πηγή:
Αντιαιρετικόν
Εγκόλπιον
Η ΕΠΙΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥ «ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ
ΘΑΝΑΤΟΣ»
Με αφορμή τον νόμο περί Μεταμοσχεύσεων (Ν.
2737/99)*
Χρίστου ΒασιλειάδηΘεολόγου - Φιλολόγου πρ.
Εκπαιδευτικού
Μέχρι περίπου το 1960, η διάγνωση του θανάτου
ήταν έργο εύκολο και απλό για το γιατρό, τα δε κριτήριά του ήσαν γε νικώς
αποδεκτά, αναμφισβήτητα και επαρκή: η παύση δηλαδή, της καρδιοαναπνευστικής
λειτουργίας, που μετά 4'-5' (πρώτα λεπτά της ώρας) επέφερε νέκρωση του
εγκεφάλου, κλπ.
Άφ' ότου όμως, με την πρόοδο της επιστήμης
επιτυγχάνεται η εκ της καρδιακής ανακοπής καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση,
άρχισε να τίθεται εν αμφιβόλω και, στη συνέχεια, να αλλάζει η περί θανάτου, από
αιώνων, ισχύουσα ιατρική αντίληψη...
Το διάστημα μεταξύ παύσης της καρδιάς και
εγκεφαλικής «νέκρωσης» ονομάζεται «κλινικός θάνατος». Σ' αυτή δε τη διάρκεια
είναι εφικτή η καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση και η επάνοδος τού ατόμου στη
ζωή. Όμως, άτομα, που έτσι επανέρχονται στη ζωή, εμφανίζουν συνήθως:
α) έλλειψη αυτόματης καρδιακής, ή αναπνευστικής
λειτουργίας,
β) μη ανατάξιμες εγκεφαλικές βλάβες.
Για την ιστορία της εμφάνισης και εξέλιξης στην
ιατρική της νέας έννοιας, ονομασίας και κριτηρίου τού θανάτου, τού «εγκεφαλικού
θανάτου», είναι χρήσιμο να δώσουμε τις εξής πληροφορίες:
Για πρώτη φοράν, το 1959, στη Γαλλία,
δημοσιεύθηκε κλινική περιγραφή μιας μορφής κώματος σε προχωρημένο στάδιο, που
ονομάσθηκε «Coma depasse» (= υπερόριο κώμα, υπερβαθέν κώμα), εκλαμβανόμενο ως
απελπιστική μεν παθολογική κατάσταση, χωρίς όμως μ' αυτό να θεωρηθεί το πάσχον
άτομο σαν ήδη νεκρό.
Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, για να λογίζεται
και να είναι κάποιος νεκρός, πρέπει να είναι «νεκρός» όχι μόνον ο εγκέφαλος,
αλλά και ο νωτιαίος μυελός. (Μ. Paget et L. Hartmann, «Les Comas. Etudes
cliniques et biologiques. Expansion scientifique francaise, 1965 pp.
4-15).
Μετά δεκαετία περίπου, το 1968, σύμφωνα με
δημοσιευθέν άρθρο από ομάδα επιστημόνων τού Πανεπιστημίου τού Harvard, όταν και
μόνον ο εγκέφαλος είναι νεκρός, το άτομο είναι και πρέπει να θεωρείται νεκρό.
Τέτοια άποψη διατυπώθηκε για πρώτη φοράν, όπως και για πρώτη φοράν τότε
εμφανίστηκε, ο όρος «εγκεφαλικός θάνατος».
Η ελληνική νομοθεσία, μόλις το 1983, υιοθέτησε
αυτήν τη θέση με το Ν. 1383/83, δια τού οποίου αναγνωρίζεται επίσημα ο
«εγκεφαλικός θάνατος», με τον εξής ορισμό: «Με την επέλευση τού θανάτου η
αφαίρεση ιστών και οργάνων μπορεί να γίνει και όταν οι λειτουργίες ορισμένων
οργάνων, εκτός από τον εγκέφαλο, διατηρούνται με τεχνητά μέσα (εγκεφαλικός
θάνατος)», (άρθρ. 7, παρ. 4).
Έτσι, «τα κριτήρια τού θανάτου με τη λεοντή τού
Νόμου και της «εγκυρότητας» της διεθνούς αναγνώρισης, φαίνεται να διεκδικούν το
προνόμιο τού απυρόβλητου» (Κυπριανού Χριστοδουλίδη, «Μεταμοσχεύσεις, λύση η
πρόβλημα;». Εκδ. Υπακοή 1995).
Στη συνέχεια, το 1971, μια άλλη αντίληψη για το
θάνατον εκπορεύθηκε, τη φοράν αυτήν από τη Minnesota των ΗΠΑ, ότι, δηλαδή,: το
σημείο του οριστικού θανάτου είναι η μη αναστρέψιμη βλάβη, όχι γενικότερα των
εγκεφαλικών ημισφαιρίων, αλλ' ειδικά τού Εγκεφαλικού Στελέχους και, ότι η
διάγνωση αυτή μπορεί να γίνει κλινικά. Κι' αυτή η εξειδικευμένη άποψη ήταν, σαν
τέτοια, πρωτοφανής.
Το ελληνικό «Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας» (ΚΕΣΥ)
ακολούθησε ακριβώς τις οδηγίες της Minnesota, τού 1971, στο βιβλιαράκι του, που
κυκλοφόρησε το 1987 με τίτλο: «Διάγνωση Εγκεφαλικού Θανάτου», όπου διατυπώνει
όλη τη συλλογιστική του και φέρνει όλα τα επιχειρήματά του, γι' αυτό και θα τα
εκθέσουμε, για να είμαστε δίκαιοι και, στη συνέχεια θα τα σχολιάσουμε.
«Η ανάπτυξη των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας και
γενικά η πρόοδος της ιατρικής τεχνολογίας στις τελευταίες δεκαετίες, είχαν σαν
αποτέλεσμα την επιτυχή καρδιοαναπνευστική υποστήριξη, για μακρύ χρονικό
διάστημα, ατόμων με βαρείες και ανεπανόρθωτες εγκεφαλικές βλάβες.
Αυτή όμως η μακροχρόνια συντήρηση «ατόμων» που
η αναπνοή και η κυκλοφορία τους λειτουργούσαν μόνο με τη βοήθεια μηχανικών
μέσων, δημιούργησε ένα μεγάλο πρόβλημα σχετικά με το εάν ένα τέτοιο «άτομο»
είναι νεκρό ή όχι.
Μέχρι τότε η διάγνωση του θανάτου του
ανθρώπινου σώματος διαπιστωνόταν εύκολα με το σταμάτημα της λειτουργίας της
καρδιάς και της αναπνοής. Η απώλεια αυτών των λειτουργιών που προκαλεί τελικά
το θάνατο και του εγκεφάλου, αποτελούσε μια επαρκή και εύκολη πιστοποίηση του
θανάτου.
Η διατήρηση όμως της αναπνοής με μηχανικούς
αναπνευστήρες και η υποστήριξη της κυκλοφορίας, ενώ είχαν καταργηθεί οι
εγκεφαλικές λειτουργίες, δημιούργησε αμφιβολίες, για το εάν ο μέχρι τότε
αποδεκτός ορισμός του θανάτου, ήταν σαφής και ακριβής.
Οι αμφιβολίες αυτές προκάλεσαν την αναθεώρηση
και επανεξέταση της έννοιας του θανάτου και οδήγησαν στη νέα αντίληψη του
εγκεφαλικού θανάτου με προεκτάσεις όχι μόνο ιατρικές αλλά και πολιτιστικές,
φιλοσοφικές, ηθικές, νομικές και θρησκευτικές.
Η αντίληψη αυτή που διαμορφώθηκε και επικρατεί
τα τελευταία χρόνια, βασίζεται στον ορισμό του θανάτου: «σαν την ανεπανόρθωτη
απώλεια της ικανότητας για συνείδηση, σε συνδυασμό με την ανεπανόρθωτη απώλεια
της ικανότητας για αυτόματη αναπνοή», που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη
διατήρηση αυτόνομης καρδιακής λειτουργίας.
Οι λειτουργίες της αναπνοής και της κυκλοφορίας
που χαρακτηρίζουν μια ανθρώπινη ύπαρξη σαν αυτόνομη και ανεξάρτητη βιολογική
μονάδα, είναι λειτουργίες που ξεκινούν από το εγκεφαλικό στέλεχος.
Εφόσον υπάρχει ανεπανόρθωτη βλάβη και νέκρωση
του στελέχους, η δραστηριότητα των εγκεφαλικών ημισφαιρίων δεν μπορεί να
ολοκληρωθεί, με συνέπεια να μην είναι δυνατή γνωστική η συναισθηματική ζωή. Το
άτομο του οποίου ο εγκέφαλος έχει χάσει τη δυνατότητα και ικανότητα αυτών των
λειτουργιών είναι νεκρό.
Επομένως ο θάνατος του εγκεφαλικού στελέχους
είναι συνθήκη επαρκής και αναγκαία για να χαρακτηρισθεί ολόκληρος ο εγκέφαλος
νεκρός. Κατ' ακολουθία η διάγνωση του θανάτου του ανθρώπινου σώματος
ταυτίζεται με τη διάγνωση του θανάτου του εγκεφαλικού στελέχους. Τα κριτήρια
για τη διάγνωση αυτή είναι ιατρικά και καθορίζονται με μέχρι σήμερα
αναγνωρισμένες ιατρικές τεχνικές.
Πρέπει να διευκρινισθεί, ότι ο θάνατος του
εγκεφαλικού στελέχους δεν πρέπει να συγχέεται με την απώλεια «υψηλότερων
εγκεφαλικών λειτουργιών», από μαζική καταστροφή των εγκεφαλικών ημισφαιρίων, που
ονομάζεται «φυτική κατάσταση». Τα άτομα που βρίσκονται σ' αυτή την κατάσταση
δεν θεωρούνται νεκρά γιατί το εγκεφαλικό τους στέλεχος λειτουργεί και συντηρεί
την αναπνοή και κυκλοφορία.»
(ΚΕΣΥ, Διάγνωση Εγκεφαλικού Θανάτου, Αθήνα 1987
σελ. 7-8)
Έτσι, από το γαλλικό Coma depasse, το υπερβαθέν
κώμα, που εθεωρείτο απλώς μία απελπιστική παθολογική κατάσταση, χωρίς ο ασθενής
να εκλαμβάνεται ως νεκρός, περάσαμε στον «εγκεφαλικό θάνατον», όρο με ασαφές,
αλλά και αντιφατικό περιεχόμενο, τού οποίου ο ορισμός αποτελεί, επί πλέον, όπως
λέμε στη Λογική, «λήψη τού ζητουμένου».
Όμως, άπ' την εποχή της παλιάς διατύπωσης τού
Harvard, 1968, και της Minnesota, 1971, μέχρι σήμερα, 1999, τα πράγματα άλλαξαν
στην Ιατρική. Μια νεώτερη αντίληψη για το θάνατο διατυπώθηκε από την «Επιτροπή
τού Προέδρου των ΗΠΑ για τη μελέτη Προβλημάτων Ηθικής στην Ιατρική και
Βιο-ιατρικήν και την Έρευνα Συμπεριφοράς», τού Πανεπιστημίου τού Harvard, το
1981.
Κατ' αυτήν: «άτομο που έπαθε 1) μη αναστρέψιμη
παύση καρδιο-αναπνευστικής λειτουργίας, 2) μη αναστρέψιμη παύση όλων των
λειτουργιών ολοκλήρου τού εγκεφάλου (δηλαδή: εγκεφαλικών ημισφαιρίων και
εγκεφαλικού στελέχους), είναι νεκρόν.
Αυτός ο νέος ορισμός τού θανάτου είναι ένας
«ομοειδής ορισμός» (Uniform Determination). Τώρα πια είναι δυνατόν να ορισθεί
ιατρικώς ο θάνατος, είτε με καρδιο-αναπνευστικά, είτε με νευρολογικά κριτήρια.
Αντιμετωπίζεται, έτσι, ο θάνατος όχι μόνο σαν στιγμιαίος, αλλά σαν διαδικασία με
αρχή, διάφορες φάσεις, που άλλοτε προηγείται η μία, άλλοτε η άλλη, η δε
ολοκλήρωσή των φέρνει τον τελικό, τελεσίδικο, οριστικό όσον και πλήρη βιολογικό
θάνατον.
Η μόνη, αλλά μεγάλη δυσκολία, που αντιμετωπίζει
πια ο γιατρός, με το νέον ορισμό, είναι αυτή ακριβώς η διάγνωση και διαπίστωση
της μη αναστρεψιμότητας τού κώματος, δεδομένου, ότι είναι σύνηθες, την ιδίαν
κλινική εικόνα να υποδύονται και άλλες παθολογικές καταστάσεις, οφειλόμενες σε
πολλά και διάφορα αίτια, οπότε, φυσικά, το θεωρούμενο ως μη ανατάξιμο κώμα
ενδέχεται να αποδειχθεί, τελικά, αναστρέψιμο (Αθανασίου Αβραμίδη, επίκ. καθηγ.
Ιατρικής Πανεπιστημίου Αθηνών, «Ευθανασία», σελ. 40).
Επομένως, μετά και τα νέα αυτά δεδομένα, η
Ελληνική Πολιτεία ήταν ανάγκη να αναθεωρήσει τον Ν. 1383/83, πράγμα, που,
δυστυχώς, έγινε, αλλά επί το χείρον, την 27 Αυγούστου τού 1999, οπότε και
εψηφίσθη ο νέος Νόμος περί Μεταμοσχεύσεων (Ν. 2737/99).
Αλλά και το Κεντρικό Συμβούλων Υγείας πρέπει να
τοποθετηθεί εκ νέου, ώστε να απαλείψει εκείνο, που έγραφε το 1987, ότι δηλαδή «ο
θάνατος τού εγκεφαλικού στελέχους ταυτίζεται με το θάνατον τού ανθρωπίνου
σώματος» (ΚΕΣΥ, «Διάγνωση...», σελ. 11), αλλά και το άλλο εκείνο, ότι: «Έφ' όσον
τεθεί η διάγνωση τού θανάτου τού εγκεφαλικού στελέχους, το άτομο πρέπει να
θεωρείται νεκρό και η παραπέρα θεραπευτική υποστήριξη είναι άσκοπη», (αυτόθι,
σελ. 20), απόψεις οπισθοδρομικές, που δυστυχώς παρέσυραν το Νομοθέτην, ώστε να
ομιλεί σήμερον περί «νέκρωσης τού εγκεφαλικού στελέχους» σαν επαρκούς,
αναγκαίου και ασφαλούς κριτηρίου θανάτου (Ν. 2737/99 αρθ. 12, παρ. 6).
Εν προκειμένω, το περίεργο είναι, ότι το ίδιο
το ΚΕΣΥ, τέσσερα χρόνια μετά την ψήφιση τού Ν. 1383 /83 ανεγνώριζε, ότι: «ο
ορισμός τού εγκεφαλικού θανάτου είναι θέμα, που πρέπει να ορίζεται με
επιστημονικά κριτήρια και όχι με νομικές διατάξεις». (ΚΕΣΥ, αυτόθι σελ.
5).
Σημειώνομε, έπ' ευκαιρία της διάκρισης, που
κάνει το ΚΕΣΥ, μεταξύ των ασθενών - νεκρών με «νεκρό» Εγκεφαλικό Στέλεχος και
όσων βρίσκονται σε «φυτική κατάσταση» από «μαζική καταστροφή των εγκεφαλικών
ημισφαιρίων», οι οποίοι ασθενείς και δεν θεωρούνται νεκροί, ότι, δυστυχώς,
χειρουργοί επωνύμως προτείνουν να θεωρούνται, επίσης, πτώματα και οι ασθενείς -
«φυτά» (περιοδ. «Ελληνική Χειρουργική», τεύχος Ιανουαρίου 1990). Τούτο το
σύμπτωμα είναι ενδεικτικό ορισμένων υπαρχουσών τάσεων και μαρτυρεί για το που
μπορούν να φθάσουν άνθρωποι χωρίς ενδοιασμούς.
Ο καθηγητής κ. Αθανάσιος Β. Αβραμίδης, τού
οποίου η διατριβή επί Διδακτορία είχε ως αντικείμενο την «Αναζωογόνηση εκ
καρδιακής ανακοπής», η δε επί Υφηγεσία διατριβή του έγινε επί τού θέματος «Η
επιμήκυνση των ορίων τού "κλινικού θανάτου" κατά την καρδιακή ανακοπή» και ο
οποίος, επομένως, είναι «ο ειδικός» για το ζήτημα, που μας απασχολεί, έγραφε το
1995, ανυποψίαστος και χωρίς να φαντάζεται, ότι ήταν ποτέ δυνατόν να ψηφισθεί
Νόμος σαν τον 2737/99, τα εξής:
«Τα ερωτήματα, πάντως, επανέρχονται εξαιτίας
των προτάσεων προς χαλάρωση των κριτηρίων, με τα οποία ορίζεται ο "εγκεφαλικός
θάνατος", με τις οποίες επιτείνονται οι ανησυχίες [εκ] πιθανότητας καταχρήσεως»
(«Ευθανασία», σελ. 42-43).
Και συνεχίζει, συνοψίζοντας τις τήδε κακείσε
ακουόμενες φωνές κατά μερικών μορφών Μεταμοσχεύσεων, έπ' ευκαιρία της νέας περί
εγκεφαλικού θανάτου αντίληψης.
«Η εισαγωγή τού "εγκεφαλικού θανάτου" ως
"κριτηρίου παύσεως της ζωής" συνέπεσε χρονικώς με την ανάπτυξη των
μεταμοσχεύσεων, ώστε υπάρχουν και εκείνοι, οι οποίοι υποπτεύονται ότι... ήταν
"επινόηση" προς διευκόλυνση εξευρέσεως οργάνων για τις μεταμοσχεύσεις, εφ’ όσον
τα "πτωματικά" από τους " καρδιοαναπνευστικώς νεκρούς" απεδεικνύοντο
ακατάλληλα.
Και επειδή ούτε αυτά επαρκούν πλέον, προς
"γεφύρωση τού χάσματος μεταξύ προσφοράς και ζητήσεως", υπεδείχθη κατά καιρούς,
ότι θα έπρεπε να γίνουν πιο ελαστικά ή χαλαρά τα "κριτήρια" τού "εγκεφαλικού
θανάτου", ή και να χαρακτηρίζεται ο "εγκεφαλικός νεκρός" ως "κτήμα της
κοινωνίας" προς χρήση για μεταμοσχεύσεις.
Με τέτοιες τάσεις όμως, η διάγνωση τού
εγκεφαλικού θανάτου γίνεται πιο επιλήψιμη, και διαβλητή "για σκόπιμη επίσπευση
τού θανάτου", προκειμένου να ληφθούν από ένα "ιδανικό δότη" - όπως
χαρακτηρίζεται ένα νέο άτομο, θύμα τροχαίου ατυχήματος - όργανα προς
μεταμόσχευση. Και... "θυσιάζεται πριν ξεψυχήσει"... "για να δοθεί ζωή" σε
κάποιον άλλον, που εναγωνίως περιμένει - και γιατί τάχα όχι; - με τη λογική...
"ο θάνατός σου, η ζωή μου". Από κάποιον που... "δεν έσβησε η ζωή μέσα του"...
ακόμη, ούτε έχει υπογραφεί "πιστοποιητικό θανάτου" γι’ αυτόν, διότι δεν έχει
γίνει ακόμη πτώμα· και τού προσφέρεται κάθε δυνατή βοήθεια, ώστε τα όργανά του
να διατηρούν τη ζωτικότητά τους, μέχρι να ετοιμασθεί η διαδικασία λήψεώς τους,
οπότε, τα ζωντανά ακόμη αυτά όργανα, χαρακτηρίζονται ως... "πτωματικά"
πλέον.
Τέτοιες "πληροφορίες", όταν γίνονται γνωστές -
και γίνονται με ποικίλους τρόπους - έχουν δημιουργήσει σε πολλούς αλτρουιστές
ερωτήματα, επιφυλάξεις και αμφιβολίες, αν θα πρέπει να γίνονται "δωρητές
σώματος ή οργάνων", όταν ενδέχεται κάποιοι να τους "αποτελειώσουν" μια ώρα
γρηγορότερα και πριν ξεψυχήσουν.
Έτσι, πολλοί και παντού στον κόσμο έχουν
ανακαλέσει την προσφορά τους. Διότι για πολλούς δημιουργούνται τεράστια
προβλήματα συνειδήσεως, είτε πρόκειται για το άτομο τους, είτε όταν καλούνται
να αποφασίσουν για κάποιον δικό τους άνθρωπο. Και διερωτώνται αν δεν είναι
παράλογο το να καθίσταται "υπέρτερος νόμος" ή ανάγκη "εξοικονομήσεως" οργάνων
καθ’ οιονδήποτε τρόπο και από "... μη τελείως αποθανόντες", προκειμένου να
εξυπηρετηθούν κάποιοι άλλοι που χρειάζονται τα όργανά τους» (Αθαν. Αβραμίδη,
«Ευθανασία», σελ. 44-46).
Ο καθηγητής κ. Αβραμίδης δεν δείχνει βέβαια να
υιοθετεί όλους αυτούς τους φόβους. Θέλομεν όμως να ελπίζομε, ότι μόλις διάβασε
τον νέον Νόμο της 27ης Αυγούστου 1999 (Ν. 2737/99) και μάλιστα το άρθρο 12,
παράγραφο 6 («μόνο αν πρόκειται να γίνει μεταμόσχευση συνεχίζεται η τεχνητή
υποστήριξη»), εν συνδυασμώ με τις ποινικές κυρώσεις, που προβλέπει ο Νόμος για
τον γιατρό, ο οποίος, τυχόν, θελήσει να «συνεχίσει την τεχνητή υποστήριξη» και ο
οποίος -άκουσον (!) άκουσον (!) - «τιμωρείται γι' αυτό με φυλάκιση μέχρι ένα (1)
έτος και με χρηματική ποινή τουλάχιστον δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών»
(άρθρ. 20, παρ. 1), μετά από όλ' αυτά, ελπίζομε, ότι ο κ. καθηγητής δεν θα
παραθέτει σαν ξένους, αλλά θα κάνει δικούς του τους φόβους πολλών για το σοβαρό
κοινωνικό κίνδυνο αυτών των Μεταμοσχεύσεων, όπως σήμερα εφαρμόζονται.
Μπορεί ο κ. καθηγητής και σήμερα, δυο μήνες
μετά την ψήφιση τού Ν. 2737/99, να εξακολουθεί να γράφει: «δεν είναι βεβαίως
ορθόν αυτό, που υποστηρίχθηκε, ότι "επινοήθηκε ο εγκεφαλικός θάνατος για να
διευκολυνθούν οι μεταμοσχεύσεις"»; (Ευθανασία, σελ. 46).
Εμείς οι «σκοταδιστές», κατά τους
πρωτοκλασάτους «προοδευτικούς» τους εμπλεκόμενους στις τωρινές μεταμοσχεύσεις,
έχομεν τη γνώμη, ότι οι τυχόν επιφυλάξεις τόσον της Εκκλησίας καθώς και
σεβαστής μερίδας εγκρίτων Ιατρών, θα δείξει το σωστό δρόμο: Θα δώσει, ακριβώς,
το έναυσμα και το κίνητρο στο να προαχθούν, έτι περαιτέρω, οι μεταμοσχευτικές
έρευνες και δυνατότητες και να μη «λιμνάζουν», όπως γίνεται επί των ημερών
μας.
Διότι, τι γίνεται σήμερον; Μερικοί
μαθητευθέντες και μαθητευόμενοι σε όσα, ή μέχρι σήμερον έρευνα άλλων, πέτυχε,
στραβά ή σωστά, παριστάνουν τους σπουδαίους καθηγητές, θέτουν εις εφαρμογή ο,τι
ήδη κατεκτήθει από άλλους, το οποίο προς το παρόν είναι κυρίως Μεταμοσχεύσεις
από δολοφονουμένους ασθενείς. Μας κάνουν τους πρωτοπόρους, αυτοί οι λίαν
οπισθοδρομικοί!
Ας κάνουν, λοιπόν, όλοι αυτοί οι
σπουδαιοφανείς, έρευνες, ας πετύχουν, π.χ., τη διατήρηση μακροχρονιότερον των
ευαίσθητων και ευγενών οργάνων, ώστε αυτά να λαμβάνονται από όντως νεκρούς, να
είναι δηλαδή όντως «πτωματικά όργανα», αφαιρεθέντα μετά την οριστική παύση της
καρδιοαναπνευστικής λειτουργίας! Αν έχουν «κότσια», ας το πετύχουν!
Γιατί είναι γνωστόν πλέον, ότι εκριζώνουν
ευγενή όργανα, όχι μόνον από «εγκεφαλικά νεκρούς», αλλά και από υγιέστατα άτομα
και μάλιστα παρά τη θέληση τους, από απαχθέντα και εξαφανισθέντα παιδιά, κ.λπ.
προς τον σκοπό των Μεταμοσχεύσεων. Εμείς είμεθα υπέρ των Μεταμοσχεύσεων, όχι
όμως αυτών που γίνονται σήμερον, που είναι εν ψυχρώ δολοφονίες εν ονόματι... της
ζωής και εν ονόματι τού... «αλτρουισμού των άλλων», πάντα!!!
Το 1987, το ΚΕΣΥ έγραφε: «Όλες σχεδόν οι χώρες
αποδέχονται σήμερα, ότι ο εγκεφαλικός θάνατος ταυτίζεται με το θάνατον τού
ατόμου, παρά τη διάφορη τοποθέτησή τους ως προς την επίσημη αναγνώριση τού
θανάτου τού εγκεφαλικού στελέχους. Το θέμα αυτό καλύπτεται, είτε με ιατρικούς
κώδικες, είτε με σχετική νομοθεσία» (ΚΕΣΥ, «Διάγνωση...» σ. 10).
Ούτε όμως όλες οι χώρες ανεγνώρισαν επίσημα τον
«Εγκεφαλικό Θάνατον», διότι, η Δανία, η Ιαπωνία και οι ισλαμικές χώρες είτε
επιφυλάσσονται, είτε τον απορρίπτουν διαρρήδην και αναφανδόν, άλλ' ούτε και
στις λοιπές χώρες, όπου νομοθετικά αναγνωρίσθηκε ο «Εγκεφαλικός Θάνατος», έγινε
αποδεκτός από όλη την ιατρική Κοινότητα.
Περιττό να επαναλάβουμε, ότι η νεοφανής αυτή
αντίληψη, έννοια και ορολογία ευδοκίμησε, κυρίως, στους ιατρικούς κύκλους των
εμπλεκομένων στις Μεταμοσχεύσεις, για λόγους ευνόητους, καθώς και στο μέγα
πλήθος γιατρών ουραγών της Ιατρικής Επιστήμης και Έρευνας, που αναμασούν και
αρέσκονται και αρκούνται σ' αυτό.
Αντιθέτως, σημαντικό μέρος εγκρίτων ιατρών και
όπως θα δούμε κατωτέρω, και Πανεπιστημιακών Καθηγητών, θεώρησαν τον «εγκεφαλικό
θάνατον» ακόμη και σα νεόκοπο όρο, «νεολογισμόν παρηκμασμένης εποχής, κατά την
οποίαν οι λέξεις χάνουν το νόημα τους» (Κυπριανού Χριστοδουλίδη,
Μεταμοσχεύσεις.).
Παρατηρήσαμε ήδη, ότι η αναθεώρηση, στην εποχή
μας, τού αιωνόβιου στην ισχύ ιατρικού ορισμού τού θανάτου συμπίπτει με τη
διάδοση των Μεταμοσχεύσεων.
Μέχρι δε προ τίνος, διαβάζοντας και στο ΚΕΣΥ,
ότι: «Έφ' όσον τεθεί η διάγνωση τού θανάτου τού εγκεφαλικού στελέχους, το άτομο
πρέπει να θεωρείται νεκρό και η παραπέρα θεραπευτική υποστήριξη είναι άσκοπη,
εκτός εάν πρόκειται να γίνει δωρεά οργάνων για μεταμόσχευση» (ΚΕΣΥ, Διάγνωση...
σελ. 20), μόνον πιστεύαμε, ότι ο «εγκεφαλικός θάνατος», όχι απλώς συμβαδίζει
χρονικώς με τις Μεταμοσχεύσεις, αλλά προπαντός, επινοήθηκε εξ αιτίας των και
χάριν αυτών, προκειμένου να εξασφαλίζονται ανθρώπινα όργανα.
Με την ψήφιση όμως τού Νόμου 2737/99, δεν το
πιστεύομε πλέον, αλλά το γνωρίζομε ήδη: ο νόμος αυτός ορίζει (αρθρ. 12, παρ. 6):
«Μόνον αν πρόκειται να γίνει μεταμόσχευση, συνεχίζεται η τεχνητή υποστήριξη»
τού ασθενούς δηλαδή με «νέκρωση» τού «Εγκεφαλικού Στελέχους».
Απορούμε δε, πως και επίσημα εκκλησιαστικά
χείλη, προτρέπουν το λαό να γίνει «δωρητής οργάνων μετά θάνατον», διότι πρέπει
να γνωρίζουν, ότι στέλνουν, έτσι, τα πρόβατα στο στόμα των λύκων, αφού τα
όργανα αφαιρούνται από «δήθεν νεκρούς δότες».
Δηλαδή, είναι μεν «αλήθεια», ότι, π.χ., η
αφαίρεση καρδίας από ένα δωρητή γίνεται, βέβαια, «μετά θάνατον», αλλά μετά
«ποιόν θάνατον;» Αυτόν ακριβώς, που προκαλούν οι ίδιοι οι χειρουργοί πάνω στο
χειρουργικό τραπέζι, ενώ δηλαδή ακόμη ο δωρητής έχει μεν «νεκρωμένο» τον
εγκέφαλο, όμως οι λοιπές αντικειμενικές βιολογικές λειτουργίες του είναι εν
ενεργεία (: η καρδιακή λειτουργία, η νεφρική, η πεπτική και, εν τινι μέτρω, η
αναπνευστική).
Και επειδή, αν σταματήσει η καρδιά μόνη της,
αχρηστεύεται, καθώς επίσης και άλλα ευγενή όργανα, γι' αυτό την σταματάει ο
χειρουργός με ειδικόν παγωμένον υγρό, που εισάγει στη ζωντανή ακόμη καρδιά,
οπότε αυτή σταματάει πια, και αμέσως τότε εσπευσμένα ο χειρουργός την αφαιρεί.
Έτσι, λοιπόν, είναι, βέβαια, «αλήθεια» αυτό που διαφημίζουν, ότι, δηλαδή, την
αφαιρούν μετά θάνατον, άλλ' είναι η «μισή αλήθεια», επειδή ακριβώς την παύση
της καρδιάς την προκαλούν με φάρμακο, για να την ξερριζώσουν κατά την
προγραμματισμένη και προαποφασισμένη άπ' τον χειρουργό στιγμή.
Έτσι, πετυχαίνεται, υπό τις ευλογίες τού Νόμου,
η δολοφονία. Ποιο άλλο τελειομανές έγκλημα θα μπορούσε να φθάσει σε τελειότητα
το «τέλειον έγκλημα των Μεταμοσχεύσεων»; Άλλ' αυτό, να εμφανίζεται και σαν
ύψιστο δείγμα αλτρουισμού και αυτοθυσίας, επί πλέον, αποτελεί διαστροφή!
Αυτό που υπολείπεται στη Μεταμόσχευση είναι να
την παρουσιάσουν και από πλευράς Αισθητικής Φιλοσοφίας και σαν έργον Τέχνης. Το
λέγω αυτό, γιατί ενθυμούμαι, προ αρκετών ετών, έπεσε το βλέμμα μου, σε προθήκην
ευρωπαϊκού βιβλιοπωλείου, στον εξής τίτλο βιβλίου: «Η δολοφονία, ως μία των
Καλών Τεχνών»! Και γιατί όχι, λοιπόν; Αφού φθάσαμε να ακούμε, επίσημα
εκκλησιαστικά χείλη να θεωρούν αυτές τις Μεταμοσχεύσεις, που σήμερα γίνονται,
σαν την «υψίστη Χριστιανικήν αρετή»;
Όσο για την Πολιτεία, αυτή νομιμοποιεί την
δολοφονία υπό την προϋπόθεση: δολοφόνος να είναι ο χειρουργός. Και όχι μόνον
αυτό: το ασυγκρίτως χειρότερο, το και ανήκουστο, είναι, όχι μόνον η
Νομιμοποίηση της δολοφονίας, αλλά, προπαντώς, η υποχρέωση τού γιατρού να
δολοφονεί, επί ποινή μάλιστα φυλακίσεως, ενός έτους, εάν το αρνηθεί, και με
χρηματική ποινή τουλάχιστον 2.000.000 δραχμών.
Έτσι, η δολοφονία δεν εΐναι μόνο νόμιμη, αλλά
και υποχρεωτική για τους γιατρούς. Αυτά, εν μεταφράσει, λέγει ο νέος Νόμος της
27ης Αυγούστου 1999 (Ν. 2737 /99,άρθρ. 12, παρ. 6).
Οπωσδήποτε, πάντως, πρέπει να απαντηθούν τα
επιχειρήματα των οπαδών τού «εγκεφαλικού θανάτου», οι οποίοι τον ταυτίζουν με
τον οριστικό βιολογικό θάνατον τού ανθρώπου: Ως βασικά δε επιχειρήματα συνήθως
προβάλλονται τα εξής:
1) Η έλλειψη συνειδητότητας, γνωστικής και
συναισθηματικής ζωής και η έλλειψη βιώματος στον «εγκεφαλικά νεκρόν».
2) Η απουσία αυτόνομης αναπνοής σ' αυτόν.
3) Η μη αναστρεψιμότητα τού «κώματός»
του.
4) Η έλλειψη αντίδρασης σε έντονα ερεθίσματα,
ακόμη και οδυνηρά και η ολοκληρωτική απουσία αντανακλαστικών, σ' αυτόν.
Γενική απάντηση: Και τα τέσσαρα αυτά σημεία, ή
όλα μαζί, ή μερικά απ' αυτά, είναι δυνατόν να εμφανίζονται και σε άλλες, από
όλους ομολογούμενες ως παθολογικές, καταστάσεις ζώντος οργανισμού, οι οποίες,
δηλαδή, μπορούν να υποδύονται αυτήν την κλινική εικόνα, που μας δίνει ο
«εγκεφαλικά νεκρός», ενώ δεν πρόκειται για νεκρό, άλλ' απλώς για ασθενή.
Απάντηση στο σημείο 1: Η έλλειψη συνειδητότητας
και βιώματος δεν ανήκουν στις αντικειμενικότητες των συμπτωμάτων τού
«εγκεφαλικού θανάτου», τις οποίες και δικαιούται να απαιτεί η ιατρική σαν
Επιστήμη.
Ο αντιλέγων στον ισχυρισμό μας ασφαλώς συγχέει
δύο διακριτέα πράγματα, δηλαδή, την λειτουργία τού «συστήματος εγρήγορσης»
(Arousal System), που έχει και αντικειμενικές, άρα δε επιστημονικώς
διαπιστώσιμες εκδηλώσεις, με την συνειδητότητα και το βίωμα, τα οποία είναι
υποκειμενικά.
Οι αντιφρονούντες πιστεύουν κακώς, ότι «κατά
τον εγκεφαλικό θάνατον έχομε απουσία συνειδητότητας, διότι έπαθε βλάβη ή
ενεκρώθη το εγκεφαλικό Κέντρο Συνείδησης».
Άλλ' ούτε η Ανατομία, ούτε η Φυσιολογία, ούτε
και κανείς εχέφρων και ισορροπημένος επιστήμονας ανακάλυψε ποτέ ή υπέδειξε το
εγκεφαλικό Κέντρον της Συνείδησης. Ανατομία και Φυσιολογία τού ανθρωπου ομιλούν
μόνο για Σύστημα Εγρήγορσης (Arousal System) «και αποτελεί αυθαιρεσία η ταύτιση
Συνείδησης και Εγρήγορσης» (Κυπριανού Χριστοδουλίδη, ένθα άνωτ., σελ. 50 και
60-61).
Εξ άλλου, και στους ασθενείς, που βρίσκονται σε
«φυτική κατάσταση», έχομε, ως προς τη Συνειδητότητα, το ίδιον επίπεδο με αυτό
των «εγκεφαλικά νεκρών». Μερικοί γιατροί εξαντλούν τη ζωή στην
αντικειμενικότητα, ενώ «η Συνείδηση ή, αν θέλετε, η αίσθηση τού εσωτερικού
μονολόγου, που έχει κάθε άνθρωπος, είναι βίωμα υποκειμενικό και όχι
αντικειμενικό» (Κυπριανού Χριστοδουλίδη, ένθα άνωτ., σελ. 50). Στο σημείο αυτό
παρατηρητέο, ότι ο Νόμος τού 1983 για τις Μεταμοσχεύσεις ορίζει, ότι αφαίρεση
οργάνων γίνεται, όταν «το πρόσωπον είναι νεκρόν», αντί να λέγει το ορθόν: «όταν
ο άνθρωπος είναι και λογίζεται πτώμα».
Οι υπέρμαχοι τού «εγκεφαλικού θανάτου»
διατείνονται, ότι «σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα, η απουσία αισθητικής
αντίδρασης μαρτυρεί την απώλεια της συνείδησης και τούτο υποδηλώνει ανυπαρξία
βιώματος». Πλην της απάντησης, που ήδη δώσαμεν ανωτέρω, ερωτώμεν: Ο έχων αυτά τα
συμπτώματα («απώλεια Συνείδησης», «ανυπαρξία βιώματος») επιτρέπεται να
ενταφιασθεί, ή, να αποτεφρωθεί, ή, να καταψυχθεί ως νεκρός; Εν τοιαύτη
περιπτώσει, πως, λοιπόν, τού αφαιρείτε τα ζωτικά όργανα; (Κυπριανού
Χριστοδουλίδη, Μεταμοσχεύσεις.).
Απάντηση στο σημείο 2: Πράγματι, ο ασθενής, που
τον χαρακτηρίζουν «νεκρό εγκεφαλικά», έχει μεγάλη δυσχέρεια στην αναπνοή και
γι' αυτό υποβοηθείται με τεχνητό πνεύμονα. Αυτό δεν πρέπει να μας ξενίζει,
διότι: αυτή είναι η ασθένειά του, αυτό είναι και το σύμπτωμα της: έντονη
αναπνευστική δυσχέρεια. Αλλά αυτό σημαίνει, ότι έχομεν ήδη θάνατον;
Μήπως ο νεκρός μπορεί να θεωρηθεί, να ονομασθεί
ή να είναι ασθενής; Αλλά και στους νεφρούς, όταν αυτοί παρουσιάσουν νεφρική
ανεπάρκεια, δεν γίνεται θεραπεία υποκατάστασης; Μήπως, λοιπόν, και οι
νεφροπαθείς είναι νεκροί, θεωρούνται πτώματα; Αλλά και οι διαβητικοί, που
παίρνουν ινσουλίνη για να ζήσουν, θεωρούνται νεκροί;
Είτε, λοιπόν, φαρμακευτική είτε μηχανική
υποστήριξη, δεν σημαίνει, ότι ο ασθενής είναι νεκρός. Αλλά και τα έμβρυα
αναπνέουν; Κι' όμως κανείς δεν ισχυρίστηκε, ότι είναι γι' αυτό νεκρά.
Εξ άλλου, η Φυσιολογία διδάσκει, ότι ακόμη και
μετά βλάβη τού ίδιου τού προμήκους, η αναπνοή δεν καταργείται εντελώς, διότι
υπάρχουν και τα δευτερεύοντα αναπνευστικά κέντρα, που εξασφαλίζουν «είδος τι
αυτοματίας» (Ι. Χατζημηνά, Φυσιολογία τού κεντρικού νευρικού συστήματος, σελ.
207 και εξής, Αθήνα 1963).
Απάντηση στο σημείο 3: Όσον για τη μη
αντιστρεψιμότητα τού κώματος, και μόνο λογικώς, δεν μπορεί να σημαίνει τον «ήδη
θάνατον». Είναι μόνο μία πορεία προς το θάνατον. Η μη αντιστρεψιμότητα, εξ
άλλου, εμφανίζεται και στα λεγόμενα «χρόνια κώματα», τα οποία, κατά κοινή
παραδοχή, αποτελούν ασθένεια και όχι θάνατον, στα οποία, βέβαια, έχομε διατήρηση
των «φυτικών λειτουργιών». Άλλ' αυτήν την «φυτική» λειτουργία της αναπνοής, σε
προχωρημένα στάδια, δεν την έχουν ούτε οι ασθενείς - «φυτά».
Απάντηση στο σημείο 4: Ο ελληνικός Νόμος τού
1983 όριζε, ότι, για να θεωρηθεί κάποιος «εγκεφαλικά νεκρός», είναι ανάγκη να
υπάρχει «απουσία όλων των αντανακλαστικών». Όμως, όταν παύσουν τα
αντανακλαστικά τού Εγκεφαλικού Στελέχους, αναδύονται άλλα, όπως το
αντανακλαστικό της τριπλής κάμψης, το αντανακλαστικό Babinski, κ.λπ., όπως π.χ.
συμβαίνει στα νεογνά, ή, σε περίπτωση βλάβης τού Εγκεφαλικού Στελέχους, που
μαρτυρεί απλώς ύπαρξη νευρολογικής διαταραχής και όχι θάνατον. Λοιπόν, τα
παθολογικά αυτά αντανακλαστικά εντάσσονται, ναι, ή, όχι, στις
αντικειμενικότητες τού εγκεφαλικού θανάτου; (Κυπριανός Χριστοδουλίδης,
Μεταμοσχεύσεις.).
Και το τελευταίο, ηχηρότερο και γι' αυτό
εντυπωσιακότερο επιχείρημα των θιασωτών τού «Εγκεφαλικού θανάτου»: Πάντως, με
«εγκεφαλικό θάνατο», που διαρκεί ορισμένο χρόνο (ημερών ή και μηνών), ουδείς
επανήλθε.
Απαντάμε: Αλλά και με καρδιακό θάνατο, μετά
μόνον ορισμένη ώρα, επίσης ουδείς επανήλθε! Ότι δε δεν είναι τα πράγματα τόσον
απλά, φαίνεται και από πολλές περιπτώσεις επανόδου στη ζωή μετά διάγνωση
εγκεφαλικού θανάτου (Άθαν. Αβραμίδη, «Ευθανασία», σελ. 43).
Για το ερώτημα «Πότε αρχίζει ο θάνατος;» είναι
ιδιαίτερα διαφωτιστικά, όσα γράφει ο ιατρός κ. Κυπριανός Χριστοδουλίδης στο
θαυμάσιο, αγωνιστικό και πρωτοποριακό βιβλίο του «Μεταμοσχεύσεις: λύση ή
πρόβλημα», Εκδ. Υπακοή 1995, και τα οποία κρίναμε, ότι είναι ορθό να μη τα
στερηθεί ο αναγνώστης μας:
«Για το ερώτημα, πότε αρχίζει ο θάνατος, θα
παρατηρούσα, ότι αν ετίθετο πριν από δύο ή τρεις δεκαετίες θα αντιμετωπιζόταν το
λιγότερο με συμπάθεια. Για να μην πω ότι θα θεωρείτο ανόητος εκείνος που θα είχε
αυτού τού είδους την απορία, μάλιστα, καταθέτοντας γραπτώς τους προβληματισμούς
του. Το ερώτημα ωστόσο είναι ήδη προς συζήτηση στην... προοδευμένη εποχή
μας.
Πριν από είκοσι με τριάντα χρόνια, όλοι
δεχόμαστε ότι η οριστική διακοπή της καρδιακής λειτουργίας συνεπάγεται την
αναπόφευκτη και αναπότρεπτη λύση τού συμβολαίου ζωής, που ο καθένας μας συνάπτει
αμέσως με τη γονιμοποίηση - ένωση τού ωαρίου με το σπερματοζωάριο.
Στον ιατρικό κόσμο ήταν γνωστό ότι ο άνθρωπος
μπορούσε να ζήσει μετά από σοβαρή κάκωση τού εγκέφαλου. Άρρωστοι που έπασχαν από
τραυματικό εγκεφαλικό επεισόδιο ή εγκεφαλικό επεισόδιο άλλης αιτιολογίας,
συνήθως από χρήση ναρκωτικών ουσιών, υφίσταντο άλλοι μεν βλάβη στο εγκεφαλικό
στέλεχος, άλλοι δε παροδική στέρηση οξυγόνου με αποτέλεσμα να πέφτουν σε
κώμα.
Μερικοί από αυτούς θεραπεύονταν και άλλοι όχι.
Από εκείνους που δεν μπορούσαμε να θεραπεύσουμε άρχισαν να δημιουργούνται και οι
πρώτες αμφισβητήσεις στο κατά πόσο η οριστική διακοπή της καρδιακής λειτουργίας
απέδιδε την πραγματικότητα τού θανάτου. Διότι οι άρρωστοι αυτοί, αν και ανέπνεαν
με τη βοήθεια συσκευής παροχής μίγματος οξυγόνου με πίεση και η καρδιά τους
λειτουργούσε (φυσικά είχαν διούρηση και αφόδευση) δεν μπορούσαν «να βγουν από το
κώμα». Δηλαδή, να συνέλθουν.
Αλλά τα ερωτηματικά άρχισαν από το γεγονός ότι
η τεχνολογία μας επέτρεψε να προβαίνουμε σε εγχειρήσεις, καθώς λέγονται,
ανοικτής καρδίας. Είναι αυτό που λέμε «εξωσωματική κυκλοφορία» κατά την οποία η
καρδιακή λειτουργία γίνεται με μηχανικά μέσα και μετά το τέλος της επέμβασης η
καρδιά επανακτά πάλι το ρυθμό της.
Η παρέμβαση που είχε σαν αποτέλεσμα την
πρόσκαιρη διακοπή τού φυσικού καρδιακού έργου έκανε μερικούς γιατρούς να
σκεφθούν ως εξής: Αφού η καρδιά σταματά και ο ασθενής αναπνέει, τούτο σημαίνει
ότι η αναπνοή είναι πρωταρχικής σημασίας για τον άνθρωπο. Όταν ο άνθρωπος δεν
αναπνέει τότε είναι νεκρός. Επειδή δε η αναπνευστική λειτουργία εφορεύετε από
τον εγκέφαλο και το πρωτεύον αναπνευστικό κέντρο εδράζεται στο εγκεφαλικό
στέλεχος - όπου εκεί εντοπίζονται, σύμφωνα με τις απόψεις των νεωτεριστών, το
ζωτικό κέντρο της κυκλοφορίας και η ικανότητα συνείδησης - συμπεραίνεται
επιπόλαια ότι: «Ο θάνατος τού εγκεφαλικού στελέχους ταυτίζεται με το θάνατο τού
ανθρώπινου σώματος γιατί καταργείται η αυτόματη αναπνοή και σε δεύτερο στάδιο η
κυκλοφορία» (Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας, Διάγνωση Εγκεφαλικού Θανάτου, Αθήνα
1987).
Τα πράγματα, φυσικά, δεν είναι τόσο απλά όπως
τα θέλουν η συντακτική επιτροπή τού Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας και αρκετοί
άλλοι. Είναι τόσο περίπλοκα όσο περίπλοκος είναι, παραδείγματος χάριν, και ο
μηχανισμός της αναπνοής (οι ειδικοί ξέρουν πολύ καλά τι εννοώ). Ας πιάσουμε
λοιπόν την αρχή τού νήματος και ας προσπαθήσουμε να ξεμπλέξουμε το κουβάρι τού
εγκεφαλικού θανάτου με άξονα βέβαια το ερώτημα, «πότε αρχίζει ο θάνατος;»
Μία απάντηση απλή, εύκολη και χωρίς περιστροφές
θα διδόταν με πολύ μεγάλη ευχέρεια αν διευκρινίζαμε την ερώτηση· και ζητούσαμε
να μάθουμε πότε ακριβώς συμβαίνει ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα.
Αλλά η επιστήμη και οι επιστήμονες
ενδιαφέρονται για αντικειμενικότητες. Την ψυχή, που δεν τη βλέπουμε, δεν την
ψηλαφούμε και δεν την κλείνουμε μέσα στα ερευνητικά μας κέντρα, δεν μπορούμε να
την εντάξουμε στις αντικειμενικότητες. Γι' αυτό, με την καρδιά μας ελαφριά, δεν
διστάζουμε να προβαίνουμε στις... θεραπευτικές μας αποξέσεις. Ωστόσο, λέμε ότι
ενδιαφερόμαστε για τη ζωή.
Έστω. Καταθέτοντας τις απόψεις μου θα ήθελα
πρώτα να σταθώ στον προβληματισμό που προέκυψε από τις επεμβάσεις με
εξωσωματική κυκλοφορία, κατά τις οποίες σταματούμε την καρδιά προκειμένου να
θεραπεύσουμε έναν άρρωστο με καρδιακό κατά κανόνα νόσημα. Σ' αυτές τις
επεμβάσεις, επειδή βλέπουμε την καρδιά να μη δουλεύει και τον άρρωστο να
ανασαίνει, ως νέοι Γαλιλαίοι (!) βιαστήκαμε να συμπεράνουμε ότι η καρδιά
περιστρέφεται γύρω από την αναπνοή και θεωρήσαμε λάθος αυτό που μέχρι τώρα
ξέραμε, ότι η αναπνοή φέρεται γύρω από την καρδιά.
Ο Γαλιλαίος βέβαια έκανε ο άνθρωπος σωστά τη
δουλειά του. Ενώ, αντίθετα, οι ζηλωτές της δόξας τού Γαλιλαίου διαφέρουν πάρα
πολύ από το δάσκαλο τους. Διαφέρουν διότι δεν κάνουν σωστές παρατηρήσεις.
Το να λέμε, για παράδειγμα, ότι ο άνθρωπος δεν
είναι νεκρός επειδή αναπνέει, αν και η καρδιά του έχει σταματήσει, θέλοντας με
αυτό τον τρόπο να προτάξουμε την αναπνευστική απέναντι στην καρδιακή
λειτουργία, είναι επιχείρημα αφελές. Διότι λησμονούμε, ενώ δεν έπρεπε, ότι για
να αναπνέει ο άρρωστος πρέπει να υποκαταστήσουμε το έργο της καρδιάς με το
μηχάνημα της εξωσωματικής κυκλοφορίας. Είναι ποτέ δυνατόν στις λεγόμενες
επεμβάσεις ανοικτής καρδιάς να διατηρηθεί η αναπνευστική λειτουργία χωρίς την
τεχνητή αντλία που κυκλοφορεί το αίμα; Συνεπώς, ποιο είναι το πρωτεύον και ποιο
το δευτερεύον, η κυκλοφορία τού αίματος ή η αναπνοή; Ο κοινός νους νομίζω ότι θα
απαντούσε: αναμφισβήτητα η κυκλοφορία.
Αλλά και κάτι ακόμη. Θα τολμούσε ποτέ κανείς,
πάνω στο χειρουργικό τραπέζι, να υποβάλει τον άρρωστο που έχει εξωσωματική
κυκλοφορία σε δεκάλεπτη δοκιμασία «κυκλοφορικής (και τεχνητής) ανακοπής» καθώς
κάνουμε στους ασθενείς με κρανιοεγκεφαλική κάκωση όταν τους βγάζουμε από το
μηχάνημα τού τεχνητού πνεύμονα (λέω για τη δοκιμασία της άπνοιας) για να δούμε
αν αναπνέουν;
Αυτό φυσικά κανείς δεν θα το επιχειρούσε. Άφ'
ενός διότι ο ασθενής θα απεβίωνε και άφ' ετέρου, διότι θα απεδεικνύετο πόσο
αναληθής είναι η ανακάλυψη των νεωτεριστών γιατρών, που κακοποιούν και το
Γαλιλαίο.
Είναι ηλίου φαεινότερο και ταυτόχρονα μας
οδηγεί στην επίλυση τού ερωτήματος: πότε αρχίζει ο θάνατος, το γεγονός ότι εκτός
της διασωλήνωσης (δηλ. χωρίς τη συσκευή τού τεχνητού πνεύμονα) η καρδιά
λειτουργεί από μόνη της ενώ η αναπνοή καταργείται, όταν θέσουμε εκτός
λειτουργίας τη συσκευή της τεχνητής καρδιάς.
Οι καινοτόμοι επιστήμονες θα μου πουν ότι όλα
αυτά ενισχύουν την άποψή τους, δοθέντος ότι η κατάργηση της αναπνοής - ας πούμε,
λόγω αιφνίδιας βλάβης τού μηχανήματος της εξωσωματικής κυκλοφορίας -είναι
οριστική και αμετάκλητη επειδή η βλάβη εντοπίζεται στο κέντρο της αναπνοής.
Δηλαδή στο εγκεφαλικό στέλεχος. Αφού δε η αναπνοή καταργείται, θα πουν ακόμη,
είναι αναπόφευκτο να καταργηθεί και η καρδιακή λειτουργία.
Λυπούμαι, αλλά πρέπει να παρατηρήσω ότι, αν με
τα επιχειρήματα αυτά, που άλλωστε έχουν διατυπωθεί γραπτώς (Κεντρικό Συμβούλιο
Υγείας, Διάγνωση Εγκεφαλικού Θανάτου, σ. II, Αθήνα 1987: «Ο θάνατος τού
εγκεφαλικού στελέχους ταυτίζεται με το θάνατο τού ανθρώπινου σώματος γιατί
καταργείται η αυτόματη αναπνοή και σε δεύτερο στάδιο η κυκλοφορία»), προσπαθούμε
να στηρίζουμε το αξίωμα: οποίος δεν αναπνέει είναι νεκρός, όχι μόνο δεν τιμούμε
το Γαλιλαίο, όχι μόνο είμαστε ανάξιοι των διεισδυτικών προγόνων μας, αλλά είναι
αβέβαιο - τολμώ να πω - αν δικαιούμεθα να φέρουμε τον τίτλο τού
επιστήμονα.
Διότι παραβλέπουμε ή αγνοούμε τη βασική
προϋπόθεση - αίτιο ύπαρξης της ενιαίας ψυχοσωματικής οντότητας που λέγεται
άνθρωπος. Είναι δε αίτιο και προϋπόθεση της ζωής (της οποίας ζωής, έστω και με
τα συμπτώματα της κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης, έστω και με τα συμπτώματα της
αναπνευστικής ανεπάρκειας που φθάνουν μέχρις άπνοιας και ακόμη, έστω και με το
σύμπτωμα της ανικανότητας για συνείδηση) η καρδιά, αφού χωρίς καρδιά δεν
ζούμε.
Αλλά δεν ζούμε ούτε χωρίς εγκέφαλο ούτε δίχως
αναπνοή, θα μου απαντήσουν οι εκλεκτοί μου συνάδελφοι. Όμως τους διαψεύδει η
ίδια η πραγματικότητα.
Αποδεδειγμένα, χωρίς εγκέφαλο έχουμε
παθολογικές αντανακλάσεις (αντανακλαστικά δεν έχουν τα πτώματα) ενώ μετά από
δεκάλεπτο αερισμό των πνευμόνων τού ασθενούς (τα πτώματα δεν αερίζονται ),
μολονότι ο εγκεφαλικά νεκρός δεν αναπνέει, η καρδιά του δουλεύει. Άραγε, μετά
από δεκάλεπτη ανακοπή της καρδιάς υπάρχει αναπνοή; Και η εγκεφαλική λειτουργία
υφίσταται; Οι νεφροί, το ήπαρ και το έντερο επανέρχονται στην «προ ανακοπής»
κατάσταση; Και με τη συνείδηση τι γίνεται; Επανέρχεται ή χάνεται οριστικά αν δεν
φροντίσουμε να τη σώσουμε με το μηχάνημα της εξωσωματικής κυκλοφορίας; Και τα
έμβρυα είναι μήπως νεκρά επειδή δεν αναπνέουν;»
Ο πρόσφατος Νόμος (Ν. 2737/99) για τις
«Μεταμοσχεύσεις ανθρωπίνων ιστών και οργάνων», της 27 Αυγούστου τού 1999 (Φ.Ε.Κ.
174), δεν ομιλεί γενικά για «εγκεφαλικό θάνατο», άλλ' ειδικά για «νέκρωση τού
εγκεφαλικού στελέχους» (αρθρ. 12, παρ. 6), που σημαίνει, ότι εναρμονίζεται με τη
θέση τού Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕΣΥ), το οποίον με τη σειράν του είχε
υιοθετήσει, ήδη από το 1987, την άποψη της Minnesota, τού 1971 (Δες ανωτέρω σελ.
11 και ΚΕΣΥ, Διάγνωση..., σελ. 8). Ο ελληνικός, λοιπόν, Νόμος τού 1999 βρίσκεται
28 χρόνια πίσω, ως προς τις προόδους της Επιστήμης!
Αυτό προκάλεσε αντίδραση εκ μέρους σεβαστής
μερίδας εγκρίτων Πανεπιστημιακών καθηγητών της Ιατρικής, οι οποίοι δημοσίευσαν
επιστολές στον ημερήσιο Τύπο τοποθετούμενοι επιστημονικώς κατά τού νέου
Νόμου.
* Πρόκειται για τον νόμο που ψηφίστηκε στις 27
Αυγούστου τού 1999
Από το βιβλίο:
ΠΟΙΕΣ ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΕΙΣ;
Φάκελλος "Μεταμοσχεύσεις". Οι νόμιμες
δολοφονίες εν ονόματι της ζωής ή η νομιμοποίηση της Ευθανασίας;