Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τριώδιον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τριώδιον. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 09, 2018

Λόγος εις την Κυριακή της Απόκρεω περί της φοβέρας Κρίσεως


εις την Κυριακή της ΑπόκρεωΕίναι πολύ κοντά ο καιρός της μετανοίας και της εξομολογήσεως των αμαρτιών μας. Τα δύο αυτά πράγματα: η μετάνοια και η εξομολόγηση είναι τα σημαντικότερα στην ζωή μας. Η μετάνοια και η νηστεία δεν είναι εύκολα πράγματα. Για να προετοιμαστούμε σωστά για την νηστεία η αγία μας Εκκλησία αυτή την τελευταία εβδομάδα, πριν την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, απαγορεύει να τρώμε κρέας. Κάποτε είχε ξεχαστεί το πραγματικό νόημα αυτής της εβδομάδας. Οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι οι ήμερες αυτές είναι για διασκέδαση και καρναβάλια. Ξεχνούσαν οι απερίσκεπτοι εκείνοι άνθρωποι ότι την Τετάρτη και την Παρασκευή της Τυρινής έχουμε πλέον τις ακολουθίες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Οι άγιοι, πού παραδόθηκαν ολοκληρωτικά στον Θεό και των οποίων όλη η ζωή ήταν μία διαρκής νηστεία, μας λένε πόσο σημαντικό είναι να θυμόμαστε παντοτινά την ώρα του θανάτου. Να μην ξεχνάμε αυτό πού μας διδάσκει η άγια Γραφή και οι Πατέρες: να θυμόμαστε την ώρα του θανάτου μας και δεν θα αμαρτήσουμε ποτέ. Πολύ σπουδαίο πράγμα είναι η μνήμη του θανάτου, πιο σημαντικό όμως είναι να θυμόμαστε την Φοβερά Κρίση του Χριστού και να προσπαθήσουμε, όσο μας είναι δυνατόν, να κατανοήσουμε το νόημα των λόγων της αγίας Γραφής σχετικά με την Φοβερά Κρίση του Κυρίου.
Για την μεγάλη εκείνη ήμερα της κοινής αναστάσεως μας λέει ό άγιος απόστολος Πέτρος στη Β΄ Επιστολή του: «Ἥξει δὲ ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί, ἐν ᾗ οὐρανοὶ ῥοιζηδὸν παρελεύσονται, στοιχεῖα δὲ καυσούμενα λυθήσονται, καὶ γῆ καὶ τὰ ἐν αὐτῇ ἔργα κατακαήσεται.» (Β΄ Πέτ. 3, 10). Θα καεί η γη και αυτό σημαίνει ότι δεν θα γίνει στη γη η Φοβερά Κρίση και ούτε στη γη θα παρασταθούν ενώπιον του φοβερού Κριτού όλοι εκείνοι οι αμέτρητοι λαοί πού ζούσαν πάνω σ’ αυτή από καταβολής κόσμου. Άλλα και δεν θα χωρούσαν εκεί όλοι αυτοί οι λαοί. Στους ουρανούς, πάνω από τις νεφέλες θα κρίνει ο Δημιουργός και ο Κριτής του κόσμου την ανθρωπότητα. Αυτό λέει και ο άγιος απόστολος Παύλος: «Ἔπειτα ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι ἅμα σὺν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα» (Α΄ Θεσ. 4, 17).
Στην φοβερή δόξα του θα παρουσιαστεί ό Κριτής του κόσμου συνοδευόμενος από αμέτρητο πλήθος των ασωμάτων επουρανίων δυνάμεων. Θα θυμηθεί αμέσως ό καθένας όλα τα έργα, τα λόγια και τις σκέψεις του. Μεγάλο φόβο θα νιώσουν αυτοί πού στη ζωή τους ακολουθούσαν το δρόμο του κακού και της αδικίας και περιφρονούσαν τις εντολές του Χριστού. Θα τους βάλει ο Κριτής του κόσμου στα αριστερά του. Οι δίκαιοι, που αγάπησαν τον Θεό και την δικαιοσύνη του, θα σηκώσουν ψηλά το κεφάλι τους. Θα τους βάλει ό Εύσπλαχνος Κριτής δεξιά από το θρόνο του. Και θα ακούσουν όλοι οι άνθρωποι μία σύντομη και δίκαια απόφαση του Θεού. Σ’ αυτούς που θα είναι δεξιά του θα πει με αγάπη: «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. Ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; πότε σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Μτ. 25, 34-40).
Τότε σ’ αυτούς που θα βρίσκονται στα αριστερά του θα πει με οργή: «Πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. Καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον» (Μτ. 25, 41-46).
Πολύ σύντομη και απλή είναι αυτή η απόφαση του Κριτού του κόσμου. Τόσο σύντομη πού σε μερικούς προκαλεί σύγχυση. Και απορούν γιατί οι άνθρωποι κρίνονται από τον Θεό μόνο με βάση τα έργα της ευσπλαχνίας. Γιατί δεν λέει ο Κύριος ότι οι δίκαιοι όλη την ζωή τους την αφιέρωσαν στο Θεό και πάντα τηρούσαν τις εντολές του; Γιατί δεν λέει για την ευσέβειά τους, τα δάκρυα, τις προσευχές και τις νηστείες τους; Για το κήρυγμα του Ευαγγελίου, για το διωγμό που υπέφεραν για την πίστη στο Θεό; Γιατί ανέφερε μόνο τα φιλάνθρωπα έργα τους; Γιατί, για τους άλλους, πού τους έστειλε στο αιώνιο, πυρ δεν ανέφερε την πολύ βαριά αμαρτία, την βλασφημία; Γιατί δεν τους καταδικάζει για διωγμό των αγίων, φόνο, ληστεία, πορνεία, μοιχεία και άλλα πολλά; Γιατί μιλάει μόνο για την ασπλαχνία τους;
Προκαλεί θαυμασμό αυτή ή απάντηση του Κριτού του κόσμου διότι είναι σύντομη και ταυτόχρονα εξαντλητική. Γενικά είναι πολύ δύσκολο να δώσουμε με λίγες λέξεις μία πλήρη απάντηση. Ο λόγος αυτός του Κυρίου περιέχει τα σημαντικότερα από το Νόμο του Θεού. Στην συζήτηση που είχε ο Κύριος Ιησούς Χριστός με έναν νομοδιδάσκαλο λέει το έξης, για τις σπουδαιότερες εντολές στις όποιες συνοψίζεται όλος ό Νόμος: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. Δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Μτ. 22, 37-39). Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός ευλογεί τους δικαίους για τα έργα της ευσπλαχνίας και κατακρίνει και καταδικάζει τους αμαρτωλούς επειδή τους λείπουν αυτά τα έργα.
Η ευσπλαχνία είναι το σπουδαιότερο μεταξύ των έργων αγάπης. Τους αμαρτωλούς τους καταδικάζει ο Κύριος διότι μίσησαν την οδό της αγάπης και δεν τον ακολούθησαν, και αντί να ακολουθήσουν αυτήν την οδό ακολούθησαν, την οδό του μίσους και της κακίας. Οι δίκαιοι στην ζωή τους πραγματοποίησαν τις δύο σπουδαιότερες εντολές του Νόμου, ενώ οι αμαρτωλοί τις απέρριψαν. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η κρίση αυτή του Θεού, πού διατυπώθηκε με λίγες πολύ σύντομες φράσεις, είναι εξαντλητική και περιέχει μέσα της την ύψιστη αλήθεια.
Ας ακολουθήσουμε και εμείς, αδελφοί και αδελφές μου, την οδό της Θείας Δικαιοσύνης αποφεύγοντας την διαβολική οδό της κακίας. Να σηκώσουμε τον σταυρό μας και να τον βαστάξουμε μέχρι το θάνατο με υπομονή και τότε στην Φοβερά ημέρα της Κρίσεως θα μας βάλει ο Κριτής του κόσμου στα δεξιά του. Αμήν.
Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας, Λόγοι και Ομιλίες Τόμος Α΄, εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, 2014

Η τελευταία Κρίση (Κυριακή της Απόκρεω)


Η τελευταία ΚρίσηΗ επόμενη Κυριακή ονομάζεται Κυριακή της Απόκρεω γιατί στη διάρκεια της εβδομάδας που ακολουθεί αρχίζει μια περιορισμένη νηστεία -«αποχή κρέατος»- όπως παραγγέλλουν τα λειτουργικά βιβλία. Αυτή η παραγγελία γίνεται κατανοητή μόνο μέσα στο φως όσων είπαμε παραπάνω για τα νόημα της προετοιμασίας. Η Εκκλησία αρχίζει να μας «προσαρμόζει» στη μεγάλη προσπάθεια που θα απαιτήσει από μας επτά μέρες αργότερα. Σταδιακά μας βάζει στο μεγάλο αγώνα, γιατί γνωρίζει την ευπάθειά μας και προβλέπει την πνευματική μας αδυναμία.
Την παραμονή της Κυριακής της Απόκρεω η Εκκλησία μας καλεί σε μια παγκόσμια ανάμνηση όλων «τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς, ἐπ᾿ ἐλπίδι ἀναστάσεως, ζωής αἰωνίου». Αυτή πραγματικά είναι η μεγάλη μέρα της Εκκλησίας κατά την οποία προσευχόμαστε για τα κοιμηθέντα μέλη της. Για να καταλάβουμε το νόημα που υπάρχει στη σχέση της Μεγάλης Σαρακοστής και της προσευχής για τους κοιμηθέντες θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Χριστιανισμός είναι η θρησκεία της αγάπης. Ο Χριστός δεν άφησε στους μαθητές Του μια διδασκαλία ατομικής σωτηρίας, αλλά την «καινή εντολή» του «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» και πρόσθεσε: «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ιωαν. 13,35). Η αγάπη επομένως είναι το θεμέλιο και η ουσία της ζωής της Εκκλησίας η οποία, κατά τον άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας, είναι «ενότητα πίστεως και αγάπης». Αμαρτία είναι πάντοτε η απουσία της αγάπης, και επομένως είναι ο χωρισμός, η απομόνωση, ο πόλεμος όλων εναντίον όλων. Η νέα ζωή που μας έδωσε ο Χριστός και που μεταβιβάζεται σε μας δια της Εκκλησίας είναι πάνω απ’ όλα μια ζωή συνδιαλλαγής, «συναγωγῆς εἰς ἑνότητα ὅλων τῶν διεσκορπισμένων», η αποκατάσταση της θραυσμένης από την αμαρτία αγάπης.
Αλλά πώς είναι δυνατό ν’ αρχίσουμε ποτέ την επιστροφή μας στο Θεό και τη συμφιλίωσή μας μ’ Αυτόν, αν από μέσα μας δεν ξαναγυρίσουμε στη μοναδική καινή εντολή της αγάπης; Η προσευχή για τους «κεκοιμημένους» είναι μια βασική έκφραση της Εκκλησίας σαν αγάπης. Ζητάμε από το Θεό να θυμηθεί αυτούς που και μεις θυμόμαστε και τους θυμόμαστε ακριβώς γιατί τους αγαπάμε. Προσευχόμενοι γι’ αυτούς τους συναντάμε «ἐν Χριστῷ, ο οποίος «Ἀγάπη ἐστίν» και που -ακριβώς επειδή είναι Αγάπη- ξεπερνάει το θάνατο που είναι η τελική νίκη του χωρισμού και της έλλειψης της αγάπης. Μέσα στο Χριστό δεν υπάρχουν ζωντανοί και πεθαμένοι γιατί όλοι είναι «ζῶντες ἐν Αὐτῷ». Αυτός είναι η Ζωή και αυτή η Ζωή είναι το φως του ανθρώπου. Αγαπώντας το Χριστό αγαπάμε όλους εκείνους που βρίσκονται ἐν Αὐτῷ. Αγαπώντας αυτούς που είναι ἐν Αὐτῷ, αγαπάμε το Χριστό. Αυτός είναι ο Κανόνας της Εκκλησίας, που φανερώνεται με τις προσευχές που κάνει για τους κοιμηθέντες. Πραγματικά η «ἐν Χριστῷ» αγάπη μας είναι εκείνη που τους διατηρεί πάντα ζωντανούς γιατί τους διατηρεί «ἐν Χριστῷ». Πόσο αλήθεια, λανθασμένοι -απελπιστικά λανθασμένοι- είναι όσοι από τους δυτικούς χριστιανούς ή έχουν περιορίσει τις προσευχές τους για τους κοιμηθέντες σε ένα νομικό δόγμα «περί αμοιβών» και «ικανοποιήσεως», ή τις αρνούνται σαν άχρηστες. Η μεγάλη αγρυπνία «ὑπὲρ τῶν Κεκοιμημένων» το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω είναι ένας τύπος ακολουθίας για την ανάμνηση των «προαπελθόντων» που επαναλαμβάνεται το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο Σάββατο της Μεγάλης Σαρακοστής.
Είναι η αγάπη και πάλι που αποτελεί το θέμα της Κυριακής της Απόκρεω. Ευαγγελικό ανάγνωσμα της μέρας είναι η παραβολή του Χριστού για την Τελευταία Κρίση (Ματθ, 25, 31‐46). Όταν ο Χριστός θα έρθει να μας κρίνει ποιο θα είναι το κριτήριο Του; Η παραβολή μας δίνει την απάντηση η αγάπη – όχι ένα απλό ανθρωπιστικό ενδιαφέρον για μια αφηρημένη δικαιοσύνη και για κάποιους, ανώνυμους «φτωχούς», αλλά η συγκεκριμένη και προσωπική αγάπη για τον άνθρωπο, για κάθε ανθρώπινο πρόσωπο με το οποίο ο Θεός με φέρνει σε επαφή στη ζωή μου. Αυτή η διάκριση είναι πολύ σημαντική γιατί σήμερα όλο και περισσότεροι χριστιανοί έχουν την τάση να ταυτίζουν τη χριστιανική αγάπη με τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές φροντίδες. Με άλλα λόγια, έχουν την τάση να μετατοπίζουν το ενδιαφέρον από το μοναδικό πρόσωπο και το μοναδικά προσωπικό προορισμό του στις ανώνυμες οντότητες όπως είναι οι «τάξεις» οι «φυλές» κ.λπ. Όχι ότι αυτές οι φροντίδες είναι λανθασμένες. Είναι φανερό ότι οι χριστιανοί μέσα στην πορεία της ζωής τους, μέσα στις ευθύνες τους σαν πολίτες, σαν επαγγελματίες κ.λπ., καλούνται να φροντίζουν, όσο οι δυνατότητες και η κατανόηση τους επιτρέπουν περισσότερο, για μια δίκαιη, σταθερή και γενικά πιο ανθρώπινη κοινωνία. Όλα αυτά, σίγουρα, προέρχονται από τη χριστιανική αγάπη. Αλλά η χριστιανική αγάπη, αυτή καθαυτή είναι κάτι διαφορετικά και αυτή η διαφορά θα γίνει κατανοητή και θα διαφυλαχθεί αν η Εκκλησία διατηρήσει τη μοναδική αποστολή της και δε γίνει μια συνηθισμένη «κοινωνική υπηρεσία» που ασφαλώς δεν είναι στη φύση της.
Η χριστιανική αγάπη είναι η «δυνατή αδυνατότητα» να βλέπω το Χριστό στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου, οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός, και τον οποίο ο Θεός, μέσα στο αιώνιο και μυστηριώδες σχέδιό Του, έχει αποφασίσει να φέρει μέσα στη ζωή μου έστω και για λίγες στιγμές· να τον φέρει κοντά μου, όχι σαν μια ευκαιρία για «καλή πράξη» ή για εξάσκηση της φιλανθρωπίας μου, αλλά σαν αρχή μιας αδιάκοπης συντροφιάς μέσα στον ίδιο το Θεό.
Αληθινά τι άλλο είναι αγάπη παρά αύτη η μυστηριώδης δύναμη που ξεπερνάει τα τυχαίο και το εξωτερικό στον «άλλο» -ξεπερνάει δηλαδή την εξωτερική του εμφάνιση, την κοινωνική του θέση, την εθνική του καταγωγή, τη διανοητική του ικανότητα- και φτάνει στην ψυχή του, τη μοναδική και μοναδικά προσωπική «ρίζα» της ανθρώπινης ύπαρξης, το αληθινό κομμάτι του Θεού μέσα του; Αν ο Θεός αγαπάει κάθε άνθρωπο είναι ακριβώς γιατί Αυτός μόνο γνωρίζει τον ατίμητο και απόλυτα μοναδικό θησαυρό, την «ψυχή» ή το «πρόσωπο», που έδωσε στον κάθε άνθρωπο. Η χριστιανική αγάπη λοιπόν είναι η συμμετοχή σ’ αυτή τη θεϊκή γνώση, είναι το δώρο αυτής της θεϊκής αγάπης. Δεν υπάρχει «απρόσωπη» αγάπη γιατί αγάπη είναι η υπέροχη ανακάλυψη του «προσώπου» στον «άνθρωπο», η ανακάλυψη του συγκεκριμένου και μοναδικού προσώπου μέσα στο σύνολο γενικά. Είναι η ανακάλυψη σε κάθε άνθρωπο αυτού που τον κάνει «αξιαγάπητο» και που είναι δοσμένο από το Θεό.
Από αυτή την άποψη η χριστιανική αγάπη είναι μερικές φορές το αντίθετο από την «κοινωνική δραστηριότητα» με την οποία συχνά σήμερα ταυτίζεται ο Χριστιανισμός. Για έναν άνθρωπο με κοινωνική δραστηριότητα το αντικείμενο της αγάπης δεν είναι το «πρόσωπο» αλλά ο «άνθρωπος, μια δηλαδή αφηρημένη μονάδα μιας, όχι λιγότερο, αφηρημένης Ανθρωπότητας». Αλλά για το Χριστιανισμό, ο άνθρωπος είναι «αξιαγάπητος» ακριβώς γιατί είναι πρόσωπο. Εκεί το πρόσωπο χάνεται μέσα στον άνθρωπο· εδώ ως άνθρωπος θεωρείται μόνο το πρόσωπο. Ο «κοινωνικός εργάτης» δεν ενδιαφέρεται για τα συγκεκριμένα πρόσωπα και άνετα τα θυσιάζει για το «γενικό συμφέρον». Ο Χριστιανισμός μπορεί να φαίνεται ότι είναι -και σε μερικές περιπτώσεις πραγματικά είναι- μάλλον διστακτικός γι’ αύτη την αόριστη «ανθρωπότητα, αλλά διαπράττει θανάσιμη αμαρτία εναντίον του εαυτού του κάθε φορά που αδιαφορεί και δεν αγαπάει το συγκεκριμένο πρόσωπο. Η κοινωνική δραστηριότητα είναι πάντοτε «φουτουριστική» στην προσέγγισή της. Ενεργεί πάντα στο όνομα της δικαιοσύνης, του νόμου, της ευτυχίας που πρόκειται να έρθει, να κερδηθεί. Ο Χριστιανισμός ελάχιστα ενδιαφέρεται γι’ αυτό το προβληματικό μέλλον αλλά βάζει όλη την έμφαση στο τώρα, που είναι ο μόνος αποφασιστικός χρόνος για αγάπη. Οι δυο αυτές στάσεις δεν αποκλείουν η μια την άλλη αλλά δεν πρέπει να συγχέονται. Οι χριστιανοί βεβαιότατα, έχουν ευθύνες απέναντι «στὸν κόσμο τοῦτο» και πρέπει να τις εκπληρώσουν. Ακριβώς αυτή είναι η περιοχή της «κοινωνικής δραστηριότητας που ανήκει εντελώς στον «κόσμο τοῦτο». Οπωσδήποτε όμως η χριστιανική αγάπη σκοπεύει πέρα από τον «κόσμο τοῦτο». Είναι αυτή η ίδια μια ακτίνα, μια εκδήλωση της Βασιλείας του Θεού· υπερβαίνει και συντρίβει όλους τους περιορισμούς, όλες τις «συνθήκες» του κόσμου τούτου διότι το κίνητρό της, ο σκοπός της καθώς και η ολοκλήρωσή της είναι στο Θεό. Και ξέρουμε ότι ακόμα, και σ’ αυτόν τον κόσμο που «ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» η μόνη νίκη που διαρκεί και μεταμορφώνει είναι η νίκη της αγάπης. Η πραγματική αποστολή της Εκκλησίας είναι να υπενθυμίζει στον άνθρωπο την προσωπική του αγάπη και την κλήση του, που είναι να πλημμυρίσει τον αμαρτωλό κόσμο μ’ αυτή την αγάπη.
Η παραβολή για την Τελευταία Κρίση αναφέρεται στη χριστιανική αγάπη. Δεν είμαστε όλοι καλεσμένοι να δουλέψουμε για την «ανθρωπότητα», όμως ο καθένας μας έχει λάβει το δώρο και τη χάρη της αγάπης του Χριστού. Ξέρουμε ότι όλοι οι άνθρωποι τελικά έχουν ανάγκη απ’ αύτη την προσωπική αγάπη, έχουν ανάγκη να τους αναγνωρίζεται δηλαδή η μοναδικότητα της ψυχής τους στην οποία αντανακλάται όλη η ομορφιά της δημιουργίας μ’ ένα ξεχωριστό τρόπο. Ξέρουμε ακόμα ότι οι άνθρωποι βρίσκονται «ἐν φυλακῇ», είναι «πεινῶντες καὶ διψῶντες» ακριβώς γιατί τους λείπει αυτή η προσωπική αγάπη. Τέλος ξέρουμε ότι όσο στενά και περιορισμένα και αν είναι τα πλαίσια της προσωπικής μας ύπαρξης ο καθένας από μας δημιουργήθηκε υπεύθυνος για μια μικρή θέση στη Βασιλεία του Θεού, και έγινε υπεύθυνος εξαιτίας αυτού του δώρου της αγάπης του Χριστού. Έτσι είτε έχουμε είτε δεν έχουμε αποδεχτεί αυτή την ευθύνη, είτε αγαπήσαμε είτε αρνηθήκαμε την αγάπη, πρόκειται να κριθούμε Γιατί «ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25,40).
π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Μεγάλη Σαρακοστή – Πορεία προς το Πάσχα, 11η έκδοση, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 2006

Οἴμοι, μέλαινα ψυχή!…


Οἴμοι, μέλαινα ψυχή!«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ», γράφεται στο συναξάρι, «Κυριακὴ τῶν Ἀπόκρεω, τῆς Δευτέρας καὶ ἀδεκάστου Παρουσίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ μνείαν ποιούμεθα». Αν σκεφθεί κανείς, πως την ερχόμενη Κυριακή, μνήμη της εξορίας του Αδάμ απ’ τον Παράδεισο, θυμούμαστε την αρχή του παρόντος βίου μας -κι απ’ αυτή την άποψη, η θλιβερή έξωση του Αδάμ απ’ την τρυφή του Παραδείσου, λογαριάζεται σαν πρώτη χρονικά γιορτή των χριστιανών- η μνήμη της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου μας πρέπει να λογαριάζεται η τελευταία απ’ όλες τις γιορτές. Γιατί, πραγματικά, σ’ αυτήν τελειώνουν όλα: και τα δικά μας και του κόσμου όλα τα πράγματα. Και πάλι με πολλή σοφία οι άγιοι Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας καθόρισαν, ύστερ’ απ’ τις Κυριακές του Τελώνου και Φαρισαίου και του Ασώτου, να τελούμε τη μνήμη της Δευτέρας Παρουσίας. Γιατί δεν πρέπει, ακούοντας ο χριστιανός τη φιλανθρωπία του Θεού, που φαίνεται σ’ εκείνες τις παραβολές απέραντη, να πέσει σε μεγάλην αμέλεια, λέγοντας με το νου του: «ο Θεός είναι φιλάνθρωπος· άμα, στο τέλος, σταματήσω ν’ αμαρτάνω κάποτε, Εκείνος, όντας φιλάνθρωπος και πολυέλεος, θα με συγχωρέσει, κι όλα πια θα ’χουν τελειώσει καλά». Για να μη σκέφτονται, λοιπόν, μ’ αυτόν τον διαβολοκίνητο και σατανικό τρόπο οι χριστιανοί, έβαλαν οι θειότατοι Πατέρες, ύστερ’ από την Κυριακή του Ασώτου να γιορτάζουμε τη φοβερή και τρομερή εκείνη μέρα της Δευτέρας Παρουσίας. Λογιάζοντας, πως, με την ευαγγελική περικοπή της Κρίσεως, οι αμελείς που συνεχίζουν ν’ αμαρτάνουν, βλέποντας μπροστά τους την άδηλην ώρα του θανάτου και περιμένοντας την ατελεύτητη σειρά των βασάνων της Κολάσεως, που θ’ ακολουθήσουν μετά την Κρίση για τους αμαρτωλούς, ίσως ξυπνήσουν απ’ το λήθαργο κι απ’ το βαρύτατον ύπνο της αμαρτίας· ίσως αφήσουν την νεκροποιό ραθυμία και αμέλεια, για να αγωνισθούν ν’ αποκτήσουν το χρυσοστόλιστο ένδυμα των αρετών, το «ένδυμα του γάμου», που δίχως αυτό και θα κρυώνουν, όντας γυμνοί, και δεν θα μπορούν να εισέλθουν εις τον «νυμφώνα» του Χριστού.
***
Δευτέρα Παρουσία λέγεται γιατί προηγήθηκε η πρώτη, κατά την οποία «σωματικῶς πρὸς ἡμᾶς ἐπεδήμησεν» ο Χριστός. Όμως, στην Δευτέρα δεν θα ’ρθει όπως στην πρώτη: φτωχός, άσημος, χωρίς δόξα. Θα έρθει με πολλή δόξα, με μεγάλη λαμπρότητα και με θεϊκή μεγαλοπρέπεια. Και τότε δε θα ’ρθει να σώσει, μα να κρίνει τον κόσμο. Και ν’ ανταποδώσει, σ’ όσους έπραξαν αγαθά την αιώνια Βασιλεία του, και σ’ όσους έπραξαν κακά, την αιώνια κόλαση. Το βεβαιώνουμε συνοπτικά στο Σύμβολο της πίστεώς μας: «Καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης, κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὖ τῆς Βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος». Κι αυτό, που οι άγιοι Πατέρες έβαλαν ως Άρθρο στο Σύμβολο της Πίστεως, το βγάζουν ακριβώς απ’ το Ευαγγέλιο της Κρίσεως, που λέγει: «Εἶπεν ὁ Κύριος· ὅταν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν δόξαν του καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε θέλει καθήσει εἰς τὸν θρόνον τῆς δόξης του καὶ θέλουσιν συναχθῆ ἔμπροσθέν του ὅλα τὰ ἔθνη, καὶ θέλει διαχωρίσει ἀνάμεσά τους, καθὼς χωρίζει τὰ πρόβατα ὁ βοσκὸς ἀπὸ τὰ ἐρίφια, καὶ θέλει στήσει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὴν δεξιάν του μεριὰν καὶ τὰ ἐρίφια ἀπὸ τὴν ζερβήν. Καὶ τότε θέλει εἰπεῖν ὁ βασιλεὺς πρὸς ἐκείνους τῆς δεξιάς μεριᾶς: ἐλᾶτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, νὰ κληρονομήσετε τὴν βασιλείαν ὁποὺ σᾶς εἶναι ἑτοιμασμένη, ἀπὸ ὅταν ἐκτίσθη ὁ κόσμος· ἐλᾶτε νὰ τὴν κληρονομήσετε τὴν βασιλείαν ἐκείνην, ἐπειδὴ ἐγὼ ἐπείνασα καὶ ἐσεῖς μὲ ἐδώκετε καὶ ἔφαγα. Ἐδίψησα καὶ ἐδώκετέ μοι καὶ ἔπια. Ἤμην γυμνὸς καὶ μὲ ἐνδύσατε. Ἤμην ξένος καὶ μὲ προσκαλεσθήκετε, ἤμην ἀσθενὴς καὶ ἤλθετε καὶ μὲ εἴδετε. Ἤμουν εἰς τῆν φυλακὴν καὶ ἤλθετε καὶ ἐκοιτάξετέ με. Τότε θέλουσιν ἀποκριθῆ μετὰ ταπεινοφροσύνης οἱ δίκαιοι, λέγοντές, του: “Κύριε, πότε σὲ εἴδομεν ἡμεῖς νὰ πεινᾶς καὶ ἐδώκαμέν σου καὶ ἔφαγες, ἢ νὰ διψᾶς, καὶ ἐδώκαμέν σου νὰ πιεῖς; Ἢ πότε σὲ εἴδομεν γυμνὸν καὶ σὲ ἐνδύσαμεν, ἢ ξένον καὶ ἐπεριμαζώξαμεν· ἢ πότε σὲ εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ εἰς τὴν φυλακὴν καὶ ὑπηρετήσαμέν σοι;” Καὶ θέλει τοῖς ἀποκριθῆ, καὶ τοῖς θέλει εἰπεῖν: “Ἀμὴν λέγω σας, βέβαια, ὅτι εἰς ὅσον ἐκάμετε πρὸς ἕνα ἀπὸ τούτους τοὺς μικροὺς τοὺς ἀδελφούς μου, ἐμένα τὸ ἐκάμετε”. Τότε θέλει εἰπεῖν καὶ ἐκείνων ὁποὺ εἶναι εἰς τὴν ἀριστερὰν μεριάν: “σύρετε ἀπὸ τ᾿ ἐμένα οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, ὁποὺ εἶναι ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τῶν ἀγγέλων του, διότι ἐπείνασα καὶ δὲν μοῦ ἐδώκετε νὰ φάγω. Ἐδίψησα καὶ δὲν μὲ ἐποτίσατε. Ἤμουν γυμνὸς καὶ δὲν μὲ ἐκοιτάξετε”. Τότε θέλουσιν ἀποκριθῆ καὶ αὐτοί, ἀλλὰ μὲ ἀδιαντροπίαν, καὶ θέλουσιν εἰπεῖν: “Κύριε, πότε σὲ εἴδομεν πεινασμένον ἢ διψασμένον ἢ γυμνὸν ἢ ξένον ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακαῖς καὶ δὲν σὲ ἀποκοιτάξαμεν;” Καὶ θέλει τοὺς ἀποκριθῆ ὁ βασιλεὺς καὶ θέλει τοὺς εἰπεῖ: “Ἀμὴν λέγω σας, ὅτι ὅσον δὲν ἐκάμετε ἑνὸς ἀπὸ τούτους τοὺς μικροὺς, μηδὲ ἐμένα δὲν τὸ ἐκάμετε”. Καὶ ἔτσι θέλουσιν πάγει τοῦτοι εἰς τὴν αἰώνιον κόλασιν, καὶ πάλιν οἱ δίκαιοι είς τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον». Έτσι αποδίδει ο πολύς Μελέτιος Πηγάς το Ευαγγέλιο της Κρίσεως.
***
Θα ήθελε πολύ ο άνθρωπος να ξέρει πότε θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, οπότε όλοι οι άνθρωποι -και όσοι βρίσκονται τότε στη ζωή και όσοι ως τότε θα ’χουνε κοιμηθεί, δηλ. θα ’χουνε πεθάνει- θα παρουσιαστούν μπροστά στο φοβερό κριτή για να κριθούν για τα καλά ή κακά έργα τους. Αλλά όπως ο θάνατος έρχεται σαν κλέφτης, σε άγνωστη ώρα, έτσι και ο Κύριος για τη Δευτέρα Παρουσία, μας άφησε άγνωστους τους καιρούς, που μέλλει να γίνει. Κάποτε που τον ρώτησαν οι μαθηταί του γι’ αυτό, Εκείνος απάντησε: «οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιρούς, οὓς ὁ Πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ». Και αλλού πάλι λέγει: «περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ τῆς ὥρας, οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἀγγελοι τῶν Οὐρανῶν, εἰ μὴ ὁ Πατήρ μου μόνος». Γιατί άραγε δεν φανερώνει ο Χριστός την ώρα της Κρίσεως και όταν ακόμα τον ρωτούν με αγωνία οι Μαθηταί του; Και μας απαντούν με σοφία οι Πατέρες της Εκκλησίας μας: «δίνει μονάχα τα σημάδια των καιρών, αλλά τους καιρούς τους παρασιωπά. Διότι θέλει να είμαστε πάντοτε έτοιμοι· με το να μη γνωρίζουμε διορισμένο το πότε, θέλει να μη γνωρίζουμε τίποτε, για να είμαστε έτοιμοι αείποτε».
Υπάρχουν πολλοί, που ακούνε στο όνομα χριστιανοί και μάλιστα Ορθόδοξοι -της ταυτότητος, όπως ονομάζονται προσφυέστατα- αλλά που, σαν άλλοι ειδωλολάτρες Αθηναίοι, δεν πιστεύουν ούτε στην ανάσταση των νεκρών, ούτε στη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, ούτε στη φοβερή Κρίση, την οποία θ’ ακολουθήσει αιώνιος Παράδεισος ή αιώνια Κόλαση. Αυτοί οι άνθρωποι, λέγουν με μια χαρακτηριστική αδιαφορία και αμέλεια: «Εδώ, στη γη δηλαδή, βρίσκεται κ’ η Κόλαση, εδώ κι ο Παράδεισος». Κ’ έτσι, όχι μόνον αυτοί βαδίζουν στο δρόμο της αμαρτίας, χωρίς να φοβούνται καμιά κρίση και καμιά Κόλαση, μα παρασέρνουν κι άλλους στον εύκολο δρόμο της καλοζωΐας, της καλοπέρασης, του γήινου και σαρκώδους ευδαιμονισμού. Θέλουν να μην ανοίξουν κανένα παράθυρο, να μπει το μεταφυσικό φως στη ζωή τους· αρκούνται στα φωτερά σκοτάδια και στα σκοτεινά φώτα του παρεξηγημένου πολιτισμού της επιδερμίδας. Το στόμα τους και το στομάχι τους είναι γιομάτα αδικίες, τόσο, που ν’ αδυνατούν πέρα για πέρα να γνωρίσουν τη γεύση του ουρανού. Γι’ αυτό και λένε, πως όλα εδώ τελειώνουν, πως «εδώ είναι κ’ η Κόλαση, εδώ κι ο Παράδεισος». Κι όμως, πρέπει να γνωρίζει κάθε χριστιανός, πως αυτά είναι λόγια του διαβόλου, που τα ψιθυρίζει στ’ αυτιά μας για να μας κάνει πιο αδιάφορους για την αρετή και πιο πρόθυμους για την αμαρτία. Κ’ είναι μεγάλη αμαρτία να τα λέει κανείς. Όσο αβέβαιη είναι η ώρα του θανάτου, τόσο βέβαιος είναι ο θάνατος, που βάζει τέρμα στη γήινη ζωή μας. Κι όσο αβέβαιος είναι ο καιρός της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου, άλλο τόσο είναι βέβαιη η έλευση της Δευτέρας Παρουσίας και της φοβερής του Κρίσεως, με την αιώνια Κόλαση και τον αιώνιο Παράδεισο· για να φανερωθεί, όχι μονάχα η απέραντη φιλανθρωπία του προς τους αξίους του Παραδείσου, αλλά και η απέραντη δικαιοσύνη του προς τους αξίους της Κολάσεως.
Για όποιον όμως πιστεύει στο Θεό, όπως μας απεκαλύφθη στην αγία Γραφή και στην Ιερά Παράδοση, κ’ έχει σταθερότητα στην πίστη του, δεν υπάρχει κίνδυνος και περιθώρια γι’ αμφιβολίες – αν υπάρχει Κρίση στον Ουρανό, και τι συνέπειες θα ’χει αυτό για τη συνέχεια της πνευματικής ζωής του. «Καὶ συνάξω πάντα τὰ ἔθνη, λέγει ο Κύριος στον προφήτη Ιωήλ, καὶ κατατάξω αὐτὰ εἰς κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφάτ, καὶ διακριθήσομαι πρὸς αὐτοὺς ἐκεῖ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ μου. Ἐξεγειρέσθωσαν, ἀναβαινέτωσαν πάντα τὰ ἔθνη εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ Ἰωσαφάτ, διότι ἐκεῖ καθιῶ τοῦ διακρῖναι πάντα τὰ ἔθνη κυκλόθεν» (Ιωήλ δ΄ 2, 12). Κι αλλού πάλι, στον προφήτη Δανιήλ, λέγει: «Ἐθεώρουν ἕως ὅτου οἱ θρόνοι ἐτέθησαν, καὶ παλαιὸς ἡμερῶν ἐκάθητο, καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών, καὶ ἡ θρὶξ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ ὡσεὶ ἔριον καθαρόν, ὁ θρόνος αὐτοῦ φλὸξ πυρός, οἱ τροχοὶ αὐτοῦ πῦρ φλέγον· ποταμὸς πυρὸς εἷλκεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ· χίλιαι χιλιάδες ἐλειτούργουν αὐτῷ, καὶ μύριαι μυριάδες παρειστήκεισαν αὐτῷ· κριτήριον ἐκάθισε, καὶ βίβλοι ἠνεῴχθησαν» (Δαν. ζ΄ 9-10). Εδώ ακριβώς έχουν την αρχή του οι βαθιά κατανυκτικοί ύμνοι της Κυριακής, που ψάλλονται στο Εσπερινό: «Ὅταν μέλλῃς ἔρχεσθαι, κρίσιν δικαίαν ποιῆσαι», «Βίβλοι ἀνοιγήσονται, φανερωθήσονται πράξεις, ἀνθρώπων ἐπίπροσθεν, τοῦ ἀστέκτου Βήματος», «Ἠχήσουσι σάλπιγγες, καὶ κενωθήσονται τάφοι, καὶ ἐξαναστήσεται, τῶν ἀνθρώπων τρέμουσα, φύσις ἅπασα», «Οἴμοι μέλαινα ψυχή!» κ.α.
***
Για το χριστιανό, λοιπόν, η μέλλουσα Κρίσις και η μέλλουσα ζωή είναι μια βεβαιότητα χειροπιαστή, θα λέγαμε, με τις πνευματικές μας αισθήσεις. «Τοὺς γὰρ πάντας ἡμᾶς φανερωθῆναι δεῖ, λέγει ο θεόγλωσσος Απόστολος, ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἵνα κομίσηται ἕκαστος τὰ διὰ τοῦ σώματος, πρὸς ἃ ἔπραξεν, εἴτε ἀγαθὸν εἴτε κακόν»(Β΄ Κορ. ε΄ 10). Αυτή, όμως, η βεβαιότητα για τη μεταφυσική ζωή, στην οποία δεν πιστεύουν οι άθεοι, μας υποχρεώνει να ζούμε με ανάλογο τρόπο και την παρούσα ζωή, με αγάπη στο Θεό και στον πλησίον, με πνευματική και σωματική καθαρότητα, τηρώντας μ’ ένα λόγο το Νόμο του Θεού. «Μνημόνευε τὰ ἔσχατά σου καὶ οὐ μὴ ἁμαρτήσεις», λέγει ο σοφός Σολομών. Έτσι μονάχα έχουμε ελπίδα να μας βάλει δεξιά του, στη Δευτέρα Παρουσία, με τα πράα και ήρεμα πρόβατα, κι όχι ζερβά του, με τ’ άγρια κι άταχτα ερίφια. Και πράττοντας ελεημοσύνη στο φτωχό πλησίον μας, που έτσι δείχνουμε μαζί και την αγάπη προς το Θεό, την ίδια στιγμή, να λέμε συχνά αυτό το τροπάριο:
Ὅταν ἔλθῃς ὁ Θεός, ἐπὶ γῆς μετὰ δόξης,
καὶ τρέμωσι τὰ σύμπαντα,
ποταμὸς δὲ τοῦ πυρὸς,
πρὸ τοῦ Βήματος ἕλκῃ,
καὶ βίβλοι ἀνοίγωνται
καὶ τὰ κρυπτὰ δημοσιεύωνται·
τότε ρῦσαί με, ἐκ τοῦ πυρὸς τοῦ ἀσβέστου,
καὶ ἀξίωσον, ἐκ δεξιῶν σου μὲ στῆναι,
Κριτὰ δικαιότατε.
Π.Β. Πάσχος, Έρως Ορθοδοξίας, εκδ. Ε΄ Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2006.

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 08, 2018

Η προσευχή για τους κεκοιμημένους- Αλεξ. Σμέμαν

Την παραμονή της Κυριακής της Απόκρεω, η Εκκλησία μας καλεί σε μια παγκόσμια ανάμνηση όλων «των απ' αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς, έπʹ ελπίδι αναστάσεως, ζωής αιωνίου». Αυτή πραγματικά είναι η μεγάλη μέρα της Εκκλησίας κατά την οποία προσευχόμαστε για τα κοιμηθέντα μέλη της. Για να καταλάβουμε το νόημα που υπάρχει στη σχέση της Μεγάλης Σαρακοστής και της προσευχής για τους κοιμηθέντες θα πρέπει να θυμηθούμε ότι ο Χριστιανισμός είναι η θρησκεία της αγάπης. Ο Χριστός δεν άφησε στους μαθητές Του μια διδασκαλία ατομικής σωτηρίας, αλλά την «καινή εντολή» του «αγαπάτε αλλήλους» και πρόσθεσε: «εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί έστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (ωαν. 13,35). Η αγάπη επομένως είναι το θεμέλιο και η ουσία της ζωής της Εκκλησίας η Οποία, κατά τον άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας, είναι «ενότητα πίστεως και αγάπης». Αμαρτία είναι πάντοτε η απουσία της αγάπης, και επομένως είναι ο χωρισμός, η απομόνωση, ο πόλεμος όλων εναντίον όλων. Η νέα ζωή που μας έδωσε ο Χριστός και που μεταβιβάζεται σε μας δια της Εκκλησίας είναι πάνω απ' όλα μια ζωή συνδιαλλαγής, «συναγωγής εις ενότητα όλων των διεσκορπισμένων», η αποκατάσταση της θραυσμένης από την αμαρτία αγάπης.
Αλλά πως είναι δυνατό νʹ αρχίσουμε ποτέ την επιστροφή μας στα Θεό και τη συμφιλίωση μας μʹ Αυτόν, αν από μέσα μας δεν ξαναγυρίσουμε στη μοναδική καινή εντολή της αγάπης; Η προσευχή για τους «κεκοιμημένους» είναι μια βασική έκφραση της Εκκλησίας σαν αγάπης. Ζητάμε από το Θεό να θυμηθεί αυτούς που και ‘μείς θυμόμαστε και τους θυμόμαστε ακριβώς γιατί τους αγαπάμε. Προσευχόμενοι γιʹ αυτούς τους συναντάμε «εν Χριστώ, ο οποίος αγάπη εστίν» και που - ακριβώς επειδή είναι Αγάπη - ξεπερνάει τα θάνατο που είναι η τελική νίκη του χωρισμού και της έλλειψης της αγάπης. Μέσα στο Χριστό δεν υπάρχουν ζωντανοί και πεθαμένοι γιατί όλοι είναι «ζώντες εν Αυτώ». Αυτός είναι η Ζωή και αυτή η Ζωή είναι το φως του ανθρώπου. Αγαπώντας το Χριστό αγαπάμε όλους εκείνους που βρίσκονται εν Αυτώ. Αγαπώντας αυτούς που είναι εν Αυτώ, αγαπάμε το Χριστό. Αυτός είναι ο Κανόνας της Εκκλησίας, που φανερώνεται με τις προσευχές που κάνει για τους κοιμηθέντες. Πραγματικά η «εν Χριστώ» αγάπη μας είναι εκείνη που τους διατηρεί πάντα ζωντανούς γιατί τους διατηρεί «εν Χριστώ» Πόσο αλήθεια, λανθασμένοι - απελπιστικά λανθασμένοι - είναι όσοι από τους δυτικούς χριστιανούς η έχουν περιορίσει τις προσευχές τους για τους κοιμηθέντες σε ένα νομικό δόγμα «περί αμοιβών» και «ικανοποιήσεως», η τις αρνούνται σαν άχρηστες. Η μεγάλη αγρυπνία «υπέρ των Κεκοιμημένων» το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Απόκρεω είναι ένας τύπος ακολουθίας για την ανάμνηση των «προαπελθόντων» που επαναλαμβάνεται το δεύτερο, τρίτο και τέταρτο Σάββατο της Μεγάλης Σαρακοστής.
ι.μ. μόρφου

Ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγένηται καὶ γιγνώσκει τὸν Θεὸν


Ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγένηταιΔεν μπορεί ο άνθρωπος όμως να επιστρέψει στο Θεό και να τον συναντήσει χωρίς προηγουμένως να συναντήσει το συνάνθρωπο, γι’ αυτό το επόμενο βήμα στην πορεία για τη συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό είναι ακριβώς η συνάντηση με το συνάνθρωπο.
Θέμα της τρίτης Κυριακής του Τριωδίου είναι η κρίση που θα βασιστεί αποκλειστικά στην αγάπη που ο άνθρωπος έχει δείξει για το συνάνθρωπό του και που τελικά μεταβαίνει σ’ αυτόν τον ίδιο το Θεό· «ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25,40).
Η αγάπη είναι από το Θεό και όποιος αγαπάει το Θεό είναι παιδί του Θεού και γνωρίζει το Θεό, εκείνος που δεν αγαπά, δεν γνωρίζει το Θεό γιατί ο Θεός είναι αγάπη (Α΄ Ιωάν. 4, 7-8). Αποκτούμε επίγνωση των μυστηρίων του Θεού όταν είμαστε ενωμένοι με την αγάπη (Κολ. 2,2). Ο Θεός μένει μέσα μας όταν αγαπιόμαστε μεταξύ μας (Α΄ Ιωάν. 4, 12). Μόνο ενωμένοι γινόμαστε κατοικητήριο του Θεού (Εφ. 2,22). Αν το να μείνουμε στο Θεό εξαρτάται από την αγάπη και η αγάπη από την τήρηση των εντολών και η εντολή είναι να αγαπούμε ο ένας τον άλλο, το να μείνουμε κοντά στο Θεό εξαρτάται από την αγάπη που έχουμε ο ένας για τον άλλο.[1]
«Ὅθεν ὅποιος ἔχει αὐτὴν τὴν εὐλογημένην ἀγάπην πρῶτον εἰς τὸν Θεὸν καὶ δεύτερον εἰς τὸν ἀδελφόν του τὸν χριστιανόν, αὐτὸς ἀξιώνεται καὶ δέχεται τὴν Παναγίαν Τριάδα μέσα εἰς τήν καρδίαν του».[2]
Υπάρχουν πολλά χωρία στη Γραφή όπου φαίνεται να απαιτείται για την τελειότητα μόνο η αγάπη για τον πλησίον ενώ η αγάπη για το Θεό παρασιωπάται, αν και ο νόμος και οι προφήτες κρέμονται και από τις δυο αυτές εντολές. Αλλά αυτό συμβαίνει επειδή αυτός που αγαπάει τον πλησίον πρέπει πάνω από οτιδήποτε άλλο να αγαπάει αυτή την ίδια την αγάπη. Όμως η αγάπη είναι ο Θεός «καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ».[3]
Αγκάλιασε την αγάπη του Θεού και αγκαλιάζοντας την αγάπη αγκαλιάζεις τον ίδιο το Θεό.[4]
Η αγάπη για το Θεό δεν μπορεί να τελειωθεί παρά μόνο όταν ο άνθρωπος αγαπάει τον πλησίον του και πλησίον δεν πρέπει να θεωρούνται μόνον οι φίλοι μας ή οι γνωστοί μας, αλλά όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους έχουμε κοινή φύση, είτε είναι εχθροί, είτε είναι σύμμαχοι, είτε ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη με μας, είτε όχι, γιατί μας έφτιαξε ο ίδιος δημιουργός και μας έδωσε πνοή ζωής, γιατί όλοι χαιρόμαστε τον ίδιο ουρανό και την ίδια ατμόσφαιρα, τις ίδιες ημέρες και τις ίδιες νύχτες, και αν και μερικοί είναι καλύτεροι και άλλοι χειρότεροι, μερικοί δικαιότεροι και άλλοι λιγότερο δίκαιοι, ο Θεός είναι πλουσιοπάροχος και καλός σε όλους.[5] Όταν αγαπάει κανείς πραγματικά δεν εξαρτάται η διάθεσή του για τους ανθρώπους από τις απόψεις τους αλλά, αποβλέποντας στην ανθρώπινη φύση που όλοι έχουμε κοινή, αγαπάει εξίσου όλους τους ανθρώπους.[6]
Εκείνος που αγαπάει το Θεό δεν μπορεί να μην αγαπάει και κάθε άνθρωπο σαν τον εαυτό του.[7] Εκείνος που αγαπάει το Θεό έχει προαγαπήσει τον αδελφό του, γιατί η δεύτερη αγάπη είναι απόδειξη της πρώτης. Εκείνος που λέει ότι αγαπάει τον Κύριο και οργίζεται κατά του αδελφού του μοιάζει με υπνοβάτη.[8]
Εκείνος που έχει συνηθίσει να αγαπάει το Θεό στο συνάνθρωπο, επεκτείνει σ’ αυτόν τις εκδηλώσεις της αγάπης του με την ίδια διάθεση με την οποία πλησιάζει το Χριστό.[9]
Φαντάσου έναν κύκλο σημειωμένο πάνω στο χώμα, λέει ο Δωρόθεος. Υπόθεσε ότι ο κύκλος είναι ο κόσμος και ότι το κέντρο του κύκλου είναι ο Θεός. Ένας αριθμός γραμμών οδηγούν από την περιφέρεια στο κέντρο και αυτές οι γραμμές αντιπροσωπεύουν τους δρόμους της ζωής που οι άνθρωποι μπορούν να ακολουθήσουν. Στην επιθυμία τους να πλησιάσουν το Θεό οι άγιοι προχωρούν ακολουθώντας αυτές τις γραμμές προς το κέντρο του κύκλου. Έτσι, όσο πιο πολύ προχωρούν τόσο πιο πολύ πλησιάζουν ο ένας τον άλλο και το Θεό. Όσο πιο κοντά έρχονται στο Θεό τόσο πιο κοντά έρχονται στον άνθρωπο. Αυτή είναι η φύση της αγάπης, όσο πιο πολύ ενωνόμαστε με το συνάνθρωπο τόσο περισσότερη είναι η ένωσή μας με το Θεό.
Δείχνουμε αγάπη στο συνάνθρωπο όταν του δίνουμε κάτι που έχουμε εμείς και που εκείνος το έχει ανάγκη· «ἐπείνασα καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν» (Ματθ. 25, 35).
«Εγώ έχω ένα ψωμί να φάω, εσύ δεν έχεις. Ανίσως και σου δώσω κομμάτι και εσένα όπου δεν έχεις, ε, τότε φανερώνω πως σε αγαπώ. Αμή εγώ να φάω όλο το ψωμί και εσύ να πεινάς, τι φανερώνω; φανερώνω πως η αγάπη όπου έχω εις εσένα είναι ψεύτικη. Έχω δυο ποτήρια κρασί να πιω, εσύ δεν έχεις. Ανίσως και σου δώσω και εσένα, από αυτό να πιεις, τότε φανερώνω πως σε αγαπώ, αμή ανίσως και δεν σε δώσω εσένα, είναι κάλπικη η αγάπη. Αμή εγώ να έχω τα φορέματα μέσα εις το σεντούκι φυλαγμένα να τα τρώγει το σκουλήκι και εσύ να περιπατείς γυμνός, είναι κάλπικη η αγάπη. Εσύ είσαι λυπημένος, απέθανε η μητέρα σου, ο πατέρας σου ή το παιδί σου ή άρρωστος είσαι. Ανίσως και έλθω να σε παρηγορήσω, τότε είναι αληθινή η αγάπη. Αμή ανίσως εσύ κλαίης και θρηνείς, και εγώ κάθομαι τρώγω, πίνω, χορεύω, τραγουδώ, ξεφαντώνω, είναι ψεύτικη η αγάπη».[10]
«Δεν περιγράφεται το ύψος στο οποίο μας ανεβάζει η αγάπη· η αγάπη μας ενώνει με το Θεό, καλύπτει πλήθος αμαρτιών, ανέχεται τα πάντα, μακροθυμεί πάντοτε. Στην αγάπη δεν υπάρχει τίποτε βάναυσο, τίποτε υπερήφανο, η αγάπη δεν έχει σχίσμα, δεν στασιάζει, η αγάπη τα κάνει όλα με ομόνοια· στην αγάπη τελειώθηκαν όλοι οι εκλεκτοί του Θεού, χωρίς αγάπη τίποτε δεν είναι ευάρεστο στο Θεό. Με την αγάπη μάς προσέλαβε στον εαυτό του ο Δεσπότης».[11]
Αυτός που έχει κάποιο ίχνος μίσους μέσα στην καρδιά του για κάποιον άλλο εξαιτίας κάποιου λάθους του είναι απόλυτα αποξενωμένος από το Θεό.[12] Δεν μπορεί να έχει ειρήνη με το Θεό εκείνος που εξαιτίας μιας φθονερής διαμάχης δεν έχει ειρήνη με το συνάνθρωπό του.[13]
«Όθεν πρέπει και ημείς, ανίσως και θέλωμεν να λέγωμεν αυτόν τον Θεόν μας πατέρα, να είμεσθεν εύσπλαχνοι και φιλάνθρωποι και να χαροποιούμεν τους αδελφούς μας τους χριστιανούς. Είδε και είμεσθεν άσπλαχνοι, σκληρόκαρδοι και πικραίνομεν τους αδελφούς μας και τους φαρμακεύομεν και τους βάνομεν τον θάνατον εις την καρδίαν, δεν πρέπει να λέγωμεν τον Θεόν μας πατέρα, αλλά τον Διάβολον».[14]
Όταν αγαπούμε ένα ή δυο φίλους μας ή τους δικούς μας ανθρώπους, δεν αγαπούμε για χάρη του Θεού, αλλά για να αγαπηθούμε κι εμείς απ’ αυτούς. Θα μοιάσουμε πραγματικά με το Θεό όχι όταν κάνουμε θαύματα, αλλ’ όταν αγαπούμε όλους τους ανθρώπους, ακόμη και τους εχθρούς μας.[15]
Επειδή πρέπει να αγαπιόμαστε μεταξύ μας με το ίδιο μέτρο, είναι απαράδεκτο να σχηματίζουμε φατρίες και κλίκες. Γιατί εκείνος που αγαπάει τον ένα πιο πολύ από τους άλλους κατηγορεί τον ίδιο τον εαυτό του ότι για τους άλλους δεν έχει πραγματική αγάπη.[16]
Όπως η ανάμνηση της φωτιάς δεν ζεσταίνει το σώμα έτσι και η πίστη χωρίς αγάπη δε φέρνει το φως της γνώσεως του Θεού στην καρδιά του ανθρώπου.[17]
«Χιλιάδες καλά και αρετές να κάμωμεν, νηστείες, προσευχές, ελεημοσύνες, καν το αίμα μας να χύσωμεν δια την αγάπην του Χριστού», αν δεν έχουμε αγάπη για το συνάνθρωπο «όλα χαμένα είναι και δεν μας ωφελούν τίποτε και εις την κόλασιν πηγαίνομεν».[18]
«Οὐ γὰρ τοσοῦτον ἐστι κέρδος νηστείας, ὅσον ὀργῆς ζημία, οὔτε τοσαύτη τῆς ἀναγνώσεως (τῶν Ἁγ. Γραφῶν) ὠφέλεια, ὅσον βλάβη ἐκ τοῦ περιφρονῆσαι τοῦ ἀδελφοῦ καὶ λυπῆσαι αὐτόν. Καὶ γὰρ αἱ νηστεῖαι καὶ αἱ ἀγρυπνίαι καὶ ἡ μελέτη τῶν Γραφῶν καὶ ἡ γύμνωσις τοῦ πλούτου καὶ ἡ ἀποταγὴ ὅλου τοῦ κόσμου οὐκ ἕστιν τελειότης, ἀλλὰ τελειότητος ἐργαλεῖα, ἐπειδὴ οὐκ ἐν τούτοις εὑρίσκεται ἡ τελειότης, ἀλλὰ διὰ τούτων προσγίνεται. Εἰς μάτην, τοίνυν, ἐπὶ νηστείᾳ, καὶ ἀγρυπνίᾳ καὶ ἀκτημοσύνῃ καὶ ἀναγνώσει Γραφῶν ἐγκαυχώμεθα, ὅταν μὴ τὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν πλησίον ἀγάπην κατορθώσωμεν· ὁ γὰρ κατορθώσας τὴν ἀγάπην, ἐν ἑαυτῷ ἔχει τὸν Θεὸν καὶ ὁ νοῦς αὐτοῦ ἀεὶ μετὰ τοῦ Θεοῦ ἐστιν».[19]
Όπως το σώμα είναι ένα αν και έχει πολλά μέλη και όλα τα μέλη του σώματος, αν και είναι πολλά είναι ένα σώμα, έτσι και ο Χριστός (Α΄ Κορ. 12, 12). Ο Χριστός συνηθίζει να αναλαμβάνει τη μορφή των μελών Του και να αποδίδει στον ίδιο τον εαυτό Του ό,τι λέγεται για εκείνα, γιατί το κεφάλι και το σώμα είναι ένας Χριστός.[20]
Ο πραγματικός ναός του Κυρίου, είναι η ψυχή του πιστού. Ας τον λατρεύσουμε αυτόν το ναό, ας τον διακοσμήσουμε, ας προσφέρουμε σ’ αυτόν δώρα, ας υποδεχτούμε σ’ αυτόν το Χριστό.[21] Τι καλύτερους θησαυρούς έχει ο Χριστός από εκείνους δια των οποίων θέλει να παρουσιάζεται;[22]
Να φοβάσαι το Χριστό επάνω, αναγνώριζέ Τον εδώ κάτω. Έχε το Χριστό επάνω παρέχοντα τις πλούσιες δωρεές Του, αναγνώριζέ Τον εδώ κάτω δυστυχούντα. Εδώ είναι φτωχός, εκεί είναι πλούσιος.[23]
Ο Χριστός πέθανε και τάφηκε μια φορά αλλά θέλει να χύνεται καθημερινά μύρο στα πόδια Του. Τι είναι λοιπόν αυτοί στους οποίους χύνουμε το μύρο; Είναι τα πόδια του Χριστού και γι’ αυτούς λέει αυτός ο ίδιος «ὅ,τι ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε». Αυτά τα πόδια που η γυναίκα του Ευαγγελίου τα ξεκουράζει και τα δροσίζει με τα δάκρυά της, αυτά τα πόδια ραίνει με μύρο εκείνος που προσφέρει τη γλυκύτητα της καλοσύνης του ακόμη και στον πιο αδύνατο. Σ’ αυτά οι μάρτυρες, σ’ αυτά οι απόστολοι, σ’ αυτά ο Κύριος Ιησούς Χριστός δηλώνει ότι τιμάται.[24]
«Έτσι ξέρουμε ότι αγαπάμε τα παιδιά του Θεού» λέει ο Ιωάννης (Α΄Ιωάν. 5,2). Τι σημαίνει αυτό; Προηγουμένως μιλούσε για το γιο του Θεού, μας πρόβαλε το Χριστό και είπε· «όποιος πιστεύει ότι ο Ιησούς Χριστός γεννιέται από το Θεό και όποιος αγαπάει Εκείνον που γέννησε, δηλαδή τον Πατέρα, αγαπάει επίσης και Εκείνον που γεννήθηκε απ’ Αυτόν, δηλαδή το Γιο, τον Κύριό μας Ιησού Χριστό» και συνεχίζει: «Έτσι ξέρουμε ότι αγαπούμε τα παιδιά του Θεού», σαν να επρόκειτο να πει «έτσι ξέρουμε ότι αγαπούμε το Γιο του Θεού». Είπε τα παιδιά του Θεού ενώ μιλούσε ακριβώς πριν για το Γιο του Θεού, επειδή τα παιδιά του Θεού είναι το σώμα του μόνου Γιου του Θεού, και αφού Εκείνος είναι το κεφάλι και εμείς τα μέλη, είναι ένας Γιος του Θεού. Γι’ αυτό όποιος αγαπάει τα παιδιά του Θεού, αγαπάει το Γιο του Θεού και όποιος αγαπάει το Γιο του Θεού, αγαπάει τον Πατέρα.[25]
Αν λοιπόν μας πει κάποιος, δείξε μου Εκείνον για να τον αγαπήσω, τι άλλο θα πρέπει να απαντήσουμε παρά αυτό που είπε ο Ιωάννης: «Κανείς δεν είδε ποτέ το Θεό» (Ιωάν. 1, 18) και για να μη νομίσει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να δει καθόλου το Θεό, είπε «ο Θεός είναι αγάπη» και «όποιος μένει στην αγάπη μένει στο Θεό» (Α΄ Ιωάν. 4,16). Γι’ αυτό αγάπα τον πλησίον σου, εκεί θα δεις, όσο μπορείς, το Θεό.[26]
Πόσοι απ’ αυτούς που ζουν σήμερα δεν θα εύχονταν να ζούσαν εκείνη την εποχή που ο Χριστός βρισκόταν στη γη, ώστε να κάθονται και να συντρώγουν μαζί Του στο ίδιο τραπέζι. Αλλά και τώρα μπορεί να γίνει αυτό. Μπορούμε και τώρα να Tον καλέσουμε για φαγητό και να φάμε μαζί Του και μάλιστα με περισσότερη ωφέλεια, γιατί πολλοί από εκείνους που έφαγαν μαζί Του τότε χάθηκαν (όπως ο Ιούδας και άλλοι παρόμοιοί του) ενώ ο καθένας απ’ αυτούς που Tον προσκαλούν σήμερα στο σπίτι τους και του προσφέρουν στέγη και φαγητό θα απολαύσει μεγάλη ευλογία.[27]
Γι’ αυτό κανείς δεν θα πρέπει να λέει, ευλογημένοι εκείνοι που δέχθηκαν τη χάρη να έχουν το Χριστό στο σπίτι τους. Δεν θα πρέπει να λυπόμαστε και να παραπονιόμαστε που δεν είχαμε γεννηθεί τότε, γιατί δεν μας έχει αποστερήσει αυτής της ευλογίας. «Ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων», λέει, «ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25,40)[28] και συνεχίζει «σας λέω ότι όποιος δέχεται εκείνον που θα στείλω εγώ, δέχεται εμένα και όποιος δέχεται εμένα δέχεται Εκείνον που με έστειλε» (Ιωάννης 13,20) και «εάν δεχθείτε στο όνομά μου ένα απ’ αυτά τα παιδιά, δέχεστε εμένα και όποιος δέχεται εμένα, δεν δέχεται εμένα αλλά Εκείνον που με έστειλε» (Μαρκ. 9, 37).
Ό,τι κάνετε σ’ έναν απ’ αυτούς τους ελαχίστους το κάνετε σε μένα. Και αν αυτός δεν είναι ο Παύλος, όμως είναι κάποιος πιστός, κι αν ακόμα είναι ασήμαντος, όμως «ὁ Χριστὸς δι᾿ αὐτοῦ παραγίνεται».[29]
Όποιος δέχεται αυτούς τους ελάχιστους για το Χριστό και όχι για κάποιον άλλο λόγο, δέχεται το Χριστό.[30]
Όποιος λοιπόν πέφτει στα πόδια των αδελφών, αγγίζει το Χριστό, παρακαλεί το Χριστό. Με τον ίδιο τρόπο, όταν εκείνοι χύνουν δάκρυα, γι’ αυτόν είναι ο Χριστός που υποφέρει και που προσεύχεται γι’ αυτόν στον Πατέρα.[31]
Ο Αβραάμ αναζητώντας ξένους να τους φιλοξενήσει δέχθηκε και περιποιήθηκε αυτόν τον ίδιο το Θεό και ο Λωτ δέχθηκε τους αγγέλους και εμείς αν θα δεχθούμε τους ανθρώπους, θα δεχθούμε το Χριστό.[32]
Οι μοναχοί που γνώριζαν καλά πvς θα συναντούσαν ασφαλώς το Χριστό αν πλησίαζαν με αγάπη το συνάνθρωπο, όταν τους ρωτούσαν πώς κατόρθωναν να υπηρετούν με τόση προθυμία τους ανθρώπους, απαντούσαν: «Οὐδέποτε ἀνθρώποις με δουλεύειν ἐννενόηκα, ἀλλά τῷ Θεῶ».[33] Αυτοί λένε και σε μας: «Δεῖ ἐρχομένους τοὺς ἀδελφοὺς προσκυνεῖν· οὐ γὰρ αὐτοὺς ἀλλὰ τὸν Θεὸν προσεκύνησας εἶδες γὰρ φησιν τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες τὸν Θεόν σου».[34]
Πραγματικά, μόνο έτσι θα μπορέσουμε να συναντήσουμε τον αναστημένο Χριστό. Πολύ συχνά εμείς «οι χριστιανοί» όταν αντιμετωπίζουμε ανθρώπους που αρνιούνται ή αμφιβάλλουν για την Ανάσταση του Χριστού τους βομβαρδίζουμε με διαλεκτικά πυροτεχνήματα χωρίς να υποπτευόμαστε πόσο είμαστε, όταν το κάνουμε αυτό, κύμβαλα αλαλάζοντα, χωρίς να υποπτευόμαστε ακόμη ότι αυτό που τους παρουσιάζουμε ως τον αναστημένο Χριστό δεν είναι παρά ένα αξιοθρήνητο διανοητικό σχήμα, ένα παιδικό δημιούργημα της φαντασίας μας, ένα θλιβερό είδωλο, γιατί τον πραγματικό Χριστό δεν Τον έχουμε δει, και δεν Τον έχουμε δει γιατί δεν έχουμε κοιτάξει ποτέ βαθιά στα μάτια το συνάνθρωπό μας. Τα διανοητικά μας επιχειρήματα είναι η αδιάψευστη απόδειξη ότι δεν έχουμε πραγματικά συναντήσει το Χριστό, γιατί αν Τον είχαμε πραγματικά συναντήσει θα Τον συναντούσαμε και πάλι στο πρόσωπο αυτού του αρνητή ή του αμφισβητία και αντί να τον αντιμετωπίζουμε σαν εχθρό που πρέπει να κατατροπώσουμε θα τον αποκαλούσαμε, σαν τον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, «χαρά μου» και τότε αυτός θα ένιωθε ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή βλέπουμε τον αναστημένο Χριστό και θα Τον έβλεπε και εκείνος.
[1] Χρυσοστόμου, ΕΠΕ, τομ. 14, σελ. 476.
[2] Κοσμά αιτωλού, Διδαχή Α 2, Ι. Μενούνου, εκδ. Τήνος, σελ. 155.
[3] Αυγουστίνου, On Trinity, κεφ. 7, §10.
[4] Όπου παραπάνω, κεφ. 8, §10.
[5] Leo the Great Sermons, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. XII, σελ. 122.
[6] Μαξίμου του Ομολογητού, Περί αγάπης, εκατοντάς πρώτη, Ο΄, ΟΑ΄.
[7] Μαξίμου του Ομολογητού, Περί αγάπης, εκατοντάς πρώτη, ΙΓ΄.
[8] Ιωάννου της Κλιμακος, Migne 88, 1157.
[9] Αυγουστίνου, The City of God, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. VII, σελ. 476.
[10] Κοσμά Αιτωλού, Διδαχή Α 1, Ι. Μενούνου, εκδ. Τήνος, σελ. 124.
[11] Κλήμεντος Ρώμης, Προς Κορινθίους Α΄ XLIX, 4-6.
[12] Μαξίμου, όπου παραπάνω, ΙΕ΄.
[13] Cyprian Treatises Ante Nicene Fathers, vol. V, σελ. 425
[14] Κοσμά Αιτωλού, Διδαχή Α 2, όπου παραπάνω, σελ. 155.
[15] Χρυσοστόμου, Εις την προς Εβραίους Ομιλ. ΙΙΙ,§ 10.
[16] Βασιλείου, Migne 31, 885.
[17] Μαξίμου, όπου παραπάνω, λα΄.
[18] Κοσμά Αιτωλού, όπου παραπάνω, σελ. 154.
[19] Ιωάννου Κασσιανού, Διαλέξεις Πατέρων, εκδ. Κ. Δυοβουνιώτου (ανατύπωση από το περιοδ. «Εκκλησιαστικός Φάρος» ΙΑ΄, 1913). σελ. 11-13.
[20] Αυγουστίνου, The City of God, όπου παραπάνω, σελ. 356.
[21] Jerome’s letter LVIII to Paulinus, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. VI.
[22] Αμβροσίου, Duties of the Clergy, book II, chapter XXVII.
[23] Αυγουστίνου, Sermons on N.T. Lessons LXXII, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. VI, σελ. 473.
[24] Αμβροσίου, Επιστολή XLI, § 23.
[25] Αυγουστίνος, Homily X on the Epistle of St. John, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. VI, σελ. 521.
[26] Αυγουστίνου, On the gospel of St. John, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. VII, σελ. 114.
[27] Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 14, σελ. 112.
[28] Αυγουστίνου, Sermons on N.T. Lessons, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. VI, σελ. 427.
[29] Χρυσοστόμου, Migne 60, σελ. 317.
[30] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, εις το κατά Μάρκον, Catenae, τομ. 1, σ. 365.
[31] Τερτυλλιανού, On Repentance, chapter X, Ante Nicene Fathers, vol. VIII.
[32] Αμβροσίου, Duties of the Clergy, chapt. XXI, Nicene and Post Nicene Fathers, vol. X, σελ. 60.
[33] Ιωάννου Κλίμακος, Migne 88, σελ. 685.
[34] Société des Bollandistes, Subsidia Hagiographica, Historia Monachorum in Aegypto, caput VIII, § 55, σελ. 68.
π. Φιλόθεος Φάρος, Πριν και μετά το Πάσχα, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα, 1998

Η παραβολή της Μελλούσης Κρίσεως


παραβολή της Μελλούσης ΚρίσεωςΟ Χριστός είπε,
Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον. (Ματθ. 25, 31-46).
«Η Παραβολή της μελλούσης Κρίσεως», όπως είναι γνωστό αυτό το κείμενο από αρχαιοτάτους χρόνους, διαβάζεται μια εβδομάδα πριν από την έναρξη της μεγάλης Τεσσαρακοστής, κατά τη διάρκεια της οποίας η Εκκλησίας μας καλεί να εξετάσουμε τον εαυτό μας, τη συνείδηση και τη ζωή μας με γνώμονα ολόκληρο το χριστιανικό Ευαγγέλιο, δηλ. τη διδασκαλία του Χριστού, και να επιστρέψουμε όσο το δυνατό περισσότερο στα σημαντικότερα, στην καρδιά αυτής της διδασκαλίας. Πολλοί άνθρωποι συχνά θεωρούν πως η σπουδαιότερη πλευρά της θρησκείας είναι οι τελετουργίες και τα έθιμα, η ομορφιά των ακολουθιών, η δυνατότητα συνάντησης με την ιερότητα, το ουράνιο και το θείο. Η παραβολή όμως του Χριστού για τη Μέλλουσα Κρίση αποκαλύπτει πως όλα αυτά, αν δε βασίζονται στην αγάπη και αν δεν κατευθύνονται προς την αγάπη, κάνουν τη θρησκεία άκαρπη, αχρείαστη, κενή και πεθαμένη.
Τελικά, η αγάπη θα είναι ο κριτής. Όχι βέβαια η αφηρημένη αγάπη γενικά για την ανθρωπότητα, αλλά η αγάπη για κάποιον ζωντανό και συγκεκριμένο άνθρωπο. Σήμερα, η Χριστιανική αγάπη έχει φοβερά διαστραφεί από μια κοινωνία, η οποία, στο όνομα της αγάπης για μια αφηρημένη ανθρωπότητα, δε μας καλεί να αγαπάμε, αλλά να διώκουμε τους άλλους, μας διατάζει να τους θεωρούμε ως εχθρούς, ώστε ακόμη και το έλεος και η συμπάθεια προς αυτούς να θεωρείται έγκλημα. Στην παραβολή όμως της μελλούσης κρίσεως ο Χριστός λέει στην πραγματικότητα, «τα όνειρα για την ευτυχία μιας αφηρημένης ανθρωπότητας όχι μόνο θα παραμείνουν όνειρα, αλλά θα μετατραπούν σε εφιάλτες μίσους και κτηνωδίας αν η αγάπη και η φροντίδα μας δεν απευθύνονται κατ’ αρχάς σε συγκεκριμένους ανθρώπους, όχι θεωρητικά, αλλά με τον πιο συγκεκριμένο δυνατό τρόπο». Ο Χριστός λέει, «ἐπείνασα…, ἐδίψησα…, ἠσθένησα…, ἐν φυλακῇ ἤμην…,». Τι άλλο μπορεί αυτό να σημαίνει, αν όχι ότι ο Χριστός άπαξ δια παντός ταυτίστηκε με τον κάθε άνθρωπο· και γι’ αυτό η χριστιανική αγάπη είναι εξ ορισμού «η αδύνατη δυνατότητα» του να βλέπεις, να αναγνωρίζεις, να συναντάς το Χριστό σε κάθε άνθρωπο. Δε μας έχει ζητηθεί να αμφισβητούμε και να αναλύουμε το αν κάποιος αξίζει τη βοήθειά μας ή πρέπει να κερδίσει το ενδιαφέρον μας. Δε μας έχει υποδειχθεί να ανακαλύπτουμε πρώτα γιατί κάποιος είναι στη φυλακή ή είναι πεινασμένος και γυμνός. Έχουμε απλώς την εντολή να τον πλησιάσουμε με αγάπη, και μόνο με αγάπη, χωρίς να αναρωτιόμαστε για τα προσόντα, την αξία, τις γνώμες των άλλων, να συναντήσουμε τον άνθρωπο που έστειλε ο Θεός στη ζωή μας, στη δική μου ζωή…
Ξανά και ξανά φθάνουμε στο σημείο να αναγνωρίζουμε πως το ουσιαστικότερο και πλέον χαρμόσυνο μυστήριο του Χριστιανισμού είναι το μυστήριο του προσώπου, αυτό που καθιστά τον κάθε άνθρωπο τόσο ανεκτίμητο για το Θεό, αυτό που μπορούμε και πρέπει να αγαπούμε στον άλλο. Αυτό ακριβώς το μυστήριο έχει απορρίψει ο κόσμος και οι κυρίαρχες ιδεολογίες του. Για τον κόσμο ο άνθρωπος ορίζεται από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του: τάξη, φυλή, εθνικότητα, χρηστική αξία, τι προσφέρει στη χώρα, ή αντίθετα από τα λάθη και τα εγκλήματά του. Ο λαός μου σε αντίθεση με τους ξένους, οι σύμμαχοι σε αντίθεση με τους εχθρούς, εμείς σε αντίθεση μ’ αυτούς κ.λπ. Φαίνεται πως οι πάντες μιλούν για απελευθέρωση της ανθρώπινης κοινωνίας, για την ευτυχία του κόσμου, για συνταγές προς την ανθρωπότητα, και αγώνα για μια φωτεινή, ευτυχισμένη και ελεύθερη ζωή. Στην πραγματικότητα όμως, όλοι ενώνονται εναντίον κάποιου άλλου, και το κάθετι κινείται από το φόβο, την καχυποψία και το μίσος. Αυτό δε θα συμβαίνει μέχρις ότου οι άνθρωποι καταλάβουν πως το να αγαπάς και να υπηρετείς την ανθρωπότητα γενικά, δεν είναι μόνο αυταπάτη· είναι και ακατόρθωτο, αν αυτή η αγάπη δε ριζώνει στην αγάπη για το πρόσωπο, για κάθε άνθρωπο, αν δεν υπάρξει μια αγάπη που να ξεπερνά κάθε επίγειο, «ανθρώπινο, μα τόσο ανθρώπινο» πρότυπο και κατηγορία που χρησιμοποιούμε για να κατατάξουμε και να εκτιμήσουμε τους ανθρώπους.
Όλα αυτά κρίθηκαν άπαξ δια παντός απ’ Αυτόν που είπε, και συνεχίζει και λέει, εκ μέρους κάθε προσώπου: «ἐν φυλακῇ ἤμην…». Αυτό το «ἤμην» αρκεί σε μας για να γνωρίζουμε πως κάθε πρόσωπο είναι ένας αδελφός ή μια αδελφή, πως κάθε πρόσωπο είναι το αντικείμενο της αποκάλυψης και της αγάπης του Θεού, και πως το κάθε πρόσωπο μου έχει δοθεί ως δυνατότητα εκπλήρωσης του ίδιου του εαυτού μου μέσα από τη θεία, αναζωογονητική και λυτρωτική αγάπη.
π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Εορτολόγιο – Ετήσιος εκκλησιαστικός κύκλος, Ακρίτας, Αθήνα 2005

Της Μελλούσης Κρίσεως



Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
  
   Σήμερα, στην διαδικασία της προετοιμασίας για την Σαρακοστή, φθάσαμε στο τελευταίο στάδιο: ερχόμαστε αντιμέτωποι με την κρίση. Αν δώσουμε προσοχή σ’ αυτό, προετοιμαζόμαστε πνευματικά για την επόμενη εβδομάδα (η πνευματική μας κατεύθυνση θάναι στο χέρι μας), γιατί την επόμενη εβδομάδα είναι η ημέρα της Συγχώρησης.
Η σύνδεση μεταξύ των δύο ημερών είναι προφανής. Και μόνο αν μπορούμε να έχουμε την συναίσθηση ο,τι όλοι μας κι ο καθένας χωριστά θα βρεθούμε μπροστά στην κρίση του Θεού και την κρίση του ανθρώπου, αν μπορούμε να θυμηθούμε και να συνειδητοποιήσουμε σ’ όλο του το βάθος, μ’ ανοιχτή την καρδιά, στα σοβαρά, πόσο είμαστε, όλοι μας, υπόχρεοι ο ένας στον άλλο, έχουμε όλοι ευθύνη απέναντι στον άλλο για κάποιο πόνο και βάρος της ζωής, τότε θα μας φανεί εύκολο, όταν μας ζητιέται να συγχωρήσουμε, όχι μόνο να συγχωρήσουμε, αλλά σαν απάντηση σ’ αυτό το αίτημα, να ζητήσουμε να συγχωρηθούμε.
Δεν είναι μόνο για ο,τι έχουμε κάνει, αλλά και για όσα δεν κάναμε, απ’ αυτή την έλλειψη ευαισθησίας της υπευθυνότητάς μας, απ όλα όσα θα μπορούσαμε να είμαστε για τους άλλους, να κάνουμε για τους άλλους, γιατί δεν εκπληρώνουμε την ανθρώπινη κλίση μας. Μπορούμε και πρέπει σ’ όλα τα επίπεδα και για όλους τους ανθρώπους κι ακόμα παραπέρα για όλο τον κόσμο που είναι δικός μας, να είμαστε μία ευλογία και μία αποκάλυψη για τα μεγάλα, για πράγματα τόσο μεγάλα και τόσο βαθιά, που οι άνθρωποι, εμείς πρώτ’ απ όλα, να μπορούμε να συνειδητοποιούμε ότι είμαστε στην κλίμακα του ίδιου του Θεού, ότι η κλίση μας είναι όχι μόνο ηθική, αλλά τόσο μεγάλη όσο κι ο Θεός. Ένας μυστικιστής Γερμανός λέει σ’ ένα απ’ τα ποήματά του «είμαι τόσο μεγάλος όπως ο Θεός, ο Θεός είναι τόσο μικρός όσο εγώ.»
Αν μπορούμε να θυμόμαστε μόνο αυτό, κι αυτό είναι ότι η κρίση δεν είναι μία στιγμή μόνο, τη στιγμή που θα έρθουμε απέναντι στον φόβο της καταδίκης· αυτό είναι κατά την απόλυτη έννοια της κρίσης κάτι μεγάλο και εμπνευσμένο. Δεν θα κριθούμε με βάση τα ανθρώπινα πρότυπα συμπεριφοράς και κοσμιότητα. Θα κριθούμε σύμφωνα με δεδομένα πέραν της συνηθισμένης ανθρώπινης ζωής. Θα κριθούμε στην ζυγαριά του Θεού, κι η ζυγαριά του Θεού είναι η αγάπη, όχι η αγάπη που νιώσαμε, η συναισθηματική, αλλά η αγάπη που ζήσαμε και εκπληρώσαμε. Το γεγονός ότι θα κριθούμε, ότι πράγματι κρινόμαστε συνέχεια, μ’ όλους τους τρόπους, πέρα απ’ τα μικρότερα πρέπει μας, θα μπορούσε να μας αποκαλύψει το εν δυνάμει μεγαλείο μας. Κι η παραβολή που διαβάζουμε σήμερα, μπορεί να ειδωθεί από τόσες σκοπιές: οι άνθρωποι κρίνονται από τον Χριστό, στην παραβολή Του, με βάση την ανθρωπιά τους. Υπήρξαν αυτοί άνθρωποι η όχι; Ήξεραν πως ν’ αγαπούν, πρώτα μες την καρδιά τους, αλλά και με πράξεις, στο βάθος των πράξεων, γιατί όπως ο Άγιος Ιωάννης το θέτει, όποιος λέει, ότι αγαπά τον Θεό και δεν αγαπά τον διπλανό του ενεργά, δημιουργικά, είναι ένας ψεύτης. Και δεν είναι αγάπη Θεού, αν δεν εκφράζεται σε κάθε λεπτομέρεια της σχέσης με τους ανθρώπους συνολικά, αλλά και με κάθε πρόσωπο ξεχωριστά. 
Κι επίσης, ας προετοιμαστούμε αυτή την εβδομάδα για το τελευταίο στάδιο της πορείας ρωτώντας τους εαυτούς μας εμπρός σ’ αυτή την θεία κρίση «είμαι άνθρωπος; Είμαι άνθρωπος μέσα μου, στην συμπεριφορά μου- όχι γενικά στην στάση μου, αλλά στους τρόπους μου: είναι ανθρώπινοι οι τρόποι μου; Είναι η ζωή μου μία έκφραση λεπτής, στοχαστικής, με οξυδέρκεια και δημιουργικότητα, και κάποιες φορές γενναιόδωρης και θυσιαστικής αγάπης; Σαν αντικείμενο αγάπης στο τέστ αυτής της αγάπης, πρέπει να ’ναι ο διπλανός μου· το ν  ἀγαπᾶς τον Θεό που δεν ζητά τίποτα είναι τόσο εύκολο.»

Κι αν στην διάρκεια αυτής της εβδομάδας βρούμε που ανήκουμε, θα έχουμε βρει και τις αδυναμίες και το μεγαλείο της κλίσης μας· αφού ειρηνεύσουμε μ’ εκείνους στους οποίους οφείλουμε, έπειτα, όταν έρθει η ώρα της συγχώρεσης, κι όταν κάποιος άλλος έχει ανακαλύψει το δικό του χρέος προς εμάς, θα μπορούμε με χαρά να δώσουμε συγχώρεση κι ειρήνη, με αίσθηση υπευθυνότητας και με μια χαρά που χαρίζει η μετάνοια. Αμήν.

ΤΟ ΥΨΙΣΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ

ΤΟ ΥΨΙΣΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ
(θεολογικό σχόλιο στην Κυριακή των Απόκρεω)
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού
Το κριτήριο της Μεγάλης Κρίσεως. (θεολογικό σχόλιο στην Κυριακή των Απόκρεω).

Η τρίτη Κυριακή του Τριωδίου είναι αφιερωμένη στο πιο φοβερό γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας, στη μέλλουσα Κρίση, ως απαραίτητος προβληματισμός των πιστών αυτή την αγωνιστική περίοδο.

Με την ανάμνηση της Μεγάλης Κρίσεως, με την ανάγνωση της σχετικής ευαγγελικής περικοπής, και με τη σχετική υμνολογία της ημέρας, μπορούμε να συναισθανθούμε τη μεγάλη ευθύνη μας απέναντι στον ευαγγελικό νόμο, του οποίου η τήρηση είναι προϋπόθεση για την προσωπική μας κρίση.

Να συνειδητοποιήσουμε πως η επί γης ζωή μας δε θα μείνει άκριτη, αλλά θα δώσουμε λόγο για ό, τι κάναμε και για ό, τι δεν κάναμε με τη βιωτή μας, αφού θα αποδώσουμε «περί αυτού λόγον εν ημέρα κρίσεως» (Ματθ.12,36) μας διαβεβαίωσε ο Κύριος. Τότε «εκπορεύονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάστασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως» (Ιωάν.5,29).

Ολόκληρο το έργο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους στηρίζεται σε δύο άξονες, οι οποίοι είναι οι δύο παρουσίες του Κυρίου στον κόσμο. Η πρώτη παρουσία είναι η ταπεινή και αθόρυβη ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, όπως προέβλεπε το σχέδιο της θείας οικονομίας.

«Ο Λόγος σαρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν, και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιωάν.1,14). Ο άναρχος και άπειρος Θεός δέχτηκε να περιορισθεί στο χρόνο και το χώρο για τη δική μας σωτηρία. Ήρθε στη γη για να λειτουργήσει το μυστήριο της απολυτρώσεώς μας, ως δάσκαλος, ως αρχιερέας και ως βασιλέας.

Άφησε την αγία Του Εκκλησία για να είναι ο συνεχιστής στους αιώνες της σωτηρίας των ανθρώπων όλων των γενεών, έως τη συντέλεια του κόσμου. Όλοι οι άνθρωποι, χωρίς καμιά διάκριση είναι καλεσμένοι στη σωτηρία, χωρίς να υποχρεώνεται κανένας να σωθεί δίχως τη θέλησή του.

Το υπέρτατο θείο δώρο της ελευθερίας του ανθρώπου είναι συνάμα ευλογία και κατάρα, σωτηρία και καταστροφή, διότι αφήνεται ο άνθρωπος να επιλέξει αυτός τη χρήση της ελευθερίας του, για το καλό ή το κακό. Τα αποτελέσματα αυτής της χρήσεως θα φανούν στην δεύτερη παρουσία του Χριστού, όπου θα λάβει χώρα η Μεγάλη Κρίση.

Η μέλλουσα Κρίση είναι θεμελιώδης πίστη της χριστιανικής διδασκαλίας, η οποία θα επισυμβεί στο τέλος αυτού του πρόσκαιρου κόσμου και περιγράφεται σαφέστατα στο ευαγγέλιο του Ματθαίου (25,31-46).

Ο Κύριος, λίγο πριν το πάθος Του, ομιλώντας για τα έσχατα και μετά τις παραστατικές παραβολές των δέκα παρθένων και των ταλάντων είπε πως, όταν έρθει ο Ίδιος στη Δεύτερη και φοβερή παρουσία Του «εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ’ αυτού, τότε καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού, και συναχθήσεται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη, και αφοριεί αυτούς απ’ αλλήλων ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από των εριφίων, και στήσει τα μεν πρόβατα εκ δεξιών αυτού, τα δε ερίφια εξ ευωνύμων.

Τότε ερεί ο βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού΄ δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου.

Επείνασα γαρ, και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και εποτίσατέ με, ξένος ήμην, και συνηγάγετέ με, γυμνός, και περιεβάλετέ με, ησθένησα, και επεσκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην, και ήλαθατε προς με.

Τότε αποκριθήσονται αυτώ οι δίκαιοι λέγοντες΄ Κύριε πότε σε είδομεν πεινόντα και εθρέψαμεν, ή διψώντα και εποτίσαμεν; Πότε σε είδομεν ξένον και συνηγάγομεν, ή γυμνόν και περιεβάλομεν; Πότε σε είδομεν ασθενή ή εν φυλακή, και ήλθομεν προς σε; Και αποκριθείς ο βασιλεύς ερεί αυτοίς΄ αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε.

Τότε ερεί και τοις εξ’ ευωνύμων΄ πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού… εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε. Και απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον» (Ματθ.25,31-46).

Η μεγάλη και φοβερή μέλλουσα Κρίση θα είναι ένα μεγαλειώδες και συνάμα φοβερό γεγονός. Παρόμοιο δε θα έχει συμβεί στην ιστορία του κόσμου ως τότε. Η δεύτερη παρουσία του Κυρίου δε θα είναι αθόρυβη και ταπεινή, όπως η πρώτη, αλλά γεγονός μεγαλοσύνης και θριάμβου.

Τότε «κάμψει παν γόνυ» (Ρωμ.14,11) ενώπιών Του, και οι ισχυροί της γης θα τρέμουν σαν ξερόχορτα από το φύσημα του ανέμου! Λόγω της μεγαλειώδους παρουσίας της δόξας Του θα σαλευτούν οι δυνάμεις και αυτού του άψυχου κόσμου, «απὸ φόβου και προσδοκίας των επερχομένων τη οικουμένῃ αι γαρ δυνάμεις των ουρανών σαλευθήσονται» (Λουκ.21,16). Δε θα έρθει πια ως σωτήρας, αλλά ως κριτής απόλυτα δίκαιος.

Με την παντοδυναμία και την παντογνωσία του θα κρίνει σύμπαν το ανθρώπινο γένος, διότι μόνος Αυτός μπορεί να γνωρίζει τα κρύφια της καρδιάς του καθενός μας, «ετάζων καρδίας και νεφρούς» (Ψαλμ.7,10).

Τότε θα συνειδητοποιήσουν οι αμετανόητοι και σκληρόκαρδοι ότι είναι «φοβερόν το εμπεσείν εις χείρας Θεού ζώντος» (Εβρ.10,31), αλλά θα είναι αργά, η αναγκαστική μεταστροφή τους αυτή, δεν θα έχει καμιά ουσιαστική συμβολή στη δίκαιη κρίση τους. Αντίθετα οι δίκαιοι θα αγάλλονται και θα σμίξουν τους αίνους τους με τους θριαμβευτικούς αγγελικούς παιάνες προς τον Κύριο της Δόξης!

Η μέλλουσα κρίση είναι αναπόφευκτη και απορρέει από την απόλυτη δικαιοσύνη του Θεού. Την παρέλευση αυτού του φθαρτού και τραυματισμένου από την αμαρτία κόσμου θα επισφραγίσει η μεγάλη και αδέκαστη κρίση του Χριστού, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την είσοδο στη νέα πραγματικότητα της βασιλείας του Θεού.

Οι άνθρωποι, ως ελεύθερα όντα, πρέπει να τοποθετηθούν στη βασιλεία του Χριστού ανάλογα με τη δική τους επιλογή σε αυτή τη ζωή. Ύψιστο κριτήριο της κρίσεως θα είναι η στάση και συμπεριφορά τους απέναντι στους συνανθρώπους τους.

Η θετική ή η αρνητική στάση τους θα κρίνει τελικά αν θα είναι κληρονόμοι της βασιλείας του Θεού, ή θα είναι προορισμένοι να ριχτούν στην αιώνια κόλαση, όπου «εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων» (Ματθ.24,51).

Ο απόστολος Παύλος είναι σαφής: «άρπαγες βασιλείαν Θεούς ου κληρονομήσουσι» (Α΄Κορ.6,10). Επίσης «τοις δε δειλοίς και απίστοις και εβδελυγμένοις και φονεύσι και πόρνοις και φαρμακοίς και ειλωλολάτραις και πάσι τοις ψευδέσι το μέρος αυτών εν τη λίμνη τη καιωμένη εν πυρί και θείω, ο έστιν ο θάνατος ο δεύτερος» (Αποκ.21,8).

Ύψιστο κριτήριο στη Μεγάλη Κρίση θα είναι ο συνάνθρωπος, ως εικόνα του Θεού, διότι το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο είναι πλασμένο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» του Θεού (Γεν.1,27).

Το κάθε ανθρώπινο πρόσωπο είναι αδελφός του Χριστού (Ματθ.25,40.Εβρ.2,12) και ως εκ τούτου έχουμε υποχρέωση να τιμάμε την εικόνα του Θεού και να δείχνουμε έμπρακτα την αγάπη μας στους αδελφούς του Κυρίου μας. Ο Θεός είναι αόρατος και απόλυτα αυτάρκης, μη έχοντας ανάγκη την παραμικρή μας υπηρεσία.

Ορατές είναι οι εικόνες Του, οι άνθρωποι, και κατά συνέπεια η αγάπη που οφείλουμε σε Εκείνον, πρέπει να την αποδίδουμε σ’ αυτούς, διότι όπως τονίζει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, «Αγαπητοί, ει ούτως ὁ Θεός ηγάπησεν ημάς, και ημείς οφείλομεν αλλήλους αγαπάν. Θεὸν ουδεὶς πώποτε τεθέαται· εάν αγαπώμεν αλλήλους, ο Θεός εν ημίν μένει και η αγάπη αυτού τετελειωμένη εστὶν εν ημίν» (Α΄Ιωάν.4,11-12).

Και συνεχίζει ο απόστολος της αγάπης: «Ημείς αγαπώμεν αυτόν, ότι αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς. εάν τις είπῃ ότι αγαπώ τον Θεόν, και τον αδελφὸν αυτού μισή, ψεύστης εστίν· ο γαρ μη αγαπών τον αδελφὸν ον εώρακε, τον Θεόν ον ουχ εώρακε πως δύναται αγαπάν; και ταύτην την εντολὴν έχομεν απ᾿ αυτού, ίνα ο αγαπών τον Θεὸν αγαπά και τον αδελφὸν αυτού» (Α΄Ιωάν.4,19-21).

Ο άνθρωπος χωρίς έργα αγάπης προς τους συνανθρώπους του μοιάζει με άκαρπο δένδρο, το οποίο «εκκόπτεται και εις το πυρ βάλλεται» (Ματθ.7,19).

Η αγία μας Εκκλησία δεν αναγνωρίζει καμιά «ατομική σωτηρία», όπως δοξάζει ο κακόδοξος δυτικός χριστιανισμός, αλλά η σωτηρία μας έχει εκκλησιαστικό, δηλαδή συλλογικό χαρακτήρα. Ο κάθε πιστός σώζεται ως «σωτήρας» των άλλων πιστών, δηλαδή, η σωτηρία μας συντελείται μέσα στο εκκλησιαστικό σώμα και ποτέ έξω από αυτό.

Η σωτηρία μας περνά μέσα από τα άλλα ανθρώπινα πρόσωπα και ποτέ μέσα από τον αυτονομημένο εαυτό μας! Όσοι θεωρούμε ότι μπορούμε να σώσουμε τον εαυτό μας ερήμην των συνανθρώπων μας είμαστε σε οικτρή πλάνη!

Η ενθύμηση της φοβερής μελλούσης Κρίσεως στην αρχή του Τριωδίου είναι απαραίτητη, διότι απώτερος σκοπός του όλου πνευματικού αγώνα μας είναι να βρεθούμε εκ δεξιών του Δεσπότη μας Χριστού, κατά τη μεγάλη Kρίση. Καλούμαστε λοιπόν αυτή την ευλογημένη περίοδο να εγκαινιάσουμε μια νέα πορεία, η οποία θα οδηγεί τα πνευματικά μας βήματα προς τον ουρανό.

Κυρίαρχη σκέψη μας θα πρέπει να είναι το πως θα σταθούμε, κατά την ώρα της φοβερής Κρίσεως, ενώπιον της δόξης του Μεγάλου Κριτού. Τέλος καλούμαστε να έχουμε διαρκώς στην ενθύμησή μας τη μεγάλη αλήθεια, πως το κλειδί του παραδείσου είναι η έμπρακτη αγάπη μας προς τους ενδεείς αδελφούς μας!  

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...