Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Μαΐου 19, 2015

ΦΛΟΓΕΡΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΦΕΝΔΟΝΗ +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος

 «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ» 1952

Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
ΦΛΟΓΕΡΑ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΦΕΝΔΟΝΗ
«(Πόλις) ἀκάθαρτος ἡ ὀνομαστὴ καὶ
πολλὴ ἐν ταῖς ἀνομίαις»
(Ἰεζεκ. 52, 5)
Ζητήματα Ἄμβωνος
p. Augoust. 2000 ist… Ἀκούονται κουδουνίσματα. Κάπου εἶνε πρόβατα. Ὁ βοσκὸς παίζει τὴν φλογέρα του. Ἠχολογοῦν οἱ κάμποι καὶ τὰ βουνά. Ὑπαίθρου γλυκεῖα, εὐχάριστος ἀτμόσφαιρα. Ὁ ἥλιος λάμπει εἰς τὸ στερέωμα.
Ἡ φλογέρα παίζει. Τὰ πρόβατα σκιρτοῦν εἰς τὴν χλόην. Εἰκὼν ὡραία. Πόσον τὴν ἀγαποῦν οἰ κατοικοῦντες τὴν γωνίαν αὐτὴν τοῦ κόσμου! Τὴν ἀγαποῦν τόσον, ὥστε ὡς ἐθνικὸν σῆμα τοῦ Ραδιοφωνικοῦ Σταθμοῦ τῆς Πατρίδος ἐξέλεξαν τὸν ἧχον τῆς φλογέρας, τὰ κουδουνίσματα τῶν προβάτων. «Ἐδῶ Ἑλλάς»! Μὲ μίαν στροφὴν τοῦ δείκτου τοῦ ραδιοφώνου γεμίζεις τὸ δωμάτιόν σου μὲ τοὺς γλυκεῖς ἦχους τῆς φλογέρας καὶ ἡ φαντασία σου ἀμέσως πετᾶ εἰς τὴν ὕπαιθρον, εἰς τὰ βουνὰ τῆς Πίνδου, καὶ βλέπεις νοερῶς τοὺς βοσκοὺς νὰ βόσκουν καὶ ὁλοὲν ἱπτάμενος φθάνεις εἰς τὴν Βηθλεέμ, τὴν ἀλησμόνητον ἐκείνην νύκτα, βλέπεις τοὺς ἀγραυλοῦντας καὶ φυλάσσοντας ποιμένας καὶ ἀκούεις τὸ χαρμόσυνον μήνυμα τῶν αἰώνων: «Δόξα ἐν Ὑψίστοις Θεῶ, καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (Λουκ. 2, 8-10).
Ὁ βοσκὸς βόσκει τὰ πρόβατα του, παίζει τὴν φλογέρα του. Εἰρηνικὴ εἰκών. Εὐχάριστος! Προσφιλὲς θέμα ζωγράφων καὶ ποιητῶν. Ἀλλὰ ἡ ἐικὼν δὲν εἶνε παντοτεινή. Δὲν κρατεῖ πάντοτε φλογέραν ὁ βοσκός. Ὄχι! Ὑπάρχουν στιγμαὶ ποὺ ἠ εἰδυλλιακὴ εἰκὼν διαλύεται. Ἄλλη εἰκὼν ἐμφανίζεται. Τὰ πρόβατα ταράσσονται. Τὰ τσοπανόσκυλα γαυγίζουν. Ὁ λύκος ἔκαμε τὴν ἐμφάνισίν του. Ὁ βοσκὸς μόλις ἐκ τῶν σημείων ἀντιληφθῆ τὸν κίνδυνον ἀφήνει τὴν φλογέρα, τινάσσεται ὄρθιος, ἀνεβαίνει εἰς βράχον, ἐπισκοπεῖ τὸν ὀρίζοντα, ἀρπάζει λίθους, σφενδόνα, ὅπλα, ὁρμᾶ καὶ καλεῖ καὶ ἄλλους βοσκοὺς εἰς ἀπηνῆ καταδίωξιν τῶν λύκων. Καὶ δὲν ἡσυχάζει παρὰ μόνον, ὅταν πεισθῆ ὅτι οἱ λύκοι ἔχουν ἀπομακρινθῆ τῆς περιοχῆς. Τότε κάθεται πάλιν ὑπὸ τὴν σκιὰν πλατάνου καὶ ἐνὼ αἱ πηγαὶ κελαρύζουν καὶ τὰ πρόβατα βόσκουν καὶ τὰ πουλιὰ ψάλλουν, ὁ βοσκὸς παίζει τὴν φλογέρα του καὶ ἔχει ἡ φλογέρα τὴν φορὰν αὐτὴν ἦχον χαρμόσυνον, ἦχον θριαμβευτικόν. Ὡσὰν νὰ λέγη. Λύκοι! Σᾶς ἐνίκησα. Ἐὰν τολμᾶτε, ξαναπεράσετε ἀπὸ τὸ μανδρί μου. Θὰ σᾶς ὑποδεχθῶ καταλλήλως. Αὐτὰ πράττει ὁ βοσκός, ὁ καλὸς βοσκός. Καὶ φλογέραν ἔχει διὰ νὰ διασκεδάζη τὰ πρόβατα, ἀλλὰ καὶ σφενδόνην, διὰ νὰ ἐκδιώκη τοὺς λύκους. Ἀλλοίμονον, ἐὰν ὁ βοσκὸς ἔχη μόνον φλογέραν. Οἱ λύκοι δὲν ἀπομακρύνονται μὲ φλογέρας. Ἐὰν ἀρκεσθῆ εἰς αὐτάς, ὑπὸ τοὺς γλυκεῖς ἦχους φλογερῶν καὶ ἄλλων μουσικῶν ὀργάνων, οἱ λύκοι θὰ καταφάγουν τὰ πρόβατά του, καὶ θʼ ἀφήσουν τὸν βοσκὸν νὰ τραγουδῆ τὰ εὐχάριστα τραγούδια του. Ὑπάρχει τοιοῦτος βοσκὸς νὰ παίζη φλογέρα τὸν καιρὸν ποὺ χρειάζονται σφενδόνα καὶ ρόπαλα;
* * *
Οἱ βοσκοί, ἀγαπητοί, ποὺ βλέπομεν εἰς τὴν ὕπαιθρον, εἶνε εἰκόνες τῶν ἄλλων ἐκείνων βοσκῶν, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἀναλάβει τὴν μέριμναν τῶν λογικῶν προβάτων τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ. Τίνες οἱ βοσκοὶ αὐτοί; Εἶνε οἱ κληρικοὶ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εἶνε οἱ ἐπίσκοποι. Εἶνε οἱ πρεσβύτεροι. Εἶνε οἱ διάκονοι. Εἶνε οἱ Θεολόγοι καὶ οἱ ἱεροκήρυκες! Αὐτοὶ κρατοῦν τὴν φλογέρα καὶ μὲ τὸν εὐχάριστον ἦχον εὐφραίνουν τὰς ψυχάς. Ἦχοι τερπνῆς φλογέρας εἶνε τὰ κηρύγματά των, τὰ κηρύγματα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν ὕφος πολεμικόν, δὲν προτρέπουν εἰς μάχας καὶ ἀγῶνας, ἀλλὰ εἶνε ἀπλῶς θεωρία, περιγραφή. Περιγράφουν τὴν ἀσχήμιαν τῆς κακίας, τὰ κάλλη τῆς ἀρετῆς, τὰ θέλγητρα τῆς ἐν Χριστῶ ζωῆς, τὴν εἰρήνην καὶ τὴν μακαριότητα… Τὶς ἐν καιρῶ εἰρήνης δύναται νὰ κατηγορήση τὸν τρόπον τοῦτον τοῦ κηρύγματος; Φλογέραι παίζετε τὰ εὐχάριστα ἄσματά σας! Ἱεροκήρυκες περιγράφετε τὸ μεγαλεῖον τῆς ἀρετῆς, τὴν ἀθλιότητα τῆς κακίας! Εἶνε τόσον γλυκεῖαι αἱ ὁμιλίαι αὐταὶ ὥστε οἱ ἀκροαταὶ εὐφραίνονται, ὡς οἱ ἀκροαταὶ ὡραίας τινὸς μουσικῆς συναυλίας.
Ἀλλὰ ἐνῶ οἱ ἱεροκήρυκες, παίζουν τὴν φλογέραν των κάτω ἀπὸ τὴν σκιὰν προστατευτικῆς πλατάνου, ἰδοὺ λύκοι ἐμφανίζονται. Λύκοι πειναλέοι, λύκοι αἱμοδιψεῖς, λύκοι ἀραβικοί, ὡς τοὺς ὀνομάζει ὁ Προφήτης (Αββακούμ 1, 8), διὰ τὴν σφοδρότητα τῆς ὁρμῆς, μὲ τὴν ὁποίαν οἰ λύκοι τῆς Ἀραβίας ἐπιπίπτουν εἰς τὰ ποίμνια. Λύκοι διαφόρων χρωμάτων καὶ προελεύσεων. Καὶ τοιοῦτοι εἶνε οἱ κατὰ διαφόρους τρόπους ἀδικοῦντες σωματικῶς καὶ πνευματικῶς τὸν λαόν. Θέλετε νὰ τοὺς ἴδετε;
Ἰδού! Μὴ τρομάξετε! Ὁ ἕνας συντηρεῖ κακοφήμους οἴκους εἰς μίαν ἤ καὶ περισσοτέρας πόλεις τῆς Ἑλλάδος. Ὁ δεύτερος ἔχει κτίσει χαρτοπαικτικὴν λέσχην καὶ μὲ τὴν προστασίαν τῶν Νόμων (!) ἀρπάζει τὰ πορτοφόλια τῶν ἀνθρώπων. Ὁ τρίτος ἔχει ἀνοίξει αἴθουσαν κινηματογράφου καὶ μὲ τὰς ταινίας ποὺ ζωγραφίζουν τὰ γκαγκστερικὰ ὄργια ἀρπάζει ἀπὸ τὴν ποίμνην τοῦ Χριστοῦ τὰ τρυφερώτερα, τὰ ἀρνία, τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς νέους, τῶν ὁποίων τὰ κόκκαλα θὰ διασκορπισθοῦν παρὰ τὸν ἄδην, θλιβερὰ λείψανα τῆς ἁμαρτίας τοῦ αἰῶνος μας. Ὁ τέταρτος ἔχει κτίσει καταστήματα καὶ ἐργοστάσια καὶ πλουτίζει διαρκῶς καὶ διασχίζει μὲ ἀεροδυναμικὰς λεμουζίνας τὰς ὁδοὺς καὶ τὰς πλατείας καὶ ἐπισκέπτεται τὰς Εὐρώπας καὶ καίει εἰς τὸν Διάβολον ἄφθονον χρῆμα, ποσὰ ἀμύθητα, ἐνῶ οἱ ἐργάται καὶ ἐργάτριαι μὲ τὰ ἡμερομήσθια τῆς πείνης, ἔπαθον φυματίωσιν καὶ πτύουν τὸ αἵμα εἰς τὰ φθισιατρεῖα καὶ δὲν ἔχουν νʼ ἀγοράσουν οὔτε τὰ φάρμακά των. Ὁ πέμπτος ἡγεῖται τῶν περιβοήτων καλλιστείων καὶ ξεσηκώνει τὰ κορίτσια τῶν πόλεων καὶ γίνεται ὁ αἰσχρὸς παραγωγὸς τῆς νεότητος. Ὁ ἕκτος ἐκδίδει αἰσχρὰ περιοδικὰ καὶ διʼ αὐτῶν εἰσέρχεται τὸ μικρόβιον τοῦ ἐκφυλισμοῦ εἰς τὰς καρδίας μαθητῶν καὶ μαθητριῶν ἀκόμη τῶν Δημ. Σχολεῖων καὶ δημιουργεῖ τὴν πνευματικὴν φυματίωσιν τῆς φυλῆς. Ὁ ἕβδομος ἐν καιρῶ νυκτὸς ρίπτει τὰς αἱρετικὰς προκηρύξεις, τὰ διάφορα ἔντυπα, ποὺ ἐκδίδουν οἰ αἱρετικοί. Καὶ πόσον εἰδῶν αἱρετικοὶ δὲν κινοῦνται τὰ τελευταῖα αὐτὰ ἔτη ἐπάνω εἰς τὴν ταλαίπωρον Πατρίδα μας. Λύκοι βαρεῖς. Λύκοι προβατόσχημοι, ἄνθρωποι τῶν ὁποίων ἡ ἐπιφάνεια μόνον εἶνε χριστιανική, πρὸς ἐξαπάτησιν τῶν ἀπλουστέρων, ἀλλὰ τὰ βάθη τῆς ὑπάρξεώς των εἶνε λυκοειδῆ, ἀρπακτικά. Οἱ ὑποκριταί! Ὡς πρόβατα χώνονται μέσα εἰς τὴν κοινωνίαν, ἀλλὰ κάτω ἀπὸ τὸ δέρμα των κρύπτεται ὁ λύκος, ὁ ἅρπαξ. Πρόβατα-λύκοι. Ἀλλὰ τὸ χείριστον ἐξ ὅλων εἶνε ὅτι καὶ οἱ βοσκοὶ φύλακες τῶν προβάτων, γίνονται… λύκοι. Λύκοι; Ναί! Λύκοι εἶνε ὅλοι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ὄχι διὰ τῆς θύρας, ἀλλὰ διὰ τοῦ παραθύρου, διὰ ποικίλων ἀτίμων μέσων κατώρθωσαν νὰ καταλάβουν ὕψιστα ἀξιώματα ἐν τῆ Ἐκκλησία καὶ τῆ Πολιτεία καὶ ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς πλέον ἐνεργοῦν τὴν ληστείαν εἰς βάρος τοῦ λαοῦ. Ὤ τὶς νὰ μῆν κλαύση; Τὶς νὰ μὴ θρηνήση; Βοσκοὶ-λύκοι! Κάνετε τὸν λύκον βοσκὸν καὶ περιμένετε προκοπήν! Βοσκοὶ-λύκοι. Δὲν φείδονται αὐτοὶ τοῦ ποιμνίου. Τοὺς ἐπεσήμανεν ἕνας Παῦλος ὡς τοὺς φοβερωτέρους ἐχθροὺς τῆς Ἐκκλησίας (Πράξ. 20, 29). Τοὺς ἐφοβήθη ἕνας Δαβίδ, ὅστις δίδει τὴν εἰκόνα αὐτῶν εἰς τὸν 9ον ψαλμὸν (στίχ. 26-33). Κύριε – λέγει ὁ Προφητάναξ – ὑποφέρουν οἰ πτωχοί, οἱ ἀδύνατοι. Ἀπὸ τὰς μάνδρας των, ἀπὸ τὰς θέσεις των, ἰδοὺ ἐκπηδοῦν ὡς λέοντες οἱ ἰσχυροί, οἱ ἄδικοι ἄρχοντες, διὰ νὰ κατασπαράξουν τὸν πτωχόν. «Ἀνάσθητι, Κύριε… μὴ ἐπιλάθου τῶν πενήτων». Ἡ ἀθεόφοβος, ἡ ὁργιάζουσα ἀριστοκρατία, ἰδοὺ ὁ μέγιστος κίνδυνος ἑνὸς ἔθνους. Ἕνας Ἰεζεκιὴλ θὰ ἔλεγε: Οἱ ἄρχοντες αὐτῆς ἐν μέσω αὐτῆς ὡς λύκοι ἁρπάζοντες, ἁρπάγματα, τοῦ ἐκχέαι αἵμα, ὅπως πλεονεξία πλεονεκτῶσιν (Προφ. 22, 27).
Ὅλα τὰ ἐγκλήματα, ὅλαι οἱ ἀδικίαι, ὅλαι ἐν γένει αἱ κατάφωροι προσβολαὶ τοῦ ἠθικοῦ Νόμου εἶνε γνωστὰ καὶ πρέπει νὰ εἶνε γνωστὰ εἰς τοὺς ἱεροκήρυκας, τοὺς ἐντεταλμένους νὰ κηρύξουν πρὸς τὸν λαὸν τὴν ἀλήθειαν. Ποῖον τὸ καθῆκον των; Νὰ ἐλέγξουν ὄχι ἀπλῶς τὴν ἁμαρτίαν, ἀλλὰ ἐφʼ ὅσον ἡ ἁμαρτία, τὸ ἀδίκημα, τὸ ἔγκλημα δὲν διεπράχθη ἐν κρυπτῶ καὶ παραβύστω, ἀλλὰ διεπράχθη δημοσία καὶ κατεσκανσαλίσθη ἡ κοινωνία, οἱ κήρυκες τῆς ἀληθείας ὀφείλουν νὰ ἐλέγξουν δημοσία καὶ τοὺς δράστας τοῦ κακοῦ συμφώνως πρὸς τὴν ἐντολὴν τοῦ ἀποστόλου Παῦλου: «Τοὺς ἁμαρτάνοντας ἐνώπιον παντῶν ἔλεγχε, ἵνα καὶ οἱ λοιποὶ φόβον ἔχωσιν» (Α΄ Τιμ. 5, 20). Ἀκούετε; Δὲν λέγει τὴν ἁμαρτίαν, ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτάνοντας, τὰ ἄτομα, δηλαδή, ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα συνεχῶς καὶ ἐπιμόνως διὰ τῆς ἀτάκτου καὶ σκανδαλώδους ζωῆς των γίνονται ἀφορμὴ νὰ βλασφημῆται τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἐκ μέρους τῶν ἀπίστων.
Νὰ ἐλέγξωμεν; «Ἀλλὰ ἡμεῖς, ἀπαντοῦν οἱ ἱεροκήρυκες, ἔχομεν κήρυγμα εἰρηνικόν, τὸ ἐποικοδομητικὸν λεγόμενον κήρυγμα. Παρακαλῶ μὴν μᾶς ἐνοχλῆτε». Πολύ καλά! Ἀλλʼ ἐδῶ οἱ ποικιλώνυμοι λύκοι ὑπὸ τοὺς γλυκεῖς ἦχους τῆς φλογέρας, τοὺς ὡραίους ἐποικοδομητικοὺς λόγους ἀρπάζουν τὰ πρόβατα, διαλύουν τὴν ποίμνην καὶ σεῖς φλοῦ-φλοῦ. Τὶ εἴδους βοσκοὶ εἴσθε; Δὲν φρονεῖτε, ὅ,τι ὁ καιρὸς αὐτὸς ἐπιβάλλει νʼ ἀφήσετε τὴν φλογέραν καὶ νʼἀρπάξετε τὴν σφενδόνην; Ἀλλὰ ἡ φλογέρα εἶνε γλυκεῖα, εὐχάριστος. Πῶς νὰ τὴν ἀφήσωμεν; Ἀλλὰ ἀκούσατε λοιπὸν ὄχι ἕνα συνάδελφον σας, ἀλλὰ τὸν ἰερὸν Χρυσόστομον, τὸν ἀθάνατον ρήτορα τοῦ Χριστιανισμοῦ, τὸν βασιλέα τοῦ ἄμβωνος, ὅστις παρακαλῶ δὲν ἔπαιζε μόνον φλογέραν, ἀλλὰ καὶ σφενδόνην ἐχρησιμοποίει. Ἀκούσατε τὶ λέγει; Ἐκαυτηρίαζεν ὁ ἰερὸς Πατὴρ τοὺς φιλαργύρους, τοὺς πλεονέκτας τοὺς πλουτοκράτας τῆς ἐποχῆς του, οἱ ὀποῖοι ἐν καιρῶ βαρυτάτου χειμῶνος ἄφηναν νηστικοὺς καὶ γυμνοὺς καὶ ἀνυπόδητους καὶ ριγοῦντας ἐπὶ τῆς παγωμένης χιόνος τοὺς πτωχούς, τοὺς ἀδελφοὺς τούτους τοῦ Χριστοῦ. Τοὺς ἐκάλει νὰ ἐκλέξουν ἤ Χριστὸν ἤ Μαμμωνᾶν, καὶ ἐπειδὴ εἰς κάποιαν ὁμιλίαν του ἀντελήφθη, ὅτι οἱ κατὰ τῶν πλουσίων δριμύτατοι λόγοι του προϋκάλεσαν δυσαρέσκειαν, εἴπεν ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος τὰ ἐξῆς: «Γνωρίζω ὅτι σᾶς δυσαρεστῶ. Οὔτε ἐγῶ, πιστεύσατέ μοι, θὰ ἤθελα νὰ χρησιμοποιῶ τοιοῦτον ἔλεγχον. Τουναντίον θὰ ἐπεθύμουν ἄλλα εὐχάριστα θέματα νʼ ἀναπτύσσω εἰς τὴν ἀγάπην σας. Θὰ ἤθελα νὰ ὁμιλῶ περὶ τοῦ πόσον γλυκὺ εἶνε νʼ ἀγαπᾶ τις τὸν Χριστόν, θὰ ἤθελα νὰ σᾶς κηρύττων πάντοτε περὶ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, νὰ διηγοῦμαι τʼ ἀνέκφραστα ἐκεῖνα ἀγαθά, τὴν ἀνάπαυσιν, τὸ ὕδωρ τὸ τῆς ἀναπαύσεως, τὸν τόπον χλόης. Ὤ! Πόσον μοὺ ἀρέσει τὸ ψαλμικόν: «Ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως ὁ Κύριος ἐξέθρεψέ με, καὶ εἰς τόπον χλόης ἐκεῖ μὲ κατεσκήνωσεν» (ψαλμ. 22, 2). Θὰ ἤθελα περὶ τοῦτων νὰ ὀμιλῶ ἀκαταπαύστως. Ἀλλὰ τὶ παθαίνω; Ὅταν βλέπω ἕνα ποὺ εἶνε ὑπεύθυνος καὶ περιμένει ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν τὴν εἰς θάνατον καταδίκην, καὶ ἐκτέλεσιν δὲν δύναμαι νὰ τῶ ὁμιλῶ περὶ τιμῆς, περὶ ἀμοιβῶν καὶ βασιλικῶν ἀξιωμάτων. Ἐκεῖνο ποὺ πρῶτον χρειάζεται ὁ ὑπεύθυνος, εἶνε νὰ φροντίσω διὰ τὴν ἀπαλλαγὴν του ἐκ τοῦ δικαστηρίου καὶ κατόπιν νὰ τῶ κάμω λόγον περὶ βασιλικῆς τιμῆς. Τὸ ἴδιον καὶ ὁ ἀσθενῆς, ὁ πυρέσσων, ὁ κινδυνεύων τὸν ἔσχατον κίνδυνον. Τὶ τὸ ὄφελος ἐὰν τῶ εἴπω ὅτι αὔριον γίνεσαι βασιλεύς; Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον πρῶτον ζητεῖ ὁ ἀσθενῆς εἶναι ἡ ἀπαλλαγὴ τῆς φοβερᾶς νόσου. Καὶ ἐγὼ μιμούμενος τὸν ἰατρὸν ἐτοιμάζω τὰ φάρμακα, τὰ πικρὰ φάρμακα. Χρησιμοποιῶ λόγον σφοδρόν, ἐλεγκτικόν, σείω τὴν συνείδησιν, ἀπειλῶ πὺρ καὶ γέενναν, κτυπῶ μὲ βαρεῖαν σφῦραν διὰ νὰ θεραπεύσω, διὰ νὰ κατασκευάσω ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ σκεύη. Ναί! Ὁ βαρὺς, ὁ ἐλεγκτικὸς λόγος ρυθμίζει ψυχάς. Προτιμότερον ὁ ἀκροατής μου νὰ καίεται προσωρινῶς ἀπὸ τὴν καυστικότητα τῶν ἐλέγχων μου ἤ νὰ καίεται αἰωνίως ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς κολάσεως ἐκείνης». Ἄλλοτε πάλιν ἐρμηνεύων τὸν ἀγγελικὸν ὕμνον˙ Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαββαώθ, διακόπτει τὴν ἐποικοδομητικὴν ἐκείνην ἐρμηνείαν καὶ ἐπιτίθεται ἀκάθεκτος ἐναντίον τῶν ταρασσόντων τὴν εἰρήνην τοῦ ποιμνίου αἱρετικῶν, ἐναντίον τῶν Ἰουδαίων.
Καὶ ἄλλοτε ἀκόμη ἐκφραστικώτερον λέγει τὰ ἐξῆς ποὺ τόσον ἀρμόζουν εἰς τὸ θέμα μας: «Οἱ βοσκοὶ ἕως ὅτου κανένα θηρίον δὲν ἐνοχλεῖ τὴν ποίμνην των ἀναπαύονται κάτω ἀπὸ τὴν σκιὰν δρυὸς ἤ πεύκης καὶ παίζουν τὸν αὐλὸν καὶ τὰ πρόβατα εἶναι ἐλεύθερα νὰ βόσκουν ὅπου θέλουν, ἀλλʼ ὅταν αἰσθανθοῦν ἐπιδρομὴν λύκων, τότε ἀφήνουν τοὺς αὐλούς, συνάγουν τὰ πρόβατα, ὁπλίζονται μὲ λίθους καὶ ρόπαλα καὶ ἔμπροσθεν τῆς ποίμνης ἱστάμενοι φωνάζουν δυνατὰ καὶ πολλάκις μὲ τὰς φωνάς των κάμνουν τοὺς λύκους νὰ φύγουν. Τὸ αὐτὸ πράττομεν καὶ ἡμεῖς. Ἐπὶ σειρὰ ὁμιλιῶν δὲν εἴχομεν λόγον ἀγωνιστικόν. Διότι οὐδεὶς μᾶς ἠνώχλει. Ἀλλὰ τώρα ποὺ λύκοι ζητοῦν νὰ παραπλανήσουν τὰ πρόβατά μας, εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νʼ ἀφήσωμεν τὴν φλογέραν, τὸν ἥσυχον λόγον, καὶ νὰ κατέλθωμεν εἰς μάχην κατὰ τῶν φοβερῶν αἱρετικῶν. Καὶ τοῦτο διὰ νὰ μὴ κερδήσουν οἱ ἐχθροί μας οὔτε ἕνα πρόβατον ἐκ τῆς ἰδικῆς μας μάνδρας».
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἔπαιζε θαυμασίως τὴν φλογέραν, τὸν ποιμενικὸν αὐλὸν καὶ κατέθελγε μὲ τὰς ἐποικοδομητικὰς ὁμιλίας τὸ ἀκροατήριον, ἀλλὰ καὶ τὴν σφενδόνην γενναίως ἐχρησιμοποίει, λόγους ἐπιτιμητικοὺς ἐκφωνῶν ὁ μακάριος. Φλόξ πυρὸς ὁ λόγος του. Πᾶς δημοσία ἁμαρτᾶνων καὶ καταπατῶν τοὺς Νόμους τῆς ἐκκλησίας καὶ σκανδαλίζων τὸν λαὸν δημοσία πρέπει νὰ ἐλέγχεται. Αὐτὸς ἧτο ὁ Νόμος τοῦ κηρύγματός του. Εἶνε δὲ ἐκ τῆς Ἱστορίας γνωστόν, ὅτι, ὅταν ἔξωθεν τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας ἐστήθη χρυσοῦν ἄγαλμα τῆς αὐτοκρατείρας Εὐδοξίας καὶ πέριξ τοῦ ἀγάλματος ἐχόρευον καὶ διεσκέδαζον οἱ ὄχλοι καὶ αἱ φωναὶ αὐτῶν ἔφθανον μέχρι τοῦ Ἰ. Θυσιαστηρίου, ὁ Ἱ. Χρυσόστομος δὲν ἐδίστασε νὰ ἐλέγξη δριμύτατα τοὺς αὐλικούς, οἱ ὁποῖοι ἐκ κολακείας κατεσκεύασαν τὸ ἄγαλμα καὶ ἔστησαν αὐτὸ πρὸ τοῦ Ἰ. Ναοῦ, ἀλλὰ καὶ αὐτὴν τὴν αὐτοκράτειραν ἤλεγξε διὰ τὴν τοιαύτην ἀσέβειαν. Ἡ σφενδόνη του οὐδενὶ ἐχαρίζετο. Πᾶς λύκος οἱουδήποτε χρώματος κατεδιώκετο ἀπηνῶς.
Καὶ μόνον ὀ Ἱ. Χρυσόστομος; Ὅλοι οἱ Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς ἐκκλησίας οἱ ὁποῖοι ἐλάμπρυναν καὶ ἐδόξασαν τὴν Ὀρθοδοξίαν ἐχρησιμοποίησαν τὸν ἐλεγκτικὸν λόγον. Ἦλθον εἰς σύγκρουσιν μὲ τὸν κόσμον. Ἐπετίμησαν παρανομοῦντας ἄρχοντας. Ἤλεγξαν ἀσεβεῖς βασιλεῖς. Καὶ ἔχασαν ἄμβωνας καὶ θρόνους καὶ ἀπέθανον εἰς φυλακὰς καὶ ἐξορίας. Τοιοῦτοι ἧσαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν. Ἡμεῖς δὲ οἱ νεώτεροι μόνον ἀπὸ τῶν ἐδρῶν καὶ ἀμβώνων καὶ τῶν στηλῶν θρησκευτικῶν περιοδικῶν γνωρίζομεν καὶ ἐγκωμιάζωμεν τοὺς πατέρας, ἀλλὰ οὐδόλως μιμούμεθα αὐτοὺς καὶ δὲν ἀντιλαμβανόμεθα οἱ δυστυχεῖς ὅτι τὸ ἀκροατήριον γελᾶ ἐνδομύχως εἰς βάρος μας καὶ εἶνε ἕτοιμον νὰ μᾶς φωνάξη˙ κύριοι, ἀφοῦ τοὺς θαυμάζετε, διατὶ δὲν τοὺς μιμεῖσθε; Διατὶ ἀρκεῖσθε μόνον εἰς ὡραιολογίαν καὶ δὲν πράττετε ἔργα ὑψηλὰ καὶ μεγάλα ἀντάξια τῶν μεγάλων παραδόσεων τῆς ἐκκλησίας; Δυστυχῶς! Συστηματικῶς ἀποφεύγομεν τὸν ἔλεγχον. Νὰ μὴ ἐλέγξωμεν τὸν ἕνα, διότι ἔχει ἀξίωμα καὶ Νόμω (!) εἶνε ἀνεύθυνος! Νὰ μὴ ἐλέγξωμεν τὸν ἄλλον, διότι εἶνε πλούσιος καὶ πετάει εἰς τὸν δίσκον τῆς Ἐκκλησίας ψιχία ἐκ τῆς κολοσσιαίας περιουσίας του. Νὰ μὴ ἐλέγξωμεν τὸν τρίτον, διότι εἶναι φίλος μας. Τὶ φίλος μας, ἀφου ὑβρίζη τὸν Χριστὸν καὶ τὴν Ὀρθοδοξίαν; Νὰ μὴ ἐλέγξωμεν τὸν τέταρτον, διότι θὰ διακινδυνεύσουν τὰ ἀτομικὰ καὶ ὁμαδικά μας συμφέροντα. Νὰ μὴ θίξωμεν τὸν ἕνα, νὰ μὴ θίξωμεν τὸν ἄλλον. Μημουαπτισμὸς ὄχι εὐλαβής, ἀλλʼ ἐφάμαρτος. Κολακεύομεν καὶ κολακευόμεθα. Δίδομεν τιμὰς εἰς τὸν κόσμον καὶ λαμβάνομεν παρʼ αὐτοῦ μὲ τόκον καὶ ἐπιτόκιον τὰς τιμὰς καὶ στολίζομεν τὰ στήθη μας μὲ ψευδῆ παράσημα διʼ ἀνυπάρκτους ὑπηρεσίας. Βλέπομεν τὰς ἀδικίας τὰ αἵματα, τὰ βοῶντα καὶ κράζοντα ἐγκλήματα καὶ ἀντιπαρερχόμεθα ὡς ὁ ἱερεὺς καὶ ὁ Λευΐτης τῆς παραβολῆς. Οὐδεμία εἰλικρίνεια. Ὑποκρισία βασιλεύει εἰς τὰς σχέσεις κλήρου καὶ λαοῦ. Οἱ ὑφιστάμενοι ἐξαντλοῦνται εἰς ἐμετικὰς κολακείας. Ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος σοφὸν καλοῦν τὸν ἄσοφον, τὸν φιλάργυρον ἐλεήμονα, τὸν ἀσεβῆ εὐσεβῆ, τὸν προδότην τῆς πίστεως ἄγρυπνον φύλακα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἕνα τεράστιον θρησκευτικὸν καὶ ἐκκλησιαστικὸν ψεῦδος ἐπιπλέει ἐπὶ τῆς κοινωνικῆς μας ἀβύσσου. Καὶ ταῦτα πάντα διὰ τὴν ἔλλειψιν τοῦ σφοδροῦ τοῦ ἐλεγκτικοῦ κηρύγματος.
* * *
Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες! Θεολόγοι καὶ Ἱεροκήρυκες πρὸς καιρὸν ἀφήσατε τᾶς φλογέρας σας καὶ λάβετε τὰς σφενδόνας. Κηρύξατε ἐλεγκτικῶς. Ἀλλὰ ἡμεῖς – θὰ εἴπητε – δὲν εἴμεθα Χρυσόστομοι, Βασίλειοι, Γρηγόριοι, Φώτιοι καὶ Θεόδ. Στουδίται. Εἴμεθα ἀδύνατοι, τὸ δὲ κακὸν εἶνε σήμερον ἐπιτελικῶς ὠργανωμένο καὶ θὰ μᾶς ἐπιτεθῆ καὶ θὰ μᾶς ἐκμηδενίση. Ταῦτα λέγετε σεῖς οἰ θεολόγοι καθηγηταὶ καὶ ἱεροκήρυκες; Ἀλλὰ δὲν ἀνεγνώσατε ποτὲ, ὅτι κανεὶς ἄλλος εἰς τὴν ἐποχήν του δὲν ἧτο ἰσχυρότερος ἀπὸ τὸν Γολιάθ; Γίγας ἧτο. Βουνὸ ἀπὸ σάρκας καὶ νεῦρα. Σιδηρόφρακτος. Φρούριον ἀπόρθητον. Οὐδεὶς ἐτόλμα νὰ τὸν πλησιάση. Καὶ ὅμως ἔπεσεν. Ἔπεσε μὲ σφενδόνην καὶ μὲ ἕνα λίθον ἐκ τῶν πέντε λίθων ποὺ ἔσκυψε καὶ ἔλαβεν ἐκ τοῦ χειμάρρου ὁ ποιμενόπαις Δαβίδ. (Βασιλ. Α΄ κεφ. 17-40-4ο). Καὶ τὴν σφενδόνην αὐτὴν καὶ τοὺς 5 λίθους ὡς σύμβολον ἀφῆκεν εἰς τοὺς ἀγωνιστὰς τῶν πνευματικῶν ἀγώνων ὀ Δαβίδ. Ἀντὶ τῶν 5 λίθων ὑπάρχουν οἱ πέντε λόγοι, οἱ λόγοι τοὺς ὁποίους ἐπεθύμει νὰ λέγη εἰς τοὺς χριστιανοὺς ὁ Παῦλος ὁ Ἀπόστολος. (Α΄ Κορινθ. 14, 19). Καὶ ἡρμήνευσεν θαυμασίως ἕνας Νικηφ. Θεοτόκης. Τοὺς ἐχρησιμοποιήσαμεν; Ἐὰν ἐχρησιμοποιεῖτο ἡ ἀπλῆ, ἡ οὐσιώδης, ἡ ἐλεγκτικὴ διδασκαλία τῶν ἀληθινῶν κηρύκων τοῦ Εὐαγγελίου, οἱ σύγχρονοι Γολιὰθ τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας καὶ ἁρπαγῆς, οἱ αἱμοδιψεῖς λύκοι, οἱ ὠρυόμενοι λέοντες θὰ ἐνικῶντο κατὰ κράτος καὶ ὁ λαὸς θʼ ἀνέπνεε τὸν ζείδωρον ἀέρα τῆς ἐν Χριστῶ ἐλευθερίας. Διότι δὲν ὑπάρχει κακὸν ὁσονδήποτε ὡργανωμένον καὶ ἐὰν εἶνε, τὸ ὁποῖον νὰ μὴ νικᾶ ἡ πίστις, ἡ ὁποία ἐκσφενδονίζει εἰς τὴν θάλασσαν τὰ ὄρη κατὰ τὸ ἀψευδὲς ρῆμα τοῦ Κυρίου.
Χριστιανοί μου. Εἰς τὴν ἐποχήν μας σφενδόναι τοῦ Δαβὶδ ζητοῦνται ποὺ ἡ κάθε μία θὰ ἔχη καὶ πέντε λίθους. Εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μας ὑπάρχουν φλογέραι. Ἀφθονία φλογερῶν. Ἐποικοδομητικῶν κηρυγμάτων. Σφενδόναι ἐλλείπουν. Ἐλλείπουν κηρύγματα Φλαμιάτου, Παπουλάκου, Μακράκη ποὺ νὰ κτυποῦν ὄχι εις τὰ πόδια ἀλλὰ εἰς τὸ κεφάλι τὴν ἁμαρτίαν. Ἐλλείπουν κηρύγματα, τῶν ὁποίων οἱ κήρυκες θὰ ἔχουν ἐν ἑαυτοῖς τὴν ἀπόφασιν τοῦ θανάτου, ἕτοιμοι νὰ πέσουν ὑπὲρ τῆς ἰδέας τοῦ κηρύγματος, μάρτυρες ἕνεκεν ἀληθείας καὶ δικαιοσύνης. Ἐλλείπουν κηρύγματα ποὺ θὰ ἐξασκήσουν τὸν ἔλεγχον εἰς ὅλας τὰς ἐκφάνσεις τῆς κοινωνικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς τοῦ τόπου μας.
Ἀλλὰ δυστυχῶς τὰ κηρύγματα ταῦτα δὲν ἔχουν σήμερον τὴν κατανόησιν ἐκ μέρους τῆς ἐπισήμου ἐκκλησίας. Τὰ φλοῦ-φλοῦ κυριαρχοῦν. Οἱ λύκοι τρώγουν τὰ πρόβατα καὶ ἡμεῖς παίζομεν τὴν φλογερίτσα μας καὶ ὁ Διάβολος χαίρει. Φλοῦ-φλοῦ καὶ κουδουνίσματα ἀρχιερατικῶν σάκκων. Ἰδοῦ τὸ σῆμα τῆς σημερινῆς ἐκκλησίας. Τὶς νὰ μὴ κλαύση; Τὶς νὰ μὴ θρηνήση; Εἶναι, ἀδελφοί μου καὶ πατέρες, εἶνε τακτικὴ αὐτὴ ὁδηγοῦσα εἰς νίκην, εἰς θρίαμβον τῆς ἐκκλησίας; Ἔτσι ἠγωνίσθησαν οἱ ἔνδοξοι καὶ οὐρανόφρονες πατέρες; Ἀκούσωμεν τὶ περὶ αὐτῶν λέγει ὁ ποιητής: «Ὅλην συλλεξάμενοι ποιμαντικὴν ἐμπειρίαν καὶ ΘΥΜΟΝ κινήσαντες νῦν τὸν δικαιώτατον ἐνδικώτα, τοὺς βαρεῖς ἤλασαν καὶ λοιμώδεις λύκους. ΤΗ ΣΦΕΝΔΟΝΗ ΤΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ἐκσφενδονήσαντες τοῦ τῆς ἐκκλησίας πληρώματος πεσόντας, ὡς πρὸς θάνατον καὶ ὡς ἀνιάτως νοσήσαντας, οἱ Θεῖοι ποιμένες, ὡς δούλοι γνησιότατοι τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ ἐνθέου κηρύγματος μῦσται ἱερώτατοι». Ἀλλʼ ἐὰν καὶ παρʼ ὅλα τὰ λεχθέντα, παρʼ ὅλα τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν οἱ ἱεροκήρυκές μας ἐμμένουν εἰς τὴν τακτικὴν των καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ παίζουν φλογέρα καὶ νὰ γεμίζουν τὸν ἀέρα μὲ τὰ φλοῦ-φλοῦ τῶν κηρυγμάτων των, τότε ἕνας βοσκὸς τῆς Πίνδου ποὺ εἰς ἐπιδρομὴν λύκων ἀφήνει τὴν φλογέρα καὶ τρέχει εἰς καταδίωξιν τῶν λύκων, θὰ εἶνε σφοδρὸς κατήγορός μας ἐν ἡμέρα κρίσεως. Διότι «καιρὸς παντὶ πράγματι» λέγει ὁ σοφός (Ἐκκλησ. 3, 1).
Ναὶ ἡ φλογέρα εἶναι καλὴ ἐν καιρῶ εἰρήνης, τὸ ἐποικοδομητικὸν κήρυγμα ἔχει θέσιν ἐν τῆ ἐκκλησία, ὅταν οὐδὲν θηρίον ἐνοχλῆ, κατὰ Ἱ. Χρυσόστομον, τὴν ποίμνην τοῦ Χριστοῦ, ἀλλʼ ὅταν εἰς καιρὸν μάχης ἐναντίον σκοτεινῶν δυνάμεων εἰς καιρὸν ἐπιδρομῆς λύκων λυμαινομένων τὴν κοινωνίαν καὶ τὴν ἐκκλησίαν, εἰς ἕνα τοιοῦτον καιρὸν ποὺ κατὰ τὸν προφήτην καὶ ὀ πραῢς πρέπει νὰ γίνη μαχητής, (Ἰωὴλ 4, 11), τὸ νὰ παίζης τὴν φλογέραν σου καὶ νʼ ἀδιαφορῆς διʼ ὅ,τι πέριξ σου γίνεται, καὶ ὄχι μόνον τοῦτο, ἀλλὰ νʼ ἀποτρέπης καὶ τοὺς ἄλλους νὰ λάβουν τὴν σφενδόνην καὶ νὰ κατηγορῆς αὐτοὺς ὡς τρελλοὺς καὶ μανιακούς, ἀποτελεῖ πράξιν, τὴν ὁποίαν ἀποφεύγομεν νὰ χαρακτηρίσωμεν.
Τὰ φλοῦ-φλοῦ ἄς παῦσουν προσωρινῶς. Χιλιάκις ἠκούσθησαν. Τῶρα εἶνε καιρὸς σφενδόνης Δαβὶδ μὲ τοὺς πέντε λίθους. Τοὺς ἔχομεν; Θὰ νικήσωμεν. Δὲν τοὺς ἔχομεν; Δὲν μᾶς σώζουν ὅλαι αἱ φλογέραι, ποὺ παίζουν ραθύμως εἰς τὰς αὐλὰς τῶν ἀρχιερέων, Ἱερατικῶν καὶ Θεολογικῶν Σχολῶν, θρησκευτικῶν Συλλόγων καὶ ἀδελφοτήτων.
το είδαμε εδώ

ΠΕΡΙ ΠΙΣΤΗΣ

Από τον
Ηλία Μαμαλάκη
                      
Η πίστη ορίζεται ως η βεβαιότητα ενός ανθρώπινου νου για την αλήθεια ενός ισχυρισμού, ανεξάρτητα αν αυτή η βεβαιότητα ισχύει ή όχι. Βέβαια, σε περίπτωση που η βεβαιότητα είναι αποδεδειγμένη μιλάμε για γνώση και όχι για πίστη. Η θρησκευτική πίστη είναι πίστη γιατί εκφράζει μια βεβαιότητα για κάτι μη αποδεδειγμένο και κατ' εξακολούθησιν η ομαδική πίστη για κάτι μπορεί να αποτελέσει θρησκεία. Στο πλαίσιο λοιπόν της θρησκείας η έννοια της πίστης ταυτίζεται με τη βεβαιότητα ύπαρξης ενός ανώτερου όντος, του Θεού. Οι τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες αναγνωρίζουν ένα και μόνον Θεό, στον οποίο δίνουν διαφορετικό όνομα ανάλογα με τη γλώσσα τους και τον δοξάζουν με εντελώς διαφορετικό τρόπο η μια από την άλλη και τον περιζώνουν με διαφορετικούς μύθους - ιστορίες για να αποδείξουν την ύπαρξή του, που συνήθως είναι στα όρια της φαντασίας. God λοιπόν ο Θεός στα αγγλικά, Dieu στα γαλλικά, Θεός στα ελληνικά, Αλλάχ για τους ισλαμιστές, Γιαχβέ για τους Εβραίους. Οπως και να τον ονομάσετε, είναι ο ίδιος Θεός για όλους.

Κανένας από εμάς δεν διάλεξε τη θρησκεία στην οποία πιστεύει ή δεν πιστεύει. Παιδιά ακόμα χωρίς νου και γνώση μάς βαφτίσανε χριστιανούς. Στα Εβραιόπουλα κάνανε την περιτομή και στα 14 την τελετή ενηλικίωσης και στα παιδάκια του Ισλάμ στο τζαμί δώσανε την ευχή και τους κάνανε την περιτομή.
Μεγαλώσαμε όλοι ακούγοντας τις γιαγιάδες και τους παππούδες να μας προτρέπουν να είμαστε σεβαστικοί στη θρησκεία μας. Πολλοί από εμάς φοβόμαστε τον Θεό. Αλλοι πάλι τον χλευάζουν και για άλλους είναι αδιάφορος. Η ζωή προχωράει με ή χωρίς Θεό.

Η Ελλάδα είναι μια χώρα ανεξίθρησκη, δηλαδή ο καθένας από εμάς μπορεί να πιστεύει ή να μην πιστεύει σε οποιονδήποτε θεό και μπορεί να τον λατρεύει στο σπίτι του, στο ύπαιθρο ή σε προκαθορισμένους τόπους λατρείας.
Επί πολλές δεκαετίες λέγαμε ότι εμείς οι Ελληνες δεν είμαστε ρατσιστές και δεν φοβόμαστε το διαφορετικό και αυτό γινότανε γιατί δεν είχαμε ξένους στη χώρα μας. Τώρα όμως, που υπάρχουν πάνω από 1.000.000 ξένοι χριστιανοί ή αλλόθρησκοι, η θρησκευτική αντιπαλότητα ενισχύεται και φέρει συγκρούσεις. Τουλάχιστον από όλους αυτούς υπάρχει μια πίστη. Από την άλλη, οι γνήσια γαλουχημένοι κομμουνιστές αρνούνται τη θρησκεία. Δεν πιστεύουν σε κανέναν θεό, εδώ αρχίζει η ζωή, εδώ τελειώνει. Και αρνούνται τον Θεό γιατί τον αρνήθηκαν οι ιδρυτές του κομμουνισμού. Και εκείνοι οι παλιοί κομμουνιστές στις αρχές του 20ού αιώνα είχαν χίλια δίκια να αρνηθούν τη θρησκεία, γιατί οι κρατούντες εκείνης της εποχής τη χρησιμοποιούσαν σαν όργανο επιβολής των συμφερόντων τους πάνω στον λαό.

Οι παπάδες λέγαν στους πιστούς «Μη σηκώνετε κεφάλι, μπορεί να υποφέρετε τώρα, αλλά μετά θάνατον θα πάτε στον παράδεισο».
Στο κύλισμα του χρόνου όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η δύναμη της Εκκλησίας συρρικνώθηκε, δεν έχει πια πολιτικό χαρακτήρα, ούτε ένας παπάς είναι πιο μορφωμένος από έναν καθημερινό πολίτη για να μπορεί να του επιβληθεί. Μπορώ να σας πω μάλιστα ότι πολλές φορές η Εκκλησία μέσα από τη συμπεριφορά των οργάνων της έχασε πιστούς και δεν κέρδισε πιστούς. Κατά καιρούς μαθαίνουμε διάφορα πράγματα για ιερείς που προσπαθούν να καταδυναστεύσουν το ποίμνιό τους, ευτυχώς ανεπιτυχώς. Δεν πρέπει να συνδέουμε πάντοτε την πίστη με την Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι μια οργάνωση ανθρώπων που καθιερώθηκε εδώ και αιώνες για να εκτελούνται τα μυστήρια και να υπηρετεί τους τόπους λατρείας. Στην ουσία όμως η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό δεν χρειάζεται μεσολαβητή. Είναι απευθείας, δεν χρειάζεται καν τόπο λατρείας. Μπορείς σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη, σε μια γωνιά του σπιτιού σου, σε μια βουνοκορφή, σε μια παραλία, να σταυρώσεις τα χέρια σου, να κλείσεις τα μάτια σου και να προσπαθήσεις να προσευχηθείς για να έρθεις σε επαφή με τον Θεό.

Η πίστη του ανθρώπου προς τον Θεό έχει δύο διαφορετικές οπτικές. Πιστεύω στον Παντοδύναμο Θεό, τον αόρατο, τον δημιουργό, τον παντοδύναμο, που προσπαθώ να αισθανθώ την ύπαρξή του. Δηλαδή στον απρόσιτο Θεό. Συνάμα προσεύχομαι σ' αυτόν σαν να είναι ένας δικός μου φίλος. Τον αγαπώ, του μιλάω, εξομολογούμαι και, τέλος, ζητάω.
Μα είναι δυνατό να ασχοληθεί ο Θεός με εμένα τον ασήμαντο ανάμεσα στα δισεκατομμύρια ανθρώπων του πλανήτη; Κι όμως, όλοι μας είμαστε σίγουροι ότι αν του ζητήσουμε κάτι μπορεί να μας το δώσει. Και αυτή είναι και η δύναμη της προσευχής. Οι κατά καιρούς παρακλήσεις που γίνονται στις εκκλησίες με την παρουσία εκατοντάδων ανθρώπων, που με κοινή προσευχή παρακαλούν για κάτι, συνήθως επιτυγχάνουν αυτό το οποίο ζητούν: όπως μια βροχή στην ξηρασία. Ο,τι δεν είναι εξηγήσιμο στη ζωή του ανθρώπου είναι θεϊκό.
Βάλε ένα χέρι, Θεέ μου.
Θεού θέλοντος.

Ακόμα και όταν γίνονται μεγάλες συμφορές αποδίδονται στον Θεό, τον οποίο προσπαθούμε να εξευμενίσουμε με τάματα και προσευχές.
Η ανθρώπινη κοινωνία χωρίζεται σε δύο μεγάλες ομάδες, στους πιστούς και τους μη πιστεύοντες. Αυτό το οποίο πρέπει να γίνεται ανάμεσα από αυτές τις δύο ομάδες είναι η μια να σέβεται την άλλη και κυρίως να μη θέλει η μια να αλλάξει την άποψη της άλλης. Ολα έχουν καθοριστεί από την παιδική ηλικία ή από κομματικά όργανα.

Ολα αυτά τα οποία σας γράφω με έκανε να τα σκεφτώ η άφιξη των λειψάνων της αγίας Βαρβάρας. Εγινε μια υστερία θρησκευτική παντού. Τιμές αρχηγού κράτους από μια αριστερή κυβέρνηση που τα όργανά της χλευάζουν την παρουσία των λειψάνων. Ψηφοθηρία. Και από την άλλη, χιλιάδες πιστοί να προσκυνήσουν για να δουν το θαύμα. Και βέβαια μια Εκκλησία η οποία τραβάει το σκοινί κάνοντας πράγματα που δεν θα επιτρέπονταν. Περιφορά στα νοσοκομεία. Και άκουσα ένα ειρωνικό σχόλιο ότι θα τα γυρίσουν από σχολείο σε σχολείο. Βέβαια, όταν η αρρώστια και ο πόνος σε έχουν φέρει προ του τέλους και κανένας γιατρός και κανένα φάρμακο δεν μπορεί να σε κάνει καλά, τότε ελπίζεις στο θαύμα. Και αυτήν την ελπίδα δεν επιτρέπεται να την αφαιρέσει κανένας από κανέναν.

Τα ιερά λείψανα έπρεπε να έρθουν σεμνά και αθόρυβα· να τοποθετηθούν στην εκκλησία και η άφιξή τους να κοινοποιηθεί στους πιστούς διακριτικά. Οσοι θα θέλανε και όσοι πιστεύουν θα πάνε.
Και από την άλλη, τα αριστερά ΜΜΕ να μην ειρωνευτούν καμία από αυτές τις εκδηλώσεις, όπως και εμείς δεν ειρωνευόμαστε την αθεΐα τους.

Τελειώνοντας ήθελα να σας πω ότι ο καθένας από εμάς έχει ανάγκη από έναν προστάτη Θεό. Ακόμα και ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ. Η ζωή μας είναι εξαιρετικά δύσκολη. Πολύς κόπος, λίγες χαρές, ανύπαρκτη ευτυχία. Σώμα και νους λυγίζουν και εκεί νιώθεις την ανάγκη να έχεις έναν προστάτη. Και αυτός ο προστάτης δεν μπορεί ποτέ να είναι ο προϊστάμενος του γραφείου σου. Ούτε η μάνα σου ούτε ο πατέρας σου ούτε ο κομματικός σου καθοδηγητής. Τι μπορούν να κάνουν άλλωστε;
Θες για προστάτη κάποιον με μεγάλη δύναμη, κάποιον που να διαφεντεύει τις τύχες του κόσμου, κάποιον που είναι πολύ ψηλά και τα βλέπει όλα και τότε μέσα στην πίκρα σου, κρυφά ή φανερά, αναλόγως πού είσαι τοποθετημένος, σηκώνεις διακριτικά τα μάτια προς τον ουρανό και νοερά ζητάς βοήθεια. Πιθανόν να μη σου δώσει κανείς βοήθεια, όμως αυτή η επικοινωνία σε στηρίζει ξανά στα πόδια σου και προχωράς.

Ο μανδύας της Συγχωρητικότητας


«Ο Άγιος Κωνσταντίνος ο Μέγας, ο πρώτος Χριστιανός Αυτοκράτορ, μετά την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, στη Νίκαια (325), προσκάλεσε όλους τους Πατέρες της Συνόδου (318) στην Κωνσταντινούπολη.
Έτσι, του δόθηκε η ευκαιρία να επικοινωνήσει προσωπικά με όλους τους Επισκόπους της Εκκλησίας. Τους παρέθεσε επίσημο γεύμα και τους πρόσφερε αναμνηστικά δώρα. 
Με ένα προσωπικό τρόπο, τίμησε ιδιαίτερα τους ομολογητάς Επισκόπους, ασπαζόμενος τα ίχνη του Μαρτυρίου τους. Του αγίου Παφνουτίου, ασπάσθηκε τα τυφλωμένα μάτια και των άλλων Ομολογητών, τις πληγές και τα διαστρεβλωμένα μέλη του σώματός τους.

Στη συνάντηση αυτή, του υπεβλήθησαν και μερικές γραπτές καταγγελίες ορισμένων Επισκόπων. Τις αναφορές αυτές, ούτε τις διάβασε ο Βασιλεύς ούτε διέταξε ανακρίσεις, αλλά μπροστά σε όλους τους Επισκόπους τις έκαψε λέγοντας: Εάν και με τα μάτια μου ακόμη έβλεπα κάποιον αρχιερέα να αμαρτάνει, θα τον σκέπαζα οπωσδήποτε με τον αυτοκρατορικό μου μανδύα»! (Συναξάρι 21 Μαΐου).

Ο άγιος Κωνσταντίνος εγκαινίασε την τιμητική προσκύνηση των αγίων εικόνων. Ασπαζόμενος τις πληγές των Ομολογητών Πατέρων, καθιέρωσε την τιμητική προσκύνηση των εικονιζομένων Αγίων. Εάν οι Άγιοι ζούσαν ανάμεσά μας, θα θεωρούσαμε πολύ φυσικό να ασπασθούμε τα ίχνη των μαρτυρίων τους. Η προσκύνηση και ο ασπασμός των ιερών εικόνων που καθιέρωσε πρώτος ο άγιος Κωνσταντίνος είναι απόδοση τιμής προς τα τίμια εκείνα μέλη της Εκκλησίας που αγωνίσθηκαν, τραυματίστηκαν, ακρωτηριάστηκαν και τελικά πέθαναν για την πίστη του Χριστού. Όταν ασπαζόμαστε τις ιερές εικόνες του Χριστού και των Αγίων αποδίδομε την οφειλόμενη τιμή στα μαρτύρια και το αίμα τους.

Ο Μ. Κωνσταντίνος καθιέρωσε και τον τρόπο, με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζονται οι αμαρτάνοντες αρχιερείς. Ο αρχιερεύς και όταν αμαρτάνει δεν παύει να είναι αρχιερεύς. Ο πρώτος χριστιανός Βασιλεύς, καθιέρωσε να αντιμετωπίζονται οι περιπτώσεις αυτές, με τον τρόπο που οι δύο υιοί αντιμετώπισαν την γύμνωση του πατέρα τους Νώε (Γεν. θ΄ 23). Αυτό σημαίνει , ότι τα προσωπικά αμαρτήματα των αρχιερέων δεν πρέπει να δημοσιεύονται. Όπως για κάθε αμαρτωλό, έτσι και για τον κάθε Αρχιερέα, πρέπει να παρέχεται χρόνος μετανοίας.

Η μόνη περίπτωση άμεσης κάθαρσης προσωπικών αμαρτημάτων Αρχιερέων είναι όταν τα αμαρτήματα αυτά προκαλούν πλέον δημόσιο σκάνδαλο (πρβ. Α΄ Τιμ. γ΄7). Τότε δεν μπορεί να συνεχίσει ο Αρχιερεύς την επισκοπική του διακονία. Είναι η μόνη περίπτωση που ένας Αρχιερεύς πρέπει να οδηγείται στην μονή της μετανοίας του.

Από το βιβλίο «†Μητροπολίτου Αχελώου Ευθυμίου (Κ. Στύλιου) Οι Αετοί Ορθόδοξο Θεολογικό Αγιολόγιο» Εκδόσεις «Χριστιανική Στέγη Καλαμάτας»

το είδαμε εδώ

Η Αλβανική αναμόχλευση μιας εγκληματικής Ιστορίας


 
 
19/05/2015

ALBANIA TIRANA


Για προσπάθεια αμφισβήτησης των συνόρων από πλευράς της αλβανικής κυβέρνησης κάνουν λόγο διπλωματικές και νομικές πηγές: Όπως αναφέρεται σεσχετικό δημοσίευμα της «Καθημερινής», τα Τίρανα θέτουν θέμα χερσαίων συνόρων Ελλάδας - Αλβανίας, καθώς, με διάβημα προς την Αθήνα την περασμένη εβδομάδα –με το οποίο ζητούσαν τροποποίηση του προγράμματος ερευνών για υδρογονάνθρακες στο Ιόνιο, με τον ισχυρισμό ότι παραβιάζονται αλβανικά χωρικά ύδατα– ζήτησαν και τους χάρτες των χερσαίων ερευνών στην Ηπειρο.
Όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, από πολιτική άποψη πρόκειται για πράξη υψηλού ρίσκου για την Αλβανία και τις διμερείς σχέσεις. «Προκαλεί ωστόσο προβληματισμό στις ίδιες πηγές το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση παρακολουθεί αμήχανη και την όξυνση στις ελληνοαλβανικές σχέσεις και τη γενικότερη ενίσχυση των αποσταθεροποιητικών τάσεων στα Δυτικά Βαλκάνια.Σύμφωνα με εκτιμήσεις των ιδίων πηγών, όλα αυτά εντάσσονται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο κινείται το αλβανικό πολιτικό σύστημα, για να προβληθεί το όραμα της “Μεγάλης Αλβανίας”» αναφέρεται σχετικά. 
Σημειώνεται πως φαίνεται να κυριαρχεί η υποψία ότι πίσω από τις αλβανικές κινήσεις βρίσκεται η Τουρκία. Το νέο στοιχείο που δημιουργεί υποψίες ότι η Αγκυρα επιδιώκει τη δημιουργία μετώπου κατά της Ελλάδας είναι η συνάντηση του Ερντογάν με το κόμμα των Τσάμηδων, το PDIU, κατά την επίσκεψή του στα Τίρανα. 
****************************************** 

 

1.Τσάμηδες - Τσαμουριά. Η ιστορία και τα εγκληματά τους ...

 

2. Ποιοι ήταν οι Τσάμηδες - βιβλία + ιδέες - Το Βήμα Online

Ελευθερία Μαντά, Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου (1923-2000), Θεσσαλονίκη 2004, σ. 351.
(IMXA 276), 15,00 
Η ιστορική παρουσία των Αλβανών Τσάμηδων στην Ήπειρο του α' μισού του 20ού αιώνα παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα λιγότερο γνωστά θέματα του ελληνικού παρελθόντος, ένα θέμα που για αρκετές δεκαετίες καλύφθηκε από σιωπή και αγνοήθηκε από την ελληνική ιστοριογραφία. Η μελέτη, που αποτελεί μία σύγχρονη προσπάθεια ανασύνθεσης του ιστορικού παρελθόντος γύρω από το θέμα, είναι το αποτέλεσμα μακρόχρονης έρευνας στην Ελλάδα και το εξωτερικό και στηρίζεται σε εντυπωσιακό σε όγκο και περιεχόμενο αρχειακό υλικό -από 6 χώρες και 10 διαφορετικές αρχειακές συλλογές-, που για πρώτη φορά γίνεται γνωστό στο ελληνικό κοινό.
Κεντρική θέση στην έρευνα κατέχουν οι προϋποθέσεις και οι όροι υπό τους οποίους οι Αλβανοί Τσάμηδες εντάχθηκαν οριστικά στο ελληνικό κράτος, μετά το 1923 και τη Συνθήκη περί Ανταλλαγής των Πληθυσμών, οι συνθήκες διαβίωσης και τα προβλήματα που προέκυψαν κατά την περίοδο του μεσοπολέμου και, βέβαια, η δραματική κορύφωση του ζητήματος που συντελέστηκε παράλληλα με τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και τη ναζιστική κατοχή της Ελλάδας και που οδήγησε στη μαζική έξοδό τους από την ελληνική επικράτεια. Το βιβλίο κλείνει με μια σύντομη αναφορά στις προσπάθειες ανακίνησης του θέματος από αλβανικής πλευράς τις δύο τελευταίες δεκαετίες, μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος στη γειτονική Αλβανία.
Η έκδοση του βιβλίου πραγματοποιήθηκε με την ευγενική χορηγία του Ιδρύματος «Σταύρος Σ. Νιάρχος».

Ἡ πνευματική νεύρωση τῆς Δύσης



Ἀπό τό χριστιανισμό μαθαίνουμε ὅτι τό πρόσωπο, ἀνάλογα μέ τήν πίστη του, ἀδράχνεται σέ μιὰ μεγάλη ἀναστάσιμη κίνηση. Στήν εὐχαριστηριακή καρδιά τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί στήν πνευματική «καρδιά» κάθε πιστοῦ, ὁ Χριστός ἐξακολουθεῖ νά νικᾶ τό θάνατο. Ἔτσι, ἡ ἀνθρωπότητα καί, δι' αὐτῆς, τό σύμπαν εἰσάγονται σέ μιὰ πελώρια μεταμόρφωση: τήν ὁποία ἡ ἁγιότητα προλαμβάνει καί σπεύδει στήν ὁλοκλήρωσή της. Γιατί, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καί συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν [...] ἐλευθερωθήσεται ἀπό τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τήν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ». (Ρωμ. 8, 18-22).

Ἡ Δύση ἔμαθε ἀπό τό χριστιανισμό ὅτι τό πρόσωπο εἶναι μοναδικό. Παρά τίς φιλοσοφίες καί τίς πολιτικές πρακτικές του «θανάτου τοῦ ἀνθρώπου», ὁ χριστιανισμός ἐξακολουθεῖ νά βλέπει κάθε ἄνθρωπο ὡς κάτι τό ἀπόλυτο. Ἀλλά ἡ ἀνάσταση ἔχει λησμονηθεῖ, ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, τῶν σωμάτων, «τῆς σαρκός», ὅλης τῆς σάρκας τῆς γῆς...

Ἀπό τά τέλη τοῦ Μεσαίωνα, ὁ χριστιανισμός τῆς Δύσης τόνισε τή «μερική κρίση», ὡσάν τό πᾶν νά παιζόταν τή στιγμή τοῦ θανάτου τοῦ ἀτόμου. Ἔτσι, ἔγινε μία θρησκεία τῆς «ψυχῆς» μέ τή στενή ἔννοια, τή δυϊστική, πού ἀντιτίθεται στό σῶμα, καί ὄχι θρησκεία τοῦ προσώπου στήν ὁλότητα τῆς ἐνσαρκώσεώς του. Τό μυστήριο τοῦ Πάσχα, πού ἐγκαινιάζει τόν ὕψιστο σταθμό τῆς κοσμογένεσης, ἔχει χάσει σημασία καί σπουδαιότητα πρός ὄφελος τῶν «ἀξιομισθιῶν», πού «ἐκτήσατο ὑπέρ ἡμῶν» ὁ Ἐσταυρωμένος. Τονίστηκε ἰδιαίτερα ὁ Ἄνθρωπος τῶν πόνων, ἡ «ἱκανοποίηση» τῆς θυσίας του (σάν νά ἦταν ὁ χριστιανισμός θυσία γιά τό Θεό καί ὄχι θυσία τοῦ Θεοῦ). Οἱ λατινικοί ὁρισμοί τοῦ 14ου αἰώνα (τούς ὁποίους ἡ Μεταρρύθμιση θά σκληρύνει ἀκόμη, διακόσια χρόνια ὑστερότερα), βεβαιώνουν πώς, εὐθύς μετά τό θάνατο τοῦ ἀτόμου, εὐθύς μετά τή «μερική κρίση», μερικές ψυχές καταδικάζονται ὁριστικά, ριγμένες ἔτσι γιά πάντα στήν ἀπουσία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἄλλες προχωροῦν στή θέαση τῆς θείας οὐσίας καί τῆς ὁλοκληρωτικῆς μακαριότητας. Εἴμαστε μακριά ἀπό τήν κοινωνική καί δυναμική ἀντίληψη τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας, πού προσευχόταν (ὅπως κάνει καί σήμερα ἀκόμη στόν ἑσπερινό τῆς Πεντηκοστῆς) ὑπέρ πάντων τῶν νεκρῶν, ἐννοώντας καί ἐκείνους πού βρίσκονται στόν Ἅδη, ἀντίληψη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία οἱ ἅγιοι καί ὁ Χριστός ὁ ἴδιος προσμένουν καί προετοιμάζουν τήν ὁριστική καί παγκόσμια νίκη ἐπί τοῦ θανάτου. Μονάχα ἡ προσευχή, στή Δύση, ὑπέρ τῶν ψυχῶν τοῦ Καθαρτηρίου διαφύλαξε κάποιο στοιχεῖο ἀπ' αὐτή τήν ἀρχική δράση, ἀλλά μέ προσθῆκες ἐκτιμήσεων κάπως νομικῶν, ἔπειτα μέ ἀπαίτηση χρημάτων, πράγμα πού εἶχε ὡς συνέπεια τήν ἀπόρριψή της ἀπό τή Μεταρρύθμιση.

Διαμέσου αὐτῆς τῆς ἀλλαγῆς σκέψεως, ἡ ἔμμονη σχεδόν θέαση τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ Ἐσταυρωμένου προκάλεσε αὐτό πού ἕνας σύγχρονος κοινωνιολόγος, ὁ Ζὰν Ντυβινιό, ὀνομάζει «τραυματισμό τῆς Δύσεως». Κατά τά τέλη τοῦ Μεσαίωνα, ἔπειτα σέ μερικά ρεύματα τῆς Ἀντιμεταρρυθμίσεως, τό κήρυγμα μέ ἐπίκεντρο τήν ἀπειλή τῆς κολάσεως, ὁ πολλαπλασιασμός, στήν τέχνη, «τῶν μακάβριων χορῶν», ἔπειτα ἡ ἀλλόκοτη θεατροποίηση τῶν κηδειῶν, μιὰ θεολογία πού, ἐκτός ἀπ' τό Λούθηρο, φαίνεται ν' ἀγνοεῖ τήν εἰς Ἅδου κάθοδο τοῦ Χριστοῦ, ὅλα αὐτά συνετέλεσαν νά μετατρέψουν τό χριστιανισμό σέ θρησκεία τῆς τραγωδίας καί τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς παρά σέ θρησκεία τῆς πασίχαρης ἀναστάσεως τῶν σωμάτων. Ὡστόσο, τά σώματα ξαναζωντανεύουν, τότε, στ' ἀρχαῖα ἀγάλματα, μέ τή μαρμάρινη γύμνια, πού ξεθάβουν οἱ οὐμανιστές, ἀλλά ὁ χριστιανισμός βαδίζει πλάϊ στήν οὑμανιστική παιδεία χωρίς νά τήν ζωογονεῖ. Τότε, ἐπίσης, τά κινήματα τῆς εὐαγγελικῆς πτώχειας ξαναβρίσκουν στήν Ἀποκάλυψη τήν ὑπόσχεση τῆς ἐπίγειας χιλιετοῦς βασιλείας γιά τούς ἀναστημένους δικαίους. Ἀλλ' αὐτή ἡ βασιλεία δέν ὁδηγεῖ σέ μιὰ δημιουργική ἁγιότητα, ἀναγγέλλεται διά πυρός καί σιδήρου ἄσκοπων ἐξεγέρσεων, πού καταπνίγονται τό ἴδιο ἄσκοπα. Ὁ οὑμανισμός, οἱ οὐτοπίες μέ ὁρίζοντα καθαρά ἐπίγειο καταλήγουν σήμερα στή θέληση νά λησμονηθεῖ ὁ θάνατος.


Ἔτσι, ἡ Δύση κράτησε ἀπό τό χριστιανισμό τή βεβαιότητα γιά τό μοναδικό χαραχτήρα τοῦ προσώπου, ἤ, καλύτερα, τοῦ ἀτόμου, ἀλλ' ὄχι τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως. Οἱ ἀρχαῖες ἀποκρίσεις στό αἴνιγμα τοῦ θανάτου εἶναι ἀπαράδεχτες γιά κεῖνον πού ξέρει πώς εἶναι μοναδικός. Δέν μπορεῖ κανείς νά διαλυθεῖ στήν ἀπεραντοσύνη (διάλυση πού μαρτυροῦν ὅσοι πολιτισμοί ἀποτεφρώνουν τά πτώματα), σάν νά ἦταν τό ἄτομο ἕνα σύμφυρμα δανεισμένων στοιχείων στό μεγάλο παιγνίδι τοῦ σύμπαντος. Δέν μπορεῖ νά πιστέψει κανείς στή μετεμψύχωση (transmigration) — πού μαρτυρεῖται ἀπό παλιά στίς λαϊκές παραδόσεις, στήν Εὐρώπη ἐπίσης — μετεμψύχωση, κατά τήν ὁποία, γιά τούς πνευματικούς τῆς Ἰνδίας κανείς δέν μετεμψυχώνεται, ὁριστικά, παρά μονάχα τό ἀπόλυτο, ὁ μοναδικός Ἑαυτός ὅλων τῶν ὑπάρξεων. Δέν μπορεῖ κανείς νά πεθάνει μέ τή φυτική εἰρήνη τῶν Ἀσιατῶν, καί μάλιστα ἐκείνων τῶν Ρώσων χωρικῶν, πού θαύμασαν ὁ Τολστόη καί ὁ Σολζενίτσυν. Γι' αὐτό ὁ θάνατος ποτέ δέν ἦταν τόσο γυμνός, ἕνας θάνατος τόσο ὠμός, θά λέγαμε, καί συνεπῶς ἀκατανόητος. Ὅταν κάποιος ἀγαπᾶ, ὅταν ἀγάπησε ἔστω καί γιά μία στιγμή, ξέρει πώς κανείς δέν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Τί σημαίνει τότε, πῶς νά σκεφθεῖ ὅτι κάποιος δέν ὑπάρχει πιά; Ὁ ἀκατανόητος καί ὠμός θάνατος, ἰδού ἡ καθαρή ἀγωνία, ἰδού ἡ κόλαση.

Ὅταν ὁ θάνατος ἔχει θεϊκή διαφάνεια, τότε δίνει κάποιο νόημα στόν ἡλικιωμένο. Ὅπως τό παιδί ἔχει ἐμπιστοσύνη στόν πατέρα του, ἔτσι κι αὐτός, ἀλλά πατέρας του δέν μπορεῖ νά εἶναι παρά ὁ Θεός. Τότε ὁ γέρος γίνεται ὅλος μνήμη καί ἐλπίδα. Ἡ ἐλπίδα τοῦ ἐπιτρέπει ν' ἀποκρυπτογραφήσει τά πάντα στή Μνήμη τοῦ Θεοῦ.

Σήμερα ὀπισθοχωροῦμε μέ τά νῶτα πρός τό θάνατο, πιστεύουμε πώς βοηθᾶμε τούς γέρους κάνοντάς τους νά μαϊμουδίζουν τούς νέους, ἀλλά οἱ γέροι δέν ἔχουν πιά τίποτα νά μᾶς ποῦν, τίποτα νά διηγηθοῦν στά παιδιά, δέν ἔχουν πιά μνήμη μιᾶς καί δέν ἔχουν πιά ἐλπίδα.


Τό 17ο αἰώνα, τόν καιρό τοῦ θριάμβου τοῦ ὀρθολογισμοῦ, οἱ ἄνθρωποι ἔκλειναν στά φρενοκομεῖα τούς «ἠλίθιους» καί τούς «ἀγαθιάρηδες», μάρτυρες τῆς εὔθραυστης φυσικῆς ὕπαρξης, μάρτυρες τῶν ἀβύσσων: ἄλλοτε ἀπό ἐνόχληση καί φρίκη, ἄλλοτε γιατί δέν μποροῦσαν νά ὑποφέρουν τή σοφία τους... Τόν «αἰῶνα τῶν φώτων», σκέπασαν τίς ὀστεοθῆκες πού ἔχασκαν μέσα στό Παρίσι καί μάζεψαν τά λείψανα σέ νεκροταφεῖα γύρω ἀπό τίς πόλεις, κάτω ἀπό τίς βαριές πλάκες τῆς οἰκογενειακῆς ματαιοδοξίας. Στήν ἐποχή μας, κλείνουν τούς γέρους σέ ἄσυλα ὑγιεινῆς, ἄν δέν τούς παρατοῦν νά φυτοζωοῦν καί νά πεθαίνουν ὁλομόναχοι. Ἔτσι τούς λησμονοῦν, γιά νά πείσουν καλύτερα τόν ἑαυτό τους πώς εἶναι ἀκόμη νέοι, μέσα στήν παχυλή βεβαιότητα ἑνός ἀτέλειωτου χρόνου. Ἐπίσης, oἱ βαριά ἄρρωστοι ἀφήνονται στήν ἐπιστημονική ἀπομόνωση τῶν νοσοκομείων, ὅπου πεθαίνουν μόνοι, καταπληγωμένοι ἀπό καθετῆρες καί βελόνες, συχνά χωρίς αὐτοσυνείδηση: χωρίς φίλους, χωρίς προπάντων ἐκείνη τήν προσευχή πού ὁδηγεῖ τήν ψυχή στούς δρόμους τοῦ ἀόρατου. Χωρίς διόλου δυνατότητα, γιά τόν ἑτοιμοθάνατο, ν' ἀφήσει στούς διπλανούς του μία λέξη πού ἔρχεται ἤδη ἀπό ἀλλοῦ καί πού τούς ἑτοιμάζει καί τούς ἴδιους σ' αὐτό τό πέρασμα...

Ἔχουν τά πάντα εἰπωθεῖ γιά τή δόλια ἐξαφάνιση τοῦ θανάτου στή σύγχρονη Δύση, καί τά πράγματα εἶναι ἀκόμη χειρότερα, φαίνεται, στή Σοβιετική Ἕνωση, ὅπου τά νεκροταφεῖα εἶναι συχνά ἐγκαταλελειμμένα καί εὔκολα καταστρέφονται γιά νά δώσουν τή θέση τους σέ στάδια: τόπο στή ζωή! Στίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, μακιγιάρουν τούς νεκρούς γιά μιὰ στερνή τελετή — Keep smile ἀκόμη μία φορά —, τά νεκροταφεῖα ἁπλώνονται σέ μεγάλες πρασιές, ἀθῶες σάν λησμονιά. Σέ κάποιο καντόνι τῆς Ἐλβετίας, οἱ κάτοικοι, γιά νά ξεφύγουν τό ψυχολογικό σόκ τῆς τοποθετήσεως τοῦ νεκροῦ στό φέρετρο, μεταφέρουν τή σορό πάνω σέ φορεῖο, ὅπως ἕναν ἄρρωστο ἤ ἕναν πληγωμένο.

Οἱ ἄνθρωποι σήμερα ἀπομακρύνουν τά παιδιά ἀπ' τούς νεκρούς, μολονότι τό πρόσωπο μερικῶν νεκρῶν, εἰρηνικό καί ὄμορφο, θά μποροῦσε ν' ἀνοίξει τά παιδικά μάτια στό μυστήριο. Δέν ξενυχτοῦν πιά τούς νεκρούς οὔτε λένε στούς βαριά ἀρρώστους πώς θά πεθάνουν σέ λίγο. Γιά νά τούς τό ἀνακοινώσουν, γιά νά ξενυχτήσουν, θάπρεπε νά ἤξεραν ν' ἀναλάβουν τόν ἄλλο μέσα στήν τρυφερότητα καί τήν προσευχή, στήν Ἐκκλησία. Παρουσιάζουν τήν ἀρρώστεια, τό θάνατο σάν τυχαῖα γεγονότα, πού δέν ἔχουν καμιά σημασία καί προπάντων τή σημασία πώς αὐτά θέτουν σέ ἀμφισβήτηση τήν ἐπάρκεια τοῦ κόσμου τούτου. Τά πάντα μένουν σέ τοῦτον τόν κόσμο, καί τό μόνο πού ἐπιζητοῦν εἶναι νά ἐξαλείψουν τίς ἀρρώστειες, νά ἐπιβραδύνουν τό θάνατο. Οἱ ἄνθρωποι ζοῦν καί πεθαίνουν, καί, ἐφ' ὅσον τίποτα ἄλλο δέν ὑπάρχει ἐκτός ἀπό τοῦτον τόν κόσμο, οἱ ἐπιζῶντες δέν μποροῦν τίποτα νά σκεφθοῦν καί νά ποῦν. Ἡ βουβαμάρα τῶν νεκρῶν μᾶς προσβάλλει ὅλους. Οἱ ἄνθρωποι καταφεύγουν σέ διάφορες τεχνικές μεθόδους, ἀνάμεσα στίς ὁποῖες ἡ «θεραπευτική μανία» εἶναι παράλογος παροξυσμός. Ἀλλ' αὐτή ἡ μανία, ἄν δημιουργεῖ πρόβλημα, τοῦτο ὀφείλεται σέ οἰκονομικούς προπάντων λόγους.

Καί ἡ ἀγωνία φαρμακώνει τά πάντα, προκαλεῖ μία ἀληθινή πνευματική νεύρωση. Ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου — μέ τή σημασία πού μιλάει ἡ Ἀποκάλυψη, μ' ἕναν τρόπο ὁλότελα θετικό, «γιά τόν ἄνδρα τῶν ἐπιθυμιῶν» — ἀποταμιεύεται ἀντίστροφα σέ μιὰ νευρωτική κατανάλωση. Ἡ ψυχοσωματική ἰατρική γνωρίζει τή βουλιμία τῶν ἀγχοτικῶν. Ὁλόκληρος ὁ πολιτισμός μας ἔχει προσβληθεῖ ἀπ' αὐτή, βουλιμία γιά τροφή, γιά ἐντυπώσεις, γιά εἰκόνες, γιά ἤχους, καί μάλιστα γιά τέρψεις «πολιτιστικές». Σ' αὐτή τή βουλιμία, ἀναφαίνεται, βγαίνει στήν ἐπιφάνεια, γίνεται ἱστορική δομή τό «προπατορικό ἁμάρτημα», αὐτή ἡ ὑφαρπαγή πού ἀναδιπλώνεται στόν ἑαυτό της, ὥστε ὁ Ρωμανός ὁ Μελωδός, ὁ μεγάλος ὑμνογράφος τοῦ 6ου αἰῶνα, νά ὁρίζει τή συμπεριφορά τοῦ Ἀδάμ σάν μίαν «ἄρνηση τῆς στερήσεως». Ἐπίσης, μπορεῖ κανείς νά ξεγελᾶ τήν ὑπαρξιακή ἀγωνία μέ τήν προσμονή, λυρική ἤ βίαιη, μιᾶς τέλειας κοινωνίας...

Ἔτσι, ἀναπτύσσεται ὁ πολιτισμός τῶν ναρκομανῶν: χάπια εὐφορίας ἤ ἠρεμιστικά, τά ὁποῖα συνεχῶς αὐξάνει ἡ ἰατρική βιομηχανία, προβολή στούς ἄλλους, στούς ἐχθρούς, τούτης τῆς σκιᾶς πού μᾶς κυνηγάει καί στήν ὁποία οἱ ἀρχαϊκοί πολιτισμοί ἔβλεπαν τήν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπινου εἰδώλου ἤ τῆς ψυχῆς. Καί οἱ μεγάλοι φόβοι καί τά μεγάλα θεωρητικά μίση τῆς πολιτικῆς. Ὁ ἐρωτισμός, τά ναρκωτικά, μία κάποια χρήση τῆς μουσικῆς καί τῆς ταχύτητας, τεχνικές μέθοδοι ἐκστάσεως ξεριζωμένες ἀπ' τό ἀρχικό τους περιβάλλον: Οἱ ἄνθρωποι θάθελαν νά δώσουν στή ζωή τέτοια ἔνταση πού νά μήν ὑπῆρχε πιά σ' αὐτή οὔτε σκιά οὔτε θάνατος. Ὅμως ὁ θάνατος ἔχει πάντα τήν τελευταία λέξη. Τίποτα δέν τούς ἀφήνει τόσο μόνους, σέ μία παγερή μοναξιά, ὅσο ἕνας παροξυσμός. Ἀπομένει τό παιχνίδι μέ τήν αὐτοκτονία —τό ἀντίστροφο ἴσως μιᾶς καταφυγῆς σέ βοήθεια— ἤ, ἡ ἐπιθυμία νά δολοφονήσουν τήν κοινωνία. Γιατί ὄχι μόνον ἀπ' τήν ἐποχή τοῦ Ρουσσώ, ἀπ' τήν ἐποχή τοῦ Μάρξ κυρίως, οἱ ἄνθρωποι θεωροῦν τήν κοινωνία ὡς ὑπεύθυνη γιά κάθε κακό, ἀλλά γιατί ἀνακαλύπτουν ξαφνικά, ὅταν πέσουν οἱ μάσκες, πώς αὐτός ὁ πολιτισμός τῆς εὐτυχίας εἶναι στήν πραγματικότητα ἕνας πολιτισμός τοῦ θανάτου.

Στό τέλος τό παιγνίδι γίνεται πραγματικότητα. Πόσοι νέοι αὐτοκτονοῦν σήμερα γιατί, κατά τή γνώμη τους, δέν ὑπάρχει πουθενά νόημα; Πόσες νευρικές καταπτώσεις πού γίνονται γρήγορα χρόνιες, μένουν ἀθεράπευτες ἀπ' τή μέθοδο τοῦ Φρόϋντ καί ἑρμηνεύονται μονάχα μ' αὐτή τήν ἀπουσία τοῦ νοήματος; Ὁ πειρασμός τῆς αὐτοκτονίας ἐξαπλώνεται ὁλοένα, ἀπειλεῖ τό ἀνθρώπινο εἶδος. Μέ τόν τεχνικό χωρισμό τῆς παιδοποιίας ἀπ' τή σεξουαλικότητα, ἡ γεννητικότητα πέφτει κατακόρυφα στίς βιομηχανικές χῶρες, στήν Ἀνατολή περισσότερο ἀπ' ὅ,τι στή Δύση. Ἡ τάση αὐτή φτάνει σήμερα ὥς τήν Ἰαπωνία, τήν Κίνα, τή νοτιανατολική Ἀσία. Ἡ αὔξηση τοῦ μηδενισμοῦ καθιστᾶ ἔκτοτε δυνατή, κατά τόπους, τήν αὐτοκτονία τοῦ εἴδους.

Σήμερα ἡ σιωπή ἔσπασε. Τό θέμα τοῦ θανάτου ἐμφανίζεται ἔντονα στή φιλοσοφική, ἱστορική καί ἰατρική σκέψη. Καταγγέλλεται τό σκάνδαλο ὅτι τόσοι ἄνθρωποι πεθαίνουν μοναχικοί καί χωρίς αὐτοσυνείδηση, ὅτι τόσοι γέροι ἔχουν ἐγκαταλειφθεῖ μέσα στήν ἀγωνία πού τούς λυσσοτρώει. Ἔτσι, ἑτοιμάζεται, ἴσως, μία μεταμόρφωση τοῦ ἀθεϊσμοῦ. Φαίνεται πώς ἔρχεται ὁ καιρός μιᾶς λεπτῆς καί θλιμμένης τρυφερότητας, χωρίς ἐλπίδα, ὁπότε οἱ ἄνθρωποι, ὀρφανοί, θά σιμώνουν ὁ ἕνας δίπλα στόν ἄλλο μέ ρίγος, περιβάλλοντας τούς ἑτοιμοθάνατους μέ τρυφερή, κι ὡστόσο, ἄδεια στοργή, ἀφοῦ εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Οἱ ἄνθρωποι θά πεθαίνουν μέσα σ' ἕνα εἶδος ἔκστασης, πού θά προκαλοῦν τά ναρκωτικά, περιτριγυρισμένοι ἀπό φίλους. Αὐτή ἡ ἐπιστροφή στό μηδέν θά τελειώνει σάν μία αἱμομιξία: Πραγματικά, ἀκόμα κι ἐκεῖ στήν ἔσχατη ἀπογύμνωση, δέν θά ὑπάρχει θέση γιά τόν Πατέρα...

Πρέπει νά τό ποῦμε; Κάτι τέτοιο δέν θά σημαίνει τή θεραπεία τῆς μεγάλης νεύρωσης τῆς Δύσης. Θά σημαίνει τήν ἐποχή μεγάλων πνευματικῶν κρίσεων, πού θά σημαδεύονται ἀπό ἀπόπειρες σάν τίς προχριστιανικές, ἀλλά καί ἀπό ἀνανέωση τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς Ἀναστάσεως.

Ἤδη, οἱ γιατροί πού μελέτησαν λόγια καί συμπεριφορά προσώπων πού ξαναγύρισαν ἀπ' τά σύνορα τοῦ θανάτου, μᾶς θυμίζουν ἐκεῖνο πού ὅλοι οἱ πολιτισμοί ἤξεραν, ἐκτός ἀπ' τό δυτικό πολιτισμό τῶν δύο τελευταίων αἰώνων: Ὅτι τό πλησίασμα τοῦ θανάτου δέν προξενεῖ μονάχα μίαν ἀπότομη ἀλλαγή (εἶναι μιὰ στιγμή ποὺ δέν διαρκεῖ πολύ, τουλάχιστο στούς ἡλικιωμένους), ἀλλ' ἀκόμη τήν εἰρηνική ἀποδοχή, τό ἐνδιαφέρον, τήν περιέργεια· ὅτι ἡ ψυχή, ἀφοῦ, χωριζόμενη τοῦ σώματος, ἀκολουθήσει μία μακριά σήραγγα, παρόμοια μ' ἐκείνη πού ἀπεικόνισε ὁ Ἱερώνυμος Μπός, βγαίνει σ' ἕνα ὁλότελα διαφορετικό φῶς, ὅπου τήν περιμένουν, γιά νά τήν καλωσορίσουν καί νά τήν συντροφέψουν, ἀγαπημένες ὑπάρξεις πού πέθαναν πρίν ἀπ' αὐτήν ὅτι τότε ἡ ψυχή ξαναβλέπει καί κρίνει τό παρελθόν της μέσα σέ τοῦτο τό φῶς, ὅπου κάθε λέξη, κάθε χειρονομία ἀνακεφαλαιώνονται καί βρίσκουν ἕνα ἀπροσδόκητο νόημα. Καί μετά; Ποτέ κανείς, σ' αὐτές τίς μαρτυρίες, δέν ὑπερπήδησε τό τελευταῖο σύνορο, ἀφοῦ πρόκειται γιά ἄντρες καί γυναῖκες πού ξαναγύρισαν στή ζωή. Μήπως ἡ ψυχή πηγαίνει τότε νά διαλυθεῖ μέσα στό φῶς ἤ καταφεύγει σ' αὐτό γιά ν' ἀναγεννηθεῖ, μέσα σέ μιὰ μήτρα, ὅπως ὑποσημαίνει τό «Βιβλίο τῶν Νεκρῶν» του Θιβέτ; Ἤ μήπως πηγαίνει στό φῶς τοῦ Χριστοῦ, γιά νά καθαρθεῖ, νά εἰρηνεύσει, νά προετοιμασθεῖ καί ἴσως νά συνεργασθεῖ στήν τελική μεταμόρφωση τοῦ σύμπαντος, σ' αὐτή τήν ἀνακαίνιση τοῦ «οὐρανοῦ» καί τῆς «γῆς», τήν ὁποία ἡ ψυχή θά πραγματοποιήσει σ' ἕνα «σῶμα δόξης», ποὺ τό σπέρμα του φέρνει ἀπ' ἐδῶ κάτω;

Σ' αὐτές τίς προοπτικές, προαισθανόμαστε πώς ἡ δυτική ἀγωνία, πού ἀποβαίνει οἰκουμενική (ἕνας ἀπελπισμένος Κινέζος ἐθνοφρουρός φαίνεται τό ἴδιο μηδενιστής μ' ἕναν Δυτικό), συνιστᾶ καθαρά σήμερα τήν κόλαση, ὅπου κατεβαίνει ὁ Χριστός. Ἐκεῖ, ἀπό κεῖ καί ἀπό κανένα ἄλλο μέρος, μᾶς ἀνασταίνει ὁ Ἀναστάς. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά τό ποτήριο τῆς εὐχαριστίας, ὅπου ὑπεραφθονοῦν οἱ θεῖες ἐνέργειες «ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς». Ὁ ἅγιος εἶναι ὁ ἄλλως ζῶν, πού δρασκέλισε ἤδη τό θάνατο καί μεταλαμβάνει τήν ἀνάσταση. Στήν παλαιοχριστιανική ἐποχή, οἱ ἄνθρωποι ὀνόμαζαν ἕναν μεγάλο πνευματοφορο ὡς ἕναν ἀναστημένο. Καί ὁ λαός χαρακτήριζε τούς χριστιανούς, ὅταν ὁ διωγμός ηὔξανε τό μαρτύριο, ὡς «ἐκείνους πού δέν φοβοῦνταν τό θάνατο».

Ἔτσι, ὁ θάνατος ἄλλαξε σημασία. Δέν εἶναι πιά τεῖχος τῆς ἀγωνίας, ἀλλά, διαμέσου τῆς ἀδημονίας πού ἐξομοιώνεται μ' ἐκείνη τοῦ Χριστοῦ, ὑπόσχεται εἰρήνη. «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν», λέει ὁ Χριστός, «εἰρήνην πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν», «οὐ καθώς ὁ κόσμος δίδωσιν»: μιὰ εἰρήνη πού δέν εἶναι πιά ἐκ τοῦ κόσμου τούτου.

Τό νά ζεῖ κανείς ἐν Χριστῷ, σημαίνει νά ζεῖ πέραν τοῦ θανάτου, νά κάνει νά βλασταίνει μέσα του τό «σῶμα τῆς δόξης».

Στήν Κωνσταντινούπολη, ὅταν πάρει κανείς τήν ἀρχαία «Μέση Ὁδό», ἀφήνει πίσω του τήν Ἁγία Σοφία, τή βασιλική τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, πού ὑπῆρξε τό κέντρο ἑνός θαυμάσιου, ἀλλά κλειστοῦ, χριστιανικοῦ πολιτισμού· καί καταλήγει φτάνοντας, στά προάστεια, στή μικρή ἐκκλησία τῆς Χώρας, δηλαδή τῶν ἀγρῶν, οἱ ὁποῖοι ἄρχιζαν ἀπό κεῖ (ὅπως λέμε, στό Παρίσι, ἡ Παναγία τῶν Ἀγρῶν - Notre Dame des Champs), ἀλλά δείχνει ἐπίσης τό «σύνορο»; ἐκεῖνο τῆς πόλης, ἐκεῖνο ἑνός πολιτισμοῦ, τό σύνορο κυρίως τῆς ἀνθρώπινης μοίρας. Σ' ἕνα εὐρύχωρο πλαϊνό παρεκκλήσι, τό ὕστερο Βυζάντιο πού βάδιζε πρός τό θάνατο, ἔγραψε γιά μᾶς τό μήνυμά του: στήν τοιχογραφία τῆς ἁψίδας, ὁ Χριστός κατεβαίνει στόν Ἅδη γιά νά τόν συντρίψει· εἶναι λαμπροφορεμένος, ἀλλά δέν βρίσκεται πιά ἐπί τοῦ ὅρους τῆς Μεταμορφώσεως, εἶναι στόν ἴδιο τό βυθό τῆς ἀγωνίας καί τῆς σκοτεινῆς ἀσφυξίας. Τό ἕνα του πόδι, μέ μία ἀπίστευτη βία, θραύει τά «κλεῖθρα τοῦ κόσμου τούτου». Τό ἄλλο πόδι, σέ μία κίνηση χοροῦ, σάν σέ κολύμπι, ἀρχίζει τήν ἄνοδο, ὅπως ὁ βουτηχτής πού, ἀφοῦ ἄγγιξε τό βυθό, τόν «χτυπᾶ» γιά ν' ἀνέβει ξανά στόν ἀέρα καί τό φῶς.

Ἀλλά ὁ ἀέρας καί τό φῶς εἶναι Ἐκεῖνος: «σήμερον μετ' ἐμοῦ ἔσει ἐν τῷ παραδείσῳ», μπόρεσε νά πεῖ, τήν ὥρα τῆς σταυρώσεως, στό ληστή πού ξεψυχοῦσε δίπλα του. Ὁ ἀέρας καί τό φῶς εἶναι ἡ ἀκτινοβολία τοῦ προσώπου του πού ἀστράφτει ἀπό τό Πνεῦμα. Καί νά ἡ ἀπελευθερωτική χειρονομία: κάθε χέρι τοῦ Χριστοῦ πιάνει ἀπό τόν καρπό τοῦ χεριοῦ (καί ὄχι ἀπό τήν παλάμη, ἡ σωτηρία εἶναι προπάντων ἕνα δῶρο καί ὄχι μιὰ διαπραγμάτευση) τόν Ἄνδρα καί τή Γυναίκα, καί τούς πετᾶ ἔξω ἀπ' τά μνήματά τους. Κανένα καθρέφτισμα: κάθε πρόσωπο εἶναι ἄπειρο καί σ' αὐτή τήν τέχνη, τά σώματα δέν ρίχνουν σκιά. Καμμιά μετενσάρκωση: κάθε πρόσωπο εἶναι μοναδικό. Καμμιά σύγχυση: κάθε πρόσωπο εἶναι ἕνα μυστικό. Κανένας χωρισμός: ὅλα τά πρόσωπα εἶναι φλόγες τῆς ἴδιας Φωτιᾶς. Καί ὁ σκοπός δέν εἶναι ἡ ἀθανασία τῶν ψυχῶν· ἀθάνατες, εἶναι ἤδη καί στόν Ἅδη, σ' αὐτόν τόν ἀθάνατο θάνατο πού συνιστᾶ ἡ ἀγωνία: κάθε πρόσωπο εἶναι ἐκ τῆς γῆς, ἀλλ' αὐτή ἡ γῆ εἶναι καμωμένη ἀπ' τόν οὐρανό.

Σημεία του Τέλους:Πόλεμοι, λιμοί, λοιμοί, σεισμοί, καταστροφές, θεομηνίες...

ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ:
ΠΟΛΕΜΟΙ, ΛΙΜΟΙ, ΛΟΙΜΟΙ, ΣΕΙΣΜΟΙ, ΚΑΤΑΠΟΝΤΙΣΜΟΙ, ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ, ΠΛΥΜΜΗΡΕΣ, ΤΥΦΩΝΕΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΘΕΟΜΗΝΙΕΣ...









«Μελλήσετε δέ ἀκούειν πολέμους καί ἀκοάς πολέμων· ὁρᾶτε μή θροεῖσθε· δεῖ γάρ πάντα γενέσθαι, ἀλλ’ οὔπω ἐστί τό τέλος. ἐγερθήσεται γάρ ἔθνος ἐπί ἔθνος καί βασιλεία ἐπί βασιλείαν, καί ἔσονται λιμοί καί λοιμοί καί σεισμοί κατά τόπους· πάντα δέ ταῦτα ἀρχή ὠδίνων». (Ματθ. κδ’, 6-8)


«Ὅταν δέ ἀκούσητε πολέμους καί ἀκαταστασίας, μή πτοηθῆτε· δεῖ γάρ ταῦτα γενέσθαι πρῶτον, ἀλλ’ οὐκ εὐθέως τό τέλος. τότε ἔλεγεν αὐτοῖς· ἐγερθήσεται ἔθνος ἐπί ἔθνος καί βασιλεία ἐπί βασιλείαν, σεισμοί τε μεγάλοι κατά τόπους καί λιμοί καί λοιμοί ἔσονται, φόβητρά τε καί σημεῖα ἀπ’ οὐρανοῦ μεγάλα ἔσται».(Λουκ. κα’, 9-11)










Όταν οἱ μαθηταί τοῦ Κυρίου μας τόν ρώτησαν πότε θά ἔλθει τό Τέλος, Ἐκεῖνος μεταξύ ὅλων τῶν ἄλλων Σημείων εἶπε καί τά ἀνωτέρω. Πρίν δηλαδή ἔλθει ἡ Δευτέρα Παρουσία θά πρέπει ὁπωσδήποτε νά προηγηθοῦν ὅλα αὐτά πού ἀναφέρονται στό ΚΔ΄ τοῦ Ματθαίου καί στό ΚΑ΄ τοῦ Λουκᾶ καί μεταξύ αὐτῶν οἱ πόλεμοι, οἱ ἀκοές πολέμων, οἱ πεῖνες, οἱ ἀρρώστιες, οἱ ἐπιδημίες, οἱ σεισμοί, οἱ καταποντισμοί, οἱ πυρκαγιές, οἱ τυφῶνες, οἱ πλυμμῆρες, τά τσουνάμια, οἱ θεομηνίες καί ἄλλα τά ἄλλα δεινά.

Μά, θά πεῖ κανείς, πάντοτε γίνονταν πόλεμοι, σεισμοί, θεομηνίες, πάντοτε ὑπῆρχαν πεῖνες, ἀρρώστιες, πάντοτε ὑπῆρχαν τά σκάνδαλα, τά μίση, οἱ κακίες, οἱ διωγμοί τῶν πιστῶν καί τά ὅμοια. Πῶς λοιπόν ὅλα αὐτά εἶναι Σημεῖα τῶν Καιρῶν;


Κυττᾶξτε νά δεῖτε ἀγαπητοί μου ἀδελφοί. Πρέπει νά εἴμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί μέ τήν Ἁγία Γραφή. Δέν πρέπει νά τήν διαβάζουμε πρόχειρα, ἐπφανειακά καί ἐπιπόλαια, οὔτε καί νά βγάζουμε πρόχειρα συμπεράσματα, ἀλλά νά τήν μελετᾶμε πάντοτε μέ προσοχή καί προσευχή, γιατί πίσω ἀπό τό «γράμμα» τοῦ νόμου καί ἀπό «ἀσήμαντες» πολλές φορές λέξεις, κρύβονται πολλές φορές σπουδαῖα καί ἀσύληπτα νοήματα.
Ἔτσι λοιπόν καί ἐδῶ! Γιά νά τά ἀναφέρει ὅλα αὐτά ὁ Κύριός μας ὡς «Σημεῖα» σίγουρα εἶναι, καί μάλιστα πέραν πάσης ἀμφιβολίας, διότι ἐάν δέν ἦταν ἤ ἐάν ἦταν κάτι πού δέν θά μᾶς βοηθοῦσε, δέν θά μᾶς τό ἔλεγε· «ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δέ λόγοι μου οὐ μή παρέλθωσι» (Ματθ. κδ’, 35).


Βέβαια κανείς δέν μπορεῖ νά ἰσχυριστεῖ ὅτι δέν γίνονταν καί στό παρελθόν ὅλα αὐτά· οἱ πόλεμοι, οἱ πεῖνες, οἱ ἀρρώστιες, οἱ καταστροφές, οἱ θεομηνίες καί ὅλα τά ἄλλα δεινά.
Ὄχι, σίγουρα ἐγίνοντο, γι’ αὐτό καί τό συγκεκριμένο Σημεῖο εἶχε ἐν μέρει ἐφαρμογή καί στήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων καί ἦταν «Σημεῖο» ὅτι πλησιάζει τό τέλος, γιά τήν καταστροφή τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος. Γιατί μήν ξεχνᾶμε, ὅπως ἔχουμε πεῖ καί ἀλλοῦ, ὅτι πολλά ἀπ΄ αὐτά τά «Σημεῖα» πού ἀναφέρει ὁ Κύριός μας, εἶχαν ἀναφορά καί ἐφαρμογή στόν Ναό τοῦ Σολομῶντα.


Τό μόνο πού μένει λοιπόν, εἶναι νά μελετήσουμε μέ περισσότερη προσοχή τό συγκεκριμένο σημεῖο καί τότε θά ἀνακαλύψουμε τό σημεῖο «κλειδί» πού μᾶς ἀναφέρει ὁ Θεός μας, γιά νά μᾶς βοηθήσει νά καταλάβουμε τά λόγια Του.
Καί τό σημεῖο «κλειδί» εἶναι ἡ φράσις «πάντα δέ ταῦτα ἀρχή ὠδίνων» (Ματθ. κδ’, 8).



Ἡ σημασία τῆς φράσεως «πάντα δέ ταῦτα ἀρχή ὠδίνων»

Ἐδῶ πρέπει νά προσέξουμε δύο πράγματα. Τή λέξη «ἀρχή» καί τή λέξη «ὠδῖνες».

Μέ τή λέξη «ἀρχή» μᾶς δηλώνει καί μᾶς ξεκαθαρίζει ὅτι ὅλα αὐτά τά ὁποῖα μᾶς προλέγει θά γίνουν πρίν τό Τέλος· οἱ πόλεμοι, οἱ πεῖνες, οἱ ἀρρώστιες, οἱ σεισμοί, οἱ θεομηνίες κ.λπ., θά εἶναι μόνο ἡ «ἀρχή».
Ἡ ἀρχή τῶν πόνων, τῶν δυσκολιῶν, τῶν κακουχιῶν, τῶν δοκιμασιῶν, τῶν θλίψεων. Ὅλα αὐτά πρέπει νά γίνουν καί θά γίνουν, ἀλλά δέ θά ἔλθει ἀκόμη τό Τέλος· «δεῖ γάρ πάντα γενέσθαι, ἀλλ’ οὔπω ἐστί τό τέλος» (Ματθ. κδ’, 6).


Προσέχετε λοιπόν, γιατί ὅταν θά βλέπετε καί θά ἀκούετε ὅτι γίνονται πόλεμοι, ὅτι τό ἕνα ἔθνος πολεμᾶ καί καταστρέφει τό ἄλλο, ὅτι γίνονται σεισμοί ἐδῶ καί ἐκεῖ, καί ὅτι τόσες δεκάδες χάθηκαν ἐκεῖ, τόσες ἑκατοντάδες ἐδῶ, τόσες χιλιάδες ἄνθρωποι ἐκεῖ, ὅτι ἔγιναν μεγάλες καί πρωτοφανεῖς καταστροφές στά τάδε μέρη τοῦ κόσμου, ὅτι ξέσπασαν ἄγνωστες καί ἀνίατες ἀσθένειες σέ ζῶα καί ἀνθρώπους, ὅτι οἱ ἐπιστήμονες προβλέπουν τήν τάδε καταστροφή ἀπό θεομηνία, τήν τάδε καταστροφή ἀπό κατακλυσμό, τήν τάδε καταστροφή ἀπό χαλάζι, τήν τάδε καταστροφή ἀπό καύσωνα, πυρκαγιές, τήν τάδε καταστροφή ἀπό τυφῶνες, τσουνάμια, ἀλλά καί ἄλλα πολλά σημεῖα καί φόβητρα ἀπό τόν οὐρανό, «σεισμοί τε μεγάλοι κατά τόπους καί λιμοί καί λοιμοί ἔσονται, φόβητρά τε καί σημεῖα ἀπ’ οὐρανοῦ μεγάλα ἔσται» (Λουκ. κα’, 11), προσέχετε νά μήν πλανηθεῖτε βλέποντας ὅλα αὐτά καί νομίσετε ὅτι ἦλθε ἀμέσως τό τέλος· «δεῖ γάρ ταῦτα γενέσθαι πρῶτον, ἀλλ’ οὐκ εὐθέως τό τέλος» (Λουκ. κα’, 9).

Ὄχι, ὅλα αὐτά πρέπει νά γίνουν, ἀλλά δέν εἶναι τό τέλος, οὔτε θά ἔλθει ἀμέσως τό τέλος. Ὅλα αὐτά εἶναι μόνο ἡ «ἀρχή». Ἡ «ἀρχή» τοῦ Τέλους, ἐάν θέλετε. Στή συνέχεια θά ἔλθουν καί ἄλλα μεγαλύτερα κακά, πιό δύσκολα, πιό φοβερά, καί ἄλλες μεγαλύτερες θλίψεις, τόσο μεγαλύτερες ὅπου, οὔτε ποτέ πρίν, οὔτε ποτέ μετά θά ξαναπεράσει ἡ ἀνθρωπότητα, τόσο μεγάλη θλίψη·«ἔσται γάρ τότε θλῖψις μεγάλη, οἵα οὐ γέγονεν ἀπ’ ἀρχῆς κόσμου ἕως τοῦ νῦν οὐδ’ οὐ μή γένηται. καί εἰ μή ἐκολοβώθησαν αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι, οὐκ ἄν ἐσώθη πᾶσα σάρξ· διά δέ τούς ἐκλεκτούς κολοβωθήσονται αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι» (Ματθ. κδ’, 21-22).



Λέγει γιά τά δεινά αὐτά ὁ Ἅγιος Ἱππόλυτος:

«Καί τί λέγω ἀπό ἀνθρώπων, ὅπου καί αὐτά τά στοιχεῖα τήν οἰκείαν τάξιν ἀρνήσονται; σεισμοί κατά πᾶσαν πόλιν, λοιμοί ἐπί πᾶσαν χώραν, βρονταί ἄνεμοι καί φοβεραί ἀστραπαί οἴκους καί ἀγρούς κατακαίουσαι, καταιγίδες ἀνέμων τήν γῆν καί τήν θάλασσαν ἀμέτρως ἐκταράσσουσαι, τῆς γῆς ἀκαρπίαι, θαλάσσης ἦχος καί σάλος ἀφόρητος ἀπό ψυχῶν καί ἀπωλείας ἀνθρώπων. σημεῖα ἐν ἡλίῳ, σημεῖα ἐν σελήνῃ, ἄστρων παρατροπαί, συνοχαί ἐθνῶν, ἀέρων ἀκρασίαι, χαλάζης βολίδες ἐπί προσώπου τῆς γῆς, χειμῶνος ἀταξίαι, παγετοί διάφοροι, καύσωνες ἀπαραμύθητοι, κεραυνοί αἰφνίδιοι, ἐμπρησμοί ἀδόκητοι, (σ.σ. οἱ διάφορες ξαφνικές, μεγάλες πυρκαγιές πού γίνονται στήν Ἑλλάδα μας, ἀλλά καί σέ ὅλο τόν κόσμο, δέν εἶναι τυχαῖες λοιπόν καί μάλιστα, εἶναι καί προφητευμένες ὅπως βλέπουμε· "ἐμπρησμοί ἀδόκητοι") καί ἁπαξαπλῶς πάσης τῆς γῆς θρῆνος καί κοπετός, παραμυθίαν μή ἐχούσης» . (Ἁγίου Ἱππολύτου P.G. 10, 912 B  ἤ ΒΕΠΕΣ 6,278)

Ὄχι λοιπόν, ὅλα αὐτά δέν εἶναι τό τέλος, ἀλλά εἶναι ἡ «ἀρχή». Καί μάλιστα εἶναι ἡ «ἀρχή ὠδίνων» (Ματθ. κδ’, 8).




Ἡ σημασία τῆς λέξεως «ὠδῖνες»

Τί σημαίνει ὅμως, ἡ λέξη «ὠδῖνες»;
Ἐάν προσέξουμε καλά, θά δοῦμε ὅτι κρύβεται μεγάλο πνευματικό νόημα πίσω ἀπό τήν λέξη «ὠδῖνες».
Ὑπάρχει ἡ λέξη «ὀδύνη» πού γράφεται μέ ὄμικρον (ο) καί σημαίνει ψυχικός καί σωματικός πόνος, θλίψη· καί ὑπάρχει ἡ λέξη «ὠδῖνες» πού γράφεται μέ ὠμέγα (ω) καί σημαίνει πάλι πόνος. Ὄχι ὅμως ἕνας ὁποιοσδήποτε πόνος, ἀλλά ὁ πόνος, ἤ καλύτερα οἱ πόνοι τῆς γυναίκας πού εἶναι ἕτοιμη νά γεννήσει.

«Ὠδῖνες» λοιπόν εἶναι οἱ πόνοι τῆς γέννας, τοῦ τοκετοῦ. Καί ὅπως τήν γυναῖκα ὅταν εἶναι ἕτοιμη νά γεννήσει, τήν πιάνουν ξαφνικά οἱ πόνοι τῆς γέννας (οἱ ὠδῖνες) καί ὅσο περνάει ἡ ὥρα καί πλησιάζει νά γεννήσει, οἱ πόνοι αὐτοί, (οἱ ὠδῖνες), ὅλο καί αὐξάνουν καί μεγαλώνουν καί πυκνώνουν καί σέ συχνότητα καί σέ ἔνταση καί σέ μέγεθος, μέχρι πού φθάνουν στό ἀποκορύφωμά τους καί γεννιέται τό παιδί, ἔτσι καί ἐδῶ. Μέ τόν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο, εἶναι σάν νά μᾶς λέγει ὁ Κύριός μας, θά αὐξάνονται καί θά μεγαλώνουν καί θά πυκνώνουν καί σέ ἔνταση καί σέ συχνότητα καί σέ μέγεθος οἱ πόλεμοι, οἱ πεῖνες, οἱ ἀρρώστιες, οἱ σεισμοί, οἱ θεομηνίες, οἱ διάφορες καταστροφές, τά σκάνδαλα, οἱ διωγμοί, ἡ ψυχρότης τῆς ἀγάπης, ἡ ἀποστασία κ.λπ., κ.λπ., μέχρι ὅλες αὐτές «οἱ ὠδῖνες» νά φθάσουν στό ἀποκορύφωμά τους, στό «ζενίθ» τους καί ἡ «μάνα» γῆ νά γεννήσει τό δικό της παιδί, τό «παιδί τῆς ἀπωλείας», τόν «ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας», τό «βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως» (Ματθ. κδ’, 15).


Διότι, ὅ,τι «σπέρνει κανείς ἐκεῖνο καί θερίζει». «Ὅ γάρ ἐάν σπείρῃ ἄνθρωπος, τοῦτο καί θερίσει» (Γαλ. στ’, 7). Ἀδικίες, ἁμαρτίες, θανάτους, πολέμους, πεῖνες, ἀρρώστιες, καταστροφές σπείρατε ὅλα αὐτά τά χρόνια ἐπάνω στή γῆ πού σᾶς ἔδωσα; εἶναι σάν νά μᾶς λέγει ὁ Κύριός μας. Αὐτά καί θά θερίσετε. Ἡ «μάνα» σας, ἡ «μάνα» γῆ κοιλοπονάει, δέν ἀντέχει πιά ἄλλο, θέλει νά γεννήσει· «πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καί συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. η’, 22). Ἦλθε ἡ ὥρα νά βγάλει τόν καρπό της, τόν καρπό πού τῆς «σπείρατε» ἐσεῖς οἱ ἄνθρωποι, «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση» δική σας, γιά νά γίνει ὁ κυβερνήτης σας, ὁ καθοδηγητής σας, ὁ παγκόσμιος βασιλιάς σας, ὁ θεός σας. Πᾶρτε τον! «Ἀπολαῦστε» τον! «Χαρεῖτε» τον! Εἶναι τό ἔργο τῶν χειρῶν σας, εἶναι ὁ μισθός τῶν κόπων σας, εἶναι ὁ καρπός σας.



Τό «μυστικό» λοιπόν εἶναι, ὅτι ὅσο περνᾶνε τά χρόνια καί πλησιάζει τό Τέλος τοῦ κόσμου καί ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου μας,τόσο ὅλα αὐτά τά σημεῖα πού προανέφερε ὁ Κύριός μας (οἱ πόλεμοι, οἱ πεῖνες, οἱ ἀρρώστιες, οἱ σεισμοί, οἱ καταποντισμοί, οἱ πυρκαγιές, οἱ τυφῶνες, τά τσουνάμια, οἱ θεομηνίες κ.λπ.) θά αὐξάνονται, θά πληθαίνουν, θά μεγαλώνουν καί σέ ἔνταση καί σέ συχνότητα καί σέ μέγεθος.



Πράγματι, ἐάν ρίξουμε μιά ματιά στό Παγκόσμιο σκηνικό θά δοῦμε ὅτι τίς τελευταῖες δεκαετίες καί ἰδιαίτερα τά τελευταῖα χρόνια, ὅλα αὐτά τά σημεῖα, ὅλο καί πυκνώνουν, ὅλο καί αὐξάνουν, ὅλο καί πληθαίνουν λές καί θέλουν νά μᾶς ποῦν κάτι. Ὅτι πλησιάζει τό τέλος. Λές καί ὅλη ἡ κτίσις ὑποφέρει, συστενάζει καί κοιλοπονάει μαζί μας, μαζί μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους «πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καί συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. η’, 22). Λές καί ἀνυπομονοῦν τά στοιχεῖα τῆς φύσεως νά «αὐτοκαταστραφοῦν» γιατί δέν ἀντέχουν πιά ἄλλο αὐτή τήν ἀλλοίωση τῶν στοιχείων τους, αὐτή τή «βρωμιά» καί «ἀκαθαρσία» τῆς γῆς καί τῶν ἀνθρώπων, μαζί με τήν κατάχρηση, καί τήν καταστροφή, πού τῆς προκάλεσαν οἱ ἀσύνετοι καί ἄπληστοι ἄνθρωποι καί μέ λαχτάρα προσμένουν τήν καινούργια γῆ καί τούς καινούργιους οὐρανούς πού ὑποσχέθηκε ὁ Δημιουργός τους, ὁ Θεός τους. «Καινούς δέ οὐρανούς καί γῆν καινήν κατά τό ἐπάγγελμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν» (Β’ Πέτρου γ’, 13).



Καί αὐτό λοιπόν τό «Σημεῖο» πραγματοποιήθηκε στό μεγαλύτερό του μέρος, ἀλλά καί μέρα μέ τήν μέρα, χρόνο μέ τό χρόνο μέχρι τό Τέλος, θά ἐκπληρώνεται καί θά ἐπαληθεύεται ὁ λόγος αὐτός τοῦ Κυρίου μας:


«Μελλήσετε δέ ἀκούειν πολέμους καί ἀκοάς πολέμων· ὁρᾶτε μή θροεῖσθε· δεῖ γάρ πάντα γενέσθαι, ἀλλ’ οὔπω ἐστί τό τέλος. ἐγερθήσεται γάρ ἔθνος ἐπί ἔθνος καί βασιλεία ἐπί βασιλείαν, καί ἔσονται λιμοί καί λοιμοί καί σεισμοί κατά τόπους· πάντα δέ ταῦτα ἀρχή ὠδίνων». (Ματθ. κδ’, 6-8)
 το ειδαμε εδώ


Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας





Ἡ περικοπὴ ποὺ διαβάζεται τὴν Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325 μ.Χ.), ἀποτελεῖ μέρος τῆς λεγόμενης «Ἀρχιερατικῆς Προσευχῆς» τοῦ Ἰησοῦ, τῆς προσευχῆς δηλ. ποὺ ἀπηύθυνε ὁ Ἰησοῦς πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος του καὶ ποὺ περιέχεται ὁλόκληρη στὸ κεφ. 17 τοῦ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγελίου.

Σ’ αὐτὴ τὴν προσευχὴ κυριαρχοῦν δύο βασικὰ θέματα: (1) ἡ «δόξα» τοῦ Ἰησοῦ καὶ (2) ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.


1. Γιὰ νὰ κατανοήσει κανεὶς τὴν ἔννοια τῆς «δόξας» στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, πρέπει νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ καὶ νεοελληνικὴ ἔννοια τῆς δόξας. Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι ἡ λαμπρότητα καὶ τὸ μεγαλεῖο του Θεοῦ, ὅπως φανερώνεται στὸν κόσμο μὲ τὰ θαυμαστὰ γεγονότα ποὺ ἐπιτελεῖ, ὅπως ἡ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας καὶ ἄλλες ἐκδηλώσεις τῆς λαμπρῆς ἀκτινοβολίας του. Στὴν Καινὴ Διαθήκη ὁ Χριστὸς φέρει ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ Θεοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης κι ὅταν «σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν», τότε εἶναι ποὺ «ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ» (Ἰω. 1,14). Ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἰδίως τὰ θαύματά του ἀποκαλύπτουν τὴ δόξα του.

Ἀποκορύφωμα τῆς δόξας του εἶναι, ὅσο κι ἂν αὐτὸ φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως παράξενο, ὁ σταυρός του. Ὁ σταυρὸς ὅμως δὲν ἀντιμετωπίζεται ὡς ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴν ἀνάσταση γεγονός. Σταυρὸς καὶ Ἀνάσταση τοῦ Ἰησοῦ ἀποτελοῦν ἑνιαῖο γεγονὸς ποὺ φανερώνει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν κόσμο. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται πολλὲς φορὲς ἀπὸ ξένους θεολόγους ὡς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ λησμονοῦμε ὅτι εἶναι καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Σταυροῦ, ὄχι μόνο διότι ἡ πορεία τῆς μέσα στὸν κόσμο ὑπῆρξε σταυρική, ἀλλὰ καὶ διότι στὴ λειτουργική της ζωὴ δεσπόζει τόσο ὁ σταυρὸς ὅσο καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. «Τὸν Σταυρόν σου Χριστὲ προσκυνοῦμεν καὶ τὴν ἁγίαν σου Ἀνάστασιν ὑμνοῦμεν καὶ δοξάζομεν», ὁμολογοῦμε σὲ ὅλη τὴν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου.

2. Ὁ Μέγας Ἀρχιερέας Ἰησοῦς Χριστὸς στὴν Ἀρχιερατική του προσευχὴ (Ἰω. κεφ 17) ἔχει συγκεντρωμένο τὸ ἐνδιαφέρον του στὸ ἔργο ποὺ ἄρχισε μέσα στὸν κόσμο καὶ ποὺ θὰ συνεχίσουν οἱ μαθητές του. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ ἔργο, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ Ἐκκλησία καὶ δι’ αὐτῆς ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου, παρακαλεῖ τὸν Θεὸ Πατέρα.

Οἱ μαθητές του ποὺ εἶναι οἱ πρῶτοι ἡγέτες τῆς Ἐκκλησίας δὲν προέρχονται ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο ἀλλ’ ἀπὸ τὸν Θεὸ («Σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας»), ζοῦν ὅμως καὶ δροῦν μέσα στὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος ἔχει σὰν χαρακτηριστικά του τὴν ἁμαρτία, τὴ φθορά, τὴ διάσπαση. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ θεμελιωτὴς τῆς Ἐκκλησίας, τώρα ποὺ πλησιάζει ἡ ὥρα τῆς «δόξας» του - καὶ ἡ δόξα αὐτὴ εἶναι ὁ σταυρὸς καί, ὅπως ἤδη σημειώσαμε, συνάμα ἡ ἀνάσταση καὶ ἡ ἐπιστροφὴ στὸν Θεὸ Πατέρα - παρακαλεῖ ἰδιαίτερα: «Ἅγιε Πατέρα, διατήρησέ τους στὴν πίστη μὲ τὴ δύναμη τοῦ ὀνόματός σου πού μοῦ χάρισες γιὰ νὰ μείνουν ἑνωμένοι ὅπως ἐμεῖς» (στίχ. 11).

Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας βρίσκεται στὸ ἐπίκεντρο τῶν σκέψεων καὶ τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ, ἑνότητα κατὰ τὸ πρότυπο τῆς ἑνότητας Πατέρα καὶ Υἱοῦ, κατὰ τὸ πρότυπό της Ἁγίας Τριάδας («καθὼς ἡμεῖς»). Ἐὰν ἡ διάσπαση καὶ τὸ κομμάτιασμα τοῦ κόσμου σὲ ἀλληλομισούμενες ὁμάδες εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, δηλ. τῆς ἀπομακρύνσεως ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ ἀπόδειξη τῆς θείας καταγωγῆς καὶ προελεύσεώς της. Μόνο ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μπροεῖ νὰ «συνάξει σὲ μία ἑνότητα τὰ διασκορπισμένα παιδιὰ τοῦ Θεοῦ» (Ἰω 11,52· μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ κάνει «τοὺς δύο ἀντιμαχόμενους κόσμους ἕνα λαὸ» [«τὰ ἀμφότερα ἓν»] (Ἐφ. 2, 14)· μόνο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ ἐνοποιὸς ἀρχὴ καὶ ἡ συνεκτικὴ δύναμη τῶν ἀνθρώπων, εἶναι αὐτὸ πού, κατὰ τὸν ὑμνογράφο, «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας». Ὁ Τριαδικὸς Θεός, μὲ ἄλλα λόγια, εἶναι ὁ ἐγγυητὴς καὶ τὸ θεμέλιο τῆς «μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».

Ἐφόσον ὅμως ἡ Ἐκκλησία ζεῖ καὶ δρᾶ μέσα στὸν κόσμο, ὁ κίνδυνος τῆς διαιρέσεως ὑπάρχει πάντοτε, κίνδυνος ποὺ ὀφείλεται στὸν πειρασμὸ τοῦ συμβιβασμοῦ τῶν χριστιανῶν μὲ τὶς φθοροποιὲς δυνάμεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὅταν ὅμως ὁ κάθε χριστιανὸς ἀποβλέπει στὴ «δόξα» πρὸς τὴν ὁποία ἀπέβλεπε καὶ ὁ Χριστός, δηλ. στὴν ὁδὸ τοῦ πάθους καὶ τῆς θυσίας γιὰ τὸν ἀδελφό, ὅταν εἶναι συνδεδεμένος μὲ τὴν κεφαλὴ τοῦ σώματος, τὸν Χριστό, καὶ μὲ τοὺς πιστοὺς ποὺ εἶναι τὰ ἄλλα μέλη τοῦ σώματος, σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα ποὺ συνηθίζει νὰ χρησιμοποιεῖ γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὁ Ἀπ. Παῦλος· τότε ἡ «ζωὴ ἡ αἰώνιος», γιὰ τὴν ὁποία γίνεται λόγος στὴν Ἀρχιερατικὴ Προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο γενικότερα, ἀρχίζει ἤδη ἀπὸ τώρα καὶ ἡ χαρὰ τῶν πιστῶν ἔχει «ὅλην τὴν πληρότητά της» (Ἰω.17,13).

Ἄνθρωποι μὲ τὰ χαρακτηριστικὰ αὐτὰ ὑπῆρξαν οἱ 318 Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ποὺ τιμᾶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία τὴ μνήμη τους καὶ ποὺ μὲ τοὺς ἀγῶνες τους κατὰ τῶν αἱρετικῶν συνετέλεσαν στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί ἡ αἵρεση σημαίνει διάσπαση, ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἡ σύνδεση μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἡ τροφοδοσία ἀπὸ τὸ ζωοποιὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐξασφαλίζουν τὴν ἑνότητα.

Αρχιμ. Ιωήλ Κωνστάνταρος, Αλήθειαν ηγάπησας (Μέρος 1ο)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...