Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Γεώργιος Μεταλληνός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα π. Γεώργιος Μεταλληνός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 23, 2016

Πατήρ Γεώργιος Μεταλληνός: «Ἡ ἀλήθεια γιὰ τὰ Χριστούγεννα καὶ ἡ μυθοποίηση τῶν Χριστουγέννων»

Τοῦ πατρὸς  Γεωργίου Μεταλληνοῦ
Ἀπό τὸ βιβλίο: «Παρεμβάσεις Ἱστορικὲς καὶ Θεολογικές», ἐκδ. «Διήγηση», Ἀθήνα 1998.
Ὁ σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως εἶναι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. «Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἴνα Θεὸν τὸν Ἀδὰμ ἀπεργάσηται» (τροπάριο Χριστουγέννων). «Αὐτὸς ἐνηνθρώπησεν, ἴνα ἠμεῖς θεοποιηθῶμεν» (Μ. Ἀθανάσιος). «Ἄνθρωπος γὰρ ἐγένετο ὁ Θεὸς καὶ Θεὸς ὁ ἄνθρωπος» (Ἰ. Χρυσόστομος). Στὴ λογικὴ ἑνὸς ἠθικιστοῦ ὁ ὅρος «θεοποιηθῶμεν», ποὺ χρησιμοποιοῦν Πατέρες, ὅπως ὁ Μ. Ἀθανάσιος, εἶναι σκάνδαλο. Γι’ αὐτὸ μιλοῦν γιὰ «ἠθικὴ θέωση». Διότι φοβοῦνται νὰ δεχθοῦν ὅτι μὲ τὴ θέωση μεταβάλλεται «κατὰ χάριν» αὐτὸ ποὺ ὁ Τριαδικὸς Θεὸς εἶναι «κατὰ φύσιν» (ἄκτιστος, ἄναρχος, ἀθάνατος). Τὰ Χριστούγεννα εἶναι, γι’ αὐτό, ἄμεσα συνδεδεμένα καὶ μὲ τὴ Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάσταση, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἀνάληψη καὶ τὴν Πεντηκοστή.
Ὁ Χριστὸς-Θεάνθρωπος χαράζει τὸ δρόμο, ποὺ καλεῖται νὰ βαδίσει κάθε σωζόμενος ἄνθρωπος, ἐνούμενος μαζί Του. Ὁ Εὐαγγελισμὸς καὶ τὰ Χριστούγεννα ὁδηγοῦν στὴν Πεντηκοστή, τὸ γεγονὸς τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἐν Χριστῷ, μέσα δηλαδὴ στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἂν τὰ Χριστούγεννα εἶναι ἡ γέννηση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου, ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι ἡ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς Θεοῦ κατὰ χάριν. Μὲ τὸ βάπτισμά μας μετέχουμε στὴ σάρκωση, τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ζοῦμε καὶ μεῖς τὰ «Χριστούγεννά μας», τὴν ἀνὰ-πλασή μας. Οἱ Ἅγιοι δέ, ποὺ φθάνουν στὴν ἕνωση μὲ τὸ Χριστό, τὴ θέωση, μετέχουν στὴν...


Πεντηκοστὴ καὶ φθάνουν ἔτσι στὴ τελείωση καὶ ὁλοκλήρωση τοῦ ἀναγεννημένου ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου. Αὐτὸ σημαίνει ἐκκλησιαστικὰ πραγμάτωση τοῦ ἀνθρώπου, ἐκπλήρωση δηλαδὴ τοῦ σκοποῦ τῆς ὑπάρξεώς του.
Ὅσο καὶ ἂν εἶναι κουραστικὸς ὁ θεολογικὸς λόγος, καὶ μάλιστα στὸν ἀμύητο θεολογικὰ σύγχρονο ἄνθρωπο, δὲν ἐκφράζει παρὰ τὴν πραγματικότητα τῆς ἐμπειρίας τῶν Ἁγίων μας. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐμπειρία καὶ μόνο μποροῦν νὰ κατανοηθοῦν ἐκκλησιαστικά, δηλαδὴ Χριστοκεντρικά, τὰ Χριστούγεννα. Ἀντίθετα, ἡ ἀδυναμία τοῦ μὴ ἀναγεννημένου ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου νὰ νοηματοδοτήσει τὰ Χριστούγεννα ἔχει ὁδηγήσει σὲ κάποιους γύρω ἀπ’ αὐτὰ μύθους. Οἱ ἄγευστοί τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς, μὴ μπορώντας νὰ ζήσουν τὰ Χριστούγεννα, μυθολογοῦν γι’αὐτά, στὰ ὅρια τῆς φαντασίας καὶ μυθοπλασίας, χάνοντας τὸ ἀληθινὸ νόημά τους. Ὅπως μάλιστα θὰ δοῦμε, ὁ ἀποπροσανατολισμὸς αὐτὸς δὲν συνδέεται πάντοτε μὲ τὴν ἄρνηση τοῦ μυστηρίου, ἀλλὰ μὲ ἀδυναμία βιώσεώς του, ποὺ ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴν παρερμηνεία του.
Μία πρώτη μυθολογικὴ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα τῶν Χριστουγέννων δίνεται ἀπὸ τὴν αἵρεση, τὴ στοχαστικὴ καὶ ἀνέρειστη –ἀνεμπειρικὴ δηλαδὴ- θεολόγηση. Ὁ δοκητισμός, ἡ φοβερότερη αἵρεση ὅλων τῶν αἰώνων, δέχθηκε κατὰ φαντασίαν νάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου (δοκεῖν-φαίνεσθαι). Φαινομενική, δηλαδή, παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν ἐνδοκοσμικὴ πραγματικότητα. Γιὰ ποιὸ λόγο θὰ μποροῦσε νὰ ἐρωτήσει κανείς. Οἱ Δοκῆται ἢ Δοκηταὶ κάθε ἐποχῆς δὲν μποροῦν νὰ ἀνεχθοῦν, στὰ ὅρια τῆς λογικῆς τους, τὴ σάρκωση καὶ τὴ γέννηση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου.
Μεταβαλλόμενοι σὲ αὐτόκλητους ὑπερασπιστὲς τοῦ κύρους τοῦ Θεοῦ, ντρέπονται νὰ δεχθοῦν κάτι ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐπέλεξε γιὰ τὴ σωτηρία μας. Τὸ δρόμο τῆς μητρότητας. Νὰ γεννηθεῖ δηλαδὴ ἀπὸ μία Μάνα, ἔστω καὶ ἂν αὐτὴ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὸ καθαρότερο πλάσμα ὅλης τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, τὴν Παναγία Παρθένο. Ὅλοι αὐτοὶ μποροῦν νὰ καταταχθοῦν στοὺς «ὑπεράγαν» Ὀρθοδόξους (κατὰ τὸν ἃγ. Γρηγόριο τὸ Θεολόγο). Γιατί ὁ Δοκητισμὸς ὁδήγησε στὸ Μονοφυσιτισμό, στὴν ἄρνηση τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι οἱ συντηρητικοί, οἱ τυποκράτες, οἱ εὐσκανδάλιστοι. Γι' αὐτοὺς ὅλους εἶναι σκάνδαλο ἡ ἀλήθεια, ἡ πραγματικότητα, ἡ ἱστορικότητα. Ἐνῶ ἄλλοι ἀπορρτίπτουν τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, αὐτοὶ ἀρνοῦνται τὴν ἀνθρωπότητά του. Καὶ ὅμως, ἡ Ὀρθοδοξία ὡς Χριστιανισμὸς στὴν αὐθεντικότητά του, εἶναι ἡ «ἱστορικότερη θρησκεία», κατὰ τὸν ἀείμνηστο π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ. Ζεῖ στὴν πραγματικότητα τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ τὶς δέχεται μὲ τὸ ρεαλισμὸ τῆς Θεοτόκου: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου» (Λουκ. 1,38)! «Καὶ ὁ Πιλάτος στὸ Σύμβολο» λέγει μία ὡραία σερβικὴ παροιμία. Διότι ὁ Πιλάτος, ὁ πιὸ ἄβουλος ἀξιωματοῦχος τῆς ἱστορίας, ὡς ὑπαρκτὸ ἱστορικὸ πρόσωπο, βεβαιώνει τὴν ἱστορικότητα τοῦ Εὐαγγελίου. Εἰς πεῖσμα ὅμως τῶν Δοκητῶν ὁ Θεὸς-Λόγος «σὰρξ ἐγένετο -δηλαδὴ ἄνθρωπος- καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἠμίν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ (τὸ ἄκτιστο φῶς τῆς θεότητάς Του)» (Ἰωάνν. 1, 14). Διότι «ἐν αὐτῶ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολ. 2,9), εἶναι δηλαδὴ τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος.
Ἡ σάρκωση καὶ γέννηση τοῦ Θεανθρώπου εἶναι σκάνδαλο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη σοφία, ποὺ αὐτοκαταργούμενη καὶ αὐτοαναιρούμενη σπεύδει νὰ χαραχτηρίσει «μωρία» τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ κορυφώνεται στὸν σταυρικό του θάνατο (Α' Κορ. 1,23). Εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ φθάσει σὲ τέτοιο ὅριο κενώσεως, ὥστε νὰ πεθάνει πάνω στὸ σταυρὸ ὡς Θεάνθρωπος; Αὐτὸ εἶναι τὸ σκάνδαλο γιὰ τοὺς σοφούς τοῦ κόσμου. Γι' αὐτοὺς οἱ «θεοὶ» τοῦ κόσμου τούτου συνήθως θυσιάζουν τοὺς ἀνθρώπους γι' αὐτούς, δὲν θυσιάζονται αὐτοὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.
Πῶς θὰ δεχθοῦν τὸ μυστήριο τῆς Θείας Ἀνιδιοτέλειας; «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν (θυσίασε) ... ἴνα σωθῆ ὁ κόσμος δι' αὐτοῦ» (Ἰωανν. 3, 16. 17). Στὰ ὅρια τῆς «λογικῆς» ἢ «φυσικῆς» θεολογήσεως χάνεται τελικὰ τὸ θεῖο στοιχεῖο στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ μένει τὸ ἀνθρώπινο, παρανοημένο καὶ αὐτὸ καὶ παρερμηνευόμενο. Διότι δὲν ὑπάρχει ἱστορικὰ ἄνθρωπος-Χριστός, ἀλλὰ Θεάνθρωπος. Ἡ ἕνωση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου στὸ πρόσωπο Θεοῦ-Λόγου εἶναι «ἀσύγχητη» μέν, ἀλλὰ καὶ «ἀδιαίρετη». Οἱ «λογικὲς» ἑρμηνεῖες τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύονται παράλογες, διότι ἀδυνατοῦν νὰ συλλάβουν μὲ τὴ λογικὴ τὸ «ὑπερλόγο».

Ἡ νομικὴ-δικανικὴ συνείδηση ζεῖ καὶ αὐτὴ στὸ Χριστὸ τὸ σκάνδαλό της. Ἀναζητεῖ σκοπιμότητα κοινωνικὴ στὴ Σάρκωση καὶ καταλήγει καὶ αὐτὴ στὸ μύθο, ὅταν δὲν αὐτοπαραδίδεται στὸν Θεῖο Λόγο. Οἱ Φράγκοι κατασκεύασαν, μέσω τοῦ διακεκριμένου σχολαστικοῦ τους Ἀνσέλμου (11ος αἱ.), τὸ μύθο τῆς «ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης». Ὁ Θεὸς-Λόγος σαρκοῦται, διὰ νὰ σταυρωθεῖ-θυσιασθεῖ καὶ δώσει ἔτσι ἱκανοποίηση στὴν προσβλὴ ποὺ προξένησε στὸ Θεὸ ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτία! Τὰ κρατοῦντα τότε στὴ φραγκικὴ φεουδαρχικὴ κοινωνία προβάλλονται (μυθολογικὰ) στὸ Θεό, ποὺ παίρνει τὴ θέση στὴ φραγκογερμανικὴ φαντασία ἑνὸς ὑπεραυτοκράτορα. Ἂς φωνάζει ὁ Ἰωάννης: «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν...» (3,16), ἢ ὁ Παῦλος: «συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην πρὸς ἠμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἠμῶν, Χριστὸς ὑπὲρ ἠμῶν ἀπέθανεν» (Ρωμ. 5,8). Ὄχι! «Γιὰ νὰ πάρει ἐκδίκηση» καὶ «ζητώντας ἱκανοποίηση» θὰ μάθει νὰ φωνάζει ὁ δυτικὸς (ἢ δυτικοποιημένος) ἄνθρωπος.
Ἔτσι πλάσθηκε ἕνας «Χριστιανισμὸς» ἄλλου εἴδους, ποὺ δὲν διαφέρει ἀπὸ μυθοπλασία, ἀφοῦ προβάλλει στὸ Θεὸ τὴ φαντασία καὶ τὶς προλήψεις μας. Ἡ ἐκλογίκευση καὶ ἡ ἐκνομίκευση τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεανθρώπου εἶναι ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν ἱστορία.
Ἡ θρησκευτικὴ (τυπολατρικὴ) συνείδηση ζεῖ τὸ «σκάνδαλο» τῆς ἐνανθρωπήσεως καταφεύγοντας στὴ θρησκειοποίηση τῆς Πίστεως. Ἐξαντλεῖ τὸ νόημα τῶν Χριστουγέννων στὶς τελετὲς καὶ χάνει τὸν ἀληθινὸ σκοπό τους, ποὺ εἶναι ἡ «υἱοθεσία» (θέωση). «Ἴνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν...» (Γαλ. 4,5). Εἶναι τὸ σκάνδαλο τοῦ φαρισαϊσμοῦ, ἔστω καὶ ἂν λέγεται Χριστιανισμός.

Εἶναι ὅμως οἱ ἐχθροί τοῦ «παιδίου» ποὺ βιώνουν τὸ σκάνδαλο τῆς ἐξουσίας. Ὁ Ἠρωδισμός! Οἱ κρατοῦντες ἢ μᾶλλον «δοκοῦντες ἄρχειν...» (νομίζοντες ὅτι κυβερνοῦν) (Μαρκ. 10,42), ὅπως ὁ Ἡρώδης, βλέπουν στὸν νεογέννητο Χριστὸ κάποιον ἀνταγωνιστὴ καὶ κίνδυνο τῶν συμφερόντων τους. Γι' αὐτὸ «ζητούσι τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου» (Ματθ. 2,20). Παρερμηνεύουν ἔτσι τὸν ἀληθινὸ χαραχτήρα τῆς βασιλικῆς ἰδιότητας τοῦ Χριστοῦ, τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος». Ὁ Χριστὸς ὡς Βασιλεὺς ὅλης τῆς κτίσεως εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Κύριός της, ὁ δημιουργὸς καὶ σωτήρας της καὶ ὄχι ὡς οἱ Ἠρῶδες τοῦ κόσμου τούτου, ποὺ ἀδίστακτοι δολοφονοῦν, γιὰ νὰ κρατήσουν τὴν ἐξουσία τους.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (Ε.Π. 36,516) προσφέρει δυνατότητα ὀρθῆς προσεγγίσεως τῶν Χριστουγέννων, δηλαδὴ ἁγιοπνευματικῆς: «Τοίνυν ἐορτάζομεν μὴ πανηγυρικῶς, ἀλλὰ θεϊκῶς. μὴ κοσμικῶς, ἀλλὰ ὑπερκοσμίως. μὴ τὰ ἡμέτερα, ἀλλὰ τὰ τοῦ ἡμετέρου (=ὄχι δηλαδὴ τοὺς ἑαυτούς μας, ἀλλὰ τὸν Χριστὸν ἂς τιμᾶμε...). μᾶλλον δὲ τὰ τοῦ Δεσπότου. μὴ τὰ τῆς ἀσθενείας, ἀλλὰ τὰ τῆς ἰατρείας. μὴ τὰ τῆς πλάσεως, ἀλλὰ τὰ τῆς ἀναπλάσεως.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 07, 2016

Λέγοντας «Χαίρετε», γνώριζε ὅτι λέγεις «Χριστός ἀνέστη» μέ ἕνα ἄλλο τρόπο...

Γράφει ὁ πρωτοπρ. π. Γεώργιος Μεταλληνός

Αποτέλεσμα εικόνας για bucura-te mironosite
Ὁ ἀναστάσιμος χαιρετισμός, πού διαμορφώθηκε στήν Ἑλληνική γλῶσσα καί μεταδόθηκε σ’ ὅλους τούς Ὀρθοδόξους καί στόν ὑπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, εἶναι τό «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ»!Δέν εἶναι λόγος εὐχῆς, ἀλλά χαιρετισμός καί διακήρυξη τῆς πίστεως στό γεγονός τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ, μέ ὅ,τι αὐτό συνεπάγεται γιά τόν πιστό στόν Χριστό ἄνθρωπο.

Πόσοι ὅμως γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἀναστάσιμος χαιρετισμός τοῦ Χριστοῦ, ἀμέσως μετά τήν Ἀνάστασή Του, εἶναι ὁ (καί πάλι) Ἑλληνικός λόγος 

«Χαίρετε»!
 Μέ αὐτό τόν χαιρετισμό ἀπευθύνεται ὁ ἀναστάς Χριστός στίς Μυροφόρες, μόλις βγῆκαν ἀπό τό «κενό μνημεῖο» (Ματθ. 28, 8-9). Ἡ συνήθης αὐτή ἑλληνική προσφώνηση, ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ὁμηρικῶν ἐπῶν, ἀποκτᾶ μιάν ἰδιαίτερη πνευματική καί χριστιανική σημασία. Ἡ λέξη ἀνανοηματοδοτεῖται, ἐντασσόμενη σέ ἕνα καθαρά ἁγιοπνευματικό πλαίσιο, καί γίνεται τό πρῶτο «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ» τῆς χριστιανικῆς ἱστορίας.

Οἱ Μυροφόρες βγαίνουν ἀπό τό μνημεῖο, στό ὁποῖο πῆγαν, γιά νά τελέσουν τά συνήθη νεκρικά ἔθιμα στόν νεκρό Χριστό, μέ ἀνάμικτα συναισθήματα «φόβου καί χαρᾶς» (Ματθ, 28, 8), κάτι τό φυσιολογικό στή συνταρακτική πνευματική ἐμπειρία, πού ἔζησαν, ἀκούοντας ἀπό τόν Ἄγγελο, ὅτι ὁ Κύριός τους «ἠγέρθη ἀπό τῶν νεκρῶν» (στ.7). Ὁ λόγος, λοιπόν, τοῦ Χριστοῦ πρός αὐτές «Χαίρετε», ἀποκτᾶ εἰδική σημασία, πού μπορεῖ νά προσδιορισθεῖ μέ τά ἀκόλουθα λόγια: «Μή φοβεῖσθε (Ματθ. 28, 5), ἀλλά χαίρετε! Νά αἰσθάνεσθε χαρά, διότι ἡ Ἀνάσταση, ὡς ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, νικᾶ τόν φόβο (Α’ Ἰω. 1,18), ἀλλά καί τόν θάνατο, κάθε εἶδος θανάτου, διότι εἶναι πηγή ζωῆς, ζωῆς αἰωνίου. Ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε ζωή καί ἐλπίδα».
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι, ἔτσι, πηγή χαρᾶς καί δέν μπορεῖ νά ἐκφρασθεῖ ἀποδοτικότερα παρά μέ τόν (Ἑλληνικό) χαιρετισμό «Χαίρετε»! Ἡ λέξη δέχεται χριστιανικά μιάν ὑπέροχη ὑπέρβαση. Δέν μένει στήν ἐνδοϊστορική πραγματικότητα, σχετιζόμενη μέ πρόσκαιρα ἀγαθά («χαίρε, ὑγίαινε», καί σήμερα «γειά-χαρά»), ἀλλά συνδεόμενη μέ ὑπερφυσικές ἐμπειρίες, ὅπως ἡ μετοχή στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ βεβαιότητα γιά τήν νίκη πάνω στό θάνατο καί τήν ἐξουσία του στόν φθαρτό τοῦτο κόσμο.

Ὁ πιστός στόν Χριστό Ἕλληνας ἔχει σαφῆ γνώση, ὅτι μέ τήν προσφώνηση «Χαίρετε», πού ἐπαναλαμβάνει πολλές φορές τήν ἡμέρα, προσφωνεῖ τούς ἄλλους μέ τόν Ἀναστάσιμο λόγο τοῦ Χριστοῦ καλώντας τους στή μετοχή στό γεγονός τῆς Ἀνάστασης. Λέγοντας «Χαίρετε», γνώριζε ὅτι λέγεις «Χριστός ἀνέστη» μέ ἕνα ἄλλο τρόπο.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 19, 2016

Πατέρες καὶ πατερικὴ Ὀρθοδοξία «ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ’ οὐ πολλοὺς πατέρας...»



Ὅταν ὁ «ἄρχων τῶν Ἰουδαίων» Νικόδημος ἐπισκέφθηκε νύκτα τὸν Χριστό, Ἐκεῖνος τοῦ μίλησε γιὰ μία γέννηση πέρα ἀπὸ τὴν σωματικὴ - βιολογική. Τοῦ ἀπεκάλυψε τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τοῦ πιστοῦ «ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος», μὲ τὴν ὁποία εἰσέρχεται κανεὶς στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὴν τὴν γέννηση μιλεῖ σήμερα καὶ ὁ Ἀπ. Παῦλος, ὑπογραμμίζοντας τὴν παρουσία ὡρισμένων προσώπων στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀξιώνονται νὰ γίνουν οἱ κατ’ ἄνθρωπον συντελεστές της. Καὶ τὰ πρόσωπα αὐτὰ εἶναι οἱ Πατέρες, ἕνα μέγεθος οὐσιαστικότατο στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.

Πατέρες – Παιδαγωγοὶ

Ὁ Παῦλος κάνει διάκριση ἀνάμεσα σὲ Πατέρες καὶ Παιδαγωγοὺς - Διδασκάλους τῶν πιστῶν.....

Οἱ πρῶτοι εἶναι λίγοι σὲ σύγκριση μὲ τοὺς δευτέρους. Οἱ Πατέρες εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ γεννοῦν τέκνα πνευματικά. οἱ Παιδαγωγοὶ συντελοῦν στὴν περαιτέρω ἀνάπτυξη καὶ καλλιέργειά τους. Οἱ Πατέρες φέρνουν στὴν πνευματικὴ ὕπαρξη· οἱ Παιδαγωγοὶ συμπληρώνουν τὸ ἔργο ἐκείνων μὲ τὴν «ἐποικοδομὴ» τους. Ὅταν λέγει αὐτὰ ὁ Παῦλος, ἔχει ὑπόψη του τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Τὸ λέγει, ἄλλωστε, καθαρὰ στοὺς Κορινθίους, ὅτι εἶναι ὁ πνευματικός τους πατέρας. Γι’ αὐτὸ μπορεῖ ἁπτὰ καὶ συγκεκριμένα νὰ περιγράψει τὸ ἔργο του σ’ αὐτούς, σ’ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὸ ἔργο τῶν πολλῶν διδασκάλων ποὺ εἶχαν. Αὐτὸς «ἐφύτευσε», ἐνῶ ὁ Ἀπολλώς -μετὰ ἀπ’ αὐτὸν- μόνο «ἐπότισε». Αὐτὸς «ἔθηκε θεμέλιον»· ὅσοι ἦλθαν μετὰ ἀπ’ αὐτὸν ἁπλῶς «ἐποικοδόμησαν». (Α’ Κόρ. γ’ 6, 10).

Ὑπάρχει μία ἀναλογία ἀνάμεσα στοὺς πνευματικοὺς καὶ τοὺς σαρκικοὺς πατέρες. Εἶναι καὶ οἱ δύο μοναδικοὶ καὶ ἀναντικατάστατοι. Γιατί καὶ οἱ δύο ὁδηγοῦν στὴν ὕπαρξη, βιολογικὴ ἢ πνευματική. Καὶ αὐτὸ γίνεται μία φορὰ στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὑπαρξιακὸ καὶ ἀνεπανάληπτο γεγονὸς δὲν εἶναι μόνο ἡ γέννηση, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀναγέννηση. Ὑπάρχει βέβαια καὶ μία οὐσιαστικὴ διαφορά: οἱ σαρκικοὶ πατέρες γεννοῦν γιὰ τὸν κόσμο· οἱ πνευματικοὶ πατέρες γεννοῦν γιὰ τὸν Χριστό. 

Προσδιορίζοντας τὴν δεύτερη αὐτὴ «γέννηση» ὁ Ἀπόστολος τὴν ὀνομάζει «ἐν Χριστῷ» καὶ «διὰ τοῦ Εὐαγγελίου» χαράζοντας ἔτσι καὶ τὶς συντεταγμένες τῆς πνευματικῆς πατρότητος στὴν Ἐκκλησία. Οἱ Πατέρες τῶν πιστῶν εἶναι «ἐν Χριστῷ» πατέρες καὶ τὰ πνευματικά τους τέκνα γίνονται μέσω αὐτῶν, ὄχι δικά τους, ἀλλὰ -οὐσιαστικὰ καὶ κύρια- «τοῦ Χριστοῦ» τέκνα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι γιὰ νὰ ἀξιωθεῖ ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ γίνει κανεὶς στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ πατέρας, πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἴδιος πρῶτα «ἐν Χριστῷ», δηλαδὴ ἀναγεννημένος, ἀληθινὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ, τοῦ ΜΟΝΟΥ κατ’ οὐσίαν ΠΑΤΡΟΣ (Ἐφεσ. γ’ 15). 

Ἂν δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ προϋπόθεση, δὲν μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει κανεὶς στὴν ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση. Δὲν γεννᾶ πνευματικά. Δὲν ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία. Ὅπως ὑπῆρχαν ψευδοπροφῆτες στὴν Π. Διαθήκη, ποὺ σφετερίζονταν τὸ ἔργο τῶν γνησίων προφητῶν, ἔτσι μπορεῖ νὰ ὑπάρξουν καὶ ψευδοπατέρες, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν στὴν ἀναγέννηση τὸν ἄνθρωπο, ἀφοῦ δὲν εἶναι οἱ ἴδιοι ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένοι. Ὄχι σπάνια δέ, καταντοῦν «πατρυιοί», γιατί ἀντὶ νὰ ὁδηγοῦν στὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία, ὑποτάσσουν τὰ «πνευματικά τους τέκνα» στὸν ἑαυτό τους, δημιουργώντας θύματα καὶ ὄργανα ὑπηρετικὰ στοὺς ὁποιουσδήποτε σκοπούς τους. Μὴ μπορώντας νὰ ἀναγεννήσουν «διὰ τοῦ Εὐαγγελίου», δὲν γεννοῦν «ἐν Χριστῷ», ἀλλὰ «ἐν πλάνῃ καὶ ἁμαρτίᾳ». Προσφέρουν δηλαδὴ μία γέννηση, ποὺ ἰσοδυναμεῖ μὲ θάνατο. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ μὲ ὅσους ἀναλαμβάνουν τὸ ἔργο τοῦ «πατρὸς» χωρὶς νὰ εἶναι ἀναγεννημένοι ἐν Χριστῷ οἱ ἴδιοι!


Πατερικὴ ἡ Ὀρθοδοξία


Ἡ Ὀρθοδοξία, ὡς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀδιανόητη χωρὶς Παύλους, χωρὶς Πατέρες καὶ Μητέρες ἐν Χριστῷ, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση τὰ πνευματικά τους τέκνα. Οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ Μητέρες ὅλων τῶν αἰώνων συνιστοῦν τὴν εὐθεία καὶ ἀδιάσπαστη γραμμὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως. Δηλαδὴ τὴν συνέχεια τῆς εἰσαχθείσης στὸν κόσμο διὰ τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ - Λόγου νέας ζωῆς, τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Οἱ Πατέρες εἶναι οἱ διάδοχοι τοῦ Παύλου καὶ τῶν λοιπῶν Ἀποστόλων, ὄχι ἁπλῶς στὴν ἀνάληψη διοικητικῶν καὶ πρακτικῶν καθηκόντων, ἀλλὰ κυρίως στὴν συνέχιση τῆς «καινῆς κτίσεως», τοῦ ἀπεκεκαλυμένου νέου τρόπου ζωῆς - ὑπάρξεως, ποὺ ἐκφράζεται καὶ πραγματώνεται ὡς ὀρθόδοξη πίστη καὶ φρόνημα, ὡς δοξολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἐν ἀληθείᾳ καὶ ὡς τριαδοκεντρικὴ ζωὴ καὶ πολιτεία - κοινωνία. 

Οἱ Πατέρες ὅλων τῶν αἰώνων, ἐνεργοῦν στὸ ποιμαντικό τους ἔργο ὅπως οἱ γιατροὶ -καθηγηταὶ σὲ μία Ἰατρικὴ Σχολή. Δὲν περιορίζονται στὴν διάγνωση καὶ θεραπεία τῶν ἀσθενῶν, ἀλλὰ δημιουργοῦν καὶ συνεχιστὲς τοῦ ἔργου των. Τὰ πνευματικά τους τέκνα πρῶτα τὰ ὁδηγοῦν στὴν θεραπεία ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιὰ νὰ γίνουν καὶ ἐκεῖνα μὲ τὴ σειρὰ τους πατέρες ἄλλων τέκνων, συνεχίζοντας τὴν ἐν Χριστῷ ἀναγέννηση. Στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας αὐτὴ ἡ σχέση Πνευματικοῦ Πατρὸς - Πνευματικοῦ Τέκνου μένει ἀκατάλυτη. Κοντὰ στοὺς ἁγίους Πατέρες γεννῶνται οἱ ἅγιοι Πατέρες! Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος κοντὰ στὸν μέγα Ἀντώνιο, ὁ μέγας Βασίλειος κοντὰ στοὺς Γέροντες τῆς ἐρήμου κ.ο.κ. 

Ἔτσι κατανοοῦμε τὴν φαινομενικὴ ἀπολυτότητα, ἀλλὰ καὶ τὶς ἀληθινὲς διαστάσεις, τῆς ἀκόλουθης φράσεως τῶν Ἀποστολικῶν Διαταγῶν, βιβλίου τοῦ δ’ αἰώνα: «Οὗτος διδάσκαλος εὐσεβείας, οὗτος μετὰ Θεὸν πατὴρ ἡμῶν, δι’ ὕδατος καὶ Πνεύματος ἀναγεννήσας ἡμᾶς» (Η’ 26). Τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο εἶναι μία συνεχὴς (ἀνα)γέννηση, ἡ ὁποία εἶναι ἀδύνατη, ἂν δὲν ὑπάρχουν πραγματικοὶ Πατέρες. 

Μέσα ἀπὸ τὸ πρίσμα αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ δοῦμε, πιστεύω, καὶ τὴν σημερινὴ -συνεχῶς αὐξανομένη- καταφυγὴ τόσων ἀνθρώπων, καὶ μάλιστα νέων, στοὺς χώρους τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως, τὰ μοναστήρια μας, καὶ μάλιστα τὰ ἀθωνικά, γιὰ ἀναζήτηση Πατέρων. Τότε μόνο θὰ καταλάβουμε, πὼς καὶ στοὺς κρίσιμους καιρούς μας τὸ Πατρικὸ Χέρι τοῦ Θεοῦ δὲν ἔπαυσε νὰ βοηθεῖ καὶ νὰ κατευθύνει τὸ Λαό μας!
πηγή

Σάββατο, Μαΐου 21, 2016

Πατὴρ Γεώργιος Μεταλληνὸς «Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος εἶναι ὁ μεγαλύτερος Ρωμηὸς τῆς ἱστορίας»


Πατὴρ Γεώργιος Μεταλληνὸς 
«Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος εἶναι ὁ μεγαλύτερος Ρωμηὸς τῆς ἱστορίας. Εἶναι ὁ πρῶτος οὐσιαστικὰ Ρωμηός. Τύπος εἶναι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀλλὰ ὁ Κωνσταντῖνος ἐπιστημονικὰ εἶναι ὁ πρῶτος Ρωμηός, Ὀρθόδοξος Ἕλληνας. Πρῶτον, ἔχει δηλαδὴ Ρωμαϊκὸ κράτος ποὺ γίνεται χριστιανικό, δηλαδὴ ὑποδέχεται τὸ Χριστό. Δεύτερον, ἑλληνικὸ πολιτισμὸ καὶ παιδεία, ἡ μάνα του ἡ Ἁγία Ἑλένη. Καὶ τρίτον, εἶναι Ὀρθόδοξος. Αὐτὰ τὰ στοιχεῖα συνιστοῦν τὸ Ὀρθόδοξον - Ἑλληνικόν. Ὅποιος ἀρνηθεῖ αὐτὰ τὰ στοιχεῖα, ἢ ἕνα ἀπ' αὐτὰ τὰ στοιχεῖα δὲν εἶναι...

Ἕλληνας Ρωμηός. Μπορεῖ νὰ εἶναι Ἕλληνας μασσῶνος, μπορεῖ νὰ εἶναι Ἕλληνας μαρξιστής, μπορεῖ νὰ εἶναι Ἕλληνας δυτικός, μπορεῖ νὰ εἶναι Ἕλληνας ἀρχαῖος, δικαίωμά του. Κι ἐδῶ παρεξηγοῦμαι κι ἐγὼ ὅταν λέω ὅτι μόνο ὁ Ὀρθόδοξος εἶναι Ἕλληνας. Ἱστορικὰ ὁ Ὀρθόδοξος εἶναι Ἕλληνας καὶ ὁ Ἕλληνας εἶναι Ὀρθόδοξος. Ἀλλὰ νομικὰ μπορεῖ ὁ καθένας νὰ εἶναι ὅ,τι εἶναι». 

ΠΗΓΗ

Παρασκευή, Απριλίου 29, 2016

Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν


Τοῦ πρωτ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ 

Με τα ἀπαισιότερα συναισθήματα ἀντιμετωπίζεται συνήθως ὁ θάνατος. Ὁ πολιτισμός μας, γιὰ τὸν ὁποῖο τόσο καυχόμαστε, δὲν μᾶς ἔχει ἐξοικειώσει μὲ τὴ μεγαλύτερη καὶ τραγικότερη πραγματικότητα στὴ ζωή μας, τὸν θάνατο. Οὔτε μᾶς ἔχει συμφιλιώσει μαζί του. Γι᾽ αὐτὸ λείπει στὴ σημερινὴ κοινωνία μία ρεαλιστικὴ φιλοσοφία τοῦ θανάτου. Βέβαια, σ᾽ αὐτὸ συντρέχουν διάφοροι λόγοι. Ὁ ὀλιγόπιστος φοβᾶται τὸν θάνατο, διότι βλέπει τὴν ἀνετοιμότητά του νὰ τὸν ὑποδεχθεῖ. Ὁ ἄπιστος ἢ ἄθεος, ποὺ στηρίζει ὅλες τὶς ἐλπίδες του στὸν κόσμο αὐτό, βλέπει τὸν θάνατο σὰν καταστροφή. Γι᾽ αὐτὸ ἀποφεύγει νὰ μιλεῖ γιὰ τὸν θάνατο ἢ χλευάζει τὸν θάνατο, ἀλλὰ στὸ βάθος τὸν φοβᾶται. Ὅπως τὸν φοβοῦνται οἱ οἰκονομικὰ εὔρωστοι, διότι θὰ τοὺς κάμει νὰ χάσουν ὅσα ἔχουν, ἀλλὰ καὶ οἱ προλετάριοι τοῦ κόσμου μας, μολονότι διατείνονται, ὅτι βλέπουν τὸν θάνατο σὰν σωτηρία. Διότι γι᾽ αὐτούς, κυρίως, ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Δ. Σολωμοῦ: «Γλυκειὰ ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος μαυρίλα». 

Γιὰ τὸν Χριστιανὸ ὅμως, καὶ μάλιστα τὸν πατερικό, δηλαδὴ τὸν ὀρθόδοξο, τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου ἔχει λυθεῖ. Ἡ Σφίγγα τοῦ θανάτου διέκοψε τὴ σιωπή της. Τὸ αἴνιγμα, ποὺ τόσο ἀπασχόλησε τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα καὶ μόνο ἡ σωκρατική–πλατωνικὴ μεγαλοφυία μπόρεσε νὰ ψαύσει στὸν «Φαῖδρο», ἔχει πιὰ ἐξιχνιαστεῖ καὶ ἀπομυθευθεῖ. Μένει, βέβαια, καὶ γιὰ τὸν χριστιανὸ ὁ θάνατος «μυστήριο». «Ὄντως φοβερώτατον τὸ τοῦ θανάτου, μυστήριο»— ψάλλουμε στὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία. Τὸ μυστήριο ὅμως δὲν ἔγκειται στὴν ὕπαρξή του, ἀλλὰ στὶς συνέπειές του: «πῶς ἡ ψυχὴ ἐκ τοῦ σώματος βιαίως χωρίζεται…»! 

Ἡ συμμετοχὴ τοῦ πιστοῦ στὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ βοηθεῖ στὴν κατανόηση τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ ζωὴ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα «ἐξ οὐκ ὄντων» (ἀπὸ τὸ μηδὲν) καὶ μᾶς ἔφερε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη. Ὁ θάνατος, ἐξ ἄλλου, εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι φυσικὴ κατάσταση, ἀλλὰ συνδέεται μὲ τὸ τραγικὸ γεγονὸς τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀστοχίας τοῦ ἀνθρώπου νὰ μείνει στὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Θεὸς θάνατον οὐκ ἐποίησεν», «φθόνῳ διαβόλου εἰσῆλθε θάνατος εἰς τὸν κόσμον». Ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε τὸν θάνατό μας, «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται». 


Αὐτὴ εἶναι ἡ θεολογικὴ ἑρμηνεία τοῦ θανάτου ἀπὸ τοὺς Ἁγίους μας, τοὺς ἀληθινοὺς Θεολόγους. Ἡ ἁμαρτία, ὡς πτωτικὸ γεγονός, ἀδρανοποίησε καὶ νέκρωσε, τελικά, τὴ ζωή μας, ποὺ εἶναι ἡ ἐνοίκηση τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιά μας, τὸ κέντρο τῆς ὕπαρξής μας. Αὐτὸς ὁ «χωρισμός» ἀπὸ τὴν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ πνευματικὸς θάνατος, ποὺ προκάλεσε καὶ τὸν σωματικό–βιολογικὸ θάνατό μας. Στὸν πνευματικὸ θάνατο πρέπει νὰ ζητηθεῖ ἡ αἰτία καὶ τοῦ σωματικοῦ θανάτου. Ὁ θρῆνος, λοιπόν, κατὰ τὴν κήδευση κάποιου ἀγαπητοῦ μας προσώπου («Θρηνῶ καὶ ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τὸν θάνατον…», ψάλλουμε) δὲν συνδέεται μὲ τὸν πρόσκαιρο χωρισμό μας, ἀλλὰ μὲ τὴν αἰτία ποὺ προκάλεσε τὸν θάνατό μας, τὴν ἁμαρτία. 


 Ὁ σωματικὸς θάνατος εἶναι διάσπαση τῆς ἁρμονικῆς σχέσης καὶ συλλειτουργίας ψυχῆς καὶ σώματος, ὡς τὴ Δεύτερη Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀνθρώπινη σάρκα νεκρώνεται, φθείρεται καί, ἐπιστρέφοντας στὸ χῶμα, διαλύεται. Ἡ ψυχὴ ὅμως δὲν φθείρεται, οὔτε διαλύεται, διότι ὁ Θεὸς τὴν δημιούργησε πνευματική. Περιμένει τὸ «κέλευσμα» (παράγγελμα) τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴ Β´ Παρουσία Του (Α´ Θεσ. 4,16), γιὰ νὰ ξαναενωθεῖ μὲ τὸ ἀναστημένο σῶμα καὶ νὰ ζήσει αἰώνια μαζί Του, σὲ μίαν ἄλλη ζωή, ποὺ θὰ εἶναι ὅμως αἰώνια συνέχεια τῆς γήινης ὕπαρξής μας. Ὁ «νόμος τῆς ἀφθαρσίας» ἰσχύει ἀπόλυτα στὸ δημιουργικὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ. Τίποτε δὲν χάνεται ἀπὸ αὐτό. Γι᾽ αὐτὸ κάθε στιγμὴ τῆς παρούσας ζωῆς ἔχει γιὰ τὸν χριστιανὸ σωτηριολογικὴ σημασία, διότι ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ τὴ ζοῦμε κρίνεται ἡ σωτηρία μας, ἡ κατάστασή μας στὴν μετὰ θάνατον ὕπαρξή μας (Βλ. Β´ Κορ. 6, 7). 

Ὁ Χριστός, μὲ ὅλο τὸ σωτήριο ἔργο Του, ἐπιφέρει τὴν πλήρη ἄρση ὅλων τῶν συνεπειῶν τῆς πτώσης. Συντρίβει τὴν ἁμαρτία πρῶτα στὴ δική Του ἀναμάρτητη φύση, ποὺ δὲν νικᾶται ἀπὸ τὴ θανατηφόρο δύναμη τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ καὶ πάνω στὸ Σταυρό Του, στὸν Ὁποῖο θανάτωσε τὴ δική μας ἁμαρτία, τὴν ἁμαρτία ὅλου τοῦ κόσμου (Ἰω. 1, 29). Ὁ Θεὸς δὲν ἐνεργεῖ τιμωρητικά, ὅπως θὰ ἀπαιτοῦσε ὁ ἀνθρώπινος νομός, ἀλλὰ ὡς σωτήρας καὶ ἀπελευθερωτὴς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ δουλεία τῆς ἁμαρτίας, ὅπως ἐπιβάλλει ὁ δικός Του νόμος. Δὲν «τιμωρεῖ», συνεπῶς, τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅπως συνέβη μὲ τὸν κατακλυσμὸ στὴν Π. Διαθήκη (Γεν., κεφ. 8), ἀλλὰ τὴν ἁμαρτία, ὅπως ὁ καλὸς γιατρὸς δὲν ζητεῖ τὸν θάνατο τοῦ ἀσθενοῦς, ἀλλὰ τῆς νόσου. Γι᾽ αὐτὸ στὴ Θεία Λειτουργία ὀνομάζεται ὁ Χριστὸς «ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν». 


 Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ κορύφωση τῆς νίκης Του πάνω στὴν ἁμαρτία μας καὶ γι᾽ αὐτὸ νοηματοδοτεῖ ὅλη τὴν ὕπαρξή μας. Ἐνῶ ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου βαδίζει πρὸς ἕνα τέλος, ὁ ἄνθρωπος στὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως ἀποδεικνύεται χωρὶς τέλος. Διότι στὸ ὅριο ἱστορίας καὶ μεταϊστορίας βρίσκεται ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος «θανάτῳ ἐπάτησε τὸν θάνατον» καὶ μεῖς «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν», τὸν θάνατο τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ νίκη πάνω στὸ θάνατο. Ἔξω ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὸν Χριστὸ ὁ θάνατος γίνεται φοβερὸς καὶ ἀδυσώπητος. Μὲ τὸν ἀναστάντα Χριστὸ ὁ θάνατος ἀπομυθοποιεῖται. Καταλύεται ἡ παντοδυναμία του (Ἑβρ. 2, 14). 


Ὁ Χριστὸς κατήργησε τὸ φόβητρο τοῦ θανάτου, ὥστε χριστιανικὰ ο θάνατος νὰ νοεῖται ὡς ἡ ἀληθινὴ γέννηση καὶ ἀναμονὴ τῆς κοινῆς ἀνάστασης. Κατανοεῖται, ἔτσι, τὸ παράδοξο: ἐνῶ ὁ «κόσμος» γιορτάζει γενέθλια, ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ πανηγυρίζουμε τὴν «μνήμην», τὴν κοίμηση, τῶν Ἁγίων μας. Διότι ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου γιὰ τὸν αὐθεντικὰ χριστιανὸ εἶναι ἡ ἀληθινὴ γέννησή μας («γενέθλιος ἡμέρα») στὴν ἀληθινὴ ζωή. 

 Ὁ ὀρθόδοξος πιστὸς ὅμως ζεῖ αὐτὲς τὶς περίεργες γιὰ τὸν χωρὶς Θεὸ κόσμο πραγματικότητες, μετέχοντας στὴ ζωὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Δὲν ἀρκεῖ γι᾽ αὐτὸ τὸ τυπικὸ βάπτισμα. Χρειάζεται μετοχὴ στὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ ὕπαρξη. Στὰ ὅρια αὐτῆς τῆς ζωῆς ὁ πιστὸς πεθαίνει κάθε στιγμὴ τῆς ζωῆς του, νεκρώνεται, μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν πνευματικὴ ζωὴ γιὰ τὸν κόσμο, γιὰ νὰ ζήσει μέσα στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ «αἰώνιος ζωή». Γι᾽ αὐτὸ μᾶς διδάσκουν οἱ μοναχοί μας, οἱ αὐθεντικοὶ πιστοί: «Ἐὰν πεθάνεις, πρὶν πεθάνεις, δὲν θὰ πεθάνεις, ὅταν πεθάνεις»!


 Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ ζήσεται» (Ἰωαν. 11, 25) σημαίνει, ὅτι ἡ μέσῳ τοῦ βαπτίσματος καὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἕνωσή μας μαζί Του, μᾶς συνδέει καὶ πάλι μὲ τὴν γεννήτρια τῆς ζωῆς, τὴν πηγὴ τῆς ζωῆς, ποὺ εἶναι Αὐτός. Μᾶς ἐπαναφέρει στὴν κοινωνία καὶ σχέση μὲ τὸν Θεό, ποὺ ζωοποιεῖ τὸν θάνατό μας καὶ μεταμορφώνει σὲ ζωὴ δική Του τὸν καθημερινὸ θάνατό μας. Χωρὶς νὰ εἶναι, συνεπῶς, κανεὶς ζωντανὸ μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει ἀληθινά, νὰ μετέχει τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἁπλὰ βαπτισμένος ἔχει τὶς δυνατότητες καὶ προϋποθέσεις μετοχῆς σ᾽ αὐτὴ τὴ ζωή, ἀλλὰ δὲν σημαίνει ὅτι μετέχει σ᾽ αὐτήν, ἂν δὲν μετέχει στὴν ἄσκηση καὶ τὴν ἐμπειρία τῶν ἁγίων μυστηρίων. «Οὐχ ὅτι ἅπαξ γεγενήμεθα τοῦ σώματος», λέγει ὁ ἱ. Χρυσόστομος. Δὲν τελειώνουν, δηλαδή, ὅλα ὅσον ἀφορᾶ τὴ σωτηρία, μὲ τὸ βάπτισμα. Μὲ αὐτὸ ἀρχίζουν. Τὸ βάπτισμα εἶναι τὸ ἄνοιγμα τῆς πύλης, ἀλλὰ πρέπει νὰ διαβεῖ τὴν πύλη κανεὶς καὶ νὰ ζήσει ἐν Χριστῷ.


 Οἱ Ἅγιοί μας, μὲ τὰ ἀκέραια καὶ ἄφθαρτα λείψανά τους (π.χ. Ἅγιος Σπυρίδων ἢ Ἅγιος Γεράσιμος) βεβιώνουν τὴν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου καὶ τῶν συνεπειῶν του (φθορᾶς) ἤδη μέσα στὴ ζωὴ αὐτή, ἀλλὰ καὶ δίνουν μαρτυρία τῆς αἰωνιότητας μέσα στὴν ἱστορία. Βλέποντας τοὺς Ἁγίους ὁ ὀρθόδοξος πιστὸς (καὶ αὐτὴ τὴν ἐμπειρία ἔχουμε ἐμεῖς οἱ ἑπτανήσιοι ἀπὸ μικρὰ παιδιά), οἰκοδομεῖ τὴ δική του φιλοσοφία γιὰ τὸν θάνατο. Ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ δίνει τὴ δύναμη, ὥστε νὰ μὴ βλέπει ὁ πιστὸς τὸν θάνατο, ὅπως «οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα» (Α´ Θεσ. 4, 14), ἀλλὰ καὶ νὰ νικᾶ κάθε μορφὴ θανάτου (ἀποτυχίες, ἀρρώστιες, παθήματα). Διότι δὲν δίνει ἀπόλυτο χαρακτήρα στὴ ζωὴ αὐτή. Δὲν ἦταν οὔτε μαζοχιστής, οὔτε πεισιθάνατος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν ἔλεγε: «τὴν ἐπιθυμίαν ἔχω εἰς τὸ ἀναλῦσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι» (θέλω νὰ πεθάνω καὶ νὰ εἶμαι μὲ τὸν Χριστό, Φιλ. 1, 23).


 Ὁ θάνατος εἶναι γιὰ τὸν ὀρθόδοξο πιστὸ «μετάβαση» στὴν ὄντως ζωή. Ἕνας ὕπνος, ποὺ περιμένει τὸ ξύπνημα στὴν ἀτελεύτητη αἰωνιότητα. Βέβαια, ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ φύση ἀθάνατος. Ἡ ἀθανασία εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ὡς πλάσμα Του. Ἀθάνατος εἶναι μόνο ὁ ἄχτιστος (ἀδημιούργητος) Θεὸς (Α´ Τιμ. 6, 15). Ἀθανασία, ἐξ ἄλλου, δὲν εἶναι ἡ ἁπλὴ ἐπιβίωση, ἀλλὰ ἡ μετοχὴ στὸν «παράδεισο», στὴ Χάρη ἢ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ σημαίνει καὶ ἡ εὐχὴ «αἰωνία ἡ μνήμη». Νὰ μετέχει, δηλαδή, ὁ πιστὸς αἰώνια στὴν κοινωνία τοῦ Θεοῦ, στὴ βασιλεία Του. 5. Ἡ Ὀρθοδοξία, μὲ ὅλη τὴ δομή της, προσφέρει στὸν πιστὸ τὴν δυνατότητα συνεχοῦς μετοχῆς στὸ θάνατο καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Τὰ μυστήρια λ.χ. εἶναι συνεχὴς πραγμάτωση αὐτῆς τῆς δυνατότητας. Μὲ τὸ βάπτισμα πεθαίνει κανεὶς μὲ τὸν Χριστὸ (Ρωμ. 6, 3). Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὰ ἀρχαῖα βαπτιστήρια, οἱ ὁμαδικὲς «κολυμβῆθρες» τῆς Ἐκκλησίας, εἶχαν συνήθως τὸ σχῆμα σταυροῦ. Τὸ βαπτιστήριο (ἢ κολυμβήθρα) εἶναι ὁ τάφος τῆς ἁμαρτίας καὶ ἡ «μήτρα» τῆς ἐν Χριστῷ ἀναγεννήσεως. Γι᾽ αὐτὸ οἱ Ὀρθόδοξοι τελοῦμε τὸ βάπτισμα μὲ τριπλὴ κατάδυση καὶ ἀνάδυση καὶ ὄχι μὲ ραντισμὸ ἢ ἐπίχυση. Ζοῦμε αἰσθητὰ καὶ ὁρατὰ τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασή μας. Ἡ Μετάνοια ἢ Ἐξομολόγηση εἶναι καὶ αὐτὴ θάνατος (τῆς ἁμαρτίας μας) καὶ ἀνάστασή μας στὴ νέα ζωὴ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Γι᾽ αὐτὸ εἶναι τόσο ἀναγκαῖο αὐτὸ τὸ μυστήριο, ὅπως καὶ ἡ ὁλοκλήρωσή του, ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ μετοχὴ στὴ νίκη καὶ τὴ δόξα τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ, ποὺ βρίσκεται στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, ὅπου μὲ τὴν Ἀνάληψή του ἀνέβασε τὴν ἀναγεννημένη φύση μας. Ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλα μυστήρια (Εὐχέλαιο, Γάμος, Ἱερωσύνη π.χ.) προσφέρουν τὴν ἴδια δυνατότητα. Ὁ γάμος λ.χ. εἶναι ἐνσωμάτωση τῆς νέας ζωῆς τοῦ ζεύγους στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὥστε καὶ στὴν εἰδικὴ αὐτὴ ὄψη τῆς ζωῆς τους νὰ ζοῦν τὸ ἴδιο μυστήριο τοῦ θανάτου τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς συνεχοῦς ἀναστάσεώς τους σὲ μιὰ ζωή, στὴν ὁποία Κύριος εἶναι μόνο ὁ Χριστός. 


Γι᾽ αὐτὸ —ἂν θέλουμε νὰ δοῦμε τὰ πράγματα στὴν ἀληθινή τους ὄψη— ὁ πολιτικὸς γάμος εἶναι μὲν νόμιμος, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξισωθεῖ μὲ τὸ μυστήριο, διότι πραγματοποιεῖ μὲν ἕνα «νομικὸν συνάλλαγμα», ἀλλὰ δὲν εἰσάγει στὴ ζωὴ τῆς Χάρης. Συχνά, ὅταν μοῦ ὑποβάλλεται τὸ ἐρώτημα, τί ἔχει νὰ προσφέρει ἡ Ἐκκλησία στὴν ἀντιμετώπιση τῆς κάθε κοινωνικῆς δυσλειτουργίας, ἡ ἀπάντησή μου εἶναι μία: Ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα Χριστοῦ, δὲν μοιράζει ἀσπιρίνες στοὺς πονοκεφάλους τοῦ κόσμου. Εἰσάγει σὲ μία ζωή, ποὺ δίνει τὴν δυνατότητα στὸν πιστὸ ἄνθρωπο νὰ νικᾶ συνεχῶς τὸν κάθε θάνατό του καὶ νὰ ὁμολογεῖ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο: «ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν»· φαινόμαστε σὰν νὰ πεθαίνουμε, καὶ ὅμως ζοῦμε (Β´ Κορ. 6, 9)!

Δευτέρα, Απριλίου 25, 2016

π. Γεώργιος Μεταλληνός: "Ὁδοιπορικὸ στὴ Mεγάλη Ἐβδομάδα - Σύγχρονοι Φαρισαῖοι καί Σαδδουκαῖοι"


Ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνὸς μίλησε στὶς 22 Ἀπριλίου 2016 στὸν ἱερὸ ναὸ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου στὴν περοχὴ τοῦ Χαλανδρίου μὲ θέμα: "Ὁδοιπορικὸ στὴ μεγάλη ἑβδομάδα - Σύγχρονοι Φαρισαῖοι & Σαδδουκαῖοι".


Κυριακή, Απριλίου 17, 2016

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ

                 
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνού
Κοσμήτορος της Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών


   Στοχοθεσία αυτού του κειμέ­νου είναι η προσέγγιση, κατά το δυνατόν, των όρων της τρίπτυχης θεματικής, πολιτισμός-ήχος-εικόνα, μέσα από την εκκλησιαστική προοπτική, για να φανεί η συμβολή της ορθόδοξης πίστεως στην πολιτισμική δημιουργική συνέχεια τού Ελληνι­σμού, στη χριστιανική διάρκειά του. Κάτι που γίνεται ιδιαίτερα αισθητό σε περιοχές όπως το Δεσποτάτο της Ηπείρου, όπου η σχέση με το πολιτικό και πνευ­ματικό κέντρο της Ρωμηοσύνης, την Κωνσταντινούπολη - Νέα Ρώμη, διατηρείται πάντα ισχυρή, ανεξάρτητα από τις ιστορικές περιπέτειες του Γένους.
1. Η Εκκλησία ως «σώμα Χριστού» (Α' Κορ., 12,27) υπάρ­χει για τον άνθρωπο και συνεχώς «προσλαμβάνει» το ανθρώπινο για την εν Χριστώ αποκατάστα­ση και τελείωσή του. Μαζί, δηλα­δή, με τον άνθρωπο αγιάζονται εκκλησιαστικά και η ζωή και τα έργα του, διότι ο θεοφόρος άνθρωπος γίνεται θεοκίνητος, με τη θεοκεντρική και θεόνομη έκφραση και πραγμάτωσή του. Ακριβώς δε, η πραγμάτωση του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος αποτυπώνεται στον ιστορικό χρόνο και χώρο ως πολιτισμός˙ ενσυνείδητη δηλαδή και σκόπιμη, σύμφωνη με τις συγκεκριμένες αξιολογικές του προϋποθέσεις, δραστική επέμβαση στη φύση και το περιβάλλον και ανάλογη δόμηση της ζωής του. Έτσι, μολονότι η Εκκλησία ως Κυριακόν Σώμα, δεν εγκλωβίζεται στο καιρικό και Ιστορικό, αφού πορεύεται συνεχώς (In via) προς τον «ερχόμενο» Κύριο της (Αποκ., 22, 20), αφήνει συνεχώς τα ίχνη της ιστορικής της παρου­σίας ως πολιτισμική δημιουργία.
Η Ελληνική Εκκλησία, ήδη από τον β'-γ' αι., αναδεί­χθηκε σε παράγοντα και φορέα του ελληνικού πολιτισμού (γλώσσας, παιδείας, τέχνης, λαϊ­κού βίου), με ηθική και κοινωνική δύναμη και έξω από τα όρια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Ρωμα­νίας). Είναι, άλλωστε, χαρακτη­ριστική η ερμηνευτική μετάπλαση τού Ματθ. 28, 19 από τον «Πίν­δαρο της εκκλησιαστικής ποιήσεως» Ρωμανό τον Μελωδό, στο κοντάκιο του στους Αγ. Απο­στόλους : «Πορευθέντες μαθη­τεύσατε (= εκχριστιανίσατε) έθνη και βασιλείας». Είναι η (λειτουρ­γική μάλιστα) έκφραση της συνειδήσεως, ότι οι Λαοί κα­λούνται ολόκληροι, με όλη την κοινωνική δομή τους, στο εκκλη­σιαστικό σώμα. Αυτό συνέβη και με το Ελληνικό έθνος, που βαθμιαία εισήλθε ολόκληρο στην Εκκλησία, μεταμορφώνοντας τις κοινωνικές και πολιτισμικές δομές και εκφράσεις του στους κόλπους της. Και αυτό, διότι «η πρόσληψη των εθνών στην Εκκλησία κατα­ξιώνει μεν τη νόμιμη πολιτιστική τους ιδιαιτερότητα στο σχέδιο της Θείας Οικονομίας, αλλά συγχρό­νως την αναφέρει πλέον στην εσχατολογική προοπτική της υπερβάσεως των εθνικών διακρί­σεων, η οποία βιώνεται ως εσχατολογικό γεγονός στην όλη μυστη­ριακή εμπειρία των πιστών» (βλ. Φειδάς).
Κύριο στοιχείο της ορθόδο­ξης πολιτισμικής δημιουρ­γίας είναι η συνεχής ζήτηση Χάρης, για την πραγμάτωση του «εν Χριστώ» ανθρώπου (πρβλ. Γαλ., 5, 24) ήδη στην ενδοϊστορική του πορεία. Ο Χριστιανός Έλληνας (Ρωμηός) ζει μόνιμα με την αίσθηση της παρουσίας του Άκτιστου στη ζωή του και με τη βεβαιότητα του θαύματος ως απτής επιβεβαιώσεως της θείας παρουσίας. Στη νεοελληνική γλώσσα η αξία ή απαξία του ανθρώπου προσδιορίζεται θεοκεντρικά : θεοφοβούμενος ή αθεόφο­βος (θεομπαίκτης), αυτός που «δεν έχει Θεό μέσα του» διότι η ενοίκηση του Θεού στον άνθρωπο (πρβλ. τα προχριστιανικά ήδη : ένθους/ ένθεος, ενθουσιασμός) ισχύει στη συλλογική λαϊκή συνεί­δηση ως στοιχείο της καταξιώσεως του ανθρώπου. Έτσι, αποβαίνει ο ορθόδοξος πολιτισμός βίωση της προτεραιότητας του προσώπου ως ετερότητας και ελευθερίας, στα όρια της εν Χριστώ διαπροσω­πικής σχέσεως και κοινωνίας.
Η εκκλησιαστική ιστορία της Ελλάδος αποτελεί μία πλευρά της ιστορίας του πολιτισμού της χώρας (Kulturge-schichte). Όλα τα πολιτισμικά δημιουργήματά της εξελίχθηκαν κάτω από την επίδραση της Ορθοδοξίας, η οποία διακρατεί τον Έλληνα άνθρωπο σε ένα κλίμα εσχατολογικής αναμονής («προσδοκίας» πρβλ. «προσ­δοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος») και συνεπώς, Χριστοκεντρικότητας που διαποτίζει κάθε όψη της ζωής, αποδεικνύοντας στην ίδια την πράξη, πόσο τραγικοί είναι «οι μη έχοντες ελπίδα» (Α' Θεσσ. 4,13), αφού τελικά τα έργα τους αναδύουν «οσμήν θανάτου εις θάνατον» (Β' Κορ. 2,16). Καρδιά του Χριστιανικού Ελληνικού πολιτισμού έγινε η δύναμη του «φωτισμού» και της «θεώσεως», διότι η πολιτισμική έκφραση του Χριστιανικού Ελληνισμού δεν έχει πρωτογενώς στόχο τη δημι­ουργία πολιτισμού, αλλά την εν Χριστώ ολοκλήρωση του πιστού ανθρώπου στο Χριστό. Ό,τι, συνεπώς, χαρακτηρίζεται εκ των υστέρων «πολιτιστική δημιουρ­γία» (πρβλ. τα εκθέματα τού Αγ. Όρους στη Θεσσαλονίκη ή τη Νέα Υόρκη) δεν είναι παρά φανέρω­ση της ζυμωμένης μέσα στην αναζήτηση Χάρης ελληνικής υπάρξεως και όχι εργαστηριακά κατασκευάσματα «κατά παραγγελίαν»! Η ιστορία της Ελλη­νικής Εκκλησίας έγινε σημαντι­κότατο κεφάλαιο της ιστορίας τού Ελληνισμού και σπονδυλική στήλη της εθνικής επιβιώσεως και ιστορικής διάρκειας του.
2. Η ζωή και το πνεύμα της Εκκλησίας, ως σώματος, διαμορ­φώνουν επί αιώνες την ελληνική κοινωνία, ασκώντας ευεργετική επιρροή σ' αυτήν, μέσω κυρίως της λατρείας, στην οποία διαπλάσσεται κυριολεκτικά η ζωή και συνείδηση του λαϊκού σώμα­τος. Το ελληνορθόδοξο ήθος μορφώνεται διαχρονικά στα όρια της λατρείας, προεκτεινόμενο ταυτόχρονα στη συλλογική καθη­μερινή ελληνική ύπαρξη, που διαμορφώνεται ευχαριστιακά, ως «λειτουργία μετά τη λειτουργία», μέσα από τις κοινωνικές δομές (κοινότητα, κοινόβιο), που μετα­βάλλουν τη ζωή της καθημερινό­τητας σε λατρεία αγάπης, αμοι­βαιότητας, φιλότιμου, θυσίας. Ο Ελληνικός Λαός σώθηκε, κυριο­λεκτικά, σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους του, μέσα στη λατρεία, όπου νοηματοδοτούνται και τα μέσα της Τέχνης, που προσλαμ­βάνει η Εκκλησία για την πνευ­ματική οικοδομή του «λαού τού Θεού», στα όρια κυρίως της «συνάξεως» και έξω από αυτήν.
Εκκλησιαστικά, δηλαδή ορθό­δοξα, η Τέχνη νοηματοδοτείται ως φανέρωση του «έσω ανθρώπου», του πνευματι­κού αποθέματος της καρδιάς. Γι' αυτό εκκλησιαστικά παύει η Τέχνη να είναι αυτοσκοπός, μεταβαλλόμενη σε ποιμαντικό μέσο διακονίας και αγιασμού τού ανθρώπου και του κόσμου-κοινωνίας. Γι' αυτό η χριστιανική τέχνη έχει πάντα λειτουργικό χαρακτήρα, μετέχοντας στη λυ­τρωτική συνάντηση κτιστού και Ακτίστου, αφού λατρεύει και αυ­τή τον Κτίστη και όχι τα κτίσμα­τα, και τεκμηριώνοντας το ήθος του εκκλησιαστικού σώματος. Έτσι, μετέχει και η τέχνη στην άκτιστη θεία δόξα και γι' αυτό θαυματουργεί (π.χ. οι εικόνες), φανερώνοντας τη Χάρη, που ενσκηνώνει στα διάφορα είδη της. Η τέχνη, εκκλησιαστικά, θεολογεί με όλες της τις εκφράσεις.
Η Εκκλησία εξ' άλλου, συμ­βάλλει στη ζωογόνηση και διακράτηση της ενότητας του λαϊκού σώματος με τη βοή­θεια της τέχνης, προς δύο κατευ­θύνσεις : α) με τη λειτουργική καταξίωση των ειδών της καλλι­τεχνικής δημιουργίας και ιδιαίτε­ρα με την υμνογραφία (ποίηση), την εικονογραφία και τη μουσική, προσφέροντας λαλήματα, ορά­ματα και ακούσματα, που διεισ­δύουν στην καθημερινότητα και την διαποτίζουν β) με την επέ­κταση και διάχυση τού ύφους και του ήθους της εκκλησιαστικής καλλιτεχνικής δημιουργίας στον κοινωνικό χώρο. Κυρίως δε η ζωγραφική και η μουσική του λαϊκού κοινωνικού βίου διέσωσαν επί αιώνες την ταύτισή τους (δομικά, υφολογικά, αισθη­τικά) με τη λειτουργική ζωγραφι­κή και μουσική της Εκκλησίας/ Λατρείας, δημιουργώντας έτσι συνείδηση καθολικής ενότητας βίου. Η ενότητα αυτή διατη­ρείται σήμερα κυρίως με τη λεγό­μενη λαϊκή ζωγραφική και τη «δημοτική» μουσική, που είναι η (κυριολεκτικά) λαϊκή μας μουσι­κή, ως «ρωμαίικη», δηλαδή ορθόδοξη-εκκλησιαστική. Είναι δε αξιοπρόσεκτο το γεγονός, ότι η αναγέννηση της μουσικής τέχνης και η δημιουργία καθαρά εθνικής (κοσμικής) μουσικής (ελληνικό τραγούδι), με πρωταγωνιστές στην προσπάθεια αυτή το Μ. Χατζηδάκη και το Μ. Θεοδωρά­κη, θεμελιώθηκε στην αναζήτηση προτύπων στην εκκλησιαστική («βυζαντινή») μουσική παράδο­ση και στην ομοφυή μουσική τεχνοτροπία των δημοτικών τρα­γουδιών μας, δηλαδή στους δύο αλληλοπεριχωρούμενους χώρους της ενιαίας εθνικής μας μουσικής παρακαταθήκης. Ήταν δε αληθι­νή ευλογία για το Έθνος μας η κίνηση αυτή στη δεκαετία του 1960 (συνέπεσε με την επανανακάλυψη του Αγίου Όρους), διότι ήλθε να αντισταθεί στις μόνιμες από τον 19ο αιώνα φυγόκεντρες τάσεις, που τροφοδοτούν το λαό μας με ακούσματα αναιρετικά της εθνικής μουσικής παραδόσε­ως, προερχόμενα από τη Δύση.
Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και για τους άλλους χώρους της καλλιτεχνικής δημιουργίας (π.χ. ζωγραφική/αγιογραφία), όπου τη λειτουργικότητα της εθνικής/εκκλησιαστικής παραδόσεως, δείγματα υψηλά της οποίας σώζει στους ναούς της η Άρτα με όλο το Δεσποτάτο, διασπάσθηκε με τις δυτικές και εδώ απομιμή­σεις, ώσπου να έλθει ο «Θεοδω­ράκης» του εικαστικού μας χώ­ρου, πολύ πιο πριν, ο μακαριστός Φώτης Κόντογλου με όλη τη Σχο­λή του. Η επανεκτίμηση, μάλι­στα, από τον Κόντογλου της «βυ­ζαντινής» ζωγραφικής (αγιογρα­φίας), με την επανεύρεση του πατερικού νοήματος της (θεολο­γία της εικόνας) συμπορεύθηκε με την αποτίμηση και της συμ­φυούς λαϊκής ζωγραφικής του Θεόφιλου και των συνεχιστών του. Όλοι αυτοί οι «πρωτομά­στορες» της ανανεωμένης λαϊκής μας δημιουργίας, μας ξανασυνέδεσαν με την παράδοση μας, που παλεύει σήμερα με τα εισαγόμε­να της αμερικανικής υποκουλ­τούρας, τη ζωγραφική των κόμικς και τη «μουσική του θορύβου».
3. Ήχος και Εικόνα στη σημε­ρινή ελληνική πραγματικότητα ξαναβρήκαν τη χαμένη συνέχειά τους, στα πρόσωπα των παραπά­νω δημιουργών και των μαθητών τους, διότι παράλληλα και η εκ­κλησιαστική αγιογραφία και μου­σική, μετά από μία ανίερη βαβυ­λώνια αιχμαλωσία στον δυτικό αισθησιασμό, ξαναβρήκαν θεο­λογικά την παραδοσιακή ταυτό­τητα τους. Ο εικονικός χαρακτή­ρας της ορθοδόξου θεολογίας επανέκτησε την εκφραστική δυ­ναμική του στη λειτουργική ει­κόνα. Η εικόνα συνιστά, άλλω­στε, τον ασφαλέστερο δρόμο προς τη «Θεία γνώση», αφού προϋποθέτει (και συνιστά) σχέση και κοινωνία κτιστού και Άχτιστου.
Οι ειδικές εορτές για τις εικόνες και τη θεολογία τους (μνήμη Ζ' Οικουμεν. Συνόδου - 787 ή της αναστυλώσεως των αγίων εικό­νων - 843) τεκμηριώνουν τη λει­τουργία της εικόνας στην ορθό­δοξη πνευματικότητα. Ο δυτικός νατουραλισμός μένει πάντα ξένος προς την αγιοπατερική πνευμα­τική παράδοση, την αγιοπατερι­κή εμπειρία των Θεουμένων (Αγίων) όλων των αιώνων. Η δογματικοθεολογική θεώρηση μιας εκκλησιαστικής γιορτής (μέσω της υμνογραφίας) και η ζωγραφική απεικόνισή της είναι σε απόλυτη ενότητα, διότι και οι δύο «εικονίζουν» το ίδιο μυστή­ριο.
Η εκκλησιαστική εικόνα μένει σ' όλους τους αιώνες το «γλωττοφόρον βιβλίον» της Εκκλησίας (άγ. Ιω. Δαμασκη­νός), ενοποιώντας το πολυδιά­στατο βίωμα της λατρείας. Γι' αυτό ο ορθόδοξος πιστός δεν προσεγγίζει τη λειτουργική ει­κόνα ως έργο τέχνης, διανοητικά, αλλ' ως μαρτυρία «άλλης βιωτής», που διαρρηγνύει τους όρους της φθοράς, με τη μετάνοια και την ταπεινή προσκύνησή της. Ο πιστός προσκυνεί «εν πίστει το μυστήριον» της εικόνας ως σύμ­βολο της ουράνιας βασιλείας και φανέρωση της νέας δημιουργίας. Οι ιεροί κανόνες απαγορεύουν την εισαγωγή στην αγιογραφία κάθε αλληγορισμού ή «απεικονι­στικού συμβολισμού». Διότι η εικόνα δεν «απεικονίζει», αλλά φανερώνει, δηλοποιεί το εικονι­ζόμενο, αποτελώντας ενταυτώ παρουσία και κοινωνία. Γι' αυτό και απουσιάζει στην Ελλαδική Ορθοδοξία κάθε ευχή ή χρίση της εικόνας για τον αγιασμό της, διό­τι την ιερότητά της αντλεί από το εικονιζόμενο πρόσωπο ή γεγονός, όπως και ο Σταυρός από μόνο το σχήμα του αντλεί την ιερότητα και τη δύναμή του.
Η εικόνα διακονεί στη λα­τρεία την πίστη και γίνεται στόμα θεολογικό για την Εκκλησία. Τα εικονιζόμενα ιερά πρόσωπα και σωτηριολογικά γεγονότα θεώνται μέσα στο φως της Χάρης, με ωραιότητα θεία, όχι επίγεια, ως φανέρωση του άρρητου κάλλους τού ουρανώμενου κόσμου. Η εικονογραφία του ορθόδοξου Ναού υπογραμμίζει τη συντελούμενη σ' αυτόν σύναξη γης και ουρανού, στρατευόμενης και θριαμβεύουσας Εκκλησίας, ουρανίων και επιγείων, όπου «τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Α' Κορ., 15, 28). Οι εικόνες στον ορθόδοξο Ναό καλύπτουν κάθε επιφάνεια του, όχι διακοσμητικά, αλλά υπομνηστικά: υπομνηματίζουν σιωπηρά την πίστη τού εκ­κλησιαστικού σώματος και κατα­θέτουν συνεχώς μαρτυρία τού γεγονότος της θεώσεως στα πρό­σωπα των εικονιζόμενων Αγίων. Προσφέρουν, έτσι, πρότυπα ομολογίας και πιστότητας στην κλήση τού Ευαγγελίου, αλλά και επιβεβαίωση της αλήθειας του, ως κλήσεως στην εν Χριστώ σω­τηρία.
Η επιδιωχθείσα ωραιοποίηση της λατρείας τον 18ο αι. μέσα στο ακατάσχετο σύν­δρομο τού εξευρωπαϊσμού, οδή­γησε στις παραχαράξεις και της «βυζαντινής» μουσικής, με την εναρμόνιση της παραδοσιακής μελωδίας και τη δυτικότροπη τετραφωνία, ή ακόμη τη χρήση μουσικών οργάνων στη λατρεία, που ανατρέπει την πρόταξη τού λόγου των ύμνων, ως φορέα τού θεολογικού - λυτρωτικού μηνύ­ματος της λειτουργικής θεολο­γίας. Αυτή η ιεράρχιση υμνικού λόγου και μουσικής του είναι κυρίαρχο και καθοριστικό στοι­χείο της ορθοδόξου λατρείας. Η υμνογραφία είναι το ασίγητο στόμα και η φωνή της Εκκλησίας, ενώ η μελωδία (μουσική) το κατάλληλο ένδυμά της. Η μου­σική υπάρχει μόνο για το λόγο, των «ρημάτων την δύναμιν» και δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ χωρίς αυτόν, ως αυτόνομη μουσι­κή τέχνη. Γι' αυτό και στόχος της μουσικής της εκκλησιαστικής λατρείας δεν είναι η τέρψη ή η συναισθηματική διέγερση, αλλά η κατάνυξη (συντριβή), η αυτομεμψία και τελικά η μετάνοια. Η εκκλησιαστική μουσική δεν μπο­ρεί να καταστεί μουσική ακροά­ματος (συναυλίας), διότι είναι λειτουργική. Φυσικός χώρος της είναι η λατρεία, την οποία διακο­νεί και για την οποία υπάρχει. Μέσα από τη διακονία τού μυ­στηρίου της Χάριτος μετέχει στη Χάρη και μεταδίδει Χάρη, στα όρια του εκκλησιαστικού σώματος, της συνάξεώς του. Ο ρόλος της μελωδίας εκκλησιαστικά συ­νίσταται στο να «εμποιή» στην ψυχή «σώφρονα λογισμόν» εφόσον ο Θεός δεν ζητεί στη λατρεία τού Λαού Του «κάλλος ουδέ συνθήκην ρημάτων, αλλά ψυχής ώραν» (ομορφιά). Σε τελευταία ανάλυση «ουκ έστι θέατρον η Εκκλησία, ινα προς τέρψιν ακούωμεν» (Ι. Χρυσόστο­μος)!
Στους καιρούς της Πανευρώπης και της Νέας Εποχής (New Age), της πλανητικής ανακατασκευής, ο σεβασμός της εκκλησιαστικής μας παραδόσεως θα αποβεί ευεργετικός στη διάσωση και της ιστορικής φυσιογνωμίας τού Έθνους μας, της πολιτισμικής συνέχειάς του. Ο ιστορικός ρόλος της Εκκλησίας ως «κιβωτού» τού Έθνους απο­δεικνύεται, μάλιστα, κατ' εξοχήν δυναμικός και δημιουργικός, δηλαδή παραδοσιακός, με την ορθή κατανόηση του όρου (παράδοση= συνέχεια ενός τρόπου υπάρξεως και εκφράσεως, δηλ. ζωής). Ενώ η Ορθοδοξία, συνδε­δεμένη αδιάρρηκτα με την ταυτό­τητα του Έθνους, τη διασώζει, η Μη-Ορθοδοξία, σ' όποια έκφρασή της, ξένη προς αυτή την ταυτότη­τα, την περιθωριοποιεί και, τελι­κά, την αφανίζει.

«ΕΚ ΤΟΥ ΠΕΡΙΣΣΟΥ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ»
Έτος 8ον, Τεύχος 48ον · ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ - ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2006
ΔΙΜΗΝΙΑΙΟΝ ΕΝΟΡΙΑΚΟΝ ΦΥΛΛΑΔΙΟΝ Ι.Ν. ΑΓ. ΣΤΕΦΑΝΟΥ Ν. ΙΩΝΙΑΣ
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com

Σάββατο, Φεβρουαρίου 13, 2016

Γιατί νὰ ἀναζητοῦμε ὑποκατάστατα κι ὄχι αὐθεντικὰ πρότυπα;


Τοῦ π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνο



«Ὁ ἀμφίβολος ἐκκλησιαστικὰ καὶ ἱστορικὰ Ἄγιος Βαλεντίνος ἔχει κατασκευαστεί για τὴν ἐμπορευματοποίηση καὶ τῶν ἀνθρώπινων συναισθημάτων»
«Δεκάδες οἱ γιορτὲς κοσμικοῦ χαρακτήρα που καθιερώνονται ἀπὸ τοὺς ἀρχιτέκτονες τῆς Νέας Ἐποχῆς (New Age) καὶ τείνουν νὰ περιθωριοποιήσουν τὶς χριστιανικὲς ἐορτές καὶ τὴ δυναμική τους στὴν κοινωνία μας»
«Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπιχειρεῖται ἡ ἐκχριστιάνιση ὅλων αὐτῶν τῶν κοσμικῶν ἐορτολογικῶν προτάσεων, ὥστε νὰ ἀναζητοῦνται  τὰ ἀντίστοιχα χριστιανικὰ πρότυπά τους. Διότι, καὶ ἂν ἐπισημανθοῦν χριστιανικὰ ὑποκατάστατα -δὲν εἶναι δύσκολο αὐτό-, τὸ περιεχόμενο τοὺς καμία ἐννοιολογικὴ σύμπτωση δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει με τὰ ἔξωθεν ἐπιβαλλόμενα. Εἶναι «ἄλλο καὶ ἄλλο»!»
Πρώτον: Στὰ εἰσαγόμενα ἀπὸ τὴ Δύση, κατὰ τὴ μακρόσυρτη διαδικασία τῆς μετακένωσης, ἀνήκει καὶ ἡ γιορτὴ τοῦ Ἁγίου Βαλεντίνου, προστάτη τῶν ἐρωτευμένων κάθε εἴδους (14 Φεβρουαρίου).
Δὲν νομίζω πὼς συνιστᾶ ἀνεπίτρεπτη ὑπερβολὴ ἡ θεώρηση τοῦ ἀμφίβολου ἱστορικὰ καὶ κυρίως ἐκκλησιαστικὰ «Ἁγίου» ὡς μιὰ ἄλλη (ἀρσενική!) ἐκδοχὴ τῆς ἀρχαιοελληνικῆς Ἀφροδίτης, μὲ ρίζες στὸν εὐρωπαϊκὸ Μεσαίωνα. Πρόκειται γιὰ ἕναν κατασκευασμένο «Ἅγιο», ἐπιστρατευμένο στὴν ἐμπορευματοποίηση καὶ τῶν ἀνθρώπινων συναισθημάτων, ποὺ θυσιάζονται καὶ αὐτὰ στὸν ἀδηφάγο Μολὼχ τῆς κατανάλωσης καὶ τοῦ κέρδους. Ὑπάρχει, βέβαια, καὶ ἀκούγεται στὴν ἄλλη Εὐρώπη ἡ ἐκδοχὴ ὅτι κάτω ἀπὸ τὸν γλυκερὸ Ἅγιο Βαλεντίνο κρύπτεται γιὰ πολλοὺς ὁ ἠθοποιὸς τοῦ Μεσοπολέμου Ροντόλφο Βαλεντίνο (Ῥ1926), ποὺ λατρεύτηκε καὶ αὐτὸς ὡς «θεὸς» τοῦ ἔρωτα καὶ....
ἀναδείχθηκε ἴνδαλμα τῶν ἐρωτευμένων.
Δεύτερον: Εἶναι, βέβαια, γεγονὸς ὅτι ἀναζητήθηκαν ὀρθόδοξα ὑποκατάστατα τοῦ ξένοφερτου «Ἁγίου», γεγονὸς ποὺ ἐπέβαλε ἡ εὐρεία ἀποδοχὴ τῆς γιορτῆς, μὲ τὴν ἔντεχνη προβολή της. Ἡ πρόταση ὑποκατάστατων ὑποδηλώνει τὴ θέληση νὰ μὴν τρωθεῖ τὸ ἐθνικὸ φιλότιμό μας, μὲ τὴν παράδοση τοῦ ἐρωτικοῦ αἰσθήματος σὲ ἔπηλυ(ξένο) ἁγιολογικὸ προστάτη. Προστέθηκε, ἔτσι, ὁ Ἅγιος Ὑάκινθος, μάρτυρας τοῦ 2ου αἰώνα, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν ἁγνότητά του. Κατὰ τοὺς ὑποστηρικτὲς αὐτῆς τῆς ἐπιλογῆς, μπορεῖ νὰ προβληθεῖ χριστιανικὰ ἕνα πρότυπο ἁγνότητας γιὰ τοὺς νέους της Ἑλλάδας καὶ νὰ παρακαμφθεῖ ἡ περίπτωση τοῦ Ἁγίου Βαλεντίνου, ποὺ κάθε ἄλλο παρὰ τὴ χριστιανικὴ ἁγνότητα προστατεύει. Στὴν ὀρθόδοξη παράδοση, ἄλλωστε, ὑμνεῖται ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Πατέρες καὶ ὁ «πάγκαλος Ἰωσὴφ» ὡς πρότυπο ἁγνότητας καὶ παρθενίας (Ἀκολουθία Μ. Δευτέρας), ὅταν, ἔφηβος σχεδόν, «καταλιπῶν τὸν χιτώνα, ἔφυγε τὴν ἁμαρτίαν» (πρβλ. Γέν. 39), καὶ καλύπτει πλήρως αὐτὸ ποὺ χριστιανικὰ ἐμπεριέχει ὁ ὅρος «ἁγιότητα». Γι' αὐτὸ ἀναδείχθηκε πανορθόδοξο καὶ παγχριστιανικὸ ὑπόδειγμα χριστιανικοῦ ἤθους.
Ἄλλοι, ἐπικεντρώνοντας τὸ θέμα στὸν συζυγικὸ ἔρωτα καὶ στὸ ἰδανικό της οἰκογένειας, πρότειναν τὸ καινοδιαθηκικὸ ζεῦγος τῶν -συζύγων καὶ μαρτύρων-Ἀποστόλων Ἀκύλα καὶ Πρίσκιλλας, συνεργατῶν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ἡ μνήμη τοὺς τιμᾶται στὶς 13 Φεβρουαρίου. Τὴν ἐκκλησιαστική, μάλιστα, τιμὴ τοὺς καταξιώνει ἡ σχετικὴ Ὁμιλία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου (Ε.Π. 51,187-206).
Τρίτον: Τὸ ἐρώτημα ὅμως εἶναι πρακτικὸ καὶ γι' αὐτὸ οὐσιαστικό. Ποιὰ εἶναι ἡ εὔλογη αἰτία ποῦ ἀναζητοῦμε παραδοσιακὰ ὑποκατάστατα τοῦ Ἁγίου Βαλεντίνου; Εἶναι ἡ βούληση γιὰ ὀρθοδοξοποίηση καὶ ἐλληνοποίηση τῆς ξενόφερτης γιορτῆς, ποὺ ἐπηρεάζει μεγάλο ἀριθμὸ βαπτισμένων χριστιανῶν, ξένων ὅμως πρὸς τὴν ὀρθόδοξη παράδοσή μας. Καὶ παρόμοιες ἐνέργειες δὲν εἶναι ἄγνωστες στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία μας. Ἀρκεῖ νὰ φέρουμε στὴ μνήμη τὸν χωρισμὸ (μέσα 4ου αἱ.) τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῆς Βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ τοποθετηθοῦν τὰ Χριστούγεννα στὰ τέλη τοῦ Δεκεμβρίου, ὅταν ὁ εἰδωλολατρικὸς θεὸς Μίθρας λατρευόταν ὡς «ἀνίκητος Ἥλιος». Τὴ θέση του, χριστιανικά, κατέλαβε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡς ὁ «ἥλιος τῆς δικαιοσύνης», γιὰ νὰ μὴν παρασύρονται οἱ προερχόμενοι ἀπὸ τὸ ἐθνικὸ περιβάλλον χριστιανοί. Ἀλίμονο ὅμως ἂν ἐπεκταθεῖ αὐτὴ ἡ κίνηση. Διότι στὶς τελευταῖες δεκαετίες εἴναι δεκαδες οἱ γιορτὲς κοσμικοῦ χαρακτήρα ποὺ καθιερώνονται ἀπὸ τοὺς ἀρχιτέκτονες τῆς Νέας Ἐποχῆς (New Age) καὶ τείνουν νὰ περιθωριοποιήσουν τὶς χριστιανικὲς ἑορτὲς καὶ τὴ δυναμική τους στὴν κοινωνία μας. Νομίζω ὅτι δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπιχειρεῖται ἡ ἐκχριστιάνιση ὅλων αὐτῶν τῶν κοσμικῶν ἐορτολογικῶν προτάσεων, ὥστε νὰ ἀναζητοῦνται τὰ ἀντίστοιχα χριστιανικὰ πρότυπά τους. Διότι, καὶ ἂν ἐπισημανθοῦν χριστιανικὰ ὑποκατάστατα -δὲν εἶναι δύσκολο αὐτό-, τὸ περιεχόμενο τοὺς καμία ἐννοιολογικὴ σύμπτωση δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει μὲ τὰ ἔξωθεν ἐπιβαλλόμενα. Εἶναι «ἄλλο καὶ ἄλλο»!
Τέταρτον: Ὁ ὀρθόδοξος χριστιανὸς δὲν τιμᾶ ἁπλῶς τὴν ἐρωτικὴ σχέση, ἔστω καὶ στὴν πιὸ ἐξιδανικευμένη μορφή της, διότι ὁ ἐρωτάς του δὲν ἐγκλωβίζεται στὴ σάρκα. Ἡ ἐρωτικὴ ὁρμὴ ἀναγνωρίζεται ὡς θεοσδοτη, μὲ δυναμικὴ ὅμως ποὺ ὁδηγεῖ στὸν γάμο (ὄχι ἁπλῶς στὴν τεκνοποιία καὶ τὴ δημιουργία οἰκογένειας ὡς «κατ' οἶκον ἐκκλησίας»). Ὅλα τα συζυγικὰ ζεύγη τῶν Ἁγίων μας δὲν τιμῶνται γιὰ τὸν ἐρωτά τους, ἀλλὰ γιὰ τὴ μεταμόρφωση τοῦ ἔρωτα σὲ ἀγάπη μέσα στὴ θεία χάρη, μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ὑπέρβαση τῆς «ἐμπαθοῦς ἡδονῆς», τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος καὶ τὴ βαθμιαία εἴσοδό τους στὴ ζωὴ τῆς ἄσκησης καὶ παρθενίας. Ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (+390) γιὰ τὴν ἔγγαμη ἀδελφή το Γοργονία, «τὸ ὅτι ἑνώθηκε μὲ τὴ σάρκα δὲν σημαίνει ὅτι χωρίσθηκε ἀπὸ τὸ Πνεῦμα [...], ἀλλά, ἀφοῦ ὑπηρέτησε γιὰ λίγο τὸν κόσμο καὶ τὴ φύση [...], ἀφιερώθηκε ὁλόκληρη στὸν Θεό»! Αὐτὴ τὴν πορεία γνωρίζει ὁ χριστιανικὸς ἔρωτας.
Ἄν, λοιπόν, τὰ ὑποκατάστατα τοῦ Ἁγίου Βαλεντίνου δὲν προσφέρουν τὸ ἀληθινὸ περιεχόμενο τοῦ χριστιανικοῦ ἔρωτα καὶ δὲν εἰσάγουν στὸν ἐν Χριστῷ τρόπο ὑπάρξεως, ἐκκοσμικεύεται ἡ Ἐκκλησία καὶ δὲν ἐν-χριστώνεται ὁ κόσμος, ἔστω καὶ ἂν τὰ ὀνόματα ἀλλάζουν. Γι' αὐτὸ πρέπει νὰ ἐπαινεθεῖ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ποὺ μὲ παλαιότερη ἐγκύκλιο τῆς (ἄρ. 2659/14.10.99) καθιέρωσε τὴ δεύτερη Κυριακή του Ἰανουαρίου «ὡς ἡμέρα μνήμης καὶ τιμῆς τῆς οἰκογένειας τοῦ Μ. Βασιλείου», γιὰ «τὴν προβολὴ τοῦ θεσμοῦ τῆς οἰκογένειας», ὅπως ἁγιάσθηκε στὰ πρόσωπα τῆς πολυμελοῦς αὐτῆς οἰκογένειας, ποὺ σχεδὸν ὅλα τα μέλη τῆς εἶναι διακηρυγμένοι Ἅγιοί της Ἐκκλησίας μας, μὲ καταφανῆ τὰ δείγματα τῆς ἁγιότητάς τους. Κατὰ τὴν ἴδια ἐγκύκλιο, οἱ γονεῖς τοῦ Μ. Βασιλείου Βασίλειος καὶ Ἐμμέλεια «ἀποτελοῦν διαχρονικὸν παράδειγμα οἰκογενειακῆς συζυγίας, ὁμονοίας καὶ ἑνότητος», ποὺ προσφέρεται στοὺς χριστιανοὺς κάθε ἐποχῆς.
Ἀπὸ τὴν ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξη Ἀλήθεια» καὶ τὴ στήλη «Στιγμιότυπα Ἑλληνοορθοδοξίας», 10  Φεβρουαρίου 2016

το είδαμε εδώ

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 10, 2016

π. Γ. Μεταλληνός: "Ἑτοιμάζεται αὐτὴ ἡ Σύνοδος γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀποδοχὴ τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ ὡς αὐθεντικῶν χριστιανισμῶν. Αὐτὸ εἶναι τὸ τραγικό. Εὔχομαι νὰ μὴ γίνει ποτέ."

Γράφει ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνός

Οἱ Σύνοδοι τοῦ 14ου αἰῶνος διατυπώνουν τὴν θεολογία περὶ τῆς Θείας Χάριτος. Ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση δέχεται αὐτὲς τὶς Συνόδους ὡς 9η Οἰκουμενικὴ καὶ πανορθόδοξα γίνεται αὐτὸ ἀποδεκτὸ ἀπὸ γνωστοὺς Θεολόγους. Διότι καὶ ἡ Σύνοδος αὐτή, ὅπως καὶ ἡ 8η τὸ 879, διαφοροποιοῦν ριζικὰ τὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, στὴν πατερικὴ συνέχειά της, ἀπὸ τὸν χριστιανισμὸ τῆς Δύσεως. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, λοιπόν, μὲ τὴν θεολογία του, καρπὸ τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα στὴν φωτισμένη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καρδιά του, εἶναι ὁ Πατέρας τῆς 9ης Οἰκουμενικῆς Συνόδου.Ἕνα ἐπίκαιρο ἐρώτημα εἶναι: Ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει πανορθόδοξος Σύνοδος τί θὰ κάνει; Ἑτοιμάζεται αὐτὴ ἡ Σύνοδος, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει, ὅπως διαβάζουμε καὶ ὅπως βλέπουμε, στὴν ἀποδοχὴ τοῦ παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ ὡς αὐθεντικῶν χριστιανισμῶν. Αὐτὸ εἶναι τὸ τραγικό. Εὔχομαι νὰ μὴ γίνει ποτέ. Ἀλλὰ ἐκεῖ ὁδηγοῦνται τὰ πράγματα. Ἐάν, λοιπόν, συνέλθει ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος, ποὺ θὰ ἔχει τὸν χαρακτήρα γιὰ μᾶς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐὰν συνέλθει καὶ δὲν δεχθεῖ μεταξὺ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τὴν 8η καὶ τὴν 9η, θὰ εἶναι ψευδοσύνοδος. 
Ὅπως ἡ Σύνοδος Φερράρας - Φλωρεντίας. Καὶ τότε ἀπὸ κάποιους δεσποτάδες Ἀνατολικοὺς καὶ Δυτικούς, ἐπεβλήθη ἡ Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας, ἀλλὰ ἦταν ἀρκετὴ ἡ ἀντίσταση ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι κάποιων κορυφῶν τῆς παραδόσεώς μας, ὅπως ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὥστε τελικὰ νὰ....

χαρακτηριστεῖ ψευδοσύνοδος, αἱρετικὴ Σύνοδος, ἀποτυχημένη Σύνοδος, ἡ Σύνοδος Φερράρας - Φλωρεντίας. Ἡ μέλλουσα νὰ συνέλθει, λοιπόν, Πανορθόδοξος Σύνοδος θὰ κριθεῖ σ᾽ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ἐὰν παρακάμψει αὐτὲς τὶς δύο Συνόδους ποὺ τοποθετοῦν τὴν ὀρθοδοξία ἀπέναντι στὸν Δυτικὸ χριστιανισμό. Ἐκεῖ εἶναι τὸ κρίσιμο ἐρώτημα. Αὐτοὶ θέλουν νὰ παρουσιάσουν τὴν ἑνότητα, ὅτι ὁ Δυτικὸς Χριστιανισμὸς εἶναι παράλληλη μορφὴ τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἐκεῖ κάποιοι ἐργάζονται, πρὸς τὰ ἐκεῖ κάποιοι θέλουν νὰ μᾶς ὁδηγήσουν. Ὁ Θεὸς ὅμως εἶναι πάνω ἀπὸ ὅλους μας.
Ἕνα ψευδοεπιχείρημα, λοιπόν, ποὺ κυκλοφορεῖται στὸ χῶρο τῆς δικῆς μας Θεολογίας, τῆς Ἀκαδημαϊκῆς Θεολογίας, εἶναι ὅτι οὐδεμία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος κατεδίκασε τὸν Δυτικὸ Χριστιανισμό. Καὶ ὅμως ἔχουμε δύο Οἰκουμενικὲς Συνόδους, τοῦ 879 καὶ ἐκείνης τοῦ 14ου αἰῶνος, ποὺ διαφοροποιοῦν τὴν Ὀρθοδοξία ἀπὸ τὸν Δυτικὸ Χριστιανισμό.
Εἶναι τραγικό! Δὲν ἐπιχαίρω, οὔτε θριαμβολογῶ. Ἡ ἐπιθυμία ὅλων μα πρέπει νὰ εἶναι νὰ συναντηθοῦμε στὴν ἑνότητα τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων ὅλων τῶν αἰώνων. Διαφορετικά, κάθε ἕνωση θὰ εἶναι ψευδένωσις• καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ θὰ καταστρέφει καὶ θὰ διαστρέφει κάθε προσπάθεια, εἰλικρινῆ προσπάθεια, ποὺ θέλει νὰ ὁδηγηθεῖ στὸ θέμα τῆς σωτηρίας. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐλέγχει τὴν σημερινὴ κατάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὑπάρχει σύγχυση, σχετικοποίηση τῆς πίστεως, πολιτικοὶ συμβιβασμοί. Οἱ διάλογοι οἱ ἐκκλησιαστικοὶ εἶναι ἀπομίμηση τῶν πολιτικῶν συζητήσεων. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς -γι' αὐτὸ δὲν γίνεται εὐχάριστα δεκτὸς- ἐμπνέει διάθεση ὁμολογίας καὶ μαρτυρίου ἀκόμη, ἂν ὁ Θεὸς τὸ ἐπιτρέψει, στὴν ἐποχή μας. Βοηθεῖ, ἐπίσης, στὴ συνέχεια τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Ἡ ἐπανέκφραση τῆς Πίστεως μὲ τὰ μέσα κάθε ἐποχῆς δὲν ἔχει τίποτε τὸ κοινὸ μὲ τὴν ἀναζητούμενη ἀπὸ δικούς μας θεολόγους Οἰκουμενιστὲς «ἐπανερμηνεία» τῆς πίστεως. Δὲν εἶναι θέμα ἐπανερμηνείας, πῶς θὰ κατανοήσουμε λ.χ. τὸ παπικὸ πρωτεῖο. Συγγνώμη γιὰ τὴν φράση, καὶ ὁ σκύλος χορτάτος καὶ ἡ πίττα ἀφάγωτη! Μὰ εἶναι αὐτὰ σοβαρὰ πράγματα, ὅταν παίζουμε «ἐν οὐ παικτοῖς»; ὅταν παίζουμε μὲ τὴ σωτηρία; ὅταν παίζουμε μὲ τὴν αἰωνιότητα; Διαγράφουμε ὅλους τοὺς Ἁγίους ἐν ὀνόματι τῶν Ἁγίων. Διότι τὸ πνεῦμα, τὸ ὅποιον κυριαρχεῖ, εἶναι νὰ ἐκθειάζουμε τοὺς Ἁγίους. Κι ὅπως, μακαρίτης τώρα, Ἀρχιεπίσκοπος ἔλεγε: Δεχόμεθα τὸν Μάρκο τὸν Εὐγενικὸ καὶ τὸν τιμᾶμε ἐκεῖνος ἔτσι ἔπρεπε νὰ μιλήσει στὴν ἐποχή του, ἐμεῖς μιλοῦμε μὲ τὸν δικό μας τρόπο στὴν δική μας ἐποχή.... Κάτι παρόμοιο ἐλέχθη. Ὁ Χριστὸς ὅμως εἶναι πάντα ὁ αὐτὸς «παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνας». Καὶ ἡ πίστη ποὺ σώζει εἶναι μία συνταγή, ἕνα φάρμακο ποὺ δὲν ἀλλοιώνεται, δὲν δέχεται ἀλλαγές. Εἶναι μία καὶ ἑνιαία ἡ πίστις. Ἡ ἀποδοχὴ τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων, γιὰ νὰ γίνει καὶ δική μας ἐμπειρία.Ἡ κατανόηση, λοιπόν, τῶν Ἁγίων, ὅπως ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, θέτει τὸ πρόβλημα τῆς ἀποδοχῆς τῆς γλώσσας τῶν Ἁγίων.
Ἡ γλώσσα τῶν Ἁγίων εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως. Μὲ αὐτὴ τὴ σκέψη καταλήγω κι εὔχομαι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς νὰ συνοδεύει τὴ ζωή μας. Καλὸν τὸ ὑπόλοιπον Στάδιον τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ Καλὴ Ἀνάσταση!
(ἀπόσπασμα, ἀπὸ ὁμιλία στὴν Λάρισα κατὰ τὴν Β´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν 2009, ποὺ ἐξεδόθη μὲ τὸν τίτλο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ Θ´ ΟΙΚΟΥ- ΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ, ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Μεγ. Μετεώρρου, Ἅγ. Μετέωρα 2009, σσ. 28-31).
ΠΗΓΗ: ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ

Σάββατο, Ιουλίου 25, 2015

ΤO ΠΟΛIΤΕΥΜΑ ΤΗΣ OΡΘΟΔΟΞIAΣ Λησμονημένη ἢ λιγότερο προσεγμένη διάσταση; Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου ∆. Μεταλληνοῦ «Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖςφαγεῖν». (Ματθ. ιδ´ 16).

ΤO ΠΟΛIΤΕΥΜΑ ΤΗΣ OΡΘΟΔΟΞIAΣ
Λησμονημένη ἢ λιγότερο προσεγμένη διάσταση;

Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου πΓεωργίου ∆. Μεταλληνοῦ
« δ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ο χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖςφαγεῖν». (Ματθ. ιδ´ 16).
1.Καὶ πάλι µᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ διαπιστώσουµε τὴν θέση τοῦ Εὐαγγελίου στὴν ἀντιµετώπιση τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν µας καὶ γενικότερα τοῦ κοινωνικοῦ προβλήµατος.
Σ' αὐτὸ βοηθεῖ ἡ διατροφὴ τῶν πεντακισχιλίων ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὴν ἔρηµο. Τὸ θαῦµα αὐτὸ παραδίδεται ἀπὸ ὅλους τούς Εὐαγγελιστὲς (Ματθ. ιδ´ 14-22. Μᾶρκ. στ´ 31-34. Λουκ. θ´ 10-17. Ἰω. στ´ 1-15). Ὁ Ματθαῖος, µάλιστα, καὶ ὁ Μᾶρκος ἀναφέρουν καὶ ἄλλο παρόµοιο θαῦµα µὲ διαφορετικὰ ἀριθµητικὰ δεδοµένα (ἑπτὰ ἄρτοι, ὀλίγα ψάρια, τετρακισχίλιοι ἄνδρες, περίσσευµα ἑπτὰ σπυρίδων). Πρόκειται ὅµως κατὰ τοὺς ἑρµηνευτὲς γιὰ ἄλλη περίπτωση θαυµατουργικῆς διατροφῆς τοῦ λαοῦ ἀπὸ τὸν Χριστό, γεγονὸς ποὺ δὲν πρέπει νὰ ἀγνοηθεῖ στὴν ἀνάπτυξη τῶν παρακάτω σκέψεών µας.
Πολλοίξεκινώντας βασικὰ ἀπὸ τὴν διήγηση τοῦ Ἰωάννου καὶ τὴν ἀκολουθοῦσα ἐκεῖ διακήρυξη ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς» (στ' 35),βλέπουν βασικὰ στὰ θαύµατα αὐτὰ ἕνα νόηµα ἐκκλησιολογικὸ καὶ εὐχαριστιακόΠροτυπώνεται καταὐτοὺς ἡ εὐχαριστιακὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἡγετικὴ θέση τῶν µαθητῶν µέσα στὴν Ἐκκλησία κατὰ τὴν τέλεση τοῦ ΜυστηρίουΜὲ τὰ θαύµατα αὐτὰ ἡ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ἑρµηνεύει τὸ Μυστήριο τῆς «κλάσεως τοῦ ἄρτου». Μιὰ τέτοια θέση τονίζεται σήµερα ἰδιαίτερα στὴ ∆ύσηὅσο καὶ ἂν βρίσκει ἔρεισµα καὶ στὴν πατερικὴ(ἀναγωγικὴἑρµηνεία καὶ στὴν ὀρθόδοξη ἁγιογραφίαΠιστεύουµε ὅµως πώς µιὰ τέτοια ἑρµηνεία τοῦ θαύµατος, τουλάχιστον, ὅπως τὸ διηγοῦνται οἱ συνοπτικοί, παραθεωρεῖ τὴν κοινωνική του διάσταση, ποὺ εἶναι ἐξ ἴσου πτυχὴ τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἡ λησµονηµένη (ἢ λιγότερο προσεγµένη) διάστασή της!

2. Τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν διατροφὴ τοῦ ὄχλουποὺ ἄκουγε τὸν λόγο τουδείχνει τὸ ἐνδιαφέρον του καὶ γιὰ τὰ βιοτικὰ προβλήµατα τοῦ ἀνθρώπου∆ὲν θὰ ἐπαναλάβουµε τὴν χριστολογικὴ θεµελίωση τοῦ ἐνδιαφέροντος αὐτοῦ, στὴ διπλὴ δηλαδὴ φύση τοῦ Θεανθρώπου, γιατί εἶναι γνωστή. Τότε µόνο θὰ εἴχαµε τὸ δικαίωµα νὰ δεχθοῦµε µόνη τὴν εὐχαριστιακὴ ἑρµηνεία, ἂν δὲν ἐπρόκειτο γιὰ γεγονός, ἀλλὰ γιὰ παραβολή. Καὶ τότε βέβαια πάλι, ὄχι ἀπόλυτα! Ὄχι µία, ἀλλὰ ἐπανειληµµένα κατὰ τὰ Εὐαγγέλια, ὁ Χριστὸς φροντίζει ὁ ἴδιος γιὰ τὴν θεραπεία καὶ τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν τοῦ κόσµου. Ἔτσι κανεὶς δὲν µπορεῖ νὰ κατηγορήσει τὸ ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὰ κοινωνικὰ προβλήµατά µας. Γιατί Ἐκεῖνος ποὺ ἕνωσε γῆ καὶ οὐρανό, ποὺ ἐνσάρκωσε δηλαδὴ στὴ πληρότητά της τὴν κατακόρυφη διάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἁγίασε καὶ τὴν ὁριζόντια διάσταση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔργου. Τὸ ἅπλωµα δηλαδὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακονίας σ᾽ αὐτὰ τὰ προβλήµατα, ποὺ τὰ θεωροῦµε, δυστυχῶς, κάποιοι µονοδιάστατοι χριστιανοὶ ὡς ἔξω ἀπὸ τὴν ἀποστολή µας, ἐνῷ δὲν παύουµε καὶ ἐµεῖς νὰ περιµένουµε ἀπὸ ἄλλους χώρους καὶ κατευθύνσεις τὴ λύση τους ἢ καὶ δὲν παύουµε νὰ συγκεντρώνουµε ὑλικὰ ἀγαθὰ γιὰ τὸν ἑαυτό µας ἢ τὴν «ὁµάδα» µας!

3. Ἀξίζει, λοιπόν, νὰ διεισδύσουµε στὶς προεκτάσεις αὐτῆς τῆς περικοπῆς. Τὸ πρῶτο µήνυµα τοῦ παραδείγµατος τοῦ Χριστοῦ νοµίζουµε πώς εἶναι ἡ ὑποχρέωση τῆς Ἐκκλησίας, ὡς σώµατος Χριστοῦ, ἐν Χριστῷ δηλαδὴ κοινωνίας, νὰ ἀγκαλιάσει ὅλο τὸν ἄνθρωπο καὶ ὅλα τὰ προβλήµατά του, πνευµατικὰ καὶ ὑλικά. Ὄντας δισύνθετος ὁ ἄνθρωπος, ἔχει καὶ προβλήµατα διπλῆς φύσεως, πνευµατικὰ καὶ ὑλικά. Ὁ Χριστὸς µας ἀποδεικνύει ὅτι ἀνέλαβε πράγµατι τὸν ὅλο ἄνθρωπο κατὰ τὴν ἐνσάρκωσή του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀναλαµβάνει νὰ λύσει καὶ τὰ προβλήµατα τοῦ ὅλου ἀνθρώπου. Καὶ τὰ πνευµατικὰ καὶ τὰ κοινωνικά. Τονίζουµε ἰδιαίτερα τὴ λέξη κοινωνικά. Γιατί δὲν εἶναι µόνο ἡ διατροφὴ µέσα στὰ ἐνδιαφέροντα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ καὶ κάθε κοινωνικὸ πρόβληµα, καὶ αὐτὰ τὰ πολιτικὰ ἀκόµη. ∆ιότι ἡ κατανοµὴ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν εἶναι ἀποτέλεσµα ὀρθῆς δηλαδὴ χριστoκεντρικῆς - πολιτικῆς. Ἡ κοινωνικὴ δικαιοσύνη προϋποθέτει χριστιανικὴ συνείδηση καὶ χριστιανοὺς πολιτικοὺς µὲ θεµέλια εὐαγγελικά.
Ὅταν ὁ Χριστὸς µοιράζει σὅλους τὴν τροφήτὴν βγάζει ἀπὸ τὰ χέρια του καὶ τὴ µεταδίδει µέσῳ τῶν µαθητῶν τουἜτσι καὶ στὴν κοινωνία. Ἂν τὰ ἀγαθὰ δὲν βγαίνουν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν διανέµονται ἀπὸ ἀληθινοὺς µαθητές Του, δὲν θὰ µοιρασθοῦν σωστά, σύµφωνα µὲ τὸ θέληµα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ χορτάσουν ὅλοι καὶ νὰ µείνει καὶ περίσσευµα, εὐλογία! Ὁ Χριστός, λοιπόν, µᾶς κηρύττει µὲ τὴν πράξη του τὴν ἀνάγκη ὅλη ἡ ζωή µας νὰ τροφοδοτεῖται ἀπὸ αὐτόν. Καὶ ἡ πνευµατικὴ καὶ ἡ κοινωνική. Τίποτε δὲν µένει ἔξω ἀπὸ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Χριστοῦ. Ἄρα τίποτε δὲν πρέπει νὰ µένει ἔξω καὶ ἀπὸ τὸ ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας του.

4. Ἴσως ὅµως µετὰ ἀπὸ αὐτὰ διερωτᾶται κανείςὄχι µόνο πόσο χριστιανικὴ εἶναι ἡ διάρθρωση τῆς κοινωνίας µαςἀλλὰ κυρίως πόσο χριστιανικὴ εἶναι ἡ πολιτεία τῶν ΧριστιανῶνΕἶναι γεγονὸς πώς τὴν ζωή µας ὡς χριστιανῶν χαρακτηρίζει ἐκτροπὴ ἀπὸ τὸ µήνυµα τοῦ Εὐαγγελίουκαὶ ὄχι µόνο ὡς ἁµαρτία - αὐτὴ δὲν εἶναι τὸ πρόβληµα -, ἀλλά ὡς δοµικὴ ἀκαταστασίαἈλλοῦ ὁ χριστιανισµὸς ἔχει καταλήξει σὲ µιὰ ἀσφυκτικὴ κληρικοκρατία (παπισµός),καὶ ἀλλοῦ σὲ µιὰ ἄκρατη πολιτειοκρατία (προτεσταντισµός). Στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας συγκρούονται καὶ οἱ δύο καταστάσεις (δεσποτισµὸς καὶ πολιτειοκρατία). Ἔτσι ἐνῷ ἡ ὀρθοδοξία δὲν παύει νὰ παράγει Ἁγίους - ὅσους ἔχουν συλλάβει τὸ ὅλο µήνυµά της -, µένει µακριὰ ἀπὸ τὸ ἰδανικό τῆς ἁγίας, δηλαδὴ ἐν Χριστῷ, κοινωνίας. Γιατί χωρὶς ἁγία κοινωνία δὲν εἶναι εὔκολο νὰ πραγµατοποιηθεῖ καὶ κοινωνία Ἁγίων! Χωρὶς περιβάλλον χριστιανικὸ δὲν ἀναπτύσσεται ἡ χριστιανικὴ ζωή. Αὐτὸ τουλάχιστον µᾶς διδάσκει ἡ ἀποστολικὴ ἐκκλησία, ὅπως φαίνεται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Οἱ Ἀπόστολοι σὲ κάθε τόπο ἵδρυαν ἐκκλησία. ∆ηµιουργοῦσαν δηλαδὴ περιβάλλον χριστιανικό, γιὰ νὰ ἀναπτυχθεῖ σ᾽ αὐτὸ ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ, ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ποία ὅµως εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἀποδιοργανώσεως τῆς κοινωνίας µας; ∆ὲν θὰ προχωρήσουµε σὲ ἱστορικὲς ἢ ἄλλες ἀναλύσεις. Ἐδῶ θὰ ἐπισηµάνουµε µερικὰ σφάλµατά µας ποὺ ἐξ αἰτίας τῶν ἱστορικῶν συνθηκῶν ἔγιναν πιὰ καὶ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία καθεστώς. Θὰ µπορούσαµε νὰ τὰ συνοψίσουµε στὰ ἑξῆς:
α) Περιορίζουµε τὸν Χριστὸ µόνο στὰ πνευµατικὰ ζητήµατα. Στὴ κατακόρυφη διάσταση. Τὸ κέντρο µας γίνεται ἡ λατρεία, ἡ ἀτοµική µας κατάρτιση, καὶ τὰ ἔργα ἀγάπης, ποὺ λίγο διαφέρουν ἀπὸ τὶς προσκοπικὲς «καλὲς πράξεις». Ἔτσι δηµιουργεῖται ὁ ἀστοχριστιανισµός. Εἴµασθε, λοιπόν, εὐγνώµονες, διότι µποροῦµε καὶ τελοῦµε «τὰ τῆς λατρείας» µας ἀνενόχλητοι, στοὺς τέσσερις τοίχους τῶν ναῶν µας. Ξεχνοῦµε, ἔτσι, τὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ µέσα στὸ κοινωνικὸ στίβο, ποὺ εἶναι ἡ περισσότερο γι᾽ Αὐτὸν ἀρεστὴ καὶ ὀρθή, ἂν θυµηθοῦµε λίγο τούς παλαιοδιαθηκικοὺς προφῆτες. Μιὰ τέτοια µορφὴ χριστιανισµοῦ, µονοµερὴς ἤ µᾶλλον µονοφυσιτική, δίνει τὸ δικαίωµα νὰ κατηγορεῖται ὁ χριστιανισµὸς σὰν «τὸ ὄπιο τοῦ λαοῦ».
β) Ζητοῦµε τὴ λύση τῶν κοινωνικο-υλικῶν µας προβληµάτων µακράν τοῦ Χριστοῦ. Θυµηθῆτε τὴ στάση τῶν µαθητῶν, πρὸ πάντων τὶς προφάσεις τους: «Ἔρηµος ὁ τόπος», «ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθε»... Ξεχνοῦν πώς κοντὰ στὸ Χριστὸ οὔτε ἐρηµιὰ ὑπάρχει, οὔτε χάνεται ποτὲ ἡ εὐκαιρία. Γιατί αὐτὸς εἶναι τὸ «πλήρωµα» κάθε ἐρηµιᾶς καὶ ὁ «καιρὸς» γιὰ κάθε ἐνέργειά µας στὸ ὄνοµά Του. Ὅταν σκέπτεται κανείς, ὅπως τότε οἱ µαθηταί, εἶναι ἑπόµενο νὰ στέλνει τοὺς Χριστιανοὺς νὰ χορτάσουν τὴν πεῖνα τους «εἰς τὰς κώµας». Μακράν τοῦ Χριστοῦ, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Στὰ ἀντιχριστιανικὰ κοινωνικὰ συστήµατα, στὶς κοµµατικὲς φατρίες, στοὺς καπηλευτὲς τῆς Πίστεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά πῶς θὰ λυθοῦν χριστιανικὰ τὰ προβλήµατα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἀπὸ µὴ ἀληθινὰ χριστιανούς; ∆ὲν ξέρω, ἂν θὰ µπορέσει κανεὶς ποτὲ νὰ ἀπαντήσει σ' αὐτὸ τὸ ἐρώτηµα!
γἘνεργοῦµεἔτσιἀντίθετα πρὸς τὴ θέληση τοῦ ΧριστοῦΤὸ ἀποδεικνύει ἡ ἀπάντησή του: «Οὐ χρείαν ἔχουσι ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑµεῖς φαγεῖν». Γιατί ἀφήνετε τὸ λαό µου, λέγει στοὺς ποιµένες µας, νὰ τρέχουν στὰ λασπονέρια νὰ ξεδιψάσουν; Νὰ ζητοῦν χαρούπια, γιὰ νὰ χορτάσουν; Γιατί νὰ ἀναζητοῦν ἀπάντηση στὰ προβλήµατά τους στὴν ἐρηµιὰ τοῦ διπρόσωπου ὑλισµοῦ, τοῦ ἀµοραλισµοῦ καὶ τῆς ἀθεΐας; ∆ότε αὐτοῖς ὑµεῖς φαγεῖν! Παῦτε νὰ ἀπατᾶσθε ἀπὸ τοὺς λαοπλάνους. Παῦτε νὰ ἐµπιστεύεσθε τὸ λαό µου στὰ πονηρὰ χέρια τους. Φτιάχτε σεῖς τὴ κοινωνία µου. Ὄχι µόνο µέσα στὰ µοναστηριακὰ κοινόβια. Κάµετε κοινόβιο τὴ χριστιανική σας κοινωνία, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὶς ἐνορίες σας. Ἂν πιστεύετε βέβαια πώς ἦλθα, γιὰ νὰ κάµω τὸν κόσµο Ἐκκλησία καὶ «βασιλεία» µου!
δΚωφεύουµε στὴν ἐπιταγὴ αὐτή τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐπικαλούµεθα ἀδιάκοπα τὴν ἀδυναµία µας: «Οὐκ ἔχοµεν...». Εἶναι ἡ ἀπάντησή µας. Καὶ πράγµατι δὲν ἔχουµε, κι' οὔτε µποροῦµε. Γιατί ὅταν δὲν ἔχουµε τὸν Χριστὸ στὴν καρδιά µας ὅπως οἱ Ἅγιοι, οὔτε καὶ θὰ µπορέσουµε ποτέ. Γιὰ τίποτε. «Χωρὶς αὐτοῦ» δὲν µποροῦµε τίποτε νὰ κάµουµε. Καὶ ᾽µεῖς ὄχι µόνο ξεχνοῦµε, ἀλλά καὶ ἀρνούµεθα τὴν παντοδυναµία του. Πνιγόµασθε στὴ µονοµέρεια, στὴν ὁριζοντίωση. Εἶναι τὸ ἄλλο ἄκρο, στὸ ὁποῖο κατρακυλᾶ συνήθως ἡ ζωή µας. Ὁ Χριστὸς ὅµως δὲν ζητᾶ ἀπὸ µᾶς θαύµατα. Ζητᾶ µόνο τὶς δυνατότητές µας, γιὰ νὰ τὶς εὐλογήσει, νὰ τὶς ἁγιάσει καὶ µ' αὐτὲς νὰ θαυµατουργήσει ἐκεῖνος. Νὰ θρέψει, νὰ χορτά- σει, καὶ νὰ µᾶς ἀφήσει καὶ περίσσευµα. Γιατί ἦλθε «ἵνα ζωὴν ἔχωµεν καὶ περισσὸν ἔχωµεν»...
Νά, λοιπόν, γιατί ἀκόµη πεινᾶ καὶ διψᾶ ὁ λαός µας. Τὸν τροφοδοτοῦµε πνευµατικὰ· κοινωνικὰ - πολιτικά ὅµως τὸν ἀφήνουµε νὰ λιµοκτονεῖ. Ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ κινδύνου τῆς ὁριζοντιώσεως, παραµελοῦµε τελείως τὴν ὁριζόντια διάσταση, τὸ καθεστὼς τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, τῆς κοινοκτηµοσύνης καὶ τῆς ὀργανωµένης ἐν Ἁγίῳ Πνεύµατι χριστιανικῆς κοινωνίας. Ἀπὸ τὸ 313 µ.Χ. ἐµπιστευθήκαµε στὸ ρωµαϊκὸ κράτος, ποὺ ὡς κράτος ποτὲ δὲν ἔγινε ὁλόκληρο χριστιανικό, τὸ ἒργο τῶν Ἑπτὰ (διακόνων). Τὴν κοινωνικο- πολιτικὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ τὸ τραγικό: Μὲ τὴν ἐπίσηµη ἀναγνώριση (1830 - 1836) τοῦ ἑλληνικοῦ Κράτους (1832) ταυτίσαµε τοὺς δυτικόπληκτους καὶ ἀντορθόδοξους εὐρωπαϊστὲς (κοραϊστὲς) µὲ τοὺς βυζαντινοὺς αὐτοκράτορές µας, ποὺ ζοῦσαν καὶ ἐνεργοῦσαν παρὰ τὶς ὅποιες ἀτέλειές τους - µέσα στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶµα. Ὅσο ἡ κοινωνικὴ ἀποστολὴ (µὲ τὴν εὐρύτερη σηµασία τοῦ ὅρου) τῆς Ἐκκλησίας θὰ µένει ἡ λησµονηµένη διάσταση, δὲν θὰ παύσει νὰ λιµοκτονεῖ πνευµατικὰ ὁ Λαός µας!

Ορθόδοξος Τύπος, 24/7/2015

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...