Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νηπτικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νηπτικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 16, 2012

Μόνο πρόσεξε δύο πράγματα: πρώτον να είσαι τίμιος στη δουλειά σου, δεύτερον να τηρείς τίς εντολές της Εκκλησίας μας και να εκκλησιάζεσαι τακτικά.




.

Φωτογραφία: Στο Γεροντικό γράφει ότι ένας μοναχός ήταν αμελής στα μοναχικά του καθήκοντα. Έφθασε λοιπόν κάποτε ή ώρα του θανάτου. Ό μοναχός, με ψυχραιμία και χαρά, περιμένει την έξοδο της ψυχής. Οί άλλοι μοναχοί παραξενεύονται. Τον ρωτά κάποιος: Καλά, άββα, εσύ δεν φοβάσαι τον θάνατο;
- Όχι, δεν φοβάμαι.
- Γιατί;
- Ξέρω ότι σε όλη μου τη ζωή ήμουν ένας αμελής μοναχός. Όμως ποτέ δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να κρίνει κανέναν. Έτσι, τώρα, θα πω κι εγώ στον Χριστό
μου: «Εγώ, Κύριε, τήρησα την εντολή σου "μη κρίνετε και ου μη κριθητε". Γνωρίζω ότι και Εσύ, Χριστέ μου, θα τηρήσεις την υπόσχεση Σου».
Θα αναφέρω εδώ και άλλη μία σχετική ιστορία από τον Συναξαριστή, ή οποία αποτελεί παράδειγμα υπακοής και ευλάβειας.
Κάποιος άρχοντας ζήτησε έναν νέο από τον γέρο πατέρα του για δούλο έναντι αμοιβής. Ό πατέρας λέει στο παιδί: «Παιδί μου Θεόφιλε, σου συνιστώ να πάς και σου υπόσχομαι ότι θα προκόψεις με την ευχή μου. Μόνο πρόσεξε δύο πράγματα: πρώτον να είσαι τίμιος στη δουλειά σου, δεύτερον να τηρείς τίς εντολές της Εκκλησίας μας και να εκκλησιάζεσαι τακτικά. Μάλιστα, όσες φορές περνάς έξω από κάποιο ναό μας, να μπαίνεις μέσα, να προσκυνάς και να ανάβεις το κεράκι σου». Ό νέος, πού έμαθε από μικρός την αρετή της υπακοής, άκουσε τον πατέρα, έλαβε την ευχή του και αναχώρησε.
Το αφεντικό από την πρώτη στιγμή τον αγάπησε σαν παιδί του. Όμως ή σύζυγος του, δυστυχώς, δεν ήταν τίμια. Τον απατούσε με έναν άλλο υπάλληλο τους. Μια μέρα λοιπόν ό Θεόφιλος έτυχε να μπει στο δωμάτιο για δουλειά, την ώρα πού ή σύζυγος βρισκόταν με τον εραστή. Ό νέος ούτε πρόσεξε κάτι. Εκείνοι όμως νόμισαν ότι τους είδε. «Τι θα γίνει τώρα», λένε, «αν το πει στο αφεντικό; Πρέπει να προλάβουμε!» Έτσι, καλούν εκτάκτως τον άρχοντα στο σπίτι.
- Τι συμβαίνει;
- Με μάρτυρα αυτόν τον έντιμο υπάλληλο μας, λέει ή γυναίκα, σου καταγγέλλω τούτο το παλιόπαιδο (τον Θεόφιλο), ότι προσπάθησε να με βιάσει. Λοιπόν, αν ανεχθείς αυτός πού πρόσβαλε την τιμή σου να ζήσει έστω και μία μέρα, εγώ σήμερα σε χωρίζω.
Έπεσε βέβαια ό σύζυγος από τα σύννεφα, αλλά την πίστεψε. Κάνει λοιπόν μυστική συμφωνία με έναν δήμιο.
- Αύριο το πρωί θα σου χτυπήσει την πόρτα κάποιος εκ μέρους μου. Μόλις μπει μέσα, μία σπαθιά κι έξω.
Συσκεύασε το κεφάλι, για να πάρεις και την αμοιβή.
Την άλλη μέρα το πρωί, φωνάζουν τον νέο.
- Θεόφιλε, λέει ό σύζυγος, πήγαινε στο σπίτι του δείνα εκ μέρους μας και ζήτησε να σου δώσει κάτι για μένα. Ξέρει αυτός.
Ό νέος αμέσως, πρόθυμος, τρέχει στην υπακοή. Καθ' όδόν, περνούσε έξω από μια εκκλησία. Θυμήθηκε τη συμβουλή του πατέρα του. «Ας πάω να ανάψω ένα κεράκι και συνεχίζω», σκέφτηκε. Μπαίνοντας, είδε πώς γινόταν Θεία Λειτουργία. «Δεν είναι σωστό να καταφρονήσω τη Θεία Λειτουργία», είπε μέσα του. «Θα μείνω, ώσπου να τελειώσει, και μετά προχωρώ». Όμως ή Λειτουργία καθυστέρησε αρκετά.
Οί άλλοι, γεμάτοι αγωνία, περιμένουν από λεπτό σε λεπτό το κεφάλι στο χαρτοκούτι. Περνά μισή, μία ώρα. Ό εραστής πια δεν αντέχει. Θέλει να δει κομμένο το κεφάλι εκείνου πού, υποτίθεται, έμαθε το μυστικό. «Μήπως... μήπως; Ας πάω επί τόπου να φέρω το κεφάλι, όσο πιο γρήγορα». Τρέχει, χτυπά την πόρτα.
- Έρχομαι εκ μέρους του αφεντικού μου για την υπόθεση πού ξέρεις.
Ό δήμιος κατάλαβε. Αυτός ήταν.
- Πέρασε μέσα, του κάνει.
Και αμέσως, χωρίς κουβέντες, με μία σπαθιά τον αποκεφαλίζει. Σε λίγο, να και ό Θεόφιλος. Αφού λειτουργήθηκε, έτρεξε στο καθήκον. 'Αλλά αυτή τη φορά, κατά το λεγόμενο, ήλθε δεύτερος.
- Έρχομαι εκ μέρους του δείνα.
- Πέρασε. Πάρε αυτό το δέμα, δώσε το κλειστό στο αφεντικό σου και πες του πώς περιμένω την αμοιβή.
Επιστρέφει λοιπόν ανύποπτος ό νέος στο σπίτι. Μόλις τον βλέπουν τα αφεντικά του, σάστισαν.
- Πήγες στον τάδε;
- Πήγα.
- Τι σου είπε;
- Μου έδωσε αυτό και ζητά την πληρωμή του.
Τι περίεργα πράγματα, λέει ό άνδρας. Ας το ανοίξουμε Ανοίγουν και Τι να δουν! Ή κεφαλή του μοιχού επί πινάκι. Ή γυναίκα πέφτει αμέσως λιπόθυμη. Και σε λίγο, μόλις ανοίγει τα μάτια της, έρχεται σε συναίσθηση και αρχίζει να κλαίει, να χτυπιέται και να ομολογεί:
- Κόψε και το δικό μου κεφάλι! Είναι αθώος ό Θεόφιλος! Εγώ είμαι ή ένοχη και αυτός, πού τιμωρήθηκε δίκαια. Δύο χρόνια σε απατούσα μαζί του. Σκότωσέ με! Μου αξίζει κάθε τιμωρία!
Τελικά όμως, το αφεντικό τη μεν γυναίκα συγχώρεσε, τον δε Θεόφιλο, επειδή ήσαν άτεκνοι, τον υιοθέτησαν. Και από τότε σαν γιος τους διαχειριζόταν μία τεράστια περιουσία, την οποία τελικά και κληρονόμησε. Κάποια στιγμή μάλιστα έφερε και τον γέρο πατέρα του στο αρχοντικό.
Από αυτή την ιστορία πόσα διδάγματα βγαίνουν! Ή τιμιότητα; Ή υπακοή στους γονείς, πώς ευλογείται από τον Θεό; Ή καλή ομολογία της πίστης; Πήγε στην εκκλησία εν ώρα καθήκοντος και δεν σκέφτηκε «μήπως και αρπάξω καμιά κατσάδα από το αφεντικό» ούτε υπολόγισε ότι χάνεται ώρα εργάσιμη. Ή Θεία Λειτουργία, σκέφθηκε, τα αναπληρώνει όλα. 'Αλλά και ή αδικία, πώς μόνη της ξεσκεπάστηκε! Πολλοί κρυβόμαστε από τους ανθρώπους, αλλά κανείς μας δεν διαφεύγει από τη θεία δικαιοσύνη.
Ό Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους. Ή απομάκρυνση όμως από Αυτόν οδηγεί στους χώρους του κακού, άρα ή μετάνοια θα πρέπει να είναι συνεχής. Ή γυναίκα πού απατούσε τον άνδρα είχε προαίρεση μετάνοιας - ίσως ήταν και θύμα του επιτήδειου εκείνου. Γι' αυτό ό Θεός της έδωσε περιθώριο να μετανοήσει, να εξομολογηθεί, να κλάψει για την αμαρτία της. "Αν έκοβαν και αυτής το κεφάλι, θα έφευγε αμετανόητη για τον Αδη. Ό άλλος όμως δεν είχε προαίρεση μετάνοιας. Παρ' όλα αυτά, αξίζει να αναρωτηθούμε μήπως με τον αποκεφαλισμό του θα μετριαστεί και εκείνου ή τιμωρία στον Αδη. Ποιος ξέρει; Βάθος άπειρο οί βουλές του Κυρίου...
Επειδή ωστόσο γνωρίζω ότι με τίς αληθινές αυτές ιστορίες πιο εύκολα διδασκόμαστε, θα μεταφέρω εδώ και εκείνη πού συνήθιζε πολύ συχνά να μας λέει ό αείμνηστος Γέροντας μου.

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ


ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ


ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΔΑΧΗ ΠΑΛΑΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
























Στο Γεροντικό γράφει ότι ένας μοναχός ήταν αμελής στα
 μοναχικά του 
καθήκοντα. Έφθασε λοιπόν κάποτε ή ώρα του θανάτου. 
Ό μοναχός, 
με ψυχραιμία και χαρά, περιμένει την έξοδο της ψυχής. 
Οί άλλοι μοναχοί παραξενεύονται. Τον ρωτά κάποιος: Καλά,
άββα, εσύ δεν φοβάσαι τον θάνατο;
- Όχι, δεν φοβάμαι.
- Γιατί;
- Ξέρω ότι σε όλη μου τη ζωή ήμουν ένας αμελής μοναχός.
 Όμως ποτέ 
δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να κρίνει κανέναν. 
Έτσι, τώρα, θα πω 
κι εγώ στον Χριστό
μου: «Εγώ, Κύριε, τήρησα την εντολή σου
 "μη κρίνετε και ου μη κριθητε".
 Γνωρίζω ότι και Εσύ, Χριστέ μου, θα τηρήσεις
 την υπόσχεση Σου».
Θα αναφέρω εδώ και άλλη μία σχετική ιστορία 
από τον Συναξαριστή,
 ή οποία αποτελεί παράδειγμα υπακοής και ευλάβειας.
Κάποιος άρχοντας ζήτησε έναν νέο από τον γέρο
 πατέρα του για δούλο
 έναντι αμοιβής. Ό πατέρας λέει στο παιδί: 
«Παιδί μου Θεόφιλε, σου
 συνιστώ να πάς και σου υπόσχομαι ότι θα προκόψεις
 με την ευχή μου.
 Μόνο πρόσεξε δύο πράγματα: πρώτον να είσαι τίμιος στη 
δουλειά σου, 
δεύτερον να τηρείς τίς εντολές της Εκκλησίας μας και
 να εκκλησιάζεσαι 
τακτικά. Μάλιστα, όσες φορές περνάς έξω από κάποιο 
ναό μας, 
να μπαίνεις μέσα, να προσκυνάς και να ανάβεις το
 κεράκι σου». 
Ό νέος, πού έμαθε από μικρός την αρετή της υπακοής,
 άκουσε τον πατέρα, 
έλαβε την ευχή του και αναχώρησε.
Το αφεντικό από την πρώτη στιγμή τον αγάπησε 
σαν παιδί του.
 Όμως ή σύζυγος του, δυστυχώς, δεν ήταν τίμια.
Τον απατούσε με έναν
άλλο υπάλληλο τους. Μια μέρα λοιπόν ό Θεόφιλος έτυχε
 να μπει στο δωμάτιο
 για δουλειά, την ώρα πού ή σύζυγος βρισκόταν με τον
 εραστή. 
Ό νέος ούτε πρόσεξε κάτι. Εκείνοι όμως νόμισαν ότι τους είδε.
 «Τι θα γίνει τώρα», λένε, «αν το πει στο αφεντικό; 
Πρέπει να προλάβουμε!» 
Έτσι, καλούν εκτάκτως τον άρχοντα στο σπίτι.
- Τι συμβαίνει;
- Με μάρτυρα αυτόν τον έντιμο υπάλληλο μας, λέει
ή γυναίκα, σου 
καταγγέλλω τούτο το παλιόπαιδο (τον Θεόφιλο), ότι
 προσπάθησε να με
 βιάσει. Λοιπόν, αν ανεχθείς αυτός πού πρόσβαλε
την τιμή σου να ζήσει
 έστω και μία μέρα, εγώ σήμερα σε χωρίζω.
Έπεσε βέβαια ό σύζυγος από τα σύννεφα,
 αλλά την πίστεψε.
Κάνει λοιπόν μυστική συμφωνία με έναν δήμιο.
Αύριο το πρωί θα σου χτυπήσει την πόρτα
 κάποιος εκ μέρους μου. 
Μόλις μπει μέσα, μία σπαθιά κι έξω.
Συσκεύασε το κεφάλι, για να πάρεις και την αμοιβή.
Την άλλη μέρα το πρωί, φωνάζουν τον νέο.
- Θεόφιλε, λέει ό σύζυγος, πήγαινε στο σπίτι του 
δείνα εκ μέρους μας
 και ζήτησε να σου δώσει κάτι για μένα. Ξέρει αυτός.
Ό νέος αμέσως, πρόθυμος, τρέχει στην υπακοή. 
Καθ' όδόν, περνούσε έξω
 από μια εκκλησία. Θυμήθηκε τη συμβουλή του
 πατέρα του.
 «Ας πάω να ανάψω ένα κεράκι και συνεχίζω», 
σκέφτηκε.
 Μπαίνοντας, είδε πώς γινόταν Θεία Λειτουργία. 
«Δεν είναι σωστό να καταφρονήσω τη Θεία Λειτουργία», 
είπε μέσα του. «Θα μείνω, ώσπου να τελειώσει,
 και μετά προχωρώ». 
Όμως ή Λειτουργία καθυστέρησε αρκετά.
Οί άλλοι, γεμάτοι αγωνία, περιμένουν από λεπτό
 σε λεπτό το κεφάλι
στο χαρτοκούτι. Περνά μισή, μία ώρα. 
Ό εραστής πια δεν αντέχει. 
Θέλει να δει κομμένο το κεφάλι εκείνου πού, υποτίθεται,
 έμαθε το
 μυστικό. «Μήπως... μήπως; Ας πάω επί τόπου να
 φέρω το κεφάλι,
 όσο πιο γρήγορα». Τρέχει, χτυπά την πόρτα.
- Έρχομαι εκ μέρους του αφεντικού μου για την 
υπόθεση πού ξέρεις.
Ό δήμιος κατάλαβε. Αυτός ήταν.
- Πέρασε μέσα, του κάνει.

Και αμέσως, χωρίς κουβέντες, με μία σπαθιά 
τον αποκεφαλίζει.
 Σε λίγο, να και ό Θεόφιλος. Αφού λειτουργήθηκε, 
έτρεξε στο καθήκον.
 'Αλλά αυτή τη φορά, κατά το λεγόμενο, ήλθε δεύτερος.
- Έρχομαι εκ μέρους του δείνα.
- Πέρασε. Πάρε αυτό το δέμα, δώσε το κλειστό στο 
αφεντικό σου και
 πες του πώς περιμένω την αμοιβή.
Επιστρέφει λοιπόν ανύποπτος ό νέος στο σπίτι.
 Μόλις τον βλέπουν τα αφεντικά του, σάστισαν.
- Πήγες στον τάδε;
- Πήγα.
- Τι σου είπε;
- Μου έδωσε αυτό και ζητά την πληρωμή του.
Τι περίεργα πράγματα, λέει ό άνδρας. Ας το ανοίξουμε
 Ανοίγουν και
 Τι να δουν! Ή κεφαλή του μοιχού επί πινάκι. 
Ή γυναίκα πέφτει αμέσως
 λιπόθυμη. Και σε λίγο, μόλις ανοίγει τα μάτια της,
 έρχεται σε συναίσθηση
 και αρχίζει να κλαίει, να χτυπιέται και να ομολογεί:
- Κόψε και το δικό μου κεφάλι! Είναι αθώος ό Θεόφιλος!
 Εγώ είμαι ή ένοχη 
και αυτός, πού τιμωρήθηκε δίκαια. Δύο χρόνια σε
 απατούσα μαζί του. 
Σκότωσέ με! Μου αξίζει κάθε τιμωρία!
Τελικά όμως, το αφεντικό τη μεν γυναίκα συγχώρεσε,
 τον δε Θεόφιλο, 
επειδή ήσαν άτεκνοι, τον υιοθέτησαν. Και από τότε 
σαν γιος τους 
διαχειριζόταν μία τεράστια περιουσία, την οποία τελικά
 και κληρονόμησε. 
Κάποια στιγμή μάλιστα έφερε και τον γέρο πατέρα
 του στο αρχοντικό.
Από αυτή την ιστορία πόσα διδάγματα βγαίνουν! 
Ή τιμιότητα; 
Ή υπακοή στους γονείς, πώς ευλογείται από τον Θεό; Ή καλή 
ομολογία της πίστης; Πήγε στην εκκλησία εν ώρα καθήκοντος και 
δεν σκέφτηκε «μήπως και αρπάξω καμιά κατσάδα από το αφεντικό»
 ούτε υπολόγισε ότι χάνεται ώρα εργάσιμη. Ή Θεία Λειτουργία, 
σκέφθηκε,
τα αναπληρώνει όλα. 'Αλλά και ή αδικία, πώς μόνη της
 ξεσκεπάστηκε! 
Πολλοί κρυβόμαστε από τους ανθρώπους, αλλά κανείς
 μας δεν διαφεύγει 
από τη θεία δικαιοσύνη.
Ό Θεός αγαπά όλους τους ανθρώπους. Ή απομάκρυνση
 όμως από Αυτόν
 οδηγεί στους χώρους του κακού, άρα ή μετάνοια θα πρέπει
 να είναι συνεχής. 
Ή γυναίκα πού απατούσε τον άνδρα είχε προαίρεση
 μετάνοιας - ίσως ήταν
και θύμα του επιτήδειου εκείνου. Γι' αυτό ό Θεός της έδωσε
 περιθώριο να
 μετανοήσει, να εξομολογηθεί, να κλάψει για την αμαρτία της. 
"Αν έκοβαν 
και αυτής το κεφάλι, θα έφευγε αμετανόητη για τον Αδη. 
Ό άλλος όμως δεν
 είχε προαίρεση μετάνοιας. Παρ' όλα αυτά, αξίζει να
αναρωτηθούμε μήπως
 με τον αποκεφαλισμό του θα μετριαστεί και εκείνου
 ή τιμωρία στον Αδη. 
Ποιος ξέρει; Βάθος άπειρο οί βουλές του Κυρίου...
Επειδή ωστόσο γνωρίζω ότι με τίς αληθινές αυτές
 ιστορίες πιο εύκολα
διδασκόμαστε, θα μεταφέρω εδώ και εκείνη πού
 συνήθιζε πολύ συχνά
 να μας λέει ό αείμνηστος Γέροντας μου.

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ


ΟΔΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ


ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΔΑΧΗ ΠΑΛΑΙΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ

Πέμπτη, Ιουνίου 21, 2012

Η πλάνη των λογισμών




Η πλάνη των λογισμών.

«Πριν από τους αισχρούς λογισμούς προηγούνται οι σεμνοί, και από τους φιλάργυρους οι φαινομενικά σπλαχνικοί και ελεήμονες, που υπόσχονται τη διόρθωση των μνησίκακων, η οποία κινεί τα αίτια της λύπης, και από τους κενοδόξους και υπερήφανους προηγούνται αυτοί που υπόσχονται την τελειότητα της αρετής, και γενικά από όλους τους πονηρούς λογισμούς προηγούνται εκείνοι που φαίνονται εξαίρετοι, παραπλανώντας με την εικόνα του καλού, που είναι επιθυμητό, εκείνους που δεν έχουν πείρα της απάτης αυτού του είδους, στην συνέχεια όμως τους παραδίδουν στους αντίθετους νικημένους, σε κατάσταση που μόλις μπορούν να διορθώσουν κάπως την απάτη ή και καθόλου.

Γιατί ο νους, επηρεασμένος από όσα ήδη έχει σκεφτεί, ακόμα και αν αντιληφθεί την πλάνη, είναι δύσκολο να αποχωριστεί από αυτήν, επειδή γοητεύεται από την τέρψη των ευχάριστων περισσότερο, από όσο θα ήταν πρόθυμος να αποφύγει τη βλάβη από αυτά που δεν του συμφέρουν. 

Επειδή λοιπόν αυτά έτσι είναι και χρειάζονται τόσο μεγάλη προσοχή, που σου υπολείπεται καιρός κατάλληλος για να κοπιάζεις άδικα περισσότερο από όσο πρέπει; Ή δεν βλέπεις ότι τα πράγματα που γίνονται την ημέρα, την νύχτα μας στενοχωρούν οι αναμνήσεις τους, κάνοντας τον χρόνο της ανάπαυσής μας οδυνηρό; 

Γιατί, τότε αυτές παρουσιάζοντας εκείνους που πέρασαν τα σύνορα, εκείνους που έβλαψαν τους καρπούς, εκείνους που εμπόδισαν το πότισμα, εκείνους που βόσκησαν τα λιβάδια και εκείνους που κάνουν ή έκαναν οποιαδήποτε άλλη ζημιά, ότι τάχα φιλονικούν και πολεμούν μαζί μας, κάνουν το θυμικό μέρος της ψυχής να κυριεύεται από μανία για να αμυνθεί, και δεν μας αφήνει καιρό για ανάπαυση, ούτε φυσικά για προσευχή, η οποία χρειάζεται πολύ ησυχία από παντού και ηρεμία, αλλά παρέχει λίγη μόνο αμεριμνησία».

(Έργα αγίου Νείλου, Φιλοκαλία των νηπτικών και ασκητικών τ. 11Β, Απόσπασμα από την επιστολή προς την Μάγναν, κεφ. 35ο).
πηγή   

Παρασκευή, Ιουνίου 08, 2012

«ΤΟ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ» Ἀρχιμ. Ἰωάννη Κωστώφ,




«Ἡ Ἐξομολόγηση, Μετάνοια: Τὸ ἀντικλείδι τοῦ Παραδείσου»
Περὶ μυστηρίων 1,
Ἀθήνα 2012, σσ. 359.

Τοῦ Παναγιώτη Τελεβάντου

.           Ἂν ἡ ἀπολογητικὴ εἶναι ὁ ἕνας πόλος τῆς διακονίας τοῦ σεβαστοῦ μας π. Ἰωάννη Κωστὼφ ἡ ἐξομολόγηση εἶναι ὁ δεύτερος. Χιλιάδες ἄνθρωποι πέρασαν ἀπὸ τὸ πετραχήλι τοῦ π. Ἰωάννη ποὺ ἀφιέρωσε – γιὰ δεκαετίες τώρα- ἀτέλειωτες ὧρες στὸ ἐξομολογητήριο “νουθετώντας ἕνα ἕκαστον”. Φυσικὸ λοιπὸν εἶναι νὰ ἔχει δώσει τὸν καλύτερό του ἑαυτὸ στὸ παρὸν βιβλίο ποὺ ἀφορᾶ καὶ στοὺς δύο πόλους τῆς ἱερατικῆς διακονίας του.
.           Ἡ μέθοδος τοῦ βιβλίου παραμένει ἡ ἴδια ποὺ ἀκολούθησε σὲ ὅλα του τὰ βιβλία. Παραθέτει ταξινομημένα σὲ ἑνότητες τὰ ἑκατοντάδες χωρία ποὺ μάζεψε ἀπὸ τὴν Βιβλική, Πατερικὴ καὶ θύραθεν παράδοση μὲ μικρὰ δικά του σχόλια.
.           Τὸ παρὸν βιβλίο εἶναι μὲ τὴν ὅλη σημασία τοῦ ὅρου ἕνα ὠφέλιμο βιβλίο, ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι ἀποβλέπει στὴν πνευματικὴ ὠφέλεια τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς ἀποτελεσματικότητας τοῦ στόχου ποὺ ἔθεσε ὁ καλὸς συγγραφέας του.
.           Ὁ π. Ἰωάννης δὲν γράφει γιὰ νὰ γράφει. Δὲν δημοσιεύει βιβλία γιὰ νὰ ἐμπλουτίσει τὸ βιογραφικό του. Γράφει γιὰ νὰ ἀποτυπώσει τοὺς καρποὺς τῆς ποιμαντικῆς διακονίας του καὶ γιὰ νὰ παραθέσει πρὸς ὠφέλεια τὰ στάχυα τῆς ἀτέλειωτης συστηματικῆς μελέτης του.
.           Μᾶς συγκίνησε ἰδιαίτερα ἡ ἀναφορά του στὴ συγκλονιστικὴ ἱστορία ποῦ ἀφορᾶ στὸν ἀείμνηστο Ἡγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Διονυσίου Ἀρχιμανδρίτη Γαβριὴλ καὶ τοῦ μοναχοῦ ποὺ δὲν εἶχε ἐξομολογηθεῖ κάποιες ἁμαρτίες του μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γίνει παίγνιο στὰ χέρια τοῦ διαβόλου. Συγκλονιστικὴ ἐπίσης ἡ ἱστορία τοῦ ἱερέα τοῦ λαϊκοῦ νοσοκομείου π. Ἀναστασίου Δραπανιώτη.
.           Τὸ προσεγμένο ἀνθολόγιο περὶ τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως ποὺ ἔκανε ὁ π. Ἰωάννης μελετώντας τὸ βιβλίο τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου “Ἔχει ἡ Ἐκκλησία ἐξουσίαν ἀφέσεως ἁμαρτιῶν;” μᾶς θυμίζει -γιὰ μία ἀκόμη φορά- τὴν ἀπολογητικὴ δύναμη τοῦ ἀειμνήστου Γέροντος Ἐπιφανίου, μέγα μέρος τοῦ ἔργου τοῦ ὁποίου ἐξακολουθεῖ ἀκόμη καὶ σήμερα 23 σχεδὸν χρόνια μετὰ τὴν κοίμησή του νὰ παραμένει ἀνέκδοτο. Ἂς ἐλπίσουμε ὄχι γιὰ πολὺ ἀκόμη.\

πηγή

Παρασκευή, Μαΐου 25, 2012

Διάλογος αγίου Μαξίμου Καυσοκαλύβη και αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου



Ανταμώνοντας ο θείος Γρηγόριος ο Σιναΐτης τον άγιο Μάξιμο και συνομιλώντας με αυτόν, ανάμεσα στα άλλα του λέει και τούτο: 
«Σε παρακαλώ, τιμιότατε πάτερ, να μου πεις, κρατάς τη νοερά προσευχή;» 
Κι εκείνος χαμογέλασε λίγο και του λέει: «Δε θα σου κρύψω, τίμιε πάτερ, το θαύμα της Θεοτόκου πού έγινε σ’ έμενα. Εγώ από τη νεότητα μου είχα πολλή πίστη στην Κυρία μου Θεοτόκο και την παρακαλούσα με δάκρυα να μου δώσει αυτή τη χάρη της νοεράς προσευχής. 
 Μία μέρα πήγα στο ναό της, καθώς είχα συνήθεια, και την παρακαλούσα πάλι με άμετρη θερμότητα καρδιάς· κι εκεί πού ασπαζόμουν με πόθο την αγία της εικόνα, ευθύς αισθάνθηκα στο στήθος μου και στην καρδιά μου μία θερμότητα και φλόγα, ή οποία ήρθε από την αγία εικόνα και δεν με έκαιγε, άλλα με δρόσιζε και με γλύκαινε κι έφερνε στην ψυχή μου μεγάλη κατάνυξη. Από τότε πλέον, πάτερ, άρχισε ή καρδιά μου να λέει από μέσα την προσευχή και ο νους μου να γλυκαίνεται στην ενθύμηση του Ιησού μου και της Θεοτόκου μου και να έχει πάντοτε την ενθύμηση τους. Και πλέον από εκείνο τον καιρό δεν έλειψε ή προσευχή από την καρδιά μου· συγχώρεσε με.»
Και ο θείος Γρηγόριος του λέει:
«Πες μου, άγιε, καμία φορά όταν έλεγες την ευχή του “Κύριε Ιησού Χριστέ”, σου συνέβη αλλοίωση θεϊκή ή έκσταση ή κανένας άλλος καρπός του Αγίου Πνεύματος;»
Και ο θείος Μάξιμος του είπε: «Ω πάτερ, για τούτο πήγαινα σε έρημο τόπο και ποθούσα την ησυχία πάντοτε, για να απολαύσω περισσότερο τον καρπό της προσευχής, ο όποιος είναι μία αγάπη υπερβολική στο Θεό και μία αρπαγή του νου στον Κύριο».
Και ο άγιος Γρηγόριος του λέει:
«Σε παρακαλώ, πάτερ, να μου πεις, τα έχεις αυτά πού είπες;»
Και ο θείος Μάξιμος χαμογέλασε πάλι και του λέει: «Δός μου να φάω και μην εξετάζεις την πλάνη μου».
Τότε του λέει ο θείος Γρηγόριος:
«Μακάρι να είχα κι εγώ την πλάνη σου, άγιε· όμως σε παρακαλώ να μου πεις, εκείνη την ώρα πού θα αρπαχθεί ο νους σου στο Θεό, τι βλέπει με τους νοερούς οφθαλμούς; Μπορεί τότε ο νους ν’ ανεβάσει μαζί με την καρδιά την προσευχή;»
Και ο άγιος Μάξιμος του αποκρίθηκε:
«Όχι, δεν μπορεί· γιατί όταν έρθει ή χάρη του Αγίου Πνεύματος στον άνθρωπο δια μέσου της προσευχής, τότε παύει πλέον ή προσευχή, επειδή ο νους κυριεύεται όλος από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και δεν μπορεί πλέον να ενεργήσει τις δυνάμεις του, άλλα μένει αργός και υποτάσσεται μόνο στο Άγιο Πνεύμα και Αυτό τον πηγαίνει οπού θέλει, ή σε αυλό αέρα θείου φωτός ή σε άλλη ανεκδιήγητη θεωρία ή και συχνά σε συνομιλία θεϊκή. Και γενικά, καθώς θέλει ο Παράκλητος, το Άγιο Πνεύμα, έτσι παρηγορεί τους δούλους Του· καθώς ταιριάζει στον καθένα, έτσι του δίνει τη χάρη Του.
 Και τούτο πού λέω μπορεί να το δει κανείς φανερά στους Προφήτες και Αποστόλους, οι όποιοι αξιώθηκαν να δουν τόσες θεωρίες και οί άνθρωποι τους περιπαίζανε και τους είχαν για πλανεμένους και μεθυσμένους. 
Και ο προφήτης Ησαΐας είδε τον Κύριο πάνω σε θρόνο υψηλό και ένδοξο και γύρω Του τα Σεραφείμ, και ο πρωτομάρτυρας Στέφανος είδε τους ουρανούς ανοιγμένους και τον Ιησού στα δεξιά του Πατέρα κλπ. Με τον ίδιο τρόπο και τώρα οί δούλοι του Χριστού αξιώνονται να βλέπουν διάφορες θεωρίες, τις οποίες μερικοί δεν τις πιστεύουν, μήτε τις δέχονται με κανένα τρόπο για αληθινές, άλλα τις έχουν για πλάνη κι εκείνους πού τις βλέπουν τους έχουν για πλανεμένους. Και σε τούτο θαυμάζω πολύ και απορώ, πώς πωρώθηκαν οί άνθρωποι εκείνοι και, σαν τυφλοί στην ψυχή, δεν πιστεύουν εκείνο πού ο αψευδής Θεός με το στόμα του προφήτη Ίωήλ υποσχέθηκε να δώσει στους πιστούς, λέγοντας ότι “θα χύσω από τη χάρη του Πνεύματος μου σε κάθε πιστό, και στους δούλους μου και στις δούλες μου”. Τη χάρη αυτή ο Κύριος μας την έδωσε και τη δίνει και τώρα και θα τη δίνει ως τη συντέλεια, κατά την υπόσχεση Του, σε όλους τους πιστούς δούλους Του.
Όταν λοιπόν ή χάρη αύτη του Αγίου Πνεύματος έρθει σε κανένα, δεν του δείχνει τα συνηθισμένα, μήτε τα αισθητά του κόσμου τούτου, άλλα εκείνα πού δεν είδε ποτέ του μήτε τα φαντάστηκε· και τότε ο νους του ανθρώπου εκείνου διδάσκεται από το Άγιο Πνεύμα μυστήρια υψηλά και απόκρυφα, τα όποια, κατά τον θείο Παύλο, δεν μπορεί να τα δει μάτι ανθρώπου, μήτε νους ανθρώπου μπορεί να τα συλλογιστεί από μόνος του ποτέ.
Και για να καταλάβεις πώς τα βλέπει ο νους μας, στοχάσου αυτό πού θα σου πω. Το κερί όταν είναι μακριά από τη φωτιά, είναι στερεό και πιάνεται, όταν όμως το βάλεις στη φωτιά λιώνει κι εκεί μέσα στη φλόγα καίγεται και ανάβει και γίνεται όλο φως κι έτσι τελειώνει όλο μέσα στη φωτιά, και δεν είναι δυνατό να μη λιώσει μέσα στη φωτιά και να μη γίνει σαν νερό. Έτσι κι ο νους του ανθρώπου, όταν είναι μόνος χωρίς να ενωθεί με το Θεό, εννοεί όσα αντιστοιχούν στη δύναμη του, όταν όμως πλησιάσει στο πυρ της Θεότητας και στο “Άγιο Πνεύμα, τότε πλέον κυριεύεται ολωσδιόλου από εκείνο το θεϊκό φως και γίνεται όλος φως κι εκεί μέσα στη φλόγα του Παναγίου Πνεύματος ανάβει και λιώνει από τα θεία νοήματα· και δεν είναι δυνατό εκεί μέσα στο πυρ της Θεότητας να εννοεί τα δικά του κι εκείνα πού θέλει».
Τότε του λέει ο θείος Γρηγόριος:
«Είναι και αλλά, Καψοκαλύβη μου, πού να μοιάζουν με αυτά αλλά να είναι της πλάνης;» Και ο μέγας Μάξιμος του αποκρίθηκε:
«Αλλά είναι τα σημάδια της πλάνης κι άλλα της χάρης. Το πονηρό πνεύμα της πλάνης, όταν πλησιάσει στον άνθρωπο, του συγχύζει το νου και τον αγριεύει, κάνει την καρδιά σκληρή και τη σκοτίζει, προξενεί δειλία και φόβο και υπερηφάνεια, του αγριεύει τα μάτια, ταράζει το μυαλό, προκαλεί ανατριχίλα σε όλο το σώμα, του δείχνει κατά φαντασία στα μάτια φως όχι λαμπρό και καθαρό, αλλά κόκκινο, του κάνει το νου έξω φρενών και δαιμονιώδη, τον παρακινεί να λέει με το στόμα του λόγια άπρεπα και βλάσφημα· Κι εκείνος πού βλέπει το πνεύμα αυτό της πλάνης, οργίζεται συχνά κι είναι γεμάτος από θυμό και διόλου δε γνωρίζει την ταπείνωση, μήτε το αληθινό πένθος και τα δάκρυα, αλλά πάντοτε καυχιέται για τα καλά του και κενοδοξεί και χωρίς συστολή και φόβο Θεού βρίσκεται παντοτινά μέσα στα πάθη.
Και τελικά βγαίνει ολότελα από τα λογικά του και φτάνει σε τέλεια απώλεια. Από αύτη την πλάνη είθε να μας γλιτώσει ο Κύριος με τις ευχές σου.
Άλλα τα σημεία της χάρης είναι αυτά· όταν πάει στον άνθρωπο ή χάρη του Παναγίου Πνεύματος, του συνάγει το νου και τον κάνει να είναι προσεκτικός και ταπεινός· του φέρνει την ενθύμηση του θανάτου και των αμαρτημάτων του και της μέλλουσας κρίσεως και της αιώνιας κολάσεως και του κάνει την ψυχή εύκολοκατάνυκτη, να κλαίει και να πενθεί- κάνει και τα μάτια του ήμερα και γεμάτα δάκρυα· και όσο πλησιάζει στον άνθρωπο, τόσο του ημερεύει την ψυχή και την παρηγορεί δια μέσου των αγίων παθών του Κυρίου μας Ιησού Χρίστου και της άπειρης φιλανθρωπίας Του. Και προξενεί στο νου υψηλές και αληθινές θεωρίες· για την ακατανόητη δύναμη του Θεού, πώς μ’ ένα λόγο έφερε τα πάντα από το μη όν στο είναι· για την άπειρη Του δύναμη πού συγκρατεί και κυβερνά τα πάντα κι έχει την πρόνοια όλων για το ακατανόητο της Αγίας Τριάδος και για το ανεξιχνίαστο πέλαγος της θείας ουσίας κλπ. Και όταν αρπαχθεί ο νους του ανθρώπου από εκείνο το θείο φως και φωτιστεί με το φωτισμό της θείας γνώσεως, γίνεται ή καρδιά του γαλήνια και πραότατη και αναβρύζει τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος· τη χαρά, την ειρήνη, τη μακροθυμία, την καλοσύνη, τη συμπάθεια, την αγάπη, την ταπείνωση κλπ., και απολαμβάνει ή ψυχή του μία αγαλλίαση απερίγραπτη.»
Ακούγοντας αυτά ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναίτης, έμεινε εκστατικός και θαύμαζε για εκείνα πού του έλεγε ο θείος Μάξιμος, και πλέον δεν τον ονόμαζε άνθρωπο αλλά επίγειο άγγελο.
Φιλοκαλία Ιερών νηπτικών Τόμος Ε/πηγή

Δευτέρα, Μαΐου 21, 2012

Αποθέμενοι τον παλαιόν άνθρωπον (+Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού)



     Αδελφοί και πατέρες, μιλήσαμε σε προηγούμενες κατηχήσεις, σύμφωνα με τους ορισμούς των Πατέρων, περί πράξης και θεωρίας, περί εισαγωγής, προόδου και τελείωσης και ερμηνεύσαμε τι είναι και πως πραγματώνεται ο βίος των μοναχών. Αυτό είναι το σχήμα και η εικόνα της περιγραφής. Εμείς όμως, ενδιαφερόμαστε για τον πρακτικότερο τρόπο, που θα μας φέρει τον καρπό αυτό, όπως ενδιαφέρει τους γεωργούς ο θερισμός του κόπου τους και τους φοιτητές η απόκτηση του διπλώματός τους.
    «Ιδού», σε μας, «καιρός ευπρόσδεκτος και ημέρα σωτηρίας» (Β Κορ. στ, 2). Το στάδιο είναι ανοικτό και προκαλεί τους αθλητές. Καθένας καλείται να προσφέρει την άθληση και αγωνιστικότητα που αρμόζει στη θέση που τοποθετήθηκε και με τον κατάλληλο τρόπο. Κατά τον Παύλο «άλλος έχει το χάρισμα της διακονίας, για να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Το ίδιο να κάνει κι ο δάσκαλος του λαού του Θεού με τη διδασκαλία, κι όποιος έχει το χάρισμα να στηρίζει τους τους αδελφούς, να τους στηρίζει. Αλλά κι όποιος μοιράζει τα αγαθά του με τους άλλους να το κάνει με απλότητα, ο προϊστάμενος να δείχνει ζήλο για το έργο του, όποιος μοιράζει τις ελεημοσύνες να το κάνει με καλοσύνη. Η αγάπη σας να είναι ειλικρινής.  Να αποστρέφεστε το κακό και να ακολουθείτε το καλό. Να δείχνετε με στοργή την αγάπη σας για τους άλλους πιστούς, Να συναγωνίζεστε ποιός θα δείξει περισσότερη εκτίμηση στον άλλο. Μην είστε οκνηροί σ’ ό,τι  πρέπει να δείχνετε ζήλο, να έχετε πνευματικό ενθουσιασμό, να υπηρετείτε τον Κύριο…να έχετε ομόνοια μεταξύ σας. Μην είστε υπερήφανοι.» (Ρωμ. ιβ, 7 11, 16).
    Με την τήρηση και φυλακή όλων αυτών με τα οποία ασχολούμαστε συνεχώς, ένα αποτέλεσμα επιδιώκουμε. Την απαλλαγή μας από τον παλαιό άνθρωπο, που είναι ακριβώς το αντίθετο όσων περιγράψαμε και τα οποία εμείς βιαζόμαστε να εφαρμόσουμε. Εάν δεν φερόμαστε έτσι, τότε ποιος ο σκοπός της αποταγής μας;
Δεν θα διστάσουμε όμως, με τη Χάρη του Κυρίου, που μας κάλεσε, να σηκώνουμε το σταυρό του, αφού μπροστά μας πηγαίνουν νέφη μαρτύρων και ομολογητών, που όχι μόνο κατά των παθών και της διαστροφής αγωνίστηκαν, αλλά και εναντίον όλης της δύναμης των εχθρών του σκότους, τους οποίους κατατρόπωσαν. Και διήνυσαν όχι μόνο το δικό μας σταυροφόρο δρόμο, αλλά και ολοκλήρωσαν την ομολογία τους με το αίμα και το θάνατο.
    Εάν κρατήσετε την αυταπάρνησή σας με ζήλο, η θεία Χάρη θα σας ελευθερώσει από τις επήρειες των παθών και του συστήματος του παλαιού ανθρώπου. Μετά θα αρχίσει ο τρυγητός, η αίσθηση της θείας αγάπης και όλων των καρπών του Αγίου Πνεύματος. Τότε θα αισθάνεσθε, κατά το δυνατό, την ποιότητα της βασιλείας του Χριστού μας.
    Μη βαριεστείτε με την παράταση του τυπικού προγράμματος, όσο και αν φαίνεται κουραστικό. Οι «άγιοι πάντες», «δια πολλών θλίψεων» εισήλθαν στην κατάπαυση. Ακόμα και στον Κύριό μας, μετά από το Γολγοθά δόθηκε όλη η εξουσία « εν ουρανώ και επί γης» (Ματ. κη,18). Ανέχτηκε ο πανάγαθος τη σκληρότητα και θηριωδία, όσων πραγματοποιούσαν τα σατανικά κατορθώματα, με μακροθυμία και παρακαλούσε τον Πατέρα: «Άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. κγ, 34). Αραγε, «ξέρουν τι ποιούν», όσοι με σκληρότητα μας καταπιέζουν; Εμείς όμως δεν ενδιαφερόμαστε τι ξέρουν όσοι μας πειράζουν, αλλά αν θα ολοκληρώσουμε τη δική μας ομολογία. Ποιά; Την αντίσταση και άρνηση κάθε επίδρασης και προσβολής του παλαιού ανθρώπου, που ερεθίζει τη φιλαυτία να μας προκαλεί.
    Εφόσον ζει ο παλαιός άνθρωπος, θα αισθανόμαστε τους ερεθισμούς και τις προκλήσεις του, γιατί ο σκοπός του είναι να μας υποτάξει στη δουλεία τον θανάτου. Εμείς με πρότυπο τον Κύριό μας και τις μυριάδες των Πατέρων μας, δεν μετρούμε τις κινήσεις τον παράλογου, αλλά μάλλον χαιρόμαστε που μας δίνονται αφορμές της καλής ομολογίας. «Ταύτα πάντα ήλθεν εφ’ ημάς, και ουκ επελαθόμεθά σου» αν και «ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής» (Ψαλμ. μγ, 18, 23). Ανατρέχοντας στο παρελθόν, συναντούμε παραδείγματα της προγονικής μας κληρονομιάς. Τότε οι Πατέρες μας, σε δυσκολότερους καιρούς και περιστάσεις, δεν λύγισαν αλλά πρόταξαν την καλή ομολογία. Δεν είναι ομολογία μόνο η υποστήριξη των δογματικών παραδόσεων και των λατρευτικών συστημάτων. Θα υπεραμυνθούμε βέβαια και γι’ αυτά, αν παραστεί ανάγκη, με τη Χάρη του Χριστού μας. Ομολογία είναι και η σωστή άμυνα και πάλη κατά του νόμου της διαστροφής, που νύκτα μέρα διεξάγουμε. Ομολογία είναι η αντίσταση και ο πόλεμος κατά του θυμού, της αντιλογίας, της παρακοής, της δικαιολογίας και των υπόλοιπων ερεθισμάτων της σάρκας και της διάνοιας, που κάτω απ αυτά καλύπτεται ο εχθρός και μας πιέζει να προσκυνήσουμε τη «χαλδαϊκή εικόνα» της εμπάθειας και του αναρχισμού.
     «Στώμεν καλώς», ποθεινότατοι πατέρες και αδελφοί. Κρατήστε την πρακτική μορφή του δικού μας προγράμματος. Εκείνος που έτρεξε σε βοήθεια των μαρτύρων της χαλδαϊκής καμίνου, δεν θα παραβλέψει τη δική μας ομολογία, αλλά θα μας υψώσει στη θέση των Πατέρων μας, που πολέμησαν τις λαίλαπες των αιρέσεων και των κακοδοξιών. Ο κόπος της καρτερίας στη θλίψη της πείνας, της δίψας, της ανεπάρκειας του ύπνου και της ανάπαυσης, δεν είναι στίγματα ομολογίας; Η επιμονή στην τήρηση της ακρίβειας του μοναστικού μας προγράμματος είναι εφάμιλλη με τους διωγμούς, τις φυλακίσεις και εξορίες των πνευματικών προγόνων μας, που διώχτηκαν απ αυτούς που είχαν την εξουσία. Και ποιος γνωρίζει αν, για τις αμαρτίες μας, δεν θα ξανασυμβούν τα ίδια λόγω της χλιαρότητας των χριστιανικών λαών, που με αδιαφορία πορεύονται και ζουν;
Και ο θάνατος που παραμονεύει; Τι άλλο είναι ο θάνατος για τον καθένα, παρά συντέλεια και τέρμα της σκιάς της αχυρένιας σκηνής της εδώ ματαιότητας; Για τους «συνετούς (εν Κυρίω) και επιστήμονες» (Δεύτ. α, 13) όμως, είναι ένα κερδοφόρο πανηγύρι, όπου όχι μόνο εξαγοράζουν τη θνητότητα με την αθανασία, αλλά και «εχθροί όντες του Θεού» (Ρωμ. ε, 10), συμφιλιώνονται «δια του σταυρωθέντος υιού του Θεού» και κληρονομούν την υιοθεσία, στην οποία «επιθυμούσιν άγγελοι παρακύψαι» (Α Πέτ. α, 12). Και ποιος είναι ο τρόπος της συναλλαγής και του ανέκφραστου πλουτισμού, παρά η άρνησή μας στη σκέψη και δουλεία του παράλογου και η εμμονή μας στον πρότυπο βίο και τη διδασκαλία του Κυρίου μας;
      Τί αρνούμαστε, αδελφοί μου, έναντι των όσων κληρονομούμε, και γινόμαστε κατά Χάρη υιοί του Θεού και αδελφοί του σωτήρα μας Χριστού; Τίποτε από τις φυσικές μας ανάγκες και απ’ όσα ανήκουν στην προσωπικότητά μας, αλλά, με συστολή το λέω, τα έργα της ντροπής, που τα κρύβουμε όταν τα εκτελούμε.
     Πάντοτε, λοιπόν, πρέπει να ανακαινίζουμε τις αποφάσεις, όταν η πεσμένη φύση μας μαραίνεται και αδρανεί. «Έστωσαν υμών αι οσφύες περιεζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι» (Λούκ. ιβ, 35). Το περίζωμα της οσφύος, η προθυμία, «οι καιόμενοι λύχνοι» και ο θείος ζήλος, είναι αυτά που ανατρέπουν την παράλυση της ακηδίας, που μεταβάλλει το λογικό και δραστήριο άνθρωπο, σε ένα άβουλο και νεκρό στοιχείο. Σε μας δεν χρειάζεται άλλη αφορμή για αφύπνιση και ευλάβεια, παρά ο σχολιασμός του βίου και του τρόπου με τον οποίο οι καθημερινά εορταζόμενοι άγιοι ευαρέστησαν το Θεό και τους οποίους εγκωμιάζουμε με ψαλμούς και ύμνους. Όσες φορές και όταν το καλούσε η περίσταση ή ακόμη και η βία των παράλογων αρχόντων, δεν δίσταζαν, δεν κατηγορούσαν, δεν μεμψιμοιρούσαν, αλλά με χαρά αντιμετώπιζαν την ευκαιρία ως αφορμή ομολογίας. Και όχι μόνο οι ώριμοι και σταθεροί άνδρες, αλλά και οι νέοι. Ακόμη και νεαρές γυναίκες, με θάρρος αθλητικό, επισφράγιζαν έμπρακτα την πρώτη και κύρια εντολή της αγάπης προς το Θεό, «εξ όλης ψυχής, καρδίας και διανοίας» (πρβλ. Δεύτ. στ, 5).
     Και εμείς, γνήσιοί μου αδελφοί και πατέρες, δεν θα δειλιάσουμε, δεν θα προδώσουμε, δεν θα γίνουμε λιποτάκτες, αλλά θα μαρτυρήσουμε, θα ομολογήσουμε με παρρησία και θα αποδείξουμε στους αντίθετους, ότι μόνο έναν Κύριο και Δεσπότη και Σωτήρα έχουμε και αναγνωρίζουμε και στο πανάγιο θέλημά του υποτασσόμαστε μέχρι θανάτου. Έμπρακτα γνωρίσαμε ότι «μηκέτι εαυτοίς ζώμεν, αλλά τω υπέρ ημών αποθανόντι και εγερθέντι» (Β Κορ. ε, 15) και άρα ολόκληρη η θέληση, ο πόθος και η εκλογή ανήκουν σ αυτόν και γι αυτόν το στόχο και σκοπό ζούμε και πεθαίνουμε.
     Οι άγιοι μάρτυρες πέθαιναν για να μη γίνουν παραβάτες κάποιας εντολής ανάλογης με την περίσταση. Εμείς θα προδώσουμε στη βία της ακηδίας ή της αντιλογίας ή της παρακοής και του επαίσχυντου θελήματος; Στην αρχή κάθε μέρας και νύκτας, σύμφωνα με το πατερικό μας τυπικό πρόγραμμα, όλοι μαζί «δεύτε προσκυνήσωμεν τω βασιλεί και Θεώ ημών» και με συνεχή ευχή να επικαλούμαστε τη βοήθειά του και θα πετυχαίνουμε, αφού μας συνοδεύουν οι προσευχές των Πατέρων μας και του οσιότατου μας Γέροντα και Πατέρα, που μας ενεθάρρυνε να παραμείνουμε και να εγκαταβιώσουμε στο Βατοπαίδι.
    Προσέχετε την ακαταστασία, που είναι γέννημα της αμέλειας. Προκαλεί λάθη, παραλείψεις και ζημιές στα προϊόντα, στα πράγματα και σ’ αυτά τα εργαλεία, αλλά και απώλεια πολύτιμου χρόνου μέσω του οποίου, αν προσέχουμε, κερδίζουμε την αιωνιότητα. Συναλλαγή είναι ο παρών χρόνος και καιρός. Εάν αρνούμαστε τα ψεκτά και παράλογα και εφαρμόζουμε τα καλά και τα ευάρεστα στο Θεό, κερδίζουμε τον πλούσιο μακαρισμό «ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ! επί ολίγων ης πιστός», για το δικό μου θέλημα, που είναι ο κανόνας της αρετής και αλήθειας και στο πρόσωπο η αρμόζουσα θέση, «επί πολλών σε καταστήσω» (Ματ. κε, 21), σε όσα δεν περιγράφονται με τα μέτρα και σύμβολα αυτού του κόσμου.
    «Πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω» (Α Κορ. ιδ, 4θ), όχι για επίδειξη η ανθρωπαρέσκεια, αλλά τω πνεύματι ζέοντες τω Κυρίω δουλεύοντες» και «έτι μικρόν όσον όσον» (Εβρ. ι, 37) ο Κύριος έρχεται ελέγχοντας καθενός τη συνείδηση για να αποδώσει το μισθό. Η αξιομισθία στην παρούσα ζωή είναι αρχικά η άφεση των αμαρτιών μας. Μετά, η απαλλαγή μας από τα πάθη και τον παλαιό άνθρωπο και η είσοδός μας στην πλατεία της ελευθερίας και της ενάρετης ζωής. Ω τότε! Πόσο θα χαρείτε και θα σκιρτήσετε, όταν αισθάνεστε να απαλείφονται και να εκλείπουν παλιές συνήθειες και πάθη. Να σταματούν παλιοί πόλεμοι, που μας έσπρωχναν στην απογοήτευση και στη θλίψη και στη θέση τους να βλαστούν ενάρετες συνήθειες και ο κατά Θεόν πόθος. Εκεί που άλλοτε μας τυραννούσε η πίεση του παράλογου θυμού στις ξένες επικρίσεις και κατά κάποιο τρόπο το μίσος και η αποστροφή, τώρα παράδοξα σκιρτά μέσα μας η αγάπη και συμπάθεια και στρέφεται χωρίς προσπάθεια και κόπο η προσευχή μας σ’ αυτούς, που μας πολέμησαν.
     Και τί είναι αυτό μπροστά στην αίσθηση της θεοαγχιστείας, για την οποία μυστηριωδώς ο άνθρωπος πληροφορείται; Ή μάλλον αισθάνεται σε βάθος και με πληρότητα τον Χριστό, ως πατέρα του; Αυτό είναι απερίγραπτο στους ανθρώπινους συλλογισμούς και όρους. Μόνο μια βαθιά αίσθηση, που δεν ερμηνεύεται ή ελέγχεται, κυριαρχεί στο είναι του ανθρώπου και το γεμίζει με μακαριότητα. Ταυτόχρονα πενθεί για την πήλινη ευτέλειά του και κλαίει για την απερίγραπτη ελεημοσύνη και αγάπη του Θεού προς την κτίση του, θεωρώντας τον εαυτό του ανάξιο και να ζει και να μετέχει των θείων δωρεών της απέραντης θεοπρεπούς κηδεμονίας.
Ήθελα να πω κι άλλα εδώ με τα οποία η θεία παναγαθότητα αφειδώς πλημμυρίζει την κτίση του, αλλά αισθάνομαι την ελεεινότητά μου και την προδοσία της ράθυμης ζωής μου και σιωπώ για να γίνω μισητός όπως το αξίζω!

(Γέροντος Ιωσήφ, «Βατοπαιδινές Κατηχήσεις», Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 10. Κατήχηση 13, σ. 111-118)

Τετάρτη, Απριλίου 25, 2012

Διδαχές του αββά Παλλάδιου και για τον έγκλειστο Δαβίδ τον Θεσσαλονικέα.


       Εγώ και ο κύριος Σωφρόνιος ο σοφιστής, πριν γίνει μοναχός, επισκεφτήκαμε στην Αλεξάνδρεια τον αββά Παλλάδιο, άνδρα θεοφιλή και δούλο Θεού, ο οποίος είχε το μοναστήρι του στο Λιθαζόμενο και τον παρακαλούσαμε να μας πει ωφέλιμο λόγο. Τότε ο γέροντας άρχισε να μας λέει: «Παιδιά μου, ο χρόνος που μας μένει είναι λίγος· ας αγωνιστούμε εδώ λίγο κι ας πονέσουμε, για να απολαύσουμε μεγάλα αγαθά στον αιώνα. Βλέπετε τους μάρτυρες, βλέπετε τους οσίους, βλέπετε τους ασκητές, πως υπέμειναν, με ποιά ανδρεία. Αυτούς μεν τους έμαθε καλά ο καιρός που πέρασε, εμείς δε θαυμάζουμε παντοτινά την καρτερικότητά τους. Κι όσοι τους άκουσαν μαρτυρούν κάπου-κάπου με πολλή έκπληξη την υπομονή των μαρτύρων που ξεπερνά κάθε ανθρώπινη φύση· πως δηλαδή τους έβγαζαν τα μάτια· άλλοι πως τους έκοβαν τα μέλη του σώματος· κι άλλοι μεν έμεναν ανάπηροι από χέρια, άλλοι δε από πόδια. Κι άλλους μεν διά μιας η φωτιά, άλλους δε σιγά-σιγά εξαφάνιζε. Κι άλλοι μεν πως καταποντίζονταν στα ποτάμια, άλλοι δε στη θάλασσα· κι άλλους μεν ξέσχιζαν ζωντανούς τα θηρία σαν κακούργους, άλλους δε, οι οποίοι είχαν πεθάνει, και μάλιστα με πρωτόφαντες επινοήσεις βασάνων, κατάτρωγαν τα όρνια. Και γενικά, αν διηγηθεί κανείς όλα τα είδη των κακών που επινόησε ο εχθρός δαίμονας εναντίον των θεοφιλών μαρτύρων και ασκητών, πως υπέμειναν, πως αγωνίστηκαν, πως νίκησαν την ασθένεια του σώματος με την ανδρεία της ψυχής και πως κέρδισαν τα προσδοκώμενα αγαθά, τα οποία θεώρησαν πολυτιμότερα από τις παρούσες κακουχίες, βλέπει ότι αυτά ακριβώς απόδειξαν σταθερή την πίστη τους σε δύο πράγματα: ένα μεν ότι με λίγους πόνους απολαμβάνουν μεγάλα αγαθά, δεύτερο δε ότι υπέμειναν με γενναιότητα τα πρωτοφανή σωματικά βασανιστήρια που τους προξένησε ο εχθρός μας διάβολος. Αν λοιπόν υπομείνουμε τις θλίψεις και δείξουμε καρτερικότητα, με τη βοήθεια του Θεού, φανερωνόμαστε πραγματικοί φίλοι του Θεού κι ο Θεός θα αγωνιστεί μαζί μας και θα μας ξαλαφρώσει από τους κόπους. Γνωρίζοντας λοιπόν, παιδιά μου, ποιά εργασία έχει ανάγκη αυτή η ζωή, ας γνωρίσουμε καλά τον εαυτό μας με την ησυχία. Γιατί είναι ανάγκη να μεταχειριστούμε τούτο τον καιρό την καλή μετάνοια, για να χρηματίσουμε ναοί του Θεού. Γιατί δεν μας γίνεται κάποια τυχαία τιμή στο μέλλοντα αιώνα».
      Είπε πάλι: «Να θυμόμαστε αυτόν που δεν είχε «πού την κεφαλήν κλίναι». Μας είπε πάλι ο γέροντας: «Επειδή η θλίψη, κατά τον Παύλο, «υπομονήν εργάζεται», ας κάνουμε το νου μας ικανό να δεχτεί τη βασιλεία των ουρανών».
      Είπε πάλι: «Παιδιά μου, ας μη αγαπήσουμε «τον κόσμον μηδέ τα εν τω κόσμω».
      Μας είπε πάλι ο γέροντας: «Ας προσέξουμε τους λογισμούς μας, πράγμα που είναι φάρμακο σωτηρίας».
      Αυτός ο αββάς Παλλάδιος. όταν τον ρωτήσαμε: «κάνε αγάπη, πάτερ, πες μας από πού και από ποιούς λογισμούς ήρθες στην καλογερική;» (ήταν Θεσσαλονικιός ο γέροντας), μας διηγήθηκε: «Στη χώρα μου, γύρω στα τρία στάδια έξω από το τείχος της πόλεως, ήταν ένας έγκλειστος, στη μεν καταγωγή Μεσοποταμινός, στο δε όνομα Δαβίδ, πολύ ενάρετος και ελεήμων και εγκρατευτής. Έκανε μέσα στο εγκλειστήριό του γύρω στα εβδομήντα χρόνια. Εκείνο τον καιρό, εξαιτίας των βαρβαρικών επιδρομών, φυλάγονταν τη νύχτα τα τείχη της πόλεως από τους στρατιώτες.  Εκείνοι που φύλα­γαν το μέρος του τείχους κοντά στο οποίο υπήρχε το εγκλειστήριο του γέροντα βλέπουν μια νύχτα να ξεπετάγονται φλόγες από όλα τα παράθυρα του κελιού του έγκλειστου. Νόμισαν λοιπόν οι στρατιώτες ότι κάποιοι βάρβαροι έβαλαν φωτιά στο κελί του γέροντα. Όταν ξημέρωσε όμως, βγήκαν οι στρατιώτες και βρήκαν το γέροντα αβλαβή και το κελί απείραχτο κι έμειναν έκπληκτοι. Ξανά την επόμενη νύχτα είδαν τις ίδιες φλόγες στο κελί του γέροντα, πράγμα το οποίο και γινόταν για πολύ καιρό. Κι αυτό έγινε πασίγνωστο σ’ όλη την πόλη και την περιοχή εκείνη, ώστε πολλοί να αγρυπνούν στο τείχος νυχτιάτικα, για να δουν τη φωτιά. Γιατί συνέχισε να συμβαίνει μέχρι την τελευτή του γέροντα. Αφού αντίκρυσα αυτό το θαύμα, όχι μια και δύο, αλλά πολλές φορές, είπα μέσα μου: «Αν σ’ αυτό τον κόσμο ο Θεός χαρίζει τόσο μεγάλη δόξα στους δούλους Του. πόση άραγε στο μέλλοντα αιώνα, όταν θα καταστράψει το πρόσωπό τους «ως ο ήλιος»; Αυτή ήταν. παιδιά μου, η αιτία να φορέσω το μοναχικό τούτο σχήμα».

(Ιωαν, Μόσχου «Λειμωνάριον», εκδ. Ι.Μ. Σταυρονικήτα, Αγ. Όρος)

Τρίτη, Απριλίου 03, 2012

Βάζε μετάνοια συνεχώς όταν σφάλεις και μη χάνεις καιρό



Έλαβα, παιδί μου, την επιστολή σου, και είδα σ’ αυτή την ανησυχία σου.
Όμως μη λυπάσαι,
παιδί μου.
Μην ανησυχείς τόσο.
 Και αν πάλι έπεσες,
 πάλι σήκω. 
Ονομάσθηκες 
ουρανοδρόμος.
 Δεν είναι, παράξενο
 να σκοντάφτει εκείνος 
που τρέχει.
 Μόνον χρειάζεται
 να έχει υπομονή 
και μετάνοια κάθε στιγμή.
Βάζε λοιπόν μετάνοια συνεχώς, όταν σφάλεις, και μη χάνεις καιρό.
Γιατί, όσον αργείς να ζητήσεις συγχώρηση, τόσον δίνεις άδεια
στον πονηρό να απλώνει μέσα σου ρίζες. Μην τον αφήνεις να
 αποκτά δικαιώματα εις βάρος σου.
Λοιπόν μην απελπίζεσαι όταν πέφτεις, αλλά αφού σηκωθείς
πρόθυμα βάζε μετάνοια λέγοντας· – Συγχώρησέ με, Χριστέ μου,
άνθρωπος είμαι και ασθενής.
Δεν είναι εγκατάλειψη αυτό. Αλλά,
επειδή έχεις ακόμα μεγάλη
υπερηφάνεια κοσμική, κενοδοξία πολλή,
σε αφήνει ο Χριστός
 μας να σφάλλεις, να πέφτεις. Να μαθαίνεις
 κάθε μέρα αισθητά
 την αδυναμία σου και να υπομένεις τους
 φταίχτες.
Να μην κατακρίνεις τους αδελφούς, εάν σφάλλουν,
 αλλά να τους υπομένεις.
Ώστε, όσες φορές πέφτεις, πάλι να σηκώνεσαι, και αμέσως
 να ζητάς τη συγχώρηση.
Μην αφήνεις λύπη στην καρδιά σου. Διότι η χαρά του πονηρού
είναι η λύπη, η αθυμία, από την οποία γεννιούνται πολλά και
με τα οποία γεμίζει πικρία η ψυχή αυτού που τα έχει.
Ενώ η διάθεση του μετανοούντος λέει: «Ήμαρτον, συγχώρησον,
 Πάτερ»! Και διώχνει τη λύπη. «Μήπως, λέει, δεν είμαι άνθρωπος
 ασθενής; Λοιπόν, τί πρέπει να κάνω»; Πράγματι, παιδί μου, έτσι
είναι. Έχε θάρρος.
Μόνον όταν έλθει η χάρις του Θεού, τότε στέκει στα πόδια του
 ο άνθρωπος. Αλλιώς, χωρίς χάρη, πάντοτε παρασύρεται και πάντοτε
πέφτει. Να έχεις ανδρεία λοιπόν και μη φοβάσαι καθόλου.
Είδες πώς υπέμεινε τον πειρασμόν ο αδελφός που γράφεις;
 Το ίδιο κάνε και σύ. Απόκτησε γενναίο φρόνημα στους
πειρασμούς που έρχονται εναντίον σου. Πάντως θα έλθουν.
Έχεις ανάγκη απ’ αυτούς. Γιατί αλλιώς δεν καθαρίζεσαι.
Άφησε τί λέει η ακηδία και η ραθυμία σου. Μην τους φοβάσαι.
Καθώς με τη χάρη του Θεού πέρασαν οι προηγούμενοι, έτσι θα
 περάσουν και αυτοί, αφοί κάνουν το έργο τους.
Φάρμακα είναι οι πειρασμοί και βότανα ιατρικά, που θεραπεύουν
 τα πάθη τα φανερά και τις αόρατες πληγές μας.
Έχε λοιπόν υπομονή για να κερδίζεις καθημερινά,
 να αποταμιεύεις
μισθό, ανάπαυση και χαρά στην ουράνια Βασιλεία.
Γιατί έρχεται νύχτα, δηλ. ο θάνατος, που τότε κανείς
πλέον δεν μπορεί να εργασθεί.
Γι’ αυτό τρέξε.
 Είναι λίγος ο καιρός.
Γνώριζε δε και αυτό· ότι καλλίτερα είναι μια ημέρα ζωής γεμάτη
 νίκες με βραβεία και στεφάνια, παρά χρόνια πολλά και να ζεις
 με αμέλεια. Γιατί μιας ημέρας αγώνας με γνώση και αίσθηση
 ψυχής, ισχύει για πενήντα χρόνια κάποιου άλλου, χωρίς γνώση
αλλά που αγωνίζεται με αμέλεια.
Χωρίς αγώνα και χωρίς να χύσεις αίμα μη περιμένεις να
 ελευθερωθείς από τα πάθη. Αγκάθια και τριβόλια φυτρώνει
 η γη μας μετά την παράβαση. Πήραμε εντολή για κάθαρση·
 αλλά με πόνο πολύ, με ματωμένα χέρια, και με
πολλούς αναστεναγμούς ξεριζώνονται. Κλάψε λοιπόν, χύσε
 δάκρυα ποταμούς, και μαλακώνει η γη της καρδιάς σου.
 Και, αφού το χώμα βραχεί, εύκολα ξεριζώνεις τα αγκάθια.
(«Έκφρασις Μοναχικής εμπειρίας», εκδ, Ι.Μ.Φιλοθέου,
Άγ. Όρος, σ. 127-129. -σε νεοελληνική απόδοση.)
πηγή

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 06, 2012

Είναι ανάγκη να επαγρυπνούμε ώστε να μη κρίνουμε κανένα.


1. Ο αββάς Αντώνιος προφήτευσε στον αββά Αμωνά και είπε: «Θα προκόψεις στο φόβο του Θεού». Τον έβγαλε έξω από το κελί, του έδειξε μια πέτρα και του είπε: «Βρίσε την πέτρα και κτύπησέ την».Και το ’κανε. Τον ρωτάει ο αββάς Αντώνιος: «Μήπως μίλησε η πέτρα;» «Όχι» απάντησε εκείνος . «Και συ ―του είπε ο αββάς Αντώνιος― πρόκειται να φθάσεις σ’αυτό το μέτρο» όπως και έγινε. Πρόκοψε ο αββάς Αμμωνάς τόσο πολύ, ώστε από πολύ αγαθότητα να μη διακρίνει την κακία. Παράδειγμα χαρακτηριστικό είναι το εξής: Όταν έγινε ο ίδιος επίσκοπος, του έφεραν μια κοπέλα έγκυο και του λένε: «Τιμώρησέ την». Κι εκείνος σταύρωσε την κοιλιά της και παρήγγειλε να της δώσουν δύο σεντόνια λέγοντας: «Μη τυχόν πάνω στη γέννα πεθάνει αυτή ή το βρέφος και δεν βρει τα απαραίτητα για την κηδεία». Του λένε τότε οι κατήγοροί της: «Γιατί το ’κανες αυτό; Βαλ’ της κανόνα». Κι εκείνος είπε : «Αδελφοί, βλέπετε ότι κινδυνεύει να πεθάνει, τί μπορώ εγώ να κάνω;» Και την άφησε να φύγει. Ποτέ δεν τόλμησε ο Γέροντας να καταδικάσει άνθρωπο.
2. Πήγε κάποτε ο αββάς Αμμωνάς σε κάποιον τόπο για να γευματίσει. Εκεί κοντά ήταν κι ένας αδελφός που είχε κακή φήμη. Συνέβη μάλιστα να πάει και να μπει στο κελί του αδελφού η γυναίκα για την οποία τον κακολογούσαν. Οι κάτοικοι της περιοχής μόλις το έμαθαν, ξεσηκώθηκαν και πήραν την απόφαση να διώξουν τον μοναχό από το κελί. Όταν πληροφορήθηκαν ότι ο επίσκοπος Αμμωνάς βρισκόταν στην περιοχή τους, πήγαν και τον παρακάλεσαν να πάει μαζί τους. Σαν τα έμαθε αυτά ο αδελφός, πήρε τη γυναίκα και την έκρυψε μέσα σ’ένα μεγάλο πιθάρι. Κετέφθασε το πλήθος και ο αββάς Αμμωνάς αντιλήφθηκε τι συνέβη αλλά χάριν του Θεού σκέπασε το γεγονός. Μπήκε λοιπόν στο κελί του αδελφού, κάθισε πάνω στο πιθάρι και διέταξε να ερευνήσουν το κελί. Όταν όμως έψαξαν και δεν βρήκαν τη γυναίκα, τους είπε ο αββάς Αμμωνάς: «Τι συμβαίνει λοιπόν; Ο Θεός να σας συγχωρήσει». Και αφού προσευχήθηκε, απομάκρυνε τον κόσμο. Έπιασε τότε από το χέρι τον αδελφό και του είπε: «Πρόσεχε την ψυχή σου, αδελφέ».Και με τον λόγο αυτόν έφυγε.
3. Έναν αδελφό που είχε πέσει σε κάποιο αμάρτημα, τον απομάκρυνε ο πρεσβύτερος από την εκκλησία. Σηκώθηκε τότε ο αββάς Βησσαρίων και βγήκε μαζί του λέγοντας: «Κι εγώ αμαρτωλός είμαι».
4. Είπε ο αββάς Ηλίας: «Είδα εγώ κάποιον να βάζει κάτω από τη μασχάλη ένα δοχείο κρασί και για να καταισχύνω τους δαίμονες ότι ήταν εντύπωση πλανερή (και όχι πραγματική), λέω στον αδελφό: «Κάνε αγάπη και σήκωσέ το μου αυτό. Και μόλις σήκωσε το επανωφόρι του, αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχε τίποτε κάτω από τη μασχάλη του. Αυτό το ανέφερα με την έννοια ότι και με τα ίδια σας τα μάτια αν δείτε κάτι ή ακούσετε κάτι, μην το πιστέψετε. Πολύ περισσότερο να προσέχετε τους λογισμούς, τις σκέψεις και τα νοήματα, γνωρίζοντας ότι οι δαίμονες τα σπέρνουν αυτά στην ψυχή για να τη διαστρέψουν, ώστε να σκέφτεται αυτά που την βλάπτουν και για να απομακρύνουν τον νού από τις αμαρτίες μας και από τον Θεό».
5. Ήλθε κάποτε ένα παιδί δαιμονισμένο, για να θεραπευθεί και επισκέφθηκε κάποιον αδελφό από ένα κοινόβιο της Αιγύπτου. Βγαίνει ο Γέροντας έξω και βλέπει τον αδελφό να αμαρτάνει με το παιδί και δεν τον ήλεγξε λέγοντας: «Εφόσον ο Θεός που τον έπλασε τον βλέπει και δεν τον καίει, ποιός είμαι εγώ, για να τον ελέγξω;»
6. Έλεγαν για τον αββά Μακάριο τον Μεγάλο ότι είχε γίνει, όπως λέει η Γραφή, θεός επίγειος (Ιω.10, 34). Γιατί όπως ακριβώς ο Θεός σκεπάζει τον κόσμο, έτσι και ο αββάς Μακάριος σκέπαζε τα ελαττώματα που έβλεπε στους άλλους, σαν να μη τα έβλεπε και εκείνα που άκουε σαν να μην τα άκουε .
7. Κάποιος αδελφός της Σκήτης έσφαλε. Έγινε συγκέντρωση στην οποία κάλεσαν τον αββά Μωυσή αλλ’αυτός δεν θέλησε να πάει. Του παρήγγειλε τότε ο πρεσβύτερος: «Έλα, γιατί σε περιμένουν όλοι». Κι εκείνος σηκώθηκε και πήγε κρατώντας στην πλάτη ένα καλάθι τρύπιο που το γέμισε με άμμο. Οι Πατέρες που βγήκαν να τον προϋπαντήσουν του λένε: «Τι είναι αυτό, πάτερ;» «Οι αμαρτίες μου ―απαντά ο Γέροντας― που κυλούν και πέφτουν πίσω μου και δεν τις βλέπω και ήλθα εγώ σήμερα να κρίνω τα σφάλματα άλλου». Όταν τ’ άκουσαν αυτά οι Πατέρες, δεν είπαν τίποτε εναντίον του αδελφού αλλά τον συγχώρεσαν .
8. Είπε επίσης: «Όλος ο αγώνας πρέπει να αποβλέπει στο να μην κρίνουμε τον πλησίον. Γιατί όταν το χέρι του Κυρίου φόνευσε όλα τα πρωτότοκα στη χώρα της Αιγύπτου, δεν έμεινε σπίτι που να μην είχε νεκρό (Έξ. 12,29-30)». Τον ρωτάει ο αδελφός: «Τι σημαίνουν τα λόγια αυτά;» «Σημαίνουν―είπε ο Γέροντας―ότι, εάν όλα εκείνα που μας εμποδίζουν μας αφήσουν να δούμε τις αμαρτίες μας, δεν θα βλέπουμε τις αμαρτίες του πλησίον. Άλλωστε είναι ανοησία, ενώ εχει δικό του νεκρό ο άνθρωπος, να τον αφήσει και να πάει να κλάψει το νεκρό του πλησίον.
Και το να πεθάνεις έναντι του πλησίον σημαίνει να έχεις μπροστά σου τη δική σου αμαρτία και να μην έχεις μέριμνα για κανένα άνθρωπο ότι αυτός είναι καλός ή εκείνος είναι κακός. Μην κάνεις κακό σε κανένα άνθρωπο, ούτε να σκέφτεσαι πονηρά για κανένα. Μην εξευτελίσεις κάποιον που κάνει το κακό αλλά και να μην συμφωνήσεις μ’εκείνον που κάνει κακό στον πλησίον ούτε να χαίρεσαι μ’αυτόν που βλάπτει τον πλησίον. Αυτό σημαίνει το να είμαστε νεκροί έναντι του πλησίον.
Μην κατηγορείς κανένα· να λες: Ο Θεός γνωρίζει τον καθένα και να μη συμφωνείς μ’αυτόν που κατηγορεί· να μη χαίρεσαι που κατηγορεί αλλά ούτε και να τον μισείς. Αυτό είναι το νόημα του να μην κρίνουμε.
Μην εχθρεύεσαι κανέναν άνθρωπο· και να μην κρατήσεις έχθρα μέσα στην καρδιά σου ,αλλά μη μισήσεις και αυτόν που εχθρεύεται τον πλησίον. Αυτή είναι η ειρήνη. Να παρακινείς τον εαυτό σου σ ’αυτά. Ο κόπος είναι προσωρινός, ενώ η ανάπαυση είναι αιώνια με τη χάρη του Θεού Λόγου. Αμήν.»
9. Έλεγαν για τον αββά Μάρκο τον Αιγύπτιο ότι έμεινε τριάντα χρόνια χωρίς να βγεί απ΄ το κελί του. Ο πρεσβύτερος συνήθιζε να πηγαίνει και να του κάνει την Θεία Λειτουργία. Ο διάβολος όμως βλέποντας την ενάρετη υπομονή του ανδρός, σοφίστηκε να τον ρίξει στον πειρασμό της κατάκρισης. Έτσι έκανε κάποιον δαιμονισμένο να πάει στον Γέροντα για να του ζητήσει τάχα την προσευχή του. Αυτός λοιπόν ο δαιμονισμένος πριν από κάθε άλλο λόγο είπε στον Γέροντα: «Ο πρεσβύτερός σου μυρίζει αμαρτία. Μην τον αφήσεις άλλη φορά νά ’ρθει κοντά σου». Και ο θεόπνευστος ανθρωπος του είπε: «Παιδί μου, όλοι τη βρωμιά την πετούν έξω και εσύ μου την έφερες εδώ; Η Γραφή λέει: Μην κρίνετε για να μην κριθείτε (Ματθ. 7,1). Αλλά αν είναι αμαρτωλός ο Κύριος θα τον σώσει. Είναι μάλιστα γραμμένο στην Αγία Γραφή: Να προσεύχεστε ο ένας για τον άλλον για να θεραπευθείτε (Ιακ. 5,16)».Και πάνω στον λόγο αυτό, προσευχήθηκε και έδιωξε τον δαίμονα από τον άνθρωπο και τον έστειλε υγιή.
Όταν λοιπόν ήρθε ο πρσβύτερος, όπως συνήθιζε, τον υποδέχθηκε ο Γέροντας μετά χαράς. Ο Θεός που γνώριζε την ακακία του Γέροντα, του έδειξε θαυμαστό σημάδι. Όταν ήρθε η ώρα να σταθεί ο πρεσβύτερος μπροστά στην αγία Τράπεζα, όπως ο ίδιος ο Γέροντας το περιέγραψε, «είδα άγγελο Κυρίου να κατεβαίνει από ψηλά και έβαλε το χέρι του στο κεφάλι του κληρικού και έγινε ο κληρικός σαν ένας στύλος φωτιάς. Και εγώ καθώς έμεινα έκπληκτος από το θέαμα, άκουσα μια φωνή να μου λέει: Άνθρωπε γιατί εκπλήττεσαι μ’αυτό που γίνεται; Εάν ένας επίγειος βασιλιάς δεν θ’αφήσει τους μεγιστάνες του να στέκονται μπροστά του ρυπαροί, αλλά μόνο αν έχουν επίσημη περιβολή πόσο περισσότερο η θεία δύναμη δεν θα καθαρίσει τους λειτουργούς των αρρήτων μυστηρίων, όταν στέκονται μπροστά στην άφατη δόξα;»
Έτσι ο γενναίος του Χριστού αθλητής ο Μάρκος ο Αιγύπτιος, αναδείχθηκε μεγάλος και έγινε άξιος του χαρίσματος αυτού, επειδή δεν κατέκρινε τον κληρικό.
10. Ρώτησε ένας αδελφός τον αββά Ποιμένα: «Εάν δώ κάποιο σφάλμα του αδελφού μου, είναι καλό να το σκεπάσω;» Κι ο Γέροντας απάντησε: «Όποια ώρα σκεπάσουμε το σφάλμα του αδελφού μας, σκεπάζει και ο Θεός το δικό μας. Και όποια ώρα θα φανερώσουμε του αδελφού το σφάλμα, θα φανερώσει και ο Θεός το δικό μας».
11. Είπε ένας Γέροντας: «Μην κρίνεις τον πόρνο, εάν εσύ είσαι σώφρων. Κι εσύ είσαι παραβάτης του νόμου όπως κι εκείνος. Γιατί Αυτός που είπε να μην πορνεύσεις (Ματθ. 5,27), είπε και να μην κρίνεις (Ματθ. 7,1)».
12. Ήταν κάποιος Γέροντας που έτρωγε καθημερινά τρία παξιμάδια. Τον επισκέφθηκε κάποιος αδελφός και όταν κάθησαν να φάνε, έβαλε και για τον αδελφό τρία παξιμάδια. Είδε κατόπιν ο Γέροντας ότι ο αδελφός είχε ανάγκη να φάει περισσότερο και τού ’φερε άλλα τρία. Αφού χόρτασαν και σηκώθηκαν, κατέκρινε ο Γέροντας τον αδελφό και του είπε: «Δεν πρέπει, αδελφέ, να υπηρετούμε τη σάρκα μας». Ο αδελφός έβαλε μετάνοια στον Γέροντα και έφυγε.
Την επόμενη ημέρα όταν έφθασε η ώρα για φαγητό, έβαλε ο Γέροντας τα τρία παξιμάδια για τον εαυτό του. Αλλά αφού τα έφαγε, αισθάνθηκε πάλι να πεινά αλλά συγκρατήθηκε. Την άλλη μέρα πάλι το ίδιο έπαθε και άρχισε να αισθάνεται εξάντληση. Κατάλαβε τότε ο Γέροντας ότι τον εγκατέλειψε ο Θεός και ρίχνοντας τον εαυτό του ενώπιον του Θεού, άρχισε να παρακαλεί μετά δακρύων για την εγκατάλειψη που του έγινε. Και βλέπει έναν άγγελο που του είπε: «Αυτό σου συνέβη, επειδή κατέκρινες τον αδελφό. Να ξέρεις λοιπόν ότι αυτός που μπορεί να εγκρατεύεται ή να κάνει κάποιο άλλο καλό, δεν το κάνει με δική του δύναμη, αλλά η αγαθότητα του Θεού είναι που ενισχύει τον άνθρωπο».
13. Ένας άγιος άνθρωπος, όταν είδε κάποιον να αμαρτάνει, δάκρυσε και είπε: «Αυτός σήμερα και εγώ σίγουρα αύριο». Ακόμη κι αν πραγματικά αμαρτήσει κάποιος μπροστά σου, μην τον κρίνεις, αλλά να θεωρείς τον εαυτό σου πιο αμαρτωλό απ’αυτόν, έστω κι αν είναι κοσμικός.
14. Κάποιος αμαρτωλός έκανε μια ερώτηση σ’ έναν άγιο Γέροντα για να έχει μια βάση, ώστε να μην αμαρτάνει με τον λογισμό.
«Ας υποθέσουμε―είπε―ότι βλέπω κάποιον να κάνει κάτι και το λέω αυτό σε κάποιον άλλο και βλέπω ότι δεν τον κατακρίνω, αλλά απλώς το συζητούμε. Αυτό παύει να είναι κατάκριση;» Ο Γέροντας είπε: «Εάν μιλάς με εμπάθεια έχοντας κάτι εναντίον του, είναι κατάκριση, αν όμως είσαι ελεύθερος από πάθος, δεν είναι κατάκριση. Αλλά για να μη μεγαλώσει το κακό, η σιωπή είναι προτιμότερη».
15. Άκουσε κάποιος από τους Αγίους Πατέρες ότι ένας αδελφός έπεσε στο αμάρτημα της πορνείας και είπε: «Ω, άσχημα έκανε». Μετά από λίγες μέρες πεθαίνει ο αδελφός και πάει άγγελος του Θεού με την ψυχή του αδελφού στον Γέροντα και του λέει: «Δες αυτόν που κατέκρινες, πέθανε. Πού παραγγέλλεις να τον βάλω· στη Βασιλεία του Θεού ή στην κόλαση;» Μετά απ’αυτό, μέχρι την ώρα του θανάτου του ο Γέροντας ζητούσε ασταμάτητα από τον Θεό με δάκρυα και πόνο πολύ να τον συγχωρήσει.
16. Ρωτήθηκε ένας Γέροντας: «Γιατί δεν μπορώ να κατοικήσω μαζί με άλλους αδελφούς;» Κι εκείνος είπε: «Γιατί δεν φοβάσαι τον Θεό. Αν θυμόσουν αυτά που λέει η αγία Γραφή ότι στα Σόδομα σώθηκε ο Λώτ, επειδή δεν κατέκρινε κανένα και εσύ θα έβαζες τον εαυτό σου να κατοικήσει και σε θηρία ανάμεσα».
17. Είπε ένας Γέροντας: «Τίποτε δεν παροργίζει τόσο τον Θεό και τίποτε δεν απογυμνώνει τόσο τον άνθρωπο από τη χάρη, ώστε να φτάσει και σε εγκατάλειψη από μέρους του Θεού, όσο το να κατηγορεί τον πλησίον του ή να τον κατακρίνει ή να τον εξουθενώνει. Και είναι τόσο βαρύτερη η κατάκριση από κάθε άλλη αμαρτία, ώστε ο ίδιος ο Χριστός λέει: «Υποκριτή, βγάλε πρώτα το δοκάρι που έχεις στο μάτι σου και τότε θα δείς καθαρά για να βγάλεις το σκουπιδάκι που βρίσκεται στο μάτι του αδελφού σου. Παρομοίασε δηλαδή το αμάρτημα του πλησίον με το σκουπιδάκι, ενώ την κατάκριση με το δοκάρι. Είναι τόσο κακό το να κατακρίνει κανείς· σχεδόν ξεπερνά κάθε αμαρτία.
Επομένως τίποτε δεν είναι βαρύτερο, αδελφοί μου, ούτε χειρότερο από το να καταδικάσουμε ή να εξουθενώσουμε τον πλησίον. Γιατί να μη προτιμούμε να κατακρίνουμε τον εαυτό μας; Και εννοώ τα κακά τα δικά μας που καλά τα γνωρίζουμε και για τα οποία πρόκεται να δώσουμε λόγο στον Θεό. Γιατί αρπάζουμε το δικαίωμα της κρίσης του Θεού; Τι θέλουμε από το πλάσμα του, τι θέλουμε από τον πλησίον; Τί ζητάμε από τα βάρη του άλλου; Έχουμε, αδελφοί τι να φροντίσουμε. Ο καθείς ας προσέχει τον εαυτό του και τις δικές του κακίες, Η εξουσία να δικαιώνει και να καταδικάζει, ανήκει μόνο στον Θεό, που γνωρίζει και την κατάσταση του καθενός και τη δύναμη· τον τρόπο της ζωής και τα χαρίσματά του· την ιδιοσυγκρασία και τις ικανότητες του· ανήκει στον Θεό πού κρίνει ανάλογα με το καθένα απ’ αυτά, όπως ο ίδιος μόνος τά γνωρίζει».
18. Είπε ακόμη: «Ας αποκτήσουμε αγάπη· Ας αποκτήσουμε συμπόνια για τον πλησίον, ώστε να αποφύγουμε τη φοβερή καταλαλιά και το να καταδικάζουμε κάποιον ή να τον εξουθενώνουμε. Ας βοηθούμε ο ένας τον άλλον σαν να είναι δικό μας μέλος, γιατί είμαστε μέλη του ιδίου σώματος, όπως λέει ο Απόστολος· όλοι είμαστε ένα σώμα και ο καθένας μας είναι μέλος του σώματος στο οποίο ανήκουν και οι άλλοι ως μέλη (Ρωμ. 12,5). Και όταν πάσχει ένα μέλος συμπάσχουν όλα τα άλλα».
(Από το Μεγάλο Γεροντικό)

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...