Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Ιουλίου 04, 2013

Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβά Ὄχι προσευχή εἰς τόν Χριστόν (!). Πρωτ. Βασίλειος Γεωργόπουλος


Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβά
Ὄχι προσευχή εἰς τόν Χριστόν (!)

Πρωτ. Βασιλείου Ἀ. Γεωργοπούλου, Λέκτορος Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ 

Ἕνα ἀπό τά βασικά γνωρίσματα τῆς μετοχικῆς ἑταιρείας Σκοπιά (Watchtower Bible and Trust Society of New York, Inc), τῶν λεγομένων “Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ”, πού αὐτοδιαφημίζεται ὡς «ὁ ὁρατός ἀγωγός τοῦ Ἰεχωβᾶ στή γῆ», εἶναι καί ἡ κατά καιρούς ἀλλαγή τῶν διδασκαλιῶν της σχετικά μέ τό σύστημα πλάνης, πού ἔχει οἰκοδομήσει.
 Ἀποτελεῖ παγκοσμίως τήν κατεξοχήν αἱρετική ὀργάνωση, πού ἔχει ἀλλάξει πολλές φορές ἀπόψεις γιά τά ἴδια ζητήματα1. Ταυτοχρόνως, κατά τήν προσφιλή τακτική της, κάθε φορά παρουσιάζει τήν νέα κακοδοξία της, τήν νέα θέση της γιά τό ἴδιο ζήτημα ὡς θέλημα τοῦ Ἰεχωβᾶ καί δῆθεν ἄποψη τῆς Ἁγ. Γραφῆς, ἐνῶ σιωπᾶ ἐπιμελῶς γιά τίς παλαιότερες ἀντίθετες θέσεις της.
Μιά ἀκόμα χαρακτηριστική περίπτωση ψευδοδιδασκαλίας, γιά τήν ὁποία ἄλλα ὑποστήριζε παλαιότερα ἡ ἑταιρεία ὡς δῆθεν θέλημα τοῦ Ἰεχωβᾶ καί τῆς Ἁγ. Γραφῆς καί ἄλλα ἀργότερα, ἀφορᾶ στό ζήτημα ἐάν πρέπει νά προσευχόμαστε στόν Χριστό.
Ἡ ἑταιρεία ἀπαντᾶ σαφῶς, ὄχι. Ἀναφέρει χαρακτηριστικά ἡ Σκοπιά: «Θά πρέπει νά ἀπευθύνονται οἱ προσευχές στόν Ἰησοῦ; Ὄχι, διότι οἱ προσευχές εἶναι μιά μορφή λατρείας, ἡ ὁποία ἀνήκει ἀποκλειστικά στόν Παντοδύναμο Θεό»2.
Ἀπό τήν ἀπάντηση τῆς ἑταιρείας γίνεται ἀντιληπτή μιά ἐπιπλέον πλάνη, ἀπό τίς πολλές πού διακηρύσσει ὡς δῆθεν «καλά νέα» ἡ ἑταιρεία. Ὄχι προσευχή, λοιπόν, στόν Χριστό, ὑποστηρίζει ἡ χιλιαστική καί μετοχική ἑταιρεία Σκοπιά.

Αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Ἰεχωβᾶ, για τί κατά τούς ἰσχυρισμούς καί τήν ὁρολογία της, αὐτή εἶναι ἡ ὁρατή ὀργάνωση μέσῳ τῆς ὁποίας ὁ Ἰεχωβᾶ παρέχει ἀποκλειστικά τίς πνευματικές του ὁδηγίες καί καθοδηγεῖ τούς ὀπαδούς του. Διαφορετική ὅμως ἦταν ἡ διδασκαλία καί ἡ πρακτική τῆς Σκοπιᾶς παλαιότερα.
Ἡ ἴδια ἡ ἑταιρεία μᾶς πληροφορεῖ σέ βιβλίο πού εἶχε ἐκδώσει λίγα χρόνια νωρίτερα τά ἑξῆς ἀποκαλυπτικά: «Στό ὑμνολό- γιο πού ἐξέδωσε ὁ λαός τοῦ Ἰεχωβᾶ τό 1905, οἱ ὕμνοι πού αἰνοῦσαν τόν Ἰησοῦ ἦταν διπλάσιοι ἀπό ἐκείνους πού αἰνοῦσαν τόν Ἰεχωβᾶ Θεό.
Στό ὑμνολόγιό τους, πού ἐκδόθηκε τό 1928, οἱ ὕμνοι πού ἐξυμνοῦσαν τόν Ἰησοῦ ἦταν περίπου ὅσοι καί οἱ ὕμνοι, πού ἐξυμνοῦσαν τόν Ἰεχωβᾶ. Ἀλλά στό πιό πρόσφατο ὑμνολόγιο τοῦ 1984, στήν ἀγγλική, 1988 στήν ἑλληνική, οἱ ὕμνοι πού τιμοῦν τόν Ἰεχωβᾶ εἶναι τετραπλάσιοι ἀπʼ ἐκείνους πού τιμοῦν τόν Ἰησοῦ »3.
Σχολιάζοντας τήν ἀντίφαση τῶν ἀλληλοσυγκρουόμενων ἀπόψεων τῆς ἑταιρείας πρέπει νά ἐπισημάνουμε τό ἑξῆς τραγελαφικό. Ἄν λάβουμε ὑπόψη ὅτι ὁ ὕμνος εἶναι μορφή καί ἔκφραση προσευχῆς, τότε ἀποδεικνύεται, ὅτι γιά ἑκατό καί πλέον χρόνια ὁ αὐτοδιαφημιζόμενος ὡς ὁρατός ἀγωγός τοῦ Ἰεχωβᾶ στή γῆ, ἡ ἑταιρεία Σκοπιά, περιφρονοῦσε καί ἀγνοοῦσε τό ὑποτιθέμενο θέλημα τοῦ Ἰεχωβᾶ, καθώς στό ὑμνολόγιό της περιε- λάμβανε ὕμνους γιά τόν Χριστό.
Βεβαίως καί γιά τό γεγονός αὐτό ἡ Σκοπιά σιωπᾶ ἐπιμελῶς. Εἶναι γνωστό, ὅτι στούς ὀπαδούς της ἀπαγορεύει κάθε εἶδος κριτικῆς ἐναντίον της. Τό θεωρεῖ ἀνταρσία κατά τοῦ Ἰεχωβᾶ, καί τρομοκρατεῖ τά μέλη της, ὅτι ἐάν δέν δείχνουν τυφλή ὑπακοή στίς ἀπόψεις της, θά σφαγοῦν ἀπό τόν Ἰεχωβᾶ στόν Ἀρμαγεδῶνα.
Χρήσιμο εἶναι ἐν προκειμένῳ νά δοῦμε καί τήν μαρτυρία ἑνός πρώην Μάρτυρα τοῦ Ἰεχωβᾶ. Μαρτυρία πού ἔχει ἰδιαίτερη βαρύτητα, καθώς εἶχε ὑπάρξει ἐπί πενηνταπέντε χρόνια «πρεσβύτερος» τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ στή Θεσσαλονίκη.
Ἀναφέρει, λοιπόν, ὁ πρώην χιλιαστής: «Ἡ Ἑταιρεία Σκο πιά ἀπαγορεύει αὐστηρά στά μέλη της κάθε βιβλική συζήτησι και ἔρευνα τῶν διδασκαλιῶν της. Ὅποιος τολμήσει νά παραβῆ αὐτή τήν ἀρχή ἐκδιώκεται χωρίς ἔλεος, στιγματίζεται σάν στασιαστής καί ξεσηκώνει θανάσιμο μῖσος ἐναντίον του »4.

Σημειώσεις:
1. Βλ. Πρωτ. Ἀ. Ἀλεβιζοπούλου, Ἡ Σκοπιά. Ζωηρότερο φῶς ἤ πυκνότερο σκότος, Ἀθήνα 1985.
2. Βλ. Σκοπιά 15/4/1995, σ. 30.
3. Βλ. Ἀποκάλυψη.Τό μεγαλειῶ δες Ἀποκορύφωμά της πλησιάζει, ἐκδ. Μ.τ.Ἰ, 1988, σ. 36. 4. Βλ.Ἐμμ. Ἀντωνιάδη, Διαψεύδονται οἱ προφητεῖες τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ, 1984, σσ. 8, 10.

 Ὀρθόδοξος Τύπος ἀρ. φύλ. 1982, 5 Ιουλίου 2013
πηγή

Σε λαϊκό προσκύνημα έχει τεθεί η σορός της Ηγουμένης της Ιεράς Μονής Αγίων Ραφαήλ Νικολάου και Ειρήνης, Ευγενίας Κλειδαρά, που εκοιμήθη πλήρης ημερών τα ξημερώματα.


Δεκάδες πιστοί απ’ όλο το νησί συρρέουν από το πρωί στο μοναστήρι προκειμένου να απευθύνουν το ύστατο χαίρε στην μακαριστή γερόντισσα που συνέδεσε την ζωή της με το νησί και το μοναστήρι των Αγίων.


Με δάκρυα στα μάτια οι μοναχές της αδελφότητας υποδέχονται τους πιστούς που σπεύδουν για να λάβουν την ευχή της για τελευταία φορά.



Χωρίς συμφωνία, δεν υπάρχει δόση για τρεις μήνες

Μητροπολίτης Γόρτυνος Ιερεμίας, Ο Εκκλησιαστικός συγγραφέας Ηγήσιππος ο Γνωστικισμός και ο σημερινός Οικουμενισμός




Δημητσάνα - Μεγαλόπολη, Κυριακή 9 Ἰουνίου 2013
Ο ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΗΓΗΣΙΠΠΟΣ
1. Τά κηρύγματά μας, ἀδελφοί μου χριστιανοί, ὅπως σᾶς εἶναι γνωστό, ἀναφέρονται στούς ἁγίους Πατέρες. Παίρνουμε κατά χρονολογική σειρά, ἕνα-ἕνα Πατέρα ἤ Ἐκκλησιαστικό συγγραφέα καί λέμε λίγα λόγια γιά τόν βίο του και τήν διδασκαλία του. Ἴσως σέ πολλούς νά φαίνονται ἀνιαρά τά κηρύγματα αὐτά, ἀλλά μήν ξεχνᾶτε, χριστιανοί μου, ὅτι τό κήρυγμα εἶναι μάθημα, εἶναι διδασκαλία, μέ τήν ὁποία μορφώνονται οἱ χριστιανοί. Καί μορφωνόμαστε θεολογικά καί μαθαίνουμε τό βάθος τῆς πίστης μας μέ τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων μας.

2. Μέ τήν χρονολογική σειρά πού ἀκολουθοῦμε, σήμερα θά σᾶς μιλήσω για ἕναν ἄλλο διδάσκαλο τῆς Ἐκκλησίας μας, τόν Ἡγήσιππο. Εἶναι σπουδαῖος ἐκκλησιαστικός ἄνδρας ὁ Ἡγήσιππος. Καί ἡ προσφορά του στήν Ἐκκλησία, στήν ἐποχή μάλιστα πού ἔζησε, ἦταν πολύ-πολύ μεγάλη. Γιά νά καταλάβετε τήν προσφορά τοῦ Ἡγησίππου, θά σᾶς περιγράψω, ἀδελφοί μου, μέ λίγα λόγια τήν ἐποχή πού ἔζησε. Ἦταν ἡ ἐποχή μετά τά μέσα τοῦ 2ου αἰ. Μιά ἐποχή με σύγχυση στήν πνευματική ζωή τῶν χριστιανῶν, γιατί εἶχε γίνει κάποιο μπέρδεμα.
Ἄν καί ἦταν μιά ἐποχή κοντά σχεδόν στούς Ἀποστόλους, ὅμως εἶχαν ἐμφανιστεῖ αἱρέσεις. Καί ἀπό ὅλες τίς αἱρέσεις ἡ πιό μεγάλη ἦταν ἡ αἵρεση τοῦ Γνωστικισμοῦ. Ὅσοι μάλιστα ἀνῆκαν στόν Γνωστικισμό ἔλεγαν γιά τούς ἑαυτούς τους ὅτι «εἶναι ὀπαδοί τοῦ ἀνωτέρου χριστιανισμοῦ»! Βέβαια, μέ ἐκεῖνα τά ὡραῖα πού ἔγραψε ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος, πού εἴδαμε, γιά τήν ἀπόλαυση τοῦ Χριστοῦ στήν θεία Λειτουργία μέ τήν Θεία Κοινωνία καί μέ τόν θερμό ἔρωτα σ᾽ Αὐτόν, ξεπερνιόνταν ὅλες οἱ αἱρέσεις. Ἀλλά εἶχε μεσολαβήσει καί ἡ ἐποχή τῶν Ἀπολογητῶν, περί τῶν ὁποίων μιλήσαμε. Μέ τούς Ἀπολογητές ξεχάσαμε κάπως την θεολογία καί τήν ἀτμόσφαιρα τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου. Μήν παρεξηγηθῶ γι᾽ αὐτό πού γράφω, γιατί οἱ Ἀπολογητές πρόσφεραν μεγάλο ἔργο στήν Ἐκκλησία, ὅπως το εἴδαμε σέ προηγούμενα κηρύγματα. Ἀλλά τά κηρύγματά τους ἦταν μέ λογικά ἐπιχειρήματα, γιατί ἔτσι ἔπρεπε νά κάνουν, ἀφοῦ ἀπευθύνονταν σέ εἰδωλολάτρες ἀναγνῶστες. Δέν μιλοῦσαν ὅμως οἱ Ἀπολογητές γιά τό σκίρτημα τῶν χριστιανῶν στήν λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας καί γιά τόν γλυκασμό τῆς θείας Κοινωνίας. Τέλος πάντων! Ἡ ἐποχή γιά τήν ὁποία μιλοῦμε ἦταν συγκεχυμένη ἀπό αἱρέσεις καί σέ μεγάλη κλίμακα οἱ πιστοί φαίνονταν ὅτι χάνουν τό βάθος τῆς πίστης μας καί τῆς Παράδοσής μας.
3. Σ᾽ αὐτήν τήν ἐποχή, ἀγαπητοί μου, ἔζησε ὁ Ἡγήσιππος. Αὐτός δέν συμ- μορφώθηκε μέ τό κλῖμα τῆς ἐποχῆς του, δέν ἀναπαύθηκε σ᾽ αὐτό, ἀλλά ἀναζήτησε ἐκεῖνο τό γλυκό καί καθαρό τῆς πρώτης καί γνήσιας Παράδοσης, τῆς Παράδοσης τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ θεοφόρου. Ἀπό τόν μεγάλο του πόθο γιά νά βρεῖ αὐτήν τήν λησμονημένη κάπως Παράδοση σκέφτηκε ὅτι πρέπει νά ἐπισκεφτεῖ τις Ἐκκλησίες ἐκεῖνες, πού εἶχαν Παράδοση ἀπό μεγάλους Γεροντάδες. Ἔτσι δεν λυπήθηκε τόν κόπο νά πάει στήν Κόρινθο καί στήν Ρώμη καί προπαντός στα Ἰεροσόλυμα. Γιατί προπαντός στά Ἰεροσόλυμα; Γιατί ἐκεῖ ἦταν ἡ Παράδοση τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου. Καί αὐτήν τήν Παράδοση ἤθελε νά δεῖ καί να παραλάβει. Μετά ἀπό τά ἐπίπονα ταξίδια του, τήν τότε ἐποχή μάλιστα, κατέγραψε σέ πέντε βιβλία ὅσα εἶδε, ὅσα ἄκουσε καί ὅσα ἔζησε στίς ἱερές του αὐτές περιοδεῖες.
Τά βιβλία αὐτά τά ὀνόμασε «Ὑπομνήματα». Εἶναι δυστύχημα, χριστιανοί μου, το ὅτι τό πεντάτομο αὐτό ἔργο τοῦ Ἡγησίππου χάθηκε στό πέρασμα τοῦ χρόνου. Ὅσα ξέρουμε ἀπ᾽ αὐτά τά ξέρουμε ἀπό τόν ἱστορικό Εὐσέβιο, ὁ ὁποῖος ὅμως μᾶς διέσωσε μικρά μόνο ἀποσπάσματα ἀπό τό περίφημο αὐτό ἔργο.
4. Καί τώρα, ἀγαπητοί μου, προσέξτε ἰδιαίτερα αὐτό πού θά πῶ: Ἄν φύγουμε ἀπό τήν ἐποχή ἐκείνη τοῦ Ἡγησίππου καί ἔλθουμε στά σημερινά μας χρόνια, θα δοῦμε, ἄν ἐξετάσουμε καλά τά πράγματα, ὅτι δέν διαφέρει ἡ ἐποχή μας ἀπό την δική του. Μάλιστα ἡ ἐποχή μας εἶναι πολύ -πολύ χειρότερη ἀπό τήν δική του. Καί σήμερα ἔχουμε φοβερή σύγχυση στήν πίστη. Γύρω μας εἶναι ὄχι μιά και δυό, ἀλλά πολλές αἱρέσεις. Τό δέ μεγάλο καί ἀνησυχητικό κακό εἶναι ὅτι και ἱερωμένοι ἀκόμη, καί «θεολόγοι» ἀκόμη, δέν λέγουν τίς αἱρέσεις ὡς αἱρέσεις, ἀλλά τίς θεωροῦν ὡς μιά ἄλλη θρησκευτική ἰδεολογία καί συνιστοῦν μάλιστα να ἔχουμε ἀγάπη καί συναναστροφή καί συμπροσευχή μέ τούς ὀπαδούς τῶν αἱρέσεων αὐτῶν.
Γιά νά ἀφήσουμε τήν μεγάλη αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ, ἐρχόμαστε στήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ναί! Ὅπως στήν ἐποχή τοῦ Ἡγησίππου εἶχαν την μεγαλύτερη αἵρεση, τόν Γνωστικισμό, τόν ὁποῖο θεωροῦσαν ὡς «ἀνώτερο χριστιανισμό», ἔτσι ἀκριβῶς καί σήμερα ἔχουμε τόν Οἰκουμενισμό. Καί μάλιστα ὅσοι εἶναι Οἰκουμενιστές πιστεύουν τούς ἑαυτούς τους γιά ἀνωτέρους, γιά προοδευμένους καί ὑψηλοῦ ἐπιπέδου ἀνθρώπους(!...) καί περιφρονοῦν καί ὑβρίζουν ἐμᾶς, πού θέλουμε καί ἀγωνιζόμαστε νά ἀκολουθοῦμε τήν πίστη τῶν ἁγίων Πατέρων μας. Ὅπως δηλαδή στήν ἐποχή τοῦ Ἡγησίππου εἶχαν τόν Γνωστικισμό καί τόν ἔλεγαν «ἀνώτερο χριστιανισμό», ἔτσι συμβαίνει σήμερα μέ τόν Οἰκουμενισμό. Τί εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός, χριστιανοί μου; Οἰκουμενισμός σημαίνει ὅλα τά θρησκεύματα ὅλων τῶν λαῶν, καί ἡ δική μας βέβαια πίστη, ἡ Ὀρθόδοξη, νά ἑνωθοῦν ὅλα καί νά συμπροσευχόμαστε ὅλοι μαζί, ὁ καθένας στόν θεό του. Καί ὅλες αὐτές οἱ προσευχές, ἀπό κοινοῦ λεγόμενες («συμπροσευχή»), ἑνώνονται καί κατευθύνονται ὅλες στόν ἕνα κοινό θεό. Δηλαδή, μέ τόν Οἰκουμενισμό δέν φαίνεται ἡ Ὀρθόδοξη πίστη ἡ μόνη ἀληθινή, ἀλλά ὡς μία σάν τίς ἄλλες θρησκεῖες. Οἰκουμενισμός, ὅπως τόν χαρακτήρισε ὁ Γέροντας τῆς Φλώρινας πατήρ Αὐγουστῖνος, εἶναι «ἕνα παπούτσι, γιά ὅλα τά πόδια»! Στήν ἐποχή μας ὁ Οἰκουμενισμός ἔχει «πιάσει» πολύ, γιατί κηρύττεται μέ τό ὡραῖο σύνθημα τῆς ἀγάπης καί τῆς συναδελφώσεως τῶν λαῶν. Καί βέβαια πρέπει νά εὐχόμαστε «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως» καί πρέπει νά ἀγαποῦμε ὅλους τούς λαούς, ὄχι ὅμως νά συμπροσευ- χόμαστε μαζί τους καί νά ἀναμείξουμε τήν Ὀρθόδοξη ἀλήθεια μας μέ τό δικό τους ψέμα. Αὐτό ΠΟΤΕ!
5. Τί νά κάνουμε, χριστιανοί μου, γιά νά «σταθοῦμε στά πόδια μας» καί να κρατήσουμε καθαρή τήν Ὀρθόδοξη Παράδοσή μας; Νά κάνουμε αὐτό πού ἔκανε ὁ Ἡγήσιππος, γιά τόν ὁποῖο μιλᾶμε. Ὁ Ἡγήσιππος πῆγε σέ κέντρα πού φυλασσόταν ἡ Παράδοση, γιά νά τήν ζήσει καί γιά νά τήν δώσει καί στούς ἄλλους χριστιανούς, πού φαινόταν ὅτι τήν εἶχαν λησμονήσει. Τό ἴδιο καί ἐμεῖς. Να ἐπισκεπτόμαστε τέτοια κέντρα. Ἕνα τέτοιο κέντρο, πού κρατᾶ τήν Παράδοση, κάστρο τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης, εἶναι τό Ἅγιον Ὄρος! Μέ μεγάλη μας χαρά μαθαίνουμε καί βλέπουμε ὅτι πολλοί ἄνδρες χριστιανοί καί μάλιστα νέοι στήν ἡλικία, ἐπισκέπτονται συχνά τό Ἅγιον Ὄρος καί βρίσκουν σ᾽ αὐτό ἅγιους πνευματικούς Πατέρες, στούς ὁποίους ἐξομολογοῦνται καί ἀπό τούς ὁποίους κατευθύνονται πνευματικά. Στίς γυναῖκες καί σέ ὅσους δέν ἔχουν τήν δυνατότητα νά ἐπισκεφθοῦν τό Ἅγιον Ὄρος, τούς συνιστοῦμε, στόν κόσμο πού εἶναι, να ψάξουν καί νά βροῦν ἁγίους Παπούληδες, μέ ἀσκητικότητα καί μέ ἀγωνιστικό- τητα γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη μας.
Χριστιανοί μου, τήν πίστη μας καί τήν ἅγια Παράδοσή μας! Αὐτή πού μᾶς παρέδωσε ὁ Χριστός μας καί οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί δίδαξαν καί ἑρμήνευσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας! Καί ἄν ἔρθουν χρόνια μαρτυρίου, ἄς μᾶς δώσει τήν Χάρη Του ὁ Χριστός, διά τῶν Εὐχῶν τῆς Παναγίας μας, νά μήν ἀρνηθοῦμε τήν Πίστη μας, ἀλλά νά δώσουμε καί μέ τό αἷμα μας τήν μαρτυρία μας γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως τό ἔκαναν οἱ ἅγιοι Μάρτυρες, πού προσκυνᾶμε τά ἅγια λείψανά τους.
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας

Στο Μοναστήρι του Φίλου μας Ραφαήλ...

Διάβασα πριν λίγο την είδηση ότι εκοιμήθη (πλήρης ημερών) η ηγουμένη της Μονής του Αγίου Ραφαήλ Μυτιλήνης Ευγενία Κλειδαρά και αύριο θα ψαλεί η εξόδιος ακολουθία.
Καλόν Παράδεισο και καλή Ανάσταση να έχει η Γερόντισσα.
Δεν την είχα γνωρίσει αλλά με την είδηση της κοιμήσεώς της, ξανάρθε στο μυαλό μου η -προ ετών- επίσκεψή μου στο μοναστήρι του Αγίου και όλο εκείνο το γλυκό κλάμα που -χρόνια μαζεμένο- λευτερώθηκε ανυποχώρητα μπροστά του.
 
Σε τούτο το μεσημέρι του Ιούλη, καρφιτσώθηκαν, σαν μικρές μαρουδίτσες,  οι μνήμες λίγο μαύρο (για τις αμαρτίες μου) λίγο κόκκινο (για την ελπίδα) -όπως η ράχη της "πέτα-πέτα μαρουδίτσα"-.
Θυμάμαι που χρόνους πολλούς το μάζευα το δάκρυ, μαζί με τις ευεργεσίες του Αγίου Ραφαήλ και μαζί με τον πόθο να πάω να τον προσκυνήσω. 
Και όταν αξιώθηκα, σαν φάνηκε το σπίτι του (μεγάλο σαν τα θαύματά του) άρχισαν να λύνονται εντός μου ένας- ένας οι κόμποι και οι λυγμοί συγκεντρωμένοι στον λαιμό μου, απαιτούσαν ..απελευθέρωση. Κρατήθηκα, μην φοβηθεί ο άντρας μου από το ξαφνικό κλάμα και όταν φτάσαμε, έστειλα εκείνον (δήθεν) να κρατήσει σειρά στο αγίασμα κι' εγώ κατευθύνθηκα στο ναό. 
Ήταν σαν να ήμουν χρόνια στην ξενιτειά και γύριζα. 
Θυμάμαι δε,πως είχα την αίσθηση όχι πως έκλαιγα αλλά πως έβγαινε από τα μάτια μου το κομμάτι της ψυχής μου που ανήκε στον Άγιο Ραφαήλ και το είχα παράνομα κατακρατήσει.
Δεν ήμουν λυπημένη, δεν ήμουν χαρούμενη. Ήμουν απλά εκεί, στην πατρίδα που δεν με γέννησε αλλά που εδικαιούτο την επιστροφή μου, ως τόπος συνάντησης με τον Φίλο μου. 
Ήμουν στην οικία του Φίλου μου. Οικία γεμάτη ευλογίες κρεμασμένες στο δέντρο του μαρτυρίου του, ωστόσο όχι πικρές αλλά ηδείς σαν το ζεστό ζυμωτό ψωμί που κερνούν τον ξενιτεμένο που επιστρέφει. 
Επέστρεφα από τα ανομήματά μου και όταν έφυγα ανεχώρησα -δυστυχώς- πάλι γι αυτά. 
Όμως τώρα ήταν αλλιώς: Είχα μάθει να επιστρέφω και ήξερα πως οι επιστροφές δεν είναι αναγκαία τοπικές. Από τότε, ευδόκησε ο Κύριος να επιστρέφω σε Φίλους αλλά εκείνο το ταξίδι στη Μυτιλήνη ακόμη λιώνει μέσα μου τα σερμπέτια της καρδιάς που παγώνουν οι χειμώνες της απομάκρυνσης......
πηγή

Ερχου και ίδε τον ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟ



Αυτές τις φωτογραφίες τις αντιγράψαμε από τον ιστότοποhttp://estavromenos.blogspot.gr/, όπου δημοσιεύονται δίχως λόγια με τον τίτλο " ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ ΑΣΤΕΓΩΝ".
Ο ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΣ είναι Σύλλογος Εθελοντών που ξεκίνησε ως συμπαραστάτης των κρατουμένων στις φυλακές και κατέληξε να είναι συμπαραστάτης όλων των ελαχίστων αδελφών της περιοχής μας.
Είναι Σύλλογος της Εκκλησίας (υπό την ευλογία της Ι.Μ.Δημητριάδος) και κάνει ότι θα έπρεπε να κάνει η Πολιτεία.....
Ένας ιερέας, ο παπα Θόδωρος, είναι ο μπροστάρης και μαζί του και άλλοι ιερείς και πολλοί λαϊκοί.
Μπείτε στο μπλογκ τους για να μάθετε περισσότερα γιαυτούς που κάνουν προσευχή τις πληγές των αναγκεμένων και κραυγές ικεσίας τα βογκητά των πονεμένων. 
Έρχου και ίδε τί κάνει η συκοφαντημένη Εκκλησία, έρχου και ίδε πώς η Αγάπη γίνεται χάδι, ψωμί, ρούχο, σκέπασμα, "ποτήριον ψυχρού ύδατος", κομποσκοίνι, δάκρυ, γονάτισμα, παρηγοριά, ελπίδα.
Γιατί η Αγάπη δεν είναι λόγια, υποσχέσεις και μπαλκόνια. Έτσι που μας την έμαθε ο Ιησούς είναι........
...ένας άστεγος λιγώτερο στο γρασίδι που καίει τα μεσημέρια,
....ένας άστεγος που δεν μένει σε πλοίο,
......κουβέρτες που δεν απλώνονται τις νύχτες παρά σε κρεβάτια,
...........νοικοκυριά που δεν στήνονται στις αλάνες,
...............................................
...............................................
...............................................
...............................................
...............................................
....ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΔΙΠΛΩΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΒΡΑΔΥΝΕΣ ΚΟΥΒΕΡΤΕΣ ΣΕ ΕΝΑ  ΚΑΦΑΣΙ, ΕΝΩ ΕΣΥ ΚΟΙΜΑΣΑΙ ΗΣΥΧΟΣ!
πηγή

Ὁ Οἰκουμενισμός




Πρόλογος



Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της καθολικὴ καὶ ἀσφαλῶς οἰκουμενικὴ (παγκόσμια). Ἔχει ἀνοιχτὴ τὴν ἀγκαλιὰ της σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, κάθε φυλῆς καὶ ἐποχῆς, καὶ τοὺς καλεῖ νὰ ἔρθουν κοντά της. Ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ κεφαλή της, ἀπευθύνει διαχρονικὰ στὸν κόσμο τὸ «δεῦτε πρὸς με πάντες», ἐνῶ παράλληλα στέλνει τοὺς μαθητές Του νὰ διδάξουν τὸ Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας «εἰς πάντα τὰ ἔθνη».

Αὐτὴ τὴ συστατικὴ καὶ φυσικὴ ἰδιότητα τῆς Ἐκκλησίας, τὴν οἰκουμενικότητα – παγκοσμιότητα, τὴ διεκδικοῦν σήμερα δύο κινήματα, ποὺ ἐκφράζουν τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς: ὁ Οἰκουμενισμὸς καὶ ἡ Παγκοσμιοποίηση.

Ἡ Παγκοσμιοποίηση προωθεῖται ἀπὸ ἰσχυρὲς πολιτικοοικονομικὲς δυνάμεις καὶ προβάλλει τὸ μοντέλο μιᾶς ἑνοποιημένης ἀνθρωπότητος, ἐνῶ ὁ Οἰκουμενισμὸς δραστηριοποιεῖται στὸν θρησκευτικὸ χῶρο, ἐπιδιώκοντας τὴν ἐκπλήρωση τοῦ ὁράματος ἑνὸς ἑνωμένου Χριστιανισμοῦ καὶ στοχεύοντας τελικὰ σὲ μιά οἰκουμενικὴ θρησκεία, μιά Πανθρησκεία.

Στὸ τεῦχος τοῦτο ἐπιχειροῦμε νὰ σκιαγραφήσουμε τὸ κίνημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ – στὸ ὁποῖο συμμετέχει καὶ ἡ Ὀρθοδοξία -, ἐπειδὴ αὐτὸ παραμένει ἄγνωστο στὸ εὐρύτερο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἐπειδὴ οἱ ἐξελίξεις στοὺς κόλπους του προκαλοῦν ἀνησυχία καὶ προβληματισμό.

Ἴσως ν’ ἀκούγεται περίεργα, ἀλλὰ εἶναι γεγονὸς ὅτι σήμερα ὁ Οἰκουμενισμὸς ἀπειλεῖ τὴν οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας μας, γιατί διολισθαίνει ὅλο καὶ περισσότερο σὲ συμβιβαστικὲς – συγκρητιστικὲς τακτικές, ποὺ ἀναιροῦν θεμελιώδεις ἀρχὲς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Καί, ἂς μὴν τὸ λησμονοῦμε, ἡ ὀρθὴ πίστη εἶναι ἡ πρώτη καὶ κύρια προϋπόθεση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, σύμφωνα μὲ τὴ θεόπνευστη ἁγιοπατερικὴ ἀπόφανση: «Ὅστις βούλεται σωθῆναι, πρὸ πάντων χρῆ αὐτῶ τὴν καθολικὴν κρατῆσαι πίστιν, ἥν εἰ μὴ τὶς σώαν καὶ ἄμωμον τηρήσειεν, ἄνευ δισταγμοῦ, εἰς τὸν αἰώνα ἀπολεῖται» (Σύμβολον τῆς Πίστεως ἁγίου Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας).

Ἔτσι, λοιπόν, ἂν τὸ σωτήριο μήνυμα τῆς Ὀρθοδοξίας μας χαθεῖ ἀνάμεσα στὰ πλάνα μηνύματα τῶν ἑτεροδόξων καὶ τῶν ἀλλοθρήσκων, γιὰ χάρη ἑνὸς οὐτοπικοῦ οἰκουμενιστικοῦ ὁράματος, τότε θὰ χαθεῖ καὶ ἡ ἐλπίδα τοῦ κόσμου.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο.


Τί εἶναι ὁ Οἰκουμενισμὸς


Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι μία κίνηση, ποὺ διακηρύσσει ὅτι ἔχει ὡς σκοπὸ τὴν ἑνότητα τοῦ διαιρεμένου χριστιανικοῦ κόσμου (Ὀρθοδόξων, Παπικῶν, Προτεσταντῶν, κ.α.). Ἡ ἰδέα τῆς ἑνότητος συγκινεῖ κάθε εὐαίσθητη χριστιανικὴ ψυχὴ καὶ ἀνταποκρίνεται στοὺς μύχιους πόθους της. Τὴν ἰδέα αὐτὴ οἰκειοποιεῖται καὶ ὁ Οἰκουμενισμός. Ἀλλὰ τὸ ἑνωτικό του ὅραμα, ὅραμα κατεξοχὴν πνευματικό, τὸ στηρίζει κυρίως πάνω στὶς ἀνθρώπινες προσπάθειες καὶ ὄχι στὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μόνο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ, ὅταν συναντήσει τὴν ἀνθρώπινη μετάνοια καὶ ταπείνωση, νὰ κάνει αὐτὸ τὸ ὅραμα πραγματικότητα.

Ἡ ποθητὴ ἑνότητα, ἂν καὶ ὅταν συμβεῖ, δὲν θὰ εἶναι παρὰ ἕνα θαῦμα τοῦ Θεοῦ.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο.


Πότε ἐμφανίσθηκε



Οἱ ρίζες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πρέπει ν’ ἀναζητηθοῦν στὸν προτεσταντικὸ χῶρο, στὰ μέσα τοῦ 19ου αἰ. Τότε κάποιες χριστιανικὲς Ὁμολογίες, βλέποντας τὸν κόσμο νὰ φεύγει ἀπὸ κοντὰ τους λόγῳ τῆς αὐξανόμενης θρησκευτικῆς ἀδιαφορίας καὶ τῶν ὀργανωμένων ἀντιθρησκευτικῶν κινημάτων, ἀναγκάστηκαν σὲ μία συσπείρωση καὶ συνεργασία.

Αὐτὴ ἡ ἑνωτικὴ δραστηριότητά τους ἔλαβε ὀργανωμένη πλέον μορφή, ὡς Οἰκουμενικὴ Κίνηση, τὸν 20ο αἰ.. καὶ κυρίως τὸ 1948, μὲ τὴν ἵδρυση στὸ Ἄμστερνταμ τῆς Ὀλλανδίας τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.), πού ἑδρεύει στὴ Γενεύη.

Θὰ πρέπει, βέβαια, νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὸ Π.Σ.Ε. δὲν θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ πάρει ‘’οἰκουμενικὸ’’ χαρακτήρα, ἀλλὰ θὰ παρέμενε ἁπλὰ μία ἐνδοπροτεσταντικὴ ὑπόθεση, ἂν δὲν συμμετεῖχαν καὶ κάποιες τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἀρνήθηκαν νὰ συμμετάσχουν. Ἀργότερα ὅμως, χωρὶς νὰ ἐνταχθοῦν στὸ Π.Σ.Ε., μπῆκαν κι αὐτοὶ στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση. Μὲ σχετικὸ διάταγμα τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου (1964), ἐγκαινίασαν ἕναν δικό τους Οἰκουμενισμὸ ποὺ στοχεύει στὴν ἕνωση ὅλων τῶν Χριστιανῶν κάτω ἀπὸ τὴν παπικὴ ἐξουσία.





ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο.

Ἡ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων στὴν Οἰκουμενικὴ κίνηση


Πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι σημαντικὴ ὤθηση στὴ δημιουργία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἔδωσε καὶ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως• ἰδιαίτερα μάλιστα μὲ τὸ Διάγγελμα τοῦ 1920, πού, ὅπως ἀποδείχθηκε, ἀποτέλεσε τὴ βάση καὶ τὸν ‘’Καταστατικὸ Χάρτη’’ τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση.

Τὸ Διάγγελμα αὐτὸ ἦταν κάτι τὸ πρωτόγνωρο στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ γιὰ πρώτη φορὰ ἐπίσημο ὀρθόδοξο κείμενο χαρακτήριζε ὅλες τὶς ἑτερόδοξες Κοινότητες τῆς Δύσεως ‘’Ἐκκλησίες’’, ὡς «συγγενεῖς καὶ οἰκείας ἐν Χριστῷ καὶ συγκληρονόμους καὶ συσσώμους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ». Ἔτσι ἀνέτρεπε τὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία. Καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀναφερθοῦμε σὲ παλαιότερες ἐποχές, φτάνει νὰ θυμηθοῦμε ὅτι λίγα χρόνια νωρίτερα (1895) τὸ ἴδιο Πατριαρχεῖο, σὲ ἐγκύκλιό του τοποθετοῦσε τὸν Παπισμὸ ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ εἰσήγαγε «αἱρετικᾶς διδασκαλίας καὶ καινοτομίας». Γι’ αὐτὸ καὶ καλοῦσε τοὺς Δυτικοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἐπιστρέψουν στοὺς κόλπους τῆς μίας Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Τὸ Διάγγελμα τοῦ 1920 ἔχοντας ὡς πρότυπο τὴ διακρατικὴ «Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν», πρότεινε τὴ σύμπηξη μιᾶς «συνάφειας καὶ κοινωνίας μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν», μὲ κυριότερους στόχους α) τὴν ἐπανεξέταση τῶν δογματικῶν διαφορῶν μὲ συμβιβαστικὴ διάθεση, β) τὴν παραδοχὴ ἑνιαίου ἡμερολογίου (ἡ μερικὴ ἐφαρμογὴ τοῦ ὁποίου ἐπέφερε, δυστυχῶς, ἐνδοορθόδοξο ἐορτολογικὸ διχασμό), καὶ γ) τὴ συγκρότηση παγχριστιανικῶν συνεδρίων.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ὅλες σχεδὸν οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ζήτησαν σταδιακὰ νὰ γίνουν, καὶ ἔγιναν, δεκτὲς ὡς μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. Μερικές, ὡστόσο, ἀναγκάστηκαν ἀργότερα ν’ ἀναδιπλωθοῦν καὶ ν’ ἀποχωρήσουν, καθὼς ἀφενὸς παρακολουθοῦσαν μὲ ἀπογοήτευση τὸν ἐκφυλισμό του καὶ ἀφετέρου πιέζονταν ἀπὸ τὶς ἔντονες ἀντιοικουμενιστικὲς ἀντιδράσεις τοῦ ποιμνίου τους. Εὔλογο πρόβαλλε τὸ ἐρώτημα: Πῶς, ἄραγε, μπορεῖ ἡ Ὀρθοδοξία νὰ εἶναι ἐνταγμένη ὡς «μέλος» σὲ «κάτι», τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ἴδια εἶναι τὸ «ὅλον», τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καὶ πού καλεῖ ὅλους νὰ γίνουν μέλη Του;

Ἡ παρουσία, ἄλλωστε, τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὶς Συνελεύσεις τοῦ Π.Σ.Ε., λόγω τοῦ τρόπου συγκροτήσεως καὶ λειτουργίας του, ἦταν πάντα ἰσχνή, ἀτελέσφορη καὶ διακοσμητική. Οἱ ἀποφάσεις του διαμορφώνονταν ἀποκλειστικὰ ἀπὸ τὴν ποσοτικὴ ὑπεροχὴ τῶν προτεσταντικῶν ψήφων. Βέβαια, μέχρι τὸ 1961, οἱ Ὀρθόδοξοι στὶς Γενικὲς Συνελεύσεις κατέθεταν ἰδιαίτερες δηλώσεις – μερικὲς ἀποτελοῦν μνημειώδη ὁμολογιακὰ κείμενα – ὡς ἐκπρόσωποι τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.

Ὅσον ἀφορᾶ στὸ οἰκουμενιστικὸ ἄνοιγμα τοῦ Βατικανοῦ, ἡ ἀνταπόκριση τῆς Ὀρθοδοξίας ὑπῆρξε θετική, μὲ κύριο ἐκφραστὴ της τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα. Ὁ Πατριάρχης συναντήθηκε μὲ τὸν πάπα Παῦλο ΣΤ’ στὰ Ἱεροσόλυμα (1964), προχώρησε μαζί του στὴν ἀμοιβαία ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τοῦ Σχίσματος τοῦ 1054 καὶ ὑποστήριξε τὸ «διάλογο τῆς ἀγάπης», προωθώντας ἔτσι τοὺς στόχους τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου.



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο.

Τὰ θεωρητικὰ ἀνοίγματα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ

Ὁ Οἰκουμενισμός, γιὰ νὰ ὑλοποιήσει τοὺς στόχους του, ἀναγκάζεται νὰ παραθεωρήσει ἤ καὶ ν’ ἀναθεωρήσει ὁρισμένες βασικὲς ἀρχὲς τῆς Ὀρθοδοξίας.

Προβάλλει τὴν ἀντίληψη τῆς «Διευρυμένης Ἐκκλησίας», σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καὶ περιλαμβάνει τοὺς Χριστιανοὺς κάθε Ὁμολογίας, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ δέχτηκαν τὸ βάπτισμα. Ἔτσι ὅλες οἱ χριστιανικὲς Ὁμολογίες εἶναι μεταξύ τους «Ἀδελφὲς Ἐκκλησίες».

Μέσα στὸ ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καὶ ἡ ἰδέα τῆς «Παγκόσμιας ὁρατῆς Ἐκκλησίας»: Ἡ Ἐκκλησία ποὺ ὑφίσταται τάχα «ἀόρατα» καὶ ἀπαρτίζεται ἀπ’ ὅλους τούς Χριστιανούς, θὰ φανερωθεῖ καὶ στὴν ὁρατή της διάσταση μὲ τὶς κοινὲς ἑνωτικὲς προσπάθειες.

Τὶς ἀντιλήψεις αὐτὲς ἐπηρέασε καὶ ἡ προτεσταντικὴ θεωρία τῶν κλάδων, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα «δένδρο» μὲ «κλαδιὰ» ὅλες τὶς χριστιανικὲς Ὁμολογίες, καθεμιὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες κατέχει ἕνα μόνο μέρος τῆς ἀλήθειας.

Ἂς προστεθεῖ ἐπίσης καὶ ἡ θεωρία τῶν «δύο πνευμόνων», ποὺ ἀναπτύχθηκε μεταξὺ ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν καὶ Παπικῶν. Σύμφωνα μ’ αὐτὴν Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμὸς εἶναι οἱ δύο πνεύμονες, μὲ τοὺς ὁποίους ἀναπνέει ἡ Ἐκκλησία. Γιὰ ν’ ἀρχίσει τάχα ν’ ἀναπνέει ὀρθὰ καὶ πάλι, θὰ πρέπει οἱ δύο πνεύμονες νὰ συγχρονίσουν τὴν ἀναπνοή τους.

Τέλος, στὶς μεθόδους, ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Οἰκουμενισμὸς γιὰ τὴν προσέγγιση τῶν Χριστιανῶν, περιλαμβάνεται καὶ ὁ δογματικὸς μινιμαλισμός. Πρόκειται γιὰ προσπάθεια νὰ συρρικνωθοῦν τὰ δόγματα στὰ πιὸ ἀναγκαῖα, σ’ ἕνα «μίνιμουμ» (=ἐλάχιστο), προκειμένου νὰ ὑπερπηδηθοῦν οἱ δογματικὲς διαφορὲς μεταξὺ τῶν Ὁμολογιῶν. Τὸ ἀποτέλεσμα ὅμως εἶναι ἡ παραθεώρηση τοῦ δόγματος, ὁ ὑποβιβασμὸς καὶ ἡ ἐλαχιστοποίηση τῆς σημασίας του. «Ἂς ἑνωθοῦν», λένε, «οἱ Χριστιανοί, καὶ τὰ δόγματα τὰ συζητοῦν ἀργότερα οἱ θεολόγοι!» Μὲ τὴ μέθοδο βέβαιά τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ εἶναι ἴσως εὔκολο νὰ ἑνωθοῦν οἱ Χριστιανοί. Οἱ τέτοιοι «Χριστιανοὶ» ὅμως μπορεῖ νὰ εἶναι Ὀρθόδοξοι, δηλαδὴ ἀληθινὰ Χριστιανοί;




ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο.
Ἡ Ὀρθόδοξη ἀντίληψη γιὰ τὴν Ἐκκλησία

Σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, Ἐκκλησία καὶ Ὀρθοδοξία ταυτίζονται. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁπωσδήποτε Ὀρθόδοξη καὶ ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας, ἄρα καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία. Γι’ αὐτὸ ποτὲ δὲν νοεῖται διαίρεση στὴν Ἐκκλησία. Μόνο χωρισμὸ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἔχουμε. Σὲ συγκεκριμένες δηλαδὴ ἱστορικὲς στιγμὲς οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ σχισματικοὶ ἀποκόπηκαν ἀπ’ αὐτήν, κι ἔτσι ἔπαψαν νὰ εἶναι μέλη της.

Ἡ Ἐκκλησία κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς ἀλήθειας, ὄχι μιᾶς ἀφηρημένης ἀλήθειας, ἀλλὰ ἑνὸς τρόπου ζωῆς ποὺ σώζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ θάνατο καὶ τὸν κάνει «κατὰ χάριν Θεό». Ἀντίθετα, ἡ αἵρεση ἀποτελεῖ ὁλικὴ ἤ μερικὴ ἄρνηση τῆς ἀλήθειας, ἕνα κομμάτιασμά της, ποὺ ἔτσι παίρνει τὸ χαρακτήρα καὶ τὴν παθολογία μιᾶς ἰδεολογίας. Χωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν τρόπο ὑπάρξεως ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὴν Ἐκκλησία Του καὶ τὸν θανατώνει πνευματικά.

Τὰ δόγματα ἐπίσης, τὰ ὁποῖα περικλείουν τὶς ὑπερβατικὲς ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας, δὲν εἶναι ἀφηρημένες ἔννοιες καὶ διανοητικὲς συλλήψεις, οὔτε, πολὺ περισσότερο, μεσαιωνικὸς σκοταδισμὸς ἤ θεολογικὸς σχολαστικισμός. Ἐκφράζουν τὴν ἐμπειρία καὶ τὸ βίωμα τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό, ὅταν ὑπάρχει διαφορὰ στὰ δόγματα, ὑπάρχει ὁπωσδήποτε καὶ διαφορὰ στὸν τρόπο ζωῆς. Κι ὅποιος ὑποτιμᾶ τὴν ἀκρίβεια τῆς πίστεως, δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει τὴν πληρότητα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.

Ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ δεχθεῖ ὅλα ὅσα ἀποκάλυψε ὁ Χριστός. Ὄχι ἕνα «μίνιμουμ», ἀλλὰ τὸ σύνολο. Γιατί στὴν ὁλότητα καὶ τὴν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως διασώζονται ἡ καθολικότητα καὶ ἡ ὀρθοδοξία τῆς Ἐκκλησίας.

Ἔτσι ἐξηγοῦνται οἱ μέχρις αἵματος ἀγῶνες τῶν ἁγίων Πατέρων γιὰ τὴ διαφύλαξη τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ ἡ μέριμνά τους γιὰ τὴν διατύπωση, μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῶν «ὅρων» τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Οἱ «ὅροι» αὐτοὶ δὲν σημαίνουν τίποτε ἄλλο παρὰ τὰ ὅρια, τὰ σύνορα τῆς ἀλήθειας, γιὰ νὰ μποροῦν οἱ πιστοὶ νὰ διακρίνουν τὴν Ἐκκλησία, ὡς Ὀρθοδοξία, ἀπὸ τὴν αἵρεση.

Οἱ ἑτερόδοξοι, μὲ τὸ νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πληρότητα τῆς ἀλήθειας, χωρίστηκαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι αἱρετικοί. Ἑπομένως στεροῦνται τὴν ἁγιαστικὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ τὰ «Μυστήριά» τους εἶναι ἄκυρα. Τὸ βάπτισμα λοιπόν, ποὺ τελοῦν, δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς εἰσαγάγει στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.

«Τοὺς γὰρ παρὰ τῶν αἱρετικῶν βαπτισθέντας ἤ χειροτονηθέντας οὔτε πιστοὺς οὔτε κληρικοὺς εἶναι δυνατόν», μᾶς λέει ὁ ΞΗ’ κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης συμπληρώνει: «Ὅλων τῶν αἱρετικῶν τὸ βάπτισμα εἶναι ἀσεβὲς καὶ βλάσφημον καὶ οὐδεμία κοινωνίαν ἔχει πρὸς τὸ τῶν Ὀρθοδόξων».


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο.
Τί μᾶς λένε οἱ Ὀρθόδοξοι Οἰκουμενιστές;

Ὀρθόδοξος ἱεράρχης διακήρυσσε ὅτι «τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπενεργεῖ σὲ κάθε χριστιανικὸ βάπτισμα» καὶ ὅτι ὁ ἀναβαπτισμὸς τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ἐμπνέεται ἀπὸ «στενοκεφαλιά, φανατισμὸ καὶ μισαλλοδοξία… Εἶναι μία ἀδικία κατὰ τοῦ χριστιανικοῦ Βαπτίσματος καὶ πραγματικὰ μία βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»[i]!

Ἄλλος ἱεράρχης δήλωσε ἀπευθυνόμενος σὲ ἑτεροδόξους: «Εἴμεθα ὅλοι μέλη Χριστοῦ, ἕνα καὶ μοναδικὸ σῶμα, μία καὶ μοναδικὴ «καινὴ κτίσις»• ἒφ’ ὅσον τὸ κοινό μας βάπτισμα μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὸ θάνατο»[ii].

Ἡ οἰκουμενιστικὴ ἐκκλησιολογία ἐκφράστηκε ἀπὸ ἐπίσημα ὀρθόδοξα χείλη καὶ ὡς ἑξῆς: «Ὀφείλομεν νὰ εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ ἀναζητήσωμεν καὶ νὰ ἀναγνωρίσωμεν τὴν παρουσίαν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐκτὸς τῶν ἰδικῶν μας κανονικῶν ὁρίων, πρὸς τὰ ὁποῖα ταυτίζομεν τὴν μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν»[iii].

Ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ τολμηρότεροι, ποὺ ὁραματίζονται τὴν «ἐπανίδρυση» τῆς Ἐκκλησίας διὰ μέσου τῆς ἑνώσεως ὅλων τῶν Χριστιανῶν: Ὀρθόδοξος ἱεράρχης διατείνεται ὅτι «ἔχουμε ἀνάγκη ἑνὸς νέου Χριστιανισμοῦ, ποὺ θὰ βασίζεται ἐξ ὁλοκλήρου σὲ νέες ἀντιλήψεις καὶ ὅρους. Δὲν μποροῦμε νὰ διδάξουμε τὸ εἶδος τῆς θρησκείας ποὺ παραλάβαμε στὶς ἐρχόμενες γενιὲς»[iv].



[i] Περιοδ. «Illuminator», καλοκαίρι 1995, Pittsburgh, USA.

[ii] Περιοδ. «Ἐπίσκεψις», ἀριθ. 370, σ. 9, Γενεύη 1987.

[iii] Περιοδ. «Ἐπίσκεψις», ἀριθ. 260, σ. 13-14, Γενεύη 1981.

[iv] Ἐφημ. Ἀθηνῶν «Ἑστία», 5-10-1967.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο.
Οἱ διάλογοι

Ὁ Οἰκουμενισμός, γιὰ νὰ προωθήσει τὰ σχέδιά του, χρησιμοποιεῖ πολλὰ μέσα. Τὸ βασικότερο εἶναι οἱ διάλογοι.

Κανεὶς δὲν ἀγνοεῖ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπὸ τὴ φύση της εἶναι ἀνοιχτὴ στὸ διάλογο. Ὁ Θεὸς πάντοτε διαλέγεται μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀρνήθηκαν ποτὲ τὴ διαλεκτικὴ ἐπικοινωνία τους μὲ τὸν κόσμο.

Οἱ Ἅγιοι, ἔχοντας αὐτοσυνειδησία τῆς κοινωνίας τους μὲ τὸ Θεό, προσπαθοῦσαν μὲ τὸ διάλογο νὰ μεταδώσουν τὴν ἐμπειρία τῆς ἀλήθειας ποὺ βίωναν. Γι’ αὐτοὺς ἡ ἀλήθεια δὲν ἦταν ἀντικείμενο ἔρευνας. Δὲν τὴν ἀναζητοῦσαν, δὲν τὴν διαπραγματεύονταν• ἁπλὰ τὴν πρόσφεραν. Ἂν ὁ διάλογος δὲν ὁδηγοῦσε τοὺς ἑτεροδόξους στὴν ἀπόρριψη τῆς πλάνης τους καὶ στὴν ἀποδοχὴ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, δὲν τὸν συνέχιζαν.

Δύο χρόνια διαλεγόταν ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς μὲ τοὺς Παπικοὺς στὴ Σύνοδο Φερράρας Φλωρεντίας (1438-1439). Βλέποντας ὅμως τὴν ὑπεροψία, τὴν ἀδιαλλαξία καὶ τὴν ἐμμονή τους στὴν πλάνη, διέκοψε κάθε σχέση μαζί τους, προτρέποντας μάλιστα τοὺς ὀρθόδοξους πιστούς: «Ν’ ἀποφεύγετε τοὺς «Παπικούς, ὅπως ἀποφεύγει κανεὶς τὸ φίδι».

Θεολογικὸ διάλογο εἶχε ἀρχίσει καὶ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἱερεμίας Β’ ὁ Τρανὸς μὲ τοὺς προτεστάντες θεολόγους τῆς Τυβίγγης (1579). Ὅταν διαπίστωσε ὅμως ὅτι ὁ διάλογος δὲν ἀπέφερε κανέναν καρπό, τὸν διέκοψε. «Σᾶς παρακαλοῦμε», τοὺς ἔγραφε, «μὴ μᾶς κουράζετε ἄλλο… Ἂς πορευθεῖτε τὸν δικό σας δρόμο. Ἂν θέλετε, μπορεῖτε νὰ μᾶς γράφετε, ἀλλὰ ὄχι πλέον γιὰ δόγματα πίστεως».


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο.
Οἱ διάλογοι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ

Οἱ σύγχρονοι οἰκουμενιστικοὶ διάλογοι διαφέρουν ριζικὰ ἀπὸ τοὺς διαλόγους τῶν Ἁγίων, γιατί διεξάγονται μὲ βάση τὶς ἀρχὲς τῆς διευρυμένης Ἐκκλησίας καὶ τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνορθόδοξοι καὶ ἄκαρποι. Ἀπόδειξη, ὅτι στὰ ἑκατὸ σχεδὸν χρόνια της διεξαγωγῆς τους δὲν ἔχουν προσφέρει τίποτε τὸ ἀξιόλογο στὴν ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ἀντίθετα μάλιστα, κατάφεραν νὰ διχάσουν τοὺς Ὀρθοδόξους!

Τὰ κυριότερα σημεῖα τῆς παθολογίας τῶν σημερινῶν διαλόγων εἶναι τὰ ἑξῆς:

Α’. Ἔ λ λ ε ι ψ η  ὀ ρ θ ό δ ο ξ η ς  ὁ μ ο λ ο γ ί α ς.
Στοὺς διαλόγους ὁρισμένοι Ὀρθόδοξοι δὲν ἐκφράζουν τὴν ἀκράδαντη πεποίθηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὅτι αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴ μία καὶ μοναδικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πάνω στὴ γῆ. Δὲν προβάλλουν, ἐπίσης, τὴν ἁγιασμένη παράδοση καὶ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ διαφέρουν ἀπὸ τὶς παραδόσεις καὶ τὶς ἐμπειρίες τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ. Μόνο μία τέτοια ὁμολογιακὴ στάση θὰ μποροῦσε νὰ καταξιώσει καὶ νὰ κάνει γόνιμη τὴν ὀρθόδοξη παρουσία στοὺς διαλόγους.

B’. Ἔ λ λ ε ι ψ η  ε ἰ λ ι κ ρ ί ν ε ι α ς.
Τὸ ἔλλειμα τῆς ὀρθόδοξης μαρτυρίας, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀποδεδειγμένη ἀνειλικρίνεια τῶν ἑτεροδόξων, δυσχεραίνει περισσότερο τὸν διαχριστιανικὸ διάλογο καὶ τὸν καθιστᾶ ἀναποτελεσματικό. Γι’ αὐτὸ καὶ πολλὲς φορὲς εἴτε παρατηροῦνται ἀμοιβαῖες ἐπιφανειακὲς ὑποχωρήσεις εἴτε χρησιμοποιεῖται διφορούμενη γλώσσα καὶ ὁρολογία, προκειμένου νὰ συγκαλύπτονται οἱ διαφορές.

Ἂν πρῶτα-πρῶτα οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ἦταν εἰλικρινεῖς, θὰ ἔπρεπε νὰ δηλώσουν μὲ σαφήνεια στοὺς οἰκουμενιστικοὺς κύκλους αὐτὸ ποὺ τονίζουν στοὺς δικούς τους πιστούς• τὴν ἀδιάλλακτη δηλαδὴ προσήλωσή τους στὸ παπικὸ πρωτεῖο καὶ ἀλάθητο. Ἔτσι, βέβαια, θὰ φαινόταν ξεκάθαρα καὶ τὸ πῶς ὁραματίζονται τὴν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν: ὄχι ὡς ἑνότητα πίστεως ἀλλὰ ὡς ὑποταγὴ ὅλων κάτω ἀπὸ τὴν παπικὴ ἐξουσία. Ἐπιπλέον θὰ ἐπιβεβαιωνόταν ἡ διαπίστωση ὅτι ὁ παπικὸς θεσμὸς ἀφενὸς ἀποτελεῖ τὴν τραγικότερη ἀλλοίωση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀφετέρου χρησιμοποιεῖ τοὺς διαλόγους γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση καὶ μόνο τῆς ἐπεκτατικῆς του πολιτικῆς.

Κύρια ἔκφραση τῆς ἀνειλικρίνειας τῶν Παπικῶν ἀποτελεῖ ἡ διατήρηση καὶ ἡ ἐνίσχυση τῆς Οὐνίας[1]. Πρόκειται γιὰ ἕναν ὕπουλο θεσμό, τὸν ὁποῖο ὁ Παπισμὸς χρησιμοποίησε καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ χρησιμοποιεῖ ὡς ἑνωτικὸ μοντέλο, παρ’ ὅλες τὶς ἔντονες διαμαρτυρίες τῶν Ὀρθοδόξων καὶ παρὰ τὸ ὅτι αὐτὸς σήμερα ἀποτελεῖ τὸ βασικότερο ἐμπόδιο στοὺς διμερεῖς διαλόγους.

Ἂν πάλι οἱ ποικιλώνυμοι Διαμαρτυρόμενοι ἦταν εἰλικρινεῖς, θὰ ἔπρεπε νὰ δηλώσουν μὲ εὐθύτητα ὅτι δὲν εἶναι καθόλου διατεθειμένοι νὰ ὑποχωρήσουν ἀπὸ τὶς βασικὲς προτεσταντικές τους ἀρχὲς καὶ ὅτι ἄλλες, τελικά, εἶναι οἱ αἰτίες ποὺ τοὺς ἀναγκάζουν νὰ ἔρχονται σὲ διάλογο. Αὐτό, ἄλλωστε, φανερώνει καὶ ὁ κατήφορος ποὺ ἔχουν πάρει οἱ «Ἐκκλησίες» τους (ἱερωσύνη γυναικῶν, γάμοι ὁμοφυλοφίλων κ.ἄ.).

Γ’. ᾽Υπ ε ρ τ ο ν ι σ μ ό ς  τ ῆ ς  ἀ γ ά π η ς.
Ἐπειδὴ ἡ ἀνειλικρίνεια καὶ οἱ ἰδιοτελεῖς σκοπιμότητες δηλητηρίασαν τοὺς διαλόγους, ποὺ κατάντησαν σὲ ἀτέρμονες καὶ ἄκαρπες θεολογικὲς συζητήσεις, ἐπιχειρήθηκε μία στροφή. Οἱ διάλογοι τώρα ὀνομάστηκαν «διάλογοι ἀγάπης» τόσο γιὰ λόγους ἐντυπώσεων ὅσο καὶ γιὰ νὰ παρακαμφθεῖ ὁ σκόπελος τῶν δογματικῶν διενέξεων. «Ἡ ἀγάπη προέχει», τονίζουν. «Ἡ ἀγάπη ἐπιβάλλει νὰ ἑνωθοῦμε, ἔστω κι ἂν ὑπάρχουν δογματικὲς διαφορές».

Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ πρακτικὴ στοὺς σημερινοὺς διαλόγους εἶναι νὰ μὴ συζητοῦνται αὐτὰ ποὺ χωρίζουν, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ ἑνώνουν, ὥστε νὰ δημιουργεῖται μία ψευδαίσθηση ἑνότητος καὶ κοινῆς πίστεως. Στὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους ὅμως οἱ Πατέρες συζητοῦσαν πάντοτε αὐτὰ ποὺ χώριζαν. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ σήμερα σὲ ὁποιονδήποτε διάλογο μεταξὺ πλευρῶν ποὺ ἔχουν διαφορές: Συζητοῦνται αὐτὰ ποὺ χωρίζουν – γι’ αὐτὸ ἐξάλλου γίνεται ὁ διάλογος – καὶ ὄχι αὐτὰ ποὺ ἑνώνουν.

Γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους ἡ Ἀγάπη καὶ ἡ Ἀλήθεια εἶναι ἔννοιες ἀδιάσπαστες. Διάλογος ἀγάπης χωρὶς τὴν ἀλήθεια εἶναι ψεύτικος καὶ ἀφύσικος διάλογος. Ἐνῶ διάλογος ἀγάπης «ἐν ἀληθεία» σημαίνει: Διαλέγομαι μὲ τοὺς ἑτεροδόξους ἀπὸ ἀγάπη, γιὰ νὰ τοὺς ἐπισημάνω ποὺ βρίσκονται τὰ λάθη τους καὶ πῶς θὰ ὁδηγηθοῦν στὴν ἀλήθεια. Ἐὰν πραγματικά τούς ἀγαπῶ, πρέπει νὰ τοὺς πῶ τὴν ἀλήθεια, ὅσο κι ἂν αὐτὸ εἶναι δύσκολο ἤ ὀδυνηρό.

Δ’. Ἄ μ β λ υ ν σ η  ὀ ρ θ ο δ ό ξ ω ν  κ ρ ι τ η ρ ί ω ν.
Στὴν παθολογία τῶν διαλόγων ἀνήκει καὶ ἡ ἄμβλυνση τῶν ὀρθοδόξων θεολογικῶν κριτηρίων, ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν καλλιέργεια μίας «οἰκουμενικῆς ἁβροφροσύνης», προσωπικῶν σχέσεων καὶ φιλίας ἀνάμεσα στοὺς ἑτερόδοξους θεολόγους. Ἡ πίστη θεωρεῖται ὄχι ἡ ἀλήθεια, ποὺ σώζει, ἀλλὰ ἕνα σύνολο θεωρητικῶν ἀληθειῶν, ποὺ ἐπιδέχονται συμβιβασμούς.

Ἰσχυρίζονται οἱ ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές: «Διάλογο κάνουμε, δὲν ἀλλάζουμε τὴν πίστη μας!». Καὶ ἀσφαλῶς ὁ διάλογος ὡς «ἀγαπητικὴ ἔξοδος» πρὸς τὸν ἄλλον, εἶναι θεάρεστος. Ὁ οἰκουμενιστικὸς ὅμως διάλογος, ὅπως διεξάγεται σήμερα, δὲν εἶναι συνάντηση στὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ εἶναι «ἀμοιβαία ἀναγνώριση». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀναγνωρίζουμε τὶς ἑτερόδοξες Κοινότητες ὡς Ἐκκλησίες, ὅτι ἀποδεχόμαστε πὼς οἱ δογματικὲς διαφορὲς τοὺς ἀποτελοῦν «νόμιμες ἐκφράσεις» τῆς ἴδιας πίστεως. Ἔτσι ὅμως πέφτουμε στὴν παγίδα τοῦ δογματικοῦ συγκρητισμοῦ: Τοποθετοῦμε στὸ ἴδιο ἐπίπεδο τὴν ἀλήθεια μὲ τὴν πλάνη, ἐξισώνουμε τὸ φῶς μὲ τὸ σκοτάδι.

E’. Σ υ μ π ρ ο σ ε υ χ έ ς
Οἱ ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές, μὲ τὴν ἄμβλυνση τῶν θεολογικῶν τους κριτηρίων, εἶναι πολὺ φυσικὸ νὰ συμμετέχουν χωρὶς ἀναστολὲς σὲ κοινὲς μὲ τοὺς ἑτεροδόξους λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις καὶ συμπροσευχές, ποὺ πραγματοποιοῦνται συχνὰ στὰ πλαίσια τῶν διαχριστιανικῶν συναντήσεων. Γνωρίζουν ὅτι μὲ τὸν οἰκουμενιστικὸ αὐτὸ συμπνευματισμὸ δημιουργεῖται τὸ κατάλληλο ψυχολογικὸ κλίμα, ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ τὴν προώθηση τῆς ἑνωτικῆς προσπάθειας.

Οἱ ἱεροὶ Κανόνες ὅμως τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπαγορεύουν αὐστηρὰ τὶς συμπροσευχὲς μὲ τοὺς ἑτεροδόξους. Γιατί οἱ ἑτερόδοξοι δὲν ἔχουν τὴν ἴδια πίστη μ’ ἐμᾶς. Πιστεύουν σ’ ἕναν διαφορετικό, διαστρεβλωμένο Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τούς ἀποκαλεῖ ἀπίστους: «Ὁ μὴ κατὰ τὴν παράδοσιν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας πιστεύων ἄπιστος ἐστιν».

Ἡ συμπροσευχὴ λοιπὸν ἀπαγορεύεται, ἐπειδὴ δηλώνει συμμετοχὴ στὴν πίστη τοῦ συμπροσευχομένου καὶ δίνει σ’ αὐτὸν τὴν ψευδαίσθηση ὅτι δὲν βρίσκεται στὴν πλάνη, ὅποτε δὲν χρειάζεται νὰ ἐπιστρέψει στὴν ἀλήθεια.

ΣΤ΄ . Δ ι α κ ο ι ν ω ν ί α  (I n t e r c o m m u n i o).
Ἂν οἱ ἱεροὶ Κανόνες ἀπαγορεύουν τὶς συμπροσευχὲς μὲ τοὺς αἱρετικούς, πολὺ περισσότερο ἀποκλείουν τὴ συμμετοχή μας στὰ «Μυστήρια» τους. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν φανήκαμε συνεπεῖς.

Η Β’ Βατικανὴ Σύνοδος, μέσα στὰ πλαίσια τοῦ οἰκουμενιστικοῦ «ἀνοίγματος» ποὺ ἔκανε, πρότεινε τὴ Διακοινωνία μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους: Παπικοὶ θὰ μποροῦν νὰ κοινωνοῦν σὲ ὀρθοδόξους ναοὺς καὶ Ὀρθόδοξοι σὲ παπικούς. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τόσο οἱ Παπικοὶ ὅσο καὶ οἱ ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστὲς πιστεύουν ὅτι σταδιακὰ θὰ ἐπέλθει de facto ἡ ἕνωση Παπισμοῦ καὶ Ὀρθοδοξίας, παρ’ ὅλες τὶς δογματικές τους διαφορές.

Ἂν γιὰ τοὺς Παπικοὺς μία τέτοια θέση δικαιολογεῖται ἀπὸ τὴν ἀντίληψη ποὺ ἔχουν γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὰ Μυστήρια (κτιστὴ χάρη κ.λπ.), γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους εἶναι παράλογη καὶ ἀπαράδεκτη. Ἡ Ἐκκλησία μας ποτὲ δὲν θεώρησε τὴ θεία Εὐχαριστία ὡς μέσο γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς ἑνότητος, ἀλλὰ πάντοτε ὡς σφραγίδα καὶ ἐπιστέγασμά της.

Ἄλλωστε, τὸ κοινὸ Ποτήριο προϋποθέτει κοινὴ πίστη. Ἂν δηλαδὴ ἕνας Ὀρθόδοξος κοινωνεῖ σὲ παπικὸ ναό, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀποδέχεται καὶ τὴν παπικὴ πίστη.



[1] Ἡ Οὐνία εἶναι ἕνα θρησκευτικοπολιτικὸ σχῆμα ποὺ ἐπινοήθηκε ἀπὸ τὸν Παπισμό, γιὰ τὸν ἐκδυτικισμὸ τῶν Χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς. Ἐκμεταλλεύτηκε δύσκολες ἱστορικὲς συγκυρίες τῶν Χριστιανῶν αὐτῶν καὶ τοὺς ἀνάγκασε νὰ ὑποταχθοῦν στὴν παπικὴ ἐξουσία. Τοὺς ἐνθάρρυνε, ὡστόσο, νὰ μὴν ἀλλάξουν τὰ ἐκκλησιαστικά τους ἔθιμα (περιβολὴ κληρικῶν, λειτουργικὸ τυπικὸ κ.ἄ.), ὥστε νὰ δημιουργοῦν σύγχυση καὶ νὰ προωθοῦν τὴν παπικὴ προπαγάνδα.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο.


Συνεργασία σὲ πρακτικὰ θέματα

Ἄλλο μέσο γιὰ τὴν ἐπίτευξη τῶν σκοπῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀποτελεῖ ἡ διαχριστιανικὴ συνεργασία σὲ πρακτικοὺς τομεῖς. Οἱ οἰκουμενιστὲς διατείνονται ὅτι τὰ ποικίλα σύγχρονα προβλήματα (κοινωνικά, ἠθικά, περιβαλλοντικὰ κ.ἄ.) ὀφείλουν νὰ μᾶς ἑνώνουν.

Ἡ Ἐκκλησία, ἀσφαλῶς, ἔδειχνε καὶ δείχνει πάντα μεγάλη εὐαισθησία σ’ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα προβλήματα, ὡστόσο ἡ ἀπὸ κοινοῦ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἀντιμετώπισή τους παρουσιάζει τὰ ἑξῆς μειονεκτήματα:

α) Ἡ φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅταν συμφύρεται μὲ τὶς ἄλλες χριστιανικὲς φωνές, χάνει τὴ διαύγειά της καὶ ἀδυνατεῖ νὰ κοινοποιήσει στὸν σημερινὸ ἄνθρωπο τὸν δικό της μοναδικὸ τρόπο ζωῆς, ποὺ εἶναι θεανθρωποκεντρικός, σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἀνθρωποκεντρικὸ τρόπο ζωῆς τῶν ἑτεροδόξων.

β) Ἡ Ἐκκλησία ὑποκύπτει στὸν πειρασμὸ τῆς ἐκκοσμικεύσεως, χρησιμοποιώντας στὸ κοινωνικό της ἔργο κοσμικὲς πρακτικὲς τῶν ἄλλων Ὁμολογιῶν, σὲ βάρος τοῦ σωτηριολογικοῦ της μηνύματος. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἔχει ἀνάγκη ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, δὲν εἶναι βελτίωση τῆς ζωῆς του μέσῳ ἑνὸς ἐκκοσμικευμένου Χριστιανισμοῦ, ἔστω κι ἂν αὐτὸς μπορέσει νὰ ἐξαλείψει ὅλες τὶς κοινωνικὲς πληγές, ἀλλὰ ἡ ἀπελευθέρωσή του ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἡ θέωσή του μέσα στὸ ἀληθινὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

γ) 
Ὁ ὀρθόδοξος πιστός, βλέποντας τοὺς ἑτεροδόξους νὰ συνεργάζονται μὲ τοὺς ἐκκλησιαστικούς του ποιμένες, ἀποκομίζει τὴν ἐσφαλμένη ἐντύπωση ὅτι ἀνήκουν κι αὐτοὶ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, παρὰ τὶς δογματικὲς διαφορές.




ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο.
Ἀνταλλαγὴ ἐπισκέψεων

Τὰ τελευταία χρόνια ἡ οἰκουμενιστικὴ πολιτικὴ ἀσκεῖται καὶ μὲ τὶς ἀνταλλαγὲς ἐπισήμων ἐπισκέψεων μεταξὺ τῶν Ὁμολογιῶν, οἱ ὁποῖες πραγματοποιοῦνται ἀπὸ ὑψηλόβαθμους, κυρίως, κληρικούς. Αὐτὲς περιλαμβάνουν ἐγκωμιαστικὲς προσφωνήσεις, ἀσπασμούς, ἀνταλλαγὲς δώρων, κοινὰ γεύματα, συμπροσευχές, κοινὲς ἀνακοινώσεις καὶ ἄλλες χειρονομίες φιλοφροσύνης.

Εἰδικότερα, ἀπὸ τὸ 1969 ἔχει καθιερωθεῖ ἡ ἐτήσια ἀμοιβαία συμμετοχή, Ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, στὶς θρονικὲς ἑορτὲς Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως.

Οἱ συναντήσεις αὐτές, δυστυχῶς, δὲν εἶναι ἁπλὲς ἐθιμοτυπικὲς ἐπισκέψεις. Οἱ ἴδιοι, ἄλλωστε, οἱ οἰκουμενιστὲς ὁμολογοῦν ὅτι μὲ τοὺς κοινοὺς ἑορτασμοὺς βιώνεται ἕνα εἶδος ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, μὲ τὴν ἀμοιβαία ἀναγνώρισή τους.

Ὁ πιστὸς λαός μας ὅμως, ὅταν παρακολουθεῖ τὶς ἐπισκέψεις ἀπὸ τὰ ὀπτικοακουστικὰ μέσα ἐπικοινωνίας, δοκιμάζει δυσάρεστη ἔκπληξη• σκανδαλίζεται, πικραίνεται, ἀπορεῖ, ἀλλὰ καὶ προβληματίζεται, καθὼς μάλιστα ἄλλοτε ἀκούει τοὺς ποιμένες του νὰ μιλοῦν μὲ ὀρθοδοξότατη καὶ ἁγιοπατερικὴ γλώσσα, καὶ ἄλλοτε τοὺς βλέπει ἀνάμεσα στοὺς ἑτεροδόξους νὰ συμπεριφέρονται διπλωματικά. Ἕνας τέτοιος ὅμως συμβιβασμὸς στὸ χῶρο τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμα καὶ γιὰ τὴν ἱερώτερη σκοπιμότητα, δὲν θὰ πληρωθεῖ, ἄραγε, μὲ ἀκριβὸ καὶ ὀδυνηρὸ τίμημα;



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο.
Ἡ διαθρησκευτικὴ ἐξέλιξη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ

Ἡ βαθύτατη κρίση προσανατολισμοῦ, ποὺ ἐμφανίστηκε πολὺ νωρὶς στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση, τὴν ἀνάγκασε πρῶτα νὰ στραφεῖ στὴν ἀντιμετώπιση τῶν κοινωνικοπολιτικῶν προβλημάτων τῶν ἀνθρώπων, ἐγκαταλείποντας τὴ θεολογία ὡς δρόμο ἑνώσεως, καὶ ὕστερα νὰ πραγματοποιήσει ἕνα ἄνοιγμα πρὸς τὶς μὴ χριστιανικὲς θρησκεῖες. Παραδέχεται ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες ἀποτελοῦν διαφορετικοὺς δρόμους σωτηρίας, παράλληλους μὲ τὸ Χριστιανισμό, καὶ ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργεῖ καὶ σ’ αὐτές. Σύνθημά της ἔχει τὸ ἀξίωμα τῆς «Νέας Ἐποχῆς»: «Πίστευε ὅ,τι θέλεις, μόνο μὴ διεκδικεῖς τὴν ἀποκλειστικότητα τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ δρόμου τῆς σωτηρίας».

Συγκαλεῖ λοιπὸν διαθρησκειακὲς συναντήσεις, οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι ἁπλὰ ἐπιστημονικὰ συνέδρια, ὅπως διατείνονται οἱ διοργανωτές τους, ἀλλὰ συνάξεις ὁμολογίας τῆς ἑνότητος μὲ βάση τὴν πίστη στὸν ἕνα Θεό. Γι’ αὐτὸ συχνὰ περιλαμβάνουν καὶ κοινὲς λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις, στὶς ὁποῖες συμπροσεύχονται ὀρθόδοξοι, ἑτερόδοξοι καὶ ἀλλόθρησκοι. Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς ὅμως τῶν Ὀρθοδόξων, ὁ ἀληθινὸς καὶ αὐτοαποκαλυπτόμενος Θεός, δὲν εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν ὅποιο «Θεὸ» τῶν ἑτεροδόξων καὶ τῶν ἀλλοθρήσκων, μὲ κάποιον φανταστικὸ δηλαδὴ «Θεό», ποὺ δημιούργησε καὶ συντηρεῖ ἡ θρησκευτικὴ ἀνάγκη τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου.

Δυστυχῶς, τὸ διαθρησκειακὸ αὐτὸ ἄνοιγμα συμμερίζονται καὶ ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστὲς ἱεράρχες, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἐκφράζουν ἀπόψεις σὰν τὶς ἑπόμενες:

« Ἡ Οἰκουμενικὴ Κίνηση, ἂν καὶ ἔχει χριστιανικὴ προέλευση, πρέπει νὰ γίνει κίνηση ὅλων τῶν θρησκειῶν… Ὅλες οἱ θρησκεῖες ὑπηρετοῦν τὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνο ἕνας Θεός…»[1].

«Κατὰ βάθος, μία ἐκκλησία ἤ ἕνα τέμενος ἀποβλέπουν στὴν ἴδια πνευματικὴ καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου»[2].

«Τὸ Ἰσλάμ, στὸ Κοράνιο, μιλάει γιὰ Χριστό, γιὰ Παναγία, κι ἐμεῖς πρέπει νὰ μιλήσουμε γιὰ τὸν Μωάμεθ μὲ θάρρος καὶ τόλμη. Νὰ δοῦμε τὴν ἱστορία του καὶ τὴν προσφορά του, τὸ κήρυγμα τοῦ ἑνὸς Θεοῦ καὶ τὴ ζωὴ τῶν μαθητῶν του, ποὺ εἶναι μαθητὲς τοῦ ἑνὸς Θεοῦ…»[3].

«Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ Ὀρθόδοξοι, Προτεστάνται καὶ Ἑβραῖοι, Μουσουλμάνοι καὶ Ἰνδοί, Βουδισταὶ καὶ Κομφουκιανοί… θὰ πρέπει νὰ συντελέσωμε ὅλοι μας στὴν προώθηση τῶν πνευματικῶν ἀρχῶν τοῦ οἰκουμενισμοῦ, τῆς ἀδελφωσύνης καὶ τῆς εἰρήνης. Τοῦτο ὅμως θὰ μπορέση νὰ γίνη μόνον ἐὰν εἴμεθα ἡνωμένοι ἐν τῷ πνεύματι τοῦ ἑνὸς Θεοῦ»[4].

Βασικὴ ἐπιδίωξη τῶν διαθρησκειακῶν συναντήσεων εἶναι ἡ δημιουργία σημείων ἐπαφῆς μεταξὺ τῶν θρησκειῶν, ὥστε νὰ διευκολυνθεῖ ἡ κοινὴ ἀντιμετώπιση τῶν κοινωνικῶν καὶ διεθνῶν προβλημάτων. Τὴν ἐπιδίωξη αὐτὴ ἐκμεταλλεύονται κατὰ καιροὺς καὶ ἰσχυροὶ κοσμικοὶ ἄρχοντες, ἐπιστρατεύοντας τὶς θρησκεῖες στὴν προώθηση ἀνόμων συμφερόντων τους. Αὐτὸ φάνηκε καθαρὰ μετὰ τὴν 11η Σεπτεμβρίου 2001, ὅταν πραγματοποιήθηκαν «κατ’ ἐπιταγὴν» πλειάδα διαθρησκειακῶν συναντήσεων.

Ἔτσι ὅμως ἡ Ἐκκλησία μας, ἀντὶ νὰ εἶναι «κρίση» καὶ «ἔλεγχος» τῆς ἀνομίας, μεταβάλλεται σὲ ὑποστηρικτὴ καὶ συντηρητή της. Ἐγκλωβίζεται στὴν ἐγκόσμια προοπτικὴ τῶν διαφόρων θρησκειῶν καὶ ὑποβιβάζεται στὸ ἐπίπεδο μιᾶς κοσμικῆς θρησκείας μὲ ὠφελιμιστικὸ καὶ χρησιμοθηρικὸ χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, ἀναγκάζεται νὰ ἀθετήσει τὸ ἱεραποστολικό της χρέος, ἐφόσον γίνεται ἀποδεκτό, ἀπὸ ἐπίσημους μάλιστα ἐκπροσώπους της, ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες ἀποτελοῦν «ἠθελημένας ἀπὸ Θεοῦ ὁδοὺς σωτηρίας»[5]!

Κάποιοι ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές, ἐξάλλου, φτάνουν στὸ σημεῖο νὰ μιλοῦν γιὰ τὴν εἰρήνη, τὴ δικαιοσύνη, τὴν ἐλευθερία, τὴν ἀγάπη καὶ ἄλλα κατεξοχὴν πνευματικὰ ἀγαθὰ μὲ μία ψυχρὴ κοσμικὴ γλώσσα. Ἀποσιωποῦν ὅτι τὰ ἀγαθὰ αὐτὰ ἀποτελοῦν καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θεία δῶρα ποὺ χορηγοῦνται μὲ τὴν πνευματικὴ «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» ἄθληση κι ὄχι μέσα ἀπὸ διαθρησκειακὲς συναντήσεις.

Πρέπει, βέβαια, νὰ τονιστεῖ, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι θρησκεία, οὔτε ἔστω ἡ καλύτερη. Εἶναι Ἐκκλησία: Ἡ αὐτοαποκάλυψη καὶ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία. Ἔχει συνείδηση τῆς Οἰκουμενικότητος καὶ τῆς Ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ ποὺ κατέχει, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν φοβᾶται τὶς σχέσεις της μὲ τοὺς μὴ Χριστιανούς. Γνωρίζει ὅμως τὰ ὅρια αὐτῶν τῶν σχέσεων, ὅπως τὰ ἔχει διαμορφώσει ἡ ἁγιοπατερικὴ Παράδοση καὶ ἡ μυστηριακή της ἐμπειρία. Γιὰ παράδειγμα, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, κάτω ἀπὸ συνθῆκες σκληρῆς αἰχμαλωσίας, διαλέχθηκε μὲ τοὺς Ὀθωμανοὺς Τούρκους. Δὲν δίστασε, ὡστόσο, μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς του, νὰ πεῖ τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ ἐλέγξει τὴν πλάνη τους. Πῶς ἀντιμετώπιζαν, ἄλλωστε, οἱ ἅγιοι Μάρτυρες τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ οἱ ἅγιοι Νεομάρτυρες τοὺς Μωαμεθανούς; Δὲν ὁμολογοῦσαν τὴν ἀλήθεια; Θὰ μπορούσαμε νὰ τοὺς φανταστοῦμε νὰ προσεύχονται μαζί τους; Ἀλλὰ τότε δὲν θὰ εἴχαμε Μάρτυρες!

Ἡ Ἐκκλησία μας λοιπὸν ἀρνεῖται νὰ θυσιάσει στὸ βωμὸ ἄλλων σκοπιμοτήτων τὴ μοναδικότητά της καὶ νὰ ἀποδεχθεῖ τὸ οἰκουμενιστικὸ σύνθημα ὅτι «σὲ ὅλες τὶς θρησκεῖες, πίσω ἀπὸ διαφορετικὰ ὀνόματα, λατρεύεται ὁ ἴδιος Θεός». Πιστεύει ἀκράδαντα ὅτι ὁ ἄνθρωπος σώζεται μόνο διὰ τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μὲ τὸ ἀποστολικό: «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία• οὐδὲ γὰρ ὄνομα ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ὧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. 4, 12).


[1] Ἐφημ. Ἀθηνῶν «Ὀρθόδοξος Τύπος», Αὔγουστ.-Σεπτ. 1968.

[2] Περιοδ. «Ἐπίσκεψις», ἀριθ. 494, σ. 23, Γενεύη 1993.

[3] Περιοδ. «Πάνταινος», ἀριθ. 1, σ. 59, Ἀλεξάνδρεια 1991.

[4] Περιοδ. «Ἐπίσκεψις», ἀριθ. 511, σ. 28, Γενεύη 1994.

[5] Περιοδ. «Ἐπίσκεψις», ἀριθ. 523, σ. 12, Γενεύη 1995.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο.
Τελικὰ τί εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός;

Μετὰ τὶς ἀλλεπάλληλες ἐξελίξεις του καὶ τὴ σταδιακὴ ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τοὺς ἀρχικούς του στόχους, δικαιολογημένα οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοὶ ἀναρωτιοῦνται: Δὲν φαίνεται ἄραγε ξεκάθαρα, ὅτι σκοπὸς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ὄχι ἡ ἕνωση τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ ἡ ἐπικράτηση τῆς Πανθρησκείας, ἡ ἰσοπέδωση τῶν πάντων καὶ ἡ μετατροπὴ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ σὲ μία «Λέσχη θρησκευομένων ἀνθρώπων», σ’ ἕναν ἐγκόσμιο ὀργανισμό, σὰν τὸν Ο.Η.Ε., ἀπονευρωμένο καὶ ἀ-πνευματικό;

Πῶς ὅμως ἀποτιμᾶ τὸν Οἰκουμενισμὸ ἡ παραδοσιακή μας Ὀρθοδοξία;
«Ὁ Οἰκουμενισμός, πραγματικὰ ἔτσι ὅπως ἔχει ἐπικρατήσει νὰ σηματοδοτεῖται ὁ ὅρος αὐτός, βεβαίως εἶναι αἵρεση, γιατί σημαίνει ἀπάρνηση βασικῶν γνωρισμάτων τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ὅπως εἶναι φερ’ εἰπεῖν ἡ ἀποδοχὴ τῆς θεωρίας τῶν κλάδων, ὅτι δηλαδὴ ἡ κάθε Ἐκκλησία ἔχει ἕνα τμῆμα ἀληθείας καὶ πρέπει νὰ ἑνωθοῦμε ὅλες οἱ ἐκκλησίες, νὰ βάλουμε στὸ τραπέζι τὰ τμήματα τῆς ἀληθείας γιὰ νὰ ἀπαρτισθεῖ τὸ ὅλον. Ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Τέρμα, σ’ αὐτὸ δὲν γίνεται συζήτηση• καὶ ἑπομένως, ὁποιοσδήποτε πρεσβεύει τὰ ἀντίθετα μπορεῖ νὰ λέγεται οἰκουμενιστὴς καὶ ἑπομένως νὰ εἶναι αἱρετικὸς» (Ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν Χριστόδουλος, Συνέντευξη στὸν Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ τῆς Ἐκκλησίας, 24-5-1998).

«Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι κοινὸ ὄνομα γιὰ τοὺς ψευδοχριστιανούς, γιὰ τὶς ψευδοεκκλησίες τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης… Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλες οἱ ψευδοεκκλησίες, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία αἵρεση παραπλεύρως στὴν ἄλλη αἵρεση. Τὸ κοινὸ εὐαγγελικὸ ὄνομά τους εἶναι παναίρεση. Γιατί; Γιατί τὸ διάστημα τῆς ἱστορίας οἱ διάφορες αἱρέσεις ἀρνοῦνταν ἤ παραμόρφωναν μερικὰ ἰδιώματα τοῦ Θεανθρώπου καὶ Κυρίου Ἰησοῦ• οἱ εὐρωπαϊκὲς ὅμως αὐτὲς αἱρέσεις ἀπομακρύνουν ὁλόκληρο τὸν Θεάνθρωπο καὶ στὴ θέση του τοποθετοῦν τὸν Εὐρωπαῖο ἄνθρωπο» (Ἀρχιμ. Ἰουστῖνος Πόποβιτς).

«Ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν εἶναι αἵρεση καὶ παναίρεση, ὅπως συνήθως χαρακτηρίζεται. Εἶναι κάτι πολὺ χειρότερο τῆς παναιρέσεως. Οἱ αἱρέσεις ἦταν φανεροὶ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας. Μποροῦσε αὐτὴ νὰ παλέψει ἐναντίον τους καὶ νὰ τὶς κατατροπώσει. Ὁ Οἰκουμενισμὸς ὅμως ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ δόγματα καὶ γιὰ τὶς δογματικὲς διαφορὲς τῶν Ἐκκλησιῶν. Εἶναι ὑπέρβαση, ἀμνήστευση, παραθεώρηση, γιὰ νὰ μὴν ποῦμε νομιμοποίηση καὶ δικαίωση τῶν αἱρέσεων. Εἶναι ὕπουλος ἐχθρός, καὶ ἀπὸ ἐδῶ ἀκριβῶς προέρχεται ὁ θανάσιμος κίνδυνος» (Καθηγητὴς Ἀνδρέας Θεοδώρου).



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο.
Ἀντιδράσεις στὴν Οἰκουμενικὴ κίνηση

Σήμερα στὸν ὀρθόδοξο χῶρο αὐξάνονται ὁλοένα οἱ ἀντιδράσεις κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῶν ἐκφραστῶν του. Πολλὰ βιβλία, ἄρθρα καὶ κριτικὲς βλέπουν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος, ὅπου διατυπώνεται μὲ πόνο καὶ ἀγωνία ἡ ἄποψη ὅτι ὁδεύουμε βάσει «σχεδίου» καὶ «γραμμῆς» πρὸς μία βαβυλώνια αἰχμαλωσία τῆς Ὀρθοδοξίας στὴν πολυπρόσωπη καὶ πολυώνυμη αἵρεση.

Δὲν εἶναι λίγοι οἱ διαπρεπεῖς ὀρθόδοξοι κληρικοὶ καὶ θεολόγοι ποὺ προτείνουν τὴν ἄμεση ἀποχώρηση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ τὰ συνέδριά της, γιατί θεωροῦν τὴ συμμετοχὴ της σ’ αὐτά, ὄχι ἁπλῶς ἄκαρπη, ἀλλὰ πολλαπλῶς ἐπιζήμια.

Κάποιες Ἐκκλησίες ἔχουν ἤδη ἀποχωρήσει ἀπὸ τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐνῶ ἄλλες προβληματίζονται ἔντονα γιὰ τὴ δική τους συμμετοχή. Αὐτὸς ὁ προβληματισμὸς ἐκφράστηκε καὶ στὴ Διορθόδοξη Συνάντηση τῆς Θεσσαλονίκης, τὸ 1998, ὅπου μεταξὺ ἄλλων διαπιστώθηκε ὅτι «ἔπειτα ἀπὸ αἰώνα ὁλόκληρο ὀρθόδοξης συμμετοχῆς στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ μισὸ αἰώνα παρουσίας στὸ Π.Σ.Ε….., τὸ χάσμα μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ Προτεσταντῶν γίνεται μεγαλύτερο».




ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο.
Ἡ συμμετοχὴ τοῦ πιστοῦ λαοῦ στὴν Οἰκουμενικὴ κίνηση

Γνωρίζουμε ὅτι κριτήριο τῆς Ὀρθοδοξίας παραμένει ὁ πιστὸς καὶ εὐσεβὴς λαός. Κανείς, οὔτε Πατριάρχες οὔτε Σύνοδοι, δὲν μποροῦν νὰ τὸν παρακάμψουν καὶ νὰ φιμώσουν τὴ συνείδησή του. Γι’ αὐτὸ καὶ «δὲν πρέπει νὰ γίνεται κανένας διάλογος ἤ νὰ λαμβάνεται καμιὰ ἀπόφαση, ἂν δὲν συμφωνεῖ ἡ ἀγρυπνοῦσα αὐτὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας (χαρισματοῦχοι κληρικοί, λαϊκοί, μοναχοὶ)» (Μητροπ. Ναυπάκτου Ἰερόθεος).

Οἱ οἰκουμενιστικοὶ διάλογοι, ὅπως διεξάγονται, εὐνοοῦνται κυρίως ἀπὸ κύκλους τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας καὶ ἀπὸ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ ἤ μὴ θεσμικὰ ὄργανα, ποὺ ἀποβλέπουν σὲ συγκεκριμένα ὀφέλη πολιτικά, οἰκονομικά, διεθνῶν σχέσεων καὶ προβολῆς. Δὲν ἀποτελοῦν αἴτημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλὰ ἐπιβάλλονται «ἔξωθεν» καὶ «ἄνωθεν». Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀναδεικνύει ἕνα νοσηρὸ φαινόμενο: τὴν αὐτονόμηση τῶν διοικητικῶν θεσμῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σήμερα. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση δηλαδὴ εἶναι χωρισμένη ἀπὸ τὴ θεολογικὴ σκέψη, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς ἀπόψεις, τὶς ἀνησυχίες καὶ τὴν ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.

Ἔτσι συμβαίνει ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ νὰ μὴ συμμετέχει ἐνεργὰ οὔτε νὰ ἐνημερώνεται ὑπεύθυνα καὶ ἀντικειμενικὰ γιὰ τοὺς διαλόγους. Ἄλλωστε, οἱ ἀποφάσεις δὲν φέρουν πάντα τὴ σφραγίδα τῆς αὐθεντικῆς συνοδικότητος, ἀλλὰ λαμβάνονται συνήθως ἀπὸ εἰδικοὺς «ἐπαγγελματίες» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὁμολογεῖ χαρακτηριστικὰ ὀρθόδοξος ἱεράρχης: «Ὁ ὀρθόδοξος λαὸς δὲν γνωρίζει τίποτε γιὰ τὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση… ἀλλ’ ἴσως εἶναι τυχερὴ καὶ ἡ Οἰκουμενικὴ Κίνηση ποὺ ὁ ὀρθόδοξος πληθυσμὸς δὲν γνωρίζει τί γίνεται στὴ Γενεύη»[i]!


[i] Περιοδ. «Ἐκκλησία», ἀριθ. 13, σ. 500α, Ἀθῆναι 1994.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15ο.
Τὸ χρέος μας

Ζοῦμε ἀναμφίβολα σὲ περίοδο κοσμογονικῶν ἀλλαγῶν. Τὰ γεγονότα, κατευθυνόμενα πλέον, τρέχουν μὲ ξέφρενους ρυθμούς. Ὁ Οἰκουμενισμὸς ἐξελίσσεται μέσα στὴν ἰσοπεδωτικὴ προοπτική τῆς Παγκοσμιοποιήσεως, ποὺ ἐπιβάλλουν ἰσχυρὰ πολιτικοοικονομικὰ κέντρα. Κανεὶς πιὰ δὲν πιστεύει σοβαρὰ πὼς ὁ Οἰκουμενισμὸς μπορεῖ νὰ προσφέρει ὁρατὴ λύση στὸ αἴτημα τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος.

Ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ δὲν πρέπει οὔτε νὰ αἰθεροβατοῦμε ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ ἐφησυχάζουμε. Ἂν σεβόμαστε πραγματικὰ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, ἂν πονᾶμε τὸν βασανισμένο ἀπὸ τὶς ἀδιέξοδες θρησκευτικές του παραδόσεις κόσμο τῆς Δύσεως, ἀλλὰ καὶ τὸν παγιδευμένο στὶς δαιμονικὲς πλάνες κόσμο τῆς Ἀνατολῆς, ἔχουμε χρέος νὰ μείνουμε προσηλωμένοι στὴν Ἁγία μας Ἐκκλησία. Νὰ κρατήσουμε ἀνόθευτη τὴν πατροπαράδοτη πίστη μας, βιώνοντας τὴν αὐθεντικὰ μέσα ἀπὸ τὸν καθημερινό μας ἀγώνα γιὰ τὸν προσωπικὸ ἁγιασμὸ καὶ τὴ θέωση. Ἡ ὀρθὴ πίστη καὶ ὁ ἀκριβὴς βίος θὰ μᾶς κάνουν ἱκανοὺς γιὰ τὴ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ – γιατί ὄχι; - καὶ γιὰ τὸ μαρτύριο, ἂν καὶ ὅταν οἱ καιροὶ τὸ ἀπαιτήσουν…

Ἡ ἐμμονὴ στὴν Ὀρθοδοξία, δηλαδὴ στὴ γνησιότητα τῆς ζωῆς, καὶ ἡ ἐμμονὴ στὴν ἀλήθεια ποὺ ἐλευθερώνει καὶ σώζει, δὲν εἶναι ἐγωισμός, φανατισμὸς ἤ μισαλλοδοξία. Ἐκφράζει τὴν οἰκουμενικὴ διάσταση, τὴν ἀγάπη καὶ τὴ φιλανθρωπία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Καὶ ἀποτελεῖ τὴν ὕστατη δυνατότητα ποὺ αὐτὴ προσκομίζει, γιὰ μία ριζοσπαστικὴ πνευματικὴ ἀλλαγὴ στὸ χῶρο τῆς Δύσεως, ἀλλὰ καὶ γιὰ μία ἔξοδο τῆς Ἀνατολῆς ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τῶν ψεύτικων θεῶν.

Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 2004

πηγή

Η ανθρώπινη δικαιοσύνη είναι φρένο γιά τους κοσμικούς ανθρώπους

Η ανθρώπινη δικαιοσύνη δεν είναι γιά τους πνευματικούς ανθρώπους είναι φρένο γιά τους κοσμικούς ανθρώπους. Ό πνευματικός άνθρωπος είναι ανόητος, άν άποβλέπη σ’ αυτήν, γιατί μπροστά στην θεία δικαιοσύνη ή ανθρώπινη είναι μηδέν. Αλλά και ό κοσμικός άνθρωπος, άν πετύχη κάτι σ’ αυτήν την ζωή εφαρμόζοντας τήν ανθρώπινη δικαιοσύνη, δεν θά έχη τήν πραγματική χαρά και ανάπαυση.
Ας υποθέσουμε ότι δύο αδέλφια έχουν ένα κτήμα δέκα στρέμματα. Ανθρώπινη
δικαιοσύνη είναι νά πάρη ό καθένας άπό πέντε στρέμματα. Θεία δικαιοσύνη είναι νά πάρη
ό καθένας αυτό πού έχει ανάγκη. Αν δηλαδή ό ένας αδελφός έχη επτά παιδιά και ό άλλος
δύο ή ή δουλειά του ενός είναι κατώτερη άπό τήν δουλειά του άλλου, πρέπει νά πάρη
περισσότερο εκείνος πού έχει μεγαλύτερη ανάγκη. Σ’ αυτήν τήν περίπτωση είναι αδικία νά
πάρη ό δεύτερος όσα καί ό πρώτος.
Ό κοσμικός άνθρωπος όμως δεν λαμβάνει ύπ’ όψιν του ότι ό αδελφός του δυσκολεύεται νά τά βγάλη πέρα. Δεν καταλαβαίνει ότι ή μοιρασιά πού πάει νά κάνη είναι άδικη, γιατί δεν σκέφτεται πνευματικά. Τού λές: πρέπει νά βοηθήσης τήν οικογένεια σου νά δεχθή νά δώσης περισσότερα στον αδελφό σου πού έχει ανάγκη καί σου λέει: Γιατί; δεν τον αδικώ! Έάν ήταν πνευματικός άνθρωπος, ακόμα καί άν ή γυναίκα του καί τά παιδιά του αντιδρούσαν, έπρεπε νά τους πείση νά δεχθούν ό,τι του δώση ό αδελφός του. Αν ό αδελφός του έλεγε: εσύ θά πάρης ένα στρέμμα, νά έπαιρνε τό ένα, χωρίς νά πή τίποτε, γιά νά νιώθη άνετα ό αδελφός του πού πήρε τά υπόλοιπα. Πάντως τό Ευαγγέλιο κάνει τήν καλύτερη μοιρασιά.
Μού κάνει εντύπωση ή αρχοντιά του ‘Αβραάμ. Όταν μάλωναν οι τσομπάνηδες του Λώτ καί
του Αβραάμ γιά τά βοσκοτόπια, πήγε ό Αβραάμ στον Λώτ καί του είπε: Δέν κάνει να μαλώνουμε είμαστε συγγενείς. Πού σέ αναπαύει εσένα νά πας; Θέλεις να πάς από ‘δώ η θέλεις να πάς από ‘κεί;. Ο Λώτ κινήθηκε καί λίγο ανθρώπινα και διάλεξε τά Σόδομα καί τα Γόμορρα, γιατί είχαν πρασινάδα καί βοσκοτόπια, καί τί έπαθε μετά! Ο Αβραάμ κινήθηκε μέ την θεία δικαιοσύνη, θέλησε νά ανάπαυση τον Λώτ, καί χάρηκε κιόλας πού ό Λώτ πήγε στον καλύτερο τόπο.
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ

Ο όρος «πατήρ και διδάσκαλος [της Εκκλησίας]»



+Στυλιανός Γ. Παπαδόπουλος,Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών 
Μεγάλος αριθμός εκλεκτών μελών της Εκκλησίας χαρακτηρίζονται πατέρες ή άγιοι πατέρες ή όσιοι πατέρες. Αυτοί είναι όσοι διακρίθηκαν σε αγιότητα, οσιότητα, διαποίμανση των πιστών, αλλά και όσοι απλώς είναι κληρικοί, όσοι δηλαδή πάντοτε -και σήμερα- αναλαμβάνουν την ευθύνη της πνευματικής προκοπής των πιστών. Η Εκκλησία διέκρινε (ξεχώρισε) λίγους από τους πολλούς πατέρες και τουι ωνόμασε τιμητικά Πατέρες και Διδασκάλους. Με τον όρο αυτό ένωσε δύο εξαιρετικής σημασίας λειτουργήματα σ’ ένα πρόσωπο, το οποίο έτσι έλαβε την πρώτη θέση στους κόλπους της. Τα λειτουργήματα αυτά είναι: α) του ποιμένα, που αναγεννά και κατευθύνει πνευματικά τους πιστούς, που συνδέει αυτούς με το Σωτήρα Χριστό διά του αγίου Πνεύματος, που κηρύττει το Ευαγγέλιο, που τελεί τα μυστήρια της Εκκλησίας και που καλείται για όλ’ αύτά «πατήρ». β) του διδασκάλου, που έχει το ειδικό χάρισμα και άρα το ειδικό προνόμιο και την ειδική ευθύνη να διδάσκη και να ερμηνεύη στους πιστούς την αλήθεια του Θεού, καθώς και να αντιμετωπίζη αυτός κατ’ εξοχήν τα μεγάλα προβλήματα και τις ισχυρές θεολογικές κρίσεις στην Εκκλησία.

Πρέπει όμως να σημειώσωμε ότι τα ιερά εκείνα πρόσωπα, που συγκέντρωσαν τα δύο λειτουργήματα του ποιμένα και του διδασκάλου, συνηθέστατα ονομάζονται απλώς Πατέρες της Εκκλησίας αντί πληρέστερα Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας. Τη συνήθεια τούτη ακολουθούμε και μεις.
Την ονομασία, τη σύντομη και την πλήρη, μπορεί κανείς να βρη στα παντός είδους εκκλησιαστικά κείμενα: συνοδικές αποφάσεις (Γ’, Δ’, Ε’, ΣΤ’ και Ζ’ οικουμενικών Συνόδων), κείμενα και Ομολογίες Πατέρων (π.χ. Ιωάν. Δαμασκηνού, Έκθεσις ορθοδόξου πίστεως 90· Μάρκου Ευγενικού : «Τας δε των δυτικών Πατέρων και διδασκάλων φωνάς…..», βλ. Patrοlοgia Οrientalis, XVII, 435-442 · και Καρμίρη, Ι, 423), κείμενα εκκλησιαστικών συγγραφέων (π.χ. Κλήμεντα του Αλεξανδρέα, Στρωματείς Α 1, ΒΕΠ 7, 234), ανώνυμα έργα (Αποστολικαί Διαταγαί Β 26), λειτουργικά και αγιολογικά κείμενα, προπαντός δε υμνολογικά (π.χ. ο Γρηγόριος Θεολόγος υμνείται ως «μέγας διδάσκαλος της εκκλησίας του Χριστού», βλ. Στιχηρό εσπερινού 25ης Ιανουαρίου. Τον ίδιο χαρακτηρισμό συναντάμε και για το Μ. Αθανάσιο στην ε’, Ωδή της l8ης Ιανουαρίου. Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας χαρακτηρίζεται «νομεύς» ( =ποιμήν) και διδάσκαλος σοφός της Εκκλησίας», βλ. Ωδή η’ 9ης Ιουν.). Η αφετηρία δε της μεγάλης σημασίας, την οποία η Εκκλησία έδωσε στο πρόσωπο και το έργο του πνευματικού πατέρα, πρέπει να αναζητηθή στον απόστολο Παύλο που θέλει αυτόν αναγεννητή εν Χριστώ των ανθρώπων: «Ουκ εντρέπων υμάς γράφω ταύτα, αλλ’ ώς τέκνα μου αγαπητά νουθετών. Εάν γαρ μυρίους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ’ ου πολλούς πατέρας· εν γαρ Χριστώ Ιησού διά του Ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα. Παρακαλώ ουν υμάς, μιμηταί μου γίνεσθε» (Α’ Κορ. δ’ 14-16). Μετά το παύλειο τούτο χωρίο κατανοούμε την απολυτότητα και τις μεγάλες διαστάσεις κειμένου των Αποστολικών Διαταγών (Β 26), που αναφέραμε ήδη: «Ούτος διδάσκαλος ευσεβείας, ούτος μετά Θεόν πατήρ υμών, δι’ ύδατος και Πνεύματος αναγεννήσας υμάς».
Η Εκκλησία έχει σαφή συνείδηση της διαφοράς που υπάρχει μεταξύι των αναρίθμητων πατέρων και των ολίγων Πατέρων και Διδασκάλων της. Τούτο φαίνεται όχι μόνο από την εξαιρετικά μεγάλη τιμή και τον απέραντο σεβασμό που αποδίδει στους τελευταίους, αλλά και από το λεκτικό τρόπο που χρησιμοποιεί όταν αναφέρεται σ’ αυτούς : Πατέρες και Διδάσκαλοι δηλαδή είναι οί «διαπρέψαντες» άνδρες της Εκκλησίας, που έγιναν «φωστήρες εν κόσμω», που τα «θεοπαράδοτα συγγράμματα και δόγματά» τους θεσπίζεται να φυλάσσωνται και να υιοθετούνται, που αναγνωρίστηκαν «έγκριτοι Πατέρες».
Βλ. την Πενθέκτη Οικ. Σύνοδο, η οποία στην απόφασή της, αφού δηλώσει ποιές παλαιές Συνόδους και αποφάσεις της Εκκλησίας επικυρώνει, γράφει: «και συνελόντα φάναι πάντων των εν τη Εκκλησία του Θεού διαπρεψάντων ανδρών, οι γεγόνασι φωστήρες εν κόσμω λόγοv ζωής επέχοντες, την πίστιν κρατείν βεβαίαν και μέχρι συντελείας του αιώνος ασάλευτον διαμένειν θεσπίζομεν και τα αυτών θεοπαράδοτα συγγράμματά τε και δόγματα πάντας αποβαλλόμενοί τε και αναθεματίζοντες, ους απέβαλον και ανεθεμάτισαν» (Καρμίρη, Ι, 229). Η συνοδική αυτή μαρτυρία έχει ιδιαίτερη αξία και είναι πολύ ενδεικτική, γιατί δεν αφορά στους συνοδικούς πατέρες, αλλά μόνο σε όσους διέπρεψαν σε συγγράμματα και σε δόγματα, δηλ. στη θεολογική διδασκαλία. Βλ. ακόμη το Συνοδικό της Ορθοδοξίας (γ’) και τον Τόμο της Συνόδου του έτους 1351 (Καρμίρη, Ι, 382 και 415) για τον όρο «πρόκριτοι».
Η σύγχρονη θεολογική έρευνα, συχνά μάλιστα και η ορθόδοξη, δεν προβαίνει στη διάκριση που μας απασχολεί εδώ. Τούτο έχει σαν αποτέλεσμα την πλήρη αδυναμία να εισέλθη στο έσχατο βάθος του ιερού γεγονότος Πατήρ και Διδάσκαλος, να κατανοήση αυτό, να το ερμηνεύση, να το αξιολογήση και να το εντάξη σωστά στην όλη πορεία της θεολογίας και της Εκκλησίας. Η σχεδόν ισοπέδωση των Πατέρων και Διδασκάλων με τους πολλούς αγίους πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς προδίδει ακόμη και την έλλειψη της σπουδαίας για τον πιστό και τον επιστήμονα αρετής της «διακρίσεως», που χαρακτηρίζει τον πνευματικό άνθρωπο, σύμφωνα με τον Γρηγόριο Νύσσης. Η μη διάκριση αυτή έχει συνέπεια και την εγκατάλειψη του όρου-τίτλου «Πατρολογία» από τις μετώπες των επιστημονικών εγχειριδίων, που ασχολούνται ακριβώς με τους Πατέρες και Διδ. της Εκκλησίας, αλλά βέβαια και με τους λοιπούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Έτσι χρησιμοποιούνται οι τίτλοι «χριστιανική γραμματεία» ή «εκκλησιαστική γραμματεία», που αποπροσανατολίζουν κυριολεκτικά το θεολόγο από τον καίριο σκοπό της Πατρολογίας. Φυσικά το τελευταίο τούτο ισχύει και για τους επιστήμονες εκείνους, που, ενώ διατηρούν τον τίτλο Πατρολογία, δεν κάνουν τη δέουσα διάκριση μεταξύ Πατρός-Διδ. και συγγραφέων εκκλησιαστικών.
Όσα όμως διατυπώνομε περί Πατρ.-Διδ. δε σημαίνουν και υποτίμηση των μεγάλων εκείνων ανδρών της Εκκλησίας, που με την ποιμαντική τους φροντίδα (αγ. Σπυρίδων) ή τον ασκητικό τους αγώνα (Μ.Αντώνιος) αγίασαν κι έγιναν φωτεινά παραδείγματα. Τα εκλεκτά αυτά μέλη της Εκκλησίας έφθασαν κάποτε να γίνουν και θεόπτες, τους χαρίσθηκαν εμπειρίες θείες και άρρητες, έζησαν την αλήθεια σε θαυμαστό βάθος, καθώς γνωρίζομε από μαρτυρίες. Όλα όμως τα θεία αυτά χαρίσματα δεν τα έκαμαν «λόγο», για να έχωμε θεολογία, ούτε και τους δόθηκαν για να γίνουν θεολογία χάριν της όλης Εκκλησίας, όταν αυτή περνούσε κρίση ή δοκίμαζε αμφιβολία σχετικά με την πίστη και τη σωτηρία. Οι άγιοι δηλαδή και οι συγγραφείς γενικά της Εκκλησίας δεν είναι κατ’ ανάγκην λιγώτερο άγιοι ή λιγώτερο ορθόδοξοι από τους Πατρ.-Διδ., απλώς δεν έχουν το χάρισμα του Πατρός και Διδασκάλου.
Η ορθή προσέγγιση του ιερού και θείου γεγονότος «Πατήρ και διδάσκαλος» απαιτεί να εξετάσωμε τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία δημιουργίας και αναδείξεως ενός μέλους της Εκκλησίας σε Πατέρα και Διδάσκαλό της. Στην εξέταση αυτή προβαίνομε αμέσως, θεωρώντας τη σχετική προβληματολογία στο πλαίσιο της όλης πορείας της Εκκλησίας.
Πηγή:  Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, τ. Α’, Αθήνα 1982 

Η Εκκλησία δεν με ξεχνά ποτέ...

  αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος Με παρρησία (Ιερά Μητρόπολη Βεροίας)  -  εικ . Μέσα στην ησυχία του Αγίου Βήματος  αρχίζει το αόρατο μυστήριο· ...