Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Ιουνίου 25, 2016

«Δόξα σοι ὁ Θεός, πού ἔφυγαν τά πολλά!» Ἅγιος Παΐσιος (ὁ Ἁγιορείτης)




 



- Ὅταν, Γέροντα, βλέπω μέσα μου ὑπολείμματα ἀπό ἐάν πάθος στενοχωριέμαι.

- Πές: «Δόξα σοι ὁ Θεός, πού ἔφυγαν τά πολλά!». Ἄν ἤμουν ἐγώ στή θέση σου, θά ἔβλεπα τίς ὁλοφάνερες μεγάλες δωρεές τοῦ Θεοῦ καί «ἀπό φυλακῆς πρωίας μέχρι νυκτός» θά ἔλεγα τό «δόξα σοι ὁ Θεός». Ἄν θέλης νά ζῆς ζωή παραδεισένια ἀπό αὐτήν τήν ζωή, δές κι ἐσύ τίς εὐεργεσίες καί τίς πλούσιες δωρεές πού σοῦ δίνει ὁ Θεός καί ἄρχισε τό «δόξα σοι ὁ Θεός». Νά δοξάζετε τόν Θεό, γιατί σᾶς βοήθησε καί προοδεύσατε ἔστω καί λίγο, εἴτε ἐπειδή ἐσεῖς κοπιάσατε, εἴτε ἐπειδή σᾶς βοήθησαν οἱ ἄλλοι. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος λέη «δόξα σοι ὁ Θεός», βοηθάει ὁ Θεός, γιατί ἡ εὐγνωμοσύνη μέ τό ταπεινό φρόνημα καί μέ τόν φιλότιμο ἀγώνα τραβάει συνέχεια οὐράνιες δυνάμεις καί εὐλογίες θεϊκές.

- Καί ὅταν, Γέροντα, ξέρω ὅτι θά ξαναπέσω;

- Δέν ξέρεις· ἀπό φοβία σκέφτεσαι ἔτσι. Μήν ἔχετε φοβία μήπως ξανακάνετε τό ἴδιο σφάλμα, γιατί ἔτσι κλονίζεται ἡ πίστη σας στόν Θεό. Μὴν τά σκαλίζετε τόσο πολύ. Ὅταν σᾶς λέη ὁ λογισμός ὅτι δέν πρόκειται νά διορθωθῆτε καί διαλύεσθε ἀπό τήν λύπη, χρειάζεται νά δώσετε ἕνα ψεύτικο κουράγιο στόν ἑαυτό σας. «Δόξα σοι ὁ θεός, νά πῆτε, σήμερα εἶμαι καλύτερα ἀπό χθές. Δόξα σοι ὁ Θεός χίλιες φορές...;». Ἄν καί φαίνεται ψεύτικο αὐτό τό κουράγιο, μέσα του ὅμως κρύβει μία μεγάλη δύναμη, τήν ἐλπίδα στόν Θεό. Ἡ ἐλπίδα στόν Θεό εἶναι ὁ μοχλός πού ἀναποδογυρίζει τήν ἀπελπισία, ἐλευθερώνει τήν ψυχή ἀπό τήν λύπη καί τό ἄγχος καί τονώνει σιγά-σιγά τίς πνευματικές δυνάμεις μέ τήν θεία ζωντάνια πού δίνει.

- Γέροντα, στενοχωριέμαι γιατί ἔχω πολλά προβλήματα ὑγείας.

- Ὅλα νά τά δέχεσαι σάν μεγάλα δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός δέν εἶναι ἄδικος. Στόν οὐρανό θά ἔχης πολλά νά ἀπολαύσης θά ἔχης σύνταξη μεγάλη, ἐάν δέν τήν μειώσης μόνη σου μέ τόν γογγυσμό.

- Πῶς, Γέροντα, ἀφοῦ τώρα δέν νιώθω μέσα μου τόν οὐρανό;

- Δέ νιώθεις τόν Οὐρανό, γιατί δέν δοξολογεῖς τόν Θεό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κινῆται στόν χῶρο τῆς δοξολογίας, χαίρεται μέ ὅλα. Ὑπάρχουν κοσμικοί ἄνθρωποι πού θά μᾶς κρίνουν ἐμᾶς τούς μοναχούς. Νά δῆτε οἱ Βεδουίνοι τί ταλαιπωριά περνοῦν, ἀλλά εὐχαριστοῦν τόν Θεό καί εἶναι χαρούμενοι! Τό σιτάρι δέν τό καθαρίζουν, γιά νά βγάλουν τήν πέτρα, ἀλλά τό ἀλέθουν ὅπως εἶναι, καί τό ψωμί τους εἶναι ὅλο πέτρα! Καί οἱ τροφές τους, φαίνεται, δέν ἔχουν τά ἀπαραίτητα συστατικά, ἀσβέστιο κ.λπ., ὁπότε τά δόντια τους καταστρέφονται τελείως. Καί βλέπεις Βεδουίνους νά ἔχουν μόνον ἕνα δόντι καί νά χαίρωνται σάν νά εἶναι τό δόντι μαργαριταρένιο. Καί ἄλλος τοῦ λείπει ἕνα δόντι καί αἰσθάνεται μειονεκτικά. Μέ ὅλα αὐτά πού ἀκοῦτε, νά κινῆσθε συνέχεια στήν δοξολογία νά δοξάζετε μέρα-νύχτα τόν Θεό γιά τίς εὐεργεσίες Του.

Μοῦ ἔλεγε κάποιος ἐπίσκοπος ὅτι σέ ἕναν ναό, τήν ὥρα πού ὁ διάκος διάβαζε τό Εὐαγγέλιο τῆς θεραπείας τῶν δαιμονισμένων τῶν Γεργεσηνῶν, ἕνας ἄνθρωπος πολύ ἁπλός στεκόταν πίσω ἀπό τό δεσποτικό καί ἔλεγε συνέχεια «δόξα σοι ὁ Θεός». Ἀρχίζει ὁ διάκος: «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τήν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν, «δόξα σοι ὁ θεός» λέει ἐκεῖνος, «ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι», «δόξα σοι ὁ Θεός» «χαλεποί λίαν», «δόξα σοι ὁ Θεός » «καί ἰδού ὥρμησε πάσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων εἰς τήν θάλασσαν», «δόξα σοι ὁ Θεός». «Κατάλαβα, μοῦ εἶπε ὕστερα ὁ ἐπίσκοπος, ὅτι εἶχε δίκαιο αὐτός ὁ ἁπλός ἄνθρωπος πού ἔλεγε «δόξα σοι ὁ Θεός» γιατί τό «δόξα σοι ὁ Θεός» ρίχνει τούς δαίμονες στήν θάλασσα» . Καί ἐσεῖς πάντα νά λέτε «δόξα σοι ὁ Θεός, δόξα σοι ὁ Θεός», μέχρι νά ὁρμήσει ἡ ἀγέλη στήν θάλασσα ...

Ἡ δοξολογία ἁγιάζει τά πάντα. Μέ τήν δοξολογία διαλύεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό εὐγνωμοσύνη, παλαβώνει μέ τήν καλή ἔννοια, πανηγυρίζει τά πάντα. Καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος εὐχαριστῆ τόν Θεό ἀκόμη καί γιά τά λίγα, ἔρχεται μετά τόσο πλούσια ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ, πού δέν μπορεῖ νά τήν ἀντέξη καί τότε ὁ διάβολος δέν μπορεῖ πιά νά σταθῆ καί φεύγει.

Τα χάδια του Θεού… (λόγος περί γκρινιάρηδων)

π. Λίβυος
 Γεννιόμαστε γυμνοί. Έστω και για λίγα λεπτά είμαστε ανέστιοι σε αυτόν τον κόσμο. Το κλάμα είναι η πρώτη γκρίνια μας, για έναν κόσμο που δεν γνωρίζουμε μα ωστόσο η οσμή του μας φοβίζει. Και κάπου εκεί, στο γιγάντωμα του φόβου και του πανικού, μια γνώριμη ζεστή γη μας χαρίζει την ποθητή ηρεμία της ύπαρξης. Είναι το σώμα της μάνας. Γη σταθερή και βέβαιη. Το χάδι της κυκλώνει το γυμνό και φοβισμένο κορμί μας. Η ψυχή ζητάει ζεστασιά και ασφάλεια.
Από ‘κείνη την στιγμή κάθε κλάμα και δάκρυ ζητά να ξαποστάσει σε χέρια και αγκαλιές αγάπης. Δεν είναι τυχαίο που ο Χριστός για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, ονομάζει τον Θεό πατέρα. Ούτε ότι η εκκλησία και η εμπειρία των αγίων μιλάνε για τους κόλπους του Πατρός(Θεού) ή για την πατρική αγκαλιά στην παραβολή του Ασώτου.

 Η πείνα μας, δεν είναι μονάχα βιολογική μα πρωτίστως υπαρξιακή. Η τροφή είναι το σύμβολο μέσα από το όποιο καταθέτουμε την αγωνία του θανάτου. Δεν έχουμε άλλη γλώσσα να διαδηλώσουμε τους φόβους μας πέρα από το κλάμα. Δεν υπάρχει άλλη απάντηση πέρα από την αγκαλιά της μάνας. Η φύση δεν απαντά με ιδέες και ωραίες υποθέσεις, αλλά με σώμα και σχέση.
Όταν ένα βρέφος σπαρακτικά κλαίει, δεν πεινά για φαγητό, μα για σχέση. Όσο πιο πολύ αυτή απαντηθεί από την μητέρα ιδιαιτέρως τον πρώτο χρόνο ζωής, τόσο οι κραυγές στην μετέπειτα ζωή μας, θα ηχούν λιγότερο και διακριτικά. Διαφορετικά εξελίσσονται βίαιες και εκκωφαντικές, έτοιμες να συντρίψουν στο πέρασμα τους ακόμη και την ίδια την ζωή.

Μια από αυτές τις υπαρξιακές κραυγές είναι και η γκρίνια. Μια γκρίνια που γίνεταισύνδρομο ανασφαλούς, θυμωμένης και ματαιωμένης ψυχής. 
Βέβαια θα πρέπει να πούμε ότι ακόμη κι αν η μάνα προσπαθήσει να καλύψει αυτή την πείνα της ύπαρξης, μια έλλειψη πάντα θα υπάρχει.
 Πρώτον γιατί η πείνα μας είναι μεγαλύτερη από την τροφή που μπορεί να μας προσφέρει ένας άνθρωπος. Ας μην μας διαφεύγει ότι η απόλυτη μορφή χορτασμού έρχεται μονάχα από τον Θεό. Από την άλλη, γιατί δεν υπάρχουν γονείς τέλειοι σε βαθμό που να απουσιάζει το λάθος. Ο καλός γονέας δεν είναι ο τέλειος αλλά εκείνος που προσπαθεί για το καλύτερο. Η τελειότητα δεν ανήκει στους ανθρώπους παρά μονάχα στον Θεό.

Η γκρίνια λοιπόν, στην βαθύτερη κατανόηση της είναι μια διαμαρτυρίαΜια βαθιά έλλειψη θετικότητας και αποδοχής του εαυτού μας και του κόσμου. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος άνθρωπος που να μην έχει συναντήσει στην ζωή του γκρινιάρηδες ή που ο ίδιος λιγότερο ή περισσότερο δεν έχει διαδραματίσει αυτόν τον ρόλο, του ανικανοποίητου και απόλυτα αρνητικού ανθρώπου.

Ο άγιος Παϊσιος ο Αγιορείτης, αναφέρεται στο θέμα αυτό μ’ ένα εκπληκτικό κείμενο το οποίο αισθάνομαι ότι αξίζει της παρατήρησης μας.
Ας ακούσουμε τον Άγιο: «Η γκρίνια έχει κατάρα. Είναι σαν να καταριέται ο ίδιος ο άνθρωπος τον εαυτό του….»

Εδώ ο άγιος μιλάει για μια αρνητική ενέργεια με την οποία η γκρίνια εμποτίζει όλη την ζωή και το περιβάλλον μας. Μια συνεχής μεμψιμοιρία και αρνητικότητα που στο τέλος δεν αφήνει τίποτε θετικό να συμβεί στην ζωή μας. Γνωρίζουμε και από τον ευαγγελικό λόγο ότι για να ενεργήσει η Χάρις του Θεού, χρειάζεται μια ανοιχτότητα. Μια θετική διάθεση και πρόθεση. Χρειάζεται πίστη. Τι είναι η πίστη; Ένα άνοιγμα προς κάποιον ή κάτι άλλο. Εμπιστοσύνη σε ένα πρόσωπο. Άφημα στο Θεό. Η πίστη δεν σε κλείνει αλλά σε ανοίγει προς μια πραγματικότητα. Η γκρίνια σε κλειδώνει. Σε εγκλωβίζει ασφυκτικά σε μια νοσηρή κατάσταση που δεν σου επιτρέπει να δεις τίποτε το θετικό και όμορφο στην ζωή σου. Όσο γκρινιάζεις τόσο κλείνεις τους δρόμους για να συναντήσεις το θαύμα.
Αναφέρει ο Όσιος Παϊσιος, «Στην Ήπειρο γνώριζα δύο γεωργούς. Ο ένας ήταν οικογενειάρχης και είχε ένα-δύο χωραφάκια και εμπιστευόταν τα πάντα στον Θεό. Εργαζόταν όσο μπορούσε, χωρίς άγχος. « Θα κάνω ό,τι προλάβω » , έλεγε. Μερικές φορές άλλα δεμάτια σάπιζαν από την βροχή ,γιατί δεν προλάβαινε να τα μαζέψει, άλλα του τα σκόρπιζε ο αέρας, και όμως για όλα έλεγε « δόξα Σοι ο Θεός » και όλα του πήγαιναν καλά.
 Ο άλλος είχε πολλά κτήματα, αγελάδες κ.λπ. ,δεν είχε και παιδιά. Αν τον ρωτούσες « πώς τα πας; » , « άστα, μην τα ρωτάς » , απαντούσε. Ποτέ δεν έλεγε « δόξα Σοι ο Θεός », όλο γκρίνια ήταν. Και να δείτε, άλλοτε του ψοφούσε η αγελάδα, άλλοτε του συνέβαινε το ένα, άλλοτε το άλλο. Όλα τα είχε, αλλά προκοπή δεν έκανε».

Να, ξέρω κάποιον εκεί στο Όρος που, αν βρέξει και του πεις « πάλι βρέχει », αρχίζει : « Ναι , όλο βρέχει, θα σαπίσουμε από την πολλή υγρασία ». Αν μετά από λίγο σταματήσει η βροχή και του πεις « ε, δεν έβρεξε και πολύ », λέει: « Ναι, βροχή ήταν αυτή; Θα ξεραθεί ο τόπος …; » . Και δεν μπορεί να πει κανείς ότι δεν είναι καλά στο μυαλό, αλλά συνήθισε να γκρινιάζει. Να είναι λογικός και να σκέφτεται παράλογα!.» 

Αυτό το ανικανοποίητο που περιγράφει ο Άγιος Παϊσιος, είναι χαρακτηριστικό των ανθρώπων που υποφέρουν από την γρίνια. Γιατί στην πραγματικότητα υποφέρουν. Τις περισσότερες φορές ούτε αυτοί αντέχουν τον εαυτό τους. Ο γκρινιάρης στα ανείπωτα της ψυχής του μισεί τον εαυτό και την ζωή του. Όταν κάποιος δεν έχει αποδεχθεί τον εαυτό του, αυτή την άρνηση την προβάλει παντού. Όλα του φταίνε γιατί του φταίει η ίδια η ύπαρξη. Εάν δεν επέλθει η εσωτερική συμφιλίωση, η εξωτερική γκρίνια ως μορφή επιθετικότητας, θα παραμένει απέναντι στην ζωή.

Στο ποσοστό που συμφιλιωνόμαστε με τον εαυτό μας, αντέχουμε και τον διπλανό μας, και όταν αγαπήσουμε την ζωή τότε νικάμε και τον θάνατο.
 Ο γκρινιάρης, είναι το αντίθετο του δοξολογικού και ευχαριστιακού ανθρώπου. Ο δοξολογικός άνθρωπος ευχαριστεί για όλα και όλους. Για τα καλά και τα κακά, γνωρίζοντας ότι όλα προέρχονται από τον Θεό ως μέσα γνωριμίας μαζί του και με τον βαθύτερο εαυτό μας. «Για αυτό λέω, η δοξολογία είναι μεγάλη υπόθεση. Από μας εξαρτάται, αν γευθούμε ή όχι τις ευλογίες που μας δίνει ο Θεός.

  Σ΄αυτή την ζωή ο Θεός θα μας δώσει τα χάδια του. Το χάδι του Θεού θα επέλθει πάνω σε όλους τους ανθρώπους με διαφορετικούς και ίσως αντιφατικούς τρόπους. Ας μην ξεχνάμε ότι οι δρόμοι και οι τρόποι με τους οποίους ο Θεός προσεγγίζει το ανθρώπινο πρόσωπο, είναι εντελώς παράδοξοι. Δεν εμπίπτουν στην δική μας λογική και εκλογίκευση. Στον έλεγχο και την ανάλυσή μας. Δεν μπαίνουν ακόμη και μέσα στους νόμους και την ηθική μας. Το χάδι του Θεού δεν ερμηνεύεται αλλά βιώνεται. Δεν αναλύεται αλλά γεύεται. Είναι εμπειρία και όχι ερμηνεία. Πόσοι άνθρωποι τρώνε μόνον ξερό παξιμάδι, αλλά μέρα-νύχτα δοξολογούν τον Θεό και τρέφονται με ουράνια γλυκύτητα ! Αυτοί οι άνθρωποι αποκτούν μια πνευματική ευαισθησία και γνωρίζουν τα χάδια του Θεού. Εμείς δεν τα καταλαβαίνουμε, γιατί η καρδιά μας έχει πιάσει γλίτσα και δεν ικανοποιούμαστε με τίποτε.

  Τα χάδια του Θεού είναι η αγαπητική παρουσία Του. Οι ευλογίες του μέσα στην ζωή μας. Είναι αυτό το χάδι που προσπαθεί απεγνωσμένα να σωπάσει το αρχαϊκό κλάμα μας. Να καλύψει την μεγάλη έλλειψη. Να φανερώσει ότι ο Θεός είναι, ήταν, και θα παραμείνει μια ανοιχτή αγκαλιά που συν-χωρεί τα πάθη και ηρεμεί τους καημούς μας. 
Στο ποσοστό που επιτρέπουμε στον εαυτό μας, να βιώσει την αγκαλιά και το χάδι του Θεού, η γκρίνια μεταμορφώνεται σε δοξολογία και ευχαριστία. Μέχρι τότε εάν δεν ξέρουμε κάτι άλλο να κάνουμε εκτός από το να γκρινιάζουμε ας το πράξουμε, είναι κι αυτός ένα τρόπος διαλόγου έστω και αρνητικός. Άλλωστε ο Θεός ξέρει να μιλάει όλες τις γλώσσες της ανθρώπινης καρδιάς, ακόμη και εκείνες που φαίνονται παράδοξες.
 π. Χαράλαμπος(Λίβυος) Παπαδόπουλος


το είδαμε εδώ

«Εάν φας χυλόπιτα από τον Θεό...»


Εάν φας χυλόπιτα από τον Θεό να ξέρεις ότι έγινε γιατί του ρίχτηκες απότομα. Ήθελες από Αυτόν κάτι μικρό, σύντομο, εφήμερο· ενώ Αυτός θέλει να σου δοθεί ολόκληρος, θέλει να Του δοθείς ολόκληρος. Δεν θέλει ο Θεός μια σχέση παροδική, ένα ρηχό φλερτ γι’αυτό σου δίνει χυλόπιτα κάθε φορά που Τον πλησιάζεις μ’αυτόν τον τρόπο. Θέλει ο Θεός κάτι το γνήσιο, κάτι το βαθύ με σένα, με τον καθένα μας. Μία σχέση που θα έχει σίγουρα τα σκαμπανεβάσματά της, όμως θα ‘ναι σχέση· όχι μιας νύχτας συνεύρεση, αλλά ένα πάθος ζωής, ένα αντάμωμα που τελειωμό δεν θα ‘χει. 
                                                    
π. Παύλος Παπαδόπουλος 
το είδαμε  εδώ.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΔΑΥΙΔ Ο ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ




Αυτός ο μακάριος καταγόταν από την Ανατολή και καταύγασε τη Δύση σαν πολύφωτος αστέρας. Διότι αφού υπέταξε τα πάθη της σάρκας από την παιδική του ηλικία με την εγκράτεια και την αγνότητα, φάνηκε ως ένσαρκος άγγελος. Έφτιαξε καλύβα σε μία αμυγδαλιά και εύφρανε τους πάντες με τους λόγους του, ενώ ο ίδιος έδωσε φτερά στον νου του φτάνοντας σε ένθεο ύψος. Γι᾽ αυτό και ο Θεός τού έδωσε πλούσια τη χάρη της θαυματουργίας και φάνηκε φωτεινότατος στύλος καταφωτίζοντας όλους με τα θαύματά του. Παγώνοντας τον χειμώνα και φλεγόμενος το καλοκαίρι έφτασε γρήγορα στην απάθεια. Κι αφού κατάφλεξε τις ηδονές της σάρκας, πήρε με τα χέρια του αναμμένους άνθρακες κι αφού στάθηκε κατά πρόσωπο του βασιλιά τον θυμιάτισε χωρίς να καεί καθόλου. Έτσι αφού κατέπληξε κάθε ανθρώπινη φύση με τη ζωή του και τα θαύματά του, μετατέθηκε προς τον Κύριο, τον Οποίο από βρέφος αγάπησε με μεγάλο πόθο”.

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος δεν μπορεί να αντισταθεί στην πρόκληση που του δίνει το όνομα του οσίου Δαυίδ. Ο όσιος τον παραπέμπει στον προφητάνακτα Δαυίδ, από τον οποίο βρίσκει αντιστοιχίες ζωής με εκείνον: ο νέος Δαυίδ πάλεψε με τα πάθη του που ήταν σαν τον Γολιάθ του πρώτου Δαυίδ, και τα νίκησε. Ο νέος Δαυίδ εξεικονίζει τον παλαιό Δαυίδ, γιατί έγινε κι αυτός σαν εκείνον ευθύς, ταπεινός, πράος. ῾Νέε Δαυίδ ενώθηκες με τον παλαιό Δαυίδ, γιατί σκότωσες σαν άλλο Γολιάθ τα σαρκικά σου πάθη᾽(῾Δαυίδ συνήφθης τω πάλαι Δαυίδ νέε, άλλον Γολιάθ σαρκικά κτείνας πάθη᾽) (στίχοι συναξαρίου). ῾Έγινες ευθύς και ταπεινός και πράος, εξεικονίζοντας με πιστότητα τον συνώνυμό σου Δαυίδ᾽(῾Γέγονας ευθύς και ταπεινός και πράος, Δαυίδ τον συνώνυμον εξεικονίζων πιστώς᾽) (ωδή η´).  Η σύγκριση που κάνει ο άγιος υμνογράφος λοιπόν μεταξύ των δύο Δαυίδ γίνεται ακριβώς γι᾽ αυτόν τόν σκοπό: να προβάλει τον όσιο ως τέτοιο πνευματικό αγωνιστή που έφτασε σε ύψη κατά Χριστόν απάθειας και έγινε κατοικητήριο του αγίου Πνεύματος. ῾Νέκρωσες, πάτερ, το αμαρτωλό φρόνημα του σώματος εδώ στη γη, γι᾽ αυτό και απέκτησες τον Χριστό στην καρδιά σου, που είναι η αληθινή ζωή᾽(῾Μέλη νεκρώσας, πάτερ, εν γη του σώματος, την ζωήν ενοικούσαν εν τη καρδία έσχηκας, Χριστόν᾽) (ωδή α´). ῾Γνωρίστηκες ως οίκος του θείου Πνεύματος, όσιε Δαυίδ᾽(῾Οίκος θείου Πνεύματος εγνωρίσθης, όσιε Δαυίδ᾽) (ωδή ς´). 


Από την άποψη αυτή ο όσιος Δαυίδ, ως ῾έμπλεως συνέσεως και χάριτος᾽ (ωδή δ´), έγινε έκτοτε μία άλλη παρουσία του Θεού στον κόσμο που βοηθά αυτόν να ξεφεύγει από τη δαιμονική κακία. Με άλλα λόγια ο άγιος υμνογράφος υπενθυμίζει για μία ακόμη φορά ότι οι άγιοι, αγιάζοντας τον εαυτό τους, δηλαδή γινόμενοι δίοδος ώστε να φανερώνεται η ενέργεια του Θεού, αποτελούν τους μεγαλύτερους ευεργέτες του κόσμου. Ο αγιασμός αυτών συντελεί και στον αγιασμό των υπολοίπων ανθρώπων, η δική τους πνευματική άνοδος δίνει ώθηση και στην αναγωγή των υπολοίπων ημών. Υπάρχει λοιπόν πολλή αλήθεια στο λεγόμενο ότι λόγω των αγίων ο Θεός σώζει και τους άλλους ανθρώπους. Αυτό άλλωστε δεν τονίζει και το γεγονός από την Παλαιά Διαθήκη, όταν ο Αβραάμ, ῾πιέζοντας᾽ τον Κύριο με τις ερωτήσεις του, εισπράττει την απάντησή Του ότι ῾χάριν και δέκα ακόμη δικαίων θα σώσει και όλους τους ευρισκομένους στις αμαρτωλές πόλεις των Σοδόμων και των Γομόρρων;᾽ Ας δούμε όμως τον ίδιο τον υμνογράφο μας να μας καθοδηγεί επ᾽ αυτού. ῾Ο βίος σου, όσιε, αφού αναδείχτηκε ένδοξος από τη βία που άσκησες πάνω στην ανθρώπινη φύση σου, λύτρωσε τους ανθρώπους, με τη συνέργεια του Πνεύματος, από τη βιαιότατη κακία᾽(῾Ο βίος σου τη βία της φύσεως περιφανής αναδειχθείς και συνεργεία του Πνεύματος βιαιοτάτης κακίας ανθρώπους ελυτρώσατο, όσιε᾽) (ωδή δ´).

Πόση παρηγοριά από αυτό, αλλά και πόση ευθύνη! Κατανυσσόμαστε από την αγάπη του Θεού και των αγίων απέναντι σε εμάς τους απλούς και αμαρτωλούς – ο αγώνας των αγίων γίνεται και για εμάς – αλλά και προκαλούμαστε να νιώσουμε την ευθύνη που έχουμε απέναντι και στους υπολοίπους συνανθρώπους μας – ο καθένας μας είναι υπεύθυνος και για τους άλλους. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η επισήμανση του αγίου Ιωσήφ: ο όσιος κοίμισε με τον αγώνα του τα πάθη του σώματος, ο ίδιος έτσι κοιμήθηκε ειρηνικά, και με την κοίμησή του αυτή έγινε ο άγρυπνος φύλακάς μας. ῾Κοίμισες τις ηδονές του σώματος, όσιε Πάτερ, με τις άγρυπνες προσευχές σου και τα αγωνίσματα, γι᾽ αυτό και αφού ύπνωσες κοιμήθηκες ειρηνικά πράγματι. Λοιπόν έτσι σε αποκτήσαμε άγρυπνο φύλακά μας, εμείς που σε τιμάμε με πόθο᾽(῾Κοιμίσας τας ηδονάς του σώματος, όσιε, προσευχαίς αγρύπνοις και αγωνίσμασι, Πάτερ, εν ειρήνη αληθώς υπνώσας εκοιμήθης. ´Οθεν σε άγρυπνον κεκτήμεθα φύλακα οι πόθω τιμώντές σε᾽) (ωδή γ´).

Ο άγιος Ιωσήφ αξιοποιεί στο έπακρο και την επιλογή του οσίου Δαυίδ να ζήσει σε καλύβα πάνω σε μία αμυγδαλιά. Κατά τον υμνογράφο ο όσιος πρώτον έγινε σαν καλλικέλαδο πουλί, που ζει κι αυτό πάνω στα δέντρα, οπότε από εκεί έλαβε χρυσά φτερά για να ανεβεί στην απάθεια και την τελειότητα και να κατασκηνώσει τελικά στο ύψος του ουρανού. ῾Σαν ευκέλαδο πουλί με την ανάβασή σου στο δέντρο κατασκεύασες καλύβα, πάτερ, παγώνοντας τον χειμώνα και φλεγόμενος το καλοκαίρι. Από εδώ απέκτησες χρυσά φτερά της απάθειας και της τελειότητας και κατασκήνωσες προς το ουράνιο ύψος᾽(῾Καθάπερ όρνις ευκέλαδος εν αναβάσει φυτού, καλιάν, Πάτερ, έπηξας, τω κρύει πηγνύμενος και τω θέρει φλεγόμενος. Χρυσάς εντεύθεν έλαβες πτέρυγας της απαθείας και της τελειότητος, και προς ουράνιον ύψος κατεσκήνωσας᾽) (στιχηρό εσπερινού κ.α.) Και: ευρισκόμενος στο δέντρο έγινες σαν τον αετό από πλευράς πνευματικής: απέκτησες δυνατά φτερά για να πετάξεις στα ουράνια. ῾Φυτώ πηξάμενος, ως αετός, πάτερ, καλιάν, προς τα ουράνια τας σας φρένας εξεπέτασας᾽) (ωδή θ´).  Δεύτερον ζώντας πάνω σε ξύλο δέντρου έκανε υπομονή,  γιατί είχε διαρκώς τα όμματα της ψυχής του προς τον εν ξύλω σταυρωθέντα Κύριο. ῾Έχοντας τα όμματά σου και τα νοήματα διαρκώς προς τον αναρτηθέντα στο ξύλο, έμεινες καρτερικά πάνω στο φυτό, πάτερ᾽(῾Τείνας σου τα όμματα και τα νοήματα προς τον εν ξύλω αναρτηθέντα, φυτώ ενεκαρτέρησας, Πάτερ᾽) (ωδή ε´). Τρίτον σαν κλαδί κι αυτός του δέντρου έπρεπε να ποτιστεί, για να παραμείνει εκεί. Και το πότισμά του ήταν τα ποτάμια των δακρύων του. ῾Ίστασο ακλόνητος φυτού κλώνοις, όσιε, αρδείαις δακρύων σου συχνώς ποτιζόμενος᾽ (ωδή ζ´).

Η μνήμη του οσίου Δαυίδ αγιάζει και εμάς που τον τιμούμε. Έζησε άγια και καθώς συναγάλλεται τώρα μαζί με τους άλλους αγίους πρεσβεύει διαρκώς υπέρ ημών. ῾Η αγία μνήμη σου αγιάζει σήμερα εμάς που την τελούμε με πίστη, όσιε Δαυίδ. Διότι έζησες τη ζωή σου, άγιε, με αγιότητα και μετά την κοίμησή σου συναγάλλεσαι πάντοτε με τους αγίους᾽(῾Η αγία μνήμη σου αγιάζει σήμερον ημάς, τελούντας ταύτην πιστώς, όσιε Δαυίδ. Αγίως γαρ ήνυσας την σεαυτού, άγιε, ζωήν, και μετά κοίμησιν τοις Αγίοις συναγάλλη αεί᾽) (ωδή θ´). 

Ἀναφορὰ σὲ θέματα τῆς Θείας Λειτουργίας



Ἡ Ἐκκλησία, σὰν ζωντανὸς ὀργανισμός, ἔχει τὴ δύναμη νὰ κρατάη ἐπάνω της ὅσα εἶναι γιὰ νὰ ζήσουν καὶ νὰ ἀφήνη ὅσα ἀπὸ μόνα τους εἶναι πιὰ νεκρά. Αὐτὸ ποὺ λέμε παράδοση δὲν εἶναι ἕνα νεκρὸ φορτίο, ποὺ πρέπει ἡ Ἐκκλησία νὰ τὸ σηκώνη ἐπάνω της, ἀλλὰ εἶναι μιὰ ζωντανὴ συνέχεια καὶ μιὰ δυναμικὴ πορεία πρὸς τὰ ἐμπρός. Ὅσα λοιπὸν εἶναι νὰ πεθάνουν θὰ πεθάνουν κι ἂς μὴ φοβούμαστε• ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν πεθαίνουν. Πρέπει νὰ εἴμαστε σὲ θέση, κάθε φορά, νὰ ξεχωρίζουμε τὸ οὐσιῶδες ἀπὸ τὸ ἐπουσιῶδες, χωρὶς νὰ φοβούμαστε ὅτι θίγεται τάχα ἡ πίστη, ὅταν πρέπει νὰ βάλωμε κάποια πράγματα στὴ θέση τους. Χρειάζεται βέβαια σύνεση, ποὺ ποτὲ δὲν πρέπει νὰ μᾶς λείπη.

Ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ θεία λατρεία. Ὅσο κι ἂν αὐτὸ στὸν καιρό μας, ποὺ εἶναι καιρὸς πρακτικῆς καὶ κοινωνικῆς δραστηριότητας, δὲν ἀκούεται καλά, ὅμως εἶναι μία βασικὴ ἐκκλησιαστικὴ ἀλήθεια. Ἂν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ ἐποχὲς παρακμῆς τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὲς εἶναι οἱ ἐποχὲς παρακμῆς τῆς θείας λατρείας.

Ἀλλὰ τὸ ζήτημα εἶναι τί πρέπει νὰ θεωροῦμε γιὰ ἀκμὴ ἤ γιὰ παρακμὴ στὴ θεία λατρεία. Μποροῦμε νὰ ποῦμε γενικὰ ὅτι ἀκμὴ τῆς ὀρθόδοξης λατρείας δὲν εἶναι πάντως ὁ ὑλικὸς πλοῦτος καὶ ἡ βασιλικὴ μεγαλοπρέπεια. Αὐτὸ πρέπει νὰ θεωρηθῆ πὼς εἶναι βέβαιη παρακμὴ τῆς θείας λατρείας καὶ παρεκτροπὴ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Εὐαγγελίου. Οὔτε τὰ χρυσὰ σκεύη οὔτε τὰ πολυτελῆ ἄμφια οὔτε οἱ λαμπροὶ φωτισμοὶ οὔτε οἱ πολυφωνικοὶ χοροὶ εἶναι ἡ ζωντανὴ καὶ ἀκμαία ὀρθόδοξη λατρεία.

Ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸ ἄλλο ἄκρο. Γιατί πολλοὶ ἀπὸ ἀντίδραση πέφτουν στὸ ἄλλο ἄκρο ἤ ἀκόμα καὶ ἀρνιοῦνται τὴν ἀξία τῆς θείας λατρείας, καὶ φτάνουν νὰ ποῦν πὼς Ἐκκλησία εἶναι ἕνα στεγνὸ προτεσταντικοῦ τύπου κήρυγμα καὶ μία κοινωνικὴ μόνο δραστηριότητα. Γι’ αὐτὸ δὲν ἀγαποῦν τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες, δὲν συγκινοῦνται στὴ λειτουργικὴ σύναξη, δὲν ξέρουν καὶ δὲν θέλουν νὰ λειτουργήσουν. Μιλᾶμε γιὰ ὡρισμένους κληρικούς, ποὺ θέλουν νὰ εἶναι μᾶλλον προϊστάμενοι καὶ διοικητὲς στὴν Ἐκκλησία παρὰ ἱερεῖς καὶ λειτουργοί. Τίποτε περισσότερο καὶ καλύτερο δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κανεὶς στὴν Ἐκκλησία παρὰ ἱερέας καὶ λειτουργός• ὅλα τὰ ἄλλα ὑστέρα σ’ ἕναν καλὸ καὶ ἀληθινὸ ἱερέα ἔρχονται μόνα τους. Αὐτὸ δυστυχῶς πολλοὶ δὲν τὸ καταλαβαίνομε, γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς δέρνει ἡ πολυπραγμοσύνη καὶ γι’ αὐτὸ συμβαίνει πολλὴ ἀκαταστασία στὴν Ἐκκλησία.


* * *

Ἀλλά, μᾶς ἐνδιαφέρει τώρα ἡ στάση μας καὶ ἡ συμπεριφορὰ μας μέσα στὴ θεία Λειτουργία. Καὶ θέλομε νὰ ποῦμε γιὰ ἕνα μέτρο, ποὺ πρέπει νὰ μᾶς κρατάη ὅταν λειτουργοῦμε, εἴτε πρὸς τὸ ἕνα εἴτε πρὸς τὸ ἄλλο ἄκρο. Εἶναι λοιπὸν μεγάλη ἁμαρτία, ὅταν οἱ λειτουργοί, οἱ ἱερεῖς δηλαδὴ καὶ οἱ ψάλτες, ξεχνιοῦνται ἤ καὶ θέλουν νὰ δίνουν τὴν ἐντύπωση, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ψάλλουν καὶ κινοῦνται, πὼς ἡ Ἐκκλησία εἶναι θέατρο. Ἔχει βέβαια μία δραματικὴ κίνηση ἡ τελετὴ τῆς θείας Λειτουργίας, ἔτσι καθὼς εἶναι ὁ ναὸς μὲ τὸ εἰκονοστάσι καὶ μὲ τὸ ἅγιο βῆμα ψηλότερα, μὲ τὴν ἱερὴ μουσικὴ καὶ μὲ τὸν διάλογο, ποὺ διαρκῶς γίνεται μὲ τὸν ἱερέα καὶ τὸ λαό. Στοὺς μεγάλους μάλιστα ναοὺς τῶν πόλεων, ὅπου ὑπάρχουν καὶ διάκονοι, αὐτὴ ἡ κίνηση γίνεται ζωηρότερη. Ἀλλὰ ποτὲ ἡ θεία Λειτουργία δὲν πρέπει νὰ ξεπέφτη σὲ θεατρικὴ παράσταση.

Ὅταν ὁ λόγος ἦταν γιὰ τοὺς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας, εἴπαμε τότε ὅσα μπορέσαμε, μὰ βλέπομε πὼς πρέπει τώρα κάτι ἀκόμα νὰ προσθέσουμε. Ἡ ψαλμωδία, καθὼς εἴπαμε δὲν εἶναι σκοπός, στὴν Ἐκκλησία, δηλαδὴ δὲν ψάλλομε γιὰ νὰ ψάλλωμε. Αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὸ ξεχνᾶμε καὶ μάλιστα οἱ ψάλτες, ποὺ πολλὲς φορὲς θαρροῦν πὼς ἡ ἱερὴ σύναξη γίνεται, γιὰ νὰ τοὺς δοθῆ ἡ εὐκαιρία νὰ δείξουν τὴν τέχνη τους καὶ τὴ φωνή τους. Ξέρομε ἐδῶ πόση ζημιὰ γίνεται στὴν προσευχὴ καὶ τὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μ’ ἐκεῖνο τὸ περίφημο «Δύναμις» τοῦ «Ἅγιος ὁ Θεός...». Καὶ φαίνεται πὼς αὐτὸ γινότανε πάντα καὶ στὴ θεία Λειτουργία καὶ στὶς ἄλλες ἀκολουθίες, ἀλλιῶς δὲν θὰ ἀναγκαζότανε ἡ ἕκτη οἰκουμενικὴ Σύνοδος νὰ ἐκδώση τὸν ἑβδομηνταπέντε κανόνα. Ἀλλὰ ἡ Σύνοδος δὲν ὥρισε μόνο πῶς καὶ τί νὰ μὴν ψάλλουν οἱ ψάλτες, ἀλλὰ στὴ συνέχεια τοῦ κανόνα εἶπε καὶ πῶς πρέπει νὰ ψάλλουν «ἀλλὰ μετὰ πολλῆς προσοχῆς καὶ κατανύξεως τὰς τοιαύτας ψαλμωδίας προσάγειν τῷ τῶν κρυπτῶν ἐφόρῳ Θεῷ...». Ἡ ψαλμωδία δὲν εἶναι καλλιτεχνικὴ ἐπίδειξη, ἀλλὰ ἐκκλησιαστικὴ διακονία. Καὶ ὁ Θεὸς δὲν ἀκούει τὶς κραυγὲς στὸ «ἀθάνατος», ἀλλὰ τί ψάλλει ὁ καθένας μέσα του• «ἄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ», γράφει ὁ Ἀπόστολος.

Ἀλλὰ εἶναι καὶ τὸ ἄλλο ἄκρο, ἡ ἀντίληψη ἐκείνων, ποὺ δὲν ξέρουν τί εἶναι ἡ θεία λατρεία καὶ δὲν τὴν ἐκτιμοῦν. Αὐτοὶ δὲν θέλησαν καὶ δὲν φιλοτιμήθηκαν νὰ μάθουν πῶς πρέπει νὰ κινοῦνται μέσα στὴν Ἐκκλησία σὰν λειτουργοὶ καὶ πῶς πρέπει νὰ ἀνοίγουν τὸ στόμα τους γιὰ νὰ διαβάσουν καὶ νὰ ψάλλουν. Ἡ Ἐκκλησία δὲν θέλει καλλιτέχνες καὶ τραγουδιστές, ἀλλὰ ἀνθρώπους μὲ ἱερατικὴ καὶ λειτουργικὴ συνείδηση, ποὺ νὰ θέλουν καὶ νὰ ξέρουν νὰ μεταχειρισθοῦν τὴν ὅποια φωνὴ τοὺς ἔδωκε ὁ Θεός. Ἀλλὰ καὶ δὲν εἶναι κατάλληλοι γιὰ τὴν ἱερουργία καὶ δὲν κάνουν ὅσοι δὲν ἀγαποῦν τὴν εὐπρέπεια τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ. Καὶ εὐπρέπεια δὲν εἶναι μόνο τὸ συγύρισμα τοῦ χώρου, ἀλλὰ καὶ ἡ καλὴ διεξαγωγὴ τῆς θείας λατρείας. Κάποιοι, θέλοντας πολὺ σωστὰ νὰ ἀποφύγουν τὰ τραγούδια, ξεπέφτουν στὸ ἄλλο ἄκρο καὶ κάνουν σύνθημά τους τὴν ἀπειροκαλία.

Ἀκοῦνε, γιὰ παράδειγμα, νὰ γίνεται λόγος γιὰ ἀναγνώσματα, καὶ ἐπιμένουν νὰ διαβάζουν τὸν Ἀπόστολο καὶ τὸ Εὐαγγέλιο σὰν τὰ κοινὰ κείμενα καὶ σὰν τὴν ἐφημερίδα. Μὰ ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἕναν δικό της τρόπο ποὺ διαβάζει τὸν Ἀπόστολο καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, τὶς εὐχὲς καὶ κάθε ἀνάγνωσμα. Εἶναι τὸ λεγόμενο «ὕφος», ἤ, ὅπως εἴπαμε στὰ προηγούμενα, ἡ ἐμμελὴς ἀπαγγελία, κάτι ποὺ ἔρχεται ἀπὸ πολὺ μακρυά, κι ὅπως λένε οἱ εἰδικοί, εἶναι ὁ τρόπος τῆς ἀπαγγελίας τοῦ χοροῦ στὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ τραγωδία. Πολλοὶ ξένοι φιλόλογοι ἔρχονται στὴ θεία Λειτουργία, γιὰ νὰ ἀκούσουν μιὰ καλὴ ἐμμελῆ ἀπαγγελία.

Οι Άγιοι και η ευπερίστατος αμαρτία(ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ) πρωτοπρεσβύτερος Θεμιστοκλής Μουρτζανός



 Όταν ένας άνθρωπος φέρει στους ώμους του ένα βαρύ φορτίο, μία δοκιμασία, έναν σταυρό, οι υπόλοιποι συνηθίζουμε να λέμε ότι αυτός «αγίασε». Έχουμε ταυτίσει τους αγίους με εκείνους του ανθρώπους που κουβαλάνε φορτία και μάλιστα δυσβάσταχτα.
 Η αγιότητα θεωρείται σταυρός. Θεωρείται επιλογή των λίγων. Αυτών που δε θέλουν να ζήσουν τη χαρά της κοσμικής ζωής, αλλά οραματίζονται έναν κόσμο εκτός χρόνου και μετά θάνατον, στον οποίο ο Θεός που πιστεύουν θα τους δώσει ανάπαυση. 
Έτσι εμείς οι άνθρωποι τους τιμούμε ακριβώς διότι δε χάρηκαν σ’ αυτή τη ζωή, αλλά άφησαν τα πάντα για τον ουρανό.

 Ο λόγος όμως του αποστόλου Παύλου, όταν αναφέρεται στους αγίους, μας δείχνει κάτι άλλο. Μας προτρέπει, «τοσούτον έχοντες περικείμενον ημίν νέφος μαρτύρων, όγκον αποθέμενοι πάντα και την ευπερίστατον αμαρτίαν, δι’ υπομονής τρέχωμεν τον προκείμενον ημίν αγώνα» (Εβρ. 12, 1)Έχοντας γύρω μας μια τόσο μεγάλη στρατιά μαρτύρων, ας τινάξουμε από πάνω μας κάθε φορτίο και την αμαρτία που εύκολα μας εμπλέκει, κι ας τρέχουμε με υπομονή το αγώνισμα του δύσκολου δρόμου που έχουμε μπροστά μας.

 Ο απόστολος δεν μας ζητά να σηκώνουμε φορτία, αλλά να τινάξουμε φορτία. Δεν βλέπει τη ζωή της πίστης ως βάρος. Αντίθετα, βλέπει τις μέριμνες αυτής της ζωής, την αγωνία μας να πετύχουμε, την επιδίωξη της ικανοποίησης κάθε επιθυμίας ως βάρος. Την θεοποίηση του εγώ μας. Την αίσθηση ότι υπάρχουμε για να περνάμε καλά. Αυτά μας παγιδεύουν, μαζί με τη αμαρτία, που εύκολα μας μπλέκει στον χρόνο, και δεν μας αφήνουν να έχουμε υπομονή για να τρέξουμε στον αγώνα προς τον Αρχηγό της πίστης μας που είναι ο Χριστός.

 Ο Παύλος μιλά για μια αλλιώτικη θέαση του κόσμου. Η σχέση με τον Χριστό είναι η χαρά. Η αγάπη που αυτή η σχέση δίνει είναι που νοηματοδοτεί τη ζωή μας. Το πρόσωπο του Χριστού αίρει τα φορτία μας. Και την ίδια στιγμή οι εντολές της πίστης δεν είναι βάρος και όγκος, αλλά ό,τι μας κάνει να βρίσκουμε ελπίδα. 
Αυτή η στάση δεν μπορεί να αγγίξει βέβαια εύκολα την εποχή του πρόσκαιρου και εφήμερου. Αν μπορείς να ικανοποιήσεις τις επιθυμίες σου και τα θελήματά σου «εδώ και τώρα», πώς να μη σου είναι βάρος η υπομονή; 
 Αν ο πειρασμός σου έχει να κάνει με το να χρησιμοποιείς τους άλλους για να περνάς καλά, πώς να μη σου είναι βάρος η αγάπη, στην οποία χρειάζεται να μοιραστείς, να παραιτηθείς από το εγώ, να συγχωρέσεις, να αντέξεις, να αφιερωθείς;
 Αν ο πολιτισμός σου λέει ότι έχεις δικαιώματα τα οποία είναι η βάση για να είσαι καταξιωμένος και επιτυχημένος, πώς να μη σου είναι βάρος το να παραιτηθείς από αυτά, να τα αφήσεις κατά μέρος, να πεις ότι χάριν της αγάπης, χάριν του πλησίον, χάριν της ταπεινής καρδιάς, θα δείξεις μακροθυμία και θα παραιτηθείς από ό,τι δικαιούσαι ή θα το μοιραστείς με τον άλλο; Θα παραιτηθείς ακόμη και από τον χρόνο σου, από τη δυνατότητα να ξοδεύεις τα πάντα όπως θέλεις, χάριν της συνάντησης με τον Θεό και τον πλησίον, ακόμη και και με εκείνον που δεν σε αναπαύει;

  Οι άγιοι νίκησαν την αμαρτία που μας κρατά παγιδευμένους στις περιστάσεις της ζωής, σε αυτό που φαντάζει ανίκητο, που δίνει στιγμιαία χαρά και σε κάνει να μη νοιάζεσαι για τη διάρκεια.Μεταμόρφωσαν τον αυθορμητισμό σε συνειδητή επιλογή πίστης. Τον φόβο του θανάτου σε ελπίδα ανάστασης. Την ήττα σε νίκη. Την περιφρόνηση και την απόρριψη σε εμπιστοσύνη στο Θεό και το θέλημά Του. Τον ιδρώτα, τον πόνο και το αίμα σε ολοκαύτωμα αγάπης. Είπαν μέσα τους ότι αξίζει ακόμη και ο θάνατος, παρά ο χωρισμός από τον Χριστό. Και αξιώθηκαν της αιώνιας κοινωνίας μαζί Του, αλλά και της τιμής των ανθρώπων εν τη Εκκλησία.
 Φοβόμαστε να σηκώσουμε τον σταυρό μας. Παρακαλούμε τον Θεό να μας απαλλάξει από το φορτίο του να μην έρχονται τα πράγματα όπως τα ζητάμε. Η αληθινή γενναιότητα όμως στη ζωή βρίσκεται εκεί όπου εμπιστευόμαστε Αυτόν που μας αγαπά και όταν αποτινάσσουμε κάθε βάρος που μας οδηγεί στην απόγνωση. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο στη ζωή της Εκκλησίας. Εκεί υπάρχει η αγιότητα. Στην Εκκλησία. 
Όταν στρέφουμε τον νου και την καρδιά μας τόσο στον Θεό όσο και σε όσους προηγήθηκαν στον δρόμο αυτό, τότε διαπιστώνουμε ότι η αγιότητα έχει χαρά. Γιατί είναι στερεωμένη στην αλήθεια που νικά τον χρόνο.
 Στο μυστήριο της Ευχαριστίας που μας ενώνει με τον Θεό και τον πλησίον. 
Στην μετάνοια που μας ξεκουράζει από την επενέργεια των παθών. 
Στον αγώνα να είναι η συνείδησή μας καθαρή από έργα που νεκρώνουν. Η Εκκλησία γίνεται ο δρόμος και ο τρόπος δια των οποίων το Άγιο Πνεύμα μας κάνει να ελπίζουμε και να ησυχάζουμε.

 Ναι, είναι δύσκολο να αποτινάξουμε τα φορτία. Γιατί άλλα είναι τα πραγματικά και άλλα νομίζουμε ότι κουβαλούμε. Η ζωή των αγίων είναι η διάλυση των ψευδαισθήσεων και η οικείωση της αλήθειας που βρίσκεται στη σχέση με το Πρόσωπο του Χριστού. 
Γιατί ο άγιος έχει βρει την αλήθεια. Τον πολύτιμο μαργαρίτη. Και αγαπώντας Τον, δε φοβάται. Με τα χαρίσματά του προσεγγίζει τον Θεό και αποπνέει τη χάρη Του. 
Ας δώσουμε λοιπόν στον εαυτό μας την ευκαιρία να βρει νόημα δια της αγιότητας και να ξεπεράσει την κάθε μορφής αμαρτία, αποτινάσσοντας τα φορτία που τον εμποδίζουν από το να ζήσει την Αλήθεια. Και το παράδοξο είναι ότι δε θα είμαστε μόνοι μας, αλλά όσοι προηγήθηκαν θα μας στηρίζουν με τις προσευχές και την αγάπη τους ενώπιον του Θεού. Ας καγχάζει ο κόσμος. Δεν είναι άξιος των αγίων. Αλλά ο Θεός θέλει πάντας σωθήναι! Μπορούμε να διαλέξουμε την αγαθή μερίδα Του.
το είδαμε εδώ

Νά γιατί τα ἀρχαῖα φαίνονται... παρά φύσιν στόν Φίλη: «Τα ἀρχαῖα κάνουν τούς μαθητές πιό ἔξυπνους» - Οἱ ἀποδείξεις!


Ὅλοι τὸ ὑποπτεύονταν, ἀλλὰ τώρα πλέον εἶναι ἀδιαμφισβήτητο γεγονὸς: Ἡ ἐκμάθηση ἀρχαίων ἑλληνικῶν στὰ παιδιὰ τὰ ὠφελεῖ ποικιλοτρόπως. Κοντολογίς, τὰ κάνει ἐξυπνότερα, κοινωνικότερα, διευρύνει τοὺς ὁρίζοντὲς τούς, βελτιώνει τὴν ὀρθογραφικὴ ἱκανότητὰ τούς, τὴ μνήμη, τὴν ἀναγνώριση τοῦ προφορικοῦ λόγου! Ὁ ἄνθρωπος πίσω ἀπὸ τὴν τεκμηρίωση τῆς εὐμενοῦς ἐπίδρασης τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν στὰ παιδιὰ εἶναι ἡ Ἄννα Γραβάνη, πτυχιοῦχος Ψυχολογίας τοῦ Ἐθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοὺ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ ἡ συντάκτρια τῆς διπλωματικῆς ἐργασίας μὲ τίτλο «Ὑπάρχουν ὀφέλη ἀπὸ τὴν ἐκμάθηση τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν γιὰ τὴ γλωσσικὴ - γνωστικὴ ἀνάπτυξη τῶν παιδιῶν (ομιλητών τῆς νέας ἑλληνικῆς γλώσσας;».

Ἡ πρωτοποριακὴ μεταπτυχιακὴ ἐρευνά της ἔγινε δεκτὴ ἀπὸ τὴ Σχολὴ Ψυχολογίας τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Dundee (Σκωτία). Ὅπως μᾶς ἐξήγησε ἡ ἴδια, «ἡ ἐκμάθηση μίας γλώσσας συνδέεται μὲ πτυχὲς τῆς ψυχικῆς καὶ τῆς γνωστικῆς
λειτουργίας τοῦ ἀτόμου. H Γνωστικὴ Ψυχολογία μελετᾶ πὼς ἕνα ἄτομο ἀποκτᾶ γνώση. Οἱ γνωστικὲς λειτουργίες, μέσω τῶν ὁποίων κατακτοῦμε τὴ γνώση, εἶναι ἡ ἀντίληψη, ἡ μνήμη, ἡ γλῶσσα, ἡ σκέψη, ἡ ἱκανότητα ἐπίλυσης προβλημάτων». Σκοπὸς τῆς ἐρευνᾶς τῆς ἦταν νὰ ἐξετάσει ἂν ἡ ἐκμάθηση τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν ἔχει θετικὸ ἀντίκτυπο στὴ γνωστικὴ ἀνάπτυξη τῶν παιδιῶν. Στην ἔρευνα χρησιμοποίησε τὲστ ἀξιολόγησης γλωσσικῶν - γνωστικῶν λειτουργιῶν καὶ ἐκεῖ ἔγινε σύγκριση δύο ὁμάδων (παιδιὰ ποῦ παρακολουθοῦσαν μαθήματα ἀρχαίων ἑλληνικῶν καὶ παιδιὰ πού δὲν εἶχαν ἐπαφὴ μὲ τὰ ἀρχαία ἑλληνικὰ). Τα ἀποτελέσματα - συμπεράσματα τῆς ἔρευνας ἔδειξαν ὅτι «ὑπῆρξαν ὀφέλη ἀπὸ τὴν ἐκμάθηση τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν στοὺς ψυχογλωσσικοὺς τομεῖς: ὀρθογραφικὴ ἱκανότητα, ἀναγνώριση γραπτοῦ λόγου (ἀνάγνωση), ἀναγνώριση προφορικοῦ λόγου, ἀπόδοση ἐννοιῶν - ὁρισμὸς λέξεων, μνημονικὴ ἱκανότητα καὶ μορφολογικὴ καὶ σημασιολογικὴ ἐπεξεργασία σύνθετων λέξεων». Ἡ συζήτηση μαζὶ της εἶναι διαφωτιστική...

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ





    Διαβάζουμε στην αγία Γραφή ότι ο προφήτης Ηλίας, κάποια στιγμή, νόμισε ότι δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος στον κόσμο, εκτός από τον εαυτό του, που να πιστεύει στο Θεό και ν’ αγωνίζεται για το άγιο θέλημά του. Βλέποντας τη γενική κατάπτωση και αποστασία των ανθρώπων του καιρού του απελπίστηκε, απογοητεύτηκε και γεμάτος παράπονο κραύγασε στο Θεό· «Υπολέλειμμαι εγώ μονώτατος» (Γ΄ Βασ. 19,10). Κύριε απέμεινα τελείως μόνος μου· κανένα άλλο δεν βλέπω να πιστεύει στο όνομά σου. Βέβαια ο προφήτης Ηλίας έπεσε έξω στις εκτιμήσεις του. Ο Θεός του απεκάλυψε ότι υπήρχαν 7.000 ακόμη πιστοί, που δεν «έκλιναν γόνυ τω Βάαλ».
    Ανάλογο παράπονο με τον Ηλία θα μπορούσαμε να εκφράσουμε και εμείς οι σύγχρονοι, καταπτοημένοι από την εντυπωσιακή εξάπλωση της αμαρτίας και της προκλητικής καταφρονήσεως του νόμου του Θεού. Αντί όμως ν’ απελπιστούμε, ή και να παρασυρθούμε ακόμη, με τη σκέψη ότι «αφού όλοι έτσι σκέπτονται και ζουν άρα έτσι πρέπει και μεις να σκεπτόμαστε και να ζούμε», θα πρέπει να θυμηθούμε ότι όπως και στην εποχή του Ηλία έτσι και στη δική μας, παρά τη φαινομενική κατάπτωση των ηθών και την απιστία υπάρχουν ακόμη άνθρωποι, που δεν «έκλιναν γόνυ τω Βάαλ». Υπάρχουν όχι απλώς ευσεβείς, αλλά άγιοι μ’ όλη τη σημασία της λέξεως, οι οποίοι όμως είναι άγνωστοι όπως και στην εποχή του Ηλία.Και αυτοί οι άγνωστοι άγιοι είναι ο λόγος που θεσπίστηκε η εορτή των «Αγίων Πάντων».
    Εάν ανοίξουμε το Πεντηκοστάριον, το βιβλίο δηλαδή της Εκκλησίας μας, που περιέχει τους ύμνους των εορτών από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι και την Κυριακή των αγίων Πάντων, θα δούμε στο συναξάρι της ημέρας να γράφονται τα εξής·
    Α΄. Ότι οι πατέρες θέσπισαν την εορτή αυτή μια εβδομάδα μετά την πεντηκοστή, για να φανερωθούν στον κόσμο οι καρποί του Αγίου Πνεύματος. Για να φανερωθούν τα χαρίσματα και η δύναμη που μοίρασε ο Παράκλητος στους πιστούς καθιστώντας τους έτσι αγίους. Έτσι βλέπουμε, ήδη από την ημέρα της πεντηκοστής, οι απόστολοι να μιλούν ξένες γλώσσες. Ο Πέτρος ο οποίος απαρνήθηκε τον Χριστό τρεις φορές, τις δύο μάλιστα μπροστά σε δύο υπηρέτριες της αυλής του αρχιερέως, αμέσως μετά την πεντηκοστή, βγάζει την πρώτη ομιλία του και μιλάει για τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, για την θεότητα του Χριστού, ότι αυτός ήταν ο αναμενόμενος Μεσσίας, και ελέγχει τους Ιουδαίους για το ανοσιούργημα που διέπραξαν. Που βρήκε τη δύναμη ο Πέτρος και το θάρρος; Ήταν δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Το ίδιο και οι πράξεις των μετέπειτα αγίων. Γι’ αυτό αμέσως μετά την πεντηκοστή εορτάζουμε τους Αγίους Πάντας.
    Β΄. Ένας άλλος λόγος που θεσπίστηκε η εορτή αυτή είναι γιατί επιβαλλόταν όλοι οι άγιοι που τιμώνται χωριστά να συναχθούν σε μία κοινή εορτή, για να φανεί μ’ αυτόν τον τρόπο ότι όλοι μαζί αγωνίστηκαν για το ίδιο πρόσωπο, τον Χριστό, σ’ ένα κοινό στάδιο, το στάδιο της χριστιανικής αρετής, και ενός Θεού δούλοι ήσαν κι απ’ αυτόν αξίως έλαβαν τους στεφάνους της νίκης. Έτσι η κοινή αυτή εορτή είναι μια παρόρμηση αλλά και μια ελπίδα ότι όλοι οι πιστοί αν αγωνισθούν όπως αγωνίστηκαν εκείνοι θ’ απολάβουν κι αυτοί τους στεφάνους της εν Χριστώ νίκης και της κατά Θεόν τελειώσεως. Μας λένε οι Πράξεις των Αποστόλων (1,15) ότι οι πρώτοι πιστοί, 120 τον αριθμόν, όλοι έλαβαν το Άγιο Πνεύμα κατά την ημέρα της πεντηκοστής, και όλοι ζήσανε την εμπειρία της θεώσεως. Συνεπώς η αγιότητα δεν είναι μόνο για κάποιους εκλεκτούς αλλά για όλους τους χριστιανούς.
    Γ΄. Και ένας τελευταίος λόγος που προκάλεσε τη σύσταση της συλλογικής αυτής εορτής είναι ο εξής· Υπάρχουν άγιοι που είναι γνωστοί και τιμώνται με πανηγύρεις από την Εκκλησία. Υπάρχουν όμως και άγιοι άγνωστοι και αφανείς. Κάποιους τους γράφει η ιστορία όλοι τους όμως γράψανε την ιστορία της Εκκλησίας. Αυτούς λοιπόν τους αγνώστους αγίους τους γιορτάζει η Εκκλησία μας με τους γνωστούς μαζί. Κάτι ανάλογο κάνει και η πολιτεία με το «Μνημείο του αγνώστου στρατιώτου».
* * *
    Πολύ βασικός και ενθαρρυντικός ο λόγος ο τελευταίος. Μας αποκαλύπτει αυτό που αποκάλυψε στον Ηλία ο Θεός. Ότι πάντα υπάρχουν άγιοι. Όπως σε μέρη έρημα που δεν υπάρχει ίχνος νερού, εάν κάνουμε γεώτρηση βρίσκουμε νερό, έτσι και στην έρημο της κοινωνίας μας, την κατάξερη από τους ανέμους του υλισμού, της αθεΐας και της απιστίας, υπάρχουν φλέβες αγιότητας μόνο που πρέπει να ψάξουμε να τις βρούμε. Και όχι μόνο άγνωστοι άγιοι αλλά και γνωστοί υπάρχουν. Έτσι στον αιώνα που μας πέρασε έχουμε τον άγιο Σάββα της Καλύμνου, τον άγιο Νεκτάριο την Αίγινας, τους αναρίθμητους αγίους της Ρωσίας, που αγίασαν κατά τους χρόνους που επικράτησε ο άθεος Μαρξισμός.
    Ενώ όμως είναι ενθαρρυντικός ο τελευταίος λόγος της συστάσεως της εορτής, είναι συγχρόνως και ελεγκτικός και αφυπνιστικός για μας τους ράθυμους και ακηδείς. Διότι η ύπαρξη γνωστών και αγνώστων αγίων μας ενθαρρύνει μεν αλλά και μας κρίνει και μας καταδικάζει. Αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος την περίπτωση του πλουσίου νεανίσκου, που δεν μπόρεσε ν’ ακολουθήσει τον Χριστό, γιατί είχε κτήματα πολλά. Ερώτησε τότε ο Πέτρος τον Χριστό· «Ιδού ημείς αφήκαμεν πάντα και ηκολουθήσαμέν σοι· τι άρα έσται ημίν; Ο δε Ιησούς είπεν αυτοίς· αμήν λέγω υμίν ότι υμείς οι ακολουθήσαντές μοι εν τη παλιγγενεσία, όταν καθίση ο υιός του ανθρώπου επι θρόνου δόξης αυτού,καθίσεσθε και υμείς επι δώδεκα θρόνους κρίνοντες τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ (Ματθ. 19,28).
    Θα καθίσουν λοιπόν οι άγιοι και θα μας κρίνουν όπως αναφέρεται και στην Αποκάλυψη (20,4). «Και είδον θρόνους, και εκάθησαν επ’ αυτούς, και κρίμα εδόθη αυτοίς». Ποιοι είναι αυτοί στους οποίους αναφέρεται η Αποκάλυψη; Είναι οι άγιοι που μαρτύρησαν για τον Χριστό. Αυτοί που δεν προσκύνησαν τον διάβολο στις ποικίλες μορφές και εμφανίσεις του και δεν έλαβαν το χάραγμα του αντιχρίστου.
    Πως θα μας κρίνουν οι άγιοι; Όχι ότι θα εκφέρουν δικαστική απόφαση. Κριτής είναι μόνο ο Χριστός. Θα μας κρίνουν όμως με το παράδειγμά τους και την θυσία τους. Λέγει ο Χριστός στο κατά Ματθαίο ευαγγέλιο (12,40-42) ότι στη Β΄ Παρουσία θα κατακρίνουν τη γενιά του Χριστού -που δεν πίστευσε σ’ αυτόν- οι Νινευίτες, διότι επίστευσαν στο κήρυγμα του προφήτη Ιωνά και μετανόησαν. Θα τους κατακρίνει επίσης η βασίλισσα του Σαββά, διότι ήρθε από τα βάθη της γης για να γνωρίσει τον Σολομώντα, που ήταν απλός άνθρωπος, ενώ αυτοί δεν ενδιαφέρθηκαν να γνωρίσουν τον Θεάνθρωπο Χριστόν.
    Να λοιπόν η ενθάρρυνση αλλά και ο έλεγχος και η κρίση των αγίων.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜ
πηγή

Κυριακή Α' Ματθαίου [των Αγίων Πάντων]

Ματθ. 10: 32-33, 37-38, 19: 27-30  

Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ Γιορτάζει η αγία μας Εκκλησία και πανηγυρίζει σήμερα τους Άγιους Πάντες, όλους δηλαδή εκείνους τους συνανθρώπους μας που όχι μόνο πίστεψαν στο κήρυγμα του Χριστού, αλλά με τη ζωή τους έκαναν πράξη τις αλήθειες του Ευαγγελίου και με το παράδειγμά τους ενισχύουν και προτρέπουν όλους εμάς να συνεχίσουμε τον καλό αγώνα της πίστεως. Είναι οι αδελφοί μας οι γνωστοί και οι αφανείς, είναι οι προστάτες μας, εκείνοι που πρεσβεύουν στον Κύριο και για τη δική μας σωτηρία και θαυματουργούν όταν τους επικαλούμαστε με πίστη, είναι τα ζωντανά βιβλία της πίστεως, τα παραδείγματά μας και η απόδειξη ότι ο αγώνας μας και εφικτός είναι και δεν είναι άσκοπος αλλά το αντίθετο, σωτήριος και ζωοποιός. Γι αυτό και σήμερα ακούμε από τον Ευαγγελιστή Ματθαίο να μας μεταφέρει τα λόγια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού: “ Κάθε έναν που θα με ομολογήσει ενώπιον των ανθρώπων, θα τον ομολογήσω κι εγώ μπροστά στον Πατέρα μου τον επουράνιο· και όποιον με αρνηθεί ενώπιον των ανθρώπων, θα τον αρνηθώ κι εγώ μπροστά στον Πατέρα μου. Εκείνος που αγαπά μητέρα ή πατέρα περισσότερο από εμένα, δεν μου είναι άξιος· και εκείνος που αγαπά τα παιδιά του περισσότερο από εμένα, δεν μου είναι άξιος. Κι εκείνος που δεν σηκώνει τον σταυρό του και δεν με ακολουθεί, δεν μου είναι άξιος”. Του λέει ο Πέτρος: Κύριε, ορίστε, τα έχουμε εγκαταλείψει όλα για να σε ακολουθήσουμε· τί λοιπόν θα κερδίσουμε; Ο Χριστός υπόσχεται ότι κατά την ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας Του οι Απόστολοι θα καθίσουν δίπλα από τον θρόνο Του, και θα κρίνουν τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ, “και ο καθένας που άφησε σπίτια ή αδελφούς ή αδελφές ή μητέρα ή πατέρα ή γυναίκα ή παιδιά ή αγρούς για χάρη του ονόματός μου, θα λάβει εκατό φορές περισσότερα και θα κληρονομήσει την αιώνιο ζωή”. Η ομολογία της πίστεως αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία για τη ζωή μας. Οι Άγιοι Πάντες το πέτυχαν αυτό, ομολόγησαν δηλαδή την πίστη τους στο Χριστό και Τον έθεσαν πρώτη προτεραιότητα στη ζωή τους, πάνω από κάθε τι ανθρώπινο και γήινο, γι αυτό και δοξάστηκαν από τον Θεό και τιμούνται από εμάς σήμερα. Και όταν μιλάμε για ομολογία πίστεως, έχουμε βέβαια στο νου μας τους άπειρους Μάρτυρες, που θυσίασαν ακόμα και τη ζωή τους προκειμένου να μην αρνηθούν την πίστη τους στον Χριστό. Δεν σκέφτηκαν τίποτα, δεν δείλιασαν μπροστά σε καμία απειλή, δεν κάμφθηκαν από τους πόνους και τα βασανιστήρια, δεν αρνήθηκαν τον Χριστό ακόμα και όταν οι τύραννοι θανάτωναν ενώπιόν τους τα αγαπημένα τους πρόσωπα, γονείς, παιδιά, συζύγους. Για τους Μάρτυρες της πίστεώς μας το μεγαλύτερο αγαθό, το οποίο δεν μπορεί κανείς να μας αφαιρέσει, είναι ο Χριστός, τον οποίο δεν αρνήθηκαν και γι αυτό τα ονόματά τους έχουν μείνει αιώνια γραμμένα στο βιβλίο της ζωής. Η ομολογία ωστόσο της πίστεως στον Χριστό δεν έχει να κάνει μόνο με το σωματικό μαρτύριο, αλλά με την όλη στάση του ανθρώπου, με τη διαρκή παρουσία του Χριστού στην καρδιά και στη ζωή του. Ομολογία πίστεως έδωσαν οι ασκητές της ερήμου, που θυσίασαν κάθε δικαίωμά τους και κάθε άνεση, ακόμα και την καθημερινή τους τροφή, για την αγάπη του Χριστού. Ομολογία πίστεως έδωσαν και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ποιμαίνοντας τον λαό του Θεού με το παράδειγμά τους και με τα συγγράμματά τους, με τα οποία αγωνίστηκαν να μας μορφώσουν εν Χριστώ και να αντικρούσουν τις πλάνες των αιρέσεων. Ομολογία πίστεως έδωσαν και όλοι οι Άγιοι, ακόμα και εκείνοι που παραμένουν άγνωστοι σε εμάς και μόνο ο Θεός γνωρίζει. Ομολογία του Χριστού καλείται να δώσει ο κάθε πιστός σε κάθε εποχή και σε κάθε περίσταση, σε κάθε πτυχή και δραστηριότητα του καθημερινού του βίου, στην εργασία, στο σπίτι, στις συναναστροφές, στην κοινωνία, στον κάθε μας συνάνθρωπο. Ιδιαίτερα μάλιστα στην εποχή μας, που γίνεται προσπάθεια να περιοριστεί η πίστη στην ιδιωτική ζωή του ανθρώπου, που ο Χριστός και η πίστη μας βάλλεται με νέα μέσα και με πρόσχημα τα ανθρώπινα δήθεν δικαιώματα, ο λόγος του Κυρίου μας θα πρέπει να μας προβληματίσει ακόμα περισσότερο. Και τούτο επειδή, δυστυχώς, πολλές φορές παραθεωρούμε τον Χριστό και θέτουμε άλλες προτεραιότητες στη ζωή μας. Ασχολούμαστε με τα βιοτικά και τα καθημερινά, με την εργασία μας, με την οικογένειά μας, με τα θέλω μας, με το πώς θα γίνουμε αρεστοί και “επιτυχημένοι” στον κοινωνικό μας περίγυρο, και ξεχνάμε τον Χριστό ή δεν μιλάμε και πολύ γι' Αυτόν, μήπως και μας παρεξηγήσουν ή μας περιθωριοποιήσουν. Για να μη βρεθούμε στο περιθώριο της κοινωνίας, διαλέγουμε να θέσουμε τον Χριστό στο περιθώριο της ζωής μας, και να ασχοληθούμε με Αυτόν όταν οι άλλοι δεν θα μας βλέπουν, μυστικά και ιδιωτικά. Στο σύγχρονο αυτό πειρασμό ας μη λησμονούμε ότι καμία αρετή δεν έχει μεγαλύτερη σημασία, όσο από την δημόσια ομολογία της πίστης μας στον Χριστό, όχι απλά με λόγια, αλλά με τα έργα μας και με τις πράξεις μας. [Διαφορετικά, αν δεν κάνουμε πράξη όσα μας προτρέπει σήμερα ο Χριστός, θα εκπλαγούμε εκείνη την ημέρα, όταν θα φωνάζουμε “Κύριε, άνοιξέ μας” κι εκείνος απαντήσει “Αλήθεια, δεν σας γνωρίζω” (Ματθ. 25, 12).]

πηγή

Ἡ σκυταλοδρομία τῆς πίστης



Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πάντων εἶναι ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ καὶ περιγράφει τὰ κατορθώματα τῆς πίστης τῶν ἁγίων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ σὰν νέφος μᾶς περιβάλλουν καὶ ἀποτελοῦν φωτεινοὺς δεῖκτες τῆς πορείας μας πρὸς τὸ τέρμα, πρὸς τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι σὲ νεοελληνικὴ μετάφραση τὸ ἑξῆς:

«Ἀδελφοί, ὅλοι οἱ ἅγιοι μὲ τὴν πίστη κατατρόπωσαν βασίλεια, ἐπέβαλαν τὸ δίκαιο, πέτυχαν τὴν πραγματοποίηση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ, ἔφραξαν στόματα λεόντων· ἔσβησαν τὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τὴ σφαγή, ἔγιναν ἀπὸ ἀδύνατοι ἰσχυροί, ἀναδείχτηκαν ἥρωες στὸν πόλεμο, ἔτρεψαν σὲ φυγὴ ἐχθρικὰ στρατεύματα· γυναῖκες ξαναπῆραν πίσω στὴ ζωὴ τοὺς ἀνθρώπους τους, κι ἄλλοι βασανίστηκαν ὥς τὸν θάνατο, χωρὶς νὰ δεχτοῦν τὴν ἀπελευθέρωσή τους, γιατί πίστευαν ὅτι μποροῦσαν ν' ἀναστηθοῦν σὲ μία καλύτερη ζωή. Ἄλλοι δοκίμασαν ἐξευτελισμοὺς καὶ μαστιγώσεις, ἀκόμη καὶ δεσμὰ καὶ φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν, πέρασαν δοκιμασίες, θανατώθηκαν μὲ μαχαίρι, περιπλανήθηκαν ντυμένοι μὲ προβιὲς καὶ κατσικίσια δέρματα, ἔζησαν σὲ στερήσεις, ὑπέφεραν καταπιέσεις, θλίψεις καὶ κακουχίες – ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἄξιος νὰ 'χει τέτοιους ἀνθρώπους – πλανήθηκαν σὲ ἐρημιὲς καὶ βουνά, σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ τρύπες τῆς γῆς.

Ὅλοι οἱ παραπάνω, παρὰ τὴν καλὴ μαρτυρία τῆς πίστης τους, δὲν πῆραν ὅ,τι τοὺς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος εἶχε προβλέψει κάτι καλύτερο γιά μᾶς, ἔτσι ὥστε νὰ μὴ φτάσουν ἐκεῖνοι στὴν τελειότητα χωρὶς ἐμᾶς.

Ἔχοντας, λοιπόν, γύρω μας μία τόσο μεγάλη στρατιὰ μαρτύρων, ἂς τινάξουμε ἀπὸ πάνω μας κάθε φορτίο, καὶ τὴν ἁμαρτία ποὺ εὔκολα μᾶς ἐμπλέκει, κι ἂς τρέχουμε μὲ ὑπομονὴ τὸ ἀγώνισμα τοῦ δύσκολου δρόμου, ποὺ ἔχουμε μπροστά μας. Ἂς ἔχουμε τὰ μάτια μας προσηλωμένα στὸν Ἰησοῦ, ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴν πίστη, τὴν ὁποία καὶ τελειοποιεῖ». (Ἑβρ.11,33-12,2).


Ἄλλοι ἀπὸ τοὺς ἥρωες τῆς πίστης, γιὰ τοὺς ὁποίους κάνει λόγο ἡ ἀποστολικὴ περικοπή, νίκησαν τὶς δυνάμεις ξένων βασιλιάδων, ὅπως π.χ. ὁ Γεδεὼν, ὁ Βαράκ, ὁ Σαμψών, ὁ Ἰεφθάε κ.ἄ., τὰ κατορθώματα τῶν ὁποίων ἀφηγεῖται τὸ Παλαιοδιαθηκικὸ βιβλίο τῶν Κριτῶν, κυβέρνησαν τὸν λαὸ μὲ δικαιοσύνη ὅταν κατεῖχαν κάποιο ὑπεύθυνο ἀξίωμα, πέτυχαν τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ, ἔφραξαν στόματα λιονταριῶν, ὅπως π.χ. ὁ Δαβὶδ καὶ ὁ Δανιήλ, ἔσβησαν τὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, ὅπως οἱ τρεῖς παῖδες στὴν κάμινο τοῦ πυρός, δυναμώθηκαν ὕστερα ἀπὸ ἀσθένεια, ὅπως ὁ ἀσθενὴς βασιλιὰς Ἐζεκίας, ἀναδείχτηκαν ἰσχυροὶ στὸν πόλεμο, ἔτρεψαν σὲ φυγὴ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἐχθρικὰ στρατεύματα, ὅπως σὲ πολλὰ σημεῖα ἀφηγεῖται ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἀλλὰ καὶ ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας.

‘Αλλοι πάλι ἐξαιτίας τῆς πίστης τους πέθαναν μὲ τρόπο μαρτυρικὸ ἐπάνω στὸ κυκλικὸ βασανιστικὸ ὄργανο ποὺ λέγεται τύμπανο, λιθοβολήθηκαν ὅπως οἱ προφῆτες Ζαχαρίας καὶ Ἱερεμίας, πριονίστηκαν ὅπως, κατὰ τὴν παράδοση, ὁ Ἠσαΐας, ἀποκεφαλίστηκαν ὅπως ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, Περιπλανήθηκαν σὲ ἔρημους τόπους διωγμένοι, σὲ βουνὰ καὶ σὲ σπηλιές, ντυμένοι μὲ δέρματα προβάτων ἢ κατσικιῶν, ὅπως ὁ Ἠλίας, ὁ Ἐλισαῖος, ὁ Δαβὶδ καὶ ἄλλοι.

Ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ἀναφέρει ἢ ὑπαινίσσεται ὁ ἱ. συγγραφέας καὶ ποὺ εἴτε νίκησαν μὲ τὴν πίστη τους, εἴτε μαρτύρησαν γι’ αὐτήν, ἀποτελοῦν δεῖκτες πορείας γιὰ τοὺς χριστιανούς, προδρόμους στὴν σκυταλοδρομία τῆς πίστης ποὺ μὲ τρόπο νικηφόρο ἔφεραν σ’ ἐμᾶς τὴ σκυτάλη τῶν εὐγενῶν ἰδανικῶν καὶ μᾶς τὴν παρέδωσαν γιὰ νὰ συνεχίσουμε ἐμεῖς τὸν ἀγώνα. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἅγιοι ἄνδρες καὶ οἱ ἅγιες γυναῖκες, καθὼς καὶ πολλοὶ ἄλλοι, γνωστοὶ καὶ ἄγνωστοι, ποὺ τιμᾶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία τὴ μνήμη τους, ὑπογραμμίζουν τὴν εὐθύνη ποὺ πέφτει στοὺς ὤμους τῶν χριστιανῶν.

Σὲ ἕναν κόσμο ὅπου ἐπικρατεῖ τὸ γκρέμισμα τῶν ἀξιῶν, ἡ ἀμφιβολία γιὰ τὶς ὑπεργήινες πραγματικότητες, ὁ ὀρθολογισμός, ἡ ἐμπιστοσύνη στὶς μηχανές, ἡ ἀποθέωση τῆς τεχνολογίας, καλεῖται ὁ χριστιανὸς νὰ ἀναλογιστεῖ σὲ ποιὰ ἁλυσίδα εὐγενῶν καὶ ἡρώων ἀποτελεῖ κρίκο, σὲ ποιὸ τέρμα ἀπολήγει ἡ ἀγωνιστικὴ πορεία του, ποιὸς εἶναι ὁ ἀθλοθέτης. Εἶναι πολὺ εὔκολο ἀπὸ ἀμέλεια ἢ ἀδιαφορία νὰ σπάσει κανεὶς ἕναν κρίκο στὴν ἡρωικὴ ἱστορία τῆς πίστης προσαρμοζόμενος στὶς ἑλκυστικὲς δυνάμεις τῆς ἐποχῆς. Κι ἂς μὴν αὐταπατώμαστε, εἶναι δύσκολο – γι’αὐτὸ καὶ πιὸ σπουδαῖο – νὰ μείνει κανεὶς πιστὸς στὶς ἀρχὲς καὶ τὰ ἰδανικὰ τῆς χριστιανικῆς πίστης, χάνοντας ἴσως τὴν κατὰ κόσμον ἐξέλιξή του. Τὸν δύσκολο αὐτὸν δρόμο μᾶς δείχνουν σήμερα οἱ Ἅγιοι Πάντες, τῆς παλαιᾶς καὶ νέας ἐποχῆς, μικροὶ ἢ μεγάλοι, γνωστοὶ ἢ ἄγνωστοι καὶ μᾶς καλοῦν νὰ γίνουμε ἄξιοι συνεχιστὲς στὴ μακραίωνη σκυταλοδρομία τῆς χριστιανικῆς πίστης.





Κυριακὴ τῶν Ἁγ. Πάντων Ἡ ἀληθινὴ τιμὴ τῶν ἁγίων - Anthony Bloom




Κυριακὴ τῶν Ἁγ. Πάντων

Ἡ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴ μέρα τῆς Πεντηκοστῆς δὲ σπαταλήθηκε μάταια καὶ ἄσκοπα ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Καρπὸς της ὑπῆρξε ἡ ἁγιότητα. Ἔχοντας δεχτεῖ τὸν Κύριο μέσα στὶς ψυχές, μέσα στὶς ζωές τους, ἔδειξαν φανερὰ στὸ Θεὸ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη τους καὶ φανέρωσαν σ' ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη τί μπορεῖ νὰ κάνει ἡ θεϊκὴ ζωὴ ὅταν κατοικεῖ μέσα στὸν ἄνθρωπο.

Τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ γιορτάζουμε τὴ μνήμη ὅλων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι, δέχτηκαν τὴ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἔφεραν καρπούς, ὅλων τῶν ἅγιων γνωστῶν καὶ ἀγνώστων, ὅλων τῶν «ὑπὸ Θεοῦ γνωσθέντων», ὅλων τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ἔγιναν ἄξιοι τοῦ Θεοῦ τους. Καὶ χαιρόμαστε διότι ὁ κόσμος δέχτηκε τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ μὲ ἀγάπη.

Δὲν εἶναι ὅμως ἀρκετὸ τὸ νὰ γιορτάζουμε, νὰ χαιρόμαστε διότι στοὺς ἄλλους τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ δὲ δόθηκε εἰς μάτην.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς λέει ὅτι μόνο μὲ τὸν ὀρθὸ βίο μποροῦμε νὰ δοξολογήσουμε τὸ Θεὸ καὶ μόνο μὲ τὸν ὀρθὸ βίο μποροῦμε νὰ τιμήσουμε τοὺς ἁγίους τοὺς ὁποίους ἀγαποῦμε καὶ προσκυνοῦμε. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο εἶναι μόνο μὲ τὶς ζωές μας ποὺ θὰ δείξουμε στοὺς νεκρούς τοὺς ὁποίους ἀγαπήσαμε καὶ σεβαστήκαμε ὅτι δὲν ἔζησαν χωρὶς σκοπὸ ἐφ' ὅσον ἐμεῖς ἔχουμε ἀποδώσει τὸν καρπὸ τῶν ὅσων μᾶς δίδαξαν.

Σήμερα ὁ καθένας μας γιορτάζει ὄχι μόνο τὴ μέρα τῶν Ἁγίων Πάντων ἀλλὰ καὶ τὴ μνήμη τῶν ἁγίων ἐκείνων ποὺ τοῦ εἶναι κοντινοὶ καὶ ἀγαπητοί, ὅμοιοι στὴν καρδιὰ καὶ τὴν ψυχή. Συγκεντρῶστε τὴν προσοχή σας στοὺς βίους αὐτῶν εἰδικά, διότι ἀρχικὰ εἶχαν αἰχμαλωτίσει τὶς καρδιές σας μὲ τὴ δύναμη τῆς προσωπικότητάς τους κι ἔπειτα μὲ μιὰ κάποια συγγένεια πρὸς τὸ μυαλό σας - κι ἂν εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ στεκόμαστε μὲ δέος καὶ θαυμασμό, χαρὰ καὶ ἀγάπη μπροστὰ στὴ ζωὴ καὶ τὶς ἐπιτεύξεις κάποιου ἄνθρωπου αὐτὸ σημαίνει ὅτι μεταξὺ μας ὑπάρχει κάτι τὸ κοινό, ὅτι ἐκεῖνος ἀποκαλύπτει αὐτὸ ποὺ μποροῦμε νὰ κατορθώσουμε στὰ βάθη τῶν ψυχῶν μας καὶ τὸ ὁποῖο ἀποτυγχάνουμε νὰ κάνουμε πράξη ἀπὸ δειλία, ἀσθένεια καὶ ἀπειρία.

Ἂς συγκεντρώσει ὁ καθένας μας τὴν προσοχὴ στοὺς ἁγίους ποὺ τὸν τραβᾶνε καὶ ἂς πάρει ἀπὸ ἐκείνους τὰ μαθήματα τῆς ζωῆς. Ἡ προσκύνηση καὶ ὁ ἔπαινός τους δὲ θὰ εἶναι τότε ἄδεια λόγια ἀλλὰ μιὰ ζωντανὴ μαρτυρία γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ ταυτόχρονα μιὰ μεταμόρφωση στὶς καρδιὲς καὶ τὶς ζωές μας. Αὐτὸ ἰσχύει ὄχι μόνο γιὰ τοὺς ἁγίους τοῦ Θεοῦ τοὺς ὁποίους ἡ ἐκκλησία ἀναγνωρίζει καὶ τιμᾶ ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἔχουν σφραγίσει τὶς ζωές μας μὲ τὴν εὐγένεια καὶ τὸ ὕψος τοῦ πνεύματός τους, τὴν ἁγνότητα τῆς ζωῆς τους. Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ τιμὴ καὶ προσκύνηση τῶν ἁγίων ἀλλὰ καὶ ἡ ἀληθινὴ προσευχὴ γιὰ αἰωνία μνήμη τῶν κεκοιμημένων.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...