Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Αυγούστου 09, 2015

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ


Του Νικολάου Σωτηρόπουλου


Οι Χιλιασταί δεν παραδέχονται την μητέρα του Κυρίου ως Θεοτόκον και αειπάρθενον, ισχυρίζονται ότι μετά τον Χριστόν απέκτησε και άλλα τέκνα εκ σαρκικής μίξεως μετά του Ιωσήφ, και δεν αποδίδουν εις αυτήν ιδιαιτέραν τιμήν.
Ουδέποτε χρησιμοποιούν περί αυτής ονόματα δεικνύοντα τρυφεράν αγάπην, θαυμασμόν και σεβασμόν, ως π.χ. το όνομα Παναγία, αλλά πάντοτε ομιλούν περί αυτής ως ομιλεί τις περί συνήθους γυναικός. Η Μαρία και η Μαρία, λέγουν συνεχώς, ως εάν επρόκειτο περί εξαδέλφης των! Αλλ' η Γραφή ελέγχει την ασέβειάν των.

Θεοτόκος
«Καί πόθεν μοι τοῦτο ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με;» (Λουκ. α' 43).
Η Ελισάβετ, εν Πνεύματι Αγίω ομιλούσα, ονομάζει την Παρθένον μητέρα του Κυρίου της. Ποίον δε εγνώριζε και ανεγνώριζεν ως Κύριόν της η Ελισάβετ, ειμή τον Θεόν του Ισραήλ; Και πας πιστός ένα Κύριον αναγνωρίζει εν θρησκευτική έννοια, τον αληθινόν Θεόν. Η φράσις συνεπώς της Ελισάβετ «μήτηρ του Κυρίου» ισοδυναμεί προς την φράσιν «μήτηρ του Θεου» και προς το όνομα «Θεοτόκος».
«Και εἷπεν αὐτοῖς ὁ ἄγγελος· μή φοβεῖσθε· ἰδού γάρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστός Κύριος, ἐν πόλει Δαβίδ» (Λουκ. β' 11).
Κατά το κοσμοχαρμόσυνον τούτο μήνυμα του αγγέλου προς τους ποιμένας της Βηθλεέμ ο εν τη πόλει του Δαβίδ γεννηθείς Σωτήρ είνε ο Χριστός ο Κύριος· ο Μεσσίας δηλαδή, τον οποίον προεφήτευον αι Γραφαί, ο Κύριος, τον οποίον επίστευον ως Θεόν οι Ισραηλίται. Αυτός ο Κύριος, ο Γιαχβέ Θεός του Ισραήλ, έγινε Χριστός, Μεσσίας, γεννηθείς εκ της Παρθένου (Ιεζ. μδ' 2). Η Παρθένος εγέννησε «Χριστόν Κύριον», άνθρωπον και Θεόν, Θεάνθρωπον, και δια τούτο ομολογείται «κυρίως Θεοτόκος», Θεοτόκος δηλαδή εν κυριολεξία.
«Ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἔξει καί τέξεται υἱόν, καί καλέσουσι το ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός» (Ματθ. α' 23. Ἰδέ καί Ἠσ. ζ' 14).
«Παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱός καί ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχή ἐγενήθη ἐπί τοῦ ὤμου αὐτοῦ, καί καλεῖται το ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος (=ἐξάγγελος), θαυμαστός σύμβουλος, Θεός ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατήρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» (Ἠσ. θ' 6).
Συμφώνως προς τα δύο ταύτα χωρία το όνομα του υιού της Παρθένου είνε «Θεός ισχυρός» και «Εμμανουήλ», τουτέστι «μεθ' ημών ο Θεός». Το όνομα εδώ δεικνύει την φύσιν του υιού. Ο υιός είνε Θεός πλήρης ισχύος, είνε ο Θεός, ο οποίος ήλθε και είνε μεθ' ημών, είνε ολόκληρος η Θεότης, η οποία εσκήνωσε μεθ' ημών δια της θείας ενανθρωπήσεως (Ιδέ και Κολ. α' 19 και β' 9).
Και εντεύθεν λοιπόν γίνεται φανερόν, ότι η Παρθένος εγέννησε Θεόν ενανθρωπήσαντα και άρα ορθώς καλείται Θεοτόκος.
Αειπάρθενος
Κατά της αειπαρθενίας της Θεοτόκου οι Χιλιασταί χρησιμοποιούν τα εξής χωρία:
«Καί οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν ἕως οὖ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς τόν πρωτότοκον» (Ματθ. α' 25).
«Οὐχ οὖτος ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; Οὐχί ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαρία και οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ Ἰάκωβος καί Ἰωσῆς καί Σίμων καί Ἰούδας; Καί αἱ ἀδελφαί αὐτοῦ οὐχί πᾶσαι πρός ἡμᾶς εἰσι;» (Ματθ. ιγ' 55-56. Ιδέ και Μάρκ. στ' 3· Λουκ. η' 19 κ.ά.).
Εκ της φράσεως «τον πρωτότοκον» οι Χιλιασταί συμπεραίνουν, ότι μετά τον Ιησούν η Μαρία εγέννησε και άλλα τέκνα. Αλλά «πρωτότοκος» λέγεται ο πρώτος γεννώμενος, ο διανοίγων μήτραν, ασχέτως αν ακολουθούν ή όχι άλλα τέκνα (Εξόδ. ιγ' 2, 12-13· λδ' 19 έξ.).
Όταν εγεννάτο ούτος, έλεγον ότι εγεννήθη ο πρωτότοκος, χωρίς να γνωρίζουν αν θα ηκολούθει άλλο τέκνον. Επειδή δε ο πρωτότοκος ήτο προνομιούχος, η λέξις πρωτότοκος σημαίνει και «εκλεκτός» (Εξόδ. δ' 22· Ψαλμ. πη' 28 [πθ' 27]· Εβρ. ιβ' 23).
Ο Χριστός άλλωστε λέγεται πρωτότοκος όχι μόνον ως υιός της Παρθένου, αλλά και ως Υιός του Θεού (Κολ. α' 15· Έβρ. α' 6).
Εκ του ότι δε ο Υιός του Θεού λέγεται πρωτότοκος, δυνάμεθα να συμπεράνωμεν, ότι ο Θεός Πατήρ έχει και δευτερότοκον Υιόν; Όχι βεβαίως. Διότι ο Χριστός είνε Υιός «μονογενής» (Ιωάν. α' 14, 18· γ' 16, 18· Α' Ιωάν. δ' 9).
Το «πρωτότοκος» λοιπόν δεν σημαίνει κατ' ανάγκην, ότι ακολουθεί άλλο ή άλλα τέκνα.
Εκ της φράσεως επίσης «ἕως οὖ ετεκεν» οι Χιλιασταί συμπεραίνουν, ότι μετά την γέννησιν του Ιησού ο Ιωσήφ εγνώριζε σαρκικώς την Μαρίαν, είχε δηλαδή μετ' αυτής σαρκικήν μίξιν.
Αλλ' όπως το «πρωτότοκος» δεν σημαίνει κατ' ανάγκην ότι ακολουθεί δεύτερον τέκνον, ούτω και το «εως ού ετεκε» δεν σημαίνει κατ' ανάγκην ότι μετά την γέννησιν του Ιησού ο Ιωσήφ συνευρέθη μετά της Μαρίας.
Λέγων ο Ευαγγελιστής «και οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτήν ἕως οὖ ἔτεκε τόν υἱόν αὐτῆς» δεν ενδιαφέρεται να δείξη τι είνε η Μαρία, αλλά τι είνε ο Χριστός. Δεν θέλει να είπη, ότι η Μαρία ήτο παρθένος μέχρι της γεννήσεως του Ιησού και κατόπιν έπαυσε να είνε παρθένος, ως νομίζουν οι Χιλιασταί, αλλά θέλει να είπη, ότι ο Χριστός είνε καρπός τελείας αγνότητος, διότι ο Ιωσήφ δεν εγνώριζε σαρκικώς την Μαρίαν έως ότου εγέννησεν αυτόν.
Ο Ευαγγελιστής ενδιαφέρεται διά τον χρόνον μέχρι της γεννήσεως του Χριστού, το δε πέραν της γεννήσεως αφήνει απροσδιόριστον. Κατά τοιούτον τρόπον η Γραφή εκφράζεται πολλάκις. Ούτω π.χ. εν Β' Βασ. (Β' Σαμ.) στ' 23 λέγεται: «Καί τῇ Μελχόλ θυγατρί Σαούλ οὐκ ἐγένετο παιδίον ἕως τῆς ἡμέρας τοῦ ἀποθανεῖν αὐτήν». Θα ήτο αστείον να συμπεράνωμεν εκ του «ἕως», ότι η Μελχόλ εγέννησε παιδίον μετά θάνατον!
Επίσης εν Ματθ. κη' 20 ο Χριστός λέγει: «Καί ἰδού ἐγώ μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος». Θα ήτο φοβερόν λάθος να συμπεράνωμεν εκ του «ἕως», ότι μετά την συντέλειαν του κόσμου ο Χριστός θα παύση να είνε μετά των εκλεκτών του.
Και εκ του λόγου του Ευαγγελιστού λοιπόν δεν δυνάμεθα να συμπεράνωμεν ότι μετά την γέννησιν του Ιησού ο Ιωσήφ εγνώριζε την Μαρίαν σαρκικώς.
Ούτε επίσης εκ των εδαφίων, όπου γίνεται λόγος περί «αδελφών» του Ιησού, δυνάμεθα να συμπεράνωμεν, ότι η Μαρία εγέννησε και άλλα τέκνα. Διότι, εκτός του ετεροθαλούς αδελφού, αδελφός ελέγετο και ο εξάδελφος και ο ανεψιός. Η Καινή Διαθήκη ομιλεί περί αδελφών του Ιησού, αλλ' όχι περί τέκνων της Μαρίας.
Ως φαίνεται εκ των επομένων χωρίων, η Θεοτόκος εκτός του Ιησού δεν εγέννησεν άλλα τέκνα και είνε αειπάρθενος.
«Εἶπε δε Μαριάμ πρός τόν ἄγγελον πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεί ἄνδρα οὐ γινώσκω (=δεν γνωρίζω σαρκικώς);» (Λουκ. α' 34).
Αφού η Παρθένος ήτο «μεμνηστευμένη ανδρί» (στίχ. 27), αν επρόκειτο να ζήση συζυγικώς μετά του ανδρός, δεν θα έπρεπε να έχη απορίαν και να ερωτήση πώς θα απέκτα υιόν. Θα απέκτα υιόν εκ του Ιωσήφ. Αλλά τώρα απορεί και ερωτά, διότι ο Θεός άλλως είχεν ορίσει, και αυτή, ως φαίνεται, εγνώριζεν ότι ο μνήστωρ δεν θα ήτο σύζυγος της, αλλά προστάτης. Η έννοια λοιπόν της ερωτήσεως της Παρθένου είνε η εξής: «Έχω μεν άνδρα, αλλ' αφού δεν συνευρίσκομαι μετ' αυτού, δεν πρόκειται να συνευρεθώ ποτε, πώς θα γεννήσω υίόν;».
«Ἀνέβη δε καί Ἰωσήφ... εἰς πόλιν Δαβίδ, ἥτις καλεῖται Βηθλεέμ,... ἀπογράφασθαι σύν Μαριάμ τῇ μεμνηστευμένη αὐτῷ γυναικί, οὔση ἐγκύῳ» (Λουκ. β' 5).
Η περίοδος της μνηστείας έληγε κατά την ημέραν του γάμου, καθ' ην ο ανήρ παρελάμβανε την γυναίκα εις την οικίαν του. Αλλ' εν προκειμένω, καίτοι ο Ιωσήφ είχε παραλάβει την Μαρίαν εις τον οίκόν του (Ματθ. α' 20, 24), εν τούτοις αύτη εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται ως «μεμνηστευμένη».
Και μετά, δηλαδή, την παραλαβήν και συγκατοίκησιν, ο Ιωσήφ είνε μνήστωρ και η Μαρία μνηστή, όχι γαμετή ήτοι σύζυγος.
«Ἐγερθείς παράλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ καί φεῦγε εἰς Αἴγυπτον» (Ματθ. β' 13. Ίδέ και στίχ. 11, 14, 20, 21· Λουκ. β' 33, 34, 48, 51).
Δεν λέγει «το παιδίον σου και την γυναίκα σου», αλλά «το παιδίον και την μητέρα αυτού». Προ της γεννήσεως του Χριστού το Ευαγγέλιον αναφέρει τον Ιωσήφ ως «άνδρα» της Μαρίας (Ματθ. α' 16, 19), την δε Μαρίαν ως «γυναίκα» του Ιωσήφ (Ματθ. ά 20, 24· Λουκ. β' 5), αν και δεν υπήρχε συζυγική σχέσις μεταξύ των. Μετά δε την γέννησιν ουδέποτε αναφέρονται ούτως, αλλ' η Μαρία αναφέρεται πάντοτε ως «μήτηρ» του Ιησού.
Και γεννάται το ερώτημα: Αφού δεν υπήρχε σαρκική συνάφεια καθ' ον χρόνον ο Ιωσήφ αναφέρεται ως «ανήρ» της Μαρίας και η Μαρία ως «γυνή» του Ιωσήφ, πώς θα υπήρχε συνάφεια κατόπιν, ότε ουδέποτε αναφέρονται ούτως, αλλ' η Μαρία αναφέρεται πάντοτε ως «μήτηρ» του Ιησού;
«Τελευτήσαντος δέ τοῦ Ἡρώδου ἰδού ἄγγελος Κυρίου κατ' ὄναρ φαίνεται τῷ Ἰωσήφ ἐν Αἰγύπτω λέγων· ἐγερθείς παράλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ καί πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ- τεθνήκασι γάρ οἱ ζητοῦντες τήν ψυχήν τοῦ παιδίου. Ὁ δέ ἐγερθείς παρέλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ καί ἦλθεν εἰς γῆν Ἰσραήλ» (Ματθ. β' 19-21).
Τρεις μετέβησαν εις Αίγυπτον, ο Ιωσήφ μετά του παιδίου και της μητρός αυτού, τρεις και επέστρεψαν εκ της Αιγύπτου. Τέταρτος, άλλο δηλαδή τέκνον της Μαρίας, δεν φαίνεται.
«Ἰησοῦς οὖν ἰδών τήν μητέρα καί τόν μαθητήν παρεστῶτα ὅν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ· γύναι,ἴδε ὁ υἱός σου. Εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· ἰδού ἡ μήτηρ σου. καί ἀπ' ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητής αὐτήν εἰς τά ἴδια» (Ιωάν. ιθ' 26-27).
Αν η Θεοτόκος είχε και άλλα τέκνα, διατί ο Ιησούς θα ανέθετε την προστασίαν της εις τον μαθητην; (Ο Ιωσήφ, ως φαίνεται, είχεν αποθάνει). Ο λόγος του Ιησού προς την μητέρα «ἴδε ὁ υἱός σου» έχει την εξής ἔννοιαν: «Ἐνα υιόν είχες και η κακία των ανθρώπων τον εσταύρωσε. Τώρα υιός σου θα είνε ο Ιωάννης. Αυτός θα φροντίζη δια σε».
«Ἰούδας, Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος, ἀδελφός δέ Ἰακώβου» (Ἰούδ. 1).
Ο Ιούδας, ενώ υπό άλλων εμφανίζεται ως αδελφός του Ιησού (Ματθ. ιγ' 55· Μάρκ. στ' 3), ενταύθα αυτοσυνιστάται, όχι ως αδελφός του Ιησού, αλλ' ως αδελφός του Ιακώβου, του δε Ιησού ως δούλος (Πρβλ. Ιάκ. α' 1).
Οι λεγόμενοι «αδελφοί» του Ιησού φαίνεται ότι ήσαν μέλη της οικογενείας του Ιωσήφ και διέμενον εν τη οικία αυτού εν Ναζαρέτ (Ματθ. ιγ' 55-57). Αλλά δεν ήσαν τέκνα της Μαρίας και πραγματικοί αδελφοί του Ιησού.
Ήσαν τέκνα του Ιωσήφ εκ προτέρας γυναικός αυτού. Επειδή δε ο Ιωσήφ κατά νόμον ήτο «ανήρ» της Μαρίας και «γονεύς» ή «πατήρ» του Ιησού (Λουκ. β' 27, 41, 48), δια τούτο κατά νόμον τα τέκνα του Ιωσήφ ήσαν ετεροθαλείς αδελφοί του Ιησού. Εντεύθεν ονομάζονται αδελφοί αυτού όχι μόνον υπό των αγνοούντων το μυστήριον της Παρθένου, αλλά και υπ' αυτών των θεοπνεύστων συγγραφέων (Ματθ. ιβ' 46· Ίωάν. β' 12· ζ' 3, 5, 10· Πράξ. α' 14· Α' Κορ. θ' 5· Γαλ. α' 19).
«Ἐστάθην υἱός τοῦ πατρός μου, ἀγαπητός καί μονογενής ἐνώπιον τῆς μητρός μου» (Παροιμ. δ' 3 κατά το Εβραϊκόν).
Εν τω χωρίω τούτω δεν ομιλεί ο Σολομών, ο συγγραφεύς του βιβλίου των Παροιμιών. Ο Σολομών δεν ήτο «μονογενής» εις την μητέρα του. Η Βηρσαβεέ είχε και άλλα τέκνα (Α' Παρ. [Χρον.] γ' 5). Εν τω χωρίω ομιλεί ο Χριστός, η ενυπόστατος Σοφία του Θεού, όπως ομιλεί και εις άλλα μέρη του βιβλίου των Παροιμιών (ιδέ π.χ. το κεφ. η'). Αφού δε ο Χριστός λέγει, ότι ήτο μονογενής εις την μητέρα του, το χωρίον αποδεικνύει, ότι η Μαρία δεν εγέννησεν άλλα τέκνα.
«Καί ἐπέστρεψέ με κατά τήν ὁδόν τῆς πύλης τῶν ἁγίων τῆς ἐξωτέρας τῆς βλεπούσης κατά ἀνατολάς, καί αὕτη ἦν κεκλεισμένη. Καί εἶπε Κύριος πρός με· ἡ πύλη αὕτη κεκλεισμένη ἔσται, οὐκ ἀνοιχθήσεται, καί οὐδείς μή διέλθῃ δι' αῦτῆς ὅτι Κύριος ὁ Θεός Ἰσραήλ εἰσελεύσεται δι' αὐτῆς, καί ἔσται κεκλεισμένη» (Ἰεζ. μδ' 1-2).
Περιγράφων διά μακρών ο προφήτης ένα ιδανικόν ναόν, εν τω χωρίω τούτω αναφέρεται εις μίαν πύλην του ναού βλέπουσαν κατά ανατολάς. Η πύλη αύτη ήτο κεκλεισμένη. Και ο Κύριος είπεν η πύλη αύτη θα παραμείνη κεκλεισμένη, δεν θα ανοιχθή, και δεν θα διέλθη δι' αυτής κανείς, διότι ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ θα εισέλθη δι' αυτής και θα είνε κεκλεισμένη. Ποιος ο ιδανικός ναός; Και ποία η κεκλεισμένη πύλη, εκ της οποίας ουδείς διέρχεται, ειμή μόνον ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ;
Την ερμηνείαν δίδει η Εκκλησία, «ὁ στῦλος καί τό ἐδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α' Τιμ. γ' 15). Ο ιδανικός ναός είνε η Εκκλησία, και η κεκλεισμένη πύλη είνε η Παρθένος Μαρία. Ο Κύριος ο Θεός του Ισραήλ συνελήφθη εις την μήτραν της Παρθένου και εγεννήθη υπερφυώς, χωρίς να βλάψη την παρθενίαν της. Όπως ο Κύριος Ιησούς εισήρχετο εις την οικίαν των Ιεροσολύμων «των θυρών κεκλεισμένων» και εξήρχετο, ούτως εισήλθεν εις την Παρθένον και εξήλθεν. Και ύστερον ουδείς εισήλθε προς αυτήν. Η Θεοτόκος είνε παρθένος προ του τόκου, παρθένος εν τω τόκω, και παρθένος μετά τον τόκον, αειπάρθενος.
Τέλος η γνώμη περί γαμηλίου συμβιώσεως της Παρθένου μετά του Ιωσήφ δεν συμβιβάζεται προς την υψηλήν περιωπήν της «κεχαριτωμένης», «ευλογημένης εν γυναιξί» και «μητρός του Κυρίου», Θεομήτορος. Πώς η Παρθένος, αφού εγέννησε τον ίδιον τον Θεόν, θα κατεδέχετο ύστερον σαρκικήν συνάφειαν; Εάν συνέβαινε τούτο, αύτη δεν θα ήτο η ανωτέρα μεταξύ των γυναικών, αλλά θα ήτο κατωτέρα πολλών αγίων γυναικών, αι οποίαι εφύλαξαν ισοβίως παρθενίαν. Και μόνον εκ της ιδέας, την οποίαν έχουν δια την μητέρα του Κυρίου, οι Χιλιασταί αποδεικνύουν την κατωτερότητα της σκέψεως και των αισθημάτων των. Η πνευματικότης των διαφέρει της ορθοδόξου πνευματικότητος τεραστίως, και είνε μάλλον σαρκικότης παρά πνευματικότης.
Παναγία
Δια να εκφράζουν τα τρυφερά αισθήματα και τον ιδιαίτερον σεβασμόν των προς την μητέρα του Χριστού οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί ονομάζουν αυτήν Παναγίαν. Είνε το γλυκύτερον όνομα εις τα χείλη των πιστών μετά το όνομα του Χριστού.
Οι Χιλιασταί καταφέρονται κατά του ονόματος τούτου, όπως και κατ' άλλων ονομάτων, λέγοντες: «ὁ Θεός εἶνε ἅγιος· καί ἡ Μαρία εἶνε Παναγία;».
Παρεξηγούν και εν τω σημείω τούτω οι Χιλιασταί τους ευσεβείς. Διότι την Παρθένον οι ευσεβείς ονομάζουν Παναγίαν όχι εν συγκρίσει προς τον Θεόν, αλλ' εν συγκρίσει προς τούς ανθρώπους.
Κατά παρόμοιον τρόπον εκφράζεται και η Γραφή. Ούτω π.χ. ο προφήτης Δανιήλ χρησιμοποιεί δια τον Ναβουχοδονόσορα τον τίτλον «βασιλεύς βασιλέων» (Δαν. β' 37), τουτέστιν υπέρτατος βασιλεύς. Επίσης ο ευαγγελιστής Λουκάς προσφωνεί τον άρχοντα Θεόφιλον ως «κράτιστον» (Λουκ. α' 3), όπερ είνε υπερθετικός βαθμός του επιθέτου «αγαθός» (αγαθός, κρείττων, κράτιστος).
Και όπως οι Χιλιασταί δια το «Παναγία», ούτω και ημείς δια το «κράτιστος» θα ηδυνάμεθα να είπωμεν: «Ο Θεός αγαθός, και ο Θεόφιλος κράτιστος;»! Αλλ' η σύγκρισις, ως ήδη είπομεν, δεν είνε προς Θεόν, αλλά προς ανθρώπους.
Πράγματι δε η Θεοτόκος είνε η ανωτέρα των αγίων, αγία αγίων (κατά το «βασιλεύς βασιλέων»), υπεραγία ή παναγία. Τούτο δεικνύουν οι Γραφικοί χαρακτηρισμοί «κεχαριτωμένη» (Λουκ. α' 28), πλήρης δηλαδή χαρίτων, και «ευλογημένη εν γυναιξί» (Λουκ. α' 28, 42), ευλογημένη δηλαδή υπέρ πάσας τας γυναίκας, αφού εξ όλων των γυναικών αυτή ηξιώθη να γεννήσει τον ίδιον τον Κύριον και να μείνει παρθένος και αειπάρθενος.
Αειμακάριστος
Η Εκκλησία τιμά τους αγίους, εξαιρέτως δε την υπεραγίαν Θεοτόκον. Δεν προσφέρει εις αυτήν λατρείαν, διότι η λατρεία ανήκει μόνον εις τον Θεόν. Προσφέρει εις αυτήν σχετικήν τιμήν. Τιμά αυτήν ως αγιωτέραν των αγίων και μητέρα του Θεού. Εν τούτοις οι Χιλιασταί κατακρίνουν την τιμήν προς την Παρθένον Μαρίαν. Αλλ' η τιμή της Θεοτόκου στηρίζεται εις χωρία της Γραφής, τα οποία αναφέρονται ειδικώς εις το πρόσωπον της.
«Καί εἰσελθών ὁ ἄγγελος πρός αὐτήν εἶπε· χαῖρε, κεχαριτωμένη· ὁ Κύριος μετά σοῦ· εὐλογημένη συ ἐν γυναιξί» (Λουκ. α' 28).
Δια των λόγων τούτων αυτός ο ουρανός έπλεξε το εγκώμιον της Θεοτόκου. Η δε Εκκλησία τι άλλο πράττει, ειμή να μιμήται τον αρχάγγελον και ν' αναπτύσση το εγκώμιον αυτού προς την Παρθένον;
«Καί ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου ἡ Ἐλισάβετ καί ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ καί εἶπεν· εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί καί εὐλογημένος ὁ καρπός τῆς κοιλίας σου. Καί πόθεν μοι τοῦτο ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρός με; Ἰδού γάρ ὡς ἐγένετο ἡ φωνή τοῦ ἀσπασμοῦ σου εἰς τά ὦτά μου, ἐσκίρτησε τό βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τῇ κοιλία μου. Και μακαρία η πιστεύσασα ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρά Κυρίου» (Λουκ. α' 41-45).
Διά των λόγων τούτων η γηραιά Ελισάβετ εξυμνεί μεγαλοφώνως έν Πνεύματι Αγίω την νεαράν κόρην, εκφράζουσα κατάπληξιν και θαυμασμόν δι' αυτήν. Η δέ Εκκλησία τι άλλο πράττει, ει μή να μιμήται το παράδειγμα της Ελισάβετ;
«Ἰδού γάρ ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί» (Λουκ. α' 48).
Δεν ήτο εις τον χαρακτήρα της ταπεινής κόρης της Ναζαρέτ να περιαυτολογή. Εν τούτοις εδώ λέγει ένα πολύ μεγάλον λόγον διά τον εαυτόν της, ότι όλαι αι γενεαί θα την μακαρίζουν. Τον λόγον η σεμνή Παρθένος δεν είπεν αφ' εαυτής· το Πνεύμα το Άγιον ενέπνευσεν αυτήν και εκίνησε την γλώσσαν αυτής διά να ειπή τον μεγάλον τούτον λόγον. Ο λόγος είνε προφητεία.
Η Παρθένος προεφήτευσεν, ότι όλαι αι γενεαί των ευσεβών ανθρώπων, όλοι οι αιώνες, θα τιμούν το πρόσωπόν της, διότι ο Θεός εποίησε μεγαλεία εις αυτήν και ανύψωσεν αυτήν εκ της ταπεινώσεως και αφανείας της. Η τιμή, την οποίαν αποδίδουν αι γενεαί των Ορθοδόξων διά μέσου των αιώνων εις την Θεοτόκον, αποτελεί εκπλήρωσιν της προφητείας της Παρθένου. Οι δε Χιλιασταί, και μόνον διότι δεν αποδίδουν εξαιρετικήν τιμήν εις την μητέρα του Κυρίου, αποδεικνύονται εκτός αληθείας και ευσέβειας ευρισκόμενοι.
«Ἐγένετο δέ ἐν τῷ λέγειν αὐτόν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνή φωνήν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ· μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καί μαστοί οὕς ἐθήλασας» (Λουκ. ια' 27).
Ενω ο Χριστός εδίδασκε, μία γυναικεία φωνή υψώθη εκ του όχλου και εμακάρισε την μητέρα, η οποία εβάστασεν εις την κοιλίαν της και εθήλασε τον Χριστόν. Ο μακαρισμός αυτός είνε μία εκπλήρωσις της εν Λουκ. α' 48 προφητείας της Παρθένου.
Ο δε ισχυρισμός των Χιλιαστών, ότι ο Χριστός κατέκρινε τον μακαρισμόν της μητρός του, διότι εν συνεχεία είπε, «μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. ια' 28), είνε άτοπος, όπως θα ήτο άτοπον, αν επί τη βάσει του εν Λουκ. η' 21 λόγου του Χριστού ισχυρίζετο κανείς, ότι ο Χριστός ηρνήθη την μητέρα του.
Ιδέ και τον Ψαλμόν μδ' (με'), όπου εκτός του βασιλέως - Χριστού εγκωμιάζεται και «η βασίλισσα» και «θυγάτηρ του βασιλέως», η οποία είνε η Παναγία ή η Εκκλησία, της οποίας όμως το εκλεκτότερον μέλος είνε η Παναγία. Ιδέ ομοίως το Άσμα Ασμάτων και το Αποκ. ιβ' 1.


Ὁ Ἐγωισμός

Μᾶς λέγουν οἱ πατέρες τῆς ἐκκλησίας ὅτι ρίζα κάθε ἁμαρτίας εἶναι o ἐγωϊσμός. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος o Διάλογος τήν ὀνομάζει βασίλισσα ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν.

Ὅσο πιό πολύ ὑπερηφανευόμαστε, ὅσο πιό πολύ κυνηγᾶμε τή δόξα καί τόν ἔπαινο καί τήν τιμή, τόσο πιό τιποτένιοι εἴμαστε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος «ἀντιτάσσεται στούς ὑπερήφανους, ἐνῶ στούς ταπεινούς δίνει τή χάρη του» (Παροιμ. 3,34).

Ὁ ἐγωϊσμός εἶναι τό ἐμπόδιο ὅλων τῶν ἀγαθῶν καί ἡ αἰτία ὅλων τῶν παραπτωμάτων. Γιά τή θεραπεία τοῦ ἐγωϊσμοῦ παραχωρεῖ ὁ Θεός καί πέφτομε σέ ἄλλες μεγάλες ἁμαρτίες, πράγμα ποὺ δέν θά ἐπέτρεπε ὁ πάνσοφος Γιατρός τῶν ψυχῶν μας, ἄν αὐτός δέν ἦταν ἡ χειρότερη ἀπ’ ὅλες. Ἔτσι, ὅταν ὁ βασιλιάς Δαβίδ καυχήθηκε – ὅπως δείχνουν τά λόγια του, «ἐγώ, βυθισμένος στά πλούσια ὑλικά ἀγαθά, εἶπα: «Δέν θά μετακινηθῶ ποτέ ἀπό τούτη τήν εὐτυχία»» (Ψαλμ. 29,7) – ὁ Κύριος, γιά νά τόν θεραπεύσει, τόν ἄφησε κι’ ἔπεσε σέ μοιχεία καί φόνο. Ὅπως καί ὁ ἅγιος Πέτρος ὑπερηφανεύτηκε ὅταν ὁ Χριστός εἶπε στούς ἀποστόλους ὅτι ὅλοι θά χάσουν τήν ἐμπιστοσύνη τους σ’ Αὐτόν καί θά διασκορπιστοῦν, κι’ ἐκεῖνος μέ αὐτοπεποίθηση βεβαίωσε: «Κι’ ἄν ὅλοι χάσουν τήν ἐμπιστοσύνη τους σ’ Ἐσένα, ἐγώ ὅμως ὄχι» (Μάρκ. 14,29). Γιά τήν ἔπαρσή του ἐκείνη, ὁ Κύριος παρεχώρησε νά Τόν ἀρνηθεῖ τρεῖς φορές, κι’ ἔτσι νά ταπεινωθεῖ, νά κλάψει καί νά μετανοήσει (Μάρκ. 14,66-72).

Ἀλλά καί τόσοι μεγάλοι ἀσκητές τῆς ἐρήμου, ποὺ ἔδιωχναν ἀπό τούς ἀνθρώπους τά δαιμόνια, ποὺ ἔκαναν σημεῖα καί τέρατα, ἔπεσαν μέ θεία παραχώρηση σέ βαριά παραπτώματα, ἀκόμα καί σέ φόνους καί σέ πορνεῖες, ὅπως διαβάζουμε στό Γεροντικό, στό Λαυσαϊκό, στά Συναξάρια καί σέ ἄλλα πατερικά βιβλία. Ἀκόμη καί συκοφαντίες καί δυστυχίες καί βάσανα πολλά βρίσκουν συχνά τόν ἄνθρωπο, ἀκόμα καί σωματικές ἀρρώστιες, γιά νά τόν λυτρώσουν ἀπό τήν ἔπαρση. Εἶναι σαφής ἡ μαρτυρία τοῦ ἀποστ. Παύλου: «Ὁ Θεός μοῦ ἔδωσε ἕνα ἀγκάθι στό σῶμα μου, ἕναν ὑπηρέτη τοῦ σατανᾶ νά μέ ταλαιπωρεῖ, ὥστε νά μήν ὑπερηφανεύομαι» (Β’ Κορ. 12,7).

Τό γεγονός, λοιπόν, ὅτι o Θεός ἐπιτρέπει νά βροῦν τόν ἄνθρωπο τέτοιες συμφορές γιά νά τσακιστεῖ ἡ σκληροτράχηλη ὑπερηφάνειά του, φανερώνει πὼς αὐτή εἶναι τό μεγαλύτερο, τό χειρότερο πάθος. Καί δέν εἶναι μόνο τό χειρότερο, μά καί τό πιό γερά ριζωμένο μέσα μας. Γι’ αὐτό, ὅταν μέ ἀγώνα σκληρό καί μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ οἱ ἀρετές νικήσουν τίς κακίες καί διώξουν ἀπό τήν ψυχή ὅλα τά ἐλαττώματα, μόνο ἡ ὑπερηφάνεια μένει ἀνυπότακτη καί ἐπιμένει νά πολεμάει τόν ἄνθρωπο ὡς τό θάνατό του. Αὐτό ἔπαθε ὁ φαρισαῖος ἐκεῖνος τῆς παραβολῆς, ποὺ κατόρθωσε πολλές ἀρετές, καί ἔχοντας ὑπερήφανη πεποίθηση στήν εὐσέβειά του, κατακρίθηκε ὁ ταλαίπωρος (Λουκ. 18,9-19).

Ἀλλά γιατί, ἀλήθεια ὑπερηφανευόμαστε καί καμαρώνομε καί ἐξουθενώνομε τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ποὺ νομίζομε πὼς εἶναι τάχα κατώτεροί μας; Γιά τή σοφία μας; Γιά τήν ἀρετή μας; Γιά τά πλούτη μας; Γιά τήν ὀμορφιά μας; Ὅλ’ αὐτά ὅμως, καί ὅσα ἄλλα ἔχομε, δέν εἶναι παρά εὐεργετήματα καί δῶρα τοῦ Θεοῦ, γιά τά ὁποῖα θά δώσομε λόγο τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ὅσο πιό χαρισματοῦχοι εἴμαστε, τόσο πιό αὐστηρά θά κριθοῦμε. Ἔτσι, ἄν στή ζωή αὐτή ἀξιωθήκαμε νά ἔχομε περισσότερα ἀγαθά ἀπό τούς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀγαθά ὑλικά ἤ πνευματικά, ὀφείλουμε νά ταπεινωνόμαστε πιό πολύ καί νά εὐγνωμονοῦμε τό Θεό ποὺ μᾶς εὐεργέτησε.

Μόνο οἱ ἁμαρτίες καί οἱ πτώσεις εἶναι δικές μας. Ἄν θέλομε γι’ αὐτές νά καυχιώμαστε, δείχνομε τήν ἀφροσύνη καί τήν ἀγνωσία μας. Ἄν εἴμαστε ὅμως λογικοί ἄνθρωποι, θά βλέπομε τήν ἀναξιότητα καί τήν ἀθλιότητά μας, καί θά συντριβόμεθα ταπεινωμένοι.

Ἄς μήν ξεχνᾶμε ἐπίσης, πὼς ὁ ἐγωϊστής ὄχι μόνο στήν ἄλλη ζωή κολάζεται, μά καί στήν παροῦσα μισεῖται ἀπό τούς ἀνθρώπους. Γιατί δέν ὑπάρχει πιό ἀντιπαθητικός ἄνθρωπος ἀπ’ αὐτόν. Ἀλλά καί ὁ ἴδιος εἶναι συνεχῶς ἀνήσυχος. Πασχίζει νά προβληθεῖ καί νά συγκεντρώνει ἐπάνω του τήν προσοχή καί τό ἐνδιαφέρον τοῦ κόσμου. Ἄν δέν τόν τιμήσουν, ταράζεται καί θλίβεται. Βρίσκεται συχνά σέ φιλονικίες καί διαμάχες μέ τούς ὁμοίους του, ποὺ ζηλεύουν ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Ζητάει ὅλο καί μεγαλύτερη δόξα. Ἀντίθετα τόν ταπεινό ὅλοι τόν ἀγαποῦν, ἀκόμα κι’ ἄν ἔχει ἄλλα ἐλαττώματα. Αὐτός νικάει τόν κακό μέ τήν ὑπομονή, τόν ὀργίλο μέ τήν πραότητα, τόν ἐγωϊστή μέ τήν ταπείνωση.

Ὁ Θεός ὑψώνει ἐκείνους ποὺ ταπεινώνονται, ὄχι ἐκείνους ποὺ ποθοῦν τά μεγαλεῖα. Ὕψωσε τόν Ἰακώβ πάνω ἀπό τόν Ἠσαῦ (Γεν. 27-28), τόν Ἰωσήφ πάνω ἀπό τούς ἀδελφούς του (Γεν. 37-41), τόν τελώνη πάνω ἀπό τόν Φαρισαῖο (Λουκ. 18,14), τόν φτωχό Λάζαρο πάνω ἀπό τόν πλούσιο (Λουκ. 16,19-31). Κατεξοχήν ὅμως ὕψωσε ὁ Θεός Πατέρας τόν Μονογενῆ Υἱό καί Λόγο Του, τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ ταπεινώθηκε ἑκούσια πιό πολύ ἀπό κάθε ἄνθρωπο. Θεός ἀθάνατος καί παντοδύναμος καί ἀνενδεής Ἐκεῖνος, καταδέχθηκε νά ἐναθρωπήσει μέ ἄκρα ταπείνωση, νά γεννηθεῖ σέ σπήλαιο, νά σπαργανωθεῖ σέ φάτνη ἀλόγων ζώων, νά ζήσει μέσα στή φτώχεια καί τήν ἀφάνεια, νά καταφρονηθεῖ, νά νίψει τά πόδια τῶν μαθητῶν Του, νά χλευαστεῖ, νά μαστιγωθεῖ, καί τελικά νά ὑποστεῖ, ὄντας ὁλότελα ἀθῶος, τόν μαρτυρικό σταυρικό θάνατο, καί ὅλ’ αὐτά γιά μᾶς τούς ἐνόχους καί ἁμαρτωλούς, γιά τή σωτηρία καί τή λύτρωσή μας.

Ἄς μιμηθοῦμε τόν Κύριό μας, νά μισήσουμε τόν ἐγωϊσμό καί νά ποθήσουμε τήν ταπείνωση. Νά ἐπιδιώκομε τή συναναστροφή μέ ἀνθρώπους ἄσημους καί ταπεινούς, καί νά μή μεγαλοπιανόμαστε. Πάντοτε νά ζητᾶμε τήν τελευταία θέση. Στήν ἐνδυμασία, στή διατροφή, σ’ ὅλες τίς ἀνάγκες τοῦ σώματος, νά ἀποφεύγομε τά περιττά καί ἐξεζητημένα. Μόνο τά ἀπαραίτητα νά ἔχομε. Καί γενικά, ὅσο μποροῦμε, νά μιμούμεθα πάντοτε τόν Κύριο, τήν Παναγία καί τούς ἁγίους, ποὺ πολιτεύθηκαν μέ βαθειά ταπείνωση. Γιατί, ὅπως τά καρπερά δένδρα, ὅσο περισσότερο εἶναι φοφτωμένα μέ καρπούς, τόσο χαμηλότερα κλίνουν πρός τή γῆ τά κλωνάρια τους, ἔτσι καί οἱ πιστοί δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, ὅσο ἀποκτοῦν τίς εὐεργεσίες καί δωρεές Του, τόσο ταπεινώνονται, γνωρίζοντας πὼς αὐτό εἶναι τό χρέος τους, ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶπε: «Ὅταν κάνετε ὅλα ὅσα σᾶς προστάξει ὁ Θεός, νά λέτε: «Εἴμαστε ἀνάξιοι δοῦλοι, κάναμε αὐτό ποὺ ὀφείλαμε νά κάνουμε».» (Λουκ. 17,10).

Ἄν ἡ θεία μεγαλοσύνη ταπεινώθηκε τόσο, «μέχρι θανάτου» (Φιλ. 2,8) πῶς τολμάει νά ὑψηλοφρονεῖ ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία; Ὁ Ἄβελ μᾶς δίδαξε τήν ἀθωότητα, ὁ Ἐνώχ τήν καθαρότητα, ὁ Νῶε τήν μεγαλοψυχία καί τήν ἐλπίδα, ὁ Ἀβραάμ τήν ὑπακοή καί τή φιλοξενία, ὁ Ἰακώβ τή μακροθυμία, ὁ Ἰωσήφ τήν ἁγνεία, ὁ Μωϋσῆς τήν πραότητα, ὁ Ἰώβ τήν ὑπομονή, ὁ Δαβίδ τήν ἀγάπη στούς ἐχθρούς, ὁ Ἠλίας τόν ἔνθεον ζῆλον καί ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τήν ταπείνωση «Διδαχθεῖτε ἀπό τό δικό μου παράδειγμα, γιατί εἶμαι πράος καί ταπεινός στήν καρδιά, καί οἱ ψυχές σας θά βροῦν ἀνάπαυση» (Ματθ. 11,29). Ὅλες τίς ἀρετές μᾶς τίς διδάσκει o Κύριος, σ’ αὐτήν ὅμως μᾶς παρακινεῖ περισσότερο, γιατί εἶναι τό δοχεῖο, τό θησαυροφυλάκιο τῶν ἄλλων ἀρετῶν.
πηγή

Άγιος Απόστολος Ματθίας

Σήμερα η Εκκλησία εορτάζει και τιμά την ιερή μνήμη του αγίου Αποστόλου Ματθία. Ο Ματθίας ήταν πρώτα ένας από τους εβδομήντα Αποστόλους. Μετά την Ανάληψη του Ιησού Χριστού, οι ένδεκα Απόστολοι, με πρόταση του Αποστόλου Πέτρου, στη θέση του Ιούδα του Ισκαριώτη, για να συμπληρωθεί ο αριθμός των Δώ­δεκα, εξέλεξαν τον Ματθία. Για τον απόστολο Ματθία σώζεται στην ’Εκκλησία η παράδοση ότι κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Αιθιοπία, όπου είχε και μαρτυρικό θά­νατο. Θα περιοριστούμε στην εκλογή του αποστόλου Ματθία, όπως μας την ιστορεί και την περιγράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου των Πράξεων των Αποστόλων.
Πηγή:http://enorion.blogspot.gr/
Πηγή:http://enorion.blogspot.gr/
«Μια από εκείνες τις ημέρες», λέγει το ιερό κείμε­νο, μετά δηλαδή την Ανάληψη του Ιησού Χριστού, «κι ενώ ήσαν συναγμένοι ως εκατόν είκοσι από τους μαθη­τές, σηκώθηκε ο απόστολος Πέτρος και είπε· Αδελφοί μου, δεν μπορούσε παρά να πραγματοποιηθούν τα λόγια της Γραφής. Από τα παλιά το είπε το Άγιο Πνεύμα, με το στόμα του προφήτη Δαβίδ, για τον Ιούδα, που έγινε οδηγός εκείνων που συνέλαβαν τον Ιησού Χριστό». Πρέπει να προσέξουμε ότι, αρχίζοντας να ομιλεί, αμέσως – αμέσως ο Απόστολος πηγαίνει στη θεία Γραφή, για να στηρίξει αυτά που θέλει να πει. Αυτό σημαίνει ότι πηγή του θείου λόγου είναι πάντα όσα ο Θεός αποκάλυψε στις Γραφές και ότι όσα κήρυξαν οι Προφήτες πρα­γματοποιούνται στην Καινή Διαθήκη.
Για να πει τα λόγια του Προφήτη, ο Απόστολος λέ­γει πρώτα με συντομία την ιστορία και το οικτρό τέλος του Ιούδα. «Ο Ιούδας, λέγει, ήταν ένας από μας κι είχε αξιωθεί κι αυτός να λάβει το ίδιο με το δικό μας αξίωμα. Ο άνθρωπος λοιπόν αυτός, με τα χρήματα που πήρε ως αμοιβή για το έγκλημά του, αγόρασε ένα χωράφι, έπεσε όμως μπρούμυτα στη γη, σκίστηκε η κοιλιά του και χύθη­καν τα σπλάχνα του. Αυτό μαθεύτηκε σε όλους που κα­τοικούν στην Ιερουσαλήμ, και γι’ αυτό εκείνο το χωράφι ονομάσθηκε στη δική μας γλώσσα ακελδαμά, που θα πει χωράφι αίματος». Ο ευαγγελιστής Ματθαίος για τον Ιούδα λέγει ότι «απελθών απήγξατο», δηλαδή πήγε και κρεμάσθηκε. Κι η παράδοση συμπληρώνει ότι έσπασε το κλαδί κι όπως έπεσε ο κρεμασμένος, σχίστηκε η κοιλιά του.
Έρχεται τώρα ο Απόστολος στην προφητεία για τον Ιούδα, που είναι λόγια από τους Ψαλμούς 68 και 108. «Το σπίτι του να ρημάξει κι άνθρωπος να μην κατοικήσει σ’ αυτό και την αποστολή του να την πάρει άλλος». Το τελευταίο τώρα ενδιαφέρει τον Απόστολο, γι’ αυτό και συμπεραίνει· «Πρέπει λοιπόν από τους άνδρες που ήσαν μαζί μας όλο τον καιρό που ο Κύριος Ιησούς συναναστράφηκε μ’ εμάς, από την ημέρα που βαπτίσθηκε από τον Ιωάννη ως την ημέρα που αναλήφθηκε από ανάμεσά μας, να γίνει μάρτυρας μαζί μ’ εμάς της αναστάσεως του Ιησού Χριστού». Το ζήτημα είναι όχι μόνο να συμπληρωθεί ο αριθμός των Δώδεκα, αλλά και ότι ο αναπληρωτής του Ιούδα θα γίνει στον κόσμο, μαζί με τους άλλους, μάρτυρας ότι ο Ιησούς Χριστός αναστήθηκε.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας των Πράξεων των Αποστόλων, δηλαδή ο ευαγγελιστής Λουκάς, μας λέγει πως έγινε η εκλογή του Ματθία· «Πρότειναν δύο, τον Ιωσήφ που τον έλεγαν Βαρσαββά κι ύστερα πήρε το όνομα Ιούστος, και τον Ματθία. Ύστερα προσευχήθη­καν και είπαν. Εσύ, Κύριε, που ξέρεις τις καρδιές όλων, δείξε μας ποιόν απ’ αυτούς τους δύο διάλεξες, για να αναλάβει τη θέση στο λειτούργημα αυτό και την αποστολή, που εγκατέλειψε ο Ιούδας και πήγε εκεί που του άξιζε. Ύστερα έρριξαν κλήρο γι’ αυτούς κι ο κλή­ρος έπεσε στο Ματθία. Έτσι ο Ματθίας προστέθηκε στους ένδεκα Αποστόλους». Θα πρέπει να σημειώσου­με εδώ ότι ο κλήρος στην περίπτωση της εκλογής του Ματθία δεν έχει τη σημασία του λαχνού στα τυχερά παιχνίδια. Οι Απόστολοι δεν περιμένουν από την τύχη, αλλά προσεύχονται στο Θεό.
Στην εκλογή του αποστόλου Ματθία πρέπει να προσέξουμε σ’ εκείνο που γίνεται και στην εκλογή των επτά Διακόνων, καθώς διαβάζομε στο έκτο κεφάλαιο πάλι των Πράξεων των Αποστόλων. Οι Απόστολοι προτείνουν και οι πιστοί εκλέγουν. Ο Ιησούς Χριστός, όταν στο Ευαγγέλιο διδάσκει την παραβολή του καλού ποιμένα, λέγει ότι ο ποιμένας «έμπροσθεν πορεύεται και τα πρόβατα αυτώ ακολουθεί». Πρόκειται εδώ για ένα περιλάλητο ζήτημα, που στον καιρό μας πολύ συζητείται· πρόκειται για τη θέση των λαϊκών στη διοίκηση της Εκκλησίας. Δεν είναι χωρίς σημασία το «προσευξάμενοι», που λέγει το ιερό κείμενο. Όσοι λοιπόν πι­στεύουν και προσεύχονται μαζί με την Εκκλησία, αυτοί έχουν θέση στη διοίκηση των εκκλησιαστικών πραγμά­των. Αμήν.
(Διονυσίου Λ. Ψαριανού, Μητροπ.  Κοζάνης(+), Εικόνες Έμψυχοι, εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 427-429

Κυριακή Ι΄ Ματθαίου - Η θεραπεία του σεληνιαζομένου

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ: Α΄ Κόρ. ∆΄ 9-16
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ: Ματθ΄ ιζ΄ 14 - 23
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΙΑΖΟΜΕΝΟΥ
1. ΓΕΝΕΑ ΑΠΙΣΤΟΣ
   Μόλις κατέβηκε ὁ Κύριος ἀπὸ τὸ ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως, ἀντίκρυσε μέσα στὸν ὄχλο ἕνα δυστυχισμένο πατέρα, ποὺ ἔπεσε γονατιστὸς στὰ πόδια του καὶ Τοῦ εἶπε:
   –Κύριε, λυπήσου τὸ παιδί μου, διότι σεληνιάζεται καὶ ὑποφέρει φοβερά. Κινδυνεύει! Πολλὲς φορὲς πέφτει στὴ φωτιὰ ἢ στὸ νερό. Τὸν ἔφερα στοὺς μαθητάς σου, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν θεραπεύσουν. 

   Καὶ ὁ Κύριος μὲ παράπονο λέγει: Ὦ γενεὰ ἄπιστη, ποὺ τόσα θαύματα εἶδες καὶ ἀπὸ τὴν κακία σου εἶσαι διεστραμμένη! Ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; Ἕως πότε θὰ σᾶς ἀνέχωμαι; 
   Σὲ ποιὸν ὅμως ἀναφέρεται ἡ ἐπιτίμησι αὐτὴ τοῦ Κυρίου; Στὸν πατέρα τοῦ δαιμονισμένου; στοὺς μαθητάς; ἢ στὰ πλήθη, τὸν ὄχλο; Βέβαια τὴν ἀφορμὴ γιὰ νὰ πῇ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ Κύριος τὴν ἔδωσε ὁ πατέρας τοῦ δαιμονισμένου. Ἀγωνιοῦσε γιὰ τὸ παιδί του, καὶ βλέποντας τοὺς μαθητὰς νὰ μὴ μποροῦν νὰ τὸ θεραπεύσουν, ἀμφέβαλλε γιὰ τὴ δυνατότητα τοῦ θαύματος. Ὅμως ὁ Κύριος κατόπιν, κατ’ ἰδίαν ἐλέγχει γιὰ ἀπιστία καὶ τοὺς μαθητές του. Ἐδῶ ὅμως προκύπτει κάποιο ἐπιπλέον ζήτημα: Ἐὰν ἡ ἀπιστία τοῦ πατέρα ἦταν ἡ αἰτία τῆς ἀδυναμίας τῶν μαθητῶν νὰ ἐκβάλουν τὸ δαιμόνιο, τότε γιατί ὁ Κύριος ἐπικρίνει καὶ τοὺς μαθητάς; Διότι ὁ Κύριος ἤθελε νὰ δείξῃ στοὺς μαθητάς του ὅτι μποροῦσαν μὲ τὴν δύναμί του νὰ θεραπεύσουν τὸν δαιμονισμένο καὶ χωρὶς νὰ πιστεύῃ ὁ πατέρας του ποὺ τὸν ἔφερε κοντά τους. Ὀλιγοπιστεῖ λοιπὸν ὁ πατέρας, ὀλιγοπιστοῦν καὶ οἱ μαθηταί. Ὀλιγοπιστεῖ ὅμως καὶ ὁ παρευρισκόμενος ὄχλος. Διότι ὁ Κύριος ἐπιτιμᾷ καὶ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, τὰ ὁποῖα ἀποκαλεῖ γενεὰ ἄπιστη καὶ διεστραμμένη. Φαίνεται λοιπὸν ὅτι καὶ τὰ πλήθη ἔδειξαν ἀπιστία γιὰ τὸ θαῦμα, καθὼς ἔβλεπαν τοὺς μαθητὰς νὰ μὴ μποροῦν νὰ θεραπεύσουν τὸν δαιμονισμένο. Καὶ μάλιστα τὰ πλήθη αὐτὰ εἶχαν δεῖ πολλὰ θαύματα καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἀπὸ τὸν Κύριο.
   Ὅμως ὁ Κύριος ἐλέγχοντας γιὰ ἀπιστία ὅλους αὐτοὺς τοὺς παρευρισκομένους, οὐσιαστικὰ ἐλέγχει ἀκόμη περισσότερο ἐμᾶς. Εἶναι σὰν νὰ λέγῃ καὶ στὴ δική μας γενιά: Ὦ γενεὰ ἄπιστη καὶ διεστραμμένη. Πόσο περισσότερο σκληρόκαρδη καὶ ἄπιστη εἶσαι! Διότι ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ Χριστιανοὶ ἔχουμε πολὺ μεγαλύτερη εὐθύνη καὶ ἐνοχὴ ἀπὸ αὐτὴν ποὺ εἶχαν τὰ πλήθη τῆς Γαλιλαίας. Ἐφ’ ὅσον ἐμεῖς ἔχουμε δεχθῆ τὴν Χάρι καὶ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔχουμε πίσω μας μιὰ ἱστορία ἐκπληκτικῶν θαυμάτων τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας, τὴν Ἐκκλησία μας, ἀλλὰ καὶ τὴν πορεία τῆς ἀνθρωπότητος. ῎Εχουμε ἀμέτρητα νέφη μαρτύρων καὶ ἁγίων. Πόσο περισσότερο λοιπὸν ἀδικαιολόγητοι εἴμαστε ἐμεῖς σήμερα ποὺ κάποτε σὲ ὧρες πειρασμοῦ ἢ δοκιμασίας ἀμφιβάλλουμε! Χάνουμε τὴν πίστι μας. Καὶ συμπεριφερόμαστε σὰν ἄπιστοι ἢ ἔστω ὀλιγόπιστοι. Ὣς πότε λοιπὸν θὰ μᾶς ἀνέχεται ὁ Θεός; Μόνον τὸ ἔλεός του θὰ μᾶς σώσῃ.
2. ΠΟΙΟΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕ ΒΟΥΝΑ;
   Ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἐπετίμησε τὸ δαιμόνιο, ἐθεράπευσε ἀμέσως τὸ δαιμονισμένο παιδί. Οἱ μαθηταὶ ἐκστατικοί, πλησίασαν ἰδιαιτέρως τὸν Ἰησοῦ καὶ Τὸν ρώτησαν μὲ ἀπορία: Γιατί ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ βγάλουμε τὸ δαιμόνιο αὐτό; Καὶ ὁ Κύριος τοὺς εἶπε: Ἐπειδὴ σᾶς λείπει ἡ πίστις. Ἐὰν ἔχετε πίστι θερμὴ καὶ δυνατὴ σὰν τὸ μικρὸ σπόρο τοῦ σιναπιοῦ, θὰ πῆτε στὸ βουνὸ αὐτό, πήγαινε ἀπὸ ἐδῶ ἐκεῖ, καὶ θὰ μετακινηθῇ. Μὲ μία τέτοια θερμὴ πίστι τὰ πάντα θὰ εἶναι δυνατὰ σὲ σᾶς. 
   Ἀκούγοντας ὅμως τοὺς λόγους αὐτούς, κάποιοι Χριστιανοὶ ρωτοῦν: Μὰ καλά, ἐφ’ ὅσον οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι δὲν μετακίνησαν κανένα βουνό, δὲν ἔκαναν ποτὲ ἕνα τέτοιο θαῦμα τόσο δυσκατόρθωτο, ἄρα δὲν εἶχαν πίστι «ὡς κόκκον σινάπεως»; Κι ἂν οἱ Ἀπόστολοι δὲν εἶχαν τέτοια πίστι, πῶς ὁ Κύριος ζητεῖ νὰ τὴν ἔχουμε ἐμεῖς οἱ ὑπόλοιποι Χριστιανοί;
   Οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευταὶ ἐξηγοῦν ὅτι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ δὲν εἶχαν μόνον μιὰ τόσο μικρὴ πίστι ἀλλὰ πολὺ μεγαλύτερη. Διότι δὲν μετακίνησαν ἁπλῶς κάποιο βουνό, ἀλλὰ ἔκαναν κάτι ἀσυγκρίτως μεγαλύτερο καὶ δυσκολώτερο. Μετακίνησαν τεράστιους ὄγκους κακίας ἀπὸ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, ἀνέστησαν ψυχικῶς ἀμέτρητους νεκρούς. Ἄλλαξαν τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ἡ μετακίνησι κάποιου βουνοῦ θὰ ἦταν ἁπλῶς ἕνα θαῦμα ἐντυπωσιασμοῦ. Ἡ ἀλλαγὴ ὅμως τῆς οἰκουμένης ἀποτελοῦσε ἕνα θαῦμα ἀσυγκρίτως μεγαλύτερο καὶ δυσκολώτερο.
   Ἄρα λοιπόν, ὅταν ὁ Κύριος μᾶς ζητῇ νὰ ἔχουμε πίστι «ὡς κόκκον σινάπεως», δὲν χρησιμοποιεῖ ἁπλῶς ἕνα σχῆμα λόγου, ἀλλὰ μᾶς ζητεῖ πραγματικῶς νὰ ἔχουμε μία θερμὴ καὶ δυνατὴ πίστι. Διότι, ὅταν ἡ πίστι μας εἶναι τόσο δυνατή, καὶ πέσῃ, ὅπως τὸ σινάπι, σὲ γῆ ἀγαθή, δηλαδὴ σὲ καθαρὸ καὶ εὔφορο χωράφι τῆς ψυχῆς, γίνεται δένδρο μεγάλο καὶ ἔχει θαυμαστὰ ἀποτελέσματα. Μιὰ τέτοια πίστι θερμὴ καὶ δυνατὴ ἂς προσευχώμαστε καθημερινῶς νὰ μᾶς χαρίσῃ ὁ Κύριος. Καὶ θὰ βλέπουμε στὴν ψυχή μας τὴν θαυμαστὴ καρποφορία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.

Ορθόδοξο Περιοδικό “Ο ΣΩΤΗΡ”

Οἱ Ἀπόστολοι πρότυπα ἀγωνιστῶν γιὰ χριστιανοὺς


«Ἀδελφοί, μοῦ φαίνεται πὼς ὁ Θεὸς σ' ἐμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἔδωσε τὴν ἐλεεινότερη θέση, σὰν νὰ εἴμαστε καταδικασμένοι νὰ πεθάνουμε στὴν ἀρένα. Γιατί γίναμε θέαμα γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ ἀγγέλους καὶ γι' ἀνθρώπους. Ἐμεῖς παρουσιαζόμαστε μωροὶ γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε σοφοὶ χάρη στὸ Χριστό· ἐμεῖς εἴμαστε ἀδύναμοι, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε δυνατοί· ἐμεῖς εἴμαστε περιφρονημένοι, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε τιμημένοι! Ὥς αὐτὴν τὴν ὥρα πεινᾶμε, διψᾶμε, γυρνᾶμε μὲ κουρέλια, ξυλοδαρμένοι, ἀπὸ τόπο σὲ τόπο χωρὶς σπίτι, καὶ μοχθοῦμε νὰ ζήσουμε δουλεύοντας μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια. Στοὺς ἐμπαιγμοὺς ἀπαντᾶμε μὲ καλὰ λόγια, στοὺς διωγμοὺς μὲ ὑπομονή, στὶς συκοφαντίες μὲ λόγια φιλικά. Καταντήσαμε σὰν τὰ σκουπίδια ὅλου τοῦ κόσμου, ὥς αὐτὴν τὴν ὥρα θεωρούμαστε τὰ ἀποβράσματα τῆς κοινωνίας.

Δὲ σᾶς τὰ γράφω αὐτὰ γιὰ νὰ σᾶς κάνω νὰ ντραπεῖτε, ἀλλὰ γιὰ νὰ σᾶς συμβουλέψω ὅπως ὁ πατέρας τ' ἀγαπημένα τοῦ παιδιά. Γιατί κι ἂν ἀκόμα ἔχετε χιλιάδες δασκάλους στὴ ζωή σας μὲ τὸν Χριστό, δὲν ἔχετε πολλοὺς πατέρες ἀλλὰ μόνον ἕνα. Στὴ σωτήρια οἰκονομία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐγὼ σὰν πατέρας σᾶς γέννησα μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου. Σᾶς ζητῶ λοιπὸν νὰ μοῦ μοιάσετε» (Α΄ Κορ.4,9-16).

Μὲ ἔντονες ἀντιθέσεις, ποὺ ἐγγίζουν πολλὲς φορὲς τὰ ὅρια τῆς εἰρωνείας, περιγράφει ὁ Ἀπ. Παῦλος στὴν παραπάνω περικοπῆ τῆς Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς του τὸ δύσκολο καὶ ἐπίπονο διακόνημα τῶν κηρύκων τοῦ εὐαγγελίου μέσα στὸν κόσμο. Ἐνῶ οἱ καυχώμενοι γιὰ τὴ «σοφία» τοὺς Κορίνθιοι, ἢ μᾶλλον μερικοὶ ἐξ αὐτῶν, εἶναι ἔνδοξοι καὶ ἰσχυροί, οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ εἶναι κατὰ κόσμον ἄσημοι, ἀνίσχυροι, καταδιωκόμενοι καὶ ἀντιμετωπίζουν συνεχῶς τὴν πείνα, τὴ δίψα, τὴν κόπωση καὶ αὐτὸν ἀκόμη τὸν θάνατο.

Ὅλα αὐτὰ ποὺ γράφει ὁ μεγάλος Ἀπόστολος μποροῦν νὰ μᾶς ὁδηγήσουν στὶς δύο ἀκόλουθες σκέψεις:

1. Πρῶτα-πρῶτα ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἔργο τοῦ θεοῦ. Ὅ,τι ἐπιτυγχάνει τὸ ἐπιτυγχάνει μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι μὲ τὴ δύναμη τῶν ἡγετῶν της. Τὸ ἔργο τῆς διαδόσεως τοῦ Εὐαγγελίου δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἐνδοανθρώπινα στηρίγματα καὶ ἀπὸ κρατικὲς ἐξουσίες, οὔτε ἀπὸ δόξες καὶ τιμές. Ὁ Θεὸς διαλέγει ἄσημους ἀλλὰ ἁγνοὺς ἐργάτεςγια νὰ καταισχύνει τοὺς κατὰ κόσμον «σοφούς». Ὁ Ἀπ. Παῦλος ποὺ μετέφερε τὴ φλόγα τοῦ Εὐαγγελίου μέσα σὲ ὁλόκληρο τὸν ἑλληνορωμαϊκὸ κόσμο γράφει μὲ συντριβὴ στὴν ἴδια ἐπιστολή: «Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔγινα αὐτὸ ποὺ ἔγινα· κι αὐτὴ ἡ χάρη πρὸς ἐμένα δὲν ὑπῆρξε ἄκαρπη: ἐργάστηκα περισσότερο ἀπ' ὅλους τοὺς ἀποστόλους, ὄχι βέβαια ἐγώ, ἀλλὰ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ μὲ συνοδεύει» (Α΄ Κορ 15,10).

Πολλὲς φορὲς ὑπερτονίζουμε τὴ θέση μας καὶ τὴν ἀξία μας, εἴτε ὡς ἁπλὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἴτε ὡς ἡγετικὰ στελέχη, μικρὰ ἢ μεγάλα, καὶ ξεχνοῦμε τὸν χορηγό τῆς δυνάμεώς μας, ποὺ ἐνδιαφέρεται περισσότερο ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ τὴ λύτρωση τῶν αἰχμαλωτισμένων στὰ δίκτυα τοῦ κακοῦ καὶ τῆς φθορᾶς συνανθρώπους μας.

2. Καὶ ἡ δεύτερη σκέψη μας εἶναι ὅτι ἡ περικοπὴ τῆς Α΄πρὸς Κορινθίους ποὺ παραθέσαμε παραπάνω δὲν ἀποτελεῖ τόσο ἐγκώμιο τῶν ἀποστόλων ὅσο ὑπόμνηση πρὸς τοὺς χριστιανοὺς κάθε ἐποχῆς ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ μέσα στὸν κόσμο τότε μόνο βρίσκεται στὴ φυσιολογική της κατάσταση, ὅταν διώκεται καὶ ἀγωνίζεται, ὅταν στρατεύεται κατὰ τῶν δυνάμεων τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἀποσυνθέσεως, γιὰ νὰ μεταδώσει τὸ ζωντανὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὸν κίνδυνο νὰ διωχθοῦν οἱ κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, νὰ χάσουν τὴ θέση τους, νὰ γίνουν «θέαμα γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ ἀγγέλους καὶ γι' ἀνθρώπους».

Βέβαια αὐτὰ ἰσχύουν γιὰ τοὺς ἀφιερωμένους στὸ εὐαγγελιστικὸ ἔργο κήρυκες ἀλλὰ κατ’ ἐπέκταση καὶ γιὰ τὸν κάθε χριστιανό, προϋποθέτουν δὲ τὴ νέκρωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἀνάστασή του σὲ μία νέα ζωή, ζωὴ τῆς χάριτος. Νέκρωση ὡς πρὸς τὶς νόμιμες προσωπικὲς φιλοδοξίες γιὰ κοινωνικὴ ἄνοδο, γιὰ οἰκονομικὴ τακτοποίηση, γιὰ ἐπικράτηση. Καὶ ἀνάσταση σὲ μία καινούργια κατάσταση ζωῆς, στὴν ὁποία δεσπόζει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἀδελφό, ἡ ἐλπίδα τῆς μεταμορφώσεως τοῦ φθαρμένου κόσμου σὲ «καινὴ κτίση».

Οἱ Ἀπόστολοι, ποὺ ἔφεραν τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου μέσα στὴν οἰκουμένη καὶ ποὺ τὸ ἔργο τους τόσο ζωντανὰ περιγράφει ὁ Παῦλος στὴν παραπάνω περικοπή, δὲν εἶναι μόνο ἱστορικὲς μορφὲς ἑνὸς μακρινοῦ παρελθόντος ἀλλὰ φωτεινοὶ καθοδηγητὲς τῶν ἀνθρώπων κάθε ἐποχῆς, πρότυπα ἀγωνιστῶν, ποὺ καλοῦν τοὺς χριστιανοὺς σὲ μία ἀφύπνιση καὶ δραστηριοποίηση, ὥστε νὰ γίνει πιὸ αἰσθητὴ καὶ ἀποτελεσματικὴ ἡ παρουσία τους μέσα στὸν κόσμο.

Το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής Ι´ Ματθαίου (Ματθ. ιζ´ 14-23)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ἐλέησόν μου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει· πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ. Καὶ προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς μαθηταῖς σου, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτὸν θεραπεῦσαι. ᾿Αποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ῏Ω γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν; ῞Εως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; Φέρετέ μοι αὐτὸν ὧδε. Καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ ἐξῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ δαιμόνιον καὶ ἐθεραπεύθη ὁ παῖς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης. Τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ τῷ ᾿Ιησοῦ κατ᾿ ἰδίαν εἶπον· Διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό; ῾Ο δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν. ᾿Αμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ, μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν. Τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. ᾿Αναστρεφομένων δὲ αὐτῶν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· Μέλλει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθήσεται.

Ἀπόδοση στή νεοελληνική
κεῖνο τὸν καιρό, πλησίασε τὸν ᾿Ιησοῦ ἕνας ἄνθρωπος, γονάτισε μπροστά του καὶ τοῦ εἶπε· Κύριε, σπλαχνίσου τὸν γιό μου, γιατὶ εἶναι ἐπιληπτικὸς καὶ ὑποφέρει· πολλὲς φορὲς μάλιστα πέφτει στὴ φωτιὰ καὶ στὸ νερό. Τὸν ἔφερα στοὺς μαθητές σου, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν θεραπεύσουν. ῾Ο ᾿Ιησοῦς ἀπάντησε· Γενιὰ ἄπιστη καὶ διεφθαρμένη, ὣς πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; ῝Ως πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε τόν μου ἐδῶ. ῾Ο ᾿Ιησοῦς ἐπιτίμησε τὸ δαιμόνιο, καὶ βγῆκε ἀπ᾿ αὐτόν· ἀπὸ κείνη τὴν ὥρα τὸ παιδὶ γιατρεύτηκε. Πῆγαν τότε ἰδιαιτέρως στὸν ᾿Ιησοῦ οἱ μαθητὲς καὶ τὸν ρώτησαν· Γιατί ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νὰ τὸ βγάλουμε; ᾿Εξαιτίας τῆς ἀπιστίας σας, τοὺς εἶπε ὁ ᾿Ιησοῦς. Σᾶς βεβαιώνω πώς, ἂν ἔχετε πίστη ἔστω καὶ σὰν κόκκο σιναπιοῦ, θὰ λέτε σ᾿ αὐτὸ τὸ βουνὸ πήγαινε ἀπὸ δῶ ἐκεῖ, καὶ θὰ πηγαίνει· καὶ τίποτα δὲν θὰ εἶναι ἀδύνατο γιὰ σᾶς. Αὐτὸ τὸ δαιμονικὸ γένος δὲν βγαίνει παρὰ μόνο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. ᾿Ενῶ οἱ μαθητὲς περιέρχονταν τὴ Γαλιλαία, τοὺς εἶπε ὁ ᾿Ιησοῦς· ῾Ο Υἱὸς τοῦ ᾿Ανθρώπου πρόκειται νὰ παραδοθεῖ σὲ χέρια ἀνθρώπων· θὰ τὸν θανατώσουν, καὶ τὴν τρίτη μέρα θὰ ἀναστηθεῖ.

Ο Απόστολος της Κυριακής 9 Αυγούστου 2015 (Ι” Ματθαίου)

Το Αποστολικό Ανάγνωσμα.
(Α´ Κορ. δ´ 9-16)

δελφοί, ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν, ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ, καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις. ῾Ημεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. ῎Αχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν καὶ κοπιῶ-μεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα ἕως ἄρτι. 

Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾿ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ. ᾿Εὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ ᾿Ιησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα. Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε.
Ἀπόδοση στή νεοελληνική
δελφοί, ὁ Θεὸς σ” ἐμᾶς τοὺς ἀποστόλους ἔδωσε τὴν ἐλεεινότερη θέση, σὰν νὰ εἴμαστε καταδικασμένοι νὰ πεθάνουμε στὴν ἀρένα. Γιατὶ γίναμε θέαμα γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ ἀγγέλους καὶ γι” ἀνθρώπους. ᾿Εμεῖς παρουσιαζόμαστε μωροὶ γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε σοφοὶ χάρη στὸν Χριστό· ἐμεῖς εἴμαστε ἀδύναμοι, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε δυνατοί· ἐμεῖς εἴμαστε περιφρονημένοι, ἐνῶ ἐσεῖς εἶστε τιμημένοι! ῝Ως αὐτὴν τὴν ὥρα πεινᾶμε, διψᾶμε, γυρνᾶμε μὲ κουρέλια, ξυλοδαρμένοι, ἀπὸ τόπο σὲ τόπο χωρὶς σπίτι, καὶ μοχθοῦμε νὰ ζήσουμε δουλεύοντας μὲ τὰ ἴδια μας τὰ χέρια. Στοὺς ἐμπαιγμοὺς ἀπαντᾶμε μὲ καλὰ λόγια, στοὺς διωγμοὺς μὲ ὑπομονή, στὶς συκοφαντίες μὲ λόγια φιλικά. Καταντήσαμε σὰν τὰ σκουπίδια ὅλου τοῦ κόσμου, ὣς αὐτὴν τὴν ὥρα θεωρούμαστε τὰ ἀποβράσματα τῆς κοινωνίας. Δὲν σᾶς τὰ γράφω αὐτὰ γιὰ νὰ σᾶς κάνω νὰ ντραπεῖτε, ἀλλὰ γιὰ νὰ σᾶς συμβουλέψω ὅπως ὁ πατέρας τ” ἀγαπημένα του παιδιά. Γιατὶ κι ἂν ἀκόμα ἔχετε χιλιάδες δασκάλους στὴ ζωή σας μὲ τὸν Χριστό, δὲν ἔχετε πολλοὺς πατέρες ἀλλὰ μόνον ἕνα. Στὴ σωτήρια οἰκονομία τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ἐγὼ σὰν πατέρας σᾶς γέννησα μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου. Σᾶς ζητῶ λοιπὸν νὰ μοῦ μοιάσετε.

Άγιος Ευθύμιος Μητροπολίτης Ρόδου ο Ιερομάρτυρας

Εὐθυμίας πέπλησαι τῆς αἰωνίου,
Ὡς κλεινὸς Εὐθύμιε Ἱερομάρτυς.
Ἐνάτῃ Εὐθύμιος Ῥοδίων ποιμὴν τιμάσθω ὕμνοις.
Άγιος Ευθύμιος Μητροπολίτης Ρόδου ο Ιερομάρτυρας
Ο ένδοξος Ιερομάρτυς Ευθύμιος εξελέγη Μητροπολίτης Ρόδου, όταν οι οθωμανοί κατέλαβαν το νησί, το έτος 1523 μ.Χ. και εποίμανε θεάρεστα το Ορθόδοξο ποίμνιο στους χαλεπούς εκείνους χρόνους. Το 1529 μ.Χ. συνελήφθη ως πρωταίτιος συνωμοσίας εναντίον των τούρκων και ανασκολοπίστηκε μαζί με άλλους Κληρικούς και κοινοτικούς παράγοντες της Ρόδου.

Ο Μητροπολίτης Ευθύμιος τιμήθηκε από τους Χριστιανούς ως Μάρτυς αμέσως μετά το μαρτυρικό τέλος του. Ο Λατίνος Μισιονάριος Πέτρος Φαγγόνης, γενικός βικάριος του Λατίνου Αρχιεπισκόπου Alfonso Gonzaga, αναφέρει σε έκθεσή του προς τη Ρωμαϊκή Προπαγάνδα ότι ο τάφος του μακαρίου Ευθυμίου είχε αναδειχθεί ως κατ' εξοχήν προσκυνηματικός χώρος των Ροδίων και ότι σ' αυτόν πήγαιναν και κάθονταν όσοι έπασχαν από τεταρταίο πυρετό «ελονοσία» με το συνακόλουθο ρίγος και θεραπεύονταν.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ΄. Θείας πίστεως.
Χαίρων ἤθλησας, ὑπὲρ τῆς ποίμνης, καὶ κατῄσχυνας, τῶν ἀλλοφύλων, τὸ ὑψάχευνον θράσος Εὐθύμιε· σὺ γὰρ θερμῶς ἀγαπήσας τὸν Κύριον, αὐτοῦ ἐπέβης προθύμως τοῖς ἴχνεσιν. Ὅθεν πρέσβευε, αὐτῷ ἐκτενῶς πανεύφημε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ΄. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
῾Ως Ἱεράρχην τοῦ Χριστοῦ πανιερώτατον, καὶ Ἀθλοφόρων μιμητὴν ἀκαταγώνιστον, εὐφημοῦμέν σε ἐν ᾄσμασι γηθοσύνως. Ἀλλ᾿ ὡς δόξης κοινωνήσας τοῦ Κυρίου σου, ταῖς πρεσβείαις σου προστάτης ἔσο πάντοτε, τῶν βοώντων σοι· Χαίροις Πάτερ Εὐθύμιε.

Κάθισμα
Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.
῾Ιερεύσας καθαρῶς, ταῖς ἀρεταῖς σου τῷ Θεῷ, προσενήνεξαι λαμπρῶς, τῷ μαρτυρίῳ σου αὐτῷ, Πάτερ Εὐθύμιε ἄμωμον ἱερεῖον· ὅθεν σε ζωῆς, νῦν ἡ τράπεζα, ἔχει λειτουργόν, ἐπουράνιον, ἱλαστηρίους πάντοτε δεήσεις, ὑπὲρ ἡμῶν ἀναφέροντα, τῶν ἐκτελούντων, ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις, τὴν ἁγίαν σου μνήμην.

Ὁ Οἶκος
Λάμψας ποιμαντικαῖς σου, ἀρεταῖς ἐν τῆς Ῥόδου, Εὐθύμιε σοφὲ τῇ καθέδρᾳ, μαρτυρικῇ ἀνατολῇ, τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ ἀνέτειλας, ὡς ἥλιος πλησιφαής, φωτίζων τοὺς πιστῶς βοῶντας·
Χαῖρε, θεόσοφε Ἱεράρχα·
χαῖρε, μακάριε Ἀθλοφόρε.
Χαῖρε, εὐσεβείας τῶν ἔργων γεώργημα·
χαῖρε, μαρτυρίου τῶν ἄθλων ἀπάνθισμα.
Χαῖρε, ὅτι ἐλειτούργησας τῷ Θεῷ ἀγγελικῶς·
χαῖρε, ὅτι ἐταπείνωσας τὸν ἐχθρὸν μαρτυρικῶς.
Χαῖρε, Ῥόδου ἀξίως τὸν λαὸν κυβερνήσας·
χαῖρε, Ἄγαρ ἐκγόνων τὴν ἀπάτην πατήσας.
Χαῖρε, Χριστοῦ βαδίσας τοῖς ἴχνεσι·
χαῖρε, πιστῶς στηρίξας τὸ φρόνημα.
Χαῖρε, ἀστὴρ παμφαὴς καρτερίας·
χαῖρε, πηγὴ δαψιλὴς συμπαθείας.
Χαίροις, Πάτερ Εὐθύμιε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις ὁ τῆς Ῥόδου καλὸς ποιμήν· χαίροις εὐσεβείας, ὑποφήτης ὁ θαυμαστός· χαίροις ἀσεβείας, τυράννων καθαιρέτης, καὶ τῶν πιστῶν προστάτης, Πάτερ Εὐθύμιε.

Άγιος Ματθίας ο Απόστολος

Άγιος Ματθίας ο Απόστολος
Ἐξῆλθεν ἀρθείς, Ἰούδας ἐπὶ βρόχου,
Εἰσῆλθεν ἀρθείς, Ματθίας ἐπὶ ξύλου.
Ἤρθη ἀμφ' ἐνάτῃ ξύλῳ ἠύθεος Ματθίας.

Πώς ο Ματθίας κατατάχθηκε στο χορό των δώδεκα Αποστόλων, το γνωρίζουμε από τις Πράξεις των Αποστόλων.

Μετά την προδοσία και τον απαγχονισμό του Ιούδα και μετά την Ανάληψη του Κυρίου, οι έντεκα μαθητές με την Παναγία βρίσκονταν στο υπερώον. Τότε ο Πέτρος πρότεινε να εκλεγεί άλλος αντί του Ιούδα, από τους άνδρες που ακολουθούσαν υπηρετώντας το Χριστό. Η πρόταση έγινε δεκτή και τέθηκαν δύο υποψήφιοι: ο Ιωσήφ ο καλούμενος Βαρσαββάς και ο Ματθίας. Τότε έβαλαν κλήρο, και δίνοντας σε όλους εμάς παράδειγμα εναπόθεσης κάθε εκλογής μας στο Θεό, προσευχήθηκαν όλοι μαζί ως εξής: «Σὺ Κύριε, καρδιογνῶστα πάντων, ἀνάδειξαν ὃν ἐξελέξω ἐκ τούτων τῶν δυὸ ἕνα, λαβεῖν τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης καὶ ἀποστολῆς» (Πράξεις των Αποστόλων, α' 23-26). Δηλαδή: Συ Κύριε, που γνωρίζεις τις καρδιές όλων, φανέρωσε καθαρά εκείνον που εξέλεξες, ένα από αυτούς τους δύο, για να επωμισθεί το αξίωμα της αποστολικής διακονίας. Στη συνέχεια ο κλήρος έπεσε στο Ματθία. Και έτσι προστέθηκε στους έντεκα Αποστόλους.

Από τη μετέπειτα ζωή του Ματθία, γνωρίζουμε ότι κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Αιθιοπία, όπου και τελείωσε τη ζωή του μαρτυρικά.

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείω Πνεύματι, κεκληρωμένος, συνεπλήρωσας, τῶν Ἀποστόλων, τὴν δωδεκάριθμον φάλαγγα ἔνδοξε, μεθ' ὧν κηρύξας τοῦ Λόγου τὴν κένωσιν, ἐθαυμαστώθης Ματθία Ἀπόστολε. Ἀλλὰ πρέσβευε, δοθήναι τοὶς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος. 

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ’.
Ἀπόστολε ἅγιε Ματθία, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι Θεῷ ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Κοντάκιον
Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης σήμερον.
Φωταυγὴς ὡς ἥλιος, εἰς πάντα κόσμον, ἐξελθὼν ὁ φθόγγος σου, καταφωτίζει τῶν ἐθνῶν, τὴν Ἐκκλησίαν ἐν χάριτι, θαυματοφόρε, Ματθία Ἀπόστολε.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...