Ἀρχὴ τῆς Ἰνδίκτου (δηλαδὴ ἀρχὴ τοῦ νέου Ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους)
Γιὰ τὴν περίπτωση αὐτή, ὁ Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του, γράφει τὰ ἑξῆς:
«Λέξις λατινικὴ (indictio) ὁρισμὸν σημαίνουσα καθ᾿ ὃν κατὰ δεκαπενταετὴ περίοδον ἐπληρώνοντο εἰς τοὺς αὐτοκράτορας τῶν Ρωμαίων οἱ φόροι.
Κατὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν, τὴν ἀρχὴν τῆς ἰνδικτιῶνος εἰσήγαγεν ὁ Αὔγουστος Καῖσαρ (1 -14), ὅτε διέταξε τὴν γενικὴν τῶν κατοίκων τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους ἀπογραφὴν καὶ τὴν εἴσπραξιν τῶν φόρων, κατὰ τὴν πρώτην τοῦ Σεπτεμβρίου μηνός.
Ἀπὸ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου (313) ἐγένετο ἐπισήμως χρῆσις τῆς Ἰνδικτιῶνος ὡς χρονολογίας, ἔκτοτε δὲ ἡ ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως μέχρι τοῦ νῦν ἑορτάζει τὴν α´ Σεπτεμβρίου ὡς ἀρχὴν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους».
«Ἴνδικτον ἡμῖν εὐλόγει νέου χρόνου,
ᾧ καὶ παλαιὲ καὶ δι᾿ ἀνθρώπους νέε».
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος β’.
Ὁ πάσης δημιουργὸς τῆς κτίσεως, ὁ καιροὺς καὶ χρόνους ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσία θέμενος, εὐλόγησον τὸν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου Κύριε, φυλάττων ἐν εἰρήνῃ τοὺς Βασιλεῖς καὶ τὴν πόλιν σου, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, καὶ σῶσον ἡμᾶς.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ὁ ἀρρήτῳ σύμπαντα, δημιουργήσας σοφίᾳ, καὶ καιροὺς ὁ θέμενος, ἐν τῇ αὐτοῦ ἐξουσίᾳ, δώρησαι, τῷ φιλοχρίστῳ λαῷ σου νίκας· ἔτους δέ, τάς τε εἰσόδους καὶ τάς ἐξόδους, εὐλογήσαις κατευθύνων, ἡμῶν τὰ ἔργα πρὸς θεῖόν σου θέλημα.
(Ποιηθὲν τῶ 1813 ἔτει ὑπὸ τοῦ ἀοιδίμου Πατριάρχου Κωνσταντινοπόλεως, Κυρίλλου ς´).
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ὁ καιροὺς καρποφόρους καὶ ὑετούς, οὐρανόθεν παρέχων τοῖς ἐπὶ γῆς, καὶ νῦν προσδεχόμενος, τὰς αἰτήσεις τῶν δούλων σου, ἀπὸ πάσης λύτρωσαι, ἀνάγκης τὴν πόλιν σου, οἱ οἰκτιρμοὶ καὶ γάρ σου, εἰς πάντα τὰ ἔργα σου. Ὅθεν τὰς εἰσόδους, εὐλογῶν καὶ ἐξόδους, τὰ ἔργα κατεύθυνον ἐφ᾿ ἡμᾶς τῶν χειρῶν ἡμῶν, καὶ πταισμάτων τὴν ἄφεσιν, δώρησαι ἡμῖν ὁ Θεός· σὺ γὰρ ἐξ οὐκ ὄντων τὰ σύμπαντα, ὡς δυνατὸς εἰς τὸ εἶναι παρήγαγες.
Μεγαλυνάριον
Ἄναρχε τρσήλιε Βασιλεῦ, ὁ καιρῶν καὶ χρόνων, τὰς ἑλίξεις περισκοπῶν, εὐλόγησον τὸν κύκλον, τῆς νέας περιόδου, τὰς ἀγαθάς σου δόσεις πᾶσι δωρούμενος.
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Στυλίτης
Ἔζησε στὰ μέσα τοῦ 5ου αἰῶνα μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Λέοντος τοῦ Μεγάλου καὶ Πατριάρχου Ἀντιοχείας Μαρτυρίου. Ὁ Συμεὼν γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σισᾶν τῆς Κιλικίας, ἀπὸ γονεῖς βοσκούς. Βοσκὸς ἦταν καὶ αὐτὸς στὰ νεανικά του χρόνια. Ἀπὸ μικρὸς ἦταν ἀφοσιωμένος μὲ ὅλη του τὴν ψυχὴ στὰ θεῖα. Τόσο θερμὲς ἦταν οἱ προσευχές του πρὸς τὸ Θεό, ὥστε πολλὲς φορὲς λουζόταν ἀπὸ δάκρυα.
Κάποια μέρα, τοῦ ἔκαναν μεγάλη ἐντύπωση τὰ λόγια του Χριστοῦ, «μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται. Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται», δηλαδή, μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ πενθοῦν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους καὶ γιὰ τὸ κακὸ ποὺ ἐπικρατεῖ στὸν κόσμο, διότι αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦν ἀπὸ τὸ Θεό. Μακάριοι, ἐπίσης, εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν τὴν καρδιά τους καθαρὴ ἀπὸ κάθε μολυσμὸ ἁμαρτίας, διότι αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸ Θεό.
Ποθώντας, λοιπόν, καὶ ὁ Συμεὼν νὰ κάνει τέτοια ζωή, πῆγε κοντὰ στὸν ὅσιο Ἠλιόδωρο, ὅπου ἔμεινε 10 χρόνια, καὶ ἔγινε μοναχός. Ἐπιθυμώντας, ὅμως, περισσότερη ἡσυχαστικὴ ζωή, ἀποσύρθηκε σὲ ἕνα κελὶ στὸ χωριὸ Τελανισό, ὅπου ἀσκήτεψε τρία χρόνια.
Ἡ φήμη τῆς ἁγίας του ζωῆς ἔκανε νὰ συρρέουν πλήθη λάου κοντά του. Ἀλλὰ ὁ Συμεών, ἀποφεύγοντας τὴν ἀκατάπαυστη ἐκείνη κοινωνικότητα καὶ θέλοντας ἀκόμα περισσότερη ἀσκητικὴ ζωή, ἐγκαταστάθηκε ἐπάνω σ᾿ ἕνα στῦλο 36 πήχεων! Μὲ τὸν ἰδιόρρυθμο αὐτὸ τρόπο ἀσκήτεψε 37 χρόνια.
Ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ἔκανε τελικὰ τὴν ζωὴ ποὺ ἐπιθυμοῦσε καὶ ποὺ μακαρίζει ὁ Κύριος.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς στήλην θεόγραφον τῶν ἱερῶν ἀρετῶν, τοῦ βίου σου ἔλειπες τὰς ἀναβάσεις ἡμῖν, Συμεὼν παμμακάριστε· σὺ γὰρ ἐπὶ τοῦ στύλου ὡς πυρσὸς διαλάμπων, ἕλκεις ἡμᾶς χαμόθεν πρὸς ζωὴν οὐρανίαν, τὸν τρόπον τῆς εὐδρομίας φαίνων τοῖς ἔργοις σου.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’.
Ὑπομονῆς στύλος γέγονας, ζηλώσας τοὺς προπάτορας Ὅσιε, τὸν Ἰὼβ ἐν τοῖς πάθεσι, τὸν Ἰωσὴφ ἐν τοῖς πειρασμοῖς, καὶ τὴν τῶν Ἀσωμάτων πολιτείαν, ὑπάρχων ἐν σώματι, Συμεὼν Πατὴρ ἡμῶν Ὅσιε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον
Ἦχος β’. Αὐτόμελον.
Τὰ ἄνω ζητῶν, τοῖς κάτω συναπτόμενος, καὶ ἅρμα πυρός, τὸν στύλον ἐργασάμενος, δι᾽ αὐτοῦ συνόμιλος, τῶν Ἀγγέλων γέγονας Ὅσιε, σὺν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῷ, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Ὁ Οἶκος
Τοῦ Συμεὼν τὸν ἄμεμπτον βίον, ποία γλῶσσα ἀνθρώπων ἐξαρκέσει ποτέ, πρὸς ἔπαινον ἐξηγήσασθαι; ὅμως ὑμνήσω Θεοῦ σοφία, τὰ τοῦ ἥρωος ἆθλα καὶ τοὺς ἀγῶνας, τοῦ ἐν τῇ γῇ ὡς φωστῆρος φανέντος τοῖς πᾶσι βροτοῖς, καὶ μεγάλως τῇ καρτερίᾳ τῷ χορῷ τῶν Ἀγγέλων ἐκλάμψαντος· σὺν τούτοις γὰρ ψάλλων ἀπαύστως Χριστῷ, πρεσβεύων οὐ παύει ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Κάθισμα
Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Ὑπερζέσας τῇ πίστει Πάτερ σοφέ, καὶ προσκαίρων ἁπάντων ὑπεριδών, Χριστῷ ἠκολούθησας, τῇ δυνάμει τοῦ Πνεύματος, ἐγκρατείᾳ τήξας, τὸ σῶμά σου Ὅσιε, οὐρανῶν τὴν δόξαν, ἀεὶ προορώμενος· ὅθεν καὶ ἐφεῦρες, πρὸς ἀνάβασιν θείαν, τοῦ στύλου τὴν κλίμακα, τῷ σῷ πόθῳ κατάλληλον, Συμεὼν ἱερώτατε. Πρέσβευε Χριστῷ τῶ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθω, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.
Ἡ Ὁσία Μάρθα
Ἦταν μητέρα τοῦ Ὁσίου Συμεὼν τοῦ Στυλίτη. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. (Ἡ μνήμη της ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 4η Ἰουλίου).
Ἡ Ὁσία Εὐανθία
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Δίκαιος Ἰησοῦς γιὸς τοῦ Ναυῆ
Ἦταν Ἑβραῖος, γιὸς τοῦ Ναυῆ, ἀπὸ τὴν φυλὴ Ἐφραὶμ καὶ διάδοχος τοῦ Μωϋσῆ τοῦ προφήτη.
Ὁ Ἰησοῦς, ὀνομαζόταν πρῶτα Αὐσῆς. Στάλθηκε ἀπὸ τὸν Μωϋσῆ νὰ κατασκοπεύσει τὴν γῆ Χαναᾶν καὶ ὅταν ἐπέστρεψε ἀνέλαβε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μωϋσῆ τὴν ἀρχηγία τοῦ λαοῦ, ποὺ τὸν ὁδήγησε μαζὶ μὲ τὴν κιβωτὸ στὴν Παλαιστίνη, ἀφοῦ πέρασε τὸν Ἰορδάνη καὶ συνέτριψε τοὺς ἀλλόφυλους στὰ τείχη τῆς Ἱεριχοῦς (Ἰησ. ι´ 12).
Ὅταν κατέλαβε τὴν Παλαιστίνη καὶ τὴν μοίρασε στοὺς Ἰσραηλῖτες, τοὺς ὁποίους κυβέρνησε 27 χρόνια, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ 110 χρονῶν.
Οἱ Ἁγίες 40 Παρθένες καὶ Ἀσκήτριες: Ἀδαμαντίνη, Καλλιρόη, Χαρίκλεια, Πηνελόπη, Κλειώ, Θάλεια, Μυριάνθη, Εὐτέρπη, Τερψιχόρη, Οὐρανία, Κλεονίκη, Σαπφώ, Ἐρατώ, Πολύμνια, Δωδώνη, Ἀθηνᾶ, Τρωάς, Κλεοπάτρα, Κοραλλία, Καλλίστη, Θεονόη, Θεανώ, Ἀσπασία, Πολυνίκη, Διόνη, Θεοφανώ, Ἐρασμία, Ἑρμηνεία, Ἀφροδίτη, Μαργαρίτα, Ἀντιγόνη, Πανδώρα, Χάϊδω, Λάμπρω, Μόσχω, Ἀρηβοΐα, Θεονύμφη, Ἀκριβή, Μελπομένη, Ἐλπινίκη καὶ Ἀμμοῦν ὁ διδάσκαλος αὐτῶν
Ὁ Ἀμμοῦν ἢ Ἀμμὼν ἦταν Διάκονος στὴν Ἀδριανούπολη τῆς Θρᾴκης καὶ διδάσκαλος 40 ἀσκητριῶν παρθένων. Αὐτὸν λοιπόν, ὁ ἡγεμόνας τῆς Ἀδριανουπόλεως Βάβδος, ἐπειδὴ δὲν δεχόταν νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, παρέπεμψε μαζὶ μὲ τὶς 40 μαθήτριές του στὸν Λικίνιο, τὸν ἄρχοντα τῆς Θράκης.
Αὐτός, ἀφοῦ τὶς βασάνισε σκληρά, τὶς μὲν πρῶτες δέκα ἔκαψε ζωντανές, τὶς δὲ ἑπόμενες ὀκτὼ ἀποκεφάλισε, τὶς ἑπόμενες δέκα σκότωσε μὲ ξίφος, ἀφοῦ τὶς χτύπησε στὸ στόμα καὶ τὴν καρδιὰ καὶ τὶς ὑπόλοιπες δώδεκα θανάτωσε μὲ μαχαίρια καὶ πυρακτωμένα σίδερα στὸ στόμα. Τὸν δὲ Ἀμμοῦν θανάτωσε, ἀφοῦ τοῦ ἔβαλε πυρακτωμένη καλύπτρα στὸ κεφάλι (ἄλλοι ἀναφέρουν ὅτι, κατόπιν τὸν ἀποκεφάλισε).
Ὅσον ἀφορᾶ δὲ τὰ ὀνόματα τῶν 40 Ἁγίων Παρθένων, τὰ παραθέτουμε μὲ ἐπιφύλαξη, διότι ὁρισμένα ἀπ᾿ αὐτὰ π.χ. Χάϊδω, Λάμπρω κ.λ.π. ἀνήκουν σὲ ὀνομασίες μεταγενεστέρων αἰώνων (16ου-18ου) καὶ ὄχι σ᾿ αὐτὲς τῶν πρώτων αἰώνων μ.Χ. ποὺ μαρτύρησαν οἱ Ἁγίες.
Ἀπολυτίκιον
Ἀθλητῶν αἱ χορείαι, δεῦτε συνδράμετε καὶ τεσσαράκοντα κόρας μετὰ Ἀμμοὺν εὐσεβοῦς μεγαλύνατε, λαμπρῶς πανηγυρίζουσι ὅτι ἐνήθλησαν στερρῶς τῇ ἀσκήσει ἐν Χριστῷ, ῥωσθεῖσαι καὶ λαμπρυνθῆσαι πρεσβεύουσαι τῷ Κυρίῳ, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κάθισμα
Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ.
Τῶν ἁγίων Γυναικῶν
Ἀμνάδες λογικαί, τῷ ἀμνῷ καὶ ποιμένι, προσήχθητε πιστῶς, διὰ τοῦ μαρτυρίου, τὸν δρόμον τελέσασαι, καὶ τὴν πίστιν τηρήσασαι· ὅθεν σήμερον, περιχαρῶς εὐφημοῦμεν, Ἀξιάγαστοι, τὴν ἱερὰν ὑμῶν μνήμην, Χριστὸν μεγαλύνοντες.
Θαῦμα τῆς Θεοτόκου στὴ Μονὴ τῶν Μιασηνῶν
Ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Μονῆς τῶν Μιασηνῶν, ρίχτηκε στὴ λίμνη Ζαγουροῦ γιὰ νὰ μὴ τὴν σπιλώσουν οἱ Εἰκονομάχοι. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἀνεφάνη ἄσπιλη ἀπὸ τὰ νερὰ τῆς λίμνης μὲ θαυματουργικὸ τρόπο.
Οἱ Ἅγιοι Εὔοδος, Καλλίστη, Ἀγαθοκλεία καὶ Ἑρμογένης
Ἦταν ἀδέλφια, καὶ ἡ ἀνεύρεση τῆς ἀλήθειας ἦταν ὁ μεγάλος τους πόθος. Καὶ ὁ Θεὸς τοὺς ἐλέησε, ἀξιώνοντάς τους νὰ ἀκούσουν τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἑλκύστηκαν στὸ φῶς καὶ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἀπὸ τότε ἡ ζωή τους στάθηκε ζηλευτὴ πίστεως καὶ ἀγαθοεργίας.
Ἔδιναν ἄφθονη βοήθεια σὲ χῆρες, ὀρφανά, καὶ ἀνέπτυξαν μεταξύ τους εὐγενῆ καὶ ἱερὴ ἅμιλλα, ποιὸς νὰ φέρει περισσότερες ψυχὲς μέσα στὸ ψυχοσωτήριο λιμάνι τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Καὶ κατόρθωσαν πολλά. Τὴν πίστη τους αὐτή, ἐπισφράγισαν καὶ διὰ τοῦ μαρτυρίου.
Ὅταν συνελήφθησαν, ὁμολόγησαν ὅτι ἀνῆκαν στὴ χριστιανικὴ Ἐκκλησία καὶ ὅτι αὐτὸ ἀποτελοῦσε καύχημα τοὺς περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ ἂν εἶχαν κάποιο στέμμα στὸ κεφάλι τους. Μάταια ζήτησαν νὰ τοὺς δελεάσουν μὲ ὑποσχέσεις καὶ νὰ τοὺς ἐκβιάσουν μὲ ἀπειλές.
Τὰ ἀδέλφια ἐνθαρρύνονταν μεταξύ τους, μὲ ἀνώτερα πνευματικὰ λόγια. Ἔτσι καὶ τῶν τριῶν τὰ κεφάλια, κόπηκαν μὲ τὸ ξίφος. Καὶ τὰ ἀδέλφια κατὰ σάρκα, στάθηκαν ἀδέλφια διὰ τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως καὶ στὸ μαρτυρικὸ θάνατο καὶ στὴν κληρονομιὰ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν.
Ἔδιναν ἄφθονη βοήθεια σὲ χῆρες, ὀρφανά, καὶ ἀνέπτυξαν μεταξύ τους εὐγενῆ καὶ ἱερὴ ἅμιλλα, ποιὸς νὰ φέρει περισσότερες ψυχὲς μέσα στὸ ψυχοσωτήριο λιμάνι τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Καὶ κατόρθωσαν πολλά. Τὴν πίστη τους αὐτή, ἐπισφράγισαν καὶ διὰ τοῦ μαρτυρίου.
Ὅταν συνελήφθησαν, ὁμολόγησαν ὅτι ἀνῆκαν στὴ χριστιανικὴ Ἐκκλησία καὶ ὅτι αὐτὸ ἀποτελοῦσε καύχημα τοὺς περισσότερο καὶ ἀπὸ τὸ ἂν εἶχαν κάποιο στέμμα στὸ κεφάλι τους. Μάταια ζήτησαν νὰ τοὺς δελεάσουν μὲ ὑποσχέσεις καὶ νὰ τοὺς ἐκβιάσουν μὲ ἀπειλές.
Τὰ ἀδέλφια ἐνθαρρύνονταν μεταξύ τους, μὲ ἀνώτερα πνευματικὰ λόγια. Ἔτσι καὶ τῶν τριῶν τὰ κεφάλια, κόπηκαν μὲ τὸ ξίφος. Καὶ τὰ ἀδέλφια κατὰ σάρκα, στάθηκαν ἀδέλφια διὰ τῆς πνευματικῆς ἀναγεννήσεως καὶ στὸ μαρτυρικὸ θάνατο καὶ στὴν κληρονομιὰ τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν.
Μνήμη τοῦ Μεγάλου Ἐμπρησμοῦ στὴν Κωνσταντινούπολη
Ὁ ἐμπρησμὸς αὐτὸς ἔγινε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Λέοντα τοῦ μεγάλου τοῦ ἐπονομαζόμενου Μακέλλη. Τότε πυρπολήθηκε τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιὰ ἑπτὰ ἡμέρες.
Ὁ Ὅσιος Μελέτιος ὁ νέος ποὺ ἀσκήτευσε στὸ ὄρος τῆς Μυουπόλεως
Γεννήθηκε κατὰ τὸ ἔτος 1035 στὸ χωριὸ Μουταλάσκη τῆς Καππαδοκίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν πολὺ ἐνάρετοι καὶ ὀνομαζόταν Ἰωάννης καὶ Σοφία. Φυσικά, σύμφωνα μὲ τὰ ἱερὰ πιστεύω τους μεγάλωσαν καὶ τὸ παιδί τους τὸν Μελέτιο.
Αὐτός, ὅταν μεγάλωσε ἦλθε στὴν Ἑλλάδα ἐπὶ Ἀλεξίου τοῦ Κομνηνοῦ στὴ Μονὴ τῶν Ταξιαρχῶν τὴν λεγόμενη τοῦ Συμβόλου, τὴν μετέπειτα ἐπονομασθεῖσα τοῦ ὁσίου Μελετίου. Ἐκεῖ ἀφοῦ ἔλαμψε διὰ τῆς πνευματικῆς του ἀσκήσεως, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1105.
(Περὶ τοῦ βίου τοῦ ὁσίου Μελετίου, βλέπε τὴν μελέτη τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Χρυσοστόμου στὴ «Θεολογία» ΙΓ 97).
Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ποὺ ἀσκήτευσε στὴν Κρήτη
Γιὰ τὸν Ὅσιο αὐτὸ δὲν βρίσκουμε καμιὰ πληροφορία γιὰ τὴν ζωή του. Ξέρουμε μόνο ὅτι ἀσκήτευσε στὸ Φαράγγι Κουρταλιώτη τῆς ἐπαρχίας Ἁγίου Βασιλείου τῆς Κρήτης τὸ 1670, καὶ ὅτι ὑπάρχει μόνο Ἀκολουθία του, ποὺ ἐκδόθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1879.
Ὁ Ἅγιος Ἀγγελῆς ὁ Νεομάρτυρας ποὺ μαρτύρησε στὴν Κωνσταντινούπολη
Χρυσοχόος στὸ ἐπάγγελμα ὁ Ἀγγελῆς, κάποτε διασκέδαζε στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ γνώριμους ἐξωμότες χριστιανούς. Καὶ χάριν ἀστείου, φόρεσε στὸ κεφάλι του τούρκικο σαρίκι.
Οἱ Τοῦρκοι, θεώρησαν αὐτὴ τὴν ἐνέργειά του σὰν ἄρνηση τῆς χριστιανικῆς θρησκείας καὶ ἀποδοχὴ τοῦ μουσουλμανισμοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸν πίεζαν νὰ ἐξισλαμιστεῖ.
Ὁ μάρτυρας ἀπέκρουσε μὲ ἀποστροφὴ τὶς δελεαστικὲς προτάσεις τῶν Τούρκων καὶ δέχτηκε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τὸ μαρτύριο, χωρὶς νὰ ὑπολογίσει τὴν γυναῖκα του καὶ τὰ ἕξι παιδιά του.
Εἶπε μάλιστα στὸν Βεζίρη· « Ὅ,τι θέλεις κᾶμε, δέρνε, κόβε, σφάζε, κᾶψε με στὴ φωτιά, ρῖξε με στὰ θηρία, πνῖξε με στὴ θάλασσα, καὶ ὅ,τι μπορεῖς κᾶμε σ᾿ αὐτὸ τὸ πήλινο σῶμα μου, ἐγὼ τὸν Χριστό μου δὲν ἀρνοῦμαι, ἐγὼ τὴν πίστη μου δὲν ἀλλάζω, ἐγὼ Τοῦρκος δὲν γίνομαι».
Ἔτσι στὶς 1 Σεπτεμβρίου 1680 μπροστὰ στὸ παλάτι, κοντὰ στὴν Ἁγία Σοφία, τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ δέχτηκε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Τὸ λείψανό του ἀγοράστηκε ἀπὸ τοὺς χριστιανούς, ἀντὶ 300 γροσιῶν, ποὺ τὸ ἐνταφίασαν στὸ Μοναστήρι τῆς νήσου Πρώτης.
Ὁ Ὅσιος Συμεών, ὁ Λέσβιος, Στυλίτης
Βλέπε βιογραφία του τὴν 1η Φεβρουαρίου, μαζὶ μ᾿ αὐτὴ τῶν τριῶν ἀδελφῶν του.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ ἐν Ἀγυίᾳ