Στο βιβλίο περί της Μελανίας της εγκλείστου παρθένου, ή οποία κοιμήθηκε στις 11 Ιουνίου του έτους 1836, αναφέρεται πώς εκείνη την εποχή ήρθε στο γυναικείο μοναστήρι της στο Έλοτσκό μια μητέρα μέ την κόρη της. Καί οι δυο έγιναν μοναχές: ή μητέρα μέ τ’ όνομα Μοδέστη κι ή κόρη μέ τ’ όνομα Μητροφάνη. Ή γερόντισσα ετοιμαζόταν γιά τό θάνατό της καί έδινε στην κόρη οδηγίες γιά τά σχετικά μέ την κηδεία της. Αλλά ή μοίρα ήθελε ή κόρη νά πεθάνει πρίν άπ’ τη μητέρα. ’Έτσι ή γερόντισσα μητέρα θλιβόταν άνείπωτα γιά την κόρη της. Καί όντας μέσα σ’ αυτή τή θλίψη είδε μία μέρα στ’ όνειρό της τή μακαριστή Μελανία την έγκλειστη, ή όποια της είπε: «Αρκετά μέ τή θλίψη! Καλύτερα, φρόντισε γιά τή δόξα του Θεού να πουλάς τά βιβλία μου».
Ηρέμησε ή γερόντισσα μ’ αυτά τά λόγια, αλλά παραξενεύτηκε, γιά τό τί είδους βιβλία μιλά ή μακαριστή, αφού ούτε έγραψε, ούτε άφησε μετά την κοίμησή της κανένα βιβλίο. Όμως μερικές ημέρες αργότερα έφθασε στο μοναστήρι ένα πακέτο μέ βιβλία. Ήταν ό βίος της Μελανίας της εγκλείστου. Κάποιος τόν συνέγραψε καί έστειλε τά βιβλία στο μοναστήρι. Αμέσως ή ηγουμένη όρισε τή γερόντισσα μοναχή Μοδέστη να μεριμνά περί αυτών τών βιβλίων καί να τά πωλεί σ’ επισκέπτες. Τότε εξηγήθηκε τό μυστήριο εκείνων τών λόγων περί της πώλησης τών βιβλίων.
-Εγώ θα ήθελα να μπορώ να κάνω αυτά που κάνεις εσύ, να πηγαίνω εκκλησία, να τα αγαπάω όλα αυτά, αλλά δεν μου βγαίνει. Δεν θέλω. Βαριέμαι. Τα ακούω και μου φαίνονται βαρετά. Τα ακούω και δεν τα πιστεύω αυτά που λες. Όχι εσύ. Η Εκκλησία. Δεν τα πιστεύω αυτά. Δεν με αγγίζουν. Φταίω εγώ που δεν με αγγίζουν;
– Κοίταξε να δεις. Νομίζω σε πρώτη φάση, όπως λέμε, δεν φταις εσύ για αυτό που είσαι. Γιατί ο άνθρωπος αγαπητοί μου, δεν είναι νησίδα μέσα στον κοσμο, δεν είναι ένα νησί απομονωμένο από τους υπόλοιπους. Όχι. Είμαστε ενωμένοι ο ένας με τον άλλο, δίπλα από τον άλλο, ζούμε ο ένας κοντά στον άλλο. Έχουμε πατέρα, μητέρα, παππού, γιαγιά, προγόνους, περιβάλλον, τόπο που ζούμε, συγκεκριμένη καταγωγή, συγκεκριμένο τόπο ο καθένας. Την πόλη του, το χωριό του, τις παραδόσεις του, τις συνήθειές του.
Όλα αυτά τον έχουν επηρεάσει. Υπάρχει μια κληρονομικότητα. Υπάρχει μια εσωτερική προδιάθεση. Υπάρχει μια αγωγή που ο καθένας έχει δεχθεί. Υπάρχει μια αλλοίωση που έχει δεχθεί η ψυχή του. Καλή αλλοίωση ή και κακή επιρροή. Οπότε καταλαβαίνεις, ότι αυτό που είσαι είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες.
Όταν βλέπεις, δηλαδή, κάποιον που έχει έφεση και αγαπάει την πνευματική ζωή και διψάει η γη της καρδιάς του, μη βιαστείς να πεις: «Πολύ καλός άνθρωπος» Διότι δεν ξέρεις τις προυποθέσεις που είχε αυτός. Και μπορεί αυτός ο καλός άνθρωπος, να έπρεπε να είναι πολύ πιο καλός. Με βάση τις προυποθέσεις του. Και ο Θεός σ’ αυτόν τον καλό να βλέπει ότι του λείπουν πολλά ακόμα. Αυτόν που εσύ θαυμάζεις!
Και μπορεί εσύ που βλέπεις τον εαυτό σου να τεμπελιάζει, να ραθυμεί, να ζει σε ένα πνευματικό λήθαργο και να μη σου αρέσουν πολύ αυτά τα πράγματα, ο Θεός να σε επαινεί στους Αγγέλους Του και να λέει: «Αυτός ο άνθρωπος, αυτή η ψυχή, αυτή η γη της καρδιας του, κοίταξε! Δέχθηκε αυτές τις σταγόνες, έστω λίγες σταγόνες από τη δική Μου θεϊκή βροχή!… Αλλά αυτός ο άνθρωπος ήταν τόσο αβόηθητος δίπλα του, ήταν τόσο δύσκολο το περιβάλλον του, ήταν τόσο δύσκολος ο χώρος εργασίας του, του σπιτιού του, οπότε πάλι καλά και αυτό που κάνει. Το βαθμολογώ αλλιώς».
Αλλιώς βαθμολογεί ο Θεός!!!
Πηγή: π. Ανδρέα Κονάνου, «Δυνάμωσε την ψυχή σου». Εκδ.: Παναγία Γάλαξα η Θαλασσοκρατούσα
Πολλοί ήταν οι άνθρωποι που έτρεχαν κοντά στον Χριστό για να τον δουν, να τον ακούσουν και να δεχθούν κάποια ευεργετική δωρεά Του. Αρκετοί πίστευαν ότι και με ένα άγγιγμα στα ενδύματά Του, θα γίνονταν δέκτες της ευλογίας Του. Και πραγματικά «όσοι αν ήπτοντο αυτού εσώζοντο». Το βλέπουμε και στην αιμορροούσα γυναίκα του σημερινού Ευαγγελίου. Η δυστυχισμένη εκείνη ύπαρξη υπέφερε για δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Ακόμα και η επιστήμη ύψωνε τα χέρια στην περίπτωσή της. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να την θεραπεύσουν. Μόνο μια ελπίδα απέμενε. Ο παντοδύναμος Ιησούς για τον οποίο τόσα πολλά ακούγονταν, ότι δηλαδή θαυματουργούσε και πρόσφερε ζωή στους ανθρώπους. Έτσι, λοιπόν, όταν ο Κύριος επισκέφθηκε τον τόπο της, αυτή δεν παρέλειψε να αδράξει την ευκαιρία. Αποφάσισε χωρίς αναστολές να τον πλησιάσει. Αυτή τολμούσε, αλλά το πλήθος του κόσμου που τον είχε κυκλώσει και συμπορευόταν μαζί Του, δεν της επέτρεπε να πάει πιο κοντά. Η πρόσβαση ήταν αδύνατη. Φάνταζε δύσκολο να μπορέσει να του μιλήσει. Η πίστη όμως πάντοτε και ιδιαίτερα σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές, δίνει διεξόδους ζωής. Καθώς, λοιπόν, ο Χριστός βάδιζε ανάμεσα στο συνωθούμενο πλήθος, εκείνη κατάφερε επιτέλους να πλησιάσει και να αγγίξει στο πίσω μέρος ένα άκρο του ενδύματός Του.
Τη στιγμή αυτή ένιωσε σαν να τη διαπέρασε ηλεκτροφόρο καλώδιο. Αισθάνθηκε κάτι παράξενο και κατάλαβε ότι έλαβε το ποθούμενο. Ότι δηλαδή θεραπεύθηκε. Ίσχυσε και στην περίπτωσή της το αποστολικό λόγιο «εγγίσατε τω Θεώ και εγγιεί υμίν». Αγγίζουμε τον Θεό όταν έχουμε πίστη. Όταν εναρμονίζουμε τη ζωή μας με το θέλημά Του. Όταν εκφράζουμε εμπιστοσύνη για τις δωρεές Του.
Το σωτήριο άγγιγμα
Όπως μας πληροφορεί ο ευαγγελιστής Λουκάς, καθώς πορευόταν ο Χριστός και τον «συνέθλιβε» πλήθος κόσμου, όλοι έμειναν σαστισμένοι όταν ρώτησε: «Ποιος με άγγιξε;». Το ερώτημά του τη δύσκολη αυτή στιγμή του συνωστισμού φάνηκε να ήταν μάλλον ακατανόητο. Και όμως ο Κύριος επέμενε: «Κάποιος με άγγιξε». Τότε η πιστή γυναίκα, έντρομη, πλησίασε, ομολόγησε την ενέργειά της και δημοσιοποίησε το θαυμαστό αποτέλεσμα που είχε. Διαλάλησε τη θεία θαυματουργία.
Όμως κάτι που θα πρέπει να προσέξουμε, αγαπητοί αδελφοί, είναι ότι το άγγιγμά της στο ρούχο του Ιησού δεν ήταν μόνο εξωτερικό, αλλά ήταν κυρίως εσωτερικό. Τι σημαίνει αυτό; Ήταν άγγιγμα με πίστη. Γι’ αυτό, άλλωστε, υπήρξε και το θαυμαστό αποτέλεσμα. Η αιμορροούσα γυναίκα γίνεται αιώνιο παράδειγμα για κάθε άνθρωπο που καταλαμβάνεται από τον ευλογημένο πόθο να «αγγίξει» το πρόσωπο του Χριστού, η παρουσία του οποίου αποκαλύπτεται αυθεντικά στο Σώμα του, την Εκκλησία. Η μετοχή στη μυστηριακή ζωή της, μεταβάλλεται σ’ ένα σωτήριο «άγγιγμα» που αποκαθιστά την προσωπικότητα του ανθρώπου και τον αφήνει να γεύεται το χώρο της θείας θαυματουργίας στη ζωή του. Αρκεί ο άνθρωπος να μην μένει εγκλωβισμένος στον εαυτό του. Να μην απολυτοποιεί τις εγωτικές του δυνάμεις, αλλά να εγκολπώνεται την αγάπη και την χάρη του Χριστού. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του αποστόλου Παύλου, ο οποίος λέει ότι ο σκοπός του πνευματικού μας αγώνα στην Εκκλησία είναι «ίνα μη ώμεν πεποιθότες εφ’ εαυτοίς, αλλ’ επί τω Θεώ τω εγείροντι τους νεκρούς».
Αγαπητοί αδελφοί, η ευαγγελική αλήθεια υπαγορεύει στη ζωή μας να προσεγγίσουμε κι εμείς το Σωτήρα Χριστό για να δεχθούμε τη σωτήρια αλήθεια του. Ας μη λησμονούμε ότι και εμείς σήμερα, όπως η αιμορροούσα γυναίκα τότε, υποφέρουμε από διάφορες «ασθένειες» που δεν μας επιτρέπουν να ζούμε στην χάρη και την αγάπη του Θεού. Γι’ αυτό, ας τολμήσουμε όπως η γυναίκα τότε να πλησιάσουμε τον Κύριο για να καταστούμε και εμείς δέκτες της θεραπευτικής ενέργειάς Του, η οποία είναι η μόνη που μπορεί να μας απαλλάξει από τα σημερινά τραγικά αδιέξοδα που τόσο οδυνηρά βιώνουμε. Η ευαγγελική περικοπή σήμερα αναφέρεται και στο θαύμα της ανάστασης της θυγατέρας του Ιαείρου. Ο λόγος του Χριστού που απηύθυνε στον Ιάειρο «μη φοβού, μόνον πίστευε και σωθήσεται», ας γίνει ο πιο ισχυρός δείκτης και στη δική μας ζωή. Οι άγιες επίσης μορφές, τους συμπατριώτη μας Δημητριανού Χύτρων, του Παύλου Κωνσταντινουπόλεως και των οσίων Λουκά και Παύλου που τιμά σήμερα η Εκκλησία μας, προσφέρονται ως ακόμα μια ευκαιρία για πνευματικές αναβάσεις, οι οποίες μάς καθιστούν ικανούς ν’ ατενίζουμε κι εμείς στη ζωή μας τις κορυφογραμμές της πίστεως. Γένοιτο!
Απάντηση μέσα στο «σπίτι του» για τις προκλητικές και επεκτατικές του δηλώσεις πήρε ο Πρόεδρος της Τουρκία από τον δημοσιογράφο της Hurriyet, Μπουράκ Μπεκντίλ, ο οποίος έγραψε ένα άρθρο με τίτλο: «Άρα, η Κωνσταντινούπολη είναι ελληνική;» Η πρώτη σκέψη βεβαίως που έρχεται στο μυαλό είναι ότι «δεν τον βλέπουμε καλά» μετά από αυτό το άρθρο τον συγκεκριμένο δημοσιογράφο… Γράφει ο Μπουράκ Μπεκντίλ:
«Ορισμένοι παρατηρητές έχουν τον τελευταίο καιρό συμβουλεύσει τις ξένες κυβερνήσεις να μην ανησυχούν και πάρα πολύ για τις επιθετικές αλυτρωτικές δηλώσεις της Τουρκίας (μέσω του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν), διότι γίνονται για εσωτερική κατανάλωση και όχι για το ξένο κοινό. Λοιπόν, και ναι και όχι. Είναι αλήθεια πως η αναθεωρητική/εθνικιστική ρητορική πουλάει πολύ καλά στην ιδεολογική αγορά της Τουρκίας (και όλο και περισσότερο και σε άλλες χώρες). Είναι, επίσης, αλήθεια, πως τα σχόλια του Ερντογάν στοχεύουν στον μέσο ψηφοφόρο – τον Τούρκο ψηφοφόρο που μπορεί να πείσει πιο εύκολα με την αλυτρωτική ρητορική του που περιλαμβάνει δηλώσεις όπως «το ένδοξο παρελθόν μας», «η μεγάλη αδικία που υπέστη το μεγάλο έθνος μας πριν από έναν αιώνα», «τι χρειάζεται για να διορθώσουμε τη λάθος ροή της ιστορίας» ή «μια μέρα θα αναβιώσουμε την αυτοκρατορία μας». Προσθέστε σε αυτά την ρητορική «είμαστε οι πιο ευσεβείς Μουσουλμάνοι» και δε θα κερδίσετε απλά έναν ψηφοφόρο αλλά έναν αφοσιωμένο οπαδό που θα είναι προετοιμασμένος να πεθάνει ή να σκοτώσει για σας. Όμως, το γεγονός πως η κύρια ομάδα – στόχος του Ερντογάν είναι ο μέσος Τούρκος ψηφοφόρος, δεν αλλάζει το γεγονός πως ο ίδιος ολόψυχα πιστεύει σε ό,τι λέει, ή ότι θα μπορούσε να μετατρέψει τη ρητορική του σε μια παράλογη δράση κάποια μέρα εάν νομίζει, σε μία στιγμή εσφαλμένου υπολογισμού, πως η Τουρκία είναι αρκετά ισχυρή ώστε να «διορθώσει τη λάθος ροή της ιστορίας», σύμφωνα και με τα λόγια του πρώην πρωθυπουργού, Αχμέτ Νταβούτογλου. Ο κ. Ερντογάν ισχυρίζεται ότι παραδίδει μαθήματα ιστορίας σε όλους. Θα πρέπει όμως πρώτα να μάθει πως η ιστορία δεν ξεκίνησε το 1071 ή το 1453» Επιπλέον, τροφοδοτώντας με τέτοια συνθήματα μια κοινωνία γνωστή για την ξενοφοβία της, την νοοτροπία του αυτο-απομονωτισμού και την συλλογική επιθυμία να επιστρέψει στις ημέρες της δόξας, είναι κάτι που μακροπρόθεσμα θα μπορούσε να είναι πολιτικά επικίνδυνο δεδομένου ότι οι 18άρηδες σημερινοί «στρατιώτες» του Ερντογάν είναι πολύ πιθανόν να γίνουν, σε μερικές δεκαετίες, ο Τούρκος ηγέτης – ένας άλλος και πολύ πιο άγριος Ερντογάν. Το πιο σημαντικό, η ρητορική του κου Ερντογάν δεν στερείται μόνο του απλούστερου κανόνα της λογικής, αλλά είναι επίσης ασυνεπής. Ξεχάστε την τελευταία αλυτρωτική του ομιλία, που υποτίθεται πως η Τουρκία θα μπορούσε να είχε σήμερα 3,5-4 εκατ. τετραγωνικά χιλιόμετρα γης αντί για τα 780.000 τετραγωνικά χιλιόμετρά της. Θα μπορούσε να έχει. Αλλά δεν έχει. Γιατί, στον μυαλό των ισλαμιστών, μετράει το μέγεθος; Είναι η Τουρκία, με οποιοδήποτε αξιόπιστο διεθνές κριτήριο, μια χώρα καλύτερη ας πούμε, από την Ελβετία – η οποία εκτίνεται σε 41.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα ή στο 5% της τουρκικής γης; Στην ίδια ομιλία, ο Ερντογάν αναφέρθηκε στα ελληνικά νησιά στο Αιγαίο Πέλαγος. «Αυτά τα νησιά κάτω από την μύτη μας ήταν δικά μας» είπε. «(Σε αυτά τα νησιά) υπάρχουν μνημεία μας, η ιστορία μας, τα τζαμιά μας…» Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά εφαρμόζοντας την ίδια λογική σε αυτό που είναι σήμερα η Τουρκία, μπορεί κανείς να οδηγηθεί σε αξιώσεις που σίγουρα δεν θα αρέσουν στον κ. Ερντογάν. Τότε εμείς οι Τούρκοι θα πρέπει να μαζέψουμε τα πράγματά μας και να υπομείνουμε τις δυσκολίες ενός μακρινού ταξιδιού σε κάποια μακρινή στέπα Εάν το «έχουν χώρους λατρείας, την ιστορία και τα μνημεία (από το παρελθόν)» σε χώρες του εξωτερικού θα μπορεί να δώσει σε ξένες χώρες το δικαίωμα να διεκδικούν εδάφη, τότε εμείς οι Τούρκοι θα πρέπει να μαζέψουμε τα πράγματά μας και να υπομείνουμε τις δυσκολίες ενός μακρινού ταξιδιού σε κάποια μακρινή στέπα. Ξεχάστε τα αμέτρητα μνημειακά και ιστορικά σημάδια στα εδάφη της Ανατολίας που ανήκουν στην προ-τουρκική εποχή, σημειώστε μόνο το γεγονός πως, πρώτον η πατριαρχική μητρόπολη των Ελληνορθοδόξων στην Κωνσταντινούπολη, που οι οπαδοί του Ερντογάν με τόσο πάθος θέλουν να μετατρέψουν σε τζαμί, χτίστηκε το 537 μ.Χ. ή 816 χρόνια προτού χτιστεί το πρώτο τζαμί στην πόλη και δεύτερον, επειδή ο κος Ερντογάν μιλά συχνά για τον «στόχο 2071», συνδυάζοντάς το με το έτος 1071, που σηματοδοτεί την έλευση των Τούρκων στις περιοχές της Ανατολίας, παραδέχεται ότι υπήρχαν μη τουρκικοί πολιτισμοί, τόποι λατρείας και ιστορίας στα εδάφη που είναι σήμερα η Τουρκία. Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει πως αυτοί οι μη τουρκικοί πολιτισμοί έχουν σήμερα κάποια νόμιμη διεκδίκηση επί του τουρκικού εδάφους σήμερα. Όπως η οθωμανική ιστορία ή τα τζαμιά σε γειτονικές χώρες δε θα έπρεπε να δώσουν νόμιμη αξίωση στην Τουρκία να διεκδικεί αυτό που σήμερα είναι μια ξένη χώρα. Ο κ. Ερντογάν ισχυρίζεται ότι παραδίδει μαθήματα ιστορίας σε όλους. Θα πρέπει όμως πρώτα να μάθει πως η ιστορία δεν ξεκίνησε το 1071 ή το 1453». πηγη: Ethnos.gr
Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΟΥΚΑΣ ΒΑΤΑΤΖΗΣ ο Ελεήμων, γεννήθηκε το 1193 στο ιστορικό Κάστρο της Θράκης,στο Διδυμότειχο. Καταγόταν από οικογένεια η οποία βρισκόταν κοντά στη βασιλική σύγκλητο, αφού ο παππούς του Κωνσταντίνος, ο Βατάτζης λεγόμενος, ήταν Στρατοπεδάρχης του βασιλέως Μανουήλ του Κομνηνού.
Όταν κοιμήθηκαν οι γονείς του Ιωάννη, του άφησαν πολύ μεγάλη περιουσία, την οποία όμως ως σώφρων εκείνος, μοίρασε στους φτωχούς, καθώς και σε αφιερώματα στους Ιερούς Ναούς και τις Εκκλησίες, διότι “μακάριοι οι αγαπώντες την ευπρέπειαν του οίκου Σου”…
Στη συνέχεια ο Ιωάννης, μια που η Κωνσταντινούπολη ήταν στα χέρια των Φράγκων, κατευθύνθηκε στο Νύμφαιο της Βιθυνίας, όπου και ήταν η έδρα της αυτοκρατορίας μας, αφού από το 1204 ο Πόλη είχε αλωθεί και κατακυριευθεί με δόλο από τους “Σταυροφόρους” και νέος αυτοκράτωρ είχε ανακηρυχθεί στη Νίκαια της Βιθυνίας ο ευσεβέστατος Θεόδωρος Λάσκαρης, ο ποιητής της Μεγάλης Παράκλησης στην Παναγιά, την οποία και ψάλλουμε εναλλάξ με την Μικρή, κάθε ημέρα, από την 1η έως τις 15 Αυγούστου!
Εκεί κατέφυγε λοιπόν ο Ιωάννης, για να βρει ένα θείο από τον πατέρα του, ο οποίος ήταν Ιερεύς στα ανάκτορα του Θεοδώρου Λάσκαρη. Έτσι, γνωρίστηκε με τον καλό βασιλέα, αλλά ούτε στιγμή δεν υπερηφανεύτηκε για εκείνη τη συναναστροφή του, αλλά εξακολούθησε να είναι φιλικός και ταπεινός με όλους, ευπρόσιτος, πράος, άκακος, γαλήνιος, σεμνός και πάντα ήρεμος στο διάλογο. Έτσι, με όλα αυτά τα χαρίσματα, ήταν αξιαγάπητος τόσο, που η αρετή του έλαμψε μπροστά στα μάτια του Αυτοκράτορα Θεοδώρου, ο οποίος και του έδωσε ως σύζυγο τη θυγατέρα του Ειρήνη. Για να τη λάβει όμως γυναίκα του, χρειάστηκε να μονομαχήσει με το Λατίνο Κόραδο, που καυχιόταν για τη δύναμή του!
Όμως ο Ιωάννης Βατάτζης τον νίκησε, λέγοντας “Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθει μοι”,σαν δεύτερος Νέστορας!
Όταν ο βασιλιάς-υμνογράφος του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα κοιμήθηκε, ανέλαβε την Αυτοκρατορία ο ίδιος στα 1222 μ.Χ.,ως Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης. Και από τότε έδειξε για μια ακόμη φορά, πόσο σοφή ήταν η εκλογή του Θεόδωρου. Έγινε λοιπόν από τότε ο Ιωάννης, ο προστάτης των αδικουμένων, ο δικαιότατος κριτής, η πηγή η αστείρευτη της ελεημοσύνης,τόσο, που του δόθηκε το προσωνύμιο Ελεήμων!!!
Ήταν ακόμη ευσεβής και πιστός στην Ορθοδοξία βασιλεύς και όχι μόνο έδειξε, αλλά και κατάφερε με το ζήλο του να βαπτιστούν Χριστιανοί όλοι οι Ιουδαίοι της επικράτειάς του!!!
Επίσης,προσπάθησε τα μέγιστα, να γίνει η επανΕνωση των Εκκλησιών, δηλαδή να αναγνωρίσει η Δύση το ορθό Δόγμα. Κατάφερε μάλιστα να αποσταλούν πρέσβεις από τον Πάπα Γρηγόριο Θ’ και να αρχίσει διάλογος, προεξάρχοντος από τη δική μας πλευρά του τότε Πατριάρχου Γερμανού του νέου. Ο Ιωάννης θα κατάφερνε τότε το ευχόμενο, αλλά δυστυχώς οι Δυτικοί δεν θέλησαν στο τέλος να αφαιρέσουν την αντιορθόδοξη προσθήκη από το Σύμβολο της Ορθής Πίστεως, δηλαδή το “και εκ του Υιού εκπορευόμενον”…
Ο Βατάτζης, υπήρξε ο προστάτης και συμπαραστάτης της αγροτικής και αστικής τάξης και επιδίωκε διαρκώς την άνοδο του βιοτικού επιπέδου κυρίως των γεωργών και κτηνοτρόφων, αφού για να τους βοηθήσει έκανε μεγάλη απογραφή (κάτι σαν Εθνικό Κτηματολόγιο) και επίταξε κατόπιν τεμάχια γης από τους μεγαλοκτήμονες και τους αριστοκράτες και τα διένειμε σε όλους τους φτωχούς υπηκόους του, ώστε να ζουν άνετα και ανθρώπινα!!! Στάθηκε αληθινός “πατέρας των Ελλήνων”, πατάσσοντας με κάθε τρόπο την εκμετάλλευση του λαού, νιώθοντας κάθε λεπτό όχι σαν απλός βασιλιάς, αλλά ως ταγμένος από το Θεό να βοηθάει το λαό του και τους αδικουμένους! Έλαβε ακόμη και μέτρα οικονομίας τέτοια, που απαγόρευαν τη σπατάλη του ιδιωτικού πλούτου,ενώ ίδρυσε φιλανθρωπικούς και ευκτήριους οίκους, πτωχοκομεία, νοσοκομεία,γηροκομεία, βιβλιοθήκες, έχτισε Ναούς και βοήθησε αποφασιστικά τα Μοναστήρια μας.
Μάλιστα τέτοια ήταν η πολιτική ποιότητά του, που όταν κάποτε συνάντησε το γιο του Θεόδωρο στο κυνήγι να φορά πολυτελή ρούχα, αρνήθηκε να τον χαιρετήσει! Και όταν το παιδί του τον ρώτησε σε τι είχε σφάλει, ο Ιωάννης απάντησε ότι εκείνα τα μεταξωτά και χρυσούφαντα που φορούσε ο γιος του ήταν από το αίμα του λαού του και πως θα έπρεπε να ξέρει ότι κάθε έξοδο, πρέπει να γίνεται για τον λαό, διότι ο πλούτος των βασιλέων, στο λαό ανήκει!!!
Η πίστη του στο Θεό ήταν πολύ μεγάλη και τον βοήθησε αποφασιστικά σε κάθε του βήμα, όπως και τότε που χρειάστηκε να μονομαχήσει με τον σκληρό Αζατίνη, Σουλτάνο του Ικονίου, που συχνά πυκνά λεηλατούσε τις πόλεις μας που ήταν κοντά στον ποταμό Μαίανδρο. Άκουσε τότε νοερά θεία φωνή, που του έλεγε:
“Ο σταυρωθείς εγήγερται, ο μεγάλαυχος πέπτωκεν, ο καταπεσών και συντριβείς ανώρθωται” και πήρε ευθύς τέτοια δύναμη,ώστε όρμησε και κατανίκησε τον τρομερό Σουλτάνο!!!
Ποτέ ο Ιωάννης Βατάτζης δεν έβγαζε από το νου του το μεγάλο ποθούμενο, την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως και την ανασύσταση της Ελληνοχριστιανικής Αυτοκρατορίας. Γι’αυτό εργάστηκε και προς την κατεύθυνση αυτή με όλη τη δύναμη της ψυχής του.Σώφρων, συνετός και προνοητικός στην πολιτική του, αν και είχε εκλέξει ικανότατους στρατηγούς, επιδίωκε την αποφυγή των μαχών.
Γνώριζε να μην αναλαμβάνει τίποτε πριν το προπαρασκευάσει κατάλληλα, ενώ είχε βαθιά ευσέβεια και έδειχνε σεβασμό και στον πιο απλοϊκό μοναχό. Ο λαός τον αγαπούσε και η Εκκλησία προσευχόταν με χαρά για αυτόν! Και εκείνος, ακόμη πιο πολύ προχωρούσε προς τον ιερό σκοπό της πατρίδας.
Νίκησε τους Λατίνους που κρατούσαν όμως ακόμα σκλαβωμένη την Πόλη και τους επέβαλε τη συνθήκη του 1225, με την οποία κατελάμβανε όλα τα Μικρασιατικά εδάφη, εκτός από αυτά που ήταν κοντά στη Νικομήδεια και απέναντι από την Κωνσταντινούπολη.
Κατασκεύασε κατόπι ισχυρό στόλο και ελευθέρωσε Λέσβο, Χίο, Σάμο, Ικαρία, Κω και άλλα νησιά του Ελληνικού Αρχιπελάγους, υπολογίζοντας σωστά ότι κουμάντο στο Αιγαίο κάνει όποιος έχει στόλο και άρα οι Λατίνοι χωρίς πολεμικά πλοία και βάσεις, δεν θα κρατούσαν για πολύ ακόμη τη Θεοφύλακτη. Έπιασε λοιπόν και τα Στενά της Έλλης(Ελλήσποντος) και επιχείρησε τις πρώτες επιθέσεις στα περίχωρα της Βασιλίδας,πετυχαίνοντας στα 1225 να απελευθερώσει τη στρατηγικά σημαντική Αδριανούπολη! Ο δρόμος πια για την Πόλη του Κωνσταντίνου ήταν ανοιχτός!
Στα ανατολικά προελαύνουν εκείνο τον καιρό οι Μογγόλοι, που νικούν το Σουλτάνο του Ικονίου, ο οποίος αναγκάζεται να ζητήσει συνθήκη με τη Νίκαια, παύοντας προς το παρόν να αποτελεί κίνδυνο, λύνοντας τα χέρια του Βατάτζη, που κατατροπώνει τώρα και τους Βουλγάρους στα 1246 και ελευθερώνει το κομμάτι Αξιός - Έβρος ποταμός, ενώ οι καμπάνες κοντεύουν να σπάσουν από τη χαρά τους όταν ο Ιωάννης Βατάτζης, ο Άγιος Βασιλιάς, μπαίνει με συγκίνηση στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας μας, στην Πόλη του Αγίου Δημητρίου, στη Συμβασιλεύουσα Θεσσαλονίκη, τον Δεκέμβριο της ίδιας ευλογημένης χρονιάς!
Όμως, η καλή του σύντροφος, η Ειρήνη Λάσκαρι, κλείνει για πάντα τα μάτια της και κείνος θα κρατήσει για πάντα μέσα του ανεξίτηλη τη γλυκιά μνήμη της. Όμως ξέρει πως ο εαυτός του δεν του ανήκει,αλλά αξίζει να το κάνει κάθε μέρα θυσία για το λαό του και την πατρίδα! Έτσι ο Ιωάννης, έχοντας αναπτύξει μια φιλία με το Γερμανό αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β’,δέχεται να γίνει ο γάμος του με την κόρη του Φρειδερίκου Κωνσταντία, ως επισφράγηση μιας πανίσχυρης συμμαχίας, που θα τρομάξει την Ευρώπη και ιδίως τους Λατίνους, που πιέζονται τώρα πανταχόθεν.
Αλλά, ενώ ο Ιωάννης Βατάτζης έφτιαξε ένα πανίσχυρο κράτος από τις στάχτες του Βυζαντίου και είχε σφίξει ασφυκτικά τον κλοιό γύρω από την Κωνσταντινούπολη, στις 4 Νοεμβρίου του 1254 αφήνει την τελευταία πνοή του, επάνω στο δρόμο για το όνειρο, επάνω στο δρόμο για το καθήκον, την Πίστη του Θεού, το Χρέος για την Πατρίδα, την Αγάπη για το λαό…
Το τίμιο σώμα του ευσεβεστάτου, δίκαιου,γενναίου και ελεήμονος βασιλέα, ενταφιάστηκε σε ένα Μοναστήρι που είχε κτίσει ο ίδιος και το είχε ονομάσει Σώσανδρα, ενώ αργότερα δια θαυμαστής αποκαλύψεως ο ίδιος ο Ιωάννης, ζήτησε να μετακομισθεί το λείψανό του στη Μαγνησία (της Μικράς Ασίας).
Όταν όμως πήγαν να ανοίξουν τον τάφο για να εκτελέσουν τη μετακομιδή, αντί να βγει η γνωστή δυσωδία, μια γλυκιά ευωδία απλώθηκε τριγύρω, σαν να είχε ανθίσει απότομα κήπος αρωματικός! Αλλά δεν ήταν μονάχα αυτό. Ο νεκρός φαινόταν σαν να κάθεται επί βασιλικού θρόνου, χωρίς να έχει καμιά μελανότητα, καμιά δυσωδία, κανένα απολύτως σημείο που να φανέρωνε πως ήταν νεκρός!!! ΕΠΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ήταν μέσα στον τάφο και το χρώμα του σώματός του ήταν όπως κάθε φυσιολογικού εν ζωή ανθρώπου!Έμοιαζε πραγματικά σαν ένας ολοζώντανος, αλλά ΜΑΡΜΑΡΩΜΕΝΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ!!! Και μάλιστα και αυτά ακόμη τα ρούχα του επίσης είχαν διατηρηθεί επί επτά χρόνια αδιάφθορα και έμοιαζαν σαν να είχαν μόλις ραφθεί!!! Γιατί έτσι αντιδοξάζει ο Θεός εκείνους που Τον δοξάζουν στη γη!
Μάλιστα από τότε το τίμιο λείψανο του Αγίου βασιλέως Ιωάννη Δούκα Βατάτζη του Ελεήμονος έδωσε πάμπολλα θαύματα, γιατρεύοντας θαυματουργικά Χάρητι Θεού ασθένειες, διώκοντας δαίμονες και θεραπεύοντας ένα σωρό πάθη, με την κατοικούσα εν αυτώ Χάρη του Αγίου Πνεύματος!
Αναφέρεται -όπως σημειώνεται σε ημερολόγιο που εξέδωσε το 2001 η Ιερά Μητρόπολη Διδυμοτείχου,Ορεστιάδος και Σουφλίου- ότι μέχρι το 1992 “η μνήμη του αυτοκράτορα Ιωάννου του Ελεήμονος ετιμάτο κάθε χρόνοστην εκκλησία της Μαγνησίας, την οποία έκτισε ο ίδιος και στην οποία βρήκε την τελευταία ανάπαυσή του, καθώς και στο Νυμφαίον,την αγαπημένη του κατοικία” (Οστρογκόρσκυ).
Όμως τι απέγινε ο Ναός εκείνος; Τι απέγινε το άφθαρτο λείψανο του “Μαρμαρωμένου Βασιλιά”; Τι σχέση έχει με το “θρύλο” και ποια με τις προφητείες για ανάκτηση της Πόλης, που τόσο και ο ίδιος είχε πασχίσει;
ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΡΧΟΜΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΣΠΗΛΑΙΟ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ ΟΠΟΥ ΑΝΑΠΑΥΕΤΑΙ! ΠΟΙΟΙ ΤΟΝ ΕΙΔΑΝ ΚΑΙ ΠΟΤΕ:
ΣΗΜΕΡΑ, η μνήμη του Αγίου Ιωάννη Δούκα Βατάτζη του Ελεήμονος, τιμάται και εορτάζεται στο βυζαντινό Διδυμότειχο, επάνω στην Εκκλησιά του Χριστού Σωτήρα του κάστρου, όπου και υπάρχει σαν θησαυρός η φορητή εικόνα του Αγίου, δημιούργημα της λαϊκής τέχνης του 1958.
Ως χριστιανοί που ζούμε στον κόσμο αισθανόμαστε συχνά απελπισία. Πώς μπορούμε να συνεννοηθούμε με τους ανθρώπους που δεν αγαπούνε τον Θεό ή είναι αδιάφοροι; Πώς μπορούμε να έχουμε τη χαρά της πίστης, όταν ο κόσμος ζει μέσα σε τόση αγωνία, όταν το κακό κυριαρχεί, όταν οι ευχάριστες ειδήσεις τείνουν να εξαφανιστούν, όταν το κακό και ο θάνατος κυριεύουν τη ζωή μας; Όταν το μόνο για το οποίο γίνεται λόγος είναι η κρίση; Όταν η σχεδόν αποκλειστική ενασχόληση των ανθρώπων είναι ο εαυτός τους, η ικανοποίηση των επιθυμιών τους και η απαισιοδοξία και το παράπονο για το ότι αυτό δεν είναι εφικτό; Όταν ακούμε συνεχώς το «να περνάς καλά» ως στόχο και όχι το «να ξέρεις γιατί ζεις»;...
Χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε πάντως ότι αυτή η κατάσταση ίσχυε πάντοτε. Από τη στιγμή που εμφανίστηκε ο Χριστός στον κόσμο, μία τέτοια πραγματικότητα υπήρχε. Γι’ αυτό και ο Κύριός μας επεσήμανε ότι στον κόσμο θα έχουμε θλίψη. Γιατί θα βλέπουμε τη ζωή διαφορετικά και θα αισθανόμαστε μόνοι και παράξενοι. Ο Χριστός βέβαια ζήτησε από όσους πιστέψουν σ’ Αυτόν να έχουν θάρρος, διότι νίκησε τον κόσμο και τη νοοτροπία Του. Επομένως, όποιος Τον ακολουθεί, δε χρειάζεται να απογοητεύεται. Να αποκαρδιώνεται. Να παραδίδει τη χαρά και την αισιοδοξία που η σχέση με τον Χριστό δίνουν, στη λύπη για τη ζωή και την πραγματικότητα. Αντιθέτως, καλείται να εργαστεί ώστε το ήθος και τις αξίες που βιώνει, να τα καταστήσει κτήμα και των άλλων. Να γίνει ο ίδιος ένα ζωντανό υπόδειγμα ότι μπορεί ο άνθρωπος να νικήσει τη λύπη και τη θλίψη του κόσμου, αρκεί να πιστεύει.
Ο Απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Κορινθίους, χρησιμοποιεί μία προτροπή του Θεού από την Παλαιά Διαθήκη, την οποία την επαναλαμβάνει στους χριστιανούς: «διό εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε και ακαθάρτου μη άπτεσθε, καγώ εισδέξομαι υμάς»(Β’ Κορ. 6, 17). «Φύγετε μακριά απ’ αυτούς και ξεχωρίστε. Μην αγγίζετε ακάθαρτο πράγμα κι εγώ θα σας δεχτώ».
Ο λόγος του Θεού δεν αποσκοπεί στην περιφρόνηση των άλλων ανθρώπων, οι οποίοι ζούνε μακριά Του. Αναφέρεται ουσιαστικά στο ήθος και τη νοοτροπία τους. Στο αξιακό τους πλαίσιο. Στον τρόπο που σκέπτονται. Ο χριστιανός καλείται να ξεχωρίσει, να φύγει μακριά από μία τέτοια στάση ζωής. Να μην αφήσει να τον επηρεάσουν η απιστία, η αδιαφορία, η θεοποίηση του εαυτού, των παθών και των επιθυμιών και η ζωή χωρίς ελπίδα. Κυρίως όμως η παράδοση στον υλιστικό τρόπο ζωής. Στις δυσκολίες να έχει στραμμένη την καρδιά του στη πρόνοια του Θεού. Στο γεγονός ότι ακόμη κι αν παραχωρεί ο Θεός, για τα λάθη και τις αμαρτίες μας, να είναι δύσκολη η ζωή μας, ο χριστιανός δεν αφήνει τον εαυτό του να λιγοψυχήσει, να παραιτηθεί από την προσπάθεια να νικήσει, ακόμη και μέσα στην ήττα του. Και νίκη σημαίνει ελπίδα στον Θεό. Σημαίνει αγώνας για να βγούμε από το τέλμα και κατά άνθρωπον και κατά Θεόν. Σημαίνει μετάνοια για τα λάθη μας. Σημαίνει καινούργια αρχή στη ζωή μας. Με τόλμη και έμπνευση, που δίδονται μέσα από την προσευχή και την εμπιστοσύνη στον Θεό και το θέλημά Του.
Την ίδια στιγμή ο χριστιανός καλείται να ξαναδεί τι σημαίνει να κυριαρχείται ο άνθρωπος από το ίδιον θέλημα. Γιατί από εκεί έρχεται η απογοήτευση. Δε συνεπάγεται κάτι τέτοιο ο άνθρωπος να μην έχει στόχους και όνειρα στη ζωή του. Όμως ο κυριότερος στόχος, αν πιστεύουμε στον Θεό, δεν μπορεί παρά να είναι η αγάπη. Όχι ως παθητική και μοιρολατρική αποδοχή της πορείας της ζωής, του θελήματος των άλλων, για να μην στενοχωρήσουμε και δυσκολέψουμε κανέναν, αλλά ως αλήθεια και ειλικρίνεια. Αυτός που αγαπά δεν κρύβει αυτό που νιώθει και πιστεύει ότι είναι αληθινό. Το ίδιον θέλημα όμως είναι η απολυτοποίηση της αλήθειας μας. Είναι, την ίδια στιγμή, η αίσθηση ότι μόνο ικανοποιώντας αυτό που σκεφτήκαμε και αποφασίσαμε ότι μας ταιριάζει, θα είμαστε ευτυχισμένοι. Και διαπιστώνουμε ότι, παρότι επέρχεται αυτή η ικανοποίηση, για την οποία ο άνθρωπο κινεί γη και ουρανό, εντούτοις και πάλι ο άνθρωπος δεν είναι ευτυχισμένος. Γιατί δεν μπορεί να αγαπά τον άλλο, αλλά μόνο τους στόχους του. Βλέπει τα πρόσωπα των άλλων ως αντικείμενα προς χρήσιν. Βλέπει τις επιδιώξεις του ως τις απόλυτες μεθόδους και οδούς ευτυχίας, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι το θέλημά του δε είναι αρκετό να ευτυχήσει. Διότι όσα κι αν πετύχει, πάλι κάτι θα του λείπει. Όταν όμως ο άνθρωπος έχει στην ύπαρξή του ζωντανή τη γνώση, την εμπιστοσύνη και την απόπειρα για βίωση του θελήματος του Θεού, που είναι η αγάπη, δηλαδή η έξοδος από τον εαυτό του σε ό,τι κάνει και το αγκάλιασμα τόσο του άλλου ανθρώπου όσο και του οτιδήποτε αξίζει, θα διαπιστώσει ότι μαζί του είναι ο Θεός. Και θα νιώσει στην καρδιά του, παρά την οδύνη κάποτε της ήττας, τη χαρά του ότι κάνει αυτό που ζητά ο Θεός. Κι Εκείνος θα στηρίξει και θα αγκαλιάσει.
Κλειδί το «ακαθάρτου μη άπτεσθε». Ακάθαρτο είναι κάθε τι το οποίο κάνει τον άνθρωπο περήφανο και εγωιστή. Τον κάνει αυτάρκη στις ηδονές του. Είτε αυτό είναι επίτευγμα, είτε η εικόνα του, είτε οι επιτυχίες του, είτε η αποδοχή των άλλων, ο αυτάρκης άνθρωπος οδηγείται σε μία δαιμονική έπαρση αυτοεγκλωβισμού στις δικές του δυνάμεις. Και γι’ αυτό ο Θεός προτρέπει τον άνθρωπο ούτε καν να αγγίζει το ακάθαρτο. Όπως απομακρύνουμε μία βρωμισμένη τροφή, έτσι και στη ζωή μας καλούμαστε να προσπερνάμε κάθε λογισμό, κάθε αντίληψη, κάθε πράξη που μας εγκλωβίζουν στην αυτάρκειά μας. Αξιοποιούμε τα χαρίσματα που μας έδωσε ο Θεός, τις ευκαιρίες, τους ανθρώπους που μας στηρίζουν, όχι για να αυτοδοξαστούμε, ενίοτε ξεχνώντας και το πόσο και από ποιους ευεργετηθήκαμε, αλλά για να μπορέσουμε να αγαπήσουμε. Να χαρούμε αληθινά και να μοιραστούμε το λίγο ή το πολύ που μας δόθηκε ή αποκτήσαμε, επειδή μας επιτράπηκε από τον Θεό να μπορούμε να το αποκτήσουμε.
Η εποχή μας λειτουργεί ως μία χοάνη στην οποία ο άνθρωπος δύσκολα μπορεί να ξεχωρίσει πώς θα βγει από την απελπισία της παράδοσης στην κυριαρχία των υλικών αγαθών, στο ίδιον θέλημα, σε ό,τι του δίνει αυτάρκεια και υπερηφάνεια. Και γι’ αυτό στις ήττες του ο άνθρωπος απογοητεύεται, συντρίβεται, ενίοτε παραιτείται και από την ζωή. Δεν μπορεί να χτίσει σχέσεις που να έχουν διάρκεια, διότι δεν έχει μάθει να κάνει την αγάπη κέντρο και στόχο ζωής. Κυρίως όμως αφήνει να σβήνει από το προσκήνιο η πίστη και η εμπιστοσύνη στον Θεό και το θέλημά Του. Ας αποσυρθούμε από έναν τέτοιο τρόπο ζωής και με όπλο μας την πίστη ας αφήσουμε τον Θεό να μας δεχθεί, να γίνει ο Πατέρας μας κι εμείς να είμαστε οι γιοι και οι θυγατέρες Του. Και τότε θα αντέξουμε, όσο κι αν η ζωή μας δυσκολεύει και φαίνεται χωρίς φως κι ελπίδα. Και χωρίς να είναι ανάγκη να συμφωνούμε με τους ανθρώπους που είναι μακριά από τον Θεό, είτε εντός είτε εκτός της Εκκλησίας, θα μπορέσουμε να συνεννοηθούμε. Με τη γλώσσα της προσευχής, της υπομονής και της προσμονής να μιλήσει ο Θεός και στις δικές τους καρδιές!