Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Φεβρουαρίου 21, 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ ῾᾽Αποθώμεθα τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός᾽ (Ρωμ. 13, 12)


῾᾽Αποθώμεθα τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός᾽ (Ρωμ. 13, 12)

 

α. Μετά τήν προετοιμασία τῶν τριῶν εἰσαγωγικῶν γιά τήν Μ. Τεσσαρακοστή ἑβδομάδων, ὅπου διαρκῶς ᾽Εκκλησία μας πρόβαλλε τήν μετάνοια ὡς τόν μοναδικό δρόμο ὀρθῆς βίωσης τῆς εὐλογημένης αὐτῆς περιόδου, ἔρχεται σήμερα, παραμονή τῆς εἰσόδου μας στήν Τεσσαρακοστή μέ τήν Κυριακή τῆς Τυροφάγου καί μάλιστα διά τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος νά διασαλπίσει ἔντονα ἐκεῖνο κυρίως τό λόγιο τοῦ ἀποστόλου Παύλου πού μπορεῖ νά θεωρηθεῖ σφραγίδα τῆς περιόδου, τό ῾σύνθημα᾽ κυριολεκτικά  τῶν πιστῶν πού πρέπει διαπαντός νά ἔχουμε πρό ὀφθαλμῶν καί μέσα στήν καρδιά μας: κλήση γιά ἀποτίναξη τῶν σκοτεινῶν ἁμαρτωλῶν ἔργων μας καί γιά ἔνδυσή μας μέ τά ὅπλα τοῦ φωτός. ῾᾽Αποθώμεθα τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός᾽.

 

β. 1. Τό πρῶτο βεβαίως πού μᾶς ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος εἶναι νά ἀποδεχθοῦμε ὅτι πολύ συχνά βρισκόμαστε σέ κατάσταση σκότους, δηλαδή ἁμαρτίας, γι᾽ αὐτό καί τά ἔργα μας εἶναι ἔργα ἁμαρτωλά. Κι εἶναι γεγονός ὅτι δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος καί μάλιστα Χριστιανός, πού νά μήν ὁμολογεῖ μέ εὐκολία τήν ἁμαρτωλότητά του σ᾽ ἕνα γενικό καί ἀόριστο ἐπίπεδο. ῾Καί ποιός δέν εἶναι ἁμαρτωλός;᾽ ἀκοῦμε ἀπό τόν καθένα στήν ὅποια συζήτηση πού μποροῦμε νά κάνουμε μαζί του. Μία τέτοια ὁμολογία ὅμως πού καλύπτεται κάτω ἀπό τήν ἀοριστολογία καί τήν γενικολογία δέν φαίνεται νά εἶναι αὐτό πού ἔχει κατά νοῦ ὁ ἀπόστολος. Καί τοῦτο γιατί ἡ ἀόριστη ἀποδοχή τῆς ἁμαρτωλότητός μας κατά πᾶσα πιθανότητα λειτουργεῖ ὡς ἄλλοθι τῆς ἴδιας τῆς ἁμαρτίας μας, ἀφοῦ τελικά ὅλοι τό...ἴδιο κάνουμε καί στήν ἴδια κατάσταση βρισκόμαστε. Μέ ἄλλα λόγια ὁμολογοῦμε τήν ἁμαρτωλότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης μας γιά νά τή δικαιώσουμε ὡς κάτι τό φυσικό!

 

2. Ὁ ἀπόστολος ὅμως μέ τήν πρόσκλησή του ν᾽ ἀποτινάξουμε τά ἔργα τοῦ σκότους καί τῆς ἁμαρτίας δίνει δραματικό χαρακτήρα στόν λόγο του:  ὅ,τι κάνουμε, ὅ,τι λέμε, ὅ,τι ἀκόμη σκεφτόμαστε, ἄν εἶναι ἀποκομμένο ἀπό τόν Χριστό, τήν πηγή τοῦ φωτός, εἶναι ἁμαρτία καί ἄρα σκοτάδι. Τελικῶς, ὁ μή ἐν Χριστῷ ἐνεργῶν ζεῖ καί κινεῖται στήν ἀνυπαρξία, ἔστω κι ἄν φαίνεται σπουδαῖο καί σημαντικό αὐτό πού ἐπιτελεῖ στόν κόσμο. Κι ἴσως ἡ ἐποχή μας εἶναι τέτοια ἐποχή ἀνυπαρξίας ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς, ἀφοῦ ὄχι μόνον οἱ ἐκτός τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀλλά πολλές φορές καί οἱ ἴδιοι οἱ Χριστιανοί ζοῦμε καί συμπεριφερόμαστε σά νά μήν ἔχουμε καμμία σχέση μέ τόν Χριστό, σάν νά εἴμαστε στήν πρό Χριστοῦ ἀκόμη ἐποχή. Πρόκειται δυστυχῶς γιά τήν κατάσταση τῆς ἐκκοσμίκευσης, ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ πρό πολλοῦ, κατά τήν ὁποία ἔχει ἀποδεσμευτεῖ ἡ ζωή μας ἀπό τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί συνεπῶς ἡ ἀθεΐα μέ τήν πρακτική της μορφή εἶναι τό γνώρισμα τῆς ζωῆς μας.

Ἡ τραγικότητα ὅμως τῆς καταστάσεως αὐτῆς ἔχει ὑποδειχθεῖ ἤδη ἀπό τόν Κύριο: εἶναι ζωή ἐν θανάτῳ. ᾽Εκεῖνος πού δέν προσδιορίζεται στή ζωή του ἀπό τίς προϋποθέσεις τοῦ Χριστοῦ στήν πραγματικότητα εἶναι νεκρός. Τά λόγια τοῦ ῎Ιδιου ἐν προκειμένῳ ἠχοῦν πολύ ξερά καί πένθιμα: ῾῎Αφες τούς νεκρούς θάψαι τούς ἑαυτῶν νεκρούς᾽. Εἶναι νεκρός ὅποιος δέν Τόν ἀποδέχεται καί δέν θέλει νά Τόν ἀκολουθεῖ ὡς μαθητής Του. Σάν τήν περίπτωση τοῦ ἀσώτου υἱοῦ πού ὄντως ἡ κατάστασή του λόγω τῆς ἀπομακρύνσεώς του ἀπό τόν Πατέρα του ἦταν κατάσταση ἀνυπαρξίας καί θανάτου. Νά ἀποθέσουμε λοιπόν τά ἔργα τοῦ σκότους σημαίνει νά πετάξουμε ἀπό πάνω μας κάθε τι πού ἀποτελεῖ κεντρί τοῦ θανάτου, κάθε τι πού μᾶς στερεῖ τήν ἰκμάδα τῆς ζωῆς.

 

3. Πῶς θά γίνει αὐτό; Μέ ποιόν τρόπο μποροῦμε νά ξεφύγουμε ἀπό τά θανατερά αὐτά δίχτυα; Ὁ ἀπόστολος εἶναι σαφής καί κατηγορηματικός: μόνο μέ τή στροφή μας πρός τό φῶς. ῾᾽Ενδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός᾽. Μόνο μέ τό θετικό ξεπερνιέται τό ἀρνητικό. Τό σκοτάδι δέν... σκοτώνεται πυροβολώντας το. Κατά φυσικό τρόπο ἐξαφανίζεται, μόλις ἔρχεται τό φῶς. Ἡ νύχτα πάντα ὑποχωρεῖ, μόλις ξεπροβάλλει ἡ αὐγή καί ὁ ἥλιος. ῎Ετσι καί τό σκότος τῆς ἁμαρτίας ἐξαφανίζεται, μόλις ὁ ἄνθρωπος στραφεῖ πρός τό φῶς τό πνευματικό, πρός τόν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, τόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό. Καί στροφή πρός τό φῶς σημαίνει ἔνδυση τοῦ ᾽Ι. Χριστοῦ, ὅπως τό λέει καί ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος: ῾᾽Ενδύσασθε τόν Κύριον ᾽Ιησοῦ Χριστόν᾽.

Πῶς νά ντυθῶ ὅμως τόν Χριστό, τόν ῾Οποῖο ἤδη ἔχω ἐνδυθεῖ διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματός μου; Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἔχει ἀποκαλύψει ὅτι ῾ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε᾽. Πῶς λοιπόν νά ντυθῶ τό ἴδιο ἔνδυμα μέ τό ὁποῖο ἤδη εἶμαι καλυμμένος; Γιά μᾶς τούς Χριστιανούς λοιπόν πού εἴμαστε ἐνδεδυμένοι τόν Κύριο, ἡ προτροπή τοῦ ἀπ. Παύλου πρέπει νά ἐννοηθεῖ ὡς ἐπανεύρεση τοῦ ἐνδύματός μας. Καί μετά τό βάπτισμα δυστυχῶς ἁμαρτάνουμε. Ἡ ἀμέλειά μας μᾶς κάνει νά ξεφτίζουμε αὐτό πού πάντα ἔπρεπε νά διατηρεῖται καινούργιο. ῎Αρα ντύνομαι τόν Χριστό σημαίνει, γιά μένα τόν βαπτισμένο, ζωή μετάνοιας. Καλοῦμαι νά ζῶ ἐν μετανοίᾳ, γιά νά καθαρίζω τό ἔνδυμα πού ἔλαβα στό βάπτισμα. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε οἱ Πατέρες μας χαρακτηρίζουν τήν μετάνοια ὡς ἀνανέωση τοῦ βαπτίσματος καί δεύτερο βάπτισμα. Σταματῶ λοιπόν νά εἶμαι στό σκοτάδι, ὅταν παίρνω τό δρόμο τῆς μετάνοιας, μέ τήν ὁποία καί πάλι ξαναβρίσκω τόν ἀληθινό μου ἑαυτό, τό φῶς πού μέ πλημμύρισε τήν ἡμέρα τῆς ἀναγεννήσεώς μου μέ τήν ἔνταξή μου στήν ᾽Εκκλησία.

 

4. Κι αὐτή ἡ ἐπανεύρεση τοῦ ἐνδύματος διά τῆς μετανοίας εἶναι ζωή δύναμης καί ἐξουσίας. Γιατί, λέει, ῾ἐνδύσασθε τά ὅ π λ α τοῦ φωτός᾽. Τό φῶς τοῦ Χριστοῦ μᾶς δίνει ὅπλα καί φανερώνει τήν ἐξουσία πού λάβαμε ὡς τέκνα πιά Θεοῦ. ῾Ὅσοι ἔλαβον τόν Χριστόν ἔδωκεν αὐτοῖς τήν ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι᾽. Ποιά εἶναι αὐτά τά ὅπλα; Εἶναι ἡ πανοπλία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἡ πανοπλία τοῦ Σταυροῦ. Ὁ ὑμνογράφος τῆς ᾽Εκκλησίας μας, βασισμένος σέ ἀνάλογη περιγραφή τοῦ ἀπ. Παύλου, θά ἀναγγείλει: ῾Τό στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται. Οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε...Καί ἀναλαβόντες τήν πανοπλίαν τοῦ Σταυροῦ, τῷ ἐχθρῷ ἀντιμαχησώμεθα, ὡς τεῖχος ἄρρηκτον κατέχοντες τήν πίστιν, καί ὡς θώρακα τήν προσευχήν, καί περικεφαλαίαν τήν ἐλεημοσύνην. ᾽Αντί μαχαίρας τήν νηστείαν, ἥτις ἐκτέμνει ἀπό καρδίας πᾶσαν κακίαν᾽. (Τό στάδιο τῶν ἀρετῶν ἔχει ἀνοίξει. Ὅσοι θέλετε νά ἀγωνιστεῖτε εἰσέλθετε... Καί ἀφοῦ φορέσαμε τήν πανοπλία τοῦ Σταυροῦ, ἄς πολεμήσουμε τόν ἐχθρό, ἔχοντας τήν πίστη σάν στέρεο τεῖχος καί σάν θώρακα τήν προσευχή καί περικεφαλαία τήν ἐλεημοσύνη. Στήν θέση τοῦ μαχαιριοῦ τήν νηστεία, ἡ ὁποία βγάζει ἀπό τήν καρδιά κάθε κακία).

 

γ.  Πίστη, προσευχή, ἀγάπη κι ἐλεημοσύνη, νηστεία: νά τά ὅπλα τῆς πνευματικῆς μας πανοπλίας, μέ τά ὁποῖα καλούμαστε νά βαδίσουμε κατά τήν εὐλογημένη περίοδο τῆς Μ. Σαρακοστῆς, ἀλλά καί καθ᾽ ὅλη τήν ζωή μας. Δέν ἔχουμε παρά νά συναισθανθοῦμε τήν ἐξουσία πού μᾶς ἔχει δοθεῖ καί νά τήν ἐνεργοποιήσουμε. Τό τέλος προβάλλει ἐμπρός μας λαμπρό καί γεμάτο χάρη: ἡ συμμετοχή μας στήν ᾽Ανάσταση, ἡ πληρότητα τῆς ἔνταξής μας στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν ἀληθινή πατρίδα μας!
π. Γεώργιος Δορμπαράκης

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ


«Όταν δε νηστεύητε, μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί»
(Ματθ. 6, 16)

α. Την Κυριακή της Τυροφάγου – παραμονή της εισόδου μας στη Μ. Σαρακοστή – η Εκκλησία μάς θυμίζει το πιο τραγικό γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας στον κόσμο: την εξορία του από τον Παράδεισο. Κι αυτό για να μάς προκαλέσει να θυμηθούμε ότι ο Παράδεισος είναι η αληθινή πατρίδα μας και να μας παρακινήσει στον αγώνα επαναποκτήσεώς του με τα μέσα που μας παρέχει ο Σωτήρας Χριστός και το ζωντανό σώμα Του η Εκκλησία. Και τα μέσα αυτά: την ταπείνωση, την εγκράτεια, την αγάπη, μας τα δίνει η Εκκλησία πάντοτε, κατεξοχήν όμως την περίοδο της Μ. Σαρακοστής, επιμέρους θέμα των οποίων είναι και η νηστεία, δεδομένου ότι κατά την υμνολογία μας «ο Αδάμ εξεβλήθη του Παραδείσου διά της βρώσεως».

β. 1. Ο ίδιος ο Κύριος λοιπόν μίλησε για την αξία της νηστείας. «Συ δε νηστεύων…». «Όταν νηστεύητε…». «Τούτο το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία». Κι όχι μόνο μίλησε για τη νηστεία, αλλά και εμπράκτως απέδειξε την αξία της, όταν ο Ίδιος νήστευσε επί σαράντα ημέρες μετά το Βάπτισμά Του στον Ιορδάνη ποταμό. Γι’ αυτό και οι απόστολοι εξίσου νήστευσαν και δίδαξαν για την αξία της νηστείας, κάτι που η ίδια η Εκκλησία μας ακολούθησε στη συνέχεια στοιχώντας στην Παράδοση αυτή.
Έτσι πριν πούμε οτιδήποτε άλλο για τη νηστεία φαίνεται καθαρά πόσο ξένοι προς το πνεύμα του Χριστού και της Εκκλησίας είναι όλοι εκείνοι που παραθεωρούν τη νηστεία, θεωρώντας την κατασκεύασμα των παπάδων και των μοναχών, ως να μην είναι η νηστεία αγώνας και προσπάθεια και των ιδίων. Κι ακόμη πόσο πλανεμένοι είναι και εκείνοι οι διάφοροι αιρετικοί, παλαιότεροι και σύγχρονοι,  οι οποίοι πρεσβεύουν ότι η νηστεία δεν ανήκει μέσα στην Παράδοση του Χριστού και των Αποστόλων. Ο συνεπής χριστιανός δεν συζητά αυτονοήτως τέτοιο θέμα. Το θεωρεί δεδομένο κι απλώς αγωνίζεται για την ορθή εφαρμογή του.
 
2. Κι ακριβώς, αν ο χριστιανός δεν συζητά για την ύπαρξη και την αξία της νηστείας, προβληματίζεται πολύ σοβαρά για το είδος και τις διάφορες εκφάνσεις της. Διότι διαπιστώνει συχνά διαστρεβλωμένες αντιλήψεις γι’ αυτήν ακόμη και σε εκκλησιαστικούς θεωρούμενους ανθρώπους, πολύ περισσότερο όταν ο ίδιος ο Κύριος αναφέρεται στη νοσηρότητα που παρουσιάζεται στη νηστεία, κατεξοχήν με την υποκριτική μορφή της. «Μη νηστεύητε ώσπερ οι υποκριταί» σημείωσε,  που σημαίνει ότι δεν δικαιώνεται απλώς ο νηστεύων, αλλ’ ο ορθά νηστεύων. Ποια είναι νοσηρή νηστεία κατά τον Κύριο; Η νηστεία που δουλεύει στην ανθρωπαρέσκεια και τον εγωϊσμό, εκείνη δηλαδή που τελική αναφορά δεν έχει τον Θεό αλλά τον άνθρωπο ως θήρευση του «εύγε» και του «μπράβο» αυτού («όπως φανώσιν τοις ανθρώποις νηστεύοντες»). Είναι ευνόητο έτσι ότι η νηστεία αυτή όχι μόνο δεν φέρνει κανένα θετικό πνευματικό αποτέλεσμα, αλλ’ αντιθέτως απομακρύνει τον άνθρωπο από τον Θεό, όπως το βλέπουμε τούτο πολύ καθαρά στο πρόσωπο του Φαρισαίου της γνωστής παραβολής.
Και ποια είναι η υγιής νηστεία; Η νηστεία που αναφορά έχει τον ίδιο τον Θεό και συνεπώς αποφεύγει τη δημοσιοποίησή της. Πρόκειται δηλαδή για τη νηστεία που λειτουργεί ως μέσον και εργαλείο για την ορθή στάση του ανθρώπου έναντι του Θεού. Κι επειδή ορθά στέκεται ο άνθρωπος έναντι του Θεού όταν ζει όπως Εκείνος, δηλαδή όταν αγαπά – «ο γάρ Θεός αγάπη εστί» - άρα η νηστεία καταξιώνεται στον βαθμό που συνεργεί στην απόκτηση της αγάπης από τον άνθρωπο. Αν με άλλα λόγια νηστεύοντας δεν αυξάνω την αγάπη μου προς τον Θεό και κυρίως προς τον συνάνθρωπο, τότε η νηστεία μου πάσχει ως υποκριτική και ψευδής με αποτέλεσμα την καταδίκη της από τον Θεό.

3. Η ένσταση είναι προφανής: δεν μπορώ να αγαπώ χωρίς να νηστεύω; Η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Διότι αγάπη σημαίνει αγαθή διάθεση ψυχής που φανερώνεται έμπρακτα. Χρειάζεται δηλαδή να βρίσκεται ο πιστός ανά πάσα στιγμή σε ετοιμότητα ψυχής και σώματος προκειμένου να αγαπά με τον θυσιαστικό χαρακτήρα της αγάπης του Χριστού. Και μάλιστα να αγαπά τον κάθε συνάνθρωπο ακόμη και τον θεωρούμενο εχθρό του. Αυτό όμως σημαίνει ότι πρέπει να ελέγχει αδιάκοπα κάθε τι που έρχεται να χαλάσει την αγαθή αυτή διάθεσή του και την έμπρακτη φανέρωσή της, πράγμα που παραπέμπει στη νηστεία ως καθημερινό έλεγχο του εαυτού και ορθή διαχείριση των άτακτων ορμών της ψυχής και του σώματος. Θέλουμε να πούμε ότι αν ένας άνθρωπος αδυνατεί να ελέγξει την ενστικτώδη κίνησή του για φαγητό, όπως να φάει κρέας για παράδειγμα, πώς είναι δυνατόν να ελέγξει ολόκληρο τον εαυτό του προκειμένου να τον διαθέσει εν θυσία αγάπης προς τον συνάνθρωπό του; Είναι προφανές ότι η αδυναμία του αυτή θα αποκαλύπτει και την αδυναμία του να αγαπήσει ορθά, κατά την εντολή του Κυρίου που επιτάσσει να αγαπάμε τον συνάνθρωπο με τη μεγαλύτερη δυνατή θυσιαστική αγάπη: «μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θή υπέρ των φίλων αυτού».  
Γι’ αυτό και τη νηστεία η Εκκλησία μας δεν την θεωρεί μόνον από πλευράς σωματικής (νη-εσθίω= δεν τρώγω), αλλά και από πλευράς πνευματικής. Η σωματική νηστεία δηλαδή έχει νόημα όταν συνδυάζεται με την πνευματική διάστασή της: την αποχή των όποιων κακών και πονηριών, διαφορετικά από μόνη της θεωρείται μία απλή δίαιτα, η οποία απολυτοποιούμενη εκπίπτει από σωτηριώδη ενέργεια σε δαιμονικό κατασκεύασμα. «Βρωμάτων νηστεύουσα, ψυχή μου», ακούμε στους ύμνους της Εκκλησίας μας την περίοδο αυτή, «και παθών μη καθαρεύουσα, μάτην επαγάλλη τη ατροφία. Ει μη γαρ αφορμή σοι γένηται προς διόρθωσιν, ως ψευδής μισείται παρά του Θεού και τοις κακίστοις δαίμοσιν ομοιούσθαι, τοις μηδέποτε σιτουμένοις. Μη ουν αμαρτάνουσα την νηστείαν αχρειώσης, αλλ’ ακίνητος προς ορμάς ατόπους μένε, δοκούσα παρεστάναι εσταυρωμένω τω Σωτήρι, μάλλον δέ συσταυρούσθαι, τω δια σε σταυρωθέντι, εκβοώσα προς αυτόν: Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» (Όταν νηστεύεις από φαγητά, ψυχή μου, και δεν καθαρίζεσαι από τα πάθη, μάταια χαίρεσαι για την έλλειψη τροφής σου. Γιατί αν δεν σου γίνει αφορμή για διόρθωση η νηστεία σου αυτή, μισείται ως ψεύτικη από τον Θεό, ενώ γίνεσαι όμοια με τους  κάκιστους δαίμονες που ποτέ τους δεν τρώνε. Μη λοιπόν με την αμαρτία κάνεις άχρηστη τη νηστεία, αλλά να μένεις ακίνητη προς τις άτοπες ηδονές, θεωρώντας ότι στέκεσαι μπροστά στον εσταυρωμένο Σωτήρα που σταυρώθηκε για σένα, μάλλον ότι σταυρώνεσαι μαζί Του, φωνάζοντας προς Αυτόν: Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία Σου».
Ούτε μόνη λοιπόν η σωματική νηστεία ούτε μόνη ίσως η πνευματική ως ακατόρθωτη γίνεται αποδεκτή. Σωματική και πνευματική νηστεία συνοδεύουν, έχοντας ως σκοπό τη δημιουργία των ορθών προϋποθέσεων του ανθρώπου ώστε να μπορεί να αγαπά κατά το πρότυπο και την εντολή του Χριστού.

4.  Χρειάζεται όμως κάποια προσοχή στη σωματική διάσταση της νηστείας. Εγκρατευόμαστε στη λήψη τροφής και ποιοτικά αλλά και ποσοτικά. Άλλωστε κατ’ ακρίβεια όπως είπαμε νηστεύω σημαίνει δεν τρώγω καθόλου. Κι αυτό σημαίνει ότι νηστεία ο χριστιανός από πλευράς ποσοτικής κάνει όλον τον χρόνο: αποφεύγει τον πλήρη χορτασμό του στομάχου του, ενώ από πλευράς ποιοτικής τις συγκεκριμένες περιόδους που η Εκκλησία μας έχει καθορίσει, κατεξοχήν δε την περίοδο της Μ. Σαρακοστής. Με μία ακόμη παρατήρηση: ότι επειδή σκοπός της σωματικής νηστείας είναι η με ευκολία εφαρμογή της πνευματικής νηστείας που οδηγεί στη ζωή της αγάπης, γι’ αυτό και εκείνοι που λόγω ηλικίας ή αρρώστιας αδυνατούν να νηστεύσουν σωματικά – πώς να νηστεύσει ένας γέρος και άρρωστος άνθρωπος ή ένα πολύ μικρό παιδί; - δεν νηστεύουν. Τον ρόλο της σωματικής νηστείας παίζει η αρρώστια τους, τα γεράματά τους, η όποια σωματική αδυναμία τους. Η σωματική νηστεία ξανατονίζουμε δεν υπάρχει προς εξόντωση του ανθρώπου, αλλά προς ενίσχυση του πνευματικού αγώνα προς απόκτηση της αγάπης.

γ.  «Νηστεύσωμεν λοιπόν νηστείαν δεκτήν, ευάρεστον τω Κυρίω». Ο προσανατολισμός μας στη ζωντανή σχέση με τον Κύριο, η ενεργοποίηση της εν ημίν υπάρχουσας χάρης Του από το βάπτισμά μας πρέπει να συνιστούν τον άξονα πάνω στον οποίο κάθε πίκρα από τον περιορισμό των σαρκικών ορέξεών μας θα μεταποιείται σε γλυκύτητα και αγαλλίαση. Μ’ αυτό το όραμα καλούμαστε να πορευτούμε τη Μ. Σαρακοστή, η οποία ακριβώς γι’ αυτό αποτελεί και τη μεγαλύτερη ευεργεσία που μας παρέχει η Εκκλησία μας. 

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ


«Η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν»
(Ρωμ. 13, 12)
 
α. Παραμονή της εισόδου μας στη Μ. Σαρακοστή και η Εκκλησία μας με τα αναγνώσματά της μάς τονίζει τα στοιχεία που κυρίως ζούμε την περίοδο αυτή: τη μετάνοια, την εντονότερη προσευχή, τη νηστεία, την ελεημοσύνη. Μας τονίζει δηλαδή όλα εκείνα που δεν έκαναν οι προπάτορές μας και γι’ αυτό έχασαν τον Παράδεισο. Ας θυμηθούμε μάλιστα ότι ακριβώς σήμερα η Εκκλησία αυτό προβάλλει: την τραγωδία της έξωσης των πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο. Κι έρχεται ιδιαιτέρως το αποστολικό ανάγνωσμα από την προς Ρωμαίους επιστολή του αποστόλου Παύλου να μας ξυπνήσει από τον πνευματικό λήθαργο: «Η νύχτα όπου να ‘ναι φεύγει, και η μέρα κοντεύει να ‘ρθει». Γι’ αυτό και «ώρα ημάς ήδη εξ ύπνου εγερθήναι» (Ρωμ. 13, 11). Ο απόστολος χρησιμοποιεί την καθημερινή εικόνα της έγερσης από τον ύπνο ενόψει της ημέρας που έρχεται για να μας μιλήσει για τα πνευματικά. Τρία στοιχεία συνιστούν τον ερχομό αυτό: ο (πνευματικός) ύπνος, η έγερση, η ώρα.

β. 1. 1. Ο (πνευματικός) ύπνος:  Είναι η κατάσταση κατά την οποία ο άνθρωπος ζει τη ζωή αυτή χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τον Θεό. Τον απασχολούν όλα τα επίγεια θέματα, μετέχει ενδεχομένως σε όλα αυτά, αλλά χωρίς Θεό. Κι αυτό σημαίνει ότι σε πνευματικό ύπνο βρισκόμαστε όταν
- ενδιαφερόμαστε μόνο για το τι θα φάμε, τι θα πιούμε, με τι θα ντυθούμε,
- μας ενδιαφέρει αποκλειστικά η επαγγελματική καριέρα και η θέση μας,
- μας απορροφά το κυνηγητό του χρήματος ή ίσως μόνο η ίδια η οικογένειά μας, πράγματα που επιτείνονται από τον «άθεο» μάλλον περίγυρό μας, όπως π.χ. το βλέπουμε με τα Μ.Μ.Ε. κυρίως την τηλεόραση.
Οι περιπτώσεις αυτές είναι περιπτώσεις πνευματικού θανάτου. Όπως στον ύπνο έχουμε έναν μικρό θάνατο, έτσι και στον πνευματικό. Ο ίδιος ο Κύριος χαρακτήρισε την ασωτία του υιού της παραβολής του ασώτου ως κατάσταση θανάτου και απώλειας.

2. Έγερση: Η διέξοδος είναι η έγερση, να ξυπνήσει δηλαδή από τον πνευματικό ύπνο και να ζει έτσι ώστε ο Θεός να προσδιορίζει τη ζωή του. Κι αυτό σημαίνει ενεργοποίηση του βαπτίσματος: επανεύρεση του ενδύματός μας που είναι ο Χριστός. «Ενδύσασθε τον Ιησούν Χριστόν». Αφ’ ης στιγμής ο Χριστός ήλθε στον κόσμο η πνευματική έγερση του ανθρώπου είναι γεγονός. Δεν μπορούμε να ζούμε σαν να μην έχει έλθει. Ο χριστιανός είναι πια ξύπνιος και παλεύει διαρκώς να φανερώνει τον Χριστό στη ζωή του. Αυτή είναι και η αληθινή έννοια της εξυπνάδας. Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε έξυπνο εκείνον που καταλαβαίνει σ’ ένα βαθμό το βάθος και το πλάτος ίσως της ζωής. Μα αληθινά έξυπνος είναι εκείνος που βλέπει το πραγματικό βάθος της ζωής, δηλαδή τις ενέργειες του ίδιου του Θεού. Κι αυτή η εγρήγορση συνιστά το μυστήριο της συμμετοχής του ανθρώπου στη διαρκή έγνοια και αγάπη του Χριστού για τον κόσμο, συμμετοχή που οδηγεί στη σωτηρία του ανθρώπου αφού τον κοινωνεί με τον Χριστό.

3. Ώρα: Ποια είναι η κατάλληλη ώρα για να ξυπνήσει κανείς; Μα το κάθε τ ώ ρ α.  Η κάθε στιγμή, ανάλογα με το πώς τη ζούμε, αποκαλύπτει το έξυπνο (=ξυπνητό) ή τον ύπνο μας. Και τούτο γιατί αφενός ο θάνατος είναι διαρκώς μπροστά μας, αφετέρου επίκειται ανά πάσα στιγμή η ώρα της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου. Αυτό τονίζει και ο απόστολος στο ανάγνωσμα. Διότι μετά τον ερχομό του Χριστού στην πρώτη Του παρουσία έχουμε εισέλθει στα λεγόμενα έσχατα, στους τελευταίους χρόνους. Η κάθε στιγμή μπορεί να είναι η ώρα της Δευτέρας ελεύσεώς Του, συνεπώς δεν είναι δυνατόν να κοιμόμαστε.

γ. Η Μ. Σαρακοστή έχει ακριβώς τον σκοπό αυτό: να μας κρούει αδιάκοπα το καμπανάκι της εγρήγορσης: να κάνουμε πέρα από τη ζωή μας ό,τι μας αποκοιμίζει, δηλαδή την κάθε αμαρτία, και να μας στρέφει προς το φως, δηλαδή τον Χριστό. Γι’ αυτό και θεωρείται όχι μόνο η πιο ευλογημένη περίοδος της Εκκλησίας αλλά και η πιο ρεαλιστική.

 
π. Γεώργιος Δορμπαράκης

Κυριακή τῆς Τυρινῆς «Ἀπέχουσι τόν μισθόν αὐτῶν».


Αὐτήν τήν Κυριακή ἡ Ἐκκλησία μᾶς προετοιμάζει γιά τήν νηστεία τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Μᾶς ὑπενθυμίζει τόν πρῶτο θρῆνο, τό πρῶτο κλάμα, πού ἔγινε στή γῆ. Ἦταν ὁ θρῆνος τοῦ Ἀδάμ μετά τήν παρακοή καί τήν ἔξωσή του ἀπό τόν παράδεισο. Δέν ἐτήρησε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, πού ἦταν ἐντολή τῆς νηστείας καί ἔτσι ἔχασε τόν παράδεισο. Ἀλλοίμονό μου, ἔλεγε ὀδυρόμενος, μία ἐντολή κατεπάτησα  τοῦ Δεσπότου καί ἔχασα, στερήθηκα ὅλα τά ἀγαθά, ὅλες τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ.
Ἄν ἐμεῖς θέλουμε νά νά κερδίσουμε τόν παράδεισο, ἀγαπητοί μου, πρέπει νά νηστεύσουμε καί μάλιστα, ὂχι ὅπως θέλουμε ἐμεῖς, ἀλλά ὅπως ἀρέσει στόν Θεό. Εὔκολη εἶναι ἡ νηστεία τῆς ἀρεσκείας μας, δύσκολη εἶναι ἡ νηστεία πού θέλει ὁ Θεός. Καί ὁ Χριστός, ὅταν μιλάει γιά νηστεία στό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, ἐννοεῖ τήν δύσκολη νηστεία. Ἄν κάνουμε τήν εὒκολη, τήν ὑποκριτική, μόνο τήν νηστεία τῶν φαγητῶν, τότε δέν ἔχουμε μισθό, τόν χάνουμε.
Πρῶτα ἀπό ὅλα νηστεύουμε κανονικά, δηλ. ὅλη τήν Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Εἶναι αὐθαιρεσία, ἀταξία καί παρανομία νά νηστεύουμε μία ἑβδομάδα στήν ἀρχή καί μία στό τέλος, συνήθως τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα. Ἄν ὑπάρχει πρόβλημα ὑγείας, θά συμβουλευτοῦμε εὐσεβῆ γιατρό καί ἔμπειρο πνευματικό καί αὐτοί θά μᾶς ποῦν,θά μᾶς ὑποδείξουν τί θά κάνουμε. Ποτέ μόνοι μας καί χωρίς λόγο δέν θά χαλάσουμε τήν νηστεία.
Μάλιστα δέ σέ περίπτωση πού δέν μποροῦμε νά νηστεύσουμε ἢ εἴμαστε ἀναγκασμένοι νά μικραίνουμε τήν νηστεία μας, θά κάνουμε κάτι ἂλλο, γιά νά ἀναπληρώσουμε τά ὑστερήματα τῆς νηστείας. Π.χ. ὅσοι καπνίζουν νά κόψουν ἢ να ἐλαττώσουν τό κάπνισμα. Νά κόψουν ἢ νά ἐλαττώσουν τήν τηλεόραση. Νά κάνουν μεγαλύτερες προσευχές, κανένα κομποσχοίνι παραπάνω καί, ἄν ἡ ὑγεία τό ἐπιτρέπει, νά κάνουν καί κάποιες μεγάλες μετάνοιες. Νά ἐκκλησιάζωνται τακτικώτερα καί νά ἔρχωνται ἐνωρίτερα στήν Ἐκκλησία. Νά μελετοῦν περισσότερο τήν Ἁγία Γραφή καί ἄλλα χριστιανικά βιβλία. Πολλά μποροῦν νά κάνουν.
Εἶναι σπουδαῖα τά ἀποτελέσματα τῆς νηστείας, φοβερά γιά τούς δαίμονες, ὅταν αὐτή συνοδεύεται  καί ἐνισχύεται ἀπό τήν προσευχή. Τότε ἐκδιώκουμε, κυνηγοῦμε καί μαστιγώνουμε  ἀλύπητα τούς δαίμονες. « Τοῦτο τό γένος ἐν οὐδενί δύναται ἐξελθεῖν, εἰμή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ», εἶπε ὁ Κύριος.
Ὥστε λοιπόν, ἀδελφοί μου, γιά νά εἶναι ἡ νηστεία μας εὐάρεστη στό Θεό, ποτέ δέν εἶναι μόνη της. Συνοδεύεται καί ἀπό ἄλλα πράγματα, ἀπό ἄλλες ἀρετές καί ἄλλα πνευματικά ἀγωνίσματα.Ποτέ δέν ὁμιλοῦμε μόνο γιά νηστεία φαγητῶν, ἀλλά γιά νηστεία ἁμαρτιῶν. Λέγει πολύ ὡραῖα ἕνα τροπάριο τοῦ Τριωδίου: « Ὅταν, ψυχή μου, νηστεύεις ἀπό φαγητά, ἀλλά δέν καθαρίζεσαι ἀπό τά πάθη, δέν σταματᾶς τήν ἁμαρτία, ἄδικα χαίρεσαι πού δέν τρῶς. Διότι, ἐάν ἡ νηστεία σου δέν γίνεται ἀφορμή πρός διόρθωσή σου, σάν ψεύτικη μισεῖται ἀπό τόν Θεό καί γίνεται ὅμοια μέ τήν νηστεία πού κάνουν οἱ κάκιστοι δαίμονες, οἱ ὁποῖοι ποτέ τους δέν τρώγουν. Μή λοιπόν ἁμαρτάνεις καί προσβάλεις τήν νηστεία, ἀλλά μένε ἀκίνητη στίς ἄτοπες ὁρμές».
Ὥστε ἡ νηστεία εἶναι ἀφορμή  ἀποχῆς ἀπό τήν ἁμαρτία. Εἶναι στροφή  καί πλησίασμα πρός τόν Θεό. Λέγει καί ὁ Μέγας Βασίλειος, « Ἀληθής νηστεία ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις». Νά κόψουμε ἁμαρτίες, νά γίνουμε φτωχοί ἀπό ἁμαρτίες. Νά κάνουμε νηστεία μέ μετάνοια.
Ἀκόμη πραγματική νηστεία δέν εἶναι νά  παραγεμίζουμε τό στομάχι μας μέ νηστίσημα φαγητά, τά ὁποῖα πολλές φορές εἶναι ἀκριβότερα. Τρῶμε νηστίσημα, πιό λιτά, πιό φτωχικά, τρῶμε λιγότερο, κάνουμε οἰκονομία, γιά νά ἔχουμε περίσσευμα καί αὐτό νά τό προσφέρουμε στούς φτωχούς ἀδελφούς μας. Εἶναι
ἡ λεγομένη  ἁγία μερίδα, γιά τήν ὁποία κάνουν λόγο οἱ Ἅγιοι Πατέρες. «Μακάριος ὁ νηστεύων, ἵνα ἐλεήσηται πένητα». Νά λοιπόν πού ἡ νηστεία πρέπει νά συνοδεύεται ἀπό τήν ἐλεημοσύνη καί τήν φιλανθρωπία.
Ἐπί πλέον στόν καιρό τῆς νηστείας δέν ἔχουμε διαφορές μέ κανένα ἀδελφό μας, ἄν ὑποθέσουμε ὅτι σέ ἀλλο καιρό θά εἲχαμε. Συγχωροῦμε μέσα ἀπό τήν καρδιά μας ὅλους ὅσους μᾶς ἐλύπησαν, γιατί τότε μόνο θά συγχωρήσει κι᾿ ἐμᾶς ὁ Θεός. Νηστεία μέ κακία μέσα μας δέν μᾶς ὠφελεῖ καθόλου, δέν φέρνει κανένα καλό ἀποτέλεσμα. Χάνουμε τόν μισθό μας, διότι εἶναι νηστεία δαιμονική.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἄς ἀρχίσουμε νηστεία καθαρή, πραγματική νηστεία, νηστεία θεάρεστη, αὐτήν πού θέλει καί περιμένει ὁ Θεός ἀπό ἐμᾶς. Νηστεία φαγητῶν, νηστεία ἁμαρτιῶν καί παθῶν. Νηστεία πού θά συνοδεύεται ἀπό προσευχή, μετάνοια, ἐλεημοσύνη καί συγχωρητικότητα, γιά νά μᾶς ὠφελήσει, γιά νά ἀνοίξει καί γιά μᾶς τήν θύρα τοῦ παραδείσου. Ἔτσι νά ἀξιώσει ὁ Θεός νά διαπλεύσουμε μέ εἰρήνη τό πέλαγος τῆς ἁγίας νηστείας καί νά φτάσουμε νά ἑορτάσουμε τήν Ἁγία Ἀνάσταση, τό Πάσχα Χριστοῦ τό σωτήριο. Ἀμήν

Κυριακή της Τυρινής εβδομάδας: Έφθασεν Καιρός…!



Ἔφθασε καιρός, ἡ τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχή, ἡ κατὰ τῶν δαιμόνων νίκη, ἡ πάνοπλος ἐγκράτεια, ἡ τῶν Ἀγγέλων εὐπρέπεια, ἡ πρὸς Θεὸν παρρησία· δι” αὐτῆς γὰρ Μωϋσῆς, γέγονε τῷ Κτίστῃ συνόμιλος, καὶ φωνὴν ἀοράτως, ἐν ταῖς ἀκοαῖς ὑπεδέξατο· Κύριε, δι” αὐτῆς ἀξίωσον καὶ ἡμᾶς, προσκυνῆσαί σου τὰ Πάθη καὶ τὴν ἁγίαν Ἀνάστασιν, ὡς φιλάνθρωπος.


Κυριακή της Τυρινής. Έφθασεν Καιρός! Ένα πνευματικό προσκλητήριο σε καιρούς αλλοπρόσαλους και κρίσιμους. Η Εκκλησία επιμένει στον εορτολογικό της κύκλο και στις μεγάλες επαναλαμβανόμενες και εξ ίσου ανεπανάληπτες ευκαιρίες να αγιάσει τον άνθρωπο. Πρόθυρα αγίας Τεσσαρακοστής. Αρχή των Αγίων Νηστειών. Εποχή της εγκρατείας και των παλαισμάτων! Νηστεία η πάνοπλος, η κατά των δαιμόνων νίκη, η των Αγγέλων ευπρέπεια, η προς Θεόν παρρησία, η θύρα προς τον δρόμο τον μέγα, για να βιώσουμε το πάσχα το σταυρώσιμο και αυτό της Αναστάσεως του Κυρίου μας.
 
Έφθασεν καιρός! Βιβλικά τα παραδείγματα πού μας θέτει η σημερινή ημέρα και η προκείμενη εβδομάδα. Πρώτον ,αυτό της τραγικής εξορίας του Αδάμ.Αποτέλεσμα της παρακοής, της αλαζονείας και της υπερηφάνειας. Έξω και μακράν του Θεού δεν ζεί ο άνθρωπος. Εν αυτώ γαρ και εσμέν και κινούμεθα. Η παρακοή είχε ως καρπό την εξορία, την αποξένωση, τον κόπο, τους βασάνους, τον θάνατο. Η πράξη του Αδάμ δεν είχε ως κέντρο απλά την αποφυγή εγκρατείας από κάποιον καρπό, την βρώση ενός αρτυσίμου καρπού. Είχε ως κέντρο την παρακοή προς τον Θεό, την αυτονόμηση του ανθρώπου, την προσβολή πού φέρνει η βδελυρή υπερηφάνεια, την ανταρσία. Ο άνθρωπος καλείται την αγία Τεσσαρακοστή, αν θέλει να επανεύρει τον χαμένο παράδεισο, όχι μόνο να υποτάξει την σάρκα στην εγκράτεια από τις τροφές, αλλά κύρια το θέλημα στο θέλημα του Θεού. Να τον επαναζητήσει και να αποκαταστήσει την σχέση μαζί Του, διά της ορθοδόξου ασκητικής.Αυτή είναι η αληθής και ουσιαστική Νηστεία.
 
Δεύτερη, βιβλική αναφορά οι Προφήτες. Ο Μωϋσής διά της νηστείας παρέλαβε τον Νόμο. Ο Ηλίας ο νηστευτής απέκλεισε τους ουρανούς και έδωσε σημεία και τέρατα εν τω λαώ. Έπειτα ανελήφθη σαν ουράνιος άνθρωπος και ένσαρκος άγγελος. Ο προφήτης Δανιήλ φίμωσε τα στόματα των θηρίων,οι τρείς παιδες νίκησαν το καμίνι της φωτιάς.Ο Πρόδρομος είδε το Άγιον Πνεύμα καταβαίνον επί τον Χριστόν. Ο ίδιος ο Κύριος διά της νηστείας έδωσε το υπόδειγμα μιας καινής ζωής,χωρίς εξαρτήσεις και με θριάμβους κατά των πειρασμών. Αλλά και νηστεύοντας στην έρημο, προσείλκυσε την διακονία των Αγγέλων και την διατριβή την ειρηνική προκάλεσε μετά των θηρίων, όπως μας πληροφορεί ο θεηγόρος Μάρκος.Αυτό πού έχασε ο Αδάμ και έγινε ξένος όχι μόνον προς τον Πλάστη του, αλλά και προς την κτίση, το επανάφερε ο ίδιος ο Χριστός. Μια αποκατάσταση αρμονίας με τον Δημιουργό και την δημιουργία, για λογαριασμό του ανθρώπου.
 
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, ορίζουν την νηστεία, ως αποχή μεν από τις λιπαρές τροφές και την χορτασία , αλλά και στις καίριες, τις ουσιαστικές, τις πνευματικές διαστάσεις. Αποφυγή κατάκρισης. Αποκοπή θελήματος. Πάλαισμα με τα πάθη, τα κοινά σε κάθε άνθρωπο, αλλά και αυτά πού ξεχωριστά τυρρανούν τον καθένα μας. Συγχωρητικότητα και καταλλαγή. Ελεημοσύνη πλέρια και διακονία των εμπερίστατων θυσιαστική. Διανομή του περισσέματος από την εγκράτεια στους φτωχούς.Σιωπή ευεργετική πού οδηγεί στην ταπείνωση και την αποφυγή αμαρτίας. Λιτότητα και απλότητα στην εμφάνιση και τον δημόσιο βίο. Αποφυγή κάθε αδίκου συγγραφής και συναλλαγής. Αποκατάσταση αδικίας και δικαίωση του πτωχού και του πένητος. Προσευχητικός βίος και συχνή καταφυγή στα ιερά μυστήρια της Εξομολόγησης και Θείας Κοινωνίας. Εντριβή στις εκκλησιαστικές ακολουθίες και συχνότητα επίσκεψης στον Ναό. Πνευματικές μελέτες. Αγρυπνία με προσευχή και μελέτη. Ικανοποίηση και ευγένεια στους υφισταμένους. Διακονία και θυσία. Συνδιαλλαγή με πνευματικούς ανθρώπους , από τους οποίους ωφελούμαστε.Αποφυγή καθε αμαρτίας, αλλά και κάθε ούδέτερου πράγματος πού δεν βλάπτει, αλλά ούτε και ωφελεί. Ο χριστιανός δηλαδή μέσα στο κλίμα των αγίων νηστειών, πρέπει να έχει την συνείδηση πώς ιερουργεί ο ίδιος την κάθε στιγμή και ώρα σε μια μυστική θεία λειτουργία, πού αφορά όλο το πλαίσιο των ευαγγελικών και πατερικών εντολών και συμβουλών. Να δρα , να σκέφτεται και να ζεί ως ναός του Θεού και μέσα σε έναν οικουμενικό ναό της δόξας και του ελέους του Θεού.
 
Μεγάλη η ευκαιρία, προκείμενον το αγώνισμα, βραβείο η μετοχή στο σταυροαναστάσιμο πάσχα! Ιδού καιρός ήγγικεν της σωτηρίας ημών! Ας μην εκλάβουμε ως τυπική συμμετοχή και ενέργεια την σαρακοστινή περίοδο, αλλά ως ανανέωση όρκου βαπτίσματος, ως ενέργεια του Ιερού Χρισματος και για τους πιό καταβεβλημένους, ως ακόμα μια ευκαιρία ανόρθωσης, καταλλαγής, επιστροφής και γνωριμιας με τον Θεό μας. Τον Θεό των νηστευτών και των μετανοημένων. Ας έχουμε ένα ευλογημένο και απρόσκοπτο στάδιο. Καλή πρόοδο. Καλή δύναμη. Καλόν Αγώνα!

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ (Μθ. 6, 14-21)

Αὔ­ρι­ο ξε­κι­νά­ει ἡ πε­ρί­ο­δος τῆς ἁ­γί­ας καὶ με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς. «Τὸ στά­δι­ο τῶν ἀ­ρε­τῶν ἠ­νέ­ω­κται, οἱ βου­λό­με­νοι ἀθλῆ­σαι εἰ­σέλ­θε­τε», ψάλ­λει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας, κα­λῶν­τας μας σὲ ἀ­γῶνα πνευ­μα­τι­κό.
Ὁ ἀ­λη­θι­νὸς Χρι­στια­νὸς πρέ­πει πάν­το­τε νὰ βρί­σκε­ται σὲ ἐ­γρή­γορ­ση πνευ­μα­τι­κή, ἰ­δι­αί­τε­ρα, ὅ­μως, τὴν πε­ρί­ο­δο τῆς με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς. Αὐ­τὴ τὴν πε­ρί­ο­δο λοι­πὸν ὁ κά­θε Χρι­στια­νὸς πρέ­πει νὰ προ­σέ­χει τὶς πα­γί­δες καὶ τοὺς πει­ρα­σμοὺς τοῦ δια­βό­λου. Στὸν ἀ­γῶνα αὐ­τὸ ὁ Χρι­στια­νὸς ἐ­νι­σχύ­ε­ται μὲ τὴν πί­στη, τὴν προ­σευ­χή, τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη καὶ τὴ νη­στεί­α.
Ὁ Κύ­ρι­ος πα­ρέ­χει τὴ χά­ρη τοῦ Πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος καὶ συγ­χω­ρεῖ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μας, μὲ τὴν προ­ϋ­πό­θε­ση, ὅ­μως, ὅ­τι καὶ ἐ­μεῖς ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε νὰ τη­ρή­σου­με τὸ θέ­λη­μά του. Ἡ οὐ­ρά­νι­α μα­κα­ρι­ό­τη­τα δὲν κερ­δί­ζε­ται χω­ρὶς τὴ δι­κή μας θέ­λη­ση, χω­ρὶς τὴν εἰ­λι­κρι­νῆ μας με­τά­νοι­α, χω­ρὶς τὸν πνευ­μα­τι­κό μας ἀ­γῶ­να καὶ κυ­ρί­ως χω­ρὶς ἡ καρ­δί­α μας νὰ ξε­χει­λί­ζει ἀ­πὸ ἀ­γά­πη καὶ συγ­χω­ρητι­κό­τη­τα γιὰ τοὺς συ­ναν­θρώ­πους μας. Εἰ­δι­κὰ τὸ θέ­μα τῆς ἀ­γά­πης, εἶ­ναι πο­λὺ ση­μαν­τι­κὸ ἀ­φοῦ κα­θο­ρί­ζει οὐ­σι­α­στι­κὰ καὶ τὴν ἄ­φε­ση τῶν δικῶν μας ἁ­μαρ­τι­ῶν καὶ κατ᾽ ἐ­πέ­κτα­ση ἐ­πη­ρε­ά­ζει τὴν ἴ­δια τὴ σω­τη­ρί­α μας.
Πι­ὸ συγ­κε­κρι­μέ­να, ἡ χρι­στια­νι­κὴ ἀ­γά­πη, δη­λα­δὴ ἡ ἀ­γά­πη ποὺ ὅ­λοι μας, κα­θὸ βα­πτι­σμέ­νοι Χρι­στια­νοί, πρέ­πει νὰ ἐ­πι­δει­κνύ­ου­με, δὲν πρέ­πει νὰ πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται στὴν οἰ­κο­γέ­νει­α, τοὺς φί­λους καὶ τοὺς γνω­στούς, ἀλ­λὰ νὰ προ­σφέ­ρε­ται ἀ­δι­ά­κρι­τα πρὸς ὅ­λους τοὺς ἀν­θρώ­πους. Ἀ­κό­μη καὶ αὐ­τοὺς ποὺ ἐν­δε­χο­μέ­νως μᾶς λύ­πη­σαν, μᾶς ἔ­βλα­ψαν, μᾶς ἀ­δί­κη­σαν, μᾶς ζήμι­ω­σαν, μᾶς συ­κο­φάν­τη­σαν. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ ὁ­δὸς ποὺ ὁ Θε­ὸς ἐ­πι­θυ­μεῖ νὰ πο­ρευ­τοῦ­με, γι᾽ αὐ­τὸ καὶ λέ­ει: «Ἐ­ὰν γὰρ ἀ­φῆ­τε τοῖς ἀν­θρώ­ποις τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τα αὐ­τῶν, ἀ­φή­σει καὶ ὑ­μῖν ὁ πα­τὴρ ὑ­μῶν ὁ οὐ­ρά­νι­ος˙ ἐ­ὰν δὲ μὴ ἀ­φῆ­τε τοῖς ἀν­θρώ­ποις τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τα αὐ­τῶν, οὐ­δὲ ὁ πα­τὴρ ὑ­μῶν ἀ­φή­σει τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τα ὑ­μῶν».
Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ ὁ­δὸς τῆς συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τας. Ὁ Θε­ὸς τῆς ἀ­γά­πης, τοῦ ἐ­λέ­ους, τῆς εὐ­σπλα­χνί­ας καὶ τῆς εἰ­ρή­νης, συγ­χω­ρεῖ καὶ ἐ­λε­εῖ καὶ εὐ­σπλα­χνί­ζε­ται, ἀν­τα­πο­κρι­νό­με­νος στὴ δι­κή μας προ­θυ­μί­α νὰ συγ­χω­ρή­σου­με τοὺς ἄλ­λους. Ἡ συγ­χώ­ρη­ση τῶν δι­κῶν μας σφαλ­μά­των ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πὸ τὸ ἐ­ὰν ἐ­μεῖς συγ­χω­ροῦ­με τοὺς ἄλ­λους. Ὅ­σο πα­ρά­δο­ξο καὶ νὰ ἀ­κού­γε­ται γιὰ τὴ ση­με­ρι­νὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ὅ­που ὅ­λα κρί­νον­ται μὲ βά­ση τὴν ἐ­ξου­σί­α, τὴν ἐ­πι­βο­λή, τὴν αὐ­το­προ­βο­λή, τὴν ἐ­ξου­θέ­νω­ση τοῦ ἄλ­λου, ἐν­τού­τοις εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ὸς θέ­τει ὡς προ­ϋ­πό­θε­ση σω­τη­ρί­ας. Ὁ Χρι­στι­α­νι­σμὸς βρί­σκε­ται στὸν ἀν­τί­πο­δα τῆς κο­σμι­κῆς ἀν­τίληψης τῶν πραγ­μά­των. Γιὰ τὸν κό­σμο ἰ­σχύ­ει καὶ ἔ­χει ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στη ἀ­ξί­α ἡ ὑ­πε­ρη­φά­νεια, ὁ ἐ­γω­ι­σμός, ἡ ἐκ­δί­κη­ση. Ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός, ὅ­μως, ὡς ἡ ἐν Χρι­στῷ ζω­ή, μι­λᾶ, κη­ρύτ­τει καὶ ζη­τᾶ τὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τῆς κα­ταλ­λα­γῆς καὶ τῆς συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τας τῶν ἀν­θρώ­πων.
Ὅ­λοι εἴ­μα­στε ἔ­νο­χοι ἔ­ναν­τι κά­ποιων ἀν­θρώ­πων. Ἀ­πὸ ἀ­προ­σε­ξί­α, ἀ­πὸ ἐ­πι­πο­λαι­ό­τη­τα, ἀ­πὸ ἀ­μέ­λει­α, ἴ­σως καὶ ἀ­πὸ ἀ­δυ­να­μί­α, σφάλ­λου­με σὲ κά­τι. Ἄλ­λος λί­γο ἄλ­λος πο­λύ. Ἐ­μεῖς ἐ­πη­ρε­ά­ζου­με κά­ποιους καὶ κά­ποιοι ἄλ­λοι κά­νουν λά­θη εἰς βά­ρος ἄλ­λων. Ἔ­τσι ὁ Θε­ὸς ἔρ­χε­ται καὶ φι­λάν­θρω­πα κά­νει μί­α συμ­φω­νί­α μα­ζί μας λέ­γον­τάς μας, τρό­πον τι­νά: «ἐ­γὼ θὰ σᾶς συγ­χω­ρέ­σω, ἐ­φό­σον καὶ ἐ­σεῖς συν­δι­αλ­λα­γῆ­τε καὶ συγ­χω­ρέ­σε­τε, ἐ­γὼ θὰ εἶ­μαι ἐ­λε­ή­μων ἀ­πέ­ναν­τί σας, ἐ­φό­σον εἶ­στε καὶ ἐ­σεῖς ἀ­πέ­ναν­τι τῶν ἀ­δελ­φῶν σας, ἐ­γὼ θὰ ξε­χά­σω τὰ σφάλ­μα­τά σας, ἐ­φό­σον ξε­χά­σε­τε καὶ ἐ­σεῖς αὐ­τὰ τοῦ πλη­σί­ον σας, ἐ­γὼ δὲν θὰ λά­βω ὑ­πό­ψη τὴν ἐκ μέ­ρους σας πα­ρά­βα­ση τοῦ νό­μου μου, φτά­νει καὶ ἐ­σεῖς νὰ δεί­ξε­τε ἀ­γά­πη, ἐ­πι­εί­κει­α, συμ­πό­νια στὸν συ­νάν­θρω­πό σας, ἐ­γὼ θὰ σᾶς ἀ­να­παύ­σω, ἐ­φό­σον καὶ ἐ­σεῖς δὲν μι­σή­σε­τε αὐ­τὸν ποὺ σᾶς φταί­ει».
Αὔ­ρι­ο ἄρχεται τὸ στά­δι­ο τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ ἀ­γώ­να˙ ἂς μὴν ὀ­λι­γω­ρή­σου­με. Ἂς ἀ­γω­νι­στοῦ­με, ὡς στρα­τι­ῶ­τες Χρι­στοῦ, τὸν ἀ­γῶ­να τὸν κα­λό, ὥ­στε νά «κα­θαρ­θῶ­μεν τὰς αἰ­σθή­σεις». Ἂς ἐκ­ζη­τή­σου­με τὸ θεῖ­ο ἔ­λε­ος μὲ τὴ νη­στεί­α, τὴν ἐγ­κρά­τει­α, τὴν προ­σευ­χή, τὴν τα­πεί­νω­ση. Ἂς προ­σφύ­γου­με σὲ εἰ­λι­κρι­νῆ ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση, ἂς ἐγ­κολ­πω­θοῦ­με τὴν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη καὶ κυ­ρί­ως τὴν ἀ­δι­ά­κρι­τη ἀ­γά­πη πρὸς τὸν πλη­σί­ον καὶ τὴ συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα καὶ τὴν ἀ­νε­κτι­κό­τη­τα γιὰ τὰ ἐν­δε­χό­με­να σφάλ­μα­τά του πρὸς τὸ πρό­σω­πό μας.
Τοι­ου­το­τρό­πως, ἀ­φοῦ δι­α­τρέ­ξου­με τὸ στά­δι­ο τῶν ἀ­ρε­τῶν, θὰ κα­ταν­τή­σου­με ἐ­πά­ξι­α καὶ νι­κη­φό­ρα εἰς τὴν τρι­ή­με­ρο Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Θε­οῦ καὶ Σω­τῆ­ρος ἡ­μῶν.
Εκ της Ιεράς Μητροπόλεως Τριμυθούντος

Ἡ Σατανικὴ πομπὴ τοῦ εἰδωλολατρικοῦ καρναβαλιοῦ

Πρωτοπρεσβ. π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος 

Ὁ χρόνος γυρίζει καί φεύγει. Καί μαζί μέ τόν χρόνο γερνᾶμε καί φεύγουμε κι ἐμεῖς. Κάθε χρόνο ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας, γιά νά μᾶς ὑπενθυμίσει αὐτή τή ρευστότητα καί τήν παροδικότητα τῶν ἐπιγείων πραγμάτων, ἐπαναλαμβάνει τόν ἑόρτιο κύκλο, ἐπισημαίνοντας ὅτι, ἐάν δέν μποῦμε μέσα στόν σωτηριώδη χρόνο, ἐάν δέν ἐνταχθοῦμε μέσα στό γεγονός τῆς Θείας Οἰκονομίας, αὐτός ὁ χρόνος μέσα, στόν ὁποῖο ζοῦμε, δέν ἔχει καμμία σημασία. Μερικές φορές, μάλιστα, εἶναι καί ἐπικίνδυνος, ἄν δέν τόν ἀξιοποιήσουμε καταλλήλως.
Νά, λοιπόν, πού καί φέτος ξαναβρισκόμασθε στήν περίοδο τοῦ κατανυκτικοῦ Τριωδίου. Αἰῶνες ἐπί αἰώνων ἑορτάζουμε τήν περίοδο αὐτή τοῦ Τριωδίου. Καί ἐπί τόσους αἰῶνες ἐπισημαίνεται ὄτι θά πρέπει νά προσπαθήσουμε ὅλοι μας, ὅλοι ὅσοι ἔχουμε σχέση μέ τήν Ἐκκλησία, ὅλοι ὅσοι ἔχουμε λάβει τό ἅγιον Βάπτισμα, νά ἐγκαταλείψουμε τίς κοσμικές συνήθειες, νά ἀποκρούσουμε τίς πονηρίες καί μεθοδίες τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος ἰδιαίτερα τίς ἡμέρες αὐτές ἐπιτίθεται, δρᾶ καί ἐνεργεῖ περισσότερο. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας ἐπιθυμεῖ νά μᾶς προετοιμάσει γιά τόν ἀγώνα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Καί βάζει αὐτές τίς τρεῖς πρῶτες ἑβδομάδες τοῦ Τριωδίου (τοῦ Τελώνου καί Φαρισαίου, τοῦ Ἀσώτου Υἱοῦ, τῆς Δευτέρας Παρουσίας καί τῆς Κρίσεως), εἰς τρόπον ὥστε νά...
μήν μᾶς φανεῖ πολύ δύσκολος ὁ ἀγώνας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἀλλά σιγά-σιγά νά συνηθίσουμε σ’αὐτόν τόν ἀγώνα, ἀκούγοντας τά ἀναγνώσματα, τούς κατανυκτικούς ὕμνους καί τό κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας.
Σύμφωνα μέ τό συναξάρι τῆς Κυριακῆς τοῦ Τελώνου καί τοῦ Φαρισαίου[1], οἱ ἅγιοι Πατέρες, μέ τό βιβλίο αὐτό τοῦ Τριωδίου, ἔχουν σκοπό νά μᾶς θυμίσουν μέ συντομία ὅλες τίς εὐεργεσίες, πού ἔκανε ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός ἀπό τήν ἀρχή σ’ἐμᾶς. Θέλουν νά ὑπογραμμίσουν σέ ὅλους μας ὄτι πλασθήκαμε ἀπ’Αὐτόν καί παραβήκαμε τήν ἐντολή, πού μᾶς ἔδωσε γιά τήν πνευματική μας ἐξάσκηση καί γι’αὐτό διωχθήκαμε ἀπό τόν Παράδεισο. Κι ἀκόμη ὄτι ὁδηγηθήκαμε στήν πτώση ἀπό τόν φθόνο τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως καί ἐχθροῦ μας, τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος ἔπεσε ἀπό τόν οὐρανό ἐξ αἰτίας τοῦ ἐγωισμοῦ του καί εἴμασταν διαρκῶς στερημένοι ἀπό τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ καί ὁδηγούμενοι ἀπό τόν διάβολο. Θέλουν νά μᾶς θυμίσουν ἀκόμη ὄτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ἀπό τήν πολλή καί ἀνιδιοτελῆ Του ἀγάπη γιά’μᾶς κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό καί κατοίκησε στή μήτρα τῆς Ἁγίας Παρθένου καί ἔγινε ἄνθρωπος καί μέ τήν ὅλη ζωή Του μᾶς ἔδειξε τόν δρόμο γιά τήν ἄνοδό μας στόν οὐρανό. Αὐτό τό πέτυχε πρωτίστως μέ τήν ταπείνωσή Του, τή νηστεία, τήν ἀποχή ἀπό κάθε κακό, ἀλλά καί μέ ὅλες τίς πράξεις Του. Κι ἀκόμη θέλουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας νά μᾶς ὑπενθυμίσουν ὄτι ὁ Χριστός ἔπαθε για’μᾶς, σταυρώθηκε, τάφηκε καί ἀναστήθηκε καί ἀνέβηκε πάλι στούς οὐρανούς. Καί ὄτι ἔστειλε στούς ἁγίους μαθητές καί Ἀποστόλους Τοῦ τό Ἅγιον Πνεῦμα, οἱ ὁποῖοι κήρυξαν γι’Αὐτόν παντοῦ πώς εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί Θεός τέλειος καί ἄνθρωπος τέλειος, Θεάνθρωπος. Θέλουν, τέλος, νά μᾶς διηγηθοῦν τί ἔκαναν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι μέ τήν Χάριν καί τήν βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὄτι δηλ. συγκέντρωσαν μέ τό κήρυγμά τους σέ μία ποίμνη τούς ἁγίους ὅλων τῶν αἰώνων, γιά νά καταλάβουν τή θέση τῶν ἐκπεσόντων ἀγγέλων, πράγμα τό ὁποῖο ἦταν ἀπό τήν ἀρχή ὁ σκοπός τοῦ Δημιουργοῦ. Αὐτός, λοιπόν, εἶναι ὁ σκοπός τοῦ Τριωδίου.
Ἑπομένως, οἱ τρεῖς πρῶτες ἑβδομάδες, πού διανύουμε τώρα, ἐπινοήθηκαν ἀπό τούς ἁγίους καί θεοφόρους Πατέρες μας σάν μιά προγύμναση καί παρακίνηση, γιά νά προετοιμασθοῦμε γιά τούς πνευματικούς ἀγῶνες τῆς νηστείας, πού ἀκολουθοῦν. Εἶναι περίοδος κατανύξεως, περισυλλογῆς καί μετανοίας. Τά εὐαγγελικά ἀναγνώσματα, μαζί μέ τούς ἐμπνευσμένους ὕμνους, εἶναι ἰσχυρή προτροπή πρός μετάνοια καί ἐπιστροφή. Ὀφείλουμε νά συμμαζευθοῦμε οἱ ἄνθρωποι στόν ἑαυτό μας, γιά νά συνέλθουμε πνευματικά, νά σκεφθοῦμε ὑψηλότερα θέματα, νά ὁδηγηθοῦμε στήν αὐτογνωσία καί τήν θεογνωσία. Ὀνομάζουν, μάλιστα, οἱ ἅγιοι Πατέρες τήν πρώτη ἑβδομάδα τοῦ Τριωδίου προφώνηση ἤ προσφωνήσιμο (θά μπορούσαμε νά τήν ποῦμε καί εἰσαγωγική ἑβδομάδα), γιατί γίνεται ὄ,τι ἀκριβῶς συμβαίνει καί στήν περίπτωση πού πρόκειται οἱ στρατιῶτες νά ξεκινήσουν γιά σωματικούς πολέμους. Ἐνημερώνονται καί προετοιμάζονται ἀπό τούς στρατηγούς γιά τό πότε θά γίνει ὁ πόλεμος, ὥστε νά ἀκονίσουν τά ξίφη τους, νά τά καθαρίσουν καί νά τά γυαλίσουν, νά ἑτοιμάσουν τά πάντα καί νά ἀφήσουν στήν ἄκρη κάθε τί, τό ὁποῖο θά μποροῦσε νά εἶναι ἐμπόδιο γιά τήν ἐκστρατεία. Καί ἀφοῦ κάνουν ὅλα ὅσα εἶναι ἀπαραίτητα, ξεκινοῦν μέ προθυμία γιά τή μάχη. Πολλές φορές, μάλιστα, πρίν ἀπό τή συμπλοκή οἱ στρατηγοί χρησιμοποιοῦν ὁμιλίες, ἱστορίες καί παραδείγματα, γιά νά ἐρεθίσουν τό ζῆλο τῶν στρατιωτῶν καί νά διώξουν ἀπό τίς ψυχές τους τήν ὀκνηρία, τό φόβο, τή δειλία καί ὀ,τιδήποτε ἄλλο ἐπικίνδυνο. Ἔτσι κάνουν καί οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Μᾶς προαναγγέλλουν τή μάχη, πού θά γίνει, στόν καιρό τῆς νηστείας, ἀνάμεσα σ’ἐμᾶς καί τούς δαίμονες, ὥστε νά καθαρίσουμε τίς ψυχές μας ἀπό ὁποιοδήποτε πάθος ἔχει φωλιάσει στό βάθος τῆς καρδιᾶς μας καί ἀπό κάθε δηλητήριο τοῦ ἐχθροῦ, πού ἔμεινε μέσα μας μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου. Κι ἀκόμη τό κάνουν, γιά νά βιαστοῦμε νά ἀποκτήσουμε ὅποιο ἀγαθό λείπει ἀπό τήν ψυχή μας, ὥστε πάνοπλοι πνευματικά καί ἑτοιμασμένοι, ὅπως πρέπει, νά προχωρήσουμε στούς ἀγῶνες τῆς νηστείας. Ὄλ΄αὐτά τά κατορθώνουμε μέ τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ, συμμετέχοντας κατά τό ἀνθρώπινο δυνατό ἀξίως καί βιωματικῶς στή μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, καί ἰδιαίτερα στά ἱερά μυστήρια τῆς μετανοίας καί ἐξομολογήσεως τῶν ἁμαρτιῶν μας σέ ἔμπειρο πνευματικό πατέρα καί τῆς θείας Κοινωνίας-Μεταλήψεως τοῦ Τιμίου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἐντούτοις, ἀντί ὅλοι μας νά ἐνταχθοῦμε σ’αὐτόν τόν σωτηριώδη χρόνο, σ’αὐτή τή σωτηριώδη πορεία, αὐτές τίς ἡμέρες γι΄ἀκόμη μία χρονιά θά γίνουμε μάρτυρες ἄλλων πραγμάτων διαβολικῶν καί σατανικῶν. Παρ΄ὅλη τή λεγόμενη οἰκονομική κρίση, τό καρναβάλι θά ὀργιάσει καί πάλι αὐτές τίς ἡμέρες, τό ὁποῖο κάθε χρόνο προσλαμβάνει διαστάσεις λοιμικής νόσου, ἀφοῦ πολλοί δήμαρχοι καί ἄλλοι φορεῖς ἐπιδεικνύουν ἀσυνήθιστο ζῆλο καί κοπιώδη δραστηριότητα γιά τό ποιός θά διοργανώσει τό ἐντυπωσιακότερο καρναβάλι, ξοδεύοντας τεράστια ποσά καί ἀπασχολώντας ἑκατοντάδες ἤ χιλιάδες ἀνθρώπων. Δέν εἶναι βέβαια μόνο ἡ σπατάλη τόσων χρημάτων, πού θά μποροῦσαν νά διατεθοῦν σέ κάλυψη ἄλλων σπουδαίων ἀναγκῶν, ὄχι μόνο στήν ἀνακούφιση πτωχῶν καί ἐνδεῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί σέ πολιτιστικούς καί πνευματικούς στόχους, στή βελτίωση π.χ. τῶν συνθηκῶν ὑγείας καί παιδείας. Τό σημαντικώτερο εἶναι ἡ ἠθική ζημία καί βλάβη ἀπό τήν ἀναισχυντία τῆς γύμνιας, τήν ξετσιπωσιά τῆς αἰσχρότητος, τίς βωμολοχίες καί τά πορνικά ἄσματα καί θεάματα, τήν παρότρυνση σέ σαρκικά ἁμαρτήματα, κάτω μάλιστα ἀπό τήν ἐλευθερία κινήσεων, πού προσφέρει ἡ μάσκα, ἄσυλο ἀδιαντροπιᾶς καί ἀπροσωποποίησης. Κάτω ἀπό τό προσωπεῖο ὁ ἄνθρωπος παύει νά εἶναι πρόσωπο, πού ἔχει ἀπέναντί του καί βλέπει τόν Θεό καί τούς συνανθρώπους καί μεταβάλλεται σέ ἀπρόσωπο ὄν, μέλος ἑνός ἀνωνύμου πλήθους, πού κινεῖται μόνο ἀπό ἐμπαθεῖς ὀρέξεις καί ἐπιθυμίες.
Τό καρναβάλι κατ’ἀκρίβειαν καταδικάζεται ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα ἔχει ὑποστεῖ τελεία ἀλλαγή ἐπί τά χείρω μέ εἰσαγόμενα πρότυπα καρναβαλιοῦ ἀπό μεγαλουπόλεις τοῦ ἐξωτερικοῦ καί πολλές φορές μέ περιφερόμενους καί ἁδρά ἀμειβόμενους ξένους καρναβαλικούς θιάσους, ὅπου κυριαρχοῦν οἱ γυμνές γυναῖκες. Δέν πρέπει νά παραβλέψουμε καί τήν διαφαινόμενη σαφῆ τάση τῶν φορέων, ποῦ ὀργανώνουν τό καρναβάλι, ἐπιστροφῆς στό παγανιστικό, εἰδωλολατρικό παρελθόν, ἀπ’ὅπου κατάγεται τό καρναβάλι, μέ σύγχρονη ἀδιαφορία καί περιφρόνηση τῶν ἀρχῶν τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανισμοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας, πού ἔβαλε τέρμα στά παλιά, ξερίζωσε τίς κακές συνήθειες καί εἰσήγαγε τόν νέο ἄνθρωπο τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἁγιότητος. Ὅταν πρόκειται μερικοί νά ἀντισταθοῦν στόν Χριστό καί τό Εὐαγγέλιο, ξεχνοῦν τόν ἐκσυγχρονισμό καί τήν πρόοδο καί ἐπιστρέφουν αἰῶνες πίσω, στό σκοτάδι τῆς πρό Χριστοῦ ἐποχῆς.
Ὅσες πόλεις δέν διοργανώνουν καρναβαλικές ἐκδηλώσεις, πρέπει νά καυχῶνται, γιατί δέν μολύνουν τήν ἀτμόσφαιρά τους μέ τίς αἰσχρότητες καί βωμολοχίες τοῦ καρναβαλιοῦ καί δέν ἀποδιώκουν ἔτσι τήν Χάριν καί προστασία τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων πολιούχων τους. Πικραινόμαστε καί λυπόμαστε κάθε χρόνο, ὅταν βλέπουμε ἁγιασμένες πόλεις ἀπό τήν παρουσία τῶν ἁγίων, ἀπό τίς ἱερές εἰκόνες, ἀπό τά ἱερά λείψανα, νά γίνονται πομπές σατανικές, τόποι ὅπου πανηγυρίζει καί χορεύει ὁ διάβολος. Μέ πρωτοστατοῦσα, δυστυχῶς, τήν πόλη τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου, τήν Πάτρα, ἡ ὁποία ἔχει γίνει πρότυπο, μίμηση καί παράδειγμα καί γι΄ἄλλες πόλεις. Μέχρι πότε θά ἀνέχεται ὁ Θεός νά μεταβάλλεται ἡ Ἑλλάδα μας τήν περίοδο αὐτή σ’ἕνα τόπο δαιμονικό; Ὁ Θεός μᾶς στέλνει πολλά μηνύματα καί ἐπιτρέπει κατά παραχώρησιν θεομηνίες, πλυμμῆρες, καταστροφές, κατολισθήσεις, μετεωρῖτες, πολέμους, οἰκονομικές κρίσεις κ.ἄ. Κι ὅμως ἐμεῖς δέν συλλαμβάνουμε αὐτά τά μηνύματα. Οἱ δημοτικοί ἄρχοντες, ἐπίσης, πρέπει νά γνωρίζουν ὅτι οἱ πιστοί Χριστιανοί λαμβάνουν ὑπ΄ὄψιν καί κρίνουν θετικά ἤ ἀρνητικά ὅλες τίς ἐνέργειές τους, καταδικάζουν δέ ἀπερίφραστα ὅσα καταδικάζουν οἱ Ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας.
Καί γιά νά μήν ὑπάρχει ἐπ’αὐτοῦ καμμία ἀμφιβολία καί ἀμφιταλάντευση, οὔτε ἐκ μέρους τῶν λαϊκῶν πιστῶν, οὔτε πολύ περισσότερο ἐκ μέρους τῶν κληρικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπιδεικνύουν ἀδικαιολόγητη ἐλαστικότητα καί ἐπιείκεια, μπορεῖ κανείς νά ἀνατρέξει στό Ἱερό Πηδάλιο[2] τῆς Ἐκκλησίας μας καί νά ἀναγνώσει τόν 62ο Ἱερό Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (691 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος καταδικάζει τίς μεταμφιέσεις καί τίς μάσκες, ὅπως καί τούς χορούς καί τούς ἀστεϊσμούς, πού ἐλάμβαναν χώρα σέ παρόμοιες καρναβαλικές ἑορτές τοῦ παρελθόντος καί ἐπιβάλλει στούς κληρικούς, πού μετέχουν, τήν ποινή τῆς καθαιρέσεως, στούς δέ λαϊκούς τήν ποινή τοῦ ἀφορισμοῦ.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος[3], ἀναφερόμενος στό ἐπιχείρημα ὄτι μέ τίς καρναβαλικές ἐκδηλώσεις διασκεδάζουν καί εὐφραίνονται οἱ ἄνθρωποι καί ξεφεύγουν ἀπό τήν καθημερινότητα, ἀπαντᾶ ὄτι αὐτό εἶναι τελείως παράλογο, διότι ἡ χαρά καί ἡ εὐφροσύνη πρέπει νά συμβαδίζουν μέ τήν ἠθική καί τήν εὐπρέπεια. Ὅταν μεταβάλλεται ἕνα σπίτι σέ πορνεῖο, εἶναι ντροπή νά ἰσχυρίζεται κανείς ὄτι πρόκειται γιά ἡδονή καί εὐχαρίστηση. Πολύ περισσότερο, ὅταν ὁλόκληρες πόλεις μεταβάλλονται σέ πορνεία κατά τήν περίοδο τῆς Ἀποκριᾶς. Σέ λίγο ὅλη ἡ Ἑλλάδα - φεῖσαι Κύριε - ἡ χώρα τῶν ἁγίων, τῶν μαρτύρων καί τῶν ἡρώων θά μεταβληθεῖ σέ ἀπέραντο πορνεῖο. Στατιστικές στήν πόλη τῶν Πατρῶν ἔχουν δείξει ὄτι, μετά τίς καρναβαλικές ἐκδηλώσεις, ὁ ἀριθμός τῶν ἐκτρώσεων φθάνει σέ ἀνησυχητικό σημεῖο. Ὄ,τι πρόκειται νά κερδίσουν οἱ ἄνθρωποι ἀπό τούς πνευματικούς ἀγῶνες τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, προλαβαίνει ὁ διάβολος καί τούς τό ἀφαιρεῖ μέ τό καρναβάλι, τό ὁποῖο οἱ Ἅγιοι ὀνομάζουν «σατανική πομπή».
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης[4], ἀναφερόμενος σέ ὅσα γίνονται κατά τίς Ἀπόκριες γράφει : «Κατ’ἀλήθειαν μπορεῖ νά πεῖ κανείς ὄτι τότε οἱ Χριστιανοί δαιμονίζονται ὅλοι˙ διότι χορεύουν, παίζουν, τραγουδοῦν ἀσυνειδήτως, ἕως καί αὐτοί οἱ πλέον γέροντες... τότε δέν ἔχει διαφορά ἡ ἡμέρα ἀπό τή νύκτα˙ διότι ὅπως καί ἡ ἡμέρα ἔτσι καί ἡ νύκτα ξοδεύεται σέ χορούς καί παιχνίδια καί ἀταξίες καί μασκαριλίκια˙ τότε, γιά νά πῶ ἔτσι, πανηγυρίζει ἡ ἀσέλγεια˙ ἑορτάζει ἡ ἀκολασία˙ εὐφραίνεται ἡ μέθη˙ ἀγάλλεται ἡ τρυφή καί ἡ ἀσωτεία˙ χορεύει ὁ διάβολος μέ δέκα μαντήλια καί συγχορεύει μ’αὐτόν ὅλο τό πλῆθος τῶν δαιμόνων˙ διότι ὅσο κέρδος κάνουν μόνο στίς Ἀπόκριες, δέν μποροῦν νά τό κάνουν σ’ὅλο τόν χρόνο».
Ὅσα σχετικά λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος γιά τίς καρναβαλικές ἐκδηλώσεις καί τή ζημιά, πού προκαλοῦν, τά τελειώνει, λέγοντας πώς εἶναι ἀφροσύνη νά καταστρέφουμε προκαταβολικά καί νά ἀχρηστεύουμε τήν Ἁγία Τεσσαρακοστή˙ προτρέπει, ἐπίσης, τούς ἀρχιερεῖς, τούς πνευματικούς καί τούς διδασκάλους νά ἐμποδίσουν αὐτό τό μεγάλο κακό. Τώρα οἱ μέν περισσότεροι ἀρχιερεῖς καί πνευματικοί σιωποῦν, ἐνῶ ἔπρεπε νά μήν ἡσυχάζουν μπροστά στήν ἐπέκταση τοῦ κακοῦ, πολλοί δέ ἀπό τούς διδασκάλους καί τούς γονεῖς ὀργανώνουν οἱ ἴδιοι γιά τά παιδιά τούς καρναβαλικές ἐκδηλώσεις. «Γιατί εἶναι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερη ἡ βλάβη, πού προσλαμβάνουν στίς Ἀποκριές, παρά ἡ ὠφέλεια, πού λαμβάνουν ἀπό τήν ἐρχόμενη Τεσσαρακοστή˙ ἴλεως, ἴλεως, ἴλεως νά γίνει ὁ Θεός! Καί Αὐτός μακάρι νά φωτίσει τούς ἁγίους Ἀρχιερεῖς καί πνευματικούς καί διδασκάλους νά ἐμποδίσουν τέτοιας λογῆς κακά μέ ἀφορισμούς καί ἐπιτίμια, καθώς προστάζει καί ὁ 62ος Ἱερός Κανόνας τῆς Ἁγίας καί Οἰκουμενικῆς ΣΤ΄ Συνόδου»[5].
Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἐναντίον τῆς πνευματικῆς εὐωχίας καί τῶν ὑγιῶν πνευματικά ἐκδηλώσεων. Κατά παραχώρησιν, οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά ψυχαγωγοῦνται, ὄχι νά διασκεδάζουν, μέ ἐπιλεγμένους χορούς καί δημοτικά τραγούδια, φορώντας σεμνές, παραδοσιακές στολές, χωρίς νά κρύβουν τό πρόσωπό τους μέ μάσκες.
[1] ΙΕΡΟΜ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ ΔΕΛΗΜΑΡΗΣ, Τί γιορτάζουμε ἀπό τό Τριώδιο ἕως τήν Πεντηκοστή, ἔκδ. Ἀδελφότης Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Ναυπάκτου, Ναύπακτος 2001, σσ. 18-20.
[2] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 275-276.
[3] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Λόγος α΄ πρός Κολασσαείς.
[4] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Χρηστοήθεια τῶν Χριστιανῶν, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 35.
[5] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Τό καρναβάλι˙ λοιμική νόσος», Θεοδρομία ΣΤ 1 (2004) 46-49.
Το είδαμε εδώ

Ὁ Ὅσιος Τιμόθεος ὁ ἐν Συμβόλοις



Ἦταν μοναχὸς πνευματέμφορος, μὲ μεγάλη καθαρότητα ζωῆς ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία, ξένος πρὸς τοὺς μολυσμοὺς τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Ἐπίσης, ἦταν χαρακτῆρας εὐθύς, εἰλικρινής, συμπαθητικός, ἐλεύθερος. Χωρὶς φανατισμούς, χωρὶς καυχήσεις ὅτι νήστευε, χωρὶς ἀλαζονεῖες ὅτι ἔκανε ἀγρυπνίες καὶ ἐγκράτεια. Γεμάτος ἁπλότητα, ταπεινοφροσύνη, ἐπιείκεια καὶ συγκατάβαση. Ἔκρινε τὸν ἑαυτό του μὲ αὐστηρότητα καὶ τοὺς ἄλλους μὲ ἀγαθότητα.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα νὰ ἰατρεύει ἀσθένειες, χωρὶς βέβαια νὰ ὑπερηφανεύεται γι᾿ αὐτό. Καὶ ἔλεγε: «Γιατί νὰ ὑπερηφανευθῶ; ὁ Θεός μου τὸ χάρισε, ὄχι γιὰ τὴν δική μου ἀρετὴ ἀλλὰ γιὰ τὴν πρὸς σᾶς ἀγάπη Του. Ἔπειτα ὁ Κύριός μας τὸ εἶπε, ὅτι δὲν σημαίνει τίποτα τὸ νὰ κάνουμε θαύματα. Ἀλλὰ τὸ πᾶν εἶναι, μὲ τὴν πίστη μας καὶ τὴν μετάνοιά μας καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου, νὰ γράψουμε τὰ ὀνόματά μας στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς».

Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φερωνύμως τιμήσας Θεὸν Τιμόθεε, διὰ ζωῆς ἐναρέτου ἀπὸ παιδὸς ὡς σοφός, ἐτιμήθης παρ’ αὐτοῦ ἀξίως Ὅσιε· τῶν γὰρ ἐνθέων δωρεῶν, σκεῦος ὤφθης ἱερόν, παρέχων ἑνὶ ἑκάστῳ, πολυτελεῖς χορηγίας, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον.
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀστὴρ πολύφωτος ἐκ τῆς Ἑῴας, ἀναλάμψας ηὔγασας, ἐν ταῖς καρδίαις τῶν πιστῶν, τὰς ἀρετὰς τῶν θαυμάτων σου, θαυματοφόρε, παμμάκαρ Τιμόθεε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παρθένος τῷ σώματι σὺ ἀναδέδειξαι, πιστῶς τῷ ποιήσαντι, σὺ πεφανέρωσαι, Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε· ὅθεν καὶ συνευφραίνῃ, ταῖς φρονίμοις Παρθένοις, πίστει δὲ συγχορεύεις, τοῖς ὁσίοις Πατράσιν, ἡμῖν δὲ ἐπεφάνης βρύων τὰ θαύματα.

Μεγαλυνάριον.
Ἄρας τὸν σταυρόν σου ἀπὸ παιδός, ἴχνεσι τοῦ Λόγου, ἐπορεύθης ἀσκητικῶς, καὶ τῆς ἀπαθείας, τὴν ἔλλαμψιν πλουτήσας, παθῶν ἡμᾶς ἀχλύος, ῥῦσαι Τιμόθεε.

Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας τῆς Μεγάλης


 


Ἀπὸ τὶς μεγάλες καὶ ἀθλητικὲς ἐκκλησιαστικὲς μορφὲς τοῦ 3ου καὶ 4ου αἰῶνα ὁ Εὐστάθιος, γεννήθηκε στὴ Σίδη τῆς Παμφυλίας τὸ 260. Διακρίθηκε μεταξὺ τῶν προμάχων τῆς Ὀρθοδοξίας, γιὰ τὴν ὁποία ἀγωνίστηκε καὶ καταδιώχθηκε.

Στὴν ἀρχὴ διέλαμψε σὰν ἐπίσκοπος Βεῤῥοίας στὴ Συρία, ὅταν καὶ συμμετεῖχε στὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας. Τὸ 323 τοῦ δόθηκε ἡ ἀρχιεπισκοπὴ Ἀντιοχείας τῆς Μεγάλης. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ ὁ Εὐστάθιος, κατόρθωσε λαμπρότερη διάδοση καὶ στερέωση τῆς Ὀρθοδοξίας.

Τὸ 330 ὅμως οἱ ἀρειανοὶ ἔκαναν Σύνοδο ἐναντίον του, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι ἀσπαζόταν τὴν αἵρεση τοῦ Σαβελλίου. Ἐπίσης, ἀφοῦ δωροδόκησαν κάποια γυναῖκα ἐλαφρῶν ἠθῶν, τὴν παρουσίασαν στὴ Σύνοδο καὶ εἶπε ὅτι εἶχε σχέσεις μὲ τὸν Εὐστάθιο καὶ μάλιστα, ὅτι ἀπὸ τὶς σχέσεις αὐτὲς ἀπέκτησε καὶ παιδί.

Περιττὸ δὲ νὰ ποῦμε, ὅτι μετὰ τὶς συκοφαντίες αὐτὲς οἱ ἀρειανοί, κατόρθωσαν καὶ ἐξόρισαν τὸν Εὐστάθιο στὴν Τραϊανούπολη τῆς Θρᾴκης, ὅπου καὶ πέθανε (τὸ 360). Ὁ λαὸς βέβαια ξεσηκώθηκε καὶ δὲν δεχόταν ν᾿ ἀναγνωρίσει κανένα διάδοχό του. Ἡ μνήμη του ζοῦσε στὸ ποίμνιό του, σὰν ἄνδρα, ποὺ ἀνῆκε στοὺς ἀθλητὲς καὶ μάρτυρες τῆς πίστης. Περίφημο λόγο γιὰ τὸν Εὐστάθιο, ἔξεφωνησε ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος.

Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας ἔμπλεως σοφίας πέλων, ὥσπερ ἥλιος, λαμπρὸς ἐκλάμπεις, ἐν τῇ Συνόδῳ τῇ Πρώτῃ Εὐστάθιε· καὶ τὸν Υἱὸν ὁμοούσιον Ὅσιε, ἀνακηρύττεις Πατρὶ καὶ τῷ Πνεύματι. Ἀλλὰ πρέσβευε, εὐστάθειαν ἀδιάπτωτον, δοθῆναι Ἱεράρχα τοῖς τιμῶσί σε.

Κοντάκιον.
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἐκκαθάρας σεαυτὸν ἐνθέοις πράξεσι
Ἀρχιερέων ἀνεδείχθης θεῖον ἄγαλμα
Θεωρίᾳ καὶ ἀμέμπτῳ ἐμπρέπων βίῳ.
Ἀλλ’ ὡς στῦλος Ἐκκλησίας καὶ ἑδραίωμα
Πειρασμῶν στερρῶς ὑπέμεινας τὴν ἔφοδον.
Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Πάτερ Ευστάθιε.

Μεγαλυνάριον.
Τὸν Υἱὸν ὁμότιμον τῷ Πατρὶ, Πάτερ δογματίζων, καὶ τῷ Πνεύματι συμφυῆ, τῆς ὁμολογίας, τὸν στέφανον ἐδέξω, Εὐστάθιε ποικίλαις, παλαίσας θλίψεσι.

Συναξαριστής της 21ης Φεβρουαρίου

Ὁ Ὅσιος Τιμόθεος ὁ ἐν Συμβόλοις

 


Ἦταν μοναχὸς πνευματέμφορος, μὲ μεγάλη καθαρότητα ζωῆς ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία, ξένος πρὸς τοὺς μολυσμοὺς τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Ἐπίσης, ἦταν χαρακτῆρας εὐθύς, εἰλικρινής, συμπαθητικός, ἐλεύθερος. Χωρὶς φανατισμούς, χωρὶς καυχήσεις ὅτι νήστευε, χωρὶς ἀλαζονεῖες ὅτι ἔκανε ἀγρυπνίες καὶ ἐγκράτεια. Γεμάτος ἁπλότητα, ταπεινοφροσύνη, ἐπιείκεια καὶ συγκατάβαση. Ἔκρινε τὸν ἑαυτό του μὲ αὐστηρότητα καὶ τοὺς ἄλλους μὲ ἀγαθότητα.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισμα νὰ ἰατρεύει ἀσθένειες, χωρὶς βέβαια νὰ ὑπερηφανεύεται γι᾿ αὐτό. Καὶ ἔλεγε: «Γιατί νὰ ὑπερηφανευθῶ; ὁ Θεός μου τὸ χάρισε, ὄχι γιὰ τὴν δική μου ἀρετὴ ἀλλὰ γιὰ τὴν πρὸς σᾶς ἀγάπη Του. Ἔπειτα ὁ Κύριός μας τὸ εἶπε, ὅτι δὲν σημαίνει τίποτα τὸ νὰ κάνουμε θαύματα. Ἀλλὰ τὸ πᾶν εἶναι, μὲ τὴν πίστη μας καὶ τὴν μετάνοιά μας καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου, νὰ γράψουμε τὰ ὀνόματά μας στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς».

Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φερωνύμως τιμήσας Θεὸν Τιμόθεε, διὰ ζωῆς ἐναρέτου ἀπὸ παιδὸς ὡς σοφός, ἐτιμήθης παρ’ αὐτοῦ ἀξίως Ὅσιε· τῶν γὰρ ἐνθέων δωρεῶν, σκεῦος ὤφθης ἱερόν, παρέχων ἑνὶ ἑκάστῳ, πολυτελεῖς χορηγίας, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον.
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς ἀστὴρ πολύφωτος ἐκ τῆς Ἑῴας, ἀναλάμψας ηὔγασας, ἐν ταῖς καρδίαις τῶν πιστῶν, τὰς ἀρετὰς τῶν θαυμάτων σου, θαυματοφόρε, παμμάκαρ Τιμόθεε.

Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Παρθένος τῷ σώματι σὺ ἀναδέδειξαι, πιστῶς τῷ ποιήσαντι, σὺ πεφανέρωσαι, Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε· ὅθεν καὶ συνευφραίνῃ, ταῖς φρονίμοις Παρθένοις, πίστει δὲ συγχορεύεις, τοῖς ὁσίοις Πατράσιν, ἡμῖν δὲ ἐπεφάνης βρύων τὰ θαύματα.

Μεγαλυνάριον.
Ἄρας τὸν σταυρόν σου ἀπὸ παιδός, ἴχνεσι τοῦ Λόγου, ἐπορεύθης ἀσκητικῶς, καὶ τῆς ἀπαθείας, τὴν ἔλλαμψιν πλουτήσας, παθῶν ἡμᾶς ἀχλύος, ῥῦσαι Τιμόθεε.

 
Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας τῆς Μεγάλης

 


Ἀπὸ τὶς μεγάλες καὶ ἀθλητικὲς ἐκκλησιαστικὲς μορφὲς τοῦ 3ου καὶ 4ου αἰῶνα ὁ Εὐστάθιος, γεννήθηκε στὴ Σίδη τῆς Παμφυλίας τὸ 260. Διακρίθηκε μεταξὺ τῶν προμάχων τῆς Ὀρθοδοξίας, γιὰ τὴν ὁποία ἀγωνίστηκε καὶ καταδιώχθηκε.

Στὴν ἀρχὴ διέλαμψε σὰν ἐπίσκοπος Βεῤῥοίας στὴ Συρία, ὅταν καὶ συμμετεῖχε στὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας. Τὸ 323 τοῦ δόθηκε ἡ ἀρχιεπισκοπὴ Ἀντιοχείας τῆς Μεγάλης. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ ὁ Εὐστάθιος, κατόρθωσε λαμπρότερη διάδοση καὶ στερέωση τῆς Ὀρθοδοξίας.

Τὸ 330 ὅμως οἱ ἀρειανοὶ ἔκαναν Σύνοδο ἐναντίον του, μὲ τὴν κατηγορία ὅτι ἀσπαζόταν τὴν αἵρεση τοῦ Σαβελλίου. Ἐπίσης, ἀφοῦ δωροδόκησαν κάποια γυναῖκα ἐλαφρῶν ἠθῶν, τὴν παρουσίασαν στὴ Σύνοδο καὶ εἶπε ὅτι εἶχε σχέσεις μὲ τὸν Εὐστάθιο καὶ μάλιστα, ὅτι ἀπὸ τὶς σχέσεις αὐτὲς ἀπέκτησε καὶ παιδί.

Περιττὸ δὲ νὰ ποῦμε, ὅτι μετὰ τὶς συκοφαντίες αὐτὲς οἱ ἀρειανοί, κατόρθωσαν καὶ ἐξόρισαν τὸν Εὐστάθιο στὴν Τραϊανούπολη τῆς Θρᾴκης, ὅπου καὶ πέθανε (τὸ 360). Ὁ λαὸς βέβαια ξεσηκώθηκε καὶ δὲν δεχόταν ν᾿ ἀναγνωρίσει κανένα διάδοχό του. Ἡ μνήμη του ζοῦσε στὸ ποίμνιό του, σὰν ἄνδρα, ποὺ ἀνῆκε στοὺς ἀθλητὲς καὶ μάρτυρες τῆς πίστης. Περίφημο λόγο γιὰ τὸν Εὐστάθιο, ἔξεφωνησε ὁ Ἱερὸς Χρυσόστομος.

Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας ἔμπλεως σοφίας πέλων, ὥσπερ ἥλιος, λαμπρὸς ἐκλάμπεις, ἐν τῇ Συνόδῳ τῇ Πρώτῃ Εὐστάθιε· καὶ τὸν Υἱὸν ὁμοούσιον Ὅσιε, ἀνακηρύττεις Πατρὶ καὶ τῷ Πνεύματι. Ἀλλὰ πρέσβευε, εὐστάθειαν ἀδιάπτωτον, δοθῆναι Ἱεράρχα τοῖς τιμῶσί σε.

Κοντάκιον.
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἐκκαθάρας σεαυτὸν ἐνθέοις πράξεσι
Ἀρχιερέων ἀνεδείχθης θεῖον ἄγαλμα
Θεωρίᾳ καὶ ἀμέμπτῳ ἐμπρέπων βίῳ.
Ἀλλ’ ὡς στῦλος Ἐκκλησίας καὶ ἑδραίωμα
Πειρασμῶν στερρῶς ὑπέμεινας τὴν ἔφοδον.
Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Πάτερ Ευστάθιε.

Μεγαλυνάριον.
Τὸν Υἱὸν ὁμότιμον τῷ Πατρὶ, Πάτερ δογματίζων, καὶ τῷ Πνεύματι συμφυῆ, τῆς ὁμολογίας, τὸν στέφανον ἐδέξω, Εὐστάθιε ποικίλαις, παλαίσας θλίψεσι.

 
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Γ´ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ ἀπὸ Σχολαστικῶν

Καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Ἀντιοχείας, ποὺ ὀνομαζόταν Σιρίμιο. Σπούδασε στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ δικηγόρου. Καθὼς ἦταν εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετος, ἔγινε κληρικὸς καὶ ἐστάλη στὴν Κωνσταντινούπολη σὰν ἀποκρισάριος τοῦ Πατριάρχη Ἀντιοχείας. Καὶ ἐνῷ βρισκόταν ἐκεῖ, ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τὸ 565. Διοίκησε τὴν ἐκκλησία γιὰ 12 χρόνια καὶ μερικοὺς μῆνες καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 577.

 
Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας Πατριάρχης Ἱεροσολύμων

Εἶναι αὐτός, ποὺ μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τοὺς Πέρσες (614) ἀπὸ τὸν Χοσρόη, μεταφέρθηκε αἰχμάλωτος στὴν Περσία. Σύμφωνα μὲ ὁρισμένες πληροφορίες, ἐπανῆλθε ἀπὸ τὴν Περσία (628), ἀφοῦ ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὸν Ἡράκλειο, καὶ πέθανε στὴν Ἱερουσαλὴμ τὸ 633.

 
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἐπίσκοπος Ἀμάστριδος

Γεννήθηκε τὸ ἔτος 750 ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς τοῦ Θεοδοσίου καὶ τῆς Μεγεθούς, ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Κρώμνη, πόλη κοντὰ στὴ Ἀμάστριδα τοῦ Εὐξείνου Πόντου. Οἱ γονεῖς του τὸν ἀπέκτησαν διὰ πολλῆς προσευχῆς, διότι δὲν ἔκαναν παιδιά.

Ὅταν μεγάλωσε καὶ ἐκπαιδεύτηκε ἀρκετά, ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ πῆγε στὸ ὄρος τῆς Συρικῆς, κοντὰ σ᾿ ἕναν σοφὸ Γέροντα, ὅπου ἀπ᾿ αὐτὸν πῆρε τὸ Ἀγγελικὸ σχῆμα τῶν Μοναχῶν. Ὅταν ὁ Γέροντας αὐτὸς πέθανε, ὁ Γεώργιος πῆγε στὴ Μονὴ Βονύσσης (Βόνιτσα Ἀκαρνανίας), κοντὰ στὴν Ἀμάστριδα, καὶ ἐκεῖ ἀσκήτευε.

Κάποτε ὅμως, ὁ Ἐπίσκοπός της Ἀμάστριδας πέθανε καὶ τότε λαὸς καὶ κλῆρος ἔκαναν ἐπίσκοπο τὸν Γεώργιο (788). Ἀφοῦ χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος στὴν Κωνσταντινούπολη, γύρισε στὴν ἐπισκοπή του καὶ ἀποδείχτηκε πραγματικὰ λύχνος ἐπὶ τὴν λυχνίαν.

Ἐπιμελήθηκε τὴν διάταξη τῶν ἱερῶν ναῶν, τὴν προστασία τῶν ὀρφανῶν καὶ φτωχῶν με τὶς πτωχοτροφίες καὶ ἄλλα. Ἀξιώθηκε μάλιστα καὶ τοῦ θαυματουργικοῦ χαρίσματος. Ἔτσι, μ᾿ αὐτὸν τὸν ἅγιο τρόπο ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 805.
(Ἡ μνήμη του ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 25η Ὀκτωβρίου).

 
Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρέας καὶ Ἀνατόλιος

Ἄγνωστοι στοὺς Συναξαριστές. Ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων καὶ εἶναι καταταγμένοι στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο σελ. 35 σημ. 1 καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν συγκεκριμένη ἡμερομηνία, γιορτάζουν καὶ 26 Ἀπριλίου καὶ 7 Ἰουνίου.

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ὑπῆρξαν ἀπὸ τοὺς πρώτους μαθητὲς τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου. Ὁ Ἀνδρέας καταγόταν ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη καὶ ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ Σιδωνίου, ποὺ διαπαιδαγώγησε τὸν Μέγα Εὐθύμιο. Ὁ Ἀνατόλιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥαϊθώ. Αὐτοὶ παρουσιάστηκαν στὸν Μέγα Εὐθύμιο σχεδὸν ταυτόχρονα, ὁ μὲν Ἀνδρέας μαζὶ μὲ τὰ δυό του ἀδέλφια Στέφανο καὶ Γαίανο, ὁ δὲ Ἀνατόλιος μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν πρεσβύτερο καὶ τὸν Θαλάσσιο.

Αν θέλεις να δοκιμάσεις την πίστη ενός χριστιανού,μίλησέ του για τον ασκητισμό.(Φώτης Κόντογλου)


"Λογισμοί αμαρτωλού"(Φώτης Κόντογλου)

Όταν μιλήσεις στους ψευτοχριστιανούς για σκληρή άσκηση στο κορμί και στο πνεύμα για την αγάπη του Χριστού, θυμώνουνε, σε λένε φακίρη, ειδωλολάτρη, βάρβαρο. Αν θέλεις να δοκιμάσεις την πίστη ενός χριστιανού, μίλησέ του για τον ασκητισμό. Ο πιστός θα νοιώσει κατάνυξη, ο χλιαρός, δηλαδή ο ψεύτικος, ο άπιστος, θα διαμαρτυρηθεί.

Τί αν λέγει ο Χρι­στός: «Μακάριοι όσοι αφήσανε τα


πάντα και μ' ακολουθήσανε», ή «Η βασιλεία του Θεού βιάζεται και οι βιασταί αρπάζουσιν αυτήν», και πως «θλίψιν έξετε», και πως «στενή και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν»; Εμείς θέλουμε να είμαστε Χριστιανοί χωρίς Χριστό, δηλ. χωρίς θλίψη πνευματική, χωρίς να σηκώνουμε τον σκληρό σταυρό, αλλά να περπατάμε στον πλατύν δρόμο. Αυτοί οι ψεύτικοι χριστιανοί, σαν τους μιλά κανένας για σκληρή και στερημένη ζωή, για θυσία, για άσκηση, λένε πως αυτά δεν τα θέλει ο Χριστός, και πως αυτά είναι παρακαμώματα.

Μα, ω ανόητε άνθρωπε, στον Χριστιανισμό, τίποτα δεν μπορεί να παραγίνει. Για όλα τα ανθρώπινα πράγματα μπορείς να πεις πως κάτι τι είναι παρακανωμένο, μονάχα για τον Χριστιανισμό δεν υπάρχει παρακάνωμα.
Τί παρακάνωμα μπορεί να σηκώσει ακόμα το να αγαπάς αυτόν που σκότωσε τον πατέρα σου, τί παρακάνω­μα μπορείς να κάνεις στο να σε χτυπήσουνε και στο άλλο μάγουλο, τί παρακάνωμα να γίνει ακόμα στο να πεινάς και να διψάς την καταφρόνεση, στο να κάνεις όσα ζητά ο Θεός από εσένα, δηλ. στο ν' αγαπάς τους εχθρούς σου, να γλυκομιλάς αυτόν που σε βρίζει, να μην κρίνεις αυτόν που σε δικάζει, να ταπεινώνεσαι μπροστά στον πιο τιποτένιον άνθρωπο, κι' όταν τα κάνεις όλα αυτά, να λες πως είσαι «αχρείος δούλος»;

Τί παρακάνωμα μπορεί να γίνει ακόμα στο να πιστέψεις πως θα αναστηθούνε τα σώματά μας αθάνατα ως να ανοιγοκλείσει το μάτι, και πως ο κόσμος όλος θ' αλλάξει μονομιάς, και πως θα γίνει άλλος καινούριος κόσμος άφθαρτος;
Λοιπόν υπάρχει τίποτα στον Χριστιανισμό που να μπορεί να παρακαμωθεί;
Ο Χριστιανισμός είναι η υπερβολή όλων των υπερβολών, το πιο απίστευτο από όλα τα απίστευτα. Για τούτο η πόρτα που μπαίνει κανένας στην εξωτική χώρα του Χριστού είναι μια μοναχά, η πίστη. Και για την πίστη δεν υπάρχει κανένα παρακάνωμα. Ενώ για την απιστία υπάρχει η πονηρή φρονιμάδα, το μέτριο και ο συμβιβασμός. Γι' αυτό οι τέτοιοι ψευτοχριστιανοί δεν αντέχουνε στη φωτιά της πίστεως και γυρίσανε τον Χριστιανισμό σε κάποιο σύστημα ηθικό, ωφέλιμο για την εγκόσμια ζωή, που γι' αυτό δεν τους χρειάζεται ολότελα ο Χριστός. Γιατί ο άπιστος φοβάται, ενώ όποιος πιστεύει «ως λέων πέποιθε», κατά τον προφήτη.

* Όποιος αγαπά τον Θεό, φλέγεται χωρίς να το δείχνει, χαίρεται χωρίς να γελά, συντρίβεται μέσα στον βυθό του εαυτού του.

* Η αγάπη που μας δίδαξε ο Χριστός είναι άλλο πράγμα από τη λεγόμενη φιλανθρωπία. Για τούτο οι φιλάνθρωποι δεν γεύουνται αυτή την αγάπη του Χριστού, που είναι «νερό που πηδά σε ζωή αιώνια». Οι φιλανθρωπίες που κάνουνε οι σημερινοί άνθρωποι είναι ένα χρέος κοινωνικό. Αυτοί οι φιλάνθρωποι, κι' όποιος είναι πρακτικός άνθρωπος, δεν είναι χριστιανοί.

* Όποιος αγαπά τον Χριστό και το Ευαγγέλιό του, αγαπά το πράγμα που αξίζει να αγαπηθεί πιο πολύ απ' όλα. Μέσα στον Χριστό βρίσκεται ό,τι αξίζει την αγάπη, η ταπείνωση, ο πόνος, η πραότητα, η πνευματική θλίψη κ' η πνευματική χαρά που είναι κ' οι δυο γλυκές όταν γίνονται στ' όνομα του Χριστού.

* «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς». Να μας αναπαύσεις! Δεν θέλουμε ούτε να το ακούσουμε. Μα εμείς δεν θέλουμε ν' αναπαυθούμε. Εμείς θέλουμε νάμαστε φορτωμένοι, με τα πάθη μας, με τις έχθρες μας, με τους πολέμους, με τις φροντίδες της φιλοδοξίας, της σάρκας, με αίματα λερωμένοι, με πιστόλια, με κανόνια, με μπόμπες. Τί θα γίνουμε χωρίς αυτά, Κύριε ειρηνοποιέ; Πώς θα ζήσουμε έτσι αναπαυμένοι, με τί θα γεμίσουμε τον άδειο τον εαυτό μας, αφού για μας είναι ζωή μονάχα αυτά τα πράγματα. Ειρήνη μας δίνεις, μα η ειρήνη είναι ο θάνατός μας, αφού είναι ο θάνατος των αγαπημένων μας παθών! Αν έλεγες «κ' εγώ θα σας φορτώσω και άλλα τέτοια βάρη, που δεν τα γνωρίζετε, εγώ θα πλουτήσω την ψυχή σας και με άλλα τέτοια πλούτη, που να μη ειρηνέψετε ποτέ», τότε θα ερχόμαστε κοντά σου, θα σε παραδεχόμαστε για Θεό μας.

Εμείς θέλουμε θεούς που να μας φορτώνουνε, εκδικητικούς, σαν τον Άρη, σαν τον Δία, σαν τον Κρόνο, ψεύτες σαν τον Ερμή, σαν τους άλλους. Εμείς θέλουμε να ζούμε την κακία, γιατί αυτή είναι ζωντανή και δυνατή. «Ναι, έρχου, Κύριε!» Κράζει με χαρά ο Ιωάννης στον Ερχόμενο επί Νεφελών στη Δευτέρα Παρουσία. Πρέπει νάσαι άγιος, δίκαιος και μάλιστα νάσαι Ιωάννης, για να χαίρεσαι πως θάρθει ο Χριστός και να τον περιμένεις. Εμείς κράζουμε «μην έλθεις Κύριε». Γιατί είμαστε αμαρτωλοί και έρχεται η οργή του Κυρίου καταπάνω μας. Με την «ατομική μπόμπα» τα συλλογίζουμαι αυτά. Μόλις μαθεύτηκε, φόβος επέπεσε επί πάσαν καρδίαν. Μακάριοι όσοι είναι έτοιμοι σε κάθε στιγμή! Αλλά αλλοίμονο! Ποιος είναι έτοιμος σαν τον Ιωάννην τον αγιώτατο από τους αγίους; Όλοι μας φοβούμαστε μήπως έλθεις ως κλέπτης εν νυκτί (Λουκάς ΚΑ').

* Οι άνθρωποι, αν τους βρίσεις ή λογοφέρεις μαζί τους, ή γράψεις γι' αυτούς κακό, έρχεται ώρα που μπορεί να σου το συχωρέσουν. (Δεν βαρυέσαι, αδελφέ, ξέχασέ τα!) Κείνο που δεν θα σου συχωρέσουνε ποτέ και για το οποίο θα σε μισήσουνε, είναι να ζεις κατά τέτοιον τρόπο, που να ντρέπουνται εκείνοι για τη δική τους τη ζωή, νάναι η ζωή σου σαν ένας έλεγχος της δικής τους.

* Όποιος απογεύθηκε κατάκαρδα την ειρήνη του Χριστού, δεν βιάζει τον εαυτό του νάναι φτωχός, μα θεληματικά ποθεί τη φτώχεια, και χάνει τη χαρά του σαν αποκτήσει κάτι τι παραπάνω, ας είναι και το πιο τιποτένιο πράγμα. Κι' ό,τι είναι ταπεινό και φτωχικό και καταφρονεμένο, τ' αγαπά κρυφά μέσα στην καρδιά του χωρίς να λέγει τίποτα σε κανέναν, γιατί ο ταπεινός αγαπά τη σιωπή και τη λησμονιά: «Εγγύς ο Θεός της λυπηράς καρδίας».

* Μόλις σκορπίσουνε οι πειρασμοί κι' ανοίξει η πόρτα της ψεύτικης χαράς και της αναπαύσεως, κλείνει η πόρτα της αληθινής ευφροσύνης. Αυτό το νοιώθει καθαρά ο Χριστιανός.

* Προσευχή. Σε ευχαριστώ, Κύριε πολυέλεε, σε υμνώ, σε δοξάζω, γιατί μ' έπλασες από το τίποτα. Αλλά δεν μ' έπλασες μοναχά μια φορά, αλλά και κάθε μέρα με πλάθεις από το τίποτα, επειδή και κάθε μέρα με βγάζεις από τον ίσκιο του θανάτου που ξαναπέφτω. Μέσα στον ακαταμέτρητο τον κόσμο, μέσα στη μερ­μηγκιά των ανθρώπων, είμαι ένα τίποτα. Ο κάθε άνθρωπος είναι ένα τίποτα. Και μολαταύτα τον κάθε άνθρωπο τον θυμάσαι και τον βρίσκεις και τον τραβάς προς εσένα, και τον ζωοποιείς από πεθαμένον, και τον ξαναπλάθει το πατρικό χέρι σου, σαν να είναι ο καθένας μας μοναχά αυτός στον κόσμο. Η κραταιά δύναμή σου βαστά όλη την κτίση κι' όλες τις ψυχές σαν νάναι μια και μοναχή. Και τις κάνεις να νοιώσουνε την αθανασία σαν νάναι μια και μονάχη η καθεμιά και σε νοιώθουνε πατέρα τους σπλαχνικόν, που δεν κουράζεται να συχωρά και να ξαναπλάθει τον εαυτό μας, που πεθαίνει κάθε ώρα από την αμαρτία.
πηγή
Αξιοπρόσεκτες ευσεβείς σκέψεις του ακαταβλήτου αγωνιστού αειμνήστου ΦΩΤΙΟΥ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ † 1965. Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη".
Το είδαμε εδώ

Η αξία της Προσευχής προς τους Αγίους και η σημασία της Δοξολογίας προς τον Θεό




Στάρετς Νεκταρίου της Όπτινας 
Γράφει η μοναχή Νεκταρία (Κοντσέβιτς)

Ό Γέροντας μου είχε βάλει να κάνω κανόνα στο κελί μου• να λέω 30 φορές "Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με την αμαρτωλή", 10 φορές το "Ύπεραγία Θεοτόκε, σώσον με", 10 φορές το "Άγιε άγγελε φύλακα μου, πρέσβευε στον Θεό για μένα" και 10 φορές το "Άγιοι Πάντες πρεσβεύσατε υπέρ εμού".

Και πρόσθεσε: «Καθώς θα λες "Άγιοι Πάντες πρεσβεύσατε υπέρ εμού", όλοι οί Άγιοι στον Παράδεισο θα λένε "Κύριε ελεησόν" και θα είναι αυτό ένα κέρδος για σένα». 

Τώρα κάθε φορά πού λέω "Άγιοι Πάντες πρεσβεύσατε υπέρ εμού", αναλογίζομαι πώς όλοι μαζί οί Άγιοι στον Παράδεισο γονατίζουν μπροστά στον θρόνο του Θεού και λένε "Κύριε ελεησόν".


Ευχαριστία, δοξολογία

Υπενθύμιζε επανειλημμένως στα πνευματικά του τέκνα να ευχαριστούν τον Κύριο για όλα τα ελέη του. Σαν παράδειγμα ειλικρινούς ευγνωμοσύνης ανέφερε τον όσιο Ελεάζαρ της Σκήτης του Ανζέρσκ:

Ό Όσιος αυτός βγήκε μια νύχτα στον εξώστη του κελιού του και ατενίζοντας την ομορφιά και την γαλήνη της φύσεως της Σκήτης του Άνζέρσκ, πού τον περιέβαλλε, αισθάνθηκε συγκίνηση μέχρι του σημείου να δακρύσει. Και μέσα από την καρδιά του πού πλημμύρισε από θεία αγάπη, βγήκε ένας βαθύς αναστεναγμός: «"Ω Κύριε, τι ομορφιά είναι αυτή πού έχεις δημιουργήσει για μας! Με τι μέσα και τι τρόπους μπορώ εγώ, ένα αξιοκαταφρόνητο σκουλήκι, να σ' ευχαριστήσω για όλα τα μεγάλα και πλούσια ελέη πού μου έχεις δώσει;».

Ή δύναμη του αναστεναγμού και ή προσευχή του οσίου άνοιξαν τους ουρανούς και μπροστά στα μάτια της ψυχής του εμφανίστηκαν μυριάδες Άγγελοι φωτεινοί, πού έψαλλαν την μεγάλη αγγελική δοξολογία "Δόξα εν ύψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν άνθρώποις ευδοκία", ενώ μια αόρατη φωνή είπε στον Όσιο:

-Και συ επίσης, Ελεάζαρ, να ευχαριστείς τον Πλάστη και Δημιουργό σου μ' αυτά τα λόγια της δοξολογίας.

Και ό στάρετς Νεκτάριος υπογράμμισε αναστενάζοντας:

- Ή σημερινή γενιά έχει σταματήσει ν' απευθύνει ευχαριστήριες προσευχές προς τον Κύριο, και περιορίζεται να του απευθύνει συνεχώς μόνο αιτήματα σαν τον αχάριστο ζητιάνο.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 20, 2015

«Κάποια μέρα του καλοκαιριού θα ξυπνήσουμε και θα ακούσουμε...»

 Τετράμηνη παράταση ε;


'alt
«Κάποια μέρα του καλοκαιριού θα ξυπνήσουμε και θα ακούσουμε από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση ότι η Ελλάδα κήρυξε Πτώχευση. Τότε οι οποιεσδήποτε καταθέσεις στις τράπεζες, θα παρακρατηθούν για να πληρωθούν τα χρέη. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, αρχίζουν τα χειρότερα στην Ελλάδα».
(γέροντας Νεκτάριος Βιτάλης)
26 Μαΐου 2011


πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...