Προεόρτια Είσοδείων Τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Χαρὰν προμνηστεύεται, πᾶσιν ἡ Ἄννα νυνί, τῆς λύπης ἀντίθετον, καρπὸν βλαστήσασα, τὴν μόνην Ἀειπάρθενον· ἥν περ δὴ καὶ προσάγει, τὰς εὐχὰς ἐκπληροῦσα, σήμερον γηθομένη, ἐν Ναῷ τοῦ Κυρίου, ὡς ὄντως Ναὸν τοῦ Θεοῦ Λόγου, καὶ Μητέρα ἁγνήν.
Κοντάκιον Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐφροσύνης σήμερον, ἡ οἰκουμένη, ἐπληρώθη ἅπασα, ἐν τῇ εὐσήμῳ Ἑορτῇ, τῆς Θεοτόκου κραυγάζουσα, κραυγάζουσα· Αὕτη ὑπάρχει, σκηνὴ ἐπουράνιος.
Ὁ Οἶκος Ὁ τῶν ἁπάντων Ποιητής, ὁ Πλάστης καὶ Δεσπότης, ἀρρήτῳ εὐσπλαγχνίᾳ καμπτόμενος, καὶ μόνῃ φιλανθρωπίᾳ τῇ αὐτοῦ, ὅν περ ταῖς οἰκείαις κατεσκεύασε χερσίν, ἰδὼν πεσόντα ᾤκτειρε, καὶ ἀναστῆναι τοῦτον εὐδόκησε, πλάσει θειοτέρᾳ, καὶ κενώσει τῇ ἰδίᾳ, ὡς ἀγαθὸς φύσει καὶ ἐλεήμων. Διὸ τὴν Μαριὰμ μεσίτιν λαμβάνει, ὡς παρθένον καὶ ἁγνήν, τοῦ μυστηρίου, ἐκ ταύτης τὸ ἡμῶν φορέσαι ὡς ἠβουλήθη· Αὕτη ὑπάρχει σκηνὴ ἐπουράνιος.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Αἰνέσατε παρθένοι, καὶ Μητέρες ὑμνήσατε, λαοὶ δοξολογεῖτε, ἱερεῖς εὐλογήσατε, τὴν ἄχραντον Μητέρα τοῦ Θεοῦ· σαρκὶ γὰρ νηπιάζουσα Ναῷ, τῷ τοῦ Νόμου προσηνέχθη, ὥσπερ ναὸς Κυρίου ἁγιώτατος. Διὸ ἑορτὴν πνευματικήν, τελοῦντες ἀνακράξωμεν· Χαῖρε Παρθένε δόξα, τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων.
Ἕτερον Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Δαυῒδ προοδοποίησον, ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Θεοῦ, καὶ χαίρων ὑπόδεξαι τὴν Βασιλίδα ἡμῶν, καὶ ταύτῃ ἐκβόησον. Εἴσελθε ἡ Κυρία, εἰς ναὸν Βασιλέως, εἴσελθε, ἧς ἡ δόξα, κεκρυμμένως νοεῖται, ἐξ ἧς μέλι καὶ γάλα μέλλει πηγάσειν, πᾶσι τὸ φῶς ὁ Χριστός.
Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Δεκαπολίτης
Ἔζησε τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Εἰρηνόπολη τῆς Δεκαπόλεως. Τὴ χριστιανικὴ ἀνατροφή του ὄφειλε πρῶτα στὴ μητέρα του Μαρία, ἡ ὁποία, μὲ τὴν ζωντανή της πίστη στὸ Χριστό, ἀνέθρεψε τὸ γιό της σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὁ Γρηγόριος ἔγινε μοναχὸς καὶ ἀγωνιζόταν ἔντονα γιὰ ἠθικὴ τελειοποίηση. Ἐκεῖνο ποὺ ἰδιαίτερα τὸν διέκρινε ἦταν ἡ καλλιέργεια τῆς ἐγκράτειας στὸν ἑαυτό του. Τὴ θεωροῦσε ἀπαραίτητη γιὰ τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ καὶ τὴν ἠθικὴ κυριαρχία στὴ σάρκα.
Καὶ σὲ ὅσους τὸν ῥωτοῦσαν γιατί δίνει ἱδιαίτερη βαρύτητα σ᾿ αὐτὴ τὴν ἀρετή, ἀπαντοῦσε μὲ τὸν αἰώνιο λόγο τῆς ἁγίας Γραφῆς: «Πᾷς ὁ ἀγωνιζόμενος πάντα ἐγκρατεύεται, ἐκεῖνοι μὲν οὖν ἵνα φθαρτὸν στέφανον λάβωσιν, ἡμεῖς δὲ ἄφθαρτον». Καθένας, δηλαδή, ποὺ ἀγωνίζεται, ἐγκρατεύεται σὲ ὅλα, ἀκόμα καὶ στὴν τροφὴ καὶ στὸ ποτό. Καὶ ἐκεῖνοι μέν, οἱ ἀθλητὲς τοῦ κόσμου, ἀγωνίζονται καὶ ἐγκρατεύονται γιὰ νὰ πάρουν στεφάνι ποὺ φθείρεται. Ἐμεῖς ὅμως, oι ἀθλητὲς τοῦ Χριστοῦ, ἀγωνιζόμαστε γιὰ ἄφθαρτο στεφάνι.
Ὁ Γρηγόριος ὅμως δὲν ἀρκέσθηκε μόνο στὴ μοναχικὴ ζωή. Μετεῖχε ἀπὸ κοντὰ στοὺς σκληροὺς ἀγῶνες κατὰ τῶν εἰκονομάχων βασιλέων. Ἔκανε πολλὰ ταξίδια καὶ τελικὰ ἐγκαταστάθηκε στὴ Θεσσαλονίκη, στὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Μηνᾷ. Ἐπιδόθηκε σὲ συγγραφὲς καὶ πέθανε ἀπὸ βαρειὰ ἀῤῥώστια στὴν Κωνσταντινούπολη (τὸ 816 μ.Χ.).
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Λυχνία ὡς δίπυρσος τῶν θεϊκῶν δωρεῶν, ἀκτῖσι τῆς χάριτος φωταγωγοῦσιν ἡμᾶς πατέρες οἱ ἔνθεοι, Πρόκλος τοῦ Βυζαντίου, ὁ σοφὸς ποιμενάρχης, Γρηγόριος ὁ θεόφρων, Δεκαπόλεως γόνος· διὸ μετὰ προθυμίας τούτοις προσέλθωμεν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’.
Ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν, ὁ ποιῶν ἀεὶ μεθ᾽ ἡμῶν, κατὰ τὴν σὴν ἐπιείκειαν, μὴ ἀποστήσῃς τὸ ἔλεός σου ἀφ᾽ ἡμῶν, ἀλλὰ ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, ἐν εἰρήνῃ κυβέρνησον τὴν ζωὴν ἡμῶν.
Κάθισμα
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τῇ θείᾳ λαμπρότητι, καταυγαζόμενος, τὸ σκότος ἐδίωξας, τῶν ψυχοφθόρων παθῶν, Γρηγόριε ἀοίδιμε, ἤρθης πρὸς ἀπαθείας, καθαρώτατον ὕψος, ἤστραψας παραδόξως, ἰαμάτων ἀκτῖνας, σκηνώσας εἰς ἄδυτον φῶς, τῆς βασιλείας Χριστοῦ.
Ὁ Ἅγιος Πρόκλος ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
Μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ὑπῆρξε ἄξιος μαθητὴς τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας μας, Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ Πατριάρχης Ἀττικὸς (406-425) τὸν ἔκανε διάκονο καὶ κατόπιν πρεσβύτερο.
Ἐπειδὴ διακρινόταν γιὰ τὴν παιδεία, τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν διδακτική του ἱκανότητα, ἀγαπήθηκε θερμὰ ἀπ᾿ ὅλους τοὺς θαυμαστὲς τοῦ ἀξέχαστου διδασκάλου του καὶ ὑποστηριζόταν ἀπ᾿ αὐτοὺς γιὰ τὸν Πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀλλ᾿ ἡ ἀντίδραση τοῦ διεφθαρμένου κατεστημένου ναυάγισε τὴν ὑποψηφιότητά του.
Ἀργότερα ὁ Πατρ. Σισίνιος, τὸ ἔτος 425, χειροτόνησε τὸν Πρόκλο ἐπίσκοπο Κυζίκου. Λόγω ὅμως τῶν ἀνωμαλιῶν τῆς ἐπαρχίας, τὴν ἐπισκοπὴ κατέλαβε κάποιος Δαλμάτιος.
Ἀλλ᾿ ὁ Πρόκλος, χωρὶς νὰ στεναχωρηθεῖ, ἐξακολούθησε τὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ὅταν πέθανε ὁ Πατριάρχης Μαξιμιανὸς (434) καὶ αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Θεοδόσιος ὁ Β´, στὸ θρόνο ἀνέβηκε πανηγυρικὰ ὁ Πρόκλος καὶ μάλιστα πρὶν ἀκόμα θάψουν τὸν Μαξιμιανό.
Ἡ πρώτη φροντίδα τοῦ Πρόκλου ἦταν ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου τοῦ Χρυσοστόμου ἀπὸ τὰ Κόμανα στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐπίσης, ἐπὶ τοῦ Πατριάρχου αὐτοῦ καθιερώθηκε καὶ ὁ τρισάγιος ὕμνος στὶς ἐκκλησίες.
Πατριάρχευσε δώδεκα χρόνια καὶ τρεῖς μῆνες. Πέθανε τό 447.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Λυχνία ὡς δίπυρσος τῶν θεϊκῶν δωρεῶν, ἀκτῖσι τῆς χάριτος φωταγωγοῦσιν ἡμᾶς πατέρες οἱ ἔνθεοι, Πρόκλος τοῦ Βυζαντίου, ὁ σοφὸς ποιμενάρχης, Γρηγόριος ὁ θεόφρων, Δεκαπόλεως γόνος· διὸ μετὰ προθυμίας τούτοις προσέλθωμεν.
Ὁ Ἅγιος Δάσιος ποὺ μαρτύρησε στὸ Δορύστολο
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Διοκλητιανοῦ στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα μετὰ Χριστὸν (298) καὶ μαρτύρησε στὴν πόλη Δορύστολο, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὸν Ἴστρο (Δούναβη) ποταμό.
Ὁ Δάσιος ἀνῆκε στὶς στρατιωτικὲς τάξεις καὶ τὸν διέκρινε θερμότατη πίστη στὸ Χριστό. Καταγγέλθηκε γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν δέχτηκε καμία δελεαστικὴ ὑπόσχεση οὔτε φοβήθηκε καμιὰ ἀπειλή. Μετὰ ἀπὸ διαταγὴ τοῦ διοικητῆ του, βασανίστηκε σκληρά. Στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισαν.
Οἱ Ἅγιοι Νιρσᾶς ὁ Ἐπίσκοπος, Ἰωσὴφ ὁ μαθητής του καὶ Ἐπίσκοπος καὶ ἄλλοι Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν στὴν Περσία
Ὅλοι ἔλαβαν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου στὴν Περσία.
Ἀπ᾿ αὐτοὺς ὁ Νιρσᾶς ἦταν Ἐπίσκοπος, γέροντας σχεδὸν 80 χρονῶν.
Ὁ δὲ μαθητής του καὶ Ἐπίσκοπος Ἰωσήφ, ἔφτασε τὰ 89 χρόνια.
Μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς ἦταν καὶ ἄλλοι Ἐπίσκοποι, Ἱερεῖς, λαϊκοί, γυναῖκες παρθένες καὶ ἀσκήτριες.
Αὐτοὶ λοιπόν, κατὰ τῶν διωγμὸ ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, ποὺ κίνησε ὁ βασιλιὰς Σαπὼρ ὁ Β´, βασανίστηκαν ἀπὸ τοὺς Πέρσες μὲ διάφορα σκληρὰ βασανιστήρια. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἀρνήθηκαν τὴν πίστη τους, ὅλοι ἀποκεφαλίστηκαν.
Οἱ Ἅγιοι Ἰσαάκιος, Ἰωάννης, Σαβώριος, Ὠνάμ, Παππίας καὶ (ἄλλος) Ἰσαάκιος
Οἱ τρεῖς πρῶτοι μαρτύρησαν διὰ λιθοβολισμοῦ (τὸ 343 μ.Χ.), μαζὶ μὲ τὸν ἀσκητὴ Ὠνάμ, ἀπὸ τὸν βασιλιὰ τῶν Περσῶν. Οἱ δὲ ἑπόμενοι δυό με ἀποκεφαλισμό. Στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 καὶ 1624 λέγονται ἐπίσκοποι.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης
Ἦταν ἀσκητὴς στὸ ὄρος τῆς Νιτρίας. Μὲ ὁσιότητα βίου ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Τὰ περὶ τῆς ζωῆς του, ποὺ ἀναφέρονται στὸ Λαυσαϊκό, ἀνήκουν στὴ σφαῖρα τῆς φαντασίας καὶ δὲν ἀνταποκρίνονται στὴν πραγματικότητα.
Οἱ Ἅγιοι Γεϊδαζέτ (ἢ Γαϊσαδὲτ ἢ Βοηθαζάτ) ὁ εὐνοῦχος, Σασάνης (ἢ Σωσάννης), Νοηλμάρης καὶ Ζαρουαντίνης
Οἱ μάρτυρες αὐτοί, ἐπειδὴ δὲν θυσίασαν στὸν Θεὸ Ἥλιο τῶν Περσῶν, θανατώθηκαν ὅλοι διὰ λογχισμοῦ.
Οἱ Ἁγίες παρθένες Θέκλα, Βαουθᾶ, Δεναχίς (ἢ Δινάχ), Τεντοῦς, Μάμα, Μαλοχία, Ἄννα, Νανά, Ἀστή καὶ Μαλάχ
Αὐτὲς ἦταν ἀσκήτριες χριστιανὲς γυναῖκες ἀπὸ τὴν Περσία. Διατάχθηκαν ἀπὸ τὸν βασιλιὰ τῶν Περσῶν νὰ προσκυνήσουν τὴν φωτιὰ καὶ ἐπειδὴ δὲν δέχτηκαν, τεμαχίστηκαν ὅλες με τὰ ξίφη τῶν στρατιωτῶν.
Οἱ Ἅγιοι Εὐστάθιος, Θεσπέσιος καὶ Ἀνατόλιος
Ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Μαξιμιανοῦ τὸ ἔτος 300 μ.Χ. Αὐτοὶ ἦταν ἀδέλφια μεταξύ τους καὶ πατρίδα εἶχαν τὴν Γάγγρα τῆς Μ. Ἀσίας. Οἱ γονεῖς τους ἦταν εἰδωλολάτρες καὶ ὀνομαζόταν Φιλόθεος καὶ Εὐσεβία.
Ἀπὸ τοὺς τρεῖς, ὁ μὲν Εὐστάθιος ἀσχολεῖτο μὲ τὰ γράμματα, οἱ δὲ δυὸ ἄλλοι ἀδελφοὶ μὲ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ πατέρα τους (πώληση φορεμάτων).
Στὴ χριστιανικὴ πίστη τοὺς ἔφερε ὁ πρεσβύτερος Ἀντιοχείας Λουκιανός, ἀφοῦ εἶχε συναντήσει τὸν Φιλόθεο καὶ τὸν Ἀνατόλιο σ᾿ ἕνα ταξίδι στὴν Ἀνατολή.
Τοὺς κατήχησε καὶ ὅταν ἔφτασαν στὴ Νικομήδεια βαπτίστηκαν ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Νικομήδειας Ἄνθιμο, ὁ ὁποῖος τὸν μὲν Φιλόθεο χειροτόνησε πρεσβύτερο, τὸ δὲ Εὐστάθιο διάκονο. Μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων τους, καταγγέλθηκαν στὸν Μαξιμιανὸ καὶ ἀφοῦ ὑπέστησαν φρικτὰ βασανιστήρια, τελικὰ ἀποκεφαλίστηκαν.
Ὁ Ἅγιος Θεόκτιστος ὁ Ὁμολογητής
Ἔζησε τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ. Ὑπέστη πολλὰ ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους γιὰ τοὺς ἀγῶνες του ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλ᾿ ἐπὶ βασιλίσσης Θεοδώρας ἀναδείχτηκε Πατρίκιος καὶ τιμήθηκε μὲ πολλὲς ἄλλες διακρίσεις.
Ὁ Ἅγιος Βάσσος καὶ οἱ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν μαρτυρήσαντες 42 Μάρτυρες στὴν Ἡράκλεια τῆς Θρᾴκης
Ὁ Ἅγιος Edmund (Βρετανός)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴ ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Ελληνικά και Ορθόδοξα» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός και οι απόψεις είναι ελεύθερες πλην όμως να είναι κόσμιες .
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam και τα υβριστικά