεννηθεῖς». Γίνεται αὐτή ἡ ἀναγέννηση «δι’ ἐπιδημίας», μέ τήν ἔλευση, μέ τόν ἐρχομό τοῦ Παρακλήτου, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δηλαδή.
«Καί πάλι ἁγνείας καί παρθενίας παλάτιον ἡ ψυχή γίνεται»˙ καί πάλι ἡ ψυχή γίνεται «ἕνα παλάτι ἁγνότητας καί παρθενίας» μᾶς διδάσκουν οἱ Ἅγιοι Πατέρες.
Ἔτσι, κανένας δέν ἐπιτρέπεται, δέ δικαιολογεῖται νά στενοχωριέται, νά ἀπελπίζεται καί νά λέει: «τά ’χασα ὅλα, πῆγε χαμένη ὅλη μου ἡ ζωή, ἡ ψυχή μου, ἡ ἁγνότητά μου κ.λ.π.». Ὅλα μπορεῖς νά τά βρεῖς, νά τά ξαναέχεις καί ἀκόμη πιό λαμπρά ἀπό πρίν, γιατί ὁ Θεός τά δίνει, ὅταν μετανοοῦμε μέ θέρμη καί δάκρυα. Ἄς δοξάζουμε καί ἄς εὐχαριστοῦμε τό Θεό γιά τή μεγάλη Του δωρεά πού λέγεται Μετάνοια.
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
στα πρόθυρα τής Εδέμ
Το κείμενο που ακολουθεί το άκουσα την πρωτοχρονιά σε μιά εκκλησιά του Πειραιά . Γράφτηκε από τον επίσκοπο της περιοχής π.Σεραφείμ και είναι ένα από τα πιο όμορφα κείμενα που συνάντησα τον τελευταίο καιρό. Θέλησα να το μοιραστώ με τους επισκέπτες τούτης της διαδικτυακής γωνιάς, εν όψει της ευλαβικής προσέγγισης στο Ιερό Βήμα του Εκκλησιαστικού έτους, την Μεγάλη Τεσσαρακοστή της παραδείσιας βιωτής, της ταπείνωσης, τής εκούσιας στέρησης και τής φιλαδελφίας.
...... Γιατί έρχεται στον κόσμο αυτόν ο άνθρωπος; Χρειάζεται ο κόσμος τον άνθρωπο;υπάρχει κάποιος σκοπός στον κόσμο και υπάρχει κάποιος σκοπός για τον άνθρωπο; Απορίες που ανακύπτουν από έναν διαστοχασμό μοναχικό της ύπαρξής μας όλης, απορίες διατρητικές, ανατρεπτικές μιας φαινομενικής τάξης και μιας παράδοξης αλληλουχίας που πληγώνει στα βάθη του τον άνθρωπο, θέτοντας τον υπό πολλαπλή διερώτηση, απογυμνώνοντας την ασίγαστη προβληματικότητα του.
Μεσα σ ένα κόσμο που οφείλεται σε θεία Ετοιμασία έρχεται ο καθένας με δάκρυα στα μάτια, για να γνωρίσει, να θαυμάσει, να ζήσει το αρμονικό κάλλος της Δημιουργίας όλης. Το κάλλος αυτό, το πολύμορφο και πολύτροπο, έχει θεία καταγωγή, είναι κατόρθωμα ιερό. και τα ίχνη αυτής της ιερότητας έρχεται να γνωρίσει ο άνθρωπος. Για τούτο οφείλει να έρχεται ως προσκυνητής. Να έρχεται, να συμπεριφέρεται και ν απέρχεται ως προσκυνητής. να εμβιώνει, να συμβιώνει και να αποβιώνει ως ευλαβής επισκέπτης.
Για αιώνες ο άνθρωπος συμπεριφέρθηκε μέσα στον κόσμο έτσι. Εκτισε τις πολιτείες του ακολουθώντας τις θεηγόρες γραμμές των τοπίων του κόσμου. Υψωσε τα ιερά του εκεί όπου ένιωθε μέσα στον κόσμο την πανέμορφη έξαρση του θείου. Εστησε τα γεφύρια του συνομιλώντας ευλαβικά με τα ποτάμια, χαϊδεύοντας στοργικά την τριγύρω τους φύση. Και ύψωσε τείχη μέσα στην ταυτόμορφη αρμονία του τοπίου ενώ στέριωσε τα λιμάνια του εκεί όπου το δάχτυλο του Πλάστη του είχε φανερώσει τους πρόσφορους κόλπους. Δεν είναι τυχαίο που όλα τα παλιά του ανθρώπου έργα μοιάζει να έχουν ψυχή, μοιάζει να λαλούν και από ολόβαθά τους να ψάλουν την ιερότητα του κόσμου και τα θαυμάσια του Θεού. Οπου ο άνθρωπος έπαυε να είναι προσκυνητής του κόσμου και υπέκεπτε στην οίηση, ο κόσμος ο ίδιος ερχόταν και με άκαμπτες, μυστικές δυνάμεις εσάρωνε και ετσάκιζε τα έργα ετούτα της οίησης.
Ωσπου, στους στερνούς αυτούς δύο αιώνες της οικουμένης η οίηση που υπέβοσκε μέσα στον άνθρωπο κατανίκησε το ήθος του προσκυνητή και τον αναγόρευσε κατακτητή του κόσμου.
Ως κατακτητής, ο άνθρωπος, όπου ζει και απ όπου περνά, σαρώνει την ιερότητα του κόσμου κι αναγορεύει τον εαυτό του σε νου της Δημιουργίας όλης. Αυτός που ήλθε για να φύγει, συμπεριφέρεται ως αλαζονικός κληρονόμος που μένει. Μενει και κατακτά, και μετασχηματίζει, και αλλοιώνει, και ασχημίζει, και γκρεμίζει, και κατατρώγει, και την όψη και τα σπλάχνα του κόσμου. Προσπαθεί να απαλείψει την ιερότητα του κόσμου, να σβήσει την σφραγίδα του Θεού, να θέσει αναιδώς την δική του. Είναι αδίσταχτος, αδηφάγος, άμοιρος αρμονίας και ομορφιάς, πλάσμα που μένει προσηλωμένο έξω από τον εαυτό του, κοινωνικός και κοινωνικοφανής, επικοινωνιακός και μύχια ακοινώνητος, ένας βάρβαρος που κρατεί στα χέρια δυνάμεις αβυσσαλέες και τρέφεται με το μίσος, την αντιπάθεια, την διεκδίκηση, την επιθετικότητα, - ποτέ με την αγάπη που ξυπνά στην ψυχή η κοινωνία της ιερότητας όλης της Δημιουργίας, την αγάπη του προσκυνητή.
Και να που στο κατώφλι ενός καινούργιου χρόνου ο κατακτητής άνθρωπος, σέρνοντας πίσω του τα πιο άσχημα, κακόγουστα, εκτρωματικά, αντιφυσικά, αντικοσμικά έργα του, οδηγείται σ ένα συγκλονιστικό αδιέξοδο : μπορεί να θανατώσει με τις κατακτητικές του δυνάμεις τον κόσμον όλο αλλά δεν μπορεί να αθανατίσει τον εαυτό του. Όσα και όπως και αν βιώσει, τελικά θα αποβιώσει. και η μνήμη των κατακτητικών του απολαύσεων δεν θα τον συνοδεύσει. Ο κατακτητής θα καμφθεί εμπρός στην ιερότητα του θανάτου, όσο και αν έχει τραφεί με την οίηση των κατακτήσεών του, όσο κι αν έχει παραμορφώσει τον κόσμο. Ο κόσμος τελικά θα τον θάψει. Και θ απλώσει και πάλι πάνω από τα λείψανά του την θεσπέσια αλουργίδα της ιερότητας της Δημιουργίας, φυτά, άνθη, ζωΰφια που αντικρύζουμε να μισοντύνουν τ αρχαία ερείπια, τα μισογκρεμισμένα κάστρα, τα λησμονημένα γεφύρια.
Αλλά πως ο γυμνός και τετραχηλισμένος άνθρωπος - κατακτητής θα ενδυθεί την αθανασία αφού δεν ανοίχθηκε από τον κόσμο τούτο των κτιστών στον Ακτιστο Δημιουργό Του και δεν εβίωσε ως λειτουργός του κόσμου αλλά ως βιαστής του; Ποιός θα αφθαρτίσει τον απογυμνωμένο από τον εαυτό του άνθρωπο του καιρού μας; Αφησε τα αλαζονικά του ίχνη στον κόσμο, αλλά η ζωη δαμάζει τα πάντα, γιατί μέσα στον κόσμο λειτουργεί άγρυπνος ο χρόνος. Μονον όποιος έρχεται και ζει ως προσκυνητής υπερβαίνει τον χρόνο μέσα στην θεία ιερότητα που νιώθει εντός του βαθιά ως έκταση και ως ευχαριστία, ως ρυθμό βίου και ως συμμετοχή.
Αν ο άνθρωπος έρχεται στον κόσμο, και αν συμπεριφέρεται, ζώντας μέσα σ αυτόν ως προσκυνητής, η ευλαβής αυτή προσκύνηση ξεκινά από τον ίδιο του τον εαυτό, προχωρεί προς τον άλλο, για να υψωθεί τελικά προς τον μεγάλον Αλλο, τον Θεο.
Η προσκύνηση του εαυτού του προσφέρεται προς το ίδιο του το σώμα, το φανερό σημείο της ύπαρξής του μέσα στον κόσμο, για να καταλήξει σε προσκύνηση της καρδιάς του, της συνείδησης και της ψυχής του. Προσκύνηση του σώματος σημαίνει ευλάβεια εμπρός στο μυστήριο της ιερότητάς του, σ ετούτη την υπέρλογη σύνθεση ορατών και αοράτων, υλικών και άϋλων στοιχείων που σε μια δυναμική, ασίγαστη όσμωση συναποτελούν τον εαυτό του.
Οι καιροί μας, ζώντας μια πολύμορφη, θανάσιμη εκτροπή, λατρεύουν αποκλειστικά το υλικό σώμα. Πιστεύουν στο σώμα τυραννικά, υπηρετούν, χρησιμοποιούν, εκμεταλλεύονται, εμπορεύονται το σώμα γιατί δεν πιστεύουν παρά μονάχα σ αυτό. Παραθεωρούν τον άϋλο, τον αόρατο εαυτό του ανθρώπου και για τούτο δεν κατορθώνουν να διακρίνουν την μυστηριακή του λειτουργία μέσα στο υλικό σώμα : την θεϊκή πνοη της ψυχής, την ιερότητα της συνείδησης. Ετσι το σώμα απομένει έκθετο, όργανο, εργαλείο, εμπόρευμα, προμηθευτής και καταναλωτής για να καταλήξει ο άνθρωπος να ζει ως συνεταίρος του μηδενός, στο χείλος θανάτου σκοτεινού, εκμηδενιστικού. Το σώμα τότε συνιστά την άπαρχή του μηδενός και πιστεύοντας μόνο σ αυτό, πιστεύει στον θάνατό του.
Αυτό το μηδέν αντικρύζει ο κατακτητής, όχι ο προσκυνητής άνθρωπος και στον άλλο, στον πλησίον του. Αντί να τον προσεγγίζει με ευλάβεια, τιμή, στοργή κι έκσταση εμπρός στην απερίγραπτη ιερότητα του μυστηρίου του, τον αντιμετωπίζει ζωϊκά, με το αίσθημα και το ένστικτο. Ποτέ με την διαίσθηση και την εν-όραση. Οχι με την τρυφερότητα της φιλίας την πανευγενή, αλλά με την σκαιότητα του αριθμού, της μάζας, της κατανάλωσης. Γιατί η σημερινή κοινωνία εγγράφει και το σώμα του άλλου μέσα στα δεδομένα της παραγωγής, της ηδονοθηρίας και της κατανάλωσης, με την εμπορευματική αντίληψη ενός κόσμου οιστρηλατημένου από το νευρωτικό κυνηγητό του χρήματος και της απόλαυσης. Και τότε, η καρδιά ξυλιάζει, αδρανεί. Η ψυχή υποφέρει από ολική έκλειψη και ο άνθρωπος - πρόσωπο μετασχηματίζεται σε άτομο - αριθμό.
Η μεταβολή του προσκυνητή ανθρώπου σε κατακτητή προκαλεί - και συντηρεί - την δεινή κρίση των ανθρωπίνων σχέσεων στους καιρούς μας, κρίση της φιλίας, του γάμου, κρίση της οικογένειας. Το επίπεδο, οριζόντιο αντίκρυσμα του εαυτού μας και του άλλου σημαίνει μηδενιστική κατάφαση μιας ζωής και μιας άσκοπης πολυλειτουργίας, αναιτιολόγητης, παράλογης.
Ενώ το βάθος της ύπαρξης του προσκυνητή ανθρώπου το προσπορίζουν οι προπάτορες μέσα στην Ιστορία, το ύψος το χορηγεί εκείνος που αγρυπνεί στην κορυφή του κόσμου : ο απερινόητος Θεός, ο κλειδοκράτορας του μυστηρίου της Δημιουργίας. Εκείνος είναι ο μεγάλος Αλλος, που καλεί στην ύψωση τον άνθρωπο σε κάθε μετρητή στιγμή του χρόνου.
Αν όμως ο άνθρωπος δεν προσήλθε στν ζωη για να προσκυνήσει τα ιερά και τα όσια, τότε δεν θα βιώσει με πληρότητα ούτε τον εαυτό του, ούτε τους άλλους, μήτε τον Θεο. Τα θεϊκά Του ίχνη λάμπουν παντού μέσα στην εύκρατη νύχτα της ταπεινοσύνης του όντος που υπάρχει για να δοξολογεί, αρκεί να μπορούμε να τα διακρίνουμε.
Η ζωη ως προσκύνηση φέρει τον άνθρωπο σε μιαν εκστατική ισορροπία του υπάρχειν σε πλάτος, σε βάθος, σε ύψος.
Μεσα σ ένα κόσμο που οφείλεται σε θεία Ετοιμασία έρχεται ο καθένας με δάκρυα στα μάτια, για να γνωρίσει, να θαυμάσει, να ζήσει το αρμονικό κάλλος της Δημιουργίας όλης. Το κάλλος αυτό, το πολύμορφο και πολύτροπο, έχει θεία καταγωγή, είναι κατόρθωμα ιερό. και τα ίχνη αυτής της ιερότητας έρχεται να γνωρίσει ο άνθρωπος. Για τούτο οφείλει να έρχεται ως προσκυνητής. Να έρχεται, να συμπεριφέρεται και ν απέρχεται ως προσκυνητής. να εμβιώνει, να συμβιώνει και να αποβιώνει ως ευλαβής επισκέπτης.
Για αιώνες ο άνθρωπος συμπεριφέρθηκε μέσα στον κόσμο έτσι. Εκτισε τις πολιτείες του ακολουθώντας τις θεηγόρες γραμμές των τοπίων του κόσμου. Υψωσε τα ιερά του εκεί όπου ένιωθε μέσα στον κόσμο την πανέμορφη έξαρση του θείου. Εστησε τα γεφύρια του συνομιλώντας ευλαβικά με τα ποτάμια, χαϊδεύοντας στοργικά την τριγύρω τους φύση. Και ύψωσε τείχη μέσα στην ταυτόμορφη αρμονία του τοπίου ενώ στέριωσε τα λιμάνια του εκεί όπου το δάχτυλο του Πλάστη του είχε φανερώσει τους πρόσφορους κόλπους. Δεν είναι τυχαίο που όλα τα παλιά του ανθρώπου έργα μοιάζει να έχουν ψυχή, μοιάζει να λαλούν και από ολόβαθά τους να ψάλουν την ιερότητα του κόσμου και τα θαυμάσια του Θεού. Οπου ο άνθρωπος έπαυε να είναι προσκυνητής του κόσμου και υπέκεπτε στην οίηση, ο κόσμος ο ίδιος ερχόταν και με άκαμπτες, μυστικές δυνάμεις εσάρωνε και ετσάκιζε τα έργα ετούτα της οίησης.
Ωσπου, στους στερνούς αυτούς δύο αιώνες της οικουμένης η οίηση που υπέβοσκε μέσα στον άνθρωπο κατανίκησε το ήθος του προσκυνητή και τον αναγόρευσε κατακτητή του κόσμου.
Ως κατακτητής, ο άνθρωπος, όπου ζει και απ όπου περνά, σαρώνει την ιερότητα του κόσμου κι αναγορεύει τον εαυτό του σε νου της Δημιουργίας όλης. Αυτός που ήλθε για να φύγει, συμπεριφέρεται ως αλαζονικός κληρονόμος που μένει. Μενει και κατακτά, και μετασχηματίζει, και αλλοιώνει, και ασχημίζει, και γκρεμίζει, και κατατρώγει, και την όψη και τα σπλάχνα του κόσμου. Προσπαθεί να απαλείψει την ιερότητα του κόσμου, να σβήσει την σφραγίδα του Θεού, να θέσει αναιδώς την δική του. Είναι αδίσταχτος, αδηφάγος, άμοιρος αρμονίας και ομορφιάς, πλάσμα που μένει προσηλωμένο έξω από τον εαυτό του, κοινωνικός και κοινωνικοφανής, επικοινωνιακός και μύχια ακοινώνητος, ένας βάρβαρος που κρατεί στα χέρια δυνάμεις αβυσσαλέες και τρέφεται με το μίσος, την αντιπάθεια, την διεκδίκηση, την επιθετικότητα, - ποτέ με την αγάπη που ξυπνά στην ψυχή η κοινωνία της ιερότητας όλης της Δημιουργίας, την αγάπη του προσκυνητή.
Και να που στο κατώφλι ενός καινούργιου χρόνου ο κατακτητής άνθρωπος, σέρνοντας πίσω του τα πιο άσχημα, κακόγουστα, εκτρωματικά, αντιφυσικά, αντικοσμικά έργα του, οδηγείται σ ένα συγκλονιστικό αδιέξοδο : μπορεί να θανατώσει με τις κατακτητικές του δυνάμεις τον κόσμον όλο αλλά δεν μπορεί να αθανατίσει τον εαυτό του. Όσα και όπως και αν βιώσει, τελικά θα αποβιώσει. και η μνήμη των κατακτητικών του απολαύσεων δεν θα τον συνοδεύσει. Ο κατακτητής θα καμφθεί εμπρός στην ιερότητα του θανάτου, όσο και αν έχει τραφεί με την οίηση των κατακτήσεών του, όσο κι αν έχει παραμορφώσει τον κόσμο. Ο κόσμος τελικά θα τον θάψει. Και θ απλώσει και πάλι πάνω από τα λείψανά του την θεσπέσια αλουργίδα της ιερότητας της Δημιουργίας, φυτά, άνθη, ζωΰφια που αντικρύζουμε να μισοντύνουν τ αρχαία ερείπια, τα μισογκρεμισμένα κάστρα, τα λησμονημένα γεφύρια.
Αλλά πως ο γυμνός και τετραχηλισμένος άνθρωπος - κατακτητής θα ενδυθεί την αθανασία αφού δεν ανοίχθηκε από τον κόσμο τούτο των κτιστών στον Ακτιστο Δημιουργό Του και δεν εβίωσε ως λειτουργός του κόσμου αλλά ως βιαστής του; Ποιός θα αφθαρτίσει τον απογυμνωμένο από τον εαυτό του άνθρωπο του καιρού μας; Αφησε τα αλαζονικά του ίχνη στον κόσμο, αλλά η ζωη δαμάζει τα πάντα, γιατί μέσα στον κόσμο λειτουργεί άγρυπνος ο χρόνος. Μονον όποιος έρχεται και ζει ως προσκυνητής υπερβαίνει τον χρόνο μέσα στην θεία ιερότητα που νιώθει εντός του βαθιά ως έκταση και ως ευχαριστία, ως ρυθμό βίου και ως συμμετοχή.
Αν ο άνθρωπος έρχεται στον κόσμο, και αν συμπεριφέρεται, ζώντας μέσα σ αυτόν ως προσκυνητής, η ευλαβής αυτή προσκύνηση ξεκινά από τον ίδιο του τον εαυτό, προχωρεί προς τον άλλο, για να υψωθεί τελικά προς τον μεγάλον Αλλο, τον Θεο.
Η προσκύνηση του εαυτού του προσφέρεται προς το ίδιο του το σώμα, το φανερό σημείο της ύπαρξής του μέσα στον κόσμο, για να καταλήξει σε προσκύνηση της καρδιάς του, της συνείδησης και της ψυχής του. Προσκύνηση του σώματος σημαίνει ευλάβεια εμπρός στο μυστήριο της ιερότητάς του, σ ετούτη την υπέρλογη σύνθεση ορατών και αοράτων, υλικών και άϋλων στοιχείων που σε μια δυναμική, ασίγαστη όσμωση συναποτελούν τον εαυτό του.
Οι καιροί μας, ζώντας μια πολύμορφη, θανάσιμη εκτροπή, λατρεύουν αποκλειστικά το υλικό σώμα. Πιστεύουν στο σώμα τυραννικά, υπηρετούν, χρησιμοποιούν, εκμεταλλεύονται, εμπορεύονται το σώμα γιατί δεν πιστεύουν παρά μονάχα σ αυτό. Παραθεωρούν τον άϋλο, τον αόρατο εαυτό του ανθρώπου και για τούτο δεν κατορθώνουν να διακρίνουν την μυστηριακή του λειτουργία μέσα στο υλικό σώμα : την θεϊκή πνοη της ψυχής, την ιερότητα της συνείδησης. Ετσι το σώμα απομένει έκθετο, όργανο, εργαλείο, εμπόρευμα, προμηθευτής και καταναλωτής για να καταλήξει ο άνθρωπος να ζει ως συνεταίρος του μηδενός, στο χείλος θανάτου σκοτεινού, εκμηδενιστικού. Το σώμα τότε συνιστά την άπαρχή του μηδενός και πιστεύοντας μόνο σ αυτό, πιστεύει στον θάνατό του.
Αυτό το μηδέν αντικρύζει ο κατακτητής, όχι ο προσκυνητής άνθρωπος και στον άλλο, στον πλησίον του. Αντί να τον προσεγγίζει με ευλάβεια, τιμή, στοργή κι έκσταση εμπρός στην απερίγραπτη ιερότητα του μυστηρίου του, τον αντιμετωπίζει ζωϊκά, με το αίσθημα και το ένστικτο. Ποτέ με την διαίσθηση και την εν-όραση. Οχι με την τρυφερότητα της φιλίας την πανευγενή, αλλά με την σκαιότητα του αριθμού, της μάζας, της κατανάλωσης. Γιατί η σημερινή κοινωνία εγγράφει και το σώμα του άλλου μέσα στα δεδομένα της παραγωγής, της ηδονοθηρίας και της κατανάλωσης, με την εμπορευματική αντίληψη ενός κόσμου οιστρηλατημένου από το νευρωτικό κυνηγητό του χρήματος και της απόλαυσης. Και τότε, η καρδιά ξυλιάζει, αδρανεί. Η ψυχή υποφέρει από ολική έκλειψη και ο άνθρωπος - πρόσωπο μετασχηματίζεται σε άτομο - αριθμό.
Η μεταβολή του προσκυνητή ανθρώπου σε κατακτητή προκαλεί - και συντηρεί - την δεινή κρίση των ανθρωπίνων σχέσεων στους καιρούς μας, κρίση της φιλίας, του γάμου, κρίση της οικογένειας. Το επίπεδο, οριζόντιο αντίκρυσμα του εαυτού μας και του άλλου σημαίνει μηδενιστική κατάφαση μιας ζωής και μιας άσκοπης πολυλειτουργίας, αναιτιολόγητης, παράλογης.
Ενώ το βάθος της ύπαρξης του προσκυνητή ανθρώπου το προσπορίζουν οι προπάτορες μέσα στην Ιστορία, το ύψος το χορηγεί εκείνος που αγρυπνεί στην κορυφή του κόσμου : ο απερινόητος Θεός, ο κλειδοκράτορας του μυστηρίου της Δημιουργίας. Εκείνος είναι ο μεγάλος Αλλος, που καλεί στην ύψωση τον άνθρωπο σε κάθε μετρητή στιγμή του χρόνου.
Αν όμως ο άνθρωπος δεν προσήλθε στν ζωη για να προσκυνήσει τα ιερά και τα όσια, τότε δεν θα βιώσει με πληρότητα ούτε τον εαυτό του, ούτε τους άλλους, μήτε τον Θεο. Τα θεϊκά Του ίχνη λάμπουν παντού μέσα στην εύκρατη νύχτα της ταπεινοσύνης του όντος που υπάρχει για να δοξολογεί, αρκεί να μπορούμε να τα διακρίνουμε.
Η ζωη ως προσκύνηση φέρει τον άνθρωπο σε μιαν εκστατική ισορροπία του υπάρχειν σε πλάτος, σε βάθος, σε ύψος.
Τον καταλάμπει με την Χαρη, τον ευγενίζει ως επισκέπτη, ως φιλοξενούμενο, και τον συνδέει οργανικά με τους συνανθρώπους του και με τον Δημιουργό του. Αυτή η ιερή συμφιλίωση αποκαλύπτει την μυστική, χαρμόσυνη αρμονία των πάντων. Και υψώνει πλέον την ζωη ως φιλοξενία και ως πολύτιμο δώρο.
(η φωτογραφία είναι από την Μονή Κηπίνας στην Ήπειρο.Το κείμενο ελήφθη από τον ιστοχώρο της Μητρόπολης Πειραιά)
Ο καλός μεθυσμένος ...
Δεν έχεις πνευματική υγεία, γι' αυτό σκέφτεσαι έτσι. Άν είχες πνευματική υγεία, θά έβλεπες και τά ακάθαρτα καθαρά. Όπως θά έβλεπες τά φρούτα, έτσι θά έβλεπες και τήν κοπριά, γιατί ή κοπριά βοήθησε νά γίνουν τά φρούτα.
Όποιος έχει καλούς λογισμούς, έχει πνευματική υγεία και το κακό το μετατρέπει σε καλό. Θυμάμαι στην Κατοχή, όσα παιδιά είχαν γερό οργανισμό, έτρωγαν μέ όρεξη ένα κομμάτι μπομπότα καί ήταν όλο υγεία. Ένω κάτι πλουσιόπαιδα, παρόλο πού έτρωγαν ψωμί μέ βούτυρο, επειδή δέν είχαν γερό οργανισμό, ήταν φιλάσθενα. Έτσι και στην πνευματική ζωή.
Ένας, άν έχη καλούς λογισμούς, καί νά τον χτυπήσης άδικα, θά πη: "Το επέτρεψε ό Θεός, γιά νά εξοφλήσω παλιά μου σφάλματα, δόξα τω Θεώ!". Ένω ένας άλλος πού δέν έχει καλούς λογισμούς, καί νά πάς νά τον χαϊδέψης, θά νομίζη πώς πάς νά τον χτυπήσης. Πάρτε παράδειγμα άπό έναν μεθυσμένο. Άν είναι κακός, τά σπάζει όλα επάνω στο μεθύσι. Άν είναι καλός, ή θά κλαίη ή θά συγχωράη. Ένας μεθυσμένος έλεγε: "Χαρίζω άπό έναν κουβά λίρες σε όποιον μέ φθονεί"!
Όποιος έχει καλούς λογισμούς, έχει πνευματική υγεία και το κακό το μετατρέπει σε καλό. Θυμάμαι στην Κατοχή, όσα παιδιά είχαν γερό οργανισμό, έτρωγαν μέ όρεξη ένα κομμάτι μπομπότα καί ήταν όλο υγεία. Ένω κάτι πλουσιόπαιδα, παρόλο πού έτρωγαν ψωμί μέ βούτυρο, επειδή δέν είχαν γερό οργανισμό, ήταν φιλάσθενα. Έτσι και στην πνευματική ζωή.
Ένας, άν έχη καλούς λογισμούς, καί νά τον χτυπήσης άδικα, θά πη: "Το επέτρεψε ό Θεός, γιά νά εξοφλήσω παλιά μου σφάλματα, δόξα τω Θεώ!". Ένω ένας άλλος πού δέν έχει καλούς λογισμούς, καί νά πάς νά τον χαϊδέψης, θά νομίζη πώς πάς νά τον χτυπήσης. Πάρτε παράδειγμα άπό έναν μεθυσμένο. Άν είναι κακός, τά σπάζει όλα επάνω στο μεθύσι. Άν είναι καλός, ή θά κλαίη ή θά συγχωράη. Ένας μεθυσμένος έλεγε: "Χαρίζω άπό έναν κουβά λίρες σε όποιον μέ φθονεί"!
γ.Παΐσιος
η εικονογραφία του «εσταυρωμένου μοναχού» που δέχεται τις προσβολές των εμπαθών λογισμών προέρχεται από μονή της Ρουμανίας
Ο Παράδεισος
του Ηλία Μηνιάτη, Επισκόπου Κερνίκης και Καλαβρύτων
(Απόσπασμα Λόγου)
«…Η Βασιλεία του Ιησού Χριστού δεν είναι η βασιλεία του κόσμου τούτου, είναι η Βασιλεία των Ουρανών, είναι η μακαριότητα του Θεού, είναι η δόξα η ατελεύτητη, είναι η ζωή η αθάνατος, είναι με ένα λόγο ο Παράδεισος. Παράδεισος! μόνο να τον συλλογισθώ, ευφραίνεται η ψυχή μου. Παράδεισος! η ευτυχισμένη πατρίς των Προπατόρων μου, ο γλυκύς λιμήν της ελπίδας μου, ο μοναδικός σκοπός της αγάπης μου, το ύστερο βραβείο της Πίστεώς μου…
»…Ιησού Χριστέ, η σεσαρκωμένη του Θεού Σοφία, πες μας φανερώτερα, τι είναι ο Παράδεισος;
‘‘Δύο πράγματα σας λέγω, αυτή είναι μια ζωή χωρίς θάνατο, «Αύτη εστίν η αιώνιος ζωή» (Ιωάν. ιζ΄3). Αύτη είναι μια χαρά χωρίς τέλος, «χαρήσεται υμών η καρδία και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών» (Ιωάν. ις΄22). Ζωή χωρίς θάνατο…’’
»…Είναι ο Παράδεισος ζωή χωρίς θάνατο, διότι εκεί ζεις με την αυτήν ζωή του Θεού, μένεις και συ στην αυτήν διαμονή με τον Θεό, ζεις και συ, όσο ζει και ο Θεός. Χαρά χωρίς τέλος, διότι και συ χαίρεσαι με την αυτήν χαρά του Θεού, βασιλεύεις και συ με την αυτήν Βασιλεία του Θεού, δοξάζεσαι και συ με την αυτήν δόξα του Θεού…‘‘Όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστι’’ (Α΄ Ιωάν. γ΄2).
»…Εδώ δεν τον βλέπουμε όπως είναι, αλλά μόνον τον πιστεύουμε, αυτή είναι όλη η μακαριότητα της Εκκλησίας, να μη βλέπουμε και να πιστεύουμε, «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύοντες» (Ιωάν. κ΄29). Εκεί τον βλέπουμε καθώς είναι και πλέον δεν έχουμε ανάγκη μόνης της Πίστεως, αυτή είναι όλη η μακαριότητα του Παραδείσου, να μη πιστεύουμε μόνο αλλά και να βλέπουμε, «Όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστι». Εκεί δεν είναι πλέον πίστη διότι είναι όραση (Εβρ. ια΄1). Ελύθη η σκιά, λάμπει το φως. Εκεί δεν είναι ελπίδα, διότι είναι απόλαυση. Έπαυσε το μέλλον, υπάρχει το παρόν. Εκεί υπάρχει μόνο αγάπη, διότι αγαπούμε εκείνο το άκρον αγαθό, το οποίο βλέπουμε και χορταίνει ο νους μας με την όραση, χορταίνει η καρδιά μας με την απόλαυση…
Χριστιανοί, πολλά είναι εκείνα τα οποία μας λέγουν για τον Παράδεισο, πολλά οι Προφήτες, πολλά οι Απόστολοι, πολλά οι Διδάσκαλοι, πολλά αυτός ο Χριστός. Όλα μεγάλα, όλα υψηλά, όλα παράδοξα. «δεδοξασμένα ελαλήθη περί σου η πόλις του Θεού» (Ψαλμ. πς' 3). Εμείς, όχι ότι δεν πιστεύομε, αλλά δεν καταλαμβάνομε, ο νους μας είναι πολύ στενός, δεν δύναται να τα χωρέσει, είναι πολύ παχύς, δεν μπορεί να πετάξει. Όταν όμως αξιωθούμε να ιδούμε εκείνο το ανέσπερο φως, το οποίο κάμνει μία άδυτη ημέρα αιωνίου μακαριότητας, να ιδούμε των Αγγέλων τα τάγματα, να ιδούμε των Αγίων τους χορούς, να ιδούμε τους Μάρτυρες, τους Οσίους, τους Δικαίους, οι οποίοι είναι οι μακάριοι πολίτες του ουρανού, να ιδούμε αυτήν την Δέσποινα Θεοτόκο Μαρία, την Βασίλισσα των Αγγέλων, καθεζομένη εκ δεξιών του Θεού, να ιδούμε αυτήν την τρισήλιο Θεότητα, να ιδούμε αυτόν τον Θεό, πρόσωπο προς πρόσωπο να ιδούμε τα φυσικά ιδιώματα του Θεού, τα οποία δεν έχουν ούτε αρχή, ούτε τέλος, να ιδούμε τις τρεις υποστάσεις Του, τον Πατέρα, τον Υιό καί το Πνεύμα το Άγιο, τα οποία είναι τρία πρόσωπα, αλλ’ ένας καί μόνος Θεός, να ιδούμε την παντοδυναμία Του, την σοφία Του, την αγαθότητά Του, την δόξα Του, την Βασιλεία Του, τότε θέλομε καταλάβει τί είναι ο Παράδεισος.
Θεέ μου ! (θα πούμε τότε στον Θεό)… Τόση είναι η δόξα του Παραδείσου καί εγώ τόσο αγαπούσα την δόξα του κόσμου! Μωρός οπού ήμουν εγώ καί δεν παραιτούσα χιλίους κόσμους, δια να κερδίσω ένα Παράδεισο! Τέτοια είναι η αιώνιος ζωή καί εγώ τόσο αγαπούσα μία ζωή πρόσκαιρη! Μωρός όπου ήμουν εγώ καί δεν έδιδα χίλιες άλλες ζωές, για να κληρονομήσω αυτήν! Μωρός όπου ήμουν εγώ καί εκινδύνευα τόσους χρόνους να χάσω τέτοιον Παράδεισο καί τέτοια ζωή, για να χαρώ με μία μιαρή πόρνη, για να χορτάσω την αχόρταγη φιλαργυρία μου, για να κάμω μία σιχαμερή όρεξή μου! Αλλ' ας είναι χίλιες φορές ευχαριστημένη η ευσπλαχνία Σου, Θεέ μου, οπού εγώ λυτρώθηκα από τόσους κινδύνους καί τώρα ευρίσκομαι στον Παράδεισο! Όπου, ζω μία ζωή χωρίς θάνατο, όπου χαίρομαι μία χαρά χωρίς τέλος…»
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)
Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...
-
Τιμά και εορτάζει η Αγία μας Εκκλησία στις 21 Μαΐου την μνήμη του Αγίου Κωνσταντίνου, που η ιστορία του απέδωσε και τον τίτλο του Μεγάλου...
-
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ (Μαρκ....
-
«Σέ τόν ἀναβαλλόμενον τό φῶς ὥσπερ ἱμάτιον καθελών Ἰωσήφ ἀπό τοῦ ξύλου σύν Νικοδήμῳ καί θεωρήσας νεκρόν, γυμνόν, ἄταφον, εὐσυμπάθητον...
-
ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΩΝ "ΜΕΓΑΛΩΝ" ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΜΑΣ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ !!! ΜΕΓΑΛΗ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗ ΔΙΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ "ΑΓΙΟΓΡΑΦΙ...
-
Πράγματι, ο προφητικός λόγος είναι ένα λυχνάρι που οδηγεί -εμάς τους αφώτιστους, προς τον Χριστό, όπως γράφει ο απόστολος Πέτρος στην...
-
"ΔΙΑ ΤΟΥΤΟ ΛΕΓΩ ΠΡΟΣ ΥΜΑΣ ΟΤΙ ΘΕΛΕΙ ΑΦΑΙΡΕΘΕΙ ΑΦ' ΥΜΩΝ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΘΕΛΕΙ ΔΟΘΕΙ ΕΙΣ ΕΘΝΟΣ ΚΑΜΝΟΝ ΤΟΥΣ ΚΑΡΠΟΥΣ ΑΥΤΗΣ &...
-
Ο εν παντί καιρώ και πάση ώρα, εν ουρανώ και επί γης προσκυνούμενος και δοξαζόμενος Χριστός ο Θεός, ο μακρόθυμος, ο πολυέλεος, ο πο...
-
ΕΙΝΑΙ ΑΤΙΜΙΑ ΣΤΟΝ ΑΝΤΡΑ ΝΑ ΑΦΗΝΕΙ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΡΙΑ ''ούτε η φύση δεν σας διδάσκει, ότι ο άνδρας μεν αν αφήνει μακρ...
-
ΕΥΧΗ ΕΠΙ ΕΥΛΟΓΙΑ ΠΙΤΑΣ ΑΓΙΟΥ ΦΑΝΟΥΡΙΟΥ Μητροπολίτου Ν.Ιωνίας και Φιλαφελφείας ΤΙΜΟΘΕΟΥ Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Ουράνιος Άρτος, ο τη...
-
Μιλώντας γενικά, εντούτοις, υπάρχει μια ευδιάκριτη αδιαφορία για την εκκλησιαστική μουσική στη βυζαντινή λογοτεχνία πριν το 10ο αιώνα. Υ...