Δείτε το Α Μέρος εδώ
Δείτε το Β Μέρος εδώ
Δείτε το Δ Μέρος εδώ
Εν Πειραιεί 13-1-2014
Ο ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ «ΠΡΩΤΕΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΠΑ» ΚΑΙ ΤΟΥ «ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΡΑΒΕΝΝΑΣ» ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ (ΜΕΡΟΣ Δ΄)
Πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος,
εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Η ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ Ι. Μ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΜΕ ΘΕΜΑ «’ΠΡΩΤΕΙΟ’, ΣΥΝΟΔΙΚΟΤΗΣ ΚΑΙ ΕΝΟΤΗΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ»
Ὅπως τονίσθηκε στήν Θεολογική καί ἐπιστημονική ἡμερίδα τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως μέ θέμα «‘'Πρωτεῖο'', Συνοδικότης καί Ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας», στό Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας στίς 28-4-2010, «Τό παπικό ‘'πρωτεῖο'' δέν ἔχει θεολογική βάση οὔτε ἁγιοπνευματική καί ἐκκλησιολογική νομιμοποίηση. Στηρίζεται σαφῶς σέ κοσμικοῦ χαρακτῆρος νοοτροπία ἐξουσίας. Ἡ ἑνότητα ἀνήκει στή φύση τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος Χριστοῦ καί ἐν Χριστῷ κοινωνίας. Ἡ ἀληθής Ἐκκλησία εἶναι μία. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας σέ ὅλες τίς ἐκδοχές τῆς -θεσμικές ἡ χαρισματικές- ἔχει σαφῶς ἁγιοπνευματική βάση. Παρέχεται μυστηριακῶς, συντηρεῖται, ὅμως, καλλιεργεῖται καί ἐκφαίνεται κατεξοχήν εὐχαριστιακῶς.
Σύμφωνα μέ τήν «Ὁμολογία Πίστεως» τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Συνόδου τοῦ 1727«οὐδεμίαν ἄλλην ἤντινα οὔν κεφαλήν ἀποδέχεται ἐν αὐτῆ τῆ Ἀνατολικῆ Ἐκκλησία, εἰμή τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν μόνον παρά τοῦ Πατρός δοθέντα κατά πάντα τῆ Ἐκκλησία καί θεμέλιον τόν αὐτόν». Κατά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία δέν νοεῖται «πρῶτος» γενικά καί ἀόριστα χωρίς τήν παρουσία τῆς συγκεκριμένης συνόδου μίας ἐπαρχίας. Ὁ θεσμός τῶν πρεσβείων τιμῆς (αὐτός εἶναι ὁ ὅρος, πού χρησιμοποιεῖ ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική παράδοση σέ ἀντίθεση μέ τόν μεταγενέστερο ὄρο «πρωτεῖο» πού χρησιμοποιεῖτε οἱ παπικοί) ἐκφράζει καί διασφαλίζει τήν ἑνότητα καί τήν συνοδικότητα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἡ πενταρχία τῶν πατριαρχικῶν θρόνων εἶναι ἡ μορφή, τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ἔδωσε στόν θεσμό τῶν πρεσβείων τιμῆς κατά τήν πρώτη χιλιετία. Ἡ ἐξουσία τοῦ «πρώτου», ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπό τά πρεσβεία τιμῆς, εἶναι καρπός τῆς συνοδικότητος, ἐνῶ ἡ ἐξουσία, πού ἀρχίσατε νά οἰκειοποιεῖστε Ἐσεῖς, Ἐκλαμπρότατε, ἤδη ἀπό τήν πρώτη χιλιετία εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς καταλύσεως τοῦ συνοδικοῦ πολιτεύματος τῆς Ἐκκλησίας. Στήν Ἐκκλησία τῆς πρώτης χιλιετίας δέν ὑφίστατο «θείω δικαίω» παπικό πρωτεῖο δικαιοδοσίας καί ἐξουσίας ἐφ’ ὅλης της Ἐκκλησίας, ἀλλά ἡ Ἐκκλησία εἶχε τό δικαίωμα νά ἀποφασίζει τά τῆς διοικήσεώς της καί χωρίς Ἐσᾶς, τόν «πάπα» καί ἀκόμα περισσότερο καί παρά τή δική Σας ἔντονη ἀντίθεση καί οἱ ἀποφάσεις της αὐτές εἶχαν καθολική ἰσχύ. Μετά τό σχίσμα τό 1054 ἡ αὐξανόμενη ἀξίωση τῶν παπῶν γιά πρωτεῖο ἐξουσίας ἐφ' ὅλης της ἐκκλησίας ἀνατρέπει πλήρως τήν ἁγιοπνευματική δομή τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, σχετικοποιεῖ καί πρακτικῶς καταργεῖ τή Συνοδικότητα ὡς ἁγιοπνευματική λειτουργία τοῦ σώματος αὐτοῦ καί εἰσάγει τό κοσμικό φρόνημα σ’ αὐτήν, ἀκυρώνει τήν ἰσοτιμία τῶν ἐπισκόπων, ἰδιοποιεῖται τήν ἀπόλυτη διοικητική ἐξουσία ἐφ’ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, παραμερίζοντας οὐσιαστικά τόν Θεάνθρωπο καί τοποθετώντας ὡς ὁρατή κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας ἕναν ἄνθρωπο. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἐπαναλαμβάνει θεσμικά πλέον τό προπατορικό ἁμάρτημα. Ἡ ἀληθινή ἑνότητα ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἑνότητα στήν πίστη, στή λατρεία καί τήν διοίκηση. Αὐτό εἶναι τό πρότυπο ἑνότητος στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, τήν ὁποία συνεχίζει ἀπαράλλακτα καί καθολικά ἡ Ὀρθόδοξη Καθολική Ἐκκλησία. Ἡ μέθοδος τῆς Οὐνίας εἰσάγει ψεύτικη ἑνότητα καί στηρίζεται σέ αἱρετική ἐκκλησιολογία, διότι ἐκτός τοῦ ὅτι ἐπιτρέπει πολυμορφία στήν πίστη καί τήν λατρεία, ἐξαρτᾶ τήν ἑνότητα ἀπό τήν ἀναγνώριση τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα, πού εἶναι θεσμός ἀνθρωπίνου δικαίου, καί ἀνατρέπει τό συνοδικό πολίτευμα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι θεσμός θείου δικαίου. Ἡ πολυμορφία γίνεται δεκτή μόνο σέ δευτερεύοντα θέματα τοπικῶν παραδόσεων καί ἐθίμων. Μετά τήν Α΄ Βατικανή Σύνοδο (1870) καί κυρίως τήν Β' (1962-1964) τό παπικό πρωτεῖο δέν ἀποτελεῖ μία ἁπλή διοικητική διεκδίκηση, ἀλλά οὐσιῶδες δόγμα πίστεως ἀπολύτως ὑποχρεωτικό γιά τή σωτηρία τῶν πιστῶν. Ἡ ἄρνησή του ἐπισύρει τό ἀνάθεμα τῆς Α΄ Βατικανῆς Συνόδου, ἡ ἰσχύς τοῦ ὁποίου παραμένει καί μετά τή Β΄ Βατικανή. «Διά τῆς αἱρετικῆς καί βλασφήμου δοξασίας τοῦ πρωτείου ἐξουσίας τοῦ «ἐπισκόπου» Ρώμης καί τῶν ἐξ αὐτῆς προελθόντων πνευματικῶν ἐπακολούθων (ὡς τό «ἀλάθητο» τοῦ πάπα καί ὁ ἀπολυταρχικός - μοναρχικός δεσποτισμός του ἐφ' ὁλοκλήρου του σώματος τῆς ὑπ' αὐτόν θρησκευτικῆς κοινωνίας, πού ἀπεσχίσθη ἐκ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας), ὁ παπισμός ἐξελίχθηκε σέ ἀπολυταρχικό - μοναρχικό σύστημα μυστικιστικῆς κοσμοθεωρίας καί διαστροφῆς αὐτῆς ταύτης τῆς ἐννοίας τῆς Ἐκκλησίας, προσέβαλλε δηλ. καί διέστρεψε τήν Ἐκκλησιολογία Αὐτῆς... Ἀποδείχθηκε νέος Ρωμαϊκός ἐθνισμός (paganismus) ὑπό πνευματική μεταμφίεση, ὁ ὁποῖος δηλητηρίασε αὐτήν ταύτην τήν καρδιά τῆς Ἐκκλησίας, ἀφαίρεσε τήν μυστική ἐλευθερία ἐν Χριστῷ ἑκάστου μέλους αὐτῆς καί ἀπέβη τό ἀναπόφευκτο καί μοιραῖο αἴτιο ταῆς σέ ἑκατοντάδες διαφόρων αἱρέσεων (τῆς διαμαρτυρήσεως, τοῦ παλαιοκαθολικισμοῦ κ.λπ.) ἐκπτώσεως ἐκ τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καί τό ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο τῆς δυνατότητας ἀνθρωπίνως ἐπιστροφῆς αὐτῶν εἰς Αὐτήν»[1]. Κατά τήν ἐκτίμηση τῶν συνέδρων, ἡ προσπάθεια τοῦ συγχρόνου θεολογικοῦ Διαλόγου Ὀρθοδόξων καί παπικῶν γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας πρέπει ὁπωσδήποτε, πέραν τῆς ἀποβολῆς τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τῆς Ρώμης (Φιλιόκβε, κτιστῆς Χάριτος, ἀλαθήτου, καθαρτηρίου κ.λπ.), νά στοχεύει καί στήν ὁριστική ἀποβολή τοῦ παπικοῦ πρωτείου καί ὄχι σέ κάποια κοινῶς ἀποδεκτή ἐπανερμηνεία του. Τέλος, κρίνεται ἀπαράδεκτο καί δέν γίνεται ἀποδεκτό ὡς «πρότυπο γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς πλήρους κοινωνίας» τό συγκρητιστικό πλαίσιο τῆς «ἑνότητος ἐν τῆ ποικιλία»[2].
Ο ΟΜΟΤΙΜΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΑΘΗΝΩΝ, ΑΙΔΕΣΙΜΟΛΟΓΙΩΤΑΤΟΣ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ π. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ
Κατά τόν Σεβ. κ. Χρυσόστομο, στό Κείμενο τῆς Ραβέννας «προσδιορίζονται οἱ ὄροι καί οἱ προϋποθέσεις χαρακτηρισμοῦ (§ 38), σημασίας (§ 35, β) καί ἀναγνώρισης τῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων (§ 37), οἱ ὁποῖες θεωροῦνται ὡς ἕνα ἔκτακτο γεγονός («καιρός») στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας (§ 39)».
Εἶναι, ὅμως, δυνατόν ἔνα τόσο προβληματικό κείμενο, πού δέν ἔχει πανορθόδοξη ἀποδοχή[3], νά τολμᾶ νά ἀμφισβητεῖ καί νά βάλλει τόσο ἀπροκάλυπτα ἐναντίον τῶν θεοπνεύστων καί ἁγιοπνευματικῶν ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων; Δέν ἀποτελεῖ αὐτό βλασφημία ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;
Σύμφωνα μέ τόν ὁμότιμο καθηγητή τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, αἰδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό, «ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶναι τό ἀνώτερο κριτήριο τῆς ἐκκλησιαστικότητος. Γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους ὑψίστη μορφή ἐκκλησιαστικοῦ πολιτεύματος εἶναι ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. Κορυφή μας δέν εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας πάπας. Ἐδῶ εἶναι οὐσιαστική ἡ διαφορά μας μέ τόν παπισμό. Οἱ προτεστάντες τά κατήργησαν ὅλα, καί εἶναι πιό ἔντιμοι ἀπό τούς παπικούς. Εἶναι πιό ἔντιμοι, γιατί δέ θέλησαν νά κρατήσουν τίποτε ἀπό τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί νά τό διαστρεβλώνουν. Ὁ παπισμός, ὅμως, ὑποκατέστησε τήν Οἰκουμενική Σύνοδο μέ τόν «πάπα» καί τήν ἔκανε ὄργανο τοῦ παπισμοῦ, θεραπαινίδα τῶν παπικῶν σχεδίων. Στήν Ὀρθοδοξία ὑπάρχει καί θά ὑπάρχει μέχρι τέλους τῆς ἱστορίας, ὡς ὕψιστος θεσμός στή ζωήν της, ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος. Οἰκουμενική σημαίνει Σύνοδος ὅλου του κράτους. Κατά τόν ὄρο τοῦ Ξενοφῶντος καί στό Ἑλληνικό Βυζάντιο, στήν Ἑλληνική, δηλαδή, Ρωμανία, ἡ λέξη Οἰκουμένη, σημαίνει κατ' οὐσίαν τό κράτος, οἰκουμενικός διδάσκαλος, οἰκουμενικοί πατέρες κ.ο.κ. Ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, λοιπόν, εἶναι ἡ Σύνοδος ὅλου του κράτους καί ἀντιμετωπίζει τά μεγάλα προβλήματα τῆς πίστεως καί τάξεως τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι προϋποθέτουν κρίσεις στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, πού σημαίνει ὅτι ἀπειλεῖται ἡ σωτηρία. Καί τότε ἔρχεται ὡς στόμα τῆς Ἐκκλησίας ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος, γιά νά διακηρύξει, σέ κάθε περίπτωση, τήν σώζουσα Ἀλήθεια, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Προφῆτες, τούς Ἁγίους Ἀποστόλους, τούς Ἁγίους Πατέρες καί τίς Ἁγίες Μητέρες ὅλων τῶν αἰώνων»[4].
Μετά τόν παραπάνω σχολιασμό τοῦ Κειμένου τῆς Ραβέννας, μπορεῖ ὁ καθένας νηφαλίως καί ὀρθοδόξως σκεπτόμενος νά ἀντιληφθεῖ πόσο «ἀπόλυτα θεολογικό – ἐκκλησιολογικό κείμενο» εἶναι τό Κείμενο τῆς Ραβέννας καί πόσο «ἀποτελεῖ μία οὐσιαστική συμβολή στήν ὅλη πορεία τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου, παρά τίς ὅποιες ἐνστάσεις, ἐπιφυλάξεις, ἤ ὑπερβολικές παρερμηνεῖες, οἱ ὁποῖες τόσο βεβιασμένα ἔχουν ἐξαχθεῖ μέχρι σήμερα, ἀλλά καί στήν ὅλη ἐκκλησιολογική προβληματική τοῦ συγκεκριμένου Διαλόγου», ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ Σεβ. κ. Χρυσόστομος.
Η ΔΙΑΚΟΠΗ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ
Ὁ Σεβ. κ. Χρυσόστομος ἱσχυρίζεται στό κείμενό του ὅτι «ὁποιαδήποτε ἐνδοεκκλησιαστική τάση ἀνάπτυξης τῆς θεωρίας ὅτι «ὁ ἐπιβεβλημένος σωτήριος, κανονικός καί ἁγιοπνευματικός δρόμος τῶν πιστῶν, κληρικοῦ καί λαϊκοῦ, εἶναι ἡ ἀκοινωνησία, ἡ διακοπή τοῦ μνημοσύνου τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι καθίστανται, συνυπεύθυνοι καί συγκοινωνοί τῆς αἱρέσεως καί τῆς πλάνης», εἶναι ὡς προτάσεις, ἐκκλησιολογικῶς ἀπαράδεκτες, οἱ ὁποῖες αὐτόματα συνεπάγονται καί τήν ἐκκλησιαστική αὐτονόμηση, μέ κανονικές συνέπειες».
Μέ τόν παραπάνω ἀπαράδεκτο ἰσχυρισμό καί μέ ἀπειλές περί κανονικῶν συνεπειῶν, ὁ Σεβ. κ. Χρυσόστομος καταδεικνύει τό πόσο πολύ φοβᾶται τήν ἀντίδραση κλήρου καί λαοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἱεροκανονικά κατοχυρωμένος, μέ βάση τόν ιε΄ Ἱερό Κανόνα τῆς ΑΒ΄ Συνόδου ἐπί Μ. Φωτίου (861), νά ἀσκήσει προαιρετικά καί δυνητικά τό δικαίωμα νά διακόψει τό μνημόσυνο τοῦ ἐπισκόπου του, ὁ ὁποῖος δημοσία καί γυμνῆ τῆ κεφαλῆ κηρύσσει καί διδάσκει ἐπ’ Ἐκκλησίας αἵρεση, κατεγνωσμένη ἀπό ἅγιες Συνόδους καί Πατέρες.
Ὁ ιε΄ Ἱερός Κανών διορίζει ἐπακριβῶς ὅτι : «Τά ὁρισθέντα περί πρεσβυτέρων καί Ἐπισκόπων καί Μητροπολιτῶν πολλῷ μᾶλλον ἐπί Πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε εἴ τις Πρεσβύτερος ἤ Ἐπίσκοπος, ἤ Μητροπολίτης τολμήσοι ἀποστῆναι τῆς πρός τόν οἰκεῖον Πατριάρχην κοινωνίας, καί μή ἀναφέροι τό ὄνομα αὐτοῦ κατά τό ὡρισμένον καί τεταγμένον, ἐν τῆ θείᾳ Μυσταγωγίᾳ, ἀλλά πρό ἐμφανείας συνοδικῆς καί τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσοι · τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία Σύνοδος πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι εἴ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καί ταῦτα μέν ἐσφράγισταί τε καί ὥρισται περί τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων, και σχίσμα ποιούντων καί τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γάρ δι’ αἵρεσίν τινα παρά τῶν ἁγίων Συνόδων, ἤ Πατέρων, κατεγνωσμένην, τῆς πρός τόν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτούς διαστέλλοντες, ἐκείνου δηλονότι τήν αἵρεσιν δημοσίᾳ κηρύττοντος, καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑπόκεινται πρό συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτούς τῆς προς τόν καλούμενον Ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλά καί τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι».
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύοντας τόν παραπάνω Ἱερό Κανόνα, ἀναφέρει : «Ἑκεῖνα ὁποῦ οἱ ἀνωτέρω Κανόνες (ιγ’ καί ιδ’) ἐδιώρισαν περί Ἐπισκόπων καί Μητροπολιτῶν, τά αὐτά διορίζει, καί πολλῶ μᾶλλον, ὁ παρών Κανών, περί Πατριαρχῶν, λέγων ὅτι, ὅστις Πρεσβύτερος ἤ Ἐπίσκοπος ἤ Μητροπολίτης ἤθελε χωρισθῆ ἀπό τήν συγκοινωνίαν τοῦ Πατριάρχου αὐτοῦ, καί δέν μνημονεύη τό ὄνομα αὐτοῦ κατά τό σύνηθες (ὁ Μητροπολίτης δηλ. μόνος˙ ὁ γάρ Πρεσβύτερος τοῦ Ἐπισκόπου του τό ὄνομα μνημονεύει, ὁ δέ Ἐπίσκοπος τοῦ Μητροπολίτου του) πρό τοῦ νά φανερώσουν τά κατά τοῦ Πατριάρχου αὐτῶν εἰς τήν Σύνοδον καί παρά τῆς Συνόδου αὐτός νά κατακριθῆ˙ οὖτοι, λέγω, πάντες νά καθαίρωνται παντελῶς, οἱ μέν Ἐπίσκοποι καί Μητροπολῖται, πάσης Ἀρχιερατικῆς ἐνεργείας, οἱ δέ Πρεσβύτεροι, πάσης Ἱερατικῆς. Πλήν ταῦτα μέν νά γίνωνται, ἐάν δι’ ἐγκλήματα τινά, πορνείαν θετέον ἱεροσυλίαν καί ἄλλα, χωρίζονται οἱ Πρεσβύτεροι ἀπό τούς Ἐπισκόπους των, οἱ Ἐπίσκοποι ἀπό τούς Μητροπολίτας των, καί οἱ Μητροπολίτες ἀπό τούς Πατριάρχας των». Μέ ὑποσημείωσι στό σημεῖο αὐτό ἀναφέρει ὁ ἅγιος : «Ἀγκαλά καί ὁ λα΄ Ἀποστολικός ἀνεύθυνον κρίνει καί τόν χωριζόμενον, ἐάν γνωρίζει αὐτόν καί ἄδικον».Ἐάν δέ οἱ ρηθέντες πρόεδροι ἦναι αἱρετικοί καί τήν αἵρεσιν αὐτῶν κηρύττουσι παρρησία… (Μέ ὑποσημείωσι στό σημεῖο αὐτό ἀναφέρει ὁ ἅγιος : «Ἀπό τόν λόγον τοῦτον τοῦ Κανόνος φαίνεται ὅτι δέν πρέπει τινάς νά χωρίζηται, κατά τον Βαλσαμῶνα, ἀπό τόν Ἐπίσκοπόν του, ἐάν αὐτός ἔχη μέν καμμίαν αἵρεσιν, τήν φυλάττει, ὅμως, εἰς τό κρυπτόν καί δέν τήν κηρύττει˙ τυχόν γάρ αὐτός πάλιν ἀφ’ἑαυτοῦ μετά ταῦτα νά διορθωθῆ») …καί διά τοῦτο χωρίζονται οἱ εἰς αὐτούς ὑποκείμενοι, καί πρό τοῦ νά γένη ἀκόμη συνοδική κρίσις περί τῆς αἱρέσεως ταύτης, οἱ χωριζόμενοι αὐτοί, ὄχι μόνον διά τόν χωρισμόν δέν καταδικάζονται, ἀλλά καί τιμῆς τῆς πρεπούσης, ὡς ὀρθόδοξοι, εἶναι ἄξιοι, ἐπειδή, ὄχι σχίσμα ἐπροξένησαν εἰς τήν Ἐκκλησίαν μέ τόν χωρισμόν αὐτόν, ἀλλά μᾶλλον ἠλευθέρωσαν τήν Ἐκκλησίαν ἀπό τό σχίσμα καί τήν αἵρεσιν τῶν ψευδεπισκόπων αὐτῶν»[5].
Ὁ παραπάνω Ἱερός Κανῶν εἶναι σύμφωνος καί μέ ἄλλους Ἱερούς Κανόνες Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως ὁ λα΄ Ἀποστολικός, ὁ στ΄ τῆς ἐν Γάγγρα Τοπικῆς Συνόδου (340), ὁ ε’ τῆς ἐν Ἀντιοχεία Τοπικῆς Συνόδου (341), οἱ ι΄, ια΄ και ζβ΄ τῆς ἐν Καρθαγένη Τοπικῆς Συνόδου (419), ὁ ιη’ τῆς Δ΄ Οἰκ. Συνόδου (451), οἱ λα΄ καί λβ΄ τῆς ΣΤ΄ Οἰκ. Συνόδου (691), καί οἱ ιβ΄, ιγ΄, ιδ΄ τῆς ΑΒ΄ Συνόδου (861).
Ἀλήθεια, ἀπό ποῦ συμπεραίνει ὁ Σεβ. κ. Χρυσόστομος ὅτι «ἡ διακοπή τοῦ μνημοσύνου τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι καθίστανται, συνυπεύθυνοι καί συγκοινωνοί τῆς αἱρέσεως καί τῆς πλάνης, εἶναι ὡς προτάσεις, ἐκκλησιολογικῶς ἀπαράδεκτες, οἱ ὁποῖες αὐτόματα συνεπάγονται καί τήν ἐκκλησιαστική αὐτονόμηση, μέ κανονικές συνέπειες»;
Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ
Ὁ Σεβ. κ. Χρυσόστομος ὑποστηρίζει στό κείμενό του ὅτι «οἱ ἔνθερμοι συντάκτες «Ὁμολογιῶν πίστεως» δέν εἶναι δυνατόν νά δροῦν ὡς αὐτονομημένα ἄτομα ἤ ἐκκλησιαστικές μονάδες, μάλιστα ἐν ονόματι "Λαοῦ τοῦ Θεοῦ", ἐρήμην τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί ἐπί τῆ βάσει κριτηρίων τῆς λεγομένης λαϊκῆς τους ἔκφρασης, "ἐνσυνειδήτως" ἤ ἀσυνειδήτως, ἤ τῆς ἀποκλειστικότητας μιᾶς ἀόρατης αὐθεντίας, μέ ἀποτέλεσμα νά θεωροῦν τούς ἑαυτούς τους ὅτι ἐκφράζουν τήν ἀπόλυτη "ἐκκλησιαστική συνείδηση"».
Εἶναι πασιφανῆς ἐδῶ ἡ ἐπίθεση τοῦ Σεβ. κ. Χρυσοστόμου ἐναντίον τοῦ θεολογικῶς, δογματικῶς καί ἐκκλησιολογικῶς ἄψογου κειμένου τῆς «Ὁμολογίας Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», τῶν συντακτῶν αὐτῆς καί τῶν ὑπογραψάντων αὐτήν.
Ὑπενθυμίζουμε στόν Σεβ. κ. Χρυσόστομο ὅτι τό κείμενο τῆς «Ὁμολογίας Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ» συντάχθηκε ἀπό τήν γνωστή «Σύναξη Ὀρθοδόξων κληρικῶν καί μοναχῶν», ὡς ἔκφραση τῆς καλῆς ἀνησυχίας καί ἀγωνίας τους γιά ὅσα συμβαίνουν στόν χῶρο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος ὀρθῶς χαρακτηρίσθηκε ὡς παναίρεση, ὡς ἡ χειρότερη αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν. Δέν ἔχει πολεμικό χαρακτήρα καί σχισματικές τάσεις. Ὅσοι τήν συνέταξαν καί τήν ὑπογράφουν, ἀρχιερεῖς, λοιποί κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὑπαγόμενοι σέ κανονικές ἐκκλησιαστικές δικαιοδοσίες. Ἐπιδιώκουν μέ νηφάλιο καί θετικό θεολογικό λόγο νά ἐπισημάνουν τούς κινδύνους ἀπό τήν ἐπί δεκαετίες σταδιακή ἐξάπλωση καί τωρινή ἐμπέδωση τῆς συγκρητιστικῆς καί καταστροφικῆς αὐτῆς διδασκαλίας, ἡ ὁποία ἀναιρεῖ τό δόγμα τῆς μοναδικῆς ἐν τῷ κόσμω σωτηριώδους ἀποκαλύψεως καί οἰκονομίας τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ὡς καί τῆς ἐν συνεχεία συνεχίσεως καί πραγματώσεως τοῦ σωτηριώδους αὐτοῦ ἔργου ἀπό τήν Μία καί μοναδική, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, διά τοῦ ἐνεργοῦντος ἐν αὐτῆ Ἁγίου Πνεύματος, καί ὄχι ἀπό τίς ποικίλες αἱρέσεις καί πλάνες, τίς ὁποῖες διαχρονικά κατεδίκασε ἡ Ἐκκλησία διά συνόδων καί διά τῆς συμφωνίας τῶν Ἁγίων Πατέρων, μεταξύ αὐτῶν δέ τόν Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό.
Ἡ σύνταξη «Ὁμολογιῶν Πίστεως» εἶναι παραδεδομένη καί καθιερωμένη πρακτική στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ἐμφανίζεται νέα αἵρεση, πού δημιουργεῖ σύγχυση εἰς τά τῆς πίστεως, οἱ ποιμένες κάθε ἐποχῆς, ἐπιβεβαιοῦντες ὅσα κατά τήν χειροτονία τους ὑποσχέθηκαν, προβαίνουν στήν σύνταξη ὁμολογιῶν, γιά νά περιχαρακώσουν καί ὁριοθετήσουν τήν δική τους πίστη, ὥστε νά διακρίνεται ἀπό τή πλάνη τῶν αἱρετικῶν, καί μέ τόν τρόπο αὐτό νά προφυλάξουν τούς πιστούς ἀπό τήν λύμη τῆς κακοδοξίας. Ἡ κατ' ἐξοχήν «Ὁμολογία Πίστεως», τό γνωστό «Πιστεύω», συντάχθηκε γιά νά ἀντιμετωπίσει τίς αἱρέσεις τῶν Ἀρειανῶν καί τῶν Πνευματομάχων. Μολονότι δέ πανηγυρικά ἀπαγγέλλεται ἀπό τόν βαπτιζόμενο διά τοῦ ἀναδόχου κατά τήν τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος, ἐν τούτοις ἐπαναλαμβάνεται πάλιν καί πολλάκις κατά τήν διάρκεια τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν τοῦ νυχθημέρου.
Ἡ σύνταξη νέων «Ὁμολογιῶν Πίστεως» ἐπιβάλλεται καί ἀπό τόν σεβασμό στίς ἀποφάσεις τῶν συνόδων νά τηρηθεῖ ἀπολύτως ἀναλλοίωτο μέχρι καί μίας συλλαβῆς τό «Πιστεύω»· γι' αὐτό καί σημαντικές μεταγενέστερες δογματικές διατυπώσεις δέν προστέθηκαν, ὅπως ἡ διδασκαλία περί τῆς Παναγίας ὡς Θεοτόκου, πράγμα πού δέν τήρησαν ὁ Παπισμός καί ἐξ αὐτοῦ ὁ Προτεσταντισμός μέ τήν προσθήκη τοῦ filioque εἰς τό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἄν, λοιπόν, δέν συντάσσονταν νέες «Ὁμολογίες Πίστεως», πολλές νέες αἱρέσεις δέν θά καταδικάζονταν.
Ἡ ἐκκλησιαστική γραμματεία εἶναι γεμάτη ἀπό «Ἐκθέσεις ἤ Ὁμολογίες Πίστεως», ἀπό τίς ὁποῖες ἐνδεικτικῶς ὑπενθυμίζουμε μερικές : «Βραχεία Ἔκθεσις Πίστεως» τοῦ Μ. Ἀθανασίου· «Ἔκθεσις Πίστεως» τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου· «Ὁμολογία Πίστεως» τοῦ πάπα Γρηγορίου Β'· «Ἔκθεσις Πίστεως» τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Δαμάσκηνου· «Ὁμολογία Ὀρθοδόξου Πίστεως» τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ· «Ὁμολογία Πίστεως» τοῦ Ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ· «Ὁμολογία Πίστεως» τοῦ πατριάρχου Γενναδίου Β΄ Σχολαρίου·«Ὁμολογία Πίστεως» Μητροφάνους Κριτοπούλου, πατριάρχου Ἀλεξανδρείας·«Ὀρθόδοξος Ὁμολογία» Πέτρου Μογίλα, μητροπολίτου Κιέβου· «Ὁμολογία Πίστεως»Δοσιθέου, πατριάρχου Ἱεροσολύμων.
Ἡ συνοδική λειτουργία κατά τήν ὀρθή της ἔννοια περιλαμβάνει ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τόν πρῶτο μεταξύ τῶν ἐπικόπων μέχρι τόν τελευταῖο πιστό. Ἡ«Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν», μαζί μέ τό πλῆθος τῶν ὑπογραφόντων λαϊκῶν, συμμετέχουν κατά χρέος στήν διαμόρφωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως γιά τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἐλπίζουν ὅτι τό σῶμα τῶν ἐπισκόπων θά ἀναλάβει τίς εὐθύνες του καί θά προχωρήσει καί στήν ἐπίσημη συνοδική καταδίκη του[6].
῾Η «῾Ομολογία Πίστεως κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», πού συνέταξε ἡ «Σύναξη ᾿Ορθοδόξων κληρικῶν καί μοναχῶν» το 2009, ἀφοῦ δημοσιεύθηκε στόν «᾿Ορθόδοξο Τύπο», σέ διάφορες ἱστοσελίδες τοῦ Διαδικτύου καί στήν «Θεοδρομία», ἐξακολουθεῖ νά βρίσκεται στό ἐπίκεντρο τοῦ θεολογικοῦ ἐνδιαφέροντος. ῎Εχει ἐκτυπωθῆ σέ χιλιάδες ἀντιτύπων καί διανέμεται στούς πιστούς, οἱ ὁποῖοι σπεύδουν ὄχι ἁπλῶς πρόθυμα, ἀλλά μέ ἐνθουσιασμό καί μέ αἰσθήματα ἀνακουφίσεως νά προσυπογράψουν τό περιεχόμενό της. ᾿Αρκετοί κληρικοί τήν ξανατυπώνουν μέ δικά τους ἔξοδα καί πολλαπλασιάζουν τήν κυκλοφορία της. Μεταφράσθηκε στά ᾿Αγγλικά καί στά Ρουμανικά μέ προσωπική πρωτοβουλία πιστῶν. ᾿Αμέσως μάλιστα ὁ ἀδίκως καί ἀντικανονικῶς καθαιρεθείς Σέρβος ἐπίσκοπος Ράσκας καί Πριζρένης κ. ᾿Αρτέμιος, τήν τύπωσε σέ σχετικό τευχίδιο καί τήν κυκλοφορεῖ στά Σερβικά.
Κυριολεκτικά τό ὀρθόδοξο πλήρωμα ἀγκάλιασε τό ὁμολογητικό αὐτό κείμενο, ὅπως ἀγκάλιασε στό γνωστό θαῦμα ἡ ῾Αγία Εὐφημία τόν τόμο τῶν ᾿Ορθοδόξων Πατέρων τῆς Δ´ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί πέταξε στά πόδια της τόν τόμο τῶν Μονοφυσιτῶν, ὑπογράφοντας καί ἐπικυρώνοντας τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία καί καταδικάζοντας τόν Μονοφυσιτισμό, μετριοπαθῆ καί ἀκραῖο τῶν Σεβήρου καί Εὐτυχοῦς· καταδικάζουν καί ἀπορρίπτουν ὅμοια οἱ πιστοί, ὅπως ἡ ῾Αγία Εὐφημία, τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τήν χειρότερη καί πιό ἐπικίνδυνη αἵρεση ὅλων τῶν αἰώνων.
Χωρίς κανένα δισταγμό ἐφαρμόζουμε στή σημερινή ἐκκλησιαστική κατάσταση τή φράση τοῦ ἀπολυτικίου τῆς ῾Αγίας Εὐφημίας καί ὀνομάζουμε τούς Οἰκουμενιστάς κακοδόξους· δέν εὐφράνθηκαν ἀπό τήν «῾Ομολογία πίστεως κατά του Οἰκουμενισμοῦ», ἀλλά ἐνοχλήθηκαν, ἐστενοχωρήθησαν, κατῃσχύνθησαν.
Τήν «῾Ομολογία» ὑπογράφουν περίπου 25.000 κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί, ἀνάμεσα στούς ὁποίους καί ἀρκετοί Σεβ. Μητροπολῖτες, ὅπως ὁ Πειραιῶς κ.κ. Σεραφείμ, ὁ Αἰτωλοακαρνανίας κ.κ. Κοσμᾶς, ὁ Κυθήρων κ.κ. Σεραφείμ, ὁ Ἀντινόης κ.κ. Παντελεήμων, ὁ ἀδίκως καί ἀντικανονικῶς καθαιρεθείς Σέρβος ἐπίσκοπος Ράσκας καί Πριζρένης κ.κ. ᾿Αρτέμιος, ὁ Νευροκοπίου κυρός Ναθαναήλ, πολλοί ἡγούμενοι Ἁγιορειτικῶν Μονῶν, πολλοί ἀρχιμανδρίτες ἡγούμενοι Μονῶν, πρωτοπρεσβύτεροι, ἱερομόναχοι, πρεσβύτεροι, διάκονοι, μοναχοί, μοναχές, θεολόγοι κ.ἄ. Οὕτως ἤ ἄλλως ἡ «῾Ομολογία» εἶναι ὁμολογία, εἶναι ἔργο καί πράξη θεάρεστη, δέν εἶναι ἁπλᾶ λόγια καί χαρτοπόλεμος. Εἶναι πράξη παρρησίας καί θάρρους μέ πολύ προσωπικό κόστος, μέ κατασυκοφάντηση ὅσων πρωτοστατοῦν καί μέ ἀπειλές ἐναντίον τους[7].
[1] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, «Ὁ Παπισμός ὡς ἐκκλησιολογικό πρόβλημα (μέ ἀναφορά στό συνοδικό σύστημα τῆς Ἐκκλησίας)», Πρακτικά Θεολογικῆς Ἡμερίδος με θέμα «Πρωτεῖον», Συνοδικότης καί Ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, Ἱερά Μητρόπολις Πειραιῶς, Πειραιεύς 2011, σ. 43.
[2] Πορίσματα Θεολογικῆς Ἡμερίδος μέ θέμα «Πρωτεῖον», Συνοδικότης καί Ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, Ἱερά Μητρόπολις Πειραιῶς, Πειραιεύς 2011, σσ. 197-201.http://www.imp.gr/Nea.htm, http://www.impantokratoros.gr/porismata-hmerida.el.aspx
[3] Σχ. βλ. τό κείμενο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας κατά τή συνεδρία της στίς 25-26/12/2013, Πρακτικά Νο 157, http://www.romfea.gr/epikairotita/21314-2013-12-28-09-58-36.
[4] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς Πατέρας τῆς Θ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἔκδ. Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα 2009, σσ. 13-14.
[5] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, σ. 358.
[6] http://www.impantokratoros.gr/C692689D.el.aspx
[7] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Ὁμολογία Πίστεως˙ Ηὔφρανε τούς Ὀρθοδόξους καί κατήσχυνε τούς κακοδόξους», Θεοδρομία ΙΑ2 (Ἀπρίλιος-Ἰούνιος 2009) 163-175.