Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 12, 2013

Πῶς βρέθηκε καὶ ὑψώθηκε ὁ Τίμιος Σταυρὸς


Δύο φορὲς τὸν χρόνο ἑορτάζει πανηγυρικὰ ἡ Ἐκκλησία μας τὸν Τίμιον Σταυρόν. Μία γιὰ τὴν ἀνεύρεσή του τὴν 6ην Μαρτίου τοῦ 326 μ.Χ. καὶ μία κατὰ τὴν Ὕψωσή του τὴν 14ην Σεπτεμβρίου, στὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ ὑπάρχει μέχρι σήμερα. 

Τὸ σημαντικόν, καὶ ὄχι πολὺ γνωστόν, στὸν διπλὸν αὐτὸν ἑορτασμὸν εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἀποκαλύπτεται ἄλλο ἕνα μέγα μυστήριον τῆς ἀπερίγραπτης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ μάλιστα κατὰ τὴν θεία λατρεία, ποὺ ἑνώνει τὴν γῆ μὲ τὸν οὐρανό.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐκφράζει ἐπιγραμματικὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἐκπεσμένου ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖον παίρνει ἀπὸ τὴν Κόλαση τῆς πτώσεώς του καὶ τὸν θρονιάζει πάλι μέσα στὸ Παράδεισο τῆς αἰώνιας ἀγάπης. 

Πιὸ συγκεκριμένα, παίρνει μὲ τὴν σταυρική του θυσία τὸν προδότη Ἰούδα τὸν Ἰσκαριώτη, ποὺ ἀντιπροσωπεύει ὅλην τὴν προδοσία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ τὴν ἀμέτρητη ἀγνωμοσύνη του ἔναντι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, καὶ ὁδηγεῖ σὲ ἄλλον Ἰούδα, ἐπίσης Ἑβραῖον, ποὺ ἔγινε ὁδηγὸς στὴν ἀνεύρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ φανερώνει τὴν μεταστροφὴ καὶ τὴν μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν πορεία του στὴν ἁγιότητα. Ὅπως ἀκριβῶς ἔγινε καὶ μὲ τὸν δεύτερον αὐτὸν Ἰούδα, ποὺ πίστεψε, μετανόησε καὶ ἔγινε Χριστιανὸς μὲ τὸ ὄνομα Κυριακός. Ἀργότερα ἔγινε κληρικὸς καὶ Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων, μετὰ τὸν Πατριάρχην Μακάριον, καὶ ἀφοῦ μαρτύρησε, μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του Ἄννα, μπῆκε στὸ Ἁγιολόγιον τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἐτήσια μνήμη του ἑορτάζεται τὴν 28ην Ὀκτωβρίου.

Τὸ «Συναξάρι» τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἀναφέρει: «Τῇ αὐτῇ ἡμερᾳ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Κυριακοῦ τοῦ φανερώσαντος τὸν Τίμιον Σταυρόν, ἐπὶ τῆς Βασιλείας Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου καὶ Ἑλένης τῆς αὐτοῦ μητρός». Καὶ γιὰ τὴν μητέρα του Ἄννα, ποὺ γιορτάζει τὴν ἴδια μέρα: 

«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ μήτηρ τοῦ Ἁγίου Κυριακοῦ Ἄννα, λαμπάσι φλεχθεῖσα καὶ ξεσθεῖσα ἐτελειώθη». 

Καὶ λίγα γιὰ τὸν βίον του: «Ὁ Ἅγιος Κυριακός, πρώην Ἰούδας, μετὰ τὴν φανέρωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐπίστευσε, ἐβαπτίσθη Χριστιανὸς καὶ ἔγινε, ὅπως προαναφέραμε, Ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων καὶ ἔζησε ὡς τὶς ἡμέρες τοῦ εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη. Αὐτὸς ὅταν ἔφθασε στὰ Ἱεροσόλυμα, μετὰ τὴν ἐκστρατεία του κατὰ τῶν Περσῶν, ἔμαθε γιὰ τὸν Ἅγιον Κυριακὸν τί ἦταν καὶ τί ἔγινε καὶ τὸν διέταξε αὐστηρὰ νὰ θυσιάση στὰ εἴδωλα. Ὁ Ἅγιος, ὅμως, ἀρνήθηκε ἀποφασιστικὰ καὶ ἤλεγξε μὲ τόλμην τὴν εἰδωλολατρία τοῦ Ἰουλιανοῦ. Τότε ἐκεῖνος διέταξε νὰ τοῦ κόψουν τὸ δεξί του χέρι, διότι καθὼς εἶπε: «Πολλὲς ἐπιστολὲς ἔχει γράψει τὸ χέρι αὐτό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀπομακρυνθοῦν πολλοὶ ἀπὸ τὰ εἴδωλα τοῦ Δωδεκαθέου». Ὕστερα διέταξε νὰ ρίξουν λιωμένο μολύβι μέσα στὸ στόμα τοῦ Ἁγίου, ποὺ ὁμολογοῦσε καὶ δοξολογοῦσε τὸν Χριστὸν καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἔβαλαν οἱ δήμιοι μπρούμυτα σὲ πυρακτωμένη σιδερένια κλίνη, ποὺ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ ὄργανα βασανισμοῦ τῶν Χριστιανῶν.

Ὅταν ἦλθε ἡ μητέρα του, ποὺ εἶχε γίνει καὶ αὐτὴ πιστὴ Χριστιανή, στὸν τόπον τοῦ μαρτυρίου τοῦ παιδιοῦ της, ὁ Ἰουλιανὸς διέταξε νὰ τὴν κρεμάσουν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ νὰ σκίζουν τὸ κορμί της μὲ σιδερένια νύχια, ποὺ ἦταν κι αὐτὸ ἄλλο ἕνα ἐργαλεῖο βασανισμοῦ τῶν Χριστιανῶν, καὶ ἀφοῦ τὴν ἔκαιγαν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸν Κύριον. 

Ὕστερα ἔρριξαν τὸν Ἅγιον Κυριακόν, σὲ ἕνα μεγάλο καμίνι, τὸν ἐθανάτωσαν μὲ ξίφος, κόβοντας τὸ κεφάλι του».

Ἡ ἀνεύρεση καὶ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ εἶναι ἡ σημαία τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἔγινε μὲ τρόπον θαυμαστὸν καὶ ὑπερθαύμαστον ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Ἑλένην τὴν Ἰσαπόστολον, ποὺ εἶχε μεταβῆ γιὰ προσκύνηση στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ μὲ τὴν ρητὴν ἐντολὴν τοῦ γιοῦ της αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου νὰ βρῆ τὸν Τίμιον Σταυρόν, τὸν ὁποῖον εἶχαν ἐξαφανίσει οἱ ἀντίχριστοι Ἑβραῖοι καὶ οἱ εἰδωλολάτρες. 

Εἶχαν ρίξει καὶ τοὺς τρεῖς σταυροὺς σὲ ἕναν βαθὺ λάκκον καὶ τὸν σκέπασαν μὲ χώματα καὶ πέτρες καὶ πολλὰ σκουπίδια. Ἐκεῖ ἔμεινε ὁ Τίμιος Σταυρὸς γιὰ περισσότερα ἀπὸ τριακόσια χρόνια.

Ὅταν ἡ Ἁγία Ἑλένη μὲ τοὺς συνοδοὺς της ἄρχισε τὶς ἔρευνες, μία νεαρὴ Ἑβραιοπούλα ὁδήγησε τὴν Βασιλομήτορα στὸν Ἰούδα, ποὺ ἔμενε στὰ Ἱεροσόλυμα, διότι ἐκεῖνος ἐγνώριζε ἀπὸ τοὺς παλαιοτέρους τὴν τοποθεσία, ὅπου εἶχαν ρίξει τοὺς τρεῖς σταυρούς. Ἐκεῖ μάλιστα φύτρωνε κάθε χρόνον μόνο του καὶ τὸ εὐωδιαστὸ «βασιλικὸ χόρτο», αὐτό, ποὺ λέγεται καὶ σήμερα βασιλικός. 

Πῆγε, λοιπόν, ἡ Ἁγ. Ἑλένη στὴν τοποθεσία αὐτὴ καὶ πρὶν δώση ἐντολὴ νὰ ἀρχίσουν οἱ ἀνασκαφές, γονάτισε καὶ προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Χριστόν. Μόλις ὅμως σηκώθηκε στὰ πόδια της καὶ πρὶν νὰ πεῖ μία λέξη, ἔγινε μέγας σεισμός, μόνον στὸ σημεῖον αὐτό, καὶ τὸ ἔδαφος σχίστηκε σὲ μεγάλο βάθος. 

Τότε ἄρχισαν ἀμέσως οἱ ἀνασκαφὲς καὶ σὲ λίγη ὥρα βρέθηκαν καὶ οἱ τρεῖς σταυροί, πρὸς γενικὴν κατάπληξιν ὅλων τῶν παρισταμένων.

Ὅλοι ἔκλαιγαν ἀπὸ χαρὰ καὶ ἄλλοι δόξαζαν τὸν Θεὸν καὶ προσεύχονταν. Ἡ στιγμὴ ἦταν μοναδικὴ καὶ πανίερη. Καθάρισαν τοὺς τρεῖς σταυροὺς ἀπὸ τὰ χώματα, μολονότι, βρέθηκαν σὲ ἕνα κοίλωμα τῆς γῆς καὶ ἦταν καλὰ προστατευμένοι. Δὲν ἤξεραν ὅμως ποιὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς ἦταν ὁ Σταυρὸς ἐπάνω στὸν ὅποιον σταυρώθηκε ὁ Χριστός. Ἐκεῖ κοντὰ βρισκόταν σὲ μία καλύβα μία ἑτοιμοθάνατη γυναίκα, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ χρόνια ἀσθένεια. Ἡ Ἄγ. Ἑλένη σκέφθηκε ἀμέσως ὅτι ὁ πραγματικὸς Τίμιος Σταυρὸς θὰ θεράπευε ἀμέσως τὴν γυναίκα, ἐὰν τῆς ἔβαζαν πάνω της τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου. Ἔτσι ἔβαλαν διαδοχικά τοὺς δύο πρώτους σταυρούς, ἀλλὰ χωρὶς κανένα ἀποτέλεσμα. Μόλις ὅμως ἔβαλαν στὸ σῶμα της τὸν τρίτον Σταυρόν, ἡ ἑτοιμοθάνατη γυναίκα ἔγινε ἀμέσως καλὰ καὶ σηκώθηκε στὰ πόδια της. 

Ἔτσι ἀποδείχτηκε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ πραγματικὸς Τίμιος Σταυρός. Καὶ ὅπως γράφει καὶ ὁ Εὐθύμιος Ζυγαβηνὸς στὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου ὑπῆρχε καὶ ἡ μικρὴ σανίδα μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Ι.Ν.Β.Ι.» (Ἰησοῦς Ναζωραῖος Βασιλεὺς Ἰουδαίων), ποὺ εἶχε βάλει ὁ Πόντιος Πιλάτος.

Ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἡ Ἄγ. Ἑλένη, ἔχτισε (στὸν Γολγοθὰ τὸν Ναὸν τῆς Ἀναστάσεως καὶ στὴν συνέχεια τὸν Ναὸν τῆς Γεννήσεως στὸ Σπήλαιον τῆς Βηθλεὲμ καὶ τὸν Ναὸν τοῦ Ὅρους τῶν Ἐλαίων. Καὶ ὅταν ὁ Πατριάρχης Μακάριος ἔστησε τὸν Τίμιον Σταυρὸν στὸν ναὸν τοῦ Πατριαρχείου γιὰ προσκύνηση ἀπὸ τὸν πιστὸν λαόν, ἦταν ἡ 14η Σεπτεμβρίου τοῦ 326 καὶ γι' αὐτὸ καθιερώθηκε ἀπὸ τότε νὰ ἑορτάζεται τὸ γεγονὸς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τὴν ἡμέραν αὐτήν. 

Τὴν ἴδιαν ἡμέρα ἑορτάζεται καὶ ἡ δεύτερη Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἡράκλειον (628 μ.Χ.), ὅταν ἐνίκησε τοὺς Πέρσες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κλέψει τὸν Τίμιον Σταυρὸν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα. Σήμερα τὸ μεγαλύτερον τεμάχιον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ διασώζεται στὸν Ἅγιον Ὅρος, στὴν Ί. Μονὴ Ξηροποτάμου.

Ἡ ἀνεύρεση καὶ ἡ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ εἶναι ἀσφαλῶς μέγα γεγονὸς τῆς παγκοσμίας ἱστορίας, διότι ἀφορᾶ στὸ σύνολον τῆς ἀνθρωπότητας, ἀνεξαρτήτως ἂν δὲν ἔχουν ἀκόμα ἀποδεχθῆ τὴν Χριστιανικὴ Πίστη καὶ δὲν γνωρίζουν ὅλοι τὴν ἀλλαγὴ πορείας τῆς ἱστορίας. 

Ἰδιαίτερα, ὅμως, εἶναι κορυφαῖον γεγονὸς στὴν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἐπιβεβαιώνει καὶ ἐπισφραγίζει τὴν δωρεὰν τῆς σωτηρίας σὲ ὅλον τὸν κόσμον καὶ καλεῖ ἀδιαλείπτως κάθε ἄνθρωπον νὰ ἐπιστρέψη στὴν ἀληθινὴν πατρίδα τοῦ Παραδείσου. Δὲν εἶναι ἁπλῶς συμβολικὴ καὶ ἐνδεικτικὴ ἡ μεταστροφὴ τοῦ Ἰούδα, ποὺ ἔγινε Χριστιανὸς καὶ Ἅγιος Μάρτυς τῆς Ἐκκλησίας, ὡσὰν νὰ ἀποπλύνη τὴν προδοσία τοῦ ἄλλου Ἰούδα τοῦ Ἰσκαριώτη, ποὺ παρέδωσε τὸν Θεάνθρωπον στοὺς σταυρωτές του. Καὶ εἶναι τοῦτο μέγα δίδαγμα γιὰ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ ὅσον καὶ ἂν ἔχει πέσει στὸ ἔσχατον ἄκρον τῆς ἁμαρτίας, ὅπως ὁ Ἰσκαριώτης, μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ διανύση τὴν ἀπόσταση μεταξὺ ἁμαρτίας καὶ σωτηρίας, μεταξὺ προδοσίας καὶ μετανοίας, ποὺ δὲν ἔκανε ὁ πρῶτος Ἰούδας, ἀλλὰ ἀγχονίσθηκε μέσα στὴν ἀπελπισία του. Αὐτὴ ἡ μέγιστη μεταστροφὴ τοῦ δεύτερου Ἰούδα εἶναι ὁ αἰώνιος καὶ ἐμπράγματος ἀντίλαλος τῆς προσευχῆς τοῦ Θεανθρώπου τὴν ὥρα τῆς θυσίας του, ὅταν παρεκάλεσε τὸν Θεὸν Πατέρα καὶ εἶπε γιὰ τοὺς σταυρωτές του τὸν λόγον τῆς ὕψιστης συγνώμης γιὰ ὅλους τους ἀρνητές του, ἄρα καὶ τοῦ Ἰούδα:

— «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. ΚΓ' 34).

Κλείνοντας τὶς λίγες αὐτὲς γραμμὲς γιὰ τὸν ἑορτασμὸν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, θὰ θέλαμε νὰ ἀναφέρουμε τὸν σχετικὸν λόγον ἑνὸς μακαριστοῦ Γέροντος, ποὺ ἔλεγε:

— «Ἡ ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, παιδιά μου, δὲν γίνεται μόνον κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς 14ης Σεπτεμβρίου, ἀλλὰ κάθε φορά, ποὺ μετανοεῖ μία ψυχὴ καὶ πηγαίνει κοντὰ στὸν Χριστόν. Μᾶς τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος: «Λέγω δὲ ὑμῖν, ὅτι οὕτω χαρὰ ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοούντι» (Λουκ. ΙΕ' 7). Γιατί ἡ Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ φανερώνει τὸν θρίαμβον τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης καὶ αὐτὸς ὁ θρίαμβος ἀποτελεῖ μεγάλη χαρὰ στὸν οὐρανὸν τοῦ Θεοῦ καὶ γίνεται κάθε φορά, ποὺ μετανοεῖ ἀληθινὰ ἕνας ἄνθρωπος. Γι' αὐτὸ ἂς μετανοοῦμε ὅλοι μας συνεχῶς καὶ ἀληθινά, γιὰ νὰ κυρίαρχη πάντοτε ἡ χαρὰ καὶ στὴν γῆ καὶ στὸν οὐρανόν. Ἀμήν».

Μητροπολίτης Πατρών «Απομονώστε τους ανθέλληνες»


Με ιδιαίτερα θερμά λόγια σχολίασε ο Μητροπολίτης Πατρών κ. Χρυσόστομος την παρέμβαση του υφυπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων κ. Κ. Γκιουλέκα πρόσφατα στη Βουλή υπέρ της διατήρησης του χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία. «Συνεχίστε να αγωνίζεσθε, ώστε αυτός ο Λαός να βρη την δύναμη να σταθή στα πόδια του. Αρκετά κτυπήθηκαν οι ρίζες μας, η πίστη μας, η Ελληνικότητά μας, η ταυτότητά μας, η αυτοσυνειδησία μας» γράφει στον υφυπουργό ο Μητροπολίτης που όπως του σημειώνει τον συγχαίρει «από τα βάθη της ψυχής» του. 
Ο υφυπουργός είχε ταχθεί κατά των θέσεων της κας. Μαρίας Ρεπούση στην συζήτηση που είχε πραγματοποιηθεί στην επιτροπή μορφωτικών υποθέσεων της Βουλής σημειώνοντας πως «Η άποψη της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου είναι ότι πρέπει να συνεχιστεί η διδασκαλία των θρησκευτικών στα σχολεία. Μόνον η διδαχή μιας συντηρητικής μελέτης των θρησκευτικών, δεν αρκεί για να αναπτύξει τη θρησκευτική συνείδηση των θρησκειών» .

Στην ίδια επιστολή προς τον υφυπουργό, ο Μητροπολίτης Πατρών καλεί όσους αγαπούν την πατρίδα, να υψώσουν τη φωνή τους «έναντι όλων εκείνων, οι οποίοι θέλουν μια Ελλάδα φάντασμα του εαυτού της και αγωνίζονται απεγνωσμένα για να πετύχουν αυτό τον στόχο» αλλά και να απομονώσουν τις «θρασύτατες φωνές που εξέρχονται από ανθέλληνες, οι οποίοι ως προβατόσχημοι λύκοι επί τόσα έτη καταστρέφουν αυτό τον τόπο, αγωνιζόμενοι με μένος εναντίον της πίστεώς μας, της γλώσσας μας, της ιστορίας μας».


πηγή  /  αντιγραφή

Τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ γίνονται καὶ σήμερα; Anthony Bloom




Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Διαβάζουμε συνεχῶς γιὰ τὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ στὰ Εὐαγγέλια καὶ ἀναρωτιόμαστε: «Γιατί ἦταν τότε δυνατὰ. Γιατί γίνονταν τέτοια πράγματα ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες, ἐνῶ ἐμεῖς σήμερα βλέπουμε τόσα λίγα θαύματα. Νομίζω ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς πιθανὲς ἀπαντήσεις.

Πρῶτον ὅτι ἐμεῖς δὲν βλέπουμε τὰ θαύματα ποὺ συμβαίνουν γύρω μας, θεωροῦμε τὰ πάντα δεδομένα, σὰν ἀπόλυτα φυσικά. Δεχόμαστε ὅλα τὰ ἀγαθὰ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ σὰν νὰ ἦταν φυσιολογικὰ καὶ δὲν βλέπουμε πιὰ ὅτι ἡ ζωὴ εἶναι ἕνα θαυμάσιο θαῦμα, ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ μᾶς δημιουργήσει, ὅτι μᾶς κάλεσε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη ἐναποθέτοντας μπροστὰ μας ὁλόκληρο τὸ θαῦμα τῆς ὕπαρξης. 

Οὔτε περιόρισε τὸν ἑαυτό Του σ’ αὐτό. Μᾶς κάλεσε γιὰ νὰ εἴμαστε παντοτινὰ φίλοι Του καὶ νὰ βιώσουμε ἀτελεύτητα τὴν αἰώνια θεία ζωή. Ἀποκάλυψε σ’ ἐμᾶς τὸν Ἑαυτό Του. Γνωρίζουμε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Θεὸς καὶ τὸν ἀναγνωρίζουμε στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεό, τοῦ ὁποίου ἡ ἀγάπη δὲν ταλαντεύεται μπροστὰ στὸ δικό του θάνατο ποὺ ἦταν νὰ σώσει αὐτοὺς ποὺ ἀγαποῦσε. 

Καὶ τί γίνεται μ’ ἐκεῖνα τὰ θαύματα ποὺ εἶναι λιγότερο φανερὰ σ’ ἐμᾶς, ὅπως ἡ ὑγεία, ἡ εἰρήνη, ἡ φιλία, ἡ ἀγάπη; Εἶναι ὅλα θαύματα- δὲν μπορεῖς νὰ τὰ ἐξαγοράσεις, δὲν μπορεῖς ν’ ἀναγκάσεις κανένα νὰ σοῦ δώσει τὴν καρδιά του. Καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ γύρω μας ὑπάρχουν τόσες πολλὲς καρδιὲς ἀνοιχτὲς ἡ μία ἀπέναντι στὴν ἄλλη, τόση πολλὴ φιλία, τόση πολλὴ ἀγάπη. Καὶ ἡ φυσική μας ὕπαρξη, τὴν ὁποία θεωροῦμε τόσο δεδομένη, δὲν εἶναι ἕνα θαῦμα;

Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο σημεῖο ποὺ ἤθελα ν’ ἀναφέρω, ὅτι δηλαδὴ ὁλόκληρη ἡ ζωὴ εἶναι ἕνα θαῦμα. Ξέρω, φυσικά, ὅτι ὑπάρχει πολύς, πάρα πολὺς πόνος καὶ τρόμος σ’ αὐτό, ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ ἕνα τόσο σιωπηλό, σταθερὸ φῶς λάμπει στὸ σκοτάδι: Μακάρι νὰ μπορούσαμε νὰ πιστέψουμε στὸ φῶς καὶ νὰ γίνουμε παιδιὰ τοῦ φωτός, ὅπως λέει ὁ Κύριος. Νά γίνουμε οἱ κομιστὲς τοῦ φωτός;

Θὰ ἤθελα νὰ κάνω ἀκόμη δύο σχόλια. Σήμερα διαβάζουμε ὅτι οἱ ἄνθρωπο εἶχαν ἀνάγκη, ὅτι οἱ ἀπόστολοι πρόσεξαν αὐτὴ τὴν ἀνάγκη καὶ μίλησαν στὸν Κύριο γι’ αὐτή. Καὶ ὁ Θεὸς εἶπε: «Ἀπὸ σᾶς ἐξαρτᾶται ἂν θ’ ἀνακουφιστεῖ αὐτὴ ἡ ἀνάγκη, νὰ ταΐσετε αὐτοὺς τοὺς πεινασμένους ἀνθρώπους», ὅταν αὐτοὶ Τοῦ εἶπαν, «μόνο δύο ψάρια καὶ πέντε ψωμιά μπορεῖ νὰ φτάσουν γιὰ τόσο πλῆθος;» Καὶ ὁ Χριστὸς εὐλόγησε ἐκεῖνα τὰ ψάρια καὶ τὰ ψωμιὰ καὶ ἦταν ἀρκετὰ γιὰ τὸ πλῆθος.

Λοιπὸν τί περιμένει ὁ Θεὸς ἀπὸ μᾶς γιὰ νὰ κάνει θαύματα ἐλεύθερα μὲ τὴν θεϊκή του δύναμη στὴ γῆ; Πρῶτα, ὅτι πρέπει νὰ προσέξουμε τὴν ἀνάγκη τοῦ ἄλλου. Περνᾶμε τόσο συχνὰ κοντὰ ἀπ’ αὐτὴ καὶ δὲν ἀνοίγουμε τὴν πόρτα στὸ Θεὸ γιὰ νὰ τοῦ ἐπιτρέψουμε νὰ μπεῖ καὶ νὰ κάνει ἐκεῖνο ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ κάνουμε ἐμεῖς. Ἂς ἀνοίξουμε τὰ μάτια μας γιὰ νὰ δοῦμε τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων γύρω μας- ὑλικές, ψυχολογικές, πνευματικές, τὴ μοναξιὰ καὶ τοὺς πόθους του καὶ ἀμέτρητες ἄλλες ἀνάγκες.

Ὑπάρχει ἀκόμη ἕνα πράγμα στὸ ὁποῖο ὁ Κύριος παροτρύνει τοὺς μαθητές Του. «Δῶστε ὅ,τι ἔχετε καὶ θὰ μπορέσουμε νὰ τοὺς ταΐσουμε ὅλους». Οἱ Ἀπόστολοι δὲν ἄφησαν στὴν ἄκρη μερικὰ ψάρια καὶ ψωμιὰ γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους, τὰ ἔδωσαν ὅλα στὸν Κύριο. Κι ἐπειδὴ αὐτοὶ ἔδωσαν τὰ πάντα, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὸ βασίλειο τῆς ἀγάπης, τὸ βασίλειο, ὅπου ὁ Θεὸς μποροῦσε νὰ δράσει ἐλεύθερα καὶ ἀπερίσπαστα, ἐγκαθιδρύθηκε καὶ ὅλοι ἦταν ἱκανοποιημένοι. 

Αὐτὴ ἡ κλήση ἀπευθύνεται καὶ σέ μᾶς: ὅταν βλέπουμε ἀνάγκη, ἂς δώσουμε τὰ πάντα καὶ τὰ πάντα θὰ εἶναι καλά.

Τώρα ἕνα τελευταῖο σχόλιο: Ὅταν ὁ παραλυτικός, γιὰ τὸν ὁποῖο διαβάσαμε μερικὲς ἑβδομάδες πρίν, πῆγε στὸν Χριστό, ὁ Κύριος εἶδε τὴν πίστη τῶν ἀνθρώπων καὶ θεράπευσε τὸν ἄρρωστο ἄνδρα. Μποροῦμε νὰ παράσχουμε τὴν πίστη ποὺ στερεύει σὲ κείνους ποὺ μᾶς περιτριγυρίζουν, μποροῦμε νὰ τοὺς κουβαλήσουμε μὲ τὴν πίστη μας πάνω σ’ ἕνα φορεῖο. Ἀλλὰ ἡ πίστη δὲν εἶναι ἀρκετή. Στὴν περίπτωση τοῦ παραλυτικοῦ δὲν ἦταν μόνο ἡ πίστη ποὺ ἔκανε τὸ Θεὸ νὰ τὸν θεραπεύσει, ἀλλὰ ἦταν καὶ ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄρρωστο ἄνδρα. Ἂν ὑπῆρχε μόνο τόση ἀγάπη μεταξὺ μας, τότε ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ θὰ ἐγκαθιδρυόταν στὴν ἐποχή μας καὶ ὁ Θεὸς θὰ δροῦσε ἐλεύθερα. 

Ἂς σκεφτοῦμε αὐτό, ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἔκανε τὰ θαύματά Του, μὲ τὴ συμμετοχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπὸ μᾶς ἐξαρτᾶται, ἂν ἡ Βασιλεία γιὰ τὴν ὁποία προσευχόμαστε καὶ τὴν ὁποία περιμένουμε, θὰ ἐγκαθιδρυθεῖ στὴ γῆ, ἐκείνη ἡ Βασιλεία τὴν ὁποία καλούμαστε νὰ ἐγκαθιδρύσουμε μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ καὶ στὸ ὄνομα Αὐτοῦ. Ἀμήν.
 

Ἡ προϊστορία καὶ ἡ ἱστορία τοῦ Τιμίου Σταυροῦ π. Ἀθανάσιος Γιουσμᾶς


Πρόσωπα καὶ πράγματα ἔχουν τὴν ἱστορία τους καὶ γιατί ὄχι καὶ τὴν προϊστορία τους. Τὴν ἱστορία του καὶ τὴν προϊστορία του ἔχει καὶ ὁ Τίμιος Σταυρὸς ποὺ ἡ Μητέρα μας Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν Παγκόσμια Ὕψωσή Του στὶς 14 Σεπτεμβρίου. 

Ἐμεῖς σὲ αὐτό μας τὸ ἄρθρο ἐδῶ ἂς σταθοῦμε.

Στὸ δυτικὸ τμῆμα τῆς Ἱερουσαλήμ, ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη καὶ μέσα σὲ δασώδη ὄμορφη κοιλάδα, βρίσκεται ἡ ὀνομαστὴ Μονὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Στὸ καμπαναριὸ της κυματίζει ἡ γαλανόλευκη, λίγο πιὸ κάτω ἀπὸ τὸ Κοινοβούλιο τοῦ Ἰσραήλ! Στὸ σημεῖο αὐτό, κατὰ τὴν παράδοση, εἶχε φυτευτεῖ τὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ, τῆς καταδίκης τοῦ Ἰησοῦ. 

Ἂς παρακολουθήσουμε ὅμως, τὴν ὅλη ὑπόθεση:

Ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Ἀβραάμ, ὁ Λώτ, μετὰ τὴν καταστροφὴ τῶν Σοδόμων, κατέφυγε σὲ κάποιο σπήλαιο, αὐτὸς καὶ οἱ δύο του κόρες. Ἐκεῖ τὸν μέθυσαν οἱ θυγατέρες του «καὶ ἐκοιμήθη μετ’ αὐτῶν» (Γέν. 19, 34)! Σύμφωνα μὲ μία συριακὴ παράδοση, ὁ Λὼτ ἐξομολογήθηκε τὸ ἁμάρτημά του στὸν πατριάρχη Ἀβραὰμ καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ προσευχηθεῖ στὸ Θεὸ νὰ τὸν συγχωρήσει. Παρ’ ὅλο τοῦτο, καθημερινὰ δὲν ἔπαυε νὰ παρακαλεῖ τὸ Θεό. 

Κάποια ἡμέρα παρουσιάστηκε στὸ Λὼτ ἕνας ἄγγελος καὶ τοῦ ἔδωσε τρία ραβδιὰ τὸ καθένα ἀπὸ ἕνα εἶδος δέντρου. Κέδρος, πεῦκο καὶ κυπαρίσσι. Μὲ τὴν ἐντολὴ νὰ τὰ φυτέψει καὶ νὰ φέρνει καθημερινὰ νερὸ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη νὰ τὰ ποτίζει. Ἐὰν βλαστήσουν τοῦ εἶπε, τότε αὐτὸ θὰ σημαίνει πὼς ὁ Θεὸς δέχτηκε τὴ μετάνοιά σου, διαφορετικὰ θὰ εἶσαι κολασμένος γιὰ πάντα. Γεμάτος χαρὰ ὁ Λώτ, ἔκαμε ὅπως τοῦ ὑπέδειξε ὁ ἄγγελος. 

Ἐνῶ ὅμως ἐπέστρεφε ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη μὲ τὸ νερό, συνάντησε τὸ μισόκαλο διάβολο, ποὺ τοῦ φθόνησε τὴ μετάνοια, μεταμφιεσμένο σὲ φτωχὸ ἄνθρωπο καὶ ὁ ὁποῖος τοῦ ζήτησε νὰ πιεῖ. Λίγο πιὸ πέρα συνάντησε καὶ δεύτερο καὶ τρίτο, μέχρι ποὺ ἐξαντλήθηκε τὸ νερό. Αὐτὸ ἔγινε ἀρκετὲς φορὲς κι ὁ Λὼτ ἄρχισε νὰ ἀπελπίζεται, γιατί θὰ ξεραινόντουσαν τὰ τρία ραβδιά. 

Τότε φάνηκε γιὰ δεύτερη φορὰ ἄγγελος Κυρίου καὶ τὸν πληροφόρησε πὼς τὰ ραβδιὰ βλάστησαν καὶ μεγαλώνουν χωρὶς νερό. Ἔτσι βεβαιώθηκε πὼς ὁ Θεὸς δέχτηκε τὴ μετάνοιά του! 

Σήμερα στὸ Μοναστήρι δείχνουν τὸν τόπο κάτω ἀπὸ μία Ἁγία Τράπεζα, ὅπου ὁ Λὼτ φύτεψε τὸ τρισύνθετο ξύλο ἀπὸ κέδρο, πεῦκο καὶ κυπαρίσσι. 

Ὅταν ὁ βασιλιὰς Σολομὼν εἶδε τὸ παράξενο αὐτὸ δέντρο διέταξε νὰ τὸ κόψουν, γιὰ νὰ τὸ χρησιμοποιήσει στὴν ἀνοικοδόμηση τοῦ Ναοῦ. Ὅμως, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, σὲ καμία χρήση δὲν ταιρίαζε, γιατί ἄλλοτε μίκραινε κι ἄλλοτε μεγάλωνε. Ἔτσι τὸ ὀνόμασαν ξύλο κατάρας κι ἔμενε γιὰ χρόνια ἀχρησιμοποίητο.

Αὐτὸ τὸ ξύλο ἀργότερα, κατ’ ἐντολὴ τοῦ ἀρχιερέα Καϊάφα, χρησιμοποίησαν οἱ ἄνομοι Ἑβραῖοι γιὰ τὴν κατασκευὴ τοῦ Σταυροῦ τοῦ Ἰησοῦ. Κι αὐτὸ γιατί λόγω τῶν αὐξομειώσεών του, θὰ ἔκαμε τὸ μαρτύριο τοῦ Ναζωραίου φρικτότερο! Ἔτσι ἀπὸ ξύλο τῆς κατάρας, ἔγινε τὸ ξύλο τῆς εὐλογίας…

Ἐμεῖς ἔκτοτε τὸ Ξύλο τοῦ Σταυροῦ ὄχι ἁπλῶς τὸ προσκυνᾶμε καὶ τὸ τιμοῦμε, ἀλλὰ τὸ λατρεύουμε, τὸ λιτανεύουμε, τὸ ἀσπαζόμαστε… Ἔγινε γιὰ ὅλους μας τὸ «ξύλο τῆς ζωῆς», τὸ «τρισμακάριστο καὶ πανσεβάσμιο ξύλο», τὸ «τρόπαιο» καὶ τὸ «ὅπλο» κατὰ τῶν δαιμόνων. Αὐτόν, τὸν πανάγιο τοῦ Χριστοῦ Σταυρό, «ἀοράτως» περικυκλώνουν οἱ Ἀσώματες Δυνάμεις κι ὅλοι ἐμεῖς οἱ πιστοὶ σὲ Αὐτὸν καταφεύγουμε, γιατί ἀποτελεῖ «τῆς οἰκουμένης φύλακα» καὶ «τῆς Ἐκκλησίας δόξα».

Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸν κατὰ τὸ 325 μ.Χ. Τὸν ἀναζήτησε ἡ βασιλομήτωρ καὶ Ἁγία Ἑλένη στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου παρέμεινε «κεκρυμμένος» στὰ ἔγκατα τῆς γῆς. 

Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸν στὴ συνέχεια ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Μακάριος Τὸν ὕψωσε στὸν ἄμβωνα τοῦ Ναοῦ καὶ βλέποντάς Τον οἱ Χριστιανοὶ προσευχόμενοι ἔλεγαν καὶ ξανάλεγαν τὸ «Κύριε ἐλέησον». Κάτι ποὺ λέμε κι ἐμεῖς τὴν ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως… Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸν ὡς σήμερα σχηματίζουμε τὸ Σταυρὸ στὸ σῶμα μας καὶ μὲ αὐτὸν τελεσιουργοῦμε τὰ Μυστήρια καὶ λαμπρύνουμε τοὺς Ναούς μας.

Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ γιὰ ὅλους μας τὴν «οὐρανομήκη κλίμακα», τὴ σκάλα δηλαδὴ ἐκείνη ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανὸ καὶ μᾶς κάνει συγκατοίκους τῶν ἀγγέλων… 

Παραμένουμε πιστοὶ καὶ ἀφοσιωμένοι σὲ Αὐτόν!

Ἡ προσευχὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους χθὲς καὶ σήμερον Γέρων Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης



Κανείς μας δὲν ἀγνοεῖ, ὅτι ἡ προσευχὴ εἶναι πρωταρχικὴ ἀνάγκη κάθε ψυχῆς, δένδρον ζωῆς, τὸ ὁποῖον τρέφει τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸν ἀφθαρτοποιεῖ, διότι τὸν καθιστᾶ κοινωνὸν τοῦ ἀϊδίου καὶ ἀφθάρτου Θεοῦ. Ὅπως δὲν ὑπάρχει ἄνθρωπος χωρὶς ψυχήν, ἔτσι καὶ δὲν νοεῖται τὶς ζωντανὸς ἐν Χριστῷ ἄνευ προσευχῆς.

H νοερὰ προσευχὴ εἶναι ἀδιάλειπτος ἐνέργεια τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων, ὁ ἄρτος, ἡ ζωὴ καὶ ἡ γλῶσσα τῶν ἀΰλων αὐτῶν ὄντων, εἶναι ἔκφρασις τῆς ἀγάπης τῶν πρὸς τὸν Θεόν. Οὕτω καὶ οἱ μοναχοί, ἐν σαρκὶ μιμούμενοι καὶ ἀγωνιζόμενοι βιοῦν τὴν ἀγγελικὴν πολιτείαν, ζωπυροῦν τὸν θεϊκὸν αὐτῶν ἔρωτα διὰ τῆς ἀδιαλείπτου νοερᾶς προσευχῆς.

Διὰ τοῦτο, πάλιν καὶ πολλάκις, καὶ μέσα εἰς τὴν ἱστορίαν, βλέπομεν μοναχοὺς ποὺ λησμονοῦν ἀκόμη καὶ ἐπὶ ὥρας καὶ ἡμέρας νὰ φάγουν, ξεχνοῦν καὶ τὸν ἑαυτό τους, ἀφωσιωμένοι εἰς τὴν νοερὰν ἐνατένισιν τοῦ Κυρίου. Πόσες φορὲς κτυποῦσαν τὴν θύραν ἁγίων ἢ ἐλάλει ὁ πετεινὸς καὶ ἐκεῖνοι δὲν ἀντελαμβάνοντο τίποτε, διότι ὁ νοῦς των εὑρίσκετο εἰς μετάρσιον κοινωνίαν μετὰ τοῦ Θεοῦ! H προσευχὴ εἶναι δι᾿ αὐτοὺς ἡ πνευματικωτέρα ἄθλησις, ποὺ γίνεται ἀναφορὰ εἰς τὸν Πατέρα καὶ Κτίστην τοῦ κόσμου, εἶναι θαλπωρὴ τῆς καρδίας των, ἀνέβασμα εἰς τὰ οὐράνια- εἶναι ἀγκάλιασμα καὶ τρυφερὸς ἀσπασμὸς τοῦ μοναχοῦ πρὸς τὸν Νυμφίον καὶ Σωτῆρα τῶν ψυχῶν μας.

H Ἐκκλησία μας ζῇ μὲ τὴν προσευχήν- ζῇ μὲ τὰς προσευχὰς τῶν τέκνων της. Βεβαίως ὑπάρχουν πολλὰ εἴδη προσευχῆς. Ἂν ὅμως θελήσωμεν νὰ ἴδωμεν ποία εἶναι ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀειῤῥύτως συντηρεῖ τὴν πνευματικότητά της «ἐν παντὶ καιρῷ καὶ πάσῃ ὥρᾳ», τότε θὰ πρέπῃ νὰ ἀνατρέξωμεν εἰς τὰ φωτοφόρα τέκνα της, τὰ ἀποτελοῦντα τὴν μοναχικὴν πολιτείαν. Διότι, ὅπως λέγει ἕνας Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Ἰσαάκ, αὕτη ἀποτελεῖ τὸ «καύχημα τῆς Χριστοῦ Ἐκκλησίας» καὶ ἐκφράζει τὸ σαρκωμένον καὶ βιωμένον Εὐαγγέλιον. Εἶναι ὁ μοναχισμὸς τὸ ἱερώτατον θησαυροφυλάκιόν της, εἰς τὸ ὁποῖον διατηροῦνται ἀλώβητα τὰ δόγματά της, ἀληθὴς ἡ εὐσέβεια, ἀκέραιον τὸ μαρτυρικὸν φρόνημα, ἀνόθευτος ἡ πνευματικὴ παράδοσις, δραστικὴ καὶ σωτήριος ἡ ἀποστολή της, συνεχὲς τὸ ἠδύμολπον τραγούδι της, μὲ τὸ ὁποῖον προκαλεῖ καὶ ἔξυπνα τὸν ἠγαπημένον Χριστόν της καὶ θηρεύει τὴν ὁλόφωτον περιστεράν, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ ὁποῖον ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται.

Διὰ νὰ γνωρίσωμεν δὲ πὼς διατηρεῖ ἡ Ἐκκλησία μέσα εἰς τὸν μοναχισμὸν τὴν προσευχήν της, τὴν θεοπρεπὴ ταύτην φωνήν της, δὲν χρειάζεται νὰ τρέξωμεν μακρυὰ εἰς τὴν Ἀνατολὴν καὶ Δύσιν. Ἐδῶ, εἰς τὴν γειτονιά μας, ἔχομεν τὸ Ἅγιον Ὅρος, τὴν πνευματέμφορον ἱεροθήκην τῶν παραδόσεών μας, τὴν θεόῤῥιπτον σανίδα, διὰ τῆς ὁποίας διαρκῶς σῴζονται ἀπὸ τὸν κλύδωνα τῆς ἁμαρτίας πολλοὶ καὶ γεμίζουν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.

Τὴν προσευχὴν τοῦ Ἁγίου Ὅρους ποιὸς δὲν τὴν γνωρίζει; Ἀποτελεῖται ἀπὸ μίαν φράσιν μικρᾶν, ἀπὸ μετρημένας τὰς λέξεις.

Μὲ τὴν βοερᾶν κραυγὴν «Κύριε», δοξολογοῦμεν τὸν Θεόν, τὴν ἔνδοξον μεγαλειότητά Του, τὸν βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, τὸν δημιουργόν της ὁρατῆς καὶ ἀοράτου κτίσεως, ὃν φρίττουσι τὰ Σεραφεὶμ καὶ τὰ Χερουβείμ.

Μὲ τὴν γλυκυτάτην ἐπίκλησιν καὶ πρόσκλησιν «Ἰησοῦ», μαρτυροῦμεν, ὅτι εἶναι παρὼν ὁ Χριστός, ὁ σωτὴρ ἡμῶν, καὶ εὐγνωμόνως τὸν εὐχαριστοῦμεν, διότι μας ἡτοίμασε ζωὴν αἰώνιον. Μὲ τὴν τρίτην λέξιν «Χριστέ», θεολογοῦμεν, ὁμολογοῦντες ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός. Δὲν μᾶς ἔσωσε κάποιος ἄνθρωπος, οὔτε ἄγγελος, ἀλλὰ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ἀληθινὸς Θεός.

Ἐν συνέχειᾳ, μὲ τὴν ἐνδόμυχον αἴτησιν «ἐλέησόν με», προσκυνοῦμεν καὶ παρακαλοῦμεν νὰ γίνῃ ἴλεως ὁ Θεός, ἐκπληρῶν τὰ σωτήρια αἰτήματά μας, τοὺς πόθους καὶ τὰς ἀνάγκας τῶν καρδιῶν μας. Καὶ ἐκεῖνο τὸ «με», τί εὖρος ἔχει! Δὲν εἶναι μόνον ὁ ἐαυτός μου- εἶναι ἅπαντες οἱ πολιτογραφηθέντες εἰς τὸ κράτος τοῦ Χριστοῦ, εἰς τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν, εἶναι ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἀποτελοῦν μέλος τοῦ ἰδικοῦ μου σώματος.

Καί, τέλος, διὰ νὰ εἶναι πληρεστάτη ἡ προσευχή μας, κατακλείομεν μὲ τὴν λέξιν «τὸν ἁμαρτωλόν», ἐξομολογούμενοι - πάντες γὰρ ἁμαρτωλοί ἐσμεν - καθὼς ἐξωμολογοῦντο καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι καὶ ἐγίνοντο διὰ ταύτης τῆς φωνῆς υἱοὶ φωτὸς καὶ ἡμέρας.

Ἐξ αὐτῶν ἀντιλαμβανόμεθα, ὅτι ἡ εὐχὴ ἐμπεριέχει δοξολογίαν, εὐχαριστίαν, θεολογίαν, παράκλησιν καὶ ἐξομολόγησιν.

Τί νὰ εἴπωμεν, λοιπόν, ἀγαπητοί μου, τώρα διὰ τὴν νοερᾶν προσευχήν, ἀφοῦ εἰς τὴν ἐποχήν μας, δόξα σοὶ ὁ Θεός, παντοῦ γίνεται λόγος περὶ αὐτῆς καὶ ἀπειράριθμα βιβλία ἐκδίδονται ἀναφερόμενα εἰς τὴν «εὐχήν»; Καὶ τὰ μικρὰ παιδάκια πλέον τὴν γνωρίζουν καὶ τὴν λέγουν- μικροὶ καὶ μεγάλοι σῴζονται μὲ αὐτήν.

Καὶ εἶναι καλὸν τοῦτο, ἀκόμη καὶ διὰ τὸ γεγονὸς ὅτι εἰς τὴν Ἀνατολὴν τὰ ψευδώνυμα θρησκεύματα καὶ αἱ ἀπατηλαὶ «ἱεραποστολαί» των ἐπιδεικνύουν τὴν ἰδικήν των δῆθεν προσευχήν, ποὺ εἶναι ὅμως ψυχική, ψευδὴς καὶ δαιμονική. Εἴμεθα χρεώσται νὰ ἀνακαλύπτωμεν τὸν ἰδικόν μας ἀληθῆ θησαυρόν, τὴν νοερᾶν προσευχήν, τὴν μνήμην τοῦ θείου ὀνόματος. Ὀρθῶς λέγει ὁ ψαλμῳδός, ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας δίδει ζωήν. Καὶ τί ὡραία ποὺ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ὅτι ἡ προσευχὴ εἶναι «ὡς πῦρ εὐφροσύνης, ὡς φῶς εὐωδιάζον, Ἀποστόλων κήρυγμα, εὐαγγέλιον Θεοῦ, πληροφορία καρδίας, Θεοῦ ἐπίγνωσις, τὸ τοῦ Ἰησοῦ ἀγαλλίαμα, εὐφροσύνη ψυχῆς, ἔλεος Θεοῦ, ἀκτὶς νοητοῦ ἡλίου, χάρις Θεοῦ. Προσευχὴ ἐστιν ὁ Θεός, ὁ ἐνεργῶν τὰ πάντα ἐν πάσι» .

Ναί, μέσα εἰς τοὺς αἰῶνας ἡ Ἐκκλησία διὰ τῆς εὐχῆς, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ὁμιλεῖ εἰς τὸν Θεόν, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ μὲ αὐτὴν ἐνθουσιάζει τὰ τέκνα της καὶ τὰ θεοποιεῖ. O ἀπόηχός της γεμίζει ὁλόκληρον τὴν κτίσιν καὶ ἡ ἐνέργειά της συνεργεῖ εἰς τὴν ἀνακαίνισιν τοῦ κόσμου.

Καὶ τώρα, λοιπόν, τί νὰ εἴπωμεν διὰ τὸ θαυμαστὸν τοῦτο δώρημα τῆς θείας Χάριτος, τὸ ὁποῖον ἔδωσε καὶ εἰς ἡμᾶς;

Δι᾿ αὐτὸ ἂς ἐρμηνεύσωμεν τὴν ἔννοιαν τῆς εὐχῆς, νὰ ρίψωμεν καὶ μιὰ ματιὰ εἰς τὴν ἱστορίαν της, νὰ ἴδωμεν καὶ μερικὰς πνευματικὰς προϋποθέσεις αὐτῆς καὶ ὠρισμένας κοινωνικὰς ὑποχρεώσεις μας, ἀναγκαίας διὰ τὴν προσευχήν.

..........

Εἰς τὴν Παλαιὰν Διαθήκην ὁ Θεὸς ἀπαιτεῖ ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτας νὰ ἁγιάζουν τὸ ὄνομά Του- π.χ. εἰς τὸν Ἡσαΐαν ἀναφέρει ὅτι, «δι᾿ ἐμὲ ἁγιάσουσι τὸ ὄνομά μου». Ὀκτακόσια χρόνια πρὸ τοῦ Χριστοῦ ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Προφήτου αὐτοῦ λέγει: Θὰ μοῦ ἀποδίδουν δόξαν καὶ θὰ μὲ ὁμολογοῦν ὡς μόνον Ἅγιον, ἐπικαλούμενοι τὸ ἄστεκτον καὶ ὑπερύμνητον ὄνομά μου. H θεϊκὴ αὐτὴ προσφώνησις εἶναι προσευχή, ἁγιασμός, δόξα καὶ προσκύνησις τοῦ Θεοῦ.

Ἀκόμη λέγει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ὅτι ἐν ὀνόματι αὐτοῦ καυχώμεθα, ἐξομολογούμεθα Αὐτῷ, δι᾿ Αὐτοῦ λυτρούμεθα, δι᾿ Αὐτοῦ σωζόμεθα, ἐν Αὐτῷ ἀγαλλιώμεθα, διότι ὅπου τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ἐκεῖ καὶ ἡ παρουσία Του.

Καὶ εἰς τὴν Καινὴν Διαθήκην, ὁ Κύριος ἐζήτει νὰ κάνωμεν τὰς αἰτήσεις μας πρὸς τὸν Θεὸν ἐν τῷ ὀνόματι Αὐτοῦ, τοῦ Χριστοῦ. O δὲ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως ἐνθυμεῖσθε, λέγει, ὅτι ὁ Θεὸς ἐχάρισεν εἰς τὸν Υἱόν Του ὄνομα, τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, ὥστε ἐν τῷ ὀνόματί Του νὰ Τὸν προσκυνῶμεν προσευχόμενοι. Τὴν δὲ προσευχήν μας τὴν θέλει ἀδιάλειπτον.

O ἀποστολικὸς Πατὴρ Ἑρμᾶς, θέλων τόσο πολὺ νὰ εἶναι εἰς τὸν νοῦν καὶ εἰς τὴν καρδίαν μας τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, λέγει, ὅτι πρέπει νὰ δεθῶμεν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὡσὰν νὰ τὸ ἔχωμε φορέσει ἐπάνω μας καὶ δὲν τὸ βγάζομε ποτέ.

O Μέγας Βασίλειος ἐγνώριζε καὶ ὡμιλοῦσε διὰ τὴν νοερὰν προσευχήν, διὰ τῶν αὐτῶν λέξεων ποὺ χρησιμοποιοῦμεν καὶ σήμερα- καί, ἔλεγεν, ὅτι εἶναι ἡ καθολικὴ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος φέρεται λέγων- «βοᾶτε ἀπὸ πρωὶ ἕως ἑσπέρας τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς».

Ἂς μνημονεύσωμεν τώρα σποράδην μερικοὺς ἀσκητικοὺς Πατέρας, οἱ ὁποῖοι δὲν τονίζουν τίποτε ἄλλο τόσον, ὅσον συνιστοῦν μοναδικῶς τὴν εὐχήν.

Πολὺ γνωστή μας εἶναι ἡ τριὰς τῶν ἁγίων Ἰωάννου τοῦ τῆς Κλίμακος τοῦ ἰσαγγέλου, Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου ποὺ σὲ συνεπαίρνει, καὶ τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου τοῦ πνευματοδύτου. Ἀναλύουν τὴν προσευχήν, καὶ δι᾿ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν εἰς τὴν ἔρημον καὶ δι᾿ ἐκείνους ποὺ εἶναι εἰς μοναστήρια καὶ δι᾿ αὐτοὺς ποὺ εἶναι εἰς τὸν κόσμον.

Νὰ ἐνθυμηθῶμεν καὶ τοὺς ἄλλους ἀετούς, τὸν ὅσιον Νεῖλον τὸν ὑπερβάμονα, τοὺς ὁσίους Βαρσανούφιον καὶ Ἰωάννην τοὺς διακριτικωτάτους, τὸν Διάδοχον Φωτικῆς τὸν θαυμάσιον.

Τί νὰ εἴπωμεν καὶ διὰ τὸν Γρηγόριον τὸν Σιναΐτην, ὁ ὁποῖος μετέφερε ἀπὸ τὰ μέρη τοῦ Σινᾶ τὴν προσευχήν, τὴν ἐζωοποίησε καὶ τὴν ἀνέπτυξεν εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος τὸν IΔ´ αἰῶνα; Ἀσφαλῶς δέ, ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ὑπῆρχε καὶ προηγουμένως εἰς τὸ Ὄρος- ἀλλ᾿ αὐτὸς ἐγύρισε γῆν καὶ οὐρανόν, εἰς τὸ Ὄρος καὶ παντοῦ διὰ νὰ τὴν διαδώσῃ καὶ τὴν κατέστησε προσευχὴν καθημερινήν. Βεβαίως, τὸ Ὅρος καὶ πρὶν οὐδέποτε ἐστερεῖτο ἀθλητῶν τῆς εὐχῆς, κατὰ πρώτον ζώντων ἀπομεμονωμένως, διότι ὁ ἡσυχασμὸς προεβλήθη ὡς ἡ τελειοτέρα ὁδὸς πνευματικῆς ζωῆς.

Καὶ ποιὸς δὲν γνωρίζει ἀκόμη τὸν περίφημον Μάξιμον τὸν Καυσοκαλυβίτην, τὸν Γρηγόριον τὸν Παλαμᾶν τὸν παμμέγιστον, ὅστις συνέθεσεν ἄριστα τὴν δογματικὴν καὶ πρακτικὴν περὶ νοερᾶς προσευχῆς ὀρθόδοξον διδασκαλίαν, τὸν ἅγιον Κάλλιστον, τὸν Ἰσίδωρον καὶ τὸν Φιλόθεον τοὺς Πατριάρχας, καὶ ἄλλους πολλούς, ὅπως οἱ Θεόληπτος Φιλαδελφείας, Κάλλιστος καὶ Ἰγνάτιος Ξανθόπουλοι κ.ἄ., οἱ ὁποῖοι καὶ θεωρητικῶς καὶ πρακτικῶς ἔζησαν, ἐφήρμοσαν καὶ ἔγραψαν περὶ τῆς προσευχῆς;

Ὤ, τί νὰ ξεχωρίσωμεν ἀπὸ τὰ τόσα ποὺ ἔγραψε καὶ ἔζησεν ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ νέος αὐτὸς μυσταγωγὸς εἰς τὴν προσευχὴν καὶ εἰς τὸ πατερικὸν φρόνημα τῶν ἀνθρώπων καὶ τοῦ κόσμου; Τὸ Ἐγχειρίδιόν του καὶ ἡ Φιλοκαλία εἶναι πλέον κλασσικοὶ ὁδηγοὶ εἰς ὅλον τὸν κόσμον.

Ἂς ὑπάγωμεν τώρα καὶ εἰς μίαν Μονήν.

Γνωρίζομεν ὅτι εἰς τὸ Μοναστήρι εἶναι μία ἀδιάλειπτος σύναξις τῆς ἀδελφότητος καὶ ὁλοκλήρου της καθολικῆς Ἐκκλησίας. Δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ ὑπῆρχαν Μοναστήρια, ἂν δὲν ἦσαν, ὄντως, μία καθ᾿ ἡμέραν καὶ κατὰ νύκτα σύναξις. Δι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ κέντρον τῆς μοναχικῆς ζωῆς εἶναι ἡ καθημερινὴ λατρευτικὴ ζωή, καὶ μάλιστα ἡ Θεία Λειτουργία.

Ἐκεῖ ὁ μοναχὸς προσοικειοῦται καὶ ἀφομοιώνει τὸ μαρτυρικόν, ἀσκητικὸν καὶ λειτουργικὸν φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὰ λειτουργικὰ κείμενα τὸν διαποτίζουν καὶ γίνονται προσωπικά του βιώματα.

Συναθροίζονται οἱ μοναχοὶ εἰς τὸν Ναὸν γνωρίζοντες, ὅτι δὲν εἶναι μόνοι, ἀλλὰ μεθ᾿ ὅλων τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων, δοξάζοντες τὸν Θεὸν καὶ τιμῶντες τὸν Ἅγιον ἢ τὴν ἑορτήν. H Θεία Εὐχαριστία καὶ ἡ ὅλη λατρευτικὴ συναγωγὴ τοὺς προσφέρει μίαν βαθεῖαν αἴσθησιν, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι παρὼν καὶ αὐτοὶ κοινωνοὶ Αὐτοῦ μυστηριακῶς κατὰ Θείαν ἐνέργειαν. Καὶ ὅσον ἀόρατος εἶναι ὁ Θεός, κατ᾿ ἀναλογίαν καὶ τόσον ἀληθεστέρα εἶναι ἡ μυστικὴ κοινωνία καὶ ἡ ἐντρύφησις.

H τοῦ Θεοῦ αὕτη κοινωνία, ἐν τῇ λατρείᾳ, ποὺ εἶναι πρωταρχική, συνεχίζεται ἐν τῷ κελλίῳ καὶ ὅπου ἀλλαχοῦ διὰ τῆς εὐχῆς. Διότι ἡ εὐχὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς μία προσευχή. Δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ ἐκαθήμεθᾳ ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ νὰ ὁμιλῶμεν εἰς τὸν Θεόν, ἂν ἦτο μόνον αὐτό, ἀφοῦ ἀκούει ὁ Θεὸς ἀκόμη καὶ τὰ σπλάγχνα μας, ὅταν κινοῦνται. Καλὸν αὐτό, ἀλλ᾿ ἔτι πλέον εἶναι ἡ εὐχὴ βρῶσις τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ παρόντος ἐν τῇ μνήμῃ καὶ ἐπικλήσει τοῦ Θείου καὶ φρικτοῦ καὶ γλυκυτάτου ὀνόματός Του. Εἶναι καὶ πόσις μεθυστικοῦ γλεύκους τῆς Χάριτος, ποὺ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπον μετάρσιον. Ὅλος ὁ Χριστὸς προσλαμβάνεται καὶ εὑρισκόμεθα ἡμεῖς ἀντανακλῶντες τὰς ἰδιότητας τοῦ Θεοῦ, θεοὶ ἐκ Θεοῦ θεούμενοι, φωτιζόμενοι καὶ μυστικῶς ἐνεργούμενοι.

O μοναχὸς διὰ τῆς νοερᾶς αὐτῆς «λειτουργίας», ὡς λέγουν οἱ ὅσιοι Πατέρες, «ἀληθῶς μάννα διὰ παντὸς ἐσθίει πνευματικόν». Τοῦτο εἶναι πλήρωσις, «πλεῖον ὧδε» ἀπὸ τὸ «μάννα», ποὺ συμβολικῶς καὶ προτυπωτικῶς ἔῤῥιχνε ὁ Θεὸς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας διὰ νὰ ζήσουν μὲ αὐτό. Τὸ ὠνόμασαν «μάννα», ποὺ σημαίνει: Δὲν καταλαβαίνω τί πρᾶγμα εἶναι αὐτό. Ἔτσι καὶ ἡμεῖς ἠμποροῦμεν νὰ λέγωμεν: Τί μεγάλο γεγονὸς εἶναι αὐτὴ ἡ εὐχή, ἡ μνήμη τοῦ Ἰησοῦ, αὐτὴ ἡ μυστικὴ μετάληψις τοῦ Χριστοῦ μας ἀνὰ πᾶσαν στιγμήν, ὅπως τότε ἔπιπτον ἐξ οὐρανοῦ αἱ νιφάδες τοῦ «μάννα» καὶ ὁ λαὸς ἤσθιε καὶ ηὐφραίνετο.

Ἑπομένως βασικὴ προϋπόθεσις νοερᾶς προσευχῆς εἶναι ἡ πίστις ὅτι αὕτη εἶναι ἀληθὴς Θεοῦ κοινωνία καὶ βάθρον θεώσεως διὰ τῶν θείων ἐνεργημάτων τοῦ ἀπροσλήπτου Κυρίου, ὅστις δι᾿ αὐτῶν κατέρχεται ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἑνοῦται μεθ᾿ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. O ἴδιος ὁ σαρκωθεῖς Λόγος, ὁ βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν, Αὐτὸς ποὺ εἰς τὸ ἓν δακτυλάκι του ἠμπορεῖ νὰ κρατάῃ ὅλον τὸν ντουνιά, Αὐτὸς κρατεῖται ἀπὸ ἡμᾶς! Καὶ εἰσέρχεται ἐν ἡμῖν καὶ συνδιατρίβει καὶ ἐμπεριπατεῖ μέσα μας. Ὅπως εἰς τὴν θάλασσαν τῆς Τιβεριάδος, ὅταν ἤγρευσαν οἱ Μαθηταὶ πλῆθος ἰχθύων, εἶπεν ὁ Ἰωάννης εἰς τὸν Πέτρον «ὁ Κύριος ἐστιν», οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅταν ἁπλώνωμεν τὰ δίκτυα τῆς προσευχῆς, ἠμποροῦμεν νὰ ἐπαναλαμβάνωμεν «ὁ Κύριός ἐστι» μετὰ πλήρους πεποιθήσεως, διότι μας τὸ βεβαιοῖ ἡ Ἐκκλησία μας, ὅτι ἐκεῖ ὑπάρχει Αὐτός. Νάτος! Παρών, ὁ ἴδιος ὁ Θεός!

Διὰ νὰ φωταγωγῆται ὅμως καὶ νὰ λαμπρύνεται διὰ τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ὁ πιστὸς μὲ τὴν εὐχήν, πρέπει νὰ προσέχῃ ὁ ἴδιος νὰ εἶναι ὁ βίος τοῦ ἀνάλογος μὲ τὴν ζωὴν ποὺ ἁρμόζει εἰς τὸν Θεόν. Ἀφοῦ θέλει τὸν Θεόν, πρέπει νὰ ζῇ θεοπρεπῶς. Νὰ ἐπιδιώκῃ νὰ ξεφύγῃ μέσα ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνην μιζέρια καὶ τὴν κακομοιριά, νὰ ἐνδυναμώνῃ τὸν ἑαυτὸ τοῦ διὰ τῆς θείας δυνάμεως, νὰ ἀσκῆται, νὰ γίνεται σκεῦος χωρητικὸν τῶν θείων χαρισμάτων. Ἀκόμη, νὰ ἐπιθυμῇ τὴν κάθαρσίν του ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας, πληροφορούμενος ἀπὸ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, ὅτι αὐτὸ εἶναι κατορθωτόν. Μὲ τὴν ἔμπρακτον θέλησίν του καὶ τὴν εὐδοκίαν τοῦ Θεοῦ νὰ φέρεται πρὸς τὴν δυνατὴν ἀπάθειαν ὁ ἴδιος, καὶ μάλιστα γινόμενος ὁλονὲν θεοειδέστερος.

............

Τώρα ἔχομεν ἓν πρόβλημα, προκειμένου νὰ ἀφιερωθῶμεν εἰς τὴν εὐχήν. Εἴμεθα κεκλεισμένοι μέσα εἰς τὰς ἀπασχολήσεις μας, βιαζόμεθα, κουραζόμεθα, ἀπογοητευόμεθα, ζῶμεν μὲ τὸ ἄγχος, δὲν κατορθώνομεν νὰ εἴμεθα ἐλεύθεροι ἀπὸ λογισμούς, ἀπὸ πάθη, ἀπὸ τρικυμίας. Διὰ νὰ ὑπνώσωμεν ταλαιπωρούμεθα, διὰ νὰ εἴμεθα χαρούμενοι πρέπει νὰ παίζωμεν κιθάρα ἢ νὰ εὕρωμεν μίαν διασκέδασιν. Δὲν εἶναι ζωὴ αὐτή! Μᾶς κουράζει καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ προσευχώμεθα ὅσον καὶ ὅπως θέλομεν.

Δι᾿ αὐτὸ βεβαιοῦν οἱ Πατέρες, ὅτι οἱ λόγοι τοῦ Θεοῦ εἶναι ποὺ δροσίζουν τὴν ψυχὴν καὶ ὁ λόγος τοῦ θεοῦ «ῥώννυσι τὴν ψυχήν, καθὼς ὁ οἶνος τὸ σῶμα».

O λόγος τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει εἰς τὴν Γραφὴν καὶ εἰς τοὺς ἁγίους Πατέρας. Ὅταν μελετῶμεν τοιαῦτα βιβλία, καὶ μάλιστα, ἀσκητικῶν Πατέρων, ὅταν εἴμεθα εἰς τὴν ἐργασίαν μας προσεκτικοί, ὅταν κοπιάζωμεν εἰς τὴν ζωὴν μὴ σπαταλῶντες τὰς δυνάμεις μας, ἀλλὰ δίδοντες αὐτὰ εἰς τὸ καθημερινόν μας καθῆκον, ὅταν οὕτω πὼς ἡ ζωὴ ἡμῶν εἶναι μία ἄσκησις καθημερινή, τότε αὐτὴ ἡ ἄσκησις καὶ ἡ μελέτη προλειαίνουν τὸ ἔδαφος τῆς ψυχῆς, ὥστε νὰ καθίσταται ἱκανὴ νὰ ἀναβαίνῃ πρὸς τὰ ἄνω.

Διὰ νὰ προσεύχεσαι πρέπει νὰ ἔχῃς ἓν στοιχεῖον, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸ καλλιεργῇς. Ὅπως προσέχωμεν τὴν ὑγείαν τοῦ σώματός μας, ἔτσι νὰ προσέχωμεν καὶ τὴν ὑγείαν τῆς ψυχῆς. Εἶναι ἀνάγκη νὰ εἴμεθα χαρούμενοι. Ὅταν συνηθίζωμεν νὰ προσευχώμεθα, μᾶς χαρίζεται ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ περισσότερον ἀκόμη. Ἂν προσευχόμενος θλίβεσαι, ἂν βαρυθυμῇς, κάτι μέσα σου δὲν πηγαίνει καλά. Νὰ τὸ κυττάξης, νὰ δώσης προσοχήν, διότι ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀνθρώπου ἐπιδρᾷ πολύ.

Ἴδετε τί ὡραία ποὺ λέγεται περὶ τοῦ ἁγίου Σάββα τοῦ Βατοπαιδινοῦ, ὅστις ὑπέστη τὰ πάνδεινα- ὅτι οὗτος «ἦν τὴν ἔντευξιν ἰλαρώτατος καὶ τὴν ὄψιν ἤδιστος καὶ χαριέστατος». Εἰς τὰς συναναστροφάς του τὸ χαμόγελόν του ἦτο φαιδρότατον, γλυκύτατον τὸ πρόσωπόν του καὶ ὁλόκληρος πλήρης χάριτος. Πόσον μᾶλλον ἦτο εἰς τὴν ἀναστροφήν του μὲ τὸν Θεόν, εἰς τὴν προσευχήν του ὡς ἥλιος φωτεινός!

Ἕνας ἄλλος δὲ ἀσκητικὸς Πατήρ, ὁ ὅσιος Νεῖλος, σημειώνει πολὺ ὄμορφα: «Προσευχὴ ἐστι χαρᾶς καὶ εὐχαριστίας πρόβλημα». Θέλεις νὰ γνωρίσῃς, ἐὰν ἡ προσευχή σου εἶναι ἀληθινὴ καὶ ταπεινή; Παρατήρησε- προβάλλει ἡ ἀγαλλίασις, ἀναδίδεται εὐχαριστία ἐκ καρδίας; Καὶ «ὅταν παριστάμενος εἰς προσευχήν, ὑπὲρ πᾶσαν ἄλλην χαρὰν γενήσῃ, τότε ἀληθῶς εὕρηκας προσευχήν».

H προσευχή, ἑπομένως, εἶναι χαροποιός. Ὁπωσδήποτε ὅμως θὰ ἔχωμεν καὶ τὸν ἀγῶνά μας κατὰ τῆς ἁμαρτίας, κατὰ τῶν παθῶν. Οὔτε αὐτὸ νὰ μᾶς καταθλίβῃ, ἀφοῦ παρεδώσαμεν εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν τὴν ζωήν μας. Ὅμως ὁ ἀγὼν εἶναι ἀναγκαῖος, διὰ νὰ εὐλογῆται ἡ ζωή μας. Ἂν θέλωμεν νὰ τὸ ἐπιτύχωμεν, νὰ μὴ κρατῶμεν ἐντὸς ἡμῶν καμμίαν πικρίαν ἐναντίον ἑτέρου, νὰ μὴ ἀναμειγνυώμεθα εἰς τὴν ζωὴν κανενὸς ἀνθρώπου, νὰ μὴ ἐξαναγκάζωμεν κανένα, νὰ μὴ πληγώνωμεν, νὰ μὴ τὸν στενοχωρῶμεν, οὔτε νὰ στενοχωρούμεθα ἀπὸ τὸν ἄλλον. Νὰ εἶναι αἱ κοινωνικαὶ σχέσεις μας φυσικαὶ καὶ ἀπλαί. Νὰ νιώθωμεν ὅτι οἱ ἄλλοι, πάντες καὶ ἐγώ, εἴμεθα ἓν καὶ τὸ αὐτό, θεωροῦντες «ἕνα ἑαυτὸν μετὰ πάντων», χωρίς, βεβαίως, νὰ ἀλλοιούμεθα εἰς τὸ φρόνημα ἢ νὰ ἐκτρεπώμεθᾳ εἰς τὴν ζωήν μας καὶ τὰς ἀναστροφάς. Τότε ἡ προσευχὴ εἶναι εὔκολος. Ἀρκεῖ νὰ ἀφήσωμεν τὸν Θεὸν νὰ ἐργάζεται μέσα μας, ὅπως ὁ χωρικὸς ποὺ σπέρνει καὶ περιμένει τὴν βροχούλα τοῦ Θεοῦ.

Ἡμεῖς θὰ ἐνεργῶμεν τὸ ἰδικόν μας ἀγώνισμα, θὰ μνημονεύωμεν τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, ἄλλοι μὲ τὸ στόμα, ἄλλοι μὲ τὸν νοῦν, ἄλλοι μὲ τὸν νοῦν εἰς τὴν καρδίαν, ἄλλοι ὅπως τοὺς δίδει ἡ θεία Χάρις, ὅταν τοὺς ἐπισκέπτεται, ὅποτε ἀστράπτει τὸ πνεῦμα τους καὶ κραυγάζοντας συναντάει τὸν Θεόν.

Ἀσφαλῶς ἀξίζει νὰ δίδωμεν χρόνον πολύν, ὅσον δυνάμεθα, ὥστε νὰ ἐφαρμόζωμεν τὸ πατερικὸν λόγιον «ἀνάγκασον ἑαυτὸν εὐχὰς πολλὰς ποιῆσαι», ἀφήνοντας τὰ πάντα εἰς τὸν Κύριον. Ἀλλ᾿ ἔστω καὶ μίαν εὐχὴν ἂν εἴπωμεν, καὶ τοῦτο ἔχει ἀξίαν μεγάλην. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ «πάσα εὐχή, ἣν προσφέρεις ἐν τῇ νυκτί, πασῶν τῶν τῆς ἡμέρας πράξεων ἔστω ἐν ὀφθαλμοῖς σου τιμιωτέρα». Καὶ γίνεται ἀκόμη ἀποδοτικωτέρα, ἐὰν τὴν προσφέρωμεν κατὰ τὰς νυκτερινὰς ὥρας.

Ἄφησε τὰ πάντα εἰς τὸν Θεόν, μᾶς λέγει ὁ ἴδιος εἰς κάθε ἕνα. Κάνε τὸ ἔργον σου καὶ ὁ νοῦς σου εἰς τὴν εὐχήν! Καὶ διάλεξε καλὸν ὁδηγόν, χειραγωγὸν εἰς Χριστόν.

Πρέπει ὅμως νὰ ὑπογραμμίσωμεν, ὅτι εἰς τὸ θέμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς τὰ πάντα ἐνεργεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, καί, ἑπομένως, ἠμποροῦμεν νὰ εἴμεθα ἥσυχοι.

Τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, ἡ νοερὰ προσευχὴ εἶναι, λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, μυροδοχεῖον. Τὸ ἀνοίγεις, τὸ γέρνεις καὶ χύνεται τὸ μύρον, πληροῦται εὐοσμίας ὁ τόπος. Βοᾷς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» καὶ ἀναδίδεται ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λαμβάνεις «ἀῤῥαβῶνα Θείου Πνεύματος». Διότι «τὸ ἅγιον Πνεῦμα συμπάσχον ἡμῖν ἐπιφοιτᾷ» καὶ «προτρέπεται εἰς ἔρωτα πνευματικῆς προσευχῆς». Καί, μάλιστα, προσεύχεται καὶ αὐτό, ἀντὶ δι᾿ ἡμᾶς ποὺ ξεχνούμεθα καὶ ἀναλαμβάνει τὰ ὑστερήματά μας, τὰς ἀκαθαρσίας ἡμῶν, τὴν πτωχείαν τῆς ὑπάρξεώς μας. Διότι εἴμεθα ἕκαστος ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὅταν προσευχώμεθα γινόμεθα ἱερουργοὶ τοῦ μεγάλου μυστηρίου. Δι᾿ αὐτὸ λέγει πολύ-πολὺ ὄμορφα ἕνας Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας: «Πάρε ἕνα θυμιατὸ νὰ θυμιάσῃς, διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ἐδῶ εἰς τὴν καρδίαν σου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀνατέλλει τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ». Καὶ πάλιν ἀλλαχοῦ λέγει- «ὅταν ἀκούωμεν κανένα θυμιατὸ νὰ κτυπάῃ, ἂς ἐνθυμούμεθα ὅτι ναὸς εἴμεθα ἡμεῖς, καὶ ἂς νιώθωμεν νοερῶς ὅτι θυμιάζομεν τὸν Χριστόν, ποὺ εἶναι μέσα εἰς «ἡμᾶς, καί, ἔτσι, νὰ προσκυνῶμεν ταύτην τὴν σκηνὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Σκεφθῆτε, μέσα μας εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ, ἡ κατοικία Του, ὅπου «τὸν ἀσώματον ἐν σώματι περιορίζομεν», δι᾿ ὃ καὶ μέσα μας ἐπιτελεῖται μία «τῶν ἐπουρανίων προσκύνησις». Μαζί Του εἶναι καὶ ὅλοι οἱ ὁμογάλακτοί μας Ἅγιοι, ποὺ ἐθήλασαν ἀπὸ τὸν μαστὸν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ἰδικοί μας ἀδελφοὶ καὶ φίλοι, ποὺ μᾶς περιμένουν, μᾶς ἀγαποῦν καὶ μᾶς καθιστοῦν μακαρίους, ὅπως λέγει ὁ Προφήτης Ἡσαΐας- «μακάριος ὃς ἔχει οἰκείους ἐν Ἱερουσαλήμ», εἰς τὸν οὐρανόν. Ἐνθυμεῖσθαι αὐτὸ ποῦ ἔλεγεν ὁ Χριστός; «Εἰσὶ τινὲς τῶν ὧδε ἐστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου, ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυίαν ἐν δυνάμει». Αὐτὸ ἐφαρμόζεται καὶ εἰς ἡμᾶς. Τὸ Πνεῦμα μας ἀξιώνει, ὅταν προσευχώμεθα, νὰ κατανοῶμεν τὸν Θεὸν καὶ νὰ ζῶμεν τὰ μυστήρια αὐτά. Καὶ φθάνουν οἱ Ἅγιοι νὰ γνωρίζουν τὸν Χριστόν, Αὐτὸν διὰ τὸν ὁποῖον λέγουν, ὅτι κανεὶς δὲν Τὸν βλέπει καὶ κανεὶς δὲν Τὸν ἠξεύρει. Καὶ ὅμως! Διὰ τῆς προσευχῆς κατανοοῦμεν «τὸ ἀπερινόητον καὶ τὸ ὑπερφαὲς περιεχόμενον τοῦ Θεοῦ μας», ἀφοῦ ἡ τοῦ Πνεύματος Χάρις πάσης πηγῆς ἀναβλύζει, δι᾿ ἧς καὶ τὸ ἄῤῥητον κάλλος τοῦ Θεοῦ μας διδάσκει.

Καὶ ἂν ἡμεῖς δὲν φθάσωμεν ἐκεῖ, πάλιν θὰ μᾶς φέρῃ ἡ εὐχὴ εὐλογίας, παρηγορίαν, εὐχαρίστησιν, συγχώρησιν, σωτηρίαν, «ἐκάστῳ ὡς συμφέρει».

.............

Τέλος, ἂς ἴδωμεν καὶ πῶς βιοῦται ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἡ προσευχή.

Λέγει ἕνας ἀσκητὴς ἁγιορείτης (δὲν λέγω τὸ ὄνομά του, διότι ζῇ): «Ἄχ! εἰκοσιτέσσαρες ὧρες τὸ εἰκοσιτετράωρον δὲν μοῦ φθάνουν νὰ προσεύχωμαι!» Νιώθετε, τί προσευχὴ κάνει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος; Ἀντιλαμβάνεσθε πόσον ἔχει ἡδύτητα, ἐφ᾿ ὅσον τὰ μάτια του καὶ ἡ καρδιά του νοερῶς στρέφονται ὁλονὲν πρὸς τὸν Θεόν; Ὅποιος δοκιμάση τὴν γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι θὰ λέγῃ καὶ αὐτός.

Ναί, προσεύχονται εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, μέσα εἰς τὰ Μοναστήρια καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ Μοναστήρια. Μορφαὶ μεγάλαι ἀνεδείχθησαν τὰ τελευταία χρόνια, ὅπως ὁ Δανιὴλ ὁ Κατουνακιώτης, ὁ Καλλίνικος ὁ Ἡσυχαστὴς καὶ τόσοι ἄλλοι.

Ἕνας ἰδικός μας μοναχός, ποὺ ἐκοιμήθη ἐδῶ καὶ ὀλίγα χρόνια, ὁ γερο-Ἀρσένιος, ὁ εὐλογημένος, οὔτε νὰ κοιμηθῇ δὲν ἤθελε, ἀλλὰ ἐκρέματο ἀπὸ κάτι σχοινιά - κρεμαστήρας - καὶ προσηύχετο ἀκουμβῶν εἰς ἓν ξύλον διὰ νὰ προσεύχεται, ὅπως καὶ πάμπολλοι μοναχοὶ ἔπραττον. Ὅταν προσηύχετο καὶ ἔκαμε μετανοίας, κτυποῦσε τὸ κεφάλι του εἰς τὸ πάτωμα. Ἔλεγεν: «Εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ δὲν θ᾿ ἀκούῃ τὴν προσευχήν μου ὁ Θεός- ν᾿ ἀκούῃ τουλάχιστον τὰ κτυπήματα τῆς κεφαλῆς μου. H ἁμαρτία μου εἶναι τόση, ποὺ δὲν βγαίνει ἡ εὐχὴ ἀπὸ τὸ λαρύγγι μου». Καὶ εἶχε μίαν χαράν! Συνεχῶς προσηύχετο. Νὰ ἐβλέπατε τὸ πρόσωπόν του. Ἂν ἐβλέπατε πῶς ἐκοιμήθη, θὰ ἐλέγατε: «Ἀλήθεια, μακάριος ὁ θάνατος ἑνὸς ὁσίου».

Ἕνας ἄλλος μοναχός, προσευχόμενος μίαν νύκτα, μέσα εἰς τὴν ἀκολουθίαν, ὁ νοῦς του ξέφυγε καὶ ἐπέταξεν ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν, ἐπῆγεν εἰς τὰ βουνὰ καὶ εἰς τὰ λαγκάδια, ἀγνάντεψε τὰ δένδρα, τὰ λουλούδια, τὰ ψάρια τῆς θαλάσσης, τὰ βουνά, τὰ νησιά, ἐπεσκόπευσε τὴν γῆν καὶ τὸν οὐρανόν, καὶ εἶδε καὶ ἤκουσεν, ὅτι ὅλα δοξολογοῦν τὸν Θεόν. Ἀπὸ τὴν ἡμέραν ἐκείνην δὲν ἠμποροῦσε νὰ σταθῇ καθόλου- καὶ ἀπὸ τοὺς ὀξυδρόμους ὀφθαλμούς του δὲν ἐσταμάτησαν τὰ δάκρυα- εἶδε καὶ ἔλεγεν ὅτι ἡ ἄψυχος κτίσις ἐκχέει τὰ δάκρυά της μὲ τὴν δοξολογίαν- «καὶ ἐγώ, ποὺ ἔχω ψυχήν, εἶμαι μέσα εἰς τὴν ἁμαρτίαν».

Εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος δὲν ἔλειψαν ποτὲ οἱ ἡσυχαστικοὶ καὶ νηπτικοὶ μοναχοί, ἀδιακόπως ἕως σήμερα. Ἂς μνημονεύσωμεν ἐδῶ καὶ τὸν ἅγιον Σιλουανόν, ποὺ ἡ ζωή τοΥ ἦτο διαρκὴς καὶ ἀστείρευτος προσευχή.

Τὰ τελευταῖα χρόνια ἕνας ἄλλος ἀσκητής, ὁ Γερό-Ἰωσὴφ ὁ Σπηλαιώτης, ἀφιέρωσε τὴν ζωήν του εἰς τὴν εὐχήν, τὴν ὁποίαν ἐρρόφησε βαθειά, τὴν ἔκανε ἰσχὺν αὐτοῦ καὶ τὴν ἔζησε μὲ ἓν βίωμᾳ γλυκείας ἐντρυφήσεως τοῦ Παραδείσου. Πολλοὶ καὶ τώρα εἶναι πνευματικά του ἔγγονα.

Ἀπὸ τὸ Ὄρος μετεδόθη πανταχοῦ ἡ νοερὰ προσευχή. Ἀπ᾿ ἐδῶ διέδωσεν ὁ ἁγιορείτης Παΐσιος Βελιτσκόφσκι τὴν εὐχὴν εἰς τοὺς Σλαύους. Ὠσαύτως ὁ π. Σωφρόνιος, ἁγιορείτης καὶ αὐτός, εἰς τὴν Εὐρώπην.

Ἐπέδρασεν ὁ Ἄθως καὶ εἰς τὸν Ἅγιον Ἀθανάσιον τῶν Μετεώρων, εἰς τὸν Ἅγιον Διονύσιον Ὀλύμπου, ποὺ ἐνέπνευσαν πολλοὺς ἄλλους. Δὲν ἀριθμοῦνται. Συμεὼν Μονοχίτων, Ἰάκωβος ὁ Γέρων, ἅγιος Θεωνᾶς, Κολλυβᾶδες. Ἡ εὐχὴ ἔτρεξεν εἰς ὅλον τὸν κόσμον. Ἔτσι εἰς τὴν Ρωσίαν ἔχομεν Ἅγια Ὄρη! Καὶ εἰς τὴν Σερβίαν ἔχομεν Ἅγια Ὄρη! Ὅπου καὶ ἂν πάῃ κανείς. Σήμερον ἔχομεν καὶ εἰς τὴν Εὐρώπην Μοναστήρια ἀπὸ ἁγιορείτας, οἱ ὁποῖοι τί ἄλλο κάνουν, ἀπὸ τὸ νὰ διαδίδουν τὴν νοερὰν προσευχὴν ὅσον δύνανται.

...............

Τί θὰ ἦτο, ἀγαπητοί μου, ἡ ζωή μας χωρὶς τὴν προσευχὴν αὐτήν;

Καὶ τί εἶναι ὁλόκληρος ὁ κόσμος χωρὶς τὴν εὐχήν;

Μία καρδιὰ ποὺ δὲν ἔχει τὴν προσευχὴν αὐτήν, μοῦ φαίνεται, ὅτι ὁμοιάζει μὲ μίαν νάϋλον σακκούλα, ποὺ βάζεις τώρα κάτι μέσα, ἀλλὰ ποὺ θὰ σχισθῇ γρήγορα καὶ θὰ τὴν πετάξῃς.

Ἐκεῖνο ποὺ νοηματίζει τὴν ζωὴν ὅλην καὶ τὴν ὕπαρξίν μας, διότι δίδει τὸν Θεόν, εἶναι ἡ προσευχή μας.

Λέγουν, ὅτι θὰ ἔλθῃ ἡ συντέλεια τῆς ζωῆς, ὅταν σταματήσουν νὰ προσεύχωνται οἱ ἄνθρωποι. Ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν νὰ σταματήσουν ποτὲ νὰ προσεύχωνται; Ὄχι, διότι πάντοτε θὰ ὑπάρχουν οἱ ἀγαπῶντες τὸν Κύριον. Καὶ ὅσον τοιαῦται ψυχαὶ ὑπάρχουν, δὲν θὰ χαθῇ ὁ κόσμος. H προσευχὴ ἡ ἀδιάλειπτος τὸν ποτίζει μυστικά.

Ἀντιθέτως κάποτε θὰ ἀνακαινισθῇ ὁ κόσμος καί, ὅπως ἕως τώρα συνώδινε καὶ συνωδίνει μετὰ τοῦ ἀνθρώπου διὰ τὴν φθορὰν τῆς φύσεως, τότε ποὺ θὰ γίνῃ καινὴ γῆ καὶ καινοὶ οὐρανοί, θὰ συναγάλλε
ται ἐπὶ τῇ αἰωνίῳ εὐφροσύνῃ καὶ δόξῃ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μέσα εἰς τὴν θεϊκὴν φωτοχυσίαν.


πηγή

Λόγος εἰς τὸν Τίμιον καὶ Ζωοποιὸν Σταυρόν Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς




Ὁ Σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ προαναγγελλόταν καὶ προτυπωνόταν μυστικῶς ἀπὸ παλαιὲς γενεὲς καὶ κανεὶς ποτὲ δὲν συμφιλιώθηκε μὲ τὸ Θεὸ χωρὶς τὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ. Πραγματικὰ μετὰ τὴ προγονικὴ ἐκείνη παράβαση στὸ παράδεισο τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ δένδρου, ἡ μὲν ἁμαρτία ἀναπτύχθηκε, ἐμεῖς δὲ πεθάναμε, ἔχοντας ὑποστεῖ τὸ θάνατο τῆς ψυχῆς καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ σωματικὸ θάνατο, ποὺ εἶναι ὁ ἀπὸ τὸ Θεὸ χωρισμός της.

Ὁ Θεὸς εἶναι πνεῦμα καὶ αὐταγαθότης καὶ ἀρετὴ καὶ αὐτοῦ κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση εἶναι τὸ δικό μας πνεῦμα. Γιὰ νὰ ἀνανεωθεῖ καὶ φιλιωθεῖ ὁποιοσδήποτε μὲ τὸ Θεὸ κατὰ τὸ πνεῦμα, πρέπει νὰ καταργηθεῖ ἡ ἁμαρτία. Τοῦτο εἶναι ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου.

Πολλοὶ φίλοι τοῦ Θεοῦ μαρτυρήθηκαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ νόμο, χωρὶς νὰ ἔχει φανεῖ ἀκόμα ὁ Σταυρός. Ὁ Δαβὶδ λέγει: ἀπὸ ἐμένα τιμήθηκαν ὑπερβολικὰ οἱ φίλοι σου, Θεέ» (Ψαλμ. 138,16). Πῶς λοιπὸν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ἦταν φίλοι τοῦ Θεοῦ πρὶν ἀπὸ τὸ Σταυρὸ; Διότι ἐνεργεῖτο σὲ αὐτοὺς τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ.

Ἂς ἀρχίσουμε πρῶτα ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ. Ὁ Θεὸς τοῦ εἶπε: Ἔβγα ἀπὸ τὴ γῆ σου καὶ τὴ συγγένειά σου καὶ ἔλα στὴ γῆ ποὺ θὰ σοῦ δείξω». Δὲν εἶπε ποὺ θὰ σοῦ δώσω, ἀλλὰ ποὺ θὰ σοῦ δείξω. Αὐτὸς ὁ λόγος φέρει μέσα του τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ.

Πρὸς τὸν Μωυσῆ δέ, ὅταν ἔφυγε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἀνέβηκε στὸ ὄρος τοῦ εἶπε ὁ Θεός: «λύσε τὸ ὑπόδημα ἀπὸ τὰ πόδια σου». Τοῦτο εἶναι ἄλλο μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Νὰ λύσει τὸ ὑπόδημα ἀπὸ τὰ πόδια, νὰ ἀποθέσει τοὺς δερμάτινους χιτῶνες μέσα στοὺς ὁποίους ἐνεργεῖ ἡ ἁμαρτία καὶ ἀποσπᾶ ἀπὸ τὴν ἁγία γῆ. Νὰ μὴ ζεῖ πλέον κατὰ σάρκα καὶ στὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ νὰ καταργηθεῖ καὶ νὰ νεκρωθεῖ ἡ ἀντικειμένη στὸ Θεὸ ζωή. Ὅπως λέγει ὁ θεῖος Παῦλος νὰ σταυρώσει κανεὶς τὴ σάρκα μαζὶ μὲ τὰ παθήματα καὶ τὶς ἐπιθυμίες.

Ἐπειδὴ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ φύγουν τελείως ἀπὸ μᾶς τὰ πονηρὰ πάθη καὶ ὁ κόσμος τῆς ἁμαρτίας καὶ νὰ μὴ ἐνεργοῦν σέ μᾶς συλλογιστικά, ἐὰν δὲν φθάσουμε στὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ ἡ θεωρία τοῦ εἴδους αὐτοῦ ποὺ σταυρώνει γιὰ τὸ κόσμο ἐκείνους ποὺ τὴν ἀξιώθηκαν. Ἔτσι καὶ ἡ στὴ περίπτωση τοῦ Μωυσῆ ἐκείνη θεωρία τῆς καιομένης καὶ μὴ κατακαιομένης βάτου ἦταν μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, μεγαλύτερο καὶ τελειότερο ἀπὸ τὸ μυστήριο ἐκεῖνο τὸ καιρὸ τοῦ Ἀβραάμ. Ἄραγε λοιπὸν ὁ μὲν Μωυσῆς ἐμυήθηκε τὸ τελειότερο μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὁ δὲ Ἀβραὰμ ὄχι;

Στὸν Ἀβραὰμ ποὺ ἀξιώθηκε τὴ θαυμασιωτέρα θεοπτία, ὅταν εἶδε τὸν ἕνα τρισυπόστατο Θεὸ στὴ Βαλανιδιὰ τοῦ Μαβρῆ (Γεν. 18,1), ἐνεργήθηκε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ ὅταν θυσίαζε τὸ γιό του Ἰσαάκ. Ὁ Ἰσαὰκ ἦταν ὁ ἴδιος τύπος ἐκείνου ποὺ προσηλώθηκε σ᾿ αὐτόν, ἀφοῦ ἔγινε ὑπήκοος στὸ πατέρα του μέχρι θανάτου, ὅπως ὁ Χριστός. Καὶ τὸ κριάρι ποὺ τοῦ δόθηκε σὲ σφαγὴ ὑπὲρ ἡμῶν, καὶ τὸ φυτό, στὸ ὁποῖο ἦταν τὸ κριάρι δεμένο, εἶχε τὸ μυστήριο τοῦ τύπου τοῦ Σταυροῦ, γι᾿ αὐτὸ καὶ λεγόταν Σαβέκ, φυτὸ ἀφέσεως, ὅπως καὶ ὁ Σταυρὸς λεγόταν ξύλο σωτηρίας.

Ἐνεργοῦσε δὲ τὸ μυστήριο καὶ ὁ τύπος τοῦ Σταυροῦ καὶ στὸν Ἰακώβ, τὸ γιὸ τοῦ Ἰσαάκ, διότι αὔξησε τὰ ποίμνιά του μὲ ξύλα καὶ ὕδωρ. Τὸ ξύλο λοιπὸν προετύπωνε τὸ σταυρικὸ ξύλο, τὸ δὲ ὕδωρ τὸ θεῖο βάπτισμα ποὺ περικλείει μέσα του τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ. Ὁ Ἰακὼβ καὶ ὅταν προσκυνοῦσε ἕως τὸ ἄκρο τῆς ράβδου του καὶ ὅταν εὐλογοῦσε τοὺς ἐγγονούς του (Γεν. 48,9-20), ὑπεδήλωνε ἀκόμη καθαρότερα τὸν τύπο τοῦ Σταυροῦ.

Ὅπως λοιπὸν στὸν μὲν Ἀβραὰμ ἐνεργοῦσε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὁ δὲ γιός του Ἰσαὰκ ἦταν τύπος τοῦ ὕστερα σταυρωθέντος, ἔτσι πάλι στοῦ Ἰακὼβ τὸ βίο ὁλόκληρο ἐνεργοῦσε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὁ Ἰωσὴφ δὲ ὁ γιὸς τοῦ Ἰακὼβ ἦταν τύπος καὶ μυστήριο τοῦ Θεανθρώπου Λόγου ποὺ ἀργότερα πρόκειτο νὰ σταυρωθεῖ. Διότι ἀπὸ φθόνο ὁδηγήθηκε καὶ αὐτὸς πρὸς τὴ σφαγὴ καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς κατὰ σάρκα συγγενεῖς. Ἐὰν δὲ δὲν σφάχθηκε, ἀλλὰ πωλήθηκε ὁ Ἰωσὴφ καὶ οὔτε ὁ Ἰσαὰκ σφάχθηκε δὲν εἶναι περίεργο, γατὶ αὐτοὶ δὲν ἦσαν ἡ ἀλήθεια, ἀλλὰ τύπος τῆς μελλοντικῆς ἀληθείας. Ἡ σφαγὴ προεφανέρωνε τὸ κατὰ σάρκα πάθος τοῦ Θεανθρώπου, ἡ δὲ ἀποφυγὴ τοῦ πάθους προεφανέρωνε τὸ ἀπαθὲς τῆς Θεότητος.

Ἂς ἐπανέλθουμε στὸ Μωυσῆ ποὺ σώθηκε ὁ ἴδιος μὲ ξύλο καὶ ὕδωρ, ὅταν ἐκτέθηκε μέσα σὲ ἕνα καλάθι στὰ ρεύματα τοῦ Νείλου, ποὺ ὅπως εἴπαμε προεφανέρωνε τὸ Σταυρὸ καὶ τὸ βάπτισμα. Προχωρώντας ὁ Μωυσῆς προανέδειξε σαφέστατα τὸν τύπο ἀκόμη καὶ τὸ σχῆμα τοῦ Σταυροῦ καὶ τὴ σωτηρία δι᾿ αὐτοῦ τοῦ τύπου. Γιατὶ ἀφοῦ ἔστησε ὄρθια τὴ ράβδο, ἅπλωσε πάνω σὲ αὐτὴν τὰ χέρια του καὶ σχηματίζοντας ἔτσι τὸν ἑαυτό του σταυρικῶς πάνω στὴ ράβδο, κατατρόπωσε τοὺς ἐχθρούς. (Ἐξ. 17, 8). Ἐπίσης τοποθετώντας τὸ χάλκινο φίδι πλάγια πάνω σὲ σημαία, ἀναστηλώνοντας τὸ τύπο τοῦ Σταυροῦ, παρήγγειλε στοὺς δαγκαμένους ἀπὸ φίδια Ἰουδαίους νὰ τὸν βλέπουν καὶ ἔτσι νὰ θεραπεύονται ἀπὸ τὰ δαγκώματα τῶν φιδιῶν.

Δὲν θὰ ἐπαρκέσει ὁ χρόνος νὰ διηγοῦμαι σὲ πόσους ἄλλους ἐνεργοῦσε τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ὅπως περὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ τῶν ἔπειτα ἀπὸ αὐτῶν κριτῶν καὶ προφητῶν, τοῦ Δαβὶδ καὶ τῶν μετέπειτα, οἱ ὁποῖοι ἀνέκοψαν ποταμούς, σταμάτησαν τὸν ἥλιο, κατεδάφισαν πόλεις ἀσεβῶν, ἔγιναν νικηφόροι στὸ πόλεμο, ἀπέφυγαν θάνατο ἀπὸ μαχαίρι ἢ ἀπὸ φωτιὰ ἢ ἀπὸ λιοντάρια, ἔλεγξαν βασιλεῖς, ἀνέστησαν νεκρούς, ἔφεραν ξηρασία καὶ πάλι ὅταν τὸ ζήτησαν ἔφεραν βροχὴ καὶ ὅλα ὅσα ἀναφέρει ὁ θεῖος Παῦλος γιὰ τὴ πίστη ἰδιαίτερα στὸ Σταυρό, ποὺ εἶναι δύναμις Θεοῦ γιὰ μᾶς τοὺς σωζομένους, ἐνῶ εἶναι μωρία γιὰ τοὺς ἀφανιζομένους.

Ἀλλὰ νὰ ἀφήσουμε ὅλους μὲ τὸ παλαιὸ νόμο, καὶ νὰ πᾶμε στὸν ἴδιο τὸ Κύριο, γιὰ τὸν ὁποῖο καὶ διὰ τοῦ ὁποίου ἔγιναν τὰ πάντα, ὁ ὁποῖος ἔλεγε πρὶν ἀπὸ τὸ Σταυρό: ὅποιος δὲν παίρνει τὸ σταυρό του γιὰ νὰ μὲ ἀκολουθήσει, δὲν εἶναι ἄξιός μου», καὶ ὅποιος θέλει νὰ ἔλθει πίσω μου, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, ἂς σηκώσει τὸ σταυρό του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθήσει».

Ἡ ἐντολὴ διατάσσει νὰ ἀρνεῖται κανεὶς τὸ σῶμα καὶ νὰ σηκώνει τὸ σταυρό του. Τὸ ἔχουν τὸ σῶμα οἱ ζῶντες κατὰ Θεό, ἀλλὰ δὲν εἶναι πολὺ προσδεδεμένοι σὲ αὐτό, τὸ χρησιμοποιοῦν ὡς συνεργὸ στὰ ἀναγκαῖα, ἂν δὲ τὸ καλέσει ὁ καιρὸς εἶναι ἕτοιμοι νὰ τὸ προδώσουν καὶ αὐτό, ὅπως καὶ κτήματα καὶ ὅτι ἄλλα μέσα χρειασθοῦν. Τέτοιος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ, ὡς τέτοιος δέ, ὄχι μόνο στοὺς προφῆτες πρὶν συντελεσθεῖ, ἀλλὰ καὶ τώρα μετὰ τὴ τέλεσή του, εἶναι μυστήριο μέγα καὶ πραγματικὰ θεῖο. Πῶς; Διότι φαινομενικὰ μὲν παρουσιάζεται νὰ προξενεῖ ἀτίμωση στὸν ἑαυτό του αὐτὸς ποὺ ἐξευτελίζει τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν ταπεινώνει σὲ ὅλα, καὶ πόνο καὶ ὀδύνη, αὐτὸς ποὺ ἀποφεύγει τὶς σωματικὲς ἡδονές, αὐτὸς ποὺ δίνει τὰ ὑπάρχοντα καθίσταται αἴτιος πτωχείας στὸν ἑαυτό του. Διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ ὅμως αὐτὴ ἡ πτωχεία καὶ ἡ ὀδύνη καὶ ἀτιμία, γεννᾶ δόξα αἰώνια καὶ ἡδονὴ ἀνέκφραστη καὶ ἀνεξάντλητο πλοῦτο, τόσο στὸ παρόντα ὅσο καὶ στὸ μέλλοντα ἐκεῖνο κόσμο.

Τοῦτο λοιπὸν εἶναι ἡ σοφία καὶ δύναμη τοῦ Θεοῦ, τὸ νὰ νικήσει δι᾿ ἀσθενείας, τὸ νὰ ὑψωθεῖ διὰ ταπεινώσεως, τὸ νὰ πλουτίσει διὰ πτωχείας. Ὄχι μόνο δὲ ὁ λόγος καὶ τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ τύπος εἶναι θεῖος καὶ προσκυνητός, διότι εἶναι σφραγίδα ἱερά, σωστικὴ καὶ σεβαστή, ἁγιαστικὴ καὶ τελεστικὴ τῶν ὑπερφυῶν καὶ ἀπορρήτων ἀγαθῶν ποὺ ἐνεργήθηκαν στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὸ Θεό, ἀναιρετικὴ κατάρας καὶ καταδίκης, καθαιρετικὴ φθορᾶς καὶ θανάτου, παρεκτικὴ ἀϊδίου ζωῆς καὶ εὐλογίας, σωτηριῶδες ξύλο, βασιλικὸ σκῆπτρο, θεῖο τρόπαιο κατὰ ὁρατῶν καὶ ἀοράτων ἐχθρῶν, ἔστω καὶ ἂν οἱ ὀπαδοὶ τῶν αἱρετικῶν φρενοβλαβῶς δυσαρεστοῦνται. Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου παριστάνει ὅλη τὴν οἰκονομία τῆς σαρκικῆς παρουσίας καὶ περικλείει ὅλο τὸ κατ᾿ αὐτὴν μυστήριο, ἐκτείνεται πρὸς ὅλα τὰ πέρατα καὶ περιλαμβάνει ὅλα, τὰ ἄνω, τὰ κάτω, τὰ γύρω, τὰ ἐνδιάμεσα καὶ τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὀνομάζει φανερῶς ὕψος καὶ δόξα του, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἀνεβεῖ σὲ αὐτό, κατὰ τὴ μέλλουσα δὲ παρουσία καὶ ἐπιφάνειά του προαναγγέλλει ὅτι θὰ ἔλθει τὸ σημεῖο τούτου τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου μὲ πολλὴ δύναμη καὶ δόξα.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει πρὸς τοὺς Κολοσσαεῖς: «ἐνῷ εἴσαστε νεκροὶ ἀπὸ τὰ παραπτώματα καὶ τὴν ἀκροβυστία τῆς σάρκας, σᾶς ἐζωοποίησε μαζί του, χαρίζοντάς σας ὅλα τὰ παραπτώματα, ἐξαλείφοντας τὸ χειρόγραφο ποὺ περιεῖχε τὶς ἐναντίον μας ἀποφάσεις, σηκώνοντάς το ἀπὸ τὴ μέση καὶ καρφώνοντάς το στὸ Σταυρό, ξεγυμνώνοντας δὲ τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες, τὶς διεπόμπευσε δημόσια θριαμβεύοντάς τες πάνω στὸ Σταυρό». (Κολ. 2,13).

Ἐμεῖς κλίνοντας τὰ γόνατα καὶ τὶς καρδιές, ἂς προσκυνήσουμε μαζὶ μὲ τὸν ψαλμωδὸ καὶ προφήτη Δαβὶδ (Ψαλμ. 131,7) στὸ τόπο ὅπου στάθηκαν τὰ πόδια του καὶ ὅπου ἐξαπλώθηκαν τὰ χέρια ποὺ συνέχουν τὸ σύμπαν καὶ ὅπου ἐτεντώθηκε γιὰ μᾶς τὸ ζωαρχικὸ σῶμα καὶ προσκυνώντας καὶ ἀσπαζόμενοι αὐτὸν μὲ πίστη, ἂς παίρνουμε πλούσιο τὸν ἀπὸ ἐκεῖ ἁγιασμὸ καὶ ἂς τὸν φυλάττουμε. Ἔτσι καὶ κατὰ τὴν ὑπερένδοξη μέλλουσα παρουσία τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, βλέποντας τὸν νὰ προηγεῖται λαμπρῶς, θὰ ἀγαλλιάζωμε καὶ θὰ χοροπηδοῦμε διαπαντός, διότι πετύχαμε τὴν ἀπὸ τὰ δεξιὰ θέση, σὲ δόξα τοῦ σαρκικῶς σταυρωθέντος γιὰ μᾶς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, στὸν ὁποῖο πρέπει δοξολογία μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΓΟΝΤΙΚΑΚΗΣ: ΟΙ ΨΕΥΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ

15Οι ψεύτικοι χαρισματούχοι οικειοποιούνται τα κατά φαντασίαν χαρίσματά τους. Επαίρονται γι’ αυτά. Φροντίζουν για την προβολή και «αξιοποίηση» τους. Δημιουργούν ομάδες και κλειστούς κύκλους οπαδών από παρόμοια μ’ αυτούς άτομα, που ρέπουν προς την πλάνη, το σχίσμα και την αίρεση. Στηρίζονται στον εαυτό τους, και όχι για χάρη της Εκκλησίας.
Οι οπαδοί τους με φορτικότητα διαφημίζουν τις αρετές των αρχηγών τους, για να αγρεύσουν οπαδούς και να αυτοδιαφημιστούν ως μαθητές τέτοιων διακεκριμένων δασκάλων».
Η νοσηρή τους ευσεβοφάνεια και προσποίηση διακρίνεται από μακριά, γιατί είναι κοινό το σύμπτωμα της αρρώστιας αυτής παντού και πάντοτε μέσα στην ιστορία της Εκκλησίας.
Αργά ή γρήγορα όμως φανερώνεται πόση αλήθεια είχαν οι προφητείες τους και πόση σοβαρότητα οι διαφημιζόμενες αρετές τους.

Εν αντιθέσει με τους πλανεμένους, που έχουν εντυπωσιασθεί από την πνευματική τους ανωτερότητα, την οποία θέλουν πάση θυσία να διασώσουν και να προβάλλουν, υπάρχουν οι αληθινοί ταπεινοί και κεχαριτωμένοι, που τρέφονται και αναπτύσσονται πνευματικά μέσα στην Εκκλησία, ζώντες «συν πάσι τοις αγίοις». Αυτοί δεν υπολογίζουν τον εαυτό τους. Τον θεωρούν ένα σκουπίδι, «πάντων περίψημα έως άρτι».
Γι’ αυτό, δέχονται χαρίσματα, που τα κρατούν αδιάφθορα και τα διατηρούν, χωρίς να το γνωρίζουν. Φροντίζουν με μία παιδική και ταυτόχρονα θεϊκή τρυφερότητα τους άλλους.
Είναι η δόξα της Εκκλησίας και η παρηγοριά όλου του κόσμου.
πηγή

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 11, 2013

Πρόσκληση πνευματικής αντίστασης στα Μνημόνια!...


Σήμερα μόνο (9 Σεπτ. 2013) άκουσα αυτό το κείμενο από το ραδιοσταθμό της Πειραϊκής Εκκλησίας. Πρόκειται για μια εγκύκλιο που εξέδωσε αρχές Αυγούστου ο μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής π.Νικόλαος, με κεντρικό σημείο τηνκαταπάτηση της αργίας της Κυριακής, αλλά στην ουσία αποτελεί σάλπισμα ορθόδοξης αντίστασης.
Ίσως εκείνοι που θεωρούν προτιμότερη αντίσταση τις διαδηλώσεις, διαφωνήσουν με την εκτίμησή μου. Προσωπικά, θεωρώ προτιμότερη αντίσταση την πνευματική μας πρόοδο, που θα μας κάνει ν' αντισταθούμε και στους δρόμους - και στα γραφεία και στα μαγαζιά και στα σπίτια μας - όχι μόνο χωρίς φόβο, αλλά και χωρίς πάθος. Μια αντίσταση ανόρθωσης, όχι κατάπτωσης. Γιατί δε βρισκόμαστε μόνο σε μια περίοδο προδοσίας και κατοχής της χώρας (πάντα ήταν έτσι, αλλά ήμασταν αφελείς και ανώριμοι) αλλά και προδοσίας και κατοχής της ψυχής μας και της ψυχής των δικών μας.
Ακολουθεί ολόκληρη η εγκύκλιος του Μητροπολίτη Μεσογαίας:

Ήδη βρισκόμαστε στην περίοδο του Δεκαπενταυγούστου και καθώς καθημερινά ψάλλουμε τους κανόνες της Παρακλήσεως στην Παναγία μας, ο πόνος και η ελπίδα εναλλάσσονται στην καρδιά μας. 

Η θλίψη και η αίσθηση του αδιεξόδου για τα γήϊνα, τα καθημερινά αλλά και τα κοινωνικά και εθνικά μας θέματα, όταν δεν τα απωθούμε, κυριολεκτικά μας πνίγουν. 

 
Φθάσαμε σε μία κατάσταση όπου οι διαχειριστές της ζωής και της ιστορίας μας μας έχουν απογοητεύσει. Το μόνο που καταφέρνουν να κάνουν είναι να καταργούν τη λογική, να ξερριζώνουν κάθε στοιχείο της επιβίωσής μας και να ξηλώνουν κάθε κλωστή από το κέντημα του πολιτισμού και των αξιών μας. 
Η παιδεία έχει συστηματικά απογυμνωθεί από την παράδοση και τις αξίες της ιστορίας και του πολιτισμού μας. Η οικογένεια δέχεται και αυτή νομοθετικά χτυπήματα που απεργάζονται τη διάλυσή της. Η πολυτεκνία φορολογείται, η πίστη περιθωριοποείται, η ελευθερία καταργείται. 

Και τώρα τελευταία, κάποιοι αποφάσισαν να φορολογήσουν και τον Θεό που αυτοί φαίνεται πως δεν πιστεύουν, αλλά στον Οποίο και μόνον Αυτόν εμείς ελπίζουμε. Τα πάντα ερμηνεύονται με οικονομικές παραμέτρους, ακόμη και οι τελευταίες εναπομείνασες πνευματικές μας σταθερές. 

 
Μόλις πριν από λίγες μέρες, παρά τις κραυγές αγωνίας της Ιεράς Συνόδου και αρκετών Μητροπολιτών, αγνοώντας και τις διαμαρτυρίες των συνδικάτων των εργαζομένων, τελικά κατάφεραν νομοθετικά να αποδυναμώσουν και την από αιώνων και από Θεού καθιερωμένη αργία της Κυριακής. 
Η πράξη αυτή χτυπάει και την ψυχή και την φύση μας και τις κοινωνικές αντοχές μας. Μας απομυζούν τον χρόνο του Θεού, τον χρόνο της ανάπαυσης, και μας στερούν τον χρόνο να ζήσουμε λίγες στιγμές μαζί ως οικογένεια. Ο κατήφορος, αγαπητοί μου, φαίνεται πως δεν έχει τελειωμό. Ούτε και ο παραλογισμός όρια. «Μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι». 

 
Ήδη φτιάχνεται ένας λαός που ενοχλείται από την θέα των ναών και τους ήχους των καμπανών. Οι αγιασμοί και οι ευλογίες περιορίζονται. Το μάθημα των θρησκευτικών είτε διαστρέφεται είτε αποβάλλεται από την εκπαίδευση των παιδιών ως ανεπιθύμητο. 
Μέχρι σήμερα, οι γιορτές μας όλες είναι θρησκευτικές, εκκλησιαστικές.  Θα μας τις αλλάξουν. Καταβάλλεται προσπάθεια να αποβληθεί από τη ζωή μας κάθε τι που θυμίζει τον Θεό. Και το όνομά Του ενοχλεί. Αυτό εύκολα βλασφημείται και πολύ δύσκολα ομολογείται. 
 
Το μόνο που μας μένει είναι να αφυπνισθούμε και να αντιδράσουμε. Όχι βέβαια με εμπαθείς και κοσμικούς τρόπους, ούτε πάλι για να αναχαιτίσουμε τον εγκληματικό κατήφορο. Αυτό δεν θα το καταφέρουμε. Αυτό που μας μένει και μπορούμε να καταφέρουμε είναι να κρατήσουμε τη μαγιά της πίστης και του αυτοσεβασμού μέσα μας καθαρή και τη φλόγα της ομολογίας αναμμένη. 
Αυτός είναι ο λόγος που ερχόμαστε στις Παρακλήσεις. Η προσευχή μας στην Παναγία Μητέρα μας και για τα προβλήματά μας και για τη ζωή μας, κυρίως όμως για το έθνος και την πίστη μας πρέπει να βγει και φέτος πύρινη από το βάθος της ψυχής μας. Αυτό είναι το πρώτο. 

Αλλά και η απάντησή μας στην προσπάθεια κατάργησης της Κυριακής αργίας πρέπει να είναι δυναμική και πνευματική. 
  
α. Με περισσότερο ζήλο εφ’ εξής να αγιάζουμε την Κυριακή μας. Με προθυμία, ανελλιπώς κάθε Κυριακή, να προσερχόμαστε στους ναούς μας, μάλιστα πιο νωρίς τώρα. Η κατάνυξη και η ευλάβεια, η μυστηριακή συμμετοχή, η τάξη και ευπρέπεια, είναι ανάγκη όσο ποτέ άλλοτε να επιβληθούν στις ακολουθίες μας. Επίσης, η παρακολούθηση ομιλιών που καλλιεργούν και ενισχύουν την πίστη, η πνευματική μελέτη, η τόνωση του κατηχητικού έργου, η ελεημοσύνη είναι δράσεις που αγιάζουν την Κυριακή, που την καθιστούν μέρα ξεχωρισμένη για τον Κύριο και την ψυχή μας. 
β. Όσοι έχουμε μαγαζιά δεν πρέπει επ’ ουδενί να υποχωρήσουμε στον πειρασμό να τα ανοίγουμε. Να μην το κάνετε, αδελφοί μου. Ούτε μετά την εκκλησία. Η Κυριακή είναι η ημέρα του Κυρίου. Του αξίζει ολόκληρη. Η αργία της Κυριακής είναι ιερή. Και να είστε σίγουροι ότι αν αυτό το κάνετε για τον Θεό, δεν θα σας αφήσει. Θα απαντήσει στη ζωή σας με σημεία και ευλογίες που δεν μπορείτε να φανταστείτε. Δοκιμάστε και θα δείτε. 

γ. Κανένας από μας δεν θα πρέπει να κάνει τα ψώνια του την Κυριακή. Όπως ζήσαμε μέχρι τώρα, έτσι θα συνεχίσουμε να μη συμμετέχουμε στην ασέβεια. Η αργία καταργείται όχι μόνον από τον έμπορο αλλά και από τον πελάτη. Και 

δ. Όλοι μαζί σαν ένα σώμα θα πρέπει να στηρίξουμε τους εμπόρους που σέβονται τον Θεό και δεν παραβιάζουν την αργία της Κυριακής. Από αυτούς να ψωνίζουμε. Με τον τρόπο αυτόν, και αυτοί θα βοηθηθούν και εμάς θα ευλογήσει ο Θεός. 

 
Τέλος, ελπίζω η κυρία αντιπεριφερειάρχης μας, γνωστή για τον σεβασμό της στα ιερά και τα αυτονόητα, να κάνει αυτό που της αναλογεί, πειθαρχώντας περισσότερο στον Θεό και τη λογική των ιερών αξιών παρά στις κομματικές επιλογές που ίσως της προτείνουν. 
Καλό είναι να ακούσει όχι μόνο τη φωνή των αχόρταγων καταναλωτών αλλά και τον στεναγμό των μικρών και ανίσχυρων εργαζομένων και έτσι από τα γραφεία της 
Περιφέρειας να βρεθεί στο κέντρο της ζωής μας. Εξ άλλου αυτό το δικαίωμα της δίνει και ο νόμος. 
Ο Θεός μαζί μας και βοήθειά μας η Παναγία μας. 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...