Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Μαρτίου 02, 2013

Ο Οικουμενικός αγιορείτης του Έσσεξ.

Το ιστολόγιο μας, συνεχίζει το αφιέρωμα τιμής στους κληρικούς που ποτέ δεν εμφανίστηκαν με την αλαζονεία της αρετής αλλά απόμειναν μέσα στην ταπείνωση της αμαρτολότητας που όλοι μας σέρνουμε πίσω μας. Και στάθηκαν δίπλα στο Λαό του Θεού και σε κάθε πονεμένο άνθρωπο. Το αφιέρωμα μας σήμερα είναι στον Γέροντα Σωφρόνιο του Έσσεξ.


Α. Γέννηση - ανατροφή:
Ο Γέροντας γεννήθηκε στην Μόσχα της Τσαρικής Ρωσίας από ορθόδοξους γονείς το 1896, στις 22 Σεπτεμβρίου, 04.00 η ώρα το πρωί. Ήταν το δεύτερο παιδί μιας οικογένειας με άλλα εννέα αδέλφια. Πέθανε όμως τελευταίος απ’ όλα τ’ αδέλφια του. Βαφτίστηκε στην εκκλησία του Σωτήρα και πήρε το όνομα Σέργιος. Από την παιδική του ηλικία έδειχνε μια σπάνια ικανότητα στην προσευχή. Σαν νέος μάλιστα μπορούσε να απαντά σε θέματα θεολογικά από αιώνων ζητούμενα. Έτσι από νωρίς είχε καταληφθεί από επείγουσα επιθυμία  να εισχωρήσει στην καρδιά της θείας αιωνιότητας.

Β. Νεανικές περιπλανήσεις:
 Μπαίνει ως μαθητής στη Κρατική Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας και επιδόθηκε στη ζωγραφική. Την ίδια περίοδο απέκτησε ενδιαφέρον για τον Βουδισμό και γενικότερα για την Ινδική Φιλοσοφία. Αυτή η παιδεία άλλαξε την πορεία της εσωτερικής του ζωής. Ο ανατολικός μυστικισμός του φαινόταν τώρα βαθύτερος του Ορθόδοξου Χριστιανισμού. Η σύλληψη του Υπερ-προσωπικού Απολύτου του παρουσιαζόταν πιο πειστική παρά του προσωπικού Θεού. Σαν   νέος  έζησε τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1918. Τα γεγονότα αυτά τον οδήγησαν στην ιδέα  ότι η αιτία που οδηγεί στα δεινά είναι η ύπαρξη αυτή καθ’ αυτή. Γι’ αυτό προσπάθησε να απογυμνωθεί απ’ όλα τα ορατά ή πνευματικά είδωλα. Στον τελευταίο όροφο ενός κτιρίου της Μόσχας βασανιζόταν καθημερινά να λύσει τα μυστήρια της ζωής…
Σε κάποια φάση άρχισε να ασχολείται με την γιόγκα, αλλά ως φορέας μέρους της  Ρωσορθόδοξης παράδοσης δεν έχασε την αγάπη του για την ωραιότητα της φύσης. Επί πλέον σαν καλλιτέχνης είχε μεγάλα προβλήματα για να εργασθεί στη μετεπαναστατική Ρωσία. Γι’ αυτό άρχισε να επιζητεί την μετανάστευση στη Δυτική Ευρώπη.

Γ΄. Στην Γαλλία:
Το 1921 (25 ετών) φτάνει στη Γαλλία, το Ευρωπαϊκό κέντρο των ζωγράφων. Ταξίδεψε και έφτασε πρώτα στην Ιταλία, όπου θαύμασε τα αριστουργήματα της Αναγέννησης. Ύστερα και από μια σύντομη παραμονή στο Βερολίνο της Γερμανίας έφτασε στο Παρίσι, την λεγόμενη πόλη του φωτός.
Δόθηκε με την ψυχή και το σώμα στη Ζωγραφική. Τα έργα του έγιναν δεκτά στα καλλιτεχνικά σαλόνια και πήρε μέρος σε Εκθέσεις με μεγάλη επιτυχία. Όμως η καθαρή διανόηση δεν του γέμιζε την ψυχή. Τότε ξαφνικά θυμήθηκε την εντολή του Ιησού για την αγάπη προς το Θεό «εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της διανοίας».
Έτσι αν η ενασχόληση με τον ανατολίτικο μυστικισμό, του ήταν σαν κεραυνός στο σκοτάδι, η τωρινή αποκάλυψη ήταν  φωτεινή σαν λάμψη!
Διανόηση χωρίς αγάπη δεν είναι αρκετή. Έτσι το 1925 (29 ετών) ο Χριστός επικράτησε μέσα του, …η προσευχή για τον προσωπικό Θεό ήταν φυλαγμένη στην καρδιά του και απευθυνόταν πρώτα και κύρια στο Χριστό.
Ο ίδιος διηγείται: «Ήμουν στο Παρίσι, τα είχα όλα, ζούσα με τον καλλιτεχνικό κόσμο του Παρισιού και συμμετείχα σε όλες τις εκδηλώσεις. Όμως τίποτα δεν μου έδινε χαρά και ανακούφιση. Μετά από κάθε εκδήλωση του καλλιτεχνικού κόσμου, είχα μέσα μου κενό και αγωνία. Ο λογισμός μου, μου έλεγε πως κάτι πρέπει να κάμω, για να φύγω από το αδιέξοδο, που με συνείχε. Όμως δεν εύρισκα λύση.
Ένα βράδυ, μετά από μία διασκέδαση, ανέβαινα στο σπίτι μου με σκυμμένο το κεφάλι και αργό βήμα. Έλεγα πως αυτή η ζωή είναι βάναυση, είναι ανιαρή. Τότε σκέφτηκα να γίνω μοναχός, όμως πού και πώς δεν είχα ιδέα. Ήμουν Ρώσος εμιγκρέ-πρόσφυγας στη Γαλλία. Εκεί υπήρχαν πολλοί Ρώσοι, οι οποίοι ίδρυσαν το Θεολογικό Ινστιτούτο Του Αγίου Σεργίου… Στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου, όλοι μιλούσαν για Θεό, αλλά Θεό δεν είδα, ενώ όταν πήγα στο Άγιο  Όρος, κανείς δεν μιλούσε για Θεό και όλα έδειχναν τον Θεό».
Εισάγεται στο Ορθόδοξο Θεολογικό Ινστιτούτο του Παρισιού, με την ελπίδα να μάθει πώς να …προσεύχεται και πώς να καταπολεμήσει τα πάθη του! Ένα χρόνο οι σπουδές δεν του έδωσαν το κλειδί για τη …Βασιλεία των Ουρανών. Αποφασίζει λοιπόν να γίνει μοναχός.

Δ΄. Στο Άγιο Όρος:
Ο νεαρός αλλά έμπειρος στις αναζητήσεις του σπουδαστής φτάνει  το 1925 στην Αθήνα και με καράβι από τον Πειραιά  εγκαταβιώνει στο Ρωσικό Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα, στα Δυτικά παράλια του Άθωνα. Στην ψυχή του αισθανόταν ένα αίσθημα απελπισίας για τον κόσμο που απομακρύνθηκε απ’ τον Θεό, αλλά και ένα αίσθημα αναστάσεως. Έτσι η προσευχή του έγινε ένδυμα και αναπνοή.
Μετά από τέσσερα χρόνια  γνωρίζει το σημαντικότερο πρόσωπο της ζωής του στη Γη, τον Άγιο Ρώσο γέροντα Σιλουανό, τον Αθωνίτη. Ο γέροντας γίνεται πνευματικός του οδηγός. Ο ίδιος όμως δεν τολμούσε να ονειρευτεί ένα τέτοιο θαύμα!
Επί οκτώ χρόνια περίπου κάθισε κοντά στον γέροντα (μέχρι τον θάνατό του, 24-9-1938). Ο Σωφρόνιος έγινε  επιστήθιος αλλά και πιστός μαθητής του για πάντα… Ορφανός από τον πνευματικό του, και με ευλογία του ηγουμένου της Ι. Μ. και του Συμβουλίου της αναχωρεί για την «έρημο» του Αγίου Όρους, τα γνωστά Καρούλια. Εκεί από φήμες έμαθε για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο! Η προσευχή του τότε ενισχύθηκε χάριν όλης της ανθρωπότητας. Προσευχόταν για τους σκοτωμένους, για τους φονιάδες, για να μην νικήσει το κακό…
Η απομόνωσή του πήρε τέλος όταν «υποχρεώθηκε» κατά κάποιο τρόπο να γίνει εξομολόγος και πνευματικός πατέρας των αδελφών της Ι. Μονής του Αγίου Παύλου, Οσίου Γρηγορίου, Οσίου Σίμωνος Πέτρας, Οσίου Ξενοφώντος, αλλά και άλλων κελιών και σκητών, στα Νοτιοδυτικά παράλια του Άθωνα. Είχε βέβαια από καιρό αρχίσει να δέχεται αναχωρητές και ερημίτες όπως και να κάνει σ’ αυτούς επισκέψεις. Ήταν μια δύσκολη και άκρως επικίνδυνη αποστολή.    
Μετά από τέσσερα χρόνια στους βράχους υπάκουσε στην Μονή του Αγ. Παύλου να ζήσει σ’ ένα σπήλαιο κοντά στο μοναστήρι. Το σπήλαιο ήταν στην απομόνωση, αλλά είχε και παρεκκλήσιο για τους σπηλαιώτες, λαξευμένο σε βράχο.
Το χειμώνα το νερό έφτανε μέχρι το κρεβάτι και ούτε φωτιά μπορούσε να ανάψει! Η επισφαλής υγεία του τον ανάγκασε να το εγκαταλείψει τον τρίτο χειμώνα…

Ε΄. Πάλι στην Γαλλία…εκδότης:
Μετά από αυτό κατάφυγε στην …Γαλλία όπου θα έκανε μια χειρουργική επέμβαση και θα αποτελείωνε το βιβλίο που έγραφε για τον γέροντά του Σιλουανό. Υπολόγιζε να μείνει ένα χρόνο, αλλά …άλλες οι βουλές του Κυρίου! Το 1948 (52 ετών) εκδίδει τα χειρόγραφα του Αγ. Σιλουανού με ανάλυση της διδασκαλίας του και με την βιογραφία του. Αυτή την έκδοση την φιλοτέχνησε μόνος του! Το 1952 ακολουθεί μια έντυπη έκδοση. Ύστερα ακολουθούν οι μεταφράσεις  στην Αγγλική, Γερμανική, Ελληνική, Γαλλική, Σερβική και συνέχεια σε άλλες γλώσσες. Πρόκειται για το πασίγνωστο βιβλίο «Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης», που σήμερα κυκλοφορεί από το μοναστήρι του Έσσεξ.
Εδώ να σημειώσουμε και την συγγραφή των εξής υπόλοιπων βιβλίων:
1). Περί προσευχής
2). Άσκηση και  Θεωρία
3). Η ζωή Του ζωή μου
Η αντίδραση των ασκητών του Αγίου Όρους ήταν πάρα πολύ ενδιαφέρουσα για τον συγγραφέα. Βεβαίωσαν ότι το βιβλίο ήταν μια αληθινή ακτινοβολία των αρχαίων παραδόσεων του Ανατολικού Μοναχισμού. Αναγνώρισαν τον Σιλουανό σαν πνευματικό κληρονόμο των μεγάλων πατέρων της Αιγύπτου και Παλαιστίνης!

Στ΄. Στη Μόσχα:
Αυτό τον καιρό επισκέπτεται την Μόσχα για να προσκυνήσει τους τάφους των γονέων του. Πήγε στην παιδική του γειτονιά , όπου βρήκε το σπίτι του Δημόσια Υπηρεσία. Αργότερα έμαθε ότι όλα τα’ αδέλφια του ήταν στη ζωή (εκτός από τον μεγαλύτερό του αδελφό Βόρι πού πέθανε 14 ετών πριν φύγει απ’ τη Μόσχα). Επέστρεφε στην πατρίδα του σαν καλλιτέχνης και σαν Ιερέας. Οι συγγενείς του έμαθαν που λειτούργησε μια Κυριακή και βρέθηκαν.. Έκτοτε η πιο μικρή του αδελφή, η Μαρία, τον επισκέπτονταν στο Έσσεξ της Αγγλίας.
Από το 1967 άρχισε να επισκέπτεται τη Μόσχα κάθε χρόνο, έως το 1981. Ο γέροντας έδινε πνευματική συμπαράσταση σ’ όλους συγγενείς του, και όχι μόνο…

Ζ΄. Στο Έσσεξ της Αγγλίας:
Την εποχή εκείνη (1959 και σε ηλικία 63 ετών) με θαυμαστές  συνθήκες εγκαταβιώνει στο Έσσεξ της Αγγλίας, ιδρύει μια αδελφότητα και αρχικά δεχόταν όποιον ζητούσε την πνευματική του βοήθεια. Αργότερα κτίζει το Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου. Η ηλικία του και η φθίνουσα υγεία του τον ανάγκασαν να αναθέτει πολλή απ’ την δραστηριότητά του στους μοναχούς του. Αυτός αφιερώνεται στη λειτουργία! Είναι γεμάτος μέχρι τα χείλη με τη γνώση του Θεού. Είναι καθαρός, σπλαχνικός και αυστηρός στις κρίσεις του, πράγμα που οδηγεί τον άλλο σε νέες ενδοσκοπήσεις.
Γι’ αυτόν η δημιουργία είναι μια άλλη λέξη της ελπίδας. Η Θεία Λειτουργία γινόταν στο ναό των Αγίων Πάντων, η οποία πάντα γέμιζε από πιστούς που έφταναν (και φτάνουν) από το Λονδίνο. Οι αιτήσεις, τα ειρηνικά απαγγέλλονταν αργά, καθαρά, με τη βαθιά φωνή του, με προφορά σαφή είτε στην Αγγλική, είτε στην Ελληνική ή στη Γαλλική. Το πρόσωπό του και όλο του το είναι περικλείονταν από κάποιο φως που σκορπούσε ειρήνη και γαλήνη… Όλος ο κόσμος έφερνε φαγητό και κατόπιν ακολουθούσε «κοινή τράπεζα»… Στο Μοναστήρι αυτό δημιουργούνται από τότε πολλοί και δυνατοί δεσμοί φιλίας.
Η κάθε εκδήλωσή του δίδασκε να έχουν οι πιστοί αγάπη στην καρδιά τους. Ήταν φορές που έπαιζε με τα παιδιά των προσκυνητών.  Έλεγε συχνά: «Τα παιδιά καταλαβαίνουν πολύ καλά αυτά πού τους. Πρέπει να τους μιλάς με σεβασμό όπως στους μεγάλους, αν και οι μεγάλοι δεν καταλαβαίνουν όπως αυτά!…». Έλεγε, ότι για να μη φύγει ένα παιδί από τον δρόμο της Εκκλησίας, δεν φτάνουν μόνο οι καλοί πνευματικοί, αλλά θα πρέπει και οι γονείς να δίνουν το ανάλογο παράδειγμα στα παιδιά…
Όταν ήθελε να αποφασίσει περί ενός προβλήματος διερωτιόταν: «Τι θα μου έλεγε η Μετάνοιά μου και οι πατέρες του Αγίου όρους;» Ευτυχώς που ο Θεός καταξίωσε τον π. Σωφρόνιο να αποκαλύψει τον πλούτο της Ορθοδόξου παραδόσεως στη Δύση. Ευτύχισε μάλιστα να γνωρίσει την επίσημη αναγνώριση της αγιότητας του πνευματικού του πατέρα  Σιλουανού το 1987, αλλά και τον εγκαινιασμό του πρώτου ναού προς τιμήν του οσίου Σιλουανού.
Στις 11 Ιουλίου του 1993, πλήρης ημερών (97 ετών ) και αφού όργωσε  πνευματικά όλη την Ευρώπη και πάλεψε στα νιάτα του με τις αξίες της Άπω Ανατολής, κοιμήθηκε «προς Κύριον». Ο τάφος του γέροντα είναι στο μέσο του κτιστού κοιμητηρίου της Μονής…

Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΔΕΝ ΞΕΧΑΣΤΗΚΕ


Σωματεῖον
«ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΤΑΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ»
Ἕδρα: MOYΣΩΝ 14, 15452 ΨΥΧΙΚΟΝ

Τηλ. 0030  2103254321-2,    fax 210-3236978
e-mail: fot_gram@otenet.gr ἱστοσελίς: www.fotgrammi.grἈριθ. Ἀποφ. Πρωτοδικείου Ἀθηνῶν 3079/2008
Α.φ.μ. 998406487 ΔΟΥ Ψυχικοῦ

Η ΥΠΟΣΧΕΣΙ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΔΕΝ ΞΕΧΑΣΤΗΚΕ

1.3.2013 

ΤΟ ΤΑΜΑ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΟΛΟΥΣ ΜΑΣ ΕΜΠΝΕΕΙ,ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ ΕΝΩΝΕΙ

ΚΟΛΟΚΟΤΡΣυνεχίζοντες τὴν ἀπέλπιδα ἀγωνία μας νὰ διαφωτισθοῦν οἱ πάντες ἀπὸ τὴν ἀνόθευτη ἱστορία τοῦ Θρυλικοῦ Γέρου τοῦ Μοριᾶ καὶ τῶν ἄλλων ἡρώων τῆς Ἐθνικῆς μας Παλιγγενεσίας, ἀναρτοῦμε τὸ μικρὸ φυλλάδιο, ποὺ ἔχομε κυκλοφορήσει σὲ 120.000 ἀντίτυπα, ἐπ’εὐκαιρίᾳ τῆς Ἡμερίδας τῆς 31.3.2013 γιὰ τὸ ΤΑΜΑ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ.

Δὲν πρέπει νὰ μείνῃ ὄχι μόνο μία γωνιὰ ἑλληνική, ἀλλὰ οὔτε μία οἰκογένεια ἑλληνική, ποὺ νὰ μὴ ἔχῃ διαφωτισθῆ καὶ ἐνημερωθῆ γιὰ τὴν ἀνάγκη ἀμέσου πραγματοποιήσεως τοῦ Τάματος τοῦ Ἔθνους.

Στὴν ἀναλυτικὴ πρόσκλησί μας ποὺ ἀναρτήσαμε τὴν 15.2.2013

 (http://www.fotgrammi.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=713:15213———3132013-sporting&catid=28:2009-07-31-01-41-51ἐπαναλαμβάνομε ὅτι δὲν ζητᾶμε χρήματα ἀπὸ τὴν Πολιτεία καὶ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ἀπαιτοῦμε νὰ μᾶς διευκολύνουν καὶ νὰ μὴ μᾶς ἐμποδίζουν.

Μὲ τὸ παραγωγικὸ αὐτὸ ἔργο τοῦ Τάματος τοῦ Ἔθνους θὰ τρώγουν χιλιάδες ἑλληνικὲς οἰκογένειες τὸν ἄρτο τὸν ἐπιούσιο μὲ τὸν ἱδρῶτα τοῦ προσώπου τους.

Πρῶτα δικαιοσύνη, δηλαδὴ θέσεις ἐργασίας, καὶ μετὰ ἐλεημοσύνη.

Μόνο ἔτσι θὰ ἀναζωογονηθῇ τὸ κατατρωθὲν ἠθικὸ καὶ ἐθνικὸ σθένος τῶν Ἑλλήνων.

Ἐπιστρέφοντες στὶς ρίζες μας θὰ μᾶς βοηθήσῃ ὁ Θεὸς νὰ μὴ καταποντισθοῦμε στὴν ἄβυσσο, ποὺ μᾶς ὡδήγησαν ἀνάξιοι καὶ φαῦλοι ἰθύνοντες, πειθήνια ὄργανα τῶν καταχθονίων σκοτεινῶν δυνάμεων.

ΑΜΗΝ, ΓΕΝΟΙΤΟ.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ «ΦΥΓΑΔΕΣ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΥ ΠΡΟΝΟΙΑΣ»


«ΦΥΓΑΔΕΣ…»
(Σοφία Σολομῶντος ιζ΄ 2)

τοῦ περιοδ. «ΖΩΗ», 
ἀρ. τ. 4265, Φεβρ. 2013

.          Φεύγουν. Διαβαίνουν τὰ σύνορα καί ἀπομακρύνονται. Τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας πνίγει τὰ βήματά τους. Τὸ ἄγνωστο ἔδαφος ἀνοίγει κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τους ἀβύσσους καί γκρεμούς. Ὅπου καὶ νὰ πᾶνε, θὰ εἶναι οἱ φυγάδες. Αὐτοὶ ποὺ ἐγκατέλειψαν ἕναν ὄμορφο κόσμο, μίαν ἅγια γῆ, γιὰ νὰ  πορευθοῦν στὸ χάος καί στήν καταστροφή. Αὐτοὶ ποὺ διάλεξαν τὸν τραγικὸ κλῆρο, τὴν θλιβερὴ καί σκοτεινὴ ζωὴ τῶν φυγάδων.
.          Μὰ γιὰ ποιούς φυγάδες πρόκειται; Τὸ βιβλίο τῆς Σοφίας Σολομῶντος μᾶς παρουσιάζει μιὰ εἰδικὴ κατηγορία τους στὸ δέκατο ἕβδομό του κεφάλαιο. Ἀσφαλῶς εἶναι ἡ τραγικότερη, ἡ σκοτεινότερη καί πάντως ἡ πιὸ παράξενη κατηγορία φυγάδων. Πρόκειται γιὰ τους «φυγάδες τῆς αἰωνίου προνοίας» (Σοφία Σολομῶντος ιζ΄ 2).

*   *   *

.          «Φυγάδες τῆς αἰωνίου προνοίας», τῆς ἀγαθῆς καί σαφῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ!  Ὑπῆρξαν στὸ παρελθὸν πολλοί. Ὑπάρχουν καί στήν ὥρα αὐτὴ ποὺ ζοῦμε. Εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ εἶπαν: «Δὲν πιστεύουμε σὲ θεία Πρόνοια. Δὲν πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεὸς κυβερνάει τὸν κόσμο μὲ τὴν ἀγάπη του καὶ τὴν σοφία του. Στήν τύχη προχωρεῖ ὁ κόσμος τὸν δρόμο του. Στήν τύχη ζοῦμε, γεννιόμαστε, πεθαίνουμε. Δὲν ὑπάρχει κανένα στοργικὸ χέρι ἐπάνω μας».
.          Ἡ ἀπόρριψη τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ τὴν πρώτη φάλαγγα τῶν «φυγάδων τῆς αἰωνίου προνοίας».
.          Κλείνουν μὲ ἕναν ἀξιοθρήνητο τρόπο τὰ μάτια τους οἱ φυγάδες αὐτοί. Δὲν βλέπουν τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο του. Τοὺς τρομάζει τὸ κακό, ἡ ἀδικία, τὸ μίσος, ἡ παλιανθρωπιά, ἡ κυριαρχία τῶν τυφλῶν συμφερόντων. Καί ἀφήνουν νὰ κλονιστεῖ ἡ ἐμπιστοσύνη τους στήν ἀγάπη καί τὴν στοργὴ τοῦ Θεοῦ. Ξεχνοῦν τὴν Σάρκωση, τὴν Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Δὲν συλλογίζονται ὅτι «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν…» (Ἰωάν. γ´ 16). Καί δὲν σκέπτονται ὅτι πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο, ποὺ λάμπει στὸν οὐρανό, ὑπάρχει ἕνας Πατέρας ὅλος στοργή, ποὺ «ἀνατέλλει τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἐπὶ πονηροὺς καί ἀγαθοὺς» (Ματθ. ε΄ 4), διότι γιὰ ὅλους προνοεῖ.
.          Ἔτσι οἱ «φυγάδες τῆς αἰωνίου προνοίας» ἀνταλλάσσουν τὴν ἐμπιστοσύνη τους στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἄρνηση, τὴν ἀγωνία, τὴν φρικτὴ ἀβεβαιότητα. Ἐγκαταλείπουν τὴν πατρίδα τους, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν στοργὴ τοῦ Κυρίου καὶ φεύγουν, τραβοῦν γιὰ τὰ σκοτάδι, τὴν τύχη, τὸ χάος. Καί πνίγονται μέσα στὴν θλίψη, τὴν μόνιμη ταραχή, τὸ κενό…
.          «Φυγάδες τῆς αἰωνίου προνοίας». Εἶναι καί ἄλλοι. Σχηματίζουν ἀτέλειωτα καραβάνια μέσα στὴν ἔρημο τοῦ σημερινοῦ κόσμου. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ λένε: «Δὲν ὑπολογίζω στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Εἴτε ὑπάρχει εἴτε δὲν ὑπάρχει τέτοια Πρόνοια, μοῦ εἶναι ἀδιάφορο. Ἐγὼ κοιτάζω τὰ χέρια μου. Κοιτάζω νὰ ζήσω τὴν ζωή μου. Νὰ τὴν φτιάξω μόνος μου. Νὰ τὴν κερδίσω χωρὶς τὴν βοήθεια καμιᾶς θείας Πρόνοιας». Ἔτσι λένε. Εἶναι οἱ ἀρνητές. Καί γίνονται φυγάδες, ὅπως οἱ προηγούμενοι. Παύουν νὰ προσεύχονται. Παύουν νὰ ὑπολογίζουν τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ. Παύουν νὰ αἰσθάνονται ὅτι ἡ ζωή τους εἶναι στὰ χέρια τοῦ Παντοδυνάμου. Ἀφήνουν τὴν ἀγκάλη τοῦ Θεοῦ. Αὐτοῦ ποὺ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ εἶναι μαζί μας «ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Ματθ. κη΄ 20). Καί ἀρχίζουν τὴν θλιβερή τους περιπλάνηση στοὺς ἄχαρους δρόμους τοῦ κακοῦ. Φυγάδες ἀπὸ μιὰ χώρα ὅπου κυριαρχοῦν ἡ ἀγάπη, ἡ σοφία, ἡ ἀλήθεια, ἡ δικαιοσύνη καί τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, παραδίδονται σὲ μιὰ ζωὴ ἀγιάτρευτης, μόνιμης, σκληρῆς προσφυγιᾶς.

*   *   *

.          «Φυγάδες τῆς αἰωνίου προνοίας». Μήπως εἴμαστε λίγο πολὺ τέτοιοι κι ἐμεῖς; Μήπως, ἂν δὲν ἔχουμε φύγει, πάντως βρισκόμαστε ἤδη στὰ σύνορα, ἕτοιμοι νὰ γίνουμε φυγάδες;
.          Ἂν ὄχι, τότε γιατί σκεπτόμαστε ἐλάχιστα ἢ καθόλου τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί τὴν ἀποφασιστική του βοήθεια στὰ ζητήματά μας;
.          Ἂν ὄχι, τότε γιατί ἀφήνουμε νὰ μᾶς παρασύρει τὸ ρεῦμα τῆς ἀπελπισίας, πού δέρνει τόσες ψυχὲς πού δὲν  πιστεύουν;
.          Ἂν ὄχι, τότε γιατί βασανιζόμαστε ἀπὸ ἕνα σωρὸ ἀγωνίες, σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει Θεὸς Πατέρας ἐπάνω μας;
.          Ἂν ὄχι, τότε γιατί δὲν ἐμπιστευόμαστε τὴν οἰκογένειά μας, τὰ παιδιά μας, τὶς ἐπαγγελματικές μας μέριμνες, τὶς ἀρρώστιες μας, τὸ μέλλον μας στήν  πρόνοια τοῦ Θεοῦ;

*   *   *

.          Πατέρα μου, Θεέ μου, μὲ πόση ἀγαλλίαση μπορῶ νὰ Σὲ ὀνομάζω ἔτσι! Νὰ ξέρω, νὰ ζῶ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶσαι ἕνας ἀληθινὸς Πατέρας, σοφός, παντοδύναμος, μακρόθυμος, ποὺ κυβερνᾶ τὴν ζωή μου καί τὴ ζωὴ τῶν ἀδελφῶν μου. Νὰ ξέρω ὅτι ἐπάνω μου εἶναι χυμένη ἡ πιὸ μεγάλη στοργή, νὰ νιώθω τὸ χέρι μου μέσα στὸ δικό Σου.
.          Κύριε, πιστεύω στήν πρόνοιά Σου καί ὁμολογῶ ὅτι θέλω ν’ ἀνήκω γιὰ πάντα στὸ βασίλειο τῆς ἀγάπης Σου.
.          Μὴ μ’ ἀφήσης, Πατέρα μου, νὰ βρεθῶ ἔξω ἀπὸ τὸ βασίλειο αὐτό. Κράτησέ με κοντά Σου, γιὰ νὰ μπορῶ νὰ χαίρομαι μαζί Σου. Κοντά Σου, κοντά Σου γιὰ πάντα. Ἀμήν.


Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ Ἀρχιμ. Βασιλείου Καθηγουμένου Ἱ. Μονῆς Σταυρονικήτα (νῦν Προηγουμένου Ἱ. Μ. Ἰβήρων)


 νταρσία το νεώτερου υο κα  διαγωγ το πατέρα (σελ. 11-13)

ΑΣ. ΥΙ..           Τὸν νεώτερο υἱὸ τῆς παραβολῆς τὸν σώζει ἡ αἴσθηση ποὺ ἔχει ὅτι εἶναι υἱὸς τοῦ πατέρα. Αἰσθάνεται καὶ ἐκφράζεται μ᾽ αὐτὴν τὴν ὀρολογία. Ζῆ σ᾽ αὐτὸν τὸν οἰκογενειακὸ χῶρο. Γι᾽ αὐτὸ λέει: «Πάτερ, δός μοι…»
.           Ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀδυναμία του, εἶναι ὅτι ὄντας ἀνώριμος δὲν ἔχει φτάσει στὸ νὰ ξέρη ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Πατρὸς εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴν οὐσία τοῦ Υἱοῦ. Δὲν ξέρει τούτη τὴ στιγμὴ αὐτὸ ποὺ λέει παρακάτω ὁ πατέρας στὸν πρεσβύτερο υἱό, «τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι», γι᾽ αὐτὸ ζητᾶ ἀπὸ τὸν πατέρα του νὰ τοῦ δώση «τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας», τὸ κομμάτι ποὺ τοῦ ἀνήκει. Αὐτὸς ὁ χωρισμὸς ποὺ γίνεται μέσα του εἶναι ἡ ἁμαρτία του.
.           Αὐτὸς ὁ χωρισμός, ὁ τεμαχισμὸς εἶναι ἡ ἁμαρτία, τὸ κακό. «Ὅρος σύντομος τοῦ κακοῦ ὅτι οὐ κατὰ φύσιν ἀλλὰ κατὰ μερικὴν ἔλλειψιν τοῦ ἀγαθοῦ ἐστι» (Ἅγιος Μάξιμος, Ρ.G. 4, 301Α).
.           Ὁ πατέρας εἶναι ἄρχοντας ἀγάπης. Δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἐνδιαφέρεται νὰ σώση τὸν ἄλλο, τὸ παιδί του. Αὐτὸ βρίσκεται στὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς του, εἶναι καταξίωση τοῦ εἶναι του. Δὲν τὸν ἐνδιαφέρει τί θὰ πῆ ὁ κόσμος, ἂν θὰ χάση τὸ κύρος του, ἂν παρουσιαστῆ ὡς πατέρας ἀποτυχημένος, μὲ παιδὶ ποὺ ἀφήνει τὸ σπίτι καὶ φεύγει μακριά. Ἡ ἀγάπη τοῦ πατέρα πάει πιὸ μακριὰ ἀπ᾽ ὅ,τι μπορεῖ νὰ πάη ἡ κρίση τοῦ κόσμου ἢ ἡ ἀνταρσία τοῦ γιοῦ του. Γι᾽ αὐτὸν τὸν λόγο δὲν θέλει νὰ τοῦ κάμη διδασκαλία μὲ λόγια. Ξέρει ὅτι δὲν πρόκειται νὰ βγῆ τίποτε. Δὲν πρόκειται νὰ νοιώση κάτι ὁ νεώτερος υἱός του.
.           Τώρα πρέπει νὰ τὸν ἀφήση νὰ περιπλανηθῆ, νὰ πάθη, νὰ μάθη, νὰ δῆ προσωπικά. Αὐτὸ ξέρει ὁ πατέρας ὅτι εἶναι κάτι θανάσιμα ἐπικίνδυνο, ἀλλὰ δὲν βλέπει ἄλλη λύση.
.           Θὰ τὸν συντροφεύη πάντοτε μὲ τὴν ἀγάπη του, ποὺ μένει στὸ σπίτι, ἀλλὰ ἁπλώνεται παντοῦ. Γι᾽ αὐτὸ δὲν ἀμύνεται στενόκαρδα, δὲν πιέζει. Δίδει ἀγωγὴ στὸ παιδί του ὑποφέροντας μυστικὰ ὁλόκληρος, βγαίνοντας στὸν σταυρὸ τῆς ἀναμονῆς.
.           Τὸ θέμα δὲν εἶναι ὁ πατέρας νὰ κρατήση διὰ τῆς βίας τὸν υἱὸ κοντά του, ἀλλὰ νὰ τοῦ δώση τὴ δυνατότητα, νὰ τοῦ δημιουργήση τὶς προϋποθέσεις, ὥστε ὁ ἴδιος, μόνος του, νὰ ἔλθη πρὸς Αὐτόν, τὴν πηγὴ τῆς Ζωῆς. Αὐτὴ ἡ κίνηση πρὸς τὸν Πατέρα ὁρίζει τὸν υἱό.
.           Ἡ προσωπικὴ κίνηση πρὸς τὸν Πατέρα ὁρίζει τὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ. Ἡ φράση «καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεὸν» (καὶ ὄχι «ἐν τῷ Θεῷ») δὲν θέλει ἄραγε νὰ μᾶς πῆ κάτι γιὰ τὸ μυστήριο τῆς υἱότητος καὶ τῆς πατρότητος;
.           Νὰ δώσης τὴ δυνατότητα στὸν ἄλλο νὰ γυρίση στὸ σπίτι ἐν ἐλευθερίᾳ. Νὰ τὸ βρή. Νὰ τὸ νοιώση, νὰ γίνη δικό του. Νὰ μὴν μπορῆ νὰ φύγη, γιατί ὁπουδήποτε καὶ νὰ βρίσκεται, τότε –μὲ τὴ σωστὴ τοποθέτηση καὶ σχέση υἱοῦ πρὸς πατέρα– θὰ εἶναι «ἐν παντὶ καιρῷ καὶ τόπῳ» στὸν πατρικὸ οἶκο.
.           Καὶ χωρὶς νὰ πῆ λόγο, «διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον». Τοῦ μιλᾶ καὶ τοῦ συμπεριφέρεται μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ υἱὸς καταλαβαίνει, ὄχι μὲ ἐκεῖνον ποὺ ὁ πατέρας ξέρει.
.           Τοῦ ἔδωσε τὸ κομμάτι ποὺ ζητοῦσε. Ἀλλὰ τὸ κομμάτι αὐτό, ἀποκομμένο ἀπὸ τὸ σύνολο τῆς ἀληθείας τῆς ἀμπέλου τῆς ζωῆς, δὲν μπορεῖ νὰ ζήση, νὰ καρποφορήση. Τὸ κομμάτι αὐτό, ὅταν τὸ παίρνουμε δυναστικά, ἀντάρτικα –ὅπως καὶ ὅταν θέλουμε– δὲν μᾶς ὁδηγεῖ, δὲν μᾶς φέρνει στὴ ζωή, στὸν Παράδεισο, ἀλλὰ στὴν ἀπόγνωση καὶ καταστροφή. Αὐτὸ ποὺ συνάγομε μὲ τὸ ἐπαναστατημένο θέλημά μας –«συναγαγὼν ἅπαντα»– τὸ σκορπίζαμε ἀσώτως –«διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως» (ἀ-σωτηρία, ἀ–σῶον, μισερά, ἁμαρτωλά, ἐκτὸς Θεοῦ, σὲ παρὰ φύσιν κατάσταση).
.           Μαραίνεται καὶ ξηραίνεται σύντομα. Σκορπίζεται. Τελειώνει σὲ μία κατάσταση στείρα, ὁπού χωρίζεται ἡ ζωὴ ἀπὸ τὴν πνευματικὴ ζωή. Σὲ μία κατάσταση ποὺ δὲν ἔχει φῶς, καρποφορία, συνέχεια γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὅπου τὰ πάντα μυρίζουν φθορὰ καὶ εἶναι θάνατος.
.           Τὸ κομμάτι ποὺ μᾶς δίδει ὁ Θεὸς εἶναι ἀπὸ ἕνα σῶμα θεανθρώπινο ποὺ μερίζεται καὶ δὲν διαιρεῖται, ποὺ ἐσθίεται καὶ οὐδέποτε δαπανᾶται. Εἶναι μικρὸ προζύμι μὲ ὅλο τὸν δυναμισμὸ τῆς βασιλείας, ποὺ σώζει τὰ σύμπαντα καὶ ζυμοῖ τὰ τρία σάτα τῆς δημιουργίας ὁλόκληρης.Τὸ ψεύτικο χάνεται, μᾶς ἐγκαταλείπει (σελ. 14-16)

.           Μέσα στὸ πῦρ τῆς πραγματικότητας φανερώθηκε τὸ ψεύτικο, τὸ ἀπατηλό, ποὺ χάνεται καὶ φεύγει. Μᾶς ἀφήνει μόνους, ἔρημους καὶ νηστικοὺς σὲ χώρα ἀλλοδαπή, ὅπου τὰ πάντα ξοδεύονται χωρὶς νὰ ἀνανεώνωνται –«δαπανήσαντος αὐτοῦ πάντα».
.           Δὲν δαπανήθηκαν μόνο τὰ δικά του πάντα, ἀλλὰ ἔγινε ἐπὶ πλέον λιμὸς ἰσχυρὸς «κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην». Στὴ μακρινὴ χώρα κανεὶς δὲν ζῆ καλὰ γιὰ πάντα. Στὸ τέλος ἰσχυρὸς λιμὸς βασανίζει ὅλους. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ βοηθήση κανένα. Ὑπάρχει μία ἔκπτωση, ἐξαθλίωση, τελικὴ ἀπώλεια τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ὅταν ζητᾶς βοήθεια, ὅταν πᾶς νὰ προσκολληθῆς «ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης», αὐτὸς σὲ σπρώχνει πιὸ χαμηλά, σὲ στέλνει νὰ βόσκης χοίρους, νὰ ποιμαίνης πάθη. Σὲ κάνει χοιροβοσκό. Σὲ κάνει χοῖρο. Ἀρνεῖται τὴ φύση, τὴν εὐγένειά σου. Σὲ θεωρεῖ ζῶο. Σοῦ ἀρνεῖται τὴν τροφὴ τῶν χοίρων. Ἀλλὰ καὶ ὅταν σοῦ τὴν δίδη, εἶναι σὰν νὰ μὴ σοῦ δίδη τίποτε. Μένεις νηστικός, γιατί δὲν τρώγεται ἡ τροφὴ τῶν χοίρων. Ἐσὺ ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ ἄλλη τροφή.

 Τὸ ἀληθινὸ μένει, μᾶς σώζει

.           Ἡ δοκιμασία τοῦ νεώτερου γιοῦ στὴ μακρινὴ χώρα φανέρωσε καὶ τὸ τί ἔκρυβε μέσα του, τί ἀντοχὴ εἶχε, τί ἔμεινε ἀνέπαφο, ποιὸς μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήση, σὲ ποιὸν νὰ κολληθῆ –«ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου, ἐμοῦ δὲ ἀντελάβετο ἡ δεξιά σου»– σὲ ποιὸν νὰ καταφύγη, ποιὸς εἶναι «οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων», ποῦ ὑπάρχει τροφή, ζωὴ καὶ ἀνάσταση γιὰ ὅλους.
.           Μπορεῖ νὰ τὰ ἔχασα ὅλα. Μπορεῖ νὰ χάθηκα καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος –«ἀπολωλὼς ἦν»–, κυριολεκτικὰ νὰ πέθανα –«νεκρὸς ἦν»–, ἀλλὰ κάτι ὑπάρχει ποὺ δὲν χάνεται, δὲν πεθαίνει· εἶναι ὁ Πατέρας μου καὶ ἡ ἀγάπη Του. Αὐτὸς εἶναι «δυνατὸς ἐν ἐλέει καὶ ἀγαθὸς ἐν ἰσχύϊ». Τὸ ξέρω, τὸ ζῶ.
.           Δὲν σκέφτομαι τὰ παιδιά του –εἶμαι ἀνάξιος γιὰ κάτι τέτοιο– σκέφτομαι τοὺς μισθωτούς του, πῶς τοὺς φέρεται, πῶς τοὺς χορταίνει. Εἶμαι μισθωτὸς χωρὶς μισθό· δοῦλος χωρὶς ψωμί.
.           Θὰ σηκωθῶ καὶ θὰ γυρίσω πίσω καὶ θὰ πῶ στὸν πατέρα μου: Ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸ καὶ σὲ σένα. Σὲ σένα ποὺ εἶσαι πατέρας ἐπουράνιος. Σὲ σένα ποὺ ἔχεις τέτοια ἀγάπη, ποὺ γεμίζει οὐρανὸ καὶ γῆ. Σὲ σένα ποὺ ἀκόμη ἐδῶ, στὴ μακρινὴ χώρα τῆς στερήσεως, τῆς ἀσωτείας, τῆς κολάσεως, μὲ παρακολουθεῖς, μὲ συνοδεύεις.
.           Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λέγομαι γιός σου. Ξέπεσα, ἔχασα τὴν υἱοθεσία. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἁμαρτία, τὸ ἔγκλημά μου τὸ ἕνα. Δὲν εἶναι ἡ περιουσία σου ποὺ ἔφαγα. Δὲν εἶναι κάτι μικρό, ὑλικό, ποὺ μπορῶ νὰ ἐπανορθώσω μὲ τὶς δυνάμεις μου· δὲν εἶναι κάτι ποὺ μπορῶ νὰ κερδίσω μὲ τὴ δουλειά μου, γιὰ νὰ σοῦ τὸ ἐπιστρέψω. Καθύβρισα τὴ μιὰ σχέση τοῦ υἱοῦ πρὸς τὸν πατέρα. Δὲν μπορῶ τίποτε νὰ κάμω, ἐφ᾽ ὅσον μὲ σεβάστηκες περισσότερο ἀπ᾽ ὅ,τι ἄξιζα. Μὲ καταδικάζει ἡ συμπεριφορά σου.
.           Ἂν δὲν ἤσουν τόσο ἄρχοντας τῆς ἀγάπης, ἂν δὲν μοῦ εἶχες φερθῆ ὅπως μοῦ φέρθηκες, ἂν δὲν ἤσουν τέλειος σὲ ὅλα, ἂν λίγο κάπου μοῦ ἔφταιγες· ἴσως νὰ εὕρισκα σὰν δικαιολογία κάτι νὰ πῶ. Τώρα δὲν εἶναι ἔτσι. Τώρα μὲ ἀφήνει ἀναπολόγητο, ἄναυδο καὶ μουγκό, ἡ ἀνείκαστή σου στοργὴ καὶ ἀνοχή, ποὺ μόλις συνειδητοποιῶ.
.           Ἔπρεπε νὰ πάω τόσο μακριά, γιὰ νὰ τὸ νοιώσω; Ἔπρεπε νὰ φτάσω στὴν ἀπώλεια καὶ στὸν θάνατο, γιὰ νὰ καταλάβω τί θὰ πῆ σωτηρία καὶ ζωή; Δὲν ξέρω τί νὰ πῶ. Ὅλα ὅμως ἀποδεικνύουν ἕνα πράγμα: τὴ δική μου ἀφιλοτιμία, ἀφροσύνη. Καὶ τὴ δική σου βασιλεία, ἀγάπη, ποὺ μὲ διαλύει.
.           Ἔρχομαι πρὸς ἐσένα, τραβηγμένος ἀπὸ σένα· ἀπὸ τὴν ἀγάπη σου, ποὺ μὲ ἕλκει ἔσωθεν καὶ μοῦ κάνει συντροφιά.
.           Κάνε μὲ δοῦλο σου. Ἡ ἐνοχὴ εἶναι δική μου. Ἡ ἀνοχή, ἡ ζωή, εἶσαι ἐσύ.
.           «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου».



Εις την Κυριακή του Φιλεύσπλαχνου Πατέρα ή του Ασώτου Υιού π.Παντελεήμων Κρούσκος





Ας είναι ευλογητός ο Θεός και φιλεύσπλαχνος Πατέρας, 
αγαπητοί μου αδελφοί, Αυτός πού μας χορήγησε δαψιλώς 
την περιουσία Του, μας έντυσε με τον χιτώνα του Βαπτίσματος
 και μας κατεφίλησε με την απέραντη αγάπη Του. 
Ευλογητός ας είναι ο Θεός Πατέρας πού μας χορήγησε σανδάλια 
πνευματικά για να πατάμε "επί οφέων και σκορπίων και επί
 πάσαν την δύναμιν του εχθρού" , με το κινούν και Ιερόν Χρίσμα
 και μας έθεσε δακτύλιον αρραβώνος και εξουσίας της
 επουράνιας βασιλείας Του. Αλλά ας είναι και τρις ευλογητός 
για το υπέροχο θαύμα και την μεγαλειώδη αγάπη της
 Σταυρικής Θυσίας και των "υπέρ ημών γεγενημένων", 
"του Τάφου, της εκ νεκρών Αναστάσεως,της εκ δεξιών καθέδρας, τ
ης δευτέρας πάλιν και ενδόξου φρικτής παρουσίας" 
του Μόσχου του Σιτευτού, του Μονογενούς του Υιού, 
πού δώρισε στον αποστάτη άνθρωπο, 
"ίνα ο πιστεύων εις αυτόν μη απόλυται, αλλά έχειν ζωήν 
αιώνιον". 
Ευλογητός και δοξασμένος ας είναι τέλος ο Φιλεύσπλαχνός
 Πατέρας για την θαλπωρή και την ασφάλεια του πατρικού 
οίκου, της Αγίας Εκκλησίας, του καταφυγίου κάθε ασώτου
 και αμαρτωλού, του πνευματικού φαρμακείου για κάθε ασθενή,
 της νομής της ουράνιας για κάθε πρόβατον απολωλός 
και νυν ευρισκόμενον.

Ευλογητός λοιπόν ας είναι ο Θεός και Πατέρας, διότι η 
αυριανή παραβολή δεν είναι μύθος ιστορικός και αλληγορία
 θρησκευτική και αφηρημένη αλλά η ρεαλιστική ιστορία του
 ανθρωπίνου γένους και του καθ'ενός από μάς. 
Ο καθένας και μια προσωπική περιπέτεια, μια εωσφορική
 αυτονόμηση, μια ανάδυση από τον ζόφο και το σκοτάδι του Άδη. 
Νεκροί είμασταν και αναστηθήκαμε, χαμένοι και βρεθήκαμε. 
Ίσως με την ακρόαση του θείου λόγου η σκέψη μας 
μετεωρίζεται στο τρίτο πρόσωπο, σε μια γνωστή και 
ιδιαίτερη περίπτωση πού ομοιάζει με την περιπλάνηση
 και την επιστροφή του ασώτου. 
Κι όμως " για σένα λέει η ανάγνωση" , αγαπητέ μου 
συναμαρτωλέ και συνάσωτε. Είναι η προσωπική σου
 και η προσωπική μου ιστορία σε σχέση με τον Θεό Πατέρα, 
πού πάσχει ο απαθής και οδυνάται ο ανενδεής για την δική 
σου και την δική μου επιστροφή και σωτηρία.

"Δεινόν η ραθυμία. μεγάλη η μετάνοια"!, κράζει ο υμνωδός 
της Μεγάλης Τετάρτης. Ίσως νομίζεις , αγαπητέ χριστιανέ, 
αδύνατη την επιστροφή και την μετάνοια, γλυκεία 
και προτιμητέα την συναναστροφή μετά των χοίρων,
 από την αυστηρή αντιμετώπιση και τιμωρία και ανταπόδωση
 ενός Εκδικητή Θεού. 
Τί μεγάλο λάθος και παρανόηση κατάφερε ο εχθρός στον
 εσκοτισμένο νού μας, παρουσιάζοντας έναν τέτοιον 
εκδικητικό Θεό. 
Καθόλου εκδικητικός δεν είναι, αλλά ακόμα και την φοβερά 
ώρα της προδοσίας και της αμαρτίας , στέκεται δίπλα 
σου περιμένοντας την επιστροφή και την μετάνοια σου. 
Ίσως φοβάσαι ακόμα τον μεγάλο αδελφό της παραβολής,
 τον δίκαιο και θρησκευτικό, πού επιφανειακά δεν ξεστράτισε
 σαν και εσένα, αλλά έμεινε πάντα κοντά στον Πατέρα 
και τον έλεγχο του. 
Συναμαρτωλέ και άσωτε, ο στίχος από το ιδιόμελον 
της Μεγάλης Τετάρτης, πού παραθέσαμε, αναφέρεται
 στον σκοτισμό και την ραθυμία ενός πού είχε όλα τα 
προσόντα να είναι άγιος και μάλιστα Απόστολος κορυφαίος 
και νικήθηκε από την ραθυμία και την υπερηφάνεια και
 έμεινε ως ο πρεσβύτερος υιός εκτός Νυμφώνος Χριστού,τ
ου Ιούδα. 
Μιλάει επίσης για την μετάνοια και την αγιότητα της 
πρώην πόρνης. Διότι, αναφωνούν οι πατέρες:
 "Ευλογημένη μετάνοια, πού αδειασες την κόλαση και γέμισες
 τον παράδεισο με αμαρτωλούς και πόρνες και τελώνες". "
Τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστί" και
 "ιδού οι τελώνες και αι πόρναι προάγουσιν υμάς εις την 
βασιλείαν των ουρανών" , γιατί " η βασιλεία των ουρανών
 ανήκει στους βιαστές και βιαστές την κληρονομούν" .
 Υπάρχει μεγαλύτερος βιασμός από την μετάνοια; 
Ο Ληστής . ο αποτρόπαιος φονιάς και αποστάτης,
τον Παράδεισον τον εσύλησε. Έσπασε και συνέτριψε 
τις θύρες του παραδεισίου κήπου με ορμή και 
αποφασιστικότητα με την κραυγή
 "Μνήσθητι μου κύριε εν τη βασιλεία σου"!
Ιδού η δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου.
 Η Κυριακή ενός φιλεύσπλαχνου Πατέρα και ενός παιδιού
 πλανημένου και νεκρού πού αναστήθηκε από την τεράστια
 αγάπη και την γενναία επιστροφή. 
Μετά την ταπείνωση του τελώνη, η μετάνοια 
του Ασώτου. 
Μετά την αυτοεξουθένωση και τον αυτοέλεγχο του 
αμαρτωλού, η γενναία απόφαση και επιστροφή. 

Αυτό ζητά και επαιτεί ο Πανοικτίρμων Θεός από
 εμάς τους εγωιστές και απελπισμένους, τους μη 
έχοντας ένδυμα γάμου και παρρησία, τους πληγωμένους
 και τεθανατωμένους από το φαρμάκι της ανομίας: 
Την μετάνοια πού ανασταίνει νεκρούς. 
Την μετάνοια πού συλεί τον ασύλητον παράδεισον.
Ουδέν αδύνατον για τον Θεό. 
Καμία αμαρτία δεν είναι ισχυρότερη της Αγάπης Του 
και της συγχωρητικότητας του. 
"Οποιος είναι άσωτος , ας προσέλθει με θάρρος,
γιατί άνοιξε του θεϊκού οίκτου η θύρα"! 
Καλή αγωνιστική συνέχεια και ευλογημένο Τριώδιον.


π. Παντελεήμων , 2-3-2013

ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΑΣΩΤΟΙ « Καὶ ἐκεῖ δεισκόρπισε τὴν οὐσίαν αὑτοῦ ζῶν ἀσώτως» (Λουκ. ιε΄, 13) +Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος


Ασωτου ιστἩ σημερινή, ἀγαπητοί μας ἀκροαταί, ἡ σημερινὴ Κυριακή, ἡ Β΄ Κυριακὴ τοῦ Τριῳδίου, εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν γλῶσσαν ὀνομάζεται Κυριακὴ τοῦ Ἀσώτου, ἔλαβε δὲ ὡς γνωστόν, τὸ ὄνομα αὐτὸ ἀπὸ τὴν περίφημον παραβολὴν τοῦ Κυρίου, τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, τὴν παραβολὴν τοῦ Ἀσώτου, ἡ ὁποία ἐχαρακτηρίσθη ὡς ὁ ἀδάμας καὶ ἡ κορωνὶς ὅλων τῶν ἐν ταῖς Ἁγίαις Γραφαῖς ἀναφερομένων παραβολῶν.
Περὶ τῆς παραβολῆς αὐτῆς σοφὸς συγγραφεὺς εἶπεν, ὅτι καὶ ἐὰν ἀκόμη οὐδεμίαν ἄλλην διδασκαλίαν ἔκαμνεν ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἔφθανεν ἡ παραβολὴ αὕτη ν’ ἀποδείξῃ, ὅτι Ἐκεῖνος, Ὅστις τὴν εἶπε, δὲν ἦτο ἁπλῶς ἕνας μέγας φιλόσοφος, ἀλλὰ Ἐκεῖνος, εἰς τὸν ὁποῖον τὸ πλήρωμα τῆς Θεότητος κατεσκήνωσε σωματικῶς. Διότι μόνον ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος ἔπλασε τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου καὶ γνωρίζει λεπτομερῶς τὰς μυστηριώδεις αὐτῆς κινήσεις, τὰ σκοτεινὰ σπήλαια καὶ τὰς ἀβύσσους, εἰς τὰς ὁποίας δύναται νὰ καταπέσῃ αὕτη, ἀλλὰ καὶ τὰ φωτεινὰ ὕψη, εἰς τὰ ὁποῖα δύναται νὰ ἀνέλθῃ, μόνος ὁ Θεὸς ὁ καρδιογνώστης θὰ ἠδύνατο νὰ μᾶς δώσῃ τὴν πιστὴν εἰκόνα, τὴν ἀκτινογραφίαν οὕτως εἰπεῖν, τῆς καρδίας τοῦ ἀποστάτου καὶ τοῦ ἐπιστρέφοντος ἀνθρώπου, τὴν παραβολὴν τοῦ ἀσώτου, ὁμοίαν τῆς ὁποίας ματαίως θ’ ἀναζητήσωμεν εἰς τὴν παγκόσμιον φιλολογίαν. Μέσα εἰς τὰς πλήρεις οὐσίας λέξεις τῆς παραβολῆς συμπτύσεται ὅλον τὸ δρᾶμα τῆς ἀνθρωπότητος, ἀλλὰ καὶ ὑποδεικνύεται ἡ λύσις τῆς τραγῳδίας μας. Θὰ ἤξιζε δὲ διὰ τοῦτο ἡ ἀμίμητος αὐτὴ παραβολὴ καὶ μὲ εἰκόνας καὶ μὲ ποιήματα καὶ μὲ καθημερινὴν μελέτην καὶ ἀποστήθισιν νὰ γίνῃ πνευματικὸν κτῆμα τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων, καὶ αἱ ἀθάνατοι ἰδέαι αὐτῆς νὰ ριζώσουν εἰς τὴν καρδίαν παντὸς τέκνου τῆς γῆς. Ὤ! Ὁποῖον θησαυρὸν ἔχομεν ἡμεῖς οἱ Χριστιανοὶ εἰς τὰς χεῖράς μας καὶ δυστυχῶς δὲν θέλομεν νὰ τὸν ἐκμεταλλευθῶμεν.Δι’ αὐτὸν καὶ μόνον τὸν λόγον θὰ ἔπρεπε νὰ ὀνομασθῶμεν ἄσωτοι, ὡς μὴ χρησιμοποιοῦντες τὸ θαυμάσιον μέσον τῆς σωτηρίας, τὸ ὁποῖον προσφέρει ἡ παραβολή.
Εἰς τὰ ὀλίγα λεπτὰ τὰ ὁποῖα διαθέτει ἡ ραδιοφωνικὴ αὐτὴ ἐκπομπὴ εἶνε φύσει ἀδύνατον ν’ ἀναπτύξωμεν ὅλον τὸ περιεχόμενον τῆς θαυμασίας αὐτῆς παραβολῆς. Ἀλλ’ ἄς προσπαθήσωμεν νὰ δώσωμεν ἔστω μίαν ἀμυδρὰν εἰκόνα τοῦ ἀσώτου, τοῦ συγχρόνου ἀσώτου, ὅπως παρουσιάζεται σήμερον μὲ τὰς μυρίας παραλλαγάς του εἰς τὴν γενεάν μας.

***

Οἱ ἄσωτοι, ἀγαπητοί μας, σήμερον δὲν εἶνε ἕνας καὶ δύο, ἀλλὰ εἶνε πολλοί, ἀναρίθμητοι. Ποῖον πρῶτον καὶ ποῖον δεύτερον τῶν συγχρόνων ἀσώτων ν’ ἀναφέρωμεν; Ὁ αἰών μας ἐπλημμύρισεν ἀπὸ ἀσώτους. Ἄσωτοι ἐν πρώτοις ὑπάρχουν ἐντὸς τῆς οἰκογενείας. Εἶνε τὰ παιδιὰ τῶν εὐπόρων ἐκείνων γονέων, τὰ ὁποῖα ἀκολουθοῦν τὰ ίχνη, μιμοῦνται κατὰ γράμμα τὸν ἄσωτον υἱὸν τῆς παραβολῆς καὶ μέ διεφθαρμένους συντρόφους σπαταλοῦν ἑκατομμύρια, περιουσίας ὁλοκλήρους. Ἄσωτοι υἱοί! Πόσοι τοιοῦτοι υἱοὶ ὑπάρχουν εἰς τὰς Ἀθήνας, οἱ ὁποῖοι ὑπὸ τὸ πρόσχημα ὅτι σπουδάζουν ἐπιστήμην οἱ αἰώνιοι αὐτοὶ φοιτηταὶ διημερεύουν καὶ διανυκτερεύουν εἰς τὰ πολυώνυμα κέντρα τῆς ἀκολασίας καὶ ὡς βδέλλαι ἀφαιμάσουν τὰ πατρικά βαλάντια καὶ δημιουργοῦν οἰκογενειακά δράματα. Ἐξ αἰτίας τοιούτων ἀσώτων υἱῶν ἐξηνεμίσθησαν περιουσίαι, διελύθησαν οἰκογένειαι καὶ καατέβησαν προώρως εἰς τὸν τάφον πικραμένοι οἱ πατέρες καὶ αἱ μητέρες καὶ ἀπέθανον εἰς τὸ φθισιατρεῖον νεάνιδες, αἱ ὁποῖαι ἠπατήθησαν οἰκτρῶς ὑπὸ τῶν συγχρόνων τούτων Δὸν Ζουὰν καὶ ἐμαράνθησαν ὡς τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ. Ἄσωτοι υἱοί! Ἀλλὰ ἄσωτοι εἶνε καὶ αἱ ἄφρονες ἐκεῖναι θυγατέρες, αἱ ὁποῖαι περιφρονοῦν τὰς αὐστηρὰς καὶ τιμίας παραδόσεις τῆς ἑλληνικῆς οἰκογενείας, ἀποτινάσσουν προώρως τὸν πατρικὸν ζυγὸν καὶ ὡς κοῦκλαι, ὡς πλαγγόνες, ὡς θυγατέρες λόρδων ἄνεργοι περιφέρονται εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ τὰς πλατείας καὶ δίδουν παρὸν εἰς ὅλας τὰ κοσμικὰ κέντρα καὶ γελοῦν καὶ καγχάζουν μὲ τὸν πρῶτον τυχόντα καὶ χαρτοπαίζουν καὶ καπνίζουν καὶ σπαταλοῦν πολύτιμον χρόνον, τὸν ὁποῖον αἱ ἀρχαῖαι πρόγονοι αὐτῶν Ναυσικαῖ καὶ Πηνελόπαι διέθετον εἰς καθημερινὰς ἐργασίας διὰ τὴν εὐπρέπειαν τοῦ ἑλληνικοῦ οικου, ὅστις ἔλαμπε ἀπὸ τὴν καθαρότητα καὶ τὴν ἀπέριττον τάξιν. Ἄσωτοι υἱοὶ καί θυγατέρες. Ἀλλὰ καὶ τὸ ― θλιβερώτερον ― ἄσωτοι μητέρες καὶ πατέρες! Καὶ ἄσωτοι πατέρες εἶνε ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἐμπλέκονται εἰς παρανόμους σχέσεις καὶ λησμονοῦν τὰς ἱερὰς ὑποχρεώσεις τοῦ οἰκογενειάρχου καὶ ἀφήνουν κλαίουσαν τὴν σύζυγόν των, τὸ ίνδαλμα τῶν νεανικῶν των χρόνων, καὶ τὰ τέκνα των νηστικά, γυμνά, ἔκθετα εἰς ὅλους τοὺς ἀνέμους τῆς κοινωνικῆς δυστυχίας μὲ τὸ στῖγμα τῆς πατρικῆς ἐγκαταλείψεως. Ἄσωτοι καὶ αἱ μητέρες καὶ αἱ σύζυγοι ἐκεῖναι, αἱ ὁποῖαι μὲ τὴν ἐλαφροτέραν συνείδησιν θραύουν τὸν ἱερὸν δεσμὸν τοῦ γάμου καὶ ρίπτουν εἰς τὸν βούρκον τῆς ἀτιμίας τὰ ἱερὰ στέφανα καὶ χωρὶς ἐντροπὴν συνοικοῦν μὲ νέους ἄνδρας. Εἰς χιλιάδας ἀνέρχονται αἱ παράνομοι συμβιώσεις τῶν ἀσώτων τούτων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, αἱ ὁποῖαι θέτουν ἐν κινδύνῳ τὸν θεσμὸν τῆς οἰκογενείας καὶ κλονίζουν τὰ θεμέλια τῆς Πατρίδος. Ἑλλάς! Θρήνησε διὰ τοὺς ἀσώτους τούτους υἱοὺς καὶ θυγατέρας σου!
Ἄσωτοι ἐντὸς τῆς οἰκογενείας! Ἀλλὰ καὶ πόσοι ἄσωτοι ὑπάρχουν εἰς τὴν εὐρυτέραν ἐκείνην οἰκογένειαν, ἡ ὁποία ὀνομάζεται Ἑλληνικὴ κοινωνία! Ἴδετε! Παρελαύνει νέα φάλαγξ ἀσώτων. Ἄσωτοι εἶνε ἀκόμη, ὅσοι διὰ μίαν ματαίαν ἐπίδειξιν, διὰ μίαν ἑορτὴν τοῦ ὀνόματός των, διὰ μίαν διασκέδασιν, διὰ μίαν νύκτα κραιπάλης καὶ ὀργίων οἱ νέοι αὐτοὶ Λούκουλοι σπαταλοῦν ἐν μέσῳ πεινῶντος καὶ πάσχοντος λαοῦ τόσα, ὅσα θὰ ἠδύναντο νὰ τραφοῦν διὰ ἕνα μῆνα ἑκατοντάδες οἰκογένειαι προσφύγων ἀδελφῶν μας, θυμάτων τῆς τελευταίας ἐθνικῆς μας τραγωδίας. Ἄσωτοι οἱ εὐκόλως πλουτοῦντες καὶ αἰσχρῶς σπαταλῶντες, περὶ τῶν ὁποίων ὁ ἀρχαῖος πρόγονός μας Διογένης ἔλεγεν ὅτι οἱ ἄσωτοι αὐτοὶ ὁμοιάζουν μὲ τὰς συκᾶς ποὺ φυτρώνουν εἰς κρημνοὺς καὶ δυσβάτους τόπους καὶ τῶν ὁποίων τοὺς καρποὺς δὲν γεύονται ἄνθρωποι, ἀλλὰ τὰ ὄρνεα κατατρώγουν. Καὶ τας περιουσίας τῶν ἀσώτων αὐτῶν ὄχι ὀρφανὰ καὶ χῆραι ἀλλὰ γύναια ἁμαρτωλὰ καὶ σύντροφοι ἔκφυλοι καὶ κόλακες ἐλεεινοὶ καταβροχθίζουν, ὧν σύνθημα εἶνε τὸ: ζεῖ χύτρα, ζῇ φιλία». Δηλαδὴ βράζει ἡ χύτρα τοῦ συμφέροντος; διατηρεῖται καὶ ἡ φιλία. Ἀναρίθμητοι οἱ φίλοι τοῦ ἀσώτου! ἔπαυσεν ἡ χύτρα τοῦ συμφέροντος νὰ βράζῃ; Ἐν τῳ ἅμα οἱ σύντροφοι τοῦ ἀσώτου κάμνουν πτερὰ καὶ ἐξαφανίζονται.  Ἄσωτοι ἀκόμη οἱ ὀκνηροί, οἱ μηδὲν ἔργον ωφέλιμον πράττοντες ὑπὲρ τῆς κοινωνίας καὶ τῆς Πατρίδος, ἀλλὰ οἱ ὁποῖοι ἀπὸ πρωΐας πλημμυροῦν τά καφενεῖα καὶ πολιτικολογοῦν καὶ λησμονοῦν τὸ προγονικὸν «χρόνου φείδου» καὶ σπαταλοῦν τὸν πολύτιμον τοῦτον θησαυρὸν, τὸν χρόνον τῆς ζωῆς των, τὸν ὁποῖον ἐὰν ἤθελαν νὰ ἐκμεταλλευθοῦν πρεπόντως θὰ ἠδύναντο νὰ γίνουν σωτῆρες καὶ εὐεργέται τῆς Ἑλλάδος. Ἀλλὰ ἄσωτοι καὶ οἱ τιμίως μὲν ἐργαζόμενοι, ἀλλὰ οἱ ὁποῖοι τὴν νύκτα τοῦ Σαββάτου καὶ τὴν ἡμέραν τῆς Κυριακῆς τρέχουν εἰς τὰ καπηλεῖα, τὰς πολυαρίθμους ταβέρνας ― καὶ δυστυχῶς κάθε συνοικία τῶν μεγαλοπόλεων ἔχει σήμερον τὸν ναὸν τοῦτον τοῦ Βάκχου― καὶ ἐκεῖ ἐξοδεύονται ἀσώτως ἀμύθητα ποσά, ποσὰ ποὺ ἀντιπροσωπεύουν χιλιάδες ἡμερομίσθια ἐργατικά, ποσὰ μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἔκτιζον ἐτησίως 1000 πολυκατοικίας οἱ τίμιοι ἐργάται μας. Ἀλλὰ ποὺ ἀφήνει ἡ μέθη καὶ ὁ ἀλκοολισμός; Ποῦ ἀφήνει ἡ ἀσωτεία; Ἄσωτοι ἀκόμη οἱ τακτικοί θαμῶνες τῶν θεάτρων καὶ κινηματογράφων, οἱ πελάται τῶν χαρτοπαικτικῶν λεσχῶν, περὶ τῶν ὁποίων μὲ ἀνακούφισιν ἤκουσεν ὁ Ἐλληνικὸς λαος ὅτι τὸ ὑπουργεῖον τῶν Ἐσωτερικῶν ἀπεφάσισε τὴν ὁριστικήν των σφράγισιν.
Ἀλλὰ μήπως τελειώνει ἡ φάλαγξ τῶν ἀσώτων; Κάθε ἄλλο. Ἄσωτοι εἶνε ὄχι μόνον ὅσοι ἀσωτεύουν τὴν ὕλην, ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἀσωτεύουν τὸ πνεῦμα. Καὶ αὐτοὶ εἶνε οἱ μεεγάληςς ὁλκῆς ἄσωτοι. Παράδειγμα ἔστω, οἱ δημοσιογράφοι ἐκεῖνοι καὶ συγγραφεῖς οἱ ὁποῖοι θὰ ἠδύναντο νὰ χρησιμοποιήσουν τὴν ἐκλεκτὴν πένναν των διὰ νὰ περιγράψουν τὸ καλὸν καὶ νά ἀναπτύξουν τὰ εὐγενῆ αἰσθήματα τοῦ ἀνθρώπου, νὰ στιγματίσουν δὲ τὸ κακὸν μὲ τὰς ἀπαισίας συνεπείας του, ἀλλὰ οἱ ὁποῖοι ἀντιθέτως βυθίζουν τὴν πένναν των μέσα εἰς τὴν κοινωνικὴν κοπρίαν καὶ γεμίζουν τὰ περιοδικὰ καὶ τὰς ἐφημερίδας καὶ τὰ μυθιστορήματα μὲ αἰσχρὰς πεεριγραφὰς διὰ νὰ τὰ μελετοῦν οἱ νέοι, νὰ πληθύνωνται συνεχῶς οἱ ἄσωτοι καὶ νὰ μή μείνῃ νέος ἀμόλυντος εἰς τὴν γῆν αὐτὴν ἡ ὁποία κάποτε ὕμνησε καὶ ἐστεφάνωσε τὴν Αἰδῶ καὶ τὴν Παρθενίαν. Ἄσωτοι τέλος, μεγάλοι ἄσωτοι οἱ ἐπιστήμονες ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι χωρὶς Θεὸν ἐρευνοῦν καὶ καταναλίσκουν τὰ ἐγκεφαλικά των κύτταρα διὰ νὰ εὕρουν τὰ καταστρεπτικώτερα μηχανήματα, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἐξοντώσουν τὴν ἀνθρωπότητα.
Ἀλλ’ ἄς τελειώνωμεν δίδοντες ἕνα γενικὸν ὁρισμὸν τοῦ ἀσώτου. Ἄσωτος λέγεται καὶ εἶνε πᾶς, ὅστις σπαταλᾷ τοὺς ὑλικοὺς καὶ πνευματικοὺς θησαυροὺς καὶ δὲν κάμνει καλὴν χρῆσιν τῶν μικρῶν, ἤ τῶν μεγάλων ταλάντων, τῶν δωρεῶν, τῶν προσόντων, τῶν δυνάμεων ἐν γένει, τῶν μυρίων εὐκαιριῶν ἀκόμη, ποὺ τοῦ δίδει καθημερινῶς ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ. Καὶ γενικώτεερα. Ἄσωτος εἶνε πᾶς, ὅστις δὲν θέτει τὸν ἑαυτόν του εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς ἀληθείας, τῆς ἀρετῆς, τῆς πίστεως, τοῦ φωτός, τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ζεύγνυται εὐχαρίστως εἰς το ἅρμα τῆς ἀπωλείας.
Καὶ τώρα τίς, ἔχων ὑπ’ ὄψιν τὸν ὁρισμὸν αὐτὸν τοῦ ἀσώτου, τίς λέγω, δύναται νὰ καυχηθῇ, ὅτι ἔθεσε τὸν ἑαυτόν του ἀπολύτως εἰς τὴν διάθεσιν τοῦ καλοῦ; Καὶ ὁ πλέον νομιζόμενος δίκαιος δὲν ἔχει ἆράγε τὰς στιγμὰς καὶ τὰς ὥρας καὶ τὰς ἡμέρας κατὰ τὰς ὁποίας ἀφήνει τὸν ἑαυτόν του εἰς μίαν κατάστασιν χλιαρότητος, ἀδρανείαςς καὶ ἀδιαφορίας διὰ τὸ καλόν; Καὶ μόνον αὐτό; Καὶ εἰς πόσας ἄλλας στιγμὰς τῆς ζωῆς μας ὁ νοῦς μας δὲν ἐσκέφθη τὸ κακόν, ἡ καρδία μας δὲν ἐπόθησε τὸ πονηρόν, ἡ γλῶσσά μας δὲν ἐξέφερε λόγους πικρίας, οἱ ὀφθαλμοί μας δὲν εἶδον εὐχαρίστως ἁμαρτωλὰ θεάματα, τ’ αὐτιά μας δὲν ἤκουσαν αἰσχρὰς καὶ ἀπρεπεῖς λέξεις, τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια μας δὲν ἐκινήθησαν πρὸς κατευθύνσεις ἀπηγορευομένας ἀπολύτως ὑπὸ τῆς συνειδήσεώς μας καὶ τοῦ θείου Νόμου; Ἀδελφοί! Ἄς μὴ ἀπατώμεθα!! Οὐδεὶς εἶνε δίκαιος. Ὅλοι κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἦττον εὑρισκόμεθα συγκεκλεισμένοι εἰς τὸν κύκλον τῆς ἀσωτείας, ὅλοι ἐφθείραμεν τὰ ὑλικὰ καὶ πνευματικὰ κεφάλαια ποὺ ἔδωκεν ὁ Πλάστης. Καὶ ἐὰν ἄνευ προκαταλήψεως ρίψωμεν ἕνα βλέμμα εἰς τὸν κρυστάλλινον καθρέπτην, ὁποῖος εἶνε ἡ παραβολὴ τοῦ ἀσώτου, θὰ ίδωμεν ἄσωτον ὄχι μόνον τὸν γείτονά μας, ἀλλὰ κυρίως τὸν ἑαυτόν μας, θὰ τὸν ίδωμεν μὲ τὰ ράκη ὅπως κατήντησεν ὅλους μας ὑπὸ τὰς μυρίας της μορφὰς ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀποστασία τοῦ αἰῶνος μας ἀπὸ τὸν Θεόν, τὸν Οὐράνιον Πατέρα μας, θὰ ίδωμεν τὴν κατάστασίν μας καὶ θὰ φρίξωμεν καὶ ἐὰν ἔχωμεν ἕνα ἠλεκτρόνιον μετανοίας θὰ γονυπετήσωμεν πρὸ τῆς θεότητος και θὰ είπωμεν καὶ ἡμεῖς γεμᾶτοι συντριβὴν καὶ πόνον: Κύριε! Μέχρι τώρα ἄλλους μόνον ἐθεώρουν καὶ ἐκαυτηρίαζον ὡς ἀσώτους. Ἀλλὰ τώρα βλέπω ὅτι πρῶτος ἄσωτος εἶμαι ἐγὼ καὶ πρῶτος ἐγὼ αἰσθάνομαι τὴν ἀναγκην νὰ κραυγάσω: «ΠΑΤΕΡ, ΗΜΑΡΤΟΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟΝ ΚΑΙ ΕΝΩΠΙΟΝ ΣΟΥ· ΠΟΙΗΣΟΝ ΜΕ ΩΣ ΕΝΑ ΤΩΝ ΜΙΣΘΙΩΝ ΣΟΥ».
― Κάπου εἰς ὁμιλίαν ξένου ἐκλεκτοῦ ἱεροκήρυκος εἶχον ἀναγνώσει τὸ ἑξῆς ὡραῖον ἀνέκδοτον σχετικῶς μὲ τὴν παραβολὴν τοῦ ἀσώτου.
― Εἰς μίαν πόλιν τῆς Ἀγγλίας εἰσῆλθεν ἕνας ἐλαφρὸς θίασος ἠθοποιῶν διὰ νὰ παίξῃ ὡρισμένα ἔργα. Εἰς ἕνα τῶν ἠθοποιῶν ― τὸν παίζοντα ρόλον γελωτοποιοῦ―― ἕνας ἔδωκε μίαν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ τῷ ἐπρότεινεν ἐπὶ πληρωμῇ, ὅπως μὲ τὴν ὡραίαν του φωνὴν ἀπαγγείλῃ μεγαλοφώνως τὴν παραβολὴν τοῦ Ἀσώτου. Ὁ γελωτοποιὸς ἐδέχθη· ἐνέβη εἰς ὑψηλὸν κάθισμα καὶ ἤρχισε τὴν ἀπαγγελίαν ἐν μέσῳ εἰρωνείας καὶ καγχασμοῦ τῶν συντρόφων του. Ἀλλ’ ὅταν ἐπροχώρησεν εἰς τὴν παραβολὴν καὶ καθ’ ἥν στιγμὴν εὑρίσκετο εἰς τὴν φράσιν: «καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως», ἕνας τῷ φωνάζει: «Σὰν καὶ σένα Γιάννη». Προχωρεῖ ἡ ἀνάγνωσις, ἀλλὰ καὶ εἰς κάθε νέαν φράσιν τῆς παραβολῆς οἱ σύντροφοί του τῶ ἐφώναζον συνεχῶς: «Σὰν καὶ σένα Γιάννη». Ὁ νέος ἤρχισε νὰ ταράσσεται, ὅταν δὲ ἔφθασεν εἰς τὰς λέξεις: «Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου» συνεκλονίσθη ὁλόκληρος, ἤρχισε νὰ κλαίῃ, κατέβηκεν ἀπὸ τὸ κάθισμα καὶ ἔσπευσε νὰ γράψῃ ἐπιστολήν. Πρὸς ποῖον; Πρὸς τὸν πατέρα του! Τὶ ἆρα νὰ συνέβαινε; Ἦτο καὶ αὐτὸς ἕνας ἄσωτος υἱός, υἱὸς πλουσίου πατρὸς τὸν ὁποῖον ἐγκατέλειψε καὶ ἔζη ἀσώτως προσκολληθεὶς ὡς γελωτοποιὸς εἰς τὸ συγκρότημα τοῦ ἐπαρχιακοῦ θιάσου. Ἡ ἱστορία του ἦτο γνωστὴ εἰς τὸν κύκλον τῶν συντρόφων. Δι’ αὐτὸ καὶ ὅταν ἤρχισε τὴν ἀνάγνωσιν τῆς παραβολῆς τῷ ὑπενθύμισαν ἔστω καὶ εἰρωνικῶς τὴν κατάστασίν του, ἡ ὁποία ὡμοίαζε καταπληκτικῶς μὲ τὴν κατάστασιν τοῦ ἀσώτου υἱοῦ. Καὶ ὑπὸ τὴν ἐντύπωσιν τῆς παραβολῆς ἀνελύθη εἰς δάκρυα μετανοίας, ἀνεῦρε τὴν ὁδὸν τῆς σωτηρίας καὶ ἐσώθη.

***

Ἀγαπητοί μας ἀκροαταί. Ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου, ἀθάνατον κειμήλιον τοῦ Εὐαγγελίου, εἶνε καὶ ἰδική μας ἱστορία, ἱστορία τῶν περιπετειῶν καὶ περιπλανήσεών μας μακρὰν τοῦ Θεοῦ.
Καὶ δι’ αὐτὸ ἡ παραβολὴ ἀπευθύνεται πρὸς ὅλους καὶ φωνάζει: Ἄσωτοι ὅλων τῶν κατηγοριῶν καὶ τῶν τύπων. Ἕως πότε θὰ ζῆτε μακρὰν τοῦ Οὐρανίου Πατρός; Ἕως πότε γυμνοὶ καὶ πεινασμένοι καὶ τρέμοντες ὡς ὁ Κάϊν θὰ περιφέρεσθε εἰς τὴν πεπυρακτωμένην ἔρημον τῆς συνειδήσεως καὶ θ’ ἀκούετε τὰς φωνὰς τῶν ἀγρίων θηρίων καὶ θὰ ρυπαίνεσθε μὲ τὰς ἀκαθαρσίας τῶν χοίρων καὶ θὰ διατελῆτε ὑπὸ τὰς διαταγὰς τῶν διαφόρων ἀγελαρχῶν τοῦ Ἐωσφόρου; Ἕως πότε θὰ τρώγετε τὰ ξυλοκέρατα ποὺ προσφέρει ὁ ψευδής, ὁ μηχανικὸς καὶ ἄθεος πολιτισμὸς τοῦ 20οῦ αἰῶνος; Κὶ σύ, ὦ ἀνθρωπότης, ἡ ἐν τῷ συνόλῳ μεγάλη ἄσωτος, ἡ ὁποία ἀπεστάτησες ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ αἱματοκυλίσθης ἀγρίως και ἐσπατάλησες πλούτη ἀμύθηταα, μὲ τὰ ὁποῖα καὶ αἱ Σαχάραι θὰ μεταποιοῦντο εἰς παραδείσους καὶ αἱ καλύβαι εἰς ἀνάκτορα, τώρα, ἀνθρωπότης, τὶ σκέπτεσαι; Τί σκέπτονται οἱ κυβεερνῆται σου; Τί οἱ σοφοί σου ἐπιστήμονες; Τὶ οἱ δυναμικοί σου ἄνδρες; Δυστυχὴς ἀνθρωπότης! Ἀπὸ σὲ ἐξαρτᾶται νὰ ἐλαττώσῃς τὸν χρόνον τῆς δοκιμασίας. Ὅπως ἐμιμήθης τοῦ ἀσώτου τὴν ἀποστασίαν μιμήθητι τώρα καὶ τὴν ἐπιστροφήν. Ἀναγνωρίζεις τὰ τεράστια σφάλματά σου; Τύπτεις τὰ ἁμαρτωλά σου στήθη; Κραυγάζει, κραυγάζουν ὅλα τὰ τέκνα σου εἰς οἱονδήποτε σημεῖον τῆς ὑφηλίου καὶ ἐὰν εὑρίσκωνται τὸ «ἥμαρτον» τοῦ Ἀσώτου; ― Τότε ριζικῶς θ’ ἀλλάξῃ ἡ κατάστασις. Τότε θ’ ἀναρτηθῇ ἡ σημαία τῆς Εἰρήνης. Τότε Οὐρανὸς καὶ Γῆ θὰ συμφιλιωθοῦν. Τὸτε ὅλα τὰ τέκνα τῆς γῆς θὰ παρακαθήσουν εἰς τὴν κοινὴν Τράπεζαν τοῦ Οὐρανίου Πατρός, τοῦ Πατρὸς πάντων τῶν ἀνθρώπων. Τότε χοροί, συναυλίαι ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων θὰ ψάλλουν τὸν παιᾶνα τῆς εἰρήνης, καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ φύσις θὰ χαμογελᾷ, διότι ἡ ἀνθρωπότης ὕστερα ἀπὸ μυρίας περιπλανήσεις εἰς τὰς ἀγόνους χώρας τοῦ ὑλισμοῦ θὰ εἰσέρχεται λελυτρωμένη εἰς νέαν περίοδον ζωῆς, ζωῆς εἰρηνικῆς καὶ ὄντως μακαρίας, τῆς ὁποίας ρίζα καὶ βάσις καὶ θεμέλιον ἀκλόνητον θὰ εἶνε ὁ Θεός.

Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου. Εκφωνήθηκε στις 20-2-1949, από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Λαρίσης. Περιέχεται στο βιβλίο του Μητροπολίτου «ΕΚ ΤΟΥ ΑΝΕΣΠΕΡΟΥ ΦΩΤΟΣ» σελ. 148, έκδοση 1950

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ-ΤΟ ΕΠΙΒΑΛΛΟΝ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ του Αρχιμανδρίτη π. Διονυσίου Λαζαρίζη


 



Ως κληρονόμοι του Ουρανίου Πατρός έχουμε σαφή
μερίδιο στο επιβάλλον μέρος της ουσίας που μας
αναλογεί. Χαρακτηρίζεται ως επιβάλλον μέρος από τον
Ευαγγελιστή Λουκά διότι είναι επιβεβλημένο το μέρος
της ουσίας, ως ουράνια χαρίσματα με τη μορφή
θεόσδοτων δωρεών, με αποκλειστικό παραλήπτη κάθε
υιοθετημένο παιδί του Θεού και Πατρός.
Η πεμπτουσία της επιβεβλημένης ουσίας είναι
συνυφασμένη με την αγάπη του Ουρανίου Πατρός. Το
τέκνο μόνο όταν βρίσκεται σε συνάφεια με τον Πατέρα
του μπορεί να αξιολογήσει την αξίαν της ουσίας και να
τη δαπανήση με ορθολογικά κριτήρια στηριζόμενα
αποκλειστικώς στην ουράνια αγάπη και όχι
εγωκεντρικώς τουτέστιν ασώτως. Απομακρυσμένος
απο την αγάπη και χάρη του Θεού ο άνθρωπος
σκορπίζει το επιβάλλον μέρος της ουσίας. Κατά
συνέπειαν δεν δύναται να διαχειρισθεί την ουσία του
Πατρός με κριτήριο την ανηδιοτελή αγάπη και ουράνια
ελεημοσύνη καθώς είναι ήδη κεχωρισμένος της αγάπης
και μονοδρομικώς είναι αναγκασμένος να δρά
ατομιστικά βάσει ιδιοτελών και ατομικών εγωπαθών
ελατηρίων. Πρέπει να έλθει εις εαυτόν να κατανοήση
ότι ήμαρτε εις τον ουρανόν και ενώπιον του Πατρός
του.
Πόσο δύσκολο είναι για το σύγχρονο άνθρωπο που
έχει ως στερεότυπο τρόπο ζωής την εκδαπάνηση του
βίου του ασώτως, να έλθει εις εαυτόν και να
κατανοήση ότι ήμαρτε και ότι δεν είναι πλέον άξιος
κληθήναι τέκνο του Πατρός του. Μοναδική διέξοδος
ώστε να αποκολληθεί απο το τέλμα του λιμού της
απωλείας είναι να δείξει γενναιότητα, ώστε αναστάς να
πορευθεί προς το αρχαίον κάλλος προς τον Πατέρα
αυτού. Εκεί η τροφή του θα είναι ο μόσχος ο σιτευτός
τουτέστιν η ουράνιος τρυφή σε διηνεκή κατάσταση του
Μυστικού Δείπνου και όχι η σίτιση με κεράτια που
υποδηλώνει πνευματικό λιμό στον οποίον εγωιστικώς
υπόκεινται.
Η σίτιση διά των κερατίων επισύρει πνευματική
νέκρωση και εσωτερική πνευματική απώλεια εις τον
άσωτο άνθρωπο της σημερινής εποχής, στον αντίποδα
η εκκλησία προσφέρει τον Ουράνιον Δείπνον καθώς η
τράπεζα της γέμει προσφερόμενη τον μόσχον τον
σιτευτόν τον πάντοτε εσθιόμενον και μηδέποτε
δαπανώμενον. Αμήν.

Κυριακή του Ασώτου υιού: Το γράμμα του Ασώτου υιού προς τον Πατέρα του. π. Στυλιανός Μακρής




Πατέρα μου, ἀγαπημένε μου, γλυκέ μου Πατέρα,
Σοῦ γράφω αὐτὸ τὸ γράμμα ἀπὸ τὴν ἀὐτοεξορία μου, ἀπὸ τὴν χώρα τῆςἁμαρτίας μου, ἔχοντας δίπλα μου τὴν παρέα τῶν χοίρων παθῶν. Πεινῶ, Πατέρα μου, γιατὶ τὰ ξυλοκέρατα τῆς πικρῆς καὶ ἐφήμερης ἡδονῆς δὲν μὲ χορταίνουν·ἱκανοποιοῦν προσωρινὰ καὶ γιὰ λίγη ὥρα τὸ αἴσθημα τῆς πείνας μου. Θυμᾶμαι, Πατέρα μου γλυκύτατε, τὰ πλούσια γεύματα στὸ σπίτι μας, τότε ποὺἀπερίσπαστος ζοῦσα κοντά Σου καὶ χαιρόμουν σὰν μικρὸ παιδί, ὅταν μὲἔπαιρνες στὴν ζεστή Σου ἀγκαλιά.  

Ἀλλ’ ὅσο ἀπερίσπαστος κι ἂν ἤμουν κοντά Σου, τόσο ἀπερίσκεπτοςἀποδείχθηκα μακρυά Σου. Μὲ θάμπωσε ὁ ἐγωϊσμός, μὲ σαγήνευσε ἡ φαντασία, μὲ νίκησε τὸ πεῖσμα μου, γιατὶ νόμιζα πὼς ἀπὸ πεῖσμα μὲ κρατοῦσες στὸ σπίτι. Μὲ εἶχες ἄρχοντα καὶ δὲν μὲ ἐμπόδισες ἄφρονα. Μοῦ ἑτοίμαζες πλούσια κληρονομιά, ὅμως ἐγὼ βιάστηκα νὰ τὴν οἰκειοποιηθῶ· βιάστηκα νὰ κρατήσω γιὰ μένα καὶ μόνον γιὰ μένα τὰ δικά Σου ἀγαθά, χωρὶς νὰ νοιάζομαι γιὰ τὴν δική Σου ἀπόλαυση. Σοῦ ζήτησα αὐτὸ ποὺ νόμιζα πὼς μοῦ ἀναλογοῦσε, ἐπειδὴ Ἐσὺἤσουν πάντοτε γενναιόδωρος, ἀπαίτησα μᾶλλον αὐτὰ ποὺ ποτὲ δὲν κοπίασα νὰἀποκτήσω, αὐτὰ ποὺ μοῦ ὑποσχέθηκες, δίχως νὰ ἔχῃς τὴν παραμικρὴὑποχρέωση ἀπέναντί μου. Κι ὅμως δὲν ἀρνήθηκες νὰ μοῦ τὰ χαρίσῃς, διότι μὲἀγάπησες παραπάνω καὶ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ μοῦ χάρισες, διότι ἡ ἀγάπη Σου ἦταν τέτοια ποὺ δὲν ἀνέχθηκε οὔτε κατ’ ἐλάχιστον νὰ μὲ κρατήσῃ σκλάβο της.
Πατέρα μου πολυπόθητε. Κλαίω ἀπὸ συγκίνηση γιὰ τὸ μεγαλεῖο τῆς καρδιᾶς Σου, κλαίω ἀπὸ πίκρα γιὰ τὴν μικρότητα τῆς ψυχῆς μου. Εἶμαι τόσο λίγος, τόσοἀνόητος, τόσο ταλαίπωρος ποὺ ταλαιπώρησα τὰ μάτια Σου. Ναί! Εἶμαι σίγουροςὅτι πολὺ ταλαιπώρησα αὐτὰ τὰ μάτια, τὰ γεμάτα συμπάθεια καὶ εὐσπλαχνία, καὶ τὰ ἔκανα νὰ κλαῖνε νύχτα καὶ μέρα γιὰ τὴν ἀπομάκρυνσή μου· τὰ ἔκανα νὰπεριμένουν ἀνοιχτὰ ὅλο τὸ εἰκοσιτετράωρο στὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ μας, περιμένοντας νὰ μὲ δοῦν νὰ ἐπιστρέφω πίσω. Ναι, Πατέρα μου. Τὸ ξέρω ὅτι ἀπὸτότε ποὺ ἔφυγα, στέκεσαι στὸ κατώφλι τοῦ σπιτιοῦ, λαχταρώντας τὸν ἄσωτο γιό Σου.
Σὲ ξέρω καλὰ καὶ μὲ ξέρεις καλύτερα. Δὲν ὑποθέτω ὅτι δὲν ἔχεις διάθεση νὰφᾷς, γιατὶ εἶμαι καὶ γι’ αὐτὸ σίγουρος. Πεινᾶς μαζί μου καὶ ὁ χρόνος κυλᾶ εἰς βάρος τῆς ὑγείας καὶ τῶν δυό μας. Ἀλλὰ ξέρεις κάτι, Πατέρα μου γλυκύτατε; Ἐγὼτουλάχιστον, ἀπὸ τότε ποὺ ἔφυγα, ἔφαγα καὶ ἤπια καὶ διασκέδασα καὶἀπόλαυσα. Τώρα πεινάω· πρὶν δὲν πεινοῦσα, γιατὶ μοῦ ἔδωσες μὲ ἁπλοχεριὰ τὴν μισὴ περιουσία Σου. Ἐνῷ Ἐσύ, ἀπὸ τότε ποὺ σὲ ἐγκατέλειψα, δὲν ἔβαλες μπουκιὰστὸ στόμα. Σὲ ξέρω καλά, Πατέρα. Καὶ ξέρω ὅτι Ἐσὺ μοῦ συμπεριφέρθηκες ὡς Πατέρας κι ἐγὼ Σοῦ συμπεριφέρθηκα ὡς τέρας. Σὲ ὑποτίμησα· μὲ ὑπερτίμησες. Σὲπεριφρόνησα· μὲ περιέθαλψες. Πόσο μεγάλη ἡ ἀγάπη Σου!
Δὲν τολμῶ νὰ πῶ πὼς εἶμαι γιός Σου. Πρόδωσα τὴν υἱότητα καὶ σοῦ πλήγωσα τὴν Πατρότητα. Ἁμάρτησα στὸν οὐρανὸ καὶ ἐνώπιόν Σου καὶ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰἀποκαλοῦμαι γιός Σου. Θέλω νὰ γυρίσω πίσω, νὰ πέσω στὰ γόνατα, νὰπροσκυνήσω τὰ πόδια Σου καὶ νὰ Σὲ παρακαλέσω νὰ μὲ δεχθῇς ὡς ἐργάτη, ὡς δοῦλο, μήπως ἔτσι Σοῦ ξεπληρώσω μὲ τὴν ἐργασία αὐτὰ ποὺ Σοῦ πῆρα καὶκατεσπατάλησα μὲ τὶς κακὲς παρέες. Ναί, ἦταν κακὲς οἱ παρέες, τὸ ὁμολογῶ· διότι στὶς δύσκολες στιγμές, ὅταν τελείωσαν τὰ χρήματα, ὅλοι μὲ ἐγκατέλειψαν,ὅλοι μὲ ἀγνόησαν, ἀκόμη κι ἐκεῖνες ποὺ προσεποιοῦντο τὶς ἐρωτευμένες. Σὲπαρακαλῶ, δέξου με καὶ πάλι, καὶ δῶσε μου τὴν εὐκαιρία νὰ Σοῦ ξεπληρώσω στὸἀκέραιο ὅσα Σοῦ ξόδεψα καὶ ἀκόμη Σοῦ ἀνήκουν. Θὰ ἐργαστῶ μὲ συνέπεια ὑπὸτὶς Πατρικὲς προσταγές Σου. Δὲν ἔχω πλέον ἀπαιτήσεις. Οὔτε τὴν πρώτη στολή σου νὰ φορέσῃς θέλω, ὅταν μὲ δῇς, οὔτε τὸ χρυσό σου δαχτυλίδι, οὔτε τὰ καλά καὶἀκριβά Σου ὑποδήματα. Θὰ εἶμαι κάτω ἀπ’ ὅλους, κάτω ἀπὸ τὸν ἀγαπημένο μου μεγάλο ἀδελφό, αὐτὸν ποὺ ποτὲ δὲν παρέβη τὶς ἐντολές Σου, αὐτὸν ποὺ εἶναι πάντοτε δίπλα Σου, αὐτὸν ποὺ ποτὲ δὲν Σοῦ ζήτησε οὔτε ἕνα ἐρίφιο, γιὰ νὰ τὸσυμφάγῃ μὲ τοὺς φίλους του. Ἐγὼ σοῦ ζήτησα κάποτε πολλά, τόσα, ποὺδικαιολογημένα θὰ μπορῇς νὰ μοῦ ἀρνηθῇς καὶ μία τελευταία χάρη, νὰ μὲδεχθῇς πίσω στὴν ἀγκαλιά Σου.
Πάτερ Ἀγαθέ! Μακρυά Σου ἔγινα ἄσωτος, μακρυά Σου δὲν σώζομαι. Γι’ αὐτὸ κιἐγώ «ἀναστάς, πορεύσομαι πρὸς Σέ», γιὰ νὰ δῇς τὴν ἔμπρακτη μετάνοιά μου, γιὰνὰ δῇς ὅτι ἡ συγγνώμη ποὺ θὰ Σοῦ ζητήσω θα εἶναι ἀληθινή, γιὰ νὰ Σοῦ δώσωὅλο τὸ δικαίωμα νὰ περάσῃς στὸν τράχηλό μου τὸν δίκαιο ζυγὸ τῆς ἐκδούλευσής Σου· «ἀναστάς, πορεύσομαι πρὸς Σέ», γιατὶ δὲν ἀντέχω πλέον στὴ σκέψη ὅτι μὲπεριμένῃς ὄρθιος καὶ ξάγρυπνος στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ μας.

Ὁ ἄσωτος υἱός Σου


του π. Στυλιανού Μακρή

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ΛΟΥΚΑ"του Ασώτου"(Λουκ.ιε΄11-32) Ο Ουράνιος Πατέρας μας, περιμένει να γυρίσουμε όλοι πίσω στο σπίτι Του!!! π.Χρυσόστομος Τελίδης


ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ΛΟΥΚΑ"του Ασώτου"(Λουκ.ιε΄11-32)

Ο Ουράνιος Πατέρας μας,
 περιμένει να γυρίσουμε όλοι πίσω στο σπίτι Του!!!

    Την δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου ακούμε από τα χείλη των ιερέων μας την παραβολή του Ασώτου για να γνωρίσουμε μια ακόμα αρετή, την μετάνοια
μετά από  την ταπείνωση, που γνωρίσαμε την πρώτη Κυριακή του Τριωδίου
 και την παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου.
                                                       
    Κάθε φορά που ακούγεται αυτή η παραβολή στους ναούς όλης της Ορθοδοξίας, πάντα μένουμε πραγματικά έκθαμβοι από την ευσπλαχνία και το έλεος του φιλόστοργου πατέρα. Στον αποστάτη και αχάριστο γιο έχει ετοιμάσει φίλημα πατρικό, αγκαλιά υποδοχής, δαχτυλίδι εξουσίας, χιτώνα αγαλλίασης, σανδάλια προστασίας και τέλος πανηγύρι μεγάλο όπου θυσιάζει τον μόσχο τον σιτευτό.Τέλος, εισοδεύουν μαζί σε τραπέζι ευφροσύνης που είναι λαμπρό γιατί ακτινοβολεί αναστάσιμη χαρά, αφού ο γιος αυτός ήταν «χαμένος και βρέθηκε, νεκρός και ανέζησε».
                                              

   Ο αποστάτης γιος εγκλωβισμένος σε ένα παράλογο εγωισμό, ποιώντας τον εαυτό του αυτείδωλο των παθών του, φορτισμένος με συμπλεγματική οργή γιατί δεν αντέχει την απέραντη πατρική αγάπη, με το εωσφορικό θέλγητρο της αυτονόμησης από τα πάντα αποφασίζει να αποκοπεί από το σώμα της αληθινής χαράς για να κοινωνήσει την τρυφή της ψευδώνυμης ηδονής. «Ο άρχοντας της χώρας που είναι μακράν» τον έχει κυριεύσει, η σαγηνευτική γοητεία του πειραματισμού για τον πειραματισμό και την πρόσκαιρη τρυφή του σκοτίζει το νου. Έτσι μια μέρα ξενιτεύεται για να αυτοδικαιωθεί. Παρ’όλο τον πατρικό του πόνο ο Πατέρας του εγχειρίζει το ήμισυ της περιουσίας του, δεν του αρνείται την χορηγία των «ταλάντων». Αυτός όμως πωρωμένος σαν αχαλίνωτο άλογο γρήγορα σπαταλά τα πατρικά χαρίσματα στον βούρκο του ηδονισμού.

                                            
    Τώρα μόνος , καταπληγωμένος και προδωμένος απ’όλους και απ’όλα δούλος των χοιροβοσκών επιθυμεί να κορέσει την πείνα του με τα ξυλοκέρατα. Δούλος στους δούλους, πεινασμένος αυτός ο πρώην άρχοντας, ζώντας σε μία φρικτή κόλαση γιατί «απέπτυσε» τον παράδεισο. Η νοσταλγία της επιστροφής του καίει τα σωθικά όμως στην παραζάλη του δικού του εγωισμού, του δαιμονικού φόβου που δεν θέλει να τον χάσει από υποχείριο του, βλέπει την πατρική φιγούρα ως δυνάστη και τιμωρό. Θεωρεί πως ο πατέρας μόνον σαν δούλο θα μπορέσει να τον ξαναδεχτεί στον πατρικό οίκο. Πάσχει και φοβάται, αλλά ωστόσο κάνει το μεγάλο βήμα.
    Ο δρόμος της επιστροφής είναι βασανιστικός. Αυτός που έφυγε με δόξα και περηφάνεια , επιστρέφει με πόνο , καταπληγωμένος και σύντρομος σαν φταίχτης.Η μεταμέλεια του σχίζει την ψυχή. Και πριν ψελλίσει λόγο απολογίας ο Πατέρας είναι ήδη πλάι του. Τον παίρνει στην αγκαλιά του , τον επαναφέρει στην δόξα , τον κάνει μέτοχο στην πασχαλινή χαρά του. Στο παράπονο του μεγαλύτερου αδελφού που δυσανασχετεί για αυτή την «απρόσμενη» και «μεροληπτική» αντίδραση του κοινού πατέρα, εκείνος αντιτείνει με απλότητα και συγκινητική αγάπη : «παιδί μου, εσύ πάντα είσαι μαζί μου και όλα τα δικά μου είναι δικά σου• αλλά έπρεπε να διασκεδάσουμε και να χαρούμε, γιατί τούτος ο αδελφός σου ήταν πεθαμένος και ξανάζησε και ήταν χαμένος και βρέθηκε».
   Την περικοπή αυτή που όρισαν οι μεγάλοι πατέρες της Ορθοδοξίας δεύτερη στη σειρά μέσα στο τριώδιο, θέλησαν να μας δείξουν πόσο μεγάλη είναι η δύναμη της μετάνοιας και πως η απελπισία αυτών που διστάζουν να ξαναγυρίσουν στην Εκκλησία, στον οίκο του πατέρα Θεού, είναι μια μεγάλη απάτη. Όλους τους μεταμελημένους τους αγκαλιάζει ο Θεός που δεν είναι τιμωρός αλλά εξιλαστής αμαρτιών και αγαπά τις ταπεινωμένες και εξουθενωμένες καρδιές. Αν μας έχει κυριεύσει η απελπισία της ασωτίας και η πεποίθηση πως δεν μπορούμε να σωθούμε ένεκα της βαριάς αμαρτίας μας, ας αναλογιστούμε τον άσωτο που αφού αποστάτησε και δοκίμασε όλες τις ηδονές, μετά μεταμελήθηκε και κέρδισε την πασχάλια χαρά. Αντιθέτως ας μην φανούμε μικρόψυχοι σαν τον μεγάλο αδελφό της παραβολής που αν και εξωτερικά δίκαιος ο φθόνος του κατέστρεψε την χαρά και τον απέδειξε εκτός του νυμφώνος Χριστού.
    Η αγκαλιά της Εκκλησίας είναι ανοικτή για όλους εμάς. Η Εκκλησία διαθέτει δωρεάν και απλόχερα τον χιτώνα που είναι το βάπτισμα και η μετάνοια, το δακτυλίδι που είναι υπόσχεση συμβασιλείας με τον Χριστό, τα σανδάλια τα αγιότητας για να συντρίβουμε την κεφαλή του νοητού εχθρού διαβόλου, και τέλος το Μεγάλο Θύμα, τον μόσχο τον σιτευτό, που είναι ο Χριστός παρών και ζων μέσα στο μυστήριο της Ευχαριστίας.
    Η αναστάσιμη χαρά της βασιλείας μας θέλει όλους κοινωνούς και μέτοχους.
Ως πότε θα είμαστε παραριγμένοι και λιμοκτονούντες στο βούρκο, στις ακαθαρσίες και στο αίμα; Ελάτε και «λούσασθε και καθαροί γενέσθαι», «γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος» και πραγματικά αδελφοί μου θα κατακτήσετε την αιώνια χαρά. Ας ακούσουμε λοιπόν το Πατρικό κάλεσμα:
"Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι 
καγὼ, ἀναπαύσω ὑμᾶς."

Η Εκκλησία δεν με ξεχνά ποτέ...

  αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος Με παρρησία (Ιερά Μητρόπολη Βεροίας)  -  εικ . Μέσα στην ησυχία του Αγίου Βήματος  αρχίζει το αόρατο μυστήριο· ...