Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Ιουλίου 27, 2014

Ἡ προστασία τῶν ἁγίων Ἀγγέλων καί ἡ ψυχική ἰατρεία τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος


(Ὁμιλία τοῦ ἀειμνήστου Ἁγιορείτου Ἡγουμένου π.Γεωργίου Καψάνη)

Δικαίως ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία τιμᾶ κάθε Δευτέρα, ἀλλά καί στίς 8 Νοεμβρίου κάθε ἔτος τή μνήμη τῶν Ἁγίων Ἀρχαγγέλων Μιχαήλ καί Γαβριήλ καί πασῶν τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων διά πολλούς λόγους. Πρῶτον, διότι ἔκαμαν καί κάμουν τελείαν ὑπακοήν εἰς τό Ἅγιον Θέλημα τοῦ Κυρίου. Δεύτερον, διότι περιεχόμενο τῆς ζωῆς τους, τῆς ὑπάρξεώς τους εἶναι ἡ ἀέναος δοξολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Τρίτον, διότι ὑπηρετοῦν τήν σωτηρίαν ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων. Δεῖγμα κι αὐτό τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὄχι μόνον ἔκανε τόσα δῶρα στό ἀνθρώπινο γένος, ἀλλά καί τοῦτο οἰκονόμησε νά ὑπάρχουν λειτουργικά πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα χάριν τῶν σωζομένων.

Γιά ὅλους αὐτούς τούς λόγους τιμοῦμε τούς Ἁγίους Ἀγγέλους καί Ἀρχαγγέλους, τά λειτουργικά πνεύματα καί νιώθουμε ὅτι μέσα στήν Ἁγία Ἐκκλησία εἴμαστε ἕνα. «Κοινή πανήγυρις» λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀνθρώπων καί ἀγγέλων, μία χοροστασία, μία λειτουργία. Εἶναι παρόντες στίς συνάξεις τῆς Ἐκκλησίας ἤ καί ἀόρατοι, ἀλλά εἶναι παρόντες, προΐστανται τῶν πιστευόντων. Μᾶς βοηθοῦν μέ τίς πρεσβεῖες καί προστασίες τους καί εἶναι πάντοτε κοντά μας καί μάλιστα ὁ φύλακας Ἄγγελος τῆς ψυχῆς μας.
Τούς εὐχαριστοῦμε καί τούς παρακαλοῦμε νά γίνουμε κι ἐμεῖς μιμηταί τῆς πολιτείας των, καθόσον τό σχῆμα τῶν Μοναχῶν εἶναι τό ἀγγελικό σχῆμα καί πρέπει συνεχῶς νά τείνωμε εἰς ὁμοίωσιν τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων ἀγγέλων διά τῆς τελείας ὑπακοῆς στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τῆς συνεχοῦς λατρείας καί ἀναφορᾶς τῆς ζωῆς μας εἰς τόν Ἅγιον Θεόν καί τῆς διακονίας τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων.
* * *
Εἰς τό Ἀπολυτικιο τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος τοῦ ὁποίου σήμερα ἐπιτελοῦμε τήν μνήμην, παρακαλοῦμε τόν Ἅγιον νά πρεσβεύῃ στόν Κύριο, διά τήν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν μας. Θά περίμενε κανείς ὅτι, ἀπό ἕνα τόσο μεγάλο ἰατρό, ὅπως εἶναι ὁ Ἅγιος Παντελεήμων, νά ζητούσαμε τήν ἰατρεία τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία ζητάει τήν ἴασι τῶν ψυχικῶν ἀσθενειῶν, τῶν παθῶν, οἱ ὁποῖες πολλές φορές εἶναι ἡ αἰτία τῶν σωματικῶν ἀσθενειῶν, ἀλλά καί οἱ ὁποῖες εἶναι καί οἱ χειρότερες, διότι οἱ μέν σωματικές ἀσθένειες μπορεῖ νά κάνουν καί καλό στόν ἄνθρωπο, ψυχικό καλό, νά τόν ὁδηγήσουν σέ μετάνοια, ἀλλά οἱ ἀσθένεις τῆς ψυχῆς τά πάθη δηλαδή, αὐτά ὁδηγοῦν στόν αἰώνιο θάνατο.
Γι' αὐτό καί πρῶτο μέλημα τῶν χριστιανῶν, καί ἰδίως τῶν Μοναχῶν, πρέπει νά εἶναι ὁ συνεχής ἀγών διά τήν κάθαρσι ἀπό τά πάθη καί τήν ἴασι τῶν ψυχικῶν ἀρρωστημάτων. Ἄν ἐμφανισθῇ μία ἀρρώστια σοβαρή καί ἀνίατη πολύ ἀνησυχοῦμε καί ψάχνουμε νά βροῦμε τούς καταλλήλους ἰατρούς, τά κατάλληλα φάρμακα, τά κατάλληλα νοσοκομεῖα, ἀκόμη καί στό ἐξωτερικό νά πᾶμε γιά νά γίνωμε καλά. Ἀλλά γιά τίς ἀρρώστιες τῆς ψυχῆς δέν ἀνησυχοῦμε ὅσο πρέπει νά ἀνησυχοῦμε. Καί ἀσφαλῶς ὅλοι μας, καί ἐμεῖς οἱ τοῦ τάγματος τῶν Μοναχῶν, δέν εἴμεθα ὑγιεῖς κατά πάντα. Ὑπάρχουν καί σέ μᾶς ἀρρωστήματα ψυχικά, τά ὁποῖα γνωρίζομε καί χρειάζεται νά τά ἐπισημάνωμε. Καλά εἶναι λοιπόν μέ πολύ πόνο νά, παρακαλέσωμε τόν Θεόν, πρίν φύγουμε ἀπό αὐτόν τόν κόσμο, διότι μετά θά εἶναι ἀργά, νά μᾶς θεραπεύσῃ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, τίς διάφορες ἀσθένειες τῆς ψυχῆς μας, πρεσβείαις τῶν Ἁγίων, τῆς Θεοτόκου καί κυρίως τοῦ σήμερον ἑορταζομένου μεγάλου ἰατροῦ τῆς ἀνθρωπότητος, τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος τοῦ ἀθλοφόρου καί ἰαματικοῦ. Ἀμήν.


Πηγή

Κυριακή, Ιουλίου 20, 2014

Χριστός και παγκοσμιοποίησις

Χριστός και παγκοσμιοποίησις

Του μακαριστού Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου π. Γεωργίου Καψάνη
Το υπερκράτος, η υπεροικονομία, η υπερθρησκεία δεν θα υπηρετούν τον Χριστό και τον άνθρωπο, ως εικόνα του Θεού, αλλά τον αντίχριστο και όσους προσκυνήσουν τον αντίχριστο.
Πολλοί σήμερα μιλούν για παγκοσμιοποίηση. Ενώ κάποιοι ολίγοι την σχεδιάζουν και την προετοιμάζουν. Παγκοσμιοποίηση στην οικονομία, στην δημιουργία ενός υπερκράτους, στην θρησκεία.
Η παγκοσμιοποίησις φαίνεται να είναι και ο στόχος του κινήματος της «Νέας Εποχής» που αποβλέπει στην αντικατάσταση του Χριστού από τον αντίχριστο. Η βασιλεία του αντιχρίστου, κατά τους νεοεποχίτας, θα αρχίσει με την γ΄ χιλιετία μ. Χ. Ο Ι.Χ.Θ.Υ.Σ (Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ) θα αντικατασταθεί με τον Υδροχόο (σύμβολο του αντιχρίστου).
Η παγκοσμιοποίησις δεν θα είναι εφικτή, εάν οι και θρησκείες δεν παραιτηθούν από την αξίωσή τους, ότι έχουν την απόλυτη Αλήθεια, και εάν δεν δεχθούν να προχωρήσουν σε μια υπερθρησκεία, ένα μίγμα θρησκειών.
Έτσι βλέπουμε το πρωτοφανές γεγονός Χριστιανοί, Ιουδαίοι, Μουσουλμάνοι, Βουδισταί, Ειδωλολάτραι, να συμπροσεύχονται για την ειρήνη και να προσχωρούν σε διαθρησκειακούς διαλόγους, στους οποίους υπερτονίζεται ότι (οι μονοθεϊστικές θρησκείες) έχουμε ένα κοινό Θεό.
Σ΄ αυτούς τους διαλόγους οι συμμετέχοντες χριστιανοί, και δυστυχώς και ορθόδοξοι κληρικοί και λαϊκοί, δεν ομολογούν τον Τριαδικό Θεό και τον Ενανθρωπήσαντα Υιό και Λόγο του Θεού.
Με πολύ λύπη διαβάσαμε, ότι τελευταία στην Ρουμανία έλαβε χώρα πανθρησκειακή συγκέντρωση και προσευχή υπέρ της ειρήνης με την συμμετοχή και ορθοδόξων Πατριαρχών και Αρχιεπισκόπων. Δεν συμμετείχαν, ευτυχώς, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και αι Εκκλησίαι Ιεροσολύμων, Ρωσίας, Σερβίας, Γεωργίας, Ελλάδος και Πολωνίας.
Σχεδιάζεται λοιπόν μια παγκοσμιοποίησις όχι μόνο χωρίς Χριστό αλλά και κατά του Χριστού.
Το υπερκράτος, η υπεροικονομία, η υπερθρησκεία δεν θα υπηρετούν τον Χριστό και τον άνθρωπο, ως εικόνα του Θεού, αλλά τον αντίχριστο και όσους προσκυνήσουν τον αντίχριστο.
Σ΄ αυτήν τη παγκοσμιοποίηση οι διάφοροι θεσμοί θα αφαιρούν τις ελευθερίες των ανθρώπων προκειμένου οι άνθρωποι να γίνουν πιόνια στα χέρια των ισχυρών της γης.
Κάτι τέτοιο άρχισε να γίνεται και στην πατρίδα μας, όπου θεσμοί έξωθεν ερχόμενοι επιβάλλονται στον λαό μας. Όλοι θα ελέγχονται με παγκόσμιο φακέλωμα. Ανησυχήσαμε για τη Συνθήκη του Σένγκεν, επειδή την είδαμε σαν πρόδρομο του παγκόσμιου φακελώματος.
Το ότι οι ανησυχίες μας δεν είναι ανυπόστατες αποδεικνύει το γεγονός, ότι βάσει της Συνθήκης αυτής οι Ορθόδοξοι Βαλκάνιοι αδελφοί μας δυσκολεύονται να έλθουν στη πατρίδα μας. Λειτουργεί δηλαδή η συνθήκη και εις βάρος της Ορθοδοξίας.
Ως χριστιανοί αρνούμεθα να δεχθούμε και να συμπράξουμε σε παγκοσμιοποιήσεις τύπου «Νέας Εποχής».
Η αληθινή παγκοσμιοποίησις άρχισε με τη Σάρκωση του Θεού Λόγου, που προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση και ένωσε «τα πριν διεστώτα» και ανέστησε «παγγενή τον Αδάμ». Ο Ιησούς Χριστός είναι ο αληθινά παγκόσμιος άνθρωπος. Και τούτο διότι «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε» εν Αυτώ(Γαλ. 3,28).
Κάθε χριστιανός που ενώνεται με τον Χριστό και που ο Χριστός ζει εν αυτώ και αυτός εν τω Χριστώ, γίνεται επίσης παγκόσμιος χριστιανός. Αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους αδιακρίτως φύλου, γλώσσης, θρησκείας, εθνικότητος. Γίνεται ένας καθολικός άνθρωπος, μικρόκοσμος και συγχρόνως μακρόκοσμος, γιατί περιέχει μέσα του όχι μόνο όλη την ανθρωπότητα αλλά και όλη την κτίση.
Πώς είναι δυνατόν ένας θεωμένος χριστιανός να μην είναι ένας παγκόσμιος και καθολικός άνθρωπος ;
Τέτοιοι παγκόσμιοι άνθρωποι ήσαν οι άγιοι Απόστολοι, οι παλαιοί και νέοι Μάρτυρες, οι Ασκηταί, οι εν τω κόσμω άνθρωποι της αγάπης και της θυσίας.
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι παγκόσμιος, γιατί θυσιάστηκε για όλο τον κόσμο.
Ο αντίχριστος και οι οπαδοί του σφετερίζονται τον τίτλο του παγκοσμίου. Και τούτο γιατί δεν θυσιάζονται για τους ανθρώπους, αλλά θυσιάζουν τους ανθρώπους εν ονόματι κάποιας ιδεολογίας και παγκοσμιοποιήσεως.
Κατά τους χρόνους της ελεύσεως του Κυρίου η Ρώμη είχε επιτύχει κάποια παγκοσμιοποίηση, την «Pax Romana». Όμως αυτή βασιζόταν στην διάκριση ελευθέρων και δούλων, εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων και προϋπέθετε τη λατρεία των ειδώλων και του Ρωμαίου Αυτοκράτορος, στο πρόσωπο του οποίου οι χριστιανοί έβλεπαν τον πρόδρομο του αντιχρίστου.
Μεταξύ εκείνης και της σημερινής παγκοσμιοποιήσεως υπάρχουν πολλά τα κοινά.
Όπως ψάλλει ο Εκκλησία μας κατά τον Εσπερινό των Χριστουγέννων :
«Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν ἀνθρώπων ἐπαύσατο, καὶ σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς Ἁγνῆς, ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται. Ὑπὸ μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον, αἱ πόλεις γεγένηνται· καὶ εἰς μίαν Δεσποτείαν Θεότητος, τὰ Ἔθνη ἐπίστευσαν. Ἀπεγράφησαν οἱ λαοί, τῷ δόγματι τοῦ Καίσαρος, ἐπεγράφημεν οἱ πιστοί, ὀνόματι Θεότητος, σοῦ τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ ἡμῶν. Μέγα σου τὸ ἔλεος, δόξα σοι».
Κάθε χωρίς Χριστόν μοναρχία και παγκοσμιοποίησις ημπορεί να καταργεί την πολυαρχία των ανθρώπων. Αλλά την πολυθεΐα των ειδώλων, της λογής – λογής ειδωλοποιήσεις ψευδών θεών και ιδεολογιών, μόνον ο ενανθρωπήσας εκ της Αγνής Χριστός καταργεί.
Απεγράφησαν τότε οι λαοί «τω δόγματι του Καίσαρος» και απογράφονται σήμερα στις διάφορες κρατικές και υπερκρατικές εξουσίες.
Όμως οι χριστιανοί δεν αρκούνται σ΄ αυτήν την απογραφή. Γιατί είναι ανθρωποκεντρική που κάποτε γίνεται και δαιμονική.
Ζητούν να απογραφούν και επιγραφούν στο όνομα του Θεανθρώπου Χριστού. Ζητούμε παγκοσμιοποίηση θεανθρώπινη, παγκοσμιοποίηση στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία.
Εκεί είναι η ελπίδα μας και γι΄ αυτήν ο αγώνας μας.
Ως χριστιανοί δεν προσκυνούμε υπερανθρώπους, ιδεολογίες, είδωλα, ψευδοσωτήρες.
Προσκυνούμε μόνον τον εν Βηθλεέμ τεχθέντα Κύριον Ιησούν Χριστόν. Τον ταπεινόν Ιησούν. Αυτόν που μας ελύτρωσε με τον Σταυρόν και την Ανάστασή Του. Και τον ικετεύουμε να δώσει πλουσία την Χάρι Του στο λαό Του, και σε μας να μη παρασυρθούμε από τους ψευδοπροφήτες, αλλά να μείνουμε πιστοί στο όνομά Του άχρι θανάτου.
Χριστούγεννα 1998
Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου
*«ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ», τευχ. 3, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1998, σσ. 5-6.

Σάββατο, Ιουλίου 12, 2014

Ψυχολόγους θέλουμε, ἱερεῖς καὶ πνευματικοὺς δὲν θέλουμε!


Ψυχολόγους θέλουμε, ἱερεῖς καὶ πνευματικοὺς δὲν θέλουμε! 
(Ὁμιλία στή Μονή Ὁσίου Γρηγορίου στίς 28-8-2006)Τοῦ ἀειμνήστου Ἁγιορείτου Ἡγουμένου  π.Γεωργίου Καψάνηgeorgios_kapsanis_10
«Ἄνθρωπος ἣν οἰκοδεσπότης, ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελώνα» (Ματθ. κα´ 33-42).
Ὁ Οἰκοδεσπότης τῆς Παραβολῆς εἶχε φυτεύσει ἀμπελώνα, τὸν εἶχε περιφράξει, εἶχε ἀναθέσει τὴν καλλιέργειά του σὲ γεωργοὺς καί, ὅταν ἦλθε ὁ καιρὸς τῆς συγκομιδῆς, ἔστειλε ἀνθρώπους του γιὰ νὰ συλλέξουν τὸν καρπό.
Ὁ ἀμπελὼν εἶναι ἡ ἀνθρωπότης καὶ ὁ Οἰκοδεσπότης εἶναι ὁ ἅγιος Θεός. Ἀπὸ τὴν ἀνθρωπότητα ὁ Κύριος περίμενε καρπούς. Ἔστελνε κατὰ καιροὺς τοὺς ἀπεσταλμένους Του νὰ ζητήσουν τοὺς καρποὺς ἀπὸ τὴν ἀνθρωπότητα, ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ εἶχαν σφετερισθῆ τὸν ἀμπελώνα, οἱ κακοὶ ἄρχοντες τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τῶν διαφόρων λαῶν ποὺ μέχρι σήμερα ἐξουσιάζουν τοὺς ἀνθρώπους, αὐτοὶ νόμιζαν καὶ νομίζουν ὅτι ὁ ἀμπελὼν εἶναι δικός τους. Θέλουν νὰ σφετερισθοῦν τὰ ἀγαθὰ αὐτοῦ τοῦ ἀμπελῶνος, αὐτοῦ τοῦ κόσμου, καὶ νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν ἰδιοτελῶς ὄχι γιὰ τὸ καλό της ἀνθρωπότητος, ὅπως ἤθελε ὁ Ἰδιοκτήτης του.
Βέβαια ἡ Παραβολὴ ἀναφέρεται ἄμεσα στοὺς ἄρχοντες τοῦ Ἰσραὴλ ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον ἀπέρριψαν τοὺς Προφῆτας, τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Θεοῦ, ποὺ ζητοῦσαν τοὺς καρποὺς τοῦ ἀμπελῶνος, ἀλλὰ στὸ τέλος ἀπέρριψαν καὶ θανάτωσαν καὶ τὸν Υἱὸ τοῦ Οἰκοδεσπότου, τὸν Ὁποῖον ἔστειλε ὁ Οἰκοδεσπότης μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ συνήρχοντο καὶ θὰ μετανοοῦσαν. Αὐτοὶ ὅμως ὄχι μόνο δὲν μετενόησαν, ἀλλὰ βρῆκαν εὐκαιρία καὶ εἶπαν: αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός, ὁ κληρονόμος τοῦ ἀμπελῶνος, ἂς τὸν σκοτώσουμε, νὰ τελειώνουμε μιὰ γιὰ πάντα. Ἔτσι ἔκαναν τὸ μεγάλο ἔγκλημα νὰ θανατώσουν τὸν ἀθῶο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
Ἀλλὰ ἡ Ἱστορία δυστυχῶς ἐπαναλαμβάνεται. Καὶ σήμερα καὶ σὲ κάθε ἐποχὴ ὑπάρχουν ἐκεῖνοι οἱ κακοὶ ποιμένες, οἱ κακοὶ ὁδηγοὶ τῶν λαῶν, οἱ ὁποῖοι παραμερίζουν τὸν Ἰδιοκτήτη τοῦ ἀμπελῶνος, τὸν Δημιουργὸ Θεό, καὶ θέλουν νὰ διαφεντεύουν αὐτοὶ τὴν Ἱστορία καὶ τὸν κόσμο.
Καὶ κάνουν τόσα ἐγκλήματα, τόσες ἀδικίες, τόσα παράλογα πράγματα, προκειμένου νὰ ἱκανοποιήσουν τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὰ πάθη τους.
Καὶ βλέπουμε ὅτι καὶ στὴν Πατρίδα μας δυστυχῶς ὑπάρχει αὐτὴ ἡ προσπάθεια σιγὰ-σιγὰ νὰ ἐξοβελισθῆ ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν ζωή μας μὲ πολλοὺς τρόπους, καὶ τελευταῖα (σημ. τό σχολικό ἔτος 2005-2006) μὲ τὴν ἀπαγόρευσι ἀπὸ τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας στοὺς Πνευματικοὺς νὰ πηγαίνουν στὰ σχολεῖα -ὅπως γινόταν μέχρι σήμερα- νὰ ἐξομολογοῦν τὰ παιδιὰ ποὺ ἤθελαν νὰ ἐξομολογηθοῦν. Γιατὶ οἱ Πνευματικοὶ δὲν ἐξομολογοῦσαν ὅποιον δὲν ἤθελε, ἀλλὰ ὅποιον ἤθελε. Καὶ τὸ θαυμαστὸ εἶναι ὅτι τὰ περισσότερα παιδιὰ ἤθελαν καὶ ἀνεπαύοντο καὶ ὠφελοῦντο ἀπὸ τὴν παρουσία τῶν Πνευματικῶν. Ἴσως μερικὲς φορὲς κάποιοι Πνευματικοὶ νὰ μὴν ἐφέροντο μὲ τὴν δέουσα διάκρισι. Ἀλλὰ αὐτὲς ἦσαν οἱ ἐξαιρέσεις. Ὁ κανὼν εἶναι -ἀπ᾿ ὅ,τι καὶ ἐμεῖς γνωρίζουμε- ὅτι οἱ Πνευματικοὶ βοηθοῦσαν πολὺ τὰ παιδιὰ στὰ σχολεῖα.
Μὲ ἀνακοίνωσί της ἡ Ἱερὰ Σύνοδος εἶπε ὅτι τὸ μέτρο δὲν στρέφεται κατὰ τῆς Ἐκκλησίας ἀλλὰ κυρίως κατὰ τῶν παιδιῶν. Γιατὶ τὰ παιδιά, ἰδιαίτερα σήμερα ποὺ βάλλονται ἀπὸ τόσους πειρασμούς, ποὺ δέχονται τόσες κακὲς ἐπιδράσεις, τὶς ὁποῖες ὅλοι τὶς γνωρίζουμε, τώρα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ θὰ εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ τὴν παρουσία ἑνὸς Πνευματικοῦ στὰ σχολεῖα.
Θὰ θυμᾶστε ὅτι μὲ ἀφορμὴ τὰ γεγονότα ποὺ ἔγιναν τελευταῖα στὴν Βέροια προτάθηκε νὰ διορισθοῦν μόνιμα ψυχολόγοι στὰ σχολεῖα. Οἱ ψυχολόγοι νὰ σώσουν τὰ παιδιά! Λοιπόν, ψυχολόγους θέλουμε, ἱερεῖς καὶ Πνευματικοὺς δὲν θέλουμε!
Αὐτὸς εἶναι ἕνας ἔμμεσος διωγμὸς τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὰ σχολεῖα, ἀπὸ τὴν παιδεία καὶ ἀπὸ τὴν κοινωνία.
Διώχνουμε τὸν Χριστό, ἀλλὰ δὲν σκεπτόμαστε ποιὲς συνέπειες θὰ ἔχη ἡ ἀπουσία τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν ζωή μας. Δὲν θέλω νὰ ἐπιρρίψω εὐθύνες μόνο στοὺς πολιτικούς. Καὶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας κάνουμε λάθη. Ἀλλὰ τὰ λάθη αὐτὰ δὲν ἔπρεπε νὰ τὰ ἐκμεταλλεύωνται οἱ ἐχθροί της Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ βγάλουν τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὴν ζωή μας καὶ ἀπὸ τὰ σχολεῖα.
Ἂς ἔχουμε τὸν νοῦ μας, γιατὶ μπορεῖ καὶ ἐμεῖς νὰ ἐξορίζουμε τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὴν προσωπική μας ζωή. Ὄχι μόνο τὸ Ὑπουργεῖο Παιδείας καὶ δὲν ξέρω ποιοὶ ἄλλοι Ὀργανισμοί, ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι με τὶς ἀπροσεξίες μας, μὲ τὴν ἔλλειψη πίστεως, ἀγάπης, προσευχῆς, μετανοίας, διώχνουμε τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὴν ζωή μας καὶ μένουμε ἔρημοι.
Τί θὰ γίνη ὁ κόσμος χωρὶς τὸν Χριστό; Αὐτὴ εἶναι ἡ αἰωνία κόλασις, νὰ ζῆ ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὸν Χριστό, χωρὶς τὴν Χάρι τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ, χωρὶς τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν ἀλήθεια ποὺ μόνο ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ δώση.
Μὲ αὐτὲς τὶς ταπεινὲς σκέψεις ἤθελα νὰ ἐπικοινωνήσω σήμερα μαζί σας -βλέπω ὅτι ἔχετε ἔλθει πολλοὶ ἀδελφοὶ προσκυνηταὶ καὶ μάλιστα πολλοὶ νέοι- καὶ νὰ προβληματισθοῦμε γιὰ τὸ ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ θέσις τοῦ Χριστοῦ στὴν ζωή μας, στὰ σχολεῖα μας, στὸ ἔθνος μας, στὴν κοινωνία μας. Θέλουμε ἔθνος, σχολεῖα, κοινωνία, τὸν ἑαυτό μας, χωρὶς Χριστὸ ἢ μὲ τὸν Χριστό;
Ἐὰν βγάλουμε τὸν Χριστό, θὰ ὑποφέρουμε, δὲν θὰ χαροῦμε ἀληθινά, θὰ βασανιζόμαστε. Ἐὰν βάλουμε τὸν Χριστὸ στὴ ζωή μας, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ θέλη κόπο καὶ ἀγώνα, θὰ ἔχουμε ἀληθινὴ εἰρήνη, τὴν χαρὰ τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία εὔχομαι εἰς πάντας ὑμᾶς. Ἀμήν.

Δευτέρα, Ιουλίου 07, 2014

Ευαγγελικός Μοναχισμός (4ο Μέρος)


Αλλά εκείνο, που κυρίως κάνει τον αγιαζόμενο μοναχό χαρά και φως του κόσμου είναι ότι διασώζει το «κατ’ εικόνα». Μέσα στην παρά φύσιν κατάστασι της αμαρτίας, που ζούμε, ξεχνάμε και χάνουμε το μέτρο του αληθινού ανθρώπου. Ποιος ήταν ο προπτωτικός άνθρωπος και ποιος είναι ο θεωμένος άνθρωπος δηλαδή η εικόνα του Θεού, μας το φανερώνει ο αγιασμένος μοναχός. Έτσι ο μοναχός παραμένει για όσους τουλάχιστον ημπορούν να διακρίνουν τη βαθύτερη και αληθινή ανθρώπινη φύση χωρίς τις προκαταλήψεις των παρερχομένων ιδεολογιών — η ελπίδα του ανθρώπου. Αν ο άνθρωπος δεν ημπορή να θεωθή και αν δεν έχουμε προσωπικά γνωρίσει θεωμένους ανθρώπους, είναι δύσκολο να ελπίζουμε στην δυνατότητα να ξεπεράση ο άνθρωπος την πεπτωκυΐα του κατάστασι και να επιτύχη τον σκοπό, για τον οποίο τον έπλασε ο Πανάγαθος Θεός, δηλαδή την χαριτωμένη θέωσι: Όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Φως μοναχοίς άγγελοι· φως δε πάντων ανθρώπων μοναδική πολιτεία» (Λόγος ΚΣΤ).
evmon4om2
Έχοντας ο μοναχός την χάρι της θεώσεως ήδη από την παρούσα ζωή, γίνεται σημείο και μάρτυς της Βασιλείας του Θεού στον κόσμο. Βασιλεία δε του Θεού κατά τους αγίους Πατέρας είναι η δωρεά και ενοίκησι του Αγίου Πνεύματος. Μέσω του θεωμένου μοναχού γνωρίζει ο κόσμος «αγνώστως» και θεάται «αθεάτως» τον χαρακτήρα και την δόξα του θεωμένου ανθρώπου και της ερχομένης Βασιλείας του Θεού, η οποία δεν είναι εκ του κόσμου τούτου.
Έτσι με τον μοναχισμό διατηρείται στην Εκκλησία η εσχατολογική συνείδησι της Αποστολικής Εκκλησίας, ζωντανή η προσδοκία του ερχομένου Κυρίου (μαράν αθά = ο Κύριος έρχεται), αλλά και η εν μέσω ημών ήδη μυστική παρουσία Του, το ότι «η βασιλεία του Θεού εντός ημών έστι».
Η χαρισματική μνήμη του θανάτου και η γόνιμη παρθενία επεκτείνουν τον μοναχό στον μέλλοντα αιώνα. «Όπως διδάσκει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Εκ Παρθένου γεννάται (ο Χριστός) παρθενίαν νομοθετών», ως ενθένδε μετάγουσαν, και κόσμον συντέμνουσαν, κόσμον κόσμω παραπέμπουσαν, τον ενεστώτα τω μέλλοντι… στρέφων από των δρωμένων επί τα μη βλεπόμενα» (Εις τον Μέγα Βασίλειον Επιτάφιος, P.G. 36, 576). Ο κατά Χριστόν παρθενεύων μοναχός υπερβάς όχι μόνο το παρά φύσι, αλλά και το κατά φύσι, και φθάσας εις το υπέρ φύσι μετέχει της αγγελικής αφύλου καταστάσεως, για την οποία μίλησε και ο Κύριος: «Εν γαρ τη αναστήσει ούτε γαμούσιν (νυμφεύονται) ούτε εκγαμίζονται (υπανδρεύονται), αλλ’ ως άγγελοι Θεού εν ουρανώ είσι» (Ματθ. 22, 30). Όπως οι άγγελοι έτσι και οι μοναχοί παρθενεύουν όχι για να επιτύχουν πρακτικές ωφέλειες για την Εκκλησία (ιεραποστολική δράσι), αλλά για να λατρεύουν τον Θεό  «εν τω σώματι και εν τω πνεύματι αυτών» (Α’ Κορ. 6, 20).
Η παρθενία θέτει όριο στον Θάνατο, όπως θεολογεί ο Άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης: «ώσπερ γαρ επί της Θεοτόκου Μαρίας «o βασιλεύσας από Αδάμ μέχρις εκείνης θάνατος», επειδή και κατ’ αυτήν εγένετο, καθάπερ τινί πέτρα τω καρπώ της παρθενίας προσπταίσας περί αυτήν συνετρίβη, ούτως εν πάση ψυχή τη διά παρθενίας την εν σαρκί παριούση ζωήν συντρίβεται πως και καταλύεται του θανάτου το κράτος, ουκ έχοντος τίσι το εαυτού κέντρον εναπερείσηται» (Περί Παρθενίας ιδ’, 1, 25 εν S.C. τ. 119, σελ. 436).
Το ευαγγελικό εσχατολογικό πνεύμα, που διατηρεί ο μοναχισμός, προφυλάσσει και την εν τω κόσμω Εκκλησία από την εκκοσμίκευσι και την συμμαχία με αμαρτωλές καταστάσεις, που είναι αντίθετες στο ευαγγελικό πνεύμα.
Τοπικά απομονωμένος και σιωπηλός, αλλά πνευματικά και μυστικά εν μέσω της Εκκλησίας και από υψηλό άμβωνα κηρύττει ο μοναχός τα δικαιώματα του Παντοκράτορος και την ανάγκη για απόλυτη χριστιανική ζωή. Προσανατολίζει τον κόσμο προς; την άνω Ιερουσαλήμ και την δόξα της Αγίας Τριάδος, σαν τον καθολικό σκοπό της δημιουργίας.
Αυτό είναι το αποστολικό κήρυγμα, που αυθεντικά κηρύττει σε κάθε εποχή ο Μοναχισμός και που προϋποθέτει την αποστολική αποταγή των πάντων και την εσταυρωμένη ζωή του αποστολικού έργου. ‘Όπως οι Άγιοι Απόστολοι, έτσι και οι Μοναχοί, «αφέντες πάντα» ακολουθούν τον ‘Ιησού και εκπληρώνουν τον λόγο Του: «πας ος αφήκεν οικίας η αδελφούς η αδελφάς η πατέρα η μητέρα η γυναίκα η τέκνα η αγρούς ένεκεν του ονόματος μου, εκατονταπλασίονα λήψεται και ζωήν αιώνιον κληρονομήσει» (Ματθ. 19, 29). «Μηδέν έχοντες και τα πάντα κατέχοντες» συμμερίζονται τα παθήματα, τις στερήσεις, τις κακουχίες, τις αγρυπνίες και την κατά κόσμον ανασφάλεια των Αγίων Αποστόλων.
Αξιώνονται όμως, όπως οι Άγιοι Απόστολοι, να γίνουν «επόπται και της εκείνου μεγαλειότητος» (Β’ Πετρ. ], 16) και να λάβουν προσωπική εμπειρία της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, ώστε επίσης αποστολικά να ημπορούν να ειπούν όχι μόνον το  «Χριστός Ιησούς ήλθεν εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμί εγώ» (Α’ Τιμ. 1, 15), αλλά και το  «ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, περί του λόγου της ζωής· -και η ζωή εφανερώθη, και εωράκαμεν και μαρτυρούμεν και απαγγέλλομεν υμίν την ζωήν την αιώνιον, ήτις ην προς τον πατέρα και εφανερώθη ημίν» (Α’ Ιωάνν. 1,1 – 2).
Αυτή η θέα της δόξης του Θεού και η γλυκυτάτη επίσκεψι του Χριστού στον μοναχό δικαιώνει όλους τους αποστολικούς του αγώνες και κάνει την μοναχική ζωή την  «όντως ζωήν» και «μακαρίαν ζωήν», την οποίαν με τίποτε δεν ανταλλάσσει, οποίος ταπεινός μοναχός χάριτι Θεού έστω και έπ3 ολίγον την εγνώρισε.
Αυτή την χάρι ακτινοβολεί μυστικά ο μοναχός και προς τους εν τω κόσμω αδελφούς του, ώστε όλοι να ιδούν, να μετανοήσουν, να πιστεύσουν, να παρηγορηθούν, να χαρούν εν Κυρίω και να δοξάσουν τον
Ελεήμονα Θεόν  «τον δόντα εξουσίαν τοιαύτην τοις ανθρώποις» (Ματθ. 9, 8).
Πηγή: αρχιμ. Γεωργίου καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου (σημείωσις δική μας: νυν μακαριστού προηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου), Ευαγγελικός Μοναχισμός, περίοδος β΄, Τεύχος 1ο, σελ. 64-80,  Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 1976.
πηγή

Πέμπτη, Ιουλίου 03, 2014

Ευαγγελικός Μοναχισμός (2ο Μέρος)



το Α Μέρος εδώ
Ο μετανοών μοναχός φλέγεται από τον Θείον έρωτα. Η αγάπη του Θεού συνέχει την καρδία του, ώστε να μη ζη για τον εαυτό του, αλλά για τον Θεό. Η νύμφη ψυχή του ζητά συνεχώς με πόνο και με πόθο τον νυμφίο της και δεν ησυχάζει μέχρι να ενωθή μαζύ του. Δεν αναπαύεται να αγαπά τον Θεόν ως δούλος (από φόβο) ούτε ως μισθωτός (για την ανταμοιβή του Παραδείσου)· θέλει να τον αγαπά ως υιός, δηλαδή από καθαρή αγάπη. «Ουκέτι φοβούμαι τον Θεόν αγαπώ γαρ αυτόν» έλεγε ο Μέγας Αντώνιος. Όσο περισσότερο μετανοεί, τόσο αυξάνει μέσα του ο πόθος της αγάπης του Θεού και όσο αγαπά τον Θεό, τόσο μετανοεί βαθύτερα.
Τα δάκρυα της μετανοίας ανάβουν το πυρ της αγάπης. Τον πόθο του για τον Κύριο τρέφει με την προσευχή και μάλιστα την νοερά και αδιάλειπτη προσευχή, την συνεχή επίκλησι του γλυκυτάτου ονόματος του Ιησού με την μονολόγιστη ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό». Η ευχή τον καθαρίζει και ασφαλίζει την ένωσί του με τον Χριστό.
Στην Λατρεία της Εκκλησίας ο μοναχός επίσης παραδίδεται με αγάπη στον Θεό και ο Θεός παραδίδεται σ αυτόν. Πολλές ώρες κάθε ημέρα ο μοναχός τις περνά στον Ναό λατρεύων τον αγαπώμενο Κύριο. Η μετοχή του στη Λατρεία δεν είναι «υποχρέωσι», αλλά ανάγκη της ψυχής του που διψά τον Θεό. Στα Αγιορείτικα Μοναστήρια κάθε ημέρα τελείται η θεία Λειτουργία και οι μοναχοί δεν βιάζονται να τελειώση η ακολουθία, όσες ώρες και αν διαρκή, γιατί δεν έχουν να κάνουν κάτι καλλίτερο από το να είναι σε κοινωνία με τον Λυτρωτή, την Μητέρα του Λυτρωτού και τους φίλους του Λυτρωτού. Έτσι η Λατρεία είναι χαρά και πανηγύρι, άνοιξι της ψυχής και πρόγευσι του Παραδείσου. Ζουν δηλαδή οι μονάχοι κατά τον αποστολικό τρόπο: «Πάντες δε οι πιστεύοντες ήσαν επί το αυτό και είχον άπαντα κοινά… καθ’ ημέραν τε προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν εν τω ίερω, κλώντές τε κατ οίκον άρτον, μετελάμβανον τροφής εν αγαλλιάσει και αφελότητι καρδίας, αινούντες τον Θεόν… (Πραξ. 2, 44 – 47).
Και μετά την απόλυσι της Ακολουθίας, ο μοναχός ζη λατρευτικά. Όλη του η ζωή στο μοναστήρι, το διακόνημα που εργάζεται, η τράπεζα, η προσευχή, η σιωπή και η ανάπαυσι, οι σχέσεις με τους αδελφούς και η υποδοχή των ξένων προσφέρονται σαν λειτουργία στην Αγία Τριάδα. Η αρχιτεκτονική των Μονών φανερώνει αυτήν την πραγματικότητα.
Από το Καθολικό και την Αγία του Τράπεζα ξεκινούν και εκεί επιστρέφουν όλα. Οι διάδρομοι, τα κελλιά, τα πάντα έχουν την αναφορά τους στο Καθολικό. Όλη η ζωή προσφέρεται στον Θεό και γίνεται Λατρεία του Θεού.
Τα υλικά στοιχεία, ακόμη, που χρησιμοποιούνται στην Λατρεία, μαρτυρούν για τη μεταμόρφωσι όλης της ζωής και όλης της κτίσεως από την χάρι του Θεού. Ο άρτος και ο οίνος της θ. Ευχαριστίας, το αγιασμένο έλαιο, το θυμίαμα, τα τάλαντα και οι καμπάνες, που σημαίνουν σε τακτές ώρες, τα κεριά και τα καντήλια, που αναβοσβήνουν σε ωρισμένες στιγμές της ακολουθίας, η κίνησι του «κανονάρχου» και των «εκκλησιαστικών» και τόσες άλλες κινήσεις και πράξεις, προβλεπόμενες από τα μακραίωνα μοναχικά τυπικά, δεν είναι ξηροί τύποι, ούτε ψυχολογικά κίνητρα συναισθηματικών συγκινήσεων, αλλά σημεία, απηχήματα και φανερώσεις της καινής κτίσεως. «Ολοι όσοι επισκέπτονται το Άγιον ‘Όρος, διαπιστώνουν ότι η Λατρεία δεν έχει στατικό, αλλά δυναμικό χαρακτήρα. Είναι μία κίνησι προς τον Θεό: η ψυχή ανεβαίνει στον Θεό, συνανυψώνει μαζύ της όλη την κτίσι.
Πηγή: http://athosprosopography.blogspot.gr/
Πηγή: http://athosprosopography.blogspot.gr/
Στην αγιορείτικη αγρυπνία έχει ο πιστός τη μοναδική εμπειρία της χαράς, που έρχεται στον κόσμο από το λυτρωτικό έργο του Χριστού και γεύεται την ύψιστη ποιότητα της ζωής, που προσφέρει ο Χριστός στον κόσμο μέσα στην Εκκλησία.
Η προτεραιότητα που δίνει ο μοναχισμός στην Λατρεία του Θεού υπενθυμίζει στην Εκκλησία και στον κόσμο ότι, αν η θεία Λειτουργία και η Λατρεία δεν ξαναγίνουν το κέντρο της ζωής μας, ο κόσμος μας δεν έχει την δυνατότητα να ενοποιηθή και να μεταμορφωθή, να ξεπεράση την διάσπασι, την ανισορροπία, το κενό και τον θάνατο, παρά τα φιλότιμα ανθρωπιστικά συστήματα και προγράμματα βελτιώσεως του κόσμου. Ο Μοναχισμός υπενθυμίζει ακόμη ότι η Θεία Λειτουργία και η Λατρεία δεν είναι «κάτι» μέσα στην ζωή μας, αλλά το «κέντρο», η πηγή της ανακαινίσεως και αγιασμού όλων των πτυχών της ζωής μας.
Η αγάπη του Θεού έχει σαν άμεσο καρπό την αγάπη της εικόνος του Θεού, του ανθρώπου και όλων των κτισμάτων του Θεού. Με την πολυχρόνια άσκησι ο μοναχός αποκτά την «ελεήμονα καρδίαν», που αγαπά όπως ο Θεός. Κατά τον Αββά Ισαάκ τον Σύρο, ελεήμων καρδία είναι «καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως, ήγουν υπέρ ανθρώπων, και των ορνέων, και των ζώων, και των δαιμόνων, και υπέρ παντός κτίσματος, εκ της ενθυμήσεως και της θεωρίας των οποίων ρέουσι οι οφθαλμοί δάκρυα, και εκ της πολλής συμπαθείας και ελεημοσύνης σμικρύνεται η καρδία του ελεήμονος, και δεν δύναται να υποφέρη ή να ίδη, ή να ακούση βλάβην τινά, ή λυπηρόν τι γινόμενον εις την κτίσιν και διά τούτο και υπέρ των άλογων ζώων, και υπέρ των εχθρών της αληθείας, και υπέρ των βλαπτόντων αυτόν, εύχεται κατά πάσαν ώραν μετά δακρύων, όπως φυλάξη αυτούς ο Θεός και ελεήση αυτούς· επίσης εύχεται και υπέρ των ερπετών ως εκ της πολλής αυτού ελεημοσύνης, ήτις κινείται εις την καρδίαν αυτού αμέτρως» (Λόγος πα’).
Στο «Γεροντικό» (Συλλογή αποφθεγμάτων και έργων των Πατέρων της Ερήμου) συναντούμε μορφές θυσίας και αγάπης, που θυμίζουν και φανερώνουν την αγάπη του Χριστού. Λέγεται ότι ο Αββάς Αγάθων έλεγε «ότι ήθελον ευρείν λωβόν και λαβείν το σώμα αυτού». «Οίδες αγάπην τελείαν;» σχολιάζει ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος.
Η οργάνωσι εξ άλλου του κοινοβίου βασίζεται στην αγάπη, κατά το πρότυπο των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων των Ιεροσολύμων. Όπως ο Κύριος με τους Δώδεκα και όπως οι πρώτοι χριστιανοί, έτσι και οι μοναχοί έχουν την κοινοκτημοσύνη και την κοινή εν Χριστώ ζωή. Ο ηγούμενος δεν έχει τίποτε περισσότερο από ένα νεαρό δόκιμο. Κανείς δεν έχει χρήματα, που η μπορεί να διαθέση κατά βούλησι, έκτος από εκείνα που παίρνει ως ευλογία από τον ηγούμενο για συγκεκριμένη ανάγκη.
Η κοινοκτημοσύνη, η ισότης, η δικαιοσύνη, ο αμοιβαίος σεβασμός και η θυσία του ενός για όλους και όλων για τον κάθε ένα ανυψώνει την κοινοβιακή ζωή στο χώρο της πραγματικής αγάπης και ελευθέριας. Όσοι έχουν ζήσει έστω και λίγες η μέρες σε αληθινά κοινόβια, γνωρίζουν τι χάρι έχει η αμοιβαία αγάπη των αδελφών και πόσο αναπαύει τις ψυχές. Έχει κανείς την αίσθησι ότι ζη με ιούς αγγέλους.
[Συνεχίζεται]
Πηγή

Δευτέρα, Ιουνίου 30, 2014

Ευαγγελικός Μοναχισμός (1ο Μέρος)


Το Ευαγγέλιο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού είναι ευαγγέλιο, δηλαδή χαρμόσυνο άγγελμα, γιατί φέρει στον κόσμο όχι απλώς μια νέα διδασκαλία, αλλά μια νέα ζωή σε αντικατάστασι της παλαιάς. Η παλαιά ζωή κυριαρχείται από την αμαρτία, τα πάθη, την φθορά, τον θάνατο και βασιλεύεται από τον διάβολο. Παρ’ όλες «τις φυσικές» της χαρές αφήνει μια πικρή γεύσι, γιατί δεν είναι η αληθινή ζωή, για την οποία πλάσθηκε ο άνθρωπος, αλλά ζωή φθαρμένη και αρρωστημένη και γι’ αυτό σημαδεμένη από το αίσθημα του παραλόγου, του κενού, και του άγχους.
evmon2
Η νέα ζωή προσφέρεται στον κόσμο από τον Θεάνθρωπο Χριστό, ως δώρο και δυνατότης για όλους τους ανθρώπους. Ο πιστός ενώνεται με τον Ιησού Χριστό και έτσι κοινωνεί την θεία και αθάνατη ζωή Του, δηλαδή την αιώνια = αληθινή ζωή.
Προϋπόθεσι για να ενωθή ο πιστός με τον Χριστό και να ζωοποιηθή, είναι να πεθάνη πρώτα μέσω της μετανοίας ως προς τον παλαιό άνθρωπο. Πρέπει να σταυρώση και να θάψη κανείς πρώτα τον παλαιό άνθρωπο (δηλαδή τον εγωισμό, τα πάθη και το ιδιοτελές θέλημα) στον Σταυρό και στον Τάφο του Χρίστου, για να αναστηθή μαζί του και να «περιπατήση εν καινότητι ζωής» (Ρωμ. 6, 4). Αυτό είναι το έργο της μετανοίας και η άρσις του Σταυρού του Χριστού. Χωρίς την μετάνοια, δηλαδή το διαρκές σταύρωμα του παλαιού ανθρώπου, ο πιστός δεν είναι δυνατόν να πιστεύση ευαγγελικά, δηλαδή να παραδώση ολόκληρο τον εαυτό του στον Θεό και να αγαπήση «Κύριον τον Θεόν εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος του (Μαρκ. 12, 30).
Γι αυτό και ο Κύριος έθεσε ως θεμέλιο του ευαγγελικού κηρύγματος και ως προϋπόθεσι της πίστεως την μετάνοια. «Μετανοείτε και πιστεύετε εν τω ευαγγελίω» (Μαρκ. 1, 15). Δεν απέκρυψε ακόμη ότι η ζωή της μετανοίας είναι δύσκολη και ανηφορική. «Στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν» (Ματθ. 7, 14) και ότι το να την βάδισης σημαίνει να σηκώσης τον Σταυρό της μετανοίας. Διότι ο παλαιός άνθρωπος, δεν υποχωρεί χωρίς βία και ο διάβολος δεν νικιέται χωρίς σκληρόν πόλεμο.
Την στενή και τεθλιμμένη οδό της μετανοίας υπόσχεται να ακολουθήση διά βίου ο μοναχός. Αποσπάται από τα πράγματα του κόσμου για να επιτύχη το μοναδικό που επιθυμεί, να πεθάνη σε σχέση με την παλαιά ζωή για να ζήση την νέα ζωή, που του προσφέρει ο Χριστός μέσα στην Εκκλησία. Την τελεία μετάνοια επιδιώκει ο μοναχός με την συνεχή άσκησι, αγρυπνία, νηστεία, προσευχή, με την εκκοπή του θελήματος και την αδιάκριτη υπακοή στον Γέροντα. Με όλα αυτά βιάζει τον εαυτό του να αρνηθή το ιδικό του εγωιστικό θέλημα και να αγαπήση το θέλημα του Θεού. Μοναχός είναι «βία Φύσεως διηνεκής». Έτσι πληρώνει τον λόγο του Κυρίου «Η βασιλεία των ουρανών βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν» (Ματθ. 11, 12). Μέσα στις ώδινες του τοκετού της μετανοίας γεννάται σιγά – σιγά ο καινός και κατά Θεόν άνθρωπος.
Στον αγώνα της μετανοίας εντάσσεται ο αγώνας της συνεχούς επιτηρήσεως των λογισμών, ώστε να αποβάλλη κάθε κακό και δαιμονικό λογισμό, που θέλει να τον μολύνη και έτσι να διατηρή καθαρή την καρδιά του, για να ενοπτρίζεται τον Θεό κατά τον μακαρισμό «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».
Η κατά του εγωισμού και των παθών νίκη κάνει τον μοναχό πράο, ειρηνικό και ταπεινό, κυριολεκτικά «πτωχόν τω πνεύματι» και μέτοχο όλων των αρετών των μακαρισμών. Τον κάνει επίσης «παιδί ον», όπως εκείνο, που εμακάρισε ο Ιησούς και εζήτησε όλοι να το μιμηθούν, αν θέλουν να εισέλθουν στην Βασιλεία Του.
Όλη η ζωή του μοναχού γίνεται σπουδή μετανοίας, το ήθος του, ήθος μετανοίας. Μοναχός είναι ο επιστήμων της μετανοίας, εκείνος που «στηλογραφεί την ζωήν της μετανοίας» (Κανών μγ’ Στ’ Οικουμ. Συνόδου) σε όλη την Εκκλησία. Το πένθος και τα δάκρυα της μετανοίας είναι το πιο εύγλωττο κήρυγμα
Το όλο σχήμα του άλλωστε (σχήμα εκουσίου θανάτου) κρίνει τον κόσμο. Ο κόσμος πάλι, που κρίνεται σιωπηλά από τον μοναχό, αν δεν συμμερισθή την μετάνοια του μονάχου, τον αποστρέφεται, τον καταφρονεί, τον μισεί, τον θεωρεί ως μωρό. Αλλά με αυτά ατά μωρά, ασθενή, αγενή και εξουθενωμένα του κόσμου» ο Θεός καταισχύνει τους σοφούς (Α’ Κορ. 1, 27).
Όντας ο μοναχός σοφός κατά Θεόν και μωρός κατά κόσμον, παραμένει ξένος εν μέσω του κόσμου, όπως και ο Υιός του Θεού. Εις τα ίδια έρχεται και οι ίδιοι δεν τον παραλαμβάνουν (Ιω. 1, 11), δεν τον κατανοούν. Κάποτε, ούτε και αυτοί οι άνθρωποι της Εκκλησίας, οι σοφοί και δραστήριοι.
Η μυστική και σιωπηλή ζωή του είναι επτασφράγιστο μυστήριο, για όσους δεν κοινωνούν του πνεύματος του. Τον θεωρούν κοινωνικά άχρηστο και ιεραποστολικά άεργο. Έτσι η ζωή του είναι κρυμμένη συν τω Χριστώ εν τω Θεώ και θα φανερωθή εν δόξη, όταν φανερωθή και ο Χριστός, η ζωή του (Κολασ. 3, 4).
Μόνο η καρδιά ενός ανθρώπου, που συνεχώς καθαρίζεται με την μετάνοια από τον εγωισμό, την ιδιοτέλεια και τα πάθη, μπορεί να αγαπήση αληθινά τον Θεό και τον άνθρωπο. Εγωισμός και αγάπη είναι ασυμβίβαστα. Πολλές φορές ο εγωιστής νομίζει ότι αγαπά, αλλά η «αγάπη» του αυτή είναι συγκεκαλυμμένος εγωισμός, κρύβει την ιδιοτέλεια και το συμφέρον.
                                                                                                                                                                                         [Συνεχίζεται]
πηγή

Παρασκευή, Ιουνίου 27, 2014

Ο λόγος του σοφού γέρoντος Γεωργίου (Kαψάνη)

Πόλη – Κράτος, Κοινωνία και πρόσωπα
«Την διάκρισιν της κοινωνίας από της πολιτείας κατέστησεν, ουσιαστικώς, δυνατήν ο Χριστιανισμός. Πράγματι, διά του Χριστιανισμού εισήχθη νέος τρόπος θεωρήσεως του προσώπου και της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων. Ούτοι δεν θεωρούνται πλέον ως εξαρτήματα της πόλεως ή του κράτους, η δε αξία των δεν προσδιορίζεται επί τη βάσει της θέσεως, την οποίαν κατέχουν ή του έργου, το οποίον προσφέρουν εντός αυτών.
Κατά την χριστιανικήν διδασκαλίαν, οι άνθρωποι έχουν αξίαν ως πρόσωπα εικονίζοντα τον εν Τριάδι Θεόν, η δε κοινωνική ζωή των, ως εκδήλωσις της κατ’ εικόνα Θεού πλασθείσης υπάρξεώς των, δεν έχει τον σκοπόν της εκτός αυτής, αλλ’ αποτελεί αυτοσκοπόν».
Πηγή: αρχιμ. Γεώργιος (Καψάνης), Χριστός – Εκκλησία – κοινωνία, σελ. 42 & 34, Έκδοσις 2η, 1983.
georgios-kapsanis2
​Μεταμόρφωση προσώπων, αλλαγή θεσμών
Οι Ορθόδοξοι, χωρίς να αρνούμεθα την σημασία της κοινωνικής επιδράσεως, δίνουμε την προτεραιότητα στη μεταμόρφωση του προσώπου διά της μετανοίας και της Θείας Χάριτος. Είναι μεγάλη πλάνη να θέλουμε να αλλάξουμε την κοινωνία χωρίς να αγωνισθούμε να αλλάξουμε τον εαυτό μας… Ο άρρωστος άνθρωπος κάνει άρρωστες κοινωνίες και οι άρρωστες κοινωνίες αρρωσταίνσυν χειρότερα τους ανθρώπους.
Πηγή: αρχιμ. Γεώργιος Καψάνης, Χριστός – Εκκλησία – κοινωνία, σελ. 36, 1983.

Πολιτικές με καπηλεία και απόρριψη της Παράδοσης
Οι Νεοέλληνες είμεθα υπεύθυνοι δυο μεγάλων αμαρτημάτων: της καπηλείας της Παραδόσεως, με όλο το πληθωρικό και χωρίς αντίκρισμα στην προσωπική ζωή ρητορισμό (βερμπαλισμό) γύρω από τις αξίες του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», πού επιχείρησαν κυρίως οι παρατάξεις δεξιών και μικροαστικών φρονημάτων και της απορρίψεως της Παραδόσεως, προκειμένου να οικοδομηθεί επί υλιστικών και αθεϊστικών βάσεων ή σοσιαλιστική κοινωνία, πού επιχειρούν οι παρατάξεις αριστερών φρονημάτων. Πρόκειται ουσιαστικά για την ίδια αρνητική στάση πού προδίδει άγνοια της Παραδόσεώς μας, πνευματική εξάρτηση από τη μη Ορθόδοξη, αιρετική, ιδεαλιστική ή υλιστική Δύση, αποκοπή και ξερρίζωμα από τις ζωηφόρες ελληνορθόδοξες πηγές μας…».
Πηγή: αρχιμ. Γεώργιος (Καψάνης), Χριστός – Εκκλησία – κοινωνία, σελ. 10, Έκδοσις 2η, 1983.
ΠΗΓΗ

Πέμπτη, Απριλίου 17, 2014

Ὁ Τίμιος Σταυρὸς Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης






Ὅλα στὴν Ἐκκλησία μας εἶναι ἀναστάσιμα, γιατί ὅλα εἶναι σταυρικά. Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως. Χωρὶς Σταυρὸ δὲν ὑπάρχει Ἀνάστασις. Ἀλλὰ οὔτε καὶ Σταυρὸς ὑπάρχει ποὺ νὰ μὴν ἀκολουθῆται ἀπὸ τὴν Ἀνάστασι. Γι' αὐτὸ οἱ Ὀρθόδοξοι ἑορτάζουμε καὶ τὴν Μ. Παρασκευὴ ἀναστάσιμα, ἐνῶ οἱ Δυτικοὶ καὶ τὸ Πάσχα σταυρώσιμο. «Τὸν Σταυρό Σου προσκυνοῦμεν Δεσπότα, καὶ τὴν ἁγία Σου Ἀνάστασιν δοξάζομεν».

Ἔτσι καὶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος ἀρχίζει τὴν ὁμιλία του : «Εἰς τὸν Σταυρὸν» μὲ τοὺς ἑξῆς λόγους : « Ἑορτὴν ἄγομεν σήμερον καὶ πανήγυριν, ...ὁ γὰρ Δεσπότης ὁ ἡμέτερος ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ τυγχάνει τοῖς ἤλοις πεπαρμένος ... Σταυρὸς τὸ κεφάλαιον τῆς σωτηρίας τῆς ἡμετέρας• Σταυρὸς ἡ τῶν μυρίων ἀγαθῶν ὑπόθεσις» ( Σήμερα ἔχουμε ἑορτὴ καὶ πανήγυρι, γιατί ὁ Κύριός μας εὑρίσκεται καρφωμένος ἐπάνω στὸν Σταυρὸ ...Ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ βάσις τῆς σωτηρίας μας, ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ προϋπόθεσις τῶν μυρίων ἀγαθῶν).

Μέσα στὸν πόνο καὶ στὸν κόπο τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς σταυρικῆς ζωῆς κρύβεται ἡ πιὸ μυστικὴ καὶ ἀληθινὴ χαρὰ καὶ ἀνάπαυσις, ὅπως ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τὸ ὑποσχέθηκε: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται». Τὸ πένθος τῆς μετανοίας καὶ τῆς ἀσκήσεως εἶναι, κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας, «χαροποιὸν πένθος».

....Ἕνας πατέρας τῆς Δύσεως τῆς πατερικῆς ἐποχῆς, ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος, εἶπε: «Γνωρίζω τρεῖς σταυροὺς: Ἕνα σταυρὸ ποὺ σώζει• εἶναι ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἕνα σταυρὸ διὰ τοῦ ὁποίου σώζεται ὁ ἄνθρωπος• εἶναι ὁ σταυρὸς τοῦ καλοῦ ληστοῦ, τοῦ ἐκ δεξιῶν τοῦ Χριστοῦ σταυρωθέντος. Γνωρίζω κι ἕνα τρίτο σταυρό, ποὺ σὲ κάνει νὰ χάνεσαι γιὰ τὴν αἰωνιότητα• εἶναι ὁ σταυρὸς τοῦ ἐξ ἀριστερῶν τοῦ Χριστοῦ σταυρωθέντος ληστοῦ. Οἱ τύποι αὐτῶν τῶν δυὸ ληστῶν, ἀντιπροσωπεύουν ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα. Ὁ σταυρὸς τοῦ ληστοῦ τοῦ ἐκ δεξιῶν παίρνει ἐπάνω του τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ σώζεται. Ὁ σταυρὸς τοῦ ἀριστεροῦ ληστοῦ ἀντιπροσωπεύει τὴν μερίδα ἐκείνη τῶν ἀνθρώπων, ποὺ δὲν δέχονται τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ χάνονται. Γενικὰ ὅμως τὸν σταυρὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν ἀποφύγωμε κατ' οὐδένα τρόπον...».

Ὁ σταυρός μᾶς τρομάζει. Καὶ αὐτὸ εἶναι φυσικό. Γιατί μᾶς διάλυσε ἡ ἄνεση. Ὁ πόνος εἶναι γιὰ μᾶς κάτι τὸ τρομακτικό. Ὅμως δὲν εἶναι ὁ πόνος φοβερός. Ἡ ἄνεση εἶναι φοβερή. Αὐτὴ ἔπρεπε νὰ μᾶς τρομάζει. Καὶ πράγματι, ὅλες οἱ σύγχρονες κακίες ἔχουν πηγὴ τους τὴν ἄνεση στὴν ζωή. Ὁ πόνος, τὰ πάθη, ὁ σταυρός, - εἶπε ὁ Χριστὸς - εἶναι κάτι τὸ καλό, εἶναι τὸ καλό, εἶναι ἀγαθό. Καὶ ἔτσι «τὸ φορτίο Του γίνεται ἐλαφρὸ ».

….Ἂς σταυρώνουμε στὸν Σταυρὸ Του κάθε ἐγωιστική μας ἐπιθυμία, κάθε ἁμαρτωλὸ σαρκικὸ πάθος, κάθε ἀνυπακοή μας, κάθε κακία καὶ μνησικακία μας, κάθε ἀνυπομονησία μας, κάθε ὀργὴ καὶ θυμό μας, κάθε ὀλιγοπιστία μας.

Καὶ ἐὰν ἀπὸ ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ ἀμέλεια πέφτουμε καὶ ἐνεργοῦμε ἀντισταυρικά, ἂς μετανοοῦμε καὶ διὰ τῆς μετανοίας ἂς ἐπανερχόμαστε στὴν σταυρικὴ ζωή.

Ἂς ζητοῦμε γι'αὐτὸ καὶ τὴν βοήθεια τῆς Παναγίας μας, ποὺ ὄχι μόνο δὲν ἀπέτρεψε τὸν μονογενῆ της Υἱὸ ἀπὸ τὸν Σταυρό, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια ἔζησε σταυρικά, καὶ διακριτικὰ βοηθοῦσε τὸν Υἱό της στὴν ἄρσι τοῦ σταυροῦ Του. Τώρα βοηθεῖ καὶ μᾶς στὴν ἄρσι τοῦ ἰδικοῦ μας σταυροῦ, σταυροῦ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν Ἀνάστασι. Ἡ Ἐκκλησία μας μὲ σοφία μᾶς μυσταγωγεῖ στὴν σταυροαναστάσιμη ζωή. Στὴν σταυροαναστάσιμη Ἐκκλησία μας καὶ ἐμεῖς γινόμεθα σταυροαναστάσιμοι Χριστιανοί.

Ὁ χορὸς τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι χορὸς ἐσταυρωμένων καὶ συναναστημένων μὲ τὸν Χριστό, ποὺ γύρω ἀπὸ τὸ Ἐσφαγμένον Ἀρνίον μὲ κορυφαία τὴν Κυρία Θεοτόκο ψάλλουν ὠδὴν καινήν. Εἶναι τὸ αἰώνιο Πάσχα.

Σ' αὐτὸ τὸ Πάσχα καλεῖ ὅλους μας ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ Σταυροῦ Του

Πέμπτη, Απριλίου 03, 2014

Ὀρθοδοξία καὶ Ρωμαιοκαθολικισμός (διαφοραί)

Γεώργιος Καψάνης
 (Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγ. Ὄρους)




Μετὰ τὴν ἀνάρρησι τοῦ νέου Πάπα, Βενεδίκτου ΙΣΤ´, στὸν θρόνο τῆς Ρώμης ἀναγγέλθηκε ἡ ἐπανέναρξις τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, ποὺ εἶχε διακοπῆ λόγω τοῦ προβλήματος τῆς Οὐνίας τὸν Ἰούλιο τοῦ 2000. Ἔχουν γίνει διάφορες ἐκτιμήσεις γύρω ἀπὸ τὴν στάσι ποὺ θὰ κρατήσῃ ὁ νέος Ποντίφηκας ἀπέναντι στὰ σοβαρὰ θεολογικὰ προβλήματα ποὺ ὑπάρχουν καὶ δυσχεραίνουν τὴν ἀποκατάστασι τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος.

Ἀνεξάρτητα ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐκτιμήσεις, οἱ Ὀρθόδοξοι βλέπουμε τὴν ἀποκατάστασι τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητος ὡς ἐπιστροφὴ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν στὴν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις πίστιν», ἀπὸ τὴν ὁποία παρεξέκλιναν μὲ τὰ αἱρετικὰ δόγματα τοῦ παπικοῦ πρωτείου ἐξουσίας, τοῦ ἀλαθήτου, τοῦ Filioque, τῆς κτιστῆς Χάριτος καὶ ἄλλων.

Γιὰ νὰ συνειδητοποιηθῇ τί προσδοκοῦμε ἀπὸ τὸν Διάλογο, ποὺ φαίνεται πῶς θὰ ἀρχίση πάλι, δημοσιεύουμε μὲ κάποιες τροποποιήσεις ὁμιλία ποὺ εἴχαμε κάνει τὸ 1998, μὲ θέμα τὶς βασικὲς διαφορὲς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, σὲ ἐπαρχιακὴ πόλι κατόπιν προσκλήσεως τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου, ἐπειδὴ εἶχαν παρουσιασθὴ κρούσματα προσηλυτισμοῦ εἰς βάρος τῶν Ὀρθοδόξων ἐκ μέρους τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν (*).

(*) Βλέπε περιοδ. ΜΑΡΤΥΡΙΑ, Ἱ. Μητροπόλεως Κυδωνίας καὶ Ἀποκορώνου, τεῦχος 192, Ἰανουάριος-Φεβρουάριος 1998, Χανιὰ Κρήτης.


 
*
* *
 

Ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς πλουραλιστικῆς ἐποχῆς μας εἶναι ἡ προσπάθεια προσεγγίσεως τῶν διαφόρων λαῶν καὶ πολιτισμῶν. Πρὸς τὴν κατεύθυνσι αὐτὴ κινούμενοι ἐκπρόσωποι τῶν διαφόρων χριστιανικῶν ὁμολογιῶν ἡ θρησκειῶν συνέρχονται κατὰ διαστήματα πρὸς διενέργειαν ἐπισήμων ἢ ἀνεπισήμων διαλόγων. Γιὰ νὰ γίνῃ δυνατὴ ἡ πραγματοποίησις τῶν διαλόγων αὐτῶν, ἐπιδιώκεται κατ᾿ ἀρχὴν ἡ ἐξεύρεσις κάποιων κοινῶν σημείων μεταξὺ τῶν διαλεγομένων μερῶν. Γι᾿ αὐτὸ στὴν παροῦσα ἱστορικὴ συγκυρία ἴσως νὰ θεωρηθῇ παράδοξη ἡ ἀπαρίθμησις τῶν διαφορῶν μεταξὺ τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου πίστεώς μας καὶ τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ.

Ὅμως ἕνας ἐπιπόλαιος οἰκουμενισμός, ποὺ παραγνωρίζει τὶς διαφορές, ἀπομακρύνει ἀντὶ νὰ φέρῃ πλησιέστερα τὴν ἕνωσι. Γι᾿ αὐτὸν τὸν ἐπιπόλαιο οἰκουμενισμὸ γράφει ὁ π. Δημήτριος Στανιλοάε: «Δημιουργεῖται κάθε τόσο, ἀπὸ τὴν μεγάλη ἐπιθυμία γιὰ ἕνωση, ἕνας εὔκολος ἐνθουσιασμός, ποὺ πιστεύει πῶς μπορεῖ μὲ τὴν συναισθηματική του θερμότητα νὰ ρευστοποίηση τὴν πραγματικότητα καὶ νὰ τὴν ξαναπλάση χωρὶς δυσκολία. Δημιουργεῖται ἀκόμα καὶ μία διπλωματικὴ συμβιβαστικὴ νοοτροπία, ποὺ νομίζει πῶς μπορεῖ νὰ συμφιλιώση μὲ ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις δογματικὲς θέσεις ἢ γενικώτερες καταστάσεις, ποὺ κρατοῦν τὶς ἐκκλησίες χωρισμένες. Οἱ δυὸ αὐτοὶ τρόποι, μὲ τοὺς ὁποίους ἀντιμετωπίζεται -ἢ παραθεωρεῖται- ἡ πραγματικότητα, φανερώνουν μία κάποια ἐλαστικότητα ἢ κάποια σχετικοποίηση τῆς ἀξίας ποὺ ἀποδίδεται σ᾿ ὡρισμένα ἄρθρα πίστεως τῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ σχετικοποίηση αὐτὴ ἀντικαθρεφτίζει ἴσως τὴν πολὺ χαμηλὴ σημασία, ποὺ ὡρισμένες χριστιανικὲς ὁμάδες -στὸ σύνολό τους ἢ σ᾿ ὡρισμένους ἀπὸ τοὺς κύκλους τους- δίνουν σ᾿ αὐτὰ τὰ ἄρθρα τῆς πίστεως. Προτείνουν πάνω σ᾿ αὐτά, ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ ἢ διπλωματικὴ νοοτροπία, συναλλαγὲς καὶ συμβιβασμούς, ἀκριβῶς γιατὶ δὲν ἔχουν τίποτα νὰ χάσουν μὲ αὐτὰ ποὺ προτείνουν. Οἱ συμβιβασμοὶ ὅμως αὐτοὶ παρουσιάζουν μεγάλο κίνδυνο γιὰ Ἐκκλησίες, ὅπου τὰ ἀντίστοιχα ἄρθρα ἔχουν σπουδαιότητα πρώτης γραμμῆς. Γιὰ τὶς Ἐκκλησίες αὐτὲς παρόμοιες προτάσεις συναλλαγῆς καὶ συμβιβασμοῦ ἰσοδυναμοῦν μὲ ἀπροκάλυπτες ἐπιθέσεις» [1].

Ὑπάρχει καὶ ἄλλος λόγος ποὺ πρέπει νὰ γνωρίζουμε τὶς διαφορές. Ἡ διατήρησις σὲ κατάστασι ἐγρηγόρσεως τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τῶν Ὀρθοδόξων.

Ζοῦμε σὲ ἐποχὴ συγχύσεως, διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοὺ συγκρητισμοῦ (ἀναμείξεως), προωθήσεως τῆς λεγομένης «Νέας Ἐποχῆς». Τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας ἐπηρεάζεται.

Πρόσφατα Καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ἔγραφε ὅτι ἠμπορεῖ νὰ ἀνάψη κερὶ μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ὅπως καὶ μπροστὰ στὸ ἄγαλμα μιᾶς ἀπὸ τὶς θεὲς τοῦ Ἰνδουισμοῦ.

Εἶναι ἐπιτακτικὸ ποιμαντικὸ καθῆκον τῶν Ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας μας νὰ ὁμολογοῦν τὴν Ὀρθόδοξο Πίστι χωρὶς συμβιβασμούς, ὅταν διαλέγωνται μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, ἀλλὰ καὶ νὰ τὴν διδάσκουν στὸν Ὀρθόδοξο λαό, καὶ μάλιστα ἐκεῖ ποὺ αὐτὴ συγχέεται λόγω ἀγνοίας τῶν διαφορῶν μὲ τὰ ἄλλα δόγματα καὶ τὶς ἄλλες θρησκεῖες. Πολὺ περισσότερο νὰ τὴν διδάσκουν καὶ νὰ δείχνουν τὶς διαφορὲς σὲ περιοχὲς ὅπου ἄμεσα ἢ ἔμμεσα ἀσκεῖται προσηλυτισμός. Ἡ συμβουλὴ τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου Παύλου πρὸς τοὺς ἐπισκόπους καὶ πρεσβυτέρους τῆς Ἐκκλησίας ἀντηχεῖ καὶ σήμερα: «Προσέχετε οὖν ἐαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ, ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος» [2].

Ἂς ἐξετάσουμε τὶς σπουδαιότερες διαφορές.


α) Τὸ Κράτος τοῦ Βατικανοῦ

Βατικανὸ εἶναι τὸ κέντρο τοῦ διοικητικοῦ μηχανισμοῦ-συστήματος τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς-Παπικῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Παπικοῦ κράτους. Ὁ Πάπας εἶναι ἀρχηγὸς τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ συγχρόνως ἀρχηγὸς τοῦ κράτους τοῦ Βατικανοῦ, ποὺ διαθέτει ὑπουργούς, οἰκονομία, παλαιότερα στρατὸ καὶ σήμερα ἀστυνομία, διπλωματία καὶ ὅ,τι ἄλλο συνιστᾷ ἕνα κράτος.

Γνωρίζουμε ὅλοι πόσοι αἱματηροὶ καὶ μακροχρόνιοι πόλεμοι ἔγιναν στὸ παρελθὸν ἀπὸ τοὺς Πάπες, καὶ μάλιστα κατὰ τὸν «περὶ περιβολῆς ἀγῶνα» ποὺ ἤρχισε ἐπὶ Πάπα Γρηγορίου τοῦ Ζ´ τὸ 1075 καὶ διήρκεσε 200 ἔτη. Σκοπὸς τῶν πολέμων αὐτῶν ἦτο ἡ ἐξασφάλισις ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπέκτασις τοῦ κράτους τοῦ Βατικανοῦ. Καὶ σήμερα παρὰ τὴν ἐδαφική του σμίκρυνσι τὸ Βατικανὸ ἀναμιγνύεται ἐνεργῶς καὶ προωθεῖ λύσεις ὑπὲρ τῶν συμφερόντων του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πλήττονται ἄλλοι λαοὶ καὶ μάλιστα Ὀρθόδοξοι, ὅπως πρόσφατα στὸν πόλεμο Κροατῶν καὶ Μουσουλμάνων κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων Σέρβων.

Ὁ Πάπας στὶς διάφορες χῶρες ἐκπροσωπεῖται ἀπὸ τὸν Νούντσιο, ποὺ εἶναι ὁ ὀφθαλμὸς καὶ τὸ αὐτί του. Στὴν Ἀθῆνα ὑπάρχει ὁ Λατῖνος Ἀρχιεπίσκοπος, ὁ Οὐνίτης Ἐπίσκοπος καὶ ὁ Νούντσιος. Τρεῖς ἐκπρόσωποι τοῦ Πάπα. Αὐτὲς οἱ παποκαισαρικὲς ἀξιώσεις συνοψίζονται χαρακτηριστικὰ σὲ ὅσα εἶπε ὁ Πάπας Ἰννοκέντιος ὁ Γ´ (1198-1216), ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ τοὺς μεσαιωνικοὺς Πάπες, στὸν ἐνθρονιστήριο λόγο του: «Ὁ ἔχων τὴν νύμφην εἶναι ὁ νυμφίος. Ἀλλὰ ἡ νύμφη αὕτη (ἡ Ἐκκλησία) δὲν συνεζεύχθη μὲ κενὰς τὰς χεῖρας, ἀλλὰ προσέφερεν εἰς ἐμὲ ἀσύγκριτον πολύτιμον προῖκα, δηλονότι τὴν πληρότητα τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν καὶ τὴν εὐρύτητα τῶν κοσμικῶν, τὸ μεγαλεῖον καὶ τὴν ἀφθονίαν ἀμφοτέρων... Ὡς σύμβολον τῶν κοσμικῶν ἀγαθῶν μοὶ ἔδωσε τὸ Στέμμα, τὴν Μίτραν ὑπὲρ τῆς Ἱερωσύνης, τὸ Στέμμα διὰ τὴν βασιλείαν καὶ μὲ κατέστησεν ἀντιπρόσωπον Ἐκείνου εἰς τὸ ἔνδυμα καὶ τῷ μηρῷ τοῦ ὁποίου ἐγράφη: ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυρίων» [3]. Κατὰ τὴν δυτικὴ παράδοσι, ὁ αὐτοκράτορας ὤφειλε νὰ κρατᾷ τὸ χαλινάρι καὶ τὸν ἀναβολέα τοῦ παπικοῦ ἵππου στὶς ἐπίσημες συναντήσεις, καταδεικνύοντας ἔτσι τὴν ὑποταγή του στὸν Πάπα.

Ἡ συνύπαρξις στὸ ἴδιο πρόσωπο ἐκκλησιαστικῆς καὶ πολιτικῆς ἀρχῆς εἶναι κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας καὶ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων ἀπαράδεκτη. Εἶναι γνωστὴ ἡ ρῆσις τοῦ Κυρίου· «Ἀπόδοτε τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» [4]. Τὴν συνύπαρξι αὐτὴ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης χαρακτηρίζει «μῖξιν ἄμικτον καὶ τέρας ἀλλόκοτον» [5]. Εἶναι σημεῖο φοβέρας ἐκκοσμικεύσεως τῆς Ἐκκλησίας ἡ σύγχυσις τῶν δυὸ ἐξουσιῶν, τῆς πνευματικῆς καὶ κοσμικῆς· τῶν δυὸ βασιλείων, τοῦ οὐρανίου καὶ τοῦ ἐπιγείου. Ἔτσι ἡ Ἐκκλησία ὑποκύπτει στὸν δεύτερο πειρασμὸ τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν διάβολο, ποὺ τοῦ ζήτησε νὰ τὸν προσκύνηση, γιὰ νὰ τοῦ δώση τὴν ἐξουσία ὅλων τῶν βασιλείων τοῦ κόσμου. Ὁ Κύριος τότε τοῦ ἀπήντησε: «Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνω λατρεύσεις» [6]. Ἂς θυμηθοῦμε τὸν Μέγα Ἱεροεξεταστὴ τοῦ Ντοστογιέφσκι. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἄμικτον μῖξιν ἐπηρεάζεται δυσμενῶς καὶ ἐκκοσμικεύεται ὅλος ὁ θεσμὸς τῆς Ἐκκλησίας.

Αὐτὴ ἢ διαφορά μας μὲ τὸ Βατικανὸ εἶναι σημαντικὴ καὶ θὰ πρέπει νὰ συζητηθῇ στὸν διεξαγόμενο διάλογο. Πῶς μπορεῖ ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία νὰ ἑνωθῇ μὲ Ἐκκλησία ποὺ εἶναι καὶ Κράτος;

Ἂς σημειωθῇ ἐδῶ ὅτι ἄλλο κρατικὴ ἐξουσία καὶ ἄλλο κατ᾿ οἰκονομίαν ἀνάληψις πρόσκαιρου ἐθναρχικὴς ἀποστολῆς πρὸς παρηγορίαν καὶ στηριγμὸν τῶν εἰς καθεστὼς δουλείας εὑρισκομένων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἢ Ἐκκλησία μας πάντοτε σὲ δύσκολες ἱστορικὲς περιόδους δουλείας καὶ καταπιέσεως ἀνέθετε στὸν Πατριάρχη καὶ στοὺς ἐπισκόπους καθήκοντα Ἐθνάρχου. Ὁ Ἐθνάρχης ὅμως ἔχει ἐντελῶς διαφορετικὸ ρόλο ἀπὸ τὸν πρωθυπουργὸ ἢ τὸν πρόεδρο τῆς δημοκρατίας, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐπωμισθῆ τὴν κρατικὴ ἐξουσία. Ὁ Ἐθνάρχης εἶναι προστάτης τοῦ διωκομένου καὶ βασανιζομένου Ὀρθοδόξου λαοῦ. Εἶναι γενικῶς γνωστὸ πόσο σημαντικὴ ἀποστολὴ διεδραμάτισαν οἱ Οἰκουμενικοὶ Πατριάρχες ὡς Ἐθνάρχες, ὄχι μόνο τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων, ἀλλὰ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων λαῶν κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, πολλοὶ ἐκ τῶν ὁποίων πλήρωσαν τὸν ρόλο τους μὲ τὸ αἷμα τους, διότι ἐβασανίσθησαν καὶ ἐθανατώθησαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ὅπως λ. χ. ὁ ἅγιος Γρηγόριος Ε´.

Ἂς ἔλθωμε τώρα καὶ στὶς ἄλλες θεολογικὲς διαφορές.


β) Τὸ Filioque

Πρόκειται γιὰ τὴν γνωστὴ προσθήκη «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ» στὸ περὶ Ἁγίου Πνεύματος ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Κατὰ τὴν διδασκαλία τοὺς αὐτή, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ὄχι μόνον ἐκ τοῦ Πατρός, ὅπως λέγει ὁ Κύριος στὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ. Πρῶτος ὁ Μ. Φώτιος καὶ ἀκολούθως πολλοὶ μεγάλοι Πατέρες, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ ἄλλοι ἐστηλίτευσαν μὲ ἀκαταμάχητα ἐπιχειρήματα τὴν αἱρετικὴ αὐτὴ προσθήκη.

Γράφει ὁ Μέγας Φώτιος: «Ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεὸς ἡμῶν φησί, 'τὸ Πνεῦμα, ὁ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται'· οἱ δὲ τῆς καινῆς ταύτης δυσσεβείας πατέρες, 'τὸ Πνεῦμα, φησίν, ὁ παρὰ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύεται'. Τὶς οὐ κλείσει τὰ ὦτα πρὸς τὴν ὑπερβολὴν τῆς βλασφημίας ταύτης; Αὕτη κατὰ τῶν Εὐαγγελίων ἵσταται, πρὸς τὰς ἁγίας παρατάσσεται Συνόδους, τοὺς μακαρίους καὶ ἁγίους παραγράφεται πατέρας, τὸν Μ. Ἀθανάσιον, τὸν ἐν θεολογίᾳ περιβόητον Γρηγόριον, τὴν βασίλειον τῆς Ἐκκλησίας στολήν, τὸν Μ. Βασίλειον, τὸ χρυσοῦν τῆς οἰκουμένης στόμα, τὸ τῆς σοφίας πέλαγος, τὸν ὡς ἀληθῶς Χρυσόστομον. Καὶ τί λέγω τὸν δεῖνα ἢ τὸν δεῖνα; Κατὰ πάντων ὁμοῦ τῶν ἁγίων προφητῶν, ἀποστόλων, ἱεραρχῶν, μαρτύρων καὶ αὐτῶν τῶν δεσποτικῶν φωνῶν ἡ βλάσφημος αὕτη καὶ θεομάχος φωνὴ ἐξοπλίζεται» [7].

Σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων ἢ προσθήκη αὕτη εἶναι ἀντιευαγγελική. Ὁ Κύριος ρητῶς λέγει ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός. Τὸ Filioque θίγει τὸ ἴδιο τὸ Τριαδικὸ μυστήριο, γιατὶ εἰσάγει δυαρχία στὴν Ἁγία Τριάδα καὶ ἐκλογικεύει τὸ ὑπέρλογο Μυστήριο, δηλαδὴ προσπαθεῖ νὰ τὸ προσέγγιση λογικὰ καὶ ὄχι διὰ τῆς πίστεως.

Εἶναι χαρακτηριστικὰ ὅσα λέγει ἐν προκειμένῳ ὁ Vl. Lossky: «Ἐὰν εἰς τὴν πρώτην περίπτωσιν (τὴν τοῦ Filioque) ἡ πίστις ἀναζητῇ τὴν νόησιν διὰ νὰ μεταθέση τὴν ἀποκάλυψιν ἐπὶ τοῦ πεδίου τῆς φιλοσοφίας, ἐν τῇ δευτέρᾳ περιπτώσει (ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Τριαδολογία) ἡ νόησις ἀναζητεῖ τὰς πραγματικότητας τῆς πίστεως, διὰ νὰ μεταμορφωθῇ παραδιδομένη ἐπὶ μᾶλλον εἰς τὰ μυστήρια της ἀποκαλύψεως. Ἐπειδὴ τὸ δόγμα τῆς Τριάδος ἀντιπροσωπεύει τὴν οὐσίαν πάσης θεολογικῆς σκέψεως, ἀνερχόμενον ἐκ τῆς περιοχῆς, τὴν ὁποίαν οἱ Ἕλληνες Πατέρες ὠνόμαζον κατ᾿ ἐξοχὴν θεολογίαν, ἀντιλαμβάνεται τὶς ὅτι μία διαφορὰ ἐπὶ τοῦ οὐσιώδους τούτου σημείου, ὅσον ἀσήμαντος καὶ ἐὰν παρουσιασθὴ ἐκ πρώτης ὄψεως, ἔχει μίαν τόσο ἀποφασιστικὴν σημασίαν» [8]. Πρόκειται περὶ «ἑνὸς φιλοσοφικοῦ ἀνθρωπομορφισμοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει τίποτε τὸ κοινόν με τὸν θεοφανειακὸν ἀνθρωπομορφισμὸν τῆς Βίβλου». [9] «Διὰ τοῦ δόγματος τοῦ Filioque ὁ Θεὸς τῶν φιλοσόφων καὶ τῶν ἐπιστημόνων εἰσάγεται εἰς τοὺς κόλπους τοῦ ζῶντος Θεοῦ, λαμβάνει τὴν θέσιν τοῦ Deus abskonditus, ὅστις «ἔθετο σκότος ἀποκρυφὴν αὐτοῦ». Ἡ ἄγνωστος οὐσία τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέχεται χαρακτηρισμοὺς θετικούς. Γίνεται τὸ ἀντικείμενο μιᾶς φυσικῆς θεολογίας: Εἶναι εἰς «γενικὸς Θεός» ὁ ὁποῖος θὰ ἠδύνατο νὰ εἶναι ἐξ ἴσου ὁ Θεὸς τοῦ Descartes ἢ τοῦ Leibnitz καὶ ἀκόμη -τὶς εἶδε- πιθανόν, ἐν τινι μέτρω, ὁ Θεὸς τοῦ Βολταίρου καὶ τῶν ἀποχριστιανισθέντων θεϊστῶν τοῦ 18ου αἰῶνος» [10].

Ἀλλὰ καὶ ὁ Παναγιώτατος Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, ὁμιλῶν στὸ Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κατὰ τὴν 1ην Ὀκτωβρίου 1997, ἔδειξε τὴν ἰδιαιτέρα σπουδαιότητα τῶν ἐπιπτώσεων τοῦ Filioque στὴν Ἐκκλησιολογία [11].

Καὶ αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικό, γιατὶ κάποιοι Ὀρθόδοξοι καὶ ἑτερόδοξοι ὑποστηρίζουν ὅτι Ἀνατολὴ καὶ Δύσις ἐξέφραζαν μὲ διαφορετικὸ τρόπο τὴν ἴδια ἀποστολικὴ παράδοσι καὶ αὐτὴ δῆθεν εἶναι ἡ Φωτιανὴ παράδοσις. Μόνο με φοβερὴ παραποίησι τῆς Ἱστορίας ἠμπορεῖ νὰ διατυπώνωνται τέτοιες ἀπόψεις, καὶ μάλιστα νὰ ἀποδίδωνται στὸν Μέγα Φώτιο, τὸν κατ᾿ ἐξοχὴν ὁμολογητὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ σθεναρῶς ἤλεγξε τὴν κακοδοξία τοῦ Filioque.


γ) Ἡ κτιστὴ Χάρις

Ὅταν τὸν 14ον αἰῶνα ὁ Δυτικὸς μοναχὸς Βαρλαὰμ ᾖλθε στὸ Βυζάντιο καὶ ἐκήρυττε κτιστὴν (δηλαδὴ κτίσμα) τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ, τότε οἱ Ὀρθόδοξοι διὰ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὡμολόγησαν ἄκτιστον τὴν θείαν Χάριν.

Εἶναι σημαντικὴ καὶ αὐτὴ ἡ διαφορά.

Ἐὰν ἡ θεία Χάρις εἶναι κτιστή, δὲν ἠμπορεῖ νὰ θεώση τὸν ἄνθρωπο. Σκοπὸς τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ἐὰν ἡ θεία Χάρις εἶναι κτιστή, δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι ἡ θέωσις ἀλλὰ ἡ ἠθικὴ βελτίωσις. Γι᾿ αὐτὸ οἱ Δυτικοὶ δὲν ὁμιλοῦν περὶ θεώσεως ὡς σκοποῦ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ περὶ ἠθικῆς τελειώσεως· ὅτι ὀφείλουμε νὰ γίνουμε καλύτεροι ἄνθρωποι, ὄχι ὅμως θεοὶ κατὰ χάριν. Κατὰ συνέπειαν ἡ Ἐκκλησία δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶναι κοινωνία θεώσεως, ἀλλὰ ἵδρυμα παρέχον στοὺς ἀνθρώπους τὴν δικαίωσι κατὰ ἕνα νομικίστικο καὶ δικανικὸ τρόπο διὰ μέσου τῆς κτιστῆς χάριτος. Σὲ τελικὴ δηλαδὴ ἀνάλυσι, καταλύεται ἡ ἰδία ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας ὡς πραγματικότης θεανθρωπίνης κοινωνίας.

Στὴν περίπτωσι αὐτὴ τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι σημεῖα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὴν Ἐκκλησία καὶ τῆς κοινωνίας μὲ τὴν ἄκτιστο Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κατὰ κάποιον τρόπο «βρύσες», ποὺ ἀνοίγει ἢ Ἐκκλησία καὶ ρέει κτιστὴ χάρις, μὲ τὴν ὁποία περιμένουν οἱ ἄνθρωποι νὰ ὠφεληθοῦν καὶ νὰ δικαιωθοῦν νομικά. Ἔτσι καὶ τὰ Μυστήρια ἐκλαμβάνονται δικανικὰ καὶ ὄχι ἐκκλησιολογικά. Ἡ ἄσκησις ἐπίσης ἐκπίπτει σὲ ἠθικὴ γυμναστική. Ὁ ἀγωνιζόμενος Χριστιανὸς δὲν ἠμπορεῖ νὰ λάβη ἐμπειρία τῆς ἀκτίστου Χάριτος. Δὲν θεᾶται τὸ ἄκτιστο, θαβώρειο Φῶς. Ἄρα μένει ἀπαράκλητος καὶ ἀνέραστος, κατὰ τὸν Μέγαν Παλαμᾶν, τοῦ θείου Φωτός. Δὲν μετέχει στὴν δόξα, τὴν λαμπρότητα καὶ τὴν Βασιλεία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἔτσι καὶ ἡ θεολογία χωρὶς τὴν πεῖρα τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς γίνεται σχολαστικὴ καὶ διανοητική. Ὁ ἄνθρωπος μένει κλεισμένος στὴν σκοτεινὴ φυλακὴ τοῦ παρόντος κόσμου χωρὶς ἄνοιγμα καὶ πρόγευσι τῆς ἐρχόμενης Βασιλείας.

Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας μὲ τὶς μεγάλες Συνόδους τοῦ 14ου αἰῶνος ἐπεκύρωσε τὴν διδασκαλία περὶ τῆς διακρίσεως οὐσίας καὶ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ περὶ τῶν ἀκτίστων Ἐνεργειῶν Του καὶ τοῦ ἀκτίστου Φωτός, καὶ κατέστησε αὐτὴν θεολογία της. Ἀνεκήρυξε τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ ἀπλανῆ διδάσκαλο καὶ φωστῆρα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἀνεθεμάτισε τοὺς μὴ δεχομένους τὴν διδασκαλία αὐτή. Οἱ παπικοὶ μέχρι σήμερα δὲν ἔχουν ἀποδεχθῆ τὴν διδασκαλία αὐτὴ καὶ ἀρκετοὶ πολεμοῦν τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ.

Εἶναι καὶ αὐτὴ σημαντικὴ διαφορά, ποὺ δὲν ἔχει συζητηθῆ στὸν θεολογικὸ διάλογο καὶ ἐπιβάλλεται νὰ συζητηθῆ. Γιατί, ἐὰν ὀψὲ πότε γίνῃ ἕνωσις, ἠμποροῦμε ἐμεῖς νὰ πιστεύουμε σὲ ἄκτιστο Χάρι καὶ αὐτοὶ σὲ κτιστῆ; Ἂς θυμηθοῦμε ἐδῶ τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου πρὸς τοὺς Πνευματομάχους: «Εἰ μὴ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, θεωθήτω πρώτον, καὶ οὕτω θεούτω μὲ τὸν ὁμότιμον» [12].

Ἀκράδαντος πίστις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι ἡ θεία Χάρις εἶναι ἄκτιστος ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ ὀρᾶται μυστικῶς καὶ ἀπορρήτως ἀπὸ τοὺς τελείους καὶ ἁγίους ὡς ἄκτιστον Φῶς, ὡς θαβώρειον Φῶς. Αὕτη εἶναι ἢ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὴν ἐβίωσαν οἱ Ἅγιοι διὰ μέσου τῶν αἰώνων.

Κατὰ τὸν ἅγιο Μᾶρκο Ἐφέσου τὸν Εὐγενικό, «Καὶ ἡμεῖς μέν, τῆς ἀκτίστου καὶ Θείας φύσεως ἄκτιστον καὶ τὴν θέλησιν καὶ τὴν ἐνέργειαν εἶναι φαμεν, κατὰ τοὺς Πατέρας· οὗτοι δὲ (οἱ λατινίζοντες) μετὰ τῶν Λατίνων καὶ τοῦ Θωμά, τὴν μὲν θέλησιν ταυτὸν τὴ οὐσία, τὴν δὲ θείαν ἐνέργειαν κτιστὴν εἶναι λέγουσι, κἂν τὲ θεότης ὀνομάζοιτο, κἄν τε θεῖον καὶ ἄϋλον φῶς, κἂν τὲ Πνεῦμα ἅγιον, κἂν τὲ τί τοιοῦτον ἕτερον· καὶ οὕτω κτιστὴν θεότητα καὶ κτιστὸν θεῖον φῶς καὶ κτιστὸν Πνεῦμα ἅγιον τὰ πονηρὰ πρεσβεύουσι κτίσματα» [13].

Παραδείγματα καὶ προσωπικὲς μαρτυρίες συγχρόνων ἁγίων γερόντων, ὅπως οἱ μακαριστοὶ γέροντες Σωφρόνιος καὶ Παίσιος, ἐπιβεβαιώνουν τοῦ λόγου τὸ ἀληθές. Ὁ μακαριστὸς μάλιστα γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ, ἁγιορείτης καὶ ἱδρυτὴς τῆς Σταυροπηγιακῆς Μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὸ Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας, ἐξέφρασε τὴν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς στὰ σπουδαῖα βιβλία, τὰ ὁποῖα ἔγραψε καὶ μᾶς ἄφησε ὡς παρακαταθήκη ἀπὸ ἀγάπη [14].


δ) Πρωτεῖον ἐξουσίας, ἀλάθητο

Μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Filioque, περί της «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», εἰσάγεται δυαρχία στὴν Ἁγία Τριάδα, ποὺ συνιστᾷ διθεΐα [15], καὶ ὑποτιμᾶται τὸ Ἅγιο Πνεῦμα [16]. Ἡ ὑποτίμησις αὐτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δημιούργησε ἕνα σοβαρὸ κενὸ στὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἔπρεπε κάποιος νὰ ἀναπληρώση. Αὐτὸ θέλησε νὰ τὸ κάνῃ ἕνας ἄνθρωπος, καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ Πάπας. Ἔτσι τὸ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀλάθητό της Ἐκκλησίας μεταβιβάζεται σ᾿ ἕναν ἄνθρωπο «ἀλάθητο» καὶ ἐξουσιαστὴ ὅλης της Ἐκκλησίας.

Γιὰ νὰ μὴ ἀδικήσουμε τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, παραθέτουμε στὴν συνέχεια χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν «Δογματικὴ Διάταξη περὶ Ἐκκλησίας», ἕνα ἀπὸ τὰ βιβλία ποὺ περιέχουν τὶς ἀποφάσεις τῆς Β´ Βατικανείου Συνόδου, τῆς κατὰ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς 20ῆς οἰκουμενικῆς [17]:

«Ἀλλὰ ὁ Σύλλογος, ἢ τὸ Σῶμα τῶν Ἐπισκόπων, δὲν ἔχει ἐξουσία, ἂν δὲν βρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης, τὸν διάδοχό του Πέτρου καὶ Κεφαλὴ τοῦ Συλλόγου, διότι παραμένει ἀκέραιη ἡ ἐξουσία τοῦ Πρωτείου πάνω σ᾿ ὅλους τοὺς ποιμένες καὶ τοὺς πιστούς. Πραγματικά, ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης μὲ τὸ ἀξίωμά του ὡς ἀντιπροσώπου τοῦ Χριστοῦ καὶ ποιμένα ὅλης της Ἐκκλησίας, ἔχει πλήρη, ὑπέρτατη καὶ παγκόσμια ἐξουσία μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία μπορεῖ πάντοτε ἐλεύθερα νὰ ἐξασκεῖ... Ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης, σὰν διάδοχος τὸν Πέτρου, εἶναι ἡ διαρκὴς καὶ ὁρατὴ Ἀρχὴ καὶ τὸ θεμέλιο τῆς ἑνότητας, τόσο τῶν Ἐπισκόπων, ὅσο καὶ τοῦ πλήθους τῶν πιστῶν» [18].

Παραθέτουμε σχετικὰ ἀποσπάσματα καὶ ἀπὸ τὴν ἐπίσημη «Κατήχηση τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας»:

«Ἡ μοναδικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ... εἶναι ἐκείνη, τὴ διαποίμανση τῆς ὁποίας ὁ Σωτῆρας μας, μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, ἀνέθεσε στὸν Ἀπόστολο Πέτρο (βλ. Ἰω. 21, 17), κι ἐμπιστεύθηκε σ᾿ αὐτὸν καὶ στοὺς ἄλλους Ἀποστόλους τὴ διάδοση καὶ τὴ διακυβέρνησή της... Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία, ποὺ ἔχει συσταθεῖ καὶ ὀργανωθεῖ σὰν κοινωνία μέσα στὸν κόσμο, ἐνυπάρχει στὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, ποὺ διοικεῖται ἀπὸ τὸ διάδοχο τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου κι ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους ποὺ βρίσκονται σὲ κοινωνία μαζί του» [19]. «Ὁ σύλλογος τῶν ἐπίσκοπων ἀσκεῖ τὴν ἐξουσία πάνω σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία μὲ ἐπίσημο τρόπο τὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο». «Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἂν δὲν ἐπικυρωθεῖ, ἢ τουλάχιστον ἂν δὲν γίνει δεκτή, ἀπὸ τὸν διάδοχο τοῦ Πέτρου» [20]. «Αὐτὸ τὸ ἀλάθητο ἔχει ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης, κεφαλὴ τοῦ συλλόγου τῶν ἐπισκόπων, χάρη στὸ ἀξίωμά του, ὅταν, σὰν πρῶτος ποιμένας καὶ διδάσκαλος ὅλων τῶν πιστῶν, ποὺ στηρίζει στὴν πίστη τοὺς ἀδελφούς του, διακηρύσσει μὲ ὁριστικὴ πράξη μία διδασκαλία σχετική με τὴν πίστη καὶ τὴν ἠθική..» [21]. «[...] Γιὰ τὴν κανονικὴ χειροτονία ἑνὸς ἐπισκόπου ἀπαιτεῖται σήμερα εἰδικὴ ἄδεια τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης, λόγω τῆς ἰδιότητάς του νὰ εἶναι ὑπέρτατος ὁρατὸς σύνδεσμος τῆς κοινωνίας μεταξὺ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν μέσα στὴ μία Ἐκκλησία καὶ ἐγγύηση γιὰ τὴν ἐλευθερία τους» [22].

Εἶναι ἀκόμη ἀξιοπρόσεκτο ὅτι ὁ Πάπας σὲ ἐπίσημα κείμενα δὲν ὑπογράφει ὡς Ἐπίσκοπος Ρώμης, ἀλλὰ ἢ ὡς Ἐπίσκοπός της καθολικῆς Ἐκκλησίας ἢ ἁπλῶς μὲ τὸ ὄνομά του, π.χ. Ἰωάννης-Παῦλος Β´ [23]. Προφανῶς θεωρεῖ τὸν ἐαυτόν του ὡς Ὑπερεπίσκοπον ἡ ὡς Ἐπίσκοπον τῶν Ἐπισκόπων.

Τὸ δόγμα τοῦ «ἀλαθήτου» ἀναγνωρίσθηκε καὶ τονίσθηκε περισσότερο ἀπὸ τὴν Β´ Βατικάνειο Σύνοδο: «Λυτὴ ἡ θρησκευτικὴ ὑποταγὴ (submission) τῆς θελήσεως καὶ τοῦ νοῦ πρέπει νὰ δεικνύεται κατὰ ἕναν εἰδικὸ τρόπο στὴν αὐθεντικὴ διδακτικὴ ἐξουσία τοῦ Ρωμαίου Ποντίφηκος, ἀκόμη καὶ ὅταν δὲν ὁμιλῇ ex cathedra» [24].

Δηλώνεται μὲ τὰ παραπάνω ὅτι τὸ ἀλάθητο ἐπεκτάθηκε σὲ κάθε ἀπόφασι τοῦ Πάπα. Δηλαδή, ἐνῷ μὲ τὴν Α´ Βατικάνειο Σύνοδο μόνον οἱ ἀπὸ καθέδρας καὶ μὲ τὴν χρῆσι τοῦ ὄρου definimus (ὁρίζομεν) ἀποφάσεις τοῦ Πάπα ἦσαν ἀλάθητοι, ἡ Β´ Βατικάνειος Σύνοδος ἀποφάνθηκε, ὅτι ὁ Πάπας εἶναι ἀλάθητος ὄχι μόνον ὅταν ἀποφαίνεται ἐπισήμως ὡς Πάπας ἀλλὰ ὁσάκις ἀποφαίνεται. Εἶναι ἀκόμη φανερὸ ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω, ὅτι ἢ οἰκουμενικὴ συνοδὸς γίνεται ἕνα συμβουλευτικὸ σωματεῖο τῶν Πάπων. Τὸ ἀλάθητο στὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία δὲν ἀνήκει στὴν οἰκουμενικὴ συνοδό, ἀλλὰ στὸν Πάπα. Ποιὸς ὅμως ἀνεκήρυξε τὸν Πάπα ἀλάθητο; Ἡ λαθητὴ σύνοδος;

Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ συνοδικὴ ἀρχή, ἡ παραδοθεῖσα ἀπὸ τοὺς ἅγιους Ἀποστόλους, ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὴν παποκεντρικὴ ἀρχή. Ὁ «ἀλάθητος» Πάπας καθίσταται κέντρο καὶ πηγὴ ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο γιὰ νὰ τὴν διατηρῇ σὲ ἑνότητα. Ἔτσι παραμερίζεται καὶ ὑποβαθμίζεται ἡ θέσις τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἀκόμη μὲ τὴν μεταφορὰ τοῦ ἀλαθήτου ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὸ πρόσωπο τοῦ Πάπα περιορίζεται ἢ ἐσχατολογικὴ προοπτικὴ τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὴν ἱστορία καὶ καθίσταται ἐγκοσμιοκρατική.

Οἱ Ὀρθόδοξοι μὲ βαθειὰ λύπη, ἂν μὴ καὶ μὲ ἱερὰ ἀγανάκτησι, διαβάζουμε τὶς ἀνωτέρω ἀποφάσεις. Τὶς θεωροῦμε βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι κατανοοῦμε τὸν αὐστηρὸ ἀλλὰ καὶ φιλάνθρωπο λόγο τοῦ μακαριστοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς: «Εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ὑπάρχουν τρεῖς κυρίως πτώσεις: τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Ἰούδα, τοῦ Πάπα» [25].

Παρόμοια αὐστηρὴ γλῶσσα μὲ αὐτὴν τοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς χρησιμοποίησε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Στὶς παπικὲς ἀξιώσεις γιὰ τὸ πρωτεῖο ἐξουσίας καὶ τὸ ἀλάθητο οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντέτασσαν πάντοτε τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία:

Κατὰ τὸν Μητροφάνη Κριτόπουλο, Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας: «Οὐδέποτε ἠκούσθη ἄνθρωπον θνητὸν καὶ μυρίαις ἁμαρτίαις ἔνοχον κεφαλὴν λέγεσθαι τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖνος γὰρ ἄνθρωπος ὧν θανάτω ὑπόκειται. Ἐν ὄσῳ δὲ ἄλλος ἐκλεχθῇ εἰς διαδοχὴν ἐκείνου, ἀνάγκη ἐν τοσούτῳ τὴν Ἐκκλησίαν ἀκέφαλον εἶναι. Ἀλλ᾿ ὥσπερ σῶμα δίχα κεφαλῆς οὐδ᾿ ἐν ριπῇ γοῦν στήναι δυνατόν, οὕτω τὴν Ἐκκλησίαν δίχα τῆς προσηκούσης αὐτὴ κεφαλῆς μείναι κἂν βραχεῖ ἀδύνατον. Τοιγαροῦν ἀθανάτου κεφαλῆς χρεία τὴ Ἐκκλησία, ἵνα πάντοτε ζῶσα καὶ ἐνεργῇς ἡ, καθάπερ καὶ ἡ κεφαλή...Ἔστι δὲ τοιαύτη κεφαλὴ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὅς ἐστι ἡ κεφαλὴ πάντων, ἐξ οὗ πᾶν τὸ σῶμα συναρμολογεῖται...» [26].

Κατὰ δὲ τὸν Δοσίθεο Ἱεροσολύμων, στὴν γνωστὴ «Ὁμολογία» του ἐπὶ Τουρκοκρατίας (1672): «Τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας (ἀναφέρεται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία), ἐπειδὴ θνητὸς ἄνθρωπος καθόλου καὶ ἀϊδιος κεφαλὴ εἶναι οὗ δύναται, αὐτὸς ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐστι κεφαλὴ καὶ αὐτὸς τοὺς οἴακας ἔχων ἐν τῇ τῆς Ἐκκλησίας κυβερνήσει, πηδαλιουχεῖ (αὐτήν) διὰ τῶν ἁγίων πατέρων» [27].

Τὸ 1895 ἡ Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐπὶ Πατριάρχου Ἀνθίμου Ζ´, ἐξέδωσε μία ἐξαιρετικῆς σπουδαιότητος ἐγκύκλιο πρὸς τὸν ἱερὸν κλῆρον καὶ τὸ εὐσεβὲς πλήρωμα τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου Κωνσταντινουπόλεως, εἰς ἀπάντησιν ἐγκυκλίου ἐπιστολῆς τοῦ Πάπα Λέοντος ΙΓ´, ὁ ὁποῖος ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς ἡγεμόνας καὶ τοὺς λαοὺς τῆς οἰκουμένης καὶ πρὸς τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, τοὺς προσκαλοῦσε νὰ προσέλθουν στὴν παπικὴ Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἀναγνωρίσουν τὸ ἀλάθητο, τὸ πρωτεῖο ἐξουσίας καὶ τὴν παγκόσμιο ἐξουσία τοῦ Πάπα ἐφ᾿ ὅλης της Ἐκκλησίας. Παραθέτουμε ἀπόσπασμα:

«Ἡ ὀρθόδοξος ἀνατολικὴ καὶ καθολικὴ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ἐκτὸς τοῦ ἀφράστως ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, οὐδένα ἄλλον γινώσκει ἀλάθητον ἐπὶ γῆς ὑπάρξαντα· καὶ αὐτὸς ὁ ἀπόστολος Πέτρος, οὗτινος διάδοχος οἴεται εἶναι ὁ πάπας, τρὶς ἠρνήθη τὸν Κύριον, καὶ ἠλέγχθη δὶς ὑπὸ τοῦ ἀποστόλου Παύλου ὡς μὴ ὀρθοποδῶν πρὸς τὴν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου» [28]. [...] Ἐνῷ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ τὴν εὐαγγελικὴν πίστιν ἀνόθευτον, «ἡ νῦν Ρωμαϊκὴ ἐστιν Ἐκκλησία τῶν καινοτομιῶν, τῆς νοθεύσεως τῶν συγγραμμάτων τῶν ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων καὶ τῆς παρερμηνείας τῆς τὲ Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν ὄρων τῶν ἁγίων Συνόδων διὸ καὶ εὐλόγως καὶ δικαίως ἀπεκηρύχθη καὶ ἀποκηρύσσεται, ἐφ᾿ ὅσον ἂν ἐμμείνη ἐν τῇ πλάνῃ αὐτῆς. «Κρείσσων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος», λέγει καὶ ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνὸς «εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ» [29].

Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ ἤθελα νὰ ἀπαντήσω σὲ κάποια πιθανὴ ἔνστασι.

Τελευταῖα ὁ Πάπας καὶ Ρωμαιοκαθολικοὶ θεολόγοι ὁμιλοῦν πότε-πότε εὐφήμως γιὰ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας καὶ προβαίνουν σὲ κάποιες φιλορθόδοξες ἐκδηλώσεις. Μήπως κάτι ἄλλαξε, ποὺ δικαιολογεῖ καὶ τὴν ἐκ μέρους ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων ἀλλαγὴ στάσεως ἔναντι τοῦ Παπισμοῦ;

Ὑπάρχουν πράγματι μεμονωμένα πρόσωπα Ρωμαιοκαθολικῶν, ποὺ μὲ εἰλικρίνεια ἐκφράζουν φιλορθόδοξες θέσεις.

Ἡ ἐπίσημη γραμμὴ καὶ πολιτική του Βατικανοῦ ὡστόσο εἶναι διαφορετική. Τὸ Βατικανὸ χρησιμοποιεῖ διγλωσσία. Ὅταν ἀπευθύνεται σὲ ἐμᾶς χρησιμοποιεῖ ἐκφράσεις ἀγάπης. Ἄλλοτε, καὶ κυρίως ὅταν ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, χρησιμοποιεῖ τὶς παλαιὲς γνωστὲς σκληρὲς θέσεις του. Ἐπίσης δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε, ὅτι κάθε φιλορθόδοξη δήλωσι δὲν ἀναφέρεται ὁπωσδήποτε στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία ἀλλὰ γενικὰ στὴν Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, ποὺ γιὰ πολλοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ταυτίζεται μὲ τὶς οὐνιτικὲς κοινότητες.

Παραπέμπουμε σὲ κείμενο τοῦ μακαριστοῦ καθηγητοῦ τῆς Καινῆς Διαθήκης τῆς θεολογικῆς σχολῆς τοῦ πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Ἰωάννου Παναγοπούλου, ποὺ κάθε ἄλλο παρὰ ἠμπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς ἀντί-οἰκουμενιστής, ὁ ὁποῖος σχολιάζοντας τὴν ἐγκύκλιο μὲ θέμα τὴν ἕνωσι τῶν Ἐκκλησιῶν, ποὺ ἀπηύθυνε τὴν 25η Μαΐου 1995 ὁ Πάπας Ἰωάννης-Παῦλος Β´ πρὸς τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ ὅλους τοὺς χριστιανούς, ἀναφέρει:

«[...] Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (ἡ ἐγκύκλιος) ἰδιαίτερα ἀφιερώνει ἀρκετὲς παραγράφους (50-61). Ἐνῷ ὡς πρὸς τὶς ἄλλες χριστιανικὲς κοινότητες ἀποδέχεται, ὅτι διατηροῦν ὡρισμένα γνήσια στοιχεῖα τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας καὶ ἁγιότητος (10-13), ἀντίθετα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀναγνωρίζεται ὡς ἀδελφὴ Ἐκκλησία, ὁ ἄλλος «πνεύμονας» τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ (54), ἡ ὁποία ὡστόσο βρίσκεται χωρισμένη ἀπὸ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία. Ἀναγνωρίζονται ἐπίσης εὐθέως ἡ ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ τὰ Μυστήρια της καὶ τιμᾶται εἰλικρινὰ ὁ πνευματικὸς καὶ λειτουργικὸς πλοῦτος της. Ὡστόσο, παρὰ τὴν παραχώρηση αὐτή, ὑπονοεῖται σαφῶς, ὅτι καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δὲν κατέχει τὴν πλήρη χριστιανικὴ ἀλήθεια, ὅπως καὶ οἱ προτεσταντικὲς ὁμολογίες, ὅσο χρόνο δὲν εἰσέρχεται σὲ κοινωνία μὲ τὴν Ρωμαϊκὴ Ἕδρα. Ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ νὰ ἐμφανίζεται καὶ πάλι ὡς πηγή, ἐσχάτη αὐθεντία καὶ κριτὴς τῆς ἐκκλησιαστικότητος ὅλων τῶν χριστιανικῶν κοινοτήτων. [...] Ἡ Ἐγκύκλιος ἐπανέρχεται μὲ ἀδιαλλαξία καὶ ἀκαμψία στὶς διακηρύξεις τοῦ Διατάγματος περὶ Οἰκουμενισμοῦ τῆς Β´ Βατικανῆς Συνόδου. Ἡ βασική της ἀρχὴ εἶναι: «Ἢ κοινωνία ὅλων τῶν ἐπὶ μέρους Ἐκκλησιῶν μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης: ἀναγκαία προϋπόθεση γιὰ τὴν ἑνότητα». Τὸ πρωτεῖο τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης εἶναι θεμελιωμένο στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ κατανοεῖται ὡς ἐπαγρύπνηση («ἐπισκοπὴ») πάνω στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα, στὴ μετάδοση τῆς πίστεως, στὴ μυστηριακὴ καὶ λειτουργικὴ ἱεροτελεστία, στὴν ἱεραποστολή, στὴν κανονικὴ τάξη καὶ στὴν χριστιανικὴ ζωὴ γενικά. Μόνον ἢ κοινωνία μὲ τοὺς διαδόχους του Πέτρου ἐγγυᾶται τὴν πληρότητα τῆς μῖας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Κάθε συζήτηση γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα προϋποθέτει τὴν ἄνευ ὅρων ἀποδοχὴ τοῦ Παπικοῦ πρωτείου, τὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς ἵδρυσε «ὡς παντοτεινὴ καὶ ὁρατὴ ἀρχὴ καὶ θεμέλιο ἑνότητας». [...] Οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοὶ πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε τὴν πλήρη ἀπογοήτευσή μας ὡς πρὸς τὴν νέα αὐτὴ Ἐγκύκλιο τοῦ Πάπα. Διότι ἡ παραδοσιακὴ αὐτὴ Ρωμαιοκαθολικὴ ἀντίληψη περὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ἑνότητας ἀποτέλεσε ἤδη ἀπὸ τὸν 5ο αἰῶνα τὴν πέτρα τοῦ σκανδάλου καὶ παρὰ τὶς θεολογικὲς συζητήσεις 1500 χρόνων δὲν καταλήξαμε σὲ κανένα θετικὸ ἀποτέλεσμα καὶ οὔτε φυσικὰ πρόκειται νὰ καταλήξουμε ἐφόσον ἡ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἐπιμένει ἀδιάλλακτα στὴν ἀξίωση τοῦ παπικοῦ πρωτείου. [...] Εἶναι συνεπῶς ἀσυγχώρητη ἀφέλεια, ἂν Ἰσχυριζόταν κανείς, ὅτι ἢ νέα παπικὴ Ἐγκύκλιος ἀφήνει ἀνοικτὸ τὸ ζήτημα τοῦ πρωτείου. Ἡ μόνη καινοτομία τῆς στὸ ζήτημα, τοῦτο εἶναι ἡ παραπομπή του στοὺς ἄλλους καὶ ἡ ἀπαίτηση μὲ διπλωματικὸ τρόπο νὰ ἐπιδείξουν ὅλοι «αὐθεντικὸ ἡρωισμό» καὶ «θυσία ἑνότητος»» [30].

Ἡ στάσις αὐτὴ τοῦ Βατικανοῦ καὶ κυρίως ἡ ἀνορθόδοξος δρᾶσις τῆς Οὐνίας ἀνάγκασε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο νὰ διακόψῃ τὸν διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς. Εἶναι ἐπίσης ἀξιοσημείωτο ὅτι ὁ Παναγιώτατος ἐδήλωσε πρὸ ὀλίγων μηνῶν σὲ Αὐστριακοὺς δημοσιογράφους, ὅτι αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι δὲν ἀπεδέχθησαν τὴν συμφωνίαν τοῦ Balamand πλὴν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας.

Μεταξὺ τῶν δυὸ Ἐκκλησιῶν ὑπάρχουν καὶ ἄλλες διαφορὲς [31], ὅπως εἶναι ἡ διδασκαλία περὶ τοῦ καθαρτηρίου πυρὸς καὶ ἡ διδασκαλία περὶ τῆς Παναγίας μας, τὴν ὁποία ὀνομάζουν Μαριολογία. Διακηρύσσοντας ὡς δόγμα τὴν ἄσπιλο σύλληψι τῆς Παναγίας, δὲν κατανοοῦν ὅτι μὲ αὐτὸ τὴν ξεχωρίζουν ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος, γεγονὸς ποὺ ἔχει σωτηριολογικὲς συνέπειες γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα: Ἐὰν ἡ Παρθένος ἔφερε ἄλλη φύσι, τότε ὁ Κύριος προσλαμβάνοντας τὴν ἀνθρωπινὴ φύσι ἐξ Αὐτῆς ἐθέωσε ἄλλην φύσι καὶ ὄχι τὴν κοινὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων.

Ὅλες αὐτὲς οἱ διαφορὲς ἔχουν ὡς κοινὸ παρονομαστὴ τὸν ἀνθρωποκεντρισμό. Γέννημα τοῦ ἀνθρωποκεντρισμοῦ εἶναι τὸ δικανικὸ καὶ νομικίστικο πνεῦμα τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ, τὸ ὁποῖο φαίνεται στὸ Κανονικὸ Δίκαιο καὶ σὲ πάρα πολλοὺς θεσμοὺς τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας.

Ἕνα ἁπλὸ παράδειγμα ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὰ ἀνωτέρω εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο γίνεται τὸ μυστήριό της Ἐξομολογήσεως. Ὁ πνευματικὸς καὶ ὁ ἐξομολογούμενος μπαίνουν σὲ δυὸ θαλαμίσκους, χωρὶς νὰ βλέπουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, καὶ ἐκεῖ διεξάγεται ἕνα εἶδος «δίκης», κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἐξομολογούμενος ἀπαριθμεῖ τὶς ἁμαρτίες του καὶ λαμβάνει τὸ ἐπιτίμιο ποὺ ὁρίζουν οἱ κανόνες τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὸ μυστήριο αὐτὸ κατανοεῖται μὲ ἐντελῶς διαφορετικὸ τρόπο: Ὑπάρχει μία ἄμεση προσωπικὴ σχέσις μεταξὺ πνευματικοῦ καὶ ἐξομολογουμένου, στὴν ὁποία ὁ πνευματικὸς εἶναι ὁ πατέρας καὶ ὁ ἐξομολογούμενος τὸ πνευματικὸ παιδί, ποὺ πηγαίνει νὰ ἀνοίξῃ τὴν καρδιά του, νὰ πῇ τὸν πόνο του, τὶς ἁμαρτίες του καὶ νὰ λάβῃ τὴν δέουσα πνευματικὴ θεραπεία.

Ὁ ἀνθρωποκεντρισμὸς τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας φαίνεται ἀκόμη καὶ στὶς συνεχεῖς καινοτομίες της. Ἀντίθετα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἀκαινοτόμητος, δὲν προσέθεσε τίποτε σὲ αὐτὰ ποὺ ἐδίδαξε ὁ Κύριος μας καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν εὐαγγελικὴ καὶ ἀποστολική, καὶ αὐτὸ ἐκφράζεται στὴν ζωὴ καὶ στοὺς θεσμούς της, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀπολύτως εὐαγγελικοὶ καὶ ἀποστολικοί.

Ὅλα τὰ ὀρθόδοξα εἶναι θεανθρωποκεντρικά. Ἀντιθέτως ὅλα τὰ δυτικά, εἴτε παπικὰ εἴτε προτεσταντικά, ἔχουν δεχθῆ λίγο ὡς πολὺ τὴν ἐπίδρασι τοῦ ἀνθρωποκεντρισμοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ μακαριστὸς Ρῶσος θεολόγος καὶ φιλόσοφος Κομιακὼφ ἔλεγε ὅτι παπισμὸς καὶ προτεσταντισμὸς εἶναι δυὸ ἀντίθετες ὄψεις τοῦ ἰδίου νομίσματος.

Ἀλλὰ καὶ ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἔγραφε χαρακτηριστικά, συγκρίνοντας τὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία μὲ τὸν Προτεσταντισμό: «Μόνη δὲ διαφορὰ μεταξὺ τῶν δυὸ αὐτῶν συστημάτων εἶναι ἡ ἑξῆς: Ἐν μὲν τὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία τὸ ἄτομον, ἤτοι ὁ Πάπας, συγκεντροὶ περὶ ἑαυτὸν πολλὰ βωβὰ καὶ ἀνελεύθερα πρόσωπα συμμορφούμενα ἑκάστοτε πρὸς τὰς ἀρχὰς καὶ τὰ φρονήματα τοῦ ἐπικαθημένου ἀτόμου. Ἐν δὲ τῷ Προτεσταντισμῷ ἡ Ἐκκλησία συνεκεντρώθη περὶ τὸ ἄτομον. Ὅθεν ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία εἶναι ἄτομον καὶ οὐδὲν πλέον. Ἀλλὰ τὶς δύναται νὰ ἐγγυηθῇ ἡμῖν περὶ τῆς ὁμοφροσύνης ὅλων τῶν Παπῶν; Ἀφοῦ δὲ πᾶς Πάπας κρίνει περὶ τοῦ ὀρθοῦ κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτῷ καὶ ἑρμηνεύει τὴν Γραφήν, ὡς βούλεται, καὶ ἀποφθεγματίζεται, ὡς θεωρεῖ ὀρθόν, κατὰ τί διαφέρει οὖτος τῶν παντοίων δογματιστῶν τῆς Προτεσταντικῆς Ἐκκλησίας; ὁποία διαφορὰ τῶν ἀρχόντων; Ἴσως ἐν μὲν τῶν Προτεσταντῶν ἕκαστον ἄτομον ἀποτελεῖ μίαν Ἐκκλησίαν, ἐν δὲ τὴ Δυτικὴ ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν ἀποτελεῖ ἐν ἄτομον, οὐχὶ πάντοτε τὸ αὐτό, ἀλλ᾿ ἀείποτε ἕτερον» [32]. Ἡ οὐσία εἶναι αὐτή, δηλαδὴ ἡ ἀτομοκρατία. Στὸν μὲν Παπισμὸ ἡ ἀτομοκρατία τοῦ Πάπα, στὸν δὲ Προτεσταντισμὸ ἡ ἀτομοκρατία τοῦ κάθε Προτεστάντη, ὅπου ὁ κάθε ἕνας εἶναι κριτήριο τῆς ἀληθείας.

Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τὴν θεανθρωποκεντρικότητα μαρτυροῦν ὅλα ὅσα συνιστοῦν τὴν ζωὴ καὶ τὴν διδασκαλία της. Ἢ ἐκκλησιαστικὴ τέχνη, ἢ ἁγιογραφία, ἢ ἀρχιτεκτονική, ἡ μουσικὴ κ.λπ. Ἂν συγκρίνουμε μία Μαντόνα τῆς Ἀναγεννήσεως μὲ μία βυζαντινὴ Παναγία, θὰ διαπιστώσουμε τὴν διαφορά. Ἡ Μαντόνα εἶναι μία ὡραῖα γυναῖκα, ἐνῷ ἢ βυζαντινὴ Παναγία εἶναι ὁ θεωμένος ἄνθρωπος. Ἂν συγκρίνουμε τὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου μὲ τὸν Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, θὰ διαπιστώσουμε πόσο ἀνθρωποκεντρισμὸ ἐκφράζει ὁ Ναὸς τοῦ Ἁγίου Πέτρου, ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἐπιβληθῇ μὲ τὸ βάρος τῆς ὕλης. Ἀντίθετα, μπαίνοντας στὴν Ἁγία Σοφία, αἰσθάνεσαι ὅτι βγαίνεις στὸν οὐρανό. Ὁ Ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας δὲν προσπαθεῖ νὰ ἐντυπωσιάσῃ μὲ τὸν πλοῦτο του οὔτε μὲ τὴν ὕλη του. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὴν βυζαντινὴ ἐκκλησιαστικὴ μουσική, ποὺ κατανύσσει καὶ ἀνάγει στὸν οὐρανὸ καὶ ποὺ δὲν ἔχει καμμία σχέσι μὲ τὴν πολυφωνικὴ εὐρωπαϊκὴ μουσική, ποὺ ἁπλῶς τέρπει συναισθηματικὰ τὸν ἄνθρωπο.

Γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους ἡ ἕνωσις δὲν εἶναι ὑπόθεσις συμφωνίας μόνο σὲ κάποια δόγματα, ἀλλὰ ἀποδοχῆς τοῦ ὀρθοδόξου, θεανθρωποκεντρικοῦ, χριστοκεντρικοῦ, τριαδοκεντρικοῦ πνεύματος στὰ δόγματα, στὴν εὐσέβεια, στὴν ἐκκλησιολογία, στὸ κανονικὸ δίκαιο, στὴν ποιμαντική, στὴν τέχνη, στὴν ἄσκησι.

Γιὰ νὰ γίνῃ ἀληθινὴ ἕνωσις θὰ πρέπει ἢ ἐμεῖς νὰ παραιτηθοῦμε ἀπὸ τὸν Ὀρθόδοξο θεανθρωποκεντρισμό μας ἢ οἱ Παπικοὶ ἀπὸ τὸν δικό τους ἀνθρωποκεντρισμό. Τὸ πρῶτο εἶναι ἀδύνατο νὰ συμβῇ μὲ τὴν Χάρι τοῦ Κυρίου μας, διότι αὐτὸ θὰ ἦταν προδοσία στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας. Ἀλλὰ καὶ τὸ δεύτερο εἶναι δύσκολο νὰ συμβῇ. Ὅμως «τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστίν» [33].

Πιστεύουμε ὅτι δὲν συμφέρει καὶ στοὺς μὴ Ὀρθοδόξους νὰ παραιτηθοῦμε ἐμεῖς ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία μας. Ὅσο ὑπάρχει ἡ Ὀρθοδοξία, σῴζεται ἡ ἀκαινοτόμητος εὐαγγελικὴ πίστις, ἡ «ἅπαξ παραδοθεῖσα τοῖς Ἁγίοις» [34]. Ὑπάρχει ζωντανὴ ἢ μαρτυρία τῆς πραγματικῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ἄνθρωπο· ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας ὡς θεανθρωπίνης κοινωνίας. Ἔτσι ἀκόμη καὶ οἱ ἑτερόδοξοι ποὺ τὴν ἔχασαν, γνωρίζουν ὅτι κάπου ὑπάρχει. Ἐλπίζουν. Ἴσως κάποτε τὴν ἀναζητήσουν μεμονωμένα ἢ συλλογικά. Θὰ τὴν βροῦν καὶ θὰ ἀναπαυθοῦν. Ἂς κρατήσουμε αὐτὴν τὴν ἁγία πίστι ὄχι μόνο γιὰ μᾶς ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς ἑτεροδόξους καὶ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Ἡ θεωρία περὶ δυὸ πνευμόνων, διὰ τῶν ὁποίων ἀναπνέει ἡ Ἐκκλησία, δηλαδὴ τοῦ Παπισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας, δὲν μπορεῖ νὰ γίνῃ δεκτὴ ἀπὸ Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, διότι ὁ ἕνας πνεύμων (ὁ Παπισμός) δὲν ὀρθοδοξεῖ καὶ τὸ γὲ νῦν ἔχον νοσεῖ ἀνιάτως.

Εὐχαριστοῦμε τὴν Παναγία καὶ Ζωαρχικὴ Τριάδα γιὰ τὸ μεγάλο δῶρο Της, τὴν ἁγία Ὀρθόδοξο Πίστι μας καὶ γιὰ τοὺς εὐσεβεῖς προγόνους, διδασκάλους, ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς καὶ πνευματικούς μας πατέρας, ποὺ μᾶς ἐδίδαξαν καὶ παρέδωσαν αὐτὴν τὴν ἁγία Πίστι.

Ὁμολογοῦμε, ὅτι δὲν θὰ ἀναπαυόμασταν σὲ μία Ἐκκλησία ποὺ ἐν πολλοὶς ὑποκαθιστᾷ τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ μὲ τὸν «ἀλάθητο» ἄνθρωπο «πάπα» ἢ «προτεστάντη».

Πιστεύουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔχει τὸ πλήρωμα τῆς Ἀληθείας καὶ τῆς Χάριτος. Λυπούμεθα, γιατὶ οἱ ἑτερόδοξοι Χριστιανοὶ δὲν ἠμποροῦν νὰ χαροῦν αὐτὸ τὸ πλήρωμα, καὶ μάλιστα κάποτε προσπαθοῦν καὶ νὰ παρασύρουν καὶ προσηλυτίσουν τοὺς Ὀρθοδόξους στὶς κοινότητές τους, ὅπου μόνον μία μερική, ἀποσπασματικὴ καὶ διαστρεβλωμένη ἄποψι τῆς ἀληθείας ἔχουν. Ἐκτιμοῦμε τὴν ὅση ἀγάπη ἔχουν γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ὅ-σὰ καλὰ ἔργα κάνουν, ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦμε νὰ δεχθοῦμε ὅτι ἡ ἑρμηνεία ποὺ δίδουν στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ εἶναι σύμφωνή με τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, τῶν ἅγιων Ἀποστόλων, τῶν ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν ἁγίων Τοπικῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Προσευχόμεθα ὁ ἀρχιποίμην Χριστός, ὁ μόνος ἀλάθητος Ἀρχηγὸς καὶ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐκείνους μὲν νὰ ὁδήγηση στὴν Ἁγία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι τὸ πατρικό τους σπίτι, ἀπὸ τὸ ὁποῖο κάποτε ἀπεσκίρτησαν, ἐμᾶς δὲ τοὺς Ὀρθοδόξους νὰ φωτίση, ὥστε νὰ παραμείνουμε ἄχρι θανάτου πιστοὶ στὴν ἁγία καὶ ἀκαινοτόμητο Πίστι μας, ὅλο καὶ περισσότερο στερεούμενοι καὶ ἐμβαθύνοντες σ᾿ αὐτήν, «μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» [35]. Ἀμήν.



ΠΑΡΑΠΟΜΠΑΙ:

[1] Dimitru Staniloae, Γιὰ ἕνα Ὀρθόδοξο Οἰκουμενισμό, ἔκδ. ΑΘΩΣ, Πειραιεὺς 1976, σελ. 19-20.

[2] Πράξ. κ´ 28.

[3] Migne, PL 217, 665ΑΒ. Βλ. καὶ Ἀρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, Ἔκδ. Ἀδελφ. «Εὐνίκη», Ἀθῆναι 1988, σελ. 155.

[4] Μάρκ. ιβ´ 17.

[5] Πηδάλιον, ἔκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1982, σελ. 109.

[6] Ματθ. δ´ 10.

[7] Μ. Φωτίου, Ἐπιστολὴ 1, 13, 16, PG 102, 728D, 729Α.

[8] Βλαδιμ. Λόσκι, Κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ, ἔκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1974, σελ. 72.

[9] Ἔνθ ἀνωτ., σελ. 78.

[10] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 80.

[11] Βλ. τεῦχος ΕΠΕΣΚΕΨΑΤΟ ΗΜΑΣ (Πατριαρχικαὶ ἐπισκέψεις εἰς τὴν συμβασιλεύουσαν, 1997-1999-2000), ἔκδ. Ἱ. Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, Θεσ/νίκη 2000.

[12] Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Εἰς τοὺς ἀπ᾿ Αἰγύπτου ἐπιδημήσαντας, ΕΠΕ, Θέσ/νίκη 1985, τόμ. 2, § 12, σελ. 142.

[13] Ἁγ. Μάρκου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ, Ἐγκύκλιος «Τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καὶ τῶν νήσων εὑρισκομένοις Ὀρθοδόξοις Χριστιανοῖς», ἐν Ἰῳ. Καρμίρη, Τὰ δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Ἐν Ἀθήναις 1960, τόμ. 1, σελ. 428.

[14] Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, Γέρων Σιλουανός, Περὶ προσευχῆς, κ.ἄ. [15] Ἁγίου Φωτίου, «Ἐγκύκλιος Ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς τῆς Ἀνατολῆς ἀρχιερατικοὺς θρόνους», ἐν Ἰω. Καρμίρη, Τὰ δογματικά..., ἔνθ. ἀνωτ., τ. 1, σελ. 323, § 9.

[16] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 324, § 11.

[17] Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ὡς γνωστὸν δὲν παρέμειναν στὴν 7η Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀλλὰ συνεκάλεσαν ἄλλες δεκατρεῖς. Αὐτὲς αἱ σύνοδοι σήμερα εἶναι γι᾿ αὐτοὺς μεγάλη τροχοπέδη, διότι, ἂν καὶ θὰ ἤθελαν νὰ ὑπερβοῦν τὸν σχολαστικισμὸ καὶ τὸ δικανικὸ πνεῦμα, δὲν μποροῦν, ἐπειδὴ εἶναι δεσμευμένοι ἀπὸ τὶς ἀποφάσεις αὐτῶν τῶν συνόδων. Στὸ συμπέρασμα αὐτὸ καταλήγει ὁ μελετητὴς τῆς «Κατηχήσεως τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας», ποὺ εἶναι ἡ τελευταία ἐπίσημη κατήχησις μετὰ τὴν Β´ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ καὶ ἀπηχεῖ τὸ πνεῦμα της.

[18] Β´ Σύνοδος Βατικανοῦ, LUMEN GENTIUM (Δογματικὴ διάταξη Περὶ Ἐκκλησίας), Γραφεῖον καλοῦ τύπου, 1964, σελ. 44, 45.

[19] Κατήχηση τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Βατικανό, ἔκδ. Κάκτος, Ἀθήναι 1996, § 816, σελ. 271.

[20] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., § 884, σελ. 293.

[21] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., § 891, σελ. 295.

[22] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., § 1559, σελ. 488.

[23] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 16.

[24] Τhe Documents of Vatican - New York 1966, σελ. 48. (Μετάφρασις δική μας)

[25] Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ι. Μονῆς Ἀρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο Σερβίας, σελ. 212.

[26] Ἰω. Καρμίρη, Δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα, τ. Β´, Ἀθήναι 1953, σελ. 560.

[27] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 752.

[28] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 941.

[29] Ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 942.

[30] Ἰωάννου Παναγοπούλου, Τὸ Βατικανὸ καὶ ἡ Ἕνωση τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, ἐφημερὶς ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Κυριακὴ 30 Ἰουλίου 1995.

[31] Ἐκτενέστερα ἀναφέρεται στὶς διαφορὲς αὐτὲς ὁ Σέβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, Ἐνιαύσιο 2001, ἔκδ. Ἱ. Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου, σελ. 199.

[32] Ἁγίου Νεκταρίου, Αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, ἔκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θέσ/νίκη 1972, σελ. 73.

[33] Λουκ. ιη´ 27.

[34] Πρβλ. Ἰούδα, 3.

[35] Ἐφεσ. δ´ 13.


 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...