Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Ιανουαρίου 21, 2017

Κυριακὴ ΙΕ Λουκᾶ (Λουκ. ιθ΄ 1-10)


23 Ἰανουαρίου 1966


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Πολλὲς φορὲς μιλήσαμε καὶ εἴπαμε γιὰ τὴ μετάνοια. Σήμερα ἔχουμε τὴν εὐκαιρία νὰ ξαναμιλήσουμε καὶ νὰ ποῦμε πάλι γιὰ τὸ ἴδιο πράγμα. Καὶ τὴν εὐκαιρία αὐτή μᾶς τὴν δίνει ὁ ἀρχιτελώνης Ζακχαῖος. Αὐτὸς ὁ ἀρχιτελώνης μᾶς μαθαίνει πὼς ἡ μετάνοιά μας πρέπει νὰ εἶναι ἔμπρακτη. Ἂς ἀκούσουμε ὅμως πρῶτα τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο στὴ δική μας ἁπλὴ γλώσσα.

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς μέσ' ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ. Καὶ νὰ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ τὸν ἔλεγαν Ζακχαῖο κι αὐτὸς ἦταν ἀρχιτελώνης καὶ σὰν ἀρχιτελώνης ἦταν πλούσιος. Καὶ ζητοῦσε νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ ποιὸς εἶναι καὶ δὲ μποροῦσε, ἐξαιτίας τοῦ κόσμου καὶ λόγω ποὺ ἦταν μικρόσωμος. Ἔτρεξε λοιπὸν μπροστὰ κι ἀνέβηκε σὲ μιὰ συκομουριὰ γιὰ νὰ τὸν δῆ, γιατί ἀπὸ κεῖ θὰ περνοῦσε. Καὶ μόλις ἦλθε σὲ κεῖνο τὸ μέρος, σήκωσε τὰ μάτια του ὁ Ἰησοῦς καὶ τὸν εἶδε καὶ τοῦ εἶπε· Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα, γιατί σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸ σπίτι σου. Κι ὁ Ζακχαῖος κατέβηκε ἀμέσως καὶ ὑποδέχθηκε τὸν Ἰησοῦ μὲ χαρά. Ὅλοι τότε ποὺ τὸ εἶδαν ἐτοῦτο ἐγόγγυζαν κι ἔλεγαν πὼς μπῆκε νὰ φιλοξενηθῆ στὸ σπίτι ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ζακχαῖος ὅμως στάθηκε μπροστὰ στὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπε· Νὰ τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου, Κύριε, τὰ δίνω στοὺς φτωχούς· κι ἂν τύχη κι ἔκλεψα κανενός, τοῦ τὸ δίνω πίσω τετραπλάσιο. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς· Σήμερα ἔγινε σωτηρία σὲ τοῦτο τὸ σπίτι, γιατί κι αὐτὸς εἶναι παιδὶ τοῦ Ἀβραάμ. Γιατί ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἦλθε γιὰ νὰ ψάξη νὰ βρῆ καὶ νὰ σώση τοὺς χαμένους.

Αὐτὸς ὁ ἀρχιτελώνης, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, εἶναι τὸ παράδειγμα κάθε ἁμαρτωλοῦ ποὺ ξεκινάει νὰ βρῆ τὴ σωτηρία του. Κι ὅποιος θέλει νὰ βρῆ τὴ σωτηρία του, ἕνα δρόμο ἀκολουθάει, τὴν ἔμπρακτη μετάνοια. Καὶ τὸν ἀκολουθάει ἀμέσως, χωρὶς ἀναβολὲς καὶ χωρὶς νὰ λογαριάζη ἐμπόδια. Ὁ Ζακχαῖος ἤθελε κι ἐπιθυμοῦσε νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, μὰ ὁ κόσμος ἦταν πολὺς κι αὐτὸς ἦταν μικρόσωμος. Μηχανεύθηκε τότε καὶ βρῆκε τρόπο νὰ τὸν δῆ. Δὲν φοβήθηκε νὰ μὴ γελάσουν μαζί του, δὲν λογαρίασε τὴν ἡλικία του καὶ τὴ θέση του, μόνο ἔτρεξε κι ἀνέβηκε στὸ δένδρο. Ἡ καλὴ ἐπιθυμία μέσα του νικοῦσε κάθε ἐξωτερικὴ δυσκολία καὶ κάθε ἐμπόδιο.

 


Ἄραγε, χριστιανοί μου, κι ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἔχουμε τὴν ἐπιθυμία νὰ δοῦμε τὸ Σωτήρα μας; Σὰν καὶ τότε, περνάει ἀνάμεσά μας· ἄραγε σπεύδουμε νὰ τὸν δοῦμε καὶ νὰ τὸν γνωρίσουμε ἤ μήπως κι ὅταν περνάη ἐμπρός μας, δὲν τὸν προσέχουμε; Μὰ εἶν' ἀλήθεια πὼς πολλοὶ ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ν' ἁμαρτήσουνε δὲν ντρέπονται, μὰ νὰ μετανοήσουνε ντρέπονται. Δὲν φοβοῦνται τὴν ἁμαρτία καὶ φοβοῦνται τὴ σωτηρία. Ντρέπονται καὶ φοβοῦνται νὰ τοὺς δοῦν οἱ ἄνθρωποι πὼς ἔχουν φιλία μὲ τὸ Χριστό. Εἶναι πολλοὶ ποὺ ντρέπονται καὶ φοβοῦνται νὰ πᾶνε στὴν ἐκκλησία, νὰ ξομολογηθοῦνε, νὰ κοινωνήσουνε, νὰ κάμουν τὸ σταυρό τους. Ἐκεῖνο ποὺ προσέχουν εἶναι τί θὰ πῆ ὁ κόσμος· κανονίζουνε τὸ βίο τους σύμφωνα μὲ τὴν κρίση τοῦ κόσμου καὶ χάνουνε τὴ σωτηρία τους γιὰ χάρη τοῦ κόσμου.

Ὁ ἀρχιτελώνης Ζακχαῖος δὲν τὰ πρόσεξε αὐτὰ· πρόσεξε μόνο στὴν καλή του ἐπιθυμία νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ βρῆκε τρόπο καὶ τὶς δυσκολίες νὰ νικήση καὶ τὸ σωτήρα του νὰ δῆ. Εἶναι τὸ πρῶτο βῆμα ἐτοῦτο τῆς ἔμπρακτης μετάνοιας κι ἂς τὸ προσέξουνε ὅσοι λένε πὼς τάχα μετανοοῦνε καὶ μένουνε μόνο στὸ λόγο. Θέλω, λένε, θέλω τὴ σωτηρία μου, μὰ εἶναι πολλὰ ἐμπόδια· εἶναι τὸ ἐπάγγελμά μου, εἶναι ἡ κοινωνική μου θέση, εἶναι ἡ ἡλικία μου, εἶναι οἱ περιστάσεις, εἶναι ἡ κοινὴ γνώμη. Ὅλα εἶναι, χριστιανοί μου, καὶ μόνο ὁ ἀληθινὸς πόθος γιὰ τὴ σωτηρία δὲν εἶναι. Ἔτσι πολλοὶ δὲν κάνουν μήτε τὸ πρῶτο βῆμα στὴν ἔμπρακτη μετάνοια.

Ἡ ἔμπρακτη μετάνοια, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὅταν κάμη τὸ πρῶτο βῆμα, ποὺ εἶναι ἡ συνάντηση κι ἡ γνωριμία μὲ τὸ Θεό, ὕστερα προχωρεῖ σ' ἕνα δεύτερο μεγάλο βῆμα, στὴ συνάντηση καὶ τὴ συμφιλίωση μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Κάμποσοι λένε πὼς τὰ 'χουν καλὰ μὲ τὸ Θεό, μὰ βλέπουμε πὼς δὲν τὰ 'χουν καλὰ μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς καταλαβαίνουμε πὼς εἶναι ψεῦτες καὶ ὑποκριτές. Γιατί, λέγει ὁ Εὐαγγελιστής, πῶς μπορεῖ ν' ἀγαπᾶς τὸ Θεὸ ποὺ δὲν τὸν βλέπεις, ὅταν δὲν ἀγαπᾶς τὸν ἀδελφό σου, ποὺ εἶναι μπρὸς στὰ μάτια σου; Εἶναι κι ἄλλοι ποὺ λένε πὼς ἀγαποῦνε τάχα τοὺς ἀνθρώπους καὶ δὲν τοὺς μέλει γιὰ τὸ Θεὸ· δὲν τὸν εἴδανε καὶ δὲν τὸν ξέρουν τὸ Θεό, δὲν τὸν χρειάζονται γιὰ σωτήρα καὶ δὲν τὸν φοβοῦνται γιὰ κριτή. Κι αὐτοὶ ψεῦτες εἶναι καὶ ὑποκριτές. Γιατί ὅποιος δὲν ξέρει τὸ Θεὸ μήτε τὸν ἄνθρωπο γνωρίζει κι ὅποιος δὲ συναντήθηκε μέσα του μὲ τὸ Θεὸ μήτε καὶ τοὺς ἀνθρώπους συναντάει γύρω του.

Ὁ ἀρχιτελώνης Ζακχαῖος, ὅταν εἶδε καὶ γνώρισε τὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὕστερα προχώρησε στοὺς ἀνθρώπους· ἔκαμε τὸ δεύτερο βῆμα στὸ δρόμο γιὰ τὴ σωτηρία του. Ἡ ἔμπρακτη μετάνοιά του εἶναι τύπος καὶ ὑπογραμμὸς γιὰ κάθε ἁμαρτωλό, ποὺ ξεκινάει γιὰ νὰ σωθῆ καὶ ποὺ πραγματικὰ κι ἀληθινὰ μετανοεῖ. Ἀλλιῶς ἡ μετάνοια εἶναι ἕνας ἐμπαιγμὸς πρὸς τὸ Θεὸ καὶ μιὰ ψευτιὰ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους· τάχα πὼς λυπόμαστε γιὰ τὴν ἀσέβεια καὶ γιὰ τὴν ἀδικία μας, τάχα πὼς μετανοοῦμε γιὰ τὶς πράξεις μας καὶ γιὰ τὸ βίο μας καὶ μένουμε πάντα οἱ ἴδιοι, ἀμετανόητοι κι ἀδιόρθωτοι.

Ὁ Θεὸς γιὰ τὴν παρακοὴ τῶν Πρωτοπλάστων καὶ τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, μιὰ κι ὁ κόσμος δὲν εἶχε τί νὰ δώση, ἔδωκε τὸν υἱὸ Του τὸ μονογενῆ καὶ σὺ γιὰ τὴν ἁμαρτία σου καὶ γιὰ τὴν ἀδικία σου δίνεις μόνο λόγια; Ὁ Θεὸς τὸ ἄδικο δὲν τὸ θέλει μὲ κανέναν τρόπο, γι' αὐτὸ ὅποιος ἔκλεψε, ὅποιος ἔφαγε τὸν ξένο κόπο, ὅποιος ἐδάνεισε καὶ πῆρε τὸ σπίτι τοῦ ἀδελφοῦ του, ὅποιος ἐζύγισε ξύγγικα, ὅποιος καταπάτησε τὸ ξένο χωράφι, ὅποιος ἐπῆρε χρήματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅλοι ὅσοι κάμανε ἀδικία καὶ λένε πὼς μετανοοῦνε, νὰ κάμουν ἔμπρακτη μετάνοια· νὰ πάψουνε ν' ἀδικοῦν καὶ νὰ δώσουνε πίσω τὰ ξένα. Γιατί ἀλλιῶς ἡ μετάνοιά τους εἶναι ψεύτικη καὶ δὲν τὴ δέχεται ὁ Θεός.


Ἀγαπητοὶ χριστιανοί,

Ὁ Χριστὸς ἦλθε γιὰ νὰ βρῆ καὶ νὰ σώση τοὺς ἁμαρτωλούς. Βρίσκει πάντα ἐκείνους ποὺ ζητοῦνε νὰ τὸν βροῦν καὶ σώζει ἐκείνους ποὺ δείχνουν ἔμπρακτη μετάνοια. Ἄμποτε κι ἐμεῖς νὰ 'μαστε ἀπ' αὐτούς, γιὰ ν' ἀκούσουμε στὴν ψυχή μας τὸν παρήγορο ἐκεῖνο λόγο· Σήμερα ἔγινε σωτηρία σὲ τοῦτο τὸ σπίτι. Ἀμήν.

Ζακχαῖος Anthony Bloom





Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ του Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Tὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς προετοιμάζουν γιὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ. Αὐτὰ τὰ ἀναγνώσματα ποὺ ξεκίνησαν τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα δὲν εἶναι ἁπλὰ ἀσύνδετα μεταξύ τους· μᾶς δείχνουν πῶς νὰ προετοιμάσουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας καὶ ὅπως μιὰ σκάλα, μᾶς ὁδηγοῦν στὴν στιγμὴ ποὺ θὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ συναντηθοῦμε μὲ τὴν πιὸ σπουδαία πραγματικότητα τῆς ἱστορίας, τὸ πιὸ σπουδαῖο γεγονὸς της – τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Θὰ ἤθελα νὰ προσέξετε δύο πράγματα στο σημερινὸ Εὐαγγέλιο.

Ὁ Ζακχαῖος ἦταν κοντὸς στὸ ἀνάστημα καὶ ὅμως ἤθελε νὰ δεῖ τὸν Χριστὸ, νὰ Τὸν δεῖ κατάματα καὶ γιὰ νὰ τὸ ἐπιτύχει, σκαρφάλωσε σὲ μιὰ συκομουριὰ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ δεῖ πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τοῦ πλήθους ποὺ εἶχε συγκεντρωθεῖ γιὰ νὰ Τὸν δεῖ. Αὐτὸ εἶναι ἕνα γεγονὸς ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἐπίσης καὶ μιὰ εἰκόνα ἀπὸ τὴν ὁποία μποροῦμε νὰ ὠφεληθοῦμε. Εἴμαστε ὅλοι τόσο μικροὶ· ὄχι μόνο σωματικὰ, ἀλλὰ πνευματικὰ, ἀπὸ κάθε ἄποψη, οἱ καρδιὲς μας εἶναι πολὺ μικρὲς, ὁ νοῦς μας εἶναι περιορισμένος. Ἄν ἐπιθυμοῦμε νὰ συναντήσουμε τὸν Χριστὸ καὶ νὰ Τὸν δοῦμε καθὼς εἶναι πραγματικά, δὲν ἀρκεῖ νὰ προσπαθήσουμε – πρέπει νὰ σκαρφαλώσουμε, πρέπει νὰ ἐπωφεληθοῦμε ἀπὸ ἕνα ὕψος ποὺ δὲν εἶναι δικό μας γιὰ νὰ δοῦμε αὐτὸ ποὺ διαφορετικὰ δὲν θὰ μπορούσαμε οὔτε νὰ δοῦμε, οὔτε νὰ καταλάβουμε. Αὐτὸ τὸ ὕψος ποὺ εἶναι προφανῶς τόσο ταπεινὸ ὅσο τὸ δέντρο ὅπου σκαρφάλωσε ὁ Ζακχαῖος, εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴ διδασκαλία της, τὴν ἐμπειρία της ποὺ δὲν ἐκφράζεται μόνο προφορικὰ μέσα ἀπὸ τὶς διδαχὲς, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο ποὺ ζεῖ, ἐπειδὴ ζῶ χριστιανικὰ σημαίνει ζῶ μιὰ ζωὴ ποὺ ἀφαιρεῖ κάθε τι περιττὸ.

Ὁ Ζακχαῖος ἴσως νὰ μὴν τὸ ἔκανε γιὰ τὸ λόγο ποὺ κι ἐμεῖς συχνὰ δὲν τὸ κάνουμε, γιὰ τὸν ἴδιο λόγο· ἴσως ἦταν πολὺ ὑπερήφανος, ματαιόδοξος, ἴσως εἶχε βασιστεῖ πολὺ στὶς ἱκανότητες του, ἴσως νὰ μὴν εἶχε σκεφτεῖ, ὅπως πολλοὶ ἔκαναν, κάνουν καὶ θὰ κάνουν, ποὺ πιστεύουν ὅτι δὲν χρειάζονται τὴν ταπεινὴ βοήθεια ποὺ τοὺς προσφέρεται, ἐπειδὴ μποροῦν νὰ φθάσουν μόνοι τους ψηλά. Ὅμως ὁ Ζακχαῖος δὲν νικήθηκε ἀπὸ τὴν ματαιοδοξία, τὴν ὑπερηφάνεια, ἐπειδὴ κάτι συνέβη μέσα του, καθὼς βλέπουμε στὸ τέλος τοῦ ἀναγνώσματος, καθιστώντας ἀπολύτως ἐπιτακτικὴ γι’ αὐτὸν τὴν ἀνάγκη νὰ συναντήσει τὸν Χριστὸ. Ἦταν πλέον ὥριμος καὶ ἐκείνη τὴ στιγμὴ καθὼς γνωρίζει ὁ καθένας ὅταν φθάσει αὐτὴ ἡ ὥρα – εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἀντιμετωπίσουμε ὄχι μόνο τὴν κριτική καὶ τὸ μῖσος καὶ τὴν ἐναντίωση, εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἀντιμετωπίσουμε ἀκόμη καὶ τὴν γελοιοποίηση, νὰ συμπεριφερόμαστε μ’ ἕναν τρόπο παράξενο γιὰ τὸ περιβάλλον μας.

Αὐτὸ τὸ πρόσωπο ἦταν, ὅπως θὰ λέγαμε σήμερα, διευθυντὴς τραπέζης καὶ ὅμως δὲν φοβήθηκε οὔτε ντράπηκε τὰ γέλια ποὺ προξενοῦσε στὸ πλῆθος ἐπειδὴ ἦταν ἕτοιμος νὰ πάει πέρα ἀπὸ αὐτό. Τὸν ἐνδιέφερε περισσότερο νὰ συναντήσει τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὸ ν’ ἀνησυχεῖ γιὰ τὸ τὶ θὰ μποροῦσαν νὰ σκεφτοῦν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἶχαν φτάσει στὸ ἐπίπεδο τῆς δικῆς του ὡριμότητας νὰ ἀγωνιοῦν γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Καὶ ὁ Χριστὸς τὸν εἶδε, ἐπειδὴ μόνο αὐτὸς εἶχε ξεπεράσει τὴν ματαιοδοξία καὶ τὴν ὑπερηφάνειά του γιὰ νὰ Τὸν συναντήσει. Ὁ λόγος φαίνεται ἀπὸ τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, δηλαδὴ στὴν ἑτοιμότητά του νὰ τακτοποιήσει τὴ ζωή του γιὰ ν’ ἀξίζει στὸν Καλεσμένο ποὺ θὰ ἐρχόταν στὸ σπίτι του.

Aὐτὲς οἱ εἰκόνες δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ μᾶς δώσουν ἕνα σημαντικὸ μάθημα; Τὸ γεγονὸς ὅτι εἴμαστε ὅλοι τόσο ἀσήμαντοι κι ὅμως προτιμοῦμε νὰ στέκουμε ἀγέρωχοι μέσα στὴν ὑπερηφάνεια, στὴν ματαιοδοξία μας, στὴν τυφλότητά μας ἀπὸ τὸ νὰ ὠφεληθοῦμε ἀπὸ τὴν ἐμπειρία αἰώνων πάνω σὲ πράγματα ποὺ δὲν καταλαβαίνουμε, ποὺ φαίνονται τόσο ταπεινὰ, τόσο μακρυνὰ, μακρυὰ ἀπὸ τὴν μεγαλοπρέπεια ποὺ ἀναζητοῦμε, ἐπειδὴ αὐτὸ ποὺ ψάχνουμε εἶναι ἡ μεγαλοπρέπεια πέρα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ εἴμαστε, ἀντὶ νὰ ἀναζητοῦμε τὴν σωτηρία ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς βρεῖ ὅπου κι ἄν βρισκόμαστε. Αὐτὴ ἡ ματαιοδοξία καὶ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ποὺ μᾶς σταματᾶ.

Δὲν εἶναι κάτι ποὺ πρέπει νὰ μάθουμε νὰ νικᾶμε; Δὲν μποροῦν νὰ νικηθοῦν μὲ σκέψη, στοχασμὸ ἤ προσευχή. Μόνο ὅταν τὶς ἐκθέτουμε, τὶς περιφρονοῦμε, τόσο ποὺ οἱ ἄλλοι ἴσως νὰ μᾶς ἀπεχθάνονται, τότε μποροῦμε νὰ τὶς ξεπεράσουμε, διὸτι μόνο τότε στεκόμαστε ἐνώπιον τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἀλήθειας ποὺ μιλοῦν στὴν συνείδησή μας. Κι ἄν θέλουμε στὸ τέλος νὰ φέρουμε καρποὺς χάριν τῆς ὀδύνης, τῆς λαχτάρας γιὰ Θεό, τότε πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἐνεργήσουμε, ὄχι νὰ περιμένουμε ἕναν μυστικὸ φωτισμὸ, ὄχι κάποια πνευματικὴ ἐμπειρία ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ ἐμᾶς, ἀλλὰ νὰ κάνουμε πράγματα ποὺ εἶναι γιὰ τὰ δικά μας μέτρα.

Ὁ Ζακχαῖος ὑποσχέθηκε νὰ διορθώσει τὴ ζωή του. Εἴμαστε ἕτοιμοι κι ἐμεῖς νὰ δοῦμε τὴ ζωή μας κάτω ἀπὸ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, νὰ τὴν διορθώσουμε, νὰ δεχτοῦμε ν’ ἀναγνωρίσουμε τὸ πνευματικό, διανοητικὸ καὶ συναισθηματικό μας ἀνάστημα καὶ νὰ ἐπωφεληθοῦμε ἀπὸ τὴν βοήθεια ποὺ μᾶς προσφέρει ἡ σοφία αἰώνων ποὺ ὁδήγησε ἑκατομμύρια ἀνθρώπων στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Ἀμήν.

Κυριακη Ζακχαίου(ΙΕ Λουκά)-Η νοσταλγία για κάτι διαφορετικό (Αλεξ.Σμέμαν)


Η Όρθόδοξη Εκκλησία για να μας προετοιμάσει για τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή,αρχίζει να μας αναγγέλλει τον ερχομό της έναν ολόκληρο μήνα πρίν αυτή αρχίσει. Πόσο δύσκολο είναι να καταλάβει ό άνθρωπος πώς πέρα από την αφοσίωση του στίς αναρίθμητες ασχολίες της ζωής, θα πρέπει να αφιερώσει επίσης φροντίδα για την ψυχή, για τον εσωτερικό του κόσμο.
 'Άν είμασταν λίγο πιο σοβαροί, θα βλέπαμε πόσο σημα­ντική, ουσιαστική καί θεμελιώδης είναι ή φροντίδα της ψυχής. Θα κατανοούσαμε τότε τον αργό καί μυ­στηριώδη ρυθμό της εκκλησιαστικής ζωής. Γνωρί­ζουμε φυσικά το νόημα πού έχει ή τροφή για τη ζωή μας. Μερικές τροφές είναι καλές καί θρεπτικές, άλ­λες είναι ανθυγιεινές· κάποιες είναι βαριές, πρέπει να προσέξουμε. Προσπαθούμε πολύ να εξασφαλί­σουμε πώς ή τροφή πού τρώμε είναι καλή για μας. 
Καί είναι κάτι πολύ περισσότερο από ευσεβές ρητο­ρικό σχήμα όταν λέμε πώς καί ή ψυχή χρειάζεται να τραφεί, πώς "ουκ έπ'άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος" (Ματθ. 4,4).Όλοι μας ξέρουμε πώς χρειαζόμαστε χρόνο για διάβασμα, για στοχασμό, για συζήτηση,για διασκέδαση. Ακόμη κι αυτά όμως τα φροντίζου­με πολύ λίγο,τα προσέχουμε ελάχιστα, ακόμη καί από την άποψη της υγιεινής. Επιδιώκουμε το ελα­φρύ διάβασμα, τα πειράγματα αντί για τη συζήτηση, τη διασκέδαση αντί για την ψυχαγωγία.

 Δεν κατα­λαβαίνουμε πώς ή ψυχή παθαίνει δυσκοιλιότητα πολύ ευκολότερα άπ' ο,τι το πεπτικό μας σύστημα, καί πώς οι συνέπειες μιας δυσκοίλιας ψυχής είναι πολύ πιο επιβλαβείς. Τόσος χρόνος αφιερώνεται στα εξωτερικά πράγματα, καί πολύ λίγος στην εσω­τερική ζωή.Πλησιάζουμε όμως τώρα αυτή την εποχή του έτους πού ή Εκκλησία μας καλει να θυμηθούμε την ύπαρξη αυτού του εσωτερικού ανθρώπου καί να θορυβηθούμε από την αμνησία μας, από τον δίχως νόημα παραλογισμό μέσα στον όποιο βρισκόμαστε, από τη σπατάλη του πολύτιμου χρόνου πού μας έχει δοθεί τόσο φειδωλά, από την άγαρμπη καί μικροπρεπή σύγχυση μέσα στην οποία ζούμε.
Ή Σαρακοστή είναι καιρός μετανοίας, καί μετά­νοια είναι ή επανεξέταση, ή επανεκτίμηση, το να βα­θύνει κανείς καί να φέρει τα πάνω κάτω. Μετάνοια είναι το επώδυνο ξεσκεπασμα του παραμελημένου, ξεχασμένου, μολυσμένου "εσωτερικού" ανθρώπου.
   Ή πρώτη αναγγελία της σαρακοστής, ή πρώτη υ­πενθύμιση προέρχεται από μια μικρή ευαγγελική Ι­στορία για έναν εντελώς ασήμαντο άνθρωπο, "μι­κρόν τω δέμας",πού το επάγγελμα του φοροεισπράκτορα πού εξασκούσε, τον χαρακτήριζε, την ε­ποχή εκείνη καί σ'εκείνη την κοινωνία, ως πλεονέκτη, απάνθρωπο καί ανέντιμο.
Ό Ζακχαΐος ήθελε να δει τον Χριστό· το ήθελε τόσο πολύ, ώστε ή επιθυμία του τράβηξε την προσο­χή του Ιησού. Ή επιθυμία είναι ή αρχή του παντός. Όπως λέει το ευαγγέλιο, "οπού γαρ εστίν ό θησαυ­ρός υμών, εκεί εσται καί ή καρδία υμών" (Ματθ.6,21).Τα πάντα στη ζωή μας αρχίζουν με κάποια επιθυμία, επειδή ό,τι επιθυμούμε είναι καί αυτό πού αγαπούμε, αυτό πού μας τραβάει από τα μέσα, αυτό στο όποιο παραδινόμαστε. Γνωρίζουμε πώς ό Ζακχαίος αγαπούσε το χρήμα, καί κατά τη δική του παραδοχή γνωρίζουμε πώς για να το αποκτήσει δεν είχε κανένα ενδοιασμό να κλέβει άλλους. Ό Ζακχαί­ος ήταν πλούσιος καί αγαπούσε τον πλούτο, αλλά μέσα του ανακάλυψε μία άλλη επιθυμία,ήθελε κάτι άλλο, καί αυτή ή επιθυμία έγινε κεντρική στιγμή της ζωής του.

Αυτή ή ευαγγελική ιστορία θέτει ένα ερώτημα στον καθένα μας: τί αγαπάμε, τί επιθυμούμε, -όχι φυσικά επιπόλαια, αλλά βαθιά. 
Δεν υπάρχει κανέ­νας μυστηριώδης δάσκαλος πού να περπατά στην πόλη σας, πού να περιβάλλεται από το πλήθος. Εί­ναι όμως έτσι; Δεν υπάρχει κάποια μυστηριώδης κλήση πού περνά κάθε στιγμή από τη ζωή σας· καί κάπου στα βάθη της ψυχής σας, δεν αίσθάνεσθε κά­ποιες φορές μια νοσταλγία για κάτι το διαφορετικό άπ' αυτό πού γεμίζει τη ζωή σας από το πρωί μέχρι το βράδυ; Σταματήστε για μια στιγμή, προσέξτε, εισέλθετε στην καρδιά σας,αφουγκραστείτε το εσω­τερικό σας, καί θα βρείτε μέσα σας την ίδια ακριβώςπαράξενη καί όμορφη επιθυμία. 

Ό Ζακχαϊος ήρθε αντιμέτωπος χωρίς αυτό κανείς δεν μπορεί να ζή­σει,είναι κάτι όμως πού σχεδόν όλοι μας φοβούμα­στε καί το καταπιέζουμε με το θόρυβο καί τη μαται­ότητα όλων αυτών πού μας περιστοιχίζουν. "Ιδού εστηκα επί την θύραν καί κρούω" (Άποκ. 3,20). Άκούς το σιγανό κτύπημα;Αυτή είναι η πρώτη πρόσκληση της εκκλησίας,του Ευαγγελίου, καί του Χρίστου: επιθύμησε κάτι άλλο, πάρε μια βαθιά ανα­πνοή από κάτι άλλο,θυμήσου κάτι άλλο. Καί τη στιγμή ακριβώς πού σταματάμε για να ακούσουμε αυτή την κλήση είναι σαν ένα φρέσκο καί ευχάριστο αεράκι να φυσά στο μουχλιασμένο αέρα της άχαρης ζωής μας, καί αρχίζει έτσι ή αργή επιστροφή.

Επιθυμία. Ή ψυχή παίρνει μια βαθιά ανάσα. Ό­λα γίνονται -έχουν κιόλας γίνει- διαφορετικά, νέα, απεριόριστα σημαντικά. Ό ανθρωπάκος, με τα ματια του καρφωμένα στο χώμα πάνω σε γήινες επιθυ­μίες, τώρα παύει να είναι ανθρωπάκος καθώς αρχί­ζει ή νίκη μέσα του. Εδώ βρίσκεται ή αρχή, το πρώ­το βήμα από τα έξω προς τα μέσα, προς αύτη τημυστηριώδη πατρίδα πού όλοι οι άνθρωποι, συχνά ασυνείδητα, νοσταλγούν καί επιθυμούν.
Αλεξ.Σμέμαν''Εορτολόγιο''εκδ.Ακρίτας/

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ´ ΛΟΥΚΑ ΤΟΥ ΖΑΚΧΑΙΟΥ«Σήμερον εν τω οίκω σου δει με μείναι» (Λουκ. 19, 5)


«Σήμερον εν τω οίκω σου δει με μείναι» (Λουκ. 19, 5)

α. Μία άλλη Υπαπαντή μπορεί να χαρακτηριστεί η περίπτωση που καταγράφει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα και που διαδραματίζεται στην Ιεριχώ με τον αρχιτελώνη Ζακχαίο. Ο Κύριος συναντά τον Ζακχαίο, με  αποτέλεσμα της συνάντησης αυτής, παρά τη συκομοριά, που θα ολοκληρωθεί  στο σπίτι του Ζακχαίου – μάλλον που ξεκινά την ολοκλήρωση, αφού έκτοτε η ζωή του αγίου Ζακχαίου ήταν μία αδιάκοπη αναζήτηση του Κυρίου – τη σωτηρία αυτού και όλης της οικογενείας του. Κατά το ευαγγελικό ανάγνωσμα, η συνάντηση προϋπέθετε δύο συγκλίνουσες ενέργειες: την ενέργεια του ίδιου του Κυρίου, που ήλθε «ζητήσαι και σώσαι το απολωλός», και την ενέργεια του Ζακχαίου, που «εζήτει ιδείν τον Ιησούν». Η ώρα της πρώτης φάσης της συνάντησης κατακλείεται με τη φράση του Κυρίου: «σήμερον εν τω οίκω σου δει με μείναι», σήμερα πρέπει να μείνω στο σπίτι σου.

β. 1. Το αίτημα αυτό του Κυρίου να μείνει στο σπίτι του Ζακχαίου συνιστά καταρχάς μία παραδοξότητα: ο Ζακχαίος ήταν αρχιτελώνης, δηλαδή άνθρωπος αμαρτωλός, δεδομένου ότι οι τελώνες, ως γνωστόν, εξυπηρετούσαν τους κατακτητές των Ιουδαίων Ρωμαίους και καταπίεζαν οικονομικά τον απλό λαό μέχρι πλήρους εξαντλήσεώς του. Γι’ αυτό και ο γογγυσμός των Ιουδαίων για την επιλογή του Κυρίου να πάει στο σπίτι του Ζακχαίου – «και ιδόντες πάντες διεγόγγυζον ότι παρά αμαρτωλώ ανδρί εισήλθε καταλύσαι» - μπορεί να θεωρηθεί εκ πρώτης όψεως δικαιολογημένος. Αλλά η εξήγηση της παραδοξότητας αυτής φαίνεται να υπάρχει στο «σήμερον» του Κυρίου. Το «σήμερον» φανερώνει την ώρα του Θεού για τον Ζακχαίο. Την ώρα που η ψυχή του Ζακχαίου ήταν ανοιχτή στην παρουσία και την ενέργεια Εκείνου, την ώρα δηλαδή που ο άνθρωπος  μπορεί να νιώσει την πάντοτε αναζητούσα αυτόν χάρη του Θεού. Πρόκειται για τις παρόμοιες περιπτώσεις που καταγράφει ιδίως ο ευαγγελιστής Ιωάννης, σαν εκείνην με τη Σαμαρείτιδα «παρά το φρέαρ του Ιακώβ», με τη συγκλονιστική φράση «ώρα  ην ωσεί έκτη». Το «σήμερον» λοιπόν ως η ώρα της χάρης για τον Ζακχαίο δίνει και το νόημα του «δει», του πρέπει. «Πρέπει να μείνω στο σπίτι σου».

2. Ποια στοιχεία συγκεκριμένα συνθέτουν την ώρα αυτή και οριοθετούν την αναγκαιότητά της; Πρώτον, όπως είπαμε, η αναζήτηση του ίδιου του Κυρίου. Ο Κύριος ήλθε στον κόσμο «ζητήσαι και σώσαι το απολωλός». Ο άνθρωπος χαμένος στα πάθη και τις αμαρτίες του, λόγω της άγνοιας του αληθινού Θεού και της επιρροής του αρχεκάκου διαβόλου, είχε ανάγκη αναζητήσεώς του από τον Θεό. Κανείς πέραν του ίδιου  του Δημιουργού δεν μπορούσε να ρίξει φως στη ζόφωση αυτή του ανθρώπου, κανείς πέραν Εκείνου που είναι το φως του κόσμου, του ενανθρωπήσαντος Θεού μας: «Εγώ ειμι το φως του κόσμου». Κι ένας τέτοιος χαμένος άνθρωπος ήταν και ο Ζακχαίος. Το ίδιο το επάγγελμά του – να καταπιέζει και να αδικεί του ανθρώπους – είναι η μεγαλύτερη επιβεβαίωση. Ποτέ κανείς ζώντας με αδικία δεν βρίσκεται στην καθάρια ατμόσφαιρα της παρουσίας του Θεού. Η καταχνιά, η ζόφωση, η σύγχυση αποτελούν τα μόνιμα γνωρίσματα της ψυχής του. Ο Κύριος λοιπόν έρχεται προς αναζήτηση και του Ζακχαίου. Στο «στόχαστρο» της αγάπης Του, εκείνη την ημέρα, είχε αυτόν και την οικογένειά του. Κι από ό,τι τελικώς θα αποδειχτεί, και όλη την πόλη της Ιεριχώς: η αποκατάσταση που θα κάνει ο Ζακχαίος, θα περιλάβει σχεδόν όλους τους κατοίκους της: το ήμισυ της περιουσίας του θα πάει στους φτωχούς, θα δώσει πίσω στο τετραπλάσιο, δηλαδή στο ανώτερο δυνατό σημείο  για τα Ιουδαϊκά δεδομένα, ό,τι είχε πάρει από αδικίες.

Δεύτερον, η αναζήτηση του ίδιου του Ζακχαίου: «ο Ζακχαίος εζήτει ιδείν τον Ιησούν». Δεν ξέρουμε ακριβώς το κίνητρό του, αλλά σαφώς υπονοείται από το ανάγνωσμα ότι ο Ζακχαίος πρέπει να μην αισθανόταν καθόλου  καλά μέσα του με ό,τι έπραττε και ενεργούσε. Η καρδιά του δεν πρέπει να είχε φτάσει σε σημείο πώρωσης, που σημαίνει ότι οι αδικίες που έπραττε του προκαλούσαν «θλίψιν και στενοχωρίαν» κατά τον απόστολο. Κι αυτή η εσωτερική του πίεση – ένα είδος απελπισίας ίσως από τον εαυτό του – τον έκανε να αναζητεί τον Ιησού, τον λαϊκό δάσκαλο που περιφρονούσαν οι επίσημοι δάσκαλοι και άρχοντες του Ιουδαϊσμού. Η αναζήτηση λοιπόν αυτή του Ζακχαίου δεν ήταν μία επιφανειακή αναζήτηση, μία περιέργεια, κατά το παράδειγμα του Ηρώδη Αγρίππα, ο οποίος και αυτός ζητούσε να δει τον Ιησού, σαν κάποιο μάγο όμως και θαυματουργό (Πρβλ. Λουκ. 23, 8-9). Η αναζήτησή  του ήταν βαθιά και αποφασιστική, που τον κάνει να μην υπολογίζει τίποτε: ούτε τη θέση του ούτε την υπόληψή του – το ανέβασμά του στη συκομοριά συνιστούσε μεγάλη πρόκληση για τον λαό σε σχέση με το αξίωμά του. Κι αυτό θα πει: εκείνη την ώρα ο Ζακχαίος «ρίσκαρε», κατά το κοινώς λεγόμενο, την κοινωνική του υπόληψη. Έκανε κάτι που περιείχε ένα στοιχείο προσωπικής θυσίας.

3. Έτσι η ώρα συνάντησης με τον Χριστό κάθε ανθρώπου – δεδομένου ότι εν προκειμένω ο Ζακχαίος λειτουργεί ως τύπος κάθε ανθρώπου – δεν είναι ώρα αδιαφορίας και υποτονικότητας, δεν είναι ώρα λογικής ψυχραιμίας και θεωρούμενης αξιοπρέπειας. Μία τέτοια κατανόηση φανερώνει εγωισμό και θωράκιση στον ψεύτικο εαυτό μας. Η ώρα αυτή είναι ώρα έντασης και θεοποιού «τρέλας»:  κάνει αυτόν που τον καταλαμβάνει να ξεπερνά τα συμβατικά πλαίσια της κοινωνίας μέσα στην οποία ζει και να προβαίνει σε υπέρβαση του εαυτού. Με ποιο σκοπό; Να φτάσει στο σημείο συντονισμού του με τον εξίσου ανατρεπτικό Θεό μας, ο Οποίος «εν μορφή Θεού υπάρχων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, αλλ’  εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών» (Φιλ. 2, 6-7) (αν και ήταν Θεός, δεν θεώρησε την ισότητά του με τον Θεό αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά τα απαρνήθηκε όλα και πήρε μορφή δούλου). Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ώρα της συνάντησης με τον Θεό είναι ώρα «τρέλας» εκ μέρους πρώτα του Θεού, λόγω του μανικού έρωτά Του προς τα πλάσματά Του, και εκ μέρους έπειτα του ανθρώπου, λόγω της απελπισίας του από ό,τι μπορεί να προσφέρει σ’ αυτόν ο πεσμένος στην αμαρτία κόσμος. Όση «αξιοπρέπεια» έλειψε από τον Θεό – τι «αξιοπρέπεια» μπορεί να έχει ένας Θεός γεννημένος σαν άνθρωπος και μάλιστα σε στάβλο στο πιο άσημο χωριό της Ιουδαίας, κι έπειτα Εσταυρωμένος; - τόση πρέπει να λείψει και από τον άνθρωπο, αν θέλει να βρει το σημείο συνάντησης μαζί Του. Θέλουμε να πούμε ότι η ταπείνωση του ανθρώπου αποτελεί την προϋπόθεση να βρει τον ταπεινό Θεό και να σχετιστεί μαζί Του.

4. Το αποτέλεσμα τελικώς επιβεβαιώνει την αλήθεια: ο Ζακχαίος σώθηκε και μαζί με αυτόν και η οικογένειά του. «Σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο». Σωτηρία, διότι η συνάντηση αυτή με τον Κύριο τον οδήγησε σε αληθινή μετάνοια, σε έμπρακτη δηλαδή αλλαγή του, η οποία φανερώθηκε με την προσφορά αφενός του μισού της περιουσίας του στους φτωχούς αδελφούς του, στην αποκατάσταση έπειτα, όπως είδαμε, του κάθε από αυτόν αδικημένου, και μάλιστα στο τετραπλάσιο. Κι αυτό βεβαίως σημαίνει ότι η σχέση με τον Χριστό είναι αληθινή, στο βαθμό που ο άνθρωπος αλλάζει τρόπο ζωής και ανοίγεται εν αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Δέχτηκε δηλαδή ο Ζακχαίος τον Χριστό στο σπίτι του, αμέσως το σπίτι του έγινε «κατ’ οίκον Εκκλησία», αγκαλιά για όλον τον υπόλοιπο κόσμο.

γ. Στο πρόσωπο του Ζακχαίου κρινόμαστε όλοι, κληρικοί και λαϊκοί: αν δηλαδή έχουμε συναντήσει πράγματι τον Χριστό, κι αν Τον έχουμε συναντήσει, πώς φανερώνεται τούτο με τη στάση μας έναντι των συνανθρώπων μας. Κι αυτό θα πει: έχουμε τον πόθο και την «τρέλα» να είμαστε μαζί Του; Είμαστε διατεθειμένοι προς χάρη Του να χάσουμε πράγματα που μας «ανήκουν», προκειμένου να τα δώσουμε σε εκείνους που όντως τους ανήκουν: στους αδελφούς μας εν Χριστώ;

Κυριακὴ τοῦ Ζακχαίου

12 Ἰανουαρίου 1978




Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


Τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα εἰσήλθαμε στὴν περίοδο τῶν ἑβδομάδων στὴν πορεία μας πρὸς τὴν ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης, ποὺ μᾶς λένε νὰ ἐξετάσουμε τὸν ἑαυτό μας· τότε θὰ ἔλθει καιρὸς νὰ μὴν σκεφτόμαστε τίποτα ἄλλο παρὰ τοὺς τρόπους μὲ τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς μᾶς προετοιμάζει γιὰ τὴν σωτηρία μας· καὶ ὅταν φθάσουμε στὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα, τότε δὲν θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε καμιά σκέψη, τίποτα παρὰ τὸν Κύριο τοῦ ὁποίου τὸ πάθος θὰ ἀτενίζουμε πρὶν νὰ εἰσέλθουμε μαζὶ στὴν δόξα καὶ στὴν χαρὰ τῆς Ἀνάστασης Του.

Τὴν προηγούμενη ἑβδομάδα διαβάσαμε τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ τυφλοῦ τῆς Ἰεριχώ· ἄμεσα εἶναι μιὰ πρόκληση γιὰ ἐμᾶς· ὅλοι ἱσχυριζόμαστε ὅτι βλέπουμε· ὅλοι ἱσχυριζόμαστε ὅτι δὲν εἴμαστε τυφλοὶ, καὶ ὅμως, δὲν εἶναι ὁ τρόπος ποὺ βλέπουμε μιὰ ἄλλη μορφὴ τύφλωσης; Δὲν εἴμαστε τυφλωμένοι ἀπὸ ὅ,τι βλέπουμε πρὸς τὸ ἀόρατο, δὲν εἴμαστε τυφλοὶ ἀπὸ προκατάληψη ἀπέναντι στὴν ἀλήθεια, δὲν εἴμαστε τυφλοὶ ἀπὸ τὸ πάθος ἀπέναντι στὴν ἀλήθεια; Καὶ ἔτσι, ὁ καθένας μας ὀφείλει νὰ ρωτήσει τὸν ἑαυτό του ἄν αὐτὸ ποὺ βλέπει εἶναι ἡ πραγματικότητα τῶν πραγμάτων, καὶ ἄν ὄχι, νὰ στραφεῖ στὸν Θεὸ νὰ τοῦ δώσει ἐπίγνωση. Καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ μᾶς τυφλώνει περισσότερο ἀπελπιστικὰ εἶναι ἡ ματαιότητα ποὺ μᾶς κάνει νὰ δεχόμαστε γιὰ ἀληθινὰ ὅλα τὰ ψέματα ποὺ ἴσως ἀκοῦμε ἤ παρατηροῦμε ποὺ ἐνισχύουν τὴν αὐτοεκτίμηση μας, ποὺ μᾶς κάνουν νὰ ἀπορρίπτουμε κάθε τι ποὺ εἶναι γιὰ ἐμᾶς κριτική ἤ καταδίκη.

Τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο εἶναι σχετικὸ μὲ τὴν ματαιοδοξία καὶ γιὰ τὸν τρόπο ποὺ μπορεῖ νὰ ξεπεραστεῖ, εἶναι πραγματικὰ σχετικὸ μὲ τὸ τίμημα καὶ τὶς προυποθέσεις της. Ὁ Ζακχαῖος ἦταν ἕνας πλούσιος ἄνδρας, ἕνας ἄνδρας γνωστὸς στὴν πόλη του, ἕνας ἄνδρας ποὺ ὁ καθένας μποροῦσε νὰ ἀναγνωρίσει· ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ἄδικος, καὶ ὅμως κάτι ἀναδεύτηκε μέσα του ὅταν ἄκουσε γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ θέλησε νὰ Τὸν δεῖ. Ἴσως ἦταν σὲ κάποιο βαθμὸ μιὰν ἐπιθυμία νὰ δεῖ τὸν Νέο Προφήτη τοῦ Ἰσραήλ, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ τὸν προτρέψει νὰ κάνει αὐτὸ ποὺ ἔκανε· μέσα στὸ πλῆθος, ἐπειδὴ τὸ ἀνάστημα ἦταν μικρό, σκαρφάλωσε σ’ ἕνα δέντρο· βέβαια γέλασαν μαζί του, τὸν κορόιδεψαν καὶ ὅμως ἤθελε τόσο πολὺ νὰ δεῖ τὸν Χριστό, τόσο τοῦ ἦταν σημαντικὸ νὰ Τὸν δεῖ ὥστε ἦταν ἕτοιμος νὰ τὸν κοροιδέψουν, νὰ γελάσουν παρὰ νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ περάσει. Καὶ μέσα ἀπὸ ὅλο αὐτὸ τὸ πλῆθος ὁ Χριστὸς εἶδε μόνο ἕναν ἄνδρα: Τὸν Ζακχαῖο, τὸν κάλεσε κάτω καὶ πῆγε νὰ μείνει μαζί του.

Ματαιότητα εἶναι ἐκείνη ἡ κατάσταση τῆς ψυχῆς μας, ἐκείνη ἡ μίζερη κατάσταση, ὅπου φοβόμαστε τὴν ἀνθρώπινη κρίση, ὅπου ἀντλοῦμε τὸ αἴσθημα τῆς ἀξίας μας ἀπὸ τὴν κρίση ἐκείνων ποὺ μᾶς περιβάλλουν. Καὶ πράγματι αὐτὸ εἶναι ματαιότητα, ἐπειδὴ τὰ πράγματα γιὰ τὰ ὁποῖα μᾶς ἐπαινοῦν εἶναι μάταια, ἄδεια, ἀνάξια τοῦ μεγαλείου τοῦ ἀνθρώπου· καὶ ἐπίσης, δὲν ἀποζητοῦμε νὰ μᾶς ἐπαινοῦν ἐκείνοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι ἱκανοὶ γιὰ μιὰ ὑγιή καὶ συνάμα αὐστηρὴ κριτική· στρεφόμαστε στοὺς ἀνθρωπους ποὺ εἶναι ἕτοιμοι νὰ μᾶς προσφέρουν τοὺς ἐπαίνους ποὺ θέλουμε. Αὐτὸ τοὺς καθιστᾶ διπλὰ μάταιους, ἠ οὐσία τους εἶναι ἕνα τίποτα, καὶ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τοὺς ὁποίους τοὺς δεχόμαστε εἶναι ἐπίσης κενοί στὰ δικὰ μας μάτια μέχρι νὰ μιλήσουν καλὰ γιὰ ἐμᾶς. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέει ὅτι ἡ ματαιότητα εἶναι ἡ συμπεριφορὰ κάποιου ποὺ φοβᾶται τοὺς ἀνθρώπους καὶ εἶναι ἀλλαζόνας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ποὺ θεωρεῖ ὅτι λίγο μετράει ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἔχει τὴν ἀποδοχὴ ποὺ τοῦ παρέχουν ἐκείνοι ποὺ βρίσκονται γύρω του.

Δὲν εἶναι αὐτὸ μιὰ ἀληθινὴ περιγραφὴ τοῦ τρόπου ποὺ στεκόμαστε στὴ ζωή, τοῦ τρόπου που προετοιμαζόμαστε νὰ ξεχάσουμε τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, ποὺ νοιώθουμε ὅτι στηριζόμαστε στὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ποιὸς ἄλλος τρόπος ὑπάρχει; Ὁ Ζακχαῖος μᾶς δείχνει ἕναν: νὰ μὴν νοιαζόμαστε γιὰ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ, ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἤ ἴσως ἡ κρίση κάποιου ποὺ δὲν θὰ μᾶς ἐπαινέσει ἀλλὰ ποὺ εἶναι ἕνα πρόσωπο μὲ ἀκεραιότητα καὶ ἀλήθεια μετράει περισσότερο. Ὁ Ζακχαῖος δὲν γνώριζε ποιὸς ἦταν ὁ Χριστὸς καὶ ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἤξερε ὅτι ὁ Χριστὸς ἦταν ἕνας ἀκέραιος ἄνθρωπος καὶ ἤθελε νὰ Τὸν δεῖ, νὰ Τὸν συναντήσει πρόσωπο μὲ πρόσωπο.

Ἀλλὰ ὑπάρχουν ἐπίσης δύο ἄλλοι τρόποι γιὰ νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο φόβο, ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐξάρτηση μας ἀπὸ τὴν κρίση τῶν ἀνθρώπων μὲ τίμημα τὴν δικὴ μας ἀκεραιότητα. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς λέει ὅτι ὁ τρόπος ν’ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν ματαιότητα εἶναι ἡ ταπείνωση· ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος παραδόξως λέει ὅτι ἕνας τρόπος εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια, καὶ οἱ δύο εἶναι σωστοί, μόνο ποὺ ὁ ἕνας θὰ μᾶς δώσει ζωὴ καὶ ὁ ἄλλος θάνατο. Ἄν ἐπιλέξουμε τὸν δρόμο τῆς ὑπερηφάνειας θὰ ὑποστηρίζουμε ἀλαζονικὰ τὸν ἑαυτό μας, ὄχι μόνο ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἐπίσης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· ἡ κρίση μας θὰ εἶναι τὸ μόνο πράγμα ποὺ θὰ μετράει, καὶ τότε θὰ συναντήσουμε τὸν θάνατο στὸ τέλος τοῦ δρόμου. Ὁ δρόμος τῆς ταπείνωσης εἶναι νὰ γονατίζουμε ἐνώπιον τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦ. Ἄν εἴμαστε ἀνίκανοι νὰ ἐμβαθύνουμε, νὰ πετᾶμε ψηλὰ πρὸς τὸν Θεὸ νὰ βρισκόμαστε ἐνώπιον Του ὅπως ἡ κατάξερη γῆ κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ, ἐγκαταλελειμμένοι, ἀβοήθητοι, διψασμένοι, πεινασμένοι, μὲ λαχτάρα, ἀπελπισμένοι, ἀνίκανοι νὰ κατορθώσουμε ὅ,τι εὐχόμαστε, αὐτὸ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς ταπείνωσης.

Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ εἶναι πολὺ γιὰ ἐμᾶς, ἀκόμα καὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ εἶναι πολὺ δύσκολο γιὰ ἐμᾶς ἐπειδὴ δὲν εἴμαστε συνηθισμένοι ν’ ἀφήνουμε, νὰ ἐγκαταλείπουμε τὸν ἑαυτό μας σὲ μιὰ πράξη τοῦ Θεοῦ. Τότε μποροῦμε ν’ ἀρχίσουμε νὰ ξεπερνᾶμε τὴν ματαιότητα μὲ τὴν εὐγνωμοσύνη. Ὅποτε ἀνακαλύπτουμε ὅτι ὑπάρχει μέσα μας μιὰ στιγμὴ ματαιότητας, ἄς ἀναρωτηθοῦμε: γιατί; Πολὺ συχνὰ, ἐπειδὴ ἔχουμε, πολὺ συχνὰ ἀκούσια, πεῖ τὸ σωστὸ, ἤ ἀκούσια ἔχουμε κάνει τὸ σωστὸ· μποροῦμε νὰ στραφοῦμε στὸν Θεὸ, καὶ νὰ Τὸν εὐχαριστήσουμε ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴν εὐκαιρία, ποὺ μᾶς ἔδωσε μάτια νὰ βλέπουμε τὴν ἀνάγκη, αὐτιὰ ν’ ἀκοῦμε τὸ κλάμα, ἕνα νοῦ νὰ καταλαβαίνουμε, μιὰ καρδιὰ ποὺ ν’ ἀνταποκρίνεται, καλὴ θέληση νὰ μᾶς κινητοποιεῖ καὶ τὸν τρόπο νὰ κάνουμε τὸ σωστό. Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ λόγος ἀρκετὸς γιὰ νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες, δὲν γνωρίζουμε ὅλοι μας, ἀπὸ ἐμπειρία, ὅτι δὲν εἶναι ἡ ἀνάγκη ποὺ πάντα ἀναπόφευκτα θὰ μᾶς καλεῖ νὰ ἀνταποκριθοῦμε σωστά;

Πόσο συχνὰ ὑπάρχει ἀνάγκη καὶ ἡ καρδιὰ μας εἶναι κατάξερη, παγωμένη, καὶ ἀδιάφορη; Πόσο συχνὰ κάποιος κραυγάζει γιὰ βοήθεια καὶ δὲν καταλαβαίνουμε τίποτα, πόσο συχνὰ ἡ καρδιά μας ἔχει ταραχτεῖ καὶ τὸ μυαλό μας ἄρχισε νὰ καταλαβαίνει, ἀλλὰ δὲν εἴμαστε συνηθισμένοι νὰ βιάζουμε τὸν ἑαυτό μας, καὶ ἡ θέληση μας ἀμφιταλαντεύεται, ἀμφιταλαντεύεται γιὰ πάρα πολύ, μέχρι ποὺ εἶναι πολὺ ἀργά. Καὶ θὰ μπορούσαμε νὰ συνεχίσουμε περιγράφοντας τὴν καταστασή μας μὲ περισσότερες λεπτομέρειες.

Ἄς μάθουμε πρῶτα- πρῶτα νὰ εἴμαστε εὐγνώμονες ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς δίνει τὴν δυνατότητα νὰ κάνουμε τὸ σωστὸ ἀντὶ νὰ παίρνουμε ἱκανοποίηση ἀπὸ τοὺς ἑαυτοὺς μας καὶ νὰ εἴμαστε ὑπερήφανοι γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι γιὰ μιὰ φορὰ ἔχουμε κάνει ὅ,τι θὰ πρέπει νὰ εἶναι γιὰ ἐμᾶς πάντα φυσικὸ. Καὶ τότε σταδιακὰ ἴσως ξεπεράσουμε ἀκόμα καὶ ἐκεῖνο τὸ ἐπίπεδο καὶ παραμείνουμε εὐγνώμονες, ἔκπληκτοι μπροστὰ στὴν καλωσύνη τοῦ Θεοῦ.

Ἴσως μάθουμε τότε νὰ εἴμαστε ταπεινοὶ μ΄ ἕνα τρόπο ποὺ κανένας δὲν γνωρίζει, ὄχι δηλώνοντας ὅτι εἴμαστε ἀνάξιοι, ἀλλὰ λατρεύοντας τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, μὲ εὐλάβεια πρὸς τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, μὲ τὴν ἑτοιμότητα νὰ ξεχάσουμε ἐντελῶς τοὺς ἑαυτούς μας χάριν τοῦ Θεοῦ, χάριν κάθε ἀνθρώπου ποὺ μᾶς συναντᾶ καὶ μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ εἴμαστε συμπονετικοί, νὰ ἔχουμε ἀγάπη καὶ κατανόηση. Καὶ ἡ τυφλότητα ἴσως φύγει ἀπὸ τὰ μάτια μας, ἡ ματαιότητα θὰ μᾶς ἀφήσει ἐλεύθερους τουλάχιστον γιὰ ἕνα λεπτὸ καὶ θὰ εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ ἀντικρύσουμε τὸ πρόσωπο μας καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἄλλους, ὅπως ἔκανε ὁ Τελώνης, ὅταν εἰσῆλθε στὸν Ναό, καὶ δὲν τόλμησε νὰ ἔλθει ἐπειδὴ ἦταν τόπος ἅγιος ὅπου κατοικεῖ ὁ Θεός, ὁ τόπος ὅπου πίστευε ὅτι μποροῦν νὰ ἔρθουν μόνο οἱ ἄξιοι. Καὶ θὰ γίνουμε ἀποδεκτοὶ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐξαιτίας τῆς ἀναγνώρισης ἀπὸ μέρους μας τῆς ἁγιότητας Του, καὶ τοῦ σεβασμοῦ μὲ τὸν ὁποίο θὰ φερθοῦμε σ’ Ἐκεῖνον καὶ στὸν πλησίον μας.

Ἀμήν.

Τὰ παιδιὰ, ὁ ἐκκλησιασμὸς καὶ ἡ προσευχὴ

Ἐπίσκοπος Αἰκατερίνμπουργκ καὶ Ἰρμπίτσκ Εἰρηναῖος 

Πόσο εὔκολο εἶναι νὰ ἐμπνεύσει κανεὶς στὸ παιδάκι τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐλάβεια στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας! Φτάνει μόνο νὰ τοῦ δώσουμε νὰ καταλάβει, ὅτι στὸ ναὸ βρίσκεται πιὸ αἰσθητὰ ὁ «πανταχοῦ παρὼν» Κύριος, ὁ Θεὸς ποὺ τόσο ἀγαπάει τὰ παιδιά, καὶ ποὺ καλεῖ κι αὐτὸ κοντά Του. Ἑπομένως μέσα στὸ ναὸ πρέπει νὰ στεκόμαστε ἥσυχα, νὰ κάνουμε μὲ προσοχὴ τὸ σταυρό μας καὶ νὰ προσευχόμαστε εὐλαβικά.

Ναί, γονεῖς! Ἂν ἡ καρδιὰ σας εἶναι πλημμυρισμένη ἀπὸ πίστη καὶ ἀγάπη στὸ Θεό, θὰ βρεῖτε χίλιους δυὸ τρόπους νὰ μεταδώσετε τὰ αἰσθήματα αὐτὰ στὸ παιδί σας. Τὴ μεγαλύτερη ἀδικία κάνουμε στὰ παιδιά μας, ἂν τοὺς στερήσουμε τὸ θησαυρὸ τῆς πίστεως, τὸ θησαυρὸ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Εἶναι ἀπόλυτα σωστὸ αὐτὸ ποὺ λένε, ὅτι «ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου -ἑπομένως καὶ τοῦ παιδιοῦ- εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της χριστιανική». Γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς περιμένει χριστιανικὲς ἐκδηλώσεις ἀπὸ τὴν παιδικὴ ψυχή. Σωστὰ γράφει καὶ ὁ ψαλμωδός: «Ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον» (Ψαλμ. 8:3).

Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἀκριβῶς, γιὰ νὰ ριζώσει καὶ ν’ ἀναπτυχθεῖ τὸ ὀρθόδοξο χριστιανικὸ βίωμα στὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν, οἱ γονεῖς εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ τὰ μαθαίνουν ἀπὸ μικρὰ νὰ ἐπικοινωνοῦν μὲ τὸ Θεό, νὰ προσεύχονται. Ὅσο μικρὸ κι ἂν εἶναι τὸ παιδί, μπορεῖ νὰ προσεύχεται. Ἀφοῦ ζητάει ἀπὸ τοὺς γονεῖς κάτι ποὺ θέλει, γιατί ἄραγε δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ζητήσει ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα;

Μάθετε λοιπὸν τὸ παιδί σας νὰ προσεύχεται. Ἂν ἀρχίσετε ὅταν ἀκόμα εἶναι μικρό, ἡ προσευχὴ σιγὰ-σιγὰ θὰ τοῦ γίνει συνήθεια καὶ ἀνάγκη! Νὰ κάνετε συστηματικὰ μαζὶ μὲ τὰ παιδιὰ σας πρωινὴ καὶ βραδινὴ προσευχή, καθὼς καὶ πρὶν καὶ μετὰ τὸ φαγητό. Νὰ μὴν πλησιάζουν στὸ τραπέζι ὅπως τ’ ἄλογα ζῶα στὸ παχνί, ἀλλὰ νὰ μάθουν ὅτι, ὅποιος θέλει ν’ ἀπολαμβάνει τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ τὰ ζητάει, ἀλλὰ καὶ νὰ εὐχαριστεῖ ὅταν τὰ παίρνει. Τὸ «Πάτερ ἡμῶν», τὸ «Θεοτόκε Παρθένε» καὶ ἄλλες σύντομες προσευχὲς πρέπει νὰ τὶς γνωρίζει κάθε παιδάκι.

Εἶναι πολὺ θλιβερὸ φαινόμενο τὸ ὅτι, στὴν ἐποχή μας, ἡ κοινή, οἰκογενειακὴ προσευχὴ χάθηκε σχεδὸν ἀπὸ παντοῦ. Πράγματι, γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο βλέπουμε τόσες δυστυχισμένες οἰκογένειες καὶ τόσες ἀποτυχίες στὴν ἀγωγή: Ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι, οἱ οἰκογένειες, ἔπαψαν νὰ προσεύχονται. Αἰώνιο κύρος ἔχουν οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου: «Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. 7:7).

Ἴσως ἀντιδράσουν μερικοί: «Μὰ τὸ παιδὶ δὲν καταλαβαίνει τὶς προσευχές». Ἀσφαλῶς καὶ δὲν πολυκαταλαβαίνει τὰ νοήματα τῶν προσευχῶν, μπαίνει ὅμως στὸ κλίμα τῆς εὐλάβειας, ὅσο μικρὸ κι ἂν εἶναι. Αὐτὸ ἀκριβῶς χρειάζεται! Ἂν καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σχηματίσει μέσα του καθαρὴ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ὡστόσο νιώθει τὸ Θεό! Αἰσθάνεται πὼς ὑπάρχει κάποια ἀνώτερη ὕπαρξη, ποὺ μᾶς ἀγαπάει, καὶ ποὺ πρέπει κι ἐμεῖς ν’ ἀγαποῦμε. Ὅταν τὸ παιδὶ προφέρει τὰ λόγια τῆς προσευχῆς, σκέφτεται τὸ Θεό, προσφέρει σ’ Αὐτὸν τὰ αἰσθήματά του. Μία τέτοια προσευχή, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀθώα παιδικὴ καρδιά, εἶναι πολὺ πιὸ εὐάρεστη στὸ Θεὸ ἀπὸ τὴν προσευχὴ ἑνὸς σοφοῦ, ποὺ κατανοεῖ ἀκριβῶς κάθε λέξη, προσεύχεται ὅμως συχνὰ μόνο μὲ τὴν ψυχρὴ λογική, χωρὶς τὴ θέρμη τῆς καρδιᾶς. Πόσο ἀρέσει στὸ Θεὸ ἡ παιδικὴ προσευχή, τὸ λέει, ἐπαναλαμβάνω, ὁ ψαλμωδὸς γράφοντας: «Ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον» (Ψαλμ. 8:3).

Γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ ὅμως τὸ καθῆκον τῆς σωστῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀγωγῆς τῶν παιδιῶν, πρέπει πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς νὰ εἶναι εὐσεβεῖς καὶ θεοφοβούμενοι. Πρέπει οἱ ἴδιοι ν’ ἀγαποῦν τὴν προσευχή.

Ἂν ἡ μητέρα δὲν εἶναι πιστὴ καὶ εὐσεβής, ἂν δὲν βρίσκει -γιατί δὲν ζητάει- χαρὰ καὶ παρηγοριὰ στὴν προσευχή, τότε δὲν ἀσκεῖ σωστὰ τὴν ἀγωγὴ τῆς εὐσέβειας στὰ παιδιά της. Μόνο ὅταν ἡ μητέρα ἔχει συνεπῆ πνευματικὴ ζωή, μόνο ὅταν τὸ παιδὶ βλέπει τὴν ἴδια νὰ προσεύχεται συχνὰ καὶ θερμά, τότε μόνο θὰ ἐγκολπωθεῖ τὶς ἴδιες ἀρχὲς ζωῆς.

Εἴδατε τώρα, ἀγαπητοὶ γονεῖς, καὶ κυρίως οἱ μητέρες, γιατί πρέπει νὰ διδάξετε στὰ παιδιὰ σας τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ζωὴ ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἀκόμα ἡλικία, καὶ γιατί πρέπει νὰ τὰ μάθετε νὰ προσεύχονται πρὶν πᾶνε στὸ σχολεῖο.

Σὲ σᾶς ἀπευθύνομαι λοιπόν, μητέρες: Τὴν καλύτερη κληρονομιὰ θ’ ἀφήσετε στὰ παιδιά σας, ἂν τοὺς δώσετε πραγματικὰ χριστιανική, ὀρθόδοξη ἀγωγή.

Νὰ τοὺς διδάσκετε, ὅπως μὲ συντομία σᾶς εἶπα, τὶς βασικὲς ἀλήθειες τῆς ἁγίας πίστεώς μας. Νὰ τοὺς διδάσκετε τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν προσευχή, ἀπὸ τὴν πιὸ ἁπαλὴ ἡλικία, καὶ μὲ τὸ λόγο σας, προπάντων ὅμως μὲ τὸ παράδειγμά σας. Μάταια θὰ κοπιάζουν ἀργότερα οἱ κατηχητὲς καὶ οἱ δάσκαλοι νὰ τὰ βοηθήσουν, ἂν ἐσεῖς δὲν βάλετε τὰ θεμέλια στὸ σπίτι.

Νουθετεῖτε τὰ παιδιά σας στὴν ὀρθόδοξη ζωὴ καὶ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ. Τότε μπορεῖτε νὰ ἐλπίζετε ὅτι ἀργότερα θὰ τὰ καμαρώνετε, καὶ δὲν θὰ κλαῖτε γι’ αὐτά. Ἂν τὰ παιδιὰ σας εἶναι θεοφοβούμενα, θὰ εἶναι καὶ σὲ σᾶς ὑπάκουα καὶ εὐγνώμονα. Ἂν τὰ μάθετε ν’ ἀγαποῦν τὸ Θεό, τότε ὁπωσδήποτε θ’ ἀγαπήσουν γνήσια κι ἐσᾶς.

Ἀναθρέψτε λοιπόν, πατέρες καὶ μητέρες, τὰ παιδιά σας γιὰ τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὸν οὐρανό! Τότε θὰ εἰσπράξετε ἀπ’ αὐτὰ χαρὰ καὶ στὴ γῆ!
πηγή

Κυριακή ΙΕ΄Λουκᾶ-Ζακχαίου

Στήν Ἱεριχώ ἔγινε μία μεγάλη συνάντησις, τοῦ Χριστοῦ μέ τόν ἀρχιτελώνη Ζακχαῖο. Ἐάν τελώνης ἐσήμαινε κλέφτης, ἀρχιτελώνης ἐσήμαινε ἀρχικλέφτης. Ἄν τελώνης ἐσήμαινε ληστής, ἀρχιτελώνης ἐσήμαινε ἀρχιληστής.
Οἱ τελῶνες τήν ἐποχή ἐκεῖνοι ἦσαν ἔμπιστοι ὑπάλληλοι τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους. Προεπλήρωναν τούς φόρους στήν πολιτεία καί κατόπιν τούς εἰσέπρατταν ἀπό τούς πολίτες, ἀπό τόν ἁπλό λαό. Ἀλλά δέν ἔπαιρναν τό κανονικό, αὐτό πού ἀναλογοῦσε στόν καθένα. Ἅρπαζαν πολλαπλάσια, πολύ περισσότερα μέ ἀθέμιτα μέσα, μέ παράνομο τρόπο. Ἔτσι μέ τήν μέθοδο τοῦ ἐκβιασμοῦ καί τῆς ἁρπαγῆς πλούτιζαν εἰς βάρος τῶν φτωχῶν ἀνθρώπων. Πολλές φορές ἔπαιρναν τά σπίτια τους, τήν περιουσία τους ἤ τούς ἔρριχναν στή φυλακή.
Οἱ ἱστορικοί ἀναφέρουν  ὅτι ὑπῆρχαν τελῶνες, οἱ ὁποῖοι ξέθαβαν καί τούς νεκρούς ἀκόμη, πού χρωστοῦσαν φόρους καί τούς μαστίγωναν, γιά νά συγκινηθοῦν οἱ συγγενεῖς τους καί νά πληρώσουν αὐτοί τούς φόρους. Ὁ φιλόσοφος Θεόκριτος ἔλεγε ὅτι στά βουνά τά ἀγριότερα θηρία εἶναι οἱ ἀρκοῦδες καί στίς πόλεις οἱ τελῶνες.
Ἕνας τέτοιος ἀρχιτελώνης ἦταν ὁ Ζακχαῖος, πού μᾶς ἀνέφερε σήμερα τό ἱερό Εὐαγγέλιο. Κατεῖχε μεγάλη θέση, εἶχε πολλές γνωριμίες. Ἀπέκτησε χρήματα πολλά. Πλούτισε μέ ἁρπαγές, ἀδικίες καί ἐκβιασμούς. Ζοῦσε μέ πολλή ἄνεση καί πολυτέλεια. Οἱ σχέσεις του μέ τούς ἀνθρώπους ἦταν ὑποκριτικές. Οἱ ἄλλοι τόν μισοῦσαν, ἀλλά καί τόν ἐφοβοῦντο. Εἶχε τό χειρότερο ὄνομα στήν κοινωνία τῆς Ἱεριχοῦς καί στή γύρω περιοχή. Σωστός τύρανος, ἔκανε τά πάντα γιά νά ἐπιτύχει τόν σκοπό του, αὐτό πού τόν συνέφερε, ἀδιαφορώντας γιά τούς ἄλλους.
Αὐτός ὁ ἄνθρωπος μέ τήν μεγάλη περιουσία, μέ τοῦ κόσμου τά ὑλικά ἀγαθά δέν εἶχε εὐτυχία. Δέν ἦταν εὐχαριστημένος ἀπό τήν ζωή του. Δέν μποροῦσε νά βρεῖ ἡσυχία, νά ἀναπαυθεῖ. Μέσα του πάλευε μέ τήν συνείδησή του. Τόν ἤλεγχε δριμύτατα, γιατί ὅλα τά κατεῖχε παράνομα. Ὑπέβαλλε τούς ἄλλους σέ μαρτύρια, ἀλλά βασανιζόταν καί ὁ ἴδιος. Δέν ἔμενε ἱκανοποιημένος μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς  του. Ζητοῦσε κάτι καλύτερο. Ζητοῦσε κάτι πού θά τόν ἀπελευθέρωνε ἀπό τίς ἐνοχές τῶν ἀδικιῶν, ἀπό τό μαστίγωμα τῆς συνειδήσεως. Ἡ συνείδηση ζεῖ καί ὑπάρχει ἀκόμη καί στούς πιό στυγνούς ἐγκληματίες, γιατί εἶναι ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι δέν ἄντεχε ἄλλο τό κλῖμα αὐτό πού τόν ἔπνιγε καί τόν καταπίεζε.
Μέσα σ᾿ αὐτήν τήν δυστυχία του ἄκουσε ὅτι ὁ Χριστός θά περνοῦσε ἀπό ἐκεῖ, ἀπό τήν πόλη πού ζοῦσε. Αὐτό καί μόνο ἔφτανε νά πυροδοτήσει τήν μικρή σπίθα πού ὑπῆρχε μέσα στά βάθη τῆς ὑπάρξεώς του. Σέ μιά μόνη στιγμή ἡ σπίθα ἔγινε φλόγα καί ἔγινε ἡ ἔκρηξη. Βγῆκε στό δρόμο καί ἐζήτη ἰδεῖν τόν Ἰησοῦν τίς ἐστί. Λέει ὁ κόσμος, ὅσα φέρνει ἡ ὥρα δέν τά φέρνει ὁ χρόνος. Στήν περίπτωση τοῦ Ζακχαίου ὅ,τι δέν ἔγινε σέ μιά ζωή ὁλόκληρη ἔγινε μέσα σέ μία στιγμή μόνο. Αἰσθανόταν νά πνίγεται, κόντευε νά πάθει ἀσφυξία. Ἡ μόνη θεραπεία τοῦ κακοῦ, ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τό μαρτύριο ἦταν ὁ Χριστός. Μόνο ἔτσι θά ἡρεμήσει ἡ ταραγμένη συνείδησή του. Γυρεύει ἐπίμονα, μέ λαχτάρα θέλει νά δεῖ τόν Χριστό. Ἔκανε τόσα πολλά σέ τόσους πολλούς. Κάτι θά κάνει καί γι᾿ αὐτόν.
Μέχρι ἐδῶ ὅλα καλά. Ὑπάρχει ὅμως κάποια ἐμπόδια, τό ἀνάστημά του καί ὁ πολύς κόσμος. Πῶς τελικά θά κατορθώσει νά δεῖ τόν Ἰησοῦ; Κάποτε σ᾿  ἕνα ἵδρυμα στή Θεσσαλονίκη διάβασα κάτι μέσα σέ κορνίζα. Σάν ἀγαπᾶς, δέν περπατᾶς, πετᾶς καί πᾶς. Καί ὁ Ζακχαῖος πέταξε κυριολεκτικά. Ἀνέβηκε πάνω σ᾿ ἕνα δέντρο, γιά νά πετύχει τό ποθούμενο. Ἦταν τόσο εὔκολα αὐτό πού ἔκανε; Ὄχι, πολύ δύσκολο ἦταν. Ἆθλος μεγάλος ἦταν. Νεκρανάσταση θά μπορούσαμε να ὀνομάσουμε τό τόλμημά του. Ἀπό τόν θάνατο μεταβαίνει στή ζωή. Διεξάγει μία μεγάλη μάχη καί ἀναδεικνύεται νικητής. Πρῶτα νικᾶ τόν ἑαυτό του. Ταπεινώνεται, θυσιάζει τήν ἀξιοπρέπειά του, τό κῦρος του, τήν ἔπαρσή του. Ὁ κόσμος πού τόν βλέπει ἀσφαλῶς τόν εἰρωνεύεται. Αὐτός ὅμως δεκάρα δέν δίνει γι᾿ αὐτό. Δέν σκέφτεται τί θά πεῖ ὁ κόσμος. Τά πονηρά χαμόγελα καί τά σκώμματα τά θεωρεῖ λουτρό καθάρσεως καί ἐξαγνισμοῦ. Κάνει τό πρῶτο βῆμα, γιά νά συναντήσει τόν Χριστό.  Ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό του, τόν ξεγράφει. Κάνει αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός: Ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀκολουθήτω μοι.
Ἡ πρώτη ἐνέργεια λοιπόν εἶναι νά φτιάξει τίς σχέσεις του μέ τόν Θεό. Ἡ δεύτερη προσπάθεια νά ἀποκαταστήσει τίς σχέσεις του μέ τούς συνανθρώπους του. Ἀναγνωρίζει ὅτι ἀδίκησε πολλούς καί ὑπόσχεται ὅτι θά ἀποκαταστήσει τίς ἀδικίες. Δέν γυρίζει πίσω μόνο τά κλοπιμαῖα, ἀλλά καί εὐεργετεῖ ἐκείνους πού ἀδίκησε, ἀφοῦ τώρα ἐπιστρέφει στό τετραπλάσιο  ὅ,τι πῆρε  καί μοιράζει τήν μισή περιουσία του στούς φτωχούς. Φαντασθεῖτε τί ἀδικίες, τί κλοπές, τί ὑπερβολές ἔκανε, ἀλλά καί τί εὐεργεσίες τώρα. Τελικά ἡ γνωριμία του μέ τόν Χριστό τοῦ στοίχισε πολύ. Ὅμως ἀπό ἐκείνη τήν ὥρα πού ἀπογυμνώθηκε ἀπό τά πλούτη, ἀπό τήν δύναμή του, ἀπό τήν δόξα του βρῆκε τήν πραγματική χαρά καί εὐτυχία. Ἔτσι ἐπαληθεύεται γιά μιά ἀκόμη φορά  ὅτι ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει καθαρή συνείδηση, ἀνάλαφρη καρδιά καί δικαιοσύνη, ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ πραγματική χαρά.
Ἀγαπητοί μου,
Ὁ ψηλότερος ἄνθρωπος σήμερα στόν κόσμο εἶναι ἕνας κάτοικος τῆς Νέας Ὑόρκης πού ἔχει ὕψος 2,75 μ. Δίπλα ὅμως στούς οὐρανοξύστες τῆς Νέας Ὑόρκης φαίνεται νάνος. Οἱ οὐρανοξύστες μπροστά στά Ἰμαλάϊα φαίνονται πολύ μικροσκοπικοί. Τό ἴδιο φαίνονται τά Ἰμαλάϊα, ἄν συγκριθοῦν μέ τά δυσθεώρητα ὕψη τῶν ἄστρων. Καί ὅμως ὁ μικρόσωμος Ζακχαῖος, αὐτός ὁ νάνος Ζακχαῖος ξεπέρασε ὅλα αὐτά τά ὕψη. Πῶς; Μέ τό ἰλιγγειῶδες ὕψος τῆς ταπεινώσεως καί τῆς μετανοίας. Ὁ Ζακχαῖος γνωρίζοντας τόν Χριστό ἀναγεννήθηκε, γεννήθηκε γιά δεύτερη φορά. Ἔγινε δάσκαλος γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, πού θέλουν νά γνωρίσουν τόν Χριστό καί νά κατακτήσουν τούς οὐρανούς. Κι᾿ ἐμεῖς μποροῦμε νά τό ἐπιτύχουμε αὐτό, πρῶτα ἄν πάψει νά μᾶς ἀπασχολεῖ τό τί θά πεῖ ὁ κόσμος. Θά τό ἐπιτύχουμε ὕστερα ἄν ἐπιδείξουμε τήν μετάνοια, τήν ταπείνωση, τήν δικαιοσύνη τοῦ Ζακχαίου, τήν συγχωρητικότητα τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου, τήν τόλμη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τήν πίστη τοῦ Ἑκατοντάρχου καί τῆς Χαναναίας γυναίκας. Αὐτά θά μᾶς ἀνεβάσουν σέ οὐράνια ὕψη, πιό ψηλά καί ἀπό τά ἀστέρια, θά μᾶς χαρίσουν τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.-

Γεώργιος Πατρώνος: "Κήρυγμα εις το ευαγγέλιον της Κυριακής του Ζακχαίου" (ΙΕ΄ Λουκά)

Εισαγωγικά


Ο Ιησούς Χριστός, κατά το σημερινό ευαγγελικό Ανάγνωσμα, πορεύεται προς την αρχαία και ιστορική πόλη της Ιεριχούς. Η πόλη αυτή θυμίζει στους Ιουδαίους τον κόσμο των ειδώλων και τις ιστορικές περιπέτειες της φυλής τους, όταν πορεύονταν προς την αγία γη της Ιουδαίας, την γη της επαγγελίας του Θεού.
Η Ιεριχώ είχε αντισταθεί σταθερά στην πορεία των Εβραίων και αποτέλεσε τον μέγιστο κίνδυνο της Ιστορικής επιβίωσής τους. Η Ιεριχώ συμβόλιζε τον αντίθεο κόσμο των εθνικών, ενώ η Ιερουσαλήμ συμβόλιζε τον τόπο της εκπλήρωσης των υποσχέσεων του Θεού.

Και τώρα ο Ιησούς πορεύεται προς την Ιεριχώ. Τούτο σημαίνει ότι ο Χριστός πορεύεται προς τον κόσμο και τους αμαρτωλούς. Το έργο του Κυρίου δεν περιορίσθηκε μόνο στους Ιουδαίους και ούτε ακούσθηκε το κήρυγμά του μόνο στις Συναγωγές και στον ιερό χώρο του ναού του Σολομώντα. Ο Ιησούς επεξέτεινε το έργο του και στον κόσμο των εθνικών. Από όσα δε γνωρίζουμε από τις ευαγγελικές διηγήσεις η επιτυχία της ιεραποστολικής προσπάθειας ηταν σημαντικότερη στη Γαλιλαία των εθνών, στη Σαμάρεια και σ' αυτήν ακόμη την ελληνιστική Δεκάπολη, παρά στον παραδοσιακά θρησκευτικό κόσμο της Ιουδαίας.

Στην Ιεριχώ ο Ιησούς συναντάει τον αρχιτελώνη Ζακχαίο. Για τους Ιουδαίους «τελώνης» ήταν συνώνυμο του αμαρτωλού. Άρα ο Κύριος στο πρόσωπο του Ζακχαίου συναντάει τον πεπτωκότα κόσμο, τον κόσμο των αμαρτωλών. Και από άλλες περιγραφές συχνά ακούμε «ο διδάσκαλος μετά τελωνών και πορνών» να συνομιλεί και να συντρώγει, που σημαίνει ότι ο Χριστός διαλέγεται με όλο αυτό τον απερριμένο κόσμο με σκοπό τη σωτηρία τους.

1. Η συμβολικότητα της συκής
Δεν είναι τυχαία η επισήμανση εκ μέρους του ιερού συγγραφέα της περικοπής, ότι επειδή ο Ζακχαίος ήταν μικρόσωμος «ανέβη επί συκομορέαν, ίνα ίδη τον Ιησούν». Αυτή η λεπτομέρεια δεν θα είχε καμιά σημασία εάν συνειρμικά δεν μας οδηγούσε σε κάποιες σημαντικές θεολογικές επισημάνσεις.

Η συκή είναι ένα πλατύφυλλο δέντρο, με πλούσια σκιά και εύχυμους θρεπτικότατους καρπούς. Ιδιαίτερα αντοχής δέντρο για τα θερμά κλίματα της Ανατολής και της ερήμου. Δηλώνει, επομένως, ζωή και προστασία για τους ταξιδιώτες από τους κινδύνους του καυτού ήλιου των θερμών περιοχών. Αλλά και από θεολογικής πλευράς η συκή έχει τη σημασιολογία της. Διαβάζουμε στην Παλαιά Διαθήκη, ότι ο Θεός συναντάει και καλεί τους προφήτες του για το έργο ποίμανσης του εκλεκτού λαού του κάτω από μια συκή ή μιά άμπελο. Με φύλλα συκής ενδύονται την γύμνια τους ο Αδάμ και η Εύα μετά την πτώση. Το ίδιο συμβαίνει και στην Καινή Διαθήκη. Τον απόστολο Ναθαναήλ, έναν από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου, ο Ιησούς τον συναντά και τον καλεί στη μαθητεία κάτω από μια συκή· «προτού σε Φίλιππον φωνήσαι, όντα υπό την συκήν είδόν σε».

Επίσης, προκείμενου να μιλήσει ο Χριστός για τα εσχατολογικά γεγονότα και για τις συνέπειες της πνευματικής ραθυμίας εν όψει της τελικής Κρίσης, χρησιμοποίησε την συκή ως συμβολικό παράδειγμα. Η άκαρπη συκή «εκόπτεται και εις πυρ βάλλεται». Μάλιστα δε προχώρησε και στην ξήρανση της άκαρπης συκής, για να δηλώσει την αναγκαιότητα της πνευματικής εγρήγορσης και της πνευματικής καρποφορίας.

2. Η περίπτωση του Ζακχαίου
Και τον άνθρωπο της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, τον αρχιτελώνη Ζακχαίο, ο Ιησούς τον συνάντησε και πάλι σε κάποια συκομορέα. Η πρώτη εντύπωση είναι, και μόνο από την επισήμανση του συμβολικού αυτού δέντρου, ότι βρισκόμαστε μπροστά σε κάποιο σημαντικό αποκαλυπτικό και σωτηριολογικό γεγονός. Ο Ζακχαίος στη συνείδηση του λαού αποτελεί «τύπο» και σύμβολο του αμαρτωλού ανθρώπου. Ήδη, όταν ο Κύριος τον επρόσεξε και επεσήμανε την κρισιμότητα της στιγμής, λέγοντάς του, ότι «σήμερον εν τω οίκω σου δει με μείναι», όλοι οι Ιουδαίοι, Γραμματείς και Φαρισαίοι, «πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ότι παρά αμαρτωλώ ανδρί εισήλθε καταλύσαι». Δεν χρειαζόταν να ερευνήσουν τον βίο αυτού του ανθρώπου. Δεν τους απασχολούσε η ηθικότητα ή η ποιότητα ζωής του. Και μόνο που ήταν τελώνης πρέπει να ήταν και αμαρτωλός, δηλαδή απορριπτέος από μέρους του Θεού και της κοινωνίας.

Ο Ιησούς, όμως, αντιστρέφει αυτή τη λογική. Πίσω από ένα τελωνείο μπορεί να στέκεται ένας ενδιαφέρον άνθρωπος που επισύρει την προσοχή του θεανθρώπου Χριστού. Ο τελώνης Ζακχαίος φανέρωνε μια εντελώς διαφορετική εικόνα απ' αυτήν που είχαν δημιουργήσει οι συνάνθρωποί του γι' αυτόν. Παρά το σκληρό και αποκρουστικό για τους πολλούς επάγγελμα του εισπράκτορα φόρων είχε φιλάνθρωπα αισθήματα, όπως θα φανεί στη συνέχεια της συζήτησης με τον Ιησού.

Επίσης, κατεχόταν από έντονα πνευματικά ενδιαφέροντα και από βαθιά ταπεινοφροσύνη. Αυτό τουλάχιστο αποκάλυπτε η κίνησή του να αφήσει το τελωνείο, να δει προσωπικά τον νέο Διδάσκαλο και να ακούσει τη διδασκαλία του. Άνθρωπος της κοινωνικής τάξης του και της ηλικίας του δεν θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό του να συμπεριφερθεί έτσι αυθόρμητα, όπως ένα μικρό παιδί, να σκαρφαλώσει σ' ένα δέντρο, να γίνει πιθανώς περίγελος των γύρω, με μοναδικό σκοπό «ίνα ίδη αυτόν» στην προσωπική του ζωή. Σε κάποια στιγμή της ζωής σημαίνει για όλους μας αυτός ο κτύπος της κλήσης του Ιησού, αρκεί να είμαστε ευήκοοι σ' αυτή τη μοναδικότητα της ώρας της δικής μας.

3. «Σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο»
Η ώρα του Ιησού έχει αποκαλυπτική και σωτηριολογική σημασία. Στη συνάντηση του Ιησού και Ζακχαίου, ο Κύριος αποκαλύπτει το μυστήριο της παρουσίας του. Φανερώνει, ότι στο πρόσωπό του αποκαλύπτεται ο αναμενόμενος δια μέσου των αιώνων Μεσσίας. Ο Υιός του Ανθρώπου είναι παρών, διαλέγεται μαζί του και πραγματώνει το σωτηριολογικό του έργο, αφού ήρθε «ζητήσαι και σώσαι το απολωλός».

Οι Γραμματείς και Φαρισαίοι, η θρησκευτική ηγεσία, ιερείς, πρεσβύτεροι και αρχιερείς, δεν καταξιώνονται αυτής της τιμής «ιδείν» το αληθινό πρόσωπο του Κυρίου. Αυτός ο θρησκευτικά ασήμαντος και χαρακτηριζόμενος ως αμαρτωλός καταξιώνεται αυτής της ύψιστης τιμής, όχι μόνο να ιδεί, αλλά και να διαλεχθεί μαζί του και να γίνει συνδαιτυμόνας του ουράνιου επισκέπτη. Κανείς δεν μπορεί να φαντασθεί τι κρύβει μέσα του ο κάθε άνθρωπος.

Ποιό μυστήριο είναι δυνατό να αποκαλυφθεί σε κάποια στιγμή της ζωής και του πιο ασήμαντου και του πιο αμαρτωλού. Στο έσχατο σημείο της πτώσης, εκεί στο έρεβος του άδη μας μπορεί να συντελεσθεί το μεγαλύτερο γεγονός της ζωής μας, το μυστήριο της προσωπικής μας λύτρωσης και ανάστασης.

Γίνεται ολοφάνερο με αυτό που αναφέρει η ευαγγελική διήγηση, μετά τη συνάντηση Ιησού και Ζακχαίου, ότι «σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο», καθότι και αυτός «υιός Αβραάμ εστίν». Συνάντηση Ιησού και ανθρώπου σημαίνει, ασφαλώς, μετάνοια για τον πρότερο αμαρτωλό βίο. Σημαίνει, χωρίς αμφιβολία, και μεταστροφή, αλλαγή πορείας προς το καλύτερο και θετικότερο, αλλαγή νου και νοοτροπίας. Μα πάνω από όλα σημαίνει μια νέα στάση ζωής.

Ο Ζακχαίος αποτολμά τώρα να τεθεί προ των ευθυνών του. Είναι γνωστό ότι ήταν «πλούσιος», όπως αναφέρει το Ευαγγέλιο, και αυτό δυσχεραίνει την κατάσταση. Ένας πλούσιος δύσκολα απεγκλωβίζεται από τα πλούτη του. Και όμως ο Ζακχαίος υψώνει την ασημαντότητά του και αποτολμά να εκστομίσει το αναπάντεχο της απόφασής του· «ιδού τα ήμιση των υπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοις πτωχοίς». Η απόφαση δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Γνωρίζει πολύ καλά το μέγεθος των υπαρχόντων του. Επειδή, όμως, η εσωτερική μεταστροφή του είναι τόσο συγκλονιστική, κατορθώνει το ακατόρθωτο για άλλους. Και αυτή είναι μόνο η μία συνέπεια της πνευματικής μεταμόρφωσής του.

Η δεύτερη είναι ακόμη σημαντικότερη. Ένας αρχιτελώνης, που κατέχει δύναμη και εξουσία στα χέρια του, αρχίζει να αναγνωρίζει τα λάθη του και τις αδικίες που διέπραξε σε βάρος των μικρών και αδυνάτων. Από αυτούς όλους ζητά συγγνώμη και αποφασίζει εμπράκτως να αποκαταστήσει τη σχέση του μαζί τους· «και ει τινός τι εσυκοφάντησα, αποδίδωμι εις τετραπλούν».

Όλα αυτά δεν σημαίνουν, ασφαλώς, κάποια εξωτερική μεταστροφή. Και ούτε προμηνύουν εγκατάλειψη του κόσμου, των φίλων, των οικείων, ή του επαγγέλματός του. Σημαίνουν αλλαγή στάσης ζωής. Αλλαγή νοοτροπίας και κοινωνικής συμπεριφοράς. Ο Ζακχαίος θα παραμείνει τελώνης, αλλά δεν θα είναι πλέον αμαρτωλός, όπως πριν γνωρίσει τον Χριστό.

Αποκορύφωση όλων αυτών των διεργασιών και των μεταλλαγών είναι η εξαγγελία εκ μέρους του Κυρίου, ότι «σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο». Οι εσωτερικές πνευματικές διεργασίες έχουν ενδιαφέρουσες σωτηριολογικές προεκτάσεις. Δεν πρόκειται για κάποια αλλαγή κοινωνικής σημασίας, αλλά βίωση του σωτηριολογικού γεγονότος. Ο Ζακχαίος γίνεται κοινωνός του Χριστού, μέλος της Εκκλησίας και πολίτης της βασιλείας του Θεού. Και το σωτηριολογικό γεγονός δεν είναι ατομικό και προσωποκεντρικό. Αναφέρεται σε όλη την κοινότητα στην οποία ανήκουμε. Έχει τις προεκτάσεις του στους οικείους, στους συγγενείς και φίλους. Η σωτηρία που επαγγέλεται αφορά όλα τα μέλη του «οίκου» του Ζακχαίου. Το άνοιγμα προς τον Χριστό είναι ουσιαστικά ένα άνοιγμα προς όλο τον κόσμο.

Επίλογος
Το ευαγγελικό Ανάγνωσμα αναφέρεται στη μεταστροφή ενός κοσμικού ανθρώπου. Ο Ζακχαίος είναι ένας κλασικός τύπος ενός τεχνοκράτη ανθρώπου που ξέρει τα προβλήματα της ζωής, που γνωρίζει την τεχνική της οικονομίας και του πλουτισμού, που μπορεί να χειρίζεται την δύναμη και την εξουσία. Είναι ένας σαν κι εμάς. Πιθανώς στον τρόπο ενεργειών του να ανακαλύπτουμε κι' εμείς δικούς μας τρόπους κοινωνικής συμπεριφοράς.

Η σημερινή ημέρα*, όμως, είναι αφιερωμένη από την Εκκλησία και σε μια άλλη προσωπικότητα, εκείνη του αγίου Εφραίμ του Σύρου, από τις πλέον σημαντικές του αναχωρητικού και ασκητικού χώρου. Το μήνυμα της εσωτερικής μεταστροφής και της σωτηριολογικής καρποφορίας έχει πολλούς αποδέκτες, σε όλους τους χώρους της ζωής, από τον κοσμικό ως τον αναχωρητικό και μοναστικό. Όπως ο Ζακχαίος δίνει παράδειγμα προς μίμηση σε μας τους κοσμικούς για ταπεινόφρονα και φιλάνθρωπη συμπεριφορά, έτσι και ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος δίνει παράδειγμα υψηλής ποιότητας ζωής για τους ανθρώπους της μοναχικής πολιτείας.

Γνωρίζουμε, ότι ο άγιος Εφραίμ εβίωσε μιά μοναχική ζωή που ξεπέρασε τα όρια μιας απλής υπακοής και υποταγής στους μοναστικούς κανόνες. Αναδείχθηκε από τους μεγάλους εισηγητές του ησυχαστικού βίου. Η νηπτική θεολογία του δεν συνεχίζει απλά την ανατολική παράδοση της ερήμου, αλλά γίνεται στοχαστική, ποιητική και δημιουργική. Το Γεροντικόν και η Φιλοκαλία, κείμενα υψηλής έκφρασης ανατολικού θεολογικού στοχασμού και εσώτατης πνευματικής εμπειρίας, συχνά διανθίζονται από ρήσεις και αποφθέγματα του αγίου Εφραίμ του Σύρου.

Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια, κατανοούμε τώρα πληρέστερα την παραγγελία του αποστόλου Παύλου που ακούσαμε σήμερα από το αποστολικό Ανάγνωσμα «μηδείς σου της νεότητος καταφρονείτω, αλλά τύπος γίνου των πιστών εν λόγω, εν αναστροφή, εν αγάπη, εν πνεύματι, εν πίστει, εν αγνεία», ακριβώς όπως «τύπο ζωής» μας παρέδωσαν τα πρόσωπα που την Κυριακή αυτή προβάλλει η Εκκλησία μας, τον τελώνη Ζακχαίο για μας τους κοσμικούς, τον άγιο Εφραίμ τον Σύρο για τους μοναχούς και αγάμους κληρικούς.

(σημείωση δική μου)*Ο άγιος Εφραίμ εορτάζει στις 28 Ιανουαρίου. Προφανώς όταν εκφωνήθηκε το κήρυγμα συνέπεσε η Κυριακή του Ζακχαίου με την εορτή του αγίου. 

--------------------------------------------------
πηγή: Γεωργίου Πατρώνου, "Κήρυγμα και Θεολογία", τόμος Α΄ , εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2003.

Ἡ τάξις τῶν δακρύων




Σὲ προηγούμενο γραπτό μας, ἐξετάζοντας τὴν ἀξία ποὺ ἔχει ἡ θλίψη στὴν ἀνθρώπινη ζωή, ἀναφερθήκαμε καὶ στοὺς ποικίλους πειρασμοὺς ποὺ τὴν προκαλοῦν, καὶ στὰ δάκρυα ποὺ συχνὰ τὴν συνοδεύουν. Ἔτσι εἴχαμε τὴν εὐκαιρία νὰ δοῦμε, στὰ σύντομα, καὶ τὴν θετικὴ -τὴν εὐεργετικὴ θάπρεπε νὰ ποῦμε- ὄψη κάποιων δεδομένων τοῦ παρόντος κόσμου, ποὺ κατὰ τὴν τρέχουσα λογικὴ θεωροῦνται, ἐκ πρώτης ὄψεως, ἀρνητικὰ καὶ ἀπευκταῖα.

Ἐνῶ ὅμως εἴπαμε τὰ ἀπαραίτητα γιὰ θλίψη καὶ πειρασμούς, εἴχαμε ἐπιφυλαχθεῖ νὰ μιλήσουμε ἐδῶ διεξοδικά, σὲ ἰδιαίτερο ἄρθρο, γιὰ τὰ δάκρυα. Κι' αὐτό, ὄχι μόνο γιατί ὑπάρχει μία τεράστια ποικιλία δακρύων, ὅπως θὰ δοῦμε πιὸ κάτω, ἀλλὰ πρὸ πάντων γιατί τὰ δάκρυα τοποθετοῦνται ἀπὸ τοὺς «νηπτικοὺς Πατέρας» τῆς ἐρήμου στὴν κορυφὴ τῶν «ἀγαθῶν» τοῦ παρόντος κόσμου. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι, στὴν κατανυκτικότερη στιγμὴ τῆς προσευχῆς των, δὲν ζήτησαν ποτὲ ἀπὸ τὸν Θεὸ μήτε σοφία, μήτε καρτερία καὶ θάρρος, μήτε ἀκόμη καὶ ἁγιότητα. Κορυφαῖο αἴτημά τους ἦταν πάντα, στερεοτύπως, τὸ «δάκρυά μοι δὸς ὁ Θεός, δάκρυα μετανοίας». Αὐτὸ καὶ μόνο εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ μᾶς βάλει σὲ σκέψεις βαθύτερες, καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσει νὰ μελετήσουμε δύο κυρίως ἐρωτήματα σχετικὰ μὲ τὰ δάκρυα. Πρῶτον, τὴν φύση καὶ προέλευση τῶν δακρύων, τὴν ἀξία τους γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή.

Εἶναι προφανὲς ὅτι τὰ δύο αὐτὰ ἐρωτήματα συνδέονται βαθιά, ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ τὰ δύο ἀναφέρονται στὰ δάκρυα. Ἡ σχέση τους εἶναι πολὺ πιὸ οὐσιαστική. Τὸ δεύτερο ἐξαρτᾶται τελείως ἀπὸ τὸ πρῶτο. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἀξία τῶν δακρύων ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ τί εἴδους εἶναι. Ἔτσι πρέπει νὰ βάλουμε καὶ τὰ δάκρυα σὲ μία σειρά, Νὰ τὰ διακρίνουμε σὲ κατηγορίες καὶ νὰ τὰ ἱεραρχήσουμε ἀνάλογα. Μιλοῦμε γιὰ «τάξη δακρύων», ὅπως θὰ λέγαμε σύστημα δακρύων. Ἔτσι ἄλλωστε δὲν μιλοῦμε γιὰ συστήματα καὶ τάξεις ἀγγέλων, ἀνθρώπων, ὑδάτων κ.α.;

Τὸ κυριότερο στοιχεῖο τῶν δακρύων δὲν εἶναι ὁπωσδήποτε τὸ ὑγρὸ ποὺ ἀναβλύζει κάποια στιγμὴ ἀπὸ τὰ μάτια. Αὐτὸ σ' ὅλες τὶς περιπτώσεις ἀσφαλῶς ἔχει τὴν ἴδια χημικὴ σύνθεση. Ὅμως, ἀνάλογα μὲ τὴν αἰτία ποὺ τὸ προκάλεσε σὲ κάθε περίπτωση, ἔχουμε καὶ ἄλλη ποιότητα καὶ κατηγορία δακρύων. Κυριότερες εἶναι ἴσως οἱ ἀκόλουθες:

Δάκρυα μετανοίας / Δάκρυα φόβου Θεοῦ / Δάκρυα κατανύξεως


***

Δάκρυα συγκινήσεως / Δάκρυα χαρᾶς / Δάκρυα πόνου καὶ τρόμου / Δάκρυα ἀγανακτήσεως


***

Δάκρυα ὑποκρισίας

Ὅταν οἱ Πατέρες καὶ μεγάλοι ἀσκητὲς μιλοῦν γιὰ δάκρυα, ἐννοοῦν πάντα τὰ δάκρυα τῆς πρώτης τριάδας. Ἡ μετάνοια εἶναι τὸ πιὸ συγκλονιστικὸ θαῦμα καὶ βίωμα στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πιὸ ὁλοκληρωτικὴ καὶ βίαιη πράξη του. Ριζικὸ ξήλωμα ὅλων τῶν στοιχείων τῆς προηγούμενης ζωῆς.

Ἔτσι, ποὺ τίποτα νὰ μὴ μένει ὄρθιον κατὰ κόσμον. Κυριολεκτικὰ «τὰ πάνω κάτω». Νὰ τὰ νιώσεις ὅλα νὰ γυρνᾶνε πίσω. Ὅλα νὰ ἀμφισβητοῦνται. Νὰ ἀνατρέπονται. Νὰ ματαιώνονται. Νὰ μηδενίζονται διὰ παντός. Αὐτὸ θὰ πεῖ «μετάνοια». Εἶναι δυνατὸν μία τέτοια ἀνασκολόπιση ψυχῆς καὶ πνεύματος νὰ μὴ φέρει δάκρυα, νὰ μὴ προξενήσει πόνο;

Ρίζα λοιπὸν τῶν δακρύων, πρωταρχικὴ καὶ ἀκένωτη πηγὴ των, ἡ μετάνοια. Ἀπ' αὐτὴν γεννιέται πρῶτος καὶ κύριος καρπὸς ὁ «φόβος» τοῦ Θεοῦ. Ἕνας φόβος ποὺ ἀπὸ τὴ Γραφὴ χαρακτηρίζεται ὡς «ἀρχὴ σοφίας» (Ψαλμ. 110, 10.) Ὅσο ὁ ἄνθρωπος «σοφίζεται» ἐν φόβῳ Θεοῦ, τόσο βαθύτερα βλέπει καὶ νιώθει τὰ θαύματα μέσα καὶ γύρω του. Τὸ θαῦμα δὲν εἶναι θαῦμα, ἂν κάποιος δὲν τὸ θαύμασε σ' ὅλο του τὸ βάθος. Θαύμασμα λοιπὸν εἶναι τὸ θαῦμα.

Γι' αὐτὸ καὶ μόνο ἔπλασε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο. Γιὰ νὰ θαυμάζει καὶ νὰ ἀνακαλύπτει συνεχῶς, διὰ βίου, ὅλο καὶ βαθύτερες πτυχὲς τῆς ἀλήθειας, δηλαδὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Νὰ λοιπὸν ἀκόμη μία καινούργια ἔννοια τοῦ βιβλικοῦ λόγου «ὁ προστιθεὶς γνῶσιν προσθήσει ἄλγημα» (Ἐκκλησιαστὴς 1, 18), ποὺ εἶναι ἡ πιὸ μυστικὴ ἐξίσωση στὴν ἀνθρώπινη ζωή.

Εἶναι φυσικό, ὕστερα ἀπὸ μία τέτοια βαθειὰ κατάδυση στὰ μυστήρια τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, νὰ αἰσθάνεται ὁ πιστὸς ὅλο καὶ περισσότερο προνομιοῦχος μεταξὺ τῶν ἄλλων κτισμάτων. Εἶναι προνόμιο ἀνυπέρβλητο τὸ νὰ μετέχεις στὸ βαθύτερο ρυθμὸ τοῦ κόσμου, ἀνακαλύπτοντας ἀπὸ πρῶτο χέρι τὴν ἄμετρή τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπία. Μόνη ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου σ' αὐτὴ τὴ «μύηση», ποὺ κορυφώνεται στὴν «μέθεξη», γιὰ νὰ καταλήξει στὴ «θέωση», ἂν ὁ Θεὸς «εὐδοκήσει», εἶναι τὰ δάκρυα. Δάκρυα κατανύξεως, συντριβῆς καὶ εὐγνωμοσύνης, ποὺ γι' αὐτὸ ἀκριβῶς γίνονται «δάκρυα παρακλητικά», καθὼς λυτρώνουν ἀπ' ὅλες τὶς κατὰ κόσμον ἀβεβαιότητες καὶ «ἀμφι-βολίες».

Σ' ἕνα τέτοιο ἀκριβῶς συσχετισμὸ φόβου Θεοῦ καὶ δακρύων μετανοίας, ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος γράφει: «δὲν ἔχω καρδίαν θλιβομένην πρὸς ἀναζήτησίν σου, δὲν ἔχω μετάνοιαν, δὲν ἔχω κατάνυξιν, οὐδὲ δάκρυα, τὰ ὁποῖα ἐπαναφέρουσι τὰ τέκνα εἰς τὴν ἰδίαν αὐτῶν πατρίδα. Δὲν ἔχω, δέσποτα, δάκρυον παρακλητικόν· ἐσκοτίσθη ὁ νοῦς μου ἀπὸ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου, καὶ δὲν δύναται ν' ἀτενίση πρὸς σὲ μετὰ πόνου· ἐψυχράνθη ἡ καρδία μου ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν πειρασμῶν, καὶ δὲν δύναται νὰ θερμανθῆ διὰ τῶν δακρύων τῆς πρὸς σὲ ἀγάπης. Ἀλλὰ σύ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μου, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν, δώρησαί μοι τελείαν μετάνοιαν καὶ καρδίαν ἐπίπονον, ἵνα ὁλοψύχως ἐξέλθω εἰς ἀναζήτησίν σου• διότι ἄνευ σοῦ θέλω ἀποξενωθῆ ἀπὸ παντὸς ἀγαθοῦ» (Λόγος β', Περὶ ἀπαρνήσεως κόσμου κλπ.)

Καὶ μόνο μία φράση ἂν ἀπομονώσουμε καὶ ὑπογραμμίσουμε ἀπὸ τὸ κατανυκτικότατο αὐτὸ χωρίο, ἔχουμε πλήρη τὴν ἀξία ποὺ ὁ Ἅγιος ἀναγνωρίζει στὰ δάκρυα, ὅταν παρατηρεῖ ὅτι αὐτὰ καὶ μόνον εἶναι «τὰ ὁποῖα ἐπαναφέρουσι τὰ τέκνα εἰς τὴν ἰδίαν αὐτῶν πατρίδα».

Ὅλα τὰ πιὸ πάνω ἀναφέρονται λοιπόν, ὅπως εἶναι φανερό, μόνο στὰ κατὰ Θεὸν δάκρυα. Αὐτὰ εἶναι ποὺ οἱ Πατέρες ὀνόμασαν ὕψιστο «ἀγαθό» τοῦ παρόντος κόσμου. Γιατί εἶναι φυσικό, ἀφοῦ ἀναβλύζουν ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν μετάνοια, νὰ ὁδηγοῦν κατ' εὐθείαν μόνο στὸν ἴδιο τὸ Θεό, κατὰ τὴ χάρη Του. Ἔτσι συμπίπτει ἀπολύτως ὁ χαρακτήρας μὲ τὴν ἀξία τῶν δακρύων.

Ἡ δεύτερη ὁμάδα τῶν δακρύων εἶναι καὶ ἀξιολογικὰ δεύτερη. Γιατί περιορίζεται, κατ’ ἀρχήν, στὶς ἀξίες τοῦ παρόντος κόσμου, ποὺ τὶς θρηνεῖ ἢ τὶς πανηγυρίζει ἀναλόγως. Πρόκειται γιὰ τὴν τετράδα ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν προηγηθεῖσα τριάδα. Εἶναι δάκρυα πόνου καὶ τρόμου ἢ χαρᾶς ἀφ' ἑνός, ἀγανακτήσεως ἤ συγκινήσεως ἀφ' ἑτέρου. Κι' αὐτὰ τὰ δάκρυα δὲν παύουν νάχουν κάποια ἀξία, ἐφ' ὅσον εἶναι δάκρυα εἰλικρινείας, δηλαδὴ αὐθόρμητα. Μποροῦν μάλιστα, καλλιεργώντας καὶ ἐξευγενίζοντας τὸν ἄνθρωπο, νὰ τὸν ὁδηγήσουν κάποια στιγμὴ στὴν μετάνοια, δηλαδὴ στὸν Θεό. Ὁπότε εἰσερχόμαστε «διὰ τῆς πλαγίας» στὴν μυστικὴ διαδικασία τῶν κατὰ Θεὸν δακρύων, ὅπως ἤδη τὴν περιγράψαμε. Γι' αὐτὸ μποροῦσε ἀκόμη κι ἕνας ἄνθρωπος τοῦ κόσμου, ὅπως ἦταν ὁ Βίκτωρ Οὐγκώ, νὰ δηλώνει πὼς «δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ τὸν Θεό, παρὰ μόνο μὲ μάτια δακρυσμένα».

Κατακλείοντας αὐτὴ τὴ σύντομη ἀναφορὰ στὴν τάξη τῶν δακρύων, πρέπει νὰ ποῦμε, ὅτι ἂν ὑπάρχουν κάποια δάκρυα ποὺ εἶναι τελείως μάταια καὶ δὲν μποροῦν νάχουν καμμιὰ σχέση μὲ τὴν καλλιέργεια καὶ τὴν μοίρα τῆς ψυχῆς, εἶναι τὰ δάκρυα τῆς ὑποκρισίας. Αὐτά, ὡς δάκρυα σκοπιμότητος, μπορεῖ νὰ εἶναι χρήσιμα μονάχα στοὺς ἠθοποιούς, ἐπαγγελματικά. Κι ἀκόμη πιὸ πολὺ στοὺς κροκόδειλους, ποὺ γίνονται μέσον νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν τροφή τους.

Ὁ Ζακχαῖος (Λουκ.19, 1—10)




Ὁ Κύριος βαδίζων πρός τήν Ἱερουσαλήμ, ὅπως εἴδομεν προηγουμένως, ἔφθασεν εἰς Ἱεριχώ. «Εἰσελθών διήρχετο τήν Ἱεριχώ καί ἰδού ἀνήρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος καί αὐτός ἦν ἀρχιτελώνης». Τελῶναι ὠνομάζοντο οἱ εἰσπράκτορες τῶν διοδίων φόρων. Ἡ Ἱεριχώ ἦτο κέντρον ἐξαγωγῆς βαλσάμου πωλουμένου εἰς ὅλον τόν κόσμον καί κόμβος συγκοινωνίας Ἰουδαίας, Περαίας, Αἰγύπτου. Ὁ Ζακχαῖος οὗτος ἦτο Ἀρχιτελώνης, διότι ἦτο ἐπόπτης τῶν εἰσπρακτόρων τούτων. «Οὗτος ἦν πλούσιος καί ἐζήτει ἰδεῖν τόν Ἰησοῦν τίς ἐστι καί οὐκ ἠδύνατο ἀπό τοῦ ὄχλου». Λόγῳ τῆς μεγάλης συρροῆς τοῦ κόσμου συμβαδίζων μετά τοῦ ὄχλου ἐπί χρόνον τινά δέν ἠδύνατο ὁ Ζακχαῖος νά ἵδῃ τόν Χριστόν «ὅτι τῇ ἡλικίᾳ διότι κατά τό ἀνάστημα «μικρός ἦν» ἦτο χαμηλός.«Καί προσδραμών ἔμπροσθεν» τρέξας πρός τά ἐμπρός «ἀνέβη ἐπί συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι δι’ ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι». Συκομορέα ἦτο δένδρον μέ κλάδους χαμηλούς καί παραλλήλους πρός τό ἔδαφος, ἔχον φύλλα μορέας καί καρπούς συκῆς. Ἑπομένως ἦτο εὔκολος ἡ ἀνάβασις εἰς αὐτό. Τρέχει, ἀναβαίνει εἰς αὐτήν, διότι πλησίον αὐτῆς θά διήρχετο ὁ Χριστός.

«Ὁ Ἰησοῦς ὡς ἦλθεν ἐπί τόν τόπον» ὅπου εὑρίσκετο τό δένδρον τοῦτο καί ὁ ἐπ' αὐτοῦ Ζακχαῖος «ἀναβλέψας» ὑψώσας τά βλέμματά Του «εἶδεν αὐτόν καί εἶπε πρός αὐτόν. Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι», κατάβα γρήγορα, «σήμερον γάρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι» διότι σήμερον πρέπει νά μείνω εἰς τό σπίτι σου. Ὁ Ζακχαῖος «σπεύσας κατέβη» κατέβη ἀπό τό δένδρον, μετέβη εἰς τήν οἰκίαν του καί ἐκεῖ ἐπερίμενε τόν Χριστόν. Ὁ Χριστός μετ' ὀλίγον φθάνει εἰς τό σπίτι του. Ὁ Ζακχαῖος «ὑπεδέξατο αὐτόν χαίρων». Πόση θά ἦτο ἡ χαρά τοῦ Ζακχαίου ! «Καί ἰδόντες πάντες» οἱ Φαρισαῖοι καί οἱ ὁμόφρονές των καί θιγέντες διά τήν ἐκλογήν ταύτην τοῦ Κυρίου, ὥστε νά φιλοξενηθῇ ὑπό τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀρχιτελώνου, «διεγόγγυζον» ἐμουρμούριζον «λέγοντες, ὅτι παρά ἁμαρτωλῷ ἀνδρί εἰσῆλθε καταλῦσαι» εἰς ἁμαρτωλόν ἄνθρωπον μετέβη νά ἀναπαυθῇ ἐκ τῆς ὁδοιπορίας Του!

Τοὐναντίον ὅμως ὁ Ζακχαῖος. Οὗτος «σταλθείς» ἤτοι ὄρθιος ἐν ἐπισημότητι « εἶπε πρός τόν Κύριον· ἰδού τά ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς ». Τά μισά ἀπό ὅσα ἔχω τά δίδω ἐλεημοσύνην. « Καί εἴ τινος ἐσυκοφάντησα » καί ὅ,τι ἠδίκησα τινα « ἀποδίδωμι τετραπλοῦν » θά δώσω τετραπλάσια. Ὁ Ζακχαῖος φαίνεται αὐστηρός πρός τόν ἑαυτόν του, διότι ὁ Νόμος (Ἔξοδ. 22,3.8) ἐπέβαλλε τήν εἰς τετραπλοῦν ἀπόδοσιν τοῦ κλαπέντος, ὅταν ὁ ἀδικήσας ἠναγκάζετο πρός τοῦτο καί οὐχί ὅταν αὐθορμήτως προέβαινεν εἰς τήν ἐπανόρθωσιν, ὅπως κάμνει ὁ Ζακχαῖος. « Εἶπε δέ πρός αὐτόν ὁ Ἰησοῦς, ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καί αὐτός υἱός Ἀβραάμ ἐστίν ». Δέν εἶσθε μόνον σεῖς ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, οἱ Φαρισαῖοι καί λοιποί γογγύζοντες, εἶναι σάν νά λέγῃ ὁ Κύριος, ὥστε νά ἔλθωσιν αἱ εὐλογίαι μόνον πρός ὑμᾶς. Ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ καί ἑπομένως τέκνον πρός σωτηρίαν εἶναι καί οὗτος ὁ Ζακχαῖος, διότι λόγῳ τῆς γενναιοδωρίας του ὁμοιάζει καί κατά πνεῦμα πρός τόν Ἀβραάμ. «Ἦλθε γάρ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός». Ὁ Χριστός κατῆλθεν εἰς τήν γῆν ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ, ἵνα ζητήσῃ, εὕρῃ καί ὁδηγήσῃ εἰς σωτηρίαν πάντα ἁμαρτωλόν.


Θέμα: Ζῆλος καί πραγματικότης.

Κατά κόρον ἀκούομεν, ὅτι δέν πρέπει νά παίρνωμεν τά ἄκρα καί ὅτι ἡ μέση ὁδός εἶναι ἡ βασιλική. Καί ὅμως ὑπάρχουν περιστάσεις, κατά τάς ὁποίας ἡ μέση λεγομένη ὁδός εἶναι δεῖγμα ἐλλείψεως ζήλου ἤ ἱκανότητός μας, εἰς τήν ὁποίαν βαδίζουν οἱ ἄβουλοι, ἀναποφάσιστοι. Τά δέ ἄκρα, ὅταν γνωρίζωμεν ποῦ νά τά τοποθετήσωμεν, εἶναι εἰς πλείστας περιπτώσεις τῆς ζωῆς μας τά μόνα τά ὁποῖα δεικνύουν ἄνθρωπον ζῶντα, ζηλωτήν. Παράδειγμα τοιοῦτον παρέχει ἡ περικοπή αὕτη τοῦ Εὐαγγελίου. Ἄς ἴδωμεν ταύτην καί βάσει ταύτης τόν ἡμέτερόν βίον.


Α'. Ο Ζ α κ χ α ῖ ο ς. Ὁ Ζακχαῖος ὑπῆρξε ζηλωτής. Ὁ ζῆλός του συνίστατο εἰς τά δύο αὐτά ἄκρα, εἰς μεγάλην ἀδιαφορίαν ἔναντι τοῦ κόσμου καί μεγάλον ἐνδιαφέρον του διά τόν κόσμον. Ἡ ἀδιαφορία του διά τόν κόσμον ἦτο ἡ ἑξῆς. Κατά τάς πανηγύρεις, τούς ἐκκλησιασμούς ἐπισήμων ἡμερῶν καί λοιπάς κοσμοσυρροάς οἱ πλεῖστοι πηγαίνουν εἰς ἐκκλησίας καί πανηγύρεις, ἐπειδή παρασύρονται ὑπό τοῦ κοσμικοῦ ρεύματος, ἵνα ἴδωσιν ἄλλους καί ἄλλοι ἴδωσιν αὐτούς. Ὀλίγοι μεταβαίνουσιν, ἵνα ὠφεληθῶσιν. Ὁ Ζακχαῖος ὅμως δέν ἦτο σταγών ἐν τῇ θαλάσσῃ τοῦ κόσμου, ὥστε νά ἄγεται ὑπ' αὐτοῦ. Ξεχωρίζει ἀπό τόν κόσμον, γίνεται ἀνώτερος τοπικῶς καί ψυχικῶς τοῦ πλήθους, διότι ἀναβαίνει εἰς συκομορέαν, ἵνα ἐπικοινωνήσῃ ὄχι ἐρωτῶν τούς ἄλλους διά τόν Χριστόν, ἄλλα νά ἴδη ἀπ' εὐθείας διά τῶν ὀφθαλμῶν του καί νά ἀκούσῃ διά τῶν αὐτιῶν τοῦ Αὐτόν. Πόσην ἀδιαφορίαν δεικνύει διά τόν κόσμον !

Ὁ Ζακχαῖος ἦτο ὄχι ἁπλοῦς Τελώνης, ἀλλά καί Ἀρχιτελώνης. Δεδομένου δέ ὅτι οἱ Τελῶναι ἐθεωροῦντο ἁμαρτωλοί, διότι οἱ πλεῖστοι ἐξ αὐτῶν ἦσαν κλέπται, οὗτος ὡς Ἀρχιτελώνης θά ἐθεωρεῖτο λωποδύτης. Πόσοι μορφασμοί, ἄδικοι κρίσεις τοῦ πλήθους περί ὑποκρισίας τοῦ Ζακχαίου θά ἐξετοξεύοντο κατά τοῦ μικροσώμου Ζακχαίου καί τούς ὁποίους θά ἔβλεπεν ἤ ἐμάντευεν ὁ ἐπί τῆς συκομορέας ἀρχιτελώνης ! Θά ἔλεγον ἰδού ὁ κλέπτης ! Τώρα μᾶς κάμνει τόν εὐσεβῆ! Τά γόνατά του ὅμως δέν ἐλύγισαν. Ὁ Τελώνης ἀδιαφορεῖ εἰς τό ρεῦμα καί εἰς τήν κρίσιν τοῦ κόσμου. Τόν ἐνδιαφέρει ὁ Χριστός καί ἡ συνείδησίς του. Πόσην ἀδιαφορίαν ἔχει διά τόν κόσμον !

Ὁ Ζακχαῖος δέν ἀδιαφορεῖ μόνον εἰς τό ἄφωνον ρεῦμα καί εἰς τά ὑπονοούμενα λόγια τοῦ κόσμου, ἀλλά καί εἰς τά φαρμακερά μειδιάματα, τά σκώμματα τοῦ πλήθους, τά ὁποῖα θα προεκάλει τό μικρόσωμον αὐτοῦ ἐπί τοῦ δένδρου φαινομένου ὡς χαλκομανία εἰς τόν τοῖχον. Ἀδιαφορεῖ εἰς τό ῥεῦμα τό βουβό, εἰς τούς ψιθύρους, εἰς τά λόγια, εἰς τά κρύφια μειδιάματα τοῦ κόσμου. Τόν ἔχει συναρπάσει κυριολεκτικῶς ἡ συνείδησις του καί ὁ Χριστός. Ὁ ζῆλος του τόν κάμνει, ὥστε νά πε-ριφρονῇ τόν κόσμον !

Μέ αὐτά θά ἐπερίμενε κανείς τελείαν ἀδιαφορίαν εἰς τόν κόσμον, ὥστε νά γίνεται ὁ Ζακχαῖος ἀεροπλάνον χωρίς προσγείωσιν, πούπουλον εἰς τόν ἄνεμον ; Καί ὅμως ! Οὗτος δεικνύει μεγάλο ἐνδιαφέρον διά τόν κόσμον. Εἰς τόν κόσμον ἔχει ὑποχρεώσεις νομικάς καί ἠθικάς. Ὑποχρεώσεις, τάς ὁποίας ἐπιβάλλει ἡ στοιχειώδης δικαιοσύνη, ὑποχρεώσεις τάς ὁποίας ἐπιβάλλει ἡ ἀγάπη.Ὡς Τελώνης θά εἶχεν ὑποπέσει εἰς ἀδικίας. Ὁ νόμος καί ἡ θέσις, τήν ὁποίαν κατεῖχε, ἴσως νά τόν ἐσκέπαζον. Ἡ φωνή ὅμως τῆς συνειδήσεως διεμαρτύρετο. Δία τοῦτο ἀκούομεν «εἴ τινος ἠδίκησα, ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν». Τό δέ μεγάλον του ἐνδιαφέρον, ὁ ζῆλός του τόν ὠθοῦν νά δηλώσῃ, ὅτι ἡ ἀπόδοσις δέν θά εἶναι μόνον εἰς τό ἀκέραιον ἁπλῆ, ἀλλά τετραπλῆ˙ «Ἀποδίδωμι τό τετραπλοῦν».

Μή ἀρκούμενος δέ εἰς τό ὑποχρεωτικόν νομικόν καθῆκον τῆς δικαιοσύνης, προβαίνει μόνος του εἰς τό προαιρετικόν θετικόν καθῆκον τῆς ἀγάπης. « Τά ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων δίδωμι τοῖς πτωχοῖς ». Ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς ἐκαυχησιολόγει, διότι ἀπεδεκάτει πάντα ὅσα ἀπέκτα. Ὁ Ζακχαῖος ὅμῶς ἔδιδεν ὄχι 1/10 ἀλλά 5/10 ὡς ἐλεημοσύνην ! Ὁ ζῆλός του, τό μεγάλον ἐνδιαφέρον του διά τόν κόσμον τόν ὠθεῖ, ὥστε νά ξεπεράσῃ τόν νόμον καί τόν Φαρισαῖον, τόν τηρητήν τοῦ νόμου. Ἰδού τό μεγάλον του ἐνδιαφέρον διά τόν κόσμον. Ἰδού τά δύο ἄκρα τοῦ Ζακχαίου : Ζῆλος καί πραγματικότης. Ἀλλά καί ὁ Χριστός τόν ἤμειψε, διότι ἐνώπιον τόσου πλήθους, αὐτόν εἶδε, πρός αὐτόν ὡμίλησε, μετ' αὐτοῦ συνέφαγε καί δι’ αὐτόν ἐβεβαίωσεν, ὅτι ἐν τῷ οἴκῳ του σωτηρία ἐγένετο.


Β.' Ἡμεῖς: Πόσον ὡραῖον πρᾶγμα εἶναι νά μάθῃ κανείς νά ἐνδιαφέρεται διά τόν κόσμον καί ν' ἀδιαφορῇ διά τόν κόσμον ! Ν' ἀδιαφορῇς διά τό ρεῦμα, τούς ψιθύρους, τά γέλοια τοῦ κόσμου, ὅταν αὐτά στρέφωνται κατά τῆς ἀληθείας, τῆς συνειδήσεώς σου καί τοῦ Χριστοῦ. Νά ἐνδιαφέρεσαι δέ διά τάς πρός τόν κόσμον ὑποχρεώσεις σου.

Ἀδιαφορία. Πηγαίνεις εἰς τήν ἐκκλησίαν, ἐπειδή παρασύρεσαι ὑπό τοῦ κόσμου, διά νά ἵδῃς καί νά σέ ἵδουν ἤ διά νά ἵδῃς καί ἀκούσῃς τόν Χριστόν ὁμιλοῦντα διά τοῦ ἱερέως, τοῦ ψάλτου, τοῦ ἱεροκήρυκος; Ἐάν πηγαίνῃς παρασυρόμενος ὑπό τοῦ κόσμου εἶσαι ὄχι ξεχωριστή ὀντότης, ὅπως ὁ Ζακχαῖος ὑπεράνω τοῦ κόσμου, ἀλλά σταγών ἤ κῦμα, τό ὁποῖον παρασύρει τό ρεῦμα τοῦ κόσμου, χαλίκι τό ὁποῖον ἰσοπέδωσεν ὁ ὁδοστρωτήρ τοῦ κόσμου. Ἐάν πηγαίνῃς διά νά ἀκούσῃς τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἐνθυμεῖσαι τό Εὐαγγέλιον, τόν Ἀπόστολον, τόν ὁποῖον εἶπε τήν Κυριακήν ὁ ἱερεύς καί ὁ ψάλτης ; Ἐπρόσεξες τί ὡμίλησεν ὁ ἱεροκήρυξ ; Δέν σέ βοηθεῖ ἡ μνήμη σου ; Ἐνίσχυσέ τήν διά τῆς προσοχῆς !

Παρασυρόμενος ὑπό τοῦ κόσμου κατακρίνεις τόν ἄλλον, διότι τόν ζῆλον τόν ὀνομάζεις ὑποκρισίαν, ὅπως θά ἔλεγεν ὁ κόσμος διά τόν Ζακχαῖον. Ἤ κατακρίνεσαι, ὅτι ὑποκρίνεσαι καί ἐπηρεαζόμενος ὑπό τοῦ κόσμου χάνεις τήν εἰρήνην σου. Μειδιοῦν ἄλλοι εἰς βάρος σου διά τήν δῆθεν ψυχικήν σου ὑποκρισίαν καί τήν σωματικήν σου ἀναπηρίαν. Μή στενοχωρεῖσαι. Κύτταξε τήν συνείδησίν σου καί τόν Θεόν. Ἀπεφάσισες ν' ἀναβῇς ὑψηλότερον τοῦ ἐπιπέδου, ὅπου εἶναι ὁ ἄλλος κόσμος, ν' ἀναβῇς εἰς τό δένδρον τῆς ζωῆς, διά νά ἴδῃς τόν Χριστόν. Ἀδιαφόρησε εἰς τά ρεύματα τοῦ κόσμου τά βωβά, τά ὑπονοούμενα, τούς ψιθύρους, τά σκώμματα, τά γέλοια. Τράβα ἐμπρός ἔχων τήν συνείδησίν σου καί τόν Θεόν σου.

Ἐνδιαφέρον. Δέν πρέπει ὅμως νά ξεχάσῃς καί τάς πρός τόν κόσμον ὑποχρεώσεις σου νομικάς καί ἠθικάς. Ἀφῄρεσες χρήματα ἤ πράγματα διά διαφόρων τρόπων καί μέ διάφορα προσωπεῖα, ὡς ὑπάλληλος, ὡς προϊστάμενος, ὡς ὑπηρέτης, ὡς ὑπηρέτρια. Πρέπει νά τά ἐπιστρέψῃς τουλάχιστον εἰς τό ἁπλοῦν. Ὤφειλες προπολεμικῶς χρήματα καί κατά τήν πολεμικήν περίοδον, κατά τήν ὁποίαν τό χρῆμα ἠχρηστεύθη, προστατευόμενος ὑπό τοῦ νόμου δίδεις τά αὐτά χρήματα. Νομικῶς εἶσαι ἐν τάξει. Ἠθικῶς ὅμως δέν εἶσαι. Ἔχεις ἐνοικιάσει σπίτι μέ προπολεμικόν ἐνοίκιον. Σήμερον ὁ μέν νόμος σοῦ δίδει τό δικαίωμα τοῦ 15πλασιασμοῦ, ἐνῷ τά ἰδικά σου ἔσοδα ἔχουν χιλιοπλασιασθῆ.

Ἔχεις ἠθικήν ὑποχρέωσιν νά ἱκανοποιήσῃς τόν ἀδικούμενον ὑπό σοῦ ἰδιοκτήτην σου. Δέν ὀφείλεις χρήματα. Ὀφείλεις ὅμως συνεξήγησιν, βοήθειαν, ἀγάπην εἴς τινά. Κατά τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος. Εἶσαι ὑποχρεωμένος νά ἐνδιαφερθῇς εἰς τήν ἐξόφλησιν τῶν ὀφειλῶν τούτων δίδων ἐξήγησιν, διευκόλυνσιν καί ἀγάπην, τό ἀνεξόφλητον τοῦτο χρέος. « Μηδενί μηδέν ὀφείλετε εἰμή τό ἀγαπᾶν ἀλλήλους ».

Ἀμοιβή. Τότε ὁ Χριστός θά συνδειπνήσῃ μαζί σου, θά ἀκούσῃς τήν φωνήν Του « σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ γέγονε », τότε μέσα εἰς τό πλῆθος θά ἀμειφθῇς ἀπό τόν Χριστόν. Ἰδού τά ἄκρα καλῶς τοποθετημένα ζήλος καί πραγματικότης.

Σπουδαῖον παράδειγμα ζήλου καί πραγματικότητος εἶναι ἡ ἐπιστροφή τοῦ Ἁγίου Παχωμίου εἰς τόν Χριστιανισμόν. Ὁ Παχώμιος ὑπηρετεῖ εἰς τά αὐτοκρατορικά στρατεύματα ὡς στρατιώτης. Ἔφθασε μετ' ἄλλων συναδέλφων του κάποτε εἰς μίαν πόλιν, τῆς ὁποίας οἱ κάτοικοι περιεποιήθησαν φιλικώτατα αὐτόν καί τούς συναδέλφους του. Ἡ φιλοξενία ὑπῆρξεν εἰλικρινής καί θερμή. Ὁ Παχώμιος ἔκπληκτος εἰς τάς ἐκδηλώσεις αὐτάς ἠρώτησε, ποῖοι εἶναι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἐφάνησαν τόσον πρόθυμοι εἰς τήν περιποίησιν. Ἔμαθεν, ὅτι ὀνομάζονται Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἀγαποῦν ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀκόμα καί τούς διώκτας των καί οἱ ὁποῖοι πιστεύουσιν εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὁ Παχώμιος συνεκινήθη, ἔγινε Χριστιανός. Μετ' ὀλίγον μετέβη εἰς τήν ἔρημον, ὅπου ἔζησε ζωήν ἀγγελικήν. Πόσος ζῆλος, πόση πραγματικότης Χριστιανῶν καί Παχωμίου !

Ἄς ἱπτάμεθα μέ τόν ζῆλον, ἀλλά καί ἄς προσγειούμεθα εἰς τήν πραγματικότητα τῶν ὑποχρεώσεών μας. Ἄς ἔχωμεν ζῆλον, ἀλλά καί θετικότητα.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...