Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 01, 2012

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, Το ελληνικόν «ΟΧΙ»




ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ «ΟΧΙ»
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ,  ὁμοτίμου καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
1. Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος - ἡγεσία καὶ σῶμα - συντάχθηκε ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ μὲ τὴν ἀρνητικὴ ἀπάντηση τοῦ τότε πρωθυπουργοῦ (πού, μολονότι δικτάτορας, τὴν ἱστορικὴ ἐκείνη στιγμὴ ἐξέφραζε τὸ συλλογικό μας φρόνημα) στὴν ἰταμὴ ἀλαζονεία τῆς φασιστικῆς Ἰταλίας καὶ τῶν δυνάμεων τοῦ Ἄξονα. Ἡ ἱστορικὴ ἔρευνα ἔχει ἤδη καταγράψει τὴ συμμετοχὴ τοῦ Ἱ. Κλήρου στὸν πόλεμο, μὲ πολλὰ θύματα, ἀλλὰ καὶ στὴ συνέχειά του, τὴν ἐπάρατη Κατοχὴ (γερμανικὴ–ἰταλικὴ–βουλγαρική), μὲ θυσίες αἱμάτων (ἐκτελέσεις κληρικῶν), ἀλλὰ καὶ προσωπικῆς ἀναλώσεως γιὰ τὴν ἐπιβίωση τοῦ Λαοῦ (παραστάσεις συνεχεῖς στὶς ἡγεσίες τῶν κατοχικῶν δυνάμεων – ὀργάνωση συσσιτίων – περίθαλψη ἀσθενῶν καὶ ἀναξιοπαθούντων) τόσο ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας (ἀρχιεπίσκοποι Χρύσανθος καὶ Δαμασκηνός, ὁ τότε Ἰωαννίνων καὶ μετὰ Ἀρχιεπίσκοπος Σπυρίδων κ.π.ἄ.), ὅσο καὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ ἁπλοῦ παπᾶ, ποὺ σήκωσαν γιὰ μία ἀκόμη φορά, μὲ καθαρὰ ἐθναρχικὴ συνείδηση, σὲ καιροὺς καθολικῆς ἀρρυθμίας, τὸ σταυρὸ τοῦ Γένους/Ἔθνους μας. Ὁ ὀρθόδοξος Ἑλλαδικὸς Κλῆρος φάνηκε πάλι ἄξιος τῆς ἀποστολῆς του.

Ἔχει γι᾽ αὐτὸ κάθε δικαίωμα ἡ Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία νὰ συμμετέχει στὸν πανηγυρισμὸ τῆς ἐθνικῆς νίκης ἀπέναντι στὶς ὀρδὲς τοῦ νεο–φραγκικοῦ Ἀττίλα, ποὺ δίκαια καθιέρωσε τὸ Ἔθνος ὡς γιορτή του καὶ ἀφορμὴ συλλογικῆς μνήμης καὶ αὐτοπαιδαγωγίας. Καὶ δὲν συμμετέχει μόνο μὲ τὴν Πανηγυρικὴ Δοξολογία στὶς 28Ὀκτωβρίου, ἡμέρα ἐνάρξεως τοῦ ἔπους, ἀλλὰ καὶ μὲ μία σημαίνουσα ἀπόφαση, δηλωτικὴ τῆς ταυτίσεως τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Σώματος, μὲ τὸ ἔπος τοῦ ᾽40–41 καὶ τῆς λειτουργικῆς καταξίωσής του. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Σπυρίδων εἰσηγήθηκε (17.10.1952) καὶ ἔγινε συνοδικὰ δεκτή, την μετάθεση τῆς Ἑορτῆς τῆς Ἁγ. Σκέπης (Παναγίας) ἀπὸ τὴν 1η Ὀκτωβρίου στὶς 28, γιὰ νὰ ἐκφράζεται λειτουργικὰ–ἐκκλησιαστικὰ ἡ παλλαϊκὴ σύνδεση τῆς Ἐθνικῆς Νίκης μὲ τὴν Ὑπέρμαχο τοῦ Γένους μας Στρατηγό. Ὁ μεγάλος ἁγιορείτης Ὑμνογράφος, μοναχὸς Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης (†1991) καὶ ὁ μητροπ. Κερκύρας καὶ Παξῶν Μεθόδιος (†1972) συνέταξαν εἰδικὲς Ἀκολουθίες. Τὸ ἐκκλησιαστικὸ δὲ μήνυμα τῆς Ἑορτῆς, στὴ νέα μορφή της, προσφέρει καὶ ἡ εἰδικὰ συντεταγμένη «Δοξολογία» τῆς 28ης Ὀκτωβρίου καὶ ἰδιαίτερα ἡ σχετικὴ Εὐχή, κείμενο ἀν τάξιο τῆς πατερικῆς εὐχογραφικῆς παραδόσεως.
2. Ὁ Ἑλλαδικὸς Κλῆρος, καταφάσκοντας τὸ μήνυμα τοῦ «ΟΧΙ» καὶ ἐνσαρκώνοντάς το στὶς ὑπὲρ τοῦ Ἔθνους νεώτερες θυσίες του, ἐκφράζει συνάμα τὶς συνιστῶσες τῆς ἐθνικῆς μας συνειδήσεως, ποὺ ξεστόμισε τὸ ΟΧΙ τοῦ ᾽40:
α) Ἡ ἀγάπη στὴν ἐλευθερία. Ἡ ἐλευθερία εἶναι γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία τὸ φυσικὸ κλίμα ἀναπτύξεως καὶ πραγματώσεως τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου, κοινωνικοῦ δηλαδὴ ὄντος. Ἡ ἐλευθερία, στὴν «ἀτομικὴ» καὶ συλλογικὴ – κοινωνικὴ ἐκδοχή της, πηγάζει ἀπὸ τὸ θεῖο θέλημα γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν κοινωνία του. Χριστιανισμὸς καὶ Ἑλληνισμός, πέρα τῶν ἄλλων, συνέπεσαν καὶ στὴ θρησκευτικὴ νοηματοδότηση τῆς ἐλευθερίας («Ἐλευθερία ἐστι τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα» κατὰ τὸν Στοβαῖο). Ἡ ἐναρμόνιση τῶν ἐπὶ μέρους προσωπικῶν ἐλευθεριῶν κατασφαλίζεται μὲ τὴν Πατρίδα, τὴν «κοινὴν πάντων μητέρα» κατὰ τὸν Ἅγ. Γρηγόριο τὸ Θεολόγο (4ος αἰ.). Ἡ ἀποστολὴ τοῦ ὀρθοδόξου Κλήρου δὲν εἶναι πρωταρχικὰ θρησκευτικὴ (ἐπιτέλεση λατρειακῶν πράξεων), ἀλλ᾽ ἀπελευθερωτική, ἐκφραζόμενη ὡς θεραπευτικὴ ποιμαντικὴ ἐσωτερικῆς ἀπελευθερώσεως (ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν παθῶν, καρπὸς τῆς ὁποίας εἶναι καὶ ἡ ἐξωτερικὴ δουλεία) καὶ ὡς ἀγώνας γιὰ τὴν ἀπρόσκοπτη συνέχιση τῆς ἐθνικῆς ἐλευθερίας ἢ τὴν ἀποκατάστασή της (ἀπελευθερωτικὸς ἀγώνας). Μόνο μία μορφὴ ἔνοπλου ἀγώνα μπορεῖ νὰ βρεῖ δικαίωση στὴν ὀρθόδοξη παράδοση (καὶ αὐτὴ λόγῳ τῆς πτωτικῆς ἀκαταστασίας τοῦ κόσμου μας), ὁ ἀπελευθερωτικός.
β) Ἡ ἀστασίαστη ἀπόρριψη τοῦ πολέμου: Ὁ πόλεμος (χρήση βίας γιὰ ὑποδούλωση λαῶν καὶ προσώπων) θεωρεῖται ὀρθόδοξα καρπὸς τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὴ θεόνομη ἀλήθεια τῆς ὑπάρξεως. Ἡ εἰρήνη μεταξὺ ἀνθρώπων καὶ λαῶν εἶναι τὸ διαρκὲς μήνυμα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος στὸν κόσμο («ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου»). Τὴν ἄμυνα καὶ ἀπόκρουση τῶν ἐχθρῶν, ὡς ὑψίστη μορφὴ αὐτοθυσίας ὑπὲρ τῶν ἄλλων (πρβλ. Ἰω. 15,13), θεωρεῖ ὁ Μ. Ἀθανάσιος «ἔννομον καὶ ἐπαίνου ἀξίαν», ἀφοῦ πρόκειται γιὰ ἄμυνα «ὑπὲρ σωφροσύνης καὶ εὐσεβείας» (Μ. Βασίλειος). Διότι εἶναι, πράγματι, ἡ μεγαλύτερη εὐσέβεια ἡ θυσία γιὰ τὴ διάσωση τῆς ἐλευθερίας τῆς Πατρίδος, τὴν ὁποία ἀπειλεῖ ὁ πραγματικὰ αἴτιος τοῦ πολέμου εἰσβολέας.
γ) Ἡ ἀπόκρουση τῆς ἀλλοτριωμένης Εὐρώπης: Τὸ ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικὸ σῶμα ἔχει μακρὰ πεῖρα τῆς ἐπιβουλῆς ἐναντίον του, ὅπως καὶ ἐναντίον τῆς ἀνθρωπότητος, ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ εὐρωπαϊκοῦ χώρου, ποὺ ἐνσαρκώνουν τὴν ἀλλοτριωμένη ἔκφρασή του. Οἱ ἰδεολογίες τοῦ Φασισμοῦ καὶ Ναζισμοῦ, κορύφωση μακρόσυρτης δυτικοευρωπαϊκῆς διαλεκτικῆς διαδικασίας, δὲν ἦταν παρὰ ἀπόληξη τοῦ ἐπεκτατισμοῦ τοῦ Καρλομάγνου, τοῦ μεγαλύτερου ἐχθροῦ τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τῶν Φράγκων τοῦ 1204, τῶν δυτικῶν προπαγανδῶν τῆς ἑνετοκρατίας καὶ τουρκοκρατίας, ὡς καὶ ἐκείνων μετὰ τὸν 19ο αἰώνα, ποὺ ἀποσκοποῦν στὴν πνευματικὴ ἅλωση αὐτοῦ τοῦ τόπου καὶ τὴν πλήρη ἀποσύνθεσή του. Ἡ ἀντίσταση στοὺς ἀπογόνους τοῦ Καρλομάγνου τὸ 1940 δὲν ἦταν παρὰ φανέρωση τῆς ζωντανῆς, ἀκόμη, συνείδησης τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Ἔθνους μας γιὰ τὴν ὕπαρξη, ἀκόμη, δυνάμεων στὴν Εὐρώπη, πού, ὅταν οἱ συγκυρίες ἐπιτρέψουν νὰ πάρουν τὴ δύναμη στὰ χέρια τους, συνιστοῦν τὴ μεγαλύτερη ἀπειλὴ γιὰ τὴν Εὐρώπη καὶ σύνολη τὴν ἀνθρωπότητα.
3.Ὁ Ὀρθόδοξος ἐκκλησιαστικὸς χῶρος, στὴν συντριπτική του πλειονοψηφία, διασώζει καὶ σήμερα αὐξημένη φιλοπατρία, ἕτοιμη νὰ φανερωθεῖ, ὅπως καὶ τὸ 1940, ἂν οἱ σημερινὲς συγκυρίες τὸ ἀπαιτήσουν. Τὰ πρόσφατα ἐθελούσια θύματα τῆς Ἑλληνικῆς Κύπρου, οἱ ἥρωες Ἰσαὰκ καὶ Σολομοῦ, δὲν εἶναι θύματα μόνο τῆς τουρκικῆς ἀδιαλλαξίας, ἀλλὰ καὶ δυτικῶν δυνάμεων, ποὺ συντηροῦν τὸ πνεῦμα τοῦ Καρλομάγνου καὶ τῶν φασιστικῶν καὶ ναζιστικῶν συνεχιστῶν τῆς πολιτικῆς του, μὲ ἄλλα ὀνόματα καὶ ἀνανεωμένες μεθόδους. Ὁ Ὀρθόδοξος Ἑλληνισμός, ποὺ διασώζει τὴν ἱστορική του μνήμη, γιὰ νὰ εἶναι πάντα θωρακισμένο τὸ Ἔθνος σὲ κάθε νέα ἐπιβουλὴ καί, κυρίως, γιὰ τὴν ἀναγνώριση ἐπιβουλῶν, ποὺ καλύπτονται μὲ τὸ προσωπεῖο τῆς φιλίας καὶ συμμαχίας, ἀναθερμαίνει συνεχῶς καὶ τὴ συνείδηση, ποὺ ἐξέφρασε τὸ ΟΧΙ τοῦ ᾽40. Αὐτὸ διατυπώνεται μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια στὴν «Εὐχὴ» τῆς Δοξολογίας γιὰ τὴν «εὔσημον ἡμέραν» τῆς 28ης Ὀκτωβρίου. Ἡ στάση τοῦ Ἔθνους (τότε) χαρακτηρίζεται «ἔργον θαυμαστὸν καὶ μέγα», ποὺ «εἰργάσατο ἡ Δεξιὰ» τοῦ Θεοῦ, ἀποδεικνύοντας ὅτι ὑπάρχει «ἡμέρα Κυρίου ἐπὶ πάντα ὑβριστὴν καὶ ὑπερήφανον καὶ ἡμέρα πτώσεως ἐπὶ πάντα ὑψηλὸν καὶ μετέωρον». Ὁ Θεὸς «τοὺς ἐνδόξους συνετάραξε μετὰ ἰσχύος καὶ τοὺς ὑψηλοὺς τῇ ὕβρει συνέτριψε μετὰ δυνάμεως». Ἡ ψηλάφηση ὅμως τῆς θείας παρουσίας στὸν πόλεμο τοῦ ᾽40 δὲν ὁδηγεῖ σὲ ἐφησυχασμό, ἀλλὰ σὲ πανεθνικὴ ἐγρήγορση: «Νομοθέτησον ἡμᾶς ἐν τῇ ὁδῷ σου καὶ ὁδήγησον πάντας, τοὺς Ἄρχοντας καὶ τὸν Λαόν, ἐπὶ τὴν ἀλήθειάν σου, ὅτι πολλοὶ κυκλόθεν (ὁλόγυρά μας) οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν...». Ὁ ἐκκλησιαστικὸς λόγος λειτουργεῖ πάντα ἀφυπνιστικά, ἀλλὰ μακάριοι ὅσοι ἔχουν «ὦτα ἀκούειν»! Ὅσοι μποροῦν (καὶ θέλουν) νὰ τὸν ἀκούουν…
Ορθόδοξος Τύπος, 02/11/2012

Ο ΙΗΣΟΥΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΑΣ! π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης




Oἱ δειλοί τοῦ ἀπατεῶνος αἰῶνος μας ἔκαναν καί πάλι τήν ἐμφάνισή τους παριστάνοντας τούς γενναίους καί τούς προοδευτικούς. Ἀφοῦ δέν ἔχουν τά “κότσια” νά χλευάσουν τόν Μωάμεθ καί τόν Ἀλάχ του, γιατί φοβοῦνται καί τρέμουν τά γιαταγάνια τῶν Μωαμεθανῶν πού... ἐνεδρεύουν γιά τούς “ἀπίστους” καί ὑβριστές, θεώρησαν ἰδανική ἐνασχόληση γιά νά τονώσουν τή μειωμένη αὐτοεκτίμησή τους, νά ξεσπάσουν ἐναντίον τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ μας. Τόν σατίρισαν, Τόν ἔκαμαν θέατρο καί θεατρική παράσταση. Τόν κατέβασαν στό ἐπίπεδό τους, Τόν φαντασιώθηκαν ὅμοιό τους στήν πιό ταπεινωτική στάθμη γιά τόν ἄνθρωπο, τήν ὁμοφυλοφιλία, καί τότε ἡ κουρελιασμένη αὐτοεκτίμησή τους τούς ἔδωσε τήν ψευδαίσθηση τῆς ὑπεροχῆς!
Ἀλήθεια! Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀπόδειξη τοῦ ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Δημιουργός τοῦ παντός ἀφοῦ ἀκόμη καί οἱ ἀποστατήσαντες ἀπ’ Αὐτοῦ –δαίμονες καί ἄνθρωποι– δέν μποροῦν νά παύσουν νά ἀσχολοῦνται μέ Ἐκεῖνον, ἀλλά συνεχῶς περιστρέφονται γύρω Του, ὅπως ὁ δολοφόνος στόν τόπο τοῦ ἐγκλήματός του!
Πολλοί ἦσαν αὐτοί πού ἀντέδρασαν ἀπό ἱερή ἀγανάκτηση –κληρικοί καί λαϊκοί– στή θεατρική παράσταση πού παρουσιάζεται αὐτές τίς μέρες μέ τόν τίτλο «Corpus Christi», καί εἶναι ἐπαινετή ἡ ἀγανάκτησή τους κατά τῆς ἀδικίας, ἀφοῦ ἀγαποῦν τόν Χριστό καί ἡ πνευματική φιλία τους μέ Ἐκεῖνον τούς ὤθησε νά ἀντιδράσουν ἔντονα πρός ἐκείνους πού ἔχουν ἰσοπεδώσει τά πάντα καί ἐπιχειροῦν νά διατρανώσουν τήν βλασφημία καί τήν αἰσχρότητα ὡς δεσπόζουσα παρου­σία στήν πάλαι ποτέ εὐσεβῆ Πατρίδα μας.
Παρά τίς καλές, ὅμως, προθέσεις τῶν ἀγαπώντων τόν Χριστό, ἡ πρόσφατη ἀντίδρασή μας πρός τούς ὑβριστάς εἶχε, δυστυχῶς, θετικά γι’ αὐτούς ἀποτελέσματα καί πρέπει νά προβληματισθοῦμε σοβαρά γιά τήν τακτική πού πρέπει νά ἀκολουθήσουμε στό μέλλον. Δέν εἶναι πρέπον νά προσφέρουμε διαφημιστικά ὠφέλη σ’ ἐκείνους πού μισοῦν τόν Χριστό καί, πολύ περισσότερο, νά τούς δίνουμε τή χαρά ὅτι ἔχουν τή δύναμη καί τόν τρόπο νά θίξουν, ἔστω καί κατ’ ἐλάχιστον, τόν Χριστό μας, ἀφοῦ, ὅποιος μιλάει γιά τόν Χριστό ἐκλαμβάνοντάς τον ὡς ἁπλόν ἄνθρωπον καί ὄχι ὡς Σαρκωθέντα Θεόν, δέν ἀναφέρεται στόν Χριστό τῆς Ἐκκλησίας μας ἀλλά σέ κάποιον Ἰησοῦν, κοινόν ἄνθρωπο, ἕναν ἀπό τούς τόσους πού ὑπῆρξαν ἀλλά καί πού ὑπάρχουν ἀκόμη καί σήμερα, καταγόμενοι ἀπό τό Ἰσραήλ.
Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τούς ἀνθρώπους μποροῦμε νά τούς χαρακτη­ρίσουμε ὑβριστές, ἀλλά ὄχι βλάσφημους, γιατί δέν πιστεύουν στή Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ἀσχέτως ἄν στό πρόσωπο τοῦ κοινοῦ κατ’ αὐτούς καί θνητοῦ ἀνθρώπου Ἰησοῦ συνδέουν γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ἐξηγεῖται τό γιατί ὁ ἴδιος ὁ Χρι­στός μᾶς εἶπε «πᾶς ὅς ἐρεῖ λόγον εἰς τόν Υἱόν τοῦ Ἀνθρώπου, ἀφε­θή­σεται αὐτῷ· τῷ δέ εἰς τό Ἅγιον Πνεῦμα βλασφημήσαντι, οὐκ ἀφεθήσεται» (Λουκ. ιβ,10).
Οἱ ὑβριστές μέ τήν πρακτική τους τό μόνο πού κατορθώνουν εἶναι νά ἐπιβεβαιώνουν ὅτι ὁ Ἀληθινός Χριστός, ὁ Χριστός τῆς Ἐκκλησίας, παραμένει τό μεγαλύτερο ἐμπόδιο στήν προσπάθειά τους νά ἐξαπλώσουν τήν κυριαρχία τοῦ ψεύδους. Συνάμα, ὅμως, ἄθελά τους μᾶς ἀποκαλύπτουν καί τούς πραγματικούς καί κατά κυριολεξία βλασφήμους, αὐτούς πού τούς ἐνέπνευσαν νά γίνουν ὑβριστές τοῦ Χριστοῦ. Μᾶς δείχνουν ἐκείνους, πού, ἐνῶ ἰσχυρίζονται ὅτι πιστεύουν πώς ὁ Χριστός εἶναι Θεός, Τόν παραχαράσσουν καί διαστρέφουν τήν διδασκαλία Του.
Ὅπως κάποτε ὁ Ἄρειος, ἔτσι καί οἱ σημερινοί διάδοχοί του στήν ἀσέβεια, Παπικοί καί Προτεστάντες, εἶναι οἱ βλάσφημοι διδάσκαλοι καί ἐμπνευσταί τῶν ὑβριστῶν, ἀφοῦ, οἱ μέν Παπικοί (χαρίζοντας τό ἀλάθητο τῆς Ἐκκλησίας σέ ἕναν ἄνθρωπο–κτῖσμα, τόν Πάπα) συνεχίζουν νά ἀποκαλοῦν τήν Θεία Χάρη κτῖσμα, οἱ δέ Προτεστάντες θεωροῦν ὁλόκληρη τήν Ἐκκλησία κτῖσμα καί, συνεπῶς, τόν Χριστό, μέ τό νά «ἐπεκτείνουν τόν Παπικό θεσμό μέχρι τῆς τελευταίας
Προ­­τε­σταντικῆς καλύβης» ἀνακηρύσσοντας ἀλάθητον κάθε Προτε­στάντη καί κατά συνέπεια ἀνήθικον, ἀφοῦ τό ἦθος τοῦ Χριστοῦ δέν τό διδάσκονται πλέον ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ἀλλά ἀπό τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς, τό πνεῦμα τοῦ κόσμου καί τῶν ἐν κόσμῳ, ἀπό «τό φρόνημα τῆς σαρκός, τήν ἐπιθυμίαν τῶν ὀφθαλμῶν, τήν ἀλαζονείαν τοῦ βίου».
Ἔτσι, ἔφθασαν οἱ βλάσφημοι Προτεστάντες στήν ἀντίθεο βλασφη­μία νά διαψεύδουν τόν Χριστό στήν πράξη μέ τό νά κηρύσσουν ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλία, ὄχι μόνο δέν κολάζεται αἰώνια, ἀλλά καί εὐλογεῖται ἀπό τόν Θεό ὡς προϋπόθεση ἀκόμη καί τῆς Ἱερωσύνης καί τῆς Ἀρχι­ερωσύνης!
Ἐάν θέλουμε, λοιπόν, νά εἴμαστε τίμιοι μέ τούς ἀνθρώπους καί συνεπεῖς μέ τήν Ἀλήθεια πρέπει νά παραδεχθοῦμε ὅτι οἱ ἠθικοί αὐτουργοί τῆς συγγραφῆς τοῦ σεναρίου τοῦ θεατρικοῦ «Corpus Christi» εἶναι ἡ ἀνήθικη Προτεσταντική θεολογία καί Ἱεραρχία, ἀλλά καί ἡ διπλά ἀνήθικη Παπική Ἱεραρχία πού, ἐνῶ φανερά δέν ἐκφράζεται ὑπέρ τῆς ἀνηθικότητος ἀλλά, ἀντίθετα, παρουσιάζεται καί ...παρθενεύουσα(!) μέ τήν ἐπιβολή ὑποχρεωτικῆς ἀγαμίας στόν Κλῆρο της, στήν πράξη, ὄχι μόνο σκεπάζει κάθε ἀνηθικότητα τῶν κληρικῶν της ἀλλά καί κατοχυρώνει θεολογικά κάθε ἠθική παρεκτροπή τους, ὁπλίζοντάς τους μέ τήν Ἰησουΐτικη διακαιολογία ὅτι μέ τή χειροτονία τους «ὁρκίσθηκαν νά τηρήσουν ἀγαμία καί ὄχι παρθε­νία»!
Ὁ Χριστός τῆς Ἐκκλησίας μας δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τόν Χριστό τῶν Παπικῶν καί τῶν Προτεσταντῶν, πού εἶναι κατ’ ἀκρίβειαν οἱ σεναριογράφοι τοῦ Χριστοῦ τῶν θεατρίνων. Ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί κάθε εὐλαβοῦς ψυχῆς, εἶναι ὁ Σαρκωθείς Θεός. Ὁ Θεός Λόγος, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού ἔγινε καί Τέλειος Ἄνθρωπος, ὅπως ὁ Πρωτόπλαστος Ἀδάμ, χωρίς σπέρμα ἀνθρώπινο καί χωρίς νά ἀναπτυχθῆ στήν Παρθενική Μήτρα τῆς Θεοτόκου ὡς ἔμβρυο πού σταδιακά διαμορφώνεται σέ σχῆμα ἀνθρώπου, ἀλλά ἐξ ἄκρας συλλήψεώς Του ἐκ Πνεύματος Ἁγίου ἦταν σχηματισμένος ἄνθρωπος.
Δέν συνελήφθη ὁ Χριστός μέ ἀνθρώπινο σπέρμα –γιατί θά ἦταν καί Αὐτός φορέας τοῦ Προπατορικοῦ ἁμαρτήματος– ἀλλά αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἦταν ἀφύσικος ἄνθρωπος, ἀφοῦ καί ὁ Ἀδάμ δέν ἦλθε στήν ὕπαρξη «σπερματικῶς», ἀλλά «δημιουργικῶς». Τό σπέρμα δέν εἶναι συστατικό τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀλλά ἀποτέλεσμα τῆς πτώ­σεως καί τῆς παρακοῆς, γι’ αὐτό ὁ Ἀδάμ πρό τῆς πτώσεως δέν εἶχε σπέρμα. Μετά τήν πτώση ἔλαβε ὁ Ἀδάμ τό σπέρμα ὡς συνακόλουθο τῶν «δερμα­τίνων χιτώνων».
Ὁ Χριστός, λοιπόν, ὡς «Νέος Ἀδάμ», οὔτε ἐγεν­νήθη μέ σπέρμα, οὔτε παντελῶς εἶχε σπέρμα, οὔτε ἐνήργησε συναφῆ σαρκική διαδι­κασία, πλήν τῶν «ἀδιαβλήτων παθῶν», τῆς πείνας, τῆς δίψας, τῆς κο­πώσεως, τῆς αἱματώσεως, τοῦ θανάτου. Ἄν ὁ Χριστός εἶχε σπέρμα, ἐκτός τοῦ ὅτι θά ἦταν φορεύς τοῦ Προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, θά ἐδίδετο ἡ δυνατότητα στόν διάβολο νά τοῦ κινήση τήν σαρκική δια­-
δι­κασία τῆς ἀκουσίου καί ἐν ὑπνώσει ρεύσεως, ὅπως τήν κινεῖ καί σέ προχωρημένους στήν ἀρετή ἀνθρώπους χωρίς τήν δική τους θέλη­ση.
Τό ὅτι δέν ἐνήργησε ὁ Χριστός καμμιά γενετική λειτουργία εἶναι ὁ λόγος πού δέν συμπεριλαμβάνεται ἡ δια­δικασία αὐτή στά «ἀδιάβλητα πάθη», καί γι’ αὐτό οἱ προγαμιαῖες σχέσεις δέν εἶναι ἀκίνδυνες γιά τήν ψυχοσωματική ὑγεία τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ἀπαι­τεῖται γιά τίς σαρκικές σχέσεις ἕνα ἱερό Μυστήριο, τό Μυστήριο τοῦ Γάμου, τό ὁποῖο διά τῆς Θείας Χάριτος ἐμποδίζει νά βλαφθῆ τό ζεῦγος ἀπό τήν συνουσία.

* * *
Εἶναι καταφανές ὅτι ὁ Χριστός τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπέχει ἀπό τόν Χριστό τῶν βλασφήμων αἱρετικῶν, Παπικῶν καί Προτεσταντῶν –δηλαδή ἀπό τόν Χριστό τῶν θεατρικῶν ἔργων πού ἐξεγείρουν τίς συνειδήσεις τῶν πιστῶν– «ὅσον ἀπέ­χουσιν Ἀνατολαί ἀπό Δυσμῶν»! Ἀπέχει, ὅσο ἀπέχει ὁ Θεός ἀπό τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο.
Συνεπῶς, ὁ Χριστός τῆς Ἐκκλησίας μας δέν κινδυνεύει ἀπό κανένα ἐπίγειο ἤ ἐπουράνιο ὄν, οὔτε ἀπό ὁποιαδήποτε παραχάραξη τοῦ Προσώπου Του. «Οἰκεῖ Φῶς ἀπρόσιτον». Δέν μπορεῖ οὔτε νά Τόν προσεγγίση κανείς, παρά μόνον ἐκεῖνος πού θά ἀγαπηθῆ ἀπό τόν Οὐράνιο Πατέρα μας καί θά δεχθῆ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀπό τήν παραχάραξη τοῦ Χριστοῦ κινδυνεύουμε μόνο ἐμεῖς οἱ ἄν­θρωποι, πιστοί καί ἄπιστοι, ἰδίως, ὅμως, ὅσοι μέ τήν θέλησή μας ἐπι­θυμοῦμε νά ἀνήκουμε στήν Ἐκκλησία.
Πρέπει νά προσέξουμε πολύ, γιατί ὁ Χριστός εἶναι ὁ Μόνος Σαρκωθείς Ἀληθινός Θεός, καί στό Πρόσωπό Του εἶναι κρυμμένη ἡ ὑπόσταση τοῦ καθενός μας. Χωρίς Αὐτόν εἴμαστε ἀπρόσωποι, ὅπως ὁ ὄχλος καί ὁ ἀνθρώπινος συρφετός. Ἐπειδή ὅμως αὐτό δέν εἴμαστε ὅλοι εἰς θέσιν νά τό ἀντιληφθοῦμε καί νά τό ἀξιολογήσουμε, ἄς κρατήσουμε γερά στήν μνήμη καί στήν καρδιά μας τήν προειδοποίηση τοῦ Θεοῦ διά τοῦ στόματος τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου: «Φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος»!

                                                               π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
                                                                        Πρωτοπρεσβύτερος
                                                                   «ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ»
                                                            Ἀρ. Τεύχους 123, Νοέμβριος 2012

οι δολοφόροι των δολοφόνων!…


Λάβαμε, πριν από καιρό, εκ μέρους των οικονομικών δολοφόνων τα εκκαθαριστικά σημειώματα.
Και λέω δολοφονικά, γιατί προφανώς χαλκεύτηκαν με το ίδιο πνεύμα και τον ίδιο σκοπό, που χαλκεύτηκε και το δόλιο χρέος σε βάρος της χώρας μας.
Αφού από το ένα μέρος κατακρεουργήθηκαν, όπως είναι γνωστό, οι αποδοχές των πολιτών κι από το άλλο πολλαπλασιάστηκαν οι φόροι και τα χαράτσια.
Στην περίπτωση τη δική μου, για παράδειγμα, πέρα από κάθε λογική και συνείδηση, εξαπλασιάστηκαν οι φόροι. Παρότι, όπως είναι ευνόητο, δεν υπήρξε καμιά βελτίωση των αποδοχών. Το αντίθετο μάλιστα….
Η δολοφονική αυτή φορολογία αποβλέπει στο να βρεθεί ένα μεγάλο μέρος των φορολογουμένων σε πλήρες οικονομικό αδιέξοδο.
Αφού δεν υπάρχει κανένας τρόπος ν’ ανταποκριθούν στις παράλογες απαιτήσεις του φορολογικού Νταχάου.
Και επιπλέον δεν διαθέτουν την ικανότητα να κλέβουν ή να ληστεύουν.
Όπως συμβαίνει με το το πολιτικό, τραπεζικό, μιντιακό και λοιπό ληστρικό κατεστημένο. Που, παρά το όργιο της φοροδιαφυγής και της κλοπής σε βάρος του δημοσίου και του κοινωνικού συνόλου είναι, προφανώς, «νομιμότατοι». Οι ανεντιμότατοι!
Ενώ τα αδύναμα να ανταποκριθούν στις τερατώδεις απαιτήσεις θύματα της φοροκλοπής και της φοροληστείας φορτώνονται με τη ρετσινιά της παρανομίας και ανεντιμότητας.
Και επαπειλούνται με τα προβλεπόμενα απ’ τους δολοφονικούς νόμους μέτρα.
Παρότι υπήρξαν σχολαστικά συνεπείς στο παρελθόν, όταν, μεταξύ των αποδοχών και των φορολογικών τους υποχρεώσεων υπήρχε λογική και ηθική αντιστοιχία.
Για να ακολουθήσουν στα δολοφονικά εκκαθαριστικά τα ιταμά τελεσίγραφα του «TAXIS».
Σχετικά με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, που προέκυψαν-συν τοις άλλοις-και από τα διάφορα χαράτσια:
Όπως εκείνο της ιδιοκτησίας. Με το οποίο χαρατσώνεται και το τελευταίο φτωχοκάλυβο. Ενώ έχουν έκπτωση κατά 30% τα άνω των 1000 τ. μ. και 60% τα άνω των 2000 τ. μ. οικοδομικά μεγαθήρια. Με τις ευχές και ευλογίες, όπως ειπώθηκε, του διαπρεπούς ΠΑΣΟΚικού αρχιαρλούμπα.
Και το άλλο χαράτσι, της «αλληλεγγύης».
Προκειμένου οι «πάμπλουτοι» Έλληνες να προσφέρουν λύτρα στους λήσταρχους τραπεζίτες και ελεημοσύνη στους πάμπτωχους τοκογλύφους….
Οι σχετικοί με τη φορολογία νόμοι είναι, όπως είναι πασιφανές, κανιβαλικά και σαδιστικά κατασκευάσματα.
Με τα οποία αποσκοπείται να εξωθηθούν πολλές χιλιάδες λαού στην αυτοκτονία. Μετά τις τόσες χιλιάδες, που μέχρι τώρα αυτοκτόνησαν.
Αλλά τι μπορεί να κάμουν αυτοί, που για λόγους θρησκευτικούς ή συνειδησιακούς δεν μπορούν ν’ αυτοκτονήσουν;
Ώστε ν’ απαλλάξουν απ’ την παρουσία τους τη γαλαζοαίματη αλητεία του κατεστημένου!…
Και τι να κάμουν με τα καταδικασμένα σε ανεργία παιδιά τους;
Να τα δολοφονήσουν! Ή να τα εγκαταλείψουν στο έλεος της χούντας των πράσινων και γαλάζιων δημίων! Και των συνοδοιπόρων ΔΗΜΑΡατων…
Αλλά γιατί επιτέλους η κυβερνητική τρόικα επιμένει σε τέτοιου είδους υποκριτικές μεθοδεύσεις, προκειμένου να επιτύχει την εξόντωση του λαού;
Γιατί δεν μιμείται τους περισσότερο έντιμους, στην περίπτωση αυτή, πάτρωνες της, τους Γερμανούς;
Ώστε να συστήσει εκτελεστικά αποσπάσματα και να δημιουργήσει κρεματόρια;
Για να δώσει ένα γρήγορο τέλος στο αργό και εφιαλτικό μαρτύριο των εγκάθειρκτων στα στρατόπεδα εξόντωσης Ελλήνων!
Δεδομένου ότι δεν μπορούμε να περιμένομε κανενός είδους άλλη απάντηση.
Αφού η οποιαδήποτε απάντηση προϋποθέτει λογική και ηθική δεοντολογία. Που ασφαλώς δεν μπορεί να υπάρξει ούτε στη νοοτροπία ούτε στην πρακτική των δολοφόνων της τρικομματικής κυβερνητικής χούντας.
Δεδομένου ότι αυτοί, που χαλκεύουν τους δολοφονικούς φορολογικούς νόμους και παίρνουν τα προκρούστεια μέτρα δεν έχουν στα σωθικά τους συνείδηση και ανθρώπινα σπλάχνα, αλλά ναζιστικά γρανάζια.
Και αποπνέουν τη μπόχα των κρεματορίων του Νταχάου και του Άουσβιτς.
Ας μας κάμουν, λοιπόν, το γρηγορότερο, σαπούνι!
Για να πλένουν τα καθάρματα αυτά, εσαεί, την μέχρι μυελού οστέων βρωμερότητά τους!…
παπα-Ηλίας
http://papailiasyfantis.wordpress. Com

Οσία Μαρία τού Όλονετς, η Ερημίτρια ( Ρωσία αρχές 19ου αι.— 19-2-1860)



31ΟΚΤ
Βίος και Πολιτεία
Α. Γέννηση – ανατροφή: Στην επαρχία του Νόβγκοροντ της Ρωσίας, κατά μήκος του ποταμού Λόβατ στο χωριό Περεντίνο γεννήθηκε η Μαρία, αρχές του 19ου αιώνα. Ήταν η γενέτειρα του γέροντα Ιγνατίου, ιδρυτή της Ι. Μ. του Όλονετς, στη λίμνη Βέϊζ. Ο γέροντας αυτός, μαζί με τον αδελφό του Θεόδωρο πολύ νέοι ξεκίνησαν τους μοναχικούς τους αγώνες από το Άγιο Όρος. Ο τρίτος αδελφός τους, ο Βασίλειος Σοφρόνωφ παντρεύτηκε μια χωρική από διπλανό χωριό. Μετά από χρόνιες προσευχές γέννησαν τη Μαρία και κατόπιν δυο γιους και δυο θυγατέρες.
Οι γονείς τους έδωσαν με την ζωή τους το παράδειγμα στα παιδιά τους. Στην Μαρία αυτό έμπαινε βαθιά στην καρδιά της, γι’ αυτό φαινομενικά δεν διέφερε από τα άλλα παιδιά. Ίσως γιατί όλη η οικογένεια ξεχώριζε για την καλοσύνη της σ’ όλο το χωριό.
Η Μαρία από έξη χρονών φρόντιζε τα αδέλφια της και βοηθούσε στο νοικοκυριό. Φρόντιζε ακόμα και τα κατοικίδια ζώα. Άρχισε όμως να μην παίζει με τα παιδιά της γειτονιάς και να μη συμμετέχει στους χορούς του χωριού. Όταν η μητέρα της την ωθούσε να παίξει, αυτή χωρίς φασαρία έβγαινε, αλλά  έμενε μόνη και παρατηρούσε τη φύση…
Όταν προσκυνητές ή ταξιδιώτες φιλοξενούνταν στο σπίτι, η Μαρία ρουφούσε κυριολεκτικά τις ιστορίες για τα μοναστήρια και τις ακολουθίες σ’ αυτά. Οι γονείς άρχιζαν να διαβλέπουν την κλήση της αυτή, γι’ αυτό ο πατέρας της το συζήτησε με διαφόρους γέροντες. Έτσι ο αναγνώστης του Περεντίνο την έμαθε να διαβάζει Ωρολόγιο και Ψαλτήρι. Σύντομα αποστήθισε όλες τις προσευχές και πολλούς ψαλμούς. Έτσι οι γονείς τους την οδήγησαν για ευλογία στον γέροντα Ησαΐα στην περιοχή του Όλονετς…

Β. Αναχωρεί από τον κόσμο  με την φίλη της: Όσο ζούσαν οι γονείς της, έμενε μαζί τους. Μόνο για προσκύνηση απομακρυνόταν. Κοιμήθηκε πρώτα ο πατέρας της. Ο πρωτότοκος – με οικογένεια – γιος  κληρονόμησε το σπίτι με τα γύρω κτήματα. Αυτή με την μητέρα της έμειναν σ’ ένα κήπο με μηλιές, όπου αδελφός της τους έφτιαξε ένα ζεστό ξύλινο σπιτάκι.
Κάποτε πηγαίνοντας   για προσκύνημα στο Κίεβο γνώρισε την Άννα, μια κοπέλα  δουλοπάροικη. Ήθελε να μονάσει, γι’ αυτό το είχε σκάσει απ’ το «αφεντικό» της. Γνωρίστηκαν και αγαπήθηκαν τόσο, ώστε έμειναν στον κήπο με τις μηλιές… Σ’ ένα χρόνο πέθανε και η μητέρα της Μαρίας. Μετά την κηδεία, παρ’ ότι ήταν χειμώνας, ξεκίνησαν για το Όλονετς. Πέρασαν από πυκνό χιονισμένο δάσος περπατώντας… Όταν βγήκαν απ’ αυτό συνάντησαν βρήκαν τον θείο της  π. Ησαΐα ιδρυτή του ερημητηρίου του Αγίου Νικηφόρου! Τις οδήγησε με την διορατικότητά του στη γερόντισσα Ακυλίνα, πρώην ερημήτρια λίγα χιλιόμετρα από τη Μονή. Ο Γέροντας άκουσε και την εξομολόγηση της Άννας. Ζήτησε απ’ τους μαθητές του, π. Δανιήλ και π. Γεράσιμο να τις φροντίσουν και να τις εξασφαλίσουν και μετά τον θάνατό του… Με την ανιψιά του έκανε ιδιαίτερη συζήτηση, κυρίως για θέματα της γνήσιας πνευματικής άσκησης και της εργασίας της νοεράς προσευχής. Της έδωσε «μοναχικό κανόνα». Ήταν ο μοναχικός κανόνας του Αγίου Παχωμίου για την ζωή στην έρημο:
α) διάβασμα Ψαλτηρίου,
β) πολλές μετάνοιες,
γ) μελέτη ιερών βιβλίων,
δ) συνεχής εργασία με την νοερά προσευχή… και εργόχειρο!   Τους έδωσε μάλιστα εντολή να μην συζητούν μεταξύ τους, παρά μόνο για τα αναγκαία.

Γ.  Η  αφετηρία της ερημική της ζωής: Έμεναν σε μια καλύβα οκτώ τετραγωνικών μέτρων, όπου ο γέροντας τους έδωσε τα απαραίτητα γι’ αυτή την ερημική συμβίωση! Μέσα σε τρία χρόνια έφτασαν σε ζηλευτά ύψη ερημικής ασκητικής ζωής. Τότε πηγαίνοντας στο ερημητήριο του π. Ησαΐα για να κοινωνήσουν (που εν τω μεταξύ είχε γίνει μεγαλόσχημος με το όνομα Ιγνάτιος) και του ανακοίνωσαν την απόφασή  τους να ζήσουν χωριστά. Ο γέροντας μετά από ιδιαίτερες συζητήσεις έδωσε την ευλογία του. Χάρηκε πολύ και φρόντισε να φτιαχτεί στο δάσος και ένα δεύτερο κελί. Σύντομα όμως αναπαύτηκε (20-4-1852).
Τότε άρχισαν για την Μαρία πολλοί πνευματικοί πειρασμοί. Υπόμεινε αρκετές νύκτες άγρυπνη  με απερίγραπτο φόβο. Ο νέος πνευματικός της (π. Γεράσιμος) με προσευχή και συμβουλές για απάθεια στους «παιδαριώδεις» αυτούς πειρασμούς την βοήθησε να τους ξεπεράσει…
Τότε άρχισαν νέοι και πιο δυνατοί πειρασμοί: Ο ιερομόναχος Μητροφάνης, υπεύθυνος για την διοίκηση του Μοναστηριού, επικουρούμενος από τον π. Δανιήλ, ζήτησε να απομακρυνθούν και να μονάσουν σε γυναικεία μοναστήρια … λόγω ευθυνοφοβίας. Απομακρύνθηκε πρώτα η Άννα δέκα μίλια και πήγε πίσω απ’ την λίμνη. Με την βοήθεια ευλαβών πιστών εγκαταστάθηκε σε μια περιοχή που ήταν πραγματικό κρησφύγετο. Έτσι ο Θεός διαφύλαξε την εκλεκτή του. Μετά από λίγο καιρό ο ηγούμενος απομάκρυνε και την Μαρία. Αυτή άρχισε να περιπλανιέται στο δάσος, για να μην στερηθεί το αγαπημένο της … καταφύγιο!
Εκεί ανακάλυψε μια καλύβα με το δάπεδό της κάτω από το έδαφος. Έφτασε στο κοντινότερο χωριό και γνώρισε μέσω του γερο-Αντρέα, ενός συμπαθούς ξυλοκόπου, τον «ιδιοκτήτη της». Αυτός της την χάρισε… Ο δόκιμος μοναχός Τρύφων έμαθε το γεγονός από τον γερο-Ανδρέα και το ανέφερε στον π. Γεράσιμο. Αυτός τότε άρχισε πάλι να την έχει υπό την προστασία του. Και η Μαρία επισκεπτόταν το Μοναστήρι για να κοινωνήσει…
Δ΄. «Νέα  τάξη» στο …δάσος:   Το φθινόπωρο η Μαρία έλαβε ένα γράμμα από το χωριό της για να παρουσιαστεί στις τοπικές αρχές, για έλεγχο των  πιστοποιητικών της. Πήγε. Στο διάστημα που έλειπε ένα άγριο παγερό βράδυ δυο ξυλοκόποι ανακάλυψαν την καλύβα της. Έμειναν εκεί, άναψαν την υγρή θερμάστρα τους και μετά από λίγες μέρες από ένστικτο  πήγε εκεί ο γερο – Ανδρέας και τους βρήκε νεκρούς. Έγινε αυτοψία από τις αρχές και βρέθηκε ότι πέθαναν από ασφυξία. Οπότε κατέστρεψαν την καλύβα, χωρίς δικαίωμα ξανακτισίματος…
Όταν η Μαρία γύρισε έκλαψε πάνω από τα συντρίμμια… Είχε όμως σταθερή την απόφαση να ζήσει εκεί. Έδειξε στη διοίκηση του μοναστηριού την άδεια που είχε στα πιστοποιητικά της για ελεύθερη εγκαταβίωση. Ζήτησε τότε από τον γερο-Ανδρέα να της κτίσει κρυφά, με εργάτη, μια νέα καλύβα σε άλλο σημείο με τα λίγα χρήματα που έφερε από το χωριό της. Εγκαταστάθηκε λοιπόν πέρα από ένα φαράγγι…
Στο μοναστήρι αποσύρθηκε ο ηγούμενος και εγκαταστάθηκε ο π. Σίλβεστρος, που δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τον π. Γεράσιμο… Αυτός έκανε ριζικές αλλαγές και έσπασε η ενότητα και η ομοψυχία! Έτσι ο π. Γεράσιμος έμεινε έγκλειστος για να μην προκαλέσει και άλλες αντιδράσεις! Η Μαρία όμως κατάφερε να έχει επικοινωνία μαζί του. Όμως αργότερα την ανακάλυψαν… Τότε ο ηγούμενος την έδιωξε από την κρυψώνα της, ονομάζοντάς την «απατεώνα», γιατί ζούσε εκεί κρυφά! Της έκαψαν την καλύβα της! Το δάσος ολόκληρο άκουγε τότε τους λυγμούς της Μαρίας…
Ο ηγούμενος μάλιστα αποφάσισε να την διώξει τελείως και ενημερώσει τις αρχές, γι’ αυτήν και τον γερο-Ανδρέα. Ο π. Γεράσιμος τα πληροφορήθηκε και με τον π. Τρύφωνα έστειλε μήνυμα στην Μαρία να υποταχθεί στο θέλημα του Θεού και να περιμένει την Πρόνοιά του. Της ζήτησε να πάει κοντά στην πατρίδα της όπου σε ανθρώπους που τιμούσαν τον π. Ησαΐα – Ιγνάτιο  να βρει καταφύγιο. Ενημέρωσε μάλιστα τον επίσκοπο Ιγνάτιο Μπριατσινίνωφ και άλλους πατέρες να την δεχτούν. Η Μαρία τα δέχτηκε και έκανε υπακοή… χωρίς γογγυσμούς!

Ε΄. Ταξίδι στον Καύκασο:  Η  Μαρία έφυγε και έφτασε στην Σταράγια όπου έγινε δεκτή από τον Αρχιμανδρίτη Ιγνάτιο στην μονή του αγίου Σεργίου, κοντά στην Πετρούπολη. Την βοήθησε επίσης η πασίγνωστη ευεργέτρια  Τ. Β. Ποτέμκινα, η οποία είχε περιουσία κοντά στο μοναστήρι Σβιατογκόρσκ (Άγια Όρη), στο Καρκώφ.  Με συστατική της επιστολή έφτασε, μέσω Κιέβου, μαζί με την καινούργια της συναθλήτρια και συγγενή της Ματρώνα Μιχαήλοβνα στη διάρκεια της νηστείας των Αγίων Αποστόλων.  Ο ηγούμενος όμως εκεί δεν θεώρησε καλό να τους δώσει ευλογία να μείνουν στο δάσος, όπου ζούσαν αρκετοί γέροντες ερημίτες.
Εν τω μεταξύ η Μαρία έλαβε ένα γράμμα από τον π. Θεοφάνη, μέσω του γέροντα Γεράσιμου, να πάει κοντά του στον Καύκασο, στην Σταυρούπολη! Εκεί υπήρχαν πολλά γυναικεία ερημητήρια. Οι προσκυνήτριες πραγματοποίησαν το μακρύ και δύσκολο ταξίδι τους, αφού στηρίζονταν στην Πρόνοια του Θεού. Μερικές φορές βάδιζαν μέχρι τριάντα μίλια!  Ξεκίνησαν στις  29 Ιουνίου και έφτασαν στις 29 Αυγούστου! Το έλεος του Θεού πράγματι τις προστάτεψε και από ανθρώπους και από άγρια ζώα και από τον καύσωνα της ημέρας και από την έλλειψη χρημάτων … Στην Σταυρούπολη συνάντησαν ένα ευλαβή κτηματία που γνώριζε τον π. Θεοφάνη.
Εκεί έλειπε ο επίσκοπος και διαπραγματεύτηκε ο π. Θεοφάνης με την ηγουμένη Σεραφιμίνα της μονής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Εκεί ζούσαν 200 μοναχές, που δύσκολα χωρούσαν. Η Μαρία άφησε την Ματρώνα στη μονή και εξομολογήθηκε στον π. Θεοφάνη την αγάπη της για ερημική ζωή, στην οποία ήταν… συνηθισμένη.

ΣΤ΄. Σε ερημικό καταφύγιο στον Καύκασο:  Η Μαρία ανακάλυψε σ’ ένα γειτονικό φαράγγι μία σπηλιά. Οι προσπάθειες του γέροντα και της ηγουμένης στάθηκαν μάταιες να την μεταπείσουν! Τα δάκρυα και η επιμονή της λύγισαν τον π. Θεοφάνη. Η σπηλιά  ήταν χαμηλή και στενή. Τα τοιχώματά της ήταν από χώμα και η οροφή της ήταν πλεγμένη από λινάρι. Για θέρμανση έφτιαξαν πέτρινη θερμάστρα. Τα τραπέζια και τα καθίσματα έγιναν από κορμούς δένδρων και στρώμα  μια υφαντή ψάθα…Για τροφή κράτησε λίγο αλεύρι και ένα είδος σίκαλης…
Η φιλέρημη ερημήτρια χάρηκε πολύ με την νέα κατοικία της! Το χειμώνα όμως φάνηκε η ακαταλληλότητα της σπηλιάς. Οι βροχές εισχωρούσαν από την οροφή και η υγρασία έφτανε μέχρι τα ρούχα… Το κρύο ήταν παγερό. Η Μαρία εξαντλήθηκε. Αναγκάστηκε να ζητήσει να πάει κοντά της η … Ματρώνα. Ζήτησε εξομολόγηση από τον εφημέριο της περιοχής και κοινώνησε. Μετά δυνάμωσε κάπως, αλλά ήταν ανήμπορη.
Παρ’ όλα αυτά δεν άφησε το κανόνα της… Για να μην την βλέπει στην προσευχή της η  Ματρώνα ζήτησε και της έφτιαξαν μια γωνία με παραβάν. Έτσι χωρίστηκε η σπηλιά σε … δύο δωμάτια. Η σπηλιά βέβαια ήταν σκοτεινή και είχε σύνολο 5 μέτρα μήκος και 2.5  μέτρα πλάτος. Αγωνίστηκαν με αναστεναγμούς και δάκρυα, με αδιάλειπτη προσευχή μέρα και νύκτα μέχρις εκεί που επέτρεπε η σωματική τους αδυναμία. Η Ματρώνα μάζευε τα ξύλα για την φωτιά, νερό απ’ την χαράδρα και έφτιαχνε χυλό με το αλεύρι. Αυτή ήταν η τροφή τους!
Κάποτε οι πατέρες του Όλονετς έμαθαν για την Μαρία και την εξάντλησή της! Ο π. Γεράσιμος μέσω του π. Δανιήλ, που είχε γίνει ηγούμενος στην μονή Πολυούστρωφ, με επιστολή  ζήτησε να επιστρέψουν κοντά στη λίμνη Βέϊζ, αφού δεν υπήρχαν πια τα παλιά εμπόδια. Ενημερώθηκε επίσης και ο επίσκοπος Ιγνάτιος. Την  άνοιξη τους έδωσε ευλογία να γυρίσουν στην πατρίδα τους.

Ζ΄. Το τελευταίο ερημητήριο του Βορρά:  Οδοιπορώντας πέρασαν από το μοναστήρι Σβιατογκόρσκ.
Ξεκουράστηκαν και με πλοίο  έφτασαν στη Νέα Λάντογκα από το Νόβγκοροντ. Πέρασαν και από την ιδιαίτερη πατρίδα τους, που έμεινε η Ματρώνα ένα χρόνο γιατί είχε εξαντληθεί απ’ το ταξίδι και δεν μπορούσε ούτε να περπατήσει! Στο ερημητήριο του Αγίου Νικηφόρου η Μαρία συνάντησε την Άννα, που με μεσολάβηση των πατέρων του Όλονετς εγκαταστάθηκε σ’ ένα εγκαταλειμμένο μοναστήρι, το Παντάν.  Βρισκόταν στη μέση ενός δάσους. Εκεί η Άννα κάρηκε μοναχή και έζησε 31 χρόνια. Κοιμήθηκε στις 11 Ιουλίου το 1901, Σε ηλικία 83 ετών.
Οι γέροντες δεν θέλησαν να λυπήσουν την Μαρία και της έδωσαν την ευλογία να μείνει στα γύρω δάση. Της διάλεξαν όμως την καταλληλότερη δυνατή τοποθεσία, 5 μίλια μακριά από το μοναστήρι. Εδώ η Μαρία εγκαταστάθηκε μαζί με την …ανιψιά της Πελαγία που παλιότερα είχε μείνει μαζί της. Αυτή όμως δεν άντεξε. Την επόμενη άνοιξη κάλεσε κοντά της την  Ματρώνα, που είχε συνέλθει. Ο ηγούμενος ήταν συγκαταβατικός και είχε ευλάβεια γι’ αυτές! H Μαρία δεν έζησε για πολύ στο τελευταίο της καταφύγιο. Οι κακουχίες της και ένα άγριο κρυολόγημα της κλόνισαν οριστικά την υγεία της. Όλο τον χειμώνα υπέφερε από υψηλό πυρετό και πόνους στα δόντια και το πρόσωπό της. Υπήρχαν φάσεις που ξεπερνούσαν τα όρια της αντοχής αυτής της σκληρής αθλήτριας!
Στα τέλη του Ιανουαρίου του 1860 οι πόνοι έφτασαν στο απροχώρητο. Η κατάστασή της χειροτέρευε γιατί δεν έπαιρνε κανένα φάρμακο!  Η Ματρώνα πήγε  να μείνει με την Πελαγία. Δεν μπόρεσε να γυρίσει σύντομα κοντά της λόγω χιονοθύελλας. Ο γερο – Ανδρέας πρώτος άνοιξε δρόμο στο χιόνι και με πέδιλα του σκι έφτασε στην καλύβα. Όταν την είδε πώς ήταν έφυγε για το χωριό και επέστρεψε σε δύο ώρες με ένα μπουκάλι βότκα! Χωρίς συναίσθηση η ερημήτρια έβρεξε ένα πανί με βότκα και το έβαλε στα χείλη της, ενώ ο Ανδρέας είχε φύγει. Η βότκα την άναψε και έβγαλε μια κραυγή προς το Θεό έβαλε χιόνι στο πρόσωπό της και άρχισε να φτύνει κάτι που δοκίμαζε για πρώτη φορά! Τα δάκρυά της ήταν ασυγκράτητα. Ξεκίνησε να πάει στο μοναστήρι! Ακολούθησε τα’ αχνάρια του Ανδρέα και η Πρόνοια του Θεού δεν την άφησε…
Έπεσε αναίσθητη στο χιόνι, αλλά  αδελφοί την είδαν από μακριά και αναίσθητη την πήγαν σε κοντινό … στάβλο. Όταν έφτασε ο π. Γεράσιμος η Μαρία φέρθηκε σαν να ξύπνησε απ’ τον ύπνο. Δεν κατάφερε να μιλήσει, αλλά με νοήματα ζήτησε να της κάνουν ευχέλαιο.
Για τρεις βδομάδες η μαρτυρική ερημήτρια έμεινε στο κρεβάτι. Την δέκατη Πέμπτη ημέρα το πρόσωπό της έλαμψε μ’ ένα υπερκόσμιο φως και πήρε την έκφραση μιας ευλογημένης ηρεμίας. Όλα τα σημάδια εξαφανίστηκαν. Ζήτησε να εξομολογηθεί και τις  επόμενες ημέρες κοινωνούσε!
Το απόγευμα της 19ης Φεβρουαρίου του 1860 η Μαρία αναπαύτηκε…Στην κηδεία της μαζεύτηκε τόσος κόσμος, που ούτε στην πανήγυρη δεν ερχόταν. Στην διάρκεια της εξόδιας ακολουθίας το πρόσωπό της το κάλυψε ένα ουράνιο φως, σημάδι για την οσιότητα του βίου και μήνυμα για το περιεχόμενο της ησυχαστικής ζωής των Ορθοδόξων ασκητών!!!

Βιβλιογραφία: Πέτρου Μπότση, Οσία Μαρία του Όλονετς, σειρά οι Φιλόθεες, Αθήνα 1992.
Επιμέλεια – Παρουσίαση: Π. Α. Μ.
Πηγή: Ενοριακός Παλμός. Ιερά Μητρόπολη Πατρών – Μηνιαίο Ενοριακό έντυπο. Κοιμήσεως Θεοτόκου Οβρυάς Μεσσατίδος. Έτος έκτο – Αρ. Φύλλου 62 – ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ  2001.-Ο.Ο.Δ.Ε

Ο γέροντας της αγάπης στο «Aγιορείτικο Bήμα»: «κράτος χωρίς θεώ δεν μπορεί να ζήσει» - Γέροντας Σωφρόνιος




Γ. Σωφρόνιος: Η Ελλάδα μας  έπεσε στο χάος άσπλαχνων πολιτικών και ανεπαρκής δικαιοσύνης

Του Γιώργου Θεοχάρη
 

Γέροντας Σωφρόνιος ο Αγιορείτης, έζησε είκοσι ολόκληρα χρόνια στη σπηλιά της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην ερημική ''Μικρά Αγία Άννη'' του Αγίου Όρους.
 Ακολούθησε ιεραποστολή στο Κονγκό και σε άλλα μέρη του τρίτου κόσμου.

Τον συνάντησα στην Αθήνα, σε ένα διαμέρισμα που ζει φιλοξενούμενος, διότι ως ασκητής δεν έχει απολύτως τίποτα παρά μόνο το πετραχήλι του, όπως μου είπε κλείνοντας τη συνέντευξη.
 

Ο γέροντας Σωφρόνιος  μιλώντας στο
 «Αγιορείτικο Βήμα» βάλλει κατά πολιτικών, δικαιοσύνης και Εκκλησίας, τονίζοντας ότι ευθύνη για την σημερινή Ελλάδα έχουν αυτοί οι τρεις θεσμοί και εξηγεί τους λόγους.

«Αφήσαμε τον Χριστό μας και πιάσαμε τον Χρυσό μας. Να επιστρέψουμε στον Χριστό μας, να μετανοήσουμε»
 , σημειώνει ο Αγιορείτης γέροντας.


Οι «Χαμένοι Χριστιανοί» της Μικράς Ασίας


Μεγάλο σκάνδαλο αλλά και επίκεντρο έντονων συζητήσεων προκαλεί στην Τουρκία ένα βιβλίο του Erdoğan Çinar και μιας ομάδας Τούρκων ερευνητών με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Σκάνδαλο η ιστορία των Αλεβητών». Το βιβλίο αυτό, περιγράφοντας την ιστορία των Αλεβητών, υποστηρίζει ότι οι Αλεβήτες της Τουρκίας είναι στην πραγματικότητα οι χαμένοι χριστιανοί της Μικράς Ασίας, ένα πραγματικά μεγάλο ιστορικό πρόβλημα στο οποίο  όμως η σύγχρονη επίσημη Τουρκία αποφεύγει συστηματικά να δώσει πειστικές απαντήσεις.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα του βιβλίου, οι Αλεβήτες αποτελούν το χαμένο χριστιανικό ποίμνιο της Μικράς Ασίας που χάθηκε μετά την επικράτηση των Οθωμανών και  ότι σε πολλές περιπτώσεις τα θρησκευτικά κέντρα των Αλεβητών έχουν κτιστεί πάνω σε χριστιανικές εκκλησιές. Ο Çınar  φτάνει στο σημείο να υποστηρίξει ότι όλοι οι Γέροντες, (Ντεντέδες),  των Αλεβητων δεν είναι παρά χριστιανοί που θέλοντας να αποφύγουν τον δια της βίας εξισλαμισμό, κατέφυγαν στην δημιουργία μιας ισλαμικής αίρεσης με πολλά χριστιανικά στοιχεία...
Ακόμα και στο μεγάλο θρησκευτικό κέντρο των Αλεβητών, το Χατζή Μπεκτάς της Καππαδοκίας, αποδίδει χριστιανική, ακόμα και αρχαιοελληνική προέλευση, κάνοντας λόγο για ύπαρξη στο ίδιο σημείο παλαιότερο ναό του Δια και στην συνέχεια χριστιανικής μονής. Μέχρι και τον απόστολο Παύλο, τον ιδρυτή, όπως αναφέρετε χαρακτηριστικά,  της χριστιανικής εκκλησίας της Μακεδονίας, ταυτίζει με τον μεγάλο πνευματικό ηγέτη  των Αλεβητών, που δεν είναι άλλο από τον Pir Sultan Abdal. Ο Τούρκος συγγραφέας επικαλείται ακόμα και τα συγγράμματα του γνωστού Τούρκου περιηγητή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, Εβλιγιά Τσελεμπί, για να υποστηρίξει ότι ήταν καθοριστικές οι επιδράσεις του αποστόλου Πέτρου, του απόστολου Ματθαίου από την Ούρφα της νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας, ακόμα και  της αυτοκράτειρας Άννας Κομνηνής, στους πιστούς, μετέπειτα Αλεβήτες, χαρακτηρίζοντας όλα αυτά σε ένα μεγάλο ιστορικό σκάνδαλο για τους σημερινούς Αλεβήτες της σύγχρονης Τουρκίας.
Όπως είναι φυσικό το βιβλίο αυτό προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και συζητήσεις αναδεικνύοντας για άλλη μια φορά το έντονο πρόβλημα των Αλεβητών, που εξακολουθεί να είναι ένα μεγάλο «αγκάθι» για την συνοχή της Τουρκίας. Γεγονός είναι ότι τα τελευταία χρόνια  ένεκα της μεγάλης ανόδου του πολιτικού Ισλάμ και των Σουνιτών στην Τουρκία, το ζήτημα της θρησκευτικής μειονότητας των Αλεβιτών έχει αποκτήσει μια ξεχωριστή πολιτική σημασία. Η πρόσφατη απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης, στις 10 Ιουλίου 2012, για άλλη μια φορά να μην αναγνωρίσει τα «Cem Evleri»,  δηλαδή τα θρησκευτικά κέντρα των Αλενβητών, επέτεινε το πρόβλημα αυτό. Το ζήτημα είναι πολύ σημαντικό αν αναλογιστεί κάνεις ότι η μειονότητα των Αλεβητών φτάνει μέχρι και τα 20 εκατομμύρια και αποτελεί μια ακόμα «πυριτιδαποθήκη» στα θεμέλια της σύγχρονης Τουρκίας.
Η αδιαμφισβήτητη ιστορική  αλήθεια είναι ότι οι Αλεβήτες  εμφανίστηκαν σε μια περιοχή στην βορειοανατολική Καππαδοκία, όπου υπήρχε πυκνός ελληνορθόδοξος χριστιανικός πληθυσμός. Πολλά χριστιανικά στοιχεία που υπάρχουν στους Αλεβήτες δίνουν πραγματικά ερείσματα σε όσους υποστηρίζουν την εκδοχή περί  χαμένης χριστιανικής τους ταυτότητας. Οι Αλεβητες πίστευουν στον άγιο Γεώργιο, ενώ στα μοναστήρια τους γίνονταν εξομολόγηση των νέων μελών και μετά την εξομολόγηση τους έδιναν να ποιούν κρασί και να φάνε ψωμί και τυρί. Οι «μοναχοί» τους είχαν εφαρμόσει την αγαμία και σε πολλά σημεία θύμιζαν χριστιανικά ορθόδοξα μοναστήρια. Οι δοξασίες τους  έχουν  πολλά κοινά στοιχεία με την ορθόδοξη χριστιανική παρουσία στην Μικρά Ασία και για τον λόγο αυτό προσέλκυσαν από νωρίς χιλιάδες χριστιανούς ελληνορθόδοξους στις τάξεις τους. Μια μοναδική τελετουργία που είχαν και που μας θύμιζε τον Μυστικό Δείπνο, ήταν η αλεβητική παράδοση του τελετουργικού δείπνου. Οι γυναίκες   διατηρήσαν το καθεστώς της ελευθερίας και της ισότητας με τους άντρες, κάτι που υπήρχε από την αρχαία εποχή στον ελληνισμό της Μικρας Ασίας. Ακόμα και Οθωμανοί ιστορικοί, όπως οι Γιακούμπ και Χασλούκ, έχουν τονίσει ότι ο Αλεβητισμός οφείλει πάρα πολλά από τις δοξασίες του στις χριστιανικές  δοξασίες και τελετές των κατοίκων της Μικράς Ασίας. Αποκορύφωμα όλων αυτών ήταν η αλεβητική δοξασία για την Αγία Τριάδα που έφερε ακόμα πιο κοντά τους Αλεβήτες στον ελληνορθόδοξο χριστιανισμό της Μικράς Ασίας. Η Ενότητα του Θεού, του Μωάμεθ, και του προφήτη Αλί, ήταν η αλεβητική έκδοση της Αγίας Τριάδας. Αλλά οι ελληνορθόδοξες   επιδράσεις εκδηλώνονταν και με άλλους τρόπους, όπως η εγκατάσταση προσκυνημάτων σε προσκυνήματα ή τοποθεσίες όπου οι Ελληνορθόδοξοι Χριστιανοί τις θεωρούσαν ιερές και μέχρι σήμερα είναι τόποι προσκυνήματος των Αλεβητών. 
Σίγουρα το πρόβλημα αυτό, της πραγματικής ταυτότητας των Αλεβητων που απασχολεί κατά καιρούς έντονα την σημερινή Τουρκία, είναι και αυτό άλλος ένας «κρίκος» στην αλυσίδα των προβλημάτων ταυτότητας που δημιουργούν τριγμούς, ενίοτε και «σεισμικές δονήσεις», στο σύγχρονο τουρκικό κατεστημένο.
ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ

Η ζωή στο αγιορείτικο κοινόβιο




μοναχός Θεολόγος Ιβηρίτης
Η φύση μας ζητά την κοινωνία με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. «Οδν γρ οτως διον τς φύσεως μν, ς τ κοινωνεν λλήλοις καχρήζειν λλήλων κα γαπν τ μόφυλον, γράφει ο Μ. Βασίλειος.[1]Αυτόν τον χαρακτήρα της ανθρώπινης ζωής διασώζει το κοινόβιο, κατά τον ίδιο Άγιο, ώστε ούτε το «παρν» να γίνεται «χρηστον» ούτε το «λλεπον απαραμύθητον».[2]Διασώζεται « τν μελν πρς λληλα σχέσις τε καπηρεσία κα ποταγ πρς τν κεφαλν μν, τίς στιν ὁ Χριστς»[3]και η «ν τ ν το Πνεύματος νέργεια ες πάντα μο διαβαίνει»[4]. Έτσι, το κοινόβιο είναι εικόνα της Εκκλησίας, «στάδιον θλήσεως κα προκοπς εοδία κα διηνεκς γυμνασία κα μελέτη τν το Κυρίου ντολν [...] σκοπν μνχουσα τν δόξαν το Θεο [...] χαρακτρα δ σώζουσα τν ν τας Πράξεσιν στορουμένων γίων».[5]
Γίνεται κανείς μοναχός, γιατί βρίσκει το νόημα της ζωής του στην κοινωνία με τον Θεό. Νιώθει την προσωπική του ανεπάρκεια και ζητά το έλεός Του. Στη φιλανθρωπία της, η Εκκλησία έχει οικονομήσει πολλούς τρόπους μοναχικής ζωής. Άλλοι, διαφορετικά ο καθένας, τους αξιολόγησαν. Εμείς θ᾿ αρκεστούμε στα λόγια του αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου: «Ἐν παντὶ καὶ ἐν πᾶσιν ἔργοις καὶ πράξεσιν ὁ διὰ Θεὸν βίος παμμακάριστος».[6]
Το κοινόβιο ακολουθεί μια μέση οδό, χωρίς ακρότητες. Είναι ένας τρόπος να οικονομηθούν διάφοροι χαρακτήρες και εφέσεις μέσα σ᾿ ένα χώρο κι έναν τύπο ζωής. Κι έχει επιτυχή αποτελέσματα, γιατί δεν είναι ανθρώπινο έργο. Ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός το ίδρυσε και το συνέχει. Αυτός δήλωσε στον άγιο Παχώμιο, τον πρώτο κοινοβιάρχη: «Θάρσει, ὅτι ἡ ῥίζα τοῦ σπέρματός σου ἕως αἰῶνος οὐ μὴ ἐκλείπῃ· καὶ ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος φυλαχθήσεται τὸ σπέρμα σου ἐπὶ τῆς γῆς».[7]
Στο κοινόβιο υπάρχει ένα ορατό πλαίσιο που βοηθά τον μοναχό να εγκεντρισθεί στην «καλλιέλαιον» της Εκκλησίας, με τις ακολουθίες, τον κανόνα, τα διακονήματα, την υπακοή... Υπάρχει μια νομοθεσία, οι αγγελικές και πατερικές «ὑποτυπώσεις», που χαράζουν την πορεία προς την ελευθερία. Όταν ο άγιος Παχώμιος θεωρεί λίγο τον κανόνα της προσευχής, ο Άγγελος του απαντά: «Ἱκανόν. Ταῦτά τε διετύπωσα, ὡς φθάνειν καὶ τοὺς μικροὺς ἐπιτελεῖν τὸν κανόνα καὶ μὴ λυπεῖσθαι ὡς ἀποιήτους· οἱ δὲ τέλειοι νομοθεσίας χρείαν οὐκ ἔχουσιν, καθ᾿ ἑαυτῶν γὰρ ἐν ταῖς κέλλαις ὅλον ἑαυτῶν τὸ ζῇν τῇ τοῦ Θεοῦ νομοθεσίᾳ παραχωρείτωσαν».[8]
Στην Εκκλησία ικανοποιούνται οι εφέσεις της ανθρώπινης φύσεως. Και στα πλαίσια του κοινοβίου κανείς αξιοποιεί σωστά τις δυνατότητες και καλλιεργεί τον χαρακτήρα του. Η υπακοή, η προσπάθεια ν᾿ ακολουθήσει κανείς το θέλημα του Θεού, τον καθαίρει και ενοποιεί τις δυνάμεις που διέστρεψε ο εγωισμός. Έτσι, κάνει το μικρό του έργο, χωρίς να το απολυτοποιεί εγωιστικά, αλλά με το να το εντάσσει στο κοινό σώμα της μονής, στο κοινό σώμα της Εκκλησίας, και να δέχεται τη χάρη του Χριστού, της κεφαλής του σώματος. Έτσι, από τη σύνολη κοινότητα του κοινοβίου είναι δυνατό να τηρηθούν όλες οι εντολές, να μεταδοθούν τα χαρίσματα, να φανερωθούν και θεραπευτούν τα ελαττώματα και ν᾿ αναπληρωθούν οι ελλείψεις, όπως διδάσκει ο Μέγας Βασίλειος.[9]
Το κάθε τι βρίσκει τη θέση που του αρμόζει. Ο κάθε μοναχός ενεργεί διαφορετικά, μέσα στα πλαίσια του κοινοβίου. Όμως, και το παραμικρό που κάνει αποκτά σωτήρια σημασία. Είναι χαρακτηριστικοί οι αδιάλειπτοι έπαινοι στις κατηχήσεις ενός μεγάλου κοινοβιάρχη, του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, για το κάθε ένα ‒σημαντικό ή ασήμαντο‒ διακόνημα και τα επιγράμματα που αφιερώνει στον κάθε ένα διακονητή. Σ᾿ αυτά βλέπουμε τη γεμάτη στοργή ποιμαντική της Εκκλησίας. Αγιάζεται κάθε υλική απασχόληση κι η πνευματική ζωή παίρνει σάρκα.
Με την ταπεινή και αφανή ζωή του, ο άγιος Ευφρόσυνος, άσημος μάγειρας κάποιου μοναστηριού, γεύεται τα παραδείσια μήλα. Η αγία Ισιδώρα του κοινοβίου των Ταβεννησιωτών προσκυνείται και ανακηρύσσεται πανηγυρικά από τον μεγάλο γέροντα της ερήμου όσιο Πιτυρούν. Έτσι, πέρα από μια ορατή, υφίσταται και μια αόρατη ιεραρχία στο κοινόβιο που, όταν αποκαλύπτεται σε ονομαστούς γέροντες, τους κάνει να φιλούν τα πόδια άσημων και παραριγμένων μοναχών.
Στο μοναστήρι αξιοποιείται η καθημερινότητα. Πράξεις απλές, όπως η συμμετοχή στη θεία λατρεία ή μια ασήμαντη απασχόληση, δεν φέρνουν ανία αλλ᾿ εναποθηκεύουν αόρατα τη θεία χάρη στην ψυχή ‒όταν γίνονται κατά Θεόν‒, σαν σταγόνες σε δεξαμενή. Αρκεί μια φανέρωση της Χάριτος, για να στερεωθεί μέσα στον μοναχό η «πληροφορία τῆς πίστεως».[10]  Έτσι, νιώθει κανείς την αξία των λίγων και μικρών που κάνει και βεβαιώνεται ότι βαδίζει στον σωστό δρόμο.
Βοηθούν και οι αδυναμίες των άλλων. Με τις συγκρούσεις που προκαλούν, ανακαλύπτει κανείς τον εαυτό του, τις δικές του αδυναμίες. Λειαίνονται οι αδελφοί, όπως οι πέτρες που παρασέρνει το ποτάμι και τις τρίβει μεταξύ τους. Αλλά και οι ελλείψεις αναπληρώνονται. Το «περίσσευμα» της προσευχής, της εργατικότητας ή της σοφίας του ενός αναπληρώνει το υστέρημα του άλλου. Μια παροδική αδυναμία του ενός στον κοινόν αγώνα δεν φέρνει απελπισία ή καταστροφή, προσωπική ή συλλογική. Σαν ένα σώμα, η αδελφότητα πορεύεται τον ίδιο δρόμο, αντιμετωπίζει τον ίδιον αντίπαλο κι έχει τη δυνατότητα να συγκρατεί ένα μέλος, όταν εκείνο ατονήσει, μέχρι να δυναμώσει και να συμμετάσχει ξανά στον αγώνα, βοηθώντας ενδεχομένως κι άλλους με τη σειρά του.
Δεσπόζουσα είναι η παρουσία του ηγουμένου, που είναι ο Γέροντας, ο πατέρας των αδελφών, στον οποίον ο Κύριος έχει εμπιστευθεί τις ψυχές τους. Με τη χάρη του Θεού, διερμηνεύει το θέλημά Του για τον κάθε ένα μοναχό. Από υψηλή σκοπιά διακρίνει τις μεθοδείες του πονηρού και διατηρεί ασφαλές το λογικό του ποίμνιο. Όπως ο θεόπτης Μωυσής και ο Απόστολος Παύλος, μεσιτεύει ανάμεσα στον Θεό και στα πνευματικά του τέκνα, προσεύχεται γι᾿ αυτά και τα οδηγεί στη σωτηρία. Κι οι αδελφοί, υπακούοντάς τον, υπακούουν στον Θεό που τον έθεσε ως κεφαλή τους και τον φωτίζει.
Η υπακοή φέρνει τη χάρη του Θεού και μ᾿ αυτήν οι τυφλοί πνευματικά αναβλέπουν ακόπως, κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος.[11]
Ελεύθεροι από το βάρος του εγωιστικού τους θελήματος, βαδίζουν απερίσπαστα. Έτσι προχωρεί το σκάφος της αδελφότητος, με κυβερνήτη τον ηγούμενο, που μεριμνά και για τις ποικίλες διοικητικές και οικονομικές ανάγκες του κοινοβίου· με ναυκλήρους τους πνευματικούς ή άλλους παλαιότερους αδελφούς, που με την πείρα τους στηρίζουν τα νεώτερα μέλη και βοηθούν τον ηγούμενο να χαράξει την πορεία· και ναύτες τους αδελφούς, που κάθε ένας τους συμβάλλει στη ζωή του μοναστηριού από την πλευρά του και κατά τις δυνάμεις του.
Εκδήλωση αυτής της πορείας είναι και οι ‒συνήθως εβδομαδιαίες‒ συνάξεις. Σ᾿ αυτές ο Γέροντας δίνει κατευθύνσεις σε ορισμένα γενικότερα θέματα της ζωής των αδελφών και της λειτουργίας της μονής και υπομνηματίζει τη σημασία διαφόρων εορταστικών και λειτουργικών περιόδων. Και οι αδελφοί αναφέρονται στα καθημερινά ζητήματα, ανταλλάσσουν την πείρα τους και συζητούν σχετικά.
Στοιχείο αναπόσπαστο της μοναστηριακής ζωής είναι και η φιλοξενία των προσκυνητών. Τα τελευταία χρόνια έρχονται πολλοί στο Όρος, Έλληνες και αλλοδαποί, Ορθόδοξοι και μη, διαφόρων ηλικιών και επαγγελμάτων. Οι προσκυνητές εντάσσονται στο πρόγραμμα της μονής. Ένας αδελφός αναλαμβάνει την υποδοχή τους, άλλοι την τακτοποίησή τους στο «αρχονταρίκι» (ξενώνα) κι άλλοι την επαφή μαζί τους. Συμμετέχουν στην ακολουθία και τρώνε στην κοινή τράπεζα. Ησυχάζουν για λίγο από τις εγκόσμιες μέριμνες και συζητούν τα προβλήματα που τους απασχολούν.
Έτσι, το κοινόβιο είναι έξω από τον κόσμο αλλά συμμετέχει στη ζωή του με τον δικό του τρόπο. Δεν εντάσσεται στις υπάρχουσες κοινωνικές δομές, είναι όμως κοινότητα με τη δική της συγκρότηση, με κέντρο τον Θεάνθρωπο και πνεύμα θυσίας. Γι᾿ αυτό και είναι κοινωνία ανοιχτή και μπορεί να δεχτεί τον καθένα και να τον βοηθήσει να βρει τη χαμένη προσωπική ή συλλογική ενότητα.
Τον χαρακτήρα του κοινοβίου υποδηλώνει και η αρχιτεκτονική του. Στη μέση το «καθολικό» (ο κεντρικός ναός) και γύρω τα κελλιά των αδελφών, η τράπεζα, ο ξενώνας, χώροι εργασιών και αποθήκες. Η καρδιά της μονής πάλλει στο καθολικό. Όλες οι λειτουργίες (διακονήματα, φαγητό, συνάξεις, ανάπαυση) έχουν κέντρο τους τη θεία Λειτουργία. Αποτελούν την προσκομιδή: προσφορά  της κτίσεως, των ανθρωπίνων έργων, της υπάρξέως μας... στον Θεό, τα «σὰ ἐκ τῶν σῶν», απαραίτητη προϋπόθεση για την τέλεση της θείας Λειτουργίας.
Η θεία λατρεία επεκτείνεται σ᾿ όλη τη ζωή του κοινοβίου. Κάθε πράξη γίνεται υπό το πρίσμα της. Κάθε τι είναι ιερό, γιατί προσφέρεται στον Θεό. Η εργασία γίνεται για τον Θεό και τον πλησίον, μοναχό ή προσκυνητή. Με το φαγητό και τον ύπνο, απονέμονται στη φύση τα χρειώδη του σώματος· κι όταν γίνεται σωστή χρήση τους, δοξάζεται ο Θεός που τα οικονόμησε έτσι. Κι ένας περίπατος, σαν τη χορδή του τόξου που χαλαρώνει, κατά τον Μ. Αντώνιο, οικονομεί την αδυναμία της φύσεως και, με τη χάρη του Θεού, συντελεί στην ωρίμανσή της. Όλα μπορούν να γίνουν προσφορά στον Θεό κι όλα να συνδυαστούν με την προσευχή. Η ευχή του Ιησού είναι επίκαιρη κάθε στιγμή.
Το πρόγραμμα του κοινοβίου είναι το πλαίσιο που, όταν αξιοποιηθεί, συντονίζει τα μέγιστα τη ζωή του μοναχού με τον ρυθμό της Εκκλησίας. Αν και υπάρχουν διαφορές από μοναστήρι σε μοναστήρι, είναι το ίδιο σε γενικές γραμμές. Η καθημερινή ζωή αρχίζει λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Πρώτο μέλημα και σκέψη του μοναχού, η «πρωτόνοια», ο κανόνας του: μερικά κομποσχοίνια με την ευχή του Ιησού και με προσκυνητές ‒μικρές‒ μετάνοιες και μια ή δυο εκατοντάδες μεγάλες, όπως έχει ορίσει ο Γέροντας για τον κάθε ένα. Έτσι, η ενέργεια του νου, τη στιγμή που είναι καθαρός, προσφέρεται στον Θεό.
Μ᾿ αυτά τα θεία νοήματα πηγαίνει στη συνέχεια στο καθολικό, όπου, με το Μεσονυκτικόν, αρχίζει η πρωινή ακολουθία. Μετά τη γαληνή απαγγελία του Μεσονυκτικού, του Εξάψαλμου και των Ψαλμών του Όρθρου, ο εγκωμιασμός και η επίκληση της βοήθειας των Αγίων και της Παναγίας, με τους κανόνες και την «Τιμιωτέραν». Κορύφωση του Όρθρου, η αίνεση του Θεού, με τους Αίνους και τη Δοξολογία. Μετά την ανάγνωση των Ωρών, τελείται η θεία Λειτουργία: διάλογος με τον Κύριο· προσφορά του εαυτού μας και των έργων μας και αντιπροσφορά του ίδιου του Κυρίου, ορατά και αόρατα, με την άκτιστη χάρη Του στα κτιστά είδη του ψωμιού και του κρασιού που μεταβάλλονται σε σώμα και αίμα Του. (Κατά τις μεγάλες γιορτές όλες οι ακολουθίες τελούνται λαμπρότερα, μαζί στην αγρυπνία, που αρχίζει λίγο μετά τη δύση του ηλίου και διαρκεί από εφτά έως δέκα ώρες.) Στη συνέχεια, στα περισσότερα μοναστήρια οι αδελφοί αποσύρονται στα κελιά, για να διατηρήσουν τη χάρη της θείας Λειτουργίας και να αναπαυθούν, αν είναι κουρασμένοι από την ακολουθία.
Λίγες ώρες μετά, το κοινό γεύμα. (Στις αργίες, αμέσως μετά τη θεία Λειτουργία, με πομπή και ύμνους, κατευθύνονται οι αδελφοί προς την τράπεζα.) Αφού ευλογηθεί το φαγητό από τον ηγούμενο, οι αδελφοί τρώνε, ενώ ο αναγνώστης διαβάζει βίους Αγίων, πανηγυρικούς λόγους ή πατερικά κείμενα σχετικά με τη μοναχική ζωή. Έτσι, ευλογείται ο χορηγός της υλικής τροφής Θεός και παράλληλα τρέφεται κι ο νους με θεία νοήματα. Η υλική πράξη αγιάζεται και γίνεται πνευματικό γεγονός.
Στη συνέχεια οι αδελφοί πηγαίνουν στα «διακονήματα», δηλαδή στις διάφορες εργασίες για τη λειτουργία και συντήρηση της μονής και τη φιλοξενία των προσκυνητών. Καθένας, κατά την κλίση του και κατά τις ανάγκες της μονής, επιτελεί επί ένα και περισσότερα χρόνια ένα ορισμένο διακόνημα. Προσφέρει κατά τις δυνάμεις του. Οι δυνατότεροι εργάζονται περισσότερο, κάποιοι άλλοι λιγότερο, αξιοποιώντας διαφορετικά τον χρόνο τους και βοηθώντας ανάλογα το κοινόβιο με την πνευματική μελέτη, την προσευχή, την «ησυχία»... Τα διακονήματα, βαρύτερα ή ελαφρύτερα, δύσκολα ή εύκολα, χειρωνακτικά ή όχι, όταν γίνονται εν Χριστώ, έχουν την ίδια αξία και προσφέρουν εξίσου στο κοινό.
Μετά τη λήξη των εργασιών, τρεις ώρες πριν από τη δύση του ηλίου, αρχίζει ο Εσπερινός, μια δοξολογία του Θεού για το ιλαρό φως Του που μας χαρίζει με το τέλος της ημέρας. Την Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο και Κυριακή (εκτός από την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής και της νηστείας του Δεκαπενταυγούστου, οπότε αυτό συμβαίνει μόνο τα σαββατοκύριακα) υπάρχει δείπνο μετά τον Εσπερινό. Λίγο πριν από τη δύση του ηλίου, τελείται το Απόδειπνο, η τελευταία ακολουθία της ημέρας, που συνδυάζεται με τους Χαιρετισμούς.
Μετά παύει κάθε κίνηση στη μονή, η εξωτερική πόρτα κλείνει κι οι αδελφοί αποσύρονται στα κελιά τους κατ᾿ ιδίαν, να αναλογιστούν μπροστά στον Θεό τη μέρα που πέρασε, να μελετήσουν, προσευχηθούν κι αναπαυθούν. Η μέρα, όπως άρχισε, έτσι και τελειώνει: με τη μνήμη του Θεού. Κι η ζωή του μοναχού αποτελεί έναν κύκλο με κέντρο τον Θεό. Αυτός είναι η αρχή και το τέλος της μέρας, αλλά κι η αρχή, η οδός και το τέλος της ανθρώπινης ζωής.

Σημειώσεις
1 Όροι κατά πλάτος, γ΄.
2 ό.π., ζ΄, 1.
3 ό.π., ζ΄, 2.
4 ό.π.
5 ό.π., ζ΄, 4.
6 Κεφαλαίων γ΄ εκατοντάς, 65.
7 Βίος α΄, ΒΕΠΕΣ τ. 40, σ. 206.
8 ό.π., σ. 124.
9 ό.π., ζ΄, 2.
10 βλ. Εβρ. 10,22.
11 λόγος Δ΄, ρλα΄.
πηγή: Αντίφωνο, πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Ορθόδοξη μαρτυρία", τεύχος 15 (Σεπτέμβριος - Δεκέμβριος 1985), σσ. 45-47. Αναρτάται εδώ με ανεπαίσθητες αλλαγές.
http://www.antifono.gr/αντιγραφή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...