Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Ιουλίου 27, 2014

Ο φύλακας άγγελος αποχωρεί απο το Ναό, όπου λειτουργούν αιρετικοί!

[Ἡ μετάφραση καὶ τὰ σχόλια μὲ πλάγια καὶ ἐντὸς
εἰσαγωγικῶν, εἶναι τοῦ ἁγιορείτη μοναχοῦ
Νικοδήμου Μπιλάλη
Ὁ Μ. Βασίλειος μὲ τὴν ἐπιστολή του αὐτή, ἀπαντᾶ στοὺς πρεσβυτέρους τῆς Νικοπόλεως, ποὺ ἦτο Μητρόπολις τῆς Μικρᾶς Ἀρμενίας. Ἡ ἐπιστολή –ποὺ ἐγράφη σὲ καιρὸ αἱρέσεως– περιέχει κάποιες ἀλήθειες, ποὺ εἶναι χρήσιμες στὸν καιρὸ τῆςΠαναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς), τῆς ἐσχάτης αἱρέσεως τῆς ἱστορίας (π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος), τῆς «πιὸ μεγάλης αἱρέσεως, ποὺ ἔχει μέσα της ὅλες τὶς αἱρέσεις» (μητροπ. Γόρτυνος Ἱερεμίας).
Τὸ πρόβλημα ποὺ ἀντιμετώπιζαν τότε οἱ πιστοὶ τῆς Νικοπόλεως ἦταν ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος Φρόντων «ἐγκατέλειψε τὴν Ὀρθοδοξίαν, γενόμενος ὄργανον τῶν Ἀρειανῶν, χάριν τοῦ “δυστήνου δοξαρίου”» (“Δύστηνον δοξάριον”=ἀθλία καὶ ποταπὴ δόξα. Ἡ φράσις ἔχει γίνει παροιμιώδης καὶ λέγεται περὶ τῆς ἀρχιερατικῆς ράβδου, ἤτοι τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος).
Οἱ Νικοπολίτες, ὅμως, δὲν τὸν ἀποδέχτηκαν ὡς Ἐπίσκοπο, καὶ γι’ αὐτή τους τὴ στάση ὁ Μ. Βασίλειος τοὺς ἐπαινεῖ· τοὺς διαβεβαιώνει ταυτόχρονα ὅτι ὁ Φρόντων «διὰ τῆς παρούσης διαγωγῆς του παρέσχε σαφεστάτην ἀπόδειξιν τῆς ὅλης ζωῆς του, ὅτι δηλαδὴ οὐδέποτε ἔζη μὲ τὴν ἐλπίδα εἰς τὰς περὶ τοῦ μέλλοντός μας ὑποσχέσεις τοῦ Κυρίου.Τοὐναντίον, ὅ,τιδήποτε καὶ ἂν ἔπραττεν ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα ἔργα, ἀκόμη καὶ τοὺς λόγους περὶ τῆς πίστεως καὶ τὴν ἐπίδειξιν εὐλαβείας, ὅλα τὰ ἐχρησιμοποίει διὰ νὰ ἐξαπατᾶ ὅσους τὸν συνανεστρέφοντο».
Στὴν συνέχεια ὁ Μ. Βασίλειος προτρέπει νὰ μὴ καταθλίβονται ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονός, διότι ἂν ἔφυγε ὁ Φρόντων καὶ ἕνας δυὸ μαζί του «αὐτοὶ εἶναι ἀξιοθρήνητοι λόγῳ τῆς πτώσεώς των, ἐνῶ τὸ ἰδικόν σας (ἐκκλησιαστικὸ) σῶμα παραμένει ὁλόκληρον μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ. Διότι πράγματι καὶ τὸ μέλος (ὁ Φρόντων) τὸ ὁποῖον κατέστη ἄχρηστον ἀπεκόπη (ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίας, ἔστω κι ἂν δὲν εἶχε καθαιρεθεῖ ἀκόμα ἀπὸ κάποια Σύνοδο) καὶ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο παραμένει (οἱ ὑπόλοιποι πιστοί) δὲν ἐκολοβώθη».
Καὶ σχολιάζει ἐδῶ ὁ ἀείμνηστος γέρων Νικόδημος:«Χαρακτηριστικὴ ἡ ἄποψις τοῦ Μ. Β. διὰ τὸ βαθύτατον ἐκκλησιολογικόν της νόημα. Ἡ ἔκπτωσις–ἀποκοπὴ μέλους ἢ μελῶν ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας δὲν σχίζει” τὸ σῶμα αὐτῆς, τὸ ὁποῖον παραμένει ὁλόκληρον καὶ “ἀκολόβωτον”. Ἡ Ἐκκλησία παραμένει Μία καἰ ἀκεραία–ἀδιαίρετος, ἐφ’ ὅσον μόνον παραμένει “στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας” (Α΄ Τιμ. 3, 15), ἀντιθέτως πρὸς τὰ ἐκπεσόντα εἰς αἵρεσιν μέλη, τὰ ὁποῖα καθίστανται “νεκρά”.
Ἐντεῦθεν φαίνεται πόσον ἕωλος καὶ ψευδὴς εἶναι ἡ “οἰκουμενιστικὴ” “κε(αι)νοφωνία” περὶ τῆς λεγομένης“θεωρίας τῶν κλάδων”, ὅτι δηλαδὴ αἱ σύγχρονοι αἱρέσεις τῆς Δύσεως (Παπισμὸς καὶ αἱ ἐξ  αὐτοῦ ἀποσπασθεῖσαι προτεσταντικαὶ παραφυάδες) ἀποτελοῦν “ζῶντας κλάδους” τῆς Μίας Ἁγίας Ἐκκλησίας, πρὸς“ἐπανίδρυσιν” τῆς ὁποίας ἐργάζεται ὁΟἰκουμενισμός.
Καὶ συνεχίζει ὁ Μ. Βασίλειος:
«Ἐὰν ἐξ ἄλλου σᾶς λυπῇ τὸ ὅτι ἐξεδιώχθητε ἀπὸ τοὺς τοίχους (τῶν ναῶν), ὅμως “θὰ ἐκκλησιάζεσθε (ἤδη) κάτω ἀπὸ τὴν σκέπην τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ” καὶ ὁ φύλαξ Ἄγγελος(*) τῆς Ἐκκλησίας σας (τὸν μὲν Ναὸν ἐγκατέλειψε, ἐσᾶς δὲ) σᾶς ἔχειἀκολουθήσει.
Ἑπομένως εἰς κενοὺς οἴκους συναθροίζονται καθημερινῶς καὶ ἐξ αἰτίας τῆς διασπορᾶς τοῦ λαοῦ ἑτοιμάζουν διὰ τοὺς ἑαυτούς των βαρεῖαν καταδίκην. Ἐὰν πάλιν ἡ περίστασις ἀπαιτεῖ καὶ κάποιαν ταλαιπωρίαν, ἔχω πεποίθησιν εἰς τὸν Κύριον ὅτι αὕτη δὲν θὰ καταλήξῃ εἰς τὸ κενόν. Συνεπῶς ὅσον περισσοτέρους πειρασμοὺς θὰ ἀντιμετωπίσετε, τόσον πλουσιότερον μισθὸν θὰ ἀναμένετε ἀπὸ τὸν Δίκαιον Κριτήν. Μήτε λοιπὸν νὰ δυσφορῆτε ἐξ αἰτίας τῶν παρόντων γεγονότων μήτε νὰ ἀπελπίζεσθε».
* * *
Καὶ σήμερα ὑπάρχει αἵρεση καὶ αἱρετικοί. Εἶναι ὁ Οἰκουμενισμὸς καὶ οἱ Οἰκουμενιστές, ποὺ ἅγιοι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ ἡ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, ἀποκαλεῖ μεγάλη, ἐσχάτη Παναίρεση, ποὺ συγκεντρώνει ἐν ἑαυτῇ ὅλες τὶς ἄλλεςαἱρέσεις (αἱρετικὲς δοξασίες, δηλαδή, καταδικασμένες ἀπὸΟἰκουμενικὲς Συνόδους).
Καὶ ὅπως τότε, κάποιοι Ἐπίσκοποι (ὅπως ἐδῶ ὁ Φρόντων) ἐγίνοντο ὄργανα τῶν Ἀρειανῶν, ἔτσι καὶ σήμερα κάποιοι Ὀρθόδοξοι Πατριάρχες καὶ Ἐπίσκοποι γίνονται ὄργανα καὶ τῶν Παπικῶν, καὶ τῶν Προτεσταντῶν καὶ τῶνΟἰκουμενιστῶν!
Τότε, ὅμως, κάποιοι ἀκολουθοῦσαν τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ διέκοπταν τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς (ποὺ δὲν εἶχαν ἀκόμα καθαιρεθεῖ ἀπὸ Σύνοδο).
Σήμερα ὅμως, ὅποιος ἐφαρμόζει τὴν Πατερικὴ Παράδοση λοιδωρεῖται καὶ διώκεται ἀκόμα καὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ διδάσκουν ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς συγκεντρώνει ἐν ἑαυτῷ ὅλες τὶς ἄλλες αἱρέσεις.
Ἂς ἐλπίσουμε ὅτι τὰ Οἰκουμενιστικὰ καμώματα ποὺ ξεδιάντροπα πλέον καὶ χυδαία παρελαύνουν στὶς τηλεοράσεις, τὰ ἱστολόγια, τὰ περιοδικὰ καὶ τὰ βιβλία θὰ ξυπνήσουν τοὺς κοιμωμένους.
__________________
(*) Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειο, καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος παρόμοια θέση διετύπωσε. Ὅταν εἶχε καταδικαστεῖ ὁ ἅγιος ἀπὸ τὴ σύνοδο στὴ Δρῦ ζήτησε ἀπὸ τὸν λαὸ ποὺ παρευρίσκονταν στὸ ναὸ νὰ προσευχηθοῦν λίγο πρὶν ἀναχωρήσει γιὰ τὴν ἐξορία:
«Ἐλᾶτε, εἶπε, κι ἀφοῦ προσευχηθοῦμε ἂς συνταχθοῦμε μὲ τὸν ἄγγελο τῆς Ἐκκλησίας».
Νὰ συνταχθοῦμε μὲ τὸν ἄγγελο τῆς ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος μᾶς βεβαιώνει μὲ τὴ γνωστή του σαφήνεια, ὅτι παίρνει τὰ “πράγματά” του κι ὁ ἄγγελος καὶ φεύγει κι αὐτὸς μαζί μας ὅταν οἱ ἐκκλησιαστικὲς προδιαγραφὲς ἀλλοιώνονται.
Καθὼς κι ὁ βιογράφος του Παλλάδιος στὴ συνέχεια ἀναφέρει:
«Συνεξῆλθε μαζί του [μὲ τὸν ἅγιο] καὶ ὁ ἄγγελος τῆς ἐκκλησίας, ἐπειδὴ δὲν ὑπέφερε τὴν ἐρημία της, γιὰ τὴν ὁποία εἶχαν ἐργαστεῖ οἱ ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες τῶν πονηρῶν πνευμάτων, οἱ ὁποῖες κατάντησαν τὴν ἐκκλησία ἁμαρτωλὸ θέατρο».
Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης παρόμοια θέση διετύπωσε, ὅταν ρωτήθηκε, ἂν μποροῦν νὰ μπαίνουν γιὰ νὰ προσευχηθοῦν σὲ ναοὺς στοὺς ὁποίους λειτουργοῦσαν οἱ αἱρετικοί. Ὁ ἅγιος, ἀφοῦ μνημόνευσε τὰ λόγια του Μ. Βασιλείου ποὺ ἀναφέραμε πιὸ πάνω, ἀπάντησε ἀποκλείοντας τέτοιο ἐνδεχόμενο καὶ πρόσθεσε ὅτι οἱ ναοὶ αὐτοὶ ἔχουν ἐρημωθεῖ. Ἀπὸ τότε, λέει, ποὺ μπῆκε ἡ αἵρεση ἔφυγε (“πέταξε” λέει ἐπὶ λέξει) ὁ ἄγγελος καὶ ἔγινε κοινὸ σπίτι ὁ ναός.
Οἱ πληροφορίες αὐτὲς ἀπὸ τὴν ἱστοσελίδα:http://megalomartys.wordpress.com

Ὁλόκληρη ἡ ἐπιστολὴ 238 (ΣΛΗ΄) τοῦ Μ. Βασιλείου:
«ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΑΙΣ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΙΣ
Ἐδεξάμην τὰ γράμματα τῆς εὐλαβείας ὑμῶν, καὶ οὐδὲν ἔσχον καινότερον τῶν ἐγνωσμένων ἤδη παρ' αὐτῶν διδαχθῆναι. Καὶ γὰρ ἔφθασεν ἡ φήμη εἰς πᾶσαν τὴν περιοικίδα, τοῦ παρ' ὑμῖν καταπεσόντος τὴν αἰσχύνην περιαγγέλλουσα, ὃς ἐπιθυμίᾳ δόξης κενῆς τὴν αἰσχίστην ἑαυτῷ συνήγαγεν ἀτιμίαν καὶ εὑρέθη τῶν μὲν ἐπὶ τῇ πίστει μισθῶν διὰ τὴν φιλαυτίαν ἐκπεσών, αὐτὸ δὲ τὸ δύστηνον δοξάριον, οὗ ἐπιθυμήσας ἐπράθη τῇ ἀσεβείᾳ, οὐκ ἔχων διὰ τὸ δίκαιον μῖσος τῶν φοβουμένων τὸν Κύριον. Ἀλλὰ ἐκεῖνος μὲν τοῦ παντὸς ἑαυτοῦ βίου ἐναργέστατον ἐξήνεγκε δεῖγμα ἐκ τῆς νῦν προαιρέσεως, ὅτι οὐδέποτε ἔζη ἐπ' ἐλπίδι τῶν ἀποκειμένων ἡμῖν ἐπαγγελιῶν παρὰ τοῦ Κυρίου· ἀλλὰ εἴ τι αὐτῷ ἐπραγματεύετο τῶν ἀνθρωπίνων καὶ ῥήματα πίστεως καὶ πλάσμα εὐλαβείας, πάντα πρὸς τὴν τῶν ἐντυγχανόντων ἀπάτην ἐπετηδεύετο. Ὑμᾶς δὲ τί καταπονεῖ τὸ συμβάν; Τί χείρους ἑαυτῶν γεγόνατε παρὰ τοῦτο; Ἔλειψεν εἷς ἐκ τοῦ πληρώματος ὑμῶν· εἰ δὲ καὶ συναπῆλθέ που ἄλλος εἷς ἢ δεύτερος, ἐλεεινοὶ τοῦ πτώματος οὗτοι, ὑμῶν δὲ τὸ σῶμα ὁλόκληρόν ἐστι τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι. Καὶ γὰρ καὶ τὸ ἀχρειωθὲν ἀπερρύη καὶ οὐκ ἐκολοβώθη τὸ μένον. Εἰ δὲ ἀνιᾷ ὑμᾶς ὅτι τῶν τοίχων ἐξεβλήθητε, ἀλλ' ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεσθε καὶ ὁ ἄγγελος ὁ τῆς Ἐκκλησίας ἔφορος συναπῆλθεν ὑμῖν. Ὥστε κενοῖς τοῖς οἴκοις ἐγκατακλίνονται καθ' ἑκάστην ἡμέραν, ἐκ τῆς διασπορᾶς τοῦ λαοῦ βαρὺ ἑαυτοῖς τὸ κρίμα κατασκευάζοντες. Εἰ δέ τις καὶ κόπος ἐστὶν ἐν τῷ πράγματι, πέπεισμαι τῷ Κυρίῳ μὴ εἰς κενὸν ὑμῖν ἀποβήσεσθαι τοῦτο. Ὥστε ὅσῳ ἂν ἐν πλείοσι πειρατηρίοις γένησθε, τοσούτῳ πολυτελέστερον τὸν παρὰ τοῦ δικαίου Κριτοῦ μισθὸν ἀναμένετε. Μήτε οὖν δυσφορεῖτε τοῖς παροῦσι μήτε ἀποκάμνετε τῇ ἐλπίδι. Ἔτι γὰρ μικρὸν ὅσον ὅσον, ἥξει πρὸς ὑμᾶς ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν καὶ οὐ χρονιεῖ».

Ἡ προστασία τῶν ἁγίων Ἀγγέλων καί ἡ ψυχική ἰατρεία τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος


(Ὁμιλία τοῦ ἀειμνήστου Ἁγιορείτου Ἡγουμένου π.Γεωργίου Καψάνη)

Δικαίως ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία τιμᾶ κάθε Δευτέρα, ἀλλά καί στίς 8 Νοεμβρίου κάθε ἔτος τή μνήμη τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων Μιχαήλ καί Γαβριήλ καί πασῶν τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων διά πολλούς λόγους. Πρῶτον, διότι ἔκαμαν καί κάμουν τελείαν ὑπακοήν εἰς τό Ἅγιον Θέλημα τοῦ Κυρίου. Δεύτερον, διότι περιεχόμενο τῆς ζωῆς τους, τῆς ὑπάρξεώς τους εἶναι ἡ ἀέναος δοξολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Τρίτον, διότι ὑπηρετοῦν τήν σωτηρίαν ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων. Δεῖγμα κι αὐτό τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὄχι μόνον ἔκανε τόσα δῶρα στό ἀνθρώπινο γένος, ἀλλά καί τοῦτο οἰκονόμησε νά ὑπάρχουν λειτουργικά πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα χάριν τῶν σωζομένων.

Γιά ὅλους αὐτούς τούς λόγους τιμοῦμε τούς Ἁγίους Ἀγγέλους καί Ἀρχαγγέλους, τά λειτουργικά πνεύματα καί νιώθουμε ὅτι μέσα στήν Ἁγία Ἐκκλησία εἴμαστε ἕνα. «Κοινή πανήγυρις» λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀνθρώπων καί ἀγγέλων, μία χοροστασία, μία λειτουργία. Εἶναι παρόντες στίς συνάξεις τῆς Ἐκκλησίας ἤ καί ἀόρατοι, ἀλλά εἶναι παρόντες, προΐστανται τῶν πιστευόντων. Μᾶς βοηθοῦν μέ τίς πρεσβεῖες καί προστασίες τους καί εἶναι πάντοτε κοντά μας καί μάλιστα ὁ φύλακας Ἄγγελος τῆς ψυχῆς μας.
Τούς εὐχαριστοῦμε καί τούς παρακαλοῦμε νά γίνουμε κι ἐμεῖς μιμηταί τῆς πολιτείας των, καθόσον τό σχῆμα τῶν Μοναχῶν εἶναι τό ἀγγελικό σχῆμα καί πρέπει συνεχῶς νά τείνωμε εἰς ὁμοίωσιν τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων ἀγγέλων διά τῆς τελείας ὑπακοῆς στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τῆς συνεχοῦς λατρείας καί ἀναφορᾶς τῆς ζωῆς μας εἰς τόν Ἅγιον Θεόν καί τῆς διακονίας τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.
* * *
Εἰς τό Ἀπολυτικιο τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος τοῦ ὁποίου σήμερα ἐπιτελοῦμε τήν μνήμην, παρακαλοῦμε τόν Ἅγιον νά πρεσβεύῃ στόν Κύριο, διά τήν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν μας. Θά περίμενε κανείς ὅτι, ἀπό ἕνα τόσο μεγάλο ἰατρό, ὅπως εἶναι ὁ Ἅγιος Παντελεήμων, νά ζητούσαμε τήν ἰατρεία τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία ζητάει τήν ἴασι τῶν ψυχικῶν ἀσθενειῶν, τῶν παθῶν, οἱ ὁποῖες πολλές φορές εἶναι ἡ αἰτία τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν, ἀλλά καί οἱ ὁποῖες εἶναι καί οἱ χειρότερες, διότι οἱ μέν σωματικές ἀσθένειες μπορεῖ νά κάνουν καί καλό στόν ἄνθρωπο, ψυχικό καλό, νά τόν ὁδηγήσουν σέ μετάνοια, ἀλλά οἱ ἀσθένεις τῆς ψυχῆς τά πάθη δηλαδή, αὐτά ὁδηγοῦν στόν αἰώνιο θάνατο.
Γι' αὐτό καί πρῶτο μέλημα τῶν χριστιανῶν, καί ἰδίως τῶν Μοναχῶν, πρέπει νά εἶναι ὁ συνεχής ἀγών διά τήν κάθαρσι ἀπό τά πάθη καί τήν ἴασι τῶν ψυχικῶν ἀρρωστημάτων. Ἄν ἐμφανισθῇ μία ἀρρώστια σοβαρή καί ἀνίατη πολύ ἀνησυχοῦμε καί ψάχνουμε νά βροῦμε τούς καταλλήλους ἰατρούς, τά κατάλληλα φάρμακα, τά κατάλληλα νοσοκομεῖα, ἀκόμη καί στό ἐξωτερικό νά πᾶμε γιά νά γίνωμε καλά. Ἀλλά γιά τίς ἀρρώστιες τῆς ψυχῆς δέν ἀνησυχοῦμε ὅσο πρέπει νά ἀνησυχοῦμε. Καί ἀσφαλῶς ὅλοι μας, καί ἐμεῖς οἱ τοῦ τάγματος τῶν Μοναχῶν, δέν εἴμεθα ὑγιεῖς κατά πάντα. Ὑπάρχουν καί σέ μᾶς ἀρρωστήματα ψυχικά, τά ὁποῖα γνωρίζομε καί χρειάζεται νά τά ἐπισημάνωμε. Καλά εἶναι λοιπόν μέ πολύ πόνο νά, παρακαλέσωμε τόν Θεόν, πρίν φύγουμε ἀπό αὐτόν τόν κόσμο, διότι μετά θά εἶναι ἀργά, νά μᾶς θεραπεύσῃ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, τίς διάφορες ἀσθένειες τῆς ψυχῆς μας, πρεσβείαις τῶν Ἁγίων, τῆς Θεοτόκου καί κυρίως τοῦ σήμερον ἑορταζομένου μεγάλου ἰατροῦ τῆς ἀνθρωπότητος, τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος τοῦ ἀθλοφόρου καί ἰαματικοῦ. Ἀμήν.


Πηγή

Όταν ταπεινώνομαι μου κοστίζει.


Χθες κοινώνησα! Προσήλθα στην Αγία Τράπεζα με πολύ πόλεμο.Μέχρι την τελευταία στιγμή ο πονηρός ήταν μπροστά.Κήρυγμα δεν έκανα.Οι ιερείς - αρχιμανδρίτες τσακώθηκαν. Τέλος νίκησε ο αγαθός άγγελος και η ειρήνη του Θεού ήλθε.
Φίλησα το χέρι, συνεξηγήθημεν.Κοινώνησα.δόξα τη μακροθυμία Σου κύριε.

Σήμερα πάλι πόσο ένοιωσα τον εαυτό μου να θίγεται όταν υποβιβάζεται. Άκου λέξη που έγραψα: υποβιβάζεται. Μα που είμαι; Ποια είναι τα ύψη μου τα ονειρώδη; Μεγάλε Ταπεινέ,η χθεσινή θεία Κοινωνία ας δώσει να κλείσει αυτή η πληγή.
Πρέπει να το ομολογήσω. Όταν ταπεινώνομαι μου κοστίζει. πιστεύεις Νίκο, πιστεύεις στο εγώ σου και στη ανύπαρκτη αξία σου. Τι ωραίος ιεραπόστολος!!...
Κύριε ελέησον!

μητροπολίτης Χαλκίδος 
+ Νικόλαος Σελέντης

το είδαμε εδώ

Κυριακή Ζ΄ Ματθαίου. Ο Απόστολος της Κυριακής. Του Αγίου Μεγαλομάρτυρος και Ιαματικού Παντελεήμονος


῾Μνημόνευε ᾽Ιησοῦν Χριστόν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ᾽ (Β´ Τιμ. 2, 8) 
α. Τόν ῾καλόν στρατιώτην ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ᾽ μεγαλομάρτυρα ἅγιο Παντελεήμονα τόν ἰαματικό πού τιμᾶ ἐνδόξως σήμερα ἡ ᾽Εκκλησία μας φωτίζει τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς, παρμένο ἀπό τήν ποιμαντική λεγόμενη ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου τήν Β´ πρός Τιμόθεον. ῞Οσα προτρεπτικά λέει ὁ ἀπόστολος γιά τόν μαθητή καί συνεργάτη του ἅγιο Τιμόθεο τά βλέπουμε ἐφαρμοσμένα ἤδη στόν ἅγιο Παντελεήμονα: ἡ δύναμή του ἦταν ἡ χάρη τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ,
κακοπάθησε ὡς καλός στρατιώτης ᾽Εκείνου, ἀθλήθηκε νόμιμα, ἡ διαρκής μνήμη του ἦταν ὁ ἀναστημένος ᾽Ιησοῦς Χριστός. Κι ἡ ᾽Εκκλησία μας βεβαίως τά στοιχεῖα αὐτά πού μᾶς ὁδηγοῦν στή σωτηρία μας μᾶς τά προβάλλει ἔντονα, προκειμένου νά κρίνουμε τόν ἑαυτό μας πάνω σ᾽ αὐτά καί νά πορευόμαστε ἀντιστοίχως στή ζωή μας. Κατεξοχήν μάλιστα ἡ μνήμη μας πρέπει νά εἶναι διαρκῶς στόν ἀναστημένο ἀπό τούς νεκρούς ᾽Ιησοῦ Χριστό καί ἀπόγονο τοῦ Δαβίδ. ῾Μνημόνευε ᾽Ιησοῦν Χριστόν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ᾽.


β. 1. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος δέν μᾶς καλεῖ μέσω τῆς προτροπῆς του στόν ἅγιο Τιμόθεο νά μνημονεύουμε τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό ὡς ἕνα πρόσωπο τῆς ἱστορίας γιά παιδαγωγικούς σκοπούς. ῾Η προτροπή του δηλαδή δέν ἔχει τήν ἔννοια μίας ἀνάμνησης πού ἀναπλάθει ἀπό τό παρελθόν ἕνα πρότυπο γιά παραδειγματισμό, ὅπως τό βλέπουμε νά συμβαίνει στίς διάφορες ἐπετείους σπουδαίων ἱστορικῶν γεγονότων ἤ ἀκόμη καί στή μνήμη τῶν ἁγίων τῆς ᾽Εκκλησίας. Κι αὐτό γιατί μία τέτοια μνημόνευση σημαίνει ὅτι τό πρόσωπο ἤ τό γεγονός ἀνήκει στό παρελθόν κι ἐπειδή ἔχει κάποια ἰδιαίτερη ἀξία θέλουμε νά τό προβάλλουμε ὡς καθοδηγητικό στοιχεῖο καί γιά τή δική μας ζωή στό παρόν.

῾Η προτροπή τοῦ ἀποστόλου ἔχει πολύ μεγαλύτερο βάθος κι ἐκφράζει τήν πίστη τοῦ ἴδιου καί τῆς ᾽Εκκλησίας γιά τό ποιός εἶναι ὁ ᾽Ιησοῦς Χριστός καί ποιά εἶναι ἡ σχέση μας μέ ᾽Εκεῖνον. ῾Ο ᾽Ιησοῦς Χριστός πού πρέπει νά μνημονεύουμε εἶναι ὁ ῾ἐγηγερμένος ἐκ νεκρῶν᾽, δηλαδή εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πού μέ τήν ἀνάστασή Του φανέρωσε τή θεότητά Του ὡς Κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, καί ταυτοχρόνως εἶναι τέλειος ἄνθρωπος ὡς καταγόμενος ῾ἐκ σπέρματος Δαυΐδ᾽. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἀπόστολος καλεῖ νά μνημονεύουμε ᾽Εκεῖνον πού εἶναι ζωντανός καί διαρκῶς παρών στή ζωή μας καί τή ζωή σύμπαντος τοῦ κόσμου, συνεπῶς καλεῖ νά ἔχουμε ἀνοικτά τά μάτια τῆς πίστης, γιά νά βλέπουμε τήν πραγματικότητα πού ζοῦμε στήν ᾽Εκκλησία: τόν Χριστό ὡς Θεό καί ἄνθρωπο πού μᾶς προσέλαβε στόν ῾Εαυτό Του καί μᾶς ἕνωσε μέ τόν Θεό.



2.  Μέ ἄλλα λόγια ἡ μνημόνευση αὐτή τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ συνιστᾶ τήν αὐτονόητη ἐν πίστει κίνηση τοῦ μέλους τῆς ᾽Εκκλησίας, τοῦ βαπτισμένου καί χρισμένου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ζώντας τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στήν ὕπαρξή του ὡς ἐνδεδυμένος ᾽Εκεῖνον - ῾ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε Χριστόν ἐνεδύσασθε᾽ - Τόν ἀναπνέει ὅπως ἀναπνέει κανείς τόν ἀέρα γιά νά ζήσει. ῞Οταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος σημειώνει ὅτι πρέπει νά μνημονεύουμε περισσότερο τόν Θεό ἀπό τό νά ἀναπνέουμε - ῾μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον᾽ -, δηλαδή ἡ μνημόνευσή του εἶναι περισσότερο κι ἀπό θέμα ζωῆς καί θανάτου, αὐτό ἀκριβῶς σημειώνει: χωρίς Χριστό δέν ὑπάρχει ἀληθινή καί πραγματική ζωή. Χωρίς Χριστό ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα ζωντανό πτῶμα. Τήν ἴδια ἔννοια ἔχει καί τό ῾ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε᾽ πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος σέ κάποια ἄλλη ἐπιστολή του.

Κι εἶναι περιττό βεβαίως νά τονίσουμε καί πάλι ὅτι μία τέτοια μνημόνευση ὡς ἀναγκαία γιά τήν ἴδια τήν πνευματική ζωή προϋποθέτει τήν ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ὁ πιστός δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναφερθεῖ στόν Κύριο ὡς Θεό καί ἄνθρωπο, ἄν δέν τόν φωτίζει ἐν προκειμένῳ τό ἴδιο τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Μόνον ὁ ἐνεργούμενος ἀπό τή χάρη ᾽Εκείνου φθάνει στό ὑπέρ φύσιν σημεῖο πίστης καί ἀποδοχῆς τῆς θεανθρωπότητάς Του, κάτι πού ἐξόχως σημειώνει ὁ ἀπόστολος: ῾Οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον ᾽Ιησοῦν εἰ μή ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ᾽.  ῎Ετσι ἡ μνημόνευση τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, κατά τόν ἀπόστολο, εἶναι ἡ  ἐπιβεβαίωση τῆς ὕπαρξης στήν καρδιά τοῦ πιστοῦ τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τόν καθοδηγεῖ νά βιώνει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ ὡς Πατέρα: τό ῾Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ᾽ παραπέμπει εὐθέως στό ῾ἀββᾶ ὁ Πατήρ᾽.



3. Τά παραπάνω ἐξηγοῦν εὔκολα  γιατί ἡ ᾽Εκκλησία μας ἀπαρχῆς μέ τούς ἁγίους θεοπνεύστους Πατέρες της θεώρησε ὅτι ἡ κατεξοχήν προσευχή πού συμπυκνώνει κάθε προσευχή της καί συνιστᾶ μία συνοπτική ὁμολογία πίστης της εἶναι τό ῾Κύριε ἐλέησον᾽ ἤ μέ τήν πιό ἀνεπτυγμένη μορφή του τό ῾Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ, Υἱέ καί Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν᾽. Σ᾽ αὐτήν τή μονολόγιστη λεγόμενη προσευχή ἔχουμε τήν ἐπακριβή ἐπιβεβαίωση τῆς προτροπῆς τοῦ ἀποστόλου Παύλου: μνημονεύουμε καί ἐπικαλούμαστε τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό ὡς Θεό καί ἄνθρωπο, ὁ ῾Οποῖος ἦλθε στόν πεσμένο στήν ἁμαρτία κόσμο, προκειμένου νά μᾶς σώσει. Τό ἔλεός Του εἶναι ἡ ἀπάντηση στή διαστροφή τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει μάλιστα συναίσθηση αὐτῆς καί τοποθεῖται ἐν ταπεινώσει ἀπέναντί Του. Γι᾽ αὐτό καί ὄχι μόνο στίς ἀκολουθίες τῆς ᾽Εκκλησίας ἀλλά καί σέ κάθε ἐπίπεδο τῆς ζωῆς τό ῾Κύριε ἐλέησον᾽ συνοδεύει ὄχι μόνο τόν μοναχό – ἡ ῾ἀποκλειστικότητα᾽ αὐτή δέν συνάδει πρός τήν ἐκκλησιαστική πίστη - ἀλλά καί τόν κάθε βαπτισμένο χριστιανό. Σέ διαφωνία πάνω στό θέμα αὐτό γιά παράδειγμα ἑνός μοναχοῦ μέ τόν  μεγάλο Πατέρα τῆς ᾽Εκκλησίας ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος ἐν ἀντιθέσει πρός τόν μοναχό ὑποστήριζε ὅτι ἡ μνημόνευση τοῦ Χριστοῦ εἶναι γιά ὅλους τούς πιστούς μικρούς καί μεγάλους, ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίστηκε στόν μοναχό γιά νά τοῦ πεῖ ὅτι ἡ ἀλήθεια βρίσκεται στόν ἅγιο Γρηγόριο.



4. Τό μόνο πού ἀπαιτεῖται νά κατανοήσουμε οἱ πιστοί εἶναι ὅτι ἡ μνημόνευση τοῦ Χριστοῦ δέν γίνεται κατά τρόπο ἐξωτερικό καί τυπικό. Οἱ ῾τεχνικές᾽ τῆς εὐχῆς τοῦ Χριστοῦ ἤ ἡ ἐπανάληψη τοῦ ἁγίου ὀνόματός Του σάν κάτι τό μαγικό πόρρω ἀπέχουν ἀπό αὐτό πού ζεῖ ἡ ᾽Εκκλησία μας καί λέει ὁ ἀπόστολος. ῾Η μνημόνευση τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ, ὅπως εἴπαμε, καί μέ θερμότητα ἀγάπης πρός τό πανάγιο πρόσωπό Του. ῾Η ἀγάπη μας πρός τόν Χριστό, τόν ᾽ἐξ Οὗ καί δι᾽ Οὗ καί εἰς ῞Ον τά πάντα ἔκτισται᾽, θέτει σέ ἐνέργεια κατά τρόπο αὐξητικό τή χάρη τῆς μνήμης Του καί ἡ ἀγάπη αὐτή ἀποτελεῖ τό ῾κλειδί᾽ τῆς συνεχοῦς ἐπανάληψης τοῦ ὀνόματός Του. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ἡ μνήμη Του καί ἡ ἀδιάκοπη ἐπίκλησή Του προϋποθέτει τήν τήρηση τῶν ἁγίων Του ἐντολῶν. Πιστός πού ἐπικαλεῖται τόν Κύριο χωρίς νά ὁδεύει κατά τίς ἐντολές Του, κατεξοχήν τήν ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπό του, μᾶλλον δουλεύει σέ ἀλλότριο δεσπότη καί ὄχι στόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό. ῾Ο λόγος τοῦ μεγάλου Πατέρα ἁγίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ ἐν προκειμένῳ εἶναι καταπέλτης: ῾᾽Εκεῖνος πού μπόρεσε νά ἀποκτήσει τήν τέλεια ἀγάπη καί νά ρυθμίσει σύμφωνα μέ αὐτήν ὄλην τή ζωή του, αὐτός ἐπικαλεῖται τόν Κύριο ᾽Ιησοῦ ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ᾽ (4η ἑκατ. Περί ἀγάπης).



γ. Δέν ὑπάρχει πιό ἰσχυρό ὅπλο στά χέρια μας ἀπό ῾τό ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα᾽ τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος ἐκφράζοντας καί τή δική του ζωή μᾶς παρακινεῖ σ᾽ αὐτό, ἡ ᾽Εκκλησία μας τό ἔχει ὡς τόν πιό μεγάλο καί ὑπερθαύμαστο θησαυρό της, τό θεμέλιο τῆς ὕπαρξής της. ῎Ας μάθουμε νά ἀναπνέουμε Αὐτόν πού συνιστᾶ τήν ἴδια τή ζωή μας καί ῾τήν ψυχή τῆς ψυχῆς μας᾽ (ὅσιος Μακάριος). Τότε θά μάθουμε ἐμπειρικά τό τί σημαίνει δύναμη πίστης καί φανέρωση τῆς Βασιλείας Του ἤδη ἀπό τόν κόσμο αὐτόν.

Ἡ δύναμι τῆς προσευχῆς +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος



«Ἐγενόμην ἐν Πνεύματι ἐν τῇ Κυριακῇ ἡμέρᾳ καὶ ἤκουσα φωνὴν ὀπίσω μου μεγάλην ὡς σάλπιγγος» (Ἀπ. 1,10)
Περίοδος Δ΄  - Ἔτος ΙΗ΄ Φλώρινα - ἀριθμ. φύλλου 7952
Κυριακὴ Ζ΄ Ματθαίου (Ματθ. 9,27-35) 27 Ἰουλίου 2014 (2001)
Συντάκτης (†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης

Ἡ δύναμι τῆς προσευχῆς



Ζ
οῦμε, ἀγαπητοί μου, σὲ μιὰ ἐποχὴ ἀπιστί ας καὶ ἀθεΐας. Οἱ περισσότεροι μπορῶ νὰ πῶ δὲν πιστεύουν. Μέσα στοὺς ἑκατὸ ἀνθρώ πους, ζήτημα σήμερα ἂν ἕνας πιστεύῃ εἰλικρινὰ στὸ Θεό. Οἱ ἄλλοι εἶνε ἀδιάφοροι, ἄπιστοι καὶ ἄθεοι.
Μοῦ ἔλεγε ἔνας παπᾶς μὲ δάκρυα, ὅτι εἶνε σαράντα χρόνια σ᾿ ἕνα χωριὸ μὲ πεντακόσες ψυχές. Καλὸς παπᾶς, δὲν ἔδωσε ποτέ ἀφορμὴ σκανδάλου. Χτυπᾷ τὴν καμπάνα κάθε Κυριακή, τοὺς προσκαλεῖ, πηγαίνει στὰ σπίτια τους. Καὶ ὅμως, ἂν πᾷς στὴν ἐκκλησιά, δὲν βρίσκεις παραπάνω ἀπὸ πέντε ἄντρες καὶ δέκα γυναῖκες· καὶ πολλὲς φορὲς τὸ καλοκαίρι δὲν ὑπάρχει οὔτε παιδὶ νὰ κρατήσῃ λαμπάδα. Ποῦ εἶνε; Δὲν ἐκκλησιάζονται.
Καὶ αὐτό, κατ᾿ ἀναλογίαν, γίνεται σχεδὸν παντοῦ. Κι ὅταν ὁ παπᾶς τοὺς λέει, Γιατί δὲν ἔρχεστε στὴν ἐκκλησία; ἀπαντοῦν· Τί νὰ κάνω στὴν ἐκκλησία;… Πηγαίνει στὸ καφφενεῖο, πηγαίνει στὴν ταβέρνα, πηγαίνει στὰ γήπεδα, πηγαίνει ἐκδρομές, πηγαίνει παντ οῦ, ἀλλὰ πόδια νὰ πάῃ στὴν ἐκκλησιὰ δὲν ἔχει. Καὶ μὲ αὐθάδεια λέει, Τί νὰ κάνω στὴν ἐκκλησία;…
Ἂν ὑπάρχῃ ὅμως ἕνα μέρος ποὺ εἶνε πιὸ ἀναγκαῖο ἀπὸ ὅλα νὰ πάῃ κανείς, αὐτὸ εἶνε ὁ ναὸς τοῦ Ὑψίστου. Ἐδῶ μέσα θὰ ᾿ρθῇς· ἐ δῶ θὰ βαπτισθῇς, ἐδῶ θὰ στεφανωθῇς, ἐδῶ ὁ παπᾶς γιὰ τελευταία φορὰ θὰ πῇ «Δεῦτε τε λευταῖον ἀσπασμὸν δῶμεν, ἀδελφοί, τῷ θανόν τι…» (Ἀκολ. νεκρώσ.). Ἐδῶ εἶνε τὰ ἅγια καὶ τὰ ἱερά· ἐ δῶ εἶνε οἱ ἅγιες εἰκόνες, ἐδῶ εἶνε οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἀρχάγγελοι, ἐδῶ εἶνε τὰ μυστήρια τῶν μυστηρίων, ἐδῶ ἀκούγεται τὸ Εὐαγγέλιο, τὰ πάγχρυσα λόγια τοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ μέσα ὅλοι μας, σὰν μιὰ οἰκογένεια, φωνάζουμε καὶ παρακαλοῦμε τὸ Θεὸ καὶ λέμε      «Κύριε, ἐλέησον».
Καὶ αὐτὸ τὸ «Κύριε, ἐλέησον», ποὺ μπορεῖ νὰ τὸ πῇ καὶ ὁ γέρος ὁ ἀσπρομάλλης καὶ ὁ ἀ -

«Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ…» (Ματθ. 9,27)

γράμματος καὶ ἀστοιχείωτος κ᾿ ἕνα μικρὸ παι δάκι ποὺ κρατάει στὴν ἀγκαλιά της ἡ μάνα, αὐ τὸ τὸ «Κύριε, ἐλέησον» κάνει θαύματα.
Ναί, θαύματα κάνει. Ποιός μᾶς τὸ λέει; Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.
* * *
Ὁ Χριστός, ἀγαπητοί μου, πῆγε, λέει, σὲ μιὰ πόλι. Χιλιάδες κόσμος μαζεύτηκε, «πατεῖς με - πατῶ σε». Πῆγαν ἀπὸ μιὰ περιέργεια, γιὰ νὰ δοῦν ποιός εἶν᾿ αὐτὸς ποὺ κάνει θαύματα. Ἤ θελαν νὰ δοῦν τὸ Χριστό. Ἄλλοι ἀνέβηκαν σὲ στέγες, ἄλλοι στὰ δέντρα κι ὅπου ἀλλοῦ μποροῦσαν.
Ξαφνικά, μέσα στὸν κόσμο, ἀκούστηκαν φω νὲς ποὺ ἔλεγαν «Κύριε, ἐλέησον»· «Ἐλέη σον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ»(Ματθ. 9,27).
Ποιός φωνάζει; κανένας πλούσιος; Ὁ πλού σιος πρέπει νὰ χά σῃ τὰ χρήματα, νὰ χρεωκοπήσῃ, νὰ γίνῃ ζητιάνος, καὶ τότε θὰ πῇ τὸ «Κύ ριε, ἐλέησον». Ποιός φωνάζει; κανένας δυ νατὸς ποὺ ἔχει ἀ ξιώματα; Οὔτε αὐτοὶ φωνάζουν· πρέπει νὰ πέ σουν ἀπὸ τὰ ἀξιώματά τους, καὶ τότε θὰ φωνάξουν «Κύριε, ἐλέησον». Ποιός φωνάζει; καν ένας ὑγιής, ποὺ δὲν αἰ- σθάνθηκε ποτέ του πόνο; Μπᾶ· ὅταν ἔχῃς γε ρὰ τὰ κόκκαλα καὶ τὰ πνευ μόνια καὶ τὴν καρδιά, Θεὸ δὲν ζητᾷς· ὅταν πέσῃς στὸ κρεβάτι καὶ σὲ πάρουν μέσα στὸ χειρουργεῖο καὶ εἶνε ἕτοιμο τὸ μαχαίρι τοῦ γιατροῦ νὰ σὲ κάνῃ κομμάτια, τότε φωνάζεις «Κύριε, ἐλέησον». Ποιός φωνάζει; οἱ χιλιάδες ἐκεῖνες τοῦ κόσμου, ἄντρες γυναῖκες παιδιά; Μόνο μιὰ φω νὴ ἀκούγεται σπαρακτικά. Ποιός φωνάζει; Δύο φτωχοί, δυστυχισμένοι καὶ τυφλοὶ ἄνθρωποι. Δὲν ἔβλεπαν καθόλου. Καὶ μόλις ἄκουσαν ὅτι μπαίνει ὁ Χριστὸς στὴν πόλι, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν νὰ δοῦν ποῦ εἶνε, ἄρχισαν μὲ τὰ στόματά τους νὰ φωνάζουν «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ». Καὶ τὸ φώναζαν διαρκῶς.
2
Ὁ Χριστὸς βάδιζε κ᾽ ἔκανε πὼς δὲν ἀκούει. Φτάνει καὶ μπαίνει σ᾿ ἕνα σπίτι. Σταμάτησαν ἆραγε τότε οἱ τυφλοί; Ὄχι. Συνέχισαν ἀπ᾿ ἔξω, σὰν σκυλάκια, νὰ φωνάζουν· «Κύριε, ἐ λέησον». Ὁ Χριστὸς δοκίμαζε τὴν πίστι τους. Ἅμα εἶδε τὴ μεγάλη ὑπομονή τους, τοὺς λέει· «Πιστεύετε, ὅτι μπορῶ νὰ σᾶς κάνω καλά;». «Ναί, Κύριε», ἀκούστηκε μέχρι τὰ ἄστρα ἡ φωνή τους(Ματθ. 9,28).
Τότε ὁ Χριστὸς –ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε– τί ἔκανε; Ἅπλωσε τὰ ἅγιά του χέρια ἐπάνω στὰ σβησμένα τους μάτια· κι ἀμέσως, ὅπως ἄλλοτε ἄναψε τὸν ἥλιο καὶ τὰ ἄστρα, ἔτσι τὴ στιγμὴ ἐκείνη δυὸ ζευγά ρια μάτια ἄνοιξαν, οἱ δύο ἄνθρωποι εἶδαν τὸ φῶς τους, καὶ ἔλεγαν χίλια εὐχαριστῶ. Κι ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη παντοῦ ὅπου πήγαιναν δι αλαλοῦσαν, ὅτι ὁ Χριστὸς τοὺς ἔκανε καλά.
* * *
Βλέπετε λοιπόν, ἀγαπητοί μου, τί κάνει τὸ «Κύριε, ἐλέησον»; Τὸ φώναξαν οἱ τυφλοί, τὸ ἄκουσε ὁ Χριστός, τοὺς σπλαχνίσθηκε καὶ τοὺς ἔκανε καλά.
–Μὰ ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; θὰ μοῦ πῆτε.
Ποῦ εἶνε ὁ Χριστός; Ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός, μέσα στὴν ἐκκλησία! Τὴν ὥρα ποὺ ἀκούγεται τὸ εὐαγγέλιο, τὴν ὥρα ποὺ βγαίνουν τὰ ἅγια, τὴν ὥρα ποὺ κρατάει ὁ παπᾶς τὸ δισκοπότηρο, τὴν ὥρα ποὺ κοινωνᾷς, ἐκεῖ εἶνε ὁ Χριστός. Ναί, αὐτὴ εἶνε ἡ πίστις μας. Κάθε ψίχουλο καὶ κάθε σταλαγματιὰ ἀπὸ τὸ ἅγιο δισκοπότηρο εἶνε ὁ Χριστός μας. Τὸ πιστεύεις; ἔλα στὴν ἐκκλησιὰ καὶ φώναξε τὸ «Κύριε, ἐλέησον».
Στὴ θεία λειτουργία τὸ λέμε πολλὲς φορές. Ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» μέχρι τὸ «Δι᾿ εὐχῶν…» πάνω ἀπὸ πενήντα φο ρὲς λέμε τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Ἀλλὰ πῶς τὸ λέμε; Δὲν ὑπάρχει κατάνυξις καὶ προσοχή.
Τὸ ἔλεγαν καὶ πρὶν διακόσα χρόνια, μὰ τὴν ὥρα ποὺ τὸ ἔλεγαν ἔκλαιγαν. «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ἡ χήρα. «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε τὸ ὀρφανό, «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ὁ σκλα βωμένος Ἕλληνας. «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ὁ τσομπάνος. «Κύριε, ἐλέησον», ἔλεγε ὁ χωριάτης. «Κύριε, ἐλέησον», τὸ ἔλεγαν ὅλοι. Ἀλ λὰ τὴν ὥρα ποὺ τὸ ἔλεγαν, τὸ πίστευαν ἀ κραδάντως. Τώρα δὲν πιστεύουμε.
Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἔφτανε τὸ «Κύριε, ἐ λέησον» νὰ κάνῃ θαῦμα. Ἔπεφτε λ.χ. ἀκρίδα στὸν κάμπο τῆς Θεσσαλίας καὶ δὲν ἔμενε τίποτε. Καὶ πήγαιναν στὰ Μετέωρα, ἔπαιρναν τὰ ἅγια λείψανα στὰ χέρια τους στὴν Καλαμ πάκα καὶ στὰ Τρίκαλα (εἶχαν ἀγάπη καὶ ὁμόνοια μεταξύ τους, νήστευαν τρεῖς μέρες, τὰ ἀντρόγυνα δὲν ἔσμιγαν), ἔκαναν λιτανεία καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ φώναζαν «Κύριε, ἐλέησον»· ἔ, δὲν περνοῦσε μέρα, καὶ ἕνας ἄνεμος ἔ- παιρνε τὶς ἀκρίδες, τὶς ἔρριχνε μέσα στὸ ποτάμι, στὸν Πηνειό, καὶ δὲν ἔμενε οὔτε μία. Νά τί κάνει τὸ «Κύριε, ἐλέησον», ὅταν κανεὶς πιστεύῃ πραγματικά.
Ἀλλοῦ πάλι ἔπεφτε χολέρα καὶ θέριζε τοὺς ἀνθρώπους. Ἑκατό, διακόσοι νεκροί! δὲν προλάβαιναν ν᾿ ἀνοίγουν τάφους. Καὶ πάλι νήστευαν, ἔκαναν λιτανεία μὲ τὰ ἅγια λείψανα τοῦ ὁσίου Νικάνορος καὶ ἄλλων ἁγίων, ἔ βγαιναν ἔξω στοὺς κάμπους καὶ στὰ βουνὰ παρακαλώντας τὸ Θεό, καὶ ἡ χολέρα κοβόταν μὲ τὸ μαχαίρι.
Καὶ ἀλλοῦ πάλι, ποὺ εἶχε ἀνομβρία καὶ δὲν ἔπεφτε σταλαγματιὰ καὶ ἡ γῆ ἦταν σὰν τὸ κεραμίδι, ἔβγαιναν πάλι ἔξω μὲ τὶς εἰκόνες καὶ τὰ λείψανα καὶ παρακαλοῦσαν. «Κύριε, ἐλέησον» ἔλεγαν μὲ τὴν καρδιά τους, κι ὁ οὐ- ρανὸς ἔβρεχε καὶ μούσκευε τὸ χῶμα.
Καὶ ἀλλοῦ, ποὺ γινόταν σεισμός, γονάτιζαν καὶ προσεύχονταν. «Κύριε, ἐλέησον» ἔλεγαν, καὶ σταματοῦσε ὁ σεισμός.
Δὲν εἶνε παραμύθια αὐτά· τὰ θυμοῦνται οἱ μεγαλύτεροι. Ζωντανὴ εἶνε ἡ θρησκεία μας· ἀρκεῖ μόνο νὰ ἔχουμε δυνατὴ πίστι.
* * *
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τί δύναμι ἔχει ἡ προσευχή, τὸ «Κύριε, ἐλέησον»;
Ἐδῶ εἶνε ὁ Χριστός μας. Καὶ ὅπως ρώτησε τοὺς δύο τυφλούς, ἔτσι ρωτάει κ᾿ ἐμένα, ρωτάει κ᾿ ἐσᾶς, ρωτάει ὅλους ἀνεξαιρέτως καὶ λέει· «Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;». Ἂς ἀπαντήσῃ ὁ λαός μας, ἂς ἀπαντήσουμε κ᾿ ἐ μεῖς. Ἂν ποῦμε μὲ τὴν καρδιά μας «Ναί, Κύριε», τότε τὰ ἄστρα θὰ κατεβοῦν στὴ γῆ. Τότε θὰ δοῦμε θαύματα μεγάλα.
Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Χριστό μας, νὰ μᾶς δώσῃ πίστι. Πίστι, ἀδέρφια μου, χρειαζόμαστε· πίστι σὰν ἐκείνη ποὺ εἶχαν οἱ δύο τυφλοί. Νὰ μᾶς δώσῃ πίστι, ὅπως εἶχαν οἱ πρόγονοί μας. Καὶ ὅταν ἔχουμε πίστι στὴν καρδιά, τότε φτάνει ἕνα «Κύριε, ἐλέησον» γιὰ νὰ γίνῃ τὸ θαῦμα. Τότε κ᾿ ἐδῶ στὴ γῆ θὰ ζήσουμε καλὰ καὶ εὐλογημένα, καὶ ὅταν κλείσουμε τὰ μάτια στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο, φτερὰ ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων θὰ μᾶς πᾶνε στὰ οὐράνια σκηνώματα. Καὶ ἐκεῖ, μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀγγέλους, θὰ ὑμνοῦμε αἰωνίως τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἰς αἰῶ νας αἰώνων.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος


Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ναὸ Ὁσίου Ναοὺμ Ἀρμενοχωρίου - Φλωρίνης τὴν 25-7-1971. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 22-7-2001, ἐπανέκδοσις 17-6-2014.

Ο Αποστολος και το Ευαγγέλιο της Κυριακής 27 Ιουλίου 2014 (Κυριακή Z´ Ματθαίου)

Το Αποστολικό Ανάγνωσμα 
Ἐπιστολή πρός Τιμόθεον Β' Β´ 1 - 10
Σὺ οὖν, τέκνον μου, ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, 2 καὶ ἃ ἤκουσας παρ’ ἐμοῦ διὰ πολλῶν μαρτύρων, ταῦτα παράθου πιστοῖς ἀνθρώποις, οἵτινες ἱκανοὶ ἔσονται καὶ ἑτέρους διδάξαι. 3 σὺ οὖν κακοπάθησον ὡς καλὸς στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ.
οὐδεὶς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις, ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέσῃ. ἐὰν δὲ καὶ ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ. 6 τὸν κοπιῶντα γεωργὸν δεῖ πρῶτον τῶν καρπῶν μεταλαμβάνειν. 7 νόει ὃ λέγω· δῴη γάρ σοι ὁ Κύριος σύνεσιν ἐν πᾶσι. 


8 Μνημόνευε Ἰησοῦν Χριστὸν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν, ἐκ σπέρματος Δαυίδ, κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου, 9 ἐν ᾧ κακοπαθῶ μέχρι δεσμῶν ὡς κακοῦργος· ἀλλ’ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται. 10 διὰ τοῦτο πάντα ὑπομένω διὰ τοὺς ἐκλεκτούς, ἵνα καὶ αὐτοὶ σωτηρίας τύχωσι τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ μετὰ δόξης αἰωνίου.

Ἀπόδοση
1 Συ λοιπόν, τέκνον μου, να ενδυναμώνεσαι με την χάριν, που δίδει ο Ιησούς Χριστός (δια να μένης πιστός εις αυτόν και εις εμέ, χωρίς να επηρεάζεσαι από το παράδειγμα εκείνων, που με εγκατέλειψαν). 2 Και αυτά που έχεις ακούσει και διδαχθή από εμέ, παρουσία πολλών μαρτύρων, αυτά να τα εμπιστευθής ως ανεκτίμητον θησαυρόν εις πιστούς και αξιοπίστους ανθρώπους, οι οποίοι θα είναι ικανοί και άλλους να διδάξουν τας αληθείας του Ευαγγελίου.
Συ λοιπόν κακοπάθησε σαν καλός στρατιώτης του Ιησού Χριστού. 4 Εχε δε υπ' όψιν σου, ότι κανείς, καθ' ον χρόνον υπηρετεί στρατιώτης, δεν περιπλέκεται εις τας μερίμνας και φροντίδας του βίου, δια να υπηρετή έτσι και να αρέση εις εκείνον, που τον εστρατολόγησε.
Εάν δε και συμμετέχη κανείς εις αθλητικούς αγώνας, δεν παίρνει ως βραβείον τον στέφανον, εάν δεν αγωνισθή κατά τρόπον νόμιμον.  
6 Ο γεωργός, που κοπιάζει δια την καλλιέργειαν του αγρού και την συγκομιδήν των προϊόντων, πρώτος αυτός πρέπει ν' απολαμβάνη τους καρπούς των κόπων του. (Ετσι και συ από τον πνευματικόν αγρόν, στον οποίον κατ' εντολήν του Θεού εργάζεσαι, πρέπει να απολαμβάνης όχι μόνον την πρέπουσα υπόληψιν και τιμήν, αλλά και τα μέσα της συντηρήσεώς σου).
Ενόησε αυτά που σου λέγω. Είθε δε να σου δίδη πάντοτε ο Θεός σύνεσιν και σοφίαν, ώστε να κατανοής όλα. 
8 Να ενθυμήσαι τον Ιησούν Χριστόν, ο οποίος έχει αναστηθή εκ νεκρών και κατάγεται κατά το ανθρώπινον από τον Δαυΐδ, σύμφωνα με το Ευαγγέλιόν μου,
9 προς χάριν του οποίου ευαγγελίου εγώ ταλαιπωρούμαι και πάσχω, ώστε να είμαι φυλακισμένος και δεμένος με αλυσίδες σαν κακούργος· αλλά ο λόγος του Θεού δεν έχει δεθή (από τίποτε δεν εμποδίζεται στο να διαδίδεται και να κατακτά ψυχάς). 
 10 Δια τούτο υπομένω όλα αυτά προς χάριν εκείνων, που έχει εκλέξει ο Θεός, δια να επιτύχουν και αυτοί την σωτηρίαν, που προσφέρει ο Χριστός μαζή με την αιωνίαν δόξαν.


Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα 
(Μτθ. θ´ 27-35) 
Τ
ῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παράγοντι τῷ ᾿Ιησοῦ ἠκολούθησαν αὐτῷ δύο τυφλοὶ κράζοντες καὶ λέγοντες· ᾿Ελέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ. ᾿Ελθόντι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν προσῆλθον αὐτῷ οἱ τυφλοί, καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι; Λέγουσιν αὐτῷ· Ναί, Κύριε. Τότε ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν λέγων· Κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν. Καὶ ἀνεῴχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί· καὶ ἐνεβριμήσατο αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· ῾Ορᾶτε μηδεὶς γινωσκέτω. Οἱ δὲ ἐξελθόντες διεφήμισαν αὐτὸν ἐν ὅλῃ τῇ γῇ ἐκείνῃ. Αὐτῶν δὲ ἐξερχομένων ἰδοὺ προσήνεγκαν αὐτῷ ἄνθρωπον κωφὸν δαιμονιζόμενον· καὶ ἐκβληθέντος τοῦ δαιμονίου ἐλάλησεν ὁ κωφός, καὶ ἐθαύμασαν οἱ ὄχλοι λέγοντες ὅτι οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως ἐν τῷ ᾿Ισραήλ. Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἔλεγον· ᾿Εν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια. Καὶ περιῆγεν ὁ ᾿Ιησοῦς τὰς πόλεις πάσας καὶ τὰς κώμας διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ.

Απόδοση:
Εκεῖνο τὸν καιρό, καθὼς προχωροῦσε ᾿Ιησοῦς, τὸν ἀκολούθησαν δύο τυφλοί, ποὺ φώναζαν κι ἔλεγαν· «Σπλαχνίσου μας, Υἱὲ τοῦ Δαβίδ!» Κι ὅταν ἔφτασε στὸ σπίτι, πῆγαν κοντά του οἱ τυφλοί, καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς λέει· «Πιστεύετε πὼς μπορῶ νὰ τὸ κάνω αὐτό;» Τοῦ λένε· «Ναί, Κύριε». Τότε ἄγγιξε τὰ μάτια τους καὶ εἶπε· «῞Οπως τὸ πιστεύετε νὰ σᾶς γίνει». Κι ἀνοίχτηκαν τὰ μάτια τους. Τότε ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς πρόσταξε λέγοντας· «Προσέξτε νὰ μὴν τὸ μάθει κανένας». Αὐτοὶ ὅμως, μόλις βγῆκαν ἔξω, διέδωσαν τὴ φήμη του σ᾿ ὅλη τὴν περιοχὴ ἐκείνη. ᾿Ενῶ ἔβγαιναν ἔξω οἱ δύο τυφλοί, τοῦ ἔφεραν ἕναν κωφάλαλο δαιμονισμένο. Μόλις ἔδιωξε τὸ δαιμόνιο, μίλησε ὁ κωφάλαλος. Κι ὁ κόσμος θαύμασε καὶ εἶπε· «Ποτὲ ὣς τώρα δὲν εἶδαν οἱ ᾿Ισραηλίτες τέτοια πράγματα!» Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως ἔλεγαν· «Μὲ τὴ δύναμη τοῦ ἄρχοντα τῶν δαιμονίων διώχνει τὰ δαιμόνια». ῾Ο ᾿Ιησοῦς περιόδευε σ᾿ ὅλες τὶς πόλεις καὶ στὰ χωριά, δίδασκε στὶς συναγωγές τους, κήρυττε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα γιὰ τὸν ἐρχομὸ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ γιάτρευε κάθε ἀσθένεια καὶ κάθε ἀδυναμία στὸν λαό.

Άγιος μεγαλομάρτυρας και ιαματικός Παντελεήμων


Ενός νέου ανθρώπου και γιατρού την ιερή μνήμη εορτάζει και τιμά σήμερα η Εκκλησία, του αγίου μεγαλομάρτυρα και ιαματικού Παντελεήμονος. Από την πρώτη εποχή η Εκκλησία έχει σε μεγάλη τιμή όσους, που βαπτίζονται στο αίμα τους, και δίνουν την καλή ομολογία και τη μαρτυρία Ιησού Χριστού. Μετά την υπεραγία Θεοτόκο, τους ασωμάτους Αγγέλους, τον πρόδρομο Ιωάννη και τους πανευφήμους Αποστόλους, καθώς ακούμε κάθε ήμερα στην Απόλυση της ιερής Ακολουθίας, η Εκκλησία μνημονεύει τους καλλινίκους Μάρτυρες και ζητάει την πρεσβεία τους, για να μας ελεήσει και να μας σώσει ο Θεός.
Ο άγιος Παντελεήμων είναι από τα ένδοξα θύματα του μεγάλου διωγμού του Διοκλητιανού. Το 303 ο γέρος πια Διοκλητιανός, αυτοκράτορας του ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, υπέγραψε το διάταγμα για την εξόντωση των χριστιανών. Πατρίδα του αγίου Παντελεήμονος ήταν η Νικομήδεια, όπου ήσαν και τα ανάκτορα του Διοκλητιανού. Ο πατέρας του, Ευστόργιος το όνομα, ήταν ειδωλολάτρης, πλούσιος κι ανώτερος αξιωματούχος του κράτους. Η μητέρα του, Ευβούλη το όνομα, ήταν χριστιανή κι έσπειρε φυσικά τα πρώτα σπέρματα της πίστης και της ευσέβειας στη ψυχή του παιδιού της· πέθανε όμως πρόωρα και το παιδί έμεινε στη φροντίδα του πατέρα του.
Όταν ο Παντολέων ήλθε σε ηλικία, Παντολέων ήταν πρώτα το όνομα του αγίου Παντελεήμονος, ο πατέρας του τον εμπιστεύθηκε στον ανακτορικό γιατρό Ευφρόσυνο, για να σπουδάσει κοντά του την ιατρική. Τότε ο Παντολέων γνωρίσθηκε με το χριστιανό ιερέα Ερμόλαο [εορτάζει 26 Ιουλίου] και συνδέθηκε μαζί του με ιερή φιλία και αγάπη. Είναι μεγάλο ευεργέτημα στα νεανικά και κρίσιμα χρόνια του να πέσει κανείς στα χέρια ενός αγίου συμβούλου και παιδαγωγού.
Ο Παντολέων με τα σπέρματα μέσα του της πίστης και της ευσέβειας και με τη σοφή χειραγωγία του Ερμολάου, σπούδασε την ιατρική, κι ήταν τώρα ένας νέος, γεμάτος ελπίδες για ένα λαμπρό μέλλον που τον περίμενε. Ένας αριστοκράτης, υγιής, ωραίος και πλούσιος νέος και γιατρός.
Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Παντολέων, με την προτροπή και του ιερέα διδασκάλου του Ερμολάου, απελευθέρωσε τους δούλους του, πούλησε την περιουσία του και τη μοίρασε στους φτωχούς κι άρχισε να ασκεί το έργο του γιατρού. Θεράπευε και φρόντιζε τους αρρώστους, χωρίς να παίρνει και να δέχεται χρήματα. Εκτελούσε έτσι την εντολή του Ιησού Χριστού, όταν έστελνε τους Αποστόλους στο κήρυγμα και τους έλεγε· «δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε». Ο άγιος Παντελεήμων είναι ο γιατρός ο «μιμητής υπάρχων του Ελεήμονος», δηλαδή του Ιησού Χριστού.
Το 303 ξέσπασε ο διωγμός κι ο άγιος Παντελεήμων, από φθόνο συναδέλφων του γιατρών, βρέθηκε κατηγορούμενος ως χριστιανός. Όταν ανακρίνεται από τον ίδιο το Διοκλητιανό, ο Παντολέων απαντά με πίστη και θάρρος· «Είμαι χριστιανός! Ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός!», Τότε ο αυτοκράτορας του λέγει· «Λυπούμαι τα νιάτα σου, Παντολέον. Θυσίασε στους Θεούς, για να μην έχεις την τύχη όσων, που ως τα τώρα πήγαν χαμένοι». Κι ο Παντολέων έδωκε την τελευταία απάντηση· «Ούτε με υποσχέσεις ούτε με απειλές με κερδίζεις, Βασιλιά. Δεν θα προδώσω το Χριστό, για τον οποίο μακάρι να αξιωθώ να πεθάνω».
Έξαλλος από θυμό, ο Διοκλητιανός παρέδωσε τον Παντολέοντα στα χέρια των βασανιστών. Τον έδειραν και του ξέσχισαν το σώμα· τον έκαψαν με λαμπάδες και τον βούτηξαν σε βρασμένο μολύβι· τον έριξαν για να τον κατασπαράξουν τα θηρία. Σε όλα ο Θεός τον φύλαξε, ώστε να θαυμάζουν οι βασανιστές και να ομολογούν κι αυτοί το Χριστό. Το τέλος ήταν ο αποκεφαλισμός. Τη μια ημέρα αποκεφαλίστηκε ο ιερέας Ερμόλαος και την άλλη ο γιατρός Παντολέων. Τη στιγμή που έπεφτε η κεφαλή του, ακούστηκε φωνή από τον ουρανό· «Από σήμερα Παντελεήμων θα είναι το όνομά σου»! Όνομα, που ταιριάζει στο γιατρό, ο οποίος άσκησε τη φιλάνθρωπη επιστήμη του «μιμητής υπάρχων του Ελεήμονος». Αμήν.
Πηγή: +Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης Διονυσίου, Εικόνες έμψυχοι, εκδ. Αποστ. Διακονίας, σ. 249-251

Ένας απλός άνθρωπος τα βάζει με πλήθος Γενιτσάρων! Ο Άγιος Νεομάρτυρας Χριστόδουλος ο εκ Κασσάνδρας (27 Ιουλίου).

Ο Άγιος Νεομάρτυρας Χριστόδουλος ο εκ Κασσάνδρας (27 Ιουλίου).
Αυτός ο νεομάρτυρας και δούλος του Χριστού Χριστόδουλος ή­ταν από την Κασσάνδρα, από ένα χωριό που ονομαζόταν Βάλτα. Και ενώ ήταν ακόμη μικρός στην ηλικία, αναχώρησε από την πατρί­δα του και πήγε στην Θεσσαλονίκη και εκεί, αφού έμαθε να φτιάχνει χονδρά, μάλλινα υφάσματα και κάπες, εξασκούσε την τέχνη του και, αφού πήγαινε με τους μαστόρους του στα ταξίδια, πάλι επέστρεφε στην Θεσσαλονίκη και καθόταν. Μία φορά όμως, που πήγε στην Χίο μαζί με τον μάστορά του, αγόρασε από εκεί έναν σταυρό αζωγράφητο και αφού επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη πλήρωσε και τον ζωγράφισαν, καθώς ήταν στο μέγεθος έως δύο σπιθαμές· και, έπειτα, παίρνοντάς τον, τον πήγε στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου και τον άφησε εκεί, επειδή ήταν φίλος του νεωκόρου της εκκλησί­ας εκείνης.
Αγ. Χριστόδουλος εκ Κασσανδρείαςς
Εκείνες λοιπόν τις ημέρες έτυχε να τουρκέψει ένας Βούλγαρης, τον οποίο, όταν τον είδε ο ευλογημένος Χριστόδουλος, λυπήθηκε πολύ η καρδιά του, για την απώλεια της ψυχής του και αποφάσισε με τον νου του, να πεθάνει με Μαρτύριο. Γι’ αυτό στις 26 του Ιουλί­ου, χωρίς να πει σε κανέναν τον σκοπό του, κάθεται και γράφει όλα τα αμαρτήματα, που έκαμε από τα νιάτα του και έπειτα παίρνει και τον σταυρό του και πηγαίνει στον πνευματικό· και τον μεν σταυρό τον έδωσε στον πνευματικό και τον κρατούσε στα χέρια του, το δε χαρτί το διάβασε ο ίδιος και εξομολογήθηκε τις αμαρτίες του και με­τά την εξομολόγησή πήγε στον φίλο του τον νεωκόρο του Αγίου Α­θανασίου.
Και την ερχόμενη ημέρα, η οποία ήταν του Αγίου Παντελεήμονα, λέει ο μάρτυρας στον νεωκόρο, ότι ξέχασε και μερικά άλλα αμαρτήματα, οπότε, αφού παρακινήθηκε από αυτόν, πήγε πάλι στον πνευματικό και τα εξομολογήθηκε και εκείνα και πάλι επέστρεψε στον νεωκόρο και έμεινε σ’ αυτόν εκείνη την νύχτα. Το δε πρωί, όταν ήλθε η ώρα της Ακολουθίας του όρθρου, σηκώθηκε ο Μάρτυρας νωρίτερα από τον νεωκόρο και άνοιξε την Εκκλησία και άναψε μόνος του τα καντήλια και έμεινε, ώσπου τελείωσε ο όρθρος και η θεία Λειτουργία. Και μετά την λειτουργία λέει στον νεωκόρο· «Πήγαινε, φέρε μου τον σταυρό μου». Και αυτός του λέει· «Και τί τον θέλεις;». Ο Μάρτυρας του λέει· «Θέλω να τον πάω στον ζωγρά­φο, για να κάνει έναν άλλο παρόμοιο, να τον δώσω σε έναν άνθρω­πο».
Αυτός τότε πήγε και τον έφερε. Και αφού πήρε τον σταυρό ο Μάρτυρας, κατέβηκε στο χάνι και έραβε. Και όταν άκουσε που χτύπησαν τα νταούλια για την περιτομή εκείνου του άθλιου Χρι­στιανού, που τούρκεψε, αφήνει ο ευλογημένος Χριστόδουλος την δουλειά του, βγάζει τα μαχαίρια από την μέση του και το καλαμάρι του, βγάζει την πετσέτα από την κεφαλή του, αφήνει την σακούλα του και, παίρνοντας τον σταυρό στο χέρι, βγήκε με τόλμη στον δρό­μο και πηγαίνει κατ’ ευθείαν στον καφενέ, όπου ήταν συγκεντρωμέ­νο πλήθος Αγαρηνών και μπαίνοντας με μεγάλη τόλμη μέσα στον καφενέ, κρατώντας τον σταυρό στα χέρια, λέει σ’ εκείνον τον άθλιο, που αρνήθηκε τον Χριστό· «Αδελφέ, τί έπαθες; Να η πίστη μας, να, ο Χριστός που σταυρώθηκε για την αγάπη μας, και εσύ γιατί αφήνεις τον Χριστό τον Σωτήρα σου και γίνεσαι Τούρκος;».
Εκείνος όμως ο μιαρός δεν έδινε σημασία στα λόγια του. Τότε ο Μάρτυρας πήγε πιο κοντά του και του έδινε τον σταυρό, για να τον φιλήσει λέγοντάς του· «Φίλησε, αδελφέ, τον σταυρό του Κυρίου μας». Αλλά εκείνος ο αποστάτης δεν το δεχόταν. Οι γενίτσαροι, βλέποντάς το αυτό, τον έ­διωξαν έξω. Ο Άγιος όμως έλεγε σ’ αυτούς· «Εγώ με εσάς δεν έχω να κάνω τίποτε. Αλλά με αυτόν τον αδελφό μου, που ζητά να αρνηθεί την πίστη του». Έτσι δεν δείλιασε, ούτε έφυγε, αλλά πάλι πήγαινε κοντά στον αρνητή εκείνον του Χριστού και τον παρακινούσε να μη γίνει Τούρκος. Τότε όρμησαν κατά πάνω του οι γενίτσαροι και του έδωσαν πλήθος ξυλιές και τον χτύπησαν και μαχαιριές πολλές πίσω στον λαιμό και στην κεφαλή έτσι, ώστε έτρεχαν τα αίματα σαν βρύ­ση.
Έπειτα τον έδεσαν και τον πήγαν σηκωτό στον αγά των γενιτσά­ρων, κρατώντας και τον σταυρό στο χέρι. Και την ώρα εκείνη έτυχε και περνούσε ο μέγας οικονόμος από τον δρόμο και αμέσως μόλις τον είδε ο Μάρτυς, δεν σκέφτηκε πως ήταν δεμένος αλλά όπως μπορούσε, έκανε σ’ αυτόν το σχήμα της προσκυνήσεως έως κάτω, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο, πόσο πρέπει οι λαϊκοί να τιμούν τους ιερωμένους.
Πήγαν λοιπόν τον Μάρτυρα στον αγά των γενιτσάρων και από εκεί τον πήγαν στον μουλά, δηλαδή στον δικαστή. Ο δε δικαστής τον ρώτησε· «Ποιος σε έστειλε να κάνεις αυτό το πράγμα;». Ο Μάρ­τυρας αποκρίθηκε· «Κανένας άνθρωπος δεν με έστειλε, αλλά ο Χρι­στός». Ο δικαστής του λέει· «Άστα αυτά και γίνε Τούρκος». Ο Μάρτυρας όμως με μεγάλη ανδρεία ανταποκρίθηκε· «Και εσύ άσε τον τουρκισμό και γίνε Χριστιανός». Μόλις τα άκουσε αυτά ο δικα­στής πρόσταξε και τον έδειραν, δεν έδωσε όμως και διαταγή να τον θανατώσουν.
Οι γενίτσαροι όμως έστεκαν στο πόδι φωνάζοντας ε­ναντίον του δικαστή, ότι, ή θα έδινε διαταγή σ’ αυτούς να τον θανα­τώσουν, διαφορετικά, αυτοί θα τον κατάκαιγαν εκεί μέσα στο δικα­στήριό του. Γι’ αυτό, επειδή φοβήθηκε ο δικαστής παρέδωσε τον Μάρτυρα σ’ αυτούς για να τον πάνε στον μουσελίμη. Και καθώς τον πήγαιναν, του έβαλαν το σχοινί στον λαιμό και έσερναν το αρνί του Χριστού εδώ και εκεί, ώσπου τον παρουσίασαν στον μουσελίμη. Ο μουσελίμης τον ρώτησε για εκείνο, που τόλμησε και έκανε και για να τουρκέψει.
Ο Μάρτυρας όμως αποκρίθηκε τα ίδια λόγια που είπε και στον δικαστή. Γι’ αυτό πρόσταξε και τον ερριξαν καταγής και του έδωσαν διακόσιες τέσσερις ξυλιές στα πόδια, έτσι ώστε η γη κοκκίνισε από τα αίματα. Έπειτα τραβώντας τον με την βία τον πή­γαιναν να τον κρεμάσουν. Ο δε Μάρτυρας περνώντας από το τζερσί σε όσους Χριστιανούς συναντούσε στον δρόμο έλεγε· «Συγχωρήστε με, αδελφοί, και ο Θεός θα σας συγχωρήσει». Και όταν τον πήγαν στον Άγιο Μηνά, εκεί μπροστά στην πόρτα τον κρέμασαν. Και έτσι έλαβε ο Μακάριος τον στέφανο του Μαρτυρίου.
Υστέρα τον ξεγύμνωσαν και τον σταυρό τον έβαλαν πίσω στην ράχη του και στεκόταν κρεμασμένος ο αθλητής φορτωμένος με τον τίμιο σταυρό (όπως ήταν φορτωμένος τον σταυρό του ο Δεσπό­της μας Χριστός, όταν πήγαινε στον Γολγοθά) δύο ημέρες. Και μετά από αυτά έδωσαν οι Χριστιανοί εξακόσια γρόσια και πήραν το Άγιο λείψανο του Μάρτυρα και το ενταφίασαν με τιμές. Και όσοι έτυχαν εκεί, πήραν χάριν ευλαβείας και αγιασμού από το σχοινί του Μάρτυρα και από το πουκάμισό του.
Και όταν αυτοί αρρώσταιναν, καπνίζονταν από αυτά και γιατρεύονταν. Το ίδιο και όταν άλλοι αρρώσταιναν, τα έπαιρναν και αφού καπνίζονταν ή σφραγίζονταν με αυτά, γίνονταν υγιείς, προς δόξα του Θεού, ο οποίος δοξάζει αυτούς που τον αντιδοξάζουν. Με του οποίου το έλεος μέσω των πρεσβειών του Μάρτυρα, ας αξιωθούμε και εμείς της Βασιλείας των ουρανών.
(Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, Συναξαριστής τ. ΣΤ΄, έκδ. Συνοδεία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Ιερά Καλύβη Άγιος Σπυρίδων, Νέα Σκήτη Άγιον Όρος σ. 141-144)

Η Οσια Ανθουσα Η Ομολογητρια

Xριστόν μεν αινεί Aνθούσα παρά πλάνοις,
Xριστός δε αύθις Aνθούσαν παρ’ Aγγέλοις.

Η Οσία Ανθούσα η ομολογήτρια έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Κοπρώνυμου (741 μ. Χ.). Οι γονείς της, Στρατήγιος και Φεβρωνία, διακρίνονταν για την ευσέβεια τους και με όμοιο τρόπο ανέθρεψαν και τη θυγατέρα τους.

Η Ανθούσα παρ' όλες τις προτάσεις για γάμο που είχε, έμεινε παρθένος. Και όταν πέθαναν οι γονείς της, δεν μετέβαλλε την απόφαση της και αφιέρωσε την πατρική περιουσία της σε φιλανθρωπικούς και ιερούς σκοπούς. Στην Ανθούσα, οφείλεται η ανέγερση δύο μονών. Αυτή του Μαντινέου με ναό αφιερωμένο στην Αγία Άννα, και αυτή των αγίων Αποστόλων, που χρησιμοποιήθηκε σα γυναικεία Μονή.

Όταν από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Κοπρώνυμο διατάχθηκε σκληρός διωγμός κατά των αγίων εικόνων και των υποστηρικτών τους, το μοναστήρι της Όσιας Ανθούσας, υπήρξε από τα πιο ένθερμα κέντρα της Ορθοδοξίας. Γι' αυτό και η Οσία στην αρχή βασανίστηκε. Αλλά όταν προέβλεψε ότι η άρρωστη βασίλισσα θα διέφευγε το θάνατο και θα γεννούσε δίδυμα, τότε αγαπήθηκε πολύ απ' αυτή και υποστήριξε ποικιλοτρόπως το μοναστήρι της Οσίας Ανθούσας, η οποία αδιατάρακτη πλέον έπειτα, πέθανε ειρηνικά.

Άγιος Τυφλός

Αὐγὴν ἐφευρὼν σαρκικῶν τυφλὸς λύχνων,
Καὶ ψυχικὴν ἤθρησεν αὐγὴν ἐκ ξίφους.

Ο Άγιος Τυφλός γιατρεύτηκε από τον Άγιο Παντελεήμονα (βλέπε 27 Ιουλίου), ομολόγησε τον Χριστό και μαρτύρησε δια ξίφους.

Συναξαριστής της 27ης Ιουλίου

Ὁ Ἅγιος Παντελεήμων ὁ Μεγαλομάρτυς καὶ Ἰαματικὸς

 


Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Νικομήδεια. Τὸν πατέρα του ἔλεγαν Εὐστόργιο καὶ τὴν μητέρα του, ποὺ ἦταν εὐσεβέστατη χριστιανή, Εὐβούλη.

Ὁ Παντελεήμων γρήγορα στερήθηκε τὶς φροντίδες τῆς μητέρας του, διότι πέθανε πρόωρα. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ διδαχθεῖ τὴν χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ ἕνα διακεκριμένο λειτουργό της Ἐκκλησίας, τὸν Ἱερέα Ἑρμόλαο.

Τότε ὁ Παντελεήμων εἶχε τελειώσει τὶς ἰατρικές του σπουδές, κοντὰ στὸ φημισμένο γιατρὸ Εὐφρόσυνο. Τὴν ἐπιστήμη του χρησιμοποίησε ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς ἀπόρους ἀσθενεῖς καὶ ἔτρεχε μὲ μοναδικὴ προθυμία στὶς καλύβες τους, βοηθώντας τους ὄχι μόνο ἰατρικά, ἀλλὰ καὶ χρηματικά.

Σὲ κάθε σπίτι ποὺ ἔμπαινε δίδασκε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἔφερνε σ᾿ αὐτὸ πολλὲς ψυχές. Ἦταν εὐσπλαγχνικὸς σὲ ἀκρότατο βαθμὸ γιὰ ὅλους τοὺς πάσχοντες, γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ δώρησε τὸ χάρισμα νὰ θεραπεύει ἀσθενεῖς μὲ μόνη τὴν προσευχή του.

 


Ἔτσι θεράπευσε πολλούς, μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἕνα τυφλό, ποὺ ἔγινε ἀφορμὴ νὰ συλλάβει ὁ Διοκλητιανὸς καὶ τὸν Ἅγιο. Τὸν τυφλὸ τὸν θανάτωσε διότι πίστεψε στὸ Χριστὸ καὶ τὸν Παντελεήμονα ὑπέβαλε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια, ὥσπου στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισε.

Ὁ Παντελεήμων, ὅμως, ἀνήκει σ᾿ αὐτούς, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Κύριος εἶπε: «μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται». Μακάριοι, δηλαδή, εἶναι οἱ εὐσπλαχνικοί, ποὺ συμπονοῦν στὴ δυστυχία τοῦ πλησίον, διότι αὐτοὶ θὰ ἐλεηθοῦν ἀπὸ τὸ Θεὸ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως.

Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος γ’.
Ἀθλοφόρε Ἅγιε, καὶ ἰαματικὲ Παντελεῆμον, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον 
Ἦχος πλ. α’.
Μιμητὴς ὑπάρχων τοῦ ἐλεήμονος, καὶ ἰαμάτων τὴν χάριν παρ᾽αὐτοῦ κομισάμενος, ἀθλοφόρε καὶ Μάρτυς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, ταῖς εὐχαῖς σου τὰς ψυχικὰς ἡμῶν νόσους θεράπευσον, ἀπελαύνων τοῦ ἀεί, πολεμίου τὰ σκάνδαλα, ἐκ τῶν βοώντων ἀπαύστως· Σῶσον ἡμᾶς Κύριε.

 


Ὁ Οἶκος 
Τοῦ Ἀναργύρου τὴν μνήμην, τοῦ γενναίου τὴν ἄθλησιν, τοῦ πιστοῦ τὰς ἰατρείας, εὐσεβῶς ὑμνήσωμεν φιλόχριστοι, ἵνα λάβωμεν ἔλεος, μάλιστα οἱ βορβορώσαντες, ὡς κἀγώ, τοὺς ἑαυτῶν ναούς· ψυχῶν γὰρ καὶ σωμάτων ὁμοῦ τὴν θεραπείαν περέχει. Σπουδάσωμεν οὖν, ἀδελφοί, ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν ἔχειν τοῦτον ἀσφαλῶς, τόν ῥυόμενον ἐκ πλάνης τοὺς βοῶντας ἀπαύστως· Σῶσον ἡμᾶς Κύριε.

Κάθισμα 
Ἦχος πλ. δ'. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Μαρτυρήσας γενναίως ὑπὲρ Χριστοῦ, καὶ τὴν πίστιν κηρύξας τῷ σῷ πατρί, ἀνείλκυσας πανεύφημε, τοῦ βυθοῦ τῆς ἀγνοίας, καὶ τυράννων μὴ πτήξας, τὸ ἄθεον φρόνημα, τῶν δαιμόνων κατῄσχυνας, τὸ ἀνίσχυρον θράσος· ὅθεν καὶ τὴν χάριν, ἐκ Θεοῦ ἐκομίσω, ἰᾶσθαι νοσήματα, τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, Παντελεῆμον πανεύφημε. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.

Μεγαλυνάριον 

Ῥεῖθρα ἰαμάτων ὡς ἐκ πηγῆς, χάριτι θαυμάτων, βρύει χρῄζουσι δωρεάν, ὁ Παντελεήμων, ὁ πάνσοφος ἀκέστωρ· οἱ ῥώσεως διψῶντες δεῦτε ἀρύσασθε σε.

 

 
Ὁ Ἅγιος Τυφλός

Αὐτὸς γιατρεύτηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Παντελεήμονα, ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ μαρτύρησε διὰ ξίφους.
 

 
Ἡ Ὁσία Ἀνθοῦσα ἡ ὁμολογήτρια

Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρωνύμου (741 μ. Χ.). Οἱ γονεῖς της, Στρατήγιος καὶ Φεβρωνία, διακρίνονταν γιὰ τὴν εὐσέβειά τους καὶ μὲ ὅμοιο τρόπο ἀνέθρεψαν καὶ τὴν θυγατέρα τους.

Ἡ Ἀνθοῦσα παρ᾿ ὅλες τὶς προτάσεις γιὰ γάμο, ἐκδήλωσε τὴ θέλησή της ἀπὸ τὴν ἀρχὴ σταθερά. Καὶ ὅταν πέθαναν οἱ γονεῖς της, δὲν μετέβαλλε τὴν ἀπόφασή της. Ἔμεινε παρθένος καὶ ἀφιέρωσε τὴν περιουσία της σὲ φιλανθρωπικοὺς καὶ ἱεροὺς σκοπούς.

Στὴν Ἀνθοῦσα ὀφείλεται ἡ ἀνέγερση δυὸ μονῶν. Αὐτὴ τοῦ Μαντινέου μὲ ναὸ ἀφιερωμένο στὴν ἁγία Ἄννα, καὶ αὐτὴ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ποὺ χρησιμοποιήθηκε σὰ γυναικεία Μονή.

Ὅταν ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κων/νο Κοπρωνυμο διατάχθηκε σκληρὸς διωγμὸς κατὰ τῶν ἁγίων εἰκόνων καὶ τῶν ὑποστηρικτῶν τους, τὸ μοναστήρι τῆς Ὁσίας Ἀνθούσας ὑπῆρξε ἀπὸ τὰ πιὸ ἔνθερμα κέντρα τῆς Ὀρθοδοξίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ὁσία στὴν ἀρχὴ βασανίστηκε.

Ἀλλ᾿ ὅταν προέβλεψε ὅτι ἡ ἄῤῥωστη βασίλισσα θὰ διέφευγε τὸ θάνατο καὶ θὰ γεννοῦσε δίδυμα, τότε ἀγαπήθηκε πολὺ ἀπ᾿ αὐτὴν καὶ ὑποστήριξε ποικιλοτρόπως τὸ μοναστήρι τῆς Ὅσίας Ἀνθούσας. Ἡ ὁποία ἀδιατάρακτη πλέον ἔπειτα, πέθανε εἰρηνικά.
 

 
Οἱ Ἅγιοι 153 Μάρτυρες ἀπὸ τὴν Θρᾴκη

Μαρτύρησαν διὰ πνιγμοῦ μέσα στὴ θάλασσα.
 

 
Ὁ Ὅσιος Μανουήλ

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
 


Ὁ Ἅγιος Νικόλαος τοῦ Νόβγκοροντ (Ῥῶσος)

Διὰ Χριστὸν σαλὸς.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...