Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Ιουνίου 29, 2012

“Ένας Μεγάλος…» [ π. Γερβάσιος Παρασκευόπουλος ] († 30 Ιουνίου 1964) π. Ιερόθεος Ανδρουτσόπουλος


Γράφει ο: π. Ιερόθεος Ανδρουτσόπουλος
  Είναι αλήθεια πως τέτοιες ημέρες κάθε χρόνο, ο νους πολλών πατρινών, η καρδιά πλειάδας πιστών, γυρνά στο παρελθόν και χτυπά στον ρυθμό της γλυκιάς ανάμνησης, της μοναδικής εμπειρίας της γνωριμίας και συνάντησης μ’ ένα πρόσωπο, που σημάδεψε την ζωή τους και κατεύθυνε την μετέπειτα πορεία τους.
 Στις 30 Ιουνίου 1964  η πατραϊκή κοινωνία, η τοπική Εκκλησία προέπεμψε στην αιωνιότητα τον  διδάσκάλο της, τον στοργικό της πατέρα, τον παπά των φτωχών, των προσφύγων της πονεμένης Ρωμιοσύνης, τον ακούραστο εργάτη του Ευαγγελίου.
  Έπαψε να αντιλαλεί στα βουνά και στα λαγκάδια, στις πόλεις και στα χωριά, το φλογερό του κήρυγμα, η προφητική, ως άλλου 

Μωϋσέως ,φωνή του, η ελεγκτική έκφρασις ως των 

Kριτών της Π.Διαθήκης.

  Και σήμερα, που ο κόσμος ξέχασε, λησμόνησε την απόστολή του, διέγραψε τον Θεό από την ζωή του, αναζητούμε αληθινούς μεγάλους ηγέτες, με γνήσια αυθεντική πίστη και αγάπη για την πατρίδα. Έντονα ηχούν στα αυτιά μας και στις κοιμισμένες συνειδήσεις μας τα λόγια του ποιητή:
« Κι’ αν είναι χίλια τ’ άσχημα, κι’ αν είναι τ’ άδεια αφέντες, φτάνει μια σκέψη, μια ψυχή, φτάνεις εσύ, εγώ φτάνω, να δώσει νόημα στων πολλών την ύπαρξη, ένας φτάνει(Κ. Παλαμάς)
   Ένας, ξεχωριστός, ιδιαίτερος μα και με ζήλο Θεού εμφορούμενος, ιερεύς,  ήταν ο π. Γερβάσιος. Στην εποχή του ο κόσμος τον αγάπησε μα και αρκετοί τον πολέμησαν. Δεν ήταν δυνατόν να γίνει διαφορετικά. Ήταν μεγάλος ο παππούλης! Του άρεσε το καλό, το αυθεντικό, το εκκλησιαστικό, το παραδοσιακό. Ήθελε τα πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν να γίνονται. Επιθυμούσε την τελειότητα και γι’ αυτό στο πρόσωπό του επαληθεύτηκε αυτό που εύστοχα λέχθηκε:
« Τους επιθυμητάς της τελειότητος  ο κόσμος τους μισεί γιατί διαρκώς αναταράσσουν τα νερά. Όταν όμως τους χάσει, τους αναζητεί γιατί έχει γίνει φτωχότερος και αυτό πλήρως το αντιλαμβάνεται και το κατανοεί».
(Mητροπ. Πατρών ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ)

Υπηρέτες Χριστού και οικονόμοι μυστηρίων Θεού[1] του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου Β’



Η τελευταία ημέρα του Ιουνίου είναι αφιερωμένη από την Αγία μας Εκκλησία στην μνήμη των αγίων Δώδεκα Αποστόλων, με το έργο των οποίων Αυτή θεμελιώθηκε, γι’ αυτό και ονομάστηκε Αποστολική.
Για να τιμήσουμε την μνήμη αυτών των θεμελίων της Εκκλησίας (βλ. Αποκ. Ιωάν. κα’, 19 – 20) και για να αντιληφθούν οι Χριστιανοί μας την απροσμέτρητη αξία τους, Θα τους αφιερώσουμε τις επόμενες γραμμές, με την επίγνωση ότι όσα θα γραφούν, δεν θα είναι αντάξια αυτών, οι οποίοι είναι ο δωδεκάστερος στέφανος της Νύμφης του Χριστού (βλ. ο.π., ιβ’, 1).
Όπως ο άγιος Ευαγγελιστής Λουκάς μας πληροφορεί, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, μετά από ολονύκτια προσευχή, «…προσεφώνησε τους μαθητάς αυτού[2], και εκλεξάμενος απ αυτών δώδεκα, ους και αποστόλους ωνόμασε» (Λουκ. στ’, 13). Μας δίνει κατόπιν και τα ονόματά τους: «Σίμωνα, ον και ωνόμασε Πέτρον, και Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού. Ιάκωβον και Ιωάννην, Φίλιττπον και Βαρθολομαίον[3]. Ματθαίον και Θωμάν. Ιάκωβον τον του Αλφαίου και Σίμωνα τον καλούμενον Ζηλωτήν. Ιούδαν Ιακώβου και Ιούδαν Ισκαριώτην, ος και εγένετο προδότης» (Λουκ. στ’, 14 – 16). Την θέση του Ιούδα έλαβε με κλήρωση ο Ματθίας (βλ. Πράξ. α’, 23 – 26).
Η εκλογή αυτών των Δώδεκα από τον Κύριο δεν ήταν ούτε τυχαία, ούτε αυθαίρετη. Γνωρίζοντας -ως παντογνώστης Θεός- την άδολη πίστη τους και την αγαθή προαίρεσή τους, τους επέλεξε για το μεγάλο έργο του ευαγγελισμού της ανθρωπότητος. «Ότι ους προέγνω, και προώριοε… ους δε προώρισε, τούτους και εκάλεσε…» (Ρωμ. η’, 29). Αυτούς κατέστησε υπηρέτες Του και οικονόμους των μυστηρίων του Θεού.
Κάτι πού αποδεικνύει πόσο έτοιμοι ήσαν εσωτερικά, να αποδεσμευτούν από κάθε εγκόσμια φροντίδα και να αφοσιωθούν πλήρως στον καλέσαντα Κύριο, είναι το γεγονός των Ιακώβου και Ιωάννου, οι οποίοι μετά την κλήση τους «…ευθέως αφέντες το πλοίον και τον πατέρα αυτών ακολούθησαν αυτώ» (Ματθ. δ’, 22).
Ποιος όμως είναι ο ρόλος του Αποστόλου; Στους χρόνους του Κυρίου, Απόστολος λέγεται αυτός, ο οποίος αποστέλλεται από κάποιο σημαντικό πρόσωπο (π.χ. βασιλέα) ως αντιπρόσωπος, προκειμένου να επιτελέσει κάποιο σπουδαίο έργο στο όνομα του αποστέλλοντος.
Με αυτή την έννοια, πρώτος Απόστολος του Ουρανίου Βασιλέως για την επιτέλεση του έργου της σωτηρίας του κόσμου, είναι αυτός ο ενανθρωπήσας Υιός και Λόγος του Θεού, ο Ιησούς Χριστός[4].
Αφού ο Κύριος ολοκλήρωσε το επίγειο μέρος της δίκης Του αποστολής, ανέθεσε την συνέχιση της στους Δώδεκα Μαθητές πού επέλεξε, λέγοντας τους: «…καθώς απέσταλκέ με ο Πατήρ, καγώ πέμπω υμάς» (Ιωάν. κ’, 21), «Πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει» (Μάρκ. ιστ’, 15).
Για να φανεί ότι το έργο της σωτηρίας του κόσμου, πού με αυταπάρνηση και ζήλο μεγάλο επετέλεσαν οι άγιοι Απόστολοι, δεν ήταν ανθρώπινο, αλλά έργο του Τριαδικού Θεού, «…τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα τους σοφούς καταισχύνη, και τα ασθενή του κόσμου εξελέξατο ο Θεός ίνα καταισχύνη τα ισχυρά» (Α’ Κορ. α’, 27 – 28).
Βλέπουμε, λοιπόν, δώδεκα σχεδόν αγράμματους και κατά πλειονότητα ψαράδες στο επάγγελμα ανθρώπους να αναλαμβάνουν μια αποστολή, η οποία όχι μόνο για τα δικά τους, αλλά και γενικώς για τα ανθρώπινα μέτρα είναι ακατόρθωτη! Όταν όμως την ημέρα της Πεντηκοστής κατέρχεται και τους πλημμυρίζει το Άγιον Πνεύμα (βλ. Πράξ β’, 1 – 5), τότε «η Θεία Χάρις η τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληροϋσα»[5] τους μεταβάλλει σε Αποστόλους, άξιους συνεχιστές του έργου του πρώτου Αποστόλου και Σωτήρος Χριστού.
Έτσι, οι αλιείς των ψαριών έγιναν -κατά την πρόρρηση του Κυρίου- «αλιείς ανθρώπων» (Ματθ. δ’, 19) και με το αγκίστρι του λόγου ανέσυραν από τον βυθό της πλάνης αμέτρητα λογικά ψάρια, τους πλανεμένους ανθρώπους. Αυτό συνέβη, διότι ο λόγος των Αποστόλων δεν ήταν πλέον λόγος ανθρώπων και μάλιστα αγραμμάτων, αλλά λόγος Θεού. «Ου γαρ υμείς έστε οι λαλούντες, αλλά το Πνεύμα του Πατρός υμών το λαλούν εν υμίν» (Ματθ. ι’, 20), τους βεβαίωσε ο Κύριος.
Παρά το γεγονός ότι ήσαν άσημοι, πάμπτωχοι, άοπλοι, αδύναμοι, «ως πρόβατα εν μέσω λύκων» (Ματθ. ι’, 16) και έγιναν «θέατρον… τω κόσμω. και αγγέλοις και ανθρώποις» (Α’ Κορ. δ’, 9)· παρά το γεγονός ότι επιτελούσαν το αποστολικό τους έργο πεινασμένοι, διψασμένοι, κουρελιασμένοι, ξυλοδαρμένοι, «λοιδορούμενοι», «διωκόμενοι», «βλασφημούμενοι»· παρά το γεγονός ότι κατήντησαν να θεωρούνται «ως  περικαθάρματα του κόσμου» και «πάντων περίψημα»[6], με το κήρυγμα τους «μάλλον δε προσετίθεντο πιστεύοντες τω Κυρίω πλήθη ανδρών τε και γυναικών» (Πράξ. ε’, 14).
Στην αθρόα προσέλευση του λαού στην Εκκλησία, εκτός από το κήρυγμα των Αποστόλων, συνέβαλε το πλήθος των σημείων (θαυμάτων), τα οποία αυτοί τελούσαν, αφού ο Κύριος τους έδωσε το χάρισμα, λέγοντας: «Ασθενούντας θεραπεύετε, λεπρούς καθαρίζετε, νεκρούς εγείρετε, δαιμόνια εκβάλλετε» (Ματθ. ι’, 8).
Ο Κύριος όμως δεν προίκισε τους Αποστόλους μόνο με το χάρισμα των «σημείων», αλλά με όλη την εξουσίαν, πού ο Ίδιος είχε λάβει «εν ούρανω και επί γης» (Ματθ. κη’, 18). Έτσι, βλέπουμε να τους κάνει μετόχους στο δικαίωμα του «δεσμείν και λύειν», πού άνηκε μέχρι τότε αποκλειστικά στον Θεό: «Όσα εάν δήσητε επί της γης, έσται δεδεμένα εν τω ουρανώ, και όσα εάν λύσητε επί της γης, έσται λελυμένα εν τω ουρανώ» (Ματθ. ιη’, 18).
Με όλα αυτά τα χαρίσματα και την εξουσία προικισμένοι οι άγιοι Απόστολοι, καθοδηγούμενοι συνεχώς από το Άγιον Πνεύμα, οργάνωσαν το Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, χειροτονώντας κατά τόπους επισκόπους, πρεσβυτέρους και διακόνους «ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Κυρίου και Θεού» (Πράξ. κ’, 28).
Έδειξαν, τέλος, με την συγκρότηση της Αποστολικής λεγομένης Συνόδου (βλ. Πράξ. ιε’, 1 – 21) τον τρόπο επιλύσεως των θεμάτων πίστεως και κανονικής τάξεως, τα οποία κατά καιρούς ανακύπτουν στην Εκκλησία. Η Αποστολική Σύνοδος έγινε το πρότυπο για την συγκρότηση στη συνέχεια των Τοπικών και κυρίως των Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίες «εν Αγίω Πνεύματι» διετύπωσαν τα Δόγματα της Πίστεως και τους Ιερούς Κανόνες, οι οποίοι ρυθμίζουν τα θέματα διοικήσεως και πνευματικής ζωής της Εκκλησίας.
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ότι το Άγιον Πνεύμα, το οποίο καθοδηγούσε τους Αποστόλους «εις πάσαν την αλήθειαν» (Τωάν. ιστ’, 13) και τους εστήριζε στην δύσκολη, αλλά σωτήρια αποστολή τους, είχε ήδη προτυπώσει και προεικονίσει αυτούς και το έργο τους στην Παλαιά Διαθήκη με πολλούς τύπους. Ας δούμε μερικούς:
Οι δώδεκα υιοί του Ιακώβ, οι κατά σάρκα γενάρχες του Ισραηλιτικού λαού, προτύπωσαν τους Δώδεκα Αποστόλους, οι οποίοι με το ευαγγελικό κήρυγμα γέννησαν εν Χριστώ (βλ. Α’ Κορ. δ’, 15) και έγιναν κατά πνεύμα γενάρχες του νέου Τσραήλ, του πλήθους δηλαδή των πιστών της Εκκλησίας.
Δώδεκα ήσαν οι πηγές των υδάτων στην όαση Αιλείμ (βλ. Έξοδ. ιε’, 27)[7], όπου κατεσκήνωσε ερχόμενος από την Αίγυπτο ο λαός του Ισραήλ και από αυτές ήπιε και ξεδίψασε. Πηγές πνευματικού ύδατος έγιναν οι Δώδεκα Απόστολοι, πού ξεδίψασαν με τα νάματα του θείου λόγου την ανθρωπότητα.
Δώδεκα ήσαν οι χάλκινοι βόες (βόδια) (βλ. Γ’ Βασιλ. ξ’, 30)[8], πάνω στους οποίους στηριζόταν ιι χάλκινη θάλασσα στον ναό του Σολομώντος και προτύπωναν τους Αποστόλους, οι οποίοι ως «λογικοί βόες» εγεώργησαν με το άροτρο του Σταυρού ολόκληρη την γη, για να καρποφορήσει η σωτηρία των ανθρώπων.
Δώδεκα ήσαν και οι κώδωνες (βλ. Έξοδ. κη’, 29 – 30) στην στολή του Αρχιερέως (πού ιερουργούσε στο ναό του Σολομώντος), ο ήχος των οποίων προτύπωνε το κήρυγμα των Δώδεκα Αποστόλων, με το οποίο καθιερώθηκε στην γη η «εν πνεύματι και αληθεία» προσκύνηση και λατρεία του Θεού.
Μετά από αυτή τη σύντομη αναφορά στις προτυπώσεις της Παλαιάς Διαθήκης, δεν μένει παρά να κλείσουμε με τους εγκωμιαστικούς λόγους προς τους Αποστόλους ενός εκκλησιαστικού ρήτορα, λέγοντας μαζί του:
«Χαίρετε πύλαι της άνω Σιών, ας αληθώς ηγάπησεν ο Κύριος υπέρ πάντα τα σκηνώματα Ιακώβ[9]. Χαίρετε των του κόσμου κτισμάτων η απαρχή, των δαιμόνων η συντριβή, των πιστών η καταφυγή… των πλανωμένων οι οδηγοί, των εσκοτισμένων οι φωτισταί, των αρρωστούντων οι ιαταί· χαίρετε και ικετεύσατε τον πάσης παρακλήσεως και χάριτος Θεόν… την οικείαν επισκέψασθαι κληρονομίαν… και θείναι… τους άρχοντας εν ειρήνη, ώστε εμπλιισθήναι την σύμπασαν γην της επιγνώσεως Αυτού… και προσκυνείν τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, τη μια Θεότητι και Βασιλεία και Δυνάμει νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν»[10].
Σημειώσεις:
  1. Βλ. Α’ Κορ. δ’. 1.
  2. Εννοεί τους ακροώμενους και δεχόμενους την διδασκαλία Του.
  3. Τον καλούμενο και Ναθαναήλ στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου (βλ. Ιωάν. α’, 46).
  4. «Όθεν. αδελφοί άγιοι…. κατανοήσατε τον απόστολον και αρχιερέα της ομολογίας ημών Χριστόν Ιησούν, πιστόν όντα τω ποιήσαντι αυτόν» (Εβρ. γ’, 1 – 2).
  5. Ευχή χειροτονίας των κληρικών.
  6. Όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος εξ ονόματος και των λοιπών Αποστόλων (βλ. Α’ Κορ. δ’, 11 – 13).
  7. Εκεί ήσαν και εβδομήντα στελέχη φοινίκων πού προεικόνιζαν τους άλλους Εβδομήντα Αποστόλους (βλ. Λουκ. ι’, 1 – 12).
  8. «Θάλασσα» ήταν μία τεράστια χάλκινη δεξαμενή νερού για τις ανάγκες του Ναού.
  9. Βλ. Αποκ. Ιωάν. κα’, 12 – 14 και Ψαλμός πστ’ (86), 2.
  10. Νικήτα Ρήτορος του Παφλαγόνος, Εγκώμιον εις τους Αγίους Ενδόξους και Πανευφήμους Δώδεκα Αποστόλους. Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμος ΣΤ. σελ. 493.
Πηγή: Ορθόδοξο Πνευματικό Έντυπο «Παρέμβαση Εκκλησιαστική», Απρίλιος – Ιούνιος 2012, Έτος 5ο, Τεύχος 19ο, Εκδότης Γραφείο Εκκλησιαστικής Κατηχήσεως και Διακονίας Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, Λευκωσία

Πῶς ἰσορροποῦμε; Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης






1) Ἀγαποῦμε τὸν Θεό.

2) Ἀγαποῦμε τὸν ἀδελφό μας.

3) Ἀποφεύγουμε τὶς διαμάχες, τὶς μνησικακίες καὶ τὸ μῖσος.

4) Τὸ βλέμμα μας τὸ καθαρίζουμε ἀπὸ τὴν περιέργεια καὶ τὴν ἐπιθυμία

5) Δὲν ὁρκιζόμαστε οὔτε στ’ ἀλήθεια οὔτε στὰ ψέμματα.

6) Δὲν εἴμαστε ἐκδικητικοὶ καὶ δὲν ἀνταποδίδουμε κακὸ στὸ κακό.

7) Δὲν πηγαίνουμε τοὺς ἀδελφούς μας στὰ δικαστήρια, ὅπου θὰ κριθοῦν πιθανὸν ἀπὸ κοσμικοὺς ἀνθρώπους.

8) Δὲν κατακρίνουμε.

9) Συγχωροῦμε τὰ σφάλματα τῶν ἀδελφῶν μας ὥστε νὰ συγχωρέσει καὶ τὰ δικά μας ὁ Θεός.

10) Οἱ ἐλεημοσύνες, οἱ προσευχὲς καὶ οἱ νηστεῖες δὲν γίνονται ὑποκριτικὰ ἀλλὰ ἀπὸ τὴν καρδιά μας.

11) Δὲν στοχεύουμε σὲ ἐπίγειους θησαυροὺς, ἀλλὰ σὲ οὐράνιους. Καλύτερο θὰ ἦταν οἱ πλούσιοι νὰ κλαῖνε γιὰ τὰ πλούτη τους καὶ νὰ μὴν ὑπολογίζουν σ’ αὐτά.

12) Δὲν δείχνουμε μέριμνα γιὰ τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, οὔτε δείχνουμε ἀγάπη γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὰ κοσμικὰ πράγματα· ἐπιζητοῦμε μᾶλλον τὰ οὐράνια ἀγαθά.

13) Δὲν ὑπερηφανευόμαστε, ἀλλὰ μένουμε ταπεινοί.

14) Δείχνουμε ὑπομονὴ στὶς θλίψεις.

15) Δὲν ἀγαποῦμε τὶς κοσμικὲς φροντίδες καὶ τὶς ὑλικὲς ἀπολαύσεις. Προσπαθοῦμε νὰ μὴ ζοῦμε μὲ ἀμέλεια καὶ πνευματικὴ ραθυμία, ἀλλὰ μὲ πνευματικὴ ἐγρήγορση καὶ ἑτοιμότητα κοιτάζοντας τὴν ὥρα τοῦ θανάτου μας.

16) Μετανοοῦμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας.

17) Προσπαθοῦμε νὰ ξεπεράσουμε στὰ καλὰ ἔργα τοὺς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἄλλως δὲν θὰ γευθοῦμε τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Γνωρίζουμε ἐπίσης ὅτι ἁμαρτάνοντας θὰ τιμωρηθοῦμε βαρύτερα ἀπὸ κάποιον ἄπιστο.

 
*********


(Ἁπλοποιημένη μορφὴ κειμένου τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου περὶ τῶν βασικῶν ἐντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου. Ὁ καλύτερος καθρέφτης, ὁ καθρέφτης τῆς Ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἔρχονται τὰ προβλήματα, τὰ ψυχικὰ καὶ τὰ κοινωνικὰ, ἐκεῖ ρίχνουμε τὴν ματιά μας γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ βροῦμε τὴν ἰσορροπία μας· τὶ μᾶς φταίει.) 

Στὴ μνήμη τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου - π. Ἀντώνιος Πινακούλας




Α. ΠΡΟΛΟΓΟΣ

1. Ἡ θέση τῆς γιορτῆς στὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος

2. Ἀναφορὰ στὴν ἑορτὴ καὶ ἀναγγελία τοῦ θέματος


1. Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, γιορτάζουμε σήμερα τοὺς Ἀποστόλους Πέτρο καὶ Παῦλο. Γιατί σὰν σήμερα μαρτύρησαν γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ γιορτή τους, ἂν καὶ ἀκίνητη, ὁλοκληρώνει τὶς ἑορτὲς τοῦ Πάσχα. Ἀρχίσαμε νὰ προετοιμαζόμαστε γι' αὐτὴν νηστεύοντας ἀπὸ τὴν ἑπομένη τῆς Κυριακῆς τῶν ἁγίων Πάντων.

2. Τί σημαίνει ὅτι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλος μαρτύρησαν γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ; Γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, χρειάζεται πρῶτα νὰ μάθουμε ποιὰ εἶναι ἡ μαρτυρία τους. Ἀκούσαμε στὸ Εὐαγγέλιο τὸ ἐπεισόδιο ἐκεῖνο ὅπου ὁ Χριστὸς ρωτάει τοὺς μαθητὲς του τί νομίζουν οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος καὶ ποιὰ γνώμη ἔχουν ἐκεῖνοι γι' αὐτόν. Κι ἐκεῖ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ὁμολογεῖ καὶ λέει ὅτι «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ». Αὐτὴ ἦταν ἡ μαρτυρία τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. Ὁ εὐαγγελιστὴς συνεχίζει γράφοντας ὅτι ὁ Χριστὸς τὸν ἐπαίνεσε καὶ τοῦ εἶπε ὅτι πάνω σ' αὐτὸ ποὺ εἶπες ἐγὼ θὰ οἰκοδομήσω τὴν Ἐκκλησία. Οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλος καὶ οἱ ἄλλοι αὐτὸ μαρτύρησαν καθ' ὅλη τὴ ζωή τους καὶ γι' αὐτὸ τὸ λόγο πέθαναν μαρτυρικά. Αὐτὴ ἦταν ἡ μαρτυρία τους.


Β. Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

1. Τί εἶναι μαρτυρία;

2. Τὸ μαρτύριο τῶν Ἀποστόλων

1. Τί σημαίνει ὅτι γίνομαι μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ; Ὅταν ὁ Χριστὸς ρώτησε τοὺς μαθητὲς «Ποιὸς λένε οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶμαι ἐγώ;», ἐκεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν ὅτι «Λένε πὼς εἶσαι ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ἄλλοι ὅτι εἶσαι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι ὅτι εἶσαι ὁ Ἱερεμίας ἤ ἕνας ἀπὸ τοὺς προφῆτες». Μὲ λίγα λόγια τοῦ εἶπαν πὼς οἱ ἄνθρωποι εἶχαν τὴν καλύτερη γνώμη γιὰ Ἐκεῖνον χωρὶς νὰ γνωρίζουν ὅμως τὴν ἀλήθεια. Τὴν ἀλήθεια τὴ γνώριζαν μόνο οἱ Ἀπόστολοι. Ὅταν ὁ Πέτρος τοῦ εἶπε ὅτι «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ», ὁ Χριστὸς τὸν διαβεβαίωσε ὅτι αὐτὸ τοῦ τὸ ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ οὐράνιος Πατέρας. Ὅτι δηλαδὴ αὐτὸ εἶναι ἕνα μυστικὸ ποὺ τοῦ τὸ μαρτύρησε ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἀὐτὸ τὸ μυστικὸ δὲν τὸ μάθανε οἱ Μαθητὲς τυχαῖα. Δὲν τὸ ἄκουσαν κάπου ποὺ κυκλοφοροῦσε σὰν εἴδηση. Διαβάζουμε στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ γιὰ τοὺς ἁγίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅτι «οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως» (Ἑβρ. 11, 39). Γιὰ ὅλους αὐτοὺς δίδεται ἡ μαρτυρία ὅτι ἦταν πιστοί. Καὶ βέβαια ἐκεῖνος ποὺ μαρτυρεῖ γιὰ τὴν πίστη τῶν ἁγίων περισσότερο ἀπὸ ὅλους εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀπόλυτος καὶ μοναδικὸς μάρτυρας πάντων τῶν ἀνθρώπων καὶ πάντων τῶν γεγονότων. Ἡ πίστη λοιπὸν τῶν μαθητῶν στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἡ προϋπόθεση τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Πίστεψαν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ περίμεναν καὶ σιγουρεύτηκαν ὅτι εἶναι ἴδιος ποὺ θὰ ξανάρθει.

Τί περιέχει τὸ μυστικό; Πρῶτα ἀπ' ὅλα περιέχει τὸ τί εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ πῶς διακρίνεται ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον. Τὸ δεύτερο ποὺ περιέχει εἶναι μία ἀπαίτηση ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ μυστικὸ γι' αὐτὸν ποὺ τὸ μαθαίνει. Τὸ μυστικὸ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ μάθουν καὶ ἄλλοι. Ἐὰν εἶναι δυνατόν, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Αὐτὸ τὸ μυστικὸ δὲν εἶναι σὰν τὰ ἄλλα μυστικά, ποὺ ὅποιος τὰ μαθαίνει τὰ κρύβει γιὰ νὰ μὴν τὰ μάθουν ἄλλοι. Ἐπίσης ὅποιος τὸ μαθαίνει δὲν τὸ μαθαίνει σὰν εἴδηση ἤ σὰν πληροφορία, ἀλλὰ ὅπως τὸ ἔμαθε ὁ ἀπόστολος Πέτρος: ὡς ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Ἔτσι ὅσοι καὶ ἂν τὸ μάθουν, αὐτὸ θὰ παραμένει μυστικό, ἐπειδὴ εἶναι μυστικὸς ὁ τρόπος ποὺ ἀποκαλύπτεται. Ὅσο καὶ ἂν τὸ γνωρίσουν, αὐτὸ θὰ παραμένει ἄγνωστο ἐὰν καθένας ποὺ τὸ γνωρίζει δὲν τὸ ζήσει προσωπικά, ἐὰν δὲν τὸ βιώσει βαθιὰ μὲ τὴν καρδιά του.

2. Τὸ νὰ γνωρίσουν καὶ ἄλλοι τὸ μυστικὸ συνεπάγεται γιὰ τὸν κάτοχό του μία εὐθύνη. Μπροστὰ σ' αὐτὴν τὴ εὐθύνη δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ὄχι, ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὸ σημαίνει μεγάλες θυσίες, ἴσως καὶ τὸν θάνατο. Ἡ εὐθύνη αὐτὴ ὁδήγησε τοὺς Ἀποστόλους μέχρι τὰ πέρατα τοῦ κόσμου.

Ὁδήγησε τὸν Πέτρο καὶ τὸν Παῦλο στὴ Ρώμη καὶ στὸν μαρτυρικὸ θάνατο. Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι μαρτύρησαν στὴ Ρώμη, ἦταν πολὺ λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ ἤξεραν γιὰ ποιὸ λόγο μαρτύρησαν καὶ γιατί πέθαναν. Ἦταν οἱ χριστιανοὶ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης μιὰ πολὺ μικρὴ ὁμάδα ἀνθρώπων ποὺ ἤξεραν τοὺς Ἀποστόλους. Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι νόμισαν πὼς δίκαια τιμωρήθηκαν, κάποια παράβαση εἶχαν κάνει καί, σύμφωνα μὲ τὸ νόμο, ἔπρεπε νὰ τιμωρηθοῦν, δικάστηκαν καὶ τιμωρήθηκαν. Κι ὅταν ἀκούγανε ὅτι τιμωρήθηκαν γιὰ κάποιες ἰδέες ποὺ εἶχαν στὸ μυαλό τους, θὰ σκέφτονταν αὐτὰ ποὺ γράφει ἡ Ἁγία Γραφή. Ὅτι πέθαναν τζάμπα. «Ἐδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι, καὶ ἐλογίσθη κάκωσις ἡ ἔξοδος αὐτῶν καὶ ἡ ἀφ' ἡμῶν πορεία σύντριμμα» (Σοφ. Σολ. 2, 2-3). Ἡ ζωὴ τους ἦταν μία συμφορὰ καὶ τὸ τέλος τους μία καταστροφή, σὰν ἕνα πράγμα ποὺ γίνεται συντρίμμια καὶ δὲν μένει τίποτα ἀπ' αὐτό, ἕνας θάνατος χωρὶς ἀξία. Ἔτσι εἶπαν οἱ ἄνθρωποι, ἀφοῦ οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν στὸ μυαλό τους ἰδέες καὶ μάλιστα ἐπικίνδυνες γιὰ τὴν κοινωνία καὶ τὸ κράτος. Καὶ καλά τοὺς ἔκαναν καὶ τοὺς ἔβγαλαν ἀπὸ τὴ μέση. Ἔτσι σκέφτονταν.
Ὅμως, ἐνῶ αὐτοὶ μιλοῦσαν γιὰ τὸν ἴδιο θάνατο, ὅπως μιλοῦσαν καὶ οἱ χριστιανοὶ γιὰ τὸ θάνατο τῶν Ἀποστόλων, μόνο οἱ χριστιανοὶ μαρτυροῦσαν γι' αὐτό. Ἐπειδὴ μόνο οἱ χριστιανοὶ γνώριζαν τὸ μυστικό τους. Κι ἐκεῖνοι μετέφεραν τὴ μαρτυρία τους στοὺς ἑπόμενους, μέχρις ἐμᾶς. Γιατί μόνο αὐτοὶ γνώριζαν τὸ μυστικό τους ποὺ ἦταν τὸ ἴδιο μὲ αὐτὸ τῶν Ἀποστόλων. Ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε, ἡ μαρτυρία δὲν εἶναι μία πληροφορία. Δὲν εἶναι κάτι ποὺ μεταδίδεται ὡς γνώση. Εἶναι κάτι διαφορετικό. Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ μαρτυρήσει γι' αὐτοὺς ποὺ μαρτύρησαν δεσμεύεται νὰ μᾶς μεταφέρει τὸ μυστικό τους. Εἶναι κάποιος ποὺ συμμετέχει σ' αὐτὸ ποὺ ἐκεῖνοι ἔζησαν.


Γ. ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ


1. Σύνδεση μὲ τὰ προηγούμενα
2. Ἡ δική μας μαρτυρία

3. Ἡ δική μας γιορτὴ



1. Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ σήμερα λένε ὅτι οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλος μαρτύρησαν γιὰ τὸν Χριστό; Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποῦ συνεχίζουν τὴ μαρτυρία τῶν Ἀποστόλων; Εἴμαστε ἐμεῖς. Καὶ πῶς μπορεῖ νὰ γίνει αὐτό; Θυμόσαστε, στὸ βιβλίο τοῦ Ἰώβ, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ὅταν συμβαίνουν ὅλα ἐκεῖνα τὰ κακά, ἔρχεται ἕνας δοῦλος γιὰ νὰ πεῖ στὸν Ἰὼβ ὅτι ἐκεῖ ποὺ ἦταν τὰ παιδιά σου «ξαφνικὰ φύσηξε ἄνεμος δυνατὸς ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄκρη τῆς ἐρήμου, χτύπησε τὸ σπίτι ἀπὸ παντοῦ καὶ τὸ γκρέμισε. Τὰ παιδιὰ πλακώθηκαν στὰ ἐρείπια καὶ σκοτώθηκαν καὶ μόνο ἐγὼ κατάφερα νὰ γλιτώσω γιὰ νὰ σοῦ φέρω τὰ νέα» (Ἰὼβ 1, 19). Αὐτὸς ποὺ γλίτωσε ἀπὸ τὸν ἴδιο θάνατο, αὐτὸς ποὺ ἐπέζησε, τὴν ὥρα ποὺ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰὼβ πέθαιναν, αὐτὸς μετέφερε τὴ μαρτυρία. Μετέφερε κάτι ποὺ τὸ εἶχε μέσα του, ποὺ τὸ ζοῦσε ὁ ἴδιος, ἦταν κάτι ζωντανό, κάτι ποὺ τὸν εἶχε συνταράξει. «Ἐγὼ γλίτωσα καὶ ἦρθα νὰ σᾶς πῶ». Κάπως ἔτσι λοιπὸν καὶ οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ μαρτυροῦσαν γιὰ τὸ μαρτύριο τῶν Ἀποστόλων. Τὸ ἴδιο συνέβη σ' αὐτοὺς καὶ στοὺς Ἀποστόλους. Ἦταν κάτι τὸ κοινό. Ζοῦσαν τὴν ἴδια ἐμπειρία στὴν ὁποία τοὺς ὁδήγησε ἡ πίστη στὸ Χριστὸ μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἴπαμε.

2. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο μποροῦμε νὰ δοκιμάσουμε τὴ δική μας κατάσταση. Μποροῦμε νὰ θέσουμε στὸν ἑαυτό μας τὸ ἐρώτημα. Βγαίνοντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ὅπου συναζόμαστε, θὰ μπορούσαμε νὰ ἀπαντήσουμε στὸ Χριστὸ μὲ τὰ λόγια ποὺ ἀπάντησε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος; Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, πρῶτα πρέπει νὰ ξεχωρίσουμε τὴ μαρτυρία τῶν Ἀποστόλων ἀπὸ τὸ μαρτύριό τους. Τὸ μαρτύριό τους, ὁ θάνατός τους, μποροῦσε καὶ νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ ἐὰν ἦταν ἄλλες οἱ πολιτικὲς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς. Ἀντίθετα, ἡ μαρτυρία τους εἶναι κάτι ποὺ ἔχει μόνιμη καὶ διαρκὴ σημασία. Εἶναι κάτι ποὺ προσδιορίζει τὴ ζωὴ τῶν χριστιανῶν. Χωρὶς τὴ μαρτυρία χριστιανοὶ δὲν ὑπάρχουν. Μπορεῖ νὰ εἴμαστε καλοὶ ἄνθρωποι, μπορεῖ νὰ ἀγωνιζόμαστε γιὰ καλὰ πράγματα, ἀλλὰ ἐὰν δὲν μεταφέρουμε στὸν κόσμο ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, τότε δὲν πιστεύουμε στὸ Θεό. Γιὰ νὰ γίνει αὐτό, πρέπει νὰ προσανατολιστοῦμε, ὅσο εἶναι δυνατό, στὴ ζωὴ τῶν Ἀποστόλων. Πίστη καὶ ἀφοσίωση στὸ πρόσωπό του, τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, συνείδηση ὅτι ἀνήκουμε σ' αὐτοὺς ποὺ κάλεσε ὁ Θεὸς καὶ ἀποτελοῦμε μαζί τους τὴν Ἐκκλησία του.


3. Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, γιορτάζουμε σήμερα τὸ μαρτύριο τῶν Ἀποστόλων, ποὺ στὴ σκέψη μας τὸ θεωροῦμε δεδομένο. Σὰν κάτι ποὺ ἦταν αὐτονόητο γι' αὐτοὺς καὶ σχεδὸν ὑποχρεωτικό. Ἐμεῖς πανηγυρίζουμε γι' αὐτό, εἶναι μία χαρούμενη μέρα γιὰ ἐμᾶς. Πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς ἔχουν τὸ ὄνομά τους, εἶναι ἀκόμα πιὸ πολὺ χαρούμενοι γιατί ἔχουν τὴ γιορτή τους. Ἔχει σημασία ὅμως ἂν μᾶς συνδέει κάτι μὲ τὴ μαρτυρία τους. Μὲ αὐτὸ ποὺ τοὺς ὁδήγησε στὸ μαρτύριο. Ἐὰν μᾶς συνδέει κάτι μὲ τὸ δικό τους μυστικό, μὲ τὴ δική τους δέσμευση ἀπέναντι στὸ Θεό, τότε μποροῦμε νὰ γιορτάζουμε κι ἐμεῖς, ὅπως θέλει ὁ Θεὸς καὶ ὅπως ταιριάζει στοὺς Ἀποστόλους. Ἐὰν δηλαδή, ὅπως ἐκεῖνοι γνώρισαν τὸν Χριστὸ ὡς ἀληθινὸ Θεὸ καὶ αὐτὸ τὸ ὁμολογοῦσαν δημόσια κι αὐτὸ ἔγινε ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς τους, ἔτσι κι ἐμεῖς ποὺ βαπτιστήκαμε στὸ ὄνομά του καὶ γίναμε χριστιανοὶ καὶ συναζόμαστε ἐδῶ κάθε Κυριακή, ἔχουμε τὴν ἴδια δέσμευση ἀπέναντί του. Ἐὰν αἰσθανόμαστε τὴν ἴδια εὐθύνη ἀπέναντι στοὺς ἀδελφούς μας κι ἀπέναντι στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Νὰ μεταφέρουμε τὴν ἴδια μαρτυρία.


Δ. ΕΠΙΛΟΓΟΣ

1. Περίληψη προηγουμένων

2. Προτροπὴ


1.
 Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ἐγὼ μαρτυρῶ τὴν ἀλήθεια». Καὶ πρὸς τοὺς Φαρισαίους εἶπε: «Ἐσεῖς αὐτὴ τὴν ἀλήθεια δὲν τὴ λαμβάνετε. Δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει στὶς καρδιές σας. Γιατί; Γιατί εἶστε μακριὰ ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.» Ἀντίθετα, οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλος, ποὺ τὸ μαρτύριό τους γιορτάζουμε σήμερα, ἀξιώθηκαν νὰ γίνουν μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μιλοῦν οἱ γενιὲς τῶν χριστιανῶν γι' αὐτοὺς δύο χιλιάδες χρόνια τώρα. Αὐτὸ ἔγινε γιατί ἔβαλαν βαθιὰ μέσα στὴν καρδιὰ τοὺς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν του. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ γνωρίσουν τὸν Χριστὸ ὡς ἀληθινὸ Θεὸ ποὺ τὸ βεβαίωσε μέσα τους ὁ ἴδιος ὁ οὐράνιος Πατέρας. Ἀπέναντι σ' αὐτὸ τὸ μυστικὸ δεσμεύτηκαν καὶ τὸ μετέφεραν στὴ Ρώμη γιὰ νὰ τὸ γνωρίσουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι.

2. Ἀλλοίμονο σέ μᾶς, ἐὰν ἡ μαρτυρία τοῦ Χριστοῦ, ἡ μαρτυρία τῶν Ἀποστόλων, ἡ μαρτυρία τῶν μεγάλων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου δὲν παραλαμβάνεται. Ἀλλοίμονό μας, ἐὰν δὲν ὑποψιαζόμαστε κἄν τὴν ὕπαρξή της καὶ τὴν μπερδεύουμε μὲ ἄλλα πράγματα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν μποροῦμε νὰ μαρτυρήσουμε στὸν κόσμο γιὰ τὸ Χριστό. Τότε πιὰ ὡς Χριστιανοὶ θὰ ἔχουμε μόνο τὸ ὄνομα καὶ θὰ εἴμαστε πολὺ μακριὰ ἀπ' αὐτὸ ποὺ γιορτάζουμε σήμερα. Ἀλλὰ μὲ τὶς εὐχὲς τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ νὰ μᾶς κάνει μάρτυρές Του, ὅπως Ἐκεῖνος θέλει. Ἀμήν!

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος Α.Α.Γκλαβίνας







Ὁ Παῦλος γεννήθηκε στὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας (Πρ. 22, 3) ἀπὸ Ἑβραίους γονεῖς τῆς φυλῆς Βενιαμὶν (Ρωμ. 11, 1. Φιλιππ. 3, 6). Ὡς πρὸς τὴν ἐξήγηση τοῦ νόμου ἀνῆκε στοὺς Φαρισαίους (Φιλιππ. 3, 6), ἦταν ρωμαῖος πολίτης (Πρ. 16, 37-38), πολίτης τῆς ξακουστῆς πόλης Ταρσοῦ (Πρ. 21, 39). Τὸ ἑβραϊκό του ὄνομα ἦταν Σαούλ.

Ὁ Ἱερώνυμος ἀναφέρει ὅτι ὁ Παῦλος, κατὰ παράδοση, καταγόταν ἀπὸ τὰ Γίσχαλα τῆς Παλαιστίνης. Τοῦτο πιθανῶς νὰ σημαίνει ὅτι κάποιος πρόγονὸς του καταγόταν ἀπὸ τὰ Γίσχαλα.

Στὴν Ταρσό, ποὺ ἦταν τότε κέντρο ἑλληνικῆς παιδείας καὶ στωικῆς φιλοσοφίας, διδάχτηκε ὁ Παῦλος τὰ ἑλληνικὰ καὶ γνώρισε τὴν ἑλληνικὴ σκέψη. Γι' αὐτὸ ὅταν μιλάει στοὺς Ἀθηναίους φέρνει στὸ νοῦ τους ἐκφράσεις γνωστὲς σ' αὐτούς, μέσα ἀπὸ τὶς ὁποῖες θέλει νὰ περάσει τὸ μήνυμά του καὶ νὰ δώσει ἕνα παράδειγμα γιὰ τὸν τρόπο διοχέτευσης τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος.

Ἡ ἑβραϊκή του καταγωγή, ἡ ἑλληνική του παιδεία καὶ ἡ ἰδιότητά του ὡς ρωμαίου πολίτη καθιστοῦσαν τὸν Παῦλο ἴσως τὸν πιὸ κατάλληλο κήρυκα τῶν χριστιανικῶν ἰδεῶν στὸν κόσμο τῆς ἐποχῆς του. Ὁ κοσμοπολιτισμὸς του ὅμως δὲν τὸν ἐμπόδισε νὰ γίνει τακτικὸς ἐπισκέπτης τῆς ἰουδαϊκῆς συναγωγῆς τῆς Ταρσοῦ καὶ φανατικὸς ὑποστηρικτὴς τοῦ ἰουδαϊκοῦ νόμου καὶ τῶν ὁραματισμῶν τῶν ὁμοφύλων του: διδάχτηκα μὲ ἀκρίβεια τὸ νόμο τῶν πατέρων μας, ἀγωνίστηκα μὲ ζῆλο γιὰ τὸ Θεὸ (Πρ. 22, 3) καὶ ἤμουν ἄμεμπτος σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν τήρηση τοῦ νόμου (Φιλιπ. 3, 6). Σ' αὐτὸ συνέτεινε περισσότερο καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι νωρὶς πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ σπουδάσει τὸ νόμο κοντὰ στοὺς ραββίνους.

Οἱ εὔποροι, ὅπως φαίνεται, γονεῖς του θέλησαν ὄχι μόνο νὰ τὸν μορφώσουν περισσότερο, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν ἀπομακρύνουν ἴσως ἀπὸ ἐπιδράσεις ποὺ μποροῦσαν νὰ ἀσκήσουν ἐπάνω του τὰ φιλοσοφικὰ ρεύματα ποὺ διακινοῦνταν στὴν Ταρσὸ καὶ τὸ εἰδωλολατρικὸ καὶ ἑλληνιστικὸ περιβάλλον καθὼς καὶ ἡ διάδοση τῶν μυστηριακῶν θρησκειῶν.

Στὰ Ἱεροσόλυμα ἔμενε καὶ ἡ ἀδελφή τοῦ Παύλου, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς Πράξεις, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ τὸν ἀνεψιὸ του (Πρ. 23, 16). Στὴν πόλη αὐτὴ ἔγινε μαθητὴς τοῦ Γαμαλιὴλ (Πρ. 22, 3), βυθίστηκε στὴ μελέτη τῆς νομικῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης τοῦ ραββινισμοῦ καὶ καυχόταν ὅτι αὐτὸς ὁ Ἰουδαῖος τῆς διασπορᾶς πρόκοβε στὸν Ἰουδαϊσμὸ πιὸ πολὺ ἀπὸ πολλοὺς συνομήλικους συμπατριῶτες του, γιατί εἶχε μεγαλύτερο ζῆλο γιὰ τὶς προγονικές του παραδόσεις (Γαλ. 1, 14).

Ὁ Παῦλος φαίνεται ὅτι ἔμεινε διὰ βίου ἄγαμος, γιατί αὐτὸ ποὺ γράφει πρὸς τοὺς Κορινθίους (1 Κορ. 9, 5), μήπως δὲν ἔχω δικαίωμα νὰ ἔχω μαζί μου στὰ ταξίδια «ἀδελφὴ γυναίκα», ὅπως κάνουν καὶ οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι καὶ τὰ ἀδέρφια τοῦ Κυρίου καὶ ὁ Κηφᾶς; σημαίνει μᾶλλον τὸ δικαίωμα νὰ τὸν συνοδεύει στὶς ἱεραποστολικές του περιοδεῖες μία γυναίκα, χριστιανὴ ἀδερφή, γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετεῖ, ὥστε ὁ ἴδιος νὰ ἐπιδίδεται ἀνενόχλητα στὸ ἔργο του. ’λλωστε εἶχε, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει, ἀρρώστια ἀθεράπευτη ποὺ καὶ αὐτὴ ἴσως δὲν τὸν ἐπέτρεπε νὰ δημιουργήσει οἰκογένεια: Γιὰ νὰ μὴν περηφανεύομαι, ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε μία ἀρρώστια, ἕνα ὑπηρέτη τοῦ σατανᾶ νὰ μὲ ταλαιπωρεῖ. Γι' αὐτὴ τὴν ἀρρώστια τρεῖς φορὲς παρακάλεσα τὸν Κύριο νὰ τὴ διώξει ἀπὸ πάνω μου. Ἡ ἀπάντησή του ἦταν: «Σοῦ ἀρκεῖ ἡ δωρεά μου, γιατί ἡ δύναμή μου φανερώνεται στὴν πληρότητά της μέσα σ' αὐτὴ τὴν ἀδυναμία σου» (2 Κορ. 12, 7-9).

Ἡ γέννησή του τοποθετεῖται μεταξύ τοῦ 5 καὶ 15 μ.Χ. Στὴν Ἱερουσαλὴμ πρέπει νὰ ἦρθε γύρω στὸ 30 καὶ δὲν εἶναι βέβαιο ἂν γνώρισε τὸ Χριστὸ κατ' ἄνθρωπο (πρβλ. 2 Κορ. 5, 16).

Στὸ λιθοβολισμὸ τοῦ Στεφάνου ὁ νεανίας καλούμενος Σαῦλο ς ἦταν παρὼν καὶ ὄχι μόνο στὰ πόδια του ἄφησαν οἱ λιθοβολήσαντες τὸ Στέφανο Ἰουδαῖοι τὰ ἱμάτιά τους ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ἐπικροτοῦσε τὴ θανάτωση τοῦ Στεφάνου (Πρ. 7, 59-60). Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία αὐτὴ ὁ Παῦλος φανατίστηκε ἀκόμη περισσότερο ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ρήμαζε τὴν Ἐκκλησία, ἔμπαινε μὲ τὴ βία στὰ σπίτια, ἔσερνε ἔξω ἄντρες καὶ γυναῖκες καὶ τοὺς ἔριχνε στὴ φυλακὴ (Πρ. 8, 3).

Σὲ μία τέτοια στιγμὴ παροξυσμοῦ, τὸ 34, τὸν κάλεσε ὁ Χριστὸς κοντά του καὶ ἀπὸ ἐχθρό του (πρβλ. Ρωμ. 5, 10) τὸν ἔκαμε ἐκείνη τὴ στιγμὴ σκεῦος ἐκλογῆς (Πρ. 9, 15). Τὸ ὅραμα τοῦ Παύλου στὸ δρόμο πρὸς τὴ Δαμασκὸ (Πρ. 9, 1-29. 22, 3-21. 26, 9-20• πρβλ. Γαλ. 1, 13-16. 1 Κορ. 15, 8. Φιλιππ. 3, 12. Ἐφ. 3, 3), ὅπου πήγαινε νὰ συλλάβει χριστιανούς, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νὰ τοὺς φέρει στὰ Ἱεροσόλυμα (Πρ. 9, 1 ἑξ.), ἀποτελεῖ συγκλονιστικὸ γεγονὸς γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Ἡ Δαμασκὸς σημάδεψε καίρια τὴ ζωὴ τοῦ Παύλου καὶ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη τῆς μεταστροφῆς του ἄρχισε γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡ θετικὴ μέτρηση.

Στὴ Δαμασκὸ ὁ Παῦλος βαφτίστηκε καὶ κατηχήθηκε ἀπὸ τὸν Ἀνανία (Πρ. 9, 17-19) καὶ ἀναχώρησε στὴν Ἀραβία (Γαλ. 1, 17), ἴσως γιὰ λόγους ἀσφάλειας.

Ἀπὸ τὴν Ἀραβία (τὸ βασίλειο τῶν Ναβαταίων στὰ νότια τῆς Δαμασκοῦ) γύρισε καὶ πάλι στὴ Δαμασκὸ (Γαλ. 1, 17), ὅπου γιὰ τρία χρόνια ἐργάστηκε ἱεραποστολικά, ἀπὸ τὸ 34 μέχρι τὸ 37. Ἐξαιτίας τῶν ἐπιβουλῶν τῶν Ἰουδαίων ἐναντίον του ἀναγκάστηκε νὰ φύγει ἀπὸ τὴ Δαμασκὸ (Πρ. 9, 23-25) καὶ στὴ φυγὴ του αὐτὴ συντέλεσε καὶ ὁ ἐθνάρχης Ἀρέθας, βασιλιὰς τῶν Ναβαταίων, ποὺ ἤθελε νὰ τὸν πιάσει (2 Κορ. 11, 32-33).

Τὸ 37 πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ γνωρίσει τὸν Πέτρο καὶ ἐκεῖ ἔμεινε 15 ἡμέρες. Τότε γνώρισε, ἀπὸ τοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, μόνο τὸν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο (Γαλ. 1, 18-19). Ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μαθαίνουμε ὅτι ὁ Βαρνάβας ἔκαμε γνωστὸ τὸν Παῦλο στοὺς χριστιανικοὺς κύκλους τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ στοὺς ἄλλους Ἀποστόλους, ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ πιστέψουν ὅτι ὁ Παῦλος ἦταν πιὰ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐνῶ ὁ Παῦλος προσπαθοῦσε νὰ συνδεθεῖ μὲ τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, αὐτοὶ τὸν φοβοῦνταν (Πρ. 9, 26). Στὶς λίγες ἡμέρες τῆς παραμονῆς του στὰ Ἱεροσόλυμα, συζητοῦσε ὁ Παῦλος μὲ τοὺς ἑλληνιστὲς Ἰουδαίους ποὺ ἤθελαν νὰ τὸν φονεύσουν• γι' αὐτὸ οἱ Χριστιανοὶ τὸν πῆγαν μέχρι τὴν Καισάρεια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ἐξαπέστειλαν στὴν πατρίδα του Ταρσὸ (Πρ. 9, 26-30).

Γιὰ τὴ δράση τοῦ Παύλου στὶς περιοχὲς τῆς Συρίας καὶ Κιλικίας (Γαλ. 1,21), στὴ δεκαετία ἀπὸ τὸ 37 μέχρι τὸ 47, γιὰ τὴν ὁποία ἄκουγαν οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες καὶ δόξαζαν τὸ Θεό, πὼς αὐτὸς ποὺ κάποτε τὶς καταδίωκε καὶ τώρα κηρύττει τὴν πίστη ποὺ ἄλλοτε προσπαθοῦσε νὰ ἐξαφανίσει (Γαλ. 1, 22-23), δὲν γνωρίζουμε τίποτα περισσότερο.

Ἀργότερα ὁ Βαρνάβας βρῆκε τὸν Παῦλο στὴν Ταρσὸ καὶ τὸν ἔφερε στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ἀφοσιώθηκαν γιὰ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο στὸ κήρυγμα κυρίως ἀνάμεσα στοὺς Ἐθνικοὺς (Πρ. 11, 25-26).

Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας πῆγαν στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ μεταφέρουν τὴ βοήθεια τῶν χριστιανῶν τῆς Ἀντιοχείας πρὸς τοὺς ἀδελφούς τῆς Ἱερουσαλήμ, ποὺ ὑπόφεραν ἀπὸ τὸ λιμὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κλαυδίου (Πρ. Π, 27-30). Στὴν ἐπιστροφή τους στὴν Ἀντιόχεια πῆραν μαζί τους καὶ τὸ Μάρκο (Πρ. 12, 25). Ἴσως ὁ Παῦλος ἔκαμε ἀκόμη ἕνα ταξίδι στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ τὸ Βαρνάβα καὶ τὸν Τίτο (Γαλ. 2, 1 ἐξ.)

Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ἄρχισε τὸ τεράστιο ἔργο τοῦ Παύλου μὲ τὴν πρώτη ἀποστολικὴ περιοδεία (47-48), στὴν ὁποία τὸν ἔστειλε μαζὶ μὲ τὸ Βαρνάβα ἡ χριστιανικὴ κοινότητα τῆς Ἀντιόχειας (Πρ. 13, 2-3).

Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια κατέβηκαν στὴ Σελεύκεια, ἀπέπλευσαν στὴν Κύπρο καὶ δίδαξαν στὴ Σαλαμίνα, στὶς ἑβραϊκὲς συναγωγές. Κοντὰ τους ἦταν καὶ ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Βαρνάβα, ὁ Μάρκος. Πέρασαν τὸ νησὶ μέχρι τὴν Πάφο• ἐδῶ πίστεψε ὁ ἀνθύπατος Σέργιος Παῦλος καὶ τιμωρήθηκε ὁ μάγος Ἐλίμας (Βαριησοῦς), Ἰουδαῖος ψευδοπροφήτης. Ἀπὸ τὴν Πάφο πῆγαν στὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας. Ἀπὸ ἐδῶ τοὺς ἐγκατέλειψε ὁ Μάρκος, ποὺ γύρισε στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἡ Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας ἦταν ὁ ἑπόμενος σταθμὸς τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Βαρνάβα. Στὴν πόλη αὐτὴ κήρυξαν ὄχι μόνο στὴ συναγωγὴ ἀλλὰ καὶ στοὺς Ἐθνικοὺς ποὺ ἦταν προσήλυτοι στὸν Ἰουδαϊσμό. Ἡ παρουσία τους στὴν Ἀντιόχεια ἦταν ἐντυπωσιακή, ὥστε οἱ Ἰουδαῖοι ξεσήκωσαν ἐναντίον τους τὸν κόσμο καὶ τὶς ἀρχὲς τῆς πόλης. Ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας ἀναγκάστηκαν τότε νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν Ἀντιόχεια καὶ νὰ πᾶνε στὸ Ἰκόνιο (Πρ. 13, 4-52). Καὶ ἐδῶ ὅμως τοὺς ἀκολούθησαν πολλοὶ Ἰουδαῖοι καὶ Ἐθνικοὶ ἀλλὰ καὶ πάλι ἐκδιώχτηκαν, ὁπότε ἀναγκάστηκαν νὰ καταφύγουν στὶς πόλεις τῆς Λυκαονίας Λύστρα καὶ Δέρβη καὶ τὰ περίχωρα, κηρύττοντες τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Στὰ Λύστρα ὁ Παῦλος θεράπευσε κάποιο χωλὸ ἀπὸ γεννησιμιοῦ του. Οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ τὸ Ἰκόνιο, ἀφοῦ ξεσήκωσαν τὸ λαὸ τῶν Λύστρων, λιθοβόλησαν τὸν Παῦλο μέχρι θανάτου καὶ τὸν μετέφεραν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Τὴν ἄλλη ἡμέρα ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας πῆγαν στὴ Δέρβη, ὅπου ἄγρευσαν ἀρκετούς. Ἀπὸ τὴ Δέρβη ἐπέστρεψαν στὰ Λύστρα, στὸ Ἰκόνιο καὶ τὴν Ἀντιόχεια γιὰ νὰ στηρίζουν τοὺς πιστεύσαντες καὶ νὰ χειροτονήσουν γὶ αὐτοὺς Πρεσβυτέρους σὲ κάθε Ἐκκλησία. Μέσω τῆς Πισιδίας ἦρθαν στὴν Παμφυλία, κήρυξαν στὴν Πέργη καὶ κατέβηκαν στὴν Ἀττάλεια.

Ὕστερα ἀπὸ τὴν περιοδεία αὐτή, ποὺ εἶχε στόχο τὶς μεγάλες ἰουδαϊκὲς κοινότητες τῆς Κύπρου καὶ Ἀσίας καὶ σὲ δεύτερο λόγο τοὺς Ἐθνικούς, πρὸς τοὺς ὁποίους στρεφόταν ὁ Παῦλος μέσω τῶν Ἐθνικῶν προσηλύτων, ξαναγύρισαν στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας (Πρ. 14, 1-26).

Ἡ περιοδεία αὐτή, ποὺ ἦταν γεμάτη διωγμοὺς καὶ ταλαιπωρίες (2 Τιμ. 3, 11), πέτυχε γιατί δημιουργήθηκαν πολλὲς χριστιανικὲς κοινότητες κυρίως ἀνάμεσα στοὺς Ἐθνικούς.

Στὴν Ἀντιόχεια ὁ Παῦλος καὶ ὁ Βαρνάβας ἔμειναν ἀρκετὸ καιρὸ μὲ τοὺς Χριστιανοὺς (Πρ. 14, 28). Τὸ 49 ὁ Παῦλος ἔλαβε μέρος στὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο στὰ Ἱεροσόλυμα.

Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια ξεκίνησε καὶ πάλι ὁ Παῦλος γιὰ τὴ δεύτερη περιοδεία του (49-52)• αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως εἶχε ὡς συνοδὸ τὸ Σίλα καὶ ὄχι τὸ Βαρνάβα. Ὁ Βαρνάβας δὲ δέχτηκε νὰ λάβει μέρος στὴν περιοδεία αὐτή, γιατί ὁ Παῦλος ἀρνήθηκε νὰ πάρουν μαζί τους τὸ Μάρκο, ποὺ τοὺς ἄφησε στὴ διάρκεια τῆς πρώτης περιοδείας καὶ γύρισε στὴν Ἀντιόχεια. Ὕστερα ἀπὸ τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ ὁ Βαρνάβας πῆρε τὸ Μάρκο καὶ πῆγαν στὴν Κύπρο (Πρ. 15, 35-40).

Ὁ Παῦλος μὲ τὸ Σίλα πέρασαν τὴ Συρία καὶ Κιλικία, στηρίζοντες τὶς Ἐκκλησίες στὶς χῶρες αὐτὲς (Πρ. 15, 41) καὶ ἔφτασαν στὴ Δέρβη καὶ στὰ Λύστρα. Ἀπὸ τὴν πόλη αὐτὴ παρέλαβαν μαζί τους τὸν Τιμόθεο, ἀφοῦ τὸν περιέτεμαν γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουν ἔτσι τοὺς Ἰουδαίους τῶν περιοχῶν ἐκείνων. Στὴ συνέχεια πέρασαν ἀπὸ τὴ Φρυγία καὶ τὴ Γαλατικὴ χώρα, τὴ χώρα δηλ. τῶν παλαιῶν Γαλατῶν (Πρ. 16, 1-6). Ἐδῶ ὁ Παῦλος ἀσθένησε, ἀναγκάστηκε ἔτσι νὰ μείνει κοντὰ στοὺς Γαλάτες καὶ νὰ κηρύξει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ (Γαλ. 4, 13-15). Μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀφοῦ ὁ Παῦλος, ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος παρέκαμψαν τὴ Μυσία καὶ ἀπέφυγαν τὴ Βιθυνία, κατέβηκαν στὴν Τρωάδα. Ἐδῶ προστέθηκε στὴ συνοδεία τους καὶ ὁ Λουκᾶς.

Ἐνῶ ὁ σκοπὸς τοῦ Παύλου, στὴ δεύτερή του αὐτὴ περιοδεία, ἦταν νὰ ἐπισκεφθεῖ τὶς Ἐκκλησίες ποὺ εἶχε ἱδρύσει πιὸ μπροστὰ καὶ νὰ ἰδεῖ πῶς ἔχουν, τώρα, μὲ τὸν ἐρχομό του στὴν Τρωάδα, ἡ τωρινὴ περιοδεία του θὰ πάρει ἄλλη μορφὴ καὶ οἱ διαστάσεις της θὰ διευρυνθοῦν.

Ὕστερα ἀπὸ ἕνα νυχτερινὸ ὅραμα ἦρθε ὁ Παῦλος μὲ τοὺς συνεργάτες του μέσω Σαμοθράκης στὴ Νεάπολη τῆς Μακεδονίας καὶ ἀπὸ τὴ Νεάπολη στοὺς Φιλίππους. Τὸ πέρασμα ἀπὸ τὴν Ἀσία στὴν Εὐρώπη ἦταν ἕνα σημαντικὸ γεγονὸς στὴν Ἐκκλησία καὶ στὸν κόσμο.

Στοὺς Φιλίππους ἔμειναν μερικὲς ἡμέρες καὶ βάφτισαν τὴ Λυδία καὶ τοὺς δικούς της. Ἡ θεραπεία ὅμως μιᾶς μαντευόμενης δούλης, ποὺ ἔφερνε πολλὰ κέρδη στοὺς κυρίους της, ἔγινε αἰτία νὰ ραβδιστοῦν καὶ νὰ μποῦν στὴ φυλακὴ γιὰ ἀντιρωμαϊκὲς δῆθεν ἐνέργειες. Οἱ κατηγορίες, ποὺ τοὺς προσάπτονται, ὅταν ὁδηγοῦνται βιαίως στὴν ἀγορὰ γιὰ νὰ παρουσιαστοῦν στὶς ἀρχές, εἶναι ὅτι ὁ Παῦλος καὶ οἱ συνεργάτες τους εἶναι Ἰουδαῖοι καὶ προκαλοῦν ταραχὲς στὴν πόλη, θέλοντας νὰ εἰσαγάγουν ἔθιμα ποὺ δὲν ἐπιτρέπονταν νὰ τὰ δεχτοῦν ἢ νὰ τὰ τηροῦν ὅσοι ἦταν Ρωμαῖοι. Ἔτσι οἱ Ρωμαῖοι ἄρχοντες τῶν Φιλίππων ὑποκύπτουν στὸ ἀντιϊουδαϊκὸ πνεῦμα τῶν πολιτῶν καὶ τιμωροῦν τὸν Παῦλο καὶ τοὺς συνεργάτες του ὡς Ἰουδαίους, χωρὶς κἄν νὰ ὑποψιάζονται ὅτι τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων ξεπέρασε τοὺς Ἰουδαίους καὶ τὸ μωσαϊκὸ νόμο καὶ γι' αὐτὸ ἀποτελοῦσε πρόκληση καὶ γιὰ τοὺς Ἰουδαίους.

Οἱ φυλακισμένοι Ἀπόστολοι ἐλευθερώθηκαν μὲ θαυμαστὸ τρόπο καὶ αὐτὸ ἔγινε αἰτία νὰ βαπτιστοῦν Χριστιανοὶ ὁ φύλακάς τους μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς δικούς του (Πρ. 16, 7-40).

Ἀπὸ τοὺς Φιλίππους, μέσω τῆς Ἀμφίπολης καὶ τῆς Ἀπολλωνίας, ὁ Παῦλος μὲ τὸ Σίλα καὶ τὸν Τιμόθεο ἦρθαν στὴ Θεσσαλονίκη, ρωμαϊκὴ ἀποικία μὲ δικαιώματα ἐλεύθερης πόλης, πρωτεύουσα τῆς μεγάλης σὲ ἔκταση ρωμαϊκῆς ἐπαρχίας τῆς Μακεδονίας, πόλη πλούσια καὶ σημεῖο ἀναφορᾶς γιὰ τὸ ἐμπόριο, τὶς συγκοινωνίες καὶ τὴν πνευματικὴ κίνηση. Ὁ Λουκᾶς δὲν τοὺς συνόδεψε ὥς τὴ Θεσσαλονίκη• ἔμεινε στοὺς Φιλίππους.

Στὴ Θεσσαλονίκη ὁ Παῦλος κήρυξε στὴ συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων ἐπὶ τρία συνεχόμενα Σάββατα, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι δὲν παρέμεινε στὴν πόλη αὐτὴ περισσότερο χρόνο ἀπὸ τρεῖς ἑβδομάδες. Ἴσως τὰ λόγια τοῦ Παύλου (1 Θεσσ. 1, 7-8 καὶ Φιλιππ. 4, 16) προϋποθέτουν περισσότερο χρόνο δράσης τοῦ Παύλου στὴ Θεσσαλονίκη. Ἡ δράση αὐτὴ τοῦ Παύλου προκαλεῖ τοὺς Ἰουδαίους τῆς Θεσσαλονίκης, ποὺ δημιουργοῦν ἀναταραχὴ καὶ κατηγοροῦν τοὺς Ἀποστόλους. Ἔτσι οἱ ἀρχὲς τῆς πόλης, οἱ πολιτάρχες, ἑτοιμάζονται νὰ ἐπέμβουν, ὀπότε ὁ Παῦλος μὲ τοὺς συνοδοὺς του ἀναγκάζονται νὰ φύγουν νύχτα στὴ Βέροια.

Ἡ ὀλιγόχρονη μὰ καρποφόρα παραμονὴ τοῦ Παύλου στὴ Θεσσαλονίκη συνοδεύτηκε ἀπὸ πόνους προσωπικοὺς καὶ οἱ Θεσσαλονικεῖς, ποὺ πίστεψαν στὸ κήρυγμά του καὶ ἀποτέλεσαν τὴν πρώτη χριστιανικὴ κοινότητα τῆς πόλης αὐτῆς, δοκίμασαν πολλὴ θλίψη καὶ σκληρὸ διωγμό. Σ' αὐτὲς τὶς σκέψεις μᾶς ὁδηγοῦν τὰ λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Παύλου: κάτω ἀπὸ σκληρὸ διωγμὸ ἀποδεχτήκατε τὸ κήρυγμα (1 Θέσσ. 1, 6), ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε θάρρος, ὥστε νὰ σᾶς κηρύξουμε τὸ Εὐαγγέλιό του μέσα ἀπὸ πολλὲς δυσκολίες (1 Θεσσ. 2, 2) ἐσεῖς, ἀδελφοὶ μιμηθήκατε ἐκεῖνες τὶς ἐκκλησίες τοῦ Θεοῦ ποὺ βρίσκονται στὴν Ἰουδαία καὶ πιστεύουν στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Γιατί κι ἐσεῖς πάθατε τὰ ἴδια ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες σας, ὅπως κι ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους (1 Θεσσ. 2, 14).

Στὴ Βέροια τὰ ἀποτελέσματα τοῦ κηρύγματός του ἦταν εὐχάριστα καὶ οἱ Ἰουδαῖοι τῆς πόλης αὐτῆς, πιὸ εὐγενεῖς ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους τῆς Θεσσαλονίκης, δέχτηκαν τὸ κήρυγμά του πρόθυμα, ὅπως καὶ πολλὲς Ἑλληνίδες καὶ Ἕλληνες ἐπίσημοι. Οἱ σκληροὶ ὅμως Ἰουδαῖοι τῆς Θεσσαλονίκης ἔφτασαν στὴ Βέροια καὶ ἀνάγκασαν μερικοὺς Χριστιανοὺς νὰ συνοδέψουν τὸν Παῦλο μέχρι τὴ θάλασσα γιὰ νὰ φύγει μ' αὐτοὺς γιὰ τὴν Ἀθήνα (Πρ. 17, 1-14). Στὴ Βέροια ἔμειναν ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος.

Στὴν Ἀθήνα δὲν εἶχε τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου μεγάλες ἐπιτυχίες (Πρ. 17, 16-34), γι' αὐτὸ σκεφτόταν πῶς νὰ πάει στὴν Κόρινθο, μήπως καὶ ἐκεῖ ἔχει τὴν ἴδια τύχη (1 Κορ. 2, 3). Στὸν ' Ἄρειο Πάγο ὁ Παῦλος «ἀνακρίθηκε» ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους, χλευάστηκε καὶ ἀποπέμφθηκε μὲ προοπτικὴ νὰ ξαναανακριθεῖ, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν πρώτη ἐπαφή τους μὲ τὸν Παῦλο οἱ Ἀθηναῖοι δὲν πολυκατάλαβαν τί τοὺς ἔλεγε καὶ θεώρησαν τὰ λόγια του καὶ τὸ κήρυγμά του σπερμολογίες (παραμύθια).

Στὴν Κόρινθο ἔμεινε ἐνάμιση χρόνο κοντὰ στοὺς σκηνοποιοὺς Ἀκύλα καὶ Πρίσκιλλα, ποὺ εἶχαν ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἰταλία ἐξαιτίας τοῦ Κλαυδίου, ὁ ὁποῖος ἐδίωξε ὅλους τους Ἰουδαίους ἀπὸ τὴ Ρώμη. Κάθε Σάββατο ὁ Παῦλος κήρυττε στὴ συναγωγή, διαλεγόταν μὲ τοὺς Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνες προσηλύτους, καὶ τοὺς ἔπειθε. Ἔτσι στὴν Κόρινθο τὸ κήρυγμά του εἶχε σημαντικὴ ἐπιτυχία. Κοντὰ του τώρα ἦρθαν ἀπὸ τὴ Βέροια ὁ Σίλας καὶ ὁ Τιμόθεος, ποὺ εἶχαν εἰδοποιηθεῖ ἀπὸ τὸν Παῦλο μὲ τοὺς Βεροιῶτες συνοδοὺς τοῦ Παύλου, ὅταν αὐτοὶ ἄφησαν τὸν Παῦλο στὴν Ἀθήνα καὶ γύρισαν στὴν πατρίδα τους (Πρ. 17, 15. 1 Θεσσ. 3, 1-2. Πρ. 18, 5). Τὰ νέα ἀπὸ τὴ Μακεδονία ἦταν εὐχάριστα (ἡ πίστη στερεωνόταν) καὶ δυσάρεστα (ἡ συμπεριφορὰ τῶν Ἰουδαίων ἀπέναντι στοὺς Χριστιανοὺς ἦταν σκληρή).

Ὁ Παῦλος ἀλλάζει πιὰ στὴν Κόρινθο τακτική, ἐγκαταλείπει τὴ συναγωγὴ καὶ στρέφεται πρὸς τοὺς Ἐθνικούς. Ὁ ἀρχισυνάγωγος Κρίσπος μὲ ὅλους τοὺς δικούς του καὶ πολλοὶ Κορίνθιοι πίστεψαν στὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου.

Καὶ ἐδῶ ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι δὲν τὸν ἄφησαν ἥσυχο• τὸν ὁδήγησαν στὸν ἀνθύπατο τῆς Ἀχαΐας Γαλλίωνα, ποὺ ἦρθε τὸ 51, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι προσπαθεῖ νὰ πείσει τοὺς ἀνθρώπους νὰ λατρεύουν τὸ Θεὸ μὲ τρόπο ποὺ εἶναι ἀντίθετος στὸ νόμο (Πρ. 18, 13). Ἡ στάση ὅμως τοῦ Γαλλίωνα, νὰ μὴ δώσει σημασία στὶς αἰτιάσεις τῶν Ἰουδαίων, ἦταν ἐνισχυτικὴ γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Παύλου. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ τελικὰ πλήρωσε γιὰ ὅλα αὐτὰ ἦταν ὁ ἀρχισυνάγωγος Σωσθένης, ποὺ ἔφαγε ἀρκετὸ ξύλο ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους μπροστὰ στὸ δικαστήριο: Ὁ Γαλλίων εἶπε στοὺς ἰουδαίους: Ἂν ἦταν γιὰ κανένα ἀδίκημα ἢ γιὰ ἕνα κακούργημα δόλιο, θὰ ἦταν λογικὸ νὰ σᾶς ἀκούσω, ἰουδαῖοι. Ἐφόσον ὅμως πρόκειται γιὰ θέματα διδασκαλίας καὶ ὀνομάτων καὶ νόμου δικοῦ σας, τακτοποιῆστε τα μόνοι σας. Δικαστὴς ἐγὼ αὐτῶν τῶν ζητημάτων δὲ θέλω νὰ εἶμαι. Καὶ τοὺς ἔδιωξε ἀπὸ τὸ δικαστήριο. Τότε ὅλοι ἔπιασαν τὸ Σωσθένη τὸν ἀρχισυνάγωγο καὶ τὸν χτυποῦσαν μπροστὰ στὸ δικαστήριο. Ὁ Γαλλίων ὅμως δὲ νοιαζόταν καθόλου γι' αὐτὰ (Πρ.18, 14-17).

Ὁ Παῦλος, ἀφοῦ ἔμεινε ἀρκετὲς ἀκόμη ἡμέρες στὴν Κόρινθο, καὶ ἀφοῦ εἶχε γράψει τὶς δύο ἐπιστολές του πρὸς τοὺς Θεσσαλονικεῖς (τὸ 50 καὶ τὸ 51), ἔφυγε γιὰ τὴν Ἔφεσο, συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν Ἀκύλα καὶ τὴν Πρίσκιλλα (Πρ. 18, 18). Στὴν Ἔφεσο ὁ Παῦλος διαλέχτηκε στὴ συναγωγὴ μὲ τοὺς Ἰουδαίους.

Ἀπὸ τὴν Ἔφεσο κατέβηκε στὴν Καισάρεια, πῆγε, πιθανῶς, γιὰ λίγο στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐπέστρεψε στὴ βάση τῶν ἐξορμήσεών του, στὴν Ἀντιόχεια (Πρ. 18, 1-23). Φαίνεται ὅτι ἐπῆλθε κάποια διάσταση ἀνάμεσα στὸν Παῦλο καὶ τὸ Σίλα καὶ ἴσως ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί ὁ Σίλας δὲ συνοδεύει τὸν Παῦλο στὸ ἔργο του καὶ ἐμφανίζεται ὡς συνοδὸς καὶ γραμματέας τοῦ Πέτρου (1 Πέτρου 5, 12).

Ὁ Παῦλος, πιστὸς στὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσε στοὺς Ἐφεσίους ὅτι θὰ τοὺς ξαναδεῖ (Πρ. 18, 21) ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ πέρασε ἀπὸ τὴ Γαλατικὴ χώρα καὶ τὴ Φρυγία γιὰ νὰ ἐνδυναμώσει τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ τρίτη ἱεραποστολική του πορεία (52-56).

Στὴν Ἔφεσο ἐργάζονταν μὲ ζῆλο δύο ἰδιαίτερα γνωστοί του, ὁ Ἀκύλας καὶ ἡ Πρίσκιλλα, καὶ τὸ ζεῦγος αὐτὸ διαφώτισε σωστὰ τὸν Ἰουδαῖο Ἀπολλώ, λόγιο ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ποὺ ἦταν δυνατὸς γνώστης τῶν Γραφῶν καὶ δίδασκε στὴ συναγωγή. Ἀπὸ τὴν Ἔφεσο ὁ Ἀπολλὼς πῆγε στὴν Ἀχαΐα, σταλμένος ἀπὸ τοὺς Ἐφεσίους Χριστιανοὺς (Πρ. 18, 23-28). Ὅταν ὁ Ἀπολλὼς ἦταν στὴν Κόρινθο τότε ὁ Παῦλος ἔφτασε στὴν Ἔφεσο, ἀφοῦ πρῶτα πέρασε ἀπὸ τὰ ἐνδότερα μέρη.

Στὴν Ἔφεσο βάφτισε ὁ Παῦλος 12 μαθητὲς ποὺ εἶχαν βαφτιστεῖ προηγουμένως στὸ βάφτισμα τοῦ Ἰωάννη. Ἐπὶ τρεῖς μῆνες ὁ Παῦλος δίδασκε στὴ συναγωγὴ καὶ ὕστερα, ἀφοῦ συνάντησε δυσκολίες, περιόρισε τὴ διδασκαλία του στοὺς Χριστιανοὺς ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ σ' ὅσους ἔρχονταν στὴ σχολὴ κάποιου Τυράννου. Αὐτὸ κράτησε δύο ὁλόκληρα χρόνια καὶ στὸ διάστημα αὐτὸ ἄκουσαν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ὅλοι ὅσοι κατοικοῦσαν στὴν ἐπαρχία τῆς Ἀσίας, Ἰουδαῖοι καὶ Ἕλληνες. Ὁ Παῦλος στὴν Ἔφεσο ἀντιμετώπισε πρώην ὀπαδοὺς τῆς αἵρεσης τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου, ἀβάπτιστους μαθητὲς ποὺ ἀγνοοῦσαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καθὼς καὶ τοὺς ἑφτὰ ἐξορκιστές, γιοὺς τοῦ Ἰουδαίου ἀρχιερέα Σκευᾶ, ποὺ θαυματουργοῦσαν στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ (Πρ. 19, 1-16).

Στὸ διάστημα τῶν τριῶν ἐτῶν ποὺ ἔμεινε ὁ Παῦλος στὴν Ἔφεσο, ἔγιναν πολλὰ ποὺ δὲν ἀναφέρονται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Τίποτα δὲν ἀναφέρεται γιὰ τὶς σχέσεις του μὲ τὶς Ἐκκλησίες τῆς Γαλατίας. Ἔπειτα δὲν ἀναφέρεται τὸ ἐνδιάμεσο ταξίδι του στὴν Κόρινθο, ὅπου κακοποιήθηκε καὶ ἀναγκάστηκε νὰ ἐπιστρέψει ἀμέσως στὴν Ἔφεσο. Οὔτε γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὸ Ἰλλυρικὸ (Ρωμ. 15, 19).

Στὶς ἐπιστολές του πρὸς τοὺς Κορινθίους (1 Κορ. 15, 32, 2 Κορ. 1, 8-10) ἀναφέρει ὁ ἴδιος ὅτι πάλαιψε μὲ τὰ θηρία στὴν Ἔφεσο καὶ ἀντιμετώπισε βέβαιο θάνατο καὶ ἴσως τὸν ἔσωσε ἡ αὐτοθυσία τοῦ Ἀκύλλα καὶ τῆς Πρίσκιλλας (Ρωμ. 16, 3-4). Ἴσως αὐτὰ νὰ σημαίνουν ὅτι κατὰ τὰ τρία χρόνια της παραμονῆς του στὴν Ἔφεσο πέρασε ἕνα διάστημα στὴ φυλακή. Ἂν αὐτὸ εἶναι γεγονός, τότε πολὺ πιθανὸ οἱ ἐπιστολὲς τῆς αἰχμαλωσίας (Φιλιππισίους, Κολοσσαεῖς, Φιλήμονα ) νὰ γράφτηκαν ἀπὸ τὴν Ἔφεσο καὶ ὄχι ὕστερα ἀπὸ πέντε περίπου χρόνια ἀπὸ τὴ Ρώμη, ὅπως δέχεται ἡ παράδοση. Στὴν Ἔφεσο γράφτηκε καὶ ἡ ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Γαλάτες.

Ἀπὸ τὴν Ἔφεσο ἔγραψε ὁ Παῦλος ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Κορινθίους, γιὰ τὴ χαλαρότητα τῶν ἠθῶν, ποὺ δὲ σώζεται (1 Κορ. 5, 9). Οἱ Κορίνθιοι ἀπάντησαν μὲ ἐπιστολὴ (1 Κορ. 7, 1. 16, 17) καὶ ἔθεσαν διάφορα προβλήματα. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ ὁ Παῦλος πληροφορήθηκε ἀπὸ τὴν Κορίνθια Χλόη (1 Κορ. 1,11) γιὰ τὶς ἔριδες στὴν Κόρινθο. Σ' αὐτὰ ἀπάντησε ὁ Παῦλος μὲ τὴν πρώτη ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Κορινθίους. Μὲ αὐτὴ ἀγγέλλεται μετάβαση τοῦ Τιμοθέου στὴν Κόρινθο (1 Κορ. 16, 10) καθὼς καὶ δικό του ταξίδι κοντά τους γιὰ δεύτερη φορά. Στὴν Κόρινθο ὁ Παῦλος ὑπέστη ἀτιμωτικὴ προσβολὴ ἀπὸ κάποιο μέλος τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Παῦλος ἤθελε νὰ περάσει ἀπὸ τὴ Μακεδονία καὶ Ἀχαΐα καὶ νὰ μεταβεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ μεταβεῖ στὴν ἄγνωστή του ἀκόμη Ρώμη (Πρ. 19, 21). Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἔστειλε στὴ Μακεδονία τοὺς συνεργάτες του Τιμόθεο καὶ Ἔραστο, αὐτὸς ὅμως καθυστέρησε λίγο στὴν ἐπαρχία τῆς Ἀσίας (Πρ. 19, 22). Γι' αὐτὸ τὸ ταξίδι, ποὺ ἦταν σύντομο καὶ ποὺ τὸ ἔκαμε πιθανῶς διὰ θαλάσσης, τίποτα δὲν μᾶς ἀναφέρουν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.

Μὲ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Ἔφεσο, ἐξαιτίας τῆς δραστηριότητάς του κατὰ τῶν εἰδώλων, συνάντησε τὴν ἀντίδραση τοῦ λαοῦ ποὺ ξεσήκωσε ὁ ἀργυροκόπος Δημήτριος καὶ ὅσοι ἦταν δεμένοι συμφεροντολογικὰ μὲ τὴ λατρεία τῆς θεᾶς Ἄρτεμης στὴν πόλη αὐτὴ (Πρ. 19, 24). Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ὁ Παῦλος ἀποχαιρέτησε τοὺς μαθητές του καὶ ἔφυγε γιὰ τὴ Μακεδονία (Πρ. 20, 1). Στὴν Τρωάδα περίμενε μὲ ἀγωνία τὸν Τίτο, στὸν ὁποῖο προηγουμένως εἶχε δώσει ὁδηγίες νὰ περάσει ἀπὸ τὴ Μακεδονία καὶ νὰ συναντηθοῦν στὴν ξακουστὴ αὐτὴ πόλη. Ἐπειδὴ ὁ Τίτος ἄργησε νὰ ἔρθει, ξεκίνησε ὁ Παῦλος γεμάτος ἀνησυχία γιὰ τὴ Μακεδονία. Ἀπὸ τὸν Τίτο, ποὺ τελικὰ τὸν συνάντησε, ἔμαθε ὅτι τὰ περισσότερα μέλη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου ἦταν μὲ τὸ μέρος του. Ἐπίσης ἔμαθε ὅτι ὑπῆρχε πάλι ἀντίδραση ἀπὸ τοὺς Ἰουδαΐζοντες, ποὺ μαζεύτηκαν στὴν Κόρινθο γιὰ νὰ ἐνισχύσουν ἴσως τὴν προϋπάρχουσα μερίδα τοῦ Κηφᾶ. Μὲ αὐτὰ τὰ νέα τοῦ Τίτου ὁ Παῦλος ἔγραψε δεύτερη, αὐστηρὴ ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Κορινθίους καὶ τὴν ἔστειλε μὲ τὸν Τίτο καὶ μὲ δύο ἄλλους ἀδελφοὺς (2 Κορ. 8, 16 ἑξ.). Οἱ τρεῖς αὐτοὶ μαθητὲς θὰ συγκέντρωναν καὶ τὴ λογία τῆς Κορίνθου, πρὶν νὰ φτάσει ὁ ἴδιος ἐκεῖ (2 Κορ. 9, 1 ἐξ.).

Τώρα εἶναι ἡ τρίτη φορὰ ποὺ ὁ Παῦλος ἐπισκέπτεται τὴν Κόρινθο, ὅπως ὁ ἴδιος ἀναφέρει (2 Κορ. 2, 1. 12, 14. 13, 1). Στὴν Κόρινθο ἔμεινε τρεῖς μῆνες. Τὸ χειμώνα τοῦ 56 ἔγραψε τὴν ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Ρωμαίους, κινδύνεψε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ ἀντὶ νὰ πάει κατευθείαν στὴ Συρία ἔκρινε σκόπιμο νὰ περάσει ἀπὸ τὴ Μακεδονία.

Στὴν ἀκολουθία τοῦ Παύλου ἦταν τώρα ὁ Σώπατρος ἀπὸ τὴ Βέροια, ὁ Ἀρίσταρχος καὶ Σεκοῦνδος ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, ὁ Γάϊος ἀπὸ τὴ Δέρβη καὶ ὁ Τυχικὸς καὶ ὁ Τρόφιμος ἀπὸ τὴν Ἀσία. Ὅλοι αὐτοὶ ἔφυγαν πιὸ μπροστὰ καὶ περίμεναν στὴν Τρωάδα τὸν Παῦλο μὲ τὸ Λουκᾶ νὰ ἔρθουν ἀπὸ τοὺς Φιλίππους.

Ἀπὸ τὴν Τρωάδα, ὕστερα ἀπὸ παραμονὴ ἑπτὰ ἡμερῶν, ὁ Παῦλος πῆγε μὲ τὰ πόδια στὴν Ἄσσο, ἐνῶ οἱ συνοδοὶ του πῆγαν στὴν Ἄσσο μὲ πλοῖο γιὰ νὰ παραλάβουν τὸν Παῦλο. Ἀπὸ τὴν Ἄσσο ὅλοι μαζὶ πῆγαν στὴ Μυτιλήνη, πέρασαν ἀπέναντι ἀπὸ τὴ Χίο, σταμάτησαν στὴ Σάμο, ἔμειναν στὸ ἀκρωτήριο Τρωγύλλιο καὶ ἔπειτα πῆγαν στὴ Μίλητο (Πρ. 20, 13-15).

Δὲ θέλησε ὁ Παῦλος νὰ μεταβεῖ στὴν Ἔφεσο γιὰ νὰ μὴ χρονοτριβήσει στὴν Ἀσία, ἀφοῦ ἐπειγόταν νὰ βρίσκεται τὴν Πεντηκοστή τοῦ 57 στὰ Ἱεροσόλυμα (Πρ. 20, 1-16). Στὴ Μίλητο μίλησε ὁ Παῦλος πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους καὶ ὁ λόγος του αὐτὸς πρέπει νὰ εἶναι τὸ καθημερινὸ ἐντρύφημα τῶν κληρικῶν μας (Πρ. 20, 17-35).

Μὲ πλοῖο ἔφυγαν ἀπὸ τὴ Μίλητο (Πρ. 20, 38), πέρασαν τὴν Κῶ, τὴ Ρόδο καὶ ἔφτασαν στὰ Πάταρα. Ἀπὸ ἐκεῖ πῆραν ἄλλο πλοῖο φορτηγό, ποὺ πήγαινε γιὰ τὴ Φοινίκη, προσπέρασαν τὴν Κύπρο καὶ κατέβηκαν στὴν Τύρο, ὅπου ἔμειναν ἑπτὰ ἡμέρες κοντὰ στοὺς Χριστιανούς. Μὲ πλοῖο ἀπὸ ἐκεῖ πῆγαν στὴν Καισάρεια καὶ κατέλυσαν στὸ σπίτι τοῦ διακόνου Φιλίππου. Ἐδῶ ὁ προφήτης Ἄγαβος εἶπε στὸν Παῦλο ὅτι στὰ Ἱεροσόλυμα θὰ τὸν συλλάβουν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στοὺς Ρωμαίους. Ὁ Παῦλος ὅμως παρὰ τὶς παρακλήσεις τῶν συνοδῶν του καὶ τῶν Χριστιανῶν τῆς Καισάρειας ἀποφάσισε νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ νὰ πάθει γιὰ τὸ Χριστὸ (Πρ. 21,1-14).

Στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου ξεσηκώθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι, σώθηκε ὁ Παῦλος ἀπὸ βέβαιο θάνατο ἀπὸ τὸ Ρωμαῖο χιλίαρχο Κλαύδιο Λυσία, ποὺ τὸν ἔστειλε μὲ συνοδεία στὴν ἕδρα τοῦ Ρωμαίου διοικητῆ τῆς Καισαρείας Φήλικα (Πρ. 21, 15-23, 33).

Ὁ Φήλικας κράτησε τὸν Παῦλο στὴ φυλακὴ δύο χρόνια, ἀπὸ τὸ 57 μέχρι τὸ 59 (Πρ. 23, 34-24, 27). Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως ζήτησαν ἀπὸ τὸ διάδοχο τοῦ Φήλικα Πόρκιο Φῆστο νὰ τοὺς παραδώσει τὸν Παῦλο γιὰ νὰ τὸν δικάσουν στὰ Ἱεροσόλυμα. Τότε ὁ Παῦλος ἀπαίτησε νὰ δικαστεῖ, ὡς ρωμαῖος πολίτης ποὺ ἦταν, πρὸ τοῦ βήματος τοῦ καίσαρα (Πρ. 25, 1-26, 32).

Τὸ ταξίδι τοῦ Παύλου γιὰ τὴ Ρώμη, στὸ ὁποῖο τὸν συνόδεψαν οἱ συνεργάτες του Λουκᾶς καὶ Ἀρίσταρχος, ἀρχίζει ἀπὸ τὶς Πράξεις 27, 1 ἑξ. Ἡ Σιδώνα καὶ τὰ Μύρα τῆς Λυκίας ἦταν οἱ δύο πρῶτοι σταθμοί. Στὰ Μύρα ἄλλαξαν πλοῖο καὶ μὲ τὸ νέο προσάραξαν στοὺς Καλοὺς Λιμένες τῆς Κρήτης. Ὁ ἑπόμενος σταθμὸς ἦταν τὸ νησὶ Μελίτη. Ὕστερα ἀπὸ τρεῖς μῆνες μὲ ἄλλο πλοῖο πῆγαν στὶς Συρακοῦσες, ὅπου ἔμειναν τρεῖς ἡμέρες. Τὸ Ρήγιο καὶ οἱ Ποτίολοι ἦταν οἱ δύο ἄλλοι σύντομοι σταθμοί. Ὁ τελευταῖος σταθμὸς ἦταν ἡ Ρώμη. Οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ρώμης, ὅταν ἔμαθαν τὸν ἐρχομὸ τοῦ Παύλου, βγῆκαν μέχρι τὸν Ἄππιο Φόρο καὶ τὶς Τρεῖς Ταβέρνες γιὰ νὰ τὸν προϋπαντήσουν.

Στὴ Ρώμη ἐπέτρεψαν τὸν Παῦλο νὰ μείνει σὲ ἰδιωτικὸ κατάλυμα μαζὶ μὲ τὸ στρατιώτη ποὺ τὸν φύλαγε. Ὁ Παῦλος ἔμεινε μία ὁλόκληρη διετία (59-61) σὲ ἰδιαίτερη νοικιασμένη κατοικία, ὅπου δεχόταν ὅλους ὅσοι τὸν ἐπισκέπτονταν, κήρυττε τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ δίδασκε γιὰ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ μὲ ὅλη τὴν παρρησία καὶ χωρὶς κανένα ἐμπόδιο (Πρ. 28, 30-31). Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια τελειώνει ἡ διήγηση τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων.

Ἀπὸ τὴν παραμονὴ αὐτὴ τοῦ Παύλου στὴ Ρώμη προέρχεται ἡ ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς Ἐφεσίους καὶ σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση καὶ οἱ ἄλλες ἐπιστολὲς τῆς αἰχμαλωσίας, ὅπως λέγονται.

Φαίνεται ὅτι ὁ Παῦλος, ἀφοῦ δικάστηκε καὶ ἀπαλλάχτηκε, ἐπιχείρησε καὶ τέταρτη περιοδεία (61-64;). Κατὰ τὸν Κλήμεντα Ρώμης (Πρὸς Κορινθίους 5, 7), ὁ Παῦλος ταξίδεψε μέχρις ἐσχάτων της Δύσεως, ποὺ γιὰ μερικοὺς νοεῖται ἡ Ἱσπανία, ἐνῶ ἀπὸ τὶς ποιμαντικὲς ἐπιστολὲς (1 καὶ 2 Τιμόθεο καὶ Τίτο) φαίνεται ὅτι ταξίδεψε στὴν Ἀνατολὴ (Μ. Ἀσία, Κρήτη, Μακεδονία, Ἰλλυρικὸ) γιὰ νὰ καταλήξει πάλι στὴ Ρώμη, πιθανῶς τὸν Ἰούλιο τοῦ 64.

Ὁ διωγμὸς τοῦ Νέρωνα βρῆκε τὸν Παῦλο στὴ Ρώμη καὶ οἱ διαβολὲς τῶν Ἰουδαίων καὶ Ἰουδαιοχριστιανῶν τῆς Ρώμης ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ὅτι ἦταν δῆθεν ὑπαίτιοι γιὰ τὴν πυρκαϊὰ τῆς Ρώμης, εἶχαν στόχο νὰ στρέψουν τὴ μανία τοῦ ἀνισόρροπου αὐτοκράτορα ἐναντίον τους.

Ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος δὲ γλίτωσαν τὸ θάνατο. Ἔτσι πρέπει νὰ δεχτοῦμε ὅτι ὁ Παῦλος θανατώθηκε τὸ φθινόπωρο καὶ μάλιστα τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 64.

Ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος κάνει ἕνα σύντομο ἀπολογισμὸ τῶν δυσκολιῶν ποὺ συνάντησε, μιλώντας γιὰ τὸν ἑαυτό του στοὺς Κορινθίους: Μόχθησα πιὸ πολὺ ἀπὸ αὐτοὺς (τοὺς ψευτοαποστόλους), φυλακίστηκα περισσότερες φορές, μὲ χτύπησαν μὲ ἀφάνταστη ἀγριότητα, κινδύνεψα πολλὲς φορὲς νὰ θανατωθῶ. Πέντε φορὲς μαστιγώθηκα ἀπὸ Ἰουδαίους μὲ τὰ τριάντα ἐννιὰ μαστιγώματα. Τρεῖς φορὲς μὲ τιμώρησαν μὲ ραβδισμούς, μία φορὰ μὲ λιθοβόλησαν, τρεῖς φορὲς ναυάγησα, ἕνα μερόνυχτο ἔμεινα ναυαγὸς στὸ πέλαγος. Ἔκανα πολλὲς κοπιαστικὲς ὁδοιπορίες, διάβηκα ἐπικίνδυνα ποτάμια, κινδύνεψα ἀπὸ ληστές, κινδύνεψα ἀπὸ τοὺς ὁμογενεῖς μου Ἰουδαίους, κινδύνεψα ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς, πέρασα κινδύνους σὲ πόλεις, κινδύνους σὲ ἐρημιές, κινδύνους στὴ θάλασσα, κινδύνεψα ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ὑποκρίνονταν τοὺς ἀδερφούς. Κοπίασα καὶ μόχθησα πολύ, ξαγρύπνησα πολλὲς φορές, πείνασα, δίψασα, πολλὲς φορές μοῦ ἔλειψε ἐντελῶς τὸ φαγητό, ξεπάγιασα καὶ δὲν εἶχα ροῦχα νὰ φορέσω. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα εἶχα καὶ τὴν καθημερινὴ πίεση τῶν ἐχθρῶν μου καὶ τὴ φροντίδα γιὰ ὅλες τὶς ἐκκλησίες. Ποιανοῦ ἡ πίστη ἀσθενεῖ καὶ δὲν ἀσθενῶ κι ἐγώ; Ποιὸς ὑποκύπτει στὸν πειρασμὸ καὶ δὲν ὑποφέρω κι ἐγώ; Ἂν πρέπει νὰ καυχηθῶ, θὰ καυχηθῶ γιὰ τὰ παθήματά μου. Ὁ Θεὸς καὶ Πατέρας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ - ἂς εἶναι εὐλογημένο τὸ ὄνομά του στοὺς αἰῶνες - ξέρει ὅτι δὲ λέω ψέματα (2 Κορ. 11, 23-31).

Το Άγιο Πνεύμα κι η Επίκληση.- Boris Bobrinskoi



29ΙΟΥΝ

 
 Ιστορικές παρατηρήσεις.
Καθώς πιστεύω, η επίκληση είναι ένα καθολικό γεγονός στις Ανατολικές Λειτουργίες. Η επίκληση μαρτυρείται στις Μοζαραβικές και Γαλλικανικές και Κελτικές Λειτουργίες. Κι οι σύγχρονοι λειτουργιολόγοι συναντώνται στην αναγνώρισή του. Δε συμβαίνει, όμως το ίδιο και με τις Δυτικές Λειτουργίες. Αν μπορεί να θεωρηθεί σαν πιθανή στη Λειτουργία των Μεδιολάνων απουσιάζει, τουλάχιστο με τη σαφή μορφή της κλήσης του Αγίου Πνεύματος, απ’ τον Ρωμαϊκό κανόνα του πέμπτου αιώνα. Παρ’ όλα αυτά, μια επίκληση υπάρχει στις Αποστολικές Παραδόσεις του αγίου Ιππολύτου Ρώμης, όπως το φανερώνουν τα καλύτερα χειρόγραφα. Θα επιμείνουμε, λοιπόν, στο παράξενο φαινόμενο της υποχώρησης της Επίκλησηςστη Δύση, που άρχισε κατά το τέλος του τρίτου αιώνα (Ιππόλυτος) και πραγματοποιήθηκε στην αρχή του πέμπτου αιώνα. Είναι πιθανό, αυτή η αλλαγή να οφείλεται στην Εκκλησία της Ρώμης και να απλώθηκε εξελικτικά στη Δύση κάτω απ’ τη μυστηριακή Θεολογία του αγίου Αμβροσίου.
Είναι δύσκολο να διατυπώσει κανείς συμπεράσματα, σχετικά με τους λόγους, που προκάλεσαν αυτή την «πνευματολογική» υποχώρηση, η οποία συμπίπτει, τόσο παράδοξα, με τη συνειδητοποίηση απ’ ολόκληρη την Ανατολική Χριστιανοσύνη του Προσώπου και του έργου του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία κι ειδικότερα στην Ευχαριστία. Ο άγιος Κύριλ­λος Ιεροσολύμων κι ο άγιος Βασίλειος Καισα­ρείας δίνουν πολύ καθαρή μαρτυρία γι’ αυτή την πνευματολογική συνείδηση. Παρ’ όλο αυτό, δε θάπρεπε να υπερεκτιμούμε τη σημασία της προόδου των δογματικών τύπων στην Ανατολή, γιατί η ανακρίβεια των αντι-Νικαιϊκών τύπων δε σημαίνει έλλειψη δογματικής συνείδησης του ρόλου του Αγίου Πνεύματος. Η ίδια η Καινή Διαθήκη μαρτυρεί, με τρόπο πολύ φωτεινό, μια πνευματολογία, που αποκαλύφτηκε με πληρότητα και διαδόθηκε στις αποστολικές κοινότητες, σε σημείο, που να μπορεί να μιλήσει κανείς για μια απουσία διαφοροποίησης και για μια σύγχυση των προσώπων του Λόγου και του Αγίου Πνεύματος και νάχει το δικαίωμα να δικαιολογήσει την έλλειψη της Επίκλησης του Αγίου Πνεύματος στα αρχαία λειτουργικά κείμενα. Απ’ το άλλο μέρος είναι ενδιαφέρον να σημειώσει κανείς, ότι αυτή η υποχώρηση της «Επίκλησης» στη Δύση περιορίστηκε στον Ευχαριστιακό Κανόνα και δεν απλώθηκε στα τυπικά του αγιασμού του «ελαίου» των Κατηχουμένων, του Χρίσματος και τής ευλογίας του νερού του Βαπτίσματος. Εκεί η Επίκληση εκφράζεται με πληρότητα. Η Καθιέρωση του Χρίσματος προσφέρει τον πιο χαρακτηριστικό παραλλη­λισμό με τον Ευχαριστιακό Κανόνα, Επίκληση).
Μια τελευταία παρατήρηση μπορεί να γίνει σχετικά με τον σύγχρονο Κανόνα της Ρωμαϊκής Λειτουργίας. Το ότι η προσευχή που έρχεται ύστερα απ’ τους λόγους της «Συστάσεως» παρουσιάζει βαθειά αναλογία με τις Επικλήσεις της Ανατολής, δεν αμφισβητείται. Όπως οι Ανατολικές επικλήσεις, αποτελεί μια επίκληση, μια ικεσία της Εκκλησίας, για να δεχτεί ο Θεός τη Θυσία της Εκκλησίας, με τη μεσιτεία του Αγίου Αγγέλου του Θεού, στο Επουράνιο Θυσιαστήριο, μπρος στην ουράνια Μεγαλειότητα. Θέλησαν μερικοί να ερμηνεύσουν αυτόν τον Άγιο Άγγελο σα μια προσωποποίηση του Αγίου Πνεύματος. Αυτό είναι εύλογο, αλλά δεν αποτελεί παρά μια υπόθεση, η οποία απέχει πολύ από μια γενική αναγνώριση. Η ιδέα της προσδοχής της Θυσίας στο επουράνιο Θυσιαστήριο, που θα έχει σαν αποτέλεσμα την έκχυση των ευλογιών στην Εκκλησία, είναι πολύ οικεία στις Βυζαντινές Λειτουργίες, γιατί βρίσκεται στις προσευχές, που ακολουθούν την Καθιέρωση, αλλά με μια σαφή μνημόνευση του Αγίου Πνεύματος. Χωρίς να μπορεί κανείς να το καθορίσει με ακρίβεια, μου φαίνεται πιθανό, πως η προσευχή ακόμα και στη σύγχρονη μορφή της, μας αποκαλύπτει τα ίχνη μιας αρχαιότερης διατύπωσης, που προϋπόθετε την Ευχαριστιακή καθιέρωση, ύστερα απ’ τους ιδρυτικούς λόγους. Διαφορετικά οποιαδήποτε ικεσία για την αποδοχή της Θυσίας δε μπορεί να εξηγηθεί με επάρκεια.
2. Θεολογία της Επίκλησης.
Όπως το είδαμε παραπάνω, η Λειτουργία, στο σύνολό της, έχει ένα χαρακτήρα τόσο επικλητικό, όσο κι Ευχαριστιακό. Το δώρο της «Χάρης» ή, μάλλον, η διπλή παρουσία του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία, δεν έχει καθόλου χαρακτήρα αυτοματισμού. Απαιτεί τη θερμή ικεσία της Εκκλησίας, ολόκληρου του λαού, που είναι συγκεντρωμένος γύρω απ’ την Ευχαριστιακή Τράπεζα. Όλες οι προσευχές της Ευχαριστιακής Λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένων και των προσευχών, που προηγούνται και που ακολουθούν τον κανόνα, έχουν αυτό τον επικλητικό χαρακτήρα. Πριν, για να μας δυναμώσει το Πνεύμα το Άγιο, να επικαλεστούμε τον Πατέρα και για να καθιερώσουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, Μετά την καθιέρωση, για να δεχτεί ο Πατέρας τη Θυσία μας και να εκχύσει στους πιστούς την πληρότητα της Χάρης Του.
Όπως οι ιδρυτικοί λόγοι, έτσι κι η Επίκλη­ση «καθ’ εαυτήν» δε μπορεί να αποσπαστεί απ’ το σύνολο της Ευχαριστιακής Λειτουργίας. Βέβαια, η αναφορά, στο σύνολό της, έχει ένα χαρακτήρα «καθιερωτικό», όπως η λύτρωση του ανθρώπινου γένους πραγματοποιείται με ολόκληρη την επίγεια ζωή του Χριστού, απ’ αυτή ακόμα την άσπιλη σύλληψη στη Ναζαρέτ και τη γέννηση στη Βηθλεέμ. Μ’ όλο τούτο, η Ορθόδοξη Εκκλησία διακηρύττει ομόφωνα, τη βαθειά πίστη της στην «καθιέρωση διά της Επίκλησης», που είναι η κατάληξη και το κέντρο βαρύτητας ολόκληρου του Ευχαριστιακού Κανόνα. Η πεποίθηση αυτή βρίσκεται σε στενή σχέση με μια στάση διάκρισης και σεβασμού απέναντι του Μυστηρίου, η οποία δεν επιτρέπει την αναζήτηση του τρόπου της μεταβολής των στοιχείων. Λοιπόν, οι ιδρυτικοί λόγοι δεν έχουν μέσα στην Ορθοδοξία αξία καθιερωτική, ὀπως έχουν στη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Είναι γνωστή η γνώμη, που υποστηρίχτηκε απ’ τον Θωμά τον Ακινάτη.
Η Επίκληση, λοιπόν, είναι η τελείωση της Ευχαριστιακής προσευχής και δεν αποκλείει καθόλου τους ιδρυτικούς λόγους ούτε αντιτίθε­ται σ’ αυτούς. Δε μπορεί, λοιπόν, να λεχτεί «Επίκληση» αντί για διήγηση, όπως ακριβώς δε μπορούμε να κάνουμε επιλογή ανάμεσα στην Πεντηκοστή και στο Πάσχα ούτε ανάμεσα στο Άγιο Πνεύμα και στον Χριστό. Συμπεραίνουμε, ότι η απόρριψη της Επίκλησης σπάει την ισορροπία, ζημιώνοντας τον ρόλο και την παρουσία του Αγίου Πνεύματος στη Λειτουργία. Αντίθετα, η παρουσία της Επίκλησης δε μειώνει καθόλου την πραγματικότητα και την πληρότητα της παρουσίας του Χριστού στα δώρα και στους πιστούς. Το Πνεύμα της Πεντηκοστής πραγματοποιεί τη σταθερή παρουσία του Χριστού στην Εκκλησία Του, σύμφωνα με την υπόσχεση του Σωτήρα. προφέρονται έξω απ’ το λειτουργικό πλαίσιο τους, έχουν τη δύναμη της καθιέρωσης». Αυτό είναι φυσικό και λογικό, μια και, σύμφωνα με τη λατινική Θεολογία, οι λόγοι του Χριστού προφέρονται απ’ τον ιερέα, μια κι ο ιερέας εκπροσωπεί τον Χριστό κι είναι αποσταλμένος Του. Ένας τέτοιος καθορισμός του ιερατικού λειτουργήματος είναι απαράδεκτος για τους Ορθόδοξους, γιατί ο προϊστάμενος της Ευχαριστιακής Σύναξης δεν καθιερώνει μόνος, μπροστά σε μια παρούσα, άλλα παθητική Συνέλευση. Η Ευχαριστία είναι λειτουργική, δηλαδή, είναι η κοινή πράξη ολόκληρης της Σύναξης, στο όνομα της οποίας και μαζί με την οποία ενεργεί ο λειτουργός. Αυτό σημαίνει, πως αυτός δε μπορεί να είναι αντιπρόσωπος ή αποσταλμένος του Χριστού. Η Σύναξη, στο σύνολό της, ενσαρκώνει την τοπική Εκκλησία, στην πληρότητά της και στην Καθολικότητά της, δηλαδή το Σώμα του Χριστού ή τη Νύμφη του Χριστού. Η Σύναξη, στο σύνολό της, Ιεραρχία και πιστοί, ενώνεται με τον Χριστό, «διά της καθόδου του Αγίου Πνεύματος» στην Ευχαριστιακή κοινότητα .
(Boris Bobrinskoi, άρθρο στο περιοδικό Studia Liturgica, Νο 1)

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ (30 ΙΟΥΝΙΟΥ) π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗΣ



Ἡ ἑορτή τῆς σύναξης τῶν δώδεκα ἀποστόλων ἀποτελεῖ ἀντανάκλαση τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῶν πανευφήμων καί πρωτοκορυφαίων ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, προεκτείνει δηλαδή τήν τιμή πού ἀποδίδει ἡ ᾽Εκκλησία μας στούς μεγάλους αὐτούς ἀποστόλους: κατά τήν ὑμνολογία, στόν μέν Πέτρο τήν τιμή τοῦ  προεξάρχοντος τοῦ κύκλου τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, στόν δέ Παῦλο τήν τιμή  τοῦ κοπιάσαντος ὑπέρ πάντας ἄλλους στό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου σέ ὅλα τά ἔθνη. Συμβαίνει κάτι παρόμοιο μέ ὅ,τι διαπιστώνουμε στίς κεντρικές ἑορτές τῆς ᾽Εκκλησίας: μετά ἀπό ἕνα σπουδαῖο γεγονός, τήν ἑπομένη τιμᾶται τό πρωταγωνιστοῦν πρόσωπο, ὅπως π.χ. τήν ἑπομένη τῶν Χριστουγέννων ἑορτάζουμε τή σύναξη τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, τήν ἑπομένη τῶν Θεοφανείων ἑορτάζουμε τή σύναξη τοῦ ᾽Ιωάννη τοῦ Προδρόμου κ.ο.κ. ᾽Αντιστοίχως λοιπόν σήμερα: μετά τήν ἑορτή τῶν πρωτοθρόνων λεγομένων ἀποστόλων ἑορτάζουμε συνολικά ἐκείνους πού εἶχαν τήν ἴδια ἰδιότητα μέ αὐτούς, τήν ἰδιότητα καί τό χάρισμα τοῦ ἀποστόλου.

Ἡ σύναξη τῶν ἀποστόλων, πέραν τοῦ ὅτι δίνει τήν ἀφορμή γιά νά δεῖ κανείς τήν κατά Χριστόν βιοτή καί τό ἔργο καθενός ἀπό αὐτούς, θέτει τόν προβληματισμό τῆς ἀποστολικότητας τῆς ᾽Εκκλησίας, τί σημαίνει δηλαδή ὅτι ἡ ᾽Εκκλησία εἶναι ἀποστολική, ὅπως τό ὁμολογοῦμε διαρκῶς στό σύμβολο τῆς πίστεως:  πιστεύουμε ῾εἰς μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν᾽Εκκλησίαν᾽. Ἡ ᾽Εκκλησία μας λοιπόν εἶναι ἀποστολική, διότι θεμελιώνεται ῾ἐπί τῷ θεμελίῳ τῶν ἀποστόλων᾽. Βασικός θεμέλιος λίθος, βασικό ἀγκωνάρι εἶναι ὁ ᾽Ιησοῦς Χριστός - ὁ Ἱδρυτής καί ἡ Κεφαλή τῆς ᾽Εκκλησίας - ὑπόλοιποι θεμέλιοι λίθοι, κατά τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι οἱ ἀπόστολοί Του. ᾽Εκεῖνοι κλήθηκαν ἀπό τόν Χριστό καί ἔλαβαν τήν ἐντολή νά εἶναι οἱ μάρτυρές Του, ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς, νά φανερώνουν δηλαδή τή ζωή Του καί νά συνδέουν μέσω αὐτῶν τούς ἀνθρώπους μέ τόν Χριστό καί διά τοῦ Χριστοῦ ἐν Πνεύματι ἁγίῳ μέ τόν Θεόν Πατέρα. ῾Ὅ ἀκηκόαμεν, ὅ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὅ ἐθεασάμεθα καί αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περί τοῦ λόγου τῆς ζωῆς,… ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καί ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ᾽ ἡμῶν. Καί ἡ κοινωνία δέ ἡ ἡμετέρα μετά τοῦ πατρός καί μετά τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ᾽ (Α´᾽Ιωάν. 1, 1-3).

῎Ετσι κανείς δέν μπορεῖ νά ἔχει σχέση μέ τόν Χριστό ἔξω ἀπό τήν κοινωνία μέ τούς ἀποστόλους, πού σημαίνει δέν μπορεῖ κανείς νά ζεῖ τόν Θεό ἔξω ἀπό τήν ᾽Εκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ἀποστολική. Κάθε διαφορετική ἐκτός ᾽Εκκλησίας σχέση μέ τόν Θεό - διότι ῾τό Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ᾽ - συνιστᾶ ἁπλῶς δρόμο, πού ὁδηγεῖ τόν καλοπροαίρετο ἄνθρωπο μέσα στήν ᾽Εκκλησία καί ὄχι κατευθεῖαν στόν Θεό. ῎Ας θυμηθοῦμε ἐν προκειμένω τόν ἅγιο Κορνήλιο: μπορεῖ οἱ προσευχές του νά ἀνέβαιναν ὡς θυμίαμα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὅπως σημειώνουν οἱ Πράξεις τῶν ᾽Αποστόλων, ᾽Εκεῖνος ὅμως ἔστειλε τόν ἀπόστολο Πέτρο, προκειμένου νά τόν κατηχήσει καί νά τόν βαπτίσει, ὥστε ὡς μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας νά ἔχει ζωντανή καί ἐνεργή σχέση μαζί Του. Μέ βάση τά παραπάνω: ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ τελειώνει μέ τόν θάνατο καί τοῦ τελευταίου τῶν ἀποστόλων, συνεπῶς ἡ ἀποκάλυψη δέν συνεχίζεται, ἐνῶ  κοινωνία μέ τούς ἀποστόλους  στό χῶρο τῆς ᾽Εκκλησίας σημαίνει  1) ὑπακοή σέ ὅ,τι ἐκεῖνοι δίδαξαν γιά τόν Χριστό, ὅτι δηλαδή εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός πού ἦρθε πρός σωτηρία τοῦ κόσμου, 2) μίμηση, ὅσον τό δυνατόν σέ ἐμᾶς, τῆς θεοφιλοῦς ζωῆς τους: νά ἀκολουθοῦμε δηλαδή τά δικά τους χνάρια ζωῆς, τά ὁποῖα ῾πατᾶνε᾽ πάνω στά χνάρια τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ.

Φιλία καί ἐγκατάλειψις του αρχιμ. Δανιήλ Αεράκη



 

 
 
Βρίσκεται κάποιος σε ύψος δόξης; Όλοι παριστάνουν τον φίλο του. Κάποιο συμφέρον έχουν. Και αν δεν ικανοποιήσουν κάποια κοσμική φιλοδοξία τους και δεν αποκομίσουν υλικό κέρδος, ικανοποιούν όμως τον εγωισμό τους, ότι τάχα βρίσκονται δίπλα σε κάποιο υψηλό πρόσωπο!
Μόλις το άλλοτε υψηλό πρόσωπο βρεθῆ πεσμένο από την εφήμερη κοσμική δόξα, ένας –ένας τον εγκαταλείπουν. Κανένας δεν τον ξέρει. Όλοι τραβάνε το δρόμο τους κι εκείνος το δρόμο της μοναξιάς του!
 
 
● Το διαπιστώσαμε για μια ακόμα φορά στην τράπουλα της πολιτικής, λίγο πριν τις εκλογές. Είδαμε κόμμα να συρρικνώνεται. Και πολλά στελέχη του τα είδαμε να προσφέρουν φιλία και συμπαράστασι σε άλλο κόμμα. Το συμφέρον αυτό απαιτεί. Άλλωστε πάντοτε ισχύει το «Ζεῖ χύτρα, ζῆ φιλία».
 
 
 
Στον απόστολο Παύλο βέβαια δεν ήταν το υλικό ἤ πολιτικό ἤ και εκκλησιαστικό συμφέρον, που άρπαζε συνεργάτες τοῦ χθές από την αγκάλη της φιλίας, και τους έκανε λιποτάκτες και προδότες. Κυρίως ήταν η δειλία. «Ἵνα μή τῷ σταυρῷ (τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Παύλου) διώκονται»(Γαλ.στ΄12).
 
 
● Εδῶ έχει το μεγαλεῖο της η αληθινή φιλία και αγάπη.
Φίλος σου:
□ Εκείνος, που στον πόνο σε θυμάται.
□ Εκείνος, που μέσα στη φυλακή σε επισκέπτεται.
□ Εκείνος, που στην αδοξία σου είναι δίπλα σου.
□ Εκείνος, που σου χαμογελάει με στοργή την ώρα που όλοι σε φτύνουν.
□ Εκείνος είν΄ ο φίλος σου, αυτός και ο συγγενής σου.
 
 
 
● Γιατί εγκατέλειψαν τον απόστολο Παύλο στις δύσκολες στιγμές, και μάλιστα λίγο προ του μαρτυρίου του;
Φαίνεται και από σχετικό λόγο του μεγάλου Αποστόλου στη δευτέρα προς Τιμόθεον επιστολή, που αποτελεί και το κύκνειο άσμα των θεοπνεύστων τραγουδιών του (επιστολών του). Μιλάει για το συνεργάτη του Δημᾶ και λέει: «Μέ ἐγκατέλιπεν ἀγαπήσας τόν νῦν αἰῶνα» (δ΄10).
Ο  «νῦν αἰών», η αγάπη του κόσμου τούτου, του παρόντος και παρερχομένου, η αγάπη των ανθρώπων, η σκοπιμότητα του σήμερα, δεν αφήνουν περιθώρια στο μαρτύριο του αύριο.
 
 
● Το χαρακτηριστικό στην περίπτωσι του Παύλου είναι, πως ούτε απογοητεύεται από την εγκατάλειψι και στενών ακόμη συνεργατών, αλλ’ ούτε και καταριέται τους φίλους και συνεργούς που τον εγκατέλειψαν.
 
 
● Ο Παύλος ζούσε με την αληθινή φιλία, την αγάπη του Χριστού. Λέει ο ἱερός Χρυσόστομος: «Οὐδέν ἴσον εἰς δόξης λόγον καί παρρησίας τοῦ φιλεῖσθαι παρά τοῦ Θεοῦ καί τοῦ φιλεῖν αὐτόν τόν ἀγαπῶντα»(Ε.Π.Ε.16β,634). Μετάφρασις: Τίποτε ίσο σε ουράνια δόξα από το ν’ αγαπώμεθα από τον Θεό και ν’ αγαπάμε τον Θεό, όπως μας αγαπά.
 
 
● Θάρρος και παρρησία για την εξαγγελία απερίτμητης της αλήθειας του Ευαγγελίου, «οὐ βλέποντες εἰς πρόσωπον ἀνθρώπου» (Ματθ.κβ΄16).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...