Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Ιουλίου 10, 2012

Η ταφή,η εκταφή και τα άλιωτα σώματα.Θεολογική προσέγγιση



                                  1. Πού;
Από τους πρώτους χρόνους της χριστιανωσύνης, υπήρχε συνήθεια να θάβονται οι χριστιανοί, καί μέσα οτούς ναούς, σε ειδικούς χώρους, ή καί κάτω από το "Αγιο Βήμα. Γι' αυτό οάγιος Έφραίμ ό Σύρος, ορίζει στην διαθήκη του να μην ταφεί οτόν ναό, ή κάτω από το θυσιαστήριο του ναού. Αυτό γινόταν καί στην πατρίδα μας, ιδίως στα νησιά, μέχρι τελευταία, κατά τα χρόνια της σκλαβιάς, ως μαρτυρεί ό άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης (Πηδάλιο έκδ. Αστέρος σελ. 293, ύποσημ.). Σήμερα όμως ό χώρος ενταφιασμού των νεκρών, είναι αποκλειστικά ό ειδικός χώρος του νεκροταφείου.Μπαίνοντας, λοιπόν, το σώμα στην γη, στον τάφο αρχίζει νά λυώνει. Φθείρεται, γίνεται ένα με την γη «γη εΐ καί εις γήν άπελεύσει». Λέγεται, πώς πρώτα φθείρεται το μάτι, επειδή άπ' αυτό το μάτι, την όραση του καρπού, ήρθε ή αμαρτία στον κόσμο. Καί επειδή το σώμα φθείρεται, μυρίζει αναπόφευκτα.Έχει όμως σημασία το πού ακριβώς θά ταφεί ο νεκρός. Ό Τωβίτ λέει στο παιδί του: «παιδίον, εάν αποθάνω θάψον με, καί με ύπερίδης τήν μητέρα  σου... όταν άποθάνη θάψον αυτήν παρ' έμοί εν ένί τάφω»(Τωβίτ,δ'3-5).Ηταν τιμωρία γιά τόν προφήτη Αχιά τό νά μήν ταφεί στήν γη των πατέρων του. (Γ Βασιλειών, ιγ', στίχ. 22). Ό Μωυσήςφεύγοντας από την Αίγυπτο πήρε μαζί του τα οστά του Ιωσήφ, εκπληρώνοντας την έπιθυμία του Πάγκαλου Ιωσήφ. (Γένεσ.50,25). Έπιθυμία τού Ιακώβ ήταν να ταφεί στην γη Χαναάν, ενώ πέθανε στην Αίγυπτο. «Ό πατήρ μου ώρκισέ με λέγων: Έν τώ μνημείω ό ώρυξα έμαυτώ έν γή Χαναάν, εκεί με θάψεις» Γένεσ. ν' 5). Ό άγιος Ανδρόνικος επιθυμούσε να πεθάνει εκεί πού τάφηκε ή σύζυγος του, αγία Αθανασία. Εκεί πέθανε και ετάφη, καίτοι ο Γέροντας του Δανιήλ, του πρότεινε να ακολουθήσει! Ό πρώτος Αρχιεπίσκοπος της Σερβίας, άγιος Σάββας (+1235) μετέφερε τα οστά του πατέρα του, αγίου Συμεών, από το Άγιο Όρος στην Σερβία, στο μοναστήρι της Στουντένιτσας. Ό άγιος Χρυσόστομος, θαμμένος ως έξόριοτος στα Κόμανα της Μ. Ασίας αρνιόταν επιμόνως, καί κατά τρόπο θαυματουργικό, να μεταφερθούν τα άγια λείψανα του, στην Κων/πολη. Ό στρατηγός του Μ. Κων/νου, Λεόντιος, αρρώστησε βαρεία. Καί έγινε καλά από τον άγιο Δημήτριο, άφοϋ προσκύνησε τον τάφο του. Γυρίζοντας για την πατρίδα του, προσκύνησε τον τάφο του. Γυρίζοντας για την πατρίδα του, ζήτησε λείψανα του αγίου για να φτιάξει εκεί εκκλησία είς μνήμη του αγίου. Του παρουσιάζεται, όμως, ό άγιος καί του λέει: «Να μη με διαχώρισης, αλλά να με άφήσης άκέραιον είς τήν πατρίδα μου» (Μέγας Συναξαριστής, Όκτώβριος σελ. 602). Ό νεοφανής άγιος "Αρσένιος ό Καππαδόκης, είπε σε κάποιο δούλο του Θεοϋ «Εσύ θα κατεβής εδώ εγώ θα κατεβώ στην Θεσ/νίκη, διότι εκεί μένω»( Ό άγιος Αρσένιος ό Καππαδόκης σελ. 31). Ή δούλη του Θεού Ελευθερία, θαμμένη σε τούρκικο νεκροταφείο δεν είχε καθόλου ανάπαυση στην ψυχή της! (αυάτόθι σελ. 129). Φαίνεται, πώς η  Παναγίαείχε κάποια επιθυμία: Γεθσημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα».Αυτά, λοιπόν, δείχνουν πώς οί ψυχές αναπαύονται όταν ενταφιάζονται έκεί πού επιθυμούν
2. Έκταφή-'Άλυωτα σώματα.

Σέ τρία περίπου χρόνια το νεκρό σώμα διαλύεται. Υπάρχουν βεβαια καί περιπτώσεις πού καί μετά τα τρία χρόνια, το σώμα παραμένει άλυωτο. Αυτό οφείλεται είτε οτήν μορφολογία του εδάφους είτε στην Ιδιοσυγκρασία του σώματος. Φυσιολογικά, το σώμα σε 5-7 χρόνια να διαλυθή. Καί άφοϋ διαλυθή γίνεται έκταφή. Παίρνουν τα κόκκαλά του, τα πλένουν με κρασί, τα θέτουν σε ειδικό κιβώτιο, τα φέρνουν στην εκκλησία, οτό μέσο καί γίνεται κανονικό μνημόσυνο. Κατόπιν, ή τα εναποθέτουν σε ειδικό οικίσκο του ναού ή ξανά ατό τάφο. "Αν όμως το σώμα δεν διαλύεται, καί επί πλέον έχει παραμορφωθεί, φουσκωμένο ως τύμπανο, τότε αυτό είναι ανησυχη­τικό. Σημείο πώς ή ψυχή βασανίζεται. Υποφέρει. Διότι σε κάτι είναι «δεμένη». Τί, λοιπόν, συμβαίνει;
α) Να είναι από κάποιον καταραμένη!
β) "Η ό ίδιος ό άνθρωπος να καταράσθηκε τον εαυτόν του να τον αναθεμάτισε, καί να ορκίσθηκε σ' αυτόν,
 γ. "Η, νάταν άδικος πολύ (έκλεβε, αδικούσε).
Ή Εκκλησία θέσπισε είδικές συγχωρητικές ευχές «είς πάσαν άράν καί άφορισμόν είς τεθνεώτα, άναγινωσκόμενα παρ' Άρχιερέως, ή έξ' ανάγκης παρά Πνευματικού Πατρός, εί ου πάρεστιν 'Αρχιερεύς» (Ή θεία Λειτουργία κ.λ.π., Δ. Σαλιβέρου, σελ. 102). Καί μεταξύ άλλων λένε οί ευχές: είτε ύπό, κατάραν πατρός ή μητρός, ε'ίτε τω ίδίω άναθέματι ύπέπεσεν ό δούλος σου ούτος (δείνα) είτε τίνα των ιερωμένων παρεπϊκρανε, καί παρ' αύτοϋ δεσμόν άλυτον έδέξατο, είτε υπό Άρχιερέως βαρυτάτω άφορισμώ περιέπεσε καί αμέλεια ή ραθυμία  χρησάμενος, ουκ έτυχε συγχωρήσεως, συγχώρησαν αύτώ δι' έμαυτου αμαρτωλού».
Στόν   βίον   του   αγίου   Διονυσίου   Αρχιεπισκόπου   Ζακύνθου, διαβάζαμε: «Ευρισκόμενος ό "Αγιος είς την πόλιν, έτυχε να ανοίξουν τάφον εις τον Ναόν του αγίου Νικολάου των Ξένων, οϋτω καλούμενον διότι εκεί ένεταφιάζοντο οΐ ξένοι, είναι δε ό Ναός ούτος καί Μητρόπολις της Ζακύνθου. Είς τον τάφον αυτόν επρόκειτο να ενταφιάσουν, άλλο λείψανον καί εύρον σώμα γυναικός προ πολλού άποθαμένης, το όποιον ήτο άδιάλυτον με τα ενδύματα του, διότι άπέθανεν με δεσμόν αφορισμού ή ταλαίπωρος. Ήλθον όθεν οι συγγενείς  αυτής  καί προσέπεσον  είς  τους  πόδας του  Αγίου, παρακαλούντες αυτόν με δάκρυα να ύπάγη είς τον Ναόν αυτόν να ανάγνωση εύχήν συγχωρητική είς εκείνο το δεδεμένον σώμα, ϊσως καί ο Κύριος ήθελε εισακούσει την δέησίν του. Ευοπλαχνισθείς ό "Αγιος τα δάκρυα των έπήγεν είς τον Ναόν νύκτα βαθείαν, έχων είς την συνοδείαν του τον Διάκονόν του καί τον Έφημέριον του αύτοϋ Ναού, ίδών το πτώμα εκείνο προοτάσσει να το έκβάλουν έξω από τον τάφον καί να τον στήσουν ορθόν είς εν στασίδιον της Εκκλησίας. Τότε φορών τό έπιτραχήλιον του καί το ώμοφόριον,κλίνας τα γόνατα καί προσευχόμενος ώραν ικανήν, έδέετο του Θεού με θερμά δάκρυα να λύση από τον δεσμόν του αφορισμού το άλυτον εκείνο σώμα. Ενώ δε ό "Αγιος άνεγίνωσκεν έπ' αύτοϋ την ουγχωρητικήν εύχήν, ω του θαύματος!, ως να ήτο έμψυχον το άπνουν εκείνο σώμα, κλίναν την κεφαλήν με κάποιον σχήμα προσκυνήσεως προς τον "Αγιον, ως δι' εύχαριστίαν της μεγάλης χάριτος,την οποίαν έλαβεν, έπεσε καταγής καί διελύθη παντελώς είς χώμα καί οστά... Παρόμοιον θαύμα έκαμε καί  εις  άλλου  ανδρός   άφορισμένον   λείψανον,  εις   χωρίον Καταστάριον» (Μέγας Συναξαριοτής, Δεκέμβριος, αελ. 491).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ.
 "Ηδη από την παλαιολιθική εποχή, έχομε σεβασμό στο νεκρό καί ιδέα της μέλλουσας ζωής. (Παν. Τρεμπέλα, απολογητικοί Μελέται τ.Γ. σελ. 364) Εκείνο όμως πού έχει ιδιαίτερη σημασία εδώ, είναι πώς ή ταφή ενός νεκρούς στους πρωτόγονους λαούς, «χρωματιζόταν >· από την αΙώνια ζωή. Γι' αυτό έβαζαν τον πεθαμένο σε φέρετρο, σχήμα βάρκας, σύμβολο πλεύσεως προς την αθανασία. Οί πενθούντες λούζονταν ομαδικά στο κοντινό ποτάμι ή για ένα διάστημα έκαναν αποχή από ορισμένα φαγητά καί από τις συζυγικές σχέσεις, καί απομονώνονταν από τον κόσμο. Καί δλα αύτά γινόταν με την πίστη πώς ό νεκρός έφυγε από τον παρόντα κόσμο καί πάει στόν άλλο κόσμο. Γι'αυτό θά πρέπει άπό ·δω νά θοηθηθεΙ»(E.O.James,The origins of religion,London P.68-87).
II. Ή κατάρα από λαϊκό είναι αβέβαιο αν «θα πιάσει». Από κληρικό όμως εΐναι σίγουρο. Διότι ό κληρικός έχει ιερωσύνη. Καί ιερωσύνη σημαίνει εξουσία. Καί ή κατάρα είναι χρήση εξουσίας. "Εχουμε αναρίθμητα καί συγκλονιστικά περιστατικά, που δείχνουν την καταπληκτική ενέργεια της κατάρας των κληρικών! Ακόμα καί άγιος, καί μάρτυρας να γίνει ό άλλος, αν έχει δεσμό ή κατάρα από Ιερέα, ό δεσμός δεν λύνεται, αν δεν διαβασθή ή ειδική συγχωρητική
Από το βιβλίο του αρχ.Βασιλείου Μπακογιάννη «Μετά θάνατον»;

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΟΣ ΕΥΦΗΜΙΑ (11 ΙΟΥΛΙΟΥ) π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΟΡΜΠΑΡΑΚΗΣ





«Η αγία αυτή και ένδοξη μεγαλομάρτυς Ευφημία, διέλαμψε κατά τους καιρούς του αυτοκράτορα Διοκλητιανού και του Πρίσκου, ανθυπάτου της Ευρώπης. Υπήρξε γέννημα και θρέμμα της πόλης της Χαλκηδόνας, καταγόμενη από ευγενείς και θεοσεβείς γονείς. Κατηγορήθηκε όμως στον ηγεμόνα ως χριστιανή, και γι’ αυτό την έρριξαν πρώτα στη φωτιά, έπειτα στα θηρία, και στη συνέχεια μηχανεύτηκαν και άλλα βασανιστήρια, τα οποία τα υπέμεινε όλα η αγία με γενναιότητα και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου. Το ιερό λείψανό της διασωζόταν από τους ευσεβείς χριστιανούς στην πόλη της Χαλκηδόνας, όπου και είχε οικοδομηθεί εις τιμήν της περικαλλής ναός. Στα χρόνια των ευσεβεστάτων βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας, συγκροτήθηκε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος των εξακοσίων δέκα πατέρων στη Χαλκηδόνα (451 μ.Χ.), η οποία αναθεμάτισε τους αιρετικούς μονοφυσίτες Ευτυχή και Διόσκορο και διατύπωσε την αληθινή πίστη περί του Κυρίου μας Ιησού Χριστού – δύο τέλειες φύσεις, ανθρώπινη και θεϊκή, ενωμένες στη μία Του θεϊκή υπόσταση «ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως». Επειδή όμως δεν πείθονταν οι αιρετικοί, γι’ αυτό και σκέφτηκαν οι θεοφώτιστοι Πατέρες το εξής: να γράψουν την ορθόδοξη πίστη σε τόμο και αντιστοίχως να κάνουν και οι αιρετικοί, τους δε δύο αυτούς τόμους να τους εναποθέσουν σφραγισμένους στο στήθος της αγίας, μέσα στη λάρνακά της, κάτι που έγινε. Αργότερα, όταν άνοιξαν τη λάρνακα, τον μεν τόμο των αιρετικών τον βρήκαν ριγμένο υπό τους πόδας της αγίας, τον δε των ορθοδόξων να κρατείται από τη μεγαλομάρτυρα στα τίμια χέρια της. Αυτό βλέποντας όλοι, οι μεν αιρετικοί γέμισαν από ντροπή, οι δε ορθόδοξοι από χαρά. Το χαριτόβρυτο αυτό λείψανό της, ακέραιο, μετακομίστηκε, πριν από την άλωση, από τη Χαλκηδόνα στην Κωνσταντινούπολη, όπου και ανηγέρθη ναός εις τιμήν της αγίας, και μετά την άλωση (1453), μετά από διάφορες αναγκαίες μετακομίσεις, τοποθετήθηκε οριστικά στον ναό του αγίου Γεωργίου του τροπαιοφόρου στο Φανάρι, εκεί που μέχρι σήμερα ευρίσκεται, τιμώμενο και σεβόμενο έκτοτε όχι μόνο από τους ορθοδόξους χριστιανούς, αλλά και από τους ετεροδόξους. Τελείται δε η μνήμη και πανήγυρη της αγίας, κατά την 11η Ιουλίου, κατά την οποία συρρέουν πλήθη πιστών, για ν’  ασπαστούν το ιερό λείψανό της και ν’  αξιωθούν πολλών ιαμάτων».

Η αγία Ευφημία έγινε ιδιαιτέρως γνωστή στις ημέρες μας, γιατί σχετίστηκε με μία θαυμαστή παρουσία της στον Γέροντα Παΐσιο, τον αγιορείτη, το 1987. Όπως ο ίδιος διηγήθηκε, σε κάποια κρίση που τότε υπήρξε μεταξύ της Εκκλησίας και της Πολιτείας, ο Γέροντας δέχτηκε την επίσκεψή της στο Άγιον Όρος, προφανώς γιατί ο Γέροντας έκανε έμπονη προσευχή για την υπέρβαση της κρίσης. Και ο Θεός θέλησε να του φανερώσει την εξέλιξη των πραγμάτων, στέλνοντας την αγία εκείνη, που σε ανάλογη εποχή κρίσης, όπως είδαμε και στο συναξάρι, έδωσε την απάντηση. Αλλά πέραν αυτού, ο Γέροντας είχε την ευκαιρία να θαυμάσει, όπως είπε, το πώς μία νεαρή κοπέλα άντεξε τόσα βασανιστήρια για χάρη του Χριστού, ενώ άκουσε άμεσα από το στόμα της ό,τι ο απόστολος Παύλος διακηρύσσει στην Καινή Διαθήκη: «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν εις υμάς αποκαλυφθήναι δόξαν».

Η ολοζώντανη παρουσία της αγίας Ευφημίας στον Γέροντα υπήρξε μία απτή επιβεβαίωση του πόσο ζωντανοί είναι οι άγιοί μας, ακόμη και μετά θάνατον. Ο θάνατος δηλαδή δεν συνιστά ένα τέλος, ως εξαφάνιση και εκμηδένιση του ανθρώπου – αυτό που πρεσβεύει η αθεΐα – αλλά ένα απλό όριο, που τον μεταθέτει  στην όντως ζωή, εκεί που είναι η αληθινή πατρίδα, κατά το «ουκ έχομεν μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» του αποστόλου Παύλου. Η μέλλουσα αυτή πόλη είναι στην πραγματικότητα ο ίδιος ο Χριστός, η ζωή δηλαδή και πάλι μέσα σ’  Αυτόν, με την έννοια ότι αυτό που ζει ένας πιστός εδώ, στον κόσμο τούτο, συνεχίζεται με πολύ καθαρότερο και ορατότερο τρόπο και μετέπειτα. «Εάν τε ζώμεν, εάν τε αποθνήσκωμεν, του Κυρίου εσμέν». Διότι δεν υφίσταται πια η παχύτητα του σκηνώματός μας, του σώματος, και έτσι ατενίζει ο πιστός τον Χριστό -  τον Οποίο και στον κόσμο αυτό ζούσε, αλλά θολά και ανιγματικά – «πρόσωπον προς πρόσωπον». Ότι βεβαίως η κατάσταση αυτή συνιστά την παραδείσια χαρμόσυνη κατάσταση των αγίων, θεμελιωμένη στην ανάσταση εκ των νεκρών του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, είναι περιττό και να πούμε.

Την πραγματικότητα αυτή της μετά θάνατον ζωής, που διακηρύσσει η Εκκλησία μας, ως το κατεξοχήν βάθρο της πίστης της – ο Χριστός γι’  αυτό κυρίως ήρθε: «ίνα ζωήν έχωσιν οι άνθρωποι, και περισσόν έχωσιν» - προβάλλει με τον αισθητότερο τρόπο και η εορτή της αγίας Ευφημίας. Ένα τροπάριο μάλιστα από την ακολουθία του όρθρου μάς γοητεύει εμμελώς: «Ώ, ξένον τεράστιον! νεκρά μεν εν τω μνήματι, θαύματα τελεί δ’  ώσπερ τις ζώσα, κρείττονα λίαν ή κατά άνθρωπον, αιμάτων εκβλύζουσα κρουνούς, είς ένδειξιν μείζονα, ότι ζώσιν οι δίκαιοι». Δηλαδή: Ώ, παράξενο τεράστιο! νεκρή μεν στο μνήμα (η αγία), κάνει θαύματα σαν ζωντανή, πολύ ανώτερα απ’  όσα μπορεί ο άνθρωπος, με το να εκβλύζει κρουνούς αιμάτων, σε ένδειξη μεγάλη ότι ζουν οι δίκαιοι (και μετά θάνατον). Και για να μιλήσουμε, πάνω στο θέμα,  και με τον λόγο ενός συγχρόνου αγαπημένου αγίου, του Σιλουανού του ΄Αθω: «οι άγιοι ζουν σ’  άλλον κόσμο κι εκεί βλέπουν με το ΄Αγιο  Πνεύμα τη θεία δόξα και την ομορφιά του προσώπου του Κυρίου. Αλλά με το ίδιο ΄Αγιο Πνεύμα βλέπουν και τη ζωή και τα έργα μας. Γνωρίζουν τις θλίψεις μας κι ακούνε τις θερμές προσευχές μας…Κι αν στη γη η αγάπη δεν μπορεί να λησμονήσει τον αδελφό, πολύ περισσότερο στους ουρανούς οι άγιοι δεν μας λησμονούν και δέονται για μας».

Ὅποιος θέλει νὰ σωθεί . Μικρὸς Ευεργετινός


ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΣΩΘΕΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΕΦΕΤΑΙ ΜΕ ΕΝΑΡΕΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ.(ΜΙΚΡΟΣ ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ)

Ὁ ἀββᾶς Παλλάδιος εἶπε:
- Ἡ ψυχὴ ποὺ ἀγωνίζεται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, πρέπει ἢ νὰ μαθαίνει σωστὰ ὅσα δὲν ξέρει ἢ νὰ διδάσκει μὲ σαφήνεια ὅσα ἔμαθε. Ἂν δὲν θέλει νὰ κάνει τίποτε ἀπὸ τὰ δυό, τότε δὲν εἶναι καλά. Γιατὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀποστασίας βρίσκεται στὴν ἔλλειψη τῆς διδαχῆς καὶ στὴν ἀνορεξία τοῦ θείου λόγου, ποὺ τὸν πεινάει πάντα ἡ φιλόθεη ψυχή. 
***
Εἶπε πάλι ὁ ἀββᾶς Παλλάδιος:
- Περισσότερο κι ἀπὸ παράθυρο φωτεινό, πρέπει νὰ κυνηγάει κανεὶς τὶς συναναστροφὲς ἐνάρετων ἀνθρώπων, γιατὶ μὲ τὴ βοήθειά τους θὰ μπορέσει νὰ δεῖ τὴν καρδιά του σὰν ἕνα καθαρογραμμένο βιβλίο καί, συγκρίνοντας τὴ ζωή του μὲ τὴ ζωὴ ἐκείνων, νὰ διαπιστώσει τὴ δική του ρᾳθυμία ἢ ἐπιμέλεια. Γιατὶ στοὺς ἐνάρετους ὑπάρχουν πολλά, καὶ ἐξωτερικὰ ἀκόμα στοιχεῖα, ποὺ φανερώνουν τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς τους: τὸ χρῶμα, ποὺ ἁπλώνεται στὸ πρόσωπο μὲ τὴ θεάρεστη πολιτεία, ὁ τρόπος τῆς ἐνδυμασίας, ἡ ἁπλότητα τοῦ ἤθους, ἡ σεμνότητα στὰ λόγια, τὸ ἀπέριττο στὶς λέξεις, ἡ σύνεση στὶς σκέψεις, ἡ προσοχὴ στὶς ἐκδηλώσεις. Ὅλα τοῦτα ὠφελοῦν ὑπερβολικὰ ὅσους τὰ παρατηροῦν, καὶ ἀποτυπώνουν στὶς ψυχές 
τους ἀναλλοίωτα πρότυπα ἀρετῆς.
Ἕνας γέροντας – διηγήθηκε ὁ ἀββᾶς Κασσιανὸς – ποὺ ἀσκήτευε στὴν ἔρημο, παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ 
τοῦ δώσει τοῦτο τὸ χάρισμα: Ὅταν γίνεται πνευματικὴ συζήτηση, νὰ μὴ νυστάζει ποτέ, ὅταν ὅμως κανεὶς ἀργολογεῖ ἢ κατακρίνει, τότε νὰ τὸν παίρνει ὁ ὕπνος, γιὰ νὰ μὴ μολύνονται τ᾿ αὐτιά του μὲ τέτοιο δηλητήριο. Καὶ πραγματικά, τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε.
Ἔλεγε λοιπὸν αὐτὸς ὁ γέροντας, πὼς ὁ διάβολος εἶναι θιασώτης τῆς ἀργολογίας καὶ ἀντίπαλος κάθε πνευματικῆς διδαχῆς.
Ἐπιβεβαίωνε μάλιστα τὸ λόγο του μὲ τοῦτο τὸ παράδειγμα:
- Μιὰ φορά, καθὼς μιλοῦσα γιὰ ψυχωφελῆ ζητήματα σὲ κάποιους ἀδελφούς, τόσο πολὺ νύσταξαν, ποὺ δὲν μποροῦσαν οὔτε τὰ βλέφαρά τους νὰ κουνήσουν. Κι ἐγὼ τότε, θέλοντας νὰ φανερώσω πὼς αὐτὸ συμβαίνει ἀπὸ δαιμονικὴ ἐνέργεια, ἄρχισα ν᾿ ἀργολογῶ. Στὴ στιγμὴ ξενύσταξαν κι ἔγιναν ὁλόχαροι! Ἀναστέναξα καὶ τοὺς εἶπα: «Δέστε, ἀδελφοί μου! Ὅσο μιλούσαμε γιὰ οὐράνια πράγματα, τὰ μάτια ὅλων σας τὰ ἔκλεινε ὁ ὕπνος. Μόλις ὅμως ἀκούστηκαν λόγια μάταια, ὅλοι ξενυστάξατε καὶ ἀκούγατε πρόθυμα. Σὰς παρακαλῶ λοιπόν, ἀδελφοί, νὰ συναισθανθεῖτε τὴν ἐνέργεια τοῦ πονηροῦ δαίμονα, κι ἔτσι νὰ εἶστε προσεκτικοὶ καὶ νὰ φυλάγεστε ἀπὸ τὸ νυσταγμό, κάθε φορὰ ποὺ κάνετε ἢ ἀκοῦτε κάτι πνευματικό». 
***
Τρεῖς πατέρες εἶχαν τὴ συνήθεια νὰ πηγαίνουν κάθε χρόνο στὸν μακάριο Ἀντώνιο. Ἀπ᾿ αὐτοὺς οἱ δυὸ τοῦ ἔκαναν διάφορες ἐρωτήσεις γιὰ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς. Ὁ τρίτος ὅμως σώπαινε καὶ δὲν ρωτοῦσε τίποτα. Ἀφοῦ λοιπὸν ἦρθαν πολλὲς φορὲς καὶ ὁ ἀδελφὸς ἐκεῖνος ἔτσι πάντα σώπαινε, μὴ ρωτώντας τὸ παραμικρό, τοῦ λέει κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:
- Μὰ τόσον καιρὸ ἔχεις ποὺ ἔρχεσαι ἐδῶ, καὶ δὲν μὲ ρωτᾷς τίποτα;
Ἐκεῖνος τότε ἀποκρίθηκε:
- Μοῦ φτάνει μόνο ποὺ σὲ βλέπω, πάτερ. 
***
Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος, ὅτι ὅσο ζοῦσαν οἱ γέροντες, ποὺ ἔμεναν δώδεκα μίλια μακριὰ ἀπὸ τὸ κελί του, πήγαινε καὶ τοὺς συναντοῦσε δυὸ φορὲς τὸ μήνα. Τοὺς φανέρωνε κάθε λογισμό του. Κι ἐκεῖνοι δὲν τοῦ ἔλεγαν τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο τοῦτο:
«Ὅπου κι ἂν βρεθεῖς, μὴ λογαριάζεις τὸν ἑαυτό σου, καὶ θὰ ἔχεις ἀνάπαυση».
Διηγήθηκαν γιὰ ἕνα γέροντα, ὅτι νήστεψε ἑβδομήντα ἑβδομάδες, τρώγοντας μόνο μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα, καὶ παρακαλώντας στὸ διάστημα αὐτὸ τὸ Θεὸ νὰ τοῦ φανερώσει τὴ σημασία ἑνὸς χωρίου τῆς Γραφῆς. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν τοῦ τὴν ἀποκάλυψε.
Λέει τότε μέσα του:
«Νά, τόσους κόπους ἔκανα, καὶ τίποτα δὲν κατόρθωσα. Ἂς πάω λοιπὸν στὸν ἀδελφό μου καὶ ἂς τὸν ρωτήσω».
Φεύγοντας ὅμως, καθὼς ἔκλεινε πίσω τοῦ τὴν πόρτα, ἔστειλε ὁ Κύριος ἕναν ἄγγελο, ποὺ τοῦ εἶπε:
- Οἱ ἑβδομήντα ἑβδομάδες τῆς νηστείας σου δὲν ἔφτασαν στὸ Θεό.
Ὅταν ὅμως ταπεινώθηκες καὶ κίνησες νὰ πᾶς στὸν ἀδελφό σου, Ἐκεῖνος μ᾿ ἔστειλε γιὰ νὰ σοῦ ἐξηγήσω τὸ ρητό.
Καὶ ἀφοῦ τὸν πληροφόρησε γιὰ τὴ σημασία τοῦ χωρίου ποὺ ζητοῦσε, ἀναχώρησε. 
***
Εἶπε κάποιος γέροντας:
- Αὐτὸς ποὺ μπαίνει σὲ ἀρωματοπωλεῖο, κι ἂν ἀκόμα δὲν ἀγοράσει τίποτα, παίρνει πάντως ἐπάνω του κάποια εὐωδία. Ἔτσι συμβαίνει καὶ μ᾿ αὐτὸν ποὺ ἐπισκέπτεται τοὺς πατέρες. Ἂν θελήσει νὰ ἐργαστεῖ πνευματικά, τοῦ δείχνουν τὸ δρόμο τῆς ταπεινώσεως, ποὺ τὸν προστατεύει σὰν τεῖχος ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν δαιμόνων. 
***
Πῆγε κάποτε στὸν Ἀββᾶ Φήλικα ἕνας ἀδελφός, ἔχοντας μαζί του καὶ μερικοὺς κοσμικούς. Παρακάλεσε λοιπὸν τὸν Ἀββᾶ νὰ τοὺς πεῖ ὠφέλιμο λόγο. Ὁ γέροντας ὅμως σώπαινε. Ὁ ἀδελφὸς συνέχισε νὰ τὸν παρακαλεῖ ὥρα πολλή, ὁπότε ἐκεῖνος τοὺς εἶπε:
- Θέλετε ν᾿ ἀκούσετε ψυχωφελῆ λόγο;
- Ναί, Ἀββᾶ, ἀποκρίθηκαν.
- Δὲν ὑπάρχει πιὰ λόγος, εἶπε ὁ γέροντας. Γιατὶ ὅταν οἱ ἀδελφοὶ ρωτοῦσαν τοὺς γέροντες καὶ ἔκαναν ὅσα ἐκεῖνοι τοὺς συμβούλευαν, ὁ Θεὸς ἔδινε λόγο, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν ἐκεῖνοι ποὺ ρωτοῦσαν. Τώρα ὅμως, ἐπειδὴ ρωτᾶνε ἀλλὰ δὲν ἐφαρμόζουν ὅσα ἀκοῦνε, πῆρε ὁ Θεὸς τὴ χάρη τοῦ λόγου ἀπὸ τοὺς γέροντες. Δὲν βρίσκουν πιὰ τί νὰ ποῦν, γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἐργάτης τῆς ἀρετῆς.
Ὅταν τὸν ἄκουσαν οἱ ἐπισκέπτες, ἀναστέναξαν καὶ εἶπαν:
- Προσευχήσου γιὰ μᾶς, Ἀββᾶ. 

Γέροντας Πορφύριος: "Θὰ 'ρθούν δύσκολοι καιροὶ καὶ ὁ κόσμος θὰ χρειασθεῖ φροντίδα ἀπὸ τὰ Μοναστήρια"


«Τὴν ἄνοιξη τοῦ 1985, (ἀφηγεῖται ἡ Γερόντισσα Θεοδοσία), εὑρισκόμενη εἰς τὴν Μονὴν τῶν ἁγίων Θεοδώρων Καλαβρύτων, μία νύχτα περίπου 2.302 πρωϊνή, ἄκουσα λίγο πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ κελλιοῦ μου, στὴν αὐλὴ τῆς Μονῆς, κάποιον νὰ σκάβει. Γιὰ νὰ βεβαιωθῶ, ἔσβησα τὸ φῶς τοῦ κελλιοῦ μου καὶ κοίταξα ἀπὸ τὸ παράθυρο. Εἶδα ὅτι ἀναβόσβηνε ἕνας φακός. Τότε ἔκανα μία προσευχὴ στοὺς θαυματουργοὺς Ἁγίους μας νὰ μᾶς προστατεύσουν. Ἤλεγξα τὰ παράθυρα καὶ τὶς σαθρὲς πόρτες πρὸς τὴν αὐλὴ τῆς ἐρειπωμένης Μονῆς, μήπως εἰσχωρήσουν στὸ ἐσωτερικό της, καὶ ἀφοῦ διεπίστωσα ὅτι ἐπικρατοῦσε ἡσυχία στὸ χῶρο αὐτό, ἐπέστρεψα στὸ κελλί μου.
Τὸ πρωΐ εἴχαμε μία ἰδιωτικὴ λειτουργία. Τὴν ὥρα ποῦ ἑτοιμαζόμουν νὰ πάω στὴν Ἐκκλησία, ὥρα 5.552 πρωϊνή, χτύπησε τὸ τηλέφωνο. Σκέφτηκα μήπως κάποια πονεμένη ψυχὴ ἔχει κάποιο πρόβλημα - κάτι ἄλλωστε ποῦ συνέβαινε συχνὰ - καὶ σήκωσα τὸ τηλέφωνο. Πρὸς μεγάλη μου ἔκπληξη ἄκουσα:
- «Ἄκου παιδάκι μου, εἶμαι ὁ Γέροντας Πορφύριος. Μὴ βγεῖς ἔξω ποὺ ἀκοῦς καὶ σκάβουν, θὰ σὲ χτυπήσουν. Διαβολεμένοι ἄνθρωποι γυρίζουν στὸ Μοναστήρι σου».
- Τὸν ἐρωτῶ: «Γέροντα, γιατί σκάβουν; Βρῆκαν τίποτα;»
- Ἀπαντᾶ: «Ὄχι παιδάκι μου, τὰ ἔχουν πάρει ἄλλοι νωρίτερα».
- Τὸν ἐρωτῶ πάλι: «Γέροντα ἔχετε ἔλθει στὸ....

 Μοναστήρι μας;»
- Μοῦ ἀπαντᾶ: «Ὄχι παιδάκι μου, ἀλλὰ τώρα εἶμαι ἐκεῖ. Ρώτα μὲ ὅτι θές».
Παίρνοντας λοιπὸν ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ λόγο τοῦ αὐτό, τὸν ρώτησα γιὰ τὴν ἱστορικῆς σημασίας σπηλιὰ τοῦ Μοναστηριοῦ μας ...;
...; - Μὲ ἐρωτᾶ: «Ποιὰ σπηλιά; Γιατί εἶναι δύο σπηλιὲς κοντά σας. Αὐτὴ ποῦ κάθισαν οἱ πρῶτοι μοναχοί;»
- Τοῦ ἀπαντῶ: «Ναὶ Γέροντα».
Μοῦ λέει:
«Καλὸ εἶναι, παιδάκι μου, νὰ τὸ κάνης αὐτό, γιατί ἡ σπηλιὰ εἶναι ἁγιασμένη. Ἀλλὰ θὰ σὲ ἀφήσουν οἱ χωρικοί; Θὰ ἀντιδράσουν».
Ἔμεινα μὲ τὸ ἀκουστικὸ στὸ χέρι, χωρὶς νὰ μιλάω ἀπὸ τὴν ἔκπληξή μου, γιατί μου μιλοῦσε γιὰ γεγονότα.
Ἂς σημειωθεῖ ὅτι ὄντως ὑπάρχουν δύο σπηλιές, ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν τὴν εἴχαμε δεῖ τὴ δεύτερη σπηλιά, καίτοι εἴχαμε ἐγκατασταθεῖ στὴ Μονὴ περισσότερο ἀπὸ ἕνα χρόνο. Μᾶς τὸ εἶχαν πεῖ ὅμως οἱ βοσκοὶ τῆς περιοχῆς, ὅτι ὑπάρχει καὶ δεύτερη σπηλιά.
Τὴν ὥρα λοιπὸν ποὺ εἶχα μείνει ἀμίλητη μὲ τὸ ἀκουστικὸ στὸ χέρι, ἀκούω τὸ Γέροντα νὰ μοῦ λέει: «Ψάρια, Γερόντισσα, Ψάρια!».
- Τὸν ἐρωτῶ: «Τί ψάρια, Γέροντα;»
- «Παιδάκι μου», μοῦ λέει, «τὸ νερὸ ἀπὸ τοὺς κούτουλες δὲν εἶναι κατάλληλο γιὰ ψάρια; Βάλε λοιπὸν ψάρια νὰ φάει ὁ κόσμος. Θὰ 'ρθούν δύσκολοι καιροί!».
Καὶ ὄντως, ὅταν εἴχαμε ἐγκατασταθεῖ στὸ Μοναστήρι, ἐξήτασα στὸ Χημεῖο τῶν Πατρὼν τὸ νερό, ποὺ τρέχει ἄφθονο ἀπὸ τοὺς δύο κούτουλες (πηγὴ) στὴν αὐλὴ τῆς Μονῆς, ἂν εἶναι πόσιμο καὶ παράλληλα ἂν εἶναι κατάλληλο γιὰ ψάρια, ὥστε νὰ καλύπτει τὶς ἀνάγκες τῆς Μονῆς καὶ τῶν φιλοξενουμένων προσκυνητῶν της. Ὄντως τὸ νερὸ ἀπεδείχθη καθαρὸ καὶ κατάλληλο γιὰ ἰχθυοτροφεῖο ...; (ἀπὸ τὶς σέλ. 60, 62).
Τὴν παρουσία τοῦ Γέροντα (Πορφύριου) τὴν αἰσθανόμεθα ἔντονα, γιατί σὲ κάθε δίλημμα μᾶς ἐκεῖνος ἐπικοινωνοῦσε μαζί μας καὶ μᾶς ἔδινε λύση. Μία φορά, μοῦ εἶχε πεῖ τηλεφωνικῶς:
- «Παιδάκι μου, ἔχεις μεγάλο ἀγώνα, ἀλλὰ μὴ φοβᾶσαι, ἐγὼ κάθε βράδυ κάνω μαζί σας προσευχή».
Ἂς σημειωθεῖ ὅτι μὲ τὸν Γέροντα δὲν εἴχαμε συναντηθεῖ ποτέ, οὔτε τὸν εἶχα δεῖ ποτέ, μόνον εἶχα ἀκούσει γιὰ τὸ προορατικό του χάρισμα ἀπὸ ἄλλους, οὔτε ποτὲ εἶχα τηλεφωνικῶς ἐπικοινωνήσει μαζί του. Ἀπόρησα λοιπόν. Πῶς ἤξερε ἐμᾶς καὶ τὰ προβλήματά μας; Ποῦ βρῆκε τὸ τηλέφωνό μας;
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ πῆρα τηλέφωνο μία ἡγουμένη ἄλλου Μοναστηριοῦ, ποῦ γνώριζε τὸν Γέροντα, καὶ τὴν ρώτησα: «Μήπως, Γερόντισσα, δώσατε τὸν ἀριθμὸ τοῦ τηλεφώνου μας στὸν Γέροντα Πορφύριο;» Μοῦ ἀπαντᾶ: «Εἶναι ἀνάγκη νὰ τοῦ τὸν δώσω; Τὸ μυαλὸ τοῦ πατρὸς Πορφυρίου εἶναι τηλεόραση».
Κάποτε ἐπεσκέφθην μὲ μερικὲς ἀδελφές της Μονῆς μᾶς ἕνα ἄλλο Μοναστήρι. Ὁ Γέροντας Πορφύριος, ἐπειδὴ ὑπῆρχε ἕνα ἐπεῖγον καὶ σημαντικὸ θέμα, πῆρε ἐκεῖ τηλέφωνο, μὲ ζήτησε καὶ μοῦ εἶπε:
«Παιδί μου, τοὺς πέντε ἀνθρώπους ποῦ θέλουν νὰ καταθέσουν ὡς μάρτυρες γιὰ τὰ ὅρια τῆς Μονῆς σας, νὰ τοὺς ἀφήσεις νὰ προσέλθουν στὸ δικαστήριο. Πρέπει νὰ ἀκουστεῖ ἡ ἀλήθεια καὶ νὰ ὑπερασπισθεῖς ὅ,τι ἀνήκει στὴ Μονή, γιατί θαρθοῦν δύσκολοι καιροὶ καὶ ὁ κόσμος θὰ χρειασθεῖ φροντίδα ἀπὸ τὰ Μοναστήρια».
Πραγματικά, πέντε γηραιοὶ ἄνθρωποι, ποῦ ἤσαν εὐγνώμονες στὸ Μοναστήρι, μοῦ ζητοῦσαν ἐπιμόνως νὰ ποῦν τὴν ἀλήθεια σὲ μία ἀδικία ποῦ εἶχε γίνει εἰς βάρος τῆς Μονῆς. Ἔτσι κι ἔγινε καὶ ἡ Μονὴ δικαιώθηκε.
 Ἀπὸ τὶς σέλ. 63, 64 του βιβλίου "Ο ΓΕΡΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ, Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ", ΓΕΩΡΓΙΟΥ Σ. ΚΡΟΥΣΤΑΛΑΚΗ 
πηγή

Οι άμυνες της ψυχής…



Η ψυχή του ανθρώπου είναι τόσο περίπλοκη και τόσο δαιδαλώδης, που ποτέ κανείς δεν μπορεί να την γνωρίσει και να την κατανοήσει με τρόπο απόλυτο, παρά μόνο ο Θεός. Γι’ αυτό και η αγάπη εμπεριέχει πόνο. Γιατί τα όρια του ανθρώπου δεν του επιτρέπουν να γνωρίσει την ψυχή εκείνων που αγαπά με τέτοιο τρόπο , ώστε να μην κάνει καμία άτσαλη κίνηση, καμία αστοχία. Είναι ανθρώπινο λοιπόν, να πληγώνουμε και να πληγωνόμαστε. Μάλιστα, όσο περισσότερο αγαπάμε κάποιον , τόσο πιο βαθιά θα μας πληγώσει. Γιατί σε αυτόν τον άνθρωπο έχουμε παραχωρήσει το κλειδί της ψυχής μας, κατοικεί μέσα μας, περπατά στα πιο ευαίσθητα δώματα του είναι μας, και έχει τη δύναμη να ψηλαφίσει τον μέσα μας κόσμο, να τον εξερευνήσει, να ανακινήσει ό,τι πιο δικό μας..
Πρέπει να θυμόμαστε πως η κάθε ψυχή έχει τις άμυνές της. Η κάθε ψυχή είναι ένα μικρό, πεισματάρικο παιδί που ζητά το γλυκό του. Κάποιο παιδί θα επιλέξει να σταυρώσει τα χέρια θυμωμένο, θα μας γυρίσει την πλάτη, και θα περιμένει εκεί, αμίλητο, μέχρι να καταλάβουμε, οτι το μόνο που θέλει, είναι να το πλησιάσουμε. Κάποιο άλλο παιδί, θα τρέξει πάνω μας, και θα αρχίσει να τραβά επίμονα την άκρη του παντελονιού μας, ζητώντας ανυπόμονα το χάδι μας. Τόσο αντιφατικές, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους αντιδράσεις, κι όμως συνοψίζουν και οι δύο το κοινό, πανανθρώπινο αίτημα για αγάπη.
Κι αν η αγάπη είναι τόσο περίπλοκη, και οι άμυνες τόσο εύκολο να ενεργοποιηθούν, προσπαθούμε να σκεπάζουμε τους αγαπημένους μας με την φροντίδα μας, σιωπηλά, αθόρυβα, κρυφά.. Κάποιες φορές, μόνο κρυφά… Και είναι τόσο δύσκολο να επιλέξουμε το σωστό χάδι…! Εκείνο το χάδι που δεν θα πληγώσει, που δεν θα πονέσει, που δεν θα ξυπνήσει τις αρχέγονες εκείνες ενστικτώδεις αντιδράσεις…Ίσως το μόνο αλάνθαστο, στοργικό, ανόθευτο χάδι, να είναι αυτό της προσευχής. Η προσευχή για το αγαπημένο πρόσωπο, είναι η μόνη που δεν παραβιάζει την ελευθερία του, που δεν πονά την ψυχή του, που δεν ενεργοποιεί τις άμυνές του, που βοηθά, που σκεπάζει… Η προσευχή είναι εκείνη που μας ενώνει για πάντα με όσους αγαπάμε με την διαμεσολάβηση του Θεού. Υπάρχει άραγε, πιο ευλογημένη, πιο ουσιαστική αγάπη, από εκείνη που μπολιάζεται στην δική Του τέλεια αγάπη;

Πως πρέπει να παίρνουμε το αντίδωρο και τι πρέπει να ξέρουμε για αυτό;



Ο Ιερός Καβάσιλας μας λέει: «Ο άρτος που διανέμεται ως αντίδωρο, έχει από πριν αγιασθεί, επειδή προσφέρθηκε στον Θεό. Όλοι οι εκκλησιαζόμενοι χριστιανοί τον δέχονται με ευλάβεια μέσα στην δεξιά κυρτή τους παλάμη και ασπάζονται το δεξί χέρι του Ιερέως… που πριν από λίγο ακούμπησε και κομμάτιασε το πανάγιο Σώμα του Σωτήρος Χριστού. Επειδή αγιάσθηκε ολόκληρο, γιαυτό πιστεύεται από την Εκκλησία μας ότι το χέρι του λειτουργού μεταδίδει αυτόν τον αγιασμό σε όσους το αγγίζουν και το ασπάζονται»
Βασικά πράγματα που πρέπει να γνωρίζουμε για το αντίδωρο:
  • Πρέπει να μοιράζεται μέσα σε ησυχία και τάξη
  • Το παίρνουμε από το χέρι του Ιερέα και όχι από το παγκάρι
  • Τοποθετούμε το δεξί μας χέρι πάνω στο αριστερό και με ανοιχτή την παλάμη
  • Οι ιεροψάλτες ψάλλουν ύμνους κατά την διάρκεια της διανομής
  • Πρέπει να είμαστε νηστικοί για να το φάμε.
  • Το καταναλώνουμε όλο και δεν το πετάμε πουθενά.
  • Μην ξεχνάμε ότι δίνεται αντί-δώρου δηλαδή αντί για το μεγάλο δώρο που είναι η Θεία Κοινωνία, αλλά και ως επιπλέον δώρο για αυτούς που κοινώνησαν. Εδώ πρέπει να διευκρινιστεί ότι ουδεμία σύγκριση πρέπει να γίνεται μεταξύ του αντιδώρου και της Θ. Κοινωνίας ή να θεωρηθεί το αντίδωρο ως “ισάξιο” της Θ.Κοινωνίας.
Πιο αναλυτικά (του π.Θεολόγου) :
α. Το αντίδωρο βγαίνει από τα πρόσφορα, που προσεκόμισαν και προσέφεραν οι πιστοί, προκειμένου να τελεσθεί η Θ.Λειτουργία. (γι’αυτό και η ονομασία “πρόσφορο”, από το ρήμα προσφέρω). Το πρόσφορο ζυμώνεται με προσευχές και θυμιάματα και σφραγίζεται με τα σύμβολα του Χριστού μας ΙC XC ΝΙΚΑ. Γι’αυτό ήδη από την παρασκευή του ενέχει ευλογία, δεν είναι κοινός άρτος. Με το που προσφέρεται στο Αγιο Βήμα, αποκτά ακόμη μεγαλύτερο αγιασμό. Τελικά, αμέσως μετά τον Καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, όπου το τμήμα του προσφόρου, που προσκομίσθηκε στο Αγιο Δισκάριο και την Αγία Τράπεζα, έγινε Σώμα και Αίμα Χριστού, παίρνει ο Λειτουργός τα κάνιστρα με το Αντίδωρο ένα-ένα και τα υψώνει εμπρός από την Αγία Τράπεζα λέγοντας “Μέγα το Όνομα της Αγίας Τριάδος”. Αυτό είναι μιά προσομοίωση της πράξεως που προηγήθηκε στο “τα σα εκ των σων”, όπου ο Λειτουργός ύψωσε και σχημάτισε στον αιθέρα το σχήμα του Τιμίου Σταυρού, δοξολογώντας ευγνωμονικά τον Πλαστουργό μας. Έτσι το Αντίδωρο αποκτά και μιά ακόμη ευλογία. Επίσης ωρισμένοι Ιερείς λέγουν και μιά άλλη σύντομη ευχή (όχι απαραίτητη – η ευλογία κατέρχεται με τη Δοξολόγηση του εν Τριάδι Προσκυνητού και Λατρευτού Θεού μας): “ευλόγησον, Κύριε, τους άρτους τούτους και τους εξ αυτών μεταλαμβάνοντας αγίασον”. Ομοίως, άλλοι Λειτουργοί προσθέτουν έναν Θεομητορικό Ύμνο: “η το Χαίρε δι’Αγγέλου δεξαμένη και τεκούσα τον Κτίστην τον ίδιον, Παρθένε σώζε τους σε μεγαλύνοντας”. Και κάπου συνάντησα έναν ευσεβέστατο Εφημέριο (σε χωριό των Καλαβρύτων) που λειτουργεί καθημερινώς! να λέει “η το Χαιρε δι’Αγγέλου δεξαμένη και τεκούσα τον Κτίστην τον ίδιον, Παρθένε Υπερένδοξε, Απειρόγαμε, Υπερευλογημένη, σώζε τους σε μεγαλύνοντας”. Τούτο, πραγματικά, έχει τη θέση του, διότι το Αντίδωρο συμβολίζει το σώμα της Αειπαρθένου. Είναι τμήμα του προσφόρου, απ’όπου προήλθε ο Αμνός του Θεού. Και άκουσα κάποτε ένα παιδάκι που κοινώνησε να προσέρχεται στο Αντίδωρο και να λέει, “μαμά, να πάρουμε τώρα και την Παναγία μας”.
β. Καλό είναι το Αντίδωρο να υπάρχει σε ένα κάνιστρο κοντά σε όσους κοινωνούν, ώστε αμέσως μετά τη Θ.Μετάληψη να λαμβάνουν ένα κομμάτι και να σπογγίζουν τα χείλη και το στόμα τους.
γ. Μερικοί αποζητούν το λεγόμενο “Ύψωμα”. Αυτό είναι Αντίδωρο, αλλά τέτοιο κομμάτι που να διατηρεί τη σφραγίδα του Κυρίου (IC XC ΝΙΚΑ) πάνω του. Και το θεωρούμε πιό τιμητικό. Το προσφέρει ο Ιερεύς σε όσους ήδη είχαν προσκομίσει πρόσφορο γιά την τέλεση της Θ.Λειτουργίας, ή σε όσους τιμώνται (πχ Δήμαρχος του τόπου) ή σε συγγενείς ανθρώπου, του οποίου τελούμε Μνημόσυνο, προς παρηγορίαν τους μεγαλυτέρα. Τούτο όμως δεν πρέπει να καταλήγει να γίνεται αφορμή ξεσυνέργιας ή παρεξηγήσεων. Ίδια είναι η ευλογία που παίρνουμε. Ακόμη και με τα ψίχουλα που απέμειναν στο κάνιστρο!! Κι’όσο πιό ευλαβική και κατανυκτική και ανώτερη και εύτακτη είναι η ψυχή μας, τόσο πιό πολύ ωφελούμεθα..
δ. Παίρνοντας το αντίδωρο από το χέρι του Ιερέα, συγχρόνως και επικοινωνούμε μαζί του. Τον προσεγγίζουμε. Έκείνος λουσμένος στην ιερότητα και τη θεΪκή Χάρη (και στον ιδρώτα συχνά, έναν ξεχωριστό ιδρώτα κατανύξεως) κι’οι εκκλησιαζόμενοι, που μέχρι τώρα ήταν απέναντι, κάπως απόμακροι, να έρχονται και να τον εγγίζουν, σα να εγγίζουν τον ίδιο το Χριστό μας. Εκείνη τη στιγμή και ο Ιερέας θα δείξει μιά διακριτική οικειότητα προς κάθε ψυχή της Ενορίας του, θα τους χαιρετήσει με το όνομά τους, θα τους ευχηθεί, θα στείλει χαιρετίσματα σε κάποιον κατάκοιτο της οικογενείας κοκ. Λιτά όμως. Και χωρίς διαχύσεις ή πληθωρικά χαμόγελα ή άσχετα θέματα και καθυστερήσεις. Μέσα στο κλίμα της Λειτουργίας!.
ε. Αρκετές φορές από τα πρόσφορα που έφεραν οι πιστοί περίσσεψαν πολλά. Είναι ευλογία αυτό. Δείχνει πόσο οι πιστοί συμμετέχουν στο μεγάλο γεγονός της Θ.Λειτουργίας. Οι Ιερείς κρατούν ωρισμένα, γιά να λειτουργήσουν ενδιαμέσως της εβδομάδος, και τα υπόλοιπα είναι επιτρεπτό να τα διοχετεύσουν σε σπίτια ευσεβών χριστιανών. Σκεφθείτε μάλιστα όταν υπάρχει πανηγύρι, πόσα περισσεύουν!.. Δεν είναι άτοπο να τα παραλάβουν οι πιστοί, αλλά πρέπει να παρατεθούν στο τραπέζι, όπου καθόμαστε κανονικα΄και κάνουμε προσευχή, τραπέζι οικογενείας, όπου όλα είναι ευλογημένα και ιερά, και έτσι το πρόσφορο, που το λαμβάνουμε ως ψωμί, προσθέτει στην ιερότητα του τραπεζιού μας.Υπάρχει και η περίπτωση να το φρυγανίσουμε λίγο, ώστε να διατηρηθεί και να το λαμβάνουμε με το τσάϊ μας. Ομοίως και ευλογημένο τμήμα Αντιδώρου μπορούμε να φρυγανίζουμε (γιά να διατηρηθεί πολλές μέρες), ώστε να λαμβάνουμε το πρωϊ κατά την προσευχή μας..

Ἡ ἀμοιβαία ἐκδήλωση στοργῆς εἶναι ἀναγκαῖο στοιχεῖο τῆς συζυγικῆς ἀγάπης


 Περί συζυγικής ζωής
Η αμοιβαία εκδήλωση στοργής είναι αναγκαίο στοιχείο της συζυγικής αγάπης. Η αγάπη φανερώνεται με την τρυφερότητα, την ευγένεια, το ενδιαφέρον.
Η αγάπη εκφράζεται με λόγια.
Οι λέξεις είναι η τροφή των συναισθημάτων, ζωντανεύουν την αγάπη. Στα απλά καθημερινά πράγματα βρίσκεται συχνά το μυστικό της ευτυχισμένης οικογενειακής ζωής. Δυστυχώς τα ξέχασαν αυτά σήμερα οι σύζυγοι.
Ξεχνούν να εκφράσουν την εκτίμηση και τον θαυμασμό τους για τα χαρίσματα, τις ικανότητες, τις προσπάθειες, τις επιτυχίες που κάνει ο καθένας στον τομέα του, ακόμη και ένα κομπλιμέντο για την εμφάνιση και το καθημερινό ντύσιμο, το καλομαγειρεμένο φαγητό.Η γυναίκα ακτινοβολεί, αυξάνει το φιλότιμό της όταν νιώθει ότι την αγαπούν. Το ίδιο συμβαίνει και στους άνδρες. Σ’ αυτούς αυξάνεται η καλή αυτοπεποίθηση. Η αγάπη συντηρείται με την επινόηση τρόπων εκδήλωσεώς της.
Η ικανοποίηση των ιδιαιτέρων επιθυμιών και η ανοχή των αδυναμιών του άλλου βοηθούν την συνοχή των συζύγων.
Ο άγιος Χρυσόστομος με τον τονισμό της αγάπης λέει στην ουσία ότι οι σύζυγοι πρέπει να μάθουν να συγχωρούν και να ανέχονται. Ο πιο ώριμος από τους δυό πρέπει να κάνει το πρώτο βήμα.
Μέσα στον γάμο δεν έχει σημασία ποιός έκανε ένα λάθος ή γιατί το έκανε. Εκείνο που είναι ζητούμενο, είναι ποιός είναι ο πιο γρήγορος τρόπος για να διορθωθεί η κατάσταση. «Να ανεχόμαστε, λέει ο άγιος, ο ένας τον άλλο με αγάπη. Πως είναι δυνατόν να ανέχεσαι αν είσαι οργίλος και κακόγλωσσος; Πες τον τρόπο: Με αγάπη.
Αν δεν ανέχεσαι τον πλησίον, πως θα σε ανεχθεί ο Θεός; Αν συ δεν υποφέρεις αυτόν που είναι σύνδουλος σου, πως θα σε ανεχθεί εσένα ο Κύριος»;

Η ΑΓΙΑ ΕΥΦΗΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΜΟ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΗΣ


Το σπουδαιότερο  θαύμα της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Ευφημίας, πού στερέωσε την πίστη των Ορθοδόξων και συνετέλεσε, ώστε το όνομά της ν’ ακούγεται ευφήμως και να τιμάται σ’ ολόκληρη  την Οικουμένη είναι το εξής: Ένας ιερεύς, Ευτυχής ονόματι, παρακινούμενος από τον Σατανά έγινε, κατά τους χρόνους του Θεοδοσίου του μικρού, το 410 μ.Χ., αρχηγός αιρέσεως. Ισχυριζόταν,  ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός έχει μίαν μόνην φύση, την της θεότητος. Ο Αγ. Φλαβιανός, για την κακοδοξία αυτήν, τον καθαίρεσε.

Αυτός όμως χρησιμοποιούσε τους ευνούχους του Βασιλέως σαν όργανα του και ετάραζε την γαλήνη της Εκκλησίας, με την κακοδοξία του. Τούτο συνέβαινε μέχρις  ότου ο βασιλεύς Θεοδόσιος απέθανε. Όταν όμως βασίλευσε ο Μαρκιανός μαζί με την Πουλχερία, συγκροτήθηκε Οικουμενική Σύνοδος (το 451) στην Χαλκηδόνα,  για να εξετάσει το ζήτημα.

Συνήλθαν λοιπόν στην Χαλκηδόνα εξακόσιοι τριάκοντα επίσκοποι και συγκρότησαν την Τετάρτη Οικουμενική Σύνοδο. Έπειτα από πολλή θεολογική συζήτηση καταδίκασε  και αναθεμάτισε η Σύνοδος αυτή τον Ευτυχή και τον ακόλουθο του Διόσκουρο, καθώς και όλους εκείνους πού εξακολουθούσαν να βλέπουν εις τον Χριστό μία φύση και μία  ενέργεια, και όχι δύο φύσεις και δύο ενέργειες, την θεία και την ανθρώπινη, ασυγχύστως και ατρέπτως ηνωμένες.
Οι αιρετικοί όμως, παρ’ όλα; αυτά, δεν πείθονταν στο Ορθόδοξο δόγμα της Αγίας Συνόδου. Γι αυτό οι Άγιοι πατέρες μεταχειρίσθηκαν άλλον τρόπον να πεισθούν. Και τα δύο μέρη: οι Ορθόδοξοι και οι αιρετικοί Μονοφυσίται έγραψαν ότι πίστευαν σε δύο ξεχωριστούς τόμους, βιβλία.
Εκεί στην Χαλκηδόνα, όπως είπαμε, ήταν η θήκη, πού περιείχε το σώμα της Αγίας Ευφημίας, η οποία είχε μαρτυρήσει προ 148 ετών. Την άνοιξαν με ευλάβεια και άφησαν  επάνω στο στέρνο της τα δύο βιβλία: Το Ορθόδοξο και το αιρετικό.

Σφράγισαν τη θήκη και έπειτα από μερικές ημέρες την ξανάνοιξαν. Είδαν όμως θαύμα εξαίσιο και εκπληκτικό: Βρήκαν τον τόμο των αιρετικών Μονοφυσιτών πεταμένο  κάτω από τα πόδια της Αγίας, ενώ τον Τόμο των Ορθοδόξων, πού είχε την απόφαση της Ιεράς Συνόδου, τον κρατούσε η Αγία Ευφημία στην αγκαλιά της. Έπειτα από αυτό το θαύμα όλοι οι Ορθόδοξοι χάρηκαν, στερεώθηκαν στην πίστη και δοξάσανε τον Θεό, πού κάνει τέτοια θαυμάσια, για να διορθωθούν πολλοί και μπουν  στον ίσιο δρόμο.

Οι αιρετικοί Μονοφυσίται ντροπιάστηκαν. Δυστυχώς όμως οι αιρεσιάρχες Ευτυχής και Διόσκουρος, πού είχαν γίνει αμετανόητα όργανα του Διαβόλου, έμειναν από τον  εγωισμό τους στην πλάνη, την όποια προσπαθούσαν να διαδώσουν. Μονοφυσίται σήμερα είναι η Αβυσσινία, και μένουν στην αίρεση, διότι έτσι το βρήκαν από τους
προγόνους των.

Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο «Η Αγία Ευφημία»,
Εκδόσεις «Ορθόδοξου Τύπου».
ΠΗΓΗ

ΚΗΡΥΓΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΕΥΦΗΜΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΑ



 
«Λίαν εὔφρανας, τούς Ὀρθοδόξους, καί κατῄσχυνας, τούς κακοδόξους, Εὐφημία Χριστοῦ καλλιπάρθενε.  Τῆς γάρ Τετάρτης Συνόδου ἐκύρωσας, ἅ οἱ Πατέρες καλῶς ἐδογμάτισαν.  Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.»                         (Ἀπολυτίκιον)

                        Τήν παροῦσα ἡμέρα, ἀγαπητοί ἀδελφοί, ἡ Ἐκκλησία ἐνθυμεῖται, μνημονεύει καί προβάλλει τό ἐξαίσιο θαῦμα τῆς Ἁγίας καί Μεγαλομάρτυρος Εὐφημίας.  Προτοῦ ὅμως ἀναφέρουμε τό θαῦμα  ἄς ποῦμε λίγα λόγια γιά τήν προσωπικότητα τῆς τιμωμένης Ἁγίας. 
            Τόν 3ο αἰῶνα μ.Χ. στήν πόλη Χαλκηδόνα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὑπῆρχε μιά ἐπιφανής καί θεοσεβής οἰκογένεια, τοῦ Φιλόφρονα καί τῆς Θεοδοσιανῆς.  Αὐτοί ἀπέκτησαν θυγατέρα μέ τό ὄνομα Εὐφημία.  Μέ φροντίδα περισσή τή μόρφωσαν κατά κόσμο ἀλλά παράλληλα καλλιέργησαν μέσα στήν ψυχή της τίς εὐαγγελικές ἀλήθειες.  Ἔτσι ἡ Εὐφημία διακρινόταν γιά τόν ἅγιο ζῆλο της, τό σεμνό ἤθος της καί τή φιλανθρωπία της.  Ὅλα αὐτά προσέθεταν στή φυσική ὀμορφιά της καί ἐσωτερική ὡραιότητα.  Γιά τοῦτο πολλοί νέοι εἰδωλολάτρες τῶν ἡμερῶν της ἐπιζητοῦσαν, ἄν μποροῦσαν, νά ἐπιτύχουν συναναστροφή μαζί της καί προσέβλεπαν γιά μελλοντικό γάμο.  Ἡ Εὐφημία ὅμως διατηροῦσε ἁγνότητα ψυχῆς καί σώματος, εἶχε δοσμένη τήν καρδιά της στό Θεό καί ἐπιδίδετο στήν περιποίηση τῶν ἀσθενῶν καί τήν προστασία τῶν ὀρφανῶν.
Τότε στή Ρώμη βασίλευε ὁ Διοκλητιανός καί ἀνθύπατος τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἦταν ὁ Πρῖσκος.  Ὁ τελευταῖος κυκλοφόρησε διάταγμα μέ τό ὁποῖο ἀπαιτοῦσε ἀπό ὅλους τούς κατοίκους τῆς Χαλκηδόνας νά δώσουν τό παρόν στή γιορτή τοῦ θεοῦ τῆς εἰδωλολατρίας Ἄρη καί νά προβοῦν σέ θυσίες πρός τιμή του.
            Ἡ Εὐφημία μαζί μέ ἄλλους χριστιανούς δέν προσῆλθαν.  Γιά τοῦτο συνελήφθηκαν καί κλείσθησαν στή φυλακή.  Ἀφοῦ τούς ἄφησαν ἐκεῖ χωρίς νερό καί ψωμί ἐπί εἴκοσι μέρες, τούς ρώτησαν ἄν ἐπιμένουν νά κρατοῦν τήν πίστη τους.  Ἐκεῖνοι ἀπτόητοι ἀπάντησαν, ναί.  Τότε οἱ διῶκτες τους ξεχώρισαν τήν Εὐφημία, γιατί εἶχαν τήν ψευδαίσθηση ὅτι, ὡς γυναῖκα ἀδύνατη καί νέα, θά ὑποχωροῦσε πιό εὔκολα.  Ὅταν ὅμως διεψεύσθησαν τότε τῆς ἔκαναν φοβερά βασανιστήρια, τά ὁποῖα ἐκείνη ἀντιμετώπισε μέ πολύ σθένος.  Τότε τήν ἔρριξαν στά θυρία καί ἀφοῦ μιά ἀρκούδα τή δάγκωσε τῆς ἐπέφερε τό θάνατο.  Οἱ χριστιανοί, κάτοικοι τῆς Χαλκηδόνας, τήν ἔθαψαν μέ τιμές καί στό χῶρο τοῦ τάφου της ἔκτισαν ναό.
            Τό ἔτος 451 μ.Χ., ὅταν ὁ Ἀρχιμανδρίτης τῆς Κωνσταντινουπόλεως Εὐτυχής καί ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Διόσκορος, δίδασκαν ὅτι ἡ θεία φύση τοῦ Χριστοῦ ἀπορρόφησε τήν ἀνθρωπίνη, εἴχαμε δύο μερίδες, τούς Ὀρθοδόξους καί τούς Μονοφυσῖτες.  Τότε στήν Κωνσταντινούπολη βασίλευαν οἱ αὐτοκράτορες Μαρκιανός καί Πουλχερία, οἱ ὁποῖοι συγκάλεσαν τήν Τετάρτη Οἰκουμενική Σύνοδο στή Χαλκηδόνα.  Οἱ δύο μερίδες, ἀφοῦ συμφώνησαν, ἔγραψαν ἡ καθεμιά τή διδασκαλία τους σέ ξεχωριστό τόμο-βιβλίο. 
            Ἀφοῦ ἄνοιξαν τή λάρνακα ὅπου φυλασσόταν τό λείψανο τῆς Ἁγίας Εὐφημίας, τοποθέτησαν στό στῆθος της τά δύο βιβλία.  Μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρες ἀφοῦ προσευχήθησαν ἄνοιξαν τή λάρνακα.  Ὁ τόμος τῶν Ὀρθοδόξων βρισκόταν στά χέρια τῆς Ἁγίας.  Ὁ δέ τόμος τῶν μονοφυσιτῶν ἔκειτο στά πόδια της.  Τοῦτο θεωρήθηκε ἀπάντηση καί θαῦμα ἀπό μέρους τῆς Ἁγίας.  Ἡ Ἐκκλησία σήμερα γιορτάζει τοῦτο τό γεγονος.  Ἡ ἐτήσια μνήμη τῆς Ἁγίας τελεῖται στίς 16 Σεπτεμβρίου.  Τό δέ λείψανό της μεταφερόταν πάντοτε ἐκεῖ ὅπου εὑρίσκετο τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο.  Τώρα εὑρίσκεται κατατεθειμένο στόν Πατριαρχικό Ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στό Φανάρι.  «Πίστιν βεβαιοῦσα τήν ἀληθῆ, δι’ ἥν, Εὐφημία, σφαγιάζῃ ἀθλητικῶς, ἐν ἀγκάλαις φέρεις τόν τόμον τῶν Πατέρων, ποσί δέ ἀπορρίπτεις τόν τῆς αἱρέσεως.» (Μεγαλυνάριον)  Ἀμήν!

Αγία Ευφημία


Βίος και πολιτεία της Αγίας και Μεγαλομάρτυρος  Ευφημίας

 Η  Αγία Ευφημία έζησε κατά τούς χρόνους του Διοκλητιανού καί ήθλησε τό έτος 303. Κατήγετο από την Χαλκηδόνα. Ήτο θυγάτηρ του περιφανούς και πλουσίου Συγκλητικού Φιλόφρονος και της ευσεβούς και φιλοπτώχου Θεοδοσιανής. Η  Αγία επαιδαγωγήθη «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου»  διό ηγάπησε τόν Χριστό , την παρθενίαν και την μετά ζήλου ομολο­γίαν του Χριστού.

O ανθύπατος της  Ανατολής Πρίσκος εχων συγ­κάθεδρον τον φιλόσοφον και ιερέα του Άρεως  Απελ­ιανόν, εκήρυξε,  κατά την απόφασιν και εντολήν του Διοκλητιανού, διωγμόν κατά των Χριστιανών εις την Ανατολήν. Κατά την εορτήν του ψευδωνύμου Θεού Άρεως εζήτησε άπαντες οι κάτοικοι να  προσέλθουν εις την εορτήν. Όσoι δεν θα προσήρχοντο θα ετιμωρούντο με φοβερά κολαστήρια. Οι χριστιανοί καθ' ομά­δας εκρύπτοντο άλλοι εις οικίας και άλλοι εις ερημι­κάς περιοχάς. Ή Αγία  Ευφημία  ηγείτο μιας τοιαύτης ομάδος στηρίζουσα τούς πιστούς διά του φλογερού λόγου της.

Συνελήφθη η Αγία μετά των τεσσαράκοντα εννέα μελών της ομάδος της. Εις την πρόσκλησιν του Πρί­σκου νά θυσιάσουν εις τό είδωλον του Άρεως η Αγία και η  ομάδα της ηρνήθησαν με τόλμην και παρρη­σίαν, από την απάντησίν των εθυμώθη ο Πρίσκος και έδωκεν εντολήν να  δέρουν επί είκοσι ημέρας τους Αγίους και να τους φυλακίσουν. Μετά τας είκοσι ημέρας εδοκίμασε και πάλιν να πείσει τούς μάρτυρας να θυσιάσουν. Μετά την αρνησίν των, τους έδειραν τόσον, ώστε κατεπονήθησαν οι δέροντες στρατιώται. Τότε τούς λοιπούς μάρτυρας ο Πρίσκος έκλεισεν εις την φυλακήν, την δε Αγίαν προσεπάθησε να την πεί­σει να θυσιάσει. Μετά την άρνησίν της και την ομολο­γίαν της πίστεώς της εις τον Χριστόν την έβαλον εις τον τροχόν και έτσι κατεκόπτετο όλον το σώμα της Αγίας. Κατά το μαρτύριόν της η Αγία προσηύχετο διαρκώς. Μετά το πέρας της προσευχής της θαυμα­τουργικώς ελύθη από τον τροχόν και αποκατεστάθη τέλειον και υγιές το σώμα της. Εν συνεχεία  ερρίφθη η Αγία εις πυρακτωμένην κάμινον. Οι προεστώτες των υπηρετών Σωσθένης και Βίκτωρ ηρνήθησαν να ρίψουν την Αγίαν εις την κάμινον, διότι έβλεπον να ίνστανται παρά το πλευρόν της Αγίας δύο φοβεροί άν­δρες, οι οποίοι απειλούσαν ότι  θα διασκορπίσουν το πυρ. Ο Σωσθένης και ο Βίκτωρ ομολόγησαν τον Χρι­στόν και εμαρτύρησαν.  Προσευχηθείσα  η  Αγία ερρί­φθη εις την κάμινον. Η φλόξ δεν ήγγισε την Αγίαν, αλλά διεσκορπίσθη έξω της καμίνου και έκαυσε πολλούς.
Ο Πρίσκος υπέβαλε την  Αγίαν εις νέον μαρτύ­ριον. Εκτύπωv την Μάρτυρα με οξείς λίθους και σί­δηρα αιχμηρά και έτσι κατεκόπη και κατεξεσχίσθη το σωμά της. Και πάλιv θαυματουργικώς αποκατεστά­θη υγιής. Ακολούθως ερρίφθη η Αγία εις  μεγάλην δε­ξαμενήv, όπου ύπηρχον σαρκοβόρα θηρία της θαλάσ­σης. Τα θηρία όχι μόνον δεv έβλαψαv την Αγίαν, αλ­λά και τηv εβάσταζοv επάνω των. Έπειτα έβαλοv την Μάρτυρα εις λάκκον με σουβλιά. Και εκείθεν εξήλ­θεν αβλαβής.  Επεχείρησεv ο Πρίσκος να πριονίσει και να καύσει την Αγίαν. Οι οδόντες εστράβωσαν και το πυρ εσβέσθη και ουδέν αύτη έπαθεν. Τέλος ερρί­φθη η Μάρτυς εις θηρία, τα οποία ήλθον πλησίον της προσκυvούντα αυτήv. Επειδή η Αγία προ του μαρτυ­ρίου αυτού ικέτευσε τον Χριστόν vα την αναπαύση πλησίον Του, μία άρκτος τηv εδάγκωσε και ούτω πα­ρέδωκε την αγίαv της ψυχήv εις χείρας του Νυμφίου της.
Χαίροvτες οι γονείς της έθαψαv μετά πάσης τιμής το πάνσεπτόν της λείψανον εις την Χαλκηδόνα και εδόξαζαν τοv Κύριον, διότι ηξιώθησαν της τιμής να έ­χουν τηv θυγατέρα των Μεγαλομάρτυρα της Εκκλη­σίας και πρέσβειράν των πλησίον Του.
O Κύριος ετίμησε την καλλίνικον παρθένον  και μάρτυρα Ευφημίαν με την δωρεάν της αφθαρσίας του πολυάθλου και παρθενικού  της σώματος. Εις την Χαλκηδόνα συνήλθαν οι 630 θεοφόροι Πατέρες το έ­τος 451 συγκροτήσαντες την Αγίαν Τετάρτην Οικου­μενικήν Σύνοδον, επί των ευσεβεστάτων Βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας. Ή Σύνοδος αυτή κατεδί­κασε τον αιρετικόν Ευτυχή, όστις εκήρυττε την πλά­νην, ότι ο Χριστός έχει μόνον μίαν φύσιν και μίαν ε­νέργειαν, αυτήv της Θεότητος. Οι Άγιοι Πατέρες εδογμάτισαν την πίστιv της Εκκλησίας, ότι ο Χριστός έχει δύο τελείας φύσεις, θελήσεις και ενεργείας, την θείαν και την ανθρωπίνην, εις μίαν  Yπόστασιν. Είναι δε ηνωμέναι αι δύο φύσεις ατρέπτως, ασυγχύτως,. αναλλοιώτως και αδιαιρέτως. Κατά την ανωτέρω Σύνο­δον οι  Όρθόδοξοι Πατέρες συνέταξαν Τόμον, ο  ο­ποίος περιείχε την πίστιν την αληθή, την οποίαν πά­ντοτε επίστευε και εκήρυττεν η Έκκλησία τσυ Χρι­στού. Επίσης οι αιρετικοί  Μονοφυσίται συνέταξαν ίδιον τόμον, που  περιείχε τας πλάνας των. Τότε ομο­φώνως ορθόδοξοι και αιρετικοί απεφάσισαν να τε­θούν και τα δύο κείμενα επί του στήθους της Αγίας Ευφημίας και ανοίξαντες την λειψανοθήκην έπραξαν ούτως και εσφράγισαν πάλιν ταύτην. Ότε δε ήνοιξαν την θήκην, εύρον τον Τόμον των Ορθοδόξωv εις τας χείρας αυτής και των αιρετικών Μονοφυσιτών το κεί­μενον εις τους πόδας αυτής. Έτσι η Μεγαλομάρτυς Ευφημία με το έξαίσιον αυτό θαύμα επεκύρωσε και υπέγραψε τον ορθόδοξον Τόμον και διεσάλπισε το Χριστολογικόν δόγμα περί των δύο φύσεων του Χρι­στού μας εις τα πέρατα της οικουμένης και απέδειξε την διδασκαλίαν του Ευτυχούς και των οπαδών του Μονοφυσιτών ως σατανικήν πλάνην.     
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη θεσσαλονίκη" Αρχιμ. Νικοδήμου Γ.Αεράκη Ιεροκήρυκος   

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...