Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κώστας Νούσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κώστας Νούσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη, Δεκεμβρίου 23, 2014

Χριστούγεννα: αποδοχή της ανθρώπινης ετερότητας ή πρόσληψη θέωσης; [1ο μέρος]


Χριστούγεννα: αποδοχή πάσης της ανθρώπινης ετερότητας ή πρόσληψη θέωσης;
Είναι γεγονός το οποίο λειτουργεί συνειρμικά και αυτοματικά: τα Χριστούγεννα ως συναισθηματική προσέγγιση του βαθύτατου και υπερφυέστατου μυστηρίου της σάρκωσης του Θεού. Η εν-σάρκωση του θείου, η είσοδός του δηλαδή στην κτιστή πραγματικότητα και η σχεσιακή του νέα διάσταση με την τελευταία, δεν ήταν κάτι ξένο προς τις προγενέστερες θρησκευτικές παραδόσεις των λαών. Μια απλή ματιά στις ενανθρωπίσεις και ενσαρκώσεις του ελληνικού, ινδικού και αιγυπτιακού πανθέου αρκεί αποδεικτικώς εν προκειμένω. Ωστόσο, παρά τις εξωτερικές ομοιότητες, άφευκτες εξαιτίας της ομοουσιότητος του ανθρωπίνου γένους και των προσδοκιών του αναφορικά με την υπέρβαση της εγγενούς του ροπής στη φθαρτότητα, καθώς και των ιστορικών αντιγραφών των πάσης φύσεως δεδομένων αναμεταξύ των λαών, όταν μιλάμε για χριστιανισμό, έχουμε κάτι πολύ διαφορετικό.
xmas2
Ο Χριστός, λοιπόν, δεν έκανε μια απλή είσοδο στην ιστορία και στην κτίση. Προσέλαβε αμφότερα, έγινε αμφότερα για την ακρίβεια. Δεν εν-σαρκώθηκε, δεν εισήλθε μέσα στη δημιουργία του απλά, αλλά μεταποιήθηκε ο ίδιος σε πλήρη κτίση, σε τέλειο, σε ολόκληρο κτίσμα. Κατά τη βιβλική, τουτέστιν την αποκαλυπτική ορολογία, σαρκώθηκε (Ιω. 1:14). Το ασύλληπτο γεγονός της περι-γραφής του απερίγραπτου, του αφής του αναφούς, της όρασης του αοράτου, της σύλληψης και του τόκου του ασύλληπτου και αϊδίου Θεού, φαίνεται πια, μέσα στις παραδεδομένες, σχεδόν αυτονόητες χριστιανικές καταβολές του δυτικού κόσμου, φυσικό, απλό, πεζό και εξάπαντος οντολογικώς αδιάφορο. Τα πράγματα, όμως, είναι όλως διάφορα του νοησιαρχικού, ιδεοληπτικού και ηθικοσυναισθηματικού μας πλησιάσματος στο μυστήριο αυτό της σωτηρίας μας.
Η σωτηρία ως λέξη και πολύ περισσότερο ως έννοια και μεταφυσική αγωνία έπαψε να αγγίζει και να ενδιαφέρει τον μετανεωτερικό άνθρωπο ή, τουλάχιστον, να εντάσσεται στις άμεσες ψυχοβιολογικές και ιδεο-λογικο-πνευματικές του προτεραιότητες. Κουρασμένος εμφανέστατα από τις πολλές προτάσεις σωτηρίας που κυκλοφορούν γύρω του – εξάπαντος βραχύβιου, χρονικώς συντετμημένου, ενδοκτισιακού, ηδονοθηρικού και γενικότερου χρηστικού χαρακτήρος – λησμόνησε πως η σωτηρία του άρχεται με την υπέρβαση της κτιστότητας – πιο συγκεκριμένα της φθαρτότητας και θνητότητάς της. Και τούτο ήταν αδιανόητο να πιστευτεί και, πολύ πολύ περισσότερο, αδύνατο να πραγματωθεί άνευ της παρέμβασης τού «από μηχανής Θεού», κάτι που διαισθάνθηκαν και δραματοποίησαν οι υψηλοί προγονικοί μας νόες.
Αν ο ίδιος ο άκτιστος Θεός δεν προσελάμβανε το κτιστό, τη δημιουργία του στον Εαυτό του, όπως τούτο συνέβη στο Πρόσωπο της δεύτερης υπόστασης της Τριάδος, δεν θα μπορούσε να το ζωοποιεί αιωνίως. Τώρα πια τούτο πραγματώνεται εν Χριστώ Ιησού φυσικώ τω τρόπω. Έτσι θέλησε ο Θεός να σώσει τον κόσμο και μάλιστα όχι εξωτερικά, όπως πρέσβευε η αίρεση του Νεστόριου, ούτε ηθικά, όπως η ίδια αίρεση και κάθε πιετιστική και πουριτανική – άρα αιρετική – έκδοση του χριστιανισμού το νομίζει – βλέπε μάρτυρες του Ιεχωβά, Προτεστάντες, Ρωμαιοκαθολικούς κ.ά.- αλλά να τον σώσει ενυποστάτως, δηλαδή σε πλήρη, ολοτελή και αδιάστατη ένωση με την άκτιστη θεότητα: με άλλα λόγια δεν θέλησε απλά να τον σώσει, εξ ανάγκης και δια βίας τινί τρόπω, αλλά να τον αγιάσει τον κόσμο, να τον θεώσει, εν ελευθερία, αρχοντιά και ακριβεί αγάπη. Αυτό είναι το πελώριο, το ιλιγγιώδες, το ασύλληπτο όραμα του Θεού για τη δημιουργία του, μέσα στο οποίο προαιώνιο σχέδιο η ανθρωπότητα κατέχει ιδιάζουσα, υπερβάλλουσα, όλως εξαίρετη θέση.
[Συνεχίζεται]

Τετάρτη, Ιουλίου 02, 2014

Ευσέβεια ή ευσεβισμός; Κώστας Νούσης

Το είναι και το φαίνεσθαι στην πνευματική ζωή δεν αποτελεί πάντοτε καρπό ενσυνείδητης και ορατής πράξης ή κατάστασης (Β’ Τιμ. 3:5). Πολλές φορές συμβαίνει ανεπαίσθητα, μυστικά, ασύνειδα, μέσα στους αφανείς χώρους της βαθιάς και ανεξερεύνητης ψυχής του ανθρώπου, αθέατο από τα μάτια και του ίδιου του φορέα των πνευματικών αυτών πραγματικοτήτων.
Πηγη:http://old-boy.blogspot.gr/
Πηγη:http://old-boy.blogspot.gr/
Απώθηση; Έλλειψη αυτογνωσίας; Πώρωση; Προχωρημένη σήψη και αλλοίωση; Ποιος άραγε μπορεί να μιλήσει με αυθεντία και σιγουριά πάνω σε αυτές τις ιδιαζόντως σύνθετες καταστάσεις και δυσπρόσιτες περιοχές του ανθρώπινου πνεύματος, ει μη μονάχα ο «ἐτάζων καρδίας και νεφρούς» Παράκλητος (Ψαλμ. 7:10); Στο παρόν θα καταπιαστούμε λίαν ακροθιγώς με το θέμα της διάστασης, μάλλον της μετάλλαξης της αληθούς ευσεβείας στον απεχθέστατο ευσεβισμό.
Η ευσέβεια – θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε και ευλάβεια – είναι καρπός του Πνεύματος, γνήσιος απότοκος και συνάμα φορέας τής εν Χριστώ ζωής. Τα χαρακτηριστικά της: όλα όσα έχουν σχέση με τους καρπούς του Πνεύματος (Γαλ. 5:22-23). Οι Άγιοι, ενυπόστατες αποδείξεις της γνήσιας ευσεβείας: απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, αντιφορμαλιστές αναφορικά με μια «στημένη και τυπική» πνευματική ζωή, προσιτοί, προσηνείς, αγαθοί, ιδιαιτέρως, όντως και πάνω από όλα ταπεινοί, αισθανόμενοι άθλιοι και αμαρτωλοί, πολλάκις δε υποκάτω και αυτών των αλόγων ζώων και «πάσης κτίσεως», αγαπώντες και συγχωρούντες τους πάντες γύρω τους ανεξαρτήτως θρησκευτικής ή ετέρας ταυτότητος, γλυκείς, πράοι, παιδικοί στην ψυχή και στη συμπεριφορά, πύρινες καρδιές από τη θεία αγάπη, ειρηνικοί, ευγενείς. Κατά το μέτρο της προσέγγισης αυτών των πνευματικών καταστάσεων έχει ο καθένας το μέτρο σύγκρισης και το ποσοστό συμμετοχής του στο ορθόδοξο ήθος και στην ομώνυμη οντολογική ταυτότητα.
Ας δούμε από την αντ(δι)εστραμμένη τους πλευρά την ψυχοπαθολογία των ευσεβιστών: σύνθετοι άνθρωποι, στρυφνοί, με φαρισαΐζουσα επιθυμία να ξεχωρίζουν, να υπερτερούν, να διακρίνονταιαπό τον αμαρτωλό κόσμο και τους «εκκοσμικευμένους» θρησκεύοντες, τυπολάτρες, φονταμενταλιστές, φιλοσεχταριστές, με «στημένη» εμφάνιση και τρόπο, απρόσιτοι, ανέραστοι, υποκριτές, πονηροί, με ένα ιδιαζόντως φουσκωμένο εγώ, βαυκαλιζόμενοι περί την ακάθαρτη «καθαρότητά» τους, ατομοκεντρικοί, εγωπαθείς κατακριτές των πάντων, ηθικιστές, πουριτανοί, ηθικολόγοι, άθεσμα και ακαλαίσθητα αυτάρκεις, άκρως συντηρητικοί, συνηθέστατα εθνικιστές και εραστές του ολοκληρωτισμού, ασυμπάθιστοι, ανάλγητοι, ανελέητοι, άστοργοι, συχνάκις κακεντρεχείς, ορθοδοξόφρονες του γράμματος – ουχί δε και του πνεύματος – ψυχροί, σοβαροί (μάλλον σοβαροφανείς), αγενείς όποτε θιγούν παντοιοτρόπως (λυδία λίθος ως προς την ύπαρξη πνευματικής πλάνης).
Οι ευσεβιστές βρίσκονται παντού, αλλά συνωστίζονται σε μεγαλύτερη πυκνότητα μέσα στους χώρους των σεκτών, των σχισματικών ομάδων, των παραθρησκευτικών οργανώσεων. Οι περισσότερο καλοπροαίρετοι εξ αυτών, πνευματικά ωστόσο «ανάπηροι» στην αδυναμία εξόδου τους από τις φιλοευσεβιστικές τούτες ομάδες, χάνουν σιγά σιγά, ίσως και ανεπαίσθητα, το όποιο ίχνος υγιούς πνευματικής κατάστασης ενυπάρχει σε αυτούς και, φυσικά, το άρωμα της ορθόδοξης ευλαβείας. Ακόμα και αυτούς που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «καλούς» ανάμεσα στους ευσεβιστές, εξάπαντος θα μπορούσαμε συνάμα και να το αμφισβητήσουμε: είναι άραγε τόσο καλοί χριστιανοί όσο δείχνουν; Η απάντηση σκληρά, αμείλικτα, απογοητευτικά αρνητική…
Ο φαύλος κύκλος του ευσεβισμού έχει εφεύρει και ανακαλύψει τους δικούς του μηχανισμούς και χώρους εκκόλαψης των φωτοαντιγράφων της δυτικής – προπαντός – εισαγόμενης τούτης έκνομης «ευσεβείας». Η επιλογή των κλειστών ομάδων στις οποίες συναγελάζονται οι επιρρεπείς στην εν λόγω πνευματική ασθένεια προσωπικότητες, καθώς και των αντίστοιχων «γερόντων» – εξομολογητών – πνευματικών τους ηγετών, απλά είναι ένας ακόμα αυτοματικός τρόπος αναπαραγωγής θλιβερών φωτοκοπιών και διαιώνισης μιας γενιάς πόρρω απέχουσας από την ορθόδοξη πνευματικότητα. Είναι προφανές ότι ο έλεγχος των συνειδήσεων, η δημιουργία φοβικών και εξαρτημένων προσωπικοτήτων – κάτι που γίνεται έντεχνα και αδιόρατα συνήθως – η πλύση εγκεφάλου, η απαγόρευση «συμμείξεως» με τους «ακάθαρτους εκτός», με το «πλήθος» ή τη χριστιανική λοιπή πλέμπα, η διεστραμμένη καθοδήγηση κατά την οποία δεν προωθείται η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και της ετερότητας του καθενός, αλλά η στανική πειθαρχία και η αναγκαστή υπακοή, είναι μερικές από τις εγκληματικές πνευματικές ενέργειες σε βάρος των τόσο των πωρωμένων, όσο και των αδύναμων και αφελών οπαδών του ευσεβισμού.
Ο εκδυτικισμός, ερχόμενος μέσα από τον ιστορικό συγκερασμό παπισμού, προτεσταντισμού, φραγκοκρατίας και οθωμανικού ζυγού, έχει τους εραστές του ακόμη μέσα στις παρεκκλησιαστικές οργανώσεις. Η επίσημη Εκκλησία καθεύδει τον ύπνο του δικαίου, μάλλον για να είμεθα απόλυτα ακριβείς, τηρεί ενοχική σιγή, έχουσα την πλειοψηφία – σήμερα – των μελών της πάσχουσα και στιγματισμένη με την ευσεβιστική και οργανωσιακή «μέντα», μέσα σε ένα απέραντο φάσμα που ξεκινάει από τους πιο απλούς και άσημους λαϊκούς και φτάνει μέχρι την ανώτατη ηγεσία της.
Ο όσιος γέρων Παΐσιος πάντοτε υπογράμμιζε την ευρωπαϊκή ευσέβεια – βλέπε ευσεβισμό – σε αντιδιαστολή με την Ορθόδοξη ευλάβεια. Οι γκρίζες, σκοτεινές, άχρωμες, άνοστες, στυφές, πικρές, παγερές, ανέραστες φιγούρες των ευσεβιστών και τους ίδιους κρατάνε πεισματικά μέσα στην εμμονή τους στην ψευδαισθητική περιχαράκωση του εγώ και των κίβδηλων ψυχικών τους αυτασφαλίσεων ως προς την τήρηση μιας «ακρίβειας του νόμου» – εν είδει αντικειμενικού εχεγγύου για την αξιομισθιακή κτήση της σωτηρίας σε ένα μοναχικό, ελιτίστικο, δικό τους υπερπέραν – αλλά και τον χριστιανισμό δυσφημούν, εκδιώκοντες τους υποψήφιους ακόλουθους του Χριστού.
Ο χριστιανισμός είναι ελευθερία, απλότητα, αρχοντιά, αγάπη. Δεν είναι θρησκεία, είναι σύναξη γύρω από τον Χριστό, οικογένεια, Εκκλησία. Οι φατρίες, οι σέχτες των «καθαρών» κάθε εποχής δεν έχουν καμιά θέση στο αγιασμένο τούτο Σώμα. Άλλωστε, αυτοί έχουν τη δική τους, ανώτερη, πιο ποιοτική «αγιότητα»…

Τετάρτη, Ιουνίου 18, 2014

Διάλογος Ορθοδόξων & Καθολικών: βήματα ένωσης ή κίνδυνος έκπτωσης στο σύνηθες;


Ζούμε τις τελευταίες μέρες έναν οργασμό διαχριστιανικών επαφών ανάμεσα σε Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς. Μια έντονη κινητικότητα στην οποία κάποιοι ίστανται με θεμιτή ή όχι αισιοδοξία και φιλενωτική διάθεση, άλλοι με σκεπτικισμό και επιφυλακτικότητα, έτεροι δε με ανησυχία, απολογητική επιθετικότητα και μία εν γένει αρνητικότητα, η οποία συνήθως αγγίζει τα όρια του φονταμενταλισμού. Το ζητούμενο, ωστόσο, δεν εντοπίζεται σε καμιά εκ των παραπάνω τάσεων, όσο στην πραγματική διάθεση αμφοτέρων των διαλεγομένων για μια ρεαλιστική και εν Κυρίω κοινωνία και επανένωση της διηρημένης χριστιανοσύνης.
papatriar2
Αν θα μπορούσαμε να δούμε εκπροσωπούμενες τις δύο ενάντιες τάσεις μέσα από επισκοπικές φωνές, θα βρίσκαμε αφενός στην αποσταλείσα στον Πάπα Ρώμης «επιστολιμαία διατριβή» κατά του καθολικισμού υπό των επισκόπων Κονίτσης και Πειραιώς τη «σκληρή και αυστηρή» γραμμή και αφετέρου στην πρόσφατη εγκύκλιο του Μεσογαίας τη διαλλακτικότερη και συνθετική τάση, η οποία ωστόσο αναλυόμενη δεν απέχει της εκπεμπόμενης ουσίας από την πρώτη επιστολή. Εν ολίγοις η στάση της ορθόδοξης συνείδησης έναντι των ρωμαιοκαθολικών, όπως αντικατοπτρίζεται στις εν λόγω επισκοπικές επίσημες ανακοινώσεις, είναι εν γένει αμυντική και πόρρω απέχουσα της οιασδήποτε υπεραισιόδοξης φιλενωτικής προοπτικής.
Και όλο τούτο, διότι πρόκειται για δυο διαφορετικούς κόσμους, για έτερες νοοτροπίες, για ξέχωρες και απομακρυσμένες στο διάβα των αιώνων ιστορικοπολιτισμικές και θρησκευτικές παραδόσεις. Το θέμα, όμως, δεν είναι τα ανθρώπινα παράγωγα των θρησκευτικών αυτών μεγεθών, αλλά η πεμπτουσία του χριστιανισμού, του οποίου διατείνονται πως είναι φορείς τόσο πνευματικοί, όσο και ιστορικοί οι προκείμενες κοινότητες πιστών. Και η βαθύτερη τούτη ουσία δεν μπορεί παρά να είναι η εν Χριστώ αγαπητική κοινωνία, πάνω στην πέτρα της Τριαδικής πίστεως και στο βίωμα της Χάρης της Πεντηκοστής.
Το άλλο πρόβλημα που ανακύπτει είναι κατά πόσο η ένωση αυτή πρέπει να γίνεται «στα χαρτιά», τουτέστιν μέσα από διαλόγους και φόρουμ εξειδικευμένων θεολόγων και κληρικών συνδαιτυμόνων ή μέσα από μια προσέγγιση εν τοις πράγμασι, όπως εμμέσως πλην σαφώς υπογράμμισε τελευταία ο ρωμαίος Ποντίφηκας. Επίσης, ένα συναφές θέμα είναι η προσπάθεια αφομοίωσης ή συμβίωσης δύο διαφορετικών κόσμων, το οποίο είναι κάτι εξαιρετικά δυσχερές, αν αναλογιστούμε τη μακραίωνη τοπική, πολιτισμική και νοοτροπική πλέον απόσταση ανάμεσα στις δύο πλευρές που απομακρύνθηκαν για πλείστους όσους λόγους, εξάπαντος όχι μόνο θρησκευτικούς.
Αν ρίξουμε μια ματιά στη σύγχρονη θρησκευτική πραγματικότητα, θα δούμε οπωσδήποτε σημαντικά βήματα τα οποία κατά το παρελθόν μάλλον θα ήταν αδιανόητα. Δεν αναφέρομαι τόσο στην άρση των Αναθεμάτων κατά τον περασμένο αιώνα ούτε στις αυτονόητες πια επαφές των Ορθοδόξων Προκαθημένων μετά του Λατίνου ομολόγου τους. Αυτά όλα μπορεί να αποδειχτούν με την πάροδο του χρόνου «λίγα» στην πραγματική προσέγγιση των Εκκλησιών. Θα ήθελα να σημειώσω περισσότερο κάποιες «δογματικές υποχωρήσεις» από την πλευρά των ρωμαιοκαθολικών, οι οποίες, αν δεν δοθεί η δέουσα προσοχή, θα υπάρξει κίνδυνος να εκπέσουν στον χώρο του έθους και να τις αντιπαρέρχονται αμφότεροι οι συζητητές σαν κάτι το επουσιώδες και δεδομένο, πράγμα εντούτοις που σε καμιά περίπτωση δεν ισχύει: το πρώτο είναι το Filioque και το δεύτερο ο τρόπος μυστηριακής κοινωνίας των πιστών.
Δεν πρόκειται όσον αφορά τα ανωτέρω για ουνιτική πρακτική, κάτι βέβαια που θα μπορούσε ευλόγως να τεθεί εν προκειμένω ως ένσταση. Αν αναλογιστούμε εδώ την ύψιστης εκκλησιολογικής σημαντικής παράμετρο ότι η εν Ελλάδι αυτή πρακτική της ρωμαιοκαθολικής κοινότητος (της αφαίρεσης του φιλιόκβε και της μετάληψης εξ οίνου και άρτου) τυγχάνει της «ευλογίας» και γίνεται εν γνώσει της Ρωμαϊκής Καθέδρας και εάν συνυπολογίσουμε τις εισηγήσεις σύγχρονων ρωμαιοκαθολικών θεολόγων για επίσημη αφαίρεση του Filioque σε παγκόσμιο επίπεδο, δούμε δε ταυτόχρονα και την επέκταση της πρακτικής τής εξ αμφοτέρων των ευχαριστιακών ειδών (οίνου και άρτου) κοινωνίας των Καθολικών πιστών σε οικουμενικό επίπεδο, τότε θα διαισθανθούμε πόσο έχουν αλλάξει οι καιροί και τους νέους ορίζοντες που ανοίγονται στη διομολογιακή προσέγγιση. Οι «προκλητικές» αυτές φιλενωτικές ενέργειες – προτάσεις των Λατίνων δεν πρέπει να βαλτώσουν στον χώρο της αντιρρητικής θεολογίας και παραφιλολογίας ούτε στην καχύποπτη και στείρα απολογητική νοοτροπία του παρελθόντος. Θα πρέπει να ληφθούν σαν αφορμές και ευκαιρίες αληθινής κοινωνίας και υπέρβασης και των «δευτερευόντων» προσκομμάτων, είτε δογματικών είτε λειτουργικών.
Ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός εντοπίζει στο Filioque την αιτία του σχίσματος: «τὴν μὲν οὖν αἰτίαν τοῦ σχίσματος ἐκεῖνοι δεδώκασι, τὴν προσθήκην ἐξενεγκόντες ἀναφανδόν, ἥν ὑπ’ ὀδόντα πρότερον ἔλεγον· ἡμεῖς δὲ αὐτῶν ἐσχίσθημεν πρότεροι, μᾶλλον δὲ ἐσχίσαμεν αὐτοὺς καὶ ἀπεκόψαμεν τοῦ κοινοῦ τῆς Ἐκκλησίας σώματος» (από την επιστολή «τοῖς ἁπανταχοῦ τῆς γῆς καὶ τῶν νήσων εὑρισκομένοις Ὀρθοδόξοις Χριστιανοῖς»). Ορίστε, λοιπόν!  Εκείνοι έδωσαν την αιτία τότε, εκείνοι φαίνεται τώρα να την αίρουν από μόνοι τους. Αν το καλοσκεφτούμε και εφόσον ήδη η Λατινική Εκκλησία το έχεισχεδόν επίσημα αφαιρέσει από τη δογματική της διδασκαλία, ειλικρινά απορεί ένας αντικειμενικός ή εξωτερικός απαθής παρατηρητής των τεκταινομένων τι είναι αυτό το τόσο σημαντικό ακόμη που πραγματικά χωρίζει θεολογικά Ορθοδόξους και Καθολικούς ή και απλά βραδύνει τις διαδικασίες μιας επίσημης ένωσης. Από τα λόγια του Αγίου προκύπτει απλά, καθαρά και ξάστερα ότι η άρση της αιτίας θα επιφέρει φυσικά, λογικά και αυτόματα την ένωση.  Μήπως, λοιπόν, τα πράγματα δεν είναι τόσο αυτονόητα και εύκολα, όσο εκ πρώτης όψεως φαίνονται και προωθούνται τελευταία τοιουτοτρόπως;
Οι Ορθόδοξοι επιθυμούν την ένωση με τους εκ Δυσμών αδερφούς τους και προσεύχονται για τον Πάπα «ὅπως ἀναλάβη ὡς Ὀρθόδοξος πάπας κατά τά πρεσβεῖα τιμῆς τῆς Πενταρχίας καί δυνάμει τῶν Θείων καίἉγίων καίἹερῶν Κανόνων τήν τιμητικήν προεδρίαν τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὡς ‘primus inter pares’» (εκ της επιστολής των Πειραιώς και Κονίτσης). Οι κινήσεις αμφοτέρων από δω και πέρα πρέπει να γίνονται κατά τη γνώμη του γράφοντος στην πράξη περισσότερο παρά στα λόγια. Όπως θα έχει γίνει κατανοητό από τα παραπάνω, οι λέξεις μπορούν να εκπέσουν στον χώρο της συνήθειας, του ευχολογίου, της ψιλής τους εκπόρευσης άνευ πνευματικού ερείσματος και αντικρίσματος. Αυτό πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία. Υπάρχουν πεδία στα οποία η πράξη και η καλή θέληση έχουν χώρο άφθονης δράσης και υλοποίησης, όπως για παράδειγμα είναι το καυτό πρόβλημα της Ουνίας. Σε τέτοια επίπεδα θα δοκιμαστεί η αντοχή των λόγων και των προθέσεων αμφοτέρων.
Είναι γεγονός ότι, αν κάτι είναι γνήσιο και επιθυμητό ανάμεσα στους ανθρώπους, καθίσταται τελικά αναπόφευκτο να πραγματωθεί. Στην περίπτωση της προσέγγισης Καθολικών και Ορθοδόξων τα πράγματα είναι ακόμη πιο εύκολα, αν λάβουμε υπόψη και τη συνδρομή της Χάρης του Θεού. Σε κάθε άλλη εξέλιξη και δη στο προσεχές μέλλον, αν δηλαδή οι επαφές εκπέσουν σε ατέρμονες, άκαρπες, ατελέσφορες, βραδείες και ψιλές συζητήσεις, δεν θα μπορούν εξάπαντος οι δυο πλευρές να επικαλούνται άλλο λόγους διακριτικής και σταδιακής προσέγγισης, καθώς θα πέφτουν τα προσωπεία, όπου υπάρχουν, και θα δίνεται εύλογη λαβή στους αντιφρονούντες να μιλάνε – πράγμα που κάνουν εξάπαντος διαχρονικά – για παιχνίδια εξουσίας και μόνο. Και τούτο είναι ανεπίτρεπτο για εν Χριστώ αδερφούς, των οποίων μέλημα (πρέπει να) είναι μονάχα η άμιλλα στην ταπείνωση και την αγάπη.
Οι μέρες είναι λίαν πονηρές και τα πράγματα συγκεχυμένα. Τούτη η αλλοπρόσαλλη πνευματική παγκόσμια ατμόσφαιρα θα επιτείνεται μέρα με τη μέρα παρά θα θεραπεύεται. Τα κριτήρια έχουν αλλοιωθεί μέσα στο χάος αυτού που καλούμε συμβατικώς μετανεωτερικότητα. Οι προφητικές και άλλες φωνές που καταφθάνουν από τα στόματα Oρθοδόξων Αγίων δεν είναι τόσο ελπιδοφόρες. Ο τελευταίος στάρετς της Όπτινα Νεκτάριος φέρεται να προφήτευσε πως «δεν θα γίνει ένωση των Εκκλησιών προ της Δευτέρας Παρουσίας». Από την άλλη ο σύγχρονός μας όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης έλεγε πως «όσο πλησιάζει κάποιος την αλήθεια, έρχεται στην Ορθοδοξία. Και μια μέρα όλοι θα γίνουν Ορθόδοξοι».
Η προσέγγιση της «σιβυλλικής» τούτης φράσης δεν είναι εύκολη. Ίσως εννοεί πως θα γίνουν άπαντες μια Εκκλησία στο τέλος, στα Έσχατα, στην κοινή ανάσταση. Η νυν Εκκλησία, ωστόσο, δεν θα πάψει ποτέ να εύχεται, να αγωνιά και να μάχεται για το ποθούμενο: την εν Χριστώ ένωση του παντός. Η όποια αισιοδοξία της απορρέει εξάπαντος από το ιστορικό και μυστηριακό δεδομένο της έκχυσης του Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή, που γιορτάζουμε τις μέρες τούτες. Η προσευχή όλων πρέπει να συνεχίζεται με ένταση: «ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν».

Παρασκευή, Μαρτίου 07, 2014

ΑΡΡΩΣΤΗΜΕΝΟΣ ΓΕΡΟΝΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΑΓΙΚΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

1του Κώστα Νούση, Θεολόγου- Φιλολόγου

Η άνθηση του μοναχισμού και ιδιαίτερα του αγιορείτικου  τα τελευταία χρόνια στον ελλαδικό χώρο ήταν φυσικό και επόμενο να επιφέρει και παρενέργειες οι οποίες έχουν αρχίσει να παγιώνονται στο γνωστό πλέον φαινόμενο της γεροντολατρίας.

Πρόκειται για τη διαστροφή του χαρισματικού και μυστηριακού θεσμού της πνευματικής πατρότητας, που συναντάμε στην ορθόδοξη παράδοση σε διαχρονική βάση και η οποία ερείδεται στο μυστήριο της υπακοής, όπως αυτό αναφύεται μέσα από το ίδιο το χριστολογικό γεγονός (Φιλιπ. 2:8).

Πολλές είναι οι αιτίες που οδήγησαν στην εμφάνιση του φαινομένου. Αν θα αναφερόμασταν σε μερικές ενδεικτικά, θα τις εντοπίζαμε στην έλλειψη διαχείρισης της μοναστικής πνευματικότητας, η οποία με την εκρηκτική της αναγέννηση τάραξε τα θεμέλια της δυτικής ευσέβειας που πολυτρόπως κατέκλυζε τα καθ’ ημάς – και ταλανίζει ακόμη – και στην ανάγκη του ανθρώπου για άμεσες, ορατές και απτές λύσεις και επεμβάσεις του Θεού στη ζωή του. Πάνω σε αυτές τις δυο γενικές αιτιακές βάσεις μπορούμε να ανιχνεύσουμε και τις λοιπές γενετικές υποπαραμέτρους του προβλήματος, όπως είναι η παράλληλη εμφάνιση μιας πληθώρας τωόντι χαρισματικών ανδρών, η συμφυής τάση ειδωλοποίησης των χαρισματούχων και η υπερβολή στην προσέγγισή τους, οι εγωτικές αυτοπροβολές πολλών ιερέων εξομολόγων και η βαθιά επιθυμία τους για πνευματική φήμη και πολυεπίπεδο κατεξουσιασμό των πιστών που τους ακολουθούν και πολλές άλλες ακόμη.

Η μακραίωνη σύγκρουση θεσμικής Εκκλησίας και μοναστικής πνευματικότητας - σε συνδυασμό με την ανωριμότητα των πιστών και την υποσυνείδητη μαγική τάση του ανθρώπου προς τα πάντα είτε λόγω πίεσης από την καθημερινότητα είτε εξαιτίας μιας υποδόριας ειδωλολατρίας που ποτέ δεν εξαφανίστηκε εντελώς από τα μέρη μας είτε και για πλείστους ακόμα λόγους – γέννησε τραγελαφικές καταστάσεις που βασανίζουν και πλανούν γύρω μας ουκ ολίγες ψυχές.

Σε πρόσφατο άρθρο αναφερθήκαμε εκτενώς στο πώς ο Θεός αποκαλύπτει το θέλημά του είτε δια προσευχής (η υψηλότερη οδός των τελείων και των προχωρημένων) είτε δια της ερώτησης στον πνευματικό πατέρα – εξομολόγο (η ασφαλέστερη και ταπεινότερη οδός για όλους)[1]. Καμιά μαγεία δεν χωράει εδώ ούτε και υπάρχει ανάγκη για έκτακτες παρεμβάσεις από το ταπεινό και ησύχιο Πνεύμα του Θεού. Μπορεί ενίοτε ο Κύριος να γνωστοποιεί το θέλημά του ή να συγκαταβαίνει θαυματουργικά μέσα από ενύπνια ή και οράματα, ακόμη και δια προφητειών και αποκαλυπτικών συμβουλών μέσω διορατικών και προορατικών γερόντων, τούτο όμως δεν σημαίνει πως το έκτακτο εκτοπίζει τον σχετικό εκκλησιαστικό κανόνα, ο οποίος θέλει την ταπείνωση ενώπιον του πνευματικού πατρός. Θα πρέπει να έχουμε κατά νουν ότι η παράκαμψη του πνευματικού μας χάριν ενός ετέρου, έστω και χαρισματούχου γέροντος, συνιστά κατά βάθος απιστία και πνευματική μοιχεία.

Τούτο, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να προσφεύγουμε σε εκτάκτως χαριτωμένους πατέρες, αφού και αυτούς το Άγιο Πνεύμα δώρισε στην Εκκλησία, όμως καλό θα είναι να γίνεται τούτο εν γνώσει και με την ευλογία του προσωπικού πνευματικού πατρός ενός εκάστου. Επίσης, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι ενέχει κρυφό εγωισμό η προσδοκία για μια έκτακτη και εξαιρετική χάριν ημών επέμβαση του Θεού, όπως αυτό φαίνεται στην εκζήτηση οραμάτων, θαυμάτων και χαρισματικών αποκαλύψεων.

Ο Θεός βρίσκει άπειρους τρόπους κάθε φορά να μας φανερώνει την πρόνοιά του και να επεμβαίνει θαυμαστά στη ζωή μας. Εμείς, ωστόσο, θα πρέπει με ταπείνωση και πίστη να ζητάμε την αποκάλυψη του θείου θελήματος, στο οποίο θα πρέπει με χαρά να «υποτάσσουμε» το δικό μας και σε κάθε ξεχωριστή περίσταση να είμαστε έτοιμοι να αφουγκραστούμε τον τρόπο που επιλέγει ο Θεός να μας μιλήσει, όπως για παράδειγμα μέσα από γεγονότα. Αλλά σε κάθε περίπτωση ο συνετός αγωνιστής προσφεύγει τελικά στον πνευματικό του (ιερέα συνήθως και εξομολόγο) οδηγό, προκειμένου να επικυρώνει το θείο θέλημα και να σφραγίζει την προσωπική του στάση και ερμηνεία επ’ αυτού προς αποφυγήν πάσης πλάνης δαιμονικής και οιουδήποτε άλλου λάθους.

Η βαθύτατη εγγενής επιθυμία και υποσυνείδητη τάση «σάρκωσης και όρασης» του Θεού και της αυθεντικής του παρουσίας στη ζωή μας γεννάει την ανάγκη και πολλάκις την κατασκευή ενός γέροντα. Άλλωστε, όλοι μας γνωρίζουμε πλέον πόσο η θεάρεστη αυτή και έμφυτη προσδοκία ανεύρεσης του γνήσιου και αληθινού διαστρέφεται από τον δαίμονα και τους επιτηδείους στα ανατολικά θρησκεύματα και από τον κάθε τσαρλατάνο και αγύρτη «φωτισμένο», φαινόμενα που έχουν καταστεί μόδα στον δυτικό κόσμο.

Η Ορθοδοξία μας δεν έχει να ζηλέψει φυσικά τίποτε από όλα αυτά, εφόσον στην ιστορία της ποτέ δεν έλειψαν οι θεοφόροι και σημειοφόροι άγιοι. Χρειάζεται, ωστόσο, και πάλι διάκριση. Οι ηγιασμένοι πατέρες και στάρτσι, λαϊκοί, ιερείς και μοναχοί, δεν είναι όλοι στην ίδια κατηγορία πνευματικότητας ούτε πάντοτε δι’ αυτών μιλάει ο Θεός, σαν να πρόκειται για μια αυτοματική σύνδεση με τον ουρανό και για μια νομοτελειακή και αναπόδραστη αναγκαιότητα της θεότητας να εκφράζεται δι’ εκστασιασμένων ή μη φερεφώνων σύμφωνα με τη θέληση των ιδίων και όσων ερωτώντων τους πλησιάζουν. O γράφων είναι μάρτυρας περιστατικού με τον άγιο γέροντα Παΐσιο (+1994), ο οποίος έκανε ένα λάθος σε μια αποκάλυψη προς κάποιον, για την οποία απόρησε μεν και ο ίδιος, αλλά δεν «κόλλησε» στο λάθος και ταπεινά προσπέρασε το γεγονός.

Ίσως ο Θεός το επέτρεψε με διδακτικό στόχο, για να καταλάβουμε πως Εκείνος ίσταται υπεράνω όλων μας και άπαντες είμαστε αδύναμα όντα, που χρείαν έχουμε αδιάλειπτης εξάρτησης από το άκτιστο, συνιστώντες απλά λειτουργικά όργανα στη διακονία της θείας του οικονομίας εντός της Εκκλησίας.

Οι Άγιοι κατανέμονται σε «κατηγορίες» ανάλογα με τον βαθμό της καθαρότητάς τους, το μορφωτικό τους επίπεδο, τον χαρακτήρα τους και τον συνδυασμό όλων αυτών. Έτσι μπορεί να συναντήσουμε θαυματουργούς πατέρες που να διδάσκουν λανθασμένα ή και αιρετικά πράγματα (εξ αγνοίας περισσότερο και απλοϊκότητας ή έλλειψης παιδείας). Υπάρχουν πολλοί μεγάλοι άγιοι που κάνανε λάθη, επειδή προέταξαν προσωπικά θελήματα και ερμηνείες πριν και πάνω από το θείο θέλημα και την άνωθεν αποκάλυψη. Αυτό δεν πρέπει, βέβαια, να μας σκανδαλίζει, διότι ο Θεός σέβεται την προσωπικότητα και την ελευθερία του άλλου. Εμείς, ωστόσο, καλούμαστε να διακρίνουμε πότε ένας άγιος εκφράζει τα δικά του και πότε είναι όσα λέει προφητείες του Πνεύματος.

Ένα παράδειγμα: πολλοί σήμερα παίρνουν κατά γράμμα προφητείες για την Κων/πολη και τη διάλυση της Τουρκίας και για παγκόσμιους λιμούς και πολέμους. Πέρα από το ότι μια προφητεία κρίνεται από την έκβασή της, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι πολλάκις οι βαθιές επιθυμίες των ανθρώπων μεταφράζονται σε προφητικές εξαγγελίες (π.χ. ο γέρων Παΐσιος ως μικρασιάτης δεν θα μπορούσε παρά να θέλει να δει την αποκατάσταση του ελληνισμού!).

Τα «λάθη» των πατέρων δεν απομειώνουν την αγιότητά τους. Είναι γεμάτη, εξάλλου, η εκκλησιαστική ιστορία από τέτοια πράγματα, ακόμη και από αιρετικά φρονήματα και διδάγματα αγίων (βλ. ιερό Αυγουστίνο ως κορυφαίο παράδειγμα). Η διαφωνία Πέτρου και Παύλου επίσης μάς διδάσκει ότι δεν πρέπει να ειδωλοποιούμε τα πρόσωπα και τις θέσεις τους, όσο υψηλά και να ίστανται, αλλά να τα περνάμε άπαντα από την κρησάρα της αγιοπνευματικής ακρίβειας, διότι πάνω από όλους και όλα βρίσκεται ο Χριστός και η Εκκλησία του. «Παραχωρεί», μάλιστα, παιδαγωγικώς ο Κύριος να βλέπουμε ενίοτε αστοχίες αγίων, για να μας προφυλάσσει από αυτά τα μαγικά και ειδωλολατρικά μας ορμέμφυτα.

Ο άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ έλεγε πως οι τέλειοι δεν μιλούν ποτέ από τον νου τους, αν δεν έχουν «θεία πληροφορία». Μια τέτοια περίπτωση τελείου έχουμε συναντήσει πρόσφατα στο πρόσωπο του νεοφανούς αγίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου (+1991). Η σπάνια αυτή χαρισματική προσωπικότητα μιλούσε συνήθως όποτε και ό,τι «έδινε» το Πνεύμα. Και πάλι, όμως, ο γράφων γνωρίζει περιπτώσεις (μετρημένες με το ένα χέρι) που και ο μέγας Πορφύριος «έπεσε έξω», διότι δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει και το άλλο σκέλος της σχετικής διδαχής του οσίου Σεραφείμ: «όποτε μιλούσα από τον νου μου, συνέβαιναν λάθη».

«Και τα λάθη αυτά μπορεί άλλοτε να είναι μικρά και άλλοτε μεγάλα» (άγιος Σιλουανός). Αν αναλογιστούμε μάλιστα εδώ ένα περιστατικό με τον ίδιο Καυσοκαλυβίτη Άγιο, που καυτηρίασε την περίπτωση έτερου «χαρισματούχου» γέροντος, ο οποίος με μια προφητικού χαρακτήρα συμβουλή του οδήγησε έναν ιερωμένο σε τραγική θέση (να θέλει να πετάξει τα ράσα), αρχίζουμε κάπως να υποψιαζόμαστε την επικινδυνότητα της γεροντοποίησης ενός εκάστου ρασοφόρου με κριτήρια επιδερμικά και εξάπαντος διάτρητα.

Η γεροντολατρία, η οποία κάποτε καταντάει σκέτη γεροντολαγνία, αφενός με τη φανταστική και ελαφρά τη καρδία  απόδοση χαρισμάτων σε άτομα όχι απλώς μη έχοντα τέτοιες δωρεές, αλλά εγγίζοντα ενίοτε και τα όρια της ψυχοπαθολογίας και της πλάνης και αφετέρου με την υποχόνδρια εξάρτηση από τον εκάστοτε γέροντα ακόμη και στις ελάχιστες λεπτομέρειες του βίου – σε σημείο μάλιστα εκχώρησης δικαιωμάτων αήθους εισόδου και σε αυτές τις απόρρητες συζυγικές σχέσεις – δεν εκπορεύεται μονάχα από την πλευρά των απλών και απλοϊκών πιστών. Τουναντίον, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που η γενεσιουργός μήτρα είναι οι ίδιοι οι «γέροντες», οι φέροντες ποικίλα ψυχωτικά σύνδρομα και, το χείρον, την υποφώσκουσα πάθηση της κενοδοξίας και θεραπείας ενός φουσκωμένου έως δαιμονιώδους εγώ.

H Ορθοδοξία είναι, ως γνωστόν, μια αδιάλειπτη σχοινοβασία ανάμεσα στην ακρίβεια και στην πλάνη – ατομική ή και συλλογική (βλ. αίρεση και σχίσμα). Γέμει η εκκλησιαστική ιστορία «φωτισμένων» και «καθαρών» οδηγών, οι οποίοι υποτίθεται ότι χάρη στη μεγάλη τους άσκηση και ευλάβεια θα οδηγούσαν απλανώς τα πνευματικά τους τέκνα. Η διάκριση εν πάσι είναι χάρισμα ελάχιστων πνευματικών πατέρων και όχι προνόμιο των πολλών. Οι εκλεκτές δωρεές του Αγίου Πνεύματος δεν δίνονται εική και ως έτυχε. Οι προϋποθέσεις υποδοχής τέτοιων χαρισμάτων είναι πολλές με προεξάρχουσα την ταπείνωση. Δεν έχει το δικαίωμα κανείς να αυτοπροσδιορίζεται άμεσα ή έμμεσα σαν σκεύος εκλογής, μα ούτε και οι απλοί πιστοί θα έπρεπε με τόση αφέλεια να επιδίδονται σε αγώνες ανακάλυψης και ονοματοδότησης γερόντων, προκειμένου να αποκτήσουν μέσα από αυτούς πνευματική αξία και υπόσταση.

Η ασφαλέστερη οδός είναι η εύρεση ενός καλού πνευματικού, απλού, καθημερινού και φυσιολογικού (πόσο λείπει σήμερα αυτό το είδος!) ανθρώπου, που θα αναπαύει τον άλλο και δεν θα αναζητεί οπαδούς και διαφημιστικές φιέστες γύρω από το όνομά του. Η υπακοή σε έναν άνθρωπο που μας αγαπά και νοιάζεται για μας, μιλώντας την ίδια με μας γλώσσα – με άλλα λόγια η «πνευματική χημεία» θα οδηγήσει έναν έκαστο στον κατάλληλο γέροντα, πάντοτε με τη μυστική αρωγή του Πνεύματος – είναι η οδός της πνευματικής προκοπής και σωτηρίας εν Χριστώ. Αυτό, άλλωστε, που μετράει περισσότερο είναι ο δικός μας αγώνας και η διάθεση γνήσιας υπακοής. Σε αυτήν την περίπτωση δεν αφήνει ο Θεός να πλανηθεί σε επικίνδυνα μονοπάτια ο τίμιος και ειλικρινής δούλος του, ακόμη και αν έπεσε στα χέρια ενός όχι και τόσο καλού πνευματικού οδηγού. Η ελευθερία, εξάλλου, μέσα στην Εκκλησία μπορεί να οδηγεί ενίοτε κάποιους πιστούς σε πλέον τού ενός πνευματικούς οδηγούς ταυτόχρονα (όπως για παράδειγμα βλέπουμε στον βίο του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου).

Ο Θεός αναπαύεται στην υπακοή, η οποία είναι δείκτης έμπρακτης αγάπης και κένωσης ενώπιον του ιδίου, αλλά και του κάθε αδερφού. Η υπακοή αυτή, όμως, δεν πρέπει ούτε να προσεγγίζεται μαγικώ τω τρόπω ούτε να καταντά ψυχαναγκαστικός βραχνάς και νεύρωση. Η στρατιωτικοποίηση της πνευματικής ζωής και ο τιμωρός Θεός εξάπαντος πόρρω απέχουν από την ορθόδοξη πνευματικότητα. Όπως χαρακτηριστικά δίδασκε ο όσιος Πορφύριος, αυτή πρέπει να γίνεται ολόψυχα και χαρούμενα. Τότε μόνον καρποφορεί εν Χριστώ και οδηγεί σε αγιότητα και θεραπεία, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση καθίσταται μαρτύριο και οδηγεί αναπόδραστα σε ασθένειες ψυχοσωματικές, όπως άλλωστε και κάθε πνευματική άσκηση για τον Θεό  που δεν ενεργείται με τις ορθές αγιοπνευματικές προϋποθέσεις.

Οι ίδιοι οι χαρισματούχοι σύγχρονοι Πατέρες μάς έδειξαν τον δρόμο αυτόν της καθαίρεσης παντός γεροντισμού, τόσο με την προσωπική στάση τους μέσα στην αφάνεια και την ησυχία της μοναστικής ζωής, όσο και δια των σχετικών διδαχών τους. Σε μας μένει απλά να μελετήσουμε και να εφαρμόσουμε το παράδειγμά τους. Ο Χριστός, άλλωστε, θέλει δίπλα του υιούς και άρχοντες και όχι φοβικές συνειδήσεις και δείλαια ανθρωπάκια με ανάπηρες προσωπικότητες κρυμμένες όπισθεν του κάθε τυχόντος και αυτόκλητου «αγίου» της Εκκλησίας του. 

Παρασκευή, Απριλίου 26, 2013

Το Μυστήριο της Έγερσης του Λαζάρου


ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΓΕΡΣΗΣ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

“Τι είδε (;) o Λάζαρος….”

Του Κώστα Νούση,
Θεολόγου – φιλολόγου ΑΠΘ

«Την κοινήν Ανάστασιν προ του σού Πάθους πιστούμενος». Έτσι μεταφράζει με μια πρώτη και άμεση προσέγγιση η εκκλησιαστική υμνογραφία το μυστήριο της έγερσης του τετραημέρου Λαζάρου. Μας πιστοποιεί, μας διαβεβαιώνει, μας παρέχει εγγύηση, μας δίνει ενέχυρο ο Χριστός για το εσχατολογικό γεγονός της ανάστασης όλων των νεκρών. 


Είναι χαρακτηριστική η συχνή συνεύρεση του ρήματος αυτού με τη λέξη όρκος στα αρχαία κείμενα. Δεσμεύει και με συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός ο Κύριος τον εαυτό του απέναντι στην ανθρωπότητα αναφορικά με την παλιγγενεσία του σύμπαντος κόσμου, επομένως και την ανακαίνιση της φθαρτής μας και υπό του θανάτου τραυματισμένης φύσης.Αυτό ένοιαζε πιο πολύ το Θεό, να μας σιγουρέψει, να μας στεριώσει την πίστη. Μια πίστη που ερείδεται στα πράγματα και όχι στις ιδέες. 

Μια ανάσταση αληθινή, ένσαρκη και ιστορική, όπως αυτή του Λαζάρου, του παιδιού του Ιαείρου, προπαντός και προεξαρχόντως όπως η δική του. Αυτό εξάλλου φαίνεται και στη σύνθεση του τροπαρίου με τη συντακτική σειρά των όρων της πρότασης. Κρύπτεται το Πάθος στη μέση και συνδέει ως συνεκτικός ιστός τη δική μας με εκείνη του φίλου του και εν τέλει με τη δική του Ανάσταση, που και αυτή ως λύση του θείου δράματος ουσιαστικά λύει την πανανθρώπινη πανάρχαια αρά. Πρωταγωνιστές εδώ παρ’ αξίαν και πάλι εμείς – μια αγάπη που προβάλλει πάντα τον ερώμενο – και στο χορό μέσα ο κορυφαίος κρυπτόμενος επιμελώς Θεός δρων εν ταπεινώσει αφανώς και μυστικώς υπέρ ημών. 

H πίστη λοιπόν είναι μια βεβαιότητα και μια εμπιστοσύνη σε κάτι που απλώς δεν είναι ακόμη ορατό. Όμως βιώνεται από τον πιστό ως παρόν, αν και μέλλον γενέσθαι, μάλιστα με μεγαλύτερη ενάργεια και ένταση από τα ίδια τα τρέχοντα γεγονότα. Eίναι όντως υπερφυές και υπερθαύμαστο το μυστήριο της πίστεως, πάντως σε καμιά περίπτωση παράλογο. Μάλλον παράλογη και έκφρενη θεωρείται για τον άνθρωπο του Θεού η απιστία σε όλες τις ποιότητες και ποσότητές της. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στην ψαλμική φράση: «είπε άφρων εν τη καρδία αυτού: ουκ έστι Θεός». Μετά και την ανάσταση του Λαζάρου και του ίδιου του Χριστού είπαν και λένε και θα λένε πολλοί άφρονες εν τη καρδία αυτών: ουκ έστι ανάστασις νεκρών, ουκ έστι Δευτέρα παρουσία. Και ίσως για την ασθένεια αυτή της απιστίας που λαμβάνει γιγαντιαίες παγκοσμίως διαστάσεις αυξήθηκε η παραφροσύνη της ανθρωπότητας που κυλιέται στο αίμα, στα ναρκωτικά, στις κοινωνικές ανισότητες, στις πολιτικές εκτροπές, στις παιδοφιλίες, στις πάσης φύσεως αναισχυντίες και τραγωδίες. Μάλλον έτσι εξηγείται και η έξαρση των ψυχασθενειών που παίρνει επιδημικές διαστάσεις.

Ο Χριστός αρχίζει πλέον να παίζει με το διάβολο, το θάνατο και τον άδη. Δραματική ειρωνεία στην κορύφωσή της. Προανάκρουση νέκρωσης του θανάτου. Λίγες μέρες ακόμη ψευδαίσθησης κοσμοκρατορίας του διαβόλου. Όπως το γνωστό αιλουροειδές ρίχνει εν είδει τραγικού παιχνιδίσματος ραπισματάκια στο συμπαθές μελλοθάνατο τρωκτικό λίγο πριν το κατασπαράξει, έτσι ο Κύριος εμπαίζει τους εχθρούς της ανθρωπότητας δαίμονες και τη μεγάλη μας ασθένεια: τη φθορά, το θάνατο. Και στην περίπτωση του φίλου του Λαζάρου δίνει το τελευταίο κάπως ηχηρότερο ράπισμα. Έπεται η χαρμόσυνη για μας συμφορά του άδη. Η απελευθέρωση των αλυσοδεμένων ανθρώπων στη φοβερή αυτή φυλακή. Αυτό που ονειρεύτηκε και προσδοκούσε σαν ομιχλώδες και μάλλον ουτοπικό όραμα ο Πλάτων παίρνει σάρκα και οστά. Ο ίδιος ο Θεός γίνεται άνθρωπος και ανίσταται εκ νεκρών απαρχή των κεκοιμημένων γενόμενος. Προοικονομεί ο Χριστός στο ευχάριστο αυτό επεισόδιο της τραγωδίας της ανθρώπινης ιστορίας τη δική του σωτήρια έγερση μέσα από τη νεκρανάσταση ενός δικού του – κατ’ άνθρωπον -ανθρώπου, ενός φίλου του. Αυτός που σήμερα δίνει ζωή στον εδώ και τέσσερις ολάκερες μέρες ήδη αποσυντιθέμενο και όζοντα Λάζαρο, αυτός θα εγερθεί από το δικό του τάφο μετά από ελάχιστο χρονικό διάστημα. Μάλλον όμως το κραυγαλέο αυτό προφητικό σημείο δεν το προαισθάνθηκαν ούτε οι εχθροί του Φαρισαίοι ούτε οι εχθροί όλων μας δαίμονες ούτε καν ο ίδιος ο εωσφόρος. Ίσως δεν ήθελαν κιόλας να το πιστέψουν.

Η σιωπή του Λαζάρου. Ένα ακόμα μυστηριακό σημείο. Είδε κάτι; Ή όχι; Αν ναι, τι ακριβώς και γιατί δε μίλησε; Η σιωπή είναι ενίοτε πιο εκκωφαντική από τα λόγια. Για αυτό και δε μίλησε. Ήταν ήδη μύστης της άλλης όχθης. Και αυτό ήταν αρκετό, ειδικά όταν άκουσε τη φωνή του παντοκράτορα, αυτού που κρατά στα χέρια Του και τα κλειδιά της αβύσσου στην οποία κατέρχονται οι ψυχές: ήταν η γνώριμη φωνή του ταπεινού, ως νόμιζε μέχρι τη στιγμή εκείνη, διδάσκαλου και φίλου του Ιησού. Τώρα όμως που άκουσε την εξουσιαστική ως φωνή υδάτων πολλών προσταγή του να βγει από τον κάτω κόσμο κατενόησε περισσότερο από όλους ποιος κρυβόταν κάτω από το ταπεινό σχήμα του ανυπόδητου – ως ισχυρίζετο – υιού του ανθρώπου. Και πραγματικά το επεισόδιο του Λαζάρου είναι από τα πιο μεστά στην αποκάλυψη του μυστηρίου του Χριστού ως Θεού και ανθρώπου συνάμα. Μια βροντή που τάραξε και ξάφνιασε τους πάντες στο ψηλαφητό υποχθόνιο σκότος αλλά έδωσε στο θείο μύστη Λάζαρο μια βιωματική κατάρρευση του μύθου για το ανίκητο του εχθρού.

Είναι άπειρες οι πτυχές που μπορεί να δει κανείς στην ευαγγελική αυτή ιστορία. Θα κλείσω με μια μικρή στάση μπροστά στην αδερφή του Λαζάρου. Μια φιγούρα που εκπροσωπεί και εικονίζει την τραγική μας υπόσταση που μερικές φορές αγγίζει και τον τραγέλαφο και τον κλαυσίγελω. Πριν από λίγο η ίδια άγγιξε την πίστη και τώρα, μπροστά στο λίθο, διστάζει πάλι και φωνάζει στο Χριστό πως ο αδερφός της ήδη όζει. Μάλλον κράζει απελπισμένη την ύστατη στιγμή προσδοκώντας και εκζητώντας το απίστευτο για αυτή, μάλλον εκλιπαρώντας για το έλεος του Θεού απέναντι στη δυσπιστία της, τη δυστυχία της, το αδιέξοδό της.

Ο Κύριος όμως δε σταματάει πια. Ούτε μπροστά στην αμαρτία ούτε στην απιστία ούτε στη δυσωδία των φθαρτών φυσικών νόμων. Θέλει όσο τίποτε άλλο να μας σώσει, να μας αναστήσει, να μας λευτερώσει, να μας δώσει πίσω το αρχαίο κάλλος, μια αιώνια ευτυχία, μια έξοδο από όλα μας τα δεσμωτήρια. Δι’ ό και φωνή μεγάλη εκραύγασε: «Λάζαρε, δεύρο έξω».

Κ.Ν.

Λάρισα, 26/3/2010
Θεολογικός Σύνδεσμος Λάρισας

Πέμπτη, Απριλίου 25, 2013

Η έγερση του Λαζάρου



"Τι είδε (;) o Λάζαρος...."

Του Κώστα Νούση,
Θεολόγου - φιλολόγου ΑΠΘ«Την κοινήν Ανάστασιν προ του σού Πάθους πιστούμενος». Έτσι μεταφράζει με μια πρώτη και άμεση προσέγγιση η εκκλησιαστική υμνογραφία το μυστήριο της έγερσης του τετραημέρου Λαζάρου. Μας πιστοποιεί, μας διαβεβαιώνει, μας παρέχει εγγύηση, μας δίνει ενέχυρο ο Χριστός για το εσχατολογικό γεγονός της ανάστασης όλων των νεκρών. Είναι χαρακτηριστική η συχνή συνεύρεση του ρήματος αυτού με τη λέξη όρκος στα αρχαία κείμενα. Δεσμεύει και με συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός ο Κύριος τον εαυτό του απέναντι στην ανθρωπότητα αναφορικά με την παλιγγενεσία του σύμπαντος κόσμου, επομένως και την ανακαίνιση της φθαρτής μας και υπό του θανάτου τραυματισμένης φύσης.

Αυτό ένοιαζε πιο πολύ το Θεό, να μας σιγουρέψει, να μας στεριώσει την πίστη. Μια πίστη που ερείδεται στα πράγματα και όχι στις ιδέες. Μια ανάσταση αληθινή, ένσαρκη και ιστορική, όπως αυτή του Λαζάρου, του παιδιού του Ιαείρου, προπαντός και προεξαρχόντως όπως η δική του.

H πίστη λοιπόν είναι μια βεβαιότητα και μια εμπιστοσύνη σε κάτι που απλώς δεν είναι ακόμη ορατό. Όμως βιώνεται από τον πιστό ως παρόν, αν και μέλλον γενέσθαι, μάλιστα με μεγαλύτερη ενάργεια και ένταση από τα ίδια τα τρέχοντα γεγονότα. Eίναι όντως υπερφυές και υπερθαύμαστο το μυστήριο της πίστεως, πάντως σε καμιά περίπτωση παράλογο. Μάλλον παράλογη και έκφρενη θεωρείται για τον άνθρωπο του Θεού η απιστία σε όλες τις ποιότητες και ποσότητές της. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στην ψαλμική φράση: «είπε άφρων εν τη καρδία αυτού: ουκ έστι Θεός». Μετά και την ανάσταση του Λαζάρου και του ίδιου του Χριστού είπαν και λένε και θα λένε πολλοί άφρονες εν τη καρδία αυτών: ουκ έστι ανάστασις νεκρών, ουκ έστι Δευτέρα παρουσία. Και ίσως για την ασθένεια αυτή της απιστίας που λαμβάνει γιγαντιαίες παγκοσμίως διαστάσεις αυξήθηκε η παραφροσύνη της ανθρωπότητας που κυλιέται στο αίμα, στα ναρκωτικά, στις παιδοφιλίες, στις πάσης φύσεως αναισχυντίες και τραγωδίες. Μάλλον έτσι εξηγείται και η έξαρση των ψυχασθενειών που παίρνει επιδημικές διαστάσεις.

Ο Χριστός αρχίζει πλέον να παίζει με το διάβολο, το θάνατο και τον άδη. Δραματική ειρωνεία στην κορύφωσή της. Προανάκρουση νέκρωσης του θανάτου. Λίγες μέρες ακόμη ψευδαίσθησης κοσμοκρατορίας του διαβόλου. Όπως το γνωστό αιλουροειδές ρίχνει εν είδει τραγικού παιχνιδίσματος ραπισματάκια στο συμπαθές τρωκτικό πριν το κατασπαράξει, έτσι ο Κύριος εμπαίζει τους εχθρούς της ανθρωπότητας δαίμονες και τη μεγάλη μας ασθένεια: τη φθορά, το θάνατο. Και στην περίπτωση του φίλου του Λαζάρου δίνει το τελευταίο κάπως ηχηρότερο ράπισμα. Έπεται η χαρμόσυνη για μας τραγωδία του άδη. Η απελευθέρωση των αλυσοδεμένων ανθρώπων στη φοβερή αυτή φυλακή. Αυτό που ονειρεύτηκε και προσδοκούσε σαν ομιχλώδες και μάλλον ουτοπικό όραμα ο Πλάτων παίρνει σάρκα και οστά. Ο ίδιος ο Θεός γίνεται άνθρωπος και ανίσταται εκ νεκρών απαρχή των κεκοιμημένων γενόμενος.

Προοικονομεί ο Χριστός στο ευχάριστο αυτό επεισόδιο της τραγωδίας της ανθρώπινης ιστορίας τη δική του σωτήρια έγερση μέσα από τη νεκρανάσταση ενός δικού του - κατ’ άνθρωπον -ανθρώπου, ενός φίλου του. Αυτός που σήμερα δίνει ζωή στον εδώ και τέσσερις ολάκερες μέρες ήδη αποσυντιθέμενο και όζοντα Λάζαρο, αυτός θα εγερθεί από το δικό του τάφο μετά από ελάχιστο χρονικό διάστημα. Μάλλον όμως το κραυγαλέο αυτό προφητικό σημείο δεν το προαισθάνθηκαν ούτε οι εχθροί του Φαρισαίοι ούτε οι εχθροί όλων δαίμονες και ο εωσφόρος. Ίσως δεν ήθελαν κιόλας να το πιστέψουν.

Η σιωπή του Λαζάρου. Ένα ακόμα μυστηριακό σημείο. Είδε κάτι; Ή όχι; Αν ναι, τι ακριβώς και γιατί δε μίλησε; Η σιωπή είναι ενίοτε πιο εκκωφαντική από τα λόγια. Για αυτό και δε μίλησε. Ήταν ήδη μύστης της άλλης όχθης. Και αυτό ήταν αρκετό, ειδικά όταν άκουσε τη φωνή του παντοκράτορα, αυτού που κρατά στα χέρια και τα κλειδιά της αβύσσου στην οποία κατέρχονται οι ψυχές: ήταν η γνώριμη φωνή του ταπεινού ως νόμιζε μέχρι τη στιγμή εκείνη διδάσκαλου και φίλου του Ιησού. Τώρα όμως που άκουσε την εξουσιαστική ως φωνή υδάτων πολλών προσταγή του να βγει από τον κάτω κόσμο κατενόησε περισσότερο από όλους ποιος κρυβόταν κάτω από το ταπεινό σχήμα του ανυπόδητου – ως ισχυρίζετο – υιού του ανθρώπου. Και πραγματικά το επεισόδιο του Λαζάρου είναι από τα πιο μεστά στην αποκάλυψη του μυστηρίου του Χριστού ως Θεού και ανθρώπου συνάμα.

Είναι άπειρες οι πτυχές που μπορεί να δει κανείς στην ευαγγελική αυτή ιστορία. Θα κλείσω με μια μικρή στάση μπροστά στην αδερφή του Λαζάρου. Μια φιγούρα που εκπροσωπεί την τραγική μας υπόσταση που μερικές φορές αγγίζει και τον τραγέλαφο και τον κλαυσίγελω. Πριν από λίγο άγγιξε την πίστη και τώρα, μπροστά στο λίθο, διστάζει πάλι και φωνάζει στο Χριστό πως ο αδερφός της ήδη όζει. Μάλλον κράζει απελπισμένη την ύστατη στιγμή προσδοκώντας και εκζητώντας το απίστευτο για αυτή, μάλλον εκλιπαρώντας για το έλεος
του Θεού απέναντι στη δυσπιστία της.

Ο Κύριος όμως δε σταματάει πια. Ούτε μπροστά στην αμαρτία ούτε στην απιστία ούτε στη δυσωδία των φθαρτών φυσικών νόμων. Θέλει όσο τίποτε άλλο να μας σώσει, να μας αναστήσει, να μας λευτερώσει, να μας δώσει πίσω το αρχαίο κάλλος, μια αιώνια ευτυχία, μια έξοδο από όλα μας τα δεσμωτήρια. Δι’ ό και φωνή μεγάλη εκραύγασε: «Λάζαρε, δεύρο έξω».

Λάρισα, 26/3/2010

Τρίτη, Μαρτίου 12, 2013

ΠΕΡΙ ΤΗΣ "ΠΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ" ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ (με αφορμή Εγκύκλιο του Σεβ. Πειραιώς Σεραφείμ)



Υπόρρητη έκκληση ορισμού του πολυθρύλητου Οικουμενισμού 
Του θεολόγου - φιλολόγου Κώστα Νούση
Η φετινή ποιμαντορική εγκύκλιος του Μητροπολίτου Πειραιώς επ’ αφορμή της ημέρας της Κυριακής της Ορθοδοξίας πόρρω απέχει της πρόσφατης καθ’ υπέρβασιν λειτουργικής ανάγνωσης πρόσθετων αναθεμάτων από άμβωνος υπό του ιδίου. Ο Σεβασμιώτατος, κινούμενος ήδη σε έναν δρόμο μιας πλέον - ευχάριστης για πολλούς και αισιόδοξης προοπτικής, τον οποίον ων τίμιος θα ακολουθεί περισσότερο στο εξής βλέποντας το ακατάστατον των ποικιλώνυμων φονταμενταλιστών, που τη μια μέρα τον λιβανίζουν και την επόμενη τον καθυβρίζουν, ως επισυνέβη τώρα τελευταία – νηφάλιας προσέγγισης των θεολογικών και εκκλησιαστικών πραγμάτων, εξέδωσε τη σχετική εγκύκλιο αναφερόμενος στο θέμα του Οικουμενισμού, τον οποίο χαρακτηρίζει ως «παναίρεση» και τη μεγαλύτερη αίρεση της εποχής μας, ακολουθώντας μια συγκεκριμένη βιβλιογραφία την οποία και παραθέτει. 
Αν και προσωπικά δεν είμαι ιδιαίτερα ευχαριστημένος με τον τρόπο ανάπτυξης του εν λόγω θέματος και δη με τη συγκεκριμένη βιβλιογραφική – επιστημονική του κάλυψη, θα έλεγα ότι σε γενικές γραμμές είναι ένα κείμενο δομημένο πάνω σε μια σταθερή βάση και ακολουθεί μια συνεπή γραμμή και στοχοθεσία απ’ αρχής μέχρι τέλος. Ωστόσο, θα ήθελα να σταθώ σε τρία σημεία. 
Το πρώτο: «ὑπάρχει ἕνα προκαθορισμένο σχέδιο ἑνώσεως, πού ὁδηγεῖ στήν διαμυστηριακή κοινωνία (intercommunio) πασῶν τῶν αἱρέσεων καί τῶν θρησκειῶν, στήν ἐπιβολή τῆς πανθρησκείας καί τό ὁποῖο ἀποτελεῖται ἀπό τρεῖς φάσεις. Ἡ πρώτη φάση τοῦ σχεδίου ἑνώσεως εἶναι ἡ ἕνωση ὅλων τῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν, δηλ. ὁ διαχριστιανικός οἰκουμενισμός. Ἡ δεύτερη φάση εἶναι ἡ ἕνωση ὅλων τῶν θρησκειῶν, δηλ. ὁ διαθρησκειακός οἰκουμενισμός καί ἡ τρίτη φάση εἶναι ἡ ἕνωση ὅλων τῶν ὁμολογιῶν καί τῶν θρησκειῶν, δηλ. ἡ ἐπιβολή τῆς πανθρησκείας, μέ ἀρχηγό τόν αἱρεσιάρχη Πάπα τῆς Ρώμης, ὁ ὁποῖος θά παραδώσει τήν παγκόσμια ἐξουσία στόν Ἀντίχριστο». Θα ήθελα να ερωτήσω αν πρόκειται για τεκμηριωμένη θεολογική διακοίνωση - διαπίστωση ή αυθαίρετη προφητική εξαγγελία. Φοβάμαι ότι είναι ειλημμένο μέσα από τη βιβλιογραφία που χρησιμοποίησε, που κινείται μάλλον στον χώρο της «λαϊκής και χρηστικής» ευσέβειας παρά σε εκείνον της αμιγώς θεολογικής (επιστημονικώς και πατερικώς). Ιδιαίτερα εν προκειμένω αξιοπρόσεχτη είναι η κατάληξη για την ένωση των πάντων υπό τον πάπα Ρώμης και την αυτοπαράδοση εκείνου στον αντίχριστο. Τέτοιες προρρητικού, μάλλον όμως ανεπέρειστου χαρακτήρα ανακοινώσεις, ίσως δεν αποτελούν τόσο σοβαρό πρόβλημα, όσο επανατοποθετούν στο τραπέζι το θέμα της επιτακτικής ανάγκης μιας θεολογικότερης εκφοράς του ποιμαντικού λόγου της Εκκλησίας στα χρόνια της μετανεωτερικότητας, στα οποία δεν μπορούν ουσιωδώς να «σταθούν» ευπρεπώς πλέον τέτοιου είδους πληροφορίες και συμπεράσματα. 
Το δεύτερο σημείο έχει σχέση με τον ρωμαιοκαθολικισμό ως περί δεύτερου πνεύμονος της Εκκλησίας. Δεν θέλω να σχολιάσω ότι εδώ ακριβώς υποκρύπτεται έμμεση βολή σε συγκεκριμένα εκκλησιαστικά πρόσωπα, κάτι βέβαια που δεν είναι αυτοδικαίως μεμπτό, εφόσον πρόκειται για θεολογική διαφωνία που γίνεται εν αγαπητικώ διαλόγω και τεκμηριωμένη βασάνω και ευπρεπεία. Όμως το τελευταίο ακυρώνεται ευθύς αμέσως, όταν οι φορείς τέτοιων θέσεων βαπτίζονται αυτόχρημα «οικουμενιστές». Αλλά και δεν κατανοώ επίσης γιατί θα έπρεπε να φοβόμαστε τέτοιες φράσεις με αρκετή δόση ιστορικής και θεολογικής αληθείας. Ας μην ξεχνάμε πως και εμείς πλέον ανήκουμε στη Δύση και διαλεγόμαστε με αυτήν όχι ως με αλλοθρήσκους, αλλά πάνω στη βάση της αρχέγονης κοινής μας χριστιανικής παράδοσης και με την προοπτική ενός μέλλοντος συμπόρευσης, εκτός και θέλουμε να στρουθοκαμηλίσουμε ή να ακολουθήσουμε την ατραπό μιας αυτοαπομονωτικής ουτοπίας, κάτι εξάλλου που θεωρώ αδύνατο, διότι και να το επιθυμούσαμε, απλούστατα δεν θα μας το επέτρεπαν πολλοί παράγοντες. 
Το τρίτο σημείο είναι το εξής: «ἡ μεταπατερική ἤ νεοπατερική αἵρεση κάνει λόγο γιά τήν ὑπέρβαση, τό ξεπέρασμα, τήν περιθωριοποίηση τοῦ συνόλου τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τήν ἀντικατάστασή τους ἀπό τούς σημερινούς, συγχρόνους δῆθεν «νέους πατέρες», τούς μεταπατερικούς οἰκουμενιστές». Η γενικευτική και αφοριστική επιθετική τούτη χρήση του περιεχομένου μιας καινοφανούς αίρεσης, που οριοθετείται κατ’ εμέ μάλλον αυθαίρετα, βεβιασμένα και πρόχειρα, περισσότερο συγχέει τα θεολογικά μας πράγματα παρά τα θεραπεύει, εφόσον τοιουτοτρόπως γενόμενη τραυματίζει και θίγει συγκεκριμένα πρόσωπα, στα οποία προσάπτεται ως ρετσινιά κακοδοξίας. Πρόκειται σαφέστατα για βαριές κατηγορίες, όπως είναι κυρίως η περιθωριοποίηση του συνόλου των αγίων Πατέρων και η αντικατάστασή τους από «νεοπατέρες οικουμενιστές», οι οποίοι αναφέρονται συνθηματικά και δεν προσδιορίζονται ούτε ονοματίζονται, αφήνοντας ποικίλα κενά και απορίες σε όλους μας. 
Σε κάθε περίπτωση, όμως, το κείμενο είναι μια συμπυκνωμένη παράθεση θεολογικών – εκκλησιολογικών επίκαιρων ζητημάτων για τα οποία δεν έχει ξεκινήσει, ως θα όφειλε, ένας αξιόλογος και νηφάλιος, ώριμος πλέον και επιβεβλημένος, διάλογος.Και εδώ κατ’ εμέ έγκειται περισσότερο η αξία της ποιμαντορικής αυτής εγκυκλίου. Ο Σεβασμιώτατος προσπαθεί όχι τόσο να προστατέψει το ποίμνιό του, το οποίο εξάπαντος δεν κινδυνεύει να μολυνθεί από τον οικουμενισμό τη στιγμή τούτη, όσο να εκπέμψει μια εναγώνια, πλην υποφώσκουσα, κλήση για θεολογικό διάλογο και διασάφηση εκκρεμών σχετικών ζητημάτων. Διότι, εφόσον θέλουμε να είμεθα άπαντες εν Πνεύματι δίκαιοι, αν ισχύουν έστω και επ’ ελάχιστον ορισμένες από τις ενστάσεις του Επισκόπου μέσα στις συνειδήσεις, πρακτικές και προοπτικές ορισμένων μελών (κυρίως ποιμένων) της Εκκλησίας, τότε οπωσδήποτε έχουμε πρόβλημα και χρήζει ταχείας θεραπείας. 
Κ.Ν. 
12/3/2013

Πέμπτη, Ιανουαρίου 31, 2013

ΠΡΟΣ ΠΟΛΩΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΜΑΣ ΚΑΚΟΔΑΙΜΟΝΙΑΣ; ΚΩΣΤΑΣ ΝΟΥΣΗΣ

Θεόδωρος Στάμος, Χωρίς τίτλο


Αντιφάσεις εκ παραδρομής ή πόλωση της εκκλησιολογικής μας κακοδαιμονίας; 
(αλλιώς: ένα μικρό σχόλιο με αφορμή την τελευταία «επίθεση» κατά του π. Βασιλείου Θερμού) 
Του θεολόγου - φιλολόγου Κώστα Νούση
Είχα σχεδόν δεσμευθεί να μην καταπιαστώ εκ νέου με τον μητροπολίτη Πειραιώς και αυτό ισχύει παρά τη φαινομενική μου επαναφορά. Ο σκοπός του παρόντος δεν είναι άλλος παρά η καταγγελία της σύγχρονης εκκλησιαστικής δυσπραγίας και της εκκλησιολογικής προβληματικής αντινομίας των ημερών. Θέλω να πιστεύω ότι προσωπικά, όσο και οι συντάξαντες την έκκληση για το ζήτημα του μοναστηριού στη Ναύπακτο, επί των προκειμένων δεν είναι άνθρωποι πονηροί, κρυψίνοες και οπισθόβουλοι, αλλά έντιμα μέλη του εκκλησιαστικού σώματος, που απλά συμμετέχουν στο χαρισματικό αυτό γεγονός συμπάσχοντας στα τραύματα της αγάπης, τα οποία επιφέρει ο αρχαίος πτερνιστής. 
Είναι γεγονός ότι η πρόσφατη σχετική με το ζήτημα ανάρτηση του Π. Ανδριόπουλου καλύπτει ακριβώς αυτήν ταύτην την επιχειρηματολογική δομή και ουσία, τις οποίες είχα κατά νουν πριν ξεκινήσω να γράφω το παρόν. Οπότε θα τις επαναλάβω κατά κάποιον τρόπο και από τη δική μου οπτική γωνία, καθώς και θα επιληφθώ και δυο τριών ακόμα θεμάτων, που δεν άγγιξε ο φίλος Παναγιώτης. 
Ως δυστυχέστατα επεσήμανα και στην προτελευταία ανάρτηση για έναν βωμολόχο μπλόγκερ, βλέπω πολλά από όσα σχολιάζονται στα σχετικά μας κείμενα να λαμβάνουν εν τη πραγματώσει τους προφητικό χαρακτήρα. Στην προκειμένη περίπτωση δεν έχω - και το τονίζω προκαταβολικά – καμιά διάθεση να καταφερθώ κατά του εν λόγω Επισκόπου, από τον οποίο και ξεκινώ. Είναι λίαν νωπές οι μνήμες της μετ’ εκείνου προσωπικής μου «αντιπαράθεσης», στην οποία οι διαπιστώσεις μου φαίνεται να επικυρώνονται στην πράξη και δη με τρόπο δραματικό πλέον και απροκάλυπτο. 
Απορώ κατ’ αρχήν και εξίσταμαι με το γεγονός της απροσχημάτιστης αντίφασης λόγων και λόγων ή επί το ακριβέστερον λόγων και έργων. Βλέπουμε, για παράδειγμα, νασυμφωνεί πλέον εμφατικά μαζί μας ο Σεβασμιώτατος πάνω στο πρόβλημα της καινότροπης εισπήδησης (και εν γένει κανονικής υπέρβασης) μέσω διαδικτύου,για την οποία κυριότατα μας ενεκάλεσε μέσω του γραφείου αιρέσεων της Μητρόπολής του. Θυμίζω ενδεικτικά για το τραγελαφικό (ή και ύποπτο) τη υπόθεσης• λέγανε δι’ εμέ: «πιο συγκεκριμένα διηύρυνε τον όρο αυτόν, πέρα από τα πλαίσια, που ορίζει το Πηδάλιο, στα νέα πλαίσια της «μεταλλαγμένης εισπηδήσεως» (σελ.2 της δεύτερης απαντήσεως), στις «καινές μορφές εισπηδήσεως» (σελ.4 της πρώτης απαντήσεως) και στην «έμμεση κανονική εισπήδηση» (σελ.4 του πρώτου δημοσιεύματος της 25ης.11. 2012). Το ότι βέβαια όλα τα παρά πάνω «μετανεωτερικά, εξαμβλωματικά και καινοφανή μορφώματα» (σελ.1 της δεύτερης απαντήσεως) της σκέψεώς του είναι τελείως ξένα προς την Κανονική και Εκκλησιαστική μας Παράδοση, μόλις είναι ανάγκη να υπογραμμιστή. Το τραγικό στην παρούσα περίπτωση δεν είναι, ότι έχουμε να κάνουμε απλώς με το σοβαρό παράπτωμα της παραχαράξεως των θεοπνεύστων Ιερών Κανόνων, αλλά επί πλέον με την απόπειρα συμπληρώσεως αυτών, τους οποίους με θείο φωτισμό συνέγραψαν οι άγιοι Πατέρες, ανυψώνοντας έτσι εαυτόν υπεράνω Συνόδων και Πατέρων Με τις ενέργειές του αυτές ο αγαπητός κ. Κ.Ν., χωρίς ίσως να το αντιλαμβάνεται, προκαλεί «από απλή ταραχή και σκανδαλισμό μέχρι και σοβαρότερες παρενέργειες στην Εκκλησία», και πάντως «σίγουρα κάνει την δουλειά του και διασκεδάζει ο αρχαίος όφις» (σελ.1 του πρώτου δημοσιεύματος της 25ης.11.2012). Αυτή η περίπτωση «τω όντι ανήκει στο φαινόμενο της ευρύτερης θεολογικής μας σχιζοείδειας». Αυτό, ειδικά το τελευταίο, προσυπογράφω και πάλι. 
Έρχεται, λοιπόν, νυν ο Σεραφείμ και δηλοί κατηγορηματικώς: «ἐπισημειοῦται δέ ὅτι ὑφίσταται συντρέχουσα ἁρμοδιότης τοῦ Ἐπισκοπικοῦ Δικαστηρίου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς ἐν προκειμένῳ κατά τάς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 7 τοῦ ἀνωτέρω νόμου διότι τά φερόμενα ὡς τελεσθέντα κανονικά παραπτώματα διά τοῦ διαδικτύου ἐτελέσθησαν καί ἐντός τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς ἐφ’ ὅσον τό διαδίκτυον λειτουργεῖ καί ἐντός αὐτῆς»!!! Τα υπέρ ημών συμπεράσματα δεν υποδηλώνονται προς αυτοδικαίωσιν, όπερ ευτελές, ανώριμον, ανόητον και εφάμαρτον, όσο για να πούμε το εξής: πρόκειται απλά για μια ανακολουθία που δείχνει κάποιον ακόμα κενό περιεχομένου και συμβατού ήθους σύγχρονο εκκλησιαστικό λόγο – επί το απλούστερον: καλά δεν ξέρουν ή ξεχνάνε τι γράφουν μέσα σε λίγες μέρες; - ή μήπως για κάτι απεχθέστερο, το οποίο δεν θέλω ούτε καν να διανοηθώ; 
Προς τούτοις, έχω ήδη αναφερθεί στον νομικίστικο και σχολαστικό χαρακτήρα των γενικότερων παρεμβάσεων του εν λόγω Επισκόπου και, δυστυχώς, δεν νομίζω πως και στο τελευταίο του κείμενο υπερβαίνει την τεθλασμένη – κατά την ταπεινή μου γνώμη – ποιμαντική αυτή γραμμή του. Η παράθεση νόμων του κράτους, ιερών κανόνων και, το χείρον, η απειλητική, τρομοκρατική και εκβιαστική τους χρήση πάνω σε κληρικούς και λαϊκούς, πέρα από το γεγονός της προκληθείσης θλίψης για την έκπτωσή μας από αγαπητικό εν Χριστώ χαρισματικό Σώμα σε εγκόσμιο οργανισμό ή θεσμό, ενισχύει το απωθητικό προφίλ της εν Ελλάδι υπαρχούσης δεσποτοκρατίας. 
Δεν μπορώ εδώ να μην επισημάνω και την «επίθεση» κατά ενός εγνωσμένης πνευματικότητας και προσφοράς στα θεολογικά γράμματα εγγάμου ιερέως (π. Β. Θερμού), που καταμαρτυρεί μια ανεξήγητη αντινομία μέσα στην τελολογία και στην οντολογία της σύγχρονης ποιμαντικής δράσης και ευρύτερης εκκλησιαστικής μας πραγματικότητας. Πιο απλά: αν απαξιώνουμε τέτοια στελέχη της Εκκλησίας, ποιο άραγε ιερατικό γένος επιθυμούμε να παραγάγουμε και κατ’ επέκταση σε τι επίπεδο θέλουμε να βρίσκεται ο λαός του Θεού; Λένε οι εκκαλούντες περί ειρήνευσης, ισχυριζόμενοι πως πρόκειται περί διασταυρωμένης πληροφορίας, κάτι που ούτε καν θέλω να διανοηθώ και σχολιάσω: «παρά το γεγονός ότι τυπικά εμφαίνεται σαν αίτημά του (π. Γ. Δορμπαράκη) να λάβει απολυτήριο, η αλήθεια είναι ότι εξαναγκάστηκε να το κάνει επειδή του ζητήθηκε και για να μην παραμείνει υπό την σοβαρή δυσμένεια του μητροπολίτη». Απαντά αρνούμενος ο Μητροπολίτης: «κατά τόν εὐφυέστατον φερόμενον συγγραφέα τῆς «διαμαρτυρίας» εἰς θέματα διοικήσεως καί κανονικῆς τάξεως ἡ τυπικότης δέν διασφαλίζει καί δέν ἀποδεικνύει τήν οὐσίαν». Ποιον να πιστέψεις; Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για τραγικές καταστάσεις απάδουσες προς τη φύση της Εκκλησίας και πως ενίοτε ο τύπος αποτελεί την ταφόπλακα της ουσίας, δηλαδή της εν Χριστώ αγάπης. 
Περνάω και στα πιο σοβαρά, ώστε να εξηγήσω την προαναφερθείσα βαθύτερη ανησυχία μου πάνω σε υποδόριες απεχθείς πιθανές αλήθειες. Μια απλή ανάγνωση του κειμένου των συντακτών των «εκκλήσεων» για ειρήνευση της (τοπικής εν Ναυπάκτω) Εκκλησίας το μόνο που δεν καταφέρνει είναι να μας προκαλέσει τις ανησυχίες και τις «καχυποψίες» του Πειραιώς. Ίσα ίσα που μας εμβάλλει νέες. Γίνομαι πιο σαφής. Φοβάμαι ότι, όσο και να διαβάσει κανείς τις εκκλήσεις, δεν θα βρει «εξισώσεις» με τον Ναυπάκτου, αλλά μάλλον αφορμή για αναφορά στον «θεολογικόν αυτόν γίγαντα» σε ευθεία αντιπαραβολή (προς αντιπαράθεση μήπως;) με τον «κακόδοξον» Περγάμου. 
Πρόκειται για τυχαία ή εσκεμμένη εκδίπλωση μιας «αντιοικουμενιστικής» πολεμικής, που άρχισε εδώ και καιρό ο Πειραιώς και οι συν αυτώ; Έχουμε μήπως τα προοίμια μιας συντεταγμένης επίθεσης; Έχουν άραγε έρθει μεταξύ τους προηγουμένως οι εμπλεκόμενοι «αντιοικουμενιστές» Ιεράρχες σε συνεννόηση; Αν όχι, μήπως θα πρέπει να διαψεύσει αυτήν την εξίσωση ο νέος υπό του ετέρου εμπλεκόμενος; Αν όχι, πότε θα επιληφθεί του θέματος η ΔΙΣ ή το Πατριαρχείο για την έμμεση αυτή επίσημη καταγγελία για κακοδοξία ενός θεσμικού εκπροσώπου του Οικουμενικού Θρόνου; Και τι άλλο θα πρέπει να περιμένουν τα ανώτατα συλλογικά όργανα, για να οριοθετήσουν τον «οικουμενισμό» επιτέλους; Και, ειρήσθω εν παρόδω, ο Σεβασμιώτατος φαίνεται επιτέλους να θυμήθηκε στην εν λόγω αναπόδεικτη εξίσωσή του τα «ἀνώτατα συνοδικά ὄργανα διοικήσεως». Αν δεν πρόκειται για προσβλητική της νοημοσύνης και της βραχύτατης μνήμης μας υπόμνηση, απλά θα του πούμε το δάσκαλε που δίδασκες… 
Έχουμε, προφανέστατα, πολύ βαθύτερα ζητήματα εδώ. Πέρα από τις όποιες ιερές ή ανίερες συμμαχίες, έχουμε θεολογικές και ποιμαντικές ενάντιες σχολές και τάσεις, που καταμαρτυρούν την επιταγή των καιρών για προσαρμογή της ορθόδοξης πνευματικότητας και εκκλησιολογίας στο πλαίσιο της μετανεωτερικότητας. Ο εκκλησιασμός των τάσεων και στάσεων μπορεί μεν να οδηγήσει σε μια εν Πνεύματι σύνθεση, μπορεί όμως και σε σύγκρουση και καθαιρετικές διαδικασίες. Εξάπαντος, ωστόσο, δεν μπορούν να εκκρεμούν άλλο τέτοια θέματα και να τραυματίζεται η ενότητα και η ειρήνη της Εκκλησίας από τις όποιες δυσδιάκριτες διαθέσεις και ιδέες του καθενός. Αυτή η αναβλητικότητα και η κώφευση της διοικούσας Εκκλησίας δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ αόριστον. Βλέπουμε, λοιπόν, από τις ίδιες πηγές να εκπορεύονται αντικρουόμενα ρεύματα. Από τη μια οι μεταπατερικοί – ζηζιουλικοί - οικουμενιστές (π.χ. Βόλος) και απ’ την άλλη οι παραδοσιακοί – ρωμανιδικοί - αντιοικουμενιστές (βλ. Πειραιάς) – άραγε πόσο συμβολική ήταν η μετακίνηση του π. Γ. Δορμπαράκη από τον βόρειο στον νότιο εκκλησιαστικό πόλο; Εν προκειμένω έχουμε και πάλι μια άριστη ευκαιρία αυτοπροσδιορισμού της σύγχρονης εκκλησιολογίας. Η διαλεκτική με τον μεταμοντερνισμό και ο φονταμενταλισμός, το παλιό με το νέο, η παρελθοντολαγνία και η ανοιχτότητα σε ιδέες και ανθρώπους προβάλλουν απαιτητικά εκζητώντας διεξόδους. Εκείνο που σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να χαθεί είναι η αγάπη, το πρόσωπο, ο φυσικός άνθρωπος, ο οποίος βλέπουμε να οράται ή σαν θύμα ή σαν θεσμική μονάδα και να στοχοποιείται. Την έκκληση ουσιαστικά για «προσωπικές συναντήσεις» έκαναν οι υπογράφοντες, μεταξύ των οποίων έβρισκες και φερέλπιδα ονόματα της παραγωγής σύγχρονου και ζωντανού θεολογικού λόγου και της εκκλησιαστικής ζωής. Και αναρωτιέσαι εύλογα αν οι παρασκηνιακές κινήσεις και οι αδιόρατες απευκταίες πραγματικότητες κρύβονται στους πολλούς ή στους λίγους… Ας μας διαψεύσουν εξ αμφοτέρων οι «ύποπτοι» εν αγάπη και ομονοία πολιτευόμενοι. 
Επειδή θέλω να είμαι έντιμος, οφείλω να πω ότι προσωπικά θα προτιμούσα ο κάθε κληρικός, έστω και σε θετικές παρεμβάσεις του, ως εν προκειμένω, να έχει την «ευλογία» (έστω και την εν απλή γνώσει) του οικείου του Μητροπολίτη. Επιμένω, επίσης, πως η υπακοή στον Επίσκοπο, ακόμα και λαθεμένη και κατ΄ άνθρωπον άγουσα σε αδικίες, είναι η πλέον θεάρεστη και οι «πνευματικότεροι» προτιμούν να αδικηθούν παρά να δικαιωθούν εδώ, αναμένοντες τη θεία «εκδίκηση». Οι δε Επίσκοποι να παύουν να αυτονομούνται και να λειτουργούν δεσποτικά, αλλά πατρικά, ανθρώπινα, φυσικά, αγιοπνευματικά. 
Το δια ταύτα είναι πως σε όλα τα παραπάνω προσβάλλεται η ουσιώδης ταυτότητα της εκκλησίας και αμαυρώνεται η ad extra εικόνα και η καλή (εσχατολογική – χαρισματική) μαρτυρία της. Η λύτρωση παραμένει διαχρονικά η μετάνοια, δηλαδή το γύρισμα του νου μας, της όρασής μας, του είναι μας προς τον Θεό. Εκεί μέσα σβήνουν τα πάθη, οι μικρότητες, τα ιδεολογήματα, οι αυτονομήσεις, οι εξατομικευτικές διαδρομές, και αναδύεται ο Χριστός και τα πρόσωπα των αγίων, των χριστοειδών αυτών όντων στα οποία καλούμαστε άπαντες να μεταμορφωθούμε. 
Κ.Ν. 
31/1/2013

Δευτέρα, Ιανουαρίου 21, 2013

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ...ΑΝΤΑΡΤΙΚΩΝ του Κώστα Νούση


πηγή


Εσχατολογικές αυτονομήσεις και εκκλησιαστικά αντάρτικα υπό το φως της εκκλησιολογικής ευαισθησίας και διδασκαλίας του γέροντος Πορφυρίου 
Του θεολόγου - φιλολόγου Κώστα Νούση
Σε μια πρωτοφανή ερμηνεία των εσχατολογικών προφητειών, φέρεται ο γέροντας Πορφύριος να είπε «ότι η Αποκάλυψη γράφτηκε για να μη γίνει»1. Όντως ηχεί παράδοξη και πρωτότυπη στα αυτιά μας μια τέτοια προσέγγιση, αν και δε διαφέρει από την αντίστοιχη παλαιοδιαθηκική για τη Νινευί. Πραγματικά, ο Θεός προφητεύει – προειδοποιεί, ώστε να μετανοήσουμε και να αποφύγουμε τις φυσικές συνέπειες της αμαρτίας, δια των οποίων απλά και μόνον αυτοτιμωρούμαστε. Το θέμα είναι ότι η προφητεία από τη σωτηριολογική της αυτή διάσταση μετατρέπεται συνήθως σε επιβεβαίωση της προορατικής δύναμης του Θεού πάνω στην αποτυχία των φορέων της μεταπτωτικής ιστορικής διαδρομής. 
Κλείνοντας ο μεγάλος αυτός θεόπτης των ημερών μας την επίγεια διαδρομή του, υπαγόρευσε σε έτερον αγιορείτη – πνευματικό του τέκνο - μια μικρή παρακαταθήκη, στην οποία αναφέρει πως «τώρα φεύγει από τον κόσμο, γιατί δεν τον ακούει κανείς… γιατί στις μέρες μας κανένας δεν ακούει κανέναν… γιατί στις μέρες μας ο καθένας μας σήκωσε μια δικιά του παντιέρα και κανείς δεν ακούει κανέναν»2. Άραγε, επιβεβαιώνονται αυτές οι ένθεες προρρητικές φοβίες του; 
Σε μια γενικότερη θέαση του κόσμου, η παραπάνω απογοητευτική διαπίστωση είναι απλά η τραγική περιρρέουσα πραγματικότητα, που στον κατήφορό της όχι μόνο δεν έχει γυρισμό, αλλά και βρίσκεται σε μια ιλιγγιώδη αυξητική τροχιά, μέσα σε ένα κλίμα μη ανασχέσιμου και ολοκληρωτικού δαιμονισμού, όπως προωθείται μέσα από την ανεξέλεγκτη τεχνολογική έκρηξη, η οποία ολοένα και αφανίζει από την όρασή μας (υποκαθιστώντας) τον Θεό και τη βαθύτερη αλήθεια των πραγμάτων. 
Το ίδιο, όμως, δυστυχέστατα, παρατηρείται και στον κατεξοχήν οντολογικό χώρο της ενότητας και της αγάπης, στην Εκκλησία του Θεού. Αν, μάλιστα, συνυπολογίσουμε τη σχεδόν άφευκτη πραγμάτωση της ως άνω προφητείας, τότε δεν έχουμε παρά να περιμένουμε επιδείνωση της κατάστασης. Πώς, όμως, θα μπορούσε σήμερα η Εκκλησία να κηρύξει Χριστό και να ενώσει - σώσει τον κόσμο; Μονάχα με την έμπρακτη ενότητα της αγάπης και της πίστης. Τότε θα ελκυσθούν στον Χριστό οι ευρισκόμενοι μακράν της Εκκλησίας, καθώς απομακρύνθηκαν και αφίστανται απ’ αυτήν κατά το πλείστον εξαιτίας των όντων εντός της. Πολλά πνεύματα χωρούν στην Εκκλησία και μπορούν εν Πνεύματι να συνυπάρχουν και να συμπορεύονται ακόμα και μέσα από την ετερότητα, η οποία είναι εκ των πραγμάτων συστατική της χαρισματικής ενότητας. Το πρόβλημα, ωστόσο, δημιουργείται, αφ’ ης στιγμής προκαλούνται αυτονομήσεις που ξεκινούν με την κατάργηση του πνεύματος της υπακοής, το οποίο συνοδοιπορεί με εκείνο της ταπείνωσης. 
Ο ίδιος γέροντας φέρεται να έχει πει μια φράση θεραπευτική των πάσης φύσεως εξτρεμιστικών τάσεων, οι οποίες είθισται να αγγίζουν τα όρια της πνευματικής πλάνης, η οποία, ως έχω πολλάκις επισημάνει και προσπαθήσει να δείξω, είναι συνήθως δυσδιάκριτη και με μαεστρία καλυπτόμενη είτε από τα πνεύματα της πονηρίας είτε από το εμπαθές εγώ και τον αρρωστημένο ψυχισμό μας, στα οποία και πάλι κρύβονται επιμελώς οι ίδιοι άρχοντες του σκότους. Λέγοντας, λοιπόν, ο αγιορείτης ότι «προτιμώ να πλανώμαι μέσα στην Εκκλησία, παρά να φύγω από την Εκκλησία» και ότι δε θα εγκατέλειπε το πλοίο της Εκκλησίας, επειδή θα πάθαινε ρωγμή ή θα κινδύνευε3, κληροδοτεί τοιουτοτρόπως στους ανθρώπους των εσχάτων, μάλλον το Άγιο Πνεύμα δι΄ αυτού, έναν χρυσό κανόνα σύγχρονης εκκλησιολογίας. 
Όλα τα προαναφερόμενα αντάρτικα, που υφίστανται ήδη και θα πληθαίνουν γεωμετρική τη προόδω, δεν είναι ούτε φληναφήματα ούτε φαντασιοκοπικά θεωρήματα. Δυστυχώς, αποδεικνύονται θεώμενα και βιούμενα στην καθημερινότητά μας. Σε αυτό το πλαίσιο βλέπουμε πως το συνοδικό σύστημα εν Ελλάδι υπολειτουργεί και πολλοί Επίσκοποι εξέρχονται ύποπτα της συλλογικότητας, δημιουργώντας υποομάδες κακοτρόπως διαφοροποιημένων αποχρώσεων, όπως για παράδειγμα οικουμενιστών και αντιοικουμενιστών και της συνώνυμης δυάδας νεωτεριστών και παραδοσιακών. Το λυπηρό είναι ότι στις απογεννώμενες κατηγοριοποιήσεις ούτε σαφή κριτήρια υπάρχουν ούτε ευδιάκριτη θεολογική βάση. 
Θαυμάζεις σε όλες σχεδόν τις σχετικές περιπτώσεις την επιλεκτική και κατά το δοκούν χρήση του Ιερού Πηδαλίου και καταλήγεις σε μια και μόνο διαπίστωση: ότι πραγματικά δε βγάζεις άκρη και το μόνο που γίνεται και μένει είναι ο θόρυβος, η ακαταστασία και η διχόνοια, πράγματα που κάποια στιγμή μπορεί να εκτραπούν σε μικρά ή και πιο σοβαρά εκκλησιολογικά τραύματα – σχίσματα. Βλέπεις, για παράδειγμα, ατομικούς και ομαδικούς στασιασμούς κατά της θεσμικής Εκκλησίας (μοδάτο φαινόμενο πλέον) και τους εξ αυτών νομοτελειακά απορρέοντες επίσημους αφορισμούς να ποδοπατούνται και από τους υφισταμένους τα επιτίμια τούτα και από τους ποιμένες, τους υπεύθυνους να τα επικυρώσουν με τον απαιτούμενο σεβασμό στις εκκλησιαστικές αυτές αποφάσεις και στην υλοποίησή τους. Και για να γίνω πιο σαφής, μπορεί άνετα ο κάθε αφορισθείς να στηριχθεί στην ερμηνεία και στην υποσημείωση του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη στον ΛΒ΄ Αποστολικό Κανόνα πως δεν πρέπει να καταφρονήσει κανείς ούτε τον δίκαιο ούτε τον άδικο αφορισμό «έξω μόνον ανίσως ήθελαν καταδικασθούν, προ του να κριθούν, και να προσκαλεσθούν εις το εκκλησιαστικόν δικαστήριον» και να εξισώσει την προσωπική του περίπτωση με εκείνην του γίγαντα της Ορθοδοξίας και Αγίου, του Χρυσορρήμονος Ιωάννου και των άδικων διώξεων που υπέστη από τη θρησκευτική και πολιτική εξουσία της εποχής, παραθεωρώντας ταυτόχρονα τη μέριμνα και τις εκκλήσεις του ίδιου αγίου «ίνα μη σχισθή η Εκκλησία» παρά την αδικία σε βάρος του, καθώς και ότι «ὁ ἐπανελθὼν Ἀρχιεπίσκοπος παρὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ λαοῦ δὲν ἤθελε «νὰ εἰσέλθει εἰς τὴν Ἐκκλησίαν του παρὰ μόνον ἀφοῦ ἀποκατασταθεῖ κανονικῶς ὑπὸ συνόδου… Καθῃρημένος ἐπίσκοπος, ἔλεγε, καθὼς εἶμαι, δὲν δύναμαι νὰ εἰσέλθω εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μου παρὰ μόνον ἀφοῦ ἀποκατασταθῶ ὑπὸ Συνόδου»4, οπότε και η ευαισθησία του Αγίου μπορεί να ερμηνευθεί κατά το νομιζόμενο συμφέρον εκάστου. 
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούμενοι και οι υποθάλποντες και περιθάλποντες τέτοια πρόσωπα και καταστάσεις πνευματικοί ταγοί, φαίνεται να ξεχνούν μια σειρά από σχετικούς Κανόνες, προληπτικούς πάντοτε της διασάλευσης της ενότητας και της εκκλησιαστικής ευταξίας. Ενδεικτικά να παραθέσω εν προκειμένω τον ΛΒ΄ Αποστολικό, τον Ε΄ της Α΄ Οικουμενικής και ειδικά τον ΙΓ΄ της εν Σαρδική Τοπικής, που αναφέρονται στην ομόνοια, συμφωνία και αλληλοσεβασμό μεταξύ των Επισκόπων και του Συνοδικού συστήματος• προς τούτοις τον ΛΖ’ της εν Καρθαγένη, που αφορά στη βαθύτερη ουσιαστική πραγματικότητα του αυτοαφορισμού, και τους ΣΤ’ της εν Αντιοχεία και ΙΔ΄ της εν Σαρδική, που αφορούν σε αμφοτέρους, αυτονομηθέντες Επισκόπους και αφορισθέντες. 
Η μεγίστη των αρετών είναι η διάκριση, λένε οι Πατέρες και οι ασκητές της Εκκλησίας. Σε κάποια ιστορική συγκυρία το ορθόδοξον ήταν να είσαι καθαρά και ξάστερα ανθενωτικός. Η εμμονή, όμως, σήμερα, σε μια δυσαναλόγως ιστορικά ομότροπη και κακεκτύπως ερμηνευτικά εκπορευόμενη αντίστοιχη αντίδραση και σε μια γενική και αόριστη στάση, με το πρόθημα αντί μπροστά σε λέξεις, διαθέσεις, νοοτροπίες και πρακτικές, σε ένα status quo απαξίας των Ποιμένων και αποκλεισμού και εγκλεισμού της καθαρότητας της πίστης και της αγιότητας του βίου μέσα σε σεκτοποιημένες φονταμενταλιστικές νησίδες τήδε κακείσε, μάλλον αποτελεί εκκλησιολογικό υποχονδριακό εκτροχιασμό. Η γνώμη του γράφοντος, που θέλει να πιστεύει ότι συνάδει κάπως προς το πνεύμα του αγιορείτη και όλων σχεδόν των σύγχρονων αγιασμένων γερόντων της Ορθοδοξίας, είναι πως πλέον πρέπει να γίνουμε περισσότερο ενωτικοί. Παραφράζοντας κάπως τον γέροντα, θα έλεγα ότι είναι προτιμότερο να είμαστε στην «πλάνη» του Πορφυρίου παρά στην «αγ(ρ)ιότητα» του νεόκοπου ζηλωτισμού. 
Είναι εύκολο πάντοτε, και από ό,τι φαίνεται ειδικά σήμερα, να «τη δεις» Χρυσόστομος, Θεόδωρος Στουδίτης ή Μάρκος Ευγενικός, όπως είναι εξίσου σαφές ότι ο καθένας έχει κάποιον δικό του (θεολογικό και πνευματικό) μπούσουλα, με τον οποίο βαδίζει και δια του οποίου κρίνεται. Ωστόσο, παραμένει ουσιωδώς πιο σημαντικό το ζήτημα της αυθεντικότητας στη στάση και στην ερμηνεία εκάστου ενώπιον του αλάθητου και αδέκαστου Κριτή, στον οποίο μπροστά δεν μπορείς ούτε να αυτοπροσδιοριστείς όπως θα ήθελες ούτε να βγάλεις το Πηδάλιο και να αρχίζεις με σοφιστείες να αυτοδικαιώνεσαι, μάλλον να απολογείσαι. 
Μια ακόμα συγκυριακά ομόλογη περίπτωση είναι αυτή του μοναστηριού στη Ναύπακτο. Ψάχνουμε λύσεις και ανθρώπινες δικαιώσεις, ενώ η εκκλησιαστική παράδοση είναι σαφής: η υπακοή στον οικείο Επίσκοπο, και δη η μοναχική, σε συνδυασμό με τη μοναστική συνείδηση της ταπείνωσης, της ακτημοσύνης, της αποταγής, της μετάνοιας. Το «ανθρώπινο δίκιο και λάθος» υποχωρούν μπροστά στον χρυσό αυτό κανόνα, ο οποίος από τον γέροντα Πορφύριο προτάθηκε για εφαρμογή και σε μια πολύ πιο σοβαρή μελλοντική περίπτωση: στην υπακοή στην επίσημη Εκκλησία στο θέμα των ταυτοτήτων με το επίμαχο αντίχριστο σημάδι. Το τέλος, που μας πλησιάζει ορμητικά και αναπόφευκτα, έχει και τη θετική του πλευρά. Είναι η προσδοκώμενη Βασιλεία του Θεού. Ο γέρων Πορφύριος δε μένει μονάχα στις απαισιόδοξες προβλέψεις για το αύριο, αλλά κλείνει παρακλητικά, παραμυθητικά, όπως εξάλλου είναι ανέκαθεν ο λόγος του Πνεύματος, των Αγίων, της Εκκλησίας: «μόνο αν σμίξουμε με τον Χριστό, με την Αγία Τριάδα, μέσα στην άκτιστη Εκκλησία θα σωθούμε». Αυτό είναι και το καινό μήνυμα που έφερε εδώ και δυο χιλιετίες ο Κύριος και το οποίο οσονούπω θα πραγματωθεί στην εσχατολογική του πληρότητα με τη μετάβαση της Εκκλησίας στη Βασιλεία, μάλλον με τη μεταμόρφωση και ταύτιση της Εκκλησίας και της αιώνιας Βασιλείας. 
Κ.Ν. 
20-1-2013 
1. http://www.pentapostagma.gr/2012/12/blog-post_2141.html 
2. https://www.youtube.com/watch?v=SSScM1lT1SI 
3. Ανθολόγιο συμβουλών, έκδ. Μονής Μεταμόρφωσης Σωτήρος, Μήλεσι, 2003, σελ. 195. 
4. Τὰ ὑπὲρ Χριστοῦ παθήματα…ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ἐκδ. “Ὀρθ. Κυψέλη”, Θεσσαλονίκη, 2005, σελ. 78-79.

Κυριακή, Νοεμβρίου 11, 2012

Εξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ: Μια σύγχρονη μεταγραφή του ρλε’ ψαλμού Κώστ


Αλληλούια·
ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΣΘΕ τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· δοξάστε τον Κύριο, γιατί είναι φύσει Aγαθός και η χρηστότητά Του ακατάληπτη για την ανθρώπινη διάνοια,  αρκούμενη στην πτωχεία της να Τον περιγράφει με το όνομα Αγάπη·
 2 ἐξομολογεῖσθε τῷ Θεῷ τῶν θεῶν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· δοξάστε τον υπέρθεο μέγα Θεό, που δεν είναι ένας ακόμα μικρός και ψεύτικος θεός σαν τους άλλους, οικούντες σε νοητά ή αισθητά είδωλα, όπου πιστεύουν τα έθνη, αλλά Αυτός που εκτείνει την εξαρχία Του και πάνω σ’ εκείνους·
ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ τῶν κυρίων, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· δοξάστε τον Ένα και μοναδικό Κύριο, που δεν είναι ακόμα ένας μικρός και ψεύτικος κύριος σαν τους έτερους, ένυλους και ασώματους, όπου καταδυναστεύουν τους ανθρώπους σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, αλλά Αυτός που έχει το κράτος Του πάνω και σ’ εκείνους·
 4 τῷ ποιήσαντι θαυμάσια μεγάλα μόνῳ, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· δοξάστε τον φοβερό Θεό, που δημιούργησε έργα θαυμαστά σε όγκο και ασύλληπτα σε μέγεθος  χωρίς τη συνδρομή κανενός άλλου·
τῷ ποιήσαντι τοὺς οὐρανοὺς ἐν συνέσει, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· δοξάστε τον αλάθητο Δημιουργό, που ουσιώνει αμεταμέλητα και αμετάκλητα το σύμπαν με την ενυπόστατη συνάναρχη Σοφία Του και με την προσωπική συναΐδια Πνοή Του, απερινοήτως στις ημέτερες νοερές ελαχιστότητες·
τῷ στερεώσαντι τὴν γῆν ἐπὶ τῶν ὑδάτων, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· δοξάστε τον πανσθενουργό άσαρκο Λόγο του Θεού, δι’ ου η συμπαντική έκρηξη γέννησε τη γη που κατοικούμε, και την κρέμασε πάνω στα νερά των ωκεανών·
τῷ ποιήσαντι φῶτα μεγάλα μόνῳ, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· δοξάστε το Τρισήλιο Φως, που κατασκεύασε τους γαλαξίες και τα ουράνια στερεώματα χωρίς τη βοήθεια κανενός·
τὸν ἥλιον εἰς ἐξουσίαν τῆς ἡμέρας, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· δοξάστε τον σαρκωθέντα Ήλιο της Δικαιοσύνης, που ανάπτει τον ήλιο του πλανητικού μας συστήματος να κυβερνάει τη μέρα·
τὴν σελήνην καὶ τοὺς ἀστέρας εἰς ἐξουσίαν τῆς νυκτός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ·δοξάστε την παμπληρούσα Δόξα του Κυρίου, την Τριαδική Μονάδα και Ενική Τριάδα, που έπλασε με τα χέρια Του τη σελήνη και έκτισε (μάλλον κέντησε) όλα τα αστέρια του σύμπαντος να διαφεντεύουν τη νύχτα·
10 τῷ πατάξαντι Αἴγυπτον σὺν τοῖς πρωτοτόκοις αὐτῶν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· δοξάστε τον ειρηνικώς πολεμούντα, απαθώς ζηλούντα και αδιαβλήτως εκδικούντα Κύριο, που κατατρόπωσε τους αρχαίους Αιγύπτιους και συντρίβει τα αρχέτυπά τους μαζί με τα πρωτότοκά τους, τις ανυπόστατες αμαρτίες και φαντασίες·
11 καὶ ἐξαγαγόντι τὸν ᾿Ισραὴλ ἐκ μέσου αὐτῶν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· δοξάστε τον Κύριο της ιστορίας, που εισέρχεται σ’ αυτήν και μας εξάγει στη Βασιλεία Του, διά του άκτιστου αρπαγμού της αναστάσιμης ελευθερίας Του, απ’ ανάμεσο των ορατών και αοράτων εχθρών μας, μέσα από την άσβεστη φωτιά του ακοίμητου πυρός, σαν και τότε με τον περιούσιο λαό Του·
12 ἐν χειρὶ κραταιᾷ καὶ ἐν βραχίονι ὑψηλῷ, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· δοξάστε τον Θεό Πατέρα, που μας λυτρώνει με τον Υιό Του τον Παντοδύναμο και με το Πνεύμα Του το Παντοκρατορικό·
13 τῷ καταδιελόντι τὴν ᾿Ερυθρὰν θάλασσαν εἰς διαιρέσεις, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ·δοξάστε την Πύρινη Πατρική Ρομφαία, που διχοτόμησε τόσο εύκολα τον θάνατο και τον διάβολο, σαν τότε με τα νερά της Ερυθράς·
14 καὶ διαγαγόντι τὸν ᾿Ισραὴλ διὰ μέσου αὐτῆς, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· δοξάστε τον Θεό του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, που διαπορθμεύει την Εκκλησία Του μέσα από τα πειρασμικά ύδατα του κόσμου, όπως πέρασε μέσα από τη θάλασσα τους αρχαίους Ισραηλίτες·
15 καὶ ἐκτινάξαντι Φαραὼ καὶ τὴν δύναμιν αὐτοῦ εἰς θάλασσαν ᾿Ερυθράν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· δοξάστε τη μονοκρατορική υπεράλκιμη παντουργική Δύναμη, που λιχνίζει τον αρχέκακο Φαραώ και τους υποτακτικούς του, όπως διασκόρπισε το αχυροειδές αντίγραφό του και τα στρατεύματά του·
16 τῷ διαγαγόντι τὸν λαὸν αὐτοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· δοξάστε Αυτόν που είπε ότι είναι η Οδός, πάνω στην οποία μονάχα μπορεί να διέλθει κάποιος την ερημία του αιωνίου μηδενός·
17 τῷ πατάξαντι βασιλεῖς μεγάλους, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· δοξάστε τον Βασιλέα των επουράνιων ταξιαρχιών, την Τρισυπόστατη Φύση, που δεν υπέστη καμία  ήττα  από επίγειους και καταχθόνιους κοσμοκράτορες·
18 καὶ ἀποκτείναντι βασιλεῖς κραταιούς, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· δοξάστε την τρίκλιτη ζωαρχική Θεαρχία, που δε διστάζει να οδηγήσει σ’ αφανισμό άρχοντες και δυνατούς αυτού του κόσμου·
19 τὸν Σηὼν βασιλέα τῶν ᾿Αμορραίων, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· δοξάστε τον πανταχού παρόντα και του παντός όντως όντα Κύριο, που συνθλίβει  κάθε επαιρόμενο ύψωμα στην αδιάπτωτη μοναρχία Του, όπως συνέβη και με τον Αμορραίο δυνάστη·
20 καὶ τὸν ῍Ωγ βασιλέα τῆς Βασάν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· δοξάστε τον ακαθαίρετο Κύριο Σαβαώθ, που καθαίρεσε τον Εωσφόρο και τη συνοδεία του, ωσάν και τον τύραννο της Βασάν αργότερα·
21 καὶ δόντι τὴν γῆν αὐτῶν κληρονομίαν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· δοξάστε τον υπερόλβιο Πατέρα, την Τρισσοφαή Θεότητα, που κληροδοτεί στα παιδιά Του όχι απλά τους ακένωτους θησαυρούς Του, αλλά και τον ίδιο του τον Εαυτό·
22 κληρονομίαν ᾿Ισραὴλ δούλῳ αὐτοῦ, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· δοξάστε τον μυστικό Δεσπότη των απάντων, που υπερανυψοί τους δούλους Του με το χάρισμα της υιοθεσίας·
23 ὅτι ἐν τῇ ταπεινώσει ἡμῶν ἐμνήσθη ἡμῶν ὁ Κύριος, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· δοξάστε τον Ταπεινό Ύψιστο Παντάνακτα, που θεραπεύει τη μηδενίζουσα κτιστότητα των όντων μέσα στην αιώνια μνήμη Του·
24 καὶ ἐλυτρώσατο ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· δοξάστε τον σωτήρα Θεό, που ερρύσατο ημάς από παντός πονηρού πολεμίου  –  διαβόλου, αμαρτίας, θνητού πρώτου θανάτου και αθάνατου δεύτερου·
25 ὁ διδοὺς τροφὴν πάσῃ σαρκί, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· δοξάστε τον ζώντα Θεό Λόγο, που χορηγεί στα σύμπαντα αδιαλείπτως το είναι και σε μας τους ανθρώπους το αεί ευ είναι, τη θεοποιούσα σάρκα Του·
26 ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΣΘΕ τῷ Θεῷ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ· δοξάστε τον ένθρονο στους ουρανούς Τριαδικό Θεό, τον Πατέρα, τον Υιό και το Πανάγιο Πνεύμα, διότι το Έλεος  είναι μέσα στη φύση Του και φτάνει μέχρι τις εσχατιές της αιωνιότητας, ακόμα και στην κόλαση·
αλληλούια.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...