Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο, Μαΐου 02, 2015

Η βαθιά σημασία των αγιορείτικων τυπικών

Παρακολουθούσα σήμερα αυτή την αγρυπνία κι αυτή την ακολουθία της μεγάλης αγίας Αναστασίας, την οποία πρώτη φορά τόσο έντονα ένοιωσα με το πλησίασμα του αγίου Λειψάνου της, με την όλη μακρά μας ολονυχτία. Βλέπετε τι υπέστη: Την εκρίζωση των οδόντων, την εκκοπή των μελών, την αφαίρεση των μαστών και τον άδικο θάνατο. Αλλά στο τέλος ούτε αδικήθηκε ούτε προσεβλήθη η ζωή της από το θάνατο. Αυτό ήταν και είναι το μεγάλο γεγονός: Η ήττα του θανάτου μέσα στην Εκκλησία μας. Γι’ αυτό αφάτως όλη μας η ύπαρξη θα πρέπει να γίνει μια ευγνωμοσύνη προς το Θεό, που η αγάπη Του και η στοργή της Κυρίας Θεοτόκου μας έφεραν εδώ πέρα.
shmasiatypikwn2
Τώρα εμείς χρειάζεται να είμαστε «χοντροκέφαλοι», να είμαστε «πεισματάρηδες» σαν τους μοναχούς που λένε: «Δεν χρειάζονται αναλύσεις». Δεν ξέρομε εμείς τι σημασία έχει αυτή η ακολουθία, τι σημασία έχει αυτή η εικόνα, τι σημασία έχει αυτό το άγιο Λείψανο, τι σημασία έχει αυτή η Λειτουργία. Και όταν αυτό αληθινά λέμε, τότε θα μας αποκαλύπτεται η βαθύτερη σημασία όλων. Εδώ πέρα μας παραδίδονται άγια και ιερά και όσια τα οποία θα πρέπει μ’ αυτό τον τρόπο να τα παραλάβομε και να τα παραδώσομε στους άλλους… Όπως έκαμε το ευσεβές ζεύγος του Εμμανουήλ και της Ραλλούς, που έδωσαν στη Μονή το Άγιο Λείψανο. Και το άγιο Λείψανο αγιάζει τη Μονή και όλο τον κόσμο. Εμείς οφείλομε, χωρίς παραχαράξεις και αλλοιώσεις, να διατηρήσομε και να παραδώσομε την παράδοση και το σώμα του Άγιου Όρους σαν ενα άγιο Λείψανο στις γενεές που έρχονται.
Ο άγιος Γέροντάς σας, που έχει επαφή με τους νέους, και σείς που είστε νέοι άνθρωποι, ξέρετε τι γίνεται σήμερα. Ξέρετε τι Βαβυλωνία και σύγχυση γλωσσών υπάρχει. Και δεν υπάρχει κανείς άλλος πόλος που να δίνει μια ισορροπία παρά μόνο η Ορθοδοξία. Και το Άγιον Όρος είναι μια ενσάρκωση της Ορθοδοξίας. Οπότε αυτό που οφείλομε είναι να είμαστε σωστοί αγιορείτες. Και αυτό που παραλάβαμε να το δώσομε στους άλλους. Τότε χωρίς να το καταλαβαίνομε κάνομε μια μεγάλη προσφορά στον κόσμο και χωρίς να μιλάμε καθόλου κηρύττομε εκκωφαντικά. Κι αυτός ο εκκωφαντικός λόγος της σιγής γίνεται άνετα ακουστός από τον καθένα. Ο άλλος, ο λόγος των απόψεων, δημιουργεί απλώς πονοκέφαλο. Τώρα θέλει αυτό το λόγο της σιωπής.
Και να μην κάνομε παραχαράξεις στο Άγιον Όρος. Να μή «διορθώνομε» τίποτα. Μα και τα τυπικά, τα πιο «τιποτένια» εξωτερικά, τα πιο «ανόητα», έχουν μια μεγάλη σημασία και ένα μεγάλο νόημα.
Ξέρετε τι έγινε στη Δύση. Καταργήσανε τις μετάνοιες στο Μεσαίωνα. Γιατί είπαν: «Τί νόημα έχει να πέφτεις και να σηκώνεσαι; Αυτό είναι ανόητο πράγμα· να σπαταλάς την ώρα σου, να κουράζεσαι, να ιδρώνεις άσκοπα; εμείς, είπαν οι δυτικοί, θα κάνομε πράγματα έξυπνα. Θα δουλεύομε και θα παράγομε έργο. Οπότε καταργήσανε τις μετάνοιες και εκμεταλλεύτηκαν διαφορετικά το χρόνο. Αντίθετα εδώ, οι «χωριάτες» και «αγράμματοι» Αγιορείτες, και οι ορθόδοξοι γενικώτερα, τις διατήρησαν τις μετάνοιες. Γιατί γνώριζαν και γνωρίζουν, ότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ψυχή, είναι και σώμα. Κι αυτή η σωματική μετοχή στην προσευχή με τις μετάνοιες και την άσκηση έχει μεγάλη και βαθειά σημασία. Γιατί πιστεύομε σε Θεό ενσαρκωθέντα. Πιστεύομε στον αγιασμό των ψυχών και των σωμάτων. Οπότε και με τη σωματική μετοχή στην προσευχή, το σωματικό αυτόν κόπο, διατηρήσαμε την πίστη στο Θεάνθρωπο και την αίσθηση της Θεανθρώπινης ζωής. Τώρα οι Δυτικοί, μετά από τόσον καιρό, κατάλαβαν ότι κάτι δεν πάει καλά. Και πάνε στην άπω Ανατολή να γυρέψουν στα ζέν και στα γιόγκα να βρούν την ισορροπία τους. Και έρχονται οι δάσκαλοι αυτών των ξένων προς την πίστη μας συστημάτων να τους διδάξουν μεθόδους ψυχοσωματικής ισορροπίας. Και τα κάνουν θάλασσα. Και φτάνουν στην τέλεια σύγχυση…

Τρίτη, Απριλίου 28, 2015

Τι ζούμε στη Θ.Λειτουργία


Είναι μεγάλο πρόβλημα ο άνθρωπος. Σου γίνεται βάσανο και σταυρός ανανεούμενος, αν θέλης να σεβαστής τη φύσι του, να μην τον ακρωτηριάσεις, αλλά να τον δεχθής όπως είναι. Γι’αυτό όλα τα συστήματα, για ν’ αποφύγουν το βάσανο αυτό που δημιουργεί ο άνθρωπος, με προκρούστεια μέθοδο τον φέρνουν στα μέτρα τους, κάνοντάς τον άτομο, μονάδα παραγωγής. Και οι ιδεαλισμοί τον εμπαίζουν με ανυπόστατους ρομαντισμούς, αφήνοντάς πεινασμένο, αμεταμόρφωτο και νεκρούμενο το σώμα της υπάρξεώς του. Έτσι ο άνθρωπος έλκεται αγνοούμενος, περιφρονούμενος, χρησιμοποιούμενος και ατιμαζόμενος. Και το δράμα του μένει ανοιχτό. Γιατί δεν χωρά ο άνθρωπος σ’ ένα νόμο ή σ’ ένα σχήμα. Δεν τον σώζει η στατική, νομική λογική. Αν σ’ αυτή θελήσωμε να τον κλείσωμε, θα τον βασανίσωμε, έστω κι αν θέλωμε από καλή διάθεσι, να τον κάνωμε σοφό, φρόνιμο, ή να του βελτιώσωμε τον χαρακτήρα. Τί να την κάμη τη βελτίωσι του χαρακτήρα αυτός που ζητά την αιωνιότητα;

Το ερώτημα είναι: υπάρχει κανείς που μπορεί να ελευθερώση τον άνθρωπο, να συντρίψη τα δεσμά της αιχμαλωσίας που τον κρατούν κάθειρκτο; Υπάρχει κανείς που μπορεί να διαλύση τα είδωλα που τον αποπνίγουν, και να του δώση της ελευθερία του άλλου κόσμου, που ζητά σ’ αυτόν τον κόσμο από σήμερα; Μόνο το σήμερα ζη ο άνθρωπος. Το σήμερα θέλει αιωνιότητα, όχι το αύριο, για να δεχθή την Αλήθεια. Θέλομε να ζήσωμε όλοι για όλα. Που θα το βρούμε αυτό; Ποιος ανέχεται την ανυπόφορη απαίτησί μας, χωρίς να τα χάση και να συνθλιβή αυτός και το καθεστώς του, χωρίς να μας κλείση το στόμα με φίμωτρο δικτατορίας ή με το ψεύτικο ψωμί της εν φυλακή ελευθερίας και του λιμού της ευμάρειας; Ποιος θα μας πάρη στα σοβαρά, αφήνοντάς μας να του μιλήσουμε ελεύθερα, όπως μιλά η φύσι μας; Ποιος θα ανεχθή τον άνθρωπο; Μόνο Αυτός που μας έπλασε μας ξέρει πριν γεννηθούμε και αφού πεθάνωμε. Ζητούμε Αυτόν που έχομε. Και θέλομε να πραγματοποιήσωμε αυτό που είμαστε. Μόνο μέσα στη Θεία Λειτουργία η απαίτησι κορέννυται. Τα υπέρ φύσιν και αίσθησιν δίδονται από σήμερα. «Νυν τα ανήκουστα ηκούσθη» και τα άρρητα αρρήτως ελέχθη. Τα πάντα γέμισαν από φως, ανθρωπιά και ουράνια παράκλησι.» «Ήλθεν η της ζωής βασιλεία και κατελύθη του θανάτου το κράτος και γέγονεν άλλη γέννησις, βίος έτερος, άλλο ζωής είδος, αυτής της φύσεως ημών μεταστοιχείωσις». Τα πάντα υπάρχουν θεανθρώπινα. Τίποτα δεν υπάρχει ψεύτικο. Τίποτε δεν υπάρχει αναπόδεικτο. Καμμία απορία δεν μένει άλυτη. Και καμία απάντηση δεν κλείνει το δρόμο για νέες ερωτήσεις. Τα παν καθολικά κοινωνείται. Είναι αισθητό, τωρινή γεύσι της ζωής. Τα πάντα έγιναν ένα θαυμαστό παρόν στο πρόσωπο του Θεανθρώπου, που είναι το Α και το Ω της δημιουργίας και «τας αρχάς των όντων τοις πέρασιν ουκ εά συναφίστασθαι». Όλη η ιστορία είναι μία μονο Θεία Λειτουργία, και όλος ο κόσμος έγινε ένας ναός, οίκος Θεού, μία μόνη οικογένεια. Όλα είναι φωτισμένα και καταγλαϊσμένα με το άκτιστο και άδυτο φάος. Είναι σπασμένα τα κλείθρα του Άδη. Σχισμένα τα σάβανα των συστημάτων. Αναποδογυρισμένα τα τραπέζια των κολλυβιστών κάθε είδους. Και συντριμμένα όλα τα είδωλα, από τον Συντρίψαντα το κράτος του θανάτου. Υπάρχει χώρος, για να ζήση ο άνθρωπος. Είναι καλεσμένα τα μωρά, τα ασθενή, τα εξουθενημένα και τα μη όντα. Είναι καλεσμένοι οι χωλοί, οι τυφλοί, οι ανάπηροι στο Δείπνο, στη Ζωή, στη θεολογία.

Είναι καλεσμένος ο άνθρωπος. Δεν αφορά τους ειδικούς η Ορθόδοξη λειτουργική θεολογία. Αλλά χορταίνει τους πεινασμένους, ποτίζει τους διψασμένους, παρηγορεί τους πονεμένους και τους κλαμένους. Αφορά τον άνθρωπο, όχι την ειδίκευσι. Δεύτε, «ίνα γεμισθή ο οίκος μου». Είναι η φωνή του Οικοδεσπότη. Έρχονται και το πλήθος αυξάνει τον χώρο και τη χαρά. Γιατί δεν έχομε συνωστισμό όχλου, κορεσμό θέσεων, αλλά περιχώρησι αγαπωμένων προσώπων. «Γέγονεν ως επέταξας, και έτι τόπος εστί». Όλοι προσδέχονται όλους. Συγχωρούν. Συγχωρούνται. Και περιχωρούνται. Εδώ προσωποποιείται και παίρνει όνομα ο άνθρωπος, που με τη φιλαυτία και ανταρσία του είχε εκπέσει στην κατάστασι της απομονωμένης μονάδος. Με το να γίνει Υιός του Θεού «υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού» έλαβε «όνομα, το υπέρ παν όνομα». Με το να πεθάνη Εκείνος από αγάπη, για να ζήσωμε εμείς, ήλθε στον κόσμο ο νέος τρόπος ζωής, που ανιστά το πρόσωπο. Με το να σταυρωθή εδοξάσθη. Το «ούπω γαρ ην Πνεύμα άγιον, ότι Ιησούς ουδέπω εδοξάσθη» σημαίνει ότι ο Ιησούς ουδέπω εσταυρώθη. Και μεις παίρνομε όνομα βαπτιζόμενοι εν τω θανάτω του Ιησού. Γινόμεθα πρόσωπα, «μηκέτι εαυτοίς ζώντες». Δοξαζόμεθα και λαμβάνουμε τη χάρι του Πνεύματος, ταπεινούμενοι, υπομένοντες την ατιμίαν του καθ’ημέραν σταυρού. Πλουτούμεν κενούμενοι δια τον Πτωχεύσαντα υπέρ ημών. Είμεθα οι «μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες». Όλοι ανακεφαλαιώνουν τα πάντα. Και καθένας μπορεί ελεύθερα να ακολουθήση τον δρόμο του «εν παντί καιρώ και τόπω».

Ο Κύριος διαλύει τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως με το να καλή κατ’ όνομα τα ίδια πρόβατα και να εκβάλη αυτά στην ευρυχωρία που ορίζει η Θεία Λειτουργία. Δεν παρεμποδίζει η ελευθερία των προσώπων από την οποιαδήποτε αιχμαλωσία. Και δεν θίγεται η ενότης των από την οποιαδήποτε διασπορά. Οι διεσπαρμένοι δεν πλανώνται, αλλά είναι «συνηγμένοι δια Κύριον». Η ενότης έχει τη χάρι και την ευρυχωρία της διασποράς. Και τη διασπορά τη θέρμη και την ασφάλεια της συναγωγής. Από όλη τη λειτουργική κοινότητα και τη διάρθρωσί της λατρεύεται και δοξάζεται η Παναγία Τριάς, «η διαίρεσει την ένωσιν και έμπαλιν έχουσα». Το αληθινό –και διεσπαρμένο- είναι ενωμένο. Το ψεύτικο –και ενωμένο- είναι χωρισμένο και ανύπαρκτο. Στη Θεία Λειτουργία ζητούμε την ενότητα της πίστως και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, άρα, την αιώνιο ζωή και θεία περιχώρησι, και όχι την ανθρώπινη συνάρτησι ή συμμαχία.

π. Βασίλειος Γοντικάκης Προηγούμενος της Ιεράς Μονή Ιβήρων 


Το είδαμε : εδώ 

Κυριακή, Απριλίου 26, 2015

Η ευεργεσία των εχθρών μας


Αρχ. Βασίλειος Ἰβηρίτης

H ἀγάπη πού συναντᾶς, ἡ λεπτότης πού βρίσκεις, σοῦ κάνουν καλό.

Καί ἡ ἐπίθεση πού δέχεσαι ἀργότερα ἀπό πειρασμούς καί συμφορές πού πέφτουν ἐπάνω σου, ἡ μιά μετά τήν ἄλλη, μέ πρόσθεσι νά σέ ἐξαφανίσουν κυριολεκτικά, σέ εὐεργετοῦν περισσότερο.

Τότε βρίσκεις μία θεία ἐπίσκεψι καί ξένη παρηγοριά. Σάν νά εἶχε μαζευτῆ πολύ πουρί γύρω σου. Σάν νά ἤσουν φασκιωμένος, γυψωμένος ἀπό γεγονότα καί αἰσθήσεις πού σέ πνίγανε. Καί ἐνῶ ἐσύ δέν μποροῦσες νά ἐλευθερωθῆς, ἦλθαν ἄλλοι ἔξωθεν καί σέ χτύπησαν, θέλοντας νά σέ σκοτώσουν. Χτύπαγαν μετά μανίας. Ἔριχναν τά τείχη πού σέ εἶχαν φυλακίσει. Ἔσπαζαν τή γερή κρούστα ἀπό κάποιο ψέμα πού σέ εἶχε περιβάλει ἐνῶ αὐτοί χτύπαγαν μανιασμένα, ἐσύ ἄκουγες ἔντρομος.

Ἐν τέλει, αὐτοί πού θέλησαν νά σέ ἐξαφανίσουν σέ ἐλευθέρωσαν ἀπό μία ψευτιά καί ἀορασία καταχνιᾶς, πού σέ χώριζε ἀπό τήν ἀλήθεια. Σ’ ἀφήσανε μόνο, «ἡμιθανῆ τυγχάνοντα», ἀλλά σκεπασμένο ἀπό τή φροντίδα κάποιου καλοῦ Σαμαρείτη, πού τόν ἔνοιωσες δίπλα σου.

Καί ἀποδείχθηκαν βοηθοί σου οἱ πειρασμοί πού θέλησαν νά σέ ἐξαφανίσουν. Ἔκαναν αὐτό πού ἐσύ ἔπρεπε νά κάνης, καί δέν τό μποροῦσες. Ἔζησες τήν ἀλήθεια τοῦ Γεροντικοῦ: «Ἔπαρον τούς πειρασμούς, καί οὐδείς ὁ σωζόμενος».

Κατέστρεψαν ὅ,τι χρειαζόταν καταστροφή. Καί φάνηκε μέσα σου κάτι πού δέν καταστρέφεται, γιατί ἔχει ἄλλη ἀντοχή καί φύσι «χαίρει ἐν τοίς παθήμασι».

Τελικά μᾶς σώζει αὐτό πού μᾶς καταστρέφει, ὅπως σώζει τόν σπόρο ὁ θάνατος του μέσα στή γῆ, ὅταν ἔλθη ἡ ὥρα του. Σωτηρία δέν εἶναι οἱ ἐπιτυχίες καί ἡ σταδιοδρομία μας στόν χῶρο τῆς φθορᾶς ἀλλά ἡ κατάργησι τοῦ θανάτου καί ἡ βασιλεία τῆς ἀγάπης.

Καί θέωσι δέν εἶναι ἡ ἀπόκτησι τῶν ἀρετῶν ἀλλά ἡ ὑπ’ αὐτῶν θεία ἀλλοίωσι καί μεταμόρφωσι.

Καί τό βραβεῖο στούς ἁγίους δέν δίδεται, κατά τόν ἀββᾶ Ἰσαάκ, γιά τίς ἀρετές οὔτε γιά τόν κόπο τῶν ἀρετῶν, ἀλλά γιά τήν ταπείνωσι πού ἀπ’ αὐτές γεννιέται. Μέ τήν ταπείνωσι ὁ ἄνθρωπος συστέλλεται. Χάνεται. Γίνεται «ὡς μή ἐλθῶν εἰς τό εἶναι» καί ταυτόχρονα διαστέλλεται, γινόμενος κατά χάριν χώρα τοῦ Ἀχωρήτου.

Ὅλα αὐτά ἀποκτοῦν ὑπόσταση καί ἀξία ὅταν τά βλέπης σαρκούμενα στή ζωή τῶν Ἁγίων, δηλαδή στή ζωή καί στό ἦθος τῶν ὄντως ταπεινῶν.


ΠηγήΗσυχαστήριον Αγία Τριάδας

Σάββατο, Φεβρουαρίου 07, 2015

Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων

(Ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ. Βασιλείου,
Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων)

Ἡ εὐαγγελική παραβολή

Ἡ εὐαγγελική παραβολή πού διαβάζεται σήμερα εἶναι γνωστή σέ ὅλους μας ὡς παραβολή τοῦ Ἀσώτου. Ἕνας ἄνθρωπος ἔχει δύο γιούς. Ὁ νεώτερος γιός ζητάει χωρίς περιστροφές ἀπό τόν πατέρα του τό μερίδιό του ἀπό τήν κληρονομιά.
Ἀλλά τό κομμάτι αὐτό ἀποκομμένο ἀπό τό σύνολο τῆς ἀλήθειας τῆς ζωῆς τοῦ πατέρα δέν μπορεῖ νά ζήσει, δέν μπορεῖ νά καρποφορήσει. Τό κομμάτι αὐτό, ὅταν τό παίρνουμε δυναστικά, ἀντάρτικα, ὅπως καί ὅταν θέλουμε, δέν μᾶς ὁδηγεῖ στή ζωή, ἀλλά στήν ἀπόγνωση καί τήν καταστροφή.
Ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀδυναμία, ἄν θέλετε, τοῦ νεώτερου γιοῦ, εἶναι ὅτι ὄντας ἀνώριμος δέν ἔχει φθάσει στό νά ξέρει, ὅτι ἡ οὐσία τοῦ πατέρα εἶναι ἡ ἴδια μέ τήν οὐσία τοῦ υἱοῦ.
Καί ὁ πατέρας τοῦ δίνει τό κομμάτι, τό ἐπιβάλλον μέρος τῆς περιουσίας, πού ζητάει. Εἶναι ἄρχοντας ἀγάπης. Δέν ἐνδιαφέρεται γιά τόν ἑαυτό του. Ἐνδιαφέρεται νά σώση τό παιδί του. Αὐτό βρίσκεται στό σκοπό τῆς ζωῆς του, εἶναι καταξίωση τοῦ εἶναι του. Δέν τόν ἐνδιαφέρει τί θά πῆ ὁ κόσμος, ὅπως ἐνδιαφέρει τόσο πολύ ἐμᾶς γιά τό πῶς θά χαρακτηρίσουν τό παιδί μας γιά τίς ἀστοχίες του, δέν τόν ἐνδιαφέρει ἄν θά χάση τό κῦρος του, ἄν παρουσιαστεῖ ὡς πατέρας ἀποτυχημένος, μέ παιδί πού ἀφήνει τό σπίτι καί φεύγει μακρυά. Ἡ ἀγάπη τοῦ πατέρα πάει πιό μακριά ἀπ” ὅ,τι μπορεῖ νά πάει ἡ κρίση τοῦ κόσμου ἤ ἡ ἀνταρσία τοῦ γιοῦ του.
Γιά τόν λόγο αὐτό δέν τοῦ κάνει διδασκαλία μέ λόγια. Τώρα πρέπει νά τόν ἀφήσει νά περιπλανηθεῖ, νά πάθει, νά μάθει, νά δεῖ προσωπικά τό ψεῦδος καί τίς ἀνυπόστατες ἀπάτες.
Αὐτό ξέρει ὁ πατέρας, ὅτι εἶναι κάτι θανάσιμα ἐπικίνδυνο, ἀλλά δέν βλέπει ἄλλη λύση. Τό μόνο πού μπορεῖ νά κάνει εἶναι νά τόν συντροφεύει πάντοτε μέ τήν ἀγάπη του, πού ὑπάρχει στό σπίτι, ἀλλά ἁπλώνεται παντοῦ. Δίνει ἀγωγή στό παιδί του ὑποφέροντας μυστικά ὁλόκληρος, βγαίνοντας στό σταυρό τῆς ἀναμονῆς.
Τό θέμα δέν εἶναι ὁ πατέρας νά κρατήσει διά τῆς βίας τόν γιό κοντά του, ἀλλά νά τοῦ δώση τή δυνατότητα, νά δημιουργήση τίς προϋποθέσεις, ὥστε ὁ ἴδιος μόνος του νά ἔλθει πρός αὐτόν. Αὐτή ἡ κίνηση πρός τόν πατέρα ὁρίζει τόν υἱό.
Καί ὁ ἄσωτος φεύγει. Πηγαίνει γιά νά ζήσει σέ μιά χώρα ξένη, ὅπου τά πάντα ξοδεύονται χωρίς νά ἀνανεώνονται. Ἀλλά μετά ἀπό λίγο μένει μόνος. Οἱ φίλοι του ἔμειναν κοντά του ὅσο κράτησαν τά πλούτη του. Ἀρχίζει νά ζεῖ τήν ἔκπτωση καί τήν ἐξαθλίωση. Καί ὅταν πηγαίνει νά ζητήσει βοήθεια τόν σπρώχνουν πιό χαμηλά. Τόν στέλνουν νά βόσκει χοίρους, νά ποιμάνει τά πάθη. Τόν κάνουν χοιροβοσκό. Τοῦ ἀρνοῦνται τή φύση του, τήν ἀνθρωπιά του, τήν ἀξιοπρέπειά του, τήν εὐγένειά του. Τόν θεωροῦν ζῶο.

Ἡ ἐπιστροφή καί ἡ μετάνοια
Ὅμως, ἡ δοκιμασία τοῦ νεώτερου γιοῦ στή μακρινή χώρα φανέρωσε καί τό τί ἔκρυβε μέσα του, τί ἀντοχή εἶχε, τί ἔμεινε ἀνέπαφο, σέ ποιόν νά καταφύγει, ποῦ ὑπάρχει τροφή, ζωή καί ἀνάσταση γιά ὅλους.
Καί ἀρχίζει νά μονολογεῖ: «Μπορεῖ νά τά ἔχασα ὅλα! Μπορεῖ νά χάθηκα κι ἐγώ. Κυριολεκτικά νά πέθανα. Ἀλλά ὑπάρχει κάτι πού δέν χάνεται, δέν πεθαίνει. Εἶναι ὁ πατέρας μου καί ἡ ἀγάπη του. Δέν σκέφτομαι τά παιδιά του – εἶμαι ἀνάξιος γιά κάτι τέτοιο – σκέφτομαι τούς ὑπηρέτες του, πῶς τούς φέρεται, πῶς τούς χορταίνει. Θά σηκωθῶ καί θά γυρίσω πίσω καί θά πῶ στόν πατέρα μου: Ἁμάρτησα στόν οὐρανό καί ἐνώπιόν σου. Σέ σένα πού ἔχεις τέτοια ἀγάπη πού γεμίζει οὐρανό καί γῆ. Σέ σένα πού ἀκόμη ἐδῶ, στή μακρινή χώρα τῆς στέρησης καί τῆς κόλασης, μέ συνοδεύεις. Δέν εἶμαι ἄξιος νά λέγωμαι γιός σου. Ξέπεσα, ἔχασα τήν υἱοθεσία. Αὐτή εἶναι ἡ ἁμαρτία μου. Δέν εἶναι ἡ περιουσία σου πού σπατάλησα. Καθύβρισα τή μιά σχέση τοῦ παιδιοῦ πρός τόν πατέρα. Πάτερ ἥμαρτον».
Ξέρετε, εἶναι σχετικά εὔκολο νά παραδεχθῶ τά λάθη καί τά ἐλαττώματά μου, ἀλλά εἶναι πολύ δύσκολο νά ἀναγνωρίσω ξαφνικά πώς ἔχω προδώσει, πώς ἔχω χάσει τήν πνευματική μου, τήν ἀληθινή μου ὀμορφιά, πώς βρίσκομαι τόσο μακριά ἀπό τό ἀληθινό μου σπίτι.
Καί ὁ ἄσωτος παίρνει τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Πρίν ἀκόμη φθάσει στό σπίτι, ὁ πατέρας τόν βλέπει ἀπό μακρυά καί τρέχει. Χωρίς νά τοῦ πεῖ τίποτα, πέφτει ὁλόκληρος στήν ἀγκαλιά του καί τόν καταφιλεῖ. Ἤδη ὁ γιός κατάλαβε, πῆρε τήν ἀπάντηση. Ὁ πατέρας ἄκουσε τήν ἐξομολόγηση. Γιατί πάντοτε ἦταν μαζί μέ τό παιδί του. Αὐτό τό ὁποῖο παρακαλῶ νά προσέξουμε εἶναι ὅτι ἡ πρώτη λέξη τῆς ὁμολογίας του δέν εἶναι «συγχώρα με», ἀλλά «πατέρα». Εἶναι τό ὄνομα τοῦ πατέρα πού ἀνεβαίνει ἀπό τά βάθη τοῦ εἶναι του καί τοῦ δίνει τό θάρρος νά ἐλπίζει.

Ἡ πατρική ἀγάπη
Ἐκείνη τή στιγμή ὁ ἄσωτος ὁμολογεῖ τό λάθος του καί σιωπᾶ. Δέν μπορεῖ νά συνεχίσει. Τά χάνει μέ τόν χείμαρρο τῆς ἀγάπης τοῦ πατέρα πού τόν διαλύει. Καί τό λόγο παίρνει ὁ πατέρας πού μιλᾶ ξεκάθαρα ἐν σιωπῇ. Δέν λέει στό παιδί του γιά τόν ἑαυτό του. Οὔτε ἄν πόνεσε, οὔτε πόσο πόνεσε ὅταν ἔφυγε. Οὔτε πόσο χαίρεται τώρα πού γύρισε. Οὔτε τόν μαλώνει γιά νά δικαιώσει τόν ἑαυτό του. Αὐτά δέ λέγονται. Διότι ἡ μυσταγωγία τῆς σχέσης τους ἱερουργεῖται σέ χῶρο βαθειᾶς σιωπῆς. Πυράκτωμα ἀγάπης πού παραλύει τή γλώσσα.
Ἔτσι νίκησε ἡ πατρική ἀγάπη τό θάνατο. Καί ἄναψε τούτη ἡ χαρά, τό πανηγύρι, πού ἐνδύεται καί πάλι ὁ γιός τήν στολή τήν πρώτη, καί φορᾶ τό δακτυλίδι τῆς υἱοθεσίας, καί θύεται ὁ μόσχος ὁ σιτευτός.

Οἱ δικές μας ἐπιστροφές

Αὐτή ἡ ἐπιστροφή δέν μοιάζει μέ τίς δικές μας ἐπιστροφές ἤ τουλάχιστον αὐτές πού ἔχουμε στό μυαλό μας. Οἱ δικές μας εἶναι τοποθετημένες λίγο-πολύ σέ μιά νομικίστικη σχέση, σέ μιά ἀντίληψη πού καλλιεργεῖ μᾶλλον τίς συμφωνίες μεταξύ κυρίων πού δέν ἀθετοῦν τό λόγος τους, κατά τόν ἀκόλουθο τρόπο: Λοιπόν, πατέρα, νά τά συζητήσουμε, νά δοῦμε τά πράγματα ψύχραιμα. Νά δοῦμε σέ τίς φταῖς καί σέ τί φταίω. Νά βροῦμε ἕνα τρόπο συμβίωσης. Ὄχι ὅτι δέν μπορῶ νά ζήσω μακρυά ἀπό σένα. Μπορῶ, ἀλλά μιά καί εἶσαι πατέρας μου εἶπα νά γυρίσω. Τώρα ὅμως πρέπει νά μήν ἐπαναληφθοῦν τά ἴδια.
Αὐτή ἡ ἐπιστροφή εἶναι ἡ κόλαση τῆς λογικῆς καί τῆς δικαιοσύνης. Βλέπετε ὑπάρχει παραμονή στό σπίτι πού εἶναι περιπλάνηση σέ χώρα μακρινή. Ὑπάρχει ἐπιστροφή πού εἶναι μεγαλύτερη ἀπομάκρυνση ἀπό τό σπίτι.
Δέν γνωρίζω πόση σχέση ἔχει ὁ καθένας μας μέ τόν πατέρα καί τό νεώτερο γιό. Αὐτό ὅμως πού γνωρίζουμε ὅλοι εἶναι, ὅτι μποροῦμε νά γυρίσουμε στόν Πατέρα μας, γιατί ἐκεῖνος εἶναι ἡ ζωή, ἡ ἐπικύρωση τῆς ἀξιοπρέπειάς μας, ἡ ἐπανεύρεση τῆς ἀνθρωπιᾶς μας. Γι” αὐτό, σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Ἐκκλησιαστῆ, μᾶς λέγει: «Υἱέ μου δός μου τήν καρδιά σου. Ὅλα τά ἄλλα θά στά δώσω ἐγώ».

Τετάρτη, Αυγούστου 13, 2014

Ἄξιον Ἐστί Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης




«Παρθενική πανήγυρις σήμερον ἀδελφοί, …συνεκάλεσε γάρ ἡμᾶς ἡ ἁγία Θεοτόκος,…τό ἐργαστήριον τῶν δύο φύσεων, …ἡ παστάς, ἐν ᾗ ὁ Λόγος ἐνυμφεύσατο τήν σάρκα…».

Ὅλος αὐτός ὁ Παράδεισος τῆς θείας Λειτουργίας καί τοῦ ναοῦ τούτου, ὅλη ἡ καινή κτίσις ὀφείλεται στήν Κυρία Θεοτόκο. Καί ὅποιος δέν ὁμολογεῖ τήν Παναγία, Παρθένο Θεότοκο, «χωρίς ἐστι τῆς Θεότητος». Αὐτό τό ὄνομα τῆς Θεοτόκου ὅλον συνιστᾶ τό μυστήριον τῆς θείας οἰκονομίας.

Καί πρό ἡμερῶν κάποιος νέος μοναχός ρώτησε ἕνα γέροντα ὀγδόντα ἐτῶν, πού ζῆ χρόνια στό Ὄρος: «Γέροντα, τί κατάλαβες τόσα χρόνια πού ζῆς ἐδῶ; Τί πρέπει νά προσέξη ὁ μοναχός, γιά νά σωθῇ;» Ἡ ἀπάντησις τοῦ ἀγράματου και σοφοῦ γέροντα ἦταν σύντομη καί σαφής: «Νά πιστεύης ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεάνθρωπος καί ἡ Παναγία Μητέρα Του Θεοτόκος καί Παρθένος».

Μά γιατί νά δίδεται τόση σημασία στήν ὀρθή πίστι στόν Θεάνθρωπο Κύριο καί στήν ἀειπάρθενο Θεοτόκο; Γιατί τόσο νά ἐπιμένη σ᾽ αὐτό τό σημεῖο ὁλόκληρη ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀπό τούς μεγάλους Πατέρας μέχρι τόν τελευταῖο μοναχό;

Σ᾽ αὐτό τό σημεῖο μᾶς βοηθᾶ πολύ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μέ ὅσα γράφει στήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή του: «Πρό τοῦ ἐλθεῖν τήν πίστιν ὑπό νόμον ἐφρουρούμεθα συγκεκλεισμένοι εἰς τήν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι». Πρίν ἔλθη ἡ πίστις, ἡ καινή κτίσις μέσα στήν ὁποία ζοῦμε τώρα, ἤμασταν κλεισμένοι καί ἐφρουρούμεθα ἀπό τό νόμο ἀναμένοντας «τήν μέλλουσαν πίστιν». Ἀλλά ὁ νόμος δέν μπορεῖ νά μᾶς σώση. Δέν μπορεῖ νά μᾶς δώση αὐτό πού ζητᾶμε. Ὁ νόμος εἶναι μιά κατάρα.

Εἶναι μιά φυλακή. Τό πολύ-πολύ νά ἀποδειχθῆ, νά γίνη μιά φρουρά, μιά προφύλαξι. Δέν μπορεῖ ὅμως νά μᾶς δώση αὐτό πού βαθειά λαχταρᾶ ἡ φύσι μας. 

Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο κατ᾽ εἰκόνα ἰδική Του καί ὁμοίωσι. Ὅπως λέει ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, «ἐκ τῶν ἀρχεγόνων στοιχείων» ἔπλασε τό σῶμα μας. Καί ἐνεφύσησε σ᾽ αὐτό πνεῦμα ζωῆς. Μᾶς ἔδωσε «μοῖραν Θεοῦ», κατά τόν Μέγα Βασίλειο. Ἔτσι θά μπορούσαμε ἐμεῖς, ὑπακούοντας στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά φτάναμε στό καθ᾽ ὁμοίωσιν, στή θέωσι. Ἐμεῖς ὅμως δέν τό κάναμε. Παρακούσαμε τοῦ Κτίσαντος ἡμᾶς. Ἀμαυρώσαμε τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἰλύν τῶν παθῶν. Καί δέν μπορούσαμε πιά νά ἐλευθερωθοῦμε. Δέν μπορούσαμε νά ἐπανέλθωμε στόν παράδεισο, νά βροῦμε τό δρόμο πρός τή θέωσι.

Καί γεννᾶται τό ἐρώτημα: Ὁ Θεός δέν μποροῦσε νά μᾶς σώση; Αὐτός εἶναι Θεός. Σ᾽ αὐτόν ὅλα εἶναι δυνατά. Δέν θά μποροῦσε νά μᾶς ἐπαναφέρη πάλι στόν παράδεισο πού ἐχάσαμε; 

Ἡ ἀπάντησι δέν εἶναι τόσο εὔκολη καί ἁπλή. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κάτι μεγάλο, ὅπως ἐλέχθη. Εἶναι προικισμένος μέ τήν ἐλευθερία. Εἶναι κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ. Καί πρέπει νά συνεργήση γιά τή σωτηρία του. Ἀλλοιῶς ἡ διά τῆς βίας καί παρά τή θέλησί του σωτηρία εἶναι κόλασι γιά τόν ἄνθρωπο, ἐξαφάνισι καί ἐξουδετέρωσι τῆς δυνατότητας πού τοῦ χάρισε ὁ Θεός νά μπορέση νά γίνη Θεός κατά χάριν. Γι᾽ αὐτό ὁ Θεός περίμενε αἰῶνες καί γενεές. Γιά νά βρεθῆ τό κατάλληλο πρόσωπο, ἐκεῖνο πού οἰκείᾳ βουλῇ, μέ τή θέλησί του, ἐλεύθερα θά ἔλεγε ναί στό Θεό. Θά ὑπάκουε στό θεῖο θέλημα γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.

Καί ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλε ὁ Θεός τόν Υἱόν Αὐτοῦ γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπό νόμον, ἵνα τούς ὑπό νόμον ἐξαγοράση, ἵνα τήν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν. Τό πλήρωμα τοῦ χρόνου εἶναι ἡ Παρθένος. Σκοπός τῆς δημιουργίας ἦταν νά γεννηθῆ ἡ Παρθένος. Ὅταν αὐτή παρουσιάστηκε, ὅταν αὐτή γεννήθηκε, βρέθηκε ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος πού θά διόρθωνε τό πταῖσμα τῶν πρωτοπλάστων. Θά γεννοῦσε τόν Σωτῆρα. Θά ἀνεδεικνύετο Θεοτόκος. «Θεοτόκε Παρθένε, ἡ τεκοῦσα τόν σωτῆρα, ἀνέτρεψας τήν πρώην κατάραν τῆς Εὔας…»

Αὐτή εἶναι ἡ καλή ἐν γυναξί. Ἡ τῷ Θεῷ προορισθεῖσα γενέσθαι μήτηρ αὐτοῦ. Ἡ προεκλεχθεῖσα ἀπό πασῶν τῶν γενεῶν. Αὐτή πού ἦταν ἄμωμος καί ἀμόλυντος. Πού ἀπό τή βρεφική ἡλικία εἰσῆλθε εἰς τά Ἅγια τῶν Ἁγίων. «Τῶν Ἁγίων εἰς Ἅγια ἡ Ἁγία καί ἄμωμος ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι εἰσοικίζεται…».

Ἐκεῖ μένει. Τρέφεται κατά τό σῶμα μέ τροφή ἀγγέλων. Τρέφεται κατά τόν νοῦν μέ οὐράνια νοήματα. Δέν ζῆ γιά τόν ἑαυτό της. Ζῆ γιά τό Θεό. Καί φθάνει στήν ὡριμότητα ἐκείνη νά δεχθῆ τόν ἀρχαγγελικό ἀσπασμό. Νά πῆ ναί στό Θεό. Νά πῆ τό «γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου» στόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ: Ἄς γίνη σέ μένα, στήν ψυχή καί στό σῶμα μου, κατά τό ρῆμα σου, κατά τήν θέλησι τοῦ Θεοῦ. Καί ἀρχίζει νά σαρκοποιῆ τόν Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ. Καί ἀναδεικνύεται Θεοτόκος.

Δέν διῆλθε δι᾽ αὐτῆς ὡς διά σωλῆνος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι ἄλλος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ἄλλος ὁ Υἱός τῆς Παρθένου. Ὁ Θεάνθρωπος, ὁ εἷς Θεός μέ δύο φύσεις, εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ὁ Υἱός τῆς Παρθένου. Καί ὅποιος αὐτό δέν πιστεύει, ἐκπίπτει τῆς υἱοθεσίας πού ἔχει ἐπαγγελθῇ, πού εἶναι ὑποσχεμένη στούς πιστούς.

Αὐτή σαρκοποιεῖ διά τῶν ἰδίων ἀχράντων αἱμάτων της, τῇ ἐπισκιάσει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τόν Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ, τήν εὐδοκία τοῦ Πατρός. Αὐτή ἀναδεικνύεται ἡ κλίμαξ δι᾽ ἧς κατέβη ὁ Θεός καί ἡ γέφυρα ἡ μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν. Αὐτή εἶναι τό μεθόριον τῆς κτιστῆς καί ἀκτίστου φύσεως καί οὐδείς ἄν ἔλθοι πρός Θεόν, εἰ μή δι᾽ αὐτῆς τε καί τοῦ ἐξ αὐτῆς Μεσίτου.

Εἶναι ἡ οὐρανώσασα τό γεῶδες ἡμῶν φύραμα. Διά τῆς προσφορᾶς τοῦ καθαροῦ καί ἀμόλυντου ἑαυτοῦ της ἀρτοποιήθηκε ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς. Μπῆκε στό ἀνθρώπινο φύραμα ἡ ζύμη τῆς Βασιλείας. Ἔκαμε τή γῆ οὐρανό, τήν κτίσι δυνάμει παράδεισο.

Αὐτή εἶναι τό πέρας τῶν προφητικῶν προρρήσεων. Αὐτήν προκατήγγειλαν ἄνωθεν οἱ Προφῆται στάμνον, ράβδον, τράπεζαν, χρυσοῦν θυμιατήριον, ὅπως ἀκούσαμε νά ψάλουν οἱ ψάλται κατά τήν ὥρα πού ἐνεδύετο τήν ἀρχιερατική στολή ὁ Ἀρχιερεύς. Καί αὐτή ἡ ἔνδυσις τοῦ Ἀρχιερέως τήν ἀνάληψι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ὑπό τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ εἰκονίζει. Καί ὅπως δέν ἦταν δυνατή ἡ πλάσις τοῦ ἀνθρώπου πρίν ὑπάρξη ὁ πηλός, ἔτσι καί μετά τήν πτώσι δέν ἦταν δυνατή ἡ ἀνάπλασι, χωρίς νά γίνη ἡ φύσι μας ἔνδυμα τοῦ κτίσαντος. Σ᾽ αὐτήν λοιπόν τήν Παναγία Παρθένο καταλήγουν καί πέρας λαμβάνουν ὅλες οἱ προφητεῖες καί προτυπώσεις. Ἡ βάτος, ἡ κλίμαξ τοῦ Ἰακώβ, ἡ θάλασσα ἡ ἐρυθρά, τό ἀλατόμητον Ὄρος αὐτήν προεμήνυαν.

Ἀλλά καί ὅλη ἡ δημιουργία- χρόνος καί ἱστορία-σ᾽ αὐτή βρίσκει τήν καταξίωσι καί χαρά της. «Ἐπί σοί χαίρει, κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις…». Εἶναι ἐκείνη ἐν ᾗ θεωροῦσα ἡ κτίσις ἀγάλλεται.

Καί οἱ θεῖοι μελωδοί, γιά νά ἐκφράσουν τό ἄρρητο κάλλος τῆς Παρθένου, ἐπιστρατεύουν ὅλη τή δημιουργία, φέρουν ὅλες τίς λαμπρές εἰκόνες τῆς φύσεως. Καί τήν ὀνομάζουν ἄρουραν εὔκαρπον, θάλασσαν καί πέλαγος χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος, ὄρθρον φαεινόν, φωτεινήν νεφέλην, ἄμπελον εὐκληματοῦσαν, ἐλαίαν κατάκαρπον, περιστεράν ἀμόλυντον. Καί καταλήγουν καί καταλαβαίνουν οἱ ψαλμωδοί τήν ἀδυναμία τους, καί ὁμολογοῦν: «Ὑπερίπταται, Θεοτόκε ἁγνή, τό θαῦμα σου τήν δύναμιν τῶν λόγων». 

Ξεπερνᾶ τό θαῦμα καί τό ἄρρητον κάλλος τῆς Παρθένου τό θαῦμα καί τό κάλλος τῆς δημιουργίας. Καί ἕνας Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας ἑρμηνεύει τό λόγο τοῦ Θεοῦ, διά τοῦ ὁποίου χαρακτηρίζει τά δημιουργήματά Του «καλά λίαν», μέ τό πρόσωπο τῆς Παρθένου: Τό «καλά λίαν» ἀναφέρεται στό κάλλος καί τήν καλωσύνη τῆς Παρθένου. Εἶναι καλά, γιατί ὁδηγοῦν στήν Παρθένο, καταλήγουν σ᾽ αὐτήν πού εἶναι ἡ «καλλονή τοῦ Ἰακώβ». Ὁ Θεός μέσω ὅλης τῆς δημιουργίας διέκρινε τό σκοπό, τό τέλος, τόν ἀνθό της, πού εἶναι ἡ Παρθένος. Γι᾽ αὐτό εἶδε καί ὀνόμασε καλά λίαν τά πάντα.

Σ᾽ αὐτήν καί δι᾽ αὐτῆς χρόνος καί φύσις καινοτομοῦνται. Τότε λοιπόν πού παρουσιάζεται ἡ Παρθένος, ξαναμπαίνομε στόν παράδεισο τῆς ἐλευθερίας καί τοῦ θείου κάλλους. Ξαναπαίρνουμε τήν υἱοθεσία. Μποροῦμε νά γίνωμε παιδιά τοῦ Θεοῦ. Καταγλαΐζεται ὄντως ὁ κόσμος. Εἶναι ἡ «μόνη κοσμήσασα τήν ἀνθρωπότητα τῷ τόκῳ αὐτῆς». Ὅλο τό κάλλος τῆς Παρθένου εἶναι ἔσωθεν. Εἶναι ὁ καρπός τῆς κοιλίας της, εἶναι ὁ Υἱός της, τό φῶς τοῦ κόσμου. Τώρα ὁ κόσμος φωτίστηκε, ἔγινε καινός. Ἔγινε τό σπίτι μας. Μποροῦμε νά ζήσωμε, νά τραφοῦμε, νά σωθοῦμε ἀπό τόν Υἱόν τῆς Παρθένου καί Θεόν ἡμῶν.

Τώρα δέν εἴμαστε δοῦλοι τοῦ νόμου, ἀλλά φίλοι τοῦ Χριστοῦ. «Ἐγώ δέν σᾶς λέω δούλους, ἀλλά φίλους, γιατί ὅσα ἤκουσα παρά τοῦ Πατρός μου σᾶς τά ἐγνώρισα». Μποροῦμε νά ἀπολαύσωμε τήν υἱοθεσία, νά ξαναγίνωμε παιδιά τοῦ Θεοῦ καί κατά θέσι παιδιά τῆς Ἀειπαρθένου, τήν ὁποία μᾶς ἐμπιστεύθηκε διά τοῦ ἁγίου Ἰωάννου ὡς Μητέρα. Τώρα ὅλα κινοῦνται, ἱερουργοῦνται πνευματικῶς μέ ἄλλους νόμους. Τώρα προχωροῦμε πρός τό Πάσχα, τό Χριστό. Τήν ὁδό, τήν διάβασι, τό ξεπέρασμα, τήν ἐπέκτασι. Καί ὁ μακαρισμός τῆς γυναικός ἐκ τοῦ ὄχλου, πού εἶπε γιά τόν Ἰησοῦ: «μακαρία ἡ βαστάσασά σε καί μαστοί οὕς ἐθήλασας», συνεπληρώθη ἀπό τόν Κύριον καί τόν Υἱόν της μέ τό: «Μενοῦνγε, μακάριοι οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί φυλάσσοντες αὐτόν». 

Καί τοῦτο πολλές φορές ἑρμηνεύεται ἀπό τούς ἐκτός τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σάν ὑποτίμησι τῆς Παρθένου, ἐνῶ εἶναι ἐπαύξησι τοῦ μακαρισμοῦ της καί ἐπέκτασι καί ἅπλωμα τῆς εὐλογίας τῆς Θεοτόκου σ᾽ ὅλους: Δέν εἶναι μόνον αὐτή μακαρία. Δι᾽ αὐτῆς, τῆς ἀειμακαρίστου καί παναμώμου, μποροῦν ὅλοι νά γίνουν μακάριοι. Αὐτή εἶναι πού ἄκουσε τό Λόγο τοῦ Θεοῦ διά τοῦ ἀγγέλου, τόν δέχτηκε ὑπάκουα καί ἁγνά. Καί δέν τόν φύλαξε μόνο, ἀλλά συνεκράθη μέ αὐτόν καί σαρκοποίησε καί γέννησε τό Θεάθρωπο Κύριο. Καί ἁγιάστηκε ἡ ἴδια ἐξ αὐτοῦ. Καί ἔγινε Παναγία. Γιατί ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ παρθενικήν μήτραν ἡγίασεν τῷ τόκῳ αὐτοῦ. Καί τώρα κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀκούση τό Λόγο τοῦ Θεοῦ. Νά τόν φυλάξη μέσα του. Καί, κατά τό ὑπόδειγμα τῆς Παρθένου, νά συλλάβη τή χαρά τήν ἄφατη καί νά γίνη κατά χάριν μήτηρ Θεοῦ. Καί μᾶς διαβεβαιώνει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος: «Μακάριος ὁ τό φῶς τοῦ κόσμου ἐν ἑαυτῷ μορφωθέν θεασάμενος, ὅτι αὐτός ὡς ἔμβρυον ἔχων τόν Χριστόν, μήτηρ αὐτοῦ λογισθήσεται, καθώς ἐκεῖνος ὁ ἀψευδής ἐπηγγείλατο· «Μήτηρ μου» λέγων «καί ἀδελφοί καί φίλοι οὗτοί εἰσι». Ποῖοι; «Οἱ ἀκούοντες τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί ποιοῦντες αὐτόν». Αὐτή εἶναι ἡ Θεοτόκος δι᾽ ἧς ἔλαμψεν ἡμῖν ὁ Ἐμμανουήλ πού ἀνέτρεψεν τήν πρώην κατάραν τῆς Εὔας. Αὐτή εἶναι πού ἔγινε μήτηρ τῆς εὐδοκίας τοῦ Πατρός. Καί ἦλθε ἡ καινή κτίσις. Καί φωτίζει τά πάντα ὁ Χριστός, τό φῶς τοῦ κόσμου. Καί σκέπει τά πάντα ἡ Θεομητορική στοργή τῆς Παναγίας. Καί ὑπάρχουν οἱ φίλοι τοῦ Χριστοῦ, τά ὑπάκουα παιδιά τῆς Παναγίας. Πού μιμοῦνται τή ζωή της κατά δύναμιν, πού δέχονται τήν εὐλογία τοῦ Υἱοῦ της. Καί ἕλκονται καί νικῶνται ἀπό τή στοργή της. «Χαῖρε, στοργή, πάντα πόθον νικῶσα». Καί δέχονται ἐπισκέψεις ἀρχαγγελικές.

Ἕνα τέτοιο ὑπάκουο παιδί τῆς Παναγίας, ἐκλεκτός ἐν μοναχοῖς, εἶναι καί ὁ ἀνώνυμος ὑποτακτικός πού δέχτηκε ἀπό τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ τόν οὐράνιο ὕμνο στό λάκκο τῆς Καψάλας. Σταματᾶνε οἱ σκέψεις, οἱ ἰδέες, καί ἐκβλύζουν τά πάντα σ᾽ ἕνα ὕμνο δοξολογίας, αἶνο καί μακαρισμό τῆς Παρθένου Θεοτόκου: «Ἄξιον ἐστίν ὡς ἀληθῶς…». Εἶναι ὁ ὕμνος πού ἐψάλη ἀπό τόν Ἀρχάγγελο. Εἶναι τό μεγαλυνάριο πού συγκεντρώνει ὅλους τούς ὕμνους καί προχωρεῖ ἀπό τό λάκκο τοῦ Ἄδειν στή θάλασσα τῶν χαρισμάτων τῆς Παναγίας. ἔκαμε δῶρο τήν πέτρα πού χαράκτηκαν τά λόγια τοῦ ὕμνου, τόν ἀγγελοδίδακτο ἦχο, καί τήν ἅγια εἰκόνα τῆς Θεοτόκου μπροστά στήν ὁποία ἔψαλε ὁ ἄγγελος.

Καί αὐτός ἔφυγε. Ἔμεινε ἄγνωστος καί ἀνώνυμος. Τοῦ φτάνει νά ζῆ μέ τούς ἀγγέλους ἐσαεί καί νά ψάλλη μέ τίς οὐράνιες χοροστασίες τόν ὕμνο τῆς Παρθένου, τό «Ἄξιον ἐστί». Καί νά μετέχη τῆς χάριτος τοῦ ἀνωνύμου ὀνόματος, πού εἶναι ὁ Κύριος. Καί ὁ ἀνώνυμος μοναχός χαίρεται μόνον ὅταν ἐμεῖς χαιρώμαστε τή χαρά τῶν ἀγγέλων καί ὑμνοῦμε τή Θεομήτορα καί δεχόμαστε τή θεία της εὐμένεια. Καί αὐτό εἶναι τό ὄνομα του, ὁ πλοῦτος του, ἡ ζωή του, ἡ τρυφή του, ἡ δόξα καί ἡ ἀνάπαυσί του· νά μήν ἔχη ἀνάπαυσι (Ἀποκ. δ’, 8) καί νά ψάλλη διά παντός μετά τῶν μακαρίων πνευμάτων τό «Ἄξιον ἐστί» τῆς Παρθένου. Καί τό «ἄξιον τό ἀρνίον» τῆς Ἀποκαλύψεως (ε’, 12).

Καί ὁ ὕμνος αὐτός ἔγινε ὕμνος παναγιορείτικος. Ὕμνος πανορθόδοξος. Ὕμνος πού μπῆκε στήν καρδιά τῆς θείας λειτουργίας. Καί ἡ εἰκόνα τοῦ «Ἄξιον ἐστίν τοποθετήθηκε στήν κεντρικώτερη καί ψηλότερη θέσι τοῦ συνθρόνου στό ναό τοῦ Πρωτάτου. Καί στήν θεία ἀναφορά, ἀφοῦ θά ὑμνήση ὁ Ἱερεύς τό Θεό μέ τούς λόγους: «Ἄξιον καί δίκαιον σέ ὑμνεῖν, σέ αἰνεῖν, σοί εὐχαριστεῖν…», καί μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων ὁ λαός ἐκφώνως καί ἐμμελῶς ψάλει τό «Ἄξιον ἐστίν ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν σε τήν Θεοτόκον…». Ἀφοῦ δοξολογηθῆ καί ὑμνηθῆ, ἀναπεμφθῆ εὐχαριστία στόν ἀόρατο καί ἀκατάληπτον Θεό, δοξολογοῦμε καί τήν ἀειπάρθενο κόρη, τή Θεοτόκο Μαρία, τῶν ἀσωμάτων τό ἆσμα καί τῶν πιστῶν τό ἐγκαλώπισμα. Αὐτή εἶναι ἡ προσφορά τῆς ἀνθρωπότητος στό Θεό, ἡ καθαρότητι ἀγγέλους ὑπεράρασα. «Ἡμεῖς προσφέρομεν Μητέρα Παρθένον».

Καί τώρα πού γιορτάζουμε τά χίλια χρόνια τοῦ ἀγγελοδίδακτου ὕμνου, δέν κάνουμε ἁπλή ἱστορική ἀναδρομή. Ζοῦμε ἐδῶ ἐκεῖνο τό θαῦμα τώρα. Ἔχομε τήν ἴδια ἅγια εἰκόνα μπροστά μας. Ἔχομε τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ πού ψάλλει μετά τῶν μακαρίων πνευμάτων. Ἔχομε τόν ἀνώνυμο μοναχό καί τόν ἄγνωστο ἁγιογράφο. Ἔχομε συγκεντρωμένους ὅλους τούς ἐπωνύμους καί ἀνωνύμους, οἱ ὁποῖοι στούς αἰῶνες πού πέρασαν, ταπεινώθηκαν, ἔκλαψαν, πόνεσαν, ἀγάπησαν καί ἄκουσαν ὕμνους ἀνάκουστους, εἶδαν ὁράματα μυστικά, τράφηκαν μέ οὐράνιο μάννα, ἐνετρύφησαν στή χαρά τοῦ παραδείσου, νίκησαν τή φθορά καί μπῆκαν θεία χάριτι στήν ἐλευθερία τῆς μελλούσης Βασιλείας.

Ἐδῶ, διά τῆς Θεοτόκου καί τοῦ Θεανθρώπου, στή θεία Λειτουργία εἶναι παρόντα πάντα. Αὐτή εἶναι πού κατήργησε τούς φραγμούς, εἶναι ἡ ἐν χρόνῳ τόν ἄχρονον ἀφράστως κυήσασα, ἡ τῷ θείῳ τόκῳ της τυπώσασα τόν ἔξω τόπου τῇ θεότητι ὑπάρχοντα. Καί τούς κοσμικῶς καί χρονικῶς διεσπαρμένους ὁμοχώρους καί συγχρόνους ποιεῖ. Διά τοῦ θείου τόκου της ἀνήχθημεν ἐν ὑπερώῳ λειτουργικῷ τόπῳ ὅπου τά φοβερά τελεσιουργεῖται.

Γιά ὅλα αὐτά ἄξιον ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν τήν Θεοτόκον.

Καί μεῖς ἀξιωνόμαστε νά μένομε στό περβόλι της. Καί εἶναι κατά χάριν μεθ᾽ ἡμῶν. Ἐνῶ μετέστη πρός τήν ζωήν, τόν κόσμον οὐ κατέλιπε. Καί γέμισε τούς λάκκους καί τά ὑψώματα τοῦ Ὄρους μέ παιδιά δικά της, ταπεινά καί ἅγια, πού ψάλλουν μέ ἀγγέλους. Καί τούς κάνει συντροφιά ἡ Θεομήτωρ. Καί γράφονται στίς καρδιές καί τίς πέτρες θεῖοι ὕμνοι. Καί μένουν στήν ἀτμόσφαιρα καί στά κελλιά καί τά χώματα καί τή μνήμη ἀρώματα οὐράνιας εὐωδίας. Καί φωτίζουν τόν ὁρίζοντα τή νύχτα καί τή μέρα θεῖες ὀπτασίες. Καί καθημερινῶς ὑμνοῦμε «τήν καθαράν οἱ ἀκάθαρτοι».

Εἶναι τά κελλιά, τά μοναστήρια, τά ἡσυχαστήρια, τά μονοπάτια, τά κοιμητήρια γεμάτα θεομητορική παρουσία καί κατάνυξι, πού νίκησε τό θάνατο, καταργεῖ τίς ἀποστάσεις καί γεμίζει τά πάντα παρηγοριά. Γι᾽ αὐτό δοξολογοῦμε, εὐγνωμονοῦμε καί νοιώθουμε ὅτι εἶναι φοβερός ὁ τόπος οὗτος. Δέν εἶναι τίποτα ἄλλο, ἀλλ᾽ οἶκος Θεοῦ. Καί αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ.

Εἶναι ἀναρίθμητα τά θαύματα τῆς Παναγίας, τῆς Παρθένου, τῆς φοβερᾶς προστασίας τοῦ Ὄρους, τῆς Πορταϊτίσσης, τῆς Γλυκοφιλούσης, τῆς Ὁδηγητρίας, τῆς Γοργοϋπηκόου, τῆς Ἐσφαγμένης, τῆς Κουκουζέλισσας. Τῆς χάριτος τῆς φανερᾶς καί ἀγνώστου τῆς Παναγίας.

Παρ᾽ ὅλες τίς ἀδυναμίες μας, παρ᾽ ὅλες τίς ἐπιθέσεις διά τῶν αἰώνων, τῶν πειρατῶν, τῶν κουρσάρων, τῶν κατακτητῶν, τῶν δαιμόνων, τῶν ποικίλων πειρασμῶν, τό Ὄρος μένει ἅγιο καί ἱερό, μοναχικόν καταγώγιον, ἰδιαίτατον ἐνδιαίτημα τῆς Παρθένου. Καί εἶναι σ᾽ αὐτό κατά τήν ἀψευδῆ ὑπόσχεσί της ἡ Θεοτόκος ἄμαχος σύμμαχος, τῶν πρακτέων ὑφηγητής, τῶν μή πρακτέων ἑρμηνευτής, τροφεύς, κηδεμών καί ἰατρός.

Καί ἐφ᾽ὅσον τόσες φορές κάθε μέρα, τώρα καί χίλια χρόνια, ἔμεινε ἡ Κυρία Θεοτόκος πιστή στήν ὑπόσχεσί της, εἴμαστε βέβαιοι ὅτι αὐτή ἡ ὄντως φιλόστοργος μητέρα θά μᾶς συμπαρασταθῆ καί τήν ὥρα τή φοβερά τῆς δίκης καί θά γίνη πρέσβυς πρός τόν Υἱόν της, ὅπως μᾶς ὑποσχέθηκε, ὅταν ἐκεῖνος ἔλθη κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς.

Ἔτσι, ἐκτός ἀπό τά μέγιστα γεγονότα τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, τά ὁποῖα δι᾽ αὐτῆς διεπράχθη, εἶναι ἄξιον καί δίκαιον νά ποῦμε καί νά ψάλωμε καί γιά τά χίλια χρόνια τῆς παρουσίας τῆς Κυρίας Θεοτόκου στό Περβόλι της ἀκόμη μιά φόρα μ᾽ ὅλη μας τήν καρδιά τό: 

«Ἄξιον ἐστίν ὡς ἀληθῶς 
μακαρίζειν σε τήν Θεοτόκον…»

H θέση της Παναγίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία (2o Mέρος)

Το α΄μέρος εδώ
Ερώτησι: Οι Πατέρες, μιλώντας με τη γλώσσα της θεολογίας και της θεοπνευστίας, καθόρισαν για την Πλατυτέρα των Ουρανών ότι βρίσκεται μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Τι σημαίνει αυτό;
Απάντησι: Μ᾿ αυτό που μου λέτε θυμάμαι τον ύμνο που ψάλλουμε στην εκκλησία, ότι η Παναγία είναι η «τιμιωτέρα τῶν Χερουβὶμ καὶ ἐνδοξωτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ». Αυτή είναι «καθαρωτέρα λαμπηδόνων ἡλιακῶν».
koimisis2
Θα ήθελα τώρα να έλεγα κάτι γενικά για τις γυναίκες. Όπως είπατε, η Παναγία ‒το λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς‒ είναι «μεθόριον κτιστῆς καὶ ἀκτίστου φύσεως», και κανείς δεν μπορή να έρθη προς τον Θεο, παρά μόνο δι᾿ αυτής. Και είναι η δόξα της ανθρωπότητος, είναι το «μητροπάρθενον κλέος». Είναι αυτή στην οποία «πᾶσα ἡ κτίσις ἀγάλλεται». Και είναι η Μητέρα μας, εκείνη η οποία μας έθρεψε και μας θήλασε με τη Χαρι και με τον Παράδεισο, ενώ η πρώτη, η Εύα, μας θήλασε με την ανταρσία, με τα πάθη και τον θάνατο.
Η Παναγία, όπως λέει η λέξι, είναι πάνω απ᾿ όλους τους  Αγίους. Και είναι πάνω απ᾿ όλους τους  Αγίους, γιατί ξεπέρασε όλους σε καθαρότητα, σε ταπείνωσι και σε υπακοή. Μπορεί να είναι μεγάλοι ο Τιμιος Πρόδρομος, ο Απόστολος Παύλος, οι άλλοι Απόστολοι, οι μεγάλοι Πατέρες, Ομολογητές και Μαρτυρες. Όμως κανείς δεν μπορεί να συγκριθή με την Παναγία. Γι᾿ αὐτό, βλέπουμε ότι το κάλλος της Παναγίας και το φως το οποίο έρχεται από την Παναγία είναι «ἔσωθεν», είναι «ὁ τῆς κοιλίας αὐτῆς καρπός». Αυτό το κάλλος που γέννησε και το φως το ανέσπερο, που είναι ο ίδιος ο Υιός και Θεός της, είναι αυτό που φωτίζει όλη τη ζωη μας, τα προβλήματά μας και τις δυσκολίες μας.
Και γυρίζω πάλι σ᾿ αὐτὸ που είπα πριν από λίγο, ότι θα ήθελα να μιλήσω για τις γυναίκες. Το πώς θα τιμήσουμε τη γυναίκα, το πώς θα γίνη αυτό και πώς θα συμβή, θα το βρούμε μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, φωτισμένοι από το φως που γεννήθηκε από τη Θεοτόκο, δηλαδή από τον Θεάνθρωπο. Και βλέπουμε ότι οι γυναίκες τώρα θέλουν να πάρουν μια θέσι ένδοξη. Αλλά το πού μπορεί να φθάση η γυναίκα, το έδειξε η Παναγία με το να γίνη «τιμιωτέρα τῶν Χερουβὶμ καὶ ἐνδοξωτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφίμ». Και αν είναι μεγάλοι οι Απόστολοι και οι αρχιερείς, κανείς δεν είναι μεγαλύτερος από την Παναγία· και αν η Παναγία είναι μεγαλύτερη απ᾿ όλους τους αρχιερείς, δεν έγινε, ωστόσο, ούτε διάκος ούτε ιερέας ούτε δεσπότης. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι οι γυναίκες δεν γίνονται διάκοι ή ιερείς, όχι γιατί υποτιμώνται μέσα στην Εκκλησία, αλλά γιατί τιμώνται υπερτέρως.
Έτσι, αναδεικνύεται η αλήθεια που λέει ο Απόστολος Παύλος ότι όταν ασθενώ, τότε είμαι δυνατός, και όταν ταπεινώνωμαι, τότε δοξάζομαι. Και το ασθενές φύλο, μέσα στην Εκκλησία, δια της υπακοής και δια της ταπεινώσεως, την οποία εφαρμόζουν και ζουν οι Άγιοι και την οποία εφήρμοσε και ενσάρκωσε ιδιαιτέρως η Παναγία, αποδεικνύεται ισχυρό και ισχυρότερο.
Ερώτησι: π. Βασίλειε, λέμε στον ύμνο «τὸ μεσότοιχον τῆς ἔχθρας καθελοῦσα». Ποιό είναι αυτό «τὸ μεσότοιχον τῆς ἔχθρας» ;
Απάντησι: Νομίζω ότι είναι η έχθρα μεταξύ του διαβόλου και του Θεού, της ανταρσίας και της υπακοής. Κι εμείς, με την παράβασι, ακολουθήσαμε τον διάβολο, και όχι τον Θεο. Και μας πέρασε ο λογισμός ότι θα μπορούσαμε να φθάσουμε στην αγιότητα δια της αμαρτίας, και να φθάσουμε στη θέωσι με το να υπακούσουμε στον διάβολο. Και έτσι δημιουργήθηκε όλο αυτό το χάσμα, όλος ο μεσότοιχος που μας χωρίζει από τον Θεο.
Αλλά έπρεπε να υπάρξη κάποιος άνθρωπος φωτισμένος, καθαρός, ταπεινός, πανάγιος, ο οποίος θα καταλάβαινε ότι δια της υπακοής φθάνουμε στην ελευθερία, δια της ταπεινώσεως φθάνουμε στη δόξα και, θα έλεγα, δια της παρθενίας και της ολοκληρωτικής αφοσιώσεως στον Θεό φθάνουμε στον όντως γάμο και στην ενότητα την αληθινή και ολοκληρωτική με τον Θεό.
Ερώτησι: Ερχόμενος, π. Βασίλειε, από το Περιβόλι της Παναγίας, το Άγιον Όρος, στην Κύπρο, που έχει αφιερώσει στην Παναγία πολλούς ναούς και πολλά μοναστήρια, πως νοιώθετε;
Απάντησι: Είναι αλήθεια ότι ήρθα στην Κύπρο, προσκεκλημένος, με μια διάθεσι να μιλήσω για την Παναγία. Και, έκπληκτος, βρέθηκα στο νησί της Παναγίας, γιατί σχεδόν όλα τα μοναστήρια σας είναι αφιερωμένα στην Παναγία, τόσες θαυματουργές εικόνες έχετε σε πολλές εκκλησίες και στα σπίτια σας εσείς, οι Κύπριοι.
Αλλά κάτι που μου έκανε πολλή εντύπωσι και ήταν μια δωρεά της Παναγίας ήταν όταν επισκέφθηκα ένα χωριό, την Ορά. Είδαμε μια πολύ μεγάλη, πετρόκτιστη και ωραία εκκλησία, και πήγαμε να προσκυνήσουμε. Ζητήσαμε, λοιπόν, να έρθη ο νεωκόρος. Προσκυνήσαμε τις εικόνες του τέμπλου και μπήκαμε μέσα στο ιερό. Βγαίνοντας έξω, είδαμε μια εικόνα της Παναγίας στον αριστερό τοίχο. Ήταν αρχαία και πάρα πολύ ωραία εικόνα. Την ώρα που προσκυνούσαμε, ο νεωκόρος, ένας ηλικιωμένος άρχοντας του χωριού, μου είπε μια φράσι, που σ᾿ αυτή ήταν όλο το νόημα και το περιεχόμενο του μυστηρίου της Παναγίας. Αυθόρμητα μου είπε: «Είναι ωραία η Βασίλισσά μας. Γεια στα χέρια εκείνου που την έκανε».
Η Βασίλισσα της Κύπρου είναι η Παναγία. Και η Παναγία είναι ωραία· και ωραία τη λένε οι Προφήτες, τη λένε οι Πατέρες, τη λένε οι ύμνοι. Και το κάλλος της Παναγίας ηράσθη, αγάπησε ο Θεός και έγινε άνθρωπος. Το κάλλος της Παναγίας είναι το κάλλος της ταπεινώσεως και της καθαρότητος. Το κάλλος αυτό είναι που σώζει τον άνθρωπο και τον κόσμο όλο. Και το κάλλος αυτό είναι «τὸ ἀληθινὸν καὶ ἐράσμιον», όπως λέει ο Μεγας Βασίλειος, είναι η ίδια η άκτιστη χάρι του Θεού, είναι η ίδια η Θεότης.
Έτσι, συγκινήθηκα ιδιαίτερα, όταν ένοιωσα αυτό το κάλλος, αυτή τη χάρι, να υπάρχη σ᾿ όλο το νησί της Παναγίας, που είναι η Κύπρος. Και συγκινείται κανείς ιδιαίτερα, όταν βλέπη πόσο ζη η Παναγία μεταξύ μας, και πόσο πράγματι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι σώμα Χριστού. Όχι από ένα Προφήτη, όχι από ένα Πατέρα της Εκκλησίας, αλλά από ένα απλό άνθρωπο, χωριάτη και άρχοντα, άκουσα αυτή τη μεγάλη φράσι: «Η Βασίλισσά μας είναι ωραία». Και το κάλλος αυτό είναι που θα σώση την Κύπρο, και θα σώση τον κόσμο όλο.
*  Συνέντευξη σε ραδιοφωνικό σταθμό της Κύπρου τον Μάιο του 1989.
πηγή: Aντίφωνο  το είδαμε εδώ

H θέση της Παναγίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία (1o Mέρος)

Ερώτησι: Ένας περίφημος ύμνος της Εκκλησίας μας ονομάζει την Παναγία ουρανό: «Αὕτη γὰρ ἀνεδείχθη οὐρανὸς καὶ ναὸς τῆς θεότητος». Θα θέλατε, π. Βασίλειε, να συζητήσουμε λίγο τη θέσι της Πλατυτέρας των Ουρανών μέσα στην Ορθόδοξή μας Εκκλησία;
Απάντησι: «Αὕτη γὰρ ἀνεδείχθη οὐρανὸς καὶ ναὸς τῆς θεότητος»… Θυμάμαι ένα άλλο θεοτοκίο, που λέει ότι η Παναγία είναι η «οὐρανώσασα τὸ γεῶδες ἡμῶν φύραμα», είναι αυτή που έκανε τη γη ουρανό. Και ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας λέει ότι, όταν ο Θεός δημιούργησε τα πάντα και, βλέποντάς τα, είδε και είπε ότι ήταν «καλὰ λίαν», αυτό το «καλὰ λίαν» αυτό το κάλλος και αυτή η καλοσύνη, αφορούσαν την Παναγία. Δηλαδή, ήταν όλα «καλὰ λίαν», επειδή οδηγούσαν στην Παναγία, επειδή εν τέλει θα εγεννάτο η Παναγία. Έτσι, η Παναγία είναι ο σκοπός όλης της δημιουργίας και το τέλος όλης της αναμονής της Παλαιάς Διαθήκης.
Ο Θεός δημιούργησε όλο τον κόσμο «καλὸν λίαν» και δημιούργησε στο τέλος τον άνθρωπο, για το πλάσιμο του οποίου καταβάλλει μια ιδιαίτερη προσπάθεια, κάνει μια ιδιαίτερη ενέργεια. Δεν λέγει και γεννάται, αλλά πλάθει τον άνθρωπο «ἐκ τῆς γῆς», και εμφυσά «πνοὴν ζωῆς» σ᾿ αυτόν. Ο Μέγας Βασίλειος λέει ότι ο Θεός έδωσε στον άνθρωπο «μοῖραν τῆς αὐτοῦ θεότητος». Κι έτσι, εμείς θα μπορούσαμε να γινώμαστε θεοί κατά χάριν, αν υπακούαμε στο θέλημα του Θεού. Εν τέλει, αφού μας έκανε αυτή τη μεγάλη δωρεά της ελευθερίας, και η ελευθερία είναι δίκοπο μαχαίρι ‒είτε πηγαίνεις επάνω δια της υπακοής, είτε καταστρέφεσαι δια της ανταρσίας και της αυτονομίας‒ εμείς ακολουθήσαμε τη φιλαυτία, και χάσαμε τον Παράδεισο, βγήκαμε έξω από τον Παράδεισο, και ζήσαμε μια ζωή βασανισμένη, χιλιετίες και αιώνες πολλούς. Και αυτό το βάσανο το ξέρουμε όλοι μας.
Γεννιέται τότε το ερώτημα πολλές φορές: Γιατί ο Θεός δεν μας έσωσε, εφ᾿ όσον μας αγαπούσε; Εμείς παρηκούσαμε του πλάσαντος, κάναμε, όπως λέμε, του κεφαλιού μας. Αλλά Αυτός, ως Θεός εύσπλαγχνος και Πατέρας, γιατί δεν μας έβαζε πάλι στον Παράδεισο; Όμως δεν υπάρχει Παράδεισος, χωρίς την ελευθερία. Λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Δεν θα μπορούσε ο Χριστός να σώση τον Ιούδα;». Και απαντά ο ίδιος, και λέει ότι ο Χριστός έκανε τα πάντα, αλλά δεν ήθελε δια της βίας να σώση τον Ιούδα, γιατί δια της βίας δεν υπάρχει σωτηρία, παρά μόνο η καταστροφή του ανθρώπου.
Έτσι, λοιπόν, περιμέναμε χιλιετίες ολόκληρες, για να έρθη κάποιος άνθρωπος, ο οποίος θα καταλάβαινε τι σημαίνει αγάπη του Θεού. Αλλά, για να το καταλάβαινε αυτό, έπρεπε να ήταν καθαρός και πολύ ταπεινός. Και γεννήθηκε η Παναγία. Και νομίζω ότι αυτό το καταλαβαίνουμε μ᾿  εκείνα που λέει ο Απόστολος Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή του: «Πρὸ δὲ τοῦ ἐλθεῖν τὴν πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρουρούμεθα συγκεκλεισμένοι εἰς τὴν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι». Πριν να έρθη η πίστι, ήμαστε κλεισμένοι μέσα στον Νόμο. Ο Νόμος έγινε παιδαγωγός εις Χριστόν, αλλά ο Νόμος, οποιοσδήποτε νόμος, ήταν ανίκανος, και είναι ανίκανος να σώση και να ικανοποιήση τον άνθρωπο αληθινά.
Γι’ αυτό, όταν ήρθε το «πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ὑπὸ… νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν». Και το πλήρωμα του χρόνου είναι η γέννησι της Παρθένου, της γυναικός δια της οποίας έγινε άνθρωπος ο Θεός. Αυτή είναι η «κλῖμαξ δι᾿ ἧς κατέβη ὁ Θεὸς» και η «γέφυρα ἡ μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν».
Αυτή, λοιπόν, η «ἐκ κοιλίας μητρός» της ηγιασμένη, ακριβώς γιατί ήταν καρπός πολλής προσευχής των γονέων της, του Ιωακείμ και της Άννης, που ζήτησαν να τους χαρίση ο Θεός ένα παιδί, και να το αφιερώσουν εξ ολοκλήρου στον Θεό, αφιερώθηκε στον Θεό από βρεφικής ηλικίας. Και ακούμε στην ακολουθία των Εισοδίων να ψάλλη η Εκκλησία ότι «τῶν ἁγίων εἰς ἅγια ἡ ἁγία καὶ ἄμωμος ἐν ἁγίῳ Πνεύματι εἰσοικίζεται». Εκεί μένει η Παρθένος επί χρόνια, εκεί τρέφεται με τροφή Αγγέλου, και, όταν φθάση σε μια ώριμη ηλικία και έχη ως μνηστήρα τον Ιωσήφ, δέχεται τον αρχαγγελικό ασπασμό, και είναι πια ικανή να πη «ναι» στο μήνυμα του Αγγέλου, να πη «γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου», να δεχθή να γίνη το θέλημα του Θεού σ᾿ αὐτή. Κι από τότε και στο εξής, να γίνη εκείνη η οποία, δια της όλης υπάρξεώς της, σαρκοποιεί τον Υιό και Λόγο του Θεού. Και έτσι, γίνεται η «εὐρυχωροτέρα τῶν οὐρανῶν», η βασίλισσα των Αγγέλων, και αυτή που πράγματι αξιώνεται να κάνη τη γη ουρανό.
[Συνεχίζεται]

Δευτέρα, Ιουλίου 14, 2014

Αφορμή μετανοίας

του Αρχιμανδρίτη Βασιλείου Γοντικάκη
Η έκθεση των κειμηλίων είναι ίσως ένας άλλος τρόπος για να καταργήσουμε το άβατον του Αθω
Επειδή με την έκθεσι των αγιορειτικών κειμηλίων στη Θεσσαλονίκη πολλοί θα γράψουν ­ και ήδη γράφουν ­ γι' αυτά που βλέπουν και ακούνε, ίσως δεν θα ήταν άνευ σημασίας να αναφέραμε μερικά πράγματα για εκείνα που συνήθως δεν βλέπουμε και δεν ακούμε· για κάποιους «αοράτους» και ταπεινούς, που αποτελούν τη βάσι της αγιότητος του Ορους και της ιερότητος των κειμηλίων του.
Στο Αγιον Ορος υπάρχει μια παλαιά και άγραφη παράδοσι που λέει ότι κοντά στην κορφή του Αθωνα χειμώνα - καλοκαίρι ζουν, τρεφόμενοι από την ευχή, δώδεκα μοναχοί αόρατοι. Οταν ένας απ' αυτούς κοιμηθή, άλλος τον αντικαθιστά. Και η δωδεκάδα μένει πάντοτε ακεραία, χωρίς να της λείπη κανείς.
Λέγεται ότι κάποιοι τους είδαν και αμέσως τους έχασαν. Κάποιοι άλλοι τους είδαν και χάθηκαν μαζί τους. Ενας νέος υποτακτικός είδε έναν απ' αυτούς. Διηγήθηκε στο γέροντά του το γεγονός και ο γέροντας του είπε «έπρεπε να τον ακολουθήσης»...
Ολα αυτά είναι θρύλος ή πραγματικότης; Το γεγονός είναι ότι η πραγματικότης στο Ορος είναι θρύλος. Αυτοί οι αόρατοι και ανύπαρκτοι, δηλαδή οι ταπεινοί και θεοφόροι, υπάρχουν και κρατούν στη ζωή το Αγιον Ορος, μαζεύουν τους μοναχούς και είναι ευλογία για όλο τον κόσμο. Γι' αυτό συχνά παραξενεύεσαι και κάνεις την ερώτησι διαφορετικά: Μα είναι αλήθεια όλο αυτό που ζούμε; Είναι δυνατόν εμείς οι χοϊκοί άνθρωποι να βρισκόμαστε στον παράδεισο; Μήπως είναι όνειρο και όχι πραγματικότης όλο το γεγονός του Αγίου Ορους;
Αλλά βλέπεις ότι ο ναός υπάρχει. Η ακολουθία γίνεται. Οι ψαλμωδίες ακούγονται. Το φως των καντηλιών και των πολυελαίων προχέεται ιλαρώς. Η ευωδία των Αγίων Λειψάνων είναι αισθητή. Το «αρχαίον μέλος παρά αγνώστου» άδεται από τους σημερινούς μοναχούς. Και το ποτάμι το ενιαίο της ζωής φθάνει σε μας. Συνέρχονται, συμψάλλουν, συλλειτουργούν οι άγιοι κτίτορες, οι απ' αιώνων κεκοιμημένοι μοναχοί. Και είναι όλοι συνηγμένοι υπό Κυρίου.
Μεθάς από οίνον κατανύξεως, από μέλος σταυροαναστάσιμο, πένθιμο και χαρούμενο, που παρηγορεί τους πληγωμένους και καλεί την κτίσι σε δοξολογία. Και ζώντας μέσα σ' αυτόν τον θεανθρώπινο κόσμο δεν γνωρίζεις πολλές φορές αν είναι πιο αισθητά τα αόρατα και άκτιστα ή πιο πνευματικά τα υλικά και εφήμερα. Γιατί ο Ασαρκος σαρκούται και «η ύλη είναι έμπλεως θείας χάριτος».
Ολες οι υλικές δημιουργίες· εικόνες, ναοί, μέλος, λένε το ίδιο πράγμα με το δικό τους τρόπο. Μεταδίδουν το ίδιο μήνυμα της παρακλήσεως με τη δική τους γλώσσα. Και το γεγονός ότι όλα συνάδουν και συλλειτουργούν σε πείθει για την αλήθεια και σε παρηγορεί. Τίποτε δεν παραφωνεί ούτε μένει έξω από το εναρμόνιο συλλείτουργο της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου.
Δεν χωρίζεται η ζωή από την πνευματική ζωή, η δράσι από την ησυχία. Ολη η ζωή γίνεται θεία Λειτουργία. Ολη η κτίσι ναός. Η αρχιτεκτονική της ζωής και των κτισμάτων συνάδουν και υπηρετούν τον ίδιο σκοπό· βοηθούν τον καθένα και όλους να βρουν τον ρυθμό τους. Και στο τέλος νοιώθει ο μοναχός ότι δεν κάνει προσευχή, αλλά γίνεται προσευχή. Δεν προσεύχεται, αλλά «αυλίζεται εν τη ευφραινούση δόξη». Ολα γίνονται ακόπως, γιατί ο Θεάνθρωπος, «ως δεσπόζων των επουρανίων και των επιγείων», είναι ο αγιασμός των ψυχών και των σωμάτων. Ετσι ζης, εν σαρκί, τη χαρά του μέλλοντος αιώνος. Και βρισκόμενος στο χρόνο και στο χώρο τρέφεσαι από την άχρονη και άκτιστη δόξα του Πνεύματος.
Και το ερώτημα μένει: Είναι όνειρο ή πραγματικότητα η αγιορειτική πολιτεία;
Το Ορος των ανυπάρκτων υπάρχει. Η θεία Λειτουργία ιερουργείται. Ο κόσμος πεινά. Η τράπεζα είναι στρωμένη για όλους.
Ερχονται σήμερα άσχετοι και συγκλονίζονται χωρίς οι ίδιοι να το περιμένουν. Ερχονται άγνωστοι και βρισκόμαστε αδελφοί. Ενας μαθητής δωδεκάχρονος είπε: Κατάλαβα γιατί οι μοναχοί μένουν στο Αγιον Ορος· για να παρακολουθούν αυτή τη Μεγάλη Εβδομάδα. Ενας απλός μοναχός έλεγε προ καιρού: Μα αυτό που ζούμε δεν είναι αιωνιότης;
Ολα αυτά νοιώθεις να είναι ευλογία και κατάληξι μιας μεγάλης Παραδόσεως, που φανερώνει την αγάπη του Θεού και τον αγώνα του ανθρώπου. Σ' αυτή τη Μεγάλη Εβδομάδα, σ' αυτή τη μυσταγωγία του Αγίου Ορους, εκβάλλουν όλα τα ποτάμια των αναζητήσεων και επιτεύξεων της αρχαίας Ελλάδος και της Παλαιάς Διαθήκης. Αξιοποιούνται όλα όσα προσέφεραν ο Ιουδαϊσμός και ο Ελληνισμός. Και προχωρούμε παραπέρα. Και ακούμε κατά τη Μεγάλη Παρασκευή τον Απόστολο να λέη: «Απολώ την σοφίαν των σοφών και την σύνεσιν των συνετών αθετήσω. Εν γαρ Χριστώ Ιησού ούτε περιτομή τι ισχύει ούτε ακροβυστία, αλλά καινή κτίσις». Αυτή η Καινή Κτίσις πλάθει το νέον ήθος. Αυτή διαμορφώνει τους αληθινούς μοναχούς ως μια θεοφάνεια, ως μια όντως ανθρωποφάνεια.
Μια βεβαιότητα μακαριότητος εμποτίζει όλη σου την ύπαρξι και καταγλυκαίνει κάθε στιγμή της ζωής σου. Οι αόρατοι της κορφής του Αθωνα είναι οι ταπεινοί, οι απλοί και ασήμαντοι· οι πλήρεις πνεύματος αγίου που κυκλοφορούν μεταξύ μας. Κάνουν τη ζωή παράδεισο. Και ενώ σου χαρίζουν ό,τι πολύτιμο βρήκες στον κόσμο, δεν ζητούν καμμιά ανταμοιβή. Δεν θεωρούν τον εαυτό τους μεταξύ των ζώντων. Δεν έχει, κατ' αυτούς, καμμιά αξία η ύπαρξί τους. Ο,τι έχουν το οφείλουν στον Θεό. Ετσι καταλήγουν να είναι μια ανταύγεια καλωσύνης προς όλους, φανερώνοντας την αγάπη του Θεού προς τον κόσμο ολόκληρο. Αυτοί αγιάζουν το Ορος. Σε κάνουν να αγαπάς τη ζωή, και σου ανοίγουν ορίζοντες ελευθερίας. Σου δίδουν όλα όσα δεν μπόρεσαν να σου δώσουν οι «σοφοί» και «συνετοί». Αυτοί δεν παρέρχονται και δεν χάνονται, έστω και αν περάσουν αιώνες. Βρίσκονται εδώ και παντού ως ευλογία και κουράγιο ανερμήνευτο.
Εναν τέτοιο γνώρισα. Η μορφή και ο λόγος της σιωπής του επέβαλε γαλήνη. Επικράτησε ηρεμία. Κατεγλύκανε τα σωθικά. Ελεγε την αλήθεια. Αγαπούσε χωρίς σχόλια. Σε αιχμαλώτιζε με το να σε αφήνη ελεύθερο. Είχε τη δύναμι να το κάνει, γιατί ήταν ανενδεής. Είχε φθάσει στο τέλος που είναι αρχή. Το μήνυμα που δέχθηκε· η ζωή που τον πλημμύρισε· το πνεύμα που ανέπνευσε· ο ρυθμός της ζωής που του χαρίσθηκε· η πολιτεία που πολιτευόταν· εκεί όπου υψώθηκε, το φως το μακάριο που απλώθηκε εξ ίσου γύρω του και μέσα του... όλα αυτά έλεγαν τελικώς καλά πράγματα για τον άνθρωπο· για τον κάθε άνθρωπο που αγωνίζεται, όπου αγωνίζεται, που πιστεύει ή απιστεί, που είναι μπλεγμένος, ακινητοποιημένος εφιαλτικά στο νου και στο σώμα.
Και διερωτάσαι: Πώς συνέβη αυτό; Ποια μήτρα πνευματική τον γέννησε; Ποιος του χάρισε αυτή τη μεγαλοπρέπεια της αγωγής και την τόλμη της αγάπης; Ολα αυτά τα βρήκε και τα έμαθε ζώντας στην παράδοσι του Αγίου Ορους. Δηλαδή στην παράδοσι του Τόπου μας. Τα βρήκε και τα έμαθε από τον Θεάνθρωπο Κύριο, όπως Τον γνώρισε μέσα στην ορθόδοξη θεία Λειτουργία. Τον είδε, τον γνώρισε ως λυτρωτή, σωτήρα και ευεργέτη του βασανιζομένου ανθρώπου. Τον βρήκε ως γνώστη όλων των όσων συμβαίνουν στον άνθρωπο. Και παρ' όλον τούτο, ή εξ αιτίας όλων τούτων, ο Θεάνθρωπος Κύριος, επειδή γνωρίζει τον άνθρωπο· επειδή έχει κάμει διάγνωσι της αρρώστιας του· έχει συνειδητοποιήσει το βαθμό του μπλεξίματός του· μετά από όλα αυτά λέει: Ναι. Υπάρχει λύσι. Ο άνθρωπος ο μπλεγμένος, ο απογοητευμένος, ο πεπλανημένος, ο αλληλοσπαρασσόμενος εν εαυτώ... ο άνθρωπος αυτός, μπορεί να σωθή. Του δίδω τη δυνατότητα να εκφρασθή. Να κινηθή ελεύθερα. Να βγάλη τον πόνο του. Να εκτονωθή, όταν και όπως θέλει. Να με βρίση, να με φτύση, να με σταυρώση. Να με θεωρήση πλάνο, απατεώνα. Τον ξέρω τον άνθρωπο και τον αγαπώ. Ξέρω ότι υπέφερε και υποφέρει πολλά. «Πάντες όσοι ήλθον προ εμού κλέπται εισί και λησταί». Τον βασάνισαν. Βασανίζεται. Βρίσκεται όπου βρίσκεται. Είναι δέσμιος δυνάμεων που του πνίγουν την καρδιά και το νου, που τον τυραννούν. Εχει ανάγκη να κινηθή, να βρίση, να φτύση. Ας το κάνη για να συνέλθη. Ας σπαραχθή από το πονηρό, ή επί μέρους πνεύμα. Οταν θα πέση ωσεί νεκρός, όταν περάση ο λήθαργος του κόπου, θα με δη δίπλα του ­ λέει ο Θεάνθρωπος με πρόσωπο γαλήνιο. Με διάθεσι και δυνατότητα να του προσφέρω εκείνο που θέλει, εκείνο που επιθυμεί. Και επειδή είναι μεγάλο και ελάχιστο, μακράν και εγγύς, ο ίδιος ο άνθρωπος τα μπλέκει. Δεν ξέρει τι να πη και πώς να το πη. Τότε βρίζει και Εκείνον που τον θεραπεύει. Αλλά ο Σωτήρ το ξέρει και υπομένει.
Αυτόν τον Κύριο, του οποίου η εμφάνιση επιβάλλει σιγή στις ουράνιες χοροστασίες και η επιείκεια καταπλήσσει τους Αγίους. Αυτόν μας παρουσιάζει το Αγιον Ορος με όλη του την ύπαρξι και πολιτεία. Αυτόν μας παρουσιάζουν οι ταπεινοί γέροντες με την παρουσία τους. Γιατί έχουν δεχθεί τη χάρι. Εχουν χωνέψει την τροφή. Εχουν λύσει τα προβλήματά τους. Είναι θεοί κατά χάριν. Δεν ενδιαφέρονται ούτε για τον εαυτό τους, ούτε για την υστεροφημία τους. Σ' αυτούς ανοίγεις την καρδιά σου, γιατί αυτοί πρώτοι σου ανοίχθηκαν. Σου τα είπαν όλα και συμφωνείς. Σου τα είπαν όλα και σε ανέπαυσαν. Σου απεκάλυψαν αυτά που έχεις μέσα σου και εκείνα που δεν ξέρεις ότι έχεις, και εκείνα που δεν ξέρεις ότι θα φθάσης. Και το τελικό συμπέρασμα ζωής είναι θετικό.
Το Αγιον Ορος μάς κάνει συντροφιά, όχι επειδή μας πλησιάζει αισθητά, με την έξοδο των κειμηλίων, αλλά επειδή σ' αυτό υπάρχουν οι αόρατοι και ανύπαρκτοι.
Το Αγιον Ορος, με την έκφρασι της μορφής του και την αίσθησι της παρουσίας του, λέει κάτι συγγενικό με τη σιωπή του Θεού και την αόρατη παρουσία του Λόγου.
Εχει μια μεγαλοπρέπεια θεϊκή, που κρίνει τον καθένα και όλους μας ­ και αυτό είναι το φοβερό ­ χωρίς να μας κρίνει, κατά το λόγο του Κυρίου: «εάν τις μου ακούση των ρημάτων και μη πιστεύση, εγώ ου κρίνω αυτόν... Ο λόγος ο εμός κρινεί αυτόν εν τη εσχάτη ημέρα» (Ιωαν. 12, 47-48).
Το ότι το Αγιον Ορος άντεξε και επιζή πάνω από χίλια χρόνια, δείχνει την πνευματική του ποιότητα και αποστολή. Το ότι εμείς οι ίδιοι το καταφρονήσαμε επί σειρά δεκαετιών, φανερώνει το πνευματικό μας επίπεδο. Το ότι σήμερα αναβιοί, μας λέει ότι ο αληθινός εαυτός μας ζητεί τα τίμια και μένοντα.
Η έξοδος των αγιορειτικών κειμηλίων είναι μια επί πλέον κρίσι για όλους μας και ίσως αφορμή μετανοίας. Κάποιοι θα δουν τα κειμήλια και θα τα θαυμάσουν για το μέγεθος, το πλήθος, ή την όποια άλλη παρόμοια αξία τους. Αλλοι, σύμφωνα με την επιστημονική τους εξειδίκευσι, θα τα εκτιμήσουν σύντομα, κατατάσσοντάς τα σε χρονολογικές και τεχνοκριτικές κατηγορίες, ως αντικείμενα λατρείας, τέχνης, λαογραφίας...
Αλλοι θα ζήσουν την επίσκεψι στην έκθεση των ιερών κειμηλίων ως προσκύνημα πνευματικό. Θα αισθανθούν κύματα παρακλήσεως να τους πλημμυρίζουν. Θα τα συναντούν ίσως για πρώτη φορά, αλλά θα τους είναι οικεία, διότι ο νόμος του Πνεύματος είναι πάντοτε ο ίδιος. Το Πνεύμα όπου θέλει πνει και βρίσκει τους αγαπητούς του· αναπαύεται στις καρδιές των ταπεινών.
Αυτοί οι ταπεινοί, οι εκούσια διαγεγραμμένοι για να δώσουν χώρο στον άλλο, είναι δυνάμει αγιορείτες, ζουν εν πνεύματι στο Αγιον Ορος, οπουδήποτε κι αν βρίσκωνται· και δεχόμενοι τη χάρι του την απλώνουν παντού. Ετσι το Αγιον Ορος έχει άλλες διαστάσεις απ' ό,τι νομίζομε· έχει καταργηθεί, κατά κάποιο τρόπο, το άβατο. Και ισχύει διαφορετικά: Για όσους δεν έχουν το ήθος του Αγίου Ορους (το πνεύμα της ανυστερόβουλης αγάπης και τη συντριβή της ταπεινώσεως), το Ορος παραμένει άγνωστο και άβατο, έστω και αν, ως ο γράφων, βρίσκωνται για χρόνια σωματικά σ' αυτό.
Πόση σημασία έχει από την έκθεσι των ιερών τούτων κειμηλίων να προέλθη κάτι ελάχιστο αλλά αληθινό. Να λάμψη μέσα μας για λίγο η αστραπή της θεότητος. Να νοιώσωμε τι σημαίνει να χαρούμε τη ζωή μας με χαρά μη παρερχόμενη. Να δώσωμε σε άλλους τον πλούτο που αυξάνεται προσφερόμενος. Να αισθανθούμε την ευγένεια της Παραδόσεώς μας και τη δύναμι που εν ασθενεία τελειούται. Και έτσι να μπορέσωμε οι λίγοι και αδύνατοι να αποτελέσωμε τους πολίτες πρωτευούσης πνευματικής και πολιτιστικής της Ευρώπης και του κόσμου. 
Ο Αρχιμανδρίτης Βασίλειος (Γοντικάκης) είναι ηγούμενος της Μονής Ιβήρων του Αγίου Ορους.



το  είδαμε εδώ

Τετάρτη, Ιουνίου 25, 2014

Να είσαι δυνατός όταν ασθενείς του Αρχιμ. Βασιλείου Γοντικάκη


Μετά από αυτή την εμπειρία και την σχέση του με τα άρρητα μυστήρια, ο Κύριος επέτρεψε, «ίνα μη υπεραίρηται» ο Απόστολος Παύλος, να τον βρει κάποιος ανυπόφορος πειρασμός. «σκόλοψ τη σαρκί άγγελος σατάν».
Για αυτό το θέμα παρεκάλεσε τρείς φορές τον Κύριο να τον απαλλάξει από την δοκιμασία. Αλλά ο Κύριος του είπε: «αρκεί σοι η χάρις μου. Η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται». Και ο Παύλος, αντιλαμβανόμενος τον λόγο του Κυρίου, καταλήγει: ήδιστα ουν μάλλον καυχήσομαι εν ταις ασθενείες μου, ίνα επισκηνώση επ εμέ η δύναμις του Χριστού. «όταν γαρ ασθενώ, τότε δυνατός ειμί».
Αυτή είναι η εν Χριστώ ελευθερία. Το ευαγγέλιο της χαράς. Η καινή κτίσις, ο παράδεισος για όλους. Αυτή είναι η ανατροπή της πεπτωκυίας καταστάσεως και λογικής: να καυχάσαι για τα βάσανα και τις δοκιμασίες. Να είσαι δυνατός, όταν ασθενείς.
Έτσι, ο Παύλος, ως νέος Μωησής κατερχόμενος από το όρος της θείας αρπαγής, καταγράφει τον νέο νομο της Χάριτος, όχι πάνω σε πέτρινες πλάκες, αλλά πάνω στις πλάκες της ανθρώπνης καρδιάς.
Τα άρρητα ρήματα που άκουσε φανερώνονται με αυτή την θεία αλλοίωση και την άκρα ταπείνωση στη ζωή και στη διαγωγή του.

Φανερώνει και ζει το γεγονός ότι καταργήθηκε ο θάνατος, με το να ομολογεί: «Όταν ασθενώ, τότε δυνατός ειμί». Και όταν πεθαίνω για τον Χριστό, τότε πραγματικά ζω. 
«εμοί μη γένοιτο καυχάσθαι ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, διού εμή κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω». Πέθανε ο κόσμος, εσταύρωται, δεν υπάρχει για τον Παύλο. Πέθανε ο Απόστολος για τον κόσμο, εσταύρωται, δεν υπάρχει για αυτόν. Έτσι, όντως υπάρχει, ζει αληθινά ο Απόστολος. Και υπάρχει για αυτόν ο κόσμος. 
Έχει ο Παύλος την απάθεια του κεκοιμημένου και την άκρα ευαισθησία εκείνου που, «ως εκ νεκρών ζων», μετέχει στην όντως ζωή και βοηθεί τον σύμπαντα κόσμο.

Αρχιμ. Βασιλείου Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Ιβήρων
Φως Χριστού φαίνει πάσι
2002 Ιερά Μονή Ιβήρων 
Εκδόσεις Αρμός

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...