Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 26, 2017

Ο άγνωστος συνταξιδιώτης

Αποτέλεσμα εικόνας για εικονα χριστουγεννων

Χριστουγεννιάτικες στορίες, ἀρ. 17

π. Δημητρίου Μπόκου
«Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον» (Ματθ. 2, 13)
Έκοψε το γρήγορο τρεχαλητό του, καθώς στο εξασκημένο αυτί του έφτασε χαρούμενο μουρμουρητό τρεχούμενου νερού. Χώθηκε στα χαμόκλαδα αναζητώντας με λαχτάρα την πηγή.

Ήπιε λαίμαργα, βρέχοντας ηδονικά τα φλογισμένα χείλη του. Γέμισε το απλόχερό του και έριξε το δροσερό νερό στο κάθιδρο, ξαναμμένο πρόσωπό του, ενώ το βλέμμα του αγριεμένο δεν έπαυε στιγμή να στρέφεται πίσω ερευνώντας επίμονα. Πώς έγινε να ξεφυτρώσουν ξαφνικά στην περιοχή του τόσοι στρατιώτες;
Ήταν γνωστός κακοποιός και επικηρυγμένος βέβαια. Ποτέ του δεν ησύχαζε. Μα απόφευγε πάντα τις κακοτοπιές και τα κατάφερνε πολύ καλά να ξεγλιστρά στα επικίνδυνα συναπαντήματα. Από τον φόβο της καταδίωξης ο ύπνος του δεν ήταν ποτέ ήρεμος, βαθύς, ειρηνικός. Ή μήπως να ’ταν τα μαστιγώματα της βαρυφορτωμένης του συνείδησης, που δεν τον άφηναν λεπτό να ησυχάσει;
Μα τί ωστόσο άλλαξε κι ολόκληρος στρατός ερχόταν καταπάνω του; Δεν του είχε ξανασυμβεί να αναμετρηθεί με τόσο πλήθος. Από όσο ήξερε, βρισκόταν μες στη σφαίρα επιρροής του ανελέητου Ηρώδη. Δικό του σχέδιο θα ήταν σίγουρα και τούτη η επιχείρηση. Τον τύλιξε βαθειά ανησυχία. Βάλθηκαν μήπως να τελειώνουν μια και καλή μαζί του;
Ξαναπήρε με βιάση τον ανήφορο, φροντίζοντας να κρύβεται καλά στους θάμνους και τα βράχια. Στη βάση του λοφίσκου χαμηλά, ασπίδες, κράνη και σπαθιά άστραφταν στον μεσημεριάτικο ήλιο. Η φάλαγγα των διωκτών συνέχιζε ακάθεκτη. Μα πώς έγινε μια τέτοια ανατροπή;
Ερχόταν να ληστέψει το μικρό χωριό. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος της περιοχής. Ο φοβερός ληστής που έτρεμαν οι πάντες στο άκουσμά του. Που δεν ήξερε τί θα πει έλεος για τα θύματά του. Και να που τώρα βρίσκεται κυνηγημένος αναπάντεχα, με ολόκληρο στράτευμα να επελαύνει πίσω του. Ήταν το τελευταίο που περίμενε να συναντήσει εδώ. Από διώκτης να βρεθεί διωκόμενος. Από θηρευτής θήραμα. Μα πώς βρέθηκαν ξοπίσω του; Πώς τον εντόπισαν, τη στιγμή που φρόντιζε προσεκτικά να μην αφήνει ίχνη πουθενά;
Δρασκέλισε την κορφή του λόφου και λοξοδρόμησε για να παρακάμψει το χωριό που απλωνόταν στην πλαγιά. Στρέφοντας πίσω του ξανά, είδε τους στρατιώτες να κατηφορίζουν και να σκορπίζουν στους δρόμους του οικισμού. Δεν τον πήραν είδηση. Κρύφτηκε πίσω απ’ τον μεγαλύτερο βράχο και σκαρφάλωσε προσεκτικά στην κορφή του. Από εκεί, χωρίς να φαίνεται, είχε την πλήρη εποπτεία της μικρής κοιλάδας.
Θα τον έψαχναν τώρα από σπίτι σε σπίτι. Θα έπαιρνε λιγάκι χρόνο αυτό. Μπορούσε να ανασάνει μια στιγμή. Η πανοπλία του τον βάραινε. Έγειρε στη σκιά του βράχου για μια λιγόλεπτη ανάπαυση. Μα σχεδόν αμέσως δυνατές φωνές ακούστηκαν απ’ το χωριό. Γυναικείες κραυγές και κλάματα παιδιών έσμιξαν με άγριες αντρικές φωνές. Θρήνοι γοεροί υψώθηκαν τελικά από παντού, πνίγοντας σιγά-σιγά ανάμεσά τους κάθε άλλη οχλοβοή.
Τινάχτηκε απορημένος ο ληστής, σκαρφάλωσε στου βράχου την κορφή ξανά. Μα σαν αντίκρυσε το θέαμα μπροστά του, έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Τί ήταν πάλι τούτο; Απ’ όλες τις γωνιές πετάγονταν τρέχοντας με τα μωρά στην αγκαλιά τρομαγμένες μητέρες. Πίσω τους στρατιώτες με γυμνά σπαθιά τις κυνηγούσαν. Κι όταν τις έφταναν, αντί γι’ αυτές, άρπαζαν και σκότωναν τα νήπια. Μα αυτό κι αν ήταν απίστευτο! Από πότε τα βρέφη έγιναν απειλή για τον Ηρώδη; Ποια επιβουλή διέβλεπε σ’ αυτά για την εξουσία του; Ποιον επικίνδυνο «ύποπτο» καταζητούσε ανάμεσά τους; Κάποιον ίσως μελλοντικό βασιλιά; Αντί να βρει εξήγηση ο ληστής, μπερδεύτηκε περισσότερο. Το μόνο που κατάλαβε ήταν πως η τόση εκστρατεία στόχευε τελικά αλλού. Δεν ήταν αυτός στο στόχαστρο. Προσωρινά τουλάχιστον, μπορούσε να χαλαρώσει.
Απ’ την κρυψώνα του παρακολουθούσε με ασφάλεια την εξέλιξη. Και να! Ερχόταν τώρα προς το μέρος του, τρικλίζοντας μάλλον παρά τρέχοντας, μια έξαλλη μητέρα, με το βρέφος της στην αγκαλιά της. Μα η γριά Ελισάβετ είχε μετρημένες τις δυνάμεις της. Οι στρατιώτες την πλησίαζαν με γρηγοράδα. Κι ερχόντουσαν ίσια καταπάνω του. Ο ληστής τα χρειάστηκε. Πήδηξε κάτω, πίσω από τον βράχο κι έτρεξε γοργά προς το πλάι, δρασκελίζοντας σκυφτά πέτρες και χαμόκλαδα, να βγει απ’ την ακτίνα καταδίωξης.
Μα καθώς έβλεπε τους στρατιώτες να πλησιάζουν επικίνδυνα την άτυχη μάνα, κάτι σάλεψε μέσα του. Άρπαξε αστραπιαία το τόξο του, πέρασε γρήγορα ένα βέλος και σημάδεψε. Μα στη στιγμή το χαμήλωσε. Τί πήγαινε να κάνει; Τί ελπίδες μπορούσε να έχει απέναντι σε τόσους στρατιώτες; Θα ’ταν σίγουρα αυτοκτονία ν’ αναμετρηθεί με τόσο στράτευμα. Το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να προδώσει τη θέση του. Ελεεινολόγησε τον εαυτό του. Τί τον έπιασε τώρα; Αυτός, ο φοβερός λήσταρχος που έφαγε κόσμο και κοσμάκη δίχως έλεος, να προδοθεί έτσι, στα καλά καθούμενα, από ανόητα αισθήματα!
-Τα ’χω χάσει για τα καλά! μουρμούρισε ταραγμένος, βρίζοντας με θυμό τον εαυτό του.
Μα ό,τι ακολούθησε τον τάραξε ακόμα περισσότερο. Ο πρώτος στρατιώτης είχε φτάσει σχεδόν την ταλαίπωρη γραία, που σερνόταν αποκαμωμένη από τον τρόμο και την κόπωση. Ο βράχος που προστάτευε νωρίτερα τον ληστή, υψωνόταν βουνό μπροστά της και της έκοβε τον δρόμο. Ο στρατιώτης αμείλικτος άπλωσε το στιβαρό χέρι του να αποσπάσει το τρυφερό βρέφος από τη μητρική αγκαλιά. Στο άλλο χέρι του έσταζε γυμνό το ματωμένο ξίφος του. Ήταν φανερό το τί θα επακολουθούσε. Την ύστατη εκείνη στιγμή η τραγική μάνα ύψωσε χέρια και μάτια ψηλά και έκραξε γεμάτη αγωνία:
-Σώσε μας, Κύριε! Έδωσες υπόσχεση γι’ αυτό το παιδί!
Ο τεράστιος βράχος που έφραζε τον δρόμο της, άνοιξε αυτοστιγμεί στα δυο. Μάνα και γιος βρέθηκαν στην αγκαλιά του και τα δυο του κομμάτια ξανάκλεισαν ακαριαία. Ο στρατιώτης εμβρόντητος έβγαλε δυνατή κραυγή τρόμου και έκαμε άλμα προς τα πίσω, σαν να τον έσπρωξε αόρατη δύναμη. Κοκκάλωσε στον τόπο του κι έμεινε να κοιτάζει ενεός, αδυνατώντας να συλλάβει το τί μόλις παίχτηκε μπροστά του.
Μα και ο ληστής αναπήδησε και τα μάτια του πετάχτηκαν από τις κόγχες τους. Μόνο που δεν σάλεψαν τα λογικά του. Ακούσια στρατιώτης και ληστής, έγιναν ταυτόχρονα αυτόπτες μάρτυρες, ότι ο Ύψιστος την ημέρα εκείνη «επορεύθη εις την ορεινήν μετά σπουδής, εις πόλιν Ιούδα» και ήλθε «βοηθός και σκεπαστής εις σωτηρίαν» του αδύναμου βρέφους. Υπακούοντας στην εντολή Εκείνου που είχε τη δύναμη να «οπλοποιήσει την κτίσιν εις άμυναν εχθρών», ο σκληρός γρανίτης θα προστάτευε το εύθραυστο βρέφος. Γιατί το βρέφος της Ελισάβετ μόνο τυχαίο δεν ήταν. Είχε αποστολή. Ήταν ο εκλεκτός του Κυρίου πρόδρομος.
Ο Ηρώδης δεν άργησε να λάβει αναφορά για τα γενόμενα. Κατάλαβε πως το θεόσωστο εκείνο βρέφος δεν ήταν σαν τα υπόλοιπα. Σχετιζόταν σίγουρα με ό,τι τόσο έντονα απασχολούσε τον ίδιο. Να ήταν άραγε ο «καταζητούμενός» του; Ο μελλοντικός βασιλιάς; Ή μήπως ο κρίκος που θα τον οδηγούσε σ’ αυτόν; Αναζήτησε αμέσως τον πατέρα του. Ο γηραιός προφήτης Ζαχαρίας εκτελούσε στον ναό του Υψίστου την τάξη «της εφημερίας αυτού έναντι του Θεού». Οι στρατιώτες ζήτησαν να τους αποκαλύψει πού βρίσκεται κρυμμένος ο γιος του. Όμως εκείνος απάντησε πως δεν γνώριζε κάτι, αφού δεν βρισκόταν «εις τον οίκον αυτού, …εν τη ορεινή της Ιουδαίας», αλλά στα Ιεροσόλυμα περιμένοντας να συμπληρωθούν «αι ημέραι της λειτουργίας αυτού». Μα η απάνθρωπη καχυποψία του Ηρώδη δεν κάμφθηκε. Έδωσε εντολή να σφαγιασθεί ο προφήτης, πράγμα που έγινε αμέσως εκεί, στον άγιο τόπο του θείου θυσιαστηρίου. Ο Ζαχαρίας, σε αντίθεση με τον μικρό του γιο, είχε επιτελέσει την αποστολή του. Είχε φτάσει στο τέλος του δρόμου του.
Άγγελοι του Θεού έφεραν την αγία του ψυχή ενώπιον του θρόνου του Βασιλέως του μεγάλου, της έδωσαν θέση «υποκάτω του θυσιαστηρίου». Εκεί που οι ψυχές όλων «των εσφαγμένων διά τον λόγον του Θεού και διά την μαρτυρίαν του αρνίου», ντυμένες λευκές στολές, αναπαύονται και περιμένουν «έτι χρόνον μικρόν, έως πληρώσωσι και οι σύνδουλοι αυτών και οι αδελφοί αυτών οι μέλλοντες αποκτέννεσθαι ως και αυτοί».Μάζεψαν ευλαβικά το αίμα του και το έσμιξαν, μέσα σε ολόχρυση φιάλη, με το «αίμα αγίων και προφητών»,ώστε ενώπιον «του καθημένου επί του θρόνου» να βρίσκεται διαρκώς «παν αίμα δίκαιον εκχυνόμενον επί της γης από του αίματος Άβελ του δικαίου έως του αίματος Ζαχαρίου, υιού Βαραχίου», που μόλις είχε άδικα φονευτεί «μεταξύ του ναού και του θυσιαστηρίου».
Τα απρόσμενα γεγονότα συντάραξαν και έριξαν σε βαθειά συλλογή τον ληστή. Γιατί τόσο μένος απέναντι στα άκακα βρέφη; Όσο κι αν έξυσε με αμηχανία το κεφάλι του, το απλοϊκό του μυαλό δεν μπόρεσε να βρει την άκρη. Γι’ αυτό και έκρινε σωστό να δείξει φρόνηση. Γιατί να διακινδυνεύει σε μέρη τόσο επικίνδυνα; Καλύτερα να βγει από τα όρια της επιρροής του στρατού του Ηρώδη. Και πού αλλού θα εύρισκε καλύτερη ασφάλεια και ησυχία από τις αχανείς ερήμους του νότου, προς Αίγυπτο μεριά, όπου κάθε κατατρεγμένος εύρισκε από αιώνες καταφύγιο!
Ακολουθώντας λοιπόν την πάγια πεπατημένη βρέθηκε να πορεύεται κι αυτός μέρες αργότερα «κατά μεσημβρίαν επί την οδόν την καταβαίνουσαν από Ιερουσαλήμ εις Γάζαν». Στις έρημες καυτές περιοχές με την ελάχιστη βλάστηση, ακόμα και για έναν ρωμαλέο άντρα σαν αυτόν, η πορεία ήταν πάντα επίπονη. Μα ωστόσο ήταν τέλεια εξασκημένος στην κάθε κακουχία. Και γνώριζε να εφοδιάζεται καλά με την απαιτούμενη εφεδρεία. Όσο για τους κακοποιούς που καθ’ οδόν ενέδρευαν, όντας φόβητρο αυτός, αρματωμένος σαν αστακός, τον φοβόντουσαν αντί να τους φοβάται. Δεν περνούσε άλλωστε άγνωστα μέρη. Πολλές φορές είχε αναζητήσει καταφύγιο στις αφιλόξενες εκείνες ερημιές. Δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα. Κανόνιζε την πορεία του με βάση τις λιγοστές μα τόσο απαραίτητες πηγές, που γνώριζε καλά τη θέση τους.
Ο ήλιος είχε ανεβεί ψηλά μεταβάλλοντας την έρημο σε φλόγα, όταν ο ληστής αραξοβόλησε στην πρώτη δροσερή όαση. Μια πράσινη συστάδα δέντρων έριχνε την πολυπόθητη σκιά της γύρω από την πηγή, που ανέβλυζε πλούσια και ξαναχάριζε τη ζωογόνα φλέβα της στη διψασμένη γη. Δροσίστηκε, πλύθηκε, τίναξε τη σκόνη που είχε σκεπάσει τα ρούχα και την πανοπλία του.
Ξεκουραζόταν ακόμα στην απολαυστική σκιά, όταν στο βάθος του δρόμου παρατήρησε κίνηση. Μια συνοδεία πλησίαζε αργά μέσα στην πνικτική λαύρα της ερήμου. Κρύφτηκε γρήγορα στην πυκνή συστάδα και παραμόνευε προσεκτικά. Η συνοδεία, ιδιαίτερα μικρή -ένας σεβάσμιος πρεσβύτης, ένας μεσόκοπος άντρας, ένα νεαρό κορίτσι πάνω σε γαϊδουράκι με το μωρό της αγκαλιά- ήρθε κατ’ ευθείαν και πέζεψε στην πηγή. Ο ληστής τούς ζύγισε με μια και μόνο ματιά. Ήταν παιχνιδάκι γι’ αυτόν να τους βάλει στο χέρι του.
Ο μεσόκοπος, που τον φώναζαν Ιάκωβο και ήταν ο μεγάλος γιος του πρεσβύτη, βοήθησε τη νεαρή μητέρα να κατέβει. Έφερε νερό απ’ την πηγή και τους έδωσε να πιουν, πότισε και το διψασμένο ζώο. Άνοιξε το σακούλι του και έβγαλε τις λιγοστές τους προμήθειες.
-  Ελάτε, πατέρα! είπε μόνο.
Έφαγαν το λιτό φαγητό τους και η νεαρή μητέρα σηκώθηκε. Κατέβηκε στην πηγή και έπλυνε τα σπάργανα του μωρού της. Τα άπλωσε παραπέρα σε μια μεγάλη πέτρα, να στεγνώσουν στον ήλιο. Ο ληστής δεν έχανε κίνηση. Ετοιμαζόταν για την εξόρμησή του. Δεν χαριζόταν σε κανέναν. Η ληστεία ήταν η μόνη δουλειά που ήξερε για να ζει. Μα καθώς η ανύποπτη κόρη γύρισε προς το μέρος του, αντικρύζοντας το πρόσωπό της ο ληστής, καθηλώθηκε. Εντυπωσιάστηκε βαθιά. Τέτοια μορφή με τόση χάρη δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Το πρόσωπό της, παιδικό σχεδόν, αχτιδοβολούσε παρθενική ανέγγιχτη ομορφιά. Φως υπερκόσμιο ξεχυνόταν, θεϊκό, απ’ το καλοσυνάτο βλέμμα της. Φάνταζε «περιβεβλημένη τον ήλιον και η σελήνη υποκάτω των ποδών αυτής». Μα ποια ήταν η κόρη αυτή, που έσταζε δροσιά σαν την αυγή;«Η εκκύπτουσα ωσεί όρθρος»;
Η νεαρή μητέρα με ελαφρές κινήσεις πήρε το βρέφος στην αγκαλιά της. Έσκυψε, ακούμπησε απαλά το μάγουλό της στο πρόσωπό του, το φίλησε γλυκά. Βλέποντας το βρέφος και τη γλυκοφιλούσα μητέρα ο ληστής, ξέχασε τα σχέδιά του εντελώς. Έμεινε μόνο να παρατηρεί ασάλευτος, χωρίς αίσθηση τόπου και χρόνου. Το φωτεινό χαμόγελο του βρέφους και η απέραντη αγάπη που αντιφέγγιζε στο παιδικό ακόμα βλέμμα της μάνας, κάτι πρωτόγνωρο γέννησαν μέσα του. Ένοιωσε ανάλαφρος. Μια παραδεισιακή γλυκύτητα εισχώρησε στην καρδιά του, ανοίγοντας βαθειά ρωγμή στη γρανιτένια σκληράδα της. Τα πυκνά κλαδιά τον έκρυβαν κι όμως είχε την αίσθηση πως το βρέφος εκείνο, χωρίς να τον κοιτάζει, τον έβλεπε. Αισθανόταν γυμνός μπρος στο βλέμμα του και ήθελε να κρυφτεί, σαν τον πρωτόπλαστο μες στην Εδέμ μετά την παρακοή. Μα ταυτόχρονα μια έλξη μυστική τον τραβούσε προς το βρέφος και τη μητέρα του. Μια πρωτόφαντη μαγευτική έκσταση, παντελώς άγνωστη μέχρι τότε, αιχμαλώτιζε την καρδιά του.
Διαισθανόταν σχέση μυστική ανάμεσα στο βρέφος αυτό και σε εκείνο που θαυματουργικά σώθηκε απ’ τη σφαγή στην ορεινή της Ιουδαίας. Μυστικό νήμα ένωνε τις ζωές τους με τρόπο ανερμήνευτο. Θαυμαστό εκείνο, μα ετούτο πανθαύμαστο! Εκείνο λύχνος προδρομικός, ετούτο ήλιος ολοφώτεινος! Η βαθειά τους επιρροή αλλοίωνε τώρα και τη δική του ζωή. Η σκέψη του έπαιρνε δρόμους διαφορετικούς. Αυτός που δεν λογάριασε ποτέ την ανθρώπινη ζωή, ένοιωθε, για πρώτη φορά, πως δεν θα μπορούσε ποτέ να βλάψει τη μητέρα τούτη και το βρέφος της. Για πρώτη φορά πλημμύριζε από διάθεση να τους προστατεύσει. Για πρώτη φορά αισθάνθηκε την ανάγκη κι ευχήθηκε να ήταν κι αυτός καλός. Ένοιωσε ξαφνικά πως έχει τη δύναμη να αγαπήσει κι αυτός. Και τί παράξενο! Δεν νόμιζε πια αδυναμία την αγάπη. Το να ζει για το καλό, του φαινόταν τώρα υπέροχος σκοπός. Η ζωή του άλλαζε απρόσμενα. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό του!
Η μικρή συνοδεία συνέχισε τον δρόμο της. Βάδιζε για μέρες στους έρημους δρόμους, μα δεν ήταν πια μόνη. Κρυμμένος προσεκτικά πίσω τους, ακολουθούσε ένας άγνωστος συνταξιδιώτης. Ο ληστής τους πήρε κατά πόδι. Χωρίς να του το ζητήσει κανείς, αυτοανακηρύχτηκε μυστικά προσωπικός τους φρουρός. Γιατί το έκανε; Παραξενευόταν και ο ίδιος. Και τί δεν είδαν όμως τα μάτια του, στην παράξενη τούτη αποστολή του! Τα γεγονότα τον πήγαιναν από έκπληξη σε έκπληξη.
Θηρία τους πλησίαζαν, λέοντες και παρδάλεις, μα αντί να τους κατασπαράξουν, σέρνονταν σαν πιστά σκυλάκια στα πόδια τους, προσκυνούσαν υπάκουα κι έφευγαν. Φοβεροί ληστές πετάγονταν μπροστά τους, μα αντί να τους πειράζουν, γονάτιζαν μπροστά τους ταπεινά και φιλούσαν τα ίχνη τους στο χώμα, χωρίς να αγγίζουν ούτε τρίχα τους. Κι όπου πατούσαν τα ευλογημένα πόδια τους, φύτρωναν αμέσως σε μια ατέλειωτη σειρά πίσω τους ευωδιαστά πολύχρωμα λουλούδια. Πανύψηλοι φοίνικες λύγιζαν τις φορτωμένες τους κορφές, αποθέτοντας μπρος τους ώριμους γλυκύτατους καρπούς. Σε κάθε πηγή που σταματούσαν να δροσιστούν και να ξεκουραστούν, τα δέντρα έγερναν και τους προσκυνούσαν ευλαβικά.
Ο ληστής ακολουθούσε, παρακολουθούσε, αλλοιωνόταν. Κρυβόταν επιδέξια, μα ωστόσο αναρωτιόταν: Συνταξίδευε κρυμμένος μαζί τους, μα τους ήταν άραγε ακόμα άγνωστος; Είχε την αίσθηση πως του μικρού εκείνου βρέφους η ματιά δεν έφευγε από πάνω του, με όση φροντίδα κι αν έκρυβε τον εαυτό του. Πως το γλυκό του χαμόγελο προοριζόταν γι’ αυτόν. Κι όταν στην αγκαλιά της μάνας του κουνούσε στον αέρα τα μικρά του χέρια, νόμιζε πως ένευε προς το μέρος του, πως τον καλούσε μυστικά κοντά του.
Ο χρόνος υποτάχτηκε κι αυτός στην ακατανίκητη επιρροή του μυστηριώδους βρέφους. Οι μέρες του ταξιδιού ανεξήγητα συντομεύτηκαν. Ο ληστής τις μέτραγε, μα δεν κατάλαβε πότε βρέθηκαν κιόλας στα πρόθυρα της Θηβαΐδας, στην Ερμούπολη της Μέσης Αιγύπτου. Η θεϊκή συνοδεία δροσίστηκε για τελευταία φορά κάτω απ’ τη σκιά μιας περσικής τεράστιας μηλιάς, που λύγισε την κορφή της ως τη γη, για να τους υποδεχτεί και αυτή θεοπρεπώς. Ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων φάνηκε να έρχεται απ’ τη μεριά της πόλης. Ο ληστής τα χρειάστηκε. Τί ήθελαν όλοι αυτοί; Ποιες ήταν οι προθέσεις τους; Οχυρώθηκε αθέατος και έπιασε τα όπλα του. Θα υπερασπιζόταν το θεϊκό βρέφος και τηλοχεύουσα κόρη. Δεν φοβόταν πια να πεθάνει γι’ αυτούς.
Μα δεν χρειάστηκε. Οι άνθρωποι ήρθαν να τους αναγγείλουν συνταρακτικά νέα. Είπαν ότι κατάλαβαν τον ερχομό τους, γιατί έγινε στον τόπο τους την προηγούμενη νύχτα μια παράξενη καταστροφή. Τα είδωλα σ’ όλους τους ναούς τους έπεσαν και συντρίφτηκαν με φοβερό πάταγο στη γη. Και το απροσδόκητο αυτό γεγονός μια εξήγηση μόνο μπορούσε να έχει γι’ αυτούς: Πως ήλθε στη χώρα τους ένας μεγάλος, ανίκητος, μοναδικός, αληθινός Θεός. Που εμπρός του οι θεοί-δαιμόνια των εθνών δεν είχαν τόπο να σταθούν. Και οι άνθρωποι αυτοί, λυτρωμένοι πλέον από τη στυγερή καταδυνάστευσή τους, βγήκαν σε αναζήτηση αυτού του παντοδύναμου Θεού. Για να τον υποδεχθούν. Να τον προσκυνήσουν. Να τον κάμουν Θεό τους. Ο φωτισμός της αλήθειας είχε λάμψει ήδη και στη χώρα τους. Κατάλαβαν ότι ζούσαν μέχρι τότε στο σκοτάδι.
Ήταν τα παιδιά εκείνων που πεισματικά, αιώνες πριν, δείχτηκαν απειθάρχητοι στο άγιο θέλημά του και γεύτηκαν την αδέκαστη δικαιοσύνη του, τις δέκα φοβερές πληγές, τη μόνη γλώσσα που μπορούσαν τότε να καταλάβουν. Ο Κύριος «εν χειρί κραταιά και εν βραχίονι υψηλώ» έκαμε «θαυμάσια μεγάλα» απέναντί τους, μα αυτοί δεν άνοιξαν τα μάτια τους να δούν. Και τελικά ο Κύριος «επάταξε τα πρωτότοκα Αιγύπτου από ανθρώπου έως κτήνους. Εξαπέστειλε σημεία και τέρατα εν μέσω» της Αιγύπτου, «εν Φαραώ και εν πάσι τοις δούλοις αυτού. Επάταξεν έθνη πολλά και απέκτεινε βασιλείς κραταιούς».
Μα τώρα ο δυνατός Κύριος, βρέφος μικρό, κυνηγημένο, αδύναμο, επισκέπτεται ξανά τη χώρα τους. Ζητάει προστασία φαινομενικά, μα στην ουσία τούς καλεί σε νέα σχέση μαζί του. Έρχεται αδύναμος, για να ωθήσει την πέτρινη καρδιά τους σε κίνηση αγάπης απέναντί του. Και να, που αυτοί δεν κάνουν το λάθος των πατέρων τους. Αναγνωρίζουν ότι «ο υψηλός Θεός επί γης εφάνη ταπεινός άνθρωπος». Και αυτό έγινε αποκλειστικά για χάρη τους. Για να ονομάσει λαό του κι αυτούς, «τον ου λαόν» του.  Αποκρυπτογραφούν στη δική του κίνηση τη γλώσσα της άφατης αγάπης του, που αδυνατούσαν να διαβάσουν οι πατέρες τους.
Η άγνωστη ως τότε προοπτική μιας νέας κτίσης, πάνω στη θέση των αρχαίων πραγμάτων, ανέτελλε ήδη σαγηνευτική, ελπιδοφόρα, υπέροχη, από το βλέμμα του θείου βρέφους. Έβλεπαν τη μητροπάρθενη κόρη να βαστάζει «εν αγκάλαις», χωρίς να φλέγεται, άυλο πυρ, την θεότητα, όπως η άφλεκτος βάτος «πάλαι η εν Σινά». «Νεύματι θεαρχικώ» οδηγημένοι, γνώρισαν όλοι μυστικά και προσκύνησαν «παιδίον νέον, τον προ αιώνων Θεόν».Μια δοξολογική κραυγή υψώθηκε από όλα τα στόματα προς την άχραντη μητέρα του:
-  «Χαίρε, ανόρθωσις των ανθρώπων! Χαίρε, κατάπτωσις των δαιμόνων»!
Η ανύμφευτη νύμφη με τον άφθορο τοκετό της τους πρόσφερε σαρκοφόρο τον Θεό, αποδεικνύοντας απάτη, πλάνη, δόλιο ψεύδος τα είδωλα. Η ομορφιά της, πηγάζοντας έσωθεν, φάνταζε απύθμενη θάλασσα,«ποντίσασα Φαραώ τον νοητόν», όπως η Ερυθρά «πόντω εκάλυψε» τον ιταμό Αιγύπτιο δυνάστη άλλοτε. Στα μάτια τους δεν ήταν πια η εύθραυστη κόρη, αλλά βράχος, η πέτρα που ανέβλυζε ποταμούς «ύδατος ζώντος» για«τους διψώντας την ζωήν», όπως από την άλλη εκείνη πέτρα της ερήμου «ερρύησαν ύδατα και χείμαρροι κατεκλύσθησαν» για τον διψασμένο λαό του Θεού. Το ταπεινό της ανάστημα υψωνόταν τώρα πελώριο, νέος πύρινος στύλος «οδηγών τους εν σκότει», «σκέπη του κόσμου πλατυτέρα νεφέλης». Νέα «γη της επαγγελίας» η Θεοτόκος ανέβλυζε «μέλι και γάλα», «τον άρτον εκ του ουρανού τον αληθινόν», την αθάνατη ζωηφόρα τροφή που διαδέχτηκε «άρτον αγγέλων», το θεόσδοτο μάννα της ερήμου.
Πεσμένος στα γόνατα, προσκυνούσε μαζί τους το θείο βρέφος απ’ την αθέατη κρύπτη του και ο άγνωστος συνταξιδιώτης. Όχι τον ασήμαντο ληστή λοιπόν, αλλά αυτό το βρέφος, τον Βασιλέα των όλων και παντοδύναμο Θεό, κυνηγούσε απεγνωσμένα και ανόητα ο Ηρώδης. Έταξε τότε ο ληστής ενδόμυχα με ζέση, να μην εγκαταλείψει ποτέ τον Βασιλέα του, να συνταξιδεύει ισόβια μαζί του μυστικά. Και τέτοιος άνεμος χαράς τον συνεπήρε, που έλειωνε μέσα του, ριγούσε σαν του
Ἀντιύλη
Ἱ. Ν. Ἁγ. Βασιλείου, 481 00  Πρέβεζα
Τηλ. 26820 23075 / 25861 / 697-280.9268
μικρού παιδιού η σκληροτράχηλη καρδιά του.
Έστρεψε γελαστό το βρέφος τη ματιά του στον κρυφό του ακόλουθο, «φως ιλαρόν», αχτιδοβόλο, έπεμψε πάνω του.
Πρώτος, καλόδεχτος στον ουρανό, ακόμα κι ο ληστής που δέχεται με την καρδιά μικρού παιδιού τη Βασιλεία του Θεού!
Χριστούγεννα 2017

ΠΟΙΟΙ ΗΤΑΝ ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΟΙ.


Όταν ο Κύριος Ιησούς Χριστός γεννήθηκε στη Βηθλεέμ, Τον προσκύνησαν πρώτοι οι ποιμένες και οι σοφοί, οι αστρονόμοι, από Ανατολών, δηλαδή οι πιό απλοί και οι πιό σοφοί άνθρωποι του κόσμου τούτου! Ακόμη και σήμερα, αυτοί που ειλικρινέστερα από όλους λατρεύουν τον Ιησού Χριστό, ως Θεό και Σωτήρα, είναι οι πιό απλοί και οι πιό σοφοί του κόσμου. Απεναντίας, η διεστραμμένη απλοϊκότητα και η ημιμάθεια υπήρξαν πάντοτε εχθροί της Θεότητος του Χριστού και πολέμιοι του Ευαγγελίου Του.


Ποιοί ήταν οι σοφοί αυτοί άνθρωποι που ήρθαν από Ανατολών; Το ερώτημα μελέτησε επισταμένως ο Άγιος Δημήτριος του Ροστώφ. Λέει λοιπόν, ότι την εποχή εκείνη υπήρχαν κάποιοι Βασιλείς ορισμένων μικρότερων περιοχών ή και μεμονωμένων πόλεων στην Περσία, την Αραβία και την Αίγυπτο. Αυτοί ήταν επίσης και ειδήμονες αστρονόμοι. Το λαμπρό άστρο που είδαν, τους φανερώθηκε για να αναγγείλει την Γέννηση του Νέου Βασιλέως.


Κατά τον Άγιο Δημήτριο του Ροστώφ το αστέρι αυτό εμφανίστηκε σε αυτούς εννέα μήνες πριν από την Γέννηση του Ιησού Χριστού, ήτοι κατά τον χρόνο της Υπερφυούς Συλλήψεως Αυτού στην Παρθενική Μήτρα της Ύπεραγίας Θεοτόκου. Οι σοφοί αστρονόμοι πέρασαν εννέα μήνες μελετώντας αυτό το αστέρι και προετοιμαζόμενοι για το ταξίδι το οποίο τελικώς πραγματοποίησαν. Έφτασαν στη Βηθλεέμ λίγο αφότου γεννήθηκε ο Σωτήρας του κόσμου.


Ο ένας εξ’ αυτών ονομαζόταν Μελχιώρ. Ήταν γέροντας με κατάλευκα μαλλιά και γένια. Αυτός πρόσφερε το χρυσάφι ως δώρο στον Κύριο. 
Ο δεύτερος ονομαζόταν Γάσπαρ· ήταν νέος με ροδαλό πρόσωπο και αγένειος. Αυτός πρόσφερε το λιβάνι ως δώρο στον Κύριο.
 Ο τρίτος ονομαζόταν Βαλτάσαρ· είχε μελαχρινή επιδερμίδα και δασύτριχη γενειάδα. Αυτός πρόσφερε ως δώρο στον Κύριο το μύρο. Αυτοί ήταν οι Μάγοι με τα δώρα.


Μετά τον θάνατό τους τα σκηνώματά τους μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη· από την Κωνσταντινούπολη στο Μιλάνο και από το Μιλάνο στην Κολωνία. Μπορούμε επίσης να πούμε ότι οι τρεις αυτοί σοφοί άνδρες εκπροσωπούσαν τις τρεις κύριες φυλές των ανθρώπων, που κατάγονταν από τους τρεις γιους του Νώε: Σημ, Χαμ και Ιάφεθ. Ο Πέρσης σοφός εκπροσωπούσε τους Ιαφεθίτες, ο Άραβας τους Σημίτες και ο Αιγύπτιος τους Χαμίτες. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι διά μέσου των τριών αυτών, τρόπον τινά, ολόκληρο το ανθρώπινο γένος προσκύνησε τον Ενανθρωπήσαντα Θεό και Κύριο!
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς.

Πώς πέθανε ο Ηρώδης

Πώς πέθανε ο Ηρώδης
Ο Ηρώδης Α’, ο επονομαζόμενος και Μέγας, υπήρξε Βασιλίας της Ιουδαίας από το 37 π.Χ. μέχρι και το έτος της Γέννησης του Ιησού Χριστού. Η άνοδος του Ηρώδη του Μεγάλου στον θρόνο του βασιλείου της Ιουδαίας σηματοδοτεί την αρχή της Ηρωδιανής Δυναστείας.
Αν και στις περισσότερες περιτπώσεις αρχαίων προσωπικοτήτων δεν έχουμε ιδέα για το πώς πέθαναν, στην περίπτωση του Ηρώδη ο Ιώσιππος μας …βγάζει από τη δύσκολη θέση. Αναφερόμενος σε παλαιότερους ιστορικούς, καθώς ο ίδιος έζησε μερικές δεκαετίες μετά τον Ηρώδη, ο Ιώσιππος  περιγράφει τα συμπτώματα και το πώς πέθανε ο Ηρώδης.
Είχε πυρετό, όχι πολύ ψηλό, ανυπόφορη φαγούρα σ’ολόκληρο το σώμα του, συνεχείς πόνους στα έντερα, όγκους στα πόδια, ερεθισμό στην κοιλιακή χώρα και γάγγρενα στους όρχεις. Είχε επίσης σπασμούς, άσθμα και άσχημη αναπνοή’.
Οι γιατροί της εποχής δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τα συμπτώματά του. Χρησιμοποιούσαν, ωστόσο, τα μέσα της εποχής για να τον ανακουφίσουν, περιλαμβανομένου του μπάνιου σε καυτό λάδι. Αυτό, όμως, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα εκτός από το να του κατακαύσει τα μάτια.
Γράφει, λοιπόν, ο Ευσέβιος Καισαρείας στην Εκκλησιαστική Ιστορία (εκδόσεις ΕΠΕ, τόμος 1):
Και στο δεύτερο δε βιβλίο των Ιστοριών, το οποίο  παραδίδει ο Ιώσιππος περί αυτού παραπλήσια, γράφοντας ως εξής:
«Έπειτα η νόσος αφού κατέλαβε όλο το σώμα του, διαμοίραζε σ’ αυτό ποικίλα πάθη. Πράγματι υπήρχε αρκετός πυρετός, αφόρητος κνησμός σε όλη την επιφάνεια, συνεχείς πόνοι του κόλου, πρήξιμο στα πόδια υδρωπικού χαρακτήρα, φλεγμονή του υπογαστρίου, σήψη στο αιδοίο που δημιουργούσε σκουλήκια, ορθόπνοια και δύσπνοια, σπασμοί όλων των μελών, ώστε οι μάντεις να λέγουν ότι τα νοσήματα ήταν ποινή.
Αυτός όμως, αν και πάλευε με τόσα πάθη, παρέμενε στη ζωή, ήλπιζε σε σωτηρία και εφεύρισκε θεραπείες. Παιρνώντας λοιπόν από τον Ιορδάνη χρησιμοποίησε τα θερμόλουτρα της Καλλιρόης, τα οποία εκβάλλουν στην Ασφαλτίτη λίμνη, λόγω δε της γλυκύτητας είναι και πόσιμα. Εδώ αυτός, καθώς οι γιατροί αποφάσισαν να περιθάλψουν όλο το σώμα με θερμό έλαιο και το ξάπλωσαν σε λεκάνη γεμάτη έλαιο, λιποθύμησε και ανέστρεψε τους οφθαλμούς σαν νεκρός.
Επειδή  οι υπηρέτες θορύβησαν, αναστέναξε για τη συμφορά, και απογοητευμένος στο εξής για τη σωτηρία, διέταξε να διανείμουν στους στρατιώτες από πενήντα δραχμές και πολλά χρήματα στους διοικητές και τους φίλους. Αυτός επέστρεψε και έφθασε στην Ιεριχώ, με μελαγχολία και σχεδόν απειλώντας τον εαυτό του με θάνατο.
Προέβη μάλιστα στο σχεδιασμό μιας αθέμιτης πράξης. Αφού συγκέντρωσε τους επίσημους άνδρες από κάθε κώμη όλης της Ιουδαίας, διέταξε να τους κλείσουν στον καλούμενο ιππόδρομο, και αφού προσκάλεσε την αδελφή του Σαλώμη και τον άνδρα της Αλεξά, είπε «γνωρίζω ότι οι Ιουδαίοι θα γιορτάσουν το θάνατό μου· μπορώ όμως να πενθηθώ με άλλα μέσα και να λάβω λαμπρό επιτάφιο, αν θελήσετε να εκτελέσετε τις εντολές μου. Μόλις εκπνεύσω, φονεύστε τάχιστα αυτούς τους φρουρούμενους άνδρες, αφού τους περικυκλώσετε με τους στρατιώτες, έτσι ώστε όλη η Ιουδαία και κάθε οίκος να δακρύσει για μένα, έστω και ακούσια».
Και με λίγα λόγια  λέει. «Κατόπιν δε [επειδή βασανιζόταν από έλλειψη τροφής και σπασμωδικό βήχα] νικημένος από τους πόνους, επιχείρησε να προφθάσει την ειμαρμένη. Αφού πήρε ένα μήλο, ζήτησε και μαχαίρι γιατί συνήθιζε να τρώει κόβωντας σε τεμάχια. Έπειτα, αφού κοίταξε τριγύρω, μήπως υπάρχει κάποιος ο οποίος θα τον εμπόδιζε, σήκωσε το δεξί του χέρι για να αυτοτραυματιστεί».Πέραν δε τούτων ο ίδιος συγγραφέας ιστορεί ότι αυτός πριν το θάνατό του φόνευσε με εντολή του και άλλον γνήσιο γιό, τρίτο μετά τους δύο φονευθέντες προηγουμένως, και αμέσως έπειτα παρέδωσε τη ζωή του με φοβερούς πόνους».
Τι αποφαίνεται σήμερα η Επιστήμη για το θάνατο του Ηρώδη
Εκείνοι που έχουν περιέργεια για τα κλινικά συμπτώματα του Ηρώδη, δεν έχουν παρά να ανατρέξουν στην Ιστορική Κλινικοπαθολογική Διάσκεψη του Πανεπιστημίου του Μεριλαντ. Εδώ συγκεντρώνονται οι ειδικοί και αποφαίνονται για τα αίτια θανάτου επιφανών ανδρών, μεταξύ των οποίων έχουν ασχοληθεί και με τον Ηρώδη.
Ο συνδυασμός των συμπτωμάτων του αποτελούσε ιδιαίτερη πρόκληση, ειδικά η γάγγρενα των όρχεων, μιας και δεν είναι κάτι συνηθισμένο. Ωστόσο αποφάνθηκαν ότι ο Ηρώδης έπασχε από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια αγνώστου αιτίας. Η ανεπάρκεια περιπλεκόταν από την σπάνια, ευτυχώς, γάγγρενα των όρχεων- Φουρνιέρ. Υπάρχουν φυσικά και άλλες πιθανές ασθένειες όπως η σύφιλη και άλλα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα. Ωστόσο, η νεφρική ανεπάρκεια φαίνεται να ταιριάζει καλύτερα στην κλινική εικόνα των συμπτωμάτων του.

Γέρων Ελισαίος Σιμωνοπετρίτης: «H πιο αληθινή γέννηση του Χριστού γίνεται στην καρδιά του ανθρώπου»

Αγαπητοί αναγνώστες,
Έφθασε και φέτος η εορτή των Χριστουγέννων, που κατά κατά τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, «αν το Πάσχα είναι η λαμπροτάτη του χριστιανισμού εορτή», τα Χριστούγεννα βεβαίως είναι «η συγκινητικωτάτη». Και στην ακολουθία της 25ης του Δεκεμβρίου, και στη θεία Λειτουργία της εορτής, θα υμνήσωμε και θα αναπαραστήσωμε το μέγιστο αυτό γεγονός της γεννήσεως και ενανθρωπήσεως του Θεού-Λόγου, που χάριν ημών έγινε όμοιός μας και συνανεστράφη μεθ’ ημών.
Ιδιαίτερα το γεγονός των Χριστουγέννων έγινε πηγή εμπνεύσεως σε όλους τους τομείς του πνεύματος και του πολιτισμού. Οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης προφήτευσαν το γεγονός, η Καινή Διαθήκη το περιέγραψε με αξεπέραστη λιτότητα, οι άγιοι πατέρες και οι θεολόγοι εμβάθυναν απαράμιλλα στο περιεχόμενό του, οι υμνογράφοι και οι μελοποιοί έπλεξαν εξαίσια εγκώμια, οι πεζογράφοι και οι λογοτέχνες έγραψαν εξαιρετικά διηγήματα, ιστορίες και ποιήματα, οι φιλόσοφοι εμπνεύσθηκαν από το μυστήριον, ενώ η λαική ευσέβεια το βίωσε και το βιώνει μέσα στην λατρεία, τις παραδόσεις και τα έθιμα. Όλα αυτά συσσωρεύονται και αποτελούν ένα αμύθητο και πολύτιμο θησαυρό του «απ᾽ αιώνων αποκεκρυμμένου μυστηρίου», ο οποίος όμως είναι κτήμα πανανθρώπινο, της οικουμένης, αλλά και κάθε ανθρώπου και κάθε ψυχής ξεχωριστά. Κλειδί για την εύρεση του θησαυρού είναι μόνο η διάθεση και η αναζήτηση του ανθρώπου.
Η εκκοσμίκευση βέβαια της εποχής μας αποδυναμώνει την ουσία της εορτής, αποσυνδέει τις εκδηλώσεις των ημερών από την μυστηριακή τους πηγή και έτσι επικαλύπτει το εκκλησιαστικό περιεχόμενο και νόημα των Χριστουγέννων. Εν τούτοις, για όσους θέλουν και αγαπούν να ζήσουν πνευματικά τα Χριστούγεννα ή να καθαρίσουν την καρδιά τους με τα καθαρά και αμόλυντα νοήματα των ύμνων, πάντοτε ο ερχομός των Χριστουγέννων είναι ένα τώρα και ένα σήμερα. Πάντοτε προσμένουν και αναμένουν να ακούσουν το μήνυμα των αγγέλων «ιδού ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ, ος εστι Χριστός Κύριος, εν πόλει Δαυίδ», και συνάμα τον αίνον για τον Θεό «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Θέλει κάθε άνθρωπος να απλώσει την καρδιά του, χωρίς δισταγμούς και λογισμούς αμφιβολίας, να μιμηθεί τους ποιμένες, να αναγνωρίσει την φωνή των αγγέλων, να υπακούσει στο θεϊκό μήνυμα, να τρέξει να προσκυνήσει τον μεγάλο Θεό σαν πτωχό βρέφος, σαν νεογέννητο παιδί, μέσα σε μία πάμπτωχη φάτνη. Στην πιο ωραία φάτνη του παλιωμένου κόσμου.
Είναι ακόμη έτοιμη η νοσταλγούσα τον Θεό ψυχή να ακούσει, να μπεί πιο βαθιά στο μυστήριο και να νιώσει την φωνή του αγίου Χρυσοστόμου, που κηρύττει: «σήμερα γεννιέται ο αιώνιος και γίνεται εκείνο που δεν ήταν. Ενώ δηλαδή ήταν Θεός, γίνεται άνθρωπος, χωρίς να παύσει να είναι Θεός. Δεν έχασε τις θεϊκές του ιδιότητες για να γίνει άνθρωπος ούτε πάλι άλλαξε και από άνθρωπος έγινε Θεός. Αλλά, ενώ ήταν Θεός Λόγος, χωρίς να πάθει τίποτε, προσέλαβε την ανθρώπινη σάρκα και η θεία φύση παρέμεινε αμετάβλητη».
Όμως, η πιο αληθινή γέννηση του Χριστού γίνεται στην καρδιά του ανθρώπου, όπως το έζησαν, το περιέγραψαν και το μετέδωσαν οι νηπτικοί πατέρες μας. «Ο Λόγος του Θεού, που γεννήθηκε τότε κατά σάρκα στην Βηθλεέμ, γεννιέται εκούσια κατά πνεύμα από φιλανθρωπία γι’ αυτούς που θέλουν. Και γίνεται βρέφος και σχηματίζει τον εαυτό του μέσα τους με τις αρετές. Και φαίνεται τόσο, όσο γνωρίζει ότι μπορεί να δεί εκείνος που Τον δέχεται… Βλέποντας με σοφία την δύναμη του μυστηρίου ο Απόστολος Παύλος λέει: “Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας”, διότι γνωρίζει ότι το μυστήριο είναι πάντα νέο και ποτέ δεν παλιώνει, όταν βιώνεται μέσα στον νού» (άγιος Μάξιμος ο ομολογητής).
«Σήμερα», λέγει σε μία κατήχησή του ο Γ. Αιμιλιανός της Σιμωνόπετρας, «είναι σαν να γεννιόμαστε εμείς. Μετά τον θάνατο της πτώσεως, μας ξαναγεννάει σήμερα όλους ο Χριστός. Είναι η αρχή της αληθινής ζωής του ανθρώπου, η αρχή της πνευματικής του υποστάσεως, της αιωνιότητός του».
Ο Χριστός με την γέννησή Του γεννά κατά κάποιον τρόπον και προσωποποιεί τις ιδιότητές Του, τους καρπούς του πνεύματός Του: την ταπείνωση, την πίστη, την χαρά, την ειρήνη, την ελπίδα, την αυταπάρνηση, την θυσία, την ανιδιοτέλεια, την συμφιλίωση, την δικαιοσύνη, την φιλανθρωπία και πάνω απ’ όλα την αγάπη, με όλα τα χαρίσματα που αναφέρει ο Απόστολος Παύλος. Και όλες αυτές οι ιδιότητες είναι προσωποποιημένες στο πρόσωπο του Χριστού.
Όμως και στον άνθρωπο δίνει την δυνατότητα ο ενανθρωπήσας Θεός να γεννά αυτές τις αρετές: την πίστη, την χαρά, την ελπίδα, την ειρήνη, την συμφιλίωση, την ανιδιοτέλεια, την θυσία, την φιλαδελφία, την ανεκτικότητα, την δικαιοσύνη και πάνω απ’ όλα την αγάπη, η οποία μακροθυμεί, δεν ζηλοφθονεί, είναι ευπρεπής, ξεχνάει το κακό, μετέχει και χαίρεται στην χαρά του άλλου, ανέχεται, εμπιστεύεται, για όλα ελπίζει, όλα τα υπομένει. Η αγάπη ποτέ δεν θα εκλείψει.
Με την έλευση του Χριστού επί γης οι αρετές, και κυρίως η πίστη, η ελπίδα, η σωτηρία, η αγάπη, η ανάπαυση, η αιωνιότητα έχουν πλέον όνομα, που δεν είναι άλλο παρά Κύριος Ιησούς Χριστός. Αυτός ο Ίδιος είναι η ελπίδα, το είναι του ανθρώπου.
Δεν μπορούμε, όπως σημειώνει σ’ ένα επίκαιρο άρθρο του ο Αρχιμ. Θεοδόσιος Μανώλης, βιοερευνητής ογκολόγος-θεολόγος, «να μιλούμε για Χριστούγεννα, αν αποκόπτομε από την ζωή μας την ουσιαστική έννοια της ενανθρωπίσεως, που είναι η αγάπη. Μια αγάπη που… δεν έχει να κάνει με ύλη, αλλά με καρδιά. Δεν έχει να κάνει με λεφτά, αλλά με πίστη βιωματική. Όπως ακριβώς την βίωσε και το κοριτσάκι του διηγήματος “Δώρο στο Χριστό”, που μη έχοντας να δώσει κάτι άλλο στον γεννηθέντα Χριστό προσέφερε μπροστά στην φάτνη κάτι ξερά φτωχά κλαδάκια, τα οποία όμως και ήταν το σημαντικότερο δώρο που έλαβε ο Χριστός εκείνη την ημέρα.».
Τέλος, η πιο χειροπιαστή έκφραση του βιώματος της Γεννήσεως του Χριστού αποτυπώνεται εύγλωττα στην καταβασία της θ΄ ωδής του Κανόνος των Χριστουγέννων: «Μυστήριον ξένον ορώ και παράδοξον· ουρανόν το σπήλαιον· θρόνον χερουβικόν την Παρθένον· την φάτνην χωρίον· εν ω ανεκλίθη ο αχώρητος, Χριστός ο Θεός, ον ανυμνούντες μεγαλύνομεν.».
Η συμμετοχή του ανθρώπου σε αυτό το μυστήριο προϋποθέτει τον ζήλο του, την αγάπη του, το δόσιμό του, την επιμονή του σε αυτό το αγώνισμα, τον κόπο της σπουδής και την υπομονή του στους πειρασμούς. Ώδινε, λέγει, η φύση. Όμως γεννήθηκε ο Χριστός. Έτσι με οδύνη έρχεται στον κόσμο ο άνθρωπος. Χωρίς κόπο και πόνο δεν υπάρχει ψυχή που είναι δυνατόν να ζήσει.
Ο Χριστός γεννάται συνεχώς. Γεννάται μέσα στο σκοτάδι των παθών της ψυχής του ανθρώπου, μέσα στην σιωπή της καρδιάς του, διότι δεν μπορεί να ξεύρει κανείς τι αγώνα, ποια πάλη, τι αγωνία, πόσες κραυγές βγαίνουν από την καρδιά του για να γεννηθεί μέσα του ο Χριστός. Μέρα και νύκτα. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τον πόθο της ψυχής του ανθρώπου, την προσευχή του «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελθέ και σκήνωσον εν ημίν», δεν μπορεί να γνωρίζει το τελούμενον εν τω ανθρώπω παράδοξον θαύμα, που επιτελείται με την χάρη του τικτομένου Χριστού.
Είθε, αγαπητοί αναγνώστες, κάθε μέρα ο Χριστός να γεννάται στις καρδιές των ανθρώπων.
Όλοι έχομε ακούσει το μοναδικό, χαρμόσυνο μήνυμα του ερχομού του Μεσσία, την ολοκλήρωση του σχεδίου της θείας Οικονομίας με την ενανθρώπηση του Σωτήρος του κόσμου. Και όλοι έχομε δεχθεί την πρόσκληση να προσκυνήσωμε το θείον Βρέφος. Όλοι είμαστε κλητοί. Όσοι ζήσουν με θέρμη το μυστήριον γίνονται εκλεκτοί του Θεού, «τέκνα εις υιοθεσίαν».
Και είναι από την ημέρα της ιστορικής γεννήσεως του Χριστού μέχρι στις πρόσφατες, και ως επί το πλείστον δυσοίωνες, μέρες μας, πολλοί οι εκλεκτοί του Θεού, είναι οι άγιοι. Οι άγιοι που πάντοτε ήταν ταπεινοί προσκυνητές του Χριστού και αδιάλειπτα καθάριζαν, με έμπονο αγώνα, άσκηση και προσευχή, το σπήλαιο της καρδιάς τους, για να γίνουν χριστοτόκοι και χριστοφόροι. Αυτοί οι ίδιοι, ο πόθος, η βιοτή και το παράδειγμά τους, μας δείχνουν τον δρόμο, τον τρόπο και την βίωση του υπερφυούς θαύματος, μας ανοίγουν την πύλη της Εδέμ και μας αποκαλύπτουν τας του Παραδείσου τρυφάς «ένδον του σπηλαίου».
Αν λοιπόν στις μέρες και στα χρόνια που διανύομε γεννάται στις καρδιές μας ο Χριστός, η ευχή «Χρόνια Πολλά» είναι καλή και μεστή, και αξίζει.
Ευφρόσυνα Χριστούγεννα και ευοίωνο το νέο έτος!

ΑΝΟΙΚΤΉ ΕΠΙΣΤΟΛΉ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΜΟΛΟΓΗΤΉ ΙΕΡΟΜΌΝΑΧΟ ΙΓΝΆΤΙΟ ΣΈΡΡΑ, ΗΓΟΎΜΕΝΟ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΩΝ ΣΙΣΣΊΩΝ

(Με αφορμή το πρόγραμμα των οικουμενιστικών ακολουθιών του Ψευδεπισκόπου της Κεφαλονιάς και των Ψευδοϊερέων αυτού, στο οποίο αναγράφεται ότι,
ΣΑΒΒΑΤΟ 30/12/2017 ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΣΙΣΣΙΩΝ Ὂρθρος – Θ. Λειτουργία 08:00 π.μ. Πηγή:
 www.inkefalonia.gr)

Σεβαστέ Πατέρα Ιγνάτιε,
Με όλο τον σεβασμό για τον υπέρ πίστεως αγώνα που ορθό το φρόνιμα ακαταπαύστως διεξάγετε, σας παραθέτουμε κάποια καταλυτικά πατερικά αποσπάσματα προκειμένου να ενισχυθείτε ώστε να αντισταθείτε/ούμε στην έφοδο των Οικουμενιστών, τουτέστιν στην [εκ νέου] βεβήλωση του ναού της Μονής ώστε η ομολογία σας να είναι, από ‘δω και στο εξής, ολότελα αψέκαστη. Διότι το να αφήσετε τους οικουμενιστές να βεβηλώνουν τον ναό και μετά να πηγαίνετε να λειτουργήσετε ο ίδιος είναι μια πρακτική αντίθετη με τις νουθεσίες των Αγίων Πατέρων. 
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, δια των τιμίων του Επιστολών λέγει: 
"Εάν έλθουν οι εικονομάχοι – [Οικουμενιστές] - για να καταλάβουν την μονή, μην τους ανοίξετε την θύρα.
Εάν δε με τρόπο ληστρικό εισέλθουν στην μονή, όπως αυτοί συνηθίζουν, αθώοι είστε.
Μην υποχωρήσετε έως ότου σας εκδιώξουν με την βία.
Η αμαρτία  δικιά τους είναι.
Προπάντων να παραμείνετε στον ναό για να ψάλλετε και να λειτουργείτε, εκτός εάν αυτός βεβηλωθεί από τους Αιρετικούς - Οικουμενιστές - δια της δικής τους βδελυγμίας, δηλαδή λειτουργίας".
(Επιστολή Μ'-. Ναυκρατίω τέκνω.) 




Και σε παρόμοια ερώτηση ο ‘Οσιος αποσαφηνίζει,
"Υπάρχουν σε μερικά μοναστήρια μοναχοί, οι οποίοι ούτε με λόγια ούτε με έργα συνήλθαν με αιρετικούς-Οικουμενιστές- και εξασφαλίζουν την σωτηρία τους με φυγή από το μοναστήρι και μετά την υποχώρηση των ασεβών ξαναγυρίζουν πάλι.
Είναι σωστό αυτό να γίνεται;
Απάντηση.
Εάν η εκκλησία έχει λειτουργηθεί από τους ασεβείς μόνο μια φορά όμως, τότε μπορούν να μπαίνουν μέσα μόνο για να προσευχηθούν, εάν όμως η εκκλησία λειτουργήθηκε από τους Αιρετικούς  πολλές φορές, να φεύγουν μακριά από αυτήν την εκκλησία ".
(Επιστολή ΜΘ' -Τοις δια Κύριον πεφηγαδευμένοις πνευματικοίς αγίοις πατράσι, Θεόδωρος, ελάχιστος πρεσβύτερος και ηγούμενος των Στουδίου, εν Κυρίω χαίρειν.)

Και πάλι,
"Εάν υπάρχει  Εκκλησία στην οποία αυτός που λειτουργεί αναφέρει Αιρετικό – [Οικουμενιστή] - Επίσκοπο και ο Ορθόδοξος έχει θυσιαστήριο καθαγιασμένο (αντιμήνσιο), σε σεντόνι ή σανίδα, πρέπει να τεθεί αυτό σε αυτήν την εκκλησία και να λειτουργήσει  ο Ορθόδοξος;
Απάντηση.
Δεν πρέπει, αλλά είναι καλύτερα να λειτουργήσει σε ένα συνηθισμένο σπίτι, σε κάποιον διαλεγμένο καθαρότατο τόπο" .
(Επιστολή Μ'-. Ναυκρατίω τέκνω.) 

Στην προκειμένη περίπτωση, το [ενδεχόμενο] επιχείρημα ότι κάνετε πρώτα αγιασμό και μετά λειτουργείτε, δεν στέκει διότι η απαραίτητη προϋπόθεση  να επιτελέσει κάποιος κάτι τέτοιο, είναι, όπως ορίζουν οι Ιεροί Πατέρες μας, να επιστρέψει ο Ναός ολοκληρωτικά σε Ορθόδοξους και να μην βεβηλωθεί ξανά όπως αποκρίνεται και ο Άγιος Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Ομολογητής στην: 
"Ερώτησις Δ'.
Περί των κοινωθεισών Εκκλησιών υπό των αυτών ιερέων , και (μη) κατεχομένων υπ' αυτών, ει χρη εν αυταίς ψάλλειν και εύχεσθαι.


Απόκρισης.
Χρη μεν ουν εισιέναι εν τας τοιαύτας Εκκλησίας εις το ψάλλειν και εύχεσθαι, αλλ' είπερ ασφαλώς μη καταχραίνοιντο υπό των [αυτών], αλλά κατέχονται υπό των Ορθοδόξων ες τόδε.
Τετύπωται δε ενταύθα, υπό σεσωσμένου επισκόπου, ή ιερέως, τα ανοίξια της Εκκλησίας γινέσθαι, υποφαινομένης ευχής· ώστε, ει τούτο γένοιτο, και το λειτουργείν εκείσε ουκ απαδον· παράδειγμα, το τον άγιον Αθανάσιον, υπό Κωνσταντίνου του βασιλέως παρακαλούμενων, μιαν ταύτην χάριν παράσχεσθαι, εν Αλεξάνδρεια ένα ναόν παραδούναι τοις Αρειανοίς εις το συνάγεσθαι, κατάνευσαι, ανπερ εν Κωνσταντινουπόλει λήψειτο και αυτός την αυτήν χαριν, του συνάγεσθαι τους ορθόδοξους εν ενι ναώ προ κατεχομένω υπό των Αρειανών ".
(Ιερό Πηδάλιο Αγίου Νικοδήμου, Παράρτημα σελ. 738)

Κατόπιν τούτου η πιθανή σκέψη που θα μπορούσε να διαπερνά το μυαλό ενός μη θεολογικά καταρτισμένου μεν, καλοπροαίρετου δε, πραγματικού χριστιανού (τουτέστιν αποτειχισμένου) το ότι, δηλαδή, αυτές είναι γνώμες Αγίων και όχι επίσημη θέση της Εκκλησίας, δεν στέκει, γιατί:
"Ότι ένθα ουκ εστί κανών, ή έγγραφος νόμος, κρατεί η καλή συνήθεια, ή ορθώ λόγω και πολλοίς έτεσι δοκιμασθείσα, και μη εγγράφω κανόνι, ή νόμω εναντιουμένη, τάξιν κανόνος και νόμου επέχουσα·" 

Και επίσης, "Διό και πάνυ προσφυώς είπεν ο σοφώτατος Φώτιος, τα μεν οικουμενικαίς, και κοιναίς τυπωθέντα ψήφοις, πάσι προσήκει φυλάττεσθαι· ά δε τις των Πατέρων ιδίως εξέθετο, ή τοπική διωρίσατο σύνοδος (μη κυρωθείσα δηλ. υπό Οικουμενικής) των μεν φυλαττόντων, την γνώμην παρίστησι δεισιδαίμονα, ού μην και τοις γε μη παραδεξαμένοις το παροράν επικίνδυνον".
(Ιερό Πηδάλιο Αγίου Νικοδήμου σελ. ιθ' και 142)

Και ο μεν Μέγας Βασίλειος λέγει εν τω πζ' Κανόνι· “Ότι το έθος νόμου δύναμιν έχει,το υπό των αγίων ανδρών παραδοθέν..."
(Ιερό Πηδάλιο Αγίου Νικοδήμου σελ. 447)

Ο δε Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς υπογραμμίζει ότι, "Αληθής ευσέβεια το μη προς τους Θεοφόρους Πατέρας αμφισβητείν".
(Όσοι Πιστοί- κείμενα Ορθόδοξης Παράδοσης)

Χριστούγεννα εν Αληθεία!

Αποτειχισμένοι Κεφαλονιάς

Μεθέορτος προβληματισμός...


Φωτογραφία του Panteleimon Krouskos.


Τῇ ΚΣΤ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, Η Σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας. 

Ὁ πρὸ Ἑωσφόρου ἐκ Πατρὸς ἀμήτωρ γεννηθείς, ἐπὶ τῆς γῆς ἀπάτωρ ἐσαρκώθη σήμερον ἐκ σοῦ· ὅθεν Ἀστὴρ εὐαγγελίζεται Μάγοις, Ἄγγελοι δὲ μετὰ Ποιμένων ὑμνοῦσι, τὸν ἄχραντον Τόκον σου, ἡ Κεχαριτωμένη.

Τὸν ἀγεώργητον βότρυν βλαστήσασα, ἡ μυστικὴ ἄμπελος ὡς ἐπὶ κλάδων, ἀγκάλαις ἐβάσταζε, καὶ ἔλεγε. Σὺ εἶ καρπός μου, σὺ εἶ ἡ ζωή μου. Ἀφ' οὗ ἔγνων, ὅτι καὶ ὃ ἤμην εἰμί, σύ μου Θεός· τὴν γὰρ σφραγῖδα τῆς Παρθενίας μου ὁρῶσα ἀκατάλυτον, κηρύττω σε ἄτρεπτον Λόγον, σάρκα γενόμενον. Οὐκ οἶδα σποράν, οἶδά σε λύτην τῆς φθορᾶς· Ἁγνὴ γὰρ εἰμι, σοῦ προελθόντος ἐξ ἐμοῦ· ὡς γὰρ εὗρες, ἔλιπες μήτραν ἐμήν. Διὰ τοῦτο συγχορεύει πᾶσα κτίσις βοῶσά μοι· Χαῖρε ἡ Κεχαριτωμένη.

Η χαρά της Θεοτόκου , μου προκάλεσε έναν έντονο μεθέορτο προβληματισμό για το ήθος μας.

Τίς δύο προηγούμενες εόρτιες μέρες, πανηγυρίσαμε πραγματικά με αρχαίες ,μα δυστυχώς ξεχασμένες,εκδηλώσεις εορτασμού και χαράς, πού μόνο στην ορθόδοξη λατρεία, βρίσκει κανείς.

Κουνήσαμε πολυελαίους, καντήλια,κατζία, σείστρα, χορέψαμε στο Θεοτόκε Παρθένε, χτυπήσαμε καμπάνες ξανά και ξανα! Είπαμε αντιφωνικά μέλη σαν το "λαθών ετέχθης", πού είναι τα Κάλαντα της Εκκλησίας.

Πώς έχει ανοστήσει τόσο ο χριστιανός σήμερα και δεν νιώθει πιά αυτήν την χαρά! 

Πώς ενώ η λατρεία μας είναι τόσο "φασαριόζικα" υπέροχη, εμείς καταντήσαμε ως επί το πλείστον καταθλιπτικοί θρησκευόμενοι, πού φοβόμαστε να ξεμυτίσουμε από το καβούκι μας; 

Πού πήγε η χαρά η τόση; Και τί στο καλό μας φταίει;

Ξεχάσαμε να είμαστε Παιδιά, παιδιά του Θεού μας! 

Και γεμίσαμε από την ενηλικίωση της κακίας μας. Αυτό νομίζω μας φταίει


 π.Παντελεήμων Κρούσκος


Ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός: Στὴν Ἐκκλησία Σωτήρας, στὸ σχολεῖο ἰσάξιος μὲ τὰ εἴδωλα!

Γράφει ὁ Ἡρακλῆς Ρεράκης, Καθηγητὴς Παιδαγωγικῆς –
Χριστιανικῆς Παιδαγωγικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ
Ὁ Χριστὸς γεννᾶται, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὡς Σωτήρας τοῦ κόσμου, μὲ σκοπὸ «νὰ βοηθήσει στὴν ἀνάπλαση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ὁ ἴδιος ἔπλασε». Οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ ἔλαβαν ἐντολὴ νὰ διαδώσουν τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας σὲ ὅλα τὰ ἔθνη. Ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος ἦλθε στὴν Ἑλλάδα ἐδῶ καὶ 20 αἰῶνες περίπου, κηρύττοντας τὸν Χριστό, ὡς Σωτήρα καὶ Λυτρωτή, βοηθώντας ἔτσι τὸν Ἑλληνισμὸ νὰ ἀρνηθεῖ, σταδιακὰ καὶ ἐν ἐλευθερία, τοὺς ψεύτικους Θεοὺς - εἴδωλα  καὶ νὰ υἱοθετήσει τὴ νέα πίστη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀποτέλεσε, ἔκτοτε γιὰ τοὺς Ἕλληνες, τὴν πνευματικὴ πυξίδα καθοδήγησής τους πρὸς τὴ ἀληθινὴ σωτηρία καὶ λύτρωση.
Ὁ Ἀπόστολος  Παῦλος, ὄργωσε τὴν Ἑλλάδα, διδάσκοντας στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, καὶ σὲ αὐτὴν ἔστειλε πολλὲς ἀπὸ τὶς Ἐπιστολές του πρὸς Ἕλληνες. Στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ἐπίσης, γράφτηκαν καὶ τὰ ἄλλα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης καθὼς καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τῶν ἔργων τῶν...
Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ σὲ αὐτὴν ἔγιναν οἱ συζητήσεις καὶ διατυπώθηκαν οἱ ἀποφάσεις τῶν Μεγάλων καὶ καθοριστικῶν γιὰ τὴν χριστιανικὴ πίστη Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας.


Ἡ Ἑλλάδα ὑποδέχτηκε καὶ φιλοξένησε ἐπίσης Ἀποστόλους, ὅπως ὁ Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας, ὁ Πρωτόκλητος, ἐνῶ σὲ αὐτὴν γεννήθηκαν καὶ ἁγίασαν χιλιάδες ἅγιοι καὶ ἁγίες, ὅσιοι καὶ ὁσίες, μάρτυρες καὶ νεομάρτυρες. Στὴν Ἑλλάδα, ἐπίσης, ὑπάρχει καὶ ἀκμάζει, ἐδῶ καὶ αἰῶνες, ὁ Μοναχισμὸς (Ἅγιον Ὅρος, Μετέωρα καὶ τόσες ἄλλες Μονὲς καὶ Ἀσκητήρια), ποὺ διακονεῖ καὶ προβάλλει σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη  τὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη.

Ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀναφέρθηκαν παραπάνω καὶ πολλὰ ἄλλα ἀποτελοῦν χαρακτηριστικά τῆς θρησκευτικῆς ταυτότητας καὶ τῆς πολιτισμικῆς κληρονομιᾶς καὶ αὐτοσυνειδησίας τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἀλλά, παράλληλα, παρακαταθῆκες ὑψηλῆς πνευματικῆς ἀξίας, μὲ παγκόσμιες διαστάσεις. Γι΄ αὐτὸ ἡ χριστιανικὴ πίστη, σὲ ὅλες τὶς ἐποχές, ἀκόμη καὶ στοὺς αἰῶνες τῆς αἰχμαλωσίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ σὲ ἀλλόδοξους καὶ ἀλλόθρησκους κατακτητές, φυλασσόταν ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ, προβαλλόταν καὶ διατηρεῖτο, μέσω τῆς διδασκαλίας της, ὡς στοιχεῖο ταυτότητας, ἐνῶ τυχὸν ἀπώλεια ἢ ἀλλοίωσή της, σήμαινε τραυματισμὸ τῆς πολιτισμικῆς συνείδησης μὲ ἄμεσες πνευματικὲς καὶ ἠθικοκοινωνικὲς συνέπειες.

 Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας, ὡς πρῶτος κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδας, ἐκτιμώντας  τὸν ρόλο τῆς Ὀρθόδοξης χριστιανικῆς ἀγωγῆς στὰ σχολεῖα, μέσα στὸ γενικότερο ἐκπαιδευτικὸ καὶ πολιτικό του ἔργο,  τόνιζε, σὲ ὁδηγίες του πρὸς τοὺς δασκάλους τῆς χώρας: «Θέλετε καταβάλει θεμέλιον τῆς παιδείας εἰς τὰς ἁπλᾶς ψυχᾶς τῶν παίδων τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς σοφίας, καὶ στοιχειοῦντες αὐτοὺς εἰς τὴν ἀληθινὴ παιδεία, τὴν εὐσέβειαν, θέλετέ τοὺς διδάσκει τὰ ἀληθινά τοῦ χριστιανοῦ χρέη καὶ τὰ τοῦ ἀγαθοῦ πολίτου καθήκοντα διὰ τῆς ἠθικῆς προσαρμοζόμενης εἰς τὸν οὐράνιον νόμον τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου».

Ὡστόσο, 190 χρόνια, ἀργότερα, ἑορτάζοντας, στὴν Ἑλλάδα τοῦ Καποδίστρια, τὴ Θεία Γέννηση, διαπιστώνουμε, δυστυχῶς, ὅτι ἡ πολιτικὴ ἡγεσία τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων, περιφρονώντας αὐτὸ ποὺ παραδοσιακὰ πιστεύει ἐδῶ καὶ 2000 χρόνια ἡ ἑλληνικὴ ψυχή,  προσπαθεῖ, μὲ τὴν ἰσχὺ τῆς ἐξουσίας, νὰ μεθοδεύσει τὸ ξερίζωμα τῆς πίστης ποὺ μᾶς ἔφερε ὁ Θεάνθρωπος, μέσω τῆς ἀλλοίωσης καὶ τῆς ὑποτίμησης τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς διδασκαλίας καὶ ζωῆς, ποὺ προγραμματίζει καὶ ἐφαρμόζει στὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα.

Τὰ νέα Θρησκευτικά, ποὺ ἰσχύουν ἀπὸ τὸ 2016, διδάσκουν στοὺς ὀρθόδοξους μαθητές, ἰσότιμα, ἰσάξια καὶ παράλληλα μὲ τὴν πίστη τους, ὅλες τὶς θρησκεῖες, ὡς νὰ εἶναι ἀβάπτιστοι καὶ χωρὶς πίστη καὶ πρόκειται νὰ ἐπιλέξουν μία ἀπὸ τὶς διδασκόμενες θρησκεῖες. Πρόκειται γιὰ προπαγάνδα στὴν πολυθρησκεία ἢ πολυθεΐα, ποὺ σημαίνει προσηλυτισμὸ καὶ μάλιστα μικρῶν παιδιῶν σὲ ἄλλες πίστεις καὶ σὲ ἄλλους Θεούς, μία ἀντιχριστιανικὴ ἑπομένως διδασκαλία, ποὺ θεωρήθηκε ἀνέκαθεν ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς Πατέρες καὶ τοὺς Ἁγίους, ἀντίθετη καὶ ἐπικίνδυνη γιὰ ὅλους τούς Χριστιανοὺς μικροὺς καὶ μεγάλους.

Εἶναι ἀποκαλυπτικά, μάλιστα, ὅσα ἔγραψε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν κ. Ἱερώνυμος, ἀπευθυνόμενος πρὸς τὴν πολιτικὴ ἡγεσία, τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 2016, μόλις εἶδε ὅλα ὅσα διδάσκονται στὰ νέα πολυθρησκειακὰ Προγράμματα καὶ Βιβλία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν.Διαπιστώνοντας ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν θρησκειῶν σὲ ὀρθόδοξους μαθητές, ἀφενὸς δὲν γίνεται ἐπιστημονικά, δηλαδὴ μία - μία ξεχωριστά, ἀλλὰ ὅλες μαζί, ὡς συνονθύλευμα καί, ἀφετέρου, ὅτι δὲν γίνεται πλέον πρὸς πληροφόρηση, ὅπως γινόταν πάντοτε, ἀλλὰ πρὸς βίωση καὶ πίστη, ἔγραψε  μεταξὺ ἄλλων ὅτι τὰ νέα θρησκευτικὰ εἶναι «ἀπαράδεκτα καὶ ἐπικίνδυνα», ὅτι «δὲν θὰ ἀποδώσουν καρπούς, ἀλλὰ μεγάλη ζημιὰ στὴν παιδεία καὶ στὴν κοινωνία», «θὰ προκαλέσουν σύγχυση καὶ ἀμφιβολία» καὶ ὅτι «πρόκειται, ὄχι γιὰ θρησκευτικά, ἀλλὰ γιὰ ἐπιχείρηση ἀλλοιώσεως τῆς πίστεώς μας». Σημειώνουμε ὅτι τὰ Προγράμματα καὶ τὰ Βιβλία, ἀπὸ τότε ἕως σήμερα, παραμένουν σχεδὸν τὰ ἴδια καὶ ὅτι ὁ Μακαριώτατος δὲν ἔχει ἀνακαλέσει τίποτα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶχε γράψει.

Βέβαια, εἶναι γνωστὸ ὅτι στὸ χῶρο τῆς πολιτικῆς καὶ στὸ ὄνομα μίας δῆθεν προόδου, κυριαρχεῖ ἕνα ἐκκοσμικευμένο μεταχριστιανικὸ καὶ μετανεωτερικὸ πλαίσιο ἀποδόμησης ἢ σχετικοποίησης καὶ ἄρνησης ὅλων τῶν ἑλληνορθόδοξων ἀρετῶν, προτύπων καὶ ἀξιῶν, μέσω τῶν ὁποίων δομοῦνταν, βιώνονταν καὶ διατηροῦνταν, διαχρονικά, τὰ πιστεύω καὶ τὰ ὁράματα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ.

Στὸ πλαίσιο αὐτό, σχεδιάζεται, καθὼς φαίνεται, ἀπὸ τὴν πολιτικὴ ἡγεσία τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας μία πνευματικὴ μετάλλαξη τῆς χώρας, βασισμένη σὲ μία μετανεωτερικὴ ἀντίληψη, ποὺ ὑποτιμᾶ, περιφρονεῖ καὶ ἀποδομεῖ κάθε τι ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν παράδοση καὶ ἐπιδιώκει νὰ ἐπιβάλει, ὡς νέο, αὐτὸ ποὺ στὴν οὐσία, δὲν ἀνανεώνει καὶ δὲν ἀναπλάθει τὸν ἄνθρωπο. Ἔτσι, ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς καὶ ὅλο τὸ σωτηριακὸ του ἔργο, δὲν ἀντιμετωπίζεται, πλέον, ὡς πρόταση ἀναγέννησης, ἀνακαίνισης καὶ πνευματικῆς ἐλευθερίας, ἀλλὰ ὡς παρότρυνση πρὸς ὀπισθοδρόμηση,  συντήρηση ἢ ἀναπαλαίωση.

Στὸ πλαίσιο αὐτό, ἐπιχειρεῖται στὸ ἑλληνικὸ σχολεῖο μία ἔμμεση καὶ μεθοδευμένη δίωξη καὶ ἀποπομπὴ τῆς διδασκαλίας καὶ τῆς ζωῆς τοῦ Εὐαγγελίου τῆς σωτηρίας. Εἶναι ἐμφανὲς ὅτι τὰ νέα θρησκευτικὰ στοχεύουν, ἀφενός, στὴν ἀλλοιωμένη καὶ ἐλλιπῆ διδασκαλία τῆς ὀρθόδοξης πίστης  καί, ἀφετέρου, στὴ σταδιακὴ διάβρωσή της, μέσω τῆς παράλληλης καὶ ἰσότιμης μὲ αὐτὴν διδασκαλίας τῶν Θρησκειῶν. Οἱ ἐπίδοξοι ἀποδομητες ἐλπίζουν ὅτι βῆμα – βῆμα, μέσω τῆς πολυθρησκείας, θὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ σύγχυση, ὁ συγκρητισμός, ὁ μηδενισμὸς καί, τελικά, ἡ θρησκειοποίηση ἢ ἀποορθοδοξοποίηση τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας καὶ ἡ ἐπιβολὴ καὶ ἐπικράτηση μίας διαθρησκειακῆς θρησκευτικότητας, μὲ σταδιακὴ ἐξίσωση καὶ ὁμογενοποίηση ὅλων τῶν θρησκειῶν.

Στὴν πραγματικότητα, ὅμως, ὅλες οἱ θρησκεῖες καὶ οἱ Θεοί, ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἐπιβάλουν στοὺς ὀρθόδοξους μαθητές, ὡς ἰσότιμους μὲ τὸν Χριστό, εἶναι εἴδωλα, ἀφοῦ ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὁ Τριαδικὸς Θεός. Τὰ Χριστούγεννα εἶναι μοναδικὸ φαινόμενο στὴν ἀνθρώπινη Ἱστορία, διότι μία καὶ μοναδικὴ φορὰ ἑορτάζει ἡ ἀνθρωπότητα τὴ μοναδικὴ ἐνσάρκωση καὶ φανέρωση Θεοῦ στὸν κόσμο, στὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι οἱ Θεοί, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Τριαδικό, ἐφευρέθηκαν (δημιουργήθηκαν), ἀπὸ τὴ φαντασία, τὸ φόβο ἢ τὴ διανόηση τῶν ἀνθρώπων καὶ δὲν ὑπάρχει κανείς, πλὴν τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ποὺ νὰ ἔχει φανερωθεῖ στὴν ἀνθρώπινη Ἱστορία, ὡς ἱστορικὸ πρόσωπο καὶ ἀληθινὸς Θεός, ταυτόχρονα. 

Κατὰ συνέπεια, οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες πιστεύουν καὶ θὰ πιστεύουν στὸν ἐνανθρωπήσαντα ἀληθινὸ Θεὸ τῆς ὀρθόδοξης πίστεώς τους καὶ Αὐτὸν μόνο θεωροῦν ὡς ἀληθινὸ Θεό, ὁποιαδήποτε μέσα καὶ ἂν ἐφαρμόζουν οἱ ὅποιοι ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν διῶκτες τῶν ἱερῶν καὶ τῶν ὁσίων τῆς πίστεως τοῦ ἑλληνορθόδοξου λαοῦ.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, μάλιστα, οἱ ὀρθόδοξοι γονεῖς ἐπιστρέφουν, ὡς ἀπαράδεκτα, τὰ βιβλία - φακέλους τῶν Θρησκευτικῶν στὴν πολιτικὴ ἡγεσία τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας, ποὺ ἀμφισβητοῦν καὶ ἀλλοιώνουν τὴν πίστη τῶν παιδιῶν τους.

πηγή

Χριστούγεννα: Η εορτή της Ταπείνωσης

Χριστούγεννα
Η μεγάλη εορτή της Χριστιανοσύνης μόλις πέρασε. Χριστούγεννα εορτάσαμε, και γι’ αυτό τον λόγο χαιρόμαστε. Χαιρόμαστε που ο Θεός έγινε άνθρωπος, χαιρόμαστε που μπορούμε και εμείς να ελπίζουμε, όχι απλά στην αποκατάσταση της φύσης μας αλλά στην μεταμόρφωσή της από ανθρώπινη σε κατά χάριν θεανθρώπινη.

Και όμως…πόσοι από εμάς αυτές τις ημέρες χαιρόμαστε γι’ αυτόν τον λόγο; Γιατί εορτάζουμε και πανηγυρίζουμε; Γιατί λέμε ευχές ο ένας στον άλλο; Επειδή απλά οι ημέρες το απαιτούν;
Δυστυχώς, πολλές φορές, σχεδόν όλοι μας χανόμαστε μέσα στην παραζάλη του πανηγυριού και βάζουμε στην άκρη τον λόγο του πανηγυριού! Ξεχνούμε τον λόγο της εορτής και κρατάμε μόνο την εορτή.
Ιστορικά ο Χριστός γεννήθηκε μέσα στην φτωχική φάτνη της Βηθλεέμ, αλλά καθημερινά γεννιέται και μέσα στις καρδιές των ταπεινών ανθρώπων.
Η εορτή των Χριστουγέννων είναι η εορτή της Ταπείνωσης, είναι η εορτή της εκούσιας αφάνειας και της απλότητας.
Ο Χριστός εξ αρχής μας δείχνει τον δρόμο προς της τελείωση μέσα από την ταπείνωση, μας δίνει την δυνατότητα να τον ακολουθήσουμε εφόσον αναγεννηθούμε και εμείς υπαρξιακά στην φάτνη της συγκατάβασης, της συγχωρετικότητας και της αγάπης.
Οι χριστιανοί χαίρονται και εορτάζουν πανηγυρικά τα Χριστούγεννα, όχι για τα δώρα, όχι για τα φαγητά, όχι για στολίδια και τα φωτάκια, αλλά διότι ο Θεός έγινε Άνθρωπος.
Οι χριστιανοί μπορούν και εορτάζουν Χριστούγεννα κάθε ημέρα, διότι κάθε ημέρα γεννιέται ο Χριστός στις καρδιές μας διαμέσου της μετάνοιας.
Οι χριστιανοί χαίρονται κάθε στιγμή της ζωής τους κι ας μην είναι Χριστούγεννα, χαίρονται κι ας πονούν, χαίρονται κι ας περνούν δοκιμασίες, χαίρονται κι ας διώκονται… χαίρονται διότι «Χριστός ετέχθη εκ της Παρθένου» και τα πάντα πλέον ανακαινίστηκαν.
Οι χριστιανοί δεν πρέπει να μένουν στον πόνο της γέννας, αλλά να προχωρούν στην χαρά που μια μάνα έχει όταν αντικρίζει το νεογέννητο παιδί της….χαίρονται μιας και μπορούν πλέον να θωρούν τον ίδιο τους τον Δημιουργό, τον ίδιο τους τον Θεό ο οποίος είναι Θεάνθρωπος όχι από ανάγκη αλλά από Αγάπη!
Ο Θεάνθρωπος Χριστός υπάρχει για όλους τους ανθρώπους…γεννιέται όμως μόνο μέσα στην καρδιά των ταπεινών και των απλοϊκών, γεννιέται μέσα σε θαλάμους νοσοκομείων, εκεί που ο πόνος γίνεται αρετή. Γεννιέται μέσα σε οικογένειες, εκεί που κατασκηνώνει η αλληλοπεριχώρηση. Γεννιέται μέσα στις φυλακές, εκεί που η μετάνοια γίνεται σύντροφος. Γεννιέται μέσα σε πλατείες, εκεί που το κρύο και η βροχή μάχονται με τις ζεστές καρδιές των αστέγων. Γεννιέται μέσα σε άνομους τόπους, εκεί που κάποια δάκρυα χαλούν το μακιγιάζ και τα βαμμένα χείλη ζητούν έλεος.
Ο Χριστός δεν διστάζει να έρθει οπουδήποτε, δεν φοβάται μην επηρεαστεί από κάτι,διότι ο Χριστός δεν αλλάζει… η παρουσία Του όμως αλλάζει τα πάντα. Κάνει Φως την νύκτα, κάνει Ουρανό το χώμα, κάνει Βασιλεία την φάτνη, κάνει θεανθρωπία την ανθρωπότητα.
αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Β΄ Ἡμέρα Χριστουγέννων Ἀνεκλινεν αὐτόν ἐν τῇ φάτνῃ.

Ἀνεκλινεν αὐτόν ἐν τῇ φάτνῃ.

Ἄν ἀνοίξουμε, ἀγαπητοί μου, τό πρῶτο βιβλίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τήν Γένεση, θά δοῦμε ἐκεῖ πῶς ὁ Θεός μέ τίς συνεχεῖς δημιουργικές ἐπεμβάσεις του ἔκτισε, στόλισε καί διεμόρφωσε τήν γῆ. Ἀνάκτορο, βασιλικό, παλάτι τήν ἔκανε. Αὐτό τό ἀνάκτορο τό ζωγράφισε μέ πολλά καί διάφορα χρώματα. Τό πλαισίωσε μέ κήπους εὐωδιαστούς, πού εἶχαν λουλούδια πολύχρωμα, κρυστάλλινα νερά, μέ ὅλων τῶν εἰδῶν τά ζῶα καί τά πουλιά. Ἔκανε, αὐτό πού λέμε πιό ἁπλά, τόν παράδεισο.
Ὅταν εἶδε ὁ Θεός, ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι καλά λίαν, τότε ἔπλασε καί τόν βασιλέα, τόν ἄνθρωπο καί τόν ἔβαλε νά ζεῖ, νά ἀναπαύεται καί νά χαίρεται μέσα στά βασιλικά ἀνάκτορα. Ὅλα ἔγιναν γιά χάρη του. Ὅλα διετέθησαν στήν ὑπηρεσία του, γιά νά εἶναι ἡ ζωή του ὅσο τό δυνατό πιό εὐχάριστη. Μέσα σ᾿ αὐτά τά ἀνάκτορα δέν ὑπῆρχε πόνος, λύπη, ἱδρώτας, κούραση, δάκρυα. Ζοῦσαν οἱ πρωτόπλαστοι ζωή χαρισάμενοι.
Ὅμως ὑπῆρχε κάποιος, πού ζήλεψε, φθόνησε αὐτήν τήν εὐτυχία. Ὁ προαιώνιος ἐχθρός τοῦ βασιλιᾶ, ὁ ἀνθρωποκτόνος διάβολος, μέ ὕπουλο καί σατανικό τρόπο ἔβαλε δυναμίτη στά θεμέλια καί ἀνατίναξε τά βασιλικά ἀνάκτορα. Ἔντρομοι οἱ βασιλεῖς, ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα εἶδαν τό παλάτι τους νά γκρεμίζεται καί νά ἐρειπώνεται.
Μέ ἄλλα λόγια μέ ἀπάτη καί πονηρό τρόπο ὁ διάβολος παρέσυρε τούς πρωτοπλάστους στήν πτώση, τούς ὡδήγησε στήν ἁμαρτία, στήν καταπάτηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Μέ τόν τρόπο αὐτό τούς ἔβγαλε ἀπό τόν παράδεισο καί ἔτσι ἔμειναν ἄστεγοι. Ἔγιναν πλέον δυστυχισμένοι. Γνώρισαν τήν ὁδύνη καί τήν δυστυχία καί ἀντί λουλούδια ὁ δρόμος τους ἦταν γεμᾶτος ἀγκάθια καί τριβόλια.
Ὁ Θεός, σάν στοργικός Πατέρας καί ἄριστος παιδαγωγός, μέσα στήν ἀπελπισία τους ἀνοίγει ἕνα παράθυρο στήν ἐλπίδα. Δέν θά εἶστε γιά πάντα σ᾿ αὐτήν τήν κατάσταση. Ἕνας ἀπόγονος αὐτῆς τῆς γυναίκας θά συντρίψει τήν κεφαλή τοῦ ὄφεως, θά καταργήσει τόν διάβολο, θά φέρει τήν λύτρωση σέ ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος.
Αὐτό, ἀγαπητοί μου, γιορτάζουμε καί πανηγυρίζουμε αὐτές τίς ἡμέρες. Λύτρωσιν ἀπέστειλε Κύριος τῷ λαῷ αὐτοῦ. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ υἱός τῆς παρθένου γίνεται. Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ σαρκώθηκε, ἔγινε ἄνθρωπος καί ἦλθε εἰς τά ἴδια, στούς δικούς του ἀνθρώπους. Τά ἀνάκτορα πού ὁ ἴδιος ἔκτισε τά βρῆκε ἀνατιναγμένα καί κατεστραμμένα, τίποτε δέν ἦταν ὄρθιο.
Πράγματι, λέγουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅτι, ὅταν ἦρθε ὁ Χριστός στόν κόσμο, οἱ ἄνθρωποι βρισκόντουσαν στό ἔσχατο σημεῖο καταπτώσεως καί ἐτυραννοῦντο φοβερά ἀπό τούς δαίμονες. Γι᾿ αὐτό ἔχουμε μέσα στά Εὐαγγέλια πολλά θαύματα θεραπείας δαιμονισμένων. Ὅλα λοιπόν κατεστραμμένα εἴτε ὑλικά, εἴτε πνευματικά, κυρίως τό δεύτερο. Γι᾿ αὐτό κανένα σπίτι δέν ὑπῆρχε νά ἀνοίξει τήν πόρτα του στόν Χριστό. Μόνο ὁ σταῦλος ὑπῆρχε. Ἕνα σπήλαιο μέ ζῶα. Καί ὁ Χριστός, χωρίς δισταγμό καί ἐπιφυλάξεις, μπῆκε σ᾿ αὐτόν τόν σταῦλο τῶν ζώων. Ἐκεῖ κατέλυσε καί ἀναπαύθηκε. Αὐτόν χρησιμοποίησε σάν σκάλα, γιά νά κατεβεῖ στήν γῆ. Αὐτό τό σπήλαιο ἔκανε γέφυρα, γιά νά ἔρθει κοντά στούς ἀνθρώπους.
Οἱ ἄνθρωποι, ὅπως διαβάζουμε στήν Ἁγία Γραφή, ὡμοιώθησαν τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί σέ πολλές περιπτώσεις ἔγιναν χειρότεροι ἀπό αὐτά. Ὁ Χριστός προτίμησε νά γεννηθεῖ ἀνάμεσα σέ ζῶα παρά σέ ἀνθρώπους. Θεός ἐν φάτνῃ ἀνακλίνεται. Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἡ τροφή τοῦ παντός κόσμου, ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς ἀνακλίνεται μέσα στήν φάτνη, ὥστε τά ζῶα, οἱ ἄνθρωποι, ὅταν θά ἔσκυβαν μέσα στό παχνί, γιά νά πάρουν τήν τροφή τους, ἐκεῖ μέσα θά εὕρισκαν, θά συναντοῦσαν τόν οὐράνιο ἄρτο, τόν Χριστό.
Ἔρχεται λοιπόν ὁ Χριστός στόν κόσμο καί βρίσκει τά πάντα κατεστραμμένα καί διαλυμένα. Καί τί κάνει; Ἀναλαμβάνει τό ἔργο τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἀνακτόρων. Προσπαθεῖ νά τά ἀνακαινίσει. Τριάντα τρία χρόνια ὁ Χριστός αὐτό ἔργο ἔκαμνε. Ἀνέστησε τήν πεσμένη ἀνθρώπινη φύση καί τήν ἔβαλε ἐκεῖ, ὅπου ἦν τό πρότερον. Διαβάζουμε σέ μιά εὐχή τῆς Θείας Λειτουργίας, ἔκανε τά πάντα μέχρι πού μᾶς ἀνέβασε στόν οὐρανό καί μᾶς χάρισε τήν βασιλεία του τήν ἐπουράνια. Μέ τήν ἀνάπλαση καί τήν ἀναδημιουργία ὁ Χριστός μᾶς ἔκανε καλύτερους ἀπό ὅ,τι εἴμασταν, μᾶς ἀνέβασε ψηλότερα καί μᾶς ἔκανε συγκληρονόμους του.
Λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, πλέον δέν ἀκοῦμε γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσει, ἀλλά παρ᾿ ὅτι εἶσαι πλασμένος ἀπό γῆ προορίζεσαι γιά τόν οὐρανό. Ὅλα αὐτά τά ὀφείλουμε στόν ἐναθρωπήσαντα Υἱόν τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτά ἐξ αἰτίας τῆς φάτνης καί τοῦ σπηλαίου. Δέν εἶναι λοιπόν ψέμα καί ὑπερβολή, ἄν ποῦμε ὅτι ἡ φτωχική φάτνη μᾶς ἐδόξασε, τό ταπεινό σπήλαιο μᾶς ἀνέβασε στούς οὐρανούς.
Ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Ὤν, ὁ ἦν καί ὁ ἐρχόμενος. Ἦρθε, ἀλλά καί πάντοτε ἔρχεται. Ἕνα τροπάριο αὐτῶν τῶν ἡμερῶν λέγει, σπήλαιον εὐτρεπίζου, ἡ παρθένος ἤκει τοῦ τεκεῖν. Ὁ Χριστός ἦρθε καί  ἔρχεται. Γεννήθηκε καί πάντοτε γεννᾶται. Χτυπάει τήν πόρτα καί τῆς δικῆς μας καρδιᾶς.  Ἐπιθυμεῖ νά μπεῖ καί στό δικό μας σπίτι. Θελει νά γεννηθεῖ καί στήν δική μας φάτνη. Θέλει νά μᾶς βγάλει ἀπό τά λιμνάζοντα νερά, νά μᾶς ξεκολλήσει ἀπό τόν βοῦρκο. Θέλει νά μᾶς βοηθήσει νά ἀναγεννηθοῦμε, νά κάνουμε μιά νέα ἀρχή.
Τά Χριστούγεννα ἔγιναν σ᾿ ἕνα κλειστό χῶρο, περιορισμένο καί ἀκάθαρτο, στόν σταῦλο τῆς Βηθλεέμ. Τά  δικά μας Χριστούγεννα νά τά γιορτάσουμε μέσα στήν Ἐκκλησία, ὄχι σέ κέντρα διακεδάσεως. Μέσα στό σπίτι μας μέ τούς δικούς μας, μέ ὅλους τούς συγγενεῖς, ὄχι μέ ἐκδρομές στήν Εὐρώπη ἤ στήν Ἀσία, ἀνάμεσα σέ ἄπιστους, ἀλλόθρησκους καί αἱρετικούς. Νά γιορτάσουμε μέ καθαρές ψυχές, γιά νά καταδεχθεῖ τό Θεῖο Βρέφος νά ἀναπαυθεῖ καί στήν δική μας φάτνη, στή δική μας καρδιά καί νά μᾶς ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ἀνάπαυση. Ἀμήν.-

Χριστού-Γέννα σε μια μετά Χριστόν εποχή...

Σχετική εικόνα
  Ας το παραδεχτούμε.Μπορεί να μην μας αρέσει να το παραδεχόμαστε,αλλά όσο πάνε οι χριστιανικές εορτές "ξεφτίζουν",μαραίνονται.Δεν μυρίζει πλέον Χριστούγεννα, έστω και εξωτερικά, εθυμοτυπικά όπως λέμε.Δεν υπάρχουν πλέον χριστιανικά έθνη, χριστιανικές κοινωνίες,χριστιανικές οικογένειες.
 Η εποχή μας όσο πάει απομακρύνεται απ'το μήνυμα του Ευαγγελίου.Όλα αυτά σα να μην "κάνουν νόημα" στο σημερινό άνθρωπο.Σαν ο σημερινός άνθρωπος να θέλει να δώσει την προσοχή του σε κάτι άλλο.Δεν ξέρω αυτό το κάτι άλλο αν έχει "μορφωθει" ακόμα στις συνειδήσεις των ανθρώπων,ώστε να μπορέσει να περιγραφεί. Πραγματικά όμως βρισκόμαστε σε μιά μετά Χριστόν εποχή που αναζητάει τον Θεό της.

Και ενώ οι Μεσσίες πληθαίνουν στην εποχή μας ,και υποστασιάζονται είτε σε πρόσωπα, είτε σε ιδεολογίες, είτε σε πολιτικές, είτε σε θρησκείες βλέπουμε έναν κόσμο να βουλιάζει στη λάσπη που ο ίδιος παράγει.
Και αναρωτιέται κανείς πού να πιστέψω; Πού να ελπίσω; Τι να περιμένω;
Άραγε ο Χριστός ,το ευαγγέλιο Του και το Έργο Του είναι ξεπερασμένα;
Όπως υποστηρίζει το New Age είμαστε σε μια εποχή που ο Χριστός είναι για την παλιά εποχή;
Παρ'όλη την έντονη κριτική που δέχτηκε και δέχεται ο Χριστιανισμός το ευαγγελικό μήνυμα στέκει ανυπέρβλητα ισχυρό για τον σημερινό άνθρωπο που ζητάει πάρα πολλά και έχει απογοητευθεί απ'όλα!

Ο Μεσσίας που προβάλλουν τα Χριστούγεννα είναι ο άνθρωπος Ιησούς.Ο Θεός λαμβάνει υπόσταση στο κάθε ανθρώπινο πρόσωπο και μετέχει του πόνου, της αγωνίας, της δοκιμασίας που γεύεται ο κάθε άνθρωπος.Ένας Θεός όχι φανταστικός αλλά ψηλαφητός στην ιστορία και στην πραγματικότητα.Όχι ένας Θεός της διάνοιας του ανθρώπου, αλλά ένας Θεός που την υπερβαίνει και την σκανδαλίζει ακόμα.

2.000 χρόνια μετά κανένα ανθρώπινο επίτευγμα, καμιά αθεϊστική προπαγάνδα,καμιά θρησκευτική παράδοση δεν κατάφερε είτε να ξεριζώσει,είτε να μετριάσει την αγάπη που ενσάρκωσε στο πρόσωπό του ο Ιησούς Χριστός.Μια αγάπη που θεραπεύει κάθε ανθρώπινη οδύνη και απαντάει σε κάθε ανθρώπινη αναζήτηση για το τι είναι αληθινό και τι αξίζει.
Άνοιγμα προς την ζωντανή σαρκωμένη αγάπη είναι η εορτή των Χριστουγέννων.
Αυτή την αγάπη που παρέχει πλουσιοπάροχα ο Χριστός και τόσο έχει ανάγκη ο σύγχρονος άνθρωπος.


Γιατί γιορτάζουμε τη Σύναξη της Θεοτόκου

xristou genna2
Σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας, μετά από κάθε σημαντικό γεγονός που συνδέεται με την έλευση του Υιού του Θεού στον κόσμο για τη σωτηρία του, εορτάζεται η σύναξη προς τιμήν του προσώπου που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σ’ αυτό.
Για παράδειγμα, όπως μετά τη Βάπτιση του Χριστού έχουμε τη Σύναξη του Αγίου Ιωάννη του  Βαπτιστού, έτσι μετά  τη Γέννησή Του έχουμε τη Σύναξη της Θεοτόκου.
Η κάθε Σύναξη  προεκτείνει την καθεαυτό γιορτή εμβαθύνοντας στο νόημά της και επαναλαμβάνοντας τους περισσότερους ύμνους της.
Συνεπώς,  η Σύναξη της Θεοτόκου τονίζει μεν τη Γέννηση του Κυρίου δίνοντας  όμως έμφαση στην πραγματικότητα της  Σάρκωσής Του, πράγμα που μπορεί να λανθάνει της προσοχής μας σήμερα,  ενώ ήταν ζωτικής σημασίας  για την Εκκλησία κατά τους πρώτους αιώνες που είχε να αντιμετωπίσει  αιρετικούς που αμφισβητούσαν την Ενσάρκωση. Θεωρούσαν την εμφάνιση του Υιού του Θεού «κατά δόκησιν» και πίστευαν ότι η παρουσία του στη γη ήταν φαινομενική. Στην ουσία ήταν οπαδοί του ιρανικού ζωροαστρισμού ο οποίος πρέσβευε τη δυαρχία, την ύπαρξη δηλαδή ενός καλού και ενός κακού θεού  σε συνδυασμό με την δυαλιστική αντίληψη κατά την οποία  ο πρώτος είναι δημιουργός της ψυχής ενώ ο δεύτερος του σώματος και της ύλης του κόσμου. Γι’ αυτό, ήταν ασύλληπτο γι’ αυτούς να διανοηθούν πως ο καλός θεός που ήρθε να σώσει την ψυχή του ανθρώπου,   μπορούσε να προσλάβει και να σώσει την ανθρώπινη σάρκα, την οποία θεωρούσαν δημιούργημα του κακού θεού.
Η Εκκλησία αντέδρασε με σθένος κατά των προαναφερθεισών  δοξασιών γιατί διαστρέφουν την αλήθεια, αφού ο Ένας και  Αγαθός από τη φύση του Θεός δημιούργησε τον κόσμο, δηλαδή την ύλη και το σώμα του ανθρώπου.
Ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος επισημαίνει πόσο σημαντική για τη σωτηρία είναι η αλήθεια αυτή  καθώς η  αποδοχή της  πραγματικότητας της Σάρκωσης του Θεού, αποτελεί  ίδιον του Χριστιανού.
Αυτή την αλήθεια τονίζει η Σύναξη της Παναγίας αλλά και το γεγονός ότι από όλα τα δώρα που προσέφερε η  δημιουργία του Θεού προς ευχαριστία για την αποστολή του Υιού Του, το ανώτερο είναι  η Παναγία Παρθένος, που με την  προσφορά τους εαυτού της έγινε συνεργός  στο υπέρτατο μυστήριο, γι’ αυτό και αποτελεί μεσίτρια του ανθρωπίνου γένους, παρηγοριά και ελπίδα μας!

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...