Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 24, 2022

Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου -Ερμηνεία στους Ειρμούς του πεζού Κανόνος της Χριστού Γεννήσεως

 


Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΣΤΟΥΣ ΕΙΡΜΟΥΣ ΤΩΝ ΩΔΩΝ

ΤΟΥ ΠΕΖΟΥ ΚΑΝΟΝΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ

Ειρμός ωδής α΄: «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε· ᾄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ καὶ ἐν εὐφροσύνῃ ἀνυμνήσατε, λαοί, ὅτι δεδόξασται».   

    Από ποιον άλλο πρέπει να ζητούν άρτους όσοι τους χρειάζονται, παρά από τον αρτοπωλητή; Ή από ποιον πρέπει να λαμβάνουν οίνο όσοι τον στερούνται, παρά από τον οινοπώλη; Αλλά και όσοι έχουν ανάγκη από χρυσό νόμισμα και ασημένιο, από ποιον άλλο πρέπει να το ζητούν, παρά μόνο από τον αργυραμοιβό; Έτσι παρόμοια και όσοι θέλουν να πανηγυρίζουν και να εγκωμιάζουν τις εορτές του Χριστού, από ποιον άλλον πρέπει να ζητούν λόγους πανηγυρικούς και εγκώμια, παρά από τον πανηγυριστή τους και εγκωμιαστή τους, τον μέγα, λέω, στην θεολογία, Γρηγόριο;

     Διότι αυτός ο κατεξοχήν λεγόμενος Τριαδικός Θεολόγος, όχι μόνο στόλισε τις δεσποτικές εορτές με τους δικούς του λόγους και τα εγκώμια, αλλά επέτρεψε και στους μεταγενέστερους να κλέβουν τα δικά του λόγια και ποιήματα με μία κλοπή επαινετή και ακατηγόρητη, την οποία, όποιος εργάζεται, όχι μόνο δεν ντρέπεται, όπως οι κλέπτες των άλλων πραγμάτων, αλλά αντιθέτως με την κλοπή αυτή στολίζεται. Τι λέω; Ο  Γρηγόριος αυτός νους της Θεολογίας δεν επέτρεψε μόνο στους μεταγενεστέρους να κλέβουν τους δικούς του λόγους, αλλά και ακόμη τους προσκαλεί με φιλαδελφία ανεκδιήγητη να φάγουν ακόρεστα τον νοητό άρτο της σοφία του, ο οποίος στηρίζει την ψυχή και να πιουν τον γνωστικό του οίνο, ο οποίος ευφραίνει την καρδιά, φωνάζοντας με δυνατή φωνή άλλοτε εκείνα τα λόγια της Σοφίας: «Ἒλθετε φάγετε τῶν ἐμῶν ἄρτων καὶ πίετε οἶνον, ὃν ἐκέρασα ὑμῖν(: Ελάτε να φάτε από τους άρτους μου και να πιείτε από τον οίνο μου το οποίο εγώ σας έχω κεράσει)»[Παρ.9,5]· άλλοτε πάλι εκείνα τα της ασματίζουσας νύφης: «Φάγετε, πλησίοι, καὶ πίετε καὶ μεθύσθητε, ἀδελφοί(: Φάτε, φίλοι μου, και πιείτε και ευφρανθείτε, αδελφοί μου, όσο θέλετε και όσο μπορείτε)»[Ασμ.5,1] και άλλοτε εκείνα του Ησαΐου: «Οἱ διψῶντες, πορεύεσθε ἐφ᾿ ὕδωρ, καὶ ὅσοι μὴ ἔχετε ἀργύριον, βαδίσαντες ἀγοράσατε, καὶ φάγετε καὶ πίεσθε ἄνευ ἀργυρίου καὶ τιμῆς οἶνον καὶ στέαρ(:Εσείς των οποίων η ψυχή διψά, πηγαίνετε στο πνευματικό ύδωρ που τρέχει στην νέα Ιερουσαλήμ· και όσοι δεν έχετε χρήματα να αγοράσετε, βαδίστε με θάρρος προς αυτήν και προμηθευτείτε χωρίς χρήματα, χωρίς να καταβάλλετε κάποιο αντίτιμο, οίνο και βούτυρο)»[Ησ. 55,1].

     Γι'αυτό και ο θεσπέσιος Κοσμάς[ο Μελωδός], ο των ιερών εορτών ασματογράφος και μουσηγέτης, προκειμένου να πανηγυρίσει τα σωτήρια Γενέθλια του Κυρίου αυτολεξεί δανείσθηκε όλον τον παρόντα Ειρμό από τον αναφερθέντα μέγα πανηγυριστή και εγκωμιαστή των εορτών Θεολόγο. Διότι εκείνος ως εξής αρχίζει το εγκώμιό του στην του Χριστού Γέννηση: «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε· Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε· ᾄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ». Πρέπει όμως να γνωρίζουμε, σύμφωνα με τον Δαμασκηνό Ιωάννη και τον Νικήτα τον σχολιαστή του Θεολόγου και τον Πτωχό Πρόδρομο, τον εξηγητή των Κανόνων, το όνομα Χριστός δηλώνει κυρίως το συναμφότερο· δηλαδή τον Θεό μαζί και άνθρωπο[Γι'αυτό είπε και ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Χριστός για την Θεότητα ονομάστηκε δηλαδή· διότι αυτή είναι χρίσις της ανθρωπότητας, όχι ενέργεια που αγιάζει, σύμφωνα με τους άλλους χριστούς, και με την παρουσία όλου του Χρίοντος· έργο αυτής είναι «ἄνθρωπον ἀκοῦσαι τό χρῖον καί Θεοῦ τό χριόμενον»-Λόγος β΄περί Υιού]· καταχρηστικά όμως άλλοτε μεν αυτό δηλώνει την Θεότητα μόνο του Χριστού, άλλοτε πάλι την ανθρωπότητά Του· διότι εξαιτίας της απόλυτης και καθ’ υπόστασιν ενώσεως των δύο φύσεων, με ένα και το αυτό όνομα, δηλαδή το Χριστός και οι δύο ονομάζονται φύσεις.

      Όταν λοιπόν ο Θεολόγος και ο Ιερός Κοσμάς λένε εδώ ««Χριστὸς γεννᾶται» και «Χριστὸς ἐπὶ γῆς», τότε το Χριστός δηλώνει το Θεάνθρωπος· επειδή Θεός και άνθρωπος γεννήθηκε από την Παρθένο και Θεός και άνθρωπος φάνηκε επάνω στη γη[Γι'αυτό δεν κάνουν σωστά εκείνοι που κατηγορούν το Θεοτοκίο εκείνο, που λέει: «Ἴθυνε πρός ταύτην δέ, ὁ ἐκ σοῦ σαρκωθείς Θεός καί ἄνθρωπος», διότι τάχα δεν είναι σωστό· διότι το «σαρκωθείς» που λέχθηκε δηλώνει χρόνο περασμένο, δηλαδή ότι αυτός που γεννήθηκε από εσένα ήταν Θεός μαζί και άνθρωπος, και όχι Θεός γυμνός, όπως ισχυρίζονταν όσοι έλεγαν ότι κατά φαντασίαν ο Χριστός επεδήμησε· δηλαδή οι Μανιχαίοι· ούτε ήταν άνθρωπος ψιλός, όπως έλεγε ο Νεστόριος. Έτσι και ο θείος Ιωάννης ο Δαμασκηνός είπε: «Δεν γέννησε Θεό ασώματο, ούτε πάλι άνθρωπο ψιλό προήγαγε(δηλαδή γέννησε) η αγνή Κόρη και σεμνή, αλλά άνθρωπο τέλειο και αψευδή, τέλειο Θεό». Επεξηγηματικό πάλι του «σαρκωθείς» είναι το Θεός και άνθρωπος, δηλαδή προς την σύνταξη, διότι η μετοχή ῥεύσαντα δεν έπρεπε να συνταχθεί με την αιτιατική τον Αδάμ, επειδή βρίσκεται πολύ μακριά, αλλά με την δοτική «τῇ Εὔᾳ», επειδή είναι πλησιέστερη κα να πει «ῥευσάσῃ ζωῆς»· αλλ’ ίσως είπε «ρεύσαντα» εξαιτίας του μέλους] · όταν όμως λένε «Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν», τότε ο Χριστός, δηλώνει μόνον τον Θεό, όχι όμως και τον άνθρωπο· διότι ο Κύριος δεν κατέβηκε από τους ουρανούς φορώντας την ανθρώπινη φύση, όπως φλυαρούν οι φρενοβλαβείς Απολιναριστές, εναντίον των οποίων είπε ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Εάν κανείς ισχυρίζεται ότι η σάρκα κατέβηκε από τον ουρανό και ότι δεν προήλθε και από εμάς, ας είναι ανάθεμα»(Επιστολή α΄προς Κληδόνιον)· αλλά κατέβηκε με γυμνή την Θεότητα και έτσι από τα καθαρά αίματα της Αειπαρθένου Μαρίας την ανθρώπινη φύση προσέλαβε, και την ένωσε με την δική Του υπόσταση, γενόμενος τέλειος άνθρωπος.

    «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε· Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε»: «Ο Χριστός λοιπόν», λέει, «γεννάται σήμερον· οπότε εσείς οι Άγγελοι-διότι προς αυτούς στρέφει τον λόγο- οι οποίοι για την Γέννηση του Κυρίου αινείτε τον Θεό και λέτε‘’Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη’’[Λουκ.2,14], ‘’δοξάσατε’’· δηλαδή δοξολογήστε και τώρα τον ΘεόΛέει δε το «δοξάσατε» και προς όσους χρησιμοποιούν αγγελική ζωή σε ανθρώπινο και υλικό σώμα, παρακινώντας να δοξολογήσουν και αυτοί τον γεννηθέντα Δεσπότη. «Ο Χριστός, δηλαδή ο Θεός, ήλθε ή κατέβηκε από τους ουρανούς. Λοιπόν εσείς οι δίκαιοι»- διότι προς αυτούς επιστρέφει τον λόγο- «προϋπαντήστε Τον, μιμούμενοι τον δίκαιο Συμεών, ο οποίος συνάντησε τον Κύριο, όταν προσφερόταν στον ναό»· διότι γνώρισμα αχαρίστων δούλων είναι το να μη βγαίνουν σε προϋπάντηση του δικού τους Κυρίου, όταν Αυτός έρχεται  προς αυτούς, για να τους προϋπαντήσει. Δανείστηκε λοιπόν αυτό ο Θεολόγος και ο Μελωδός από τον αποστολικό εκείνο λόγο ο οποίος λέγει: «Τότε και ἡμεῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα(:Έπειτα εμείς που θα είμαστε τότε ακόμη στη ζωή, συγχρόνως και μαζί με αυτούς, θα αρπαχτούμε με σύννεφα για να προϋπαντήσουμε τον Κύριο μετέωροι στον αέρα, μεταξύ ουρανού και  γης. Κι έτσι, αφού ανεβούμε μαζί Του στον ουρανό, θα είμαστε πάντοτε μαζί με τον Κύριο)»[Α΄Θεσ.4,17].

      «Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε»: Στη συνέχεια λέει ότι «ο Χριστός»δηλαδή ο Θεάνθρωπος, «φάνηκε επάνω στη γη. Λοιπόν εσείς οι άνθρωποι που είστε επάνω στη γη, ανυψωθείτε από τα γήινα, φρονώντας τα υψηλά και μετεωριζόμενοι με τα πτερά της Πράξεως και της Θεωρίας»· διότι γι΄αυτό κατέβηκε ο Θεός στη γη, για να ανέβουν στους Ουρανούς όσοι βρίσκονται στη γη. Επειδή με άλλον τρόπο δεν μπορούσε να γίνει ένωση Θεού και ανθρώπων, αν δεν κατέβαινε ο Θεός λίγο από το δικό Του ύψος και δεν ανέβαινε ο άνθρωπος επάνω από τη δική του ταπεινότητα. Γι'αυτό είπε ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Έπρεπε αφενός μεν να κατέβει ο Θεός προς εμάς, αφετέρου δε να ανέβουμε εμείς, και έτσι να γίνει κοινωνία του Θεού με τους ανθρώπους, αφού θα ενωθεί η αξία τους. Όσο όμως το καθένα παραμένει στη θέση του, το μεν ένα εξαιτίας της υπεροχής, το δε άλλο εξαιτίας της ταπεινώσεως, άμικτη είναι η αγαθότητα και το φιλάνθρωπο ακοινώνητο»(Λόγος εις την Πεντηκοστήν).

     Είπε σύμφωνος με αυτά και ο θεοφόρος Μάξιμος[ο Ομολογητής]: «Ποτέ δεν μπορεί η ψυχή να εκταθεί προς την γνώση του Θεού, εάν ο ίδιος ο Θεός από συγκατάβαση δεν την πλησιάσει και δεν την οδηγήσει προς τον εαυτό Του· διότι δεν μπορούσε ανθρώπινος νους να αναδράμει τόσο πολύ, ώστε να αντιληφθεί την θεία έλλαμψη, εάν Αυτός ο Θεός δεν τον ανέσυρε προς τον εαυτό Του, όσο μπορεί να ανασύρει τον άνθρωπο προς τον εαυτό Του και να τον καταφωτίσει με τις θεϊκές αυγές»(Κεφ. λα΄της α΄εκατοντ. των Θεολογικών). Αλλ’ όμως και ο άνθρωπος πρέπει να βιάζει τον εαυτό του, για να ανεβαίνει προς τον Θεό. Γι'αυτό ο ίδιος ο θεσπέσιος  Μάξιμος λέει: «Λένε ότι ο Θεός και ο άνθρωπος είναι παραδείγματα ο ένας του άλλου και σε τόσο βαθμό ο Θεός από φιλανθρωπία γίνεται άνθρωπος, όσο μπόρεσε ο άνθρωπος από αγάπη να θεοποιήσει τον εαυτό του, και τόσο ο άνθρωπος αρπάζεται κατά τον νου από τον Θεό, για να γνωριστεί από Αυτόν, όσο ο άνθρωπος φανέρωσε τον αόρατο από την φύση Θεό με τις αρετές του»(Κεφ.οδ΄της ζ’ εκατοντ. των Θεολογικών). Επίσης, σε άλλο κεφάλαιο λέει: «Αυτός που έγινε άνθρωπος χωρίς την αμαρτία, είναι φανερό ότι θα θεοποιήσει την φύση χωρίς τη μεταβολή σε Θεότητα, και τόσο θα την ανυψώσει για τον εαυτό του, όσο Αυτός για τον άνθρωπο κατέβασε τον εαυτό Του»(Κεφ.ξβ΄της γ΄εκατοντ. των Θεολογικών).

     Το δε «ᾄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ» το δανείστηκε ο Θεολόγος και ο Μελωδός από τον 95ο Ψαλμό του Δαβίδ, στίχος 1, διότι εκεί αναφέρεται αυτό κατά λέξη(«Ἄσατε τῷ Κυρίῳ ᾆσμα καινόνᾄσατε τῷ Κυρίῳ πᾶσα ἡ γῆ(: Ψάλατε προς δόξαν του Κυρίου άσμα νέο, δια του οποίου να ανυμνούνται οι νέες προς ευεργεσίες του. Ψάλατε προς ύμνο του Κυρίου ολόκληρη η χώρα της Παλαιστίνης)» [Ψαλμ.95,1]. Προσαρμόζεται όμως το ρητό αυτό και στον παρόντα Ειρμό, για να φανερωθεί, ότι αυτός είναι της πρώτης Ωδής, της οποίας η αρχή είναι «Ἄσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γάρ δεδόξασται». Γι΄αυτό σύμφωνα με την Ωδή αυτή, λέει και ο Μελωδός: «Άσατε στον γεννηθέντα Χριστό όλη η γη· δηλαδή όλοι οι άνθρωποι, που κατοικείτε στη γη. Αλλά και εσείς οι διάφοροι λαοί των εθνικών υμνήστε Τον, όχι με οκνηρία και λύπη ψυχής, αλλά με προθυμία και ευφροσύνη καρδιάς· διότι Αυτός είναι δοξασμένος».

     Γιατί όμως είπε ότι ο Χριστός «γεννᾶται» γεννάται και όχι «ἐγεννήθη»; Διότι δεν γεννιέται κάθε χρόνο, αλλά μία φορά γεννήθηκε. Και απαντούμε με τον Πτωχό Πρόδρομο ότι οι ρήτορες συνηθίζουν να προφέρουν τα περασμένα πράγματα σε χρόνο ενεστώτα, για να δείξουν ως παρόντα στους οφθαλμούς των ακροατών, και στη συνέχεια να τους κάνουν περισσότερο θεατές παρά ακροατές. Ή, σύμφωνα με τον Νικήτα, είπε ότι γεννάται ο Χριστός τη σημερινή ημέρα, επειδή την ίδια εκείνη ημέρα, κατά την οποία γεννήθηκε ο Χριστός, την επαναφέρει ο ήλιος κάθε έτος με την κυκλοφορία του.

     Αλλά και εσύ, αδελφέ, μην πάψεις να δοξολογείς τον γεννηθέντα Χριστό, όχι μόνο με λόγια, αλλά πολύ περισσότερο με έργα. Πρόλαβε ακόμη και να Τον συναντήσεις, όταν κατεβαίνει από τον Ουρανό με την Θεωρία προς Αυτόν· υψώσου από την γη και τα γήινα για την αγάπη Εκείνου που για χάρη σου κατέβηκε στη γη, ψάλλε σε Αυτόν άσμα καινό, όπως σε παρακινεί ο Δαβίδ· ψάλλε όμως πολλά και ακόρεστα άσματα και μη χόρταινε ψάλλοντας. Εάν έτσι ψάλλεις, θα σε θυμηθεί ο Κύριος, προς τον Οποίο ψάλλεις και θα σε ελεήσει, όπως σε διαβεβαιώνει ο Ησαΐας«Πολλὰ ᾆσον, ἵνα σου μνεία γένηται»[Ησ. 23,16].

Ειρμός ωδής γ΄: «Τῷ πρὸ τῶν αἰώνων ἐκ Πατρὸς γεννηθέντι ἀῥῥεύστως Υἱῷ καὶ ἐπ' ἐσχάτων ἐκ Παρθένου σαρκωθέντι ἀσπόρως Χριστῷ τῷ Θεῷ βοήσωμεν· Ὁ ἀνυψώσας τὸ κέρας ἡμῶν ἅγιος εἶ, Κύριε».

    Από την προφήτιδα Άννα, την μητέρα Σαμουήλ του προφήτη και ποιήτρια της τρίτης Ωδής, δανείστηκε ο Μελωδός τον παρόντα Ειρμό· διότι εκείνη είπε τα λόγια αυτά προς τον Θεό ευχαριστώντας, διότι ενώ προηγουμένως ήταν στείρα, γέννησε ύστερα· δηλαδή το «ὑψώθη κέρας μου ἐν Θεῷ μου»[Α΄Βασ.2,1: «Ἐστερεώθη ἡ καρδία μου ἐν Κυρίῳ, ὑψώθη κέρας μου ἐν Θεῷ μου· ἐπλατύνθη ἐπ᾿ ἐχθρούς μου τὸ στόμα μου, εὐφράνθην ἐν σωτηρίᾳ σου(:Η πληγωμένη και ταραγμένη καρδιά μου πήρε δύναμη από τον Κύριο και στερεώθηκε. Με την βοήθεια του Θεού μου εξυψώθηκε η δύναμη και η δόξα μου. Άνοιξε το στόμα μου και μπορώ πλέον να ομιλώ ελεύθερα προς τους εχθρούς μου, που με περιφρονούσαν για την ατεκνία μου. Γέμισα από χαρά για την λύτρωση που μου χάρισες, Κύριε)»] και το «οὐκ ἔστιν ἅγιος πλήν σου»[Α΄Βασ.2,2: «ὅτι οὐκ ἔστιν ἅγιος ὡς Κύριος, καὶ οὐκ ἔστι δίκαιος ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν· οὐκ ἔστιν ἅγιος πλήν σου(:διότι κανένας άλλος δεν είναι τόσο άγιος, όπως ο Κύριος, και κανείς δεν είναι τόσο δίκαιος, όπως ο Θεός μας. Δεν υπάρχει κανείς άγιος εκτός από Σένα, Κύριε)»].

    Οπότε τα λόγια αυτά παίρνοντας από αυτήν ο ιεράρχης Κοσμάς τα επιστρέφει στον λαό των Χριστιανών και με προτρεπτικό σχήμα λέει προς αυτόν: «Ω λαέ των Χριστιανών, ελάτε να φωνάξουμε προς τον Χριστό τον Θεό μας, ο Οποίος γεννήθηκε μεν αρρεύστως και απαθώς από τον αγέννητο Πατέρα προ πάντων των αιώνων[Οι αἰῶνες, σύμφωνα με τον Θεσσαλονίκης Γρηγόριο, είναι νοητά κτίσματα[Κεφάλαιο ξη΄των θεολογικών], γι'αυτό είπε και ο Παύλος: «δι' οὗ-του Υιού δηλαδή- καὶ τοὺς αἰῶνας ἐποίησεν- ο Πατήρ δηλαδή. Περιλαμβάνει ο αιώνας τα αΐδια και αθάνατα· δηλαδή τους νοερούς Αγγέλους, όπως και ο χρόνος περιλαμβάνει τα θνητά κτίσματα. Γι'αυτό είπε ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Ό,τι είναι για μας ο χρόνος, ο οποίος μετριέται με την φορά του Ηλίου, αυτό στα αΐδια είναι ο αἰώνας»(Λόγος στην Χριστού Γέννηση). Ο Θεός όμως είναι προ των αιώνων και υπέρ τους αιώνας· γι'αυτό στη συνέχεια λέγεται προαιώνιος και υπεραιώνιος)», χωρίς κανένα αίτιο τελικό προς τα έξω κτίσματα, όπως είπε ο Θεολόγος Γρηγόριος]· «Τό μέν ὢν -ο Υιός- καί ἀεί ὢν ἐκ τοῦ ἀεί ὄντος -δηλαδή του Πατρός- ὑπέρ αἰτίαν καί λόγον· οὐδέ γάρ ἦν τοῦ Λόγου λόγος ἀνώτερος»[Λόγος στην Χριστού Γέννηση]· σαρκώθηκε όμως ο Ίδιος από την Παρθένο χωρίς σπορά ανδρός, για την δική μας σωτηρία. Και τι να φωνάξουμε προς τον Χριστό; Εκείνα τα ευχαριστήρια λόγια, που πριν από εμάς είπε δυνατά η στείρα και Προφήτιδα Άννα: Δηλαδή «Εσύ, Κύριε, είσαι άγιος, ο Οποίος ύψωσες και δόξασες το κέρας ημών των ανθρώπων, δηλαδή τη δική μας δόξα και δύναμη, με την δική Σου ενανθρώπηση».

Ειρμός ωδής δ΄: «῾Ράβδος ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαὶ καὶ ἄνθος ἐξ αὐτῆς, Χριστέ, ἐκ τῆς Παρθένου ἀνεβλάστησας· ἐξ ὄρους ὁ αἰνετὸς κατασκίου δασέος ἦλθες σαρκωθεὶς ἐξ ἀπειράνδρου ὁ ἄϋλος καὶ Θεός· δόξα τῇ δυνάμει σου, Κύριε».

      Ο Προφήτης Ησαΐας προφητεύοντας για τον Χριστό είπε σε χρόνο μέλλοντα: «Ἐξελεύσεται ῥάβδος ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαί, καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης ἀναβήσεται (:Από τη γενεαλογική ρίζα του Ιεσσαί θα φυτρώσει κλωνάρι και άνθος από τη ρίζα αυτήν θα αναβλαστήσει)»[Ησ. 11,1]ο δε ιερός Κοσμάς βλέποντας να εκπληρώνεται με τα γεγονότα η προφητεία αυτή, δεν την αναφέρει με ρήματα μέλλοντος χρόνου, αλλά περασμένου· διότι δεν λέει: «Ἐξελεύσεται  ῥάβδος», ή «ἀναβήσεται ἄνθος», αλλά λέει ότι από μεν την ρίζα του Ιεσσαί ράβδος εξήλθε·(διότι αυτό ρήμα λείπει και εννοείται έξωθεν) «ῥάβδος» δε, δηλαδή «κλάδος», είναι η αειπάρθενος Θεοτόκος, η οποία εξήλθε από τη ρίζα, δηλαδή από την φυλή του Ιούδα, από την οποία εξήλθε και ο Ιεσσαί, ο πατήρ του Βασιλέως Δαβίδ. Οπότε η Θεοτόκος και από την βασιλική φυλή του Ιούδα καταγόταν και από το βασιλικό γένος του Δαβίδ, από εκείνην μεν νωρίτερα και μακρύτερα, ενώ από αυτό προσεχέστερα και κοντύτερα«Από την ράβδο πάλι και από τον κλάδο αυτόν, δηλαδή από την Παρθένο, Εσύ, Χριστέ, αναβλάστησες ως ένα άνθος ευωδέστατο, αειθαλές και αμάραντο».

     Διότι όπως από τη ρίζα του δένδρου βλαστάνει ο κορμός και από τον κορμό βλαστάνει ο κλάδος και από τον κλάδο βλαστάνει το άνθος και από το άνθος γίνεται ο καρπός, έτσι και από την ρίζα της φυλής του Ιούδα βλάστησε ο κορμός, δηλαδή το γένος του Δαβίδ· από δε το γένος του Δαβίδ βλάστησε η Θεοτόκος ως ράβδος και κλάδος, και από την Θεοτόκο βλάστησε ο Χριστός ως άνθος, από δε τον Χριστό βλάστησε ο γλυκύτατος και χαριέστατος καρπός· δηλαδή η σωτηρία του κόσμου. Μερικοί είπαν ότι το «ἐξ αὐτῆς» εννοείται και για την ρίζα, δηλαδή από αυτή την ρίζα του Ιεσσαί βλάστησε άνθος ο Χριστός, ακολουθώντας το παραπάνω χωρίο του Ησαΐα που λέει: «καὶ ἄνθος ἐκ τῆς ῥίζης ἀναβήσεται (:και άνθος από τη ρίζα αυτήν θα αναβλαστήσει)»». Ώστε ο Δεσπότης Χριστός προσεχώς βλάστησε από την Παρθένο, από μακριά όμως βλάστησε από την φυλή του Ιούδα, σύμφωνα με την προφητεία, που είπε γι’ αυτήν ο Πατριάρχης Ιακώβ: «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ Ἰούδα καὶ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἐὰν ἔλθῃ τὰ ἀποκείμενα αὐτῷ, καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν(:Δεν θα εκλείψει άρχοντας από τη φυλή του Ιούδα και αρχηγός από τη γενιά του, μέχρις ότου έλθει Εκείνος, στα χέρια του Οποίου απόκεινται οι εξουσίες· και Αυτός θα είναι η ελπίδα και η προσμονή των λαών, ο Μεσσίας)»[Γέν.49,10].

     Αναφέρει στη συνέχεια ο θεσπέσιος Μελωδός και το ρητό του Προφήτη Αββακούμ, το οποίο λέει: «Ὁ Θεὸς ἀπὸ Θαιμὰν ἥξει, καὶ ὁ ἅγιος ἐξ ὄρους κατασκίου δασέος(:Ο Παντοκράτωρ Θεός θα έλθει με δόξα και μεγαλοπρέπεια από την Θαιμάν, «από τα νότια»· ο Άγιος θα έλθει από πυκνό και βαθύσκιο όρος)» [Αββακούμ 3,3] και αυτό πολύ σωστά το προσαρμόζει στην εορτή της Χριστού Γεννήσεως, και σε αυτήν την τέταρτη Ωδή, της οποία ποιητής είναι ο Αββακούμ. Λέει λοιπόν: «Εσύ, Χριστέ, ο άυλος ὤν Θεός και από όλους ανυμνούμενος, ήλθες και σαρκώθηκες από εκείνην που δεν έχει πείρα ανδρός, την Θεοτόκο-διότι αυτό δηλώνει το ἀπείρανδρος-, σαν από βουνό δασύ και κατάσκιο». Βουνό δασύ και κατάσκιο είναι η Θεοτόκος· βουνό λέγεται διότι, όπως το όρος και το βουνό ούτε οργώνεται, ούτε γεωργείται, ούτε σπέρνεται από ανθρώπους, αλλά αυτοφυώς και αγεώργητα βλαστάνει τα υψηλά δένδρα και τα χαμόκλαδα και το χορτάρι, έτσι και η Θεοτόκος ασπόρως και αγεωργήτως βλάστησε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστόως δέντρο υψηλό, για το ύψος της Θεότητος, ως χαμόκλαδο όμως, για την ταπεινότητα της ανθρωπίνης φύσεως, και ως χόρτο, διότι τρέφει όσους πιστεύουν σε Αυτόν. Δασύ δε βουνό λέγεται η Θεοτόκος, διότι σύμφωνα με τον Ιερό Θεοφύλακτο Βουλγαρίας στην ερμηνεία του Αββακούμ, σίδερος(:λογισμός πονηρός) δεν ανέβηκε σε αυτήν, ο οποίος να γεννά σκουριά(:μολυσμό και φθορά πάθους σαρκικού), ούτε χέρι ανθρώπινο, για να κόψει την παρθενία της, όπως στο δασύ βουνό δεν μπαίνει τσεκούρι, ούτε χέρι ανθρώπου κόβει τα ξύλα του λόγω της μεγάλης πυκνότητας.

    Σχεδόν τα ίδια λέει και ο Ζωναράς στην ερμηνεία του Γ΄ήχου της Οκτωήχου. Γι'αυτό και ο Δανιήλ σωστά είπε για το όρος αυτό της Παρθένου: «Ἐθεώρουν ἕως οὗ ἐτμήθη λίθος ἐξ ὄρους ἄνευ χειρῶν(:Έβλεπα και το παρατηρούσα εκστατικός μέχρις ότου λίθος αποκόπηκε από το όρος χωρίς την επέμβαση ανθρωπίνου χεριού)»[Δαν.2,34] Διότι τόσο η Θεοτόκος ήταν καταπυκνωμένη κυκλικά ως προς την ψυχή και το σώμα από τις αρετές και τις θείες και υπερφυσικές χάριτες, ώστε δεν βρήκε ούτε την παραμικρή είσοδο ο διάβολος, για να βάλει στον πανάγιό της νου κάποια προσβολή πονηρού λογισμού. Κατάσκιο πάλι βουνό είναι η Θεοτόκος, διότι επισκίασε σε αυτήν του Υψίστου η δύναμη, ο Υιός του Θεού. Διότι λέει: «Πνεῦμα Ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι(:Θα έλθει σε σένα το Πνεύμα το Άγιο. Αυτό θα σε καθαρίσει από το προπατορικό αμάρτημα και θα σε εξαγιάσει. Και η δύναμη του Υψίστου θα ρίξει τη δημιουργική και προστατευτική σκέπη της πάνω σου)»[Λουκά 1,35]· όπως και Ανδρέας ο Κρήτης λέει στον Ευαγγελισμό. Προσθέτει δε τελευταίο ο Μελωδός το «Δόξα τῇ δυνάμει σου, Κύριε» ως χαρακτηριστικό της τετάρτης Ωδής.

Ειρμός ωδής ε΄: « Θεὸς ὢν εἰρήνης, Πατὴρ οἰκτιρμῶν, τῆς μεγάλης Βουλῆς σου τὸν Ἄγγελον εἰρήνην παρεχόμενον ἀπέστειλας ἡμῖν· ὅθεν θεογνωσίας πρὸς φῶς ὁδηγηθέντες, ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζοντες δοξολογοῦμέν σε, Φιλάνθρωπε».

    Από πολλά ρητά των Γραφών συγκροτεί τον παρόντα ειρμό ο ιεράρχης Κοσμάς· διότι το μεν «Θεὸς εἰρήνης» δανείστηκε από την προς Φιλιππησίους επιστολή, η οποία λέει: «Καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ᾿ ὑμῶν(:Και ο Θεός, που είναι ο χορηγός της ειρήνης, θα είναι μαζί σας)»[Φιλιπ.4,9]· όμοια και από το 16ο κεφάλαιο στίχ.20 της προς Ρωμαίους [:«Ὁ δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης συντρίψει τὸν σατανᾶν ὑπὸ τοὺς πόδας ὑμῶν ἐν τάχει(:Κι ο Θεός που δίνει την ειρήνη θα συντρίψει γρήγορα κάτω από τα πόδια σας τον σατανά, που είναι ο αίτιος των διαιρέσεων και των σκανδάλων)»]  και από το 13ο κεφάλαιο, στίχοι 20-21 της προς Εβραίους[: «Ὁ δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης, ὁ ἀναγαγὼν ἐκ νεκρῶν τὸν ποιμένα τῶν προβάτων τὸν μέγαν ἐν αἵματι διαθήκης αἰωνίου, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν καταρτίσαι ὑμᾶς ἐν παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ εἰς τὸ ποιῆσαι τὸ θέλημα αὐτοῦ, ποιῶν ἐν ὑμῖν τὸ εὐάρεστον ἐνώπιον αὐτοῦ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων (:Και ο Θεός, που είναι ο χορηγός και νομοθέτης της ειρήνης, ο οποίος ανέστησε εκ νεκρών τον μεγάλο ποιμένα των πνευματικών προβάτων προκειμένου να εισέλθει στον ουρανό και να προσφέρει εκεί ως εξιλαστήριο θυσία το αίμα Του, με το οποίο επικυρώθηκε διαθήκη αιώνια, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό δηλαδή, εύχομαι να σας τελειοποιήσει σε κάθε αγαθό έργο, ώστε να κάνετε το θέλημά Του. Αυτός να ενεργήσει στο εσωτερικό σας εκείνο που είναι αρεστό ενώπιόν Του διαμέσου της μεσιτείας του Ιησού Χριστού, στον Οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν)»].

    Το δε «πατήρ τῶν οἰκτιρμῶν» δανείστηκε από την Β΄ προς Κορινθίους, κεφ.1, στίχος 3[:«Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ πατὴρ τῶν οἰκτιρμῶν καὶ Θεὸς πάσης παρακλήσεως(:Ας είναι ευλογημένος και δοξασμένος ο  Θεός, ο οποίος είναι Πατέρας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού ως προς τη θεία του φύση, αλλά και Θεός του ως προς την ανθρώπινη φύση του. Ας είναι δοξασμένος, διότι αυτός είναι Πατέρας και πηγή ελέους και ευσπλαχνίας, και Θεός που χορηγεί κάθε παρηγοριά)»]· το δε «τῆς μεγάλης βουλῆς σου τόν ἄγγελον» δανείστηκε από τον Ησαΐα, ο οποίος λέει για τον Χριστό: «Καί καλεῖται τό ὄνομα αὐτοῦ, μεγάλης βουλῆς ἄγγελος(:θα καλείται το όνομα Αυτού αγγελιαφόρος της μεγάλης βουλής του Θεού)» [Ησ.9,6].

    Την φράση «εἰρήνην παρεχόμενον» δανείστηκε από τον Ιωάννη, ο οποίος λέει «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τήν ἐμήν δίδωμι ὑμῖν(:Φεύγω και σας αφήνω την ειρήνη. Σας δίνω τη δική μου αληθινή και βαθιά ειρήνη, την οποία ήλθα να φέρω στον κόσμο που συνταράζεται από την αμαρτία. Δεν σας δίνω εγώ μια ειρήνη υποκριτική, απατηλή και ασταθή, σαν αυτή που δίνει ο κόσμος. Ας μην ταράζεται η καρδιά σας από εσωτερικούς φόβους κι ας μη δειλιάζει από εξωτερικά φόβητρα και απειλές)» [Ιω.14,27] και από τον Παύλο, ο οποίος είπε «Χριστός ἐστίν ἡ εἰρήνη ἡμῶν, ὁ ποιήσας ἀμφότερα ἐν, ὁ καί τό μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας(:Πλησιάσατε και τον Θεό και τις διαθήκες του με το αίμα του Χριστού, διότι Αυτός είναι η ειρήνη μας. Αυτός έκανε και τους δύο αντιμαχόμενους κόσμους, τον Ιουδαϊσμό και τον Εθνισμό, ένα. Αυτός γκρέμισε και κατέλυσε τον τοίχο που δημιουργούσε ο φραγμός του νόμου που ορθωνόταν ανάμεσα στους δύο λαούς και τους χώριζε)» [Εφ.2,14], το δε «φῶς τῆς θεογνωσίας» λήφθηκε από τον Αββακούμ, όπου λέει: «Καί φέγγος αὐτοῦ ὡς φῶς ἔσται(:Η λάμψη και η ακτινοβολία της άπειρης δόξας Του δεν θα είναι αμυδρή και ασθενής, αλλά θα είναι άκρατη, αμιγής και ισχυρή, όπως το καθαρότατο φως. Στα χέρια Του κρατεί δύναμη ακαταγώνιστη. Την άπειρη αγάπη Του συνδύασε κατά πάνσοφο τρόπο με την ακατάβλητη δύναμή Του)»[Αββακούμ, 3,4] · το δε «ἐκ νυκτός ὀρθρίζοντες» παραλήφθηκε από τον Ησαΐα, που λέει: «Ἐκ νυκτός ὀρθρίζει τό πνεῦμα μοῦ πρός σε, ὁ Θεός(: Τόσο πολύ Σε ποθούμε, ώστε από την νύκτα αγρυπνεί νωρίς το πνεύμα μου καταφεύγοντας σε Σένα, Θεέ μου, διότι τα προστάγματά Σου είναι φως επί της γης)» [Ησ.26,9]. Από τόσες λοιπόν ρήσεις, αφού συγκρότησε το τροπάριο αυτό ο Μελωδός, έπειτα επιστρέφοντας προς τον Θεό και Πατέρα, λέει προς Αυτόν: «Ω φιλανθρωπότατε Δέσποτα, Εσύ Θεός όντας της ειρήνης και Πατήρ των οικτιρμών, απέστειλες προς εμάς τον Μονογενή Σου Υιό, τον Άγγελο –μηνυτή- γενόμενο της μεγάλης και προαιώνιας και άρρητης βουλής Σου, η οποία αναφέρεται στην ένσαρκο Οικονομία Του».

     Είπε ο θεοφόρος Μάξιμος· «Μεγάλη βουλή του Θεού και Πατρός είναι το αποσιωπημένο και άγνωστο της Οικονομίας μυστήριο, το οποίο απεκάλυψε με την σάρκωση ο Μονογενής Υιός, Άγγελος γενόμενος της μεγάλης και προαιώνιας βουλής του Θεού. Γίνεται της μεγάλης του Θεού βουλής Άγγελος, αυτός ο οποίος γνώρισε τον λόγο του Μυστηρίου και τόσο ανυψώνεται με το έργο και τον λόγο, μέχρις ότου φθάσει σε Αυτόν, ο οποίος τόσο πολύ κατέβηκε προς Αυτόν»[κεφ. κδ΄της β΄εκατον. των Θεολογικών]. Το δε «ἀπέστειλας» (:ευδόκησες να έλθει προς εμάς ο Υιός Σου) είπε ο Μελωδός, διότι η αποστολή του Υιού την ευδοκία δηλώνει του Πατρός, όπως εννόησε ο μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος(Λόγος στην Χριστού Γέννησιν). Το δε «εὐδοκία» πάλι σημαίνει το προηγούμενο θέλημα του Θεού, σύμφωνα με τον Δαμασκηνό Ιωάννη και τον Θεσσαλονίκης Γρηγόριο, διότι δεν ήταν επόμενο, αλλά προηγούμενο θέλημα Θεού η ένσαρκος Οικονομία του Θεού Λόγου. Γιατί όμως «απέστειλες τον Υιό Σου, Πάτερ Θεέ;». Για να δώσει σε εμάς ειρήνη, για να ειρηνοποιήσει εμάς πρώτα με τον Θεό, δεύτερον με τους αγγέλους, προς τους οποίους είχαμε μάχη, τρίτο με τους ομοφύλους μας ανθρώπους· διότι και μεταξύ μας είχαμε μάχες, και τέταρτο με τον εαυτό μας. Αδιάφορο είναι το παρεχόμενο, διότι η ακρίβεια απαιτούσε να γράφεται «παρεξόμενον», επειδή τα κινήσεως σημαντικά ρήματα, όπως είναι και το «ἀπέστειλας» με μετοχή μέλλοντος χρόνου συντάσσονται, αντί τελικού απαρεμφάτου[Σημειώνουμε εδώ τον φοβερό λόγο που λέει ο θεσπέσιος Μάξιμος, ότι, αν και συμφιλίωσε και ειρήνευσε εμάς με τον Πατέρα ο Υιός, όσο όμως εμείς δουλεύουμε στα πάθη και στον διάβολο, ειρήνη και φιλία δεν έχουμε με τον Θεό· διότι λέει τα εξής: «Είναι αδύνατο να γίνουμε φίλοι του Θεού, την στιγμή που στασιάζουμε εναντίον Του με τα πάθη και ανεχόμαστε να πληρώνουμε φόρο στον τύραννο και φονέα των ψυχών διάβολο, χωρίς προηγουμένως να έχουμε καν πολεμήσει τον πονηρό. Διότι μέχρι τότε είμαστε εχθροί και πολεμούμε τον Θεό, έστω και αν αποδίδουμε στον εαυτό μας την πλαστή ονομασία του πιστού, όσο δηλαδή θέλουμε να δουλεύουμε στα πάθη της ατιμίας. Και από την ειρήνη του κόσμου δεν θα κερδίσουμε κανένα όφελος, εάν η ψυχή μας βρίσκεται σε κακή κατάσταση και στασιάζει εναντίον του ίδιου του Δημιουργού της και δεν ανέχεται να υπαχθεί κάτω από την βασιλική εξουσία Του, όντας ακόμη πουλημένη σε μύριους σκληρούς τυράννους» (κεφ. μα΄ της Γ΄ εκατοντάδος των Θεολογικών)].

     «Από δε την ένσαρκο παρουσία του Υιού Σου –συνεχίζει ο Μελωδός- εμείς τα πλανεμένα έθνη οδηγηθήκαμε στο φως της γνώσεως του Θεού, δηλαδή της ευσέβειας και πίστεως». Γι’ αυτό «ἐκ νυκτός ὀρθρίζοντες» · δηλαδή από την πλάνη και ασέβεια, αφού ήλθαμε στην ευσέβεια, Σε δοξολογούμε, φιλάνθρωπε Κύριε. Και είπε αυτό για να δείξει ότι είναι πέμπτη Ωδή η παρούσα, της οποίας ο ποιητής είναι ο Ησαΐας ο οποίος είπε: «Ἐκ νυκτός ὀρθρίζει τό πνεῦμα μοῦ πρός σε, ὁ Θεός», όπως προλέχθηκε.

    Εδώ προτείνει μία απορία ο Θεόδωρος ο ερμηνευτής των Κανόνων, λέγοντας: «Επειδή η ασέβεια είναι νύκτα, η δε ευσέβεια αντίθετα είναι ημέρα· γιατί ο Ησαΐας και ο Μελωδός δεν είπαν, ότι από την νύκτα ήλθαν στην ημέρα, αλλά στον όρθρο;». Αυτήν λοιπόν την απορία λύνοντας αυτός, λέει: «Όπως κατά την νύκτα δεν βλέπει καθόλου ο οφθαλμός, ενώ αντιθέτως την ημέρα βλέπει καθαρά και απλανώς, στον δε όρθρο βλέπει μεν λίγο, όχι όμως καθαρά· διότι είναι κάτι το ενδιάμεσο ο όρθρος της νύκτας και της ημέρας, και ούτε εντελώς σκοτεινός, όπως η νύκτα, ούτε εντελώς φωτεινός, όπως η ημέρα· έτσι νύκτα σκοτεινή και ασέληνη είναι η ασέβεια και όσοι βρίσκονται στην ασέβεια, ενώ ημέρα ολόφωτη είναι η αιώνια κατάσταση κατά τον μέλλοντα αιώνα και η δόξα που πρόκειται να αποκαλυφτεί στους Αγίους και η γνώση των μυστηρίων· όρθρος πάλι είναι κατάσταση των ευσεβών που ζουν κατά τον παρόντα αιώνα· διότι σε αυτήν την κατάσταση όντες οι ευσεβείς και Άγιοι, δεν μπορούν να θεωρήσουν τρανά και καθαρά τα θεία Μυστήρια, διότι εμποδίζονται από το σκέπασμα του υλικού αυτού και παχέος σώματος».

     Γι'αυτό ο μεν Παύλος έγραφε προς τους Κορινθίους: «Βλέπομεν ἄρτι δι' ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δέ, πρόσωπον πρός πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δέ ἐπιγνώσομαι, καθώς καί ἐπεγνώσθην(:Διότι τώρα βλέπουμε σαν μέσα από μεταλλικό καθρέφτη θαμπά και με τόση ατέλεια, ώστε να μας μένουν πολλά αινίγματα που δεν μπορούμε να τα εξηγήσουμε. Τότε όμως θα δούμε φανερά και καθαρά, διότι θα δούμε κατευθείαν πρόσωπο με πρόσωπο. Τώρα γνωρίζω μόνο ένα μέρος της αλήθειας. Τότε όμως θα λάβω τόσο τέλεια γνώση, όσο τέλεια με γνώριζε ο παντογνώστης Κύριος, όταν ενεργούσε την επιστροφή μου και με καλούσε στο αποστολικό αξίωμα)»[Α΄Κορ. 13,12]· ο δε Θεολόγος Γρηγόριος είπε: «Τά ἐνταῦθα δευτέρας ἐλλάμψεως» · και αλλού: «Για να βλέπουμε καθαρά την μακάρια Τριάδα, της οποίας τώρα δεχόμαστε μέτριες τις εκφάνσεις», και στον λόγο στην του Χριστού Γέννηση λέει: «Εδώ με πείθει το μέτριο φέγγος της αλήθειας, λαμπρότητα Θεού και να ιδώ και να  πάθω (στον μέλλοντα αιώνα δηλαδή)».

    Εάν όμως απορεί κάποιος, πώς ο Παύλος γράφοντας προς τους Ρωμαίους είπε: «Ἀποθώμεθα τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός· ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν(:Ας αποθέσουμε λοιπόν σαν νυκτερινά ενδύματα τα έργα της αμαρτίας, που γίνονται στο σκοτάδι, και ας ντυθούμε σαν άλλα όπλα τα φωτεινά έργα της αρετής· όπως συμπεριφέρεται κανείς την ημέρα, που τα βλέμματα πολλών τον παρακολουθούν, έτσι κι εμείς ας συμπεριφερθούμε με ευπρέπεια και σεμνότητα)» [Ρωμ.13,12]. Σε αυτόν απαντούμε, ότι δεν είπε ο Παύλος «ἐν ἡμέρᾳ» αλλά «ὡς ἐν ἡμέρᾳ» · το δε «ὡς», ομοιωματικό μόριο είναι και δηλώνει ομοίωμα ημέρας, και όχι αυτήν την ημέρα· όπως είναι και αυτό που λέχθηκε για τον Προφήτη Ηλία: «Ἀνελήφθη ὡς εἰς Οὐρανόν» δηλώνει ότι ανέβη, όχι στον ουρανό, αλλά σε υψηλότερο μέρος της γης. Και ο όρθρος λοιπόν ημέρα μεν δεν είναι, ως ημέρα όμως και είναι και λέγεται· διότι και αυτός επιτρέπει στον οφθαλμό να βλέπει, όχι όμως καθαρά όπως η ημέρα, αλλά με τρόπο που είναι ενδιάμεσος της νύκτας και της ημέρας, όπως είπαμε[Ο δε Κύριος αντίθετα, «ἡμέρα» ονόμασε την παρούσα ζωή, ενώ νύκτα την μέλλουσα, λέγοντας τα εξής: «Ἐμέ δεῖ ἐργάζεσθαι τά ἔργα τοῦ πέμψαντός μέ ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νύξ, ὅτε οὐδείς δύναται ἐργάζεσθαι»[Ιω.9,4], το οποίο ερμηνεύοντας ο Ευθύμιος ο Ζιγαβηνός λέει: «ἕως ἡμέρα ἐστίν» σημαίνει όσο διαρκεί ο παρών καιρός, όσο διαρκεί η ζωή αυτή, όσο μπορούν οι άνθρωποι να εργάζονται· έρχεται ο μελλοντικός αιώνας, όταν κανένας πλέον δεν μπορεί να εργάζεται «τό πιστεύειν εἰς ἐμέ» · διότι ο παρών καιρός είναι καιρός εργασίας, ενώ ο μελλοντικός είναι καιρός ανταποδόσεως. Το ότι πάλι εδώ εργασία λέει την του πιστεύειν, είναι φανερό από του να πει «οπίσω». Αυτό είναι έργο του Θεού, να πιστέψετε σε Εκείνον που απέστειλε Εκείνος. Ο μεν Χριστός λοιπόν, «ἡμέρα» ονόμασε τον παρόντα αιώνα εξαιτίας της εργασίας, ενώ «νύκτα» τον μέλλοντα αιώνα εξαιτίας της ανεργίας, ο δε Παύλος αντίθετα, νύκτα τον παρόντα αιώνα λέγει για την πλάνη και την άγνοια και το σκότος των παθών, ενώ ημέρα τον μέλλοντα, επειδή δεν έχει τίποτε από αυτά· διότι λέει: «Ἡ νύξ προέκοψεν, ἡ δέ ἡμέρα ἤγγικε» [Ρωμ.13,12](Τόμος Δ΄της ερμηνείας των Ευαγγελιστών). Εάν όμως ακριβέστερα εννοηθεί το ρητό: «Ἡ προκύψασα νύξ καί ἡ ἐγγίζουσα ἡμέρα», δεν φαίνεται να είναι καθαρή ημέρα, αλλά σαν κάποιος όρθρος].

   Ειρμός ωδής  ς΄: «Σπλάχνων Ἰωνᾶν ἔμβρυον ἀπήμεσεν ἐνάλιος θήρ, οἷον ἐδέξατο· τῇ Παρθένῳ δὲ ἐνοικήσας ὁ Λόγος καὶ σάρκα λαβὼν διελήλυθε φυλάξας ἀδιάφθορον· ἧς γὰρ οὐχ ὑπέστη ῥεύσεως, τὴν τεκοῦσαν κατέσχεν ἀπήμαντον».

     Ποιος δεν θαύμαζε την σοφή διάνοια του ιερού αυτού Μελωδού; Διότι αυτός τον ένα και τον ίδιο Προφήτη Ιωνά χρησιμοποιεί για διάφορες υποθέσεις. Και πρώτα βέβαια πολύ σωστά τον χρησιμοποίησε στην εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, παρομοιάζοντάς τον με τον τύπο του Σταυρού, τώρα πάλι τον χρησιμοποιεί στην υπόθεση της εκ Παρθένου Γεννήσεως του Χριστού. Και την μεν διαμονή του στην κοιλιά του κήτους παρομοιάζει με την σύλληψη του εμβρύου, την δε έξοδο από το κήτος την παρομοιάζει με την Γέννηση του εμβρύου[Βλέπε και στην ερμηνεία του τροπαρίου της στ΄ωδής του ιαμβικού κανόνος των Θεοφανείων ο οποίος λέει: «Ἐκ ποντίου λέοντος ὁ τριέσπερος», για να μάθεις πως ο Ιωνάς παρομοιάζεται με το έμβρυο από τον Αλεξανδρείας θεσπέσιο Κύριλλο]. Γι'αυτό λέει, ότι ο «ἐνάλιος θήρ(:το κήτος της θάλασσας)» που δέχτηκε στην κοιλιά του τον Ιωνά και τον φύλαξε, όπως η μητέρα δέχεται στην κοιλιά της το έμβρυο και το φυλάγει, στο τέλος το ξέρασε από τα σπλάχνα του, αλλά τόσο σώο και αβλαβή ξέρασε, όπως σώος και αβλαβής ήταν, όταν τον δέχθηκε προηγουμένως στα σπλάχνα του. Ο μεν Ιωνάς λοιπόν με αυτόν τον τρόπο δέχθηκε και ξεράσθηκε από το κήτος, ο δε Μονογενής του Θεού Λόγος, αφού εισήλθε με υπερφυσικό τρόπο στην κοιλιά της Παρθένου, και έλαβε σάρκα από τα πανάχραντά της αίματα «διελήλυθε»(:γεννήθηκε) φυλάγοντας αβλαβή και αδιάφθορη την κοιλιά, που τον δέχθηκε και τον γέννησε, δηλαδή, την άφησε Παρθένο, όπως την βρήκε Παρθένο και όταν εισήλθε.

    Γι'αυτό ως προς αυτό το σημείο φαίνεται ότι είναι ενάντιο, κατά κάποιον τρόπο, το παράδειγμα του Ιωνά με την εκ της Παρθένου Γέννηση του Κυρίου, διότι εκεί μεν τον κυοφορούμενο Ιωνά τον φύλαγε αβλαβή το κήτος, που τον κυοφορούσε με την παντοδύναμη χάρη του Θεού· εδώ όμως κυοφορούμενος στην κοιλιά της Παρθένου ο Θεός Λόγος, Αυτός μάλλον φύλαξε αβλαβή αυτήν που Τον κυοφορούσε, μη διαφθείροντας τα κλείθρα της Παρθενίας της. Διότι όπως ο Υιός του Θεού, ο Οποίος γεννήθηκε στον ουρανό από τον Πατέρα προ αιώνων, ως Θεός δεν υπέμεινε κανένα πάθος και ρεύση και φθορά, διότι «ἀπαθῶς καί ἀρρεύστως προῆλθεν ἐκ τοῦ Πατρός», όπως ο λόγος από τον νου· έτσι αυτός ο Ίδιος ο Οποίος γεννήθηκε κάτω στους εσχάτους χρόνους, ως άνθρωπος, διαφύλαξε αβλαβή και χωρίς καμία φθορά την Θεοτόκο, η οποία Τον γέννησε. Έτσι η Αγία και Οικουμενική Σύνοδος με την ια΄Πράξη της με τον λίβελλο της Πίστεως Σωφρονίου Ιεροσολύμων την ανακήρυξε Παρθένον «πρό τόκου καί ἐν τόκῳ καί μετά τόκον», που σημαίνει «ἀειπάρθενον».

   Αλλά και ο θεσπέσιος Επιφάνιος [αίρεσις ιη΄], λέει: «Ποιος ποτέ λέγοντας Μαρία διερωτήθηκε, δεν πρόσθεσε την Παρθένο;». Έτσι ο Χριστός και κατά τις δύο Γεννήσεις απαθής φάνηκε και άρρευστος, διότι ούτε ο Πατήρ γεννώντας Τον έπαθε κάτι, ούτε η μήτηρ. Και για να πω καθαρότερα, όπως ο Υιός του Θεού έγινε Υιός ανθρώπου ατρέπτως, δηλαδή χωρίς να υποστεί αλλοίωση από την δική Του φύση και θεότητα, ή να λάβει καμία αλλοίωση και ρεύση, σύμφωνα με τον Θεολόγο Γρηγόριο, ο οποίος λέει: «Ο Υιός του Θεού γίνεται και Υιός ανθρώπου, χωρίς να μεταβάλλει εκείνο που ήταν, διότι είναι άτρεπτος, αλλά αφού προσέλαβε αυτό που δεν ήταν, διότι είναι φιλάνθρωπος»[Λόγος εις τα Φώτα], έτσι και αυτήν που Τον έτεκε την διαφύλαξε άτρεπτη και αβλαβή, διότι αυτή χωρίς να τραπεί από την κατά φύση παρθενία που είχε, προσέλαβε εκείνο που δεν είχε, δηλαδή την υπέρ φύση μητρότητα. Γι'αυτό και ο Θεοφόρος Μάξιμος είπε: «Όπως δηλαδή Εκείνος, όταν έγινε άνθρωπος ούτε την φύση Του άλλαξε, ούτε την δύναμή Του άλλαξε, έτσι εκείνην που Τον γέννησε και Μητέρα την κάνει και Παρθένο την διατηρεί, ερμηνεύοντας ταυτόχρονα το θαύμα με το θαύμα και μην κρύβοντας το ένα με το άλλο»[Κεφ.θ΄, της γ΄εκατοντ. των γνωστικών].

    Λέει και ο Βρυέννιος Ιωσήφ«Ποια φάνηκε ποτέ Μητέρα του Θεού των Πατέρων; Ποια συγχρόνως και πλάστη και πλάσμα συνέλαβε; Ποια, και συλλαμβάνοντας Υιό και κυοφορώντας και τίκτοντας, δεν απέβαλε το να είναι Παρθένος; Πριν από την σύλληψη Παρθένος· κατά την σύλληψη Παρθένος· κατά την κύηση Παρθένος και «ἐν τῷ τίκτειν» Παρθένος· και μετά τον τοκετό πάλι Παρθένος και πάντοτε Αειπάρθενος· διότι αυτή η οποία σε όλο τον χρόνο της ζωής της και ως προς την όραση και την γεύση και την ακοή και την αφή και την όσφρηση και τον νου και την διάνοια και την δόξα και την φαντασία και την αίσθηση και, με έναν λόγο, με όλες της τις δυνάμεις της και τις ψυχικές και τις σωματικές τήρησε όλο τον εαυτό της άβατο στους ρυπαρούς λογισμούς, πολύ φυσικά θα μπορούσε να λέγεται Αειπάρθενος. Γι'αυτό δεν εμπόδισε καθόλου την υπόθεση αυτή της παρθενίας η υπερφυσική κυοφορία· ούτε το να είναι Αειπάρθενος εμπόδισε ο θείος Τόκος· ούτε η σύλληψις προξένησε βλάβη στη μήτρα, ούτε ο τοκετός διέφθειρε αυτήν που έτεκε»[Λόγος Γ΄εις τον Ευαγγελισμόν].

Ειρμός ωδής ζ΄: «Οἱ παῖδες εὐσεβείᾳ συντραφέντες δυσσεβοῦς προστάγματος καταφρονήσαντες, πυρὸς ἀπειλὴν οὐκ ἐπτοήθησαν, ἀλλ' ἐν μέσῳ τῆς φλογὸς ἑστῶτες ἔψαλλον· Ὁ τῶν πατέρων Θεὸς εὐλογητὸς εἶ».

      Για τους τρεις Παίδες είπε ο θεσπέσιος Κοσμάς στον προηγούμενο Κανόνα της Υψώσεως του Σταυρού και εμείς εξηγήσαμε τα σχετικά με εκείνον εκεί. Αλλά και στον παρόντα Κανόνα σε αυτήν εβδόμη ωδή λέει γι’ αυτούς ο ίδιος ασματογράφος τα εξής: ότι «οι τρεις εκείνοι άγιοι Παίδες, επειδή ανατράφηκαν με ευσέβεια στον Θεό, η οποία είναι η εξαπλούμενη και ευρυνόμενη αντίληψις των θείων πραγμάτων με υψηλότερη γνώση και θεωρία», την οποία ο Σολομώντας ορίζοντας είπε:  «Εὐσέβεια εἰς Θεόν ἀρχή αἰσθήσεως» [Παρ.1,7]· «επειδή», λέω, «ανατράφηκαν ευσεβώς, γι'αυτό καταφρόνησαν την δυσσεβή και βλάσφημη προσταγή του Βασιλιά Ναβουχοδονόσορ, ο οποίος ήθελε να προσκυνηθεί ως θεός με την εικόνα που έστησε στην πεδιάδα την λεγόμενη Δεηρά. Λοιπόν, όχι μόνο καταφρόνησαν την προσταγή του Βασιλιά, αλλά και την απειλή που τους έκανε ο ίδιος Βασιλιάς, ότι θα τους βάλει στην κάμινο του πυρός, δεν την φοβήθηκαν καθόλου». Με το «πυρός ἀπειλήν» μπορεί να εννοηθεί και ο καταπληκτικός ήχος του πυρός, ο οποίος προξενεί φόβο σε όσους το ακούν για το επταπλάσιο της καύσεως. Οπότε στεκόμενοι στο μέσο της φλόγας -συνεχίζει ο Μελωδός- όχι μόνο δεν λυπούνταν, αλλά και τόση υπερβολική χαρά δοκίμαζαν, ώστε από την μεγάλη τους χαρά έψαλλαν λέγοντας: «Συ, ο Θεός των Πατέρων ημών, του Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, Συ είσαι ευλογητός και δοξασμένος στους αιώνες». Ο λόγος δε αυτός είναι χαρακτηριστικό της εβδόμης ωδής.

  Ειρμός ωδής η΄: «Θαύματος ὑπερφυοῦς ἡ δροσοβόλος ἐξεικόνισε κάμινος τύπον· οὐ γὰρ οὓς ἐδέξατο φλέγει νέους, ὡς οὐδὲ πῦρ τῆς θεότητος Παρθένου ἣν ὑπέδυ νηδύν. Διὸ ἀνυμνοῦντες ἀναμέλψωμεν· εὐλογείτω ἡ κτίσις πᾶσα τὸν Κύριον, καὶ ὑπερυψούτω εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».

     Ευφυέστατα προσαρμόζει στην εορτή της Χριστού Γεννήσεως το θαύμα της βαβυλωνίας καμίνου ο θεσπέσιος Μελωδός με τον παρόντα Ειρμό· διότι λέει ότι η βαβυλωνία εκείνη και χαλδαϊκή κάμινος, η οποία ήταν δροσερή και όχι φλογερή, προεικόνιζε τον τύπο της κατά σάρκα Γεννήσεως του Δεσπότου Χριστού από την Παρθένο. Διότι, όπως η κάμινος εκείνη, αν και ήταν καμένη επταπλάσια με τόση ύλη φωτιάς, δεν κατέκαυσε όμως τους τρεις νέους παίδες, τους οποίους δέχθηκε μέσα στον εαυτό της, έτσι και το πυρ της Θεότητος του  Μονογενούς Υιού δεν κατάκαψε την κοιλιά της Παρθένου Μαρίας, μέσα στην οποία εισήλθε, αλλά την διεφύλαξε άφλεκτη και αβλαβή.

    Ο τύπος αυτός της καμίνου είναι αντίστροφος με το πρωτότυπο· δηλαδή με την εκ Παρθένου Γέννηση του Σωτήρα· διότι εκείνη η χαλδαϊκή κάμινος, η οποία προετύπωνε την μήτρα της Θεοτόκου, έχοντας μέσα την φωτιά, δεν έκαυσε τους νέους που δέχθηκε· ενώ εδώ ο Υιός του Θεού, ο Οποίος έγινε δεκτός από την μήτρα της Παρθένου, έχοντας το πυρ, ή για να πούμε καλύτερα, ο Ίδιος όντας πυρ αυτόχρημα, δεν κατάκαυσε την μήτρα που Τον δέχθηκε· και πολύ σωστά το έκανε αυτό, διότι, επειδή ο Θεός πυρ είναι και λέγεται «καταναλίσκον»· διότι λέει: «Κύριος ὁ Θεός σου πῦρ καταναλίσκον ἐστί»[Δευτ.4,24]· διότι καταναλίσκει την μοχθηρία και την αμαρτία, σύμφωνα με τον Θεολόγο Γρηγόριο· γι'αυτό πώς ήταν δυνατό να κατακαύσει την Παρθένο, στην οποία δεν βρισκόταν κανένα ίχνος αμαρτίας ή ρυπαρότητας, ούτε προπατορικής -διότι καθαρίστηκε η Παρθένος από την αμαρτία αυτή από την επέλευση του Αγίου Πνεύματος, κατά τον καιρό του Ευαγγελισμού, όπως η κοινή γνώμη των ιερών Θεολόγων δογματίζει-, αλλά ούτε προαιρετικής;

    Διότι όπως αυτό το πυρ, το οποίο υπηρετεί τις ανάγκες μας και γι'αυτό λέγεται «διακονικό»δεν υπερβαίνει τους όρους και τα μέτρα της καυστικής του δυνάμεως, τα οποία έλαβε από τον Δημιουργό, αλλά καίει μεν αυτό ξύλα και λινάρι και καλάμι και όλα όσα είναι δεκτικά της καύσεως εκείνου, δεν καίει όμως από μεν τα ζώα την ψυχρότατη σαλαμάνδρα[Γι'αυτό η πόλις του Παρισιού έχει ως σημαία την σαλαμάνδρα ανάμεσα στην φλόγα με αυτήν την επιγραφή: «Περικυκλοῦμαι, ἀλλ΄ οὐ φλέγομαι» (Κεφ. κθ’ του Πολιτικού Θεάτρου)], από τα ξύλα το φυτό το καλούμενο «λάριξ»[ Γι΄ αυτό, αναφέρει ο Πλίνιος, ότι όταν ριφθεί ο λάριξ στην φωτιά, αντιστέκεται σε αυτήν σαν να ήταν πέτρα. Γι'αυτό ο Καίσαρ πηγαίνοντας στην πόλη Γαζγόβοια, βρήκε εκεί έναν πύργο, που ήταν κατασκευασμένος από αυτό το ξύλο και πρόσταξε να τον κατακαύσουν, αλλά η φλόγα περικύκλωσε τον πύργο, αλλά δεν του προξένησε καμία φθορά(κεφάλαιο κθ΄του Πολιτικού Θεάτρου)], από δε τους λίθους την πέτρα, που λέγεται «παντάρβη»[ Λένε οι Φυσικοί ότι και ο λίθος ο καλούμενος Άσβεστος, ο οποίος βγαίνει στην Αρκαδία σιδηροχρώματος, όταν μία φορά ανάψει από το πυρ, ποτέ δεν σβήνει, και αν ακόμη ρίξει κανείς επάνω του όλα των ποταμών τα νερά· παραμένει δε χωρίς να κατακαίγεται από αυτό, έχοντας το πυρ από κάποιον απόρρητο λόγο της φύσεως(βλέπε Κεφάλαιο κδ΄του Πολιτικού Θεάτρου)], διότι όταν πέσει σε αυτά το πυρ, λησμονεί, με κάποιον τρόπο, την φυσική του καυστική δύναμη και τα διαφυλάττει άφλεκτα αυτά, έτσι και ο Θεός, το πυρ το άυλο και αναλωτικό της αμαρτίας, όπου βρει αμαρτία, εκεί ενεργεί και την κατακαίει, όπου όμως δεν βρίσκει αμαρτία, εκεί δεν καίει, αλλά μάλλον δροσίζει. Έτσι δεν έφλεξε και το άσπιλο και άγιο σώμα της Παρθένου, επειδή δεν βρήκε σε αυτό καμία ύλη και αμαρτία, η οποία κατακαίγεται από το θεϊκό πυρ. Συμπληρώνει ακόμη στη συνέχεια ο Μελωδός, ότι επειδή εμείς αξιωθήκαμε να δούμε αυτό το θαυμάσιο, γι'αυτό ας το ανυμνήσουμε και ας το μελωδήσουμε λέγοντας «Εὐλογείτω ἡ κτίσις πᾶσα τόν Κύριον, καί ὑπερυψούτω εἰς πάντας τούς αἰῶνας», το οποίο είναι λόγος χαρακτηριστικός της ογδόης Ωδής.

 Ειρμός ωδὴς θ΄: «Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον! Oὐρανὸν τὸ σπήλαιον· θρόνον χερουβικὸν τὴν Παρθένον· τὴν φάτνην χωρίον, ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος, Χριστὸς ὁ Θεός, ὃν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνομεν».

   Το προοίμιο του παρόντος Ειρμού αυτολεξεί δανείστηκε ο Μελωδός από τον λόγο του Ιερού Χρυσοστόμου που αναφέρεται στην Γέννηση του Κυρίου, όπου ως εξής προλογίζει η ρητορική εκείνη και εύλαλη γλώσσα: «Μυστήριο ξένο και παράδοξο βλέπω»[Ο λόγος αυτός σώζεται στον Ε’ τόμο της εν Ετόνη εκδόσεως]. Μιμήθηκε ο Μελωδός εδώ και τον διορατικό εκείνο Προφήτη Αββακούμ, ο οποίος λέει: «Ἐπὶ τῆς φυλακῆς μου στήσομαι καὶ ἐπιβήσομαι ἐπὶ πέτραν καὶ ἀποσκοπεύσω τοῦ ἰδεῖν (: Θα σταθώ επάνω στην προφητική μου σκοπιά και θα ανέβω επάνω σε πέτρα στερεά, ασάλευτη και υψηλή και από εκεί θα αποβλέψω και θα προσέξω για να δω)»[Αβ.2,1]· διότι, αφού στάθηκε και αυτός στην δική του «φυλακή»δηλαδή στην προσοχή του νου και ανέβηκε στην καρδιά, όπως επάνω σε πέτρα, με νοερή επιστροφή και σύνεση, από εκεί θεώρησε με την ενέργεια του Πνεύματος την εκ Παρθένου απόρρητη Γέννηση του Σωτήρος.

     Γι'αυτό, αφού κατεπλάγη το ακατάληπτο Μυστήριο, αναβόησε αυτήν την θαυμαστική φωνή λέγοντας: «Μυστήριον ξένον ὀρῷ καί παράδοξον». Κατόπιν εξηγώντας ποιο είναι το Μυστήριο, λέει: «Βλέπω ότι το γήινο και ζοφερό σπήλαιο έγινε υψηλός και λαμπρός ουρανός· διότι ο υπερούσιος Λόγος του Πατρός, ο Οποίος κατοικεί στους ουρανούς και δοξολογείται ακατάπαυστα από χιλιάδες Αγγέλων και μυριάδες Αρχαγγέλων, καταδέχθηκε να γεννηθεί και να κατοικήσει μέσα σε αυτό· βλέπω ότι η Παρθένος και Θεοτόκος Μαρία, η οποία έχει υλικό σώμα, έγινε θρόνος Χερουβικός, διότι Εκείνος που αναπαύεται επάνω στον ένδοξο θρόνο και στα νώτα των πολυομμάτων και άυλων Χερουβίμ, θρονιάστηκε μέσα στην άχραντη κοιλιά και επάνω στις αγκάλες της Παρθένου και αναπαύθηκε· βλέπω ότι η ευτελέστατη και μικρότατη φάτνη έγινε τόπος ενδοξότατος και πολυχωρότατος· διότι ο Θεός, ο Οποίος είναι πανταχού αχώρητος ως προς την θεότητα, ἀνεκλίθη(πλάγιασε) επάνω σε αυτήν ως προς την ανθρωπότητα». Γι’ αυτό και ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος πανηγυρίζοντας στην εορτή της Χριστού Γεννήσεως είπε: «Εάν υπάρχει κάποιος Ουρανός των Ουρανών και εάν υπάρχουν υπερώα ύδατος που στεγάζουν τα ουράνια, και εάν υπάρχει κάποιος τόπος ή στάσις ή τάξις υπερκόσμια, δεν έχει τίποτε περισσότερο άξιο θαυμασμού από το σπήλαιο και από την φάτνη από τα βρεφικά περιρραντήρια και σπάργανα ούτε θειότερο».

     Ο δε μέγας Αθανάσιος είπε τα ωραία αυτά: «Ο οικίσκος, όπου αποκύησε η Παρθένος δέχθηκε τον τύπο της Εκκλησίας· όπου θυσιαστήριο είναι η φάτνη, εφημερευτής ο Ιωσήφ, κληρικοί οι Μάγοι, διάκονοι οι Ποιμένες, ιερείς οι Άγγελοι· Αρχιερέας ο Κύριος· θρόνος η Παρθένος· κρατήρες οι μαστοί· αναβόλαιο η ενανθρώπηση, ριπιστήρες τα Χερουβίμ· δίσκος, το Πνεύμα το Άγιο, δισκοκάλυμμα ο Πατήρ, επισκιάζοντας όλα με την δύναμή Του»[Στον πρώτο λόγο του Ευαγγελισμού στον Ιωσήφ τον Βρυέννιο].

     «Αλλά θεσπέσιε Κοσμά», μπορούσε να του πει κανείς απορώντας, «για το σπήλαιο δίκαια ένιωσες κατάπληξη, διότι αυτό, ενώ είναι γήινο έγινε Ουρανός· παρόμοια και για την φάτνη· διότι αυτή ενώ είναι μικρή, έγινε χωρίο ευρύχωρο του αχωρήτου· και στη συνέχεια η ομοίωση αυτών έγινε από τα κατώτερα στα ανώτερα· για την Παρθένο δεν εξεπλάγης δίκαια, ονομάζοντάς την θρόνο Χερουβικό· επειδή η ομοίωσή της έγινε από τα ανώτερα στα κατώτερα· διότι αυτή είναι ασύγκριτα τιμιώτερη από τα Χερουβίμ· γι'αυτό ο Μονογενής Υιός του Θεού αφού κατέβηκε από τον άγιο θρόνο των Χερουβίμ, ενθρονίστηκε σε αγιότερο και τιμιότερο θρόνο, την Παρθένο». Η λύση λοιπόν της απορίας είναι αυτή· ότι ίσως ως προς αυτό είπε ο ιερός Μελωδός, θρόνο Χερουβικό την Παρθένο, η οποία είναι τιμιώτερη από τα Χερουβίμ, επειδή υλικό και παχύ σώμα έχοντας, ως προς την καθαρότητα και κατά την υψηλότατη σοφία και γνώση του Θεού, εξισωνόταν με τα άυλα πολυόμματα Χερουβίμ, διότι Χερουβίμ «πλήθος γνώσεως και έκχυσις σοφίας» ερμηνεύεται, σύμφωνα με τον Αρεοπαγίτη Διονύσιο.

          ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

            επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

·       Αγίου Νικοδήμου του ΑγιορείτουΕορτοδρόμιον, ήτοι ερμηνεία στους ασματικούς κανόνες των δεσποτικών και θεομητορικών εορτών, Τόμος Α΄, σελίδες 130-134,139-140,144-146,152-155,158-160,163-164,169-170,175-176, Έκδοσις : Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Ιερά Καλύβη «Άγιος Σπυρίδων Α΄», Νέα Σκήτη Αγίου Παύλου, Άγιον Όρος, 2018.

·       Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.

·       Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.

·       Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.

·       Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.

·       Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.

·       http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/tools/liddell-scott/index.html

·       https://apostoliki-diakonia.gr/bible/bible.asp?contents=old_testament/contents.asp&main=OldTes

·       https://apostoliki-diakonia.gr/bible/bible.asp?contents=new_testament/contents.asp&main=

τττπ μεταφέρουμε από εδώ

ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΒΑΣΙΛΙΚΩΝ ΩΡΩΝ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

 

ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΜΗΝΑ

Ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωπος θεός. «Ῥάκη, καθάπερ βροτός, σπαργανοῦται ὁ τῇ οὐσίᾳ ἀναφής.Θεός ἐν φάτνη ἀνακλίνεται ὁ στερεώσας τούς οὐρανούς πάλαι κατ’ ἀρχάς. Ἐκ μαζῶν γάλα τρέφεται ὁ ἐν τῇ ἐρήμῳ μάννα ὀμβρήσας τῷ Λαῷ».

 Εἶναι λοιπόν ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, Ἀκριβή-Πολύτιμη, ἡ Ἄκτιστος Χάρις. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός θά μᾶς ρωτήσει ἐκείνη τήν ὥρα:«Ἐγώ», θά μᾶς πεῖ, «ἔκανα τά πάντα γιά νά σέ σώσω. Έσεῖς τί κάνατε γιά τή δική σας προσωπική σωτηρία»; Γι’ αὐτό σεβαστή μου γερόντισσα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, καμία ἀνοχή στήν ἁμαρτία. Καμία ἀνοχή στήν ἁμαρτία. Καί κυρίως αὐτές τίς ἅγιες ἡμέρες , ἀρχῆς γενομένης ἀπό σήμερα, πού βιώνουμε καί ψάλλουμε καί ἀναγινώσκουμε αὐτό τό φοβερό μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ εἰς τόν κόσμον. Γιατί, ἄς μή ξεχνοῦμε ὅτι: «εἰ γάρ ὁ δι’ Ἀγγέλων λαληθείς λόγος ἐγένετο βέβαιος καί πᾶσα παράβασις καί παρακοή ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν, πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας»;

Εἶναι δυνατόν νά μή λάβωμε τήν ἀνταπόδοση ἐφ’ ὅσον ἀμελήσουμε καί δέν προσέξουμε, μέ σκοπό νά γιορτάσουμε αὐτές τίς ἅγιες ἡμέρες, ὄχι κατά Χριστόν , ἀλλά νεοεποχίτικα μέσα στήν κραιπάλη τῆς κατανάλωσης, τῶν φαγητῶν, τῆς μέθης, τῶν χορῶν, τῶν λουλουδιῶν, τῶν λαμπακίων, δέν ξέρω πόσα λαμπάκια βάζει ὁ καθένας στό δέντρο του; Θά μοῦ πεῖτε καί αὐτά δέν χρειάζονται; Ἄν τά περάσει κανείς μέσα ἀπό τήν γέννα τοῦ Χριστοῦ μας, μπορεῖ κι αὐτά νά τά δεῖ ὡς πάρεργο. Τό κυρίως ἔργο ὅμως εἶναι ἡ δύναμη τῆς καρδιᾶς μας νά στραφεῖ στήν μετάνοια καί στίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ καί κατεξοχήν στήν καθαρά ἐξομολόγηση, στήν νηστεία αὐτές τίς ὑπόλοιπες δύο ἡμέρες πού μένουν, εἰς τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ μας καί μέ προσοχή, μέ φόβο Θεοῦ, μέ πίστη καί ἀγάπη νά προσέλθουμε στό φοβερό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, τῆς θείας Κοινωνίας καί μετά καί τά ροῦχα μας νά εἶναι ἁπλά καί λαμπρά, τό φαγητό μας νά εἶναι κατά Θεόν, καί ἡ ἀγάπη μέσα στό σπίτι μας νά εἶναι διάχυτη σύν Χριστῷ.

Ὅμως ποτέ σέ καμιά περίπτωση, νά μή βάλουμε στήν ψυχή μας, στό νοῦ μας, στήν καρδιά μας τά σκουπίδια αὐτά, τά ὁποῖα μέ πολύ ἁπλοχεριά, μᾶς προσφέρει αὐτή ἡ βρώμικη ἐποχή, ἡ βρώμικη κατάσταση πού προσπαθεῖ νά μᾶς πάρει ἀπό τό Ἕνα, δηλαδή τήν κοινωνία ἀγγέλων καί ἀνθρώπων, μέ τούς ὑπέροχους ὕμνους μπροστά στόν Μεσσία Ἰησοῦν, πού βρίσκεται σπαργανωμένος στήν ἀγκαλιά τῆς Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας, στήν Ἁγία Φάτνη.

Ὄντως ἀδελφοί μου, γεῦσις Θεοῦ, μυσταγωγία καρδιακή στό κέντρο τῆς πνευματικῆς ὕπαρξης, ἐμπειρία τοῦ Ἀκτίστου Φωτός, ὅπου μᾶς ἀνεβάζει στά σκηνώματα τοῦ Θεοῦ, διά τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἄς πάψει ἐπιτέλους ἡ νεοεποχίτικη πνευματική ξηρασία. Φτάνει ἡ δουλεία- δέσμευση πού φέρνει ἡ ὑψηλοφροσύνη, ἡ ἀφροσύνη καί τό Ἐγώ, ἡ ἀλαζονία τοῦ βίου.Μή γινόμαστε δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας· «μή πάλιν ζυγόν δουλείας ἀνέχεσθε», μᾶς λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ Σατανᾶς, πρίν μᾶς καταστρέψει, φροντίζει νά μᾶς ἐξευτελίσει. Ἀντίθετα, ἡ Θεία ἐλευθερία τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ,δικαιώνει, ἁγιάζει, φωτίζει, ἀναπαύει.

Ἡ Ἐκκλησία, σεβαστή γερόντισσα, μᾶς προσφέρει τήν αἴσθηση τῆς χαρᾶς, τό πλήρωμα τῆς Χάριτος, τό φωτεινό πρόσωπο· ὁ νοῦς Χαριτωμένος εἰσέρχεται ἔτσι στήν καρδιά, στό ταμιεῖον, ἀπομακρύνοντας τό κοσμικό φρόνημα, πού φυλακίζει, χωρίς οἶκτο καί  διώχνει τά πάθη πού ὁδηγοῦν στήν λησμοσύνη τοῦ Θεοῦ.

Στόν Σωτῆρα Χριστό, ἡ Δόξα εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.

πηγή

Τα Χριστούγεννα των αγωνιστών στο Μεσολόγγι του 1822

 Καλά Χριστούγεννα, φίλες και φίλοι. Μακάρι να επικρατήσει η ειρήνη στις ψυχές μας και σε όλο τον κόσμο! Εορτάζουμε ως Χριστιανοί και ταυτοχρόνως ως Έλληνες πρέπει να διατηρούμε την ιστορική μνήμη. Και ξαναδιαβάζουμε την Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως για να δούμε πώς σώθηκε το Μεσολόγγι από την επίθεση του Ομέρ Βρυώνη ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1822. Ακριβώς πριν από διακόσια χρόνια.

Η πρώτη πολιορκία (η δεύτερη κατέληξε στην ηρωική Έξοδο του 1826) άρχισε στα τέλη Οκτωβρίου 1822 και βρήκε επικεφαλής των Οθωμανικών δυνάμεων τον Ομέρ Βρυώνη. Είχε προηγηθεί η ήττα των Ελλήνων και των Φιλελλήνων στη μάχη του Πέτα, έξω από την Άρτα. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Θανάσης Ραζηκότσικας και άλλοι ήσαν επικεφαλής της άμυνας των Ελλήνων. Πάντα λίγοι οι Μεσολογγίτες απέναντι σε πολυάριθμο στράτευμα. Αλλά το Μεσολόγγι βαστούσε.

Ο Ομέρ Βρυώνης έμαθε ότι θα αποχωρήσει μία ομάδα Ελλήνων πολεμιστών για άλλη εκστρατεία και αποφάσισε να κάνει τη μεγάλη επίθεση το ξημέρωμα των Χριστουγέννων. Ήξερε ότι οι Ορθόδοξοι Έλληνες πηγαίνουν στην Εκκλησία νωρίς το πρωί για τη Χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία. Πίστευε ότι θα βρει αφύλακτα τα τείχη. Όμως έπεσε έξω στους υπολογισμούς του.

Ο υπηρέτης και κυνηγός του, ο Γιάννης Γούναρης από τα Γιάννενα, άκουσε το σχέδιο και ενημέρωσε τους πολιορκημένους. Ο Μητροπολίτης έδωσε άδεια να μην λειτουργήσουν ανήμερα τα Χριστούγεννα οι ναοί και όλοι οι μαχητές να βρίσκονται στα τείχη. Το φως του ήλιου βρήκε το Μεσολόγγι να αμύνεται σθεναρά και τους Τουρκαλβανούς στρατιώτες να υποχωρούν έκπληκτοι. Η ηγετική ικανότητα του Σουλιώτη Μάρκου Μπότσαρη έλαμψε για μία ακόμη φορά. Οι εισβολείς υπέστησαν πανωλεθρία. Στις 31 Δεκεμβρίου οι πασάδες έλυσαν την πολιορκία.

Το θύμα της ιστορίας αυτής ήταν η οικογένεια του Γιάννη Γούναρη, την οποία κρατούσε όμηρο στην Άρτα ο Ομέρ Βρυώνης. Μόλις κατάλαβε ποιος πληροφόρησε τους Έλληνες, ο πασάς διέταξε να σφαγιασθεί η σύζυγος και τα δύο παιδιά του Γούναρη. Ο υπηρέτης των πασάδων αναδείχθηκε έτσι σε μία ηρωική και συγχρόνως τραγική μορφή του Αγώνος. Λέγεται ότι έγινε μοναχός στη Μονή της Παναγίας της Ελεούσας, στη στενωπό της Κλεισούρας, μεταξύ Μεσολογγίου και Αγρινίου.

Στα παιδικά μας χρόνια μαθαίναμε αυτή την ιστορία, τη σωτηρία του Μεσολογγίου κατά την πρώτη πολιορκία του 1822, από τα βιβλία του σχολείου και από το θαυμάσιο διήγημα της Πηνελόπης Δέλτα με τίτλο: ”Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα”. Αξίζει τις Άγιες αυτές ημέρες να διαβάζουμε στα παιδιά μας κείμενα βγαλμένα μέσα από την Ελληνορθόδοξη Παράδοση και από τη διαχρονική Ιστορία του Ελληνισμού. Αξίζει να τους μιλούμε για ήρωες της πατρίδας και της ελευθερίας. Να τους δίνουμε πρότυπα σε μία εποχή, κατά την οποία οι νέοι και οι νέες μας αναζητούν πυξίδα στη ζωή τους, αναζητούν σταθερές αξίες για να μην βουλιάξουν μέσα στα θολά νερά της αποδόμησης και της απαξίωσης των πάντων.

Οκτώ μήνες μετά τα Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα του 1822 ο πρωτεργάτης της νίκης, ο Μάρκος Μπότσαρης, σκοτώθηκε μαχόμενος στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου. Στις 9 Αυγούστου 2023 θα συμπληρωθούν 200 χρόνια από τον θάνατο του παλληκαριού. Ας τιμήσουμε τη μνήμη του με τον προσήκοντα σεβασμό.

Πηγή: konstantinosholevas.gr


Υστερική φρενίτιδα κατά της Γεννήσεως του Χριστού!

 


Η ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού είναι το πλέον ελπιδοφόρο και χαρμόσυνο γεγονός στην ανθρώπινη ιστορία, διότι αποτελεί τη φωτοφόρο χαραυγή της απολυτρώσεως του ανθρώπου και ολοκλήρου της κτίσεως από τη φοβερή δουλεία της αμαρτίας και της φθοράς, την οποία εισήγαγε στη θεία δημιουργία ο διάβολος, ο ολέθριος αντίδικος του Θεού και καταστροφέας των έργων Του. Ο άγιος άγγελος της Γεννήσεως διαμήνυσε στους ταπεινούς ποιμένες της Βηθλεέμ πως «ιδού ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ, ότι ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ, ος εστι Χριστός Κύριος» (Λουκ.2,10), κομίζοντας τη χαροποιό είδηση για την οποία αδημονούσε κάθε ανθρώπινη ψυχή. Η όντως μεγάλη αυτή χαρά έγινε έκδηλη στους απλοϊκούς εκείνους ανθρώπους οι οποίοι δοκίμασαν πρώτοι την ανεκλάλητη αγαλλίαση της ενανθρωπήσεως του Θεού, την απαρχή της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους.

Η ίδια χαρά και ιλαρότητα καταλαμβάνει κάθε άνθρωπο που αντιλαμβάνεται την εν Χριστώ απολύτρωση, εναποθέτει σε αυτόν κάθε βάσανο της βιωτής του και ελπίζει στην προσωπική του μεταμόρφωση «εις άνδρα τέλειον εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» Εφεσ.4,13), δηλαδή στην κατά χάριν θέωσή του. Αυτή τη χαρά βιώνει ασυνείδητα όλος ο κόσμος, ο οποίος εορτάζει το μέγιστο γεγονός της Γεννήσεως του Κυρίου, έστω με το δικό του ξεχωριστό τρόπο των εξωτερικών τύπων και της καταναλωτικής μανίας των αγίων ημερών. Είναι γνωστό πως και μη χριστιανικοί λαοί συμμετέχουν στον εορτασμό αυτό, διότι δε μπορούν να αντιπαρέλθουν τη μεγάλη εορτή. Ο Ιησούς Χριστός έχει μπολιάσει ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, όλων τόπων και όλων των εποχών, με την αγιαστική Του χάρη.

Αλλά, αλλοίμονο, υπάρχει και τραγική εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι όχι μόνο δε συμμετέχουν στην παγκόσμια και πανανθρώπινη χαρά της Θείας Ενανθρωπήσεως, αλλά αντίθετα λυπούνται και οδύρονται τις άγιες ημέρες του Δωδεκαημέρου. Καταριούνται το γεγονός της Γεννήσεως του Θεανθρώπου και προσπαθούν ανεπιτυχώς να μειώσουν τη σημασία του. Η πνευματική του συσκότιση και το διαβολικό τους φρόνιμα τους εμποδίζουν να αντιληφθούν, ούτε στο ελάχιστο το μέγεθος της θείας δωρεάς. Ο ψυχικός τους δαλτωνισμός τους κρατά σε πυκνά σκοτάδια και δε μπορούν να δουν με καθαρότητα και αντικειμενικότητα τη μεγάλη και σωτήρια αλλαγή που έφερε ο Χριστός στον κόσμο.

Οι θλιβερές αυτές οιμωγές κατά των Χριστουγέννων προέρχονται κυρίως από ομάδες αθεϊστών, μηδενιστών, αγνωστικιστών, ψευτοδιανοούμενων και λοιπών κατηγοριών εκκλησιομάχων. Μαζί τους σμίγουν τις οιμωγές τους και κάποιοι αρχαιόθρησκοι, οι οποίοι συναντώνται στο ευρύτατο παγκόσμιο νεοφανές κίνημα του Νεοπαγανισμού (New Ragan), που είναι, αποδεδειγμένα πια, γέννημα και θρέμμα του διαβόητου αποκρυφιστικού πλέγματος της «Νέας Εποχής του Υδροχόου». Πρόκειται για ομάδες ατόμων με παράδοξη νοοτροπία, κουβαλώντας τις δικές τους ιδιαίτερες καταβολές και μη αντέχοντας τη χριστιανική ζωή και ηθική, στράφηκαν προς το παγανιστικό προχριστιανικό παρελθόν. Είναι άλλωστε πασίγνωστο πως οι παγανιστικές πίστεις της αρχαιότητας θώπευαν τα ανθρώπινα ορμέμφυτα και ενθάρρυναν τον άνθρωπο να ζει ενστικτώδη ζωή, χωρίς να θέτουν ηθικούς φραγμούς. Η χριστιανική ηθική θέτει εμπόδια στην ηθική ασυδοσία, γι’ αυτό είναι απορριπτέα από αυτούς και τους δημιουργεί μια πρωτοφανή αποστροφή. Το θείο πρόσωπο του Λυτρωτή Χριστού και η αγία Του Εκκλησία τους προκαλεί οιστρηλατημένο μίσος και σχιζοφρενική διάθεση εκδίκησης και έτσι κάνουν ό, τι μπορούν για να συκοφαντήσουν και να μειώσουν το Σωτήρα Χριστό και το επί γης σωτήριο έργο Του.

Μια από τις γελοιωδέστερες απόπειρές τους για να «αποδείξουν» τάχα την μη ιστορικότητα του Χριστού, είναι η συσχέτισή Του με τους λεγομένους «ηλιακούς θεούς» διαφόρων παγανιστικών «θεοτήτων». Παίρνοντας αφορμή από το χρόνο εορτασμού των Χριστουγέννων, ο οποίος ταυτίζεται με το χειμερινό ηλιοστάσιο, πασχίζουν να «αποδείξουν» ότι ο Ιησούς Χριστός δεν υπήρξε ποτέ και πως η πίστη σ’Αυτόν είναι μια παραφθαρμένη εκδοχή των μύθων του Ηρακλή, του Σαβάζιου (Διόνυσου), του Όσιρι, του Μίθρα, του Οντίν και άλλων «ηλιακών θεοτήτων», οι οποίες κατά τους φανατικούς λάτρεις των αρχαίων θρησκειών υπάρχουν και δεν υπάρχει ο Χριστός! Απίστευτα και ανήκουστα πράγματα!

Δε θα αναφερθούμε στις μυθολογικές διηγήσεις των «γεννήσεων» των ανύπαρκτων αυτών «θεών», άλλωστε είναι λίγο πολύ γνωστές σε όλους μας και βέβαια μας διασκεδάζουν αρκετά με την παραδοξότητα και τη φαιδρότητα που είναι διατυπωμένες και αποδίδονται σε νοσηρούς μυθογράφους του απώτερου σκοτεινού παρελθόντος. ‘Όμως θα επιμείνουμε στη μεγάλη αλήθεια πως ο Ιησούς Χριστός είναι αποδεδειγμένα (τουλάχιστον) ιστορικό πρόσωπο, με μυριάδες αξιόπιστες μαρτυρίες. Η αχαλίνωτη φαντασία των μυθογράφων από την ιστορική πραγματικότητα απέχει όσο ο ουρανός από τη γη. Οι «βιογραφίες» των «ηλιακών θεών» συγκρινόμενες με το θείο πρόσωπο και τη βιωτή του Ιησού Χριστού, αποδεικνύουν το απύθμενο ποιοτικό χάσμα μεταξύ τους. Στους «θεούς» όλων των παγανιστικών θρησκειών κυριαρχούν πάθη και αδυναμίες ανομολόγητες (φόνοι, βιαιοπραγίες, βιασμοί, μοιχείες, αιμομιξίες, κλπ), που όχι μόνον δεν αρμόζουν σε «θεούς», αλλά τις συναντούμε στους χειρότερους των ανθρώπων! Στο σύνολό τους οι «θεοί» του παγανισμού είναι κλασσικά ανήθικα παραδείγματα προς αποφυγή για τους ανθρώπους! Όσο οι άνθρωποι μιμούνταν τις «θεϊκές» βιωτές, μεταβάλλονταν οι κοινωνίες σε ανυπόφορη κόλαση! Αντίθετα στον Κύριο Ιησού Χριστό δεν τόλμησε ποτέ κανένας να προσδώσει, ούτε οι άσπονδοι εχθροί του, το παραμικρό ηθικό ψεγάδι! Αυτός διήλθε την επί γης ζωή Του ευεργετώντας τον κόσμο, επισφραγίζοντας το έργο Του με το τίμιο Αίμα Του ως «λύτρον αντί πολλών» (Μάρκ.10,45). Δεν υπάρχει η παραμικρή νύξη ότι διέπραξε έστω και ελάχιστο κακό ποτέ, είναι ο μόνος που τόλμησε να ρωτήσει ομοεθνείς του, οι οποίοι τον γνώριζαν πολύ καλά: «τις εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας;» (Ιωάν.8,46).

Η υπέρτατη ευεργεσία Του προς το ανθρώπινο γένος είναι η εθελούσια αυτοκένωσή Του από τη θεία μεγαλοπρέπεια και η ταπεινωτική ένδυση της ανθρωπίνης φύσεως, προκειμένου να σώσει τον πεσόντα άνθρωπο. Οι παγανιστικοί «ηλιακοί θεοί» όχι μόνο δεν «υπήρξαν» ευεργέτες της ανθρωπότητας, αλλά μάλλον ζημία της «προσέφεραν», κρίνοντας από τις μυθολογικές διηγήσεις. Αν επίσης εμβαθύνουμε βιβλικά στην «παρουσία» αυτών στον κόσμο, ότι «πάντες οι θεοί των εθνών δαιμόνια» (Ψαλμ.95,5), μπορούμε να κατανοήσουμε με σαφήνεια την δαιμονική καταστροφική τους δράση στις ανθρώπινες κοινωνίες. Οι όψιμοι λάτρεις αυτών των «θεών», σε όλα τα πλάτη και μήκη της υφηλίου, πασχίζουν για την κατακρήμνιση του κόσμου στη σκοτεινή άβυσσο του σύγχρονου νεοεποχίτικου αποκρυφισμού, από όπου δεν υπάρχει διέξοδος!

Ο «Μεγάλης Βουλής Άγγελος» (Ησ.9,6), ο μοναδικός «Άγγελος της Διαθήκης» (Μαλαχ.3,1), ο σαρκωμένος Λόγος του Θεού (Ιωάν.1,14), δεν έφερε απλά το μήνυμα της σωτηρίας στον κόσμο, αλλά ήρθε ο ίδιος και έγινε με τη θέλησή Του μέτοχος του ανθρωπίνου προβλήματος, προκειμένου να το αντιμετωπίσει αποτελεσματικά, ως η υπερτέλεια «εν ανθρώποις ευδοκία», κατά τον αγγελικό ύμνο της Γεννήσεως (Λουκ.2,14).

Οι πιστοί του Χριστού σκιρτούμε από άρρητη αγαλλίαση, υμνώντας ασίγαστα «εν ενί στόματι και μια καρδία», τον δι’ ημάς νηπιάσαντα Θεό, τον Αίτιο της σωτηρίας μας, ως ευγενική σιωπηρή απάντηση, προς όλους εκείνους που θλίβονται, οδύρονται και μαραζώνουν για το μέγα και κοσμοσωτήριο γεγονός της Θείας Ενανθρωπήσεως! Τις άγιες αυτές ημέρες, με πραγματικά άδολο πνεύμα αγάπης και ανεξικακίας συστήνουμε στους συνανθρώπους μας αυτούς να ανοίξουν έστω μια μικρή χαραμάδα στην ταραγμένη καρδιά τους για να μπει ο νοητός Ήλιος της Δικαιοσύνης. Να απαλύνει τον τάραχο του ψυχικού τους κόσμου. Να φωτίσει την πλανεμένη διάνοιά τους, για να μπορέσουν να συναισθανθούν το απόλυτα ακατόρθωτο επιχείρημά τους: να νικήσουν Αυτόν, ο Οποίος νίκησε τον κόσμο, το διάβολο και το θάνατο. Να κατανοήσουν πως δεν θα αποτελέσουν αυτοί εξαίρεση, κατορθώνοντας να εκθρονίσουν τον Βασιλέα των Βασιλευόντων από τις δισεκατομμύρια καρδιές σε όλο τον κόσμο, αυτό που δεν κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν αμέτρητα στίφη εχθρών Του στο διάβα των είκοσι αιώνων. Να παραδεχτούν το αυτονόητο: πως τον κόσμο δε θα τον σώσουν οι ανύπαρκτοι «ηλιακοί», οι παγανιστικοί «θεοί», αλλά ο αδιαμφισβήτητα υπάρχων προαιώνιος Λόγος του Θεού, ο Οποίος με την ενανθρώπησή Του είναι και θα είναι αιωνίως παρών στην ανθρώπινη ιστορία!

πηγή

Γιατί λέμε τα κάλαντα τις γιορτές

 5

κάλαντα

«Να τα πούμε;» Και ποιος δεν έχει πει αυτή τη φράση παραμονές Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Φώτων; Γιατί, όμως, λέμε τα κάλαντα κάθε χρόνο τις γιορτές; Πως ξεκίνησε το έθιμο αυτό και τι συμβολίζει;

Τα κάλαντα, τα οποία στην ουσία είναι δημοιτικά τραγούδια με εκγωμιαστικούς στίχους, συχνά αναφέρονται ως εθιμικά τραγούδια, καθώς είναι ένα από εκείνα τα έθιμα που διατηρούν τη ζωντάνια τους ως τις μέρες μας.

Ο αρχικός τους ρόλος ήταν η αναγγελία του χαρμόσυνου μηνύματος της εορτής των Χριστουγέννων, αλλά και το καλωσόρισμα του νεόυ έτους.

Εικάζεται ότι η  προέλευση του εθίμου είναι διονυσιακή, αφού στις αρχαίες διονυσιακές γιορτές τα παιδιά συνήθιζαν να τραγουδούν για την καλή χρονιά, κρατώντας ένα κλαδί ελιάς τυλιγμένο με μαλλί προβάτου, στοιχείο που συμβόλιζε την ευφορία και τη γονιμότητα.Η λέξη κάλαντα, ετυμολογικά προέρχεται από τις Ρωμαϊκές καλένδες, δηλαδή τις πρώτες μέρες, του Ιανουαρίου, του πρώτου μήνα του χρόνου. Μάλιστα πριν τον 2ο αιώνα π.Χ. ο πρώτος μήνας του Ρωμαϊκού ημερολογίου ήταν ο Μάρτιος κι έτσι η πρωτοχρονιά γιορταζόταν τότε.Όσον αφορά την ενσωμάτωσή τους στη θρησκευτική παράδοση αξίζει να σημειώσουμε ότι αν και αρχικά η Εκκλησία απέρριψε τα κάλαντα ως ειδωλολατρικό έθιμο,αργότερα το αποδέχτηκε και το αφομοίωσε σε τέτοιο βαθμό ώστε να καταλήξουν να αποκτήσουν και θρησκευτικό περιεχόμενο.Παράλληλα, καθιερώθηκε να λέμε τα κάλαντα όχι μόνο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, αλλά πριν από όλες τις μεγάλες γιορτωές όπς τα Χριστούγεννα, τα Φώτα, του Λαζάρου, των Βαΐων κλπ.


Παρασκευή, Δεκεμβρίου 23, 2022

ΕΝΟΨΕΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

 


«Μή στύγναζε Ἰωσήφ, καθορῶν μου τήν νυδήν˙ ὄψει γάρ τό τικτόμενον ἐξ ἐμοῦ καί χαρήσῃ, καί ὡς Θεόν προσκυνήσεις, ἡ Θεοτόκος ἔλεγε τῷ ἑαυτῆς μνηστῆρι, μολοῦσα τοῦ τεκεῖν τόν Χριστόν. Ταύτην ἀνυμνήσωμεν λέγοντες˙ Χαῖρε κεχαριτωμένη, μετά σοῦ ὁ Κύριος, καί διά σοῦ μεθ’ ἡμῶν» (απόστιχα όρθρου).

(Μη στενοχωριέσαι και σκυθρωπάζεις, Ιωσήφ, βλέποντάς με έγκυο. Διότι θα δεις αυτό που θα γεννηθεί από εμένα και θα χαρείς και ως Θεό θα το προσκυνήσεις, έλεγε στον μνηστήρα της η Θεοτόκος, καθώς έσπευδε να γεννήσει τον Χριστό. Αυτήν ας ανυμνήσουμε λέγοντας: Χαίρε κεχαριτωμένη, μαζί Σου ο Κύριος, και μέσω Εσένα μαζί και με εμάς).

Οι ακολουθίες της Εκκλησίας μας την τελευταία προ των Χριστουγέννων εβδομάδα προβάλλουν με ένταση τη Γέννηση του Κυρίου και την προετοιμασία μας για το υπερφυές γεγονός. Στο συγκεκριμένο μάλιστα παραπάνω τροπάριο που κατακλείει την ακολουθία της προεόρτιας ημέρας, η κυρία Θεοτόκος «απολογείται» κατά κάποιον τρόπο προς τον μνηστήρα της Ιωσήφ την ώρα που βρίσκεται στο τέλος της εγκυμοσύνης της – προφανώς, κατά τον άγιο υμνογράφο, η Παναγία βιώνει μέχρι τέλους τον προβληματισμό και την επιφύλαξη του Ιωσήφ για ό,τι συνέβη κατά τον Ευαγγελισμό της, την εκ Πνεύματος αγίου σύλληψή της. Και πώς αντιμετωπίζει τον «στυγνασμό» του; Με τρόπο κατεξοχήν θετικό που αποτελεί και λύση και διέξοδο για όλα τα προβλήματα που και εμείς μπορούμε να αντιμετωπίζουμε στον κόσμο που βρισκόμαστε. Τι εννοούμε; Η Θεοτόκος προσανατολίζει τον λογισμό και τη σκέψη του Ιωσήφ όχι στην εγκυμοσύνη της, αλλά στο «τεχθησόμενον», στον Θεό ως «παιδίον νέον» που θα γεννηθεί και το οποίο θα κρατήσει με χαρά και στα δικά του χέρια ο Ιωσήφ και θα το προσκυνήσει ως Θεό του. Κι αυτό συνιστά, όπως είπαμε, και τη διέξοδο και στα δικά μας προβλήματα και τους δικούς μας «στυγνασμούς» στη ζωή αυτή: δεν πρέπει να μένουμε «αγκυλωμένοι» στα προβλήματα, αλλά να υψώνουμε τον νου και τη διάνοιά μας στη λύση, στο θετικό αποτέλεσμα που φέρνει κάθε φορά η Πρόνοια του Θεού και για εμάς. Διότι ποιο πρόβλημα μπορεί να είναι ανυπέρβλητο μέσα στο πλαίσιο της αγάπης και της φροντίδας του Θεού για τον άνθρωπο; Ο λόγος του Θεού διά στόματος ιδίως αποστόλου Πέτρου είναι σαφής: «όλη τη μέριμνά μας ας τη ρίξουμε στον Θεό, γιατί Αυτός φροντίζει για εμάς – «ὅτι αὐτῷ μέλλει περί ἡμῶν»!

Ο χαιρετισμός προς την Παναγία λόγω της πληρότητας της χάρης Της είναι η μόνη στάση μας απέναντί της. Μετέχουμε στη χαρά της, γιατί είναι ο Κύριος μαζί Της. Και βεβαίως, μέσω Εκείνης είναι μαζί και μ’ εμάς. Η Παναγία έφερε στον κόσμο τον «Ἐμμανουήλ», δηλαδή τον Θεό που είναι πια διαπαντός μαζί μας.

πηγή

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ «ΑΓΙΑΣ ΝΥΧΤΑΣ»

 


Πάνω από 160 χρόνια τραγουδιέται και ποιος ξέρει και πόσοι αιώνες θα περάσουν και πάντα θα μένει αγέραστο, φρέσκο, μελωδικό. Αμέτρητα παιδικά χείλη τα τραγούδησαν, θα το τραγουδήσουν κι εφέτος και θα το τραγουδούν, όσο γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα.

          Η «’Αγια Νύχτα», το τραγούδι, που δε γερνάει, δεν παλιώνει,  ξεκίνησε πολύ απλά κι αθόρυβα. Γεννήθηκε το 1818 στο Άρνσντορφ, ένα μικρό φτωχικό χωριουδάκι της Αυστρίας, εκεί που ζούσαν ο ποιητής και ο συνθέτης του.

Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς. Το μικρό χωριό, χωμένο μέσα στο χιόνι, υπέφερε εκείνο το χειμώνα πολύ. Οι κάτοικοί του προσπαθούσαν να ζεσταθούν κοντά στις αναμμένες σόμπες, που έκαιγαν ασταμάτητα κι όλο μετρούσαν τις μέρες, ώσπου να φτάσουν τα Χριστούγεννα.

          Ένα σπιτάκι κοντά στην πλατεία ήταν το σχολείο του Άρνσντορφ. Στο ισόγειο του σπιτιού ζούσε ο δάσκαλος του χωριού ο Φραντς Γκρούμπερ. Ο Γκρούμπερ ήτα ένα καλός δάσκαλος και εκτός από το έργο του αυτό, έκανε κι ένα σωρό άλλες δουλειές. Φρόντιζε την εκκλησία του χωριού, την εκκλησία του διπλανού χωριού και έπαιζε στο όργανο στη λειτουργία. Ακόμα του άρεσε να συνθέτει και να τις παίζει στο αρμόνιο.

Με τον ιερέα του χωριού Γιόζεφ Μόρ, ο δάσκαλος είχε ιδιαίτερες φιλίες. Έτσι, συχνά συναντιόντουσαν, πότε στην πλατεία, όταν ο καιρός ήταν καλός, πότε στην εκκλησία και τις πιο πολλές φορές τα βράδια στο σχολείο, για να συζητήσουν ένα σωρό υποθέσεις του χωριού τους και της γύρω περιοχής, αφού ήταν οι πιο μορφωμένοι ανάμεσα στους άλλους.

Μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα ο ιερέας Γιόζεφ Μόρ χτύπησε την πόρτα του φίλου του. Εκείνη τη βραδιά δεν είχε τίποτε το επείγον να συζητήσουν. Ήρθε κρατώντας στα χέρια του ένα φύλλο χαρτί. Είχε γραμμένο εκεί, ένα απλό χριστουγεννιάτικο ποιηματάκι δικό του. Παρακάλεσε, λοιπόν,  το δάσκαλο να το κάνει τραγούδι. Εκείνος δέχεται και στις 24 Δεκεμβρίου 1818 αντήχησε για πρώτη φορά το «Αγια Νύχτα» μέσα στην εκκλησία του Άρνσντορφ. Οι δύο φίλοι υπηρετούσαν κι εκεί τη μικρή ενορία του χωριού, αφού δεν υπήρχε εκεί ούτε ιερέας, ούτε μουσικώς για το αρμόνιο.

Παραμονή, λοιπόν, Χριστούγεννα ακούστηκε το πιο αγαπημένο χριστουγεννιάτικο τραγούδι στον κόσμο, η «Άγια Νύχτα».

Το τραγούδι συγκίνησε πολύ και άρεσε υπερβολικά στους κατοίκους του φτωχού χωριού. Τους έδωσε πολλή χαρά κι άρχισε να σιγοτραγουδιέται από μικρούς και μεγάλους.

Μα, ένα τόσο μελωδικό τραγούδι, δεν μπορούσε να περιοριστεί στα στενά όρια ενός αυστριακού χωριού. Οι νότες της «Άγιας Νύχτας» ταξίδεψαν στη Γερμανία κι από εκεί πέρασαν στην Αγγλία, στη Νορβηγία και Σουηδία. Πέρασαν τα σύνορα της Αμερικής και Αφρικής. Τραγουδήθηκε στη Νέα Ζηλανδία και Αυστραλία κι όπου υπάρχει χριστιανική ψυχή. Μεταφράστηκε σ’ όλες τις γλώσσες και τραγουδήθηκε απ’ όλο τον κόσμο.

Η γλυκιά της ευλαβική μελωδία συγκινεί την ψυχή και τη γεμίζει ιερά συναισθήματα για το Θείο Παιδί, που ήρθε στη γη μας  για τη λύτρωση του κόσμου.

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ», τ. 244

Πηγή

ΧΩΡΙΣ ΧΡΙΣΤΟ ΟΛΑ ΑΝΟΗΤΑ!

 

«Ὁ λόγῳ τείνας οὐρανόν, ὑπεισέρχῃ Σπηλαίῳ, καί ἀλόγων ἐν φάτνῃ, ἀνακέκλισαι Χριστέ, τῆς ἀλογίας ἡμῶν, διά σπλάγχνα, θέλων ἐκλυτρώσασθαι» (ωδή γ΄, β΄ προερτίου κανόνος Χριστουγέννων).

(Χριστέ, Συ που με τον λόγο σου δημιούργησες και άπλωσες τον ουρανό, εισέρχεσαι μέσα σε σπήλαιο και ανακλίνεσαι σε φάτνη αλόγων ζώων. Κι αυτό γιατί από την αγάπη σου θέλεις να μας λυτρώσεις από την αλογία της ζωής).

Ο άγιος υμνογράφος ευρισκόμενος μέσα στο θάμβος του μυστηρίου της  ταπείνωσης του Δημιουργού Υιού του Θεού, του Κυρίου Ιησού Χριστού: πώς Αυτός που είναι ο Δημιουργός ως παντοδύναμος Θεός δέχτηκε να περικλεισθεί μέσα στο σωματάκι ενός εμβρύου και να γεννηθεί σε μία σπηλιά ανακλινόμενος σε μία φάτνη αλόγων ζώων!, μέσα στο θάμβος αυτό λοιπόν ευρισκόμενος κατανοεί εν πίστει το ανεξήγητο: είναι η απειρία αγάπης του Θεού μας που Τον έκανε να «κλίνει ουρανούς και να κατέβει ως άνθρωπος» στη γη, ως ένας από εμάς «χωρίς ἁμαρτίας». Χωρίς την αγάπη και «τα σπλάγχνα» του Δημιουργού τίποτε από τη χριστιανική πίστη, κατεξοχήν δε η Γέννηση Αυτού ως ανθρώπου «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου», δεν θα μπορούσε να γίνει κατανοητό. Βγάλε την αγάπη από την κίνηση ερχομού του Θεού στον κόσμο ως «σαρκοφόρου» διαπαντός, τουτέστιν αιωνίως, και όλα διαγράφονται. Αλλά τούτο δεν γίνεται. Διότι «ὁ Θεός ἀγάπη εστί». Αυτό μας απεκάλυψε ο Χριστός και ανταποκρίνεται στην αποκάλυψή Του αυτή κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος όπου γης και κάθε χρόνου.

Και ποιος ο σκοπός του ερχομού Του στον κόσμο; «Να θεώσει το πρόσλημμα» θα μας πει σε άλλο σημείο ο άγιος ποιητής, δηλαδή τον άνθρωπο που προσέλαβε να τον φέρει και πάλι στην «ευθεία» προοπτική του αρχικού του προορισμού, τη θέωση, το «καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ», να γίνει ένα με τον Δημιουργό Του – ό,τι έχασε από την επανάσταση κατά του Κυρίου με την αμαρτία του.  «Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα Θεόν τόν ἄνθρωπον ἀπεργάσηται». Κι έρχεται με τον συγκεκριμένο ύμνο ο υμνογράφος να συμπληρώσει: η αποκατάσταση αυτή του ανθρώπου σημαίνει ότι αποκτά και πάλι αυτός τον λόγο της ζωής του. Γιατί; Διότι η εκτροπή της αμαρτίας κάνει τον άνθρωπο διαγράφοντας τη σχέση του με τον Υιό και Λόγο του Θεού να χάνει πράγματι και τον δικό του λόγο – ο άνθρωπος δημιουργήθηκε για να προεκτείνει και να επαναλαμβάνει τον Δημιουργό του, να είναι ένας άλλος θεός μαζί με τον φύσει Θεό. Η αλογία της αμαρτίας όμως είναι η ανοησία του ανθρώπου, ο άνθρωπος της αμαρτίας δηλαδή περιπίπτει σε μία κατάσταση που αέναα ανακυκλώνει την απώλεια του εαυτού του, πορευόμενος διαρκώς στα τυφλά λόγω του σκοτισμού του νου του. «Ὁ υἱός μου οὗτος νεκρός ἦν καί ἀπολωλώς». Οπότε και τον Δημιουργό του δεν βλέπει, αλλ’ ούτε και τον εαυτό του, τον όποιο συνάνθρωπό του, ακόμη και το «σπίτι» του, το φυσικό του περιβάλλον. Τι «όνομα» να δώσει στα πάντα αυτός που απώλεσε τη δύναμη του ονοματοδοτείν, τον λόγο; Είναι τυχαίο ότι στην κατάσταση αυτή το μόνο που αναζητεί είναι η αλογία της μαγείας και του σατανισμού; 

Η Γέννηση του Θεού ως ανθρώπου λοιπόν λυτρώνει τον άνθρωπο από την όποια αλογία του. Ο άνθρωπος που πιστεύει στον Χριστό αποκτά και πάλι το φως του, το αληθινό φως που δίνει νόημα στην ύπαρξή του και τον κόσμο όλο. Με τον Χριστό διαλύονται όλα τα «μυστήρια», γιατί με την παρουσία Του «Ἐκεῖνος ἐξηγήσατο». Ένα με τον Χριστό ο άνθρωπος με άλλα λόγια σταματά να έχει απορίες, γιατί ζει μέσα στην «Λύση» των πάντων – γίνεται και ο ίδιος «όλος μάτια» που ρίχνουν φως σε κάθε σκοτεινιά του ίδιου και του περιβάλλοντός του. Προϋπόθεση βεβαίως στη χαρισματική αυτή κατάσταση που την επισημαίνουμε στη ζωή των αγίων μας: η «ευθεία» καρδία μας. Χωρίς «αν» και κρατούμενα να πέσουμε στην αγκαλιά του Θεού μας ακολουθώντας Τον μέσα από τις άγιες εντολές Του. Η έμπνευση του αγίου υμνογράφου και πάλι μας καθοδηγεί: «Θεός ἀνθρώποις ὁμοιωθείς, πτωχεύει σαρκί, ἵνα ἡμᾶς καταπλουτίσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ, καί Σπηλαίῳ τίκτεται ὁ ἀχώρητος˙ τοῦτον εὐθείᾳ γνώμῃ ἀποδεξώμεθα» (ωδή ε΄ προερτίου κανόνος Χριστουγέννων) (Ο Θεός αφού ομοιώθηκε με τους ανθρώπους, γίνεται πτωχός άνθρωπος και γεννιέται σε σπηλιά Αυτός που δεν Τον χωρούν τα σύμπαντα. Κι αυτό για να μας γεμίσει με τον πλούτο της δόξας Του. Αυτόν λοιπόν ας τον αποδεχτούμε με πραγματική πίστη και απλότητα». 

Πηγή

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 22, 2022

…ΓΙΑΤΙ ΜΟΥ ΔΙΩΧΝΕΙΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΑΓΓΕΛΟ!


 

Πριν από μερικές δεκαετίες ζούσε στα Κατουνάκια του Αγίου Όρους ένας πολύ απλός Γέροντας, ο π. Γεώργιος. Έμενε μόνος του ηλικιωμένος και εγκαταλελειμμένος.

Κάποτε αποφάσισε να τον επισκεφθή γνωστός του μοναχός. Όταν επλησίασε στην γειτονική καλύβη, ερώτησε για τον Γέροντα, αλλά δεν τον είχαν ιδεί...

Έφθασε λοιπόν στην καλύβη με αγωνία και, όταν είδε ησυχία μεγάλη έξω και μέσα, ανησύχησε περισσότερο. Άρχισε να φωνάζει δυνατά και να χτυπάει την πόρτα, αλλά τίποτε. Τελικά πίεσε την πόρτα και την άνοιξε και μπήκε μέσα. Βλέπει τον Γέροντα ξαπλωμένο στο κρεβάτι και του λέει:

«Ευλογείτε, Γέροντα, τι κάνετε; Ήλθα να σας ιδώ»

Εκείνος απήντησε πολύ στενοχωρημένος:

«Ευλογημένε μου, καλλίτερα να μην ερχόσουν, γιατί μόλις μπήκες, μου έδιωξες τον Άγιο Άγγελο που με υπηρετούσε. Γι’ αυτό δεν σου άνοιγα. Άλλη φορά να μην έλθης, γιατί μου διώχνεις τον άγιο Άγγελο»!

Έφυγε ο αδελφός γιά το κελλί του, και έμεινε ο Γέροντας ξαπλωμένος στα σανίδια του κρεβατιού, τελείως μεν εγκαταλελειμμένος από τους ανθρώπους, αλλά γιά να έχει εγκαταλείψει τον εαυτό του στα χέρια του Θεού, ο Θεός τον αξίωσε να υπηρετείται από Αγγέλους.

Ευχαριστούμε την αγαπητή Θ.για την εικόνα.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...