Αποδείχτηκε πατέρας και αδερφός για τον βορειοηπειρωτικό ελληνισμό. Από την ενθρόνισή του (19-6-1967) δεν σταμάτησε να αγωνίζεται και να προσφέρει με όλες του τις δυνάμεις για τους συνέλληνες της Βορείου Ηπείρου. Με την ενθρόνισή του διεκήρυξε: «Κατά την στιγμήν ταύτην, καθ’ ην το πρώτον ανέρχομαι τον θρόνον τούτον, η σκέψις μου στρέφεται προς τους αδελφούς μας της Βορείου Ηπείρου, που στενάζουν υπό τον ζυγόν πικράς δουλείας, διά να τους διαβεβαιώσουμε ότι όχι μόνον αι προσευχαί μας θα τους συνοδεύουν καθημερινώς, αλλά και παν το δυνατόν θα πράξωμεν, όπως λυτρωθούν των δεσμών της δουλείας».
Σ’ όλο τον κόσμο!..
Στο εθνικό του έργο, μέχρι την εκδημία του, περιστοιχιζόταν από αφοσιωμένους και αποφασισμένους συνεργάτες: από φοιτητές, επιστήμονες, κληρικούς, καθηγητές, εξέχουσες προσωπικότητες από διάφορα μέρη της χώρας και από το εξωτερικό. Ο Σεβαστιανός διεξήγαγε ενημερωτικό αγώνα σε Ευρώπη και Αμερική για τα δικαιώματα του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού.
Ο μόνος που επισκέφτηκε το Αμερικανικό Κογκρέσο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου κατήγγειλε το δράμα των Βορειοηπειρωτών και ζήτησε ανθρώπινα δικαιώματα για τους Βορειοηπειρώτες.
Όταν υπηρετούσε ακόμη ιεροκήρυκας στη Μητρόπολη Ιωαννίνων, οι συζητήσεις του με μαθητές και όχι μόνο, υπήρξαν ουσιαστικές και καρποφόρες.
Όπως γράφει ο Νικηφόρος Κάτσενος (Νέα Επικοινωνία, Νοέμβριος - Δεκέμβριος 1999, σ. 43), «σε όποιον ναό της πόλης των Ιωαννίνων και αν ιερουργούσε τα πλήθη των πιστών τον ακολουθούσαν παντού για να ακούσουν τον μεστό του λόγο».
Υπήρξε τεράστιο το έργο του στην Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως Πωγωνιανής και Κονίτσης. Ανήγειρε τον Ιερό Ναό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού στην Κόνιτσα, ανακαίνισε δύο ιστορικές Μονές (Στομίου 8ος αιώνας) και Μολυβδοσκεπάστου (7ος αιώνας), ίδρυσε Γηροκομείο στην Κόνιτσα και οικοτροφείο για άπορους μαθητές.
Διαχρονικό πρότυπο…
Εκείνο όμως που τον καταξίωσε στη συνείδηση όλων και το οποίο του έγινε βίωμα σε όλη του τη ζωή, ήταν το εθνικό θέμα της Βορείου Ηπείρου. Θαρραλέος, εμπνευσμένος αγωνιστής, έγινε διαχρονικό πρότυπο, πράος και ήρεμος, αλλά ασυμβίβαστος, προσηλωμένος στο καθήκον του.
Θα γράψει ο Παναγιώτης Βλάχος, τέως Επιθεωρητής Μ.Ε.: «Ο Μητροπολίτης Σεβαστιανός ανεδείχθη Σύμβολο του Βορειοηπειρωτικού Αγώνος, προστάτης των χειμαζομένων Βορειοηπειρωτών». Ιεράρχης μαχητικός, ακόμη και οι αντίπαλοί του παραδέχτηκε τον «άγιο Λεβίτη» με την ανυποχώρητη μαχητικότητα και την αγιότητά του.
Στη διαθήκη του διαβάζουμε: «Περιουσίαν ατομικήν ή ακίνητην δεν έχω να αφήσω. Ούτε κληρονόμησα ούτε απέκτησα με την ιεροσύνη μου». Αυτά ήταν ο ιεράρχης του χρέους. Τέτοιες προσωπικότητες θα παραμείνουνως πρότυπο.
Ο μακαρίτης Νίκος Τέντας θα γράψει στην «Επικοινωνία» Ιανουάριος 1992, Νο 46, σ. 17: «Δεν πρόκειται να συνθέοσυμε του έπους τις Ποιμαντορίας ενός πανάξιου ιεράρχη της Ελληνικής Εκκλησίας. Προσκρούει η γραφίδα στην άκρα ταπεινοφροσύνη του σεμνού, του νεομάρτυρα Πατρο-Κοσμά. Του Αγίου των Ελευθέρων Πολιορκημένων Ορθοδόξων Ελλήνων και Αλβανών».
Και ο Κώστας Κωστούλας στο ίδιο περιοδικό (Μάιος 1993, Νο 61, σ. 25) σε άρθρο του με τίτλο: «Το άλλο έργο του Σεβαστιανού που αγγίζει τις ψυχές των ανθρώπων!..», θα γράψει: «Όλοι οι Έλληνες γνωρίζουν τον Σεβαστιανό ως μαχητή και αγωνιστή του Βορειοηπειρωτικού ζητήματος, ακούραστος, ασυμβίβαστος, ανυποχώρητος, επίμονος».
«Το ράσο του Σεβαστιανού, θα γράψει ο Θεόδωρος Ζήσης, έγινε σημαία, και ο ίδιος σύμβολο και εικόνα των Βορειοηπειρωτών» (Η κληρονομιά του Σεβαστιανού, Κόνιτσα 1996, σ.7).
Λίγοι γνωρίζουν το ζεστό χέρι και την γεμάτη αγάπη χριστιανική καρδιά του. Βοηθούσε χωρίς διάκριση.
Οι πρώτοι ιερείς που λειτούργησαν στα ελληνοχώρια ήταν αποστολή της Μητρόπολης Δρυϊνουπόλεως, αποστολές σε εκκλησιαστικά σκεύη και σχολικά είδη για τους μαθητές, είδη ένδυσης, φάρμακα και άλλα είδη, χωρίς να ξεχωρίζει Έλληνες και Αλβανούς, χριστιανούς και μουσουλμάνους. Και για τους βασανισμένους Αλβανούς ο «παπα – Πρίφτης» στην Κόνιτσα ήταν ο θεόσταλτος ευεργέτης τους.
Με τη γλώσσα της αλήθειας
Ο Σεβαστιανός ήταν η ακοίμητη συνείδηση της Βορείου Ηπείρου, που σε χρόνια δύσκολα πάλευε, ενθουσίαζε και σε περιόδους ατολμίας, κράτησε τη φλόγα της αλήθειας, για το βαρβαρικό καθεστώς του Εμβέρ Χότζα.
Ήταν η δυνατή και ρωμαλέα φωνή της Βορείου Ηπείρου. Πυροδοτούσε και αφύπνιζε συνειδήσεις, θυμίζοντας το χρέος μας απέναντι στο δράμα των Βορειοηπειρωτών. Προέτρεπε, κράτος και πολίτες, συμπαρασταθούν και να βοηθήσουν τους τσακισμένους συμπατριώτες μας.
«Εσείς που είσαστε χορτασμένοι, βροντοφώναζε, θυμηθείτε εκείνους που μένουν νηστικοί, όσοι θέλετε να λέγεστε Έλληνες, σταθείτε επιτέλους σαν Έλληνες». Συμβούλευε πατρικά τους Βορειοηπειρώτες να μείνουν στον τόπο τους και να συνεχίσουν ενωμένοι τον αγώνα τους για την ανάκτηση των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων τους.
Η αγάπη των Β/Ηπειρωτών…
Ανυπόκριτη η αγάπη των Βορειοηπειρωτών προς τον σεβαστό τους ιεράρχη πατέρα για την ηθική και υλική συμπαράστασή του.
Χαρακτηριστικά είναι όσα του έγραφαν οι Χειμαριώτες στις 27 Μαΐου 1992: «Σας στέλνουμε ειλικρινά ευχαριστήρια, έγραφαν, για τον ηρωικό αγώνα σας, που κάνετε για τη Β. Ήπειρο και ειδικά για εμάς τους Χειμαριώτες. Εμείς οι Χειμαριώτες σαν γνήσιοι Έλληνες στα πατρώα εδάφη μας από κτήσεως κόσμου, σας θεωρούμε, Σεβασμιώτατε, σαν το Χριστό της Β. Ηπείρου και σας ευχόμαστε μακροζωία και για το καλό της Χειμάρας».
Και σε μια επιστολή της βορειοηπειρωτικής οργάνωσης «Ομόνοια» με ημερομηνία 5 Ιουλίου 1991 διαβάζουμε:
«Σεβασμιώτατε Δεσπότη μας,
Βαθιά συγκινημένοι όλοι μας σήμερα, σας γράφουμε αυτό το μήνυμα για να επικοινωνήσουμε με την ψυχή σας… Είστε ο άνθρωπος που, με τα μηνύματά Σας, όλα αυτά τα χρόνια που άλλοι σιωπούσαν, υψώσατε φωνή διαμαρτυρίας και υπερβήκατε πολιτικές και κυβερνήσεις και συμβουλέψατε τους Έλληνες της Αλβανίας να μείνουν Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Είστε και θα παραμείνετε ο κηδεμόνας αυτού του λαού, που είναι γνήσιος ελληνικός».
Πολύτιμη κληρονομιά…
Το έργο του Σεβαστιανού αποτελεί πολύτιμη κληρονομιά. Η αθόρυβη υποδομή στη Μητρόπολή του, οι περιοδείες και οι ομιλίες του, η ίδρυση του ΠΑΣΥΒΑ και της ΣΦΕΒΑ, ο ραδιοφωνικός σταθμός, η στήριξη των φυγάδων και προσφύγων, η ανθρωπιστική βοήθεια προς τους πάσχοντες Έλληνες και Αλβανούς, όλα αυτά, και πολλά άλλα, συνδυασμένα με το ήθος, την αρετή, τη σεμνότητα, την ταπεινοφροσύνη, δίκαια του προσέδωκαν τον τίτλο του «Νέου Πατροκοσμά».
Μισήθηκε ο Σεβαστιανός για το έργο του. Πολλοί τον λιθοβόλησαν. Τον είπαν μέχρι και προδότη, φανατικό και φασίστα, πολεμοκάπηλο και σοβινιστή. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν αρνητές του. Όμως, με τον αρνητικό τους λόγο και με τις προσπάθειες σπίλωσης του ονόματός του, δεν κάνουν, άθελά τους, τίποτε άλλο από το να προβάλλουν το εθνικό και ποιμαντικό του έργο.
Το έργο και η ίδια του η μορφή θα τον κρατούν ζωντανό στη μνήμη εκείνων, για τους οποίους αγωνίστηκε και αφιέρωσε τη ζωή του.
Θα πει ο διάδοχός του στην ακριτική Μητρόπολη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης, Σεβασμιώτατος Ανδρέας, τον Δεκέμβριο του 1995:
«Ο Σεβαστιανός υπήρξε και πατέρας και αδελφός στοργικός, που με την ισχυρή θέλησή του, με την εξαγιασμένη ζωή του και με τον λόγο του τον μεστό και φλογερό μας ετόνωνε την ελπίδα και μας ατσάλωνε τη θέληση, για να μην αποκάμουμε στον αγώνα και για να μη ρίξουμε τα όπλα και γίνουμε λιποτάκτες από την έπαλξη που μας έταξε η πρόνοια του Θεού. Φτωχός πέθανε ο ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ και μας άφησε κληρονομιά και ιερή παρακαταθήκη: να μη σταματήσουμε τον αγώνα…».
Ο Μητροπολίτης Σεβαστιανός αναπαύεται στον αέρριτο τάφο του στην Ιερά Μονή Μολυβδοσκεπάστου. Από κει, ατενίζοντας απέναντι το Λεσκοβίκι και αγκαλιάζοντας την Βόρειο Ήπειρο, στέλνει μηνύματα αγάπης και ενότητας.