Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 12, 2018

Εξομολόγηση και θεία Κοινωνία, του πατρός Αλεξάντρου Σμέμαν


Όταν η μετάληψη ολόκληρης της σύναξης σε κάθε Λειτουργία, που εξέφραζε τη μετοχή στην ακολουθία, έπαψε να είναι ο κανόνας και αντικαταστάθηκε από την πρακτική της σπάνιας προσέλευσης, έγινε πλέον φυσικό ότι θα προηγούνταν αυτής της προσέλευσης το μυστήριο της Μετανοίας –δηλαδή της εξομολόγησης και καταλλαγής των πιστών με την Εκκλησία, με τη μεσιτεία της συγχωρητικής ευχής.
Η πρακτική αυτή – επαναλαμβάνω, φυσική και προφανής στην περίπτωση της σπάνιας προσέλευσης στη θεία Κοινωνία - επέτρεψε την εμφάνιση μιας νέας θεωρίας στους κόλπους της Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία η Μετάληψη για το σώμα των λαϊκών γίνεται αδύνατη χωρίς το μυστήριο της εξομολόγησης, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει για τον κλήρο. Έτσι, η εξομολόγηση προηγείται υποχρεωτικά – πάντοτε και σε κάθε περίπτωση - της μετάληψης. Τολμώ να δηλώσω υπεύθυνα ότι η θεωρία αυτή (που βρήκε ευρεία εφαρμογή στη Ρωσική Εκκλησία) δεν θεμελιώνεται με κανένα τρόπο στην Παράδοση, αλλά κατάφορα έρχεται σε σύγκρουση με το ορθόδοξο δόγμα της Εκκλησίας για την Κοινωνία και την Εξομολόγηση.

Για του λόγου το αληθές κανείς δεν έχει παρά να θυμηθεί την ουσία του μυστηρίου της Μετανοίας. Εξ αρχής η εξομολόγηση στην εκκλησιαστική συνείδηση και διδασκαλία ήταν το μυστήριο της συμφιλίωσης με την Εκκλησία για όσους είχαν αφοριστεί απ’ αυτήν, δηλαδή εκείνους που είχαν αποκλειστεί από την ευχαριστιακή σύναξη. Γνωρίζουμε ότι, αρχικά, η ιδιαίτερα αυστηρή εκκλησιαστική πειθαρχία επέτρεπε μία τέτοια συμφιλίωση άπαξ στη διάρκεια του βίου του μετανοούντα, αλλά αργότερα, ειδικά μετά την είσοδο στην Εκκλησία ολόκληρου του πληθυσμού, ο συγκεκριμένος κανόνας έγινε πιο χαλαρός. Στην ουσία του, το Μυστήριο της Μετανοίας ως μυστήριο συμφιλίωσης με την Εκκλησία αφορούσε εκείνους μόνο που η Εκκλησία είχε αφορίσει για αμαρτίες και πράξεις επ’ ακριβώς οριζόμενες στην Κανονική παράδοσή της. Κάτι, άλλωστε, που γίνεται φανερό κι από την συγχωρητική ευχή: “Αδελφέ, δι’ ό ήλθες προς τον Θεό, και προς εμέ, μη αισχυνθής, ου γαρ εμοί αναγγέλεις, αλλά τω Θεώ, εν ώ ίστασαι”. (Παρεμπιπτόντως, οφείλουμε να χρησιμοποιούμε την ορθή ευχή της συγχωρήσεως κι όχι την άλλη, ξένη στις ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, εκδοχή της, – “Εγώ, ο ανάξιος ιερέας, με την εξουσία που μου έχει δοθεί, σε απαλλάσσω...” - που είναι λατινογενούς προέλευσης και παρεισέφρησε στα λειτουργικά μας βιβλία κατά την περίοδο της επικράτησης στοιχείων της Δυτικής θεολογίας ανάμεσα στους Ορθοδόξους).
Όλα αυτά δεν σημαίνουν, βέβαια, ότι οι “πιστοί”, δηλαδή οι “μη αφορισμένοι”, θεωρούνταν από την Εκκλησία αναμάρτητοι. Καταρχήν, σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία κανένα ανθρώπινο όν δεν είναι αναμάρτητο, με εξαίρεση την Υπεραγία Θεοτόκο, τη Μητέρα του Κυρίου. Κατά δεύτερον, η προσευχή για την συγχώρεση και άφεση των αμαρτιών είναι αναπόσπαστο μέρος της ίδιας της Λειτουργίας (βλ. τον Τρισάγιο Ύμνο και τις δύο “Ευχές των πιστών”). Τέλος, η Εκκλησία πάντοτε φρονούσε ότι η Θεία Κοινωνία προσφέρεται “εις άφεσιν αμαρτιών”. Έτσι το θέμα εδώ δεν είναι η αναμαρτησία, που καμία συγχωρητική ευχή δεν είναι ικανή να την επιτύχει. Αλλά η διάκριση που πάντοτε γινόταν από την Εκκλησία ανάμεσα στην αμαρτία που εξορίζει τον άνθρωπο από τη ζωή της χάριτος της Εκκλησίας, και στην αμαρτωλότητα που αναπόφευκτα συνοδεύει τη ζωή κάθε ανθρώπινου όντος “που ζεί εν τω κόσμω και ενδύεται σάρκα”. Θα λέγαμε ότι μέσα στην ακολουθία της Λειτουργίας η φθαρείσα από την αμαρτία φύση μας “αναπλάθεται” όπως ομολογούμε στις ευχές των πιστών πριν από την προσφορά των θείων Δώρων. Ενώπιον του Αγίου Ποτηρίου, τη στιγμή της πρόσληψης των Μυστηρίων, παρακαλούμε για συγχώρεση των αμαρτιών “εκουσίων τε και ακουσίων, εν λόγοις ή έργοις, εν γνώση και αγνοία” και εμπιστευόμαστε ότι, στο μέτρο της μετανοίας μας, θα λάβουμε αυτή την συγχώρεση.
Όλα αυτά βεβαίως σημαίνουν – και κανείς δεν το αρνείται - ότι ο μόνος πραγματικός όρος για την προσέλευση στα θεία Μυστήρια είναι η μετοχή μας στο Σώμα της Εκκλησίας, μετοχή που αντιστρόφως βρίσκει την πληρότητά της με την πρόσληψη των μυστηρίων. Η Μετάληψη δίνεται προς “άφεση αμαρτιών και ίαση ψυχών τε και σωμάτων”, πράγμα που υποδηλώνει με σαφήνεια, τι άλλο, παρά τη μετάνοια, τη συναίσθηση της πλήρους αναξιότητάς μας και τη συνείδηση της Κοινωνίας ως θείου δώρου που κανένα επίγειο όν δεν είναι “άξιο” να λάβει. Όλο το νόημα της προετοιμασίας για την Κοινωνία, όπως ορίστηκε από την Εκκλησία (στην Ακολουθία της θείας Μεταλήψεως) δεν είναι να δημιουργήσει στον άνθρωπο το αίσθημα της “αξιότητας” αντίθετα, σκοπεύει στο να δείξει σ’ αυτόν την άβυσσο του ελέους και της άπειρης αγάπης του Θεού: “Τέκνον μου πνευματικόν, ο τη εμή ταπεινότητι εξομολογούμενος, εγώ ο ταπεινός και αμαρτωλός ουκ ίσχύω αφιέναι αμάρτημα επί της γης, ειμή ο Θεός... ο συγχωρήσας Δαυΐδ, διά Νάθαν του Προφήτου, τα ίδια εξομολογήσαντι αμαρτήματα, και Πέτρω την άρνησιν, κλαύσαντι πικρώς, και Πόρνη δακρυσάση επί τους αυτού πόδας, και Τελώνη και Ασώτω, αυτός ο Θεός, συγχωρήσαι σοι δι’ εμού του αμαρτωλού πάντα, και εν τω νυν αιώνι, και εν τω μέλλοντι^ και ακατάκριτόν σε παραστήσαι εν τω φοβερώ Βήματι”. Ενώπιον της Τράπεζας του Κυρίου, η μόνη “αξιωσύνη” των κοινωνούντων είναι αυτή η βαθιά συναίσθηση της “αναξιότητάς τους”. Αυτή είναι η αρχή της σωτηρίας.
Είναι επομένως υψίστης σημασίας για μας να κατανοήσουμε ότι η μετατροπή του μυστηρίου της εξομολόγησης σε μία αναγκαστική προϋπόθεση για την Κοινωνία, όχι μόνο συγκρούεται με την Παράδοση, αλλά προφανώς την παραμορφώνει. Διαστρέφει καταρχήν το δόγμα της Εκκλησίας, δημιουργώντας δύο κατηγορίες μελών, η μία από τις οποίες είναι αφορισμένη στην πραγματικότητα από την Ευχαριστία. Επιπλέον, στρεβλώνει το νόημα και πλήρωμα της εκκλησιαστικής μετοχής. Δεν προκαλεί έκπληξη κατά συνέπεια το γεγονός ότι αυτοί που ο Απόστολος καλεί “συμπολίτες των αγίων και οικείους του Θεού” (Εφεσ. 2:19) γίνονται και πάλι “εθνικοί”, “εκκοσμικεύονται” και η μετοχή τους στην Εκκλησία μετριέται και ορίζεται με χρηματικούς όρους οφειλών και “δικαιωμάτων”. Αλλά, επίσης, αυτό που παραμορφώνεται είναι το δόγμα περί της θείας Κοινωνίας που γίνεται πλέον αντιληπτό ως το μυστήριο για τους λίγους “εκλεκτούς” και όχι ως το μυστήριο της Εκκλησίας των αμαρτωλών που μέσα από το άπειρο έλεος του Χριστού μεταμορφώνονται διαρκώς σε Σώμα Κυρίου. Και τελικά, ανάλογα διαστρέφεται και η διδασκαλία για την εξομολόγηση. Παραποιημένη σε υποχρεωτική προϋπόθεση της Μετάληψης, αρχίζει όλο και πιο φανερά να υποκαθιστά την πραγματική ετοιμότητα για την Ευχαριστία, που δεν είναι άλλη από τη γνήσια εσωτερική μετάνοια, αυτή που έχει εμπνεύσει όλες τις ευχές προ της θείας Κοινωνίας. Ύστερα από μία τρίλεπτη εξομολόγηση και συγχωρητική ευχή ο άνθρωπος αισθάνεται πλέον “δικαιούχος” του μυστηρίου, “άξιος”, ίσως και απαλλαγμένος από τις αμαρτίες του, αισθάνεται με άλλα λόγια το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό στο οποίο μας καλεί η αληθινή μετάνοια.
Με ποιο τρόπο λοιπόν μία τέτοια πρακτική εμφανίστηκε και καθιερώθηκε, ώστε σήμερα πολλοί να την υπερασπίζονται ως την πλέον ορθόδοξη; Για να απαντήσουμε στην ερώτηση πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τρεις παράγοντες: Έχουμε ήδη αναφερθεί στον ένα: Πρόκειται για την επιφανειακή και χλιαρή προσέγγιση της πίστης και της ευσέβειας από την ίδια τη χριστιανική κοινότητα, που οδήγησε αρχικά στην σπάνια Μετάληψη και τελικά στον υποβιβασμό της σε άπαξ του έτους “υποχρέωση”. Είναι ξεκάθαρο ότι ο πιστός που προσέρχεται στο ιερό Μυστήριο μία φορά τον χρόνο οφείλει πράγματι να “συμφιλιωθεί” με την Εκκλησία, μέσα από μία εξέταση της συνείδησης και της ζωής του κατά το μυστήριο της Εξομολόγησης.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η επιρροή της μοναστικής πρακτικής, που βέβαια στο σύνολό της είναι ιδιαίτερα ευεργετική για την Εκκλησία. Οι μοναχοί λοιπόν, γνώριζαν και ασκούσαν εξ’ αρχής την πρακτική της “έκθεσης των λογισμών” και της πνευματικής καθοδήγησης των απείρων από τον πιο έμπειρο της κοινότητας. Αλλά - κι αυτό είναι το ουσιώδες - αυτός ο πνευματικός πατέρας ή “γέροντας” δεν ήταν απαραίτητα ιερέας, αφού η πνευματική καθοδήγηση συνδεόταν με την πνευματική εμπειρία και όχι την ιεροσύνη.
Στα Βυζαντινά μοναστικά τυπικά του 7ου-8ου αιώνα οι μοναχοί απαγορεύεται να αποφασίζουν μόνοι τους για την προσέλευση ή την αποχή τους από το Άγιο Ποτήριο, χωρίς δηλαδή τη συγκατάθεση του πνευματικού τους πατέρα, καθώς “η εξαίρεση εαυτού από την Κοινωνία είναι η εφαρμογή του ιδίου θελήματος”. Στις γυναικείες μονές παρόμοια άδεια απαιτείται από την ηγουμένη. Παρατηρούμε, λοιπόν, πώς η εξομολόγηση εδώ είναι μη μυστηριακού τύπου και βασίζεται στην πνευματική εμπειρία και την διαρκή καθοδήγηση. Ωστόσο, αυτού του είδους η πρακτική έχει έντονο αντίκτυπο στο καθαυτό μυστήριο της Εξομολόγησης. Στη διάρκεια της πνευματικής παρακμής (της οποίας την αληθινή έκταση και σημασία ανακαλύπτει κανείς μέσα στους κανόνες της λεγομένης Συνόδου του Τρούλου του 6ου αιώνα), τα μοναστήρια παρέμειναν τα κέντρα της πνευματικής μέριμνας και νουθεσίας των λαϊκών. ...] Ο λαός με φυσικό τρόπο ταύτισε αυτό το είδος της πνευματικής καθοδήγησης με την μυστηριακή εξομολόγηση. Θα πρέπει, ωστόσο, να τονίσουμε ότι την ικανότητα της πνευματικής καθοδήγησης δεν διαθέτει ο κάθε ενοριακός ιερέας, αφού αυτή προϋποθέτει βαθιά πνευματική εμπειρία, χωρίς την οποία η “καθοδήγηση” μπορεί να οδηγήσει, και στην πραγματικότητα συχνά οδηγεί, σε αληθινές πνευματικές τραγωδίες. Αυτό που ενδιαφέρει εδώ, είναι ότι το μυστήριο της μετανοίας συνδέθηκε κατά μία έννοια με την πνευματική καθοδήγηση, την επίλυση “δυσκολιών” και “προβλημάτων"^ κατ’ επέκταση στην παρούσα ενοριακή ζωή ταυτίστηκε με τις “μαζικές” ολιγόλεπτες εξομολογήσεις που εστιάζονται κυρίως στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής, όπου η όποια νουθεσία και ανέφικτη γίνεται, αλλά και είναι πιθανό ότι φέρει περισσότερη βλάβη παρά όφελος. Η πνευματική καθοδήγηση πρέπει να αποσυνδεθεί από την μυστηριακή εξομολόγηση, έστω κι αν αυτή η τελευταία είναι προφανώς το απώτερο τέλος κι ο σκοπός της.
Ο τρίτος και αποφασιστικός παράγοντας ήταν, φυσικά, η επίδραση της Δυτικής, Σχολαστικής και δικανικής κατανόησης της μετανοίας. Έχουν πολλά γραφεί για την “δυτική υποδούλωση” της Ορθόδοξης θεολογίας, αλλά φοβάμαι πώς λίγοι άνθρωποι συνειδητοποιούν το βάθος και το αληθινό νόημα της στρέβλωσης στην οποία η Δυτική επιρροή οδήγησε την ίδια τη ζωή της Εκκλησίας και πάνω απ’ όλα την κατανόηση των Μυστηρίων. Αυτό γίνεται φανερό στο μυστήριο της μετανοίας. Η σοβαρή παραμόρφωση εδώ συνίσταται στην μετατόπιση του νοήματος του μυστηρίου από την μετάνοια και την εξομολόγηση στην στιγμή της “άφεσης” που προσλαμβάνεται δικανικά. Η Δυτική Σχολαστική θεολογία διαχώρισε σε δικανικές κατηγορίες την ίδια την ουσία της αμαρτίας και, αντίστοιχα, την έννοια της άφεσης. Η τελευταία πηγάζει εδώ όχι από την αλήθεια, δηλαδή την αυθεντική φύση της μετανοίας, αλλά από την εξουσία του ιερέως. Εάν για την αρχική ορθόδοξη κατανόηση του μυστηρίου της εξομολόγησης ο ιερέας είναι ο παρευρισκόμενος μάρτυρας της μετανοίας, και ως εκ τούτου μάρτυρας της πλήρους “καταλλαγής με την Εκκλησία εν Χριστώ Ιησού...”, ο Λατινικός νομικισμός υπερτονίζει την εξουσία του ίδιου του ιερέως να δίνει άφεση αμαρτιών. Έτσι προκύπτει η ολότελα καινοφανής για το Ορθόδοξο δόγμα, αλλά αρκετά δημοφιλής σύγχρονη πρακτική της “άφεσης-απαλλαγής” χωρίς εξομολόγηση. Η αρχική διάκριση ανάμεσα σε αμαρτίες –αφορισμούς από την Εκκλησία (από τους οποίους προέκυπτε η ανάγκη της μυστηριακής συμφιλίωσης με το Εκκλησιαστικό Σώμα) και της αμαρτωλότητας που δεν εξέβαλε τον πιστό εκτός Εκκλησίας, εκλογικεύθηκε από τον Δυτικό Σχολαστικισμό σε διαχωρισμό ανάμεσα στις λεγόμενες θανάσιμες και εξαγοράσιμες (συγγνωστές) αμαρτίες. Οι πρώτες, έχοντας απομακρύνει τον άνθρωπο από την “κατάσταση της χάριτος” απαιτούν μυστηριακή εξομολόγηση και άφεση, ενώ οι υπόλοιπες χρήζουν μόνο εσωτερικής μεταμέλειας. Στην Ορθόδοξη Ανατολή, ωστόσο, και ιδιαίτερα στη Ρωσία (κάτω από την επίδραση της Λατινόφρονος θεολογίας του Πέτρου Μογίλα και των μαθητών του) η θεωρία αυτή κατέληξε στην υποχρεωτική και δικανική σύνδεση ανάμεσα στην εξομολόγηση-άφεση και την Ευχαριστία.
Κατά έναν ειρωνικό τρόπο η πιο ολοφάνερη “διείσδυση” των Λατίνων αντιμετωπίζεται από μεγάλο αριθμό πιστών ως ορθόδοξη νόρμα, ενώ η πιο απλή απόπειρα για επαναξιολόγηση της πρακτικής κάτω από το φως του αυθεντικού ορθοδόξου δόγματος της Εκκλησίας και των μυστηρίων καταγγέλλεται ως “Ρωμαιοκαθολική”! 
π.Αλεξάνδρου Σμέμαν 
Αρχική πηγήεδώ
 
το είδαμε εδώ

Οι τρεις πειρασμοί του Κυρίου


    Πριν  από το δικό του Πάσχα και πριν από το Πάσχα του λαού Του ο Χριστός εισέρχεται στην έρημο (Ματθ. 4, 1). Και όπως ο παλαιός Ισραήλ με τον Μωυσή έμεινε σαράντα χρόνια, έτσι και ο Χριστός μένει σαράντα ημέρες μέσα στη δοκιμασία της ερήμου, όπου αντιμετωπίζει από τον πειραστή διάβολο τρεις πειρασμούς.


 
    Ο πρώτος πειρασμός ήταν ο «βιολογικός» πειρασμός, ο πειρασμός της πείνας και της δίψας (Ματθ. 4,2). Ο πονηρός, μετά σαράντα ημέρες νηστείας και άσκησης του Χριστού, του λέγει: «Εάν είσαι υιός του Θεού, κάνε τις πέτρες ψωμί για να χορτάσεις την πείνα σου και την πείνα του κόσμου. Ξεκινάς για το έργο Σου και ξεχνάς ότι ο κόσμος πεινά. Ικανοποίησε πρώτα τις υλικές του ανάγκες και μετά προσπάθησε να τους οδηγήσεις στην πνευματική ζωή».
Ο Χριστός στην πρόκληση του πονηρού αρνείται να μετατρέψει τις πέτρες σε ψωμί. Δεν υπόσχεται κανέναν υλικό παράδεισο, αλλά δημιουργεί ένα προηγούμενο και μια πνευματική παράδοση για τον λαό Του με την απάντησή Του: «Ο άνθρωπος δε ζει μόνο με το ψωμί, τα υλικά αγαθά, αλλά με τον λόγο του Θεού που δίδει περιεχόμενο στη ζωή του». Η πίστη και η πνευματική ζωή δεν μπορεί να υποτάσσονται στην καθημερινή ανάγκη. Η ορθόδοξη ζωή είναι η υπέρβαση της καθημερινότητας, είναι η είσοδος διά της ερήμου της ιστορίας στον χώρο της αιωνιότητας. Ο πειρασμός αυτός έχει ιδιαίτερη σημασία για μια κοινότητα, για έναν κόσμο που οικοδομείται.

Ο δεύτερος πειρασμός του Ιησού Χριστού στην έρημο ήταν ο πειρασμός της πνευματικής επάρκειας και πνευματικής ανεξαρτησίας από τη Χάρη και την παρουσία του Θεού. Είναι ένα είδος πειρασμού «αυτοσυνειδησίας». Ο πειραστής διάβολος παραλαμβάνει τον Ιησού, μας αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, και τον οδηγεί στον Ναό, όπου διατυπώνει μέσα σε ιερό μάλιστα χώρο τον πειρασμό του: «Εάν είσαι υιός του Θεού, πέσε κάτω από τη στέγη του Ναού, γιατί είναι γραμμένο ότι δε θα πάθεις τίποτε, αφού ο Θεός θα δώσει εντολή για Σένα στους αγγέλους Του και θα σε σηκώσουν στα χέρια τους» (Ματθ. 4, 6).
Ο διάβολος προκαλεί τον Χριστό να κάνει κάποιο θαύμα, για να αποδείξει τη θεία Του προέλευση. Αντιλαμβάνεται κανείς τί θα σήμαινε, εάν έστω προς στιγμήν, αμφέβαλε ο Χριστός για τη φύση του προσώπου Του και της αποστολής Του· εάν ήθελε, σύμφωνα με τον πειρασμό, να δοκιμάσει, τη σχέση Του με τον Θεό Πατέρα και να βεβαιωθεί για τον εαυτό Του και τις δυνατότητές Του.
   Αν τώρα ο πειρασμός αυτός μεταφερθεί στον χώρο του ανθρώπου και της ανθρώπινης κοινωνίας, τότε μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί ο κόσμος και ο άνθρωπος σήμερα βρίσκεται σε κατάσταση ελλείψεως αυτογνωσίας και αυτοσυνειδησίας. Πόσες φορές ο κόσμος δεν αναζητά από την πίστη θαύματα για να πιστέψει; Ο Κύριος, όμως, δεν ενδίδει στον μεγάλο αυτό πειρασμό- γιατί θέλει η πίστη του ανθρώπου να μη στηρίζεται σε θαυματουργικές πράξεις ή εξωτερικά τεκμήρια. Η πίστη στον Θεό, που είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, είναι ουσιαστικά μια ελεύθερη και αγαπητική αποδοχή που δικαιώνεται μόνο από τους καρπούς της.

Ο τρίτος πειρασμός της ερήμου είναι ο πειρασμός της εξουσίας και της δυνάμεως. «Εάν πέσεις και με προσκυνήσεις, θα σου δώσω όλα τα βασίλεια του κόσμου» (Ματθ. 43). Είναι πολύ χαρακτηριστικό πως στην έρημο ο διάβολος δεν έρχεται ν’ αποτρέψει τον Ιησού από τη μεσσιανική αποστολή Του και να τον απομακρύνει από την άσκηση μιας κάποιας εξουσίας. Ο Ιησούς Χριστός καλείται από τον σατανά να γίνει Μεσσίας του διαβόλου και να ασκήσει την εξουσία αυτή επάνω σ’ όλους τους λαούς της γης στο όνομα του πειραστή.
Ο τρίτος αυτός πειρασμός ανακεφαλαιώνει κατά τρόπο απτό και ωμό την τραγική ιστορία του ανθρώπου διά μέσου των αιώνων, μια Ιστορία πολέμων και βιαιοτήτων, αρπαγών και διεκδικήσεων. Μια ιστορία ασκήσεως εξουσίας όχι εν ονόματι της αλήθειας και του Θεού, αλλά εν ονόματι του ψεύδους και του διαβόλου. Μια ιστορία που δεν οδήγησε ποτέ τον άνθρωπο σε ελευθερία αλλά σε χίλιες δυό μορφές δουλείας.

Ο Χριστός, μέσα στο Ευαγγέλιο, δίδει το μέτρο και το νόημα της ηγεσίας. Η εξουσία συνδέεται όχι με την καταδυνάστευση αλλά με τη διακονία και την προσφορά. «Ξέρετε ότι οι άρχοντες καταδυναστεύουν τα έθνη και οι μεγάλοι τα καταπιέζουν. Αυτό δε θα γίνεται σ’ εσάς, αλλά εκείνος που θέλει να γίνει μεγάλος ανάμεσά σας θα είναι διάκονός σας, και εκείνος που θέλει να είναι πρώτος, αυτός θα είναι δούλος σας, όπως ακριβώς ο Υιός του Ανθρώπου δεν ήλθε να υπηρετηθεί, αλλά να διακονήσει και να δώσει τη ζωή του λύτρο αντί πολλών».



Μ’ αυτές τις τρεις αρχές ο Χριστός ξεκινά το τρίχρονο θείο έργο Του και συντελείται πραγματικά κάτι θαυμαστό: Ο λαός που βρισκόταν στο σκοτάδι και την απειλή του θανάτου είδε να ανατέλλει μέγα και λαμπρό Φως. Το Φως αυτό είναι η Χάρη του Θεού, το Φως της Θεότητας. Ο Κύριος καλεί σε μετάνοια και αλλαγή τον άνθρωπο, γιατί η Βασιλεία του Θεού δεν είναι πια ένα μακρινό όραμα, αλλά μια πραγματικότητα που είναι απτή στο πρόσωπο του Μεσσία Χριστού και βιώνεται μέσα στη Θεία Ευχαριστία και την Εκκλησία. Ας παρακαλάμε, λοιπόν, τον άγιο Θεό να φωτίζει το σκότος του νου μας, γιατί, όταν φωτιστεί το σκοτάδι του νου μας, τότε γινόμαστε ολοκληρωμένοι άνθρωποι, φωτόμορφα τέκνα της Εκκλησίας.


(Αγαθαγγέλου, επισκόπου Φαναρίου, «Η ζύμη του Ευαγγελίου», εκδ. Αποστολική Διακονία)

πηγή:εδώ

Θάνατος και Ανάσταση (στην πνευματική ζωή)


 
π. Παναγιώτης Βαρδουνιώτης - Ευχή
Η Καινή Διαθήκη: αρχαίο κείμενο, νεοελλ. μετάφραση σε απλή καθαρεύουσα.

Κάποιοι άνθρωποι, με αγαθή διάθεση μπορώ να ομολογήσω, έρχονται στο Μυστήριο της Εξομολογήσεως και αφού εξομολογηθούν, ρωτούν:

 Πάτερ ποια είναι τα καθηκοντά μου απέναντι στο Θεό; 
Εννοώντας κάθε πότε πρέπει να έρχονται στην Εκκλησία, πότε να φέρνουν πρόσφορο, λάδι, κερί, λιβάνι κ.α. Κάθε πότε πρέπει να κοινωνούν, λές και είναι καθήκον και αυτό.

Βέβαια δεν φταίνε αποκλειστικά αυτοί οι άνθρωποι, αφού μια έτοια τυπική λατρείας καθηκοντολογίας παραλάβανε. Κάποτε ένας ιερέας είπε κάτι που είναι αλήθεια. Δικαιολογώντας την γλώσσα της λατρείας είπε: 

Η Εκκλησία είναι καθεστηκυία τάξις, καθεστώς. Αυτό είναι το δράμα που ζούμε όλοι οι χριστιανοί. Ενώ η ζωή της Εκκλησίας είναι μία διαρκής κίνηση, από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση, εμείς οι βολεμένοι συνειδησιακά, την καταντήσαμε καθεστώς. Ένα έλος που από πάνω φαίνεται γαλήνιο και από κάτω πεθαίνει από την ακινησία. Ο Χριστός λέει στο ευαγγέλιο του Ματθαίου:
 «Μη νομίζετε ότι ήλθα να επιβάλω μια εξωτερική γαλήνη, αλλά ήλθα να βάλω μάχαιρα, διαίρεση» (Ματθ.10,34). 
Έναν πόλεμο μέσα στον άνθρωπο. 

Όπως μας λέει ο απ. Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή:

 «Ευχαριστούμαι και ευφραίνομαι στο νόμο του Θεού με όλη την ψυχή και την καρδιά και τον νου. Βλέπω όμως να κυριαρχεί στο σώμα μου άλλος νόμος, η δύναμη της αμαρτίας που αντιστρατεύεται και μάχεται όσα ο νους μου και η συνείδηση μου υποδεικνύουν ως ορθά και με υποδουλώνουν στο νόμο της αμαρτίας, ο οποίος κυριαρχεί στην αμαρτωλή ανθρώπινη φύση μου. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι εγώ δουλεύω σε δύο κυρίους. Με τον νου και την συνείδηση δουλεύω στο νόμο του Θεού, με το σώμα μου όμως δουλεύω στο νόμο της αμαρτίας» (Ρωμ.7,22-25).  
Αυτή η μάχη μεταξύ πνεύματος και ψυχής και σώματος είναι η ζωή του χριστιανού. Όχι για να εξολοθρεύσει το σώμα, αλλά για να φέρει ειρήνη μεταξύ ψυχής και σώματος. Το σώμα να επιθυμεί τα της ψυχής και η ψυχή να αναπαύει το σώμα. Έτσι η Εκκλησία δεν είναι καθεστώς, αλλά πόλεμος, θάνατος και ανάσταση. 

 
Εικ. από εδώ
 
Ο Χριστός λέει στον νυχτερινό μαθητή Νικόδημο:

 «Αλήθεια σου λέγω, εάν δεν αναγεννηθεί κανείς πνευματικώς, από το νερό του Βαπτίσματος και από την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, δεν μπορεί να εισέλθει στην βασιλεία των ουρανών» (Ιω.3,5. "Ν": ο συντάκτης ερμηνεύει το χωρίο, με σωστό τρόπο - στο αρχαίο λέει "εξ ύδατος και πνεύματος"). Όμως για να αναγεννηθεί κανείς σε κάτι νέο, απαιτείται ο θάνατος του παλιού, όπως μας λέει ο απ. Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή:
 «Όσοι με πίστη στον Χριστό έχουμε βαπτισθεί, είμαστε μέτοχοι και του θανάτου του. Έτσι όπως ο Χριστός αναστήθηκε εκ νεκρών, να αναστηθούμε και εμείς πνευματικώς μαζί του, ζώντας μια νέα ζωή, χωρίς να υπηρετούμε την αμαρτία» (Ρωμ.6,3-4). 
Το μυστήριο του Βαπτίσματος λοιπόν είναι θάνατος του παλαιού ανθρώπου, εκείνου που ήταν δούλος στην αμαρτία. Όμως και το Βάπτισμα σήμερα γίνεται ως καθήκον, τυπικά, και έτσι έχει χάσει την δυναμική του θανάτου. Ενός πνευματικού θανάτου που μας λυτρώνει από την δουλεία στην αμαρτία.
 Γιατί λέει ο απ. Παύλος: 
«Όπως ο νεκρός δεν μπορεί να αμαρτήσει, έτσι και αυτός που πέθανε μαζί με τον Χριστό, έχει πεθάνει για την αμαρτία» (Ρωμ.6,7).

Γι' αυτόν τον θάνατο και την ανάσταση μαζί με τον Χριστό γράφει ο όσιος Ηλίας ο Έκδικος: «Δεν σταυρώθηκε ακόμη μαζί με τον Χριστό εκείνος που εξακολουθεί να έχει φυσικές κινήσεις στη σάρκα του, ούτε έχει ταφεί μαζί με τον Χριστό εκείνος που σέρνει μαζί του κακές ψυχικές ενθυμήσεις. Πως λοιπόν θα αναστηθεί αυτός μαζί με τον Χριστό για να ζήσει την καινούργια ζωή;» Ακούγοντας καινούργια ζωή μην πάει ο νους σας στην Δευτέρα Παρουσία, αλλά στο τώρα. Ο Χριστός στο ευαγγέλιο του Ιωάννη λέει: «Αλήθεια σας λέγω, αυτός που ακούει τον λόγον μου και πιστεύει στον Θεό, έχει ζωή αιώνιο και δεν έρχεται σε κρίσει, αλλά μεταβαίνει διά του θανάτου στη αληθινή ζωή. Αλήθεια σας λέγω, ότι έρχεται ώρα και τώρα είναι αυτή η ώρα, που οι νεκροί πνευματικώς άνθρωποι θα ακούσουν τον λόγο του Θεού και όσοι τον ακούσουν και τον δεχθούν, θα αναστηθούν πνευματικώς και από τώρα θα ζήσουν την αιώνια ζωή» (Ιω.5,24-25). Συνεπώς ο θάνατος και η ανάσταση μαζί με τον Χριστό συμβαίνει τώρα και όχι σε κάποιο μέλλον. 




Ο Κύριος συζητά με το Νικόδημο (πίνκας του Αλεξάντερ Ιβάνοφ, από εδώ). Η συζήτηση αυτή καταγράφεται στο κεφ. 3 του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου.
 
Με την διαβεβαίωση του Χριστού ότι αν δεν πεθάνεις τώρα ως προς τον κόσμο της αμαρτίας και δεν αναστηθείς συν Χριστώ, στη Δευτέρα Παρουσία η σωματική σου ανάσταση θα είναι «κρίση αιώνιος» (Ιω.5,29). Είναι πολύ σοφή μια επιγραφή που υπάρχει στο Άγιον Όρος: «Αν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις όταν πεθάνεις». Γι αυτόν τον θάνατο για τον κόσμο μιλάει ο απ. Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή: «Διά της συμμετοχής μου στον σταυρό του Χριστού έχει πεθάνει ο κόσμος για μένα και εγώ για τον κόσμο» (Γαλ.6,14). 

Ερμηνεύει πολύ ωραία αυτό το χωρίο του απ. Παύλου, ο όσιος Ηλίας ο Έκδικος γράφοντας: «Εκείνοι για τους οποίους σταυρώθηκε ο κόσμος καρφιά είναι η νηστεία και η αγρυπνία. Δηλαδή η εγκράτεια στα υλικά αγαθά και η ταλαιπωρία της σάρκας. Ενώ για εκείνους που σταυρώθηκςν για το κόσμο καρφιά είναι η ακτημοσύνη, να μην εχεις τίποτα δικό σου και η καταφρόνηση, η περιφρόνηση κάθε τι γήινου. Χωρίς τα δεύτερα οι κόποι των πρώτων είναι ανώφελοι». Μας λέει ο όσιος Ηλίας ότι η νηστεία και η ταλαιπωρία πρέπει να οδηγούν στην ακτημοσύνη και στη καταφρόνηση των υλικών πραγμάτων, αλλιώς είναι τυπικές πρακτικές που δεν ωφελούν, αλλά μάλλον βλάπτουν. Και ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος για το ίδιο θέμα γράφει: «Εκείνος που μίσησε με όλη του την ψυχή και απαρνήθηκε την επιθυμία της σάρκας και την επιθυμία που προέρχεται από την όραση και την αλαζονεία του πλούτου, οι οποίες αποτελούν τον κόσμο της αδικίας, αυτός σταύρωσε τον κόσμο για τον εαυτό του και τον εαυτό του για τον κόσμο». Γι αυτό ο απ. Παύλος γράφει στους Γαλάτες: «Οι δε αληθινοί χριστιανοί έχουν νεκρώσει τον παλαιό σαρκικό άνθρωπο μαζί με τα πάθη και τις αμαρτωλές επιθυμίες του». (Γαλ.5,24).

Ο χριστιανός κάθε μέρα πεθαίνει για τον κόσμο, αυτή είναι η πορεία του. 

Γι αυτό ο όσιος Θεόληπτος Φιλαδελφείας από την εμπειρία του θα μας πει:
 «Όταν είσαι νεκρός για τα πάθη, τότε γίνεσαι μέτοχος της αιώνιας ζωής». Είναι γνωστή η ρήση των πατέρων ότι «για να λάβεις Πνεύμα, πρέπει να δώσεις αίμα». Εμείς οι χριστιανοί, επειδή λόγω της φιλαυτίας μας, αρνούμαστε να αρνηθούμε τα πάθη και τις επιθυμίες της σάρκας μας, είμαστε χριστιανοί τυπικώς. Μετέχουμε στη λατρεία τυπικά, λες και ο Θεός είναι κάποιος απουσιολόγος και μερτάει πόσες φορές θα πάμε στην Εκκλησία. Η εκκοσμίκευση έχει την πρώτη θέση στη λατρεία. Και ας φωνάζει ο απ. Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή:
 «Προσέχετε να μην συμμορφώνεσθε με το φρόνημα και το τρόπο ζωής του κόσμου, των ανθρώπων της υλόφρονης αυτής εποχής, αλλά να μεταμορφώνεσθε με το ξεκαινούργωμα του νου σας, ώστε να εξακριβώνετε ποιο είναι το θέλημα

του Θεού, το οποίο είναι αγαθό και τέλειο». (Ρωμ.12,2). Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος (εικ.) λέει ποιο είναι αυτό το θέλημα του Θεού:  
«Η τέλεια κάθαρση από την αμαρτία, η ελευθερία από τα πάθη της ατιμίας και η απόκτηση της κορυφαίας αρετής, της αγάπης. Αυτό είναι ο καθαρισμός της καρδιάς που γίνεται με τη μέθεξη του τέλειου και θεϊκού Πνεύματος, με εσωτερική αίσθηση».

Αντί όμως για αυτά, εμείς προσπαθούμε να καλοπιάσουμε τον Θεό με διάφορα υλικά πράγματα. Λες και ο Θεός είναι από ύλη, κτιστός και ευχαριστιέται με δωρεές υλικών πραγμάτων. Ξεχνούμε το λόγο του Χριστού: 

«Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας αυτός εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν». (Ιω.4,24) 
Και εμείς συνεχίζουμε να προσφέρουμε: 
 Αγογραφίες Αγίων και βάζουμε το όνομά μας από κάτω. Νομίζουμε ότι έτσι καλοπιάνουμε τον Άγιο.
 Ο Άγιος απέρριψε όλες τις γήινες τιμές για να γίνει άγιος και εμείς τον υποβιβάζουμε στη δική μας ματαιοδοξία.
 «Τιμή μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος», θα μας πει ο ιερός Χρυσόστομος. 
Τιμούμε έναν άγιο όταν προσπαθούμε να του μοιάσουμε στον τρόπο που έζησε. 
Να πεθάνουμε και εμείς όπως και αυτός για τον κόσμο. 
Π.χ. γεμίζουμε τους ναούς με λουλούδια. Στα βάζα λουλούδια, στις εικόνες λοιλούδια, παντού. Ο Χριστός είναι «ο ωραίος κάλλει» από μόνος του.

 Το να προσπαθούμε να τον ομορφήνουμε με λουλούδια, είναι σαν να παραδεχόμαστε ότι δεν είναι και τόσο ωραίος. Η Παναγία μας, η υπέρτατη ανθρώπινη ομορφιά, την γεμίζουμε με λουλούδια, δείχνοντας ασέβεια σ’ αυτό που πραγματικά είναι η Παναγία. 
Ότι πιο ωραίο έχει να δείξει η ανθρώπινη φύση. Έτσι χάνεται η πνευματική ομορφιά και προσπαθούμε να επιδείξουμε μια εκκοσμικευμένη ομορφιά, καλύπτοντας την δική μας πνευματική ασχημοσύνη. 
Τι να απαντήσει κανείς σε μια κυρία που ήρθε και μου είπε:
 Πάτερ τώρα τελευταία έχει πέσει η δουλιά στο μαγαζί μου, θέλω να κάνω ένα ευχέλαιο. Πως να της δώσεις να καταλάβει τι είναι ο Χριστός;
Ο λαός είναι ακατήχητος και γι αυτό φταίμε εμείς οι παπάδες, που κρατάμε τους πιστούς ακατήχητους. Πιστεύουμε σε έναν Θεό που κύριο έργο του είναι να κάνει θαύματα. Θέλουμε να έχουμε όλα τα υλικά αγαθά, ψυγεία και καταψύκτες γεμάτα, σπίτια άνετα, στρώματα πουπουλένια, ακριβά αυτοκίνητα, δουλιές που να βγάζουν χρήματα, διακοπές, γλέντια, ηδονές σωματικές, ά και να μην ξεχάσουμε να έχουμε και έναν Θεό που να μας κρατάει υγιείς για να μπορούμε να απολαύσουμε όλα αυτά. 


Αλλά γιατί να μην τα κάνουν αυτά οι χριστιανοί, αφού πρώτα από όλους τα κάνουμε αυτά εμείς οι κληρικοί, από δεσποτάδες μέχρι πρεσβυτέρους και διακόνους.

 Κληρικοί ευτραφείς με ακριβά αυτοκίνητα και ποικιλόμορφα φανταχτερά άμφια. Όταν ο κλήρος είναι δούλος της εκκοσμίκευσης, τί θα κάνει ο απλός λαός;
 Όλοι κλήρος και λαός ζούμε για την καλοπέρασή μας, Όμως άλλα μας λένε οι εμπειρίες των αγίων. Γράφει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος:
«Όσο υπηρετεί κανείς την κοιλιά του, τόσο στερείται τη θεία Χάρη. Και στο βαθμό που θα ταλαιπωρήσει το σώμα του, ανάλογα θα χορτάσει από πνευματική τροφή της θείας Χάρης». Και ο μαθητής του ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος λέει:  

«Όταν λησμονήσεις το φαγητό και τις άλλες ανάγκες τις φύσης, ας γνωρίζεις ότι αυτή είναι επίσκεψη Θεού σε σένα, η οποία προξενεί στον αγωνιζόμενο τη ζωοποιό νέκρωση και χαρίζει από εδώ ήδη την κατάσταση των ασωμάτων».

Εν ολίγοις, πως πρέπει να ζει ο χριστιανός; Την απάντηση μας την δίνει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (εικ.): «Στον Θεό αρέσει η αγάπη, η θεωρία ("Ν": στάδιο της πνευματικής ζωής, στο οποίο κάποιος βλέπει το θείο φως) και η προσευχή. Στη
σάρκα αρέσει η γαστριμαργία, η ακολασία και όσα αυξάνουν αυτά τα πάθη. Γι' αυτό όσοι είναι σαρκικοί, υπηρετούν την σάρκα, δεν αρέσουν στο Θεό. Ενώ όσοι ανήκουν πράγματι στον Χριστό, σταύρωσαν τη σάρκα μαζί με τα πάθη και τις αμαρτωλές απιθυμίες». Ο απ. Παύλος κάνει λόγο για αυτάρκεια και λέει:  

«Ας είμαστε ολιγαρκείς, γιατί τίποτε δεν φέραμε στο κόσμο κατά τη γέννησή μας και είναι ολοφάνερο ότι τίποτα δεν μπορούμε να βγάλουμε από το κόσμο και να το πάρουμε μαζί μας την ώρα του θανάτου μας. Όταν δε έχουμε τις αναγκαίες τροφές, κατοικία και σκεπάσματα, να αρκούμεθα σ’ αυτά» (Α’ Τιμ.6,7-8).

Ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής θα μας πει:  

«Αν ο νους στραφεί προς τον Θεό, έχει το σώμα δούλο του και δεν του παρέχει τίποτα περισσότερο από τα αναγκαία για να ζήσει. Αν όμως στραφεί προς τη σάρκα, υποδουλώνεται στα πάθη και φροντίζει για να ικανοποιεί πάντοτε τις κακές επιθυμίες της». Έτσι λοιπόν η ζωή του χριστιανού δεν έχει καθήκοντα απέναντι στο Θεό, αλλά είναι πόθος θανάτου και ανάστασης. Καθημερινά πρέπει ο χριστιανός να πεθαίνει για το κόσμο, για τις αμαρτωλές επιθυμίες της σάρκας και της ψυχής για να ανασταίνεται πνευματικά εν Χριστώ. Ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος λέει μια αλήθεια: Έχουν περάσει δυο χιλιάδες χρόνια από τότε που ήρθε ο Χριστός στον κόσμο και δεν καταλάβαμε τι μας είπε. Αλλά το πιο θλιβερό είναι ότι θα περάσει όλη μας η ζωή και δεν θα καταλάβουμε ότι δεν καταλάβαμε. Θα πιστεύουμε ψευδώς ότι τον καταλάβαμε.
πηγή

Πέμπτη, Ιανουαρίου 11, 2018

π. Βαρνάβας Γιάγκου: Πίσω από τον Έρωτα

π. Βαρνάβας Γιάγκου
Απόδειξη της ερωτικής μας ανικανότητας είναι η επιδερμικότητα αυτής της εμπειρίας. Όταν ο έρωτας εξαντλείται στα γλυκερά λόγια και βιώματα και στη τυποποιημένη τεχνική του έρωτα, που οδηγεί στην ευδαιμονία και τη στιγμιαία αυτοπραγμάτωση, εκφράζεται ο φόβος και η αδυναμία να συναντήσουμε αληθινά το πρόσωπο του άλλου.
Η αγάπη είναι εμπειρία επώδυνη για τον ψυχικό μας κόσμο, γι’ αυτό αποφεύγουμε να ανοιχθούμε   πιο ουσιαστικά. Προτιμούμε τις  ήρεμες σχέσεις, όπου δεν συνδεόμαστε βαθιά με τον άλλο, για να μπορούμε να εξερχόμεθα όταν προσβάλλεται ο ναρκισσισμός μας. Πίσω από την γλύκα του έρωτα υπάρχει πάντα η διακινδύνευση. Είναι μια μορφή αυτοαπώλειας.
Το ολοκληρωτικό δόσιμο φέρει την απειλή της αποτυχίας και του εκμηδενισμού. Πως ξέρεις ότι αγάπησες τον κατάλληλο άνθρωπο; Πως ξέρω πως θα γίνω εύκολος για εκμετάλλευση; Τον ίδιο τρόμο έχουμε και στο πλησίασμα του Θεού. Όταν προσεύχομαι ψάχνοντας την αγάπη Του, παραδίδοντας το κέντρο της ύπαρξής μου σε Αυτόν, δεν ξέρω τι θα συναντήσω και πώς θα αντέξω το θέλημά Του.
Πίσω από κάθε έρωτα υπάρχει υψωμένος ο θάνατος – ο θάνατος του θελήματός μας, της δύναμής μας, του συμφέροντός μας. Αλλά τρομακτικότερα στέκεται ο θάνατος ως χωρισμός. Καταφέρνεις να συνδεθείς ολοκληρωτικά με τον άνθρωπό σου και μελαγχολείς αναλογιζόμενος την ώρα του θανάτου του. Ξέρεις ότι θα πεθάνεις, γι’ αυτό αγαπάς με πάθος που αναμειγνύεται με τρόμο. Εξ αιτίας του φόβου του θανάτου συνήθως επιλέγουμε τις ρηχές ερωτικές σχέσεις, για να αποφύγουμε το φόβο της απώλειας του αγαπημένου, ή εμμένουμε στον αυτονομημένο σωματικό έρωτα, για να καλύψουμε το άγχος του θανάτου.
Ο θάνατος είναι το σύμβολο της έσχατης ανικανότητας, γι’ αυτό προσπαθούμε να αποδείξουμε τη ζωντάνια μας, ότι είμαστε νέοι, ελκυστικοί, με το σωματικό έρωτα. Η υπερβολική αναφορά στη σεξουαλική ικανότητα έρχεται να φιμώσει τους φόβους μας για μια εσωτερική ανικανότητα.
Η αναζήτηση του αναστάντος Χριστού, η εσωτερική πάλη για αναζήτηση   της αγάπης που νικά το θάνατο, είναι η άλλη πρόταση που οι διανοούμενοι θα αποκαλούσαν θρησκευτική νεύρωση. Η χωρίς επιφυλάξεις παράδοση στο θείο έρωτα ξεμπλοκάρει την ύπαρξή μας από φόβους. Όταν έχεις γευτεί τον έρωτα του Χριστού, συμφιλιώνεσαι με τη κτίση μαθαίνοντας ότι ο έρωτας είναι σταυρός, προσφορά και σεβασμός.
πηγή: «Μακεδονία της Κυριακής»  07-05-2006, ΟΟΔΕ
το είδαμε εδώ

Η κληρονομιά των νεκρών ηρώων

Κρήτες Μακεδονομάχοι
Γράφει ο Αριστείδης Π. Δασκαλάκης
Χαίρετε εν Κυρίω, αγαπητοί μου αδελφοί,
Κάποτε ένας Σιωνιστής διακεκριμένος πολιτικός της Δύσης είπε ότι την Ελλάδα πρέπει να την πλήξουμε στην πίστη, την γλώσσα, την παράδοση και ιστορία. Η Ελλάδα μας, η χώρα που ο Απόστολος Παύλος κήρυξε την αλήθεια του Ευαγγελίου, η χώρα που μια χούφτα σαλοί για την λευτεριά Έλληνες, με όλες τις στατιστικές ενάντιά τους και όλες τις τότε δυνάμεις της Ευρώπης αντίθετες, παρέδωσε μαθήματα δημοκρατίας, θέλησης, αγωνιστικότητας, πνεύματος στην τότε (αλλά και σήμερα ) βαρβαρική ανατολή αλλά κι Ευρώπη κι ανέτρεψε ισορροπίες και προβλέψεις. 
Γεννηθείς και ανατραφείς στην μεγαλόνησο, στο νησί της μεγάλης και καθοριστικής μάχης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στο νησί που πρόσφερε στο στρατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου Κρήτες τοξότες, περίφημους για τις ικανότητές τους, αλλά και τον ναύαρχο Νέαρχο του στόλου του Μακεδόνα βασιλιά.
Την Κρήτη που προσέφερε πλήθος ηρώων στα άγια χώματα της Μακεδονίας μας, θεωρώ χρέος μου να πω δυο αράδες, προτροπές σε κάθε Έλληνα.
Οι προτροπές αφορούν και την ελληνική βουλή (κατ’ επίφαση μόνο) αν και σε όλες τις ευκαιρίες της σύγχρονης ιστορίας απέδειξε ότι υπολειπόταν των περιστάσεων. Μιας “παρέας” αναξίων φραγκολεβαντίνων, που ξεπούλησαν και συνεχίζουν να ξεπουλούν κάθε ιδέα ή αξία αντιπροσωπεύει η λέξη Έλλην ή Ορθοδοξία, αλλά και την περιουσία της πατρίδος υποθηκεύοντας το μέλλον το δικό μας και των απογόνων μας.
Οι προτροπές αφορούν επίσης και την σεβαστή ιεραρχία που φοβισμένη και κρυμμένη είναι απλώς παρατηρητής των γεγονότων, εκφράζοντας κατά καιρούς απλώς απόψεις για τα εθνικά θέματα, με δικανικό τρόπο και προσεκτικές διατυπώσεις, αντί να αποτελεί μπροστάρη εθνεγερσίας κι επανάστασης. Αλλά όταν για τα θέματα προσβολής της πίστεως και άλωσής της από τον Παπισμό (που είναι το πρωτεύον) δεν σηκώνουμε ανάστημα, τι μπορούμε να κάνουμε για τα θέματα του έθνους;
Όλοι εσείς οι παραπάνω β-(ο)ου-λευτές και ιεραρχία, έχετε μία ευκαιρία μέχρι τις 21 του μηνός, που οι Μακεδόνες, οι Έλληνες μοναδικοί απόγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, θα διαδηλώσουν για το θέμα της ονομασίας του κρατιδίου των Σκοπίων, να ανανήψετε και ο λαός θα σας το πιστώσει αυτό. Γιατί μέχρι τώρα σας χρεώνει με αποφάσεις και κινήσεις που προσβάλλουν και το έθνος και την ορθόδοξη πίστη.
Κυρίως όμως οι προτροπές αυτές αφορούν το σύγχρονο Έλληνα που κυνηγημένος από την νέα τάξη πραγμάτων, εξαθλιωμένος οικονομικά, με ροκανισμένο κάθε πνευματικό ή ιστορικό έρεισμα, με διαβρωμένο το “σύστημα αξιών”, που πηγάζει από τον λόγο του Κυρίου μας αλλά και από την υπερχιλιόχρονη άγια παράδοση του τόπου μας, δεν μπορεί να θέσει μια σωστή ιεράρχιση στα θέματα που τον απασχολούν.
Στον Έλληνα του τάμπλετ, του κινητού, του twitter και του facebook.
Αδελφοί μου, αυτά είναι τα νέα αναίμακτα όπλα της δύσης. Και όταν μας έχουν υποτάξει με αυτά πως μπορούμε να ελπίζουμε ότι κάποια νέα γενιά Μακεδονομάχων θα υψώσει ανάστημα, θα στερηθεί τροφή, θα στερηθεί ζωή για να ποτίσει κι αυτή με τη σειρά της το δέντρο της ελευθερίας. Αυτό το θαλερό δέντρο που πότισαν ο Λεωνίδας, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Παύλος Μελάς, ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, κ.α. θα χρειαστεί εκ νέου πότισμα. Αρχίζει να ξεραίνεται γιατί στις ρίζες του στάζει εδώ και χρόνια το δηλητήριο την εθνοπροδοσίας.
Ποιοι είναι έτοιμοι να θυσιάσουν καναπέ, τηλεκοντρόλ, social media, στέγη, τροφή, ζωή για την πατρίδα;
Μέσα από τα μνήματα, κάτω απ’ την γη ακούω ψιθύρους. Ακούω
τον Παύλο Μελά, τον Γερμανό Καραβαγγέλη, τον μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη, τον Ίωνα Δραγούμη, τον Λάμπρο Κορομηλά, τον Δημήτριο Καλαποθάκη, τον Τέλλο Άγρα, τον Εμμανουήλ Κατσίγαρη, τον Μιχαήλ Σιωνίδη, τον Λουκά Κόκκινο, τον Κωνσταντίνο Ρίζο, τον Γεώργιο Μόδη, τον Γεώργιο Γιώτα, τον Κωνσταντίνο Χρήστου, τον Ευάγγελο Νάτση, τον Φιλόλαο Πηχεών, τον Ιωάννη Ράλλη, τον Σταύρο Ρήγα, τον Δούκα Γαϊτατζή, τον Θεοχάρη Κούγκα, τον Κωνσταντίνο Μαζαράκη, τον Κωνσταντίνο Γαρέφη, τον Γεώργιο Παπαστεφάνου, τον Λαμπρινό Βρανά, τον Στέφανο Παπαγάλο, τον Γεώργιο Δικώνυμο, τον Χρήστο Βέσκο, τον Νικόλαο Τσοτάκο, τον Γεώργιο Ζουρίδη, τον Χρήστο Δρεμλή, τον Γεώργιο Σεϊμένη, τον Αριστείδη Μαργαρίτη, τον Ζαχαρία Παπαδά, τον Παύλο Κύρου, τον Γεώργιο Γιαγκλή, τον Γεώργιο Στρατινάκη, τον Αριστείδη Κιτράκη, τον Γεώργιο Κακουλίδη, τον Νικόλαο Ρόκα, τον Χρυσόστομο Χρυσομαλλίδη κ.ά.
Συνομιλούν και στοιχηματίζουν για τον νεοέλληνα. Οι στατιστικές είναι ενάντιά μας. Θεωρούν ότι φραγκέψαμε. Ότι χάσαμε τον προσανατολισμό μας.
Ας τους αποδείξουμε ότι κάνουν λάθος. Ότι είμαστε εδώ. Ότι ξυπνάμε από τον λήθαργο της ευζωίας, του προοδευτισμού, της ιδιοτέλειας, της ασφάλειας, της ασυνειδησίας.
Ότι αυτό που λέμε συνείδηση και είναι καλά θαμμένο ή καμένο αναστήθηκε. Αναδημιουργήθηκε απ’ τις στάχτες του.
Ο μεγάλος Παπαδιαμάντης  είπε ότι ”η ηχώ της συνείδησης όσο και αν πιεσθεί όσο και αν συμπηγεί μιλάει πάντοτε και σπάνια επιστομίζεται”.
Ελπίζω και τώρα που το ζητά η πατρίδα να μιλήσει.
Από υλικής απόψεως μας τα πήραν σχεδόν όλα. Γη, εθνικούς πόρους.
Τώρα το μόνο που μένει –και το κυριότερο –η ψυχή. Η ψυχή του Έλληνα που σφυρηλατήθηκε σαν πολύτιμο μέταλλο στο αμόνι της ιστορίας. Με την ισχυρότερη πρόσμιξη την αληθινή πίστη στον Κύριό μας, αποτελεί ένα κράμα άθραυστο στο ρου της ιστορίας.
Όμως αυτό το μέταλλο είναι έτοιμο να σπάσει διότι έχει διαβρωθεί απ’ τα ξένα ήθη.
Άλλαξαν αδελφοί μου οι προτεραιότητές μας.
Ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (οσιομάρτυς κι εθνομάρτυς ) είχε πει την ρήση «Ψυχή και Χριστός σας χρειάζονται». Αυτός δεν ήταν μόνο λόγια.
Άφησε την ασφάλεια του μοναστηριού του και την θαλπωρή του κοινοβίου και όργωσε τη μισή Ελλάδα και κυρίως την Μακεδονίας μας για να τονώσει το εθνικό και θρησκευτικό φρόνημα του καταπιεσμένου λαού.
Σήμερα χάνουμε σιγά-σιγά και ψυχή και Χριστό ή ίσως να τα έχουμε απωλέσει και τελείως.
Τελειώνω με ένα ιστορικό στοιχείο που αφορά την Κρήτη και τη Μακεδονία μας, δυο γωνιές της Ελλάδας με δεσμούς άρρηκτους παλαιόθεν.
Η Κρήτη, λίγο πριν την έκρηξη του Μακεδονικού Αγώνα, βρισκόταν υπό καθεστώς αυτονομίας και στην εσωτερική ζωή της Μεγαλονήσου επικρατούσε ειρήνευση και ευημερία μετά από μία μακρά περίοδο συνεχών και αιματηρών επαναστάσεων (1869, 1895 και 1897). Το γεγονός αυτό όμως δεν εμπόδισε τους εμπειροπόλεμους Κρητικούς να δεχθούν τις εκκλήσεις του μακεδονικού ελληνισμού για να συνδράμουν στον αγώνα τους.
Στις αρχές του Μακεδονικού αγώνα ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, το 1902, σε επιστολή του προς τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Αλέξανδρο Ζαΐμη, μεταξύ των άλλων έγραφε:
«...Στείλε μου πενήντα παλικάρια, πενήντα Κρητικούς να τους ενώσω με τους δικούς μου. Θα καταρτίσω έτσι είκοσι Σώματα και θα τα μοιράσω από τον Αλιάκμονα ως το Μορίχοβο και το Μοναστήρι, τη Φλώρινα, το Όστροβο (Άρνισσα), Σέτινα, Βλάδοβο (Άγρας), Βοδενά (Έδεσσα) και Καρατζόβα. Ο καιρός είναι κατάλληλος για δράση. Ένα σωρό πρόκριτοι, ιερείς, και διδάσκαλοι είναι μυημένοι και οι οπλαρχηγοί περιμένουν ενίσχυση από την Ελλάδα. Ο ερχομός των παλικαριών από κάτω (Κρήτη) θα δώσει κουράγιο στους δικούς μου, θα εμποδίσει την αποσκίρτησή τους και θα φοβίσει τους Βουλγάρους...»
Ένας από τους τριάντα εννέα Κρητικούς οπλαρχηγούς που έσπευσαν να αγωνιστούν εθελοντικά για την απελευθέρωση της Μακεδονίας ήταν και ο Εμμανουήλ Κατσίγαρης- Καραμανώλης, με καταγωγή από το χωριό Νίππος - Αποκορώνου Χανίων.
Εύχομαι λοιπόν όπως προστάζουν οι περιστάσεις, η Παγκρήτια αδελφότητα Μακεδονίας να δηλώσει ηχηρό παρόν.
Ο Κρητικός λαός σε όλους τους εθνικούς αγώνες βροντοφώναξε πάντα παρών. Και το πιο σημαντικό ήταν ότι το παρόν αυτό ήταν πάντα εθελοντικό.
Καταλήγω με την Κρητική ρίμα που απαθανάτισε σε δημοτικό ριζίτικο τραγούδι το εθνικό αυτό κάλεσμα του Καραβαγγέλη:
«...Ελάτε σεις ηρωικοί τση Κρήτης πολεμάρχοι,
τσ’ Ηπείρου οι σταυραετοί και Μακεδονομάχοι,
Ρούβα και Βάρδα και Κλειδή και Θύμιε Καούδη,
Κατσίγαρη και Πούλακα, Σκουντρή και Νικολούδη
και Καραβίτη και Μακρή, Σκαλίδη, Μαυρογένη,
Μπολάνη και Καλογερή, Γαλάνη, Σεϊμένη...
ψυχές μεγάλες με τιμή σ’ αγώνες, αγιασμένες
τση Μάνας Κρήτης οι γενιές οι χιλιοδοξασμένες...»
Ας αποδειχθούμε αθώοι σ’ αυτό το δικαστήριο.
 
το  είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...