Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Μαρτίου 03, 2012

Τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ-Κυριακὴ Ὀρθοδοξίας- Αρχιμανδρίτης Νικάνωρ Καραγιάννης



Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας γιορτάζει τὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς ἀλήθειας γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴ ζωή. Θυμᾶται τὸ ἱστορικὸ γεγovὸς τῆς ἀναστήλωσης τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ διακηρύσσει τὴν αὐτοσυνείδησή της, δηλαδὴ φανερώνει τὸ πρόσωπο τnς. Γιατί μὲ τὸ πρόσωπο ἐκφράζουμε τὸ βαθύτερο εἶναι μας, τὸ περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μας. Γι' αὐτὸ καὶ τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀναφέρεται στὴν προτροπὴ τοῦ Φιλίππου στὸ φίλο του Ναθαναήλ, «ἔρχου καὶ ἴδε», ἔλα νὰ δεῖς καὶ νὰ γνωρίσεις προσωπικὰ τὸν Χριστό, γιὰ νὰ Τὸν ἀκολουθήσεις. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ὁ Χριστὸς παρατεινόμενος στοὺς αἰῶνες, τὸ μυστήριο τῆς παρουσίας Του καὶ τῆς ἐνέργειάς Του. Ὀρθόδοξη πίστη εἶναι προσωπικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας.


Ἡ ἐμπειρία τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ
Στὴν ἱστορία πολλοὶ ἀναζήτησαν καὶ ἀνακάλυψαν ἀποσπασματικὲς ἀλήθειες γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν κόσμο. Κάποιοι ἄλλοι ἰσχυρίσθηκαν ὄχι ἦταν ἀπεσταλμένοι τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι ἐπινόησαν θρησκεῖες. Δημιούργησαν τὸ «εἴδωλο τοῦ Θεοῦ», ὄχι ὅμως τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ὁ Χριστὸς φέρνει τὸν Θεὸ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, γιατί εἶναι ὁ ἴδιος Θεός. Δὲν μιλάει ἁπλῶς γιὰ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ εἶναι Αὐτὸς ἡ ἀλήθεια. Ἡ πίστη στὸ θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀπὸ μόνη της ἕνα θαῦμα «οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν, εἰ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Α' Κορ. 12,3). Μία τέτοια πίστη εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὸν ἄνθρωπο, μία προσωπικὴ ἀποκάλυψη καὶ ἐμπειρία μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας τονίζει ὅτι στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἡ θεϊκὴ καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση ἑνώθηκαν «ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως καὶ ἀναλλοιώτως», χωρὶς νὰ συγχέονται καὶ χωρὶς νὰ διαιροῦνται. Ἕνα μυστήριο ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κατανοήσουμε, πολὺ δὲ περισσότερο νὰ τὸ ἑρμηνεύσουμε. Γιατί ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν χωράει στὴ λογική τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν μπαίνει στὸ μικροσκόπιο τῆς ἔρευνας καὶ τοῦ πειράματος. Τὰ δόγματα, ποὺ μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς σημερινῆς γιορτῆς καλούμαστε νὰ διαφυλάξουμε, χαράζουν τὰ ὅρια τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως, ἀλλὰ δὲν ἐξηγοῦν τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Μᾶς προτρέπουν νὰ ἐμπιστευθοῦμε καὶ νὰ ζήσουμε μὲ τὴν καρδιά μας αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς ἀποκάλυψε, ὄχι ὅμως νὰ ἀναλύσουμε μὲ τὸ μυαλὸ αὐτὸ ποὺ ἡ Ἐκκλησία μᾶς παρέδωσε.


Παραχαράξεις τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ
Τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ συνίσταται μεταξὺ ἄλλων στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ «κρύβεται» πάντοτε πίσω ἀπὸ τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου. Ἐδῶ βρίσκεται τὸ σημεῖο ποὺ σκοντάφτει ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ τότε καὶ σήμερα. Ἐδῶ ἀρχίζει ἡ τραγικὴ ἱστορία τῶν πολλῶν καὶ ποικίλων αἱρέσεων, οἱ ὁποῖες νοθεύουν τὴν πίστη καὶ ἀκυρώνουν τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ αἵρεση εἶναι ὁ πειρασμὸς τῆς λογικῆς πάνω στὴν ἀποκάλυψη τῆς πίστεως. Ὅσα στοιχεῖα τῆς πίστεως τὰ κατανοεῖ, τὰ ἀποδέχεται καὶ τὰ ὑπερτονίζει. Τὰ ὑπόλοιπα τὰ προσπερνᾶ καὶ τὰ ὑποτιμᾶ. Διαχωρίζει τὸν Ἰησοῦ τῆς ἱστορίας ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ τῆς Ἐκκλησίας.

Ἄλλωστε, ἂς μὴν ξεχνᾶμε ὅτι τὸν Χριστὸ τὸν συνάντησαν ἀναρίθμητοι ἄνθρωποι στὴν ἐπίγεια διαδρομή του. Τὸν γνώρισαν ὡς «υἱὸ τῆς Μαρίας», ὡς προφήτη, ὡς χαρισματικὸ διδάσκαλο τῆς Ναζαρέτ. Δὲν μπόρεσαν ὅμως ὅλοι νὰ διακρίνουν πίσω ἀπὸ Αὐτὸν τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, τὸν Θεάνθρωπο Χριστὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἱστορία ἀποδεικνύει τὸ πέρασμά Του ἀπὸ τὸν κόσμο. Ψηλαφίζει τὰ τεκμήρια τῆς παρουσίας Του. Ἀναγνωρίζει τὸ μεγαλεῖο καὶ ἄλλοτε ἀμφισβητεῖ τὴν ὑπεροχή Του. Δὲν μπορεῖ ὅμως μὲ τὴν ἔρευνα καὶ τὴν ἐπιστημοσύνη νὰ ἀποδείξει τὴ θεότητά Του. Τὸ μυστήριο τοῦ θεανθρώπινου προσώπου τοῦ Χριστοῦ τὸ βιώνουμε «ἐν πίστει» μέσα στὴν Ἐκκλησία. Εἶναι ἀδιανόητο νὰ ἀναζητοῦμε τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στὴν ἀσυδοσία ἤ τὴ χυδαιότητα τῆς τέχνης, στὴν τόλμη ἤ στὴ βλασφημία τῆς διανόησης, στὰ πολύκροτα βιβλία καὶ τὶς κινηματογραφικὲς ὑπερπαραγωγές.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, δὲν μποροῦμε νὰ ἀπαιτοῦμε ἀπὸ τὰ ἀχαλίνωτα στοιχεῖα τοῦ κόσμου νὰ γίνονται κήρυκες τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ. Ἂν «κόσμος» εἶναι καθετὶ ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴ χάρη καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, τότε «τὰ τοῦ κόσμου» θὰ συγκρούονται πάντοτε μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς ὅμως γνωρίζουμε ὅτι «αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν» (Α' Ἰω. 5,4), ἀφοῦ τὸν τελευταῖο λόγο γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα τὸν ἔχει ὁ Θεός. Ἀμήν.

Κυριακὴ τοῦ θριάμβου τῆς Ὀρθοδοξίας-Anthony Metropolitan of Sourozh






Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Κάθε βδομάδα, σ’ αὐτὴ τὴν περίοδο τῆς προετοιμασίας γιὰ τὴν Σαρακοστή, ἔχουμε ἤδη δεῖ τὶς παραβολὲς στὶς ὁποῖες ἡ κατάστασή μας φαίνεται τόσο ξεκάθαρα, μὲ τέτοια σαφήνεια, τόσο καυστικὰ ἀπεικονισμένη, καὶ ταυτόχρονα μὲ τόσο αὐστηρὲς προοειδοποιήσεις, ποὺ δὲν ὑπάρχει μέση ὁδός, ἀνάμεσα στὴν ὁδὸ τῆς ζωῆς καὶ στὴν ὁδὸ τοῦ θανάτου, ὅτι μπορεῖ νὰ ζοῦμε στὴ γῆ στὸ λυκόφως τοῦ ἀσυνείδητου, ἀλλὰ θὰ ἔρθει κάποια στιγμὴ ποὺ τὸ φῶς θὰ λάμψει μπρός μας καὶ θὰ γίνει ξεκάθαρο ἂν ἐμεῖς εἴμασταν παιδιὰ τοῦ φωτὸς ἢ αἰχμάλωτοι τοῦ σκότους. Καὶ κορυφαῖο σημεῖο σ’ αὐτὴ τὴν διαδικασία εἶναι ἡ ἀνάγνωση τοῦ Κανόνα τοῦ Ἁγ. Ἀνδρέα Κρήτης στὸν ὁποῖο ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ μετάνοια τόσο δυνατὰ ἀπεικονίζονται.

Ἀλλὰ τώρα μπαίνουμε σὲ μία καινούργια φάση τῆς προετοιμασίας γιὰ τὸ Πάσχα, μπαίνουμε στὴν Σαρακοστὴ ποὺ εἶναι μιὰ παλιὰ λέξη ποὺ σημαίνει «ἄνοιξη», ἡ ἀρχὴ τῆς ζωῆς· μία περίοδος ὅπου δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ ζοῦμε στὸ ἡμίφως ποὺ ἔχει ἀκόμα δύναμη πάνω μας, ἀλλὰ μὲ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ, τὸ φῶς ποὺ διαλύει τὸ σκοτάδι, τὸ φῶς ποὺ κάνει ὅλα ν’ ἀστράφτουν, νὰ εἶναι τὰ ἴδια φῶς σύμφωνα μὲ τὰ λόγια του Χριστοῦ.

Σήμερα θυμόμαστε τὸν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴν ἡμέρα ποὺ ἡ Ἐκκλησία ὁμολόγησε στὴν τελευταία Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τὸν 9ο αἰώνα, καὶ διεκήρυξε ὅλα ἐκεῖνα ποὺ εἶναι οὐσιώδη γιὰ τὴν Χριστιανικὴ πίστη. Κι αὐτὰ ποὺ διακηρύχθηκαν ἦταν ἡ ἐλπίδα, ἡ ἀπόλυτη, ἀδιάσειστη ἐλπίδα, γιατί αὐτὸ ποὺ διακηρύχθηκε ἦταν ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος· ὁ Θεὸς ἐπέλεξε, σὲ μία πράξη ἀγάπης γιά μᾶς, ἀλληλεγγύης πρὸς ἐμᾶς, παρότι εἴμαστε ἁμαρτωλοί, παρότι πεπτωκότες, παρότι ἀμαυρωμένοι, διάλεξε τὸ νὰ γίνει ἄνθρωπος σὰν μέσο γιὰ νὰ πάρει τὴν εὐθύνη, ναὶ τὴν εὐθύνη! Μὲ τὴν κίνηση τῆς δημιουργίας ποὺ συντελέστηκε χωρὶς τὴν δική Του κάθοδο, καὶ τὴν ἐλευθερία, μᾶς ἔδωσε τὴν ἀπόλυτη προϋπόθεση νὰ μποροῦμε ν’ ἀγαπήσουμε καὶ νὰ ἐπιλέξουμε τὴν ζωὴ ἀπὸ τὸν θάνατο, ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ καὶ τὴν ..τρομακτικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν πτώση μας.

Σήμερα διαβάσαμε στὸ Εὐαγγέλιο, στὸ ὁποῖο ὁ Ἅγ Ἰωάννης διακηρύσσει, μὲ τὰ λόγια τοῦ Ναθαναήλ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ, ὁ Σωτήρας ποὺ ἦλθε, ὁ Θεὸς σὰν τὸ μέσο μας, κι ὅλα εἶναι δυνατά, ἂν μόνο ἂν πιστεύουμε.

Διαβάσαμε ἢ ἀκούσαμε σήμερα στὴν Ἐπιστολὴ πὼς πρὶν ἀπὸ μᾶς χιλιάδες ἄνθρωποι πίστεψαν στὸ ἀπίστευτο: ὅτι ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ μᾶς ἀγαπᾶ μ’ ἕνα τέτοιο τρόπο, ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ ν’ ἀγαπᾶ τὸν καθένα κι ὅλους μας μὲ τὴν Ζωή Του καὶ τὸν Θάνατό Του, ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ μᾶς ἀγαπᾶ ὅσο ἀνάξιοι ἀγάπης κι ἂν νοιώθουμε καὶ μοιάζουμε στοὺς ἄλλους. Κληθήκαμε νὰ πιστέψουμε τὸ ἀπίστευτο, νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει μιὰ καρδιὰ βαθειὰ καὶ πλατειὰ ἀρκετὰ ὥστε νὰ μᾶς χωράει, ἂν τὸ προτιμᾶτε, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι θυσιαστική· ὅτι Ἐκεῖνος ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ μοιραστεῖ τὴν κατάστασή μας, περιλαμβάνοντας καὶ τὸν φόβο τοῦ νά ’χουμε χάσει τὸν Θεό: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλειπες;…» ἀλλὰ Ἐκεῖνος προετοίμαζε μέρα τὴν μέρα γιὰ νὰ μᾶς ζητήσει, νὰ μᾶς πάρει στοὺς ὤμους Του ὅπως παίρνει ὁ βοσκὸς τὸ χαμένο πρόβατο, ἢ ἂν χρειαστεῖ νὰ μᾶς πάρει στοὺς ὤμους μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὴν Μ. Ἑβδομάδα πῆρε τὸν Σταυρό Του, ἔπεσε κάτω ἀπ’ τὸ βάρος του, καὶ σταυρώθηκε πάνω του, καὶ ἐπειδὴ μᾶς χαρίζει τὸν ἑαυτό Του, δωρεάν, μπορεῖ νὰ βρεῖ τὴν δύναμη νὰ μᾶς συγχωρεῖ: «..Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι ..»

Καὶ τώρα προσβλέπουμε στὴν Μ. Ἑβδομάδα, βῆμα-βῆμα· ἀλλὰ αὐτὴ ἡ Μ.Ἑβδομάδα δὲν εἶναι μία περίοδος φόβου: ξέρουμε ὅτι αὐτὴ ἡ Μ. Ἑβδομάδα θὰ σκορπιστεῖ ἀπὸ τὴν δόξα τοῦ Ἀναστημένου Χριστοῦ, ὅτι ἡ Μ. Ἑβδομάδα εἶναι ἡ βδομάδα ποὺ ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι, ὅλοι μας κι ὁ καθένας ἀτομικά, μὲ τὴν Θεία ἀγάπη, τὸ βάθος τῆς Θείας ἀγάπης, μιᾶς προσωπικῆς ἀγάπης, μιᾶς ἀγάπης ποὺ ἀπευθύνεται στὸν καθένα ἀπό μᾶς.

Καὶ θὰ δοῦμε στὴν διάρκεια αὐτῶν τῶν ἑβδομάδων 2 πράγματα: σήμερα, αὐτὸς ὁ Θεὸς ἔχει ἔρθει σὰν μέσο δικό μας, Ἐκεῖνος, τὸ Φῶς, εἶναι στὸ μέσο τοῦ λυκόφωτος τῆς ἱστορίας, ἢ στὸ σκοτάδι τῆς πιὸ σκοτεινῆς ψυχῆς καὶ τῆς ἀπαίσιας καὶ σκοτεινῆς κατάστασης!

Ἂν αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια, τότε ὅλα εἶναι δυνατά! Τότε λοιπὸν μποροῦμε νὰ πιστεύουμε τὸ ἀπίστευτο! Κι ἀκόμα περισσότερο: μποροῦμε νὰ δεχτοῦμε βδομάδα τὴν βδομάδα ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὸ κάνει. Τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα, τὴν ἡμέρα τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, θ’ ἀκούσουμε νὰ διακηρύσσεται ἀπὸ κεῖνον τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς ὄχι μόνο μᾶς ἀγαπᾶ ὅπως εἴμαστε, ἀπ ἔξω, ὄχι, ἀλλὰ δίνει καὶ τὴν Χάρη Του ποὺ μᾶς διαποτίζει σὰν φωτιά, κάνοντάς μας σταδιακά, ἂν τὸ δεχτοῦμε, νὰ γίνουμε σὰν τὴν Καιομένη Βάτο στὴν ἔρημο ποὺ καιγόταν χωρὶς νὰ καταναλώνεται, διότι ὁ Θεὸς δὲν δαπανᾶται, δὲν καταστρέφει, ἐκτὸς ἂν στραφοῦμε ἐναντίον Του. Ναὶ εἶναι ἡ φωτιὰ ποὺ κατακαίει, ἐκτὸς καὶ μέχρι νὰ Τὸν ἀποδεχτοῦμε. Ἀλλὰ ἐκεῖνος μᾶς ἀποδέχεται, μᾶς κάνει συμμέτοχους τῆς Θείας Φύσης Του, μᾶς γεμίζει μὲ τὴν ζωή Του, Ἐκεῖνος εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωὴ μέσα μας, κι ἐμεῖς εἴμαστε Ἐκεῖνος.

Αὐτὰ εἶναι τὰ δύο μηνύματα ποὺ προκύπτουν τώρα· κι ἀκόμα θὰ δοῦμε ὅτι ὁ Ἅγ, Ἰωάννης τῆς Κλίμακος μᾶς διδάσκει πῶς νὰ κινηθοῦμε πρὸς τὸν Θεό, πῶς νὰ ξεπεράσουμε τὸ μισόφωτο ἢ τὸ σκοτάδι ποὺ βρίσκεται μέσα μας. Καὶ θὰ μπορέσουμε νὰ δοῦμε τὸ ἀποτέλεσμα αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα, ἀπ’ τὴν κραυγὴ τῆς ψυχῆς, ἀπὸ τὴν πείνα γιὰ ζωὴ καὶ φῶς, στὸ πρόσωπο τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας κι ἄλλων ἁμαρτωλῶν ποὺ δέχτηκαν τὸν Χριστὸ καὶ μεταστράφηκαν, μεταμορφώθηκαν, σώθηκαν.

Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ βῆμα-βῆμα νὰ φθάσουμε στὴ Μ. Ἑβδομάδα, μία βδομάδα τόσο ἱερὴ ὅπου ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔχει ἐκφραστεῖ ὄχι μὲ λέξεις, ὄχι μὲ εὐχές, ὄχι μὲ τρυφερότητα, ἀλλὰ μὲ τὴν μορφὴ τοῦ τιμήματος τῆς ἀγάπης τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, τὸ τίμημα νὰ ἔχει γίνει ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου, ἐπειδὴ ἔχουμε φύγει μακριά Του.

Πῶς μποροῦμε ν’ ἀπαντήσουμε σ’ αὐτό; Ποιὸ εἶναι τὸ μήνυμα αὐτῆς τῆς περιόδου; Τὴν περίοδο στὴν ὁποία ἀναφέρθηκα, θα ’ρθουμε ἀντιμέτωποι μὲ τὴν κακία μέσα μας, θὰ ἔχουμε τὴν πρόκληση νὰ δεχτοῦμε: αὐτὸ εἶσαι! Κι αὐτὸ εἶναι βέβαιο ὅτι θὰ συμβεῖ. Ἀλλὰ τώρα θὰ ἔρθουμε ἀντιμέτωποι καὶ μὲ τὴν ἀνέκφραστη ὀμορφιὰ καὶ ἐλπίδα: πῶς θ ἀπαντήσουμε σ’ αὐτό;

Μ’ εὐγνωμοσύνη! Εὐγνωμοσύνη εἶναι ὁ ἑπόμενος σταθμός· εὐγνωμοσύνη εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς φέρνει σ’ ὅλη τὴν διάρκεια αὐτῆς τῆς ἑβδομάδας: εὐγνωμοσύνη, κι ἕνα αἴσθημα κατάπληξης: πῶς μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ εἶναι ὅπως Ἐκεῖνος εἶναι; Πῶς μπορεῖ νὰ μ’ ἀγαπᾶ, ἐνῶ ξέρω αὐτὸ ποὺ εἶμαι, καὶ παρότι, φρίκη(!) μὲ ξέρουν κι οἱ ἄλλοι!

Ἂν τὸ κατανοήσουμε, μετὰ ἡ μόνη ἀπάντηση ποὺ μποροῦμε νὰ δώσουμε στὸν Θεὸ εἶναι ἡ εὐγνωμοσύνη. Κι ἐκφράζουμε τὴν εὐγνωμοσύνη μας, λέγοντας «Κύριε, παρότι εἶμαι ἀδύναμος, παρότι ἀτελής, ἁμαρτωλός, ἀνάξιος, μ’ ὅλο τὸ βάθος τῆς εὐγνωμοσύνης μου γιὰ ὅ,τι Εἶσαι κι ὅ,τι ἔκανες γιὰ μένα, θα ’θελα νὰ κάνω κι ἐγὼ μ’ ὅλη μου τὴν δύναμη-ποὺ ὡστόσο ἀσθενικὴ κι ἀδύναμη- θα ’θελα νὰ κάνω τὰ πάντα γιὰ νὰ δείξω ὅτι ἔχω κατανοήσει τὸ μήνυμα τῆς ἀγάπης, τὸ μήνυμα τοῦ Σταυροῦ, τὸ μήνυμα τοῦ ἐλέους, ὅτι ἔχω καταλάβει μ’ ὅλο μου τὸ εἶναι καὶ θέλω νὰ τὸ ἀποδείξω ζώντας μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ ν’ ἀποδεικνύει τὸ τί κατάλαβα, νὰ ζήσω μ’ ἕνα τρόπο ποὺ νά ’ναι χαρὰ γιὰ Σένα, χαρὰ τοῦ Θεοῦ, μιὰ ἕνωση μὲ τὸν Θεό!

Ὦ Θεέ μου! Ἂς σκεφτοῦμε τί κάνουμε γι’ αὐτό! Ἂς μποῦμε σ’ αὐτές τὶς βδομάδες τῆς Σαρακοστῆς πραγματικὰ σὰν κάποιος ποὺ ζεῖ μία ἄνοιξη! Ἂς μποῦμε στὴν φρεσκάδα τῆς ζωῆς καὶ κατὰ τὴν διάρκεια ὅλων αὐτῶν τῶν ἑβδομάδων, μ’ εὐγνωμοσύνη στὸ Θεό, δίνοντάς Του χαρά. Καὶ κατόπιν θα ’μαστε σὲ θέση νὰ δοῦμε τὴν Μ. Ἑβδομάδα, ὄχι μὲ τὸν ἀπόλυτο τρόμο γιὰ καταδίκη, ἑνὸς ἀχάριστου, ἑνὸς δολοφόνου τοῦ Χριστοῦ, ὄχι: σὰν μία Βδομάδα ποὺ εἶναι πλήρης καὶ τέλεια ἀποκάλυψη μιᾶς ἀγάπης ποὺ κατανοήσαμε, ἀποδεχτήκαμε, καὶ βάλαμε μέσα μας ὅσο ἑξαρτιόταν ἀπό μᾶς.

Ὦ, ἂς μαζέψουμε ὅλη μας τὴν δύναμη, κι ὅταν ἡ δύναμή μας δὲν εἶναι ἀρκετή, ἂς θυμηθοῦμε τὴν ὑπόσχεση τοῦ Χριστοῦ: «ἡ γὰρ δύναμίς μου, ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται,…». ὅλα εἶναι δυνατὰ σὲ μένα…ὅπως τὸ ἔθεσε ὁ Παῦλος, «…εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ ποὺ μὲ στηρίζει...» Καὶ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «…τὰ ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις, δυνατά ἐστι τῷ Θεῷ..». Ἂς παραδοθοῦμε στὸν Θεὸ γιὰ νὰ Τοῦ δώσουμε χαρά! Κι ὅσα θὰ εἶναι τοῦ Θεοῦ, θὰ εἶναι καλά.

Ἀμήν.




Πρωτότυπο Κείμενο
Triumph of Orthodoxy Sunday
4 March 1990

In the Name of the Father, the Son, and the Holy Ghost.

Week after week in the period of preparation for Lent, we have been confronted with parables in which our own condition is so clearly, so sharply, so accusingly depicted; and also with stern warnings that there is no middle way between the way of life and the way of death, that we can live on earth in a twilight of unconsciousness, but a moment will come when the full light will shine before us, and then it will become clear whether we, ourselves, have been children of light or prisoners of darkness. And the culminating point of this process is the reading of the Canon of Saint Andrew of Crete in which both sin and repentance are so powerfully depicted.

But now we enter into a new phase of our preparation for Easter; we enter into Lent which is an old word that means 'spring', the beginning of life; a period when we will no longer be confronted with our twilight or the darkness which still has power over us, but with the light of God, the light that dispels darkness, the light that makes all things to shine and to be light itself according to the word of Christ.

And today we remember the day of the Triumph of Orthodoxy, the day when the Church recognised in its last Ecumenical Council, in the 9th century, that all that was essential to the Christian faith had been proclaimed. And what had been proclaimed was our hope, our absolute, unshakeable hope, because what it proclaimed was that God had become Man; that God had chosen, in an act of love for us, of solidarity with us, however sinful, however fallen, however darkened we were, had chosen to become a man in our midst, taking responsibility yes, responsibility! for His act of creation performed without our ascent, and the freedom He gave us that is the absolute condition for our being able to love and to chose life rather than death, but at the same time which is the frightening condition of our fall.

And today we have read the Gospel, in which St. John proclaims, in the words of Nathaniel, that Christ is the Son of God, the King of Israel, that Salvation has come, that God is in our midst, that all things are possible if we only, if we only believe.

We have read or heard today in the Epistle how before us millions of people have believed in the unbelievable: that God can love us in such a way, that God can love each of us and all of us with His life and His death, that God can love us however unlovable we feel within ourselves and seem to others. We are called to believe the unbelievable, to be sure that God has a heart deep and wide enough to contain us; or, if you prefer, that His love is sacrificial; that He not only became a man to share with us all our condition, including the horror of having lost God: My God, My God, why hath Thou forsaken Me? but He is prepared day in day out to seek us out, to take us upon His shoulders as the shepherd takes the lost sheep, or if necessary, to take us upon His shoulder the way He, in Holy Week, took up His cross to walk, to fall under it, to be crucified upon it, and because in His free gift of Himself He could obtain the power to forgive: Forgive them, Father: They don't know what they are doing.

And we are looking now towards the vision of Holy Week, step after step; but this Holy Week is not a Week of horror: we know that this Holy Week is suffused with the glory of the risen Christ, that the Holy Week is a week when we are confronted, each of us, all of us together and singly, with love Divine, with the extent, the depth of Divine Love, a personal love, a love addressed to each of us.

And we will see in the course of these weeks two things: today, that God has come in our midst, He, the Light is in the midst of the twilight of history, or in the darkness of the darkest soul and the most sinisterly dark situation!

If that is true, then all things are possible! Then indeed we can believe the unbelievable! And more than this: we will be shown week after week what God can do. Next week, on the day of St. Gregory of Palamas, we will hear proclaimed by him the fact that God does not only cherish us as it were, from the outside, not but He gives us His grace which like fire pervades us, making us gradually, if we only accept it, to be like the Burning Bush in the desert that burnt without been consumed, because God does not consume, does not destroy, unless we turn against Him. Yes, He is the consuming fire until and unless we accept Him. But accepted, He makes us partakers of His Divine nature, He fills us with His own life, He is life itself in us, and we in Him.

These are the two messages that come now; and then we will see that St. John of the Ladder teaches us how to move Godwards, how to overcome the twilight or the darkness which is in us. And we can see the result of this struggle, of this cry of the soul, of this hunger for life and for light in the person of St. Mary of Egypt and of other sinners who received Christ and were transformed, transfigured, saved.

This is the way that leads us step by step to meet Holy Week, a Weak so holy when the love of God has been expressed not in words, not in blessings, not in tenderness, but in the vision of the cost of love to God Himself, the cost of our falling away from Him to the Son of God become the Son of Man.

How can we respond to it? What is then the message of this period? In the first period which I have mentioned we were confronted with evil in us, been challenged by it: This is what you are! And this is what is bound to happen. But now we are confronted with this vision of unutterable beauty and hope: how can we respond to it?

By gratitude! Gratitude is the next stop; gratitude is what must carry us through all this week: gratitude, a sense of wonder: how can God be as He is? How can He love me as I know myself, and indeed, horror of horrors, as others know me!

And if that is understood by us, then the only answer we can give to God is gratitude. To express our gratitude, is to say, 'Lord, however weak I am, however imperfect, however sinful, however unworthy from the depth of my gratitude for Who You are and what You do, I will do all within my power, however frail my will, however weak my power, I will do all I can to show you that I have understood the message of love, the message of the cross, the message of mercy, that I have understood with all my being and that I want to prove it by living in such a way that would be a proof of my understanding, live in such a way that I should be a joy to You, a joy to God, a consolation to God!

O God! To think that we can do this! Aren’t we going to do it? Let us enter into these weeks of Lent really as one begins to live in spring! Enter into newness of life, and throughout, throughout these weeks, in gratitude, to give joy to God. And then we will be able to face Holy Week not as the ultimate horror that condemns the ungrateful, the murderer of Christ no: as a Week that is a full and perfect revelation of a love understood, received, and insofar as we can enacted by us.

O, let us gather all our strength, and when our strength will not suffieth, let us remember the promise of Christ: My strength deploys itself in weakness; all things are possible to me as Paul puts it in the power of Christ that sustains me And the words of Christ: What is impossible to men is possible to God. Let us surrender to God to give Him joy! And all will be of God, and all will be well. Amen.

Κυριακή της Ορθοδοξίας Του Αρχιμανδρίτου Ιωήλ Κωνστάνταρου


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ


Κάθε φορά που στους Ιερούς μας Ναούς εορτάζουμε την Κυριακή της Ορθοδοξίας, την νίκη δηλαδή της Εκκλησίας μας εναντίον των ποικίλων εχθρών της, ρίγη συγκινήσεως διαπερνούν το κορμί μας. Και τούτο, όχι μόνο διότι η Εκκλησία βγήκε νικήτρια εναντίον των εχθρών της στο παρελθόν, αλλά και διότι αυτή η ηρωική και νικηφόρα πορεία της, θα συνεχιστεί έως το τέλος των αιώνων!
Βεβαίως, το ιστορικό γεγονός που εορτάζουμε την Α΄ Κυριακή των Νηστειών, είναι η «ανάμνησις της αναστηλώσεως των Αγίων και Σεπτών Εικόνων, γενομένης παρά των αειμνήστων αυτοκρατόρων Κων/πόλεως Μιχαήλ του Γ΄ και της μητρός αυτού Θεοδώρας, επί της πατριαρχείας του Αγίου και Ομολογητού Μεθοδίου».
Ομολογουμένως, θα χρειάζονταν σελίδες ολόκληρες για να περιγραφεί η όλη διαμάχη και η εξέλιξη της εικονομαχίας και της τελικής νίκης της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Ας σημειώσουμε συνοπτικώς, τα καίρια σημεία, τα οποία αποτέλεσαν και την ιστορική ουσία της διαμάχης, που ως γνωστόν κράτησε από το 720 έως και το 843 και προκάλεσε βαθύτατο διχασμό στον χριστιανικό κόσμο.
Στις 17 Ιανουαρίου του 730 ο Λέων ο Γ΄ είχε συγκαλέσει συνέλευση για να καθαιρεθούν οι εικόνες. Ο πατριάρχης Γερμανός ο Α΄ αρνήθηκε να υπογράψει και παραιτήθηκε. Την θέση του κατέλαβε ο εικονομάχος Αναστάσιος και έτσι ο Λέων ο Γ΄ εξέδωσε το διάταγμα για την καθαίρεση των Ιερών εικόνων. Άνοιξε λοιπόν ο δρόμος για την μεγάλη ταλαιπωρία της Αυτοκρατορίας. Χειρότερος του Λέοντος υπήρξε ο υιός του Κων/νος ο Ε΄ ο οποίος πλην των φοβερών και τρομερών διωγμών τους οποίους εξαπέλυσε, προσπάθησε να περιβάλει και με δογματικό κύρος την εικονομαχία, συγκαλέσας την σύνοδο της Ιέρειας το 754 από 380 αρχιερείς. Οι διωγμοί υπήρξαν εντονότατοι και πάρα πολλοί βρήκαν μαρτυρικό θάνατο, κυρίως από τις τάξεις των μοναχών. Οι συναξαριστές της Εκκλησίας μας, στην περίοδο αυτή, είναι πράγματι συγκλονιστικοί στις περιγραφές αλλά και πολύ διδακτικοί.
Μετά τον θάνατο του Κων/νου του Ε΄, η φοβερή ένταση και οι σκληροί διωγμοί κοπάζουν και επί Κων/νου του ΣΤ΄ και της μητέρας του Ειρήνης της Αθηναίας, συγκαλείται η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος το 787 η οποία και λύνει δογματικά το θέμα. 
Η σύνοδος αυτή ήταν σπουδαία και πολύ αναγκαία, γιατί απέδωσε στην Εκκλησία την κοσμιότητά της, όρισε το χαρακτήρα της τιμής που οφείλεται προς τις σεπτές άγιες εικόνες, και ειρήνευσε την Εκκλησία που είχε διαταραχθεί. Με την αναστύλωση των εικόνων, καταπολεμήθηκε ένας νεωτερισμός εντελώς ξένος προς την Εκκλησία του Χριστού, και ένα λανθασμένο φρόνημα που υπονόμευε την Ορθοδοξία της Εκκλησίας. Γιατί ο πόλεμος εναντίον των εικόνων, δεν ήταν μόνο απειλή κατά του σεβασμού προς αυτές, αλλά και του σεβασμού προς τα λείψανα των αγίων. Ακόμα ήταν απειλή κατά του σεβασμού προς τα άγια κειμήλια και τα αγιάσματα και γενικώς προς κάθε τι σεβαστό που είχε σχέση ή προς το πρόσωπο του Σωτήρος Χρηστού ή της Θεοτόκου ή των Αποστόλων ή των Αγίων. Με τον πόλεμο αυτό, επεδίωκαν μια μεταρρύθμιση μέσα στην Εκκλησία, που είχε σκοπό ν’ αποβάλλει κάθε  σεβασμό προς τις ιερές αρχαίες παραδόσεις, να τις απαρνηθεί, ν’ απογυμνωθεί από κάθε αισθητικό Ιερό και να περιοριστεί μόνο στην υπέρ αίσθηση λατρεία του Τριαδικού Θεού. Αν θα πετύχαιναν την επιζητούμενη μεταρρύθμιση, θα καταπρόδιδαν την Ορθοδοξία της Εκκλησίας, θα την έκοβαν πάλι σε μέρη, θα διαμορφώνονταν νέα σχίσματα και αιρέσεις, και θα συνέβαινε σ΄ αυτήν ό,τι συνέβη στους Διαμαρτυρομένους οι οποίοι ξεκίνησαν από λίγο και έφθασαν στο απροχώρητο. Η σπουδαιότητά της λοιπόν, έγκειται σε αυτό, στο ότι δηλ. προφύλαξε την Εκκλησία από καινούργια σχίσματα και αιρέσεις και εξασφάλισε έτσι την Ορθοδοξία, αφού εννοείται καθιερώθηκε και ο δογματικός όρος της πίστεως της Εκκλησίας για τις Ιερές εικόνες!
Η ηρεμία όμως και η γαλήνη δεν διήρκεσε για αρκετό χρονικό διάστημα.
Το 815 ο αυτοκράτωρ Λέων ο Ε΄ με  σύνοδο, στο ναό της Αγίας Σοφίας, ανανεώνει τον πόλεμο κατά των εικόνων. Η ίδια κατάσταση συνεχίζεται και με τον αυτοκράτορα Θεόφιλο. Η άνοδος όμως στον θρόνο του υιού του Μιχαήλ του Γ΄ το 842, με την επιτροπεία της μητέρας του Θεοδώρας, επαναφέρει την γαλήνη στην Εκκλησία και την αυτοκρατορία. Καθαιρείται ο εικονομάχος πατριάρχης Ιωάννης ο Γραμματικός και προχειρίζεται πατριάρχης ο Έλληνας μοναχός, από την Σικελία, Άγιος Μεθόδιος ο Ομολογητής. Τέλος, τον Μάρτιο του 843, συνέρχεται στην Κων/πολη σύνοδος η οποία αναστηλώνει τις Ιερές Εικόνες και στις 11 Μαρτίου 843 εκδίδει το «Συνοδικό της Ορθοδοξίας», το οποίο είναι έργο του Πατριάρχου Μεθοδίου. Το καταπληκτικό αυτό κείμενο, μέρος του οποίου απαγγέλουμε στους ναούς μας, με θριαμβευτικό τόνο κατά την συγκινητική τελετή της περιφοράς των ιερών εικόνων,αποτελεί ένα πολύτιμο πνευματικό διαμάντι μέσα στον θησαυρό της Αγίας μας Πίστεως!
Βεβαίως, αργότερα, στο «Συνοδικό της Ορθοδοξίας», προστέθηκε και ο όρος πίστεως των ησυχαστικών συνόδων του 14ου αιώνα. Έτσι λοιπόν, το κείμενο αυτό, περιλαμβάνει τόσο τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, όσο και των Συνόδων του 14ου αιώνα, οι οποίες έχουν όλα τα χαρακτηριστικά στοιχεία των Οικουμενικών Συνόδων. Στις συνόδους αυτές, επί της ουσίας καταδικάζονται οι πλάνες και οι αιρέσεις του παπισμού.
Ο θρίαμβος λοιπόν της Ορθοδοξίας μας, μας δίνει την βεβαιότητα ότι η Εκκλησία του Χριστού (δηλ. η Ορθοδοξία μας) είναι αήττητη.
Θα κλείσουμε με την χρυσή σάλπιγγα της Εκκλησίας μας, δηλ. τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Είναι ένα καταπληκτικό απόσπασμα από την «Προς Ευτρόπιον» ομιλία του.
«Εκκλησίας ουδέν ίσον. Μη μοι λέγε τείχη και όπλα. Τείχη μεν γαρ το χρόνω παλαιούνται, η Εκκλησία σε ουδέποτε γηρά.  Τείχη βάρβαροι καταλύουσιν, Εκκλησίας δε ουδέ δαίμονες περιγίνονται. Και ότι ού κόμπος τα ρήματα, μαρτυρεί το πράγμα. Πόσοι επολέμησαν την Εκκλησίαν, και οι πολεμήσαντες απώλοντο. Αύτη δε υπέρ των ουρανων αναβέβηκεν.
Τοιούτον έχει μέγεθος η Εκκλησία. Πολεμουμένη νικά, επιβουλευομένη περιγίνεται. Υβριζομένη, λαμπροτέρα καθίσταται. Δέχεται τραύματα, και ού καταπίπτει υπό των ελκών. Κλυδωνίζεται, αλλ’ ού καταποντίζεται. Χειμάζεται, αλλά ναυάγιον ούχ υπομένει. Παλαίει, αλλ’ ουχ ηττάται. Πυκτεύει, αλλ΄ ού νικάται».
Το απόσπασμα αυτό, ομολογουμένως είναι ένα αριστούργημα που μόνο ένας Χρυσόστομος, με το ύφος που τον διέκρινε θα μπορούσε να το απαγγείλει.
Όμως, για τους απλούστερους αδελφούς, θα αποδώσουμε και τη μετάφρασή του.
“Τίποτε δεν είναι ίσο με την Εκκλησία. Μη μου λέγεις τα τείχη και τα όπλα, διότι τα τείχη με τον χρόνο παλαιώνουν, ενώ η Εκκλησία ποτέ δε γερνά. Τα τείχη οι βάρβαροι τα γκρεμίζουν, την Εκκλησία όμως ούτε οι δαίμονες δεν την νικούν. Και ότι αυτά τα λόγια δεν είναι μεγάλη καύχηση, το μαρτυρούν τα πράγματα. Πόσοι πολέμησαν την Εκκλησία; Και αυτή οι ίδιοι που την πολέμησαν χάθηκαν. Η Εκκλησία όμως ανέβηκε πάνω από τους ουρανούς. Τέτοιο είναι το μεγαλείο της Εκκλησίας. Όταν την πολεμούν, νικάει. Όταν την επιβουλεύονται, θριαμβεύει. Όταν την βρίζουν, γίνεται λαμπρότερη. Δέχεται τραύματα και δεν πέφτει από τις πληγές. Κλύδωνίζεται, αλλά δεν παθαίνει ναυάγιο. Παλεύει, αλλά μένει αήττητη. Αγωνίζεται, αλλά δεν νικιέται”!
Ταύτα δε προς γνώσιν και συμμόρφωσιν προς κάθε κατεύθυνση και προς κάθε αφελή , που μπορεί να φανταστεί ότι η Εκκλησία θα παύσει να υφίσταται. Αμήν.

Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος
Κόνιτσα.

Κυριακή της Ορθοδοξίας Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Zιμπάμπουε Σεραφείμ




Η Εορτή της Ορθοδοξίας καθιερώθηκε το 842, με αφορμή την νίκη της ορθής πίστεως (ορθής δόξας > ορθής γνώμης > Ορθοδοξίας), για το θεανθρώπινο πρόσωπο του Ιησού Χριστού και για τη τιμή στους αγίους μας διά των αγίων εικόνων.

Σταδιακά όμως, η εορτή επεκτάθηκε αποκτώντας ιδιαίτερη σημασία, με την έννοια ότι, άρχισε να αποτελεί ανάμνηση της νίκης της Ορθοδοξίας εναντίον κάθε μορφής κακοδοξίας, δηλαδή της κάθε αιρέσεως, και γενικότερα, περιφανή νίκη της Εκκλησίας κατά των ποικίλων αυτής εχθρών. Γι’ αυτό σε ορισμένες Ορθόδοξες Εκκλησίες, όπως στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής, για να τονισθεί ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας, με ειδική δέηση, αναγιγνώσκεται το Σύμβολον της Πίστεως, το οποίο αποτελεί το πιο ευσύνοπτο κείμενο, που η Εκκλησία μας, διά των αγίων Πατέρων της που συμμετείχαν στις πρώτες δύο Οικουμενικές Συνόδους (Νικαίας, 325 και Κωνσταντινουπόλεως, 381), υπογραμμίζει με σαφήνεια τις βασικότερες αρχές του περιεχομένου της διδασκαλίας της Χριστιανικής Πίστεως.

Η Εορτή της Ορθοδοξίας έχει μεγάλη Θεολογική σημασία για τη ζωή του Χριστιανού, διότι συνδέεται με τη σωτηρία του. Η προσπάθεια εκ μέρους των αιρετικών να διαστρεβλώσουν και να παραποιήσουν την ορθή χριστιανική διδασκαλία της Εκκλησίας μας, όπως αυτή αποκαλύφθηκε από τον Τριαδικό Θεόν και διδάχθηκε από τον Ιησού Χριστόν, τους αγίους Μαθητές του και τους διαδόχους τους (Αποστολική Διαδοχή), στην πραγματικότητα, ήταν μια απόπειρα να φράξουν τον σωτηριολογικό δρόμο του ανθρώπου, να τον κρατήσουν μακρυά από τον Θεόν, μακρυά από την εν Χριστώ σωτηρία. Έτσι η υπόθεση της Ορθοδοξίας ήταν υπόθεση επικρατήσεως της αλήθειας. Η εμφάνιση της κακοδοξίας ήταν προσπάθεια επιβολής του ψεύδους. Με το ψέμα ο άνθρωπος ούτε οικοδομείται, ούτε και σώζεται. Το σκοτάδι, που τον διακατέχει, γίνεται σκοτεινότερο. Έρχεται η πόρωση. Φθάνουμε σε μορφές ζωής χειρότερες από ζωώδεις, όπως εκείνες των Σοδόμων και των Γομόρρων. Επέρχεται η καταστροφή, ο πόνος κι η δυστυχία.

Μέσα στον σύγχρονο κόσμο της προόδου, αλλά και της αγωνίας, ο ρόλος της Ορθοδοξίας συνεχίζει να αποτελεί ζωντανή ελπίδα για ένα καλύτερο και διακαιότερο κόσμο. Η ευθύνη και η συνέπεια των χριστιανών προς τις αρχές του Ευαγγελίου, αποτελεί βασική προϋπόθεση για μια πειστική Ορθόδοξη μαρτυρία στον κόσμο που ζούμε. Καλούμαστε να γίνουμε Απόστολοι του Χριστού, αφού όμως πρώτα μαθητεύσουμε κοντά του, αφήνοντας κατά μέρος τον παλαιόν άνθρωπον της αμαρτίας κι αρχίζοντας να εφαρμόζουμε στη ζωή μας, με αγωνιστικότητα και συνέπεια τις θείες εντολές του Ιησού Χριστού. Πρέπει να αποκτήσουμε την πίστη των αγίων μας, οι οποίοι, όπως λέει στην σημερινή Αποστολική Περικοπή ο Απόστολος Παύλος, «διά πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, ειργάσαντο δικαιοσύνην, επέτυχον επαγγελιών, έφραξαν στόματα λεόντων, έσβεσαν δύναμιν πυρός, έφυγον στόματα μαχαίρας, ενεδυναμώθησαν από ασθενείας, εγεννήθησαν ισχυροί εν πολέμω, παρεμβολάς έκλιναν αλλοτρίων, έλαβον γυναίκες εξ αναστάσεως τους νεκρούς αυτών, άλλοι δε ετυμπανίσθησαν, ου προσδεξάμενοι την απολύτρωσιν, ίνα κρείττονος αναστάσεως τύχωσιν, έτεροι δε εμπαιγμών και μαστίγων πείραν έλαβον, έτι δε δεσμών και φυλακής, ελιθάσθησαν (ελιθοβολήσθησαν), επρίσθησαν (επριονίσθησαν), επειράσθησαν, εν φόνω μαχαίρας απέθανον, περιήλθον εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ων ουκ ην άξιος ο κόσμος, εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης (Προς Εβραίους 11,33 – 38).

Μόνο όταν μετέχουμε της ζωής του Χριστού ζούμε χριστιανικά. Τεκμήριο της αλήθειας αυτής είναι όταν συμβαίνουν στη ζωή μας όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, που αναφέρει παραπάνω παραστατικά ο Απόστολος Παύλος για τους αγίους μας. Τότε, είτε λαϊκοί είμαστε είτε κληρικοί, είμαστε έτοιμοι να επαναλάβουμε με παρησσία προς τον διπλανό μας την ίδια φράση που ακούσαμε στην σημερινή Ευαγγελική Περικοπή, όταν «ευρίσκει Φίλιππος τον Ναθαναήλ» (Ιωάννου 1, 46α) για να τον πείσει να γίνουν μαθητές του Ιησού Χριστού: “EΡΧΟΥ ΚΑΙ ΙΔΕ» (Ιωάννου 1,47β).
Το λάθος των σημερινών άθεων, απίστων κι αδιάφορων για το μήνυμα του Ευαγγελίου είναι ότι απορρίπτουν τον λόγον του Θεού πριν να δώσουν στον εαυτό τους την ευκαιρία της σωτηριολογικής πληροφορίας του Ιησού Χριστού. Των αναλογιών διατηρουμένων, μας θυμίζουν τους ασθενείς εκείνους που αποφεύγουν την ιατρική εξέταση, επειδή είναι θύματα μιας ιδεολογίας, που δεν θέλουν να παραδεχθούν τα επιστημονικά επιτεύγματα της ιατρικής. Έτσι όμως αδικούν τους εαυτούς τους και φυσικά την κοινωνία που ζούν, με την έννοια ότι αυτό γίνεται αιτία δημιουργίας πολύπλοκων κοινωνικών προβλημάτων, γιατί απουσιάζει η ανιδιοτελής αγάπη από τη ζωή τους, ή τουλάχιστον η προσπάθεια για αδελφική κι αγαπητική συνύπαρξη των ανθρώπων. Όπως είναι αδύνατο να γίνουμε ιατροί ή μηχανικοί αν δεν μαθητεύσουμε για μερικά χρόνια, κατά τον ίδιο τρόπο είναι αδύνατο να κατανοήσουμε τη σημασία της χριστιανικής ζωής, αν πριν δεν δοκιμάσουμε να εφαρμόσουμε στη ζωή μας τις Θείες Εντολές του Ιησού Χριστού, να μαθητεύσουμε δηλαδή στην αγιαστική ζωή της Εκκλησίας μας, με την υπακοή μας στη διδασκαλία της. Ταυτόχρονα όμως, η αγιότητα του βίου μας, και μάλιστα αυτών που μας ηγούνται, αποτελεί τη δυναμικότερη και πειστικότερη μορφή παρουσίας του χριστιανικού μηνύματος, για να πιστέψουν οι πολλοί και να γίνουν άγιοι.
Το θεολογικό περιεχόμενο της εορτής της Ορθοδοξίας εκφράζεται με σαφήνεια στο Συνοδικόν (απόφαση – διακήρυξη) της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου υπέρ της Ορθοδοξίας, όπου τονίζεται ότι «οι Προφήται ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η Οικουμένη ως συμπεφρόνηκεν, η χάρις ως έλαμψεν, η αλήθεια ως αποδέδεικται, το ψεύδος ως απελήλαται, η σοφία ως επαρρησιάσατο, ο Χριστός ως εβράβευσεν, ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών, και τους Αυτού Αγίους εν λόγοις τιμώμεν, εν συγγραφαίς, εν νοήμασιν, εν θυσίαις, εν Ναοίς, εν Εικονίσμασι, τον μεν ως Θεόν και Δεσπότην προσκυνούντες και σέβοντες, τους δε διά τον κοινόν Δεσπότην, ως Αυτού γνησίους θεράποντας, τιμώντες, και την κατά σχέσιν προσκύνησιν απονέμοντες. Αύτη η πίστις των Αποστόλων, αύτη η πίστις των Ορθοδόξων, αύτη η πίστις την Οικουμένην εστήριξεν» (Τριώδιον, σελ. 145).
Η Κυριακή της Ορθοδοξίας είναι και εορτή αυτών, που παραμένουν σημαιοφόροι και πρωτοπόροι στον αγώνα και στην μαρτυρία της Ορθοδοξίας στον σύγχρονον κόσμο. Η χάρις του Θεού υπάρχει και λειτουργεί μέσα μας, όταν η ζωή μας πλησιάζει τη ζωή του Χριστού. Με την άξια συμμετοχή μας στο Μυστήριο της Θείας Κοινωνίας όλος ο κόσμος γίνεται σώμα μας. Αυτή είναι κι η μυστική ορθόδοξη διάσταση της θείας χάριτος. Να νοιώθουμε και να ζούμε τα προβλήματα του κόσμου ως δικά μας. Η χάρις του Θεού υπάρχει μέσα μας, όχι μόνο όταν μιλάμε καλά για θεολογικά θέματα, αλλά όταν νοιώ
ουμε μέσα μας μια εσωτερική βελτίωση. Η ζωή μας είναι χρόνος μετανοίας. Για να έχουμε συνείδηση των ορίων μας και των αδυναμιών μας και της μη τελειοποιήσεώς μας, πρέπει να συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με το Πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Ό,τιδήποτε γίνεται χωρίς να υπάρχει πίστη στον Ιησού Χριστόν, υπάρχει ο κίνδυνος να διαπράξουμε αμαρτία. Να ζεις χριστιανικά σημαίνει να συμπεριφέρεσαι καθώς πρέπει, όπου και να βρίσκεσαι. Η ζωή του πιστού «κέκρυπται» στη ζωή του Ιησού Χριστού, όταν μετέχουμε της ζωής του, όταν μιμούμαστε την ζωή του και τα έργα του. Όταν αγαπούμε όλους τους ανθρώπους και κάνουμε το καλύτερο γι’ αυτούς.

Γρηγόρης Αυξεντίου (3 Μαρτίου 1957)



Ο Γρηγόρης Αυξεντίου και τα φυλακισμένα μνήματα
«του ανδρειωμένου ο θάνατος, θάνατος δεν λογιέται»
 
Ο Γρηγόρης Αυξεντίου (1928-1957) ήταν αγωνιστής της ΕΟΚΑ, κατά τον Απελευθερωτικό Αγώνα του 1955-59 εναντίον της Αγγλικής κατοχής. Ήταν δεύτερος στην ιεραρχία της οργάνωσης και σκοτώθηκε από τους Άγγλους σε μάχη που δόθηκε κοντά στο Μοναστήρι Μαχαιρά. Κατά τη διάρκεια του αγώνα ήταν κυρίως γνωστός με το ψευδώνυμο Ζήδρος, ενώ εκ των υστέρων ονομάστηκε «Σταυραετός του Μαχαιρά». Στις 3 Μαρτίου 1957 οι Άγγλοι, ύστερα από προδοσία πληροφορήθηκαν το κρησφύγετό του κοντά στο Μαχαιρά. Το περικύκλωσαν με αυτοκίνητα και ελικόπτερα, μετά από πολύωρη μάχη και αρκετούς νεκρούς Άγγλους έριξαν βενζίνη στο κρησφύγετο και τον έκαψαν ζωντανό. Το καμένο σώμα του θάφτηκε στις 4 Μαρτίου στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας, στο χώρο που είναι γνωστός σήμερα ως «τα φυλακισμένα μνήματα» από τους Άγγλους στρατιώτες. Πολλοί Έλληνες και ξένοι ποιητές εμπνεύστηκαν από τον αγώνα και το θάνατο του Γρηγόρη Αυξεντίου και έγραψαν ποιήματα προς τιμήν του, το σημαντικότερο εκ των οποίων «Ο Αποχαιρετισμός» του Γιάννη Ρίτσου.

Η Λογοποίηση του κόσμου



   «Με τη λειτουργία της Ευχαριστίας η Εκκλησία επιστρέφει στην προσωπική χρήση του κόσμου: Προσλαμβάνει απο την αρχή τον κόσμο, τα βασικά «είδη» της τροφής και της ζωής του ανθρώπου, τον άρτο και τον οίνο-τα προσλαμβάνει ως ευλογία, Χάρη-δώρημα του Θεου, πραγματοποιώντας με αυτή την πρόσληψη μια καινούργια σχέση μαζί Του, έμπρακτη και ζωτική σχέση ευχαριστίας. Ο κόσμος γίνεται τρόποςκοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό και των ανθρώπων μεταξύ τους, «τόπος» κοινής και «ενοειδούς» ζωής.

   
    Αυτή η «μετουσίωση» του κόσμου σε γεγονός κοινωνίας, Θείας κοινωνίας, δεν είναι ένα περιστατικό κατόρθωμα της ανθρώπινης συμπεριφοράς απέναντι στην κτίση. Έχει κατ'αρχήν ρίζες οντολογικές στη σάρκωση του Θεού. Είναι ο ίδιος ο Θεός που προσέλαβε τη σάρκα του κόσμου, μεταβάλλοντας τη φθαρτή και θνητή φύση της σαρκός και του αίματος σε υπόσταση ζωής αιωνίου, σε φυσική ένωση κτιστού και ακτίστου. Έτσι, τώρα το ψωμί και το κρασί-η τροφή και ζωή του ανθρώπου-δεν είναι μόνο ευλογία προσφερόμενη απο τον Θεό, αλλά ο ίδιος ο Θεόςσαρκωμένος και αυτοπροσφερόμενος σε όσους μετέχουν, μέσα απο το Βάπτισμα, στην τριαδική εκκλησιαστική ενότητα της προσωπικής ελευθερίας και αγάπης. Στην πραγματικότητα της Εκκλησίας η ένωση του Θεού με τον άνθρωπο, η αφθαρσία του θνητού, δεν είναι γεγονός μυστικιστικής ή ηθικής αλληγορίας, αλλά ένσαρκη ζωή υποστατικής θεανθρωπότητας, συγκεκριμένη βρώση και πόση της σαρκός και του αίματος του σαρκωθέντος Θεού. Ο Θεός προσφέρει στον άνθρωπο τροφή που αφθαρτίζει και αθανατίζει τη ζωή, και αυτή η τροφή είναι ο κόσμος, που ο ίδιος τον προσέλαβε και τον έκανε σάρκα Του.


  
   Η πρόσληψη της σαρκός του κόσμου απο τον Χριστό, η μεταβολή του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα του σαρκωθέντος Θεού, είναι η δυναμική απαρχή για τη μεταβολή όλης της χρήσης του κόσμου, της καθολικής σχέσης του ανθρώπου με την κτίση. Ο άνθρωπος έχει τώρα τη δυνατότητα να προσλάβει τον κόσμο στα πλαίσια μιάς προσωπικής ευχαριστιακής σχέσης με τον Θεό, να μεταμορφώσει αυτή τη πρόσληψη σε επαναπροσφορά του κόσμου στον Θεό, να χρησιμοποιεί τον κόσμο ως υλικό που μπορεί να σαρκώσει τον άσαρκο και να χωρέσει τον αχώρητο.

   

   Η Ευχαριστία είναι η ελάχιστη ζωντανή ζύμη που ζωοποιεί μυστικά το νεκρό φύραμα του κόσμου: Συντονίζει την ελεύθερη κατάφαση του ανθρώπου στην πρόσληψη της κτίσης απο τον Χριστό, μετουσιώνει τον κόσμο σε γεγονόςθεανθρώπινης κοινωνίας. Λογοποιεί, δίνει λόγο-νόημα στη ζωή και στην ύπαρξη,αναιρεί την αλογία ή το παράλογο της αυτονομημένης επιβίωσης, που είναι καταδικασμένη να μηδενιστεί με τον θάνατο. Προεκτείνεται δυναμικά η Ευχαριστία σε ολόκληρη τη ζωή των πιστών, σε κάθε φάση της χρήσης και πρόσληψης του κόσμου, τη μεταλλάζει σε αδιάκοπο παρόν κοινωνίας και σχέσης που σώζει και αναδεικνύει την προσωπική ετερότητα και ελευθερία πέρα απο χώρο-χρόνο και αναγκαιότητα.    

   Έτσι, ορίζει η Ευχαριστία ένα καινούργιο ανθρώπινο ήθος. Η ηθική προσπάθεια του πιστού είναι η προσωπική προέκταση της Ευχαριστίας σε κάθε φάση της ζωής. Το επάγγελμα, η οικονομική ζωή, η οικογένεια, η τέχνη, η τεχνική, η πολιτική, η πολιτιστική ζωή εντάσσονται στην ευχαριστιακή σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Στο γεγονός της εκκλησιαστικής Ευχαριστίας ο άνθρωπος, ο κόσμος και η Ιστορία βρίσκουν την αληθινή τους ταυτότητα  και ταυτόχρονα λογοποιούνται, φανερώνονται «κατά φύσιν» ως Λόγος και Σοφία του Θεού, ως ευλογημένη Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
   

Η Ελευθερία του ήθους
Χρήστος Γιανναράς

Σήμερα των αγίων Θεοδώρων και Ψυχοσαββατο.


Στη γιορτή των Αγ. θεοδώρων τιμούνται μαζί, οι μεγαλομάρτυρες ΄΄Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων΄΄ του 3ου αιώνα και Άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης του 4ου αιώνα. 
 Σύμφωνα με την παράδοση, ο Θεόδωρος ο Τήρων που ονομάστηκε έτσι επειδή ήταν στρατιώτης επί Διοκλητιανού στο τάγμα των Τηρώνων (νεοσύλλεκτων), κατά τη διάρκεια λιμού στην περιοχή των Ευχαΐτων της Γαλατίας, έθρεψε τον πληθυσμό μιας πόλης με κόλλυβα.  
Από τότε καθιερώθηκε να προσφέρονται στους ναούς, το Σάββατο της πρώτης εβδομάδας των Νηστειών (και Ψυχοσάββατο), κόλλυβα. 
Σύμφωνα με άλλη παράδοση, η καθιέρωση των κόλλυβων συνδέεται με ένα θαύμα που έκανε ο άγιος Θεόδωρος ο Τήρων επί Ιουλιανού, που ήταν αντίθετος στη νηστεία των χριστιανών.
 Ο αυτοκράτορας, διέταξε τον έπαρχο της Κωνσταντινούπολης, όταν πλησίαζε η πρώτη εβδομάδα των νηστειών, να εξαφανίσουν από την αγορά κάθε είδους τρόφιμα και να αφήσουν μόνο τα ειδωλόθυτα, ώστε να αναγκαστούν οι χριστιανοί να φάνε από αυτά που προέρχονταν από τις θυσίες. Τότε ο άγιος Θεόδωρος παρουσιάστηκε ως οπτασία στον πατριάρχη Ευδόξιο και του φανέρωσε το σχέδιο του Ιουλιανού, υποδεικνύοντας του συγχρόνως να χρησιμοποιήσουν οι χριστιανοί, αντί για άλλη τροφή, κόλλυβα. 

Η καθιέρωση του Ψυχοσάββατου είναι μια υπόμνηση ότι το σώμα θα αναστηθεί κατά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, για να ενωθεί με την αθάνατη ψυχή σύμφωνα με τη διδασκαλία της Ορθόδοξης

Το δια κολλύβων Θαύμα του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος


Όταν έγινε βασιλιάς ο Ιουλιανός ο Παραβάτης (361-363) έκανε πολλά και διάφορα εναντίον των Χριστιανών καί προσπάθησε να αναστήσει την παλαιά ειδωλολατρική θρησκεία των Ελλήνων. Στην εποχή του είχαν ουσιαστικά ξαναρχίσει οι διωγμοί των Χριστιανών καί τα βασανιστήρια...
Ο Ιουλιανός, γνώριζε πολύ καλά τα ήθη των Χριστιανών καί ότι την πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής τηρούν αυστηρή νηστεία καί εξαγνίζονται μ' αυτή καί τη θερμή προσευχή. Θέλησε, λοιπόν, να τους μιάνει με τις ειδωλολατρικές θυσίες. Γι' αυτό καί κάλεσε τον έπαρχο της πόλεως καί του ανέθεσε να επιβλέψει στην εκτέλεση της εξής εντολής του: Να σηκωθούν από την αγορά όλα τα τρόφιμα καί να μην υπάρχουν σ' αυτήν παρά μόνον εκείνα πού θα ήταν ραντισμένα με το αίμα των θυσιών πού έγιναν στα είδωλα. Με τον τρόπο αυτό αναγκαστικά, ή θα αγόραζαν όλοι να φάνε καί έτσι να γευθούν από τη θυσία προς τους θεούς, ή αν δεν υπακούσουν, να πεθάνουν από την πείνα.
Ο έπαρχος έθεσε αμέσως σε εφαρμογή τη διαταγή του Ιουλιανού καί αποσύρθηκαν από την αγορά τα τρόφιμα. Αντικαταστάθηκαν βέβαια από τα μιασμένα από τις θυσίες τρόφιμα. Φάνηκε έτσι προς στιγμήν ότι κέρδιζε ο διάβολος, ο υποκινητής καί εμπνευστής καί Πατέρας του Ιουλιανού. Ο Θεός όμως είναι καί Παντοδύναμος καί Πάνσοφος. Δεν άφησε ούτε εγκατέλειψε το λαό Του. Για τη σωτηρία του από τις μεθοδείες του διαβόλου έστειλε το Μεγαλομάρτυρά Του Θεόδωρο, πραγματικά ως δώρο Θεού για να Τον δοξάσει με ένα θαύμα.
Καί παρουσιάζεται ο Άγιος στον Πατριάρχη Ευδόξιο (360-369) καί του φανερώνει το σχέδιο του Ιουλιανού με τα έξης λόγια:
- «Σήκω γρήγορα, Πατριάρχη, συγκέντρωσε το Χριστεπώννμο πλήρωμα, καί διαφύλαξε το από τον μολυσμό των ειδώλων, παραγγέλοντάς το να μην αγοράσει κανείς από τα τρόφιμα που υπάρχουν στην αγορά».
Ο Πατριάρχης απορώντας είπε προς τον Άγιο:
- «Πώς είναι δυνατόν, Κύριε μου, να γίνει αυτό; Διότι, οι μεν πλούσιοι μπορεί να το εφαρμόσουν γιατί έχουν τρόφιμα στις αποθήκες τους, οι φτωχοί όμως, που δεν θα έχουν ούτε μιας ημέρας τρόφιμα, τί θα κάνετε μπροστά σ' αυτή την ανάγκη»;
Καί ο Άγιος του είπε:
- Να τους προσφέρεις κόλλυβα, για να καλύψεις την ανάγκη τους».
Και επειδή ο Πατριάρχης άκουγε για πρώτη φορά το λόγο για τα κόλλυβα, τον ρώτησε με απορία:
- «Τί είναι αυτά τα κόλλυβα δεν το γνωρίζω». Ο Μάρτυρας τότε του αποκρίθηκε:
- «Είναι σιτάρι. Να το βράσεις καί να το μοιράσεις στους Χριστιανούς».
Καί για να δείξει ο Άγιος από που ήλθε, πρόσθεσε:
- «Γι' αυτό το βρασμένο σιτάρι στα Ευχάϊτα συνηθίζουμε να το λέμε κόλλυβα. Κάνε, λοιπόν, έτσι καί σώσε το ποίμνιο του Χριστού από το μιασμό».
Λέει ο Πατριάρχης προς τον Άγιο:
- «Ποιος είσαι εσύ Κύριε μου, πού φροντίζεις με αγάπη καί ευσπλαχνία για τη σωτηρία μας»;
Καί ο Άγιος του αποκρίθηκε:
- «Εγώ είμαι ο Μάρτυρας του Χριστού Θεόδωρος, καί με έστειλε για τη σωτηρία καί βοήθειά σας».
Ο Άγιος έγινε άφαντος καί ο Πατριάρχης σηκώθηκε με θαυμασμό καί χαρά καί συγκέντρωσε το λαό του Χριστού καί του φανέρωσε την παρουσία καί βοήθεια του Μάρτυρα. Συγχρόνως έκανε σύμφωνα με το λόγο του. Δηλαδή έβρασε σιτάρι καί μοίρασε στο λαό καί διαφυλάχθηκε έτσι το ποίμνιο του Χριστού. Στην αγορά, αν καί τελείωνε η εβδομάδα, η μηχανορραφία του Ιουλιανού έμεινε ανενέργητη, γιατί κανένας Χριστιανός δεν αγόρασε από τα μιασμένα τρόφιμα. Κι' αφού ο Ιουλιανός νικήθηκε ολοφάνερα απέσυρε από την αγορά τα μιασμένα τρόφιμα καί επανέφερε τα συνηθισμένα.
Οι Χριστιανοί ύμνησαν καί δοξολόγησαν το Θεό καί το Μάρτυρά Του Θεόδωρο καί για χάρη του έκαναν λαμπρή γιορτή.
Έτσι καθιερώθηκε από τότε καί το Σάββατο της πρώτης Εβδομάδος των Νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να γιορτάζεται στην Εκκλησία μας το θαύμα το δια κολλύβων του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος.
Από το βιβλίο: «Οι Άγιοι Μεγαλομάρτυρες Θεόδωρος ο Στρατηλάτης και Θεόδωρος ο Τήρων» του Αρχιμ. Γεωργίου Μαραγκού Ηγουμένου Ι.Μ. Αγίων Θεοδώρων Αροανίας Καλαβρύτων

ΑΓΙΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΕΥΤΡΟΠΙΟΥ, ΚΛΕΟΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΙΣΚΟΥ



Τῌ Γ' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ
ΜΑΡΤΙΟΥ

Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Εὐτροπίου, Κλεονίκου καὶ Βασιλίσκου.
Τῇ Γ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, Μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, Εὐτροπίου, 
Κλεονίκου καὶ Βασιλίσκου.

Ὁ χρηστὸς ἡμῖν Εὐτρόπιος τοὺς τρόπους,
Ἐφεῦρε Χριστὸν καὶ τέλους διὰ ξίφους.
Καὶ Κλεόνικος εὐκλεᾶ νίκην ἔχει,
Σταυρῷ κρεμασθείς, ὡς Χριστός μου πάλαι.
Εἱρκτὴν τὸ σῶμα καὶ πρὸ τῆς εἱρκτῆς ἔχων,
Εἱρκτῶν λυτροῦται Βασιλίσκος ἐκ δύο.
Ἐν ξύλῳ Εὐτρόπιος σταυροῖο τρίτῃ προσεπήχθη.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Θεοδωρήτου, 
Πρεσβυτέρου Ἀντιοχείας.

Χωρεῖν ἔχει που τῆς Ἐδὲμ τὸ χωρίον,
Καὶ τὸν Θεοδώρητον ἔνδον τὸν μέγαν.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, οἱ Ἅγιοι Ζήνων καὶ Ζώϊλος ἐν
 εἰρήνῃ τελειοῦνται.

Ζωῆς λύσις Ζήνωνι καὶ τῷ Ζωΐλω
Ζωῆς ὑπῆρξε κρείττονος παραιτία.

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ Ὁσία Πιαμοῦν ἡ παρθένος ἐν εἰρήνῃ τελειοῦται.

Κροσσωτὰ χρυσᾶ Πιαμοῦν μελαμφόρος,
Τὰς ἀρετὰς ἄπεισιν ἠμφιεσμένη.

Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Συναξαριστής 3 Μαρτίου


Οἱ Ἅγιοι Εὐτρόπιος, Κλεόνικος καὶ Βασιλίσκος

 


Ἡ καταγωγὴ αὐτῶν τῶν τριῶν πνευματικῶν βλασταριῶν ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀμάσεια τοῦ Πόντου (ὁρισμένοι συναξαριστὲς ἀναφέρουν ὅτι ἦταν καὶ συγγενεῖς τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος).

Ὅταν ὁ Διοκλητιανὸς ἐξαπέλυσε ἄγριο διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀσκληπιοδότης ἀμέσως τοὺς συνέλαβε καὶ τοὺς ἀνέκρινε ἂν πράγματι ἦταν χριστιανοί. Καὶ οἱ τρεῖς, χωρὶς κανένα δισταγμό, ὁμολόγησαν Χριστὸν Ἐσταυρωμένον. Ἀμέσως, ὁ ἔπαρχος διέταξε νὰ τοὺς βασανίσουν ἀνελέητα. Τὰ βασανιστήρια δὲν ἐπηρέασαν καθόλου τὸ θάῤῥος καὶ τὴν συνείδησή τους. Ἐνῷ τοὺς ἔδερναν καὶ τοὺς ἔκαιγαν ἀλύπητα, αὐτοὶ ζητοῦσαν τὴν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ Τὸν ὑμνοῦσαν.

Ἔτσι, οἱ μὲν Εὐτρόπιος καὶ Κλεόνικος πέθαναν μὲ σταυρικὸ θάνατο, ὁ δὲ Βασιλίσκος, ἀφοῦ φυλακίστηκε, πέθανε μετὰ ἀπὸ μύριες στερήσεις καὶ κακουχίες, χωρὶς νὰ καμφθεῖ τὸ φρόνημά του καθόλου. Παρέμεινε μέχρι τελευταίας πνοῆς πιστὸς στὸ Χριστό.

 


Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ οἱ τρεῖς τεκμηρίωσαν τὰ θεόπνευστα λόγια τοῦ Ἰωάννη στὴν Ἀποκάλυψη, ὅτι «οὐκ ἤγαπησαν τὴν ψυχὴν αὐτῶν ἄχρι θανάτου». Γιὰ τὴν μαρτυρία δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν ἀγάπησαν τὴν ζωή τους, ἀλλὰ τὴν περιφρόνησαν μέχρι θανάτου.

Ἀπολυτίκιον 

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὸ τρίστοιχον ἄθροισμα, τῶν Ἀθλητῶν τοῦ Χριστοῦ, Εὐτρόπιον μέλψωμεν, σὺν Βασιλίσκω ὁμού, τὸν θεῖον Κλεόνικον οὗτοι γὰρ τῆς Τριάδος, τὸ ὑπέρθεον κράτος, ἄθλοις ὑπερφυέσιν, ὠμολόγησαν πάσιν ἡ πάντοτε πρεσβεύουσι, σώζεσθαι ἅπαντας.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Οἱ Μάρτυρές σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτῶν, τὸ στέφος ἐκομίσαντο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· σχόντες γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλον· ἔθραυσαν καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτῶν ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον 
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἁρμονίᾳ πίστεως συνδεδεμένοι, τοῦ ἐχθροῦ διέλυσαν, τάς παρατάξεις ἐμφανῶς, σύν Εὐτροπίῳ Κλεόνικος, καί Βασιλίσκος γενναίως ἀθλήσαντες. 

 
Ὁ Ἅγιος Θεοδώρητος ἱερομάρτυρας, πρεσβύτερος Ἀντιοχείας

 


Ἦταν τὰ θλιβερὰ χρόνια τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ παραβάτη, ποὺ ὁ ἀσεβὴς αὐτὸς αὐτοκράτορας ἐξεδίωκε τὴν Ἐκκλησία, προσπαθώντας ν᾿ ἀναστηλώσει τὴν εἰδωλολατρία. Οἱ διωγμοὶ αὐτοὶ βέβαια, ἐπεκτάθηκαν καὶ στὴν Ἀντιόχεια τὴν Μεγάλη.

Πολλοὶ ὅμως ἀπὸ τοὺς κληρικούς της, ἔμειναν ἀκλόνητοι στὴν παράταξή τους, προστατεύοντας καὶ ἐνθαῤῥύνοντας τὸ ποίμνιο μὲ τὴν παρουσία τους. Μεταξὺ τῶν ἡρῴων αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ Θεοδώρητος. Συνελήφθη λοιπὸν ἀπὸ τὸν ἔπαρχο τῆς πόλης (Ἰουλιανὸ ὀνομαζόμενο, ποὺ κατὰ τὸν Σ. Εὐστρατιάδη ἦταν θεῖος τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη), ἀλλὰ διατήρησε ὅλη τὴν ἀκεραιότητα τοῦ θάῤῥους του.

Ὁ ἔπαρχος στὴν ἀρχὴ τὸν περιποιήθηκε. Καὶ τόνισε τὴν μεγάλη ἀξία τοῦ Θεοδωρήτου, τὴν εὐφυΐα καὶ τὴν παιδεία του. Κατέληξε δὲ προτρέποντας τὸν Θεοδώρητο νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸ Χριστό, καὶ νὰ προσέλθει στὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων. Ὁ Θεοδώρητος τὸν ἄκουσε μὲ ὑπομονή, καὶ κατόπιν μεταξὺ ἄλλων εἶπε στὸν ἔπαρχο: «Πῶς νὰ προδώσω τὴν ἀλήθειαν, πῶς νὰ λιποτακτήσω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς πίστεως καὶ τῆς ζωῆς, πῶς νὰ ἀφήσω τὴν χριστιανικὴν ἐλπίδα, τὴν χύνουσαν τόσον φῶς καὶ τόσην παρηγοριὰν εἰς τοὺς ζοφώδεις ὁρίζοντας τοῦ βίου, πῶς νὰ φανῶ τόσον ἀχάριστος πρὸς τὸν Χριστόν μου, ὁ ὁποῖος ὑπὲρ ἐμοῦ ἔχυσε τὸ αἷμα του; Εἶμαι καὶ θὰ μείνω χριστιανός».
Ὁ ἔπαρχος, ἐξεπλάγη μὲν ἀπὸ τὸ θάῤῥος του, διέταξε ὅμως καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν.

 
Οἱ Ὅσιοι Ζήνων καὶ Ζωΐλος

Ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.

 
Ἡ Ὁσία Πιαμοῦν ἡ Παρθένος

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. Νωρὶς στερήθηκε τὸν πατέρα της, ἀλλὰ ἡ μητέρα της τὴν ἀνέθρεψε καὶ τὴν πότισε μὲ τὰ νάματα τῆς χριστιανικῆς εὐσέβειας. Μητέρα καὶ κόρη δόθηκαν μὲ ὅλη τους τὴν καρδιὰ σὲ ἔργα εὐσπλαχνίας καὶ φιλαδελφίας.

Μὲ τὸ μικρὸ τοὺς εἰσόδημα καὶ μὲ κόπους τῶν χεριῶν τους, παρηγοροῦσαν ἀσθενεῖς καὶ θλιβομένους. Ἐπίσης στήριζαν τὴν κλονισμένη πίστη τῶν γυναικῶν καὶ ἡ διαγωγή τους ἐνέπνεε ἀγάπη καὶ σεβασμό.

Ὅταν πέθανε ἡ μητέρα της, ἡ Πιαμοῦν αὔξησε τοὺς κόπους της στὶς ὑπηρεσίες τῶν εὐαγγελικῶν ἀγαθῶν. Ἡ ἁγιότητά της εἶχε φθάσει καὶ σὲ ἄλλες πόλεις. Κάποτε μάλιστα, κατάφερε μόνη της νὰ σώσει τὴν γενέτειρα πόλη της ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ὅταν δήλωσε σ᾿ αὐτοὺς τὸ ὄνομά της. Στὸ ἄκουσμα ἐκεῖνοι θυμήθηκαν τὸν Θεὸ καὶ ἀποχώρησαν εἰρηνικά.
Ἡ Ἁγία πέθανε μέσα σὲ ἄπειρες εὐλογίες καὶ γενικὸ ἦταν τὸ πένθος τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας της.

 
Ὁ Προφήτης Ἰωὰδ ἢ Ἰωήλ

Περιττῶς ἐδῶ ἐπαναλαμβάνεται ἡ μνήμη του. Βλέπε βιογραφία του τὴν 30η Μαρτίου, ὅπου καὶ ἡ κυρίως μνήμη του.

 
Ἡ Ὁσία Ἀλεξάνδρα ἡ ἐξ Ἀλεξανδρείας (4ος αἰ.)
 

 
Ἅγιος Ἰωάννης Πατριάρχης Γεωργίας 
 



Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἔζησε κατὰ τὸν 9ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ πατριάρχευσε στὴ Γεωργία ἀπὸ τὸ 1033 μέχρι τὸ 1048. Πρὶν τὴν ἐκλογή του, ὡς Πατριάρχου, εἶχε μονάσει στὴ μονὴ τοῦ Καλίπου, στὴν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, ὅπου μόναζαν πολλοὶ Γεωργιανοὶ μοναχοί.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1048.

Η Εκκλησία δεν με ξεχνά ποτέ...

  αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος Με παρρησία (Ιερά Μητρόπολη Βεροίας)  -  εικ . Μέσα στην ησυχία του Αγίου Βήματος  αρχίζει το αόρατο μυστήριο· ...