Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Μαρτίου 04, 2014

«Δύναμις του Υψίστου επεσκίασε τότε προς σύλληψιν του απειρογάμου» Ομιλία εις την Α΄Στάση των Χαιρετισμών της Θεοτόκου του αρχιμ. Κοσμά Λαμπρινού

Όταν ο αρχάγγελος Γαβριήλ επισκέφτηκε την Υπεραγία Θεοτόκο στη Ναζαρέτ και της απηύθυνε το «χαίρε» η Παναγία απόρεσε και άρχισε να ρωτά τον άγγελο γιατί επέλεξε αυτήν ανάμεσα σε όλες τις γυναίκες του κόσμου. Κι όταν πάλι ο αρχάγγελος απάντησε ότι απ’ αυτήν θα ερχόταν στο κόσμο ο Υιός και Λόγος του Θεού η έκπληξή της μεταβάλλεται σε δέος. Πως ήταν δυνατόν να συμβεί αυτό το παράδοξο γεγονός σε αυτήν που δεν είχε άνδρα; Αλλά όταν ο Γαβριήλ της είπε ότι το «τεχθέν» θα είναι αποτέλεσμα του Αγίου Πνεύματος, θα είναι εκ Πνεύματος αγίου, θα γεννηθεί υπερφυσικά, η Υπεραγία Θεοτόκος έσκυψε τη κεφαλή της και υπακούοντας στο νόμο του Θεού ταπεινά είπε: «ιδού η δούλη Κυρίου γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου». Και τότε, όπως λέει ο ιερός υμνογράφος του Ακαθίστου Ύμνου «δύναμις του Υψίστου επεσκίασε προς σύλληψιν τη απειρογάμω».
Η δύναμις του Υψίστου σκέπαζε την Παναγία. Κι αυτή η θεϊκή δύναμη πρέπει να δούμε πως σκεπάζει τους νεωτέρους χριστιανούς, τους εκπολιτισμένους τάχα χριστιανούς. Είναι αλήθεια ότι πολλοί λένε ότι πιστεύουν στο Θεό. Θεωρητικά μεν μπορεί να πιστεύουν. Όμως αυτή η πίστη μας γίνεται βίωμα; Εφαρμόζουμε στη ζωή μας τα διδάγματα του Ευαγγελίου;
Λέμε ότι πιστεύουμε στα ρήματα του Ευαγγελίου. Λέμε ότι έχουμε ευαγγελικές αρχές. Θεωρητικά όμως σαν τον πατέρα του αγ. Ιωάννου του Προδρόμου τον ιερέα Ζαχαρία. Όταν λίγο μετά τον Ευαγγελισμό, «έχουσα θεοδόχον η Παρθένος την μήτραν, ανέδραμε προς την Ελισάβετ», εκείνη (η Ελισάβετ) την υποδέχθηκε λέγοντάς της: «μακαρία η πιστεύσασα ότι έσται τελείωσις τοις λελαλημένοις αυτή παρά Κυρίου». Δηλαδή, είναι σαν της έλεγε: ο άνδρας μου, ο ιερέας Ζαχαρίας, όταν ο άγγελος του είπε ότι θα φέρει στον κόσμο τον άγιο Ιωάννη, απίστησε και τιμωρήθηκε να μείνει βουβός μέχρι τη γέννηση του παιδιού. Εσύ, όμως, η κόρη της Ναζαρέτ, φάνηκες πιο πιστή στον αρχάγγελο, λέει στην Παναγία, από τον άνδρα μου.
Η πίστη δεν πρέπει να είναι θεωρητική αλλά βίωμα. Γι’ αυτό άς κάνουμε μια αυτοκριτική και άς δούμε μέσα μας αν η ζωή μας σύμφωνη με το θέλημα του Θεού. Να δούμε άν ζούμε όπως ζούσε η Παναγία και όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας. Πρέπει να δούμε κατάβαθα στη ψυχή μας αν ζούμε χριστιανική.
Κι αν ζούμε έτσι τότε πρέπει να εφαρμόζουμε το νόημα των λόγων του ευαγγελίου μας. Γιατί ο Χριστός, όπως ακούσαμε στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, είπε στους μαθητάς του ότι «καθώς το κλήμα ου δύναται καρπόν φέρειν αφ’ εαυτού, εάν μη μείνη εν τη αμπέλω, ούτως ουδέ υμείς, εάν μη εν εμοί μείνητε». Άλλωστε ξέρουμε όλοι ότι καρπός που φεύγει από το δένδρο, το κορμό και τις ρίζες χάνει την αξία του. Έτσι κι εμείς οι χριστιανοί, άν φύγουμε από την Ορθόδοξη Εκκλησία χάνουμε το νόημα της πνευματικής ζωής μας. Μεθαύριο θα εορτάσουμε τη νίκη της Ορθοδοξίας, μεθαύριο, που είναι Κυριακή της Ορθοδοξίας θα δούμε τι σημαίνει να είσαι Ορθόδοξος χριστιανός.
Αδελφοί μου! Ο απόστολος του Χριστού άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος μας λέει «εγγίσατε τω Θεώ και εγγιεί υμίν» (Ιακ. 4,8). Να πλησιάσουμε δηλ. το Χριστό γιατί ο Χριστός είναι η ζωή μας. Άλλωστε όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας το αυτό λέγουν. Το θαύμα δε του αγίου Θεοδώρου του Τύρωνος, το οποίο θα το δούμε αύριο, δείχνει πως ο Χριστός σκεπάζει τους πιστούς Του. Εύχομαι να τηρούμε με τη δύναμη του Υψίστου όλα τα χριστιανικά μας καθήκοντα, γιατί αυτό θέλει η αγία μας Εκκλησία, αυτό θέλει το Ευαγγέλιο, αυτό θέλει η Παναγία. Εύχομε να ακούσουμε τη φωνή του Θεού για να μας επισκιάζει η δύναμις του Θεού. Κι άν καμμιά φορά σαν άνθρωποι αναρωτιόμαστε πως θα μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στα καθήκοντά μας πρέπει να ξέρουμε ότι όλα τα προβλήματα τα επιλύει δια πρεσβειών της Υπεραγίας Θεοτόκου ο Θεός. Άν αυτό που θέλουμε να κάνουμε είναι προς δόξαν του Θεού σίγουρα θα έχουμε τη συνδρομή του Θεού. Άς είμαστε επομένως πιστοί θεωρητικά και πρακτικά για να κερδίσουμε τη βασιλεία του Θεού. Αμήν!

Κήρυγμα εις την Α’ Στάση των Χαιρετισμών π. Χρήστος Πιτυρίνης

«Τῇ Ὑπερμἀχῳ στρατηγῷ τά νικητήρια»
Σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί «χαίρει ἡ κτίσις ὅλη», στους πρώτους «χαιρετισμούς» στην Παναγία Μητέρα του Θεού μας και όλου του γένους των Χριστιανών. Σήμερα,«οἱ οὐρανοί ἀγάλλονται» και οι στρατιές των ουρανίων ταγμάτων πανηγυρίζουν, για την τιμή που κάνουν οι χριστιανοί στο πρόσωπο της τιμιωτέρας και αγιωτέρας των Χερουβείμ σήμερα, σκιρτά η πά-ναγνη ψυχή της Παναγίας, εκεί στα δεξιά του Υιού της, όπου βρίσκεται, σαν βλέπει τα πλήθη των Ορθοδόξων, να πλημμυρίζουν τους Ναούς, με τη σκέψη τους σ’ αυτήν, να την υμνούν, με τον υπέροχο σε φράσεις και εικόνες και ανερμήνευτο σε βάθος, θείο χαιρετισμό«Χαῖρε, Νύμφη Ἀνύμφευτε», που μόνο σ’ αυτήν βρήκε την ανταπόκριση και εκπλήρωσή του, και σε καμιά άλλη γυναίκα.
Σήμερα, χαίρει όλη η γη και μας φανερώνει την χαρά της, στολισμένη με τα πρώτα άνθη της ανοίξεως, για να συμμετάσχει στην πανορθόδοξη χαρά, και να προσφέρει τα πρώτα της άνθη, για να στολισθεί η εικόνα της Παναγίας, να σμίξουν τα άνθη της ανοίξεως με το «ἄνθος τό ἀμάραντο» σήμερα, ο ορθόδοξος λαός νοερά σμίγει, με την σκέψη του, την καρδιά του και με την ακάθιστη στάση του, με τις χιλιάδες εκείνες των χριστιανών των βυζαντινών χρόνων, γύρω από το Ιερό Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών, που ψάλλουν τον «Ἀκάθιστο Ὑμνο», μαζί με τον σεβάσμιο και άγιο τότε Πατριάρχη Σέργιο.
Ο Γέροντας Πατριάρχης όρθιος όλη τη νύκτα εκείνη την τραγική, της πρώτης επίθεσης των βαρβάρων κατά της βασιλεύουσας, δεν κουράζεται να προφέρει, με το άγιο του στόμα τα λόγια της παρακλήσεως και των εγκωμίων στην Θεοτόκο, για να απαλλάξει την Πόλη της «ἐκ παντοίων κινδύνων» και να την ελευθερώσει από την επιδρομή των βαρβάρων. Και ο Χριστιανικός λαός τού Θεού «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ», ακάθιστος και αυτός ακολουθεί τον Πατριάρχη του στον δρόμο των ψυχικών εξάρσεων και μετεωρισμών και παρασύρεται στην ίδια πίστη και στην ίδια ελπίδα προς την Παναγία, όπως και τώρα, κάθε Παρασκευή βράδι της Μεγάλης Σαρακοστής, όπου ό Ορθόδοξος λαός συγκεντρώνεται στους Ναούς να ικετεύσει την Παναγία.
Πέρασαν δώδεκα και πλέον αιώνες, αφ’ ότου αντήχησαν, για πρώτη φορά οι πανευφρόσυνες στροφές τού  «Ἀκαθίστου Ὕμνου», στο σεμνό ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Το έθνoς μας ακρωτηριάσθηκε, διαμελίσθηκε από χριστιανικούς λαούς, κατέπεσε, ανορθώθηκε, ένα  μέρος της Κύπρου είναι σκλαβωμένο, οι Τετρακόσιες χιλιάδες Βορειοηπειρώτες Έλληνες χριστιανοί, στενάζουν στις φυλακές και στα κάτεργα του άθεου καθεστώτος της Αλβανίας, με την σταλινική σκληρότητα αλλά και από  τότε τόσοι αιώνες πέρασαν, η ψαλμωδία τού «Ἀκαθίστου Ὕμνου» ενώνει πνευματικά ότι χώρισε ή κτηνώδης βία και ή πολιτισμένη αδικία.
Ποιός έγραψε αυτόν τον υπέροχο ύμνο προς την Θεoτόκo, τον εμπνευσμένο από θεία Χάρη και φώτιση Θεού; Οπωσδήποτε ο Ακάθιστος Ύμνος, είναι αθάνατο και αιώνιο μνημείο θρησκευτικών και εθνικών θριάμβων, πού πραγματοποιήθηκαν κατ’ αρχάς γύρω από τα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως, όταν οι πρόγονοί μας πολεμούσαν «γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία καὶ τῆς πατρίδος τὴν ἐλευθερία», όπου οι πρόγονοί μας πέτυχαν ένδoξες νίκες «κατά βαρβάρων», αγωνιζόμενοι ηρωικά και αναθέτοντας την καλήν έκβασιν των πολέμων στο Θεό, και την μητέρα Του Παναγία, ή οποία «ὡς βροντή τούς ἐχθρούς καταπλήττουσα», έγινε του έθνους «ἰσχύς καί ὀχύρωμα, φυλακτήριον καί χαράκωμα καί κραταίωμα καί ἱερόν καταφύγιον».
Τι τρόμος τότε μα και τι θάρρος και ελπίδα στους χριστιανούς της Κωνσταντινουπόλεως, όταν είδαν τις βαρβαρικές στρατιές και έψαλλαν, μπροστά στην εικόνα του Ευαγγελισμού, τον Ακάθιστο Ύμνο. Μέσα στους στίχους του«Ἀκαθίστου», η αιώνια ελληνική ψυχή έχει στρέψει τον θαυμασμό της και την αγάπη της, που θα μπορούσε να προβάλει από ευγενική ψυχή προς την Θεοτόκο, ή οποία ανέγραψε τα νικητήρια, διότι ή Παναγία έχουσα «τό κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων κινδύνων ἐλευθέρωσε» με την πρωτεύουσα του Βυζαντίου και ολόκληρο το ελληνικό Έθνος. Τότε, κάτω από το κράτος τής βαθύτερης πίστεως και ευλαβέστερης ευγνωμοσύνης προς την Παρθένο και Θεοτόκο Μαρία, που έγινε«σκέπη καί κραταίωμα, τεῖχος καί ὀχύρωμα καί βοήθεια τῶν πιστῶς δεομένων της»υπερασπιστών τής Πατρίδος, δημιουργήθηκε ό «Ἀκάθιστος Ὕμνος», ο λεγόμενος συνήθως «Χαιρετισμοί τῆς Παναγίας».
Από τότε και μέχρι σήμερα «οἰ χαιρετισμοί» έγιναν αγαπημένη ακολουθία των χριστιανών, πού έρxoνται κάθε χρόνο με την ίδια λαχτάρα και μέσα στο μοσχομύριστο από θυμίαμα περιβάλλον των Εκκλησιών, να τούς ακούσουν, να σταυροκοπηθούν, να συγκινηθούν, γιατί πάντα «οἰ χαιρετισμοί» κρατούν την ίδια ένταση και επικαιρότητα και ασκούν την ίδια επίδραση σε κάθε χριστιανική ψυχή πού τούς ακούει, σε λαμπρούς ναούς, σε αραχνιασμένα εξωκκλήσια, σε σπηλιές, σε λόφους, σε λόγγους και πεδιάδες. Ο «Ἀκάθιστος Ὕμνος», Είναι σάλπισμα πού μας αφυπνίζει. Είναι δύναμις και δίδαγμα που καθοδηγεί τις ελληνικές γενεές στο καθήκον, είναι υπομνηστήριο των υποχρεώσεών μας, προς την θρησκεία και την Πατρίδα μας. Ο Θεός δια πρεσβειών της Υπεραγίας Θεοτόκου της προστάτιδος  όλου του Ορθοδόξου έθνους μας,  ας είναι σκέπη, φρουρός και προστάτης, να μας  διαφυλάτει από κάθε κίνδυνο, να μας χαρίζει υγεία και θεία φώτιση στον κάθε ένα  προσωπικά μετά των οικογενειών μας. ΑΜΗΝ

Η ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ ΜΑΣ Σχόλια στήν Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν

Ἀτενίζοντας στήν Ἀκολουθία τῶν Χαιρετισμῶν τό γλυκύ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, χωρίς νά τό διαχωρίζουμε ἀπό τό πρόσωπο καί τήν δόξα τοῦ Υἱοῦ της, ὀφείλομε νά μαρτυρήσωμε γιά τή ἐλπίδα μας καί τήν αἰτία αὐτῆς, τήν ἐλπίδα τοῦ μικροῦ λείμματος, τήν ἐλπίδα τῶν τέκνων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ ζωή τῶν Χριστιανῶν περιγράφεται σάν μιά ζωή ἐλπίδας. Ὁ Θεός καί Πατήρ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς ἀναγέννησε εἰς ἐλπίδα ζῶσαν, ἔτσι ὥστε ἡ μόνη λογοδοσία γιά τό ἄν ἀνταποκριθήκαμε στήν θεϊκή μας κλήση ἤ ὄχι νά εἶναι λόγος περί τῆς ἐν ὑμῖν ἐλπίδος .
Χριστιανική ζωή σημαίνει προσδοκία τῆς μακαρίας ἐλπίδος καί ἐπιφάνεια τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ , σημαίνει διακράτηση τῆς προκειμένης ἐλπίδος , ἀδιάβλητη ἐμμονή στήν ἐλπίδα τοῦ Εὐαγγελίου σημαίνει καύχηση ἐπ' ἐλπίδι τῆς δόξης.
Ἡ χριστιανική αὐτή ἐλπίδα εἶναι ὅμως κάτι μοναδικό. Ἐνῶ οἱ ἀνθρώπινες ἐλπίδες συνδέονται πάντοτε μέ τίς ὑποσχέσεις τοῦ κόσμου καί τῆς ὑπάρξεως, ἡ χριστιανική ἐλπίδα ἀντίθετα ἀπαγκιστρώνεται ἀπό τό συμβατικό καί τό ἀνθρώπινο καί ἀνατρέχει στήν μόνη πηγή ζωῆς και τοῦ δυνατοῦ: στόν Ἀποκαλυφθέντα καί Ζῶντα Θεό.
Ἡ χριστιανική ἐλπίδα ξεχωρίζει ριζικά ἀπότίς ἀνθρώπινες ἐλπίδες, γιατί αὐτή εἶναι ἡ ἐλπίδα, ὄχι παράγωγο ἀνθρώπινης φαντασίας καί νοσταλγίας, ἀλλά καρπός τοῦ Πνεύματος, κάλεσμα τῆς θείας χάριτος, ἡ ἐλπίς τῆς κλήσεως αὐτοῦ , ὅπως τήν χαρακτηρίζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Στήν κλήση τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐξαγγέλλεται καθημερινά μέ τόν λόγο καί τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ἀποκαλύπτεται ἡ χριστιανική ἐλπίδα, καί ὅποιος θέλει νά ζήση μέσα σ' αὐτήν πρέπεινά ἀποδεχθῆ τό κάλεσμα τοῦτο τοῦ Θεοῦ, τόν λόγο τῆς ἀληθείας Του, τόν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου Του.

Προσδοκία, ἐλευθερία, λύτρωση
Ἡ κλήση αὐτή τοῦ Θεοῦ εἰς ἐλπίδα ζῶσαν δέν εἶναι μιά δωρεά στόν μύστη ἤ τόν ἱεροφάντη, δέν εἶναι μιά μαγική ἐνστάλαξη τοῦ θείου στήν ἀνθρώπινη φύση. Ὁ δέ Θεός τῆς εἰρήνης πληρῶσαι ὑμᾶς πάσης χαρᾶς καί εἰρήνης ἐν τῷ πιστεύειν, εἰς τό περισσεύειν ὑμᾶς ἐν τῇ ἐλπίδι ἐν δυνάμει τοῦ Πνεύματος Ἁγίου . Ἡ ἐλπίδα μας εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ μέσα στή δύναμη τοῦ Πνεύματος. Ἡ ἀλήθεια αὐτή περιγράφει καί ἐξαντλεῖ ἀποκλειστικά καί περιεκτικά ὅλο τό νόημα τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί ζωῆς.
Ἡ συγκεκριμένη προσδοκία τῆς χριστιανικῆς ἐλπίδας εἶναι ἡ σωτηρία. Σωτηρία σημαίνει ζωή μέ τόν Χριστό. Μόνον σ' Αὐτόν γίνεται ἡ ὕπαρξή μας πραγματική ζωή. Εἶναι δέ ζωή γιατί, δοσμένη ὁλόκληρη στόν Χριστό, θά γίνη ζωή, ὅταν ἔλθη πάλι Ἐκεῖνος, γιά να χαρίση τήν αἰώνια ζωή.
Ὡς ζωή ὅμως ἡ χριστιανική ὕπαρξη ταυτίζεται μέ τήν ἐλευθερία καί τή λύτρωση. Ἡ ἐλευθερία αὐτή εἶναι ἡ κατοχή μας καί ἡ μεγάλη μας προσδοκία. Ἐλευθερία καί λύτρωση ἀπό τήν θανατηφόρα προσήλωση καί δέσμευση στόν ἑαυτό μας, ἐλευθερία τοῦ διδόναι καί λαμβάνειν, ἐλευθερία μεσα στή χάρη τοῦ λυτρωμένου, ἐλευθερία ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ Ἐρχομένου ἐπί τό ἑκούσιον Πάθος καί δοξοποίηση προσωπική. Ἡ δόξα, τήν ὁποία προσμένουμε καί διαπερνᾶ τήν ὕπαρξή μας, εἶναι ἡ μεγαλοπρέπεια τῆς ἐλευθερίας τῆς αἰώνιας ζωῆς, ἡ θεωρία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Καλούμεθα, λοιπόν νά ἐλπίζουμε. Ἐκεῖ, στήν Ἀνάσταση, ὅπου ξεπεράσθηκαν τά ἀνθρώπινα ὁρόσημα, ἐκεῖ πάλι πρέπει καί μπορεῖ νά μεταποιηθῆ ἡ πίστη σέ ἐλπίδα. Ὁ Θεός ἄκουσε τόν κλαυθμό μας καί μᾶς ἄνοιξε πλατειά τόν ὁρίζοντα γιά να δοῦμε, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος ὀπισθοχωρεῖ καί τρομάζει. Ὁ Θεός ζητᾶ τήν ἐμπιστοσύνη μας στό παρόν, ἀλλά καί στό μελλον, τό ὁποῖο ἀκόμη δέν ὑπάρχει. Αὐτή ἡ ἐλπίδα, τήν ὁποία ὀφείλομε νά βεβαιώσωμε μέ τή ζωή μας, μᾶς καθιστᾶ ἱκανούς νά φέρωμε τόν σταυρό τοῦ παρόντος καί προκαλεῖ τήν ἱστορία. Αὐτή εἶναι ἡ ἀδυναμία τῆς χριστιανικῆς ἐλπίδας. Νά ζῆ τόν Σταυρό καί νά προσφέρη τήν Ἀνάσταση. Ὁ Θεός τῆς ἐλπίδας δέν εἶναι Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος ἐξαντλεῖται στήν παροῦσα στιγμή ἀλλά εἶναι Ἐκεῖνος ὅστις ζωοποιεῖ τούς νεκρούς, καλεῖ τά μη ὄντα ὡς ὄντα . Ἔτσι ἡ ἐλπίδα μας, κατά τήν ἔκφραση τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, γίνεται ἡ χαρά τοῦ παρόντος, ἡ ἀνάπαυση καί ἀνακούφιση, ἡ προσδοκία μας, γιατί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ μᾶς περικυκλώνει καί δέν μᾶς καταισχύνει.
Ἡ προσδοκία δίδει ξεχωριστό νόημα στή ζωή, γιατί μόνο ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος προσδοκᾶ οἰκειοποιεῖται τό παρόν του καί εὑρίσκει χαρά ὄχι μόνο στήν χαρά ἀλλά καί στόν πόνο. Εὐτυχία ὄχι μόνο στήν εὐτυχία ἀλλά καί στήν δυστυχία. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ ἐλπίδα μας γίνεται μιά θριαμβευτική ὁδοιπορία, γιατί αὐτή μόνο μπορεῖ νά προγνώση τό μέλλον, ἀκόμη καί τοῦ πεπερασμένου καί τοῦ θνητοῦ, γιατί αὐτή μόνη ἀποδιώχνει καί φονεύει τήν ἀπόγνωση. Γιά τόν λόγο αὐτό ἡ θυμοσοφική γλώσσα ἀποφαίνεται, ὅτι ζωή χωρίς ἐλπίδα δέν εἶναι ζωή. Κόλαση εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀπελπισία. Ὁ Δάντης εἶχε ἀπολύτως δίκαιο γιά τήν ἐπγραφή στήν εἴσοδο τῆς κολάσεως: " Ἐσύ πού εἰσέρχεσαι ἄφησε πίσω σου κάθε ἐλπίδα".
Ἡ σύναξη τῶν Ὀρθοδόξων κάθε φορά στήν Ἀκολουθία Χαιρετισμῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἀποτελεῖ βεβαίωση καί συμπλήρωση τῆς ἐλπίδας μας. Ἡ ζωή μας ἀποκαλύπτει τό σημεῖο καί τό μυστήριο τῆς ἐλπίδας. Ποιός μᾱς κρατύνει καί μᾶς ἐνισχύει; Ποιός μᾶς ἐμφυσᾶ πνοήν ζῶσαν; Ὁ ἴδιος ὁ Κυριος καί ἡ Παναγία Μητέρα Του. Αὐτή, ἡ Παναγία Μητέρα, ἀποτελεῖ τήν χαρά καί τήν παρηγοριά τοῦ λαοῦ μας. Ἄς θυμηθοῦμε στό σημεῖο αὐτό τόν λόγο τοῦ Ὁσίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου: "Ὅταν ἡ Παναγία στεκόταν δίπλα στόν Σταυρό, τότε ἡ θλίψη της ἦταν ἀπέραντη σάν τόν ὠκεανό κι οἱ πόνοι τῆς ψυχῆς της ἦταν ἀσύγκριτα μεγαλύτεροι ἀπό τόν πόνο τοῦ Ἀδάμ μετά τήν ἔξωση ἀπό τόν Παράδεισο, γιατί κι ἡ ἀγάπη της ἦταν ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Ἀδάμ στόν Παράδεισο. Κι ἄν ἐπέζησε, ἐπέζησε μόνο μέ τήν θεία δύναμη, μέ τήν ἐνίσχυση τοῦ Κυρίου, γιατί τό θέλημά Του ἦταν νά δῆ τήν Ἀνάσταση κι ὕστερα, μετά τήν Ἀνάληψή Του, νά παραμείνη παρηγοριά καί χαρά τῶν Ἀποστόλων καί τοῦ νέου χριστιανικοῦ λαοῦ.
Ὁ Θεός εἶναι μπροστά μας, ὡς τό ἀπόλυτο μέλλον μας. Ἀπό ἐκεῖ ἔρχονται οἱ δυνάμεις καί τό πλήρωμα, ἀπό τόν Ἐρχόμενο. Οἱ Χριστιανοί, γράφει σύγχρονος ὀρθόδοξος στοχαστής, πάνω στήν ἐλπίδα καί τόν ἀγώνα τους ἀσκοῦνται καί μαθαίνουν νά ἐλπίζουν, καί ἐλπίζοντας νά δροῦν περισσότερο. Ἡ ἐλπίδα τους εἶναι ἀκριβή, φωτισμένη καί συναρπαστική. Μέ τό μέτρο αὐτῆς τῆς ἐλπίδας κλονίζουν τή σιγουριά ἀμετακίνητων καταστάσεων καί ἀπομυθεύουν τίς ἀρνητικές μονιμότητες, τά αὐτονόητα καί τά εἴδωλα τῆς ζωῆς καί συντελοῦν στό νά κρατιοῦνται ἡ ζωή καί ἡ ἱστορία ἀνοιχτές γιά νέες κατακτήσεις, ἀπρόοπτες καί ἀπροσδόκητες.
Μποροῦμε, λοιπόν, νά μήν ἐλπίζουμε; Ἔχουμε γευθῆ τήν ἐμπειρία τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου, ἔχουμε τήν Ἐκκλησία μας, τήν Παναγία Μητέρα μας - ἡ ἀγάπη φθάνει νά σταματήση τήν κακία τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν αἰώνων. Γι' αὐτό ἀναθέτουμε στήν Θεοτόκο εὐλαβικά ὅλη μας τήν ἐλπίδα μας γιά τό αὔριο, συνεχίζοντες μέ ὑπομονή τήν ζωή καί τόν ἀγώνα μας.
πατρός Ἀγαθαγγέλου Κ. Χαραμαντίδη

Παρασκευή Α΄ Χαιρετισμῶν Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρά ἐκλάμψει π. Γεώργιος Ρ. Ζουμῆς

Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἕνα ποίημα, ἕνα πνευματικό ἀριστούργημα τῆς Βυζαντινῆς περιόδου, ἀφιερωμένο στην Παναγία, στήν Ὑπέρμαχο Στρατηγό. Σήμερα, θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά ποῦμε λίγα λόγια στόν πρῶτο στίχο, στόν πρῶτο χαιρετισμό. Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρά ἐκλάμψει.
Ὁ στίχος αὐτός μᾶς μιλάει γιά τήν χαρά. Ὑπάρχουν πολλές χαρές. Χαίρονται οἱ ἄγγελοι, χαίρονται οἱ ἄνθρωποι, χαίρεται καί ὁ διάβολος. Κι᾿ ἐπειδή αὐτό τό τελευταῖο φαίνεται παράξενο, ἄς ἀρχίσουμε ἀπό αὐτό.
Ὁ σατανᾶς, τό πονηρό πνεῦμα πότε χαίρεται; Ὅταν κάνει κακό. Ὅταν σπείρει ζιζάνια ἀνάμεσα στους ἀνθρώπους, μίση, ἔριδες, φιλονικίες κ.ἄ. Ὅταν διαλύει οἰκογένειες, ὅταν σκορπᾶ καταστροφές. Τότε ἡ χαρά του εἶναι μεγάλη, ἀπερίγραπτη. Γι᾿ αὐτό στήν Ἀποκάλυψη ὀνομάζεται Ἀπολλύων, δηλαδή καταστροφέαςἌν ἦταν ἐλεύθερος, ἄν ἦταν στό χέρι του, θά ἀφάνιζε ὅλη τήν ἀνθρωπότητα, ὅλη τήν δημιουργία. Μέ μία κλωτσιά θά ἀνέτρεπε τό σύμπαν ὁλόκληρο. Ἀλλά δέν τόν ἀφίνει ὁ Θεός, δέν τό ἐπιτρέπει ἡ φιλανθρωπία καί ἡ ἀγαθότητά Του.
Βλέπουμε στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅτι ὁ διάβολος πείραζε τόν πολύαθλο Ἰώβ ὅσο ὁ Θεός τοῦ ἐπέτρεπε. Δέν μποροῦσε παραπάνω. Στήν δέ Καινή Διαθήκη, στή χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, δέν μποροῦσαν οἱ δαίμονες νά μποῦν στούς χοίρους, ἄν ὁ Χριστός δέν τούς ἄφηνε.
Κάποτε εἶπε ὁ Χριστός στόν Πέτρο: Ζήτησε ὁ διάβολος νά σᾶς σινιάσει ὡς τόν σίτον. Πῶς βάζουμε τό σιτάρι στό σινί, στό δίσκο καί τό κουνᾶμε, γιά νά τό καθαρίσουμε, ἔτσι ζήτησε ὁ σατανάς νά σᾶς ζαλίσει, νά σᾶς τρελάνει, νά  σᾶς κάνει κακό, νά σᾶς χορέψει στό ταψί πιό ἁπλᾶ. Ἐγώ ὅμως παρακάλεσα τόν ἐπουράνιο Πατέρα μου, νά μή τοῦ τό ἐπιτρέψει. Νά μή τοῦ κάνει τό χατήρι.
Λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὅτι χαίρεται ὁ διάβολος νά βασανίζει τούς ἀνθρώπους. Θεωρεῖ δέ βάσανο δικό του, ὑποφέρει, ὅταν δέν μπορεῖ νά βασανίσει τούς ἀνθρώπους.
Ὁρισμένες φορές κάποιοι ἄνθρωποι γίνονται θηρία καί σατανικοί. Χαίρονται νά κάνουν κακό. Χαίρονται μέ τόν πόνο τῶν ἄλλων.
Ἄς ἔρθουμε ὅμως στήν ἀνθρώπινη χαρά. Ὑπάρχει στούς ἀνθρώπους χαρά; Πῶς δέν ὑπάρχει. Λέει ὁ Κύριος στό Εὐαγγέλιο: Ἡ γυναίκα, ὅταν γεννήσει, ἔχει χαρά, διότι ἦλθε ἄνθρωπος στόν κόσμο. Χαίρεται ἡ μητέρα, ὅταν κρατάει στήν ἀγκαλιά της το παιδί της. Χαίρεται το παιδί, ὅταν βρίσκεται στην ἀγκαλιά τῆς μάνας του. Χαίρεται ὁ μαθητής, ὅταν παίρνει καλούς βαθμούς ἤ ἀκούει τόν ἔπαινο ἀπό τόν δάσκαλό του. Χαίρεται ὁ φοιτητής, ὅταν παίρνει τό πτυχίο του καί κατόπιν βρίσκει δουλειά.
 Ἀκόμη ὑπάρχει καί ἄλλου εἴδους χαρά. Χαίρεται ὁ ἀλκοολικός, ὅταν κρατάει στό χέρι τό ποτήρι καί πίνει. Χαίρεται ὁ φιλάργυρος, ὅταν μετράει τά χρήματά του ἤ ἀκούει τόν ἦχο τῶν νομισμάτων. Χαίρεται ὁ φιλόδοξος, ὅταν κατορθώσει νά πατήσει ἐπί πτωμάτων καί νά ἀνεβεῖ σέ ὑψηλά ἀξιώματα. Χαίρεται ὁ φιλήδονος, ὅταν ἱκανοποιεῖ τίς παράνομες σαρκικές του ὀρέξεις. Ὅμως αὐτές οἱ χαρές εἶναι στιγμιαῖες, ἀπατηλές. Μετά ἀκολουθεῖ  ἡ μελαγχολία, τό ἆγχος ἡ ἀγωνία καί οἱ τύψεις.
Ποῦ θά βροῦμε τήν ἀληθινή χαρά; Μᾶς τό  εἶπε σήμερα ὁ ἀκάθιστος ὕμνος: Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρά ἐκλάμψει. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ πηγή τῆς χαρᾶς. Αὐτή ἔφερε τήν χαρά στόν κόσμο, τόν Χριστό. Ἕνα ἄλλο τροπάριο λέει:Χαῖρε, ἡ τήν χαρά τοῦ κόσμου δεξαμένη. Ἡ πραγματική, ἡ ἀληθινή καί μεγάλη χαρά εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Χαῖρε κεχαριτωμένη, εἶπε ὁ Ἀρχάγγελος στην Παναγία. Χαίρετε καί ἀγαλλιᾶσθε, λέει ὁ Χριστός. Χαίρετε καίπάλιν ἐρῶ χαίρετε, γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, παρ᾿ ὅλο πού ἦταν ἁλυσοδεμένος μέσα στή φυλακή. Ὁ χριστιανισμός καί κυρίως ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι θρησκεία τῆς χαρᾶς. Γιά τόν χριστιανό δέν ὑπάρχει μελαγχολία καί ἀπελπισία. Εἶναι πολύ μεγάλο λάθος καί ἀπιστία νά καταφεύγουμε μέ τό παραμικρό στά ἠρεμιστικά καί στά ψυχοφάρμακα. Ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει στό Χριστό καί ἔχει προσωπική σχέση μαζί Του, δέν τά χρειάζεται, δέν τά ἔχει ἀνάγκη. Ὁ χριστιανός, ὅταν ἀνοίγει την Ἁγία Γραφή καί μελετάει τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, βλέπει ἐκεῖ πράγματα θαυμαστά, οὐράνια. Τότε ἔχει χαρά καί ἀγαλλίαση. Ἐφόσον ὅμως δέν ἀνοίγουμε τό βιβλίο τοῦ Θεοῦ, μόνοι μας καταδικάζουμε τούς ἑαυτούς μας καί  στερούμεθα τήν χαρά.
Γιά τόν  ἄνθρωπου ὑπάρχουν καί ἄλλες χαρές. Ὅταν ἁπλώνει το χέρι του καί βοηθάει τόν φτωχό. Ὅταν γονατίζει καί προσεύχεται καί  ἔχει συντροφιά τόν ἐπουράνιο Πατέρα του. Χαίρεται, ὅταν ἐκκλησιάζεται καί συμμετέχει στά ἅγια μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί κυρίως, ὅταν γονατίζει κάτω ἀπό τό πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ. Αὐτή ἡ πνευματική χαρά δέν περιγράφεται. Λέει ὁ Ντοστογιέφσκι,ἐξομολογήθηκα καί παράδεισος φύτρωσε στήν καρδιά μου. Γι᾿ αὐτήν τήν κατάσταση, γιά τήν μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ, χαίρονται καί  πανηγυρίζουν ἀκόμη καί οἱ ἄγγελοι στόν οὐρανό. Γι᾿ αὐτό εἴπαμε στήν ἀρχή, ὅτι χαίρονται καί οἱ ἄγγελοι. Εἶπε ὁ Κύριος: Χαρά γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι.
Εὔχομαι, ἀγαπητοί μου, αὐτήν τήν μεγάλη χαρά, τήν χαρά τοῦ οὐρανοῦ, τήν χαρά τῶν ἀγγέλων νά ἔχουμε πάντοτε στή ζωή μας. Ἀμήν.

ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ.ΠΡΩΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ "Όταν αισθανόμαστε παρηγοριά και χαρά από τις εικόνες, στην πραγματικότητα δεχόμαστε τη χαρά αυτή από τις ουράνιες δυνάμεις πού απεικονίζονται σ' αυτές."




Η ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

ΠΡΩΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ
(ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ)

(Ευαγγέλιο: Ίωαν. α'43-51)

Πόσο μεγάλη, πόσο φοβερή είναι ή παρουσία του Θεού! Πόσο μεγάλη και πόσο φοβερή είναι ή παρουσία του ζώντος Θεού!
0ι αγγελικές δυνάμεις στέκονται μπροστά Του με φόβο και τρόμο. Τα σεραφείμ κρύβουν τα πρόσωπα τους με τις φτερούγες τους μπροστά στο αστραφτερό φώς και το ανέκφραστο κάλλος της παρουσίας Του.
Πόσο λαμπρός είναι ό ήλιος! Πόσο εντυπωσιακό είναι το έναστρο στερέωμα! Πόσο δυνατός είναι ό ταραγμένος ωκεανός! Πόσο μεγαλόπρεπα είναι τα γιγαντιαία βουνά!

¨

Πόσο φοβερά είναι τα κεραυνοφόρα σύννεφα και τα πύρινα ηφαίστεια! Πόσο ευχάριστες είναι οι άνθοφορημένες κοιλάδες με τις χιλιάδες πηγές και τα διάσπαρτα λευκά κοπάδια τους. Κι ολ' αυτά δεν είναι παρά έργα των χεριών του Θεού. Είναι έργα πού φτιάχτηκαν από τον αθάνατο Δημιουργό. Κι αν ή κτίση είναι τόσο όμορφη, πώς πρέπει να είναι ό Δημιουργός;
Αν ή καρδιά του ανθρώπου γεμίζει με δέος, χαρά ή δάκρυα μπροστά στη δημιουργία του Θεού, πώς πρέπει να νιώθει μπροστά στον παντοδύναμο και ζώντα Δημιουργό;




Πώς μπορεί ένα θνητό ον να σταθεί κοντά στον αθάνατο Θεό και να μην εξαφανιστεί, να μη διαλυθεί; Ποιό θνητό ον μπορεί να κοιτάξει το πρόσωπο του Θεού και να εξακολουθεί να ζει; Αν είναι φοβερό το να δεις το πρόσωπο αγγέλου του Θεού, πόσο φοβερότερο είναι να βρεθείς ενώπιον του ίδιου του Θεού; Περιγράφοντας το δράμα του αγγέλου του Θεού ό προφήτης Δανιήλ λέει: «...ούχ υπελείφθη εν έμοί ισχύς, και ή δόξα μου μετεστράφη εις διαφθοράν» (Δαν. ι' 8). Δεν έμεινε μέσα μου καμιά δύναμη, ή δόξα μου αλλοιώθηκε κι έγινε φθαρτή. Ακόμα κι ό πιο δυνατός άνθρωπος νιώθει αδύναμος, ό πιο όμορφος μοιάζει άσχημος μπροστά στον άγγελο του Θεού, πού έχει «το σώμα αυτού ωσεί θαρσίς, και το πρόσωπον αυτού ωσεί όρασις αστραπής, και οι οφθαλμοί αυτού ώσεί λαμπάδες πυρός» (Δαν. ι' 6).




Το σώμα του αγγέλου, λέει ό προφήτης, μοιάζει με τη βήρυλλο, το πρόσωπο του ήταν σαν αστραπή και τα μάτια του ήταν σαν πύρινα φώτα. Το θαυμαστό πρωινό πού ό Κύριος Ιησούς αναστήθηκε «έκ νεκρών», «ιδού σεισμός έγένετο μέγας-άγγελος γάρ Κυρίου καταβάς εξ ουρανού, προσελθών άπεκύλισε τον λίθον από της θύρας και έκάθητο επάνω αυτού ην δε ή ιδέα αυτού ως αστραπή και το ένδυμα αυτού λευκόν ωσεί χιών από δε του φόβου αυτού έσείσθησαν οι τηρούντες και εγένοντο ωσεί νεκροί» (Ματθ. κη' 2-4). Και έγινε σεισμός μεγάλος, λέει ό Ιερός ευαγγελιστής- κατέβηκε άγγελος Κυρίου από τον ουρανό, ήρθε κοντά στο μνημείο, κύλισε την πέτρα πού έφραζε την είσοδο και κάθισε πάνω της. Ή μορφή του αγγέλου έμοιαζε με αστραπή, ενώ τα ρούχα του ήταν λευκά σαν το χιόνι. Και σαν τον είδαν οι φρουροί συγκλονίστηκαν από το φόβο τους κι έγιναν σαν νεκροί.
Αυτά τ' αποτελέσματα δημιουργεί ή εμφάνιση του υπηρέτη του Βασιλιά. Ή θέα του ίδιου του Βασιλιά τότε;
Οι μόνοι πού γνωρίζουν, πού ή γνώση αυτή έχει μείνει διά παντός ανεξάλειπτη στη μνήμη τους, είναι αυτοί πού έχουν κοντά τους τούς πανένδοξους αυτούς αγγέλους. Ή γνώση αυτή πού δόθηκε στους προφήτες με τη μορφή οραμάτων, τούς μεταμόρφωσε και τούς έκανε ταπεινούς και πράους μπροστά στον ουράνιο κόσμο, μα αποφασιστικούς και πύρινους προς τούς τυφλούς κι αμετανόητους αμαρτωλούς.


Ό προφήτης Ελισαίος προσευχήθηκε μια φορά στο Θεό, ώστε ν' ανοίξει τα μάτια του νεαρού πού είχε μαζί του και να δει εκείνα πού έβλεπε ό ίδιος ό προφήτης. Κι ό Θεός άκουσε την προσευχή του μεγάλου προφήτη κι άνοιξε τα μάτια του νεαρού, πού είδε «και ιδού το Όρος πλήρες ίππων, και άρμα πυρός περικύκλω Ελισαίε» (Δ' Βασ. στ'17).



Τότε πώς θα ήταν και με τί θα μπορούσε να παρομοιάσει κανείς το δράμα του ίδιου του Βασιλιά των ουρανίων δυνάμεων, ένα τόσο φοβερό και πανένδοξο όραμα; Όταν ό μέγας προφήτης Ησαΐας αξιώθηκε να δει το όραμα αυτό, αναφώνησε με φόβο και θαυμασμό: «Ώ, τάλας εγώ, ότι κατανένυγμαι, ότι άνθρωπος ων και ακάθαρτα χείλη έχων, εν μέσω λαού ακάθαρτα χείλη έχοντος εγώ οικώ και τον βασιλέα Κύριον Σαβαώθ είδον τοις όφθαλμοίς μου» (Ήσ. στ'5). Αλλοίμονο σέ μένα τον ταλαίπωρο! Είμαι άνθρωπος με ακάθαρτα χείλη, πού ζω ανάμεσα σέ ανθρώπους με επίσης ακάθαρτα χείλη, και αξιώθηκα να δώ τον Κύριο και Θεό, τον βασιλιά των ουρανίων δυνάμεων.


0ι ευλογημένοι αυτοί άνθρωποι θα γνώριζαν πώς ό Βασιλιάς, ό Κύριος, τούς έχει πάντα στο βλέμμα Του -ό ίδιος θαυμαστός και αναλλοίωτος


Κύριος και Θεός, πού ό Ησαΐας είδε με μια φευγαλέα ματιά και γέμισε με φόβο και δέος. Και μ' αυτή τη γνώση ό νους τους δέ θα υποχωρούσε τότε σέ οποιοδήποτε είδος αμαρτίας ή ακαθαρσίας. Είτε ό άνθρωπος βλέπει το Θεό είτε όχι, ό Θεός τον βλέπει. Αυτό δεν είναι αρκετό για να κάνει το βλάσφημο ν' ανατριχιάζει και να φρίττει; Και για το χριστιανό, δεν είναι αυτό μια παρηγοριά στα βάσανα Του;



Όχι μόνο ό Τριαδικός Θεός μας βλέπει και παρατηρεί τη ζωή μας κάθε στιγμή, αλλά κι ολόκληρος ό χορός των ουρανίων δυνάμεων, οι άγγελοι κι οι άγιοι μαζί. Εκατομμύρια μάτια μας βλέπουν σα να 'ταν μ' ένα μάτι. Εκατομμύρια καλές επιθυμίες μας συνοδεύουν στο σκοτεινό κι αγκάθινο δρόμο της ζωής μας. Κι εκατομμύρια χέρια απλώνονται για να μας δώσουν τη βοήθεια τους, σαν ένα χέρι όλα μαζί.



Ή επίγεια Εκκλησία του Θεού οδηγείται από το Άγιο Πνεύμα και προσπαθεί να παρουσιάσει τη θαυμαστή και φοβερή, την αγαπητή αυτή πραγματικότητα στους πιστούς, με τη βοήθεια των εικόνων, πού αντιπροσωπεύουν τον αόρατο κόσμο των ουρανίων δυνάμεων. Τούς θυμίζει τη διαρκή παρουσία των δυνάμεων αυτών στον κόσμο. Όταν προσκυνούμε την εικόνα, δέ σημαίνει ότι λατρεύουμε το ξύλο ή τα χρώματα της ζωγραφιάς, αλλά τις ουράνιες δυνάμεις πού απεικονίζονται σ' αυτές και πού είναι ζωντανές και παρούσες. Όταν στεκόμαστε μπροστά στις εικόνες με φόβο Θεού, τον ίδιο αυτό φόβο νιώθουμε και αποδίδουμε προς τις ουράνιες δυνάμεις.


Όταν αισθανόμαστε παρηγοριά και χαρά από τις εικόνες, στην πραγματικότητα δεχόμαστε τη χαρά αυτή από τις ουράνιες δυνάμεις πού απεικονίζονται σ' αυτές. Μόνο οι ανόητοι κι αυτοί πού κατέχονται από δαιμονικές δυνάμεις βλέπουν ειδωλολατρία στην προσκύνηση των εικόνων. Ποιος έχει ανοίξει πόλεμο εναντίον της ειδωλολατρίας στο πέρασμα των αιώνων, αν όχι ή Ορθόδοξη Εκκλησία; Ποιας Εκκλησίας οι πιστοί θυσιάστηκαν κατά εκατομμύρια στο νικηφόρο αυτό πόλεμο;


Ποιος άλλος αφάνισε την ειδωλολατρία; Πώς θα μπορούσε λοιπόν μια Εκκλησία πού αφάνισε την ειδωλολατρία να γίνει ειδωλολατρική;
Τη μομφή αύτη την σκάρωσαν εναντίον της Ορθόδοξης Εκκλησίας οι άνομοι αιρετικοί, πού οι σκέψεις τους λειτουργούσαν σαρκικά, όχι πνευματικά.

 Με το σκοτισμένο νου τους δεν μπορούσαν να δουν τη διαφορά ανάμεσα στην προσκύνηση των εικόνων και την ειδωλολατρία. Ήταν ανίκανοι να τα βγάλουν πέρα με τα σφαλερά επιχειρήματα τους κι έτσι έστρεψαν τη φωτιά και το ξίφος ενάντια στις εικόνες και κείνους πού τις προσκυνούσαν. Έκαψαν τις εικόνες στη φωτιά και σκότωσαν τούς πραγματικούς πιστούς με το ξίφος τους. Όμως του Θεού ή δύναμη ήταν μεγαλύτερη από τη φωτιά και το ξίφος των αιρετικών. Έτσι τελικά οι αιρετικοί κατατροπώθηκαν, ενώ ο! εικόνες έμειναν για να στολίζουν τα τέμπλη και να θυμίζουν στους πιστούς τη φοβερή παρουσία του Θεού και των ουρανίων δυνάμεων, μέσα από τη ζωή των αγίων αντρών και γυναικών.



Για ανάμνηση της νίκης ενάντια στους εικονοκλάστες και της θριαμβευτικής αποκατάστασης της τιμής των εικόνων την εποχή του πατριάρχη Μεθοδίου, της ευσεβούς αυτοκρατόρισσας Θεοδώρας και του γιου της Μιχαήλ, οι άγιοι και θεοφόροι πατέρες μας όρισαν την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής να αφιερωθεί στο γεγονός αυτό. Ή μέρα αυτή είναι γνωστή ως Κυριακή της Ορθοδοξίας, για να μας θυμίζει το θρίαμβο της ορθόδοξης πίστης ενάντια στους αιρετικούς, πού θέλησαν να εμποδίσουν την προσκύνηση των εικόνων, όπως έκαναν κι οι σοφοί του κόσμου τούτου.



Την ήμερα αυτή οι άγιοι και θεοφόροι πατέρες διάλεξαν να διαβάζεται το ευαγγέλιο πού αναφέρεται στο Ναθαναήλ, στις αμφιβολίες του για το Χριστό προτού τον γνωρίσει, καθώς και τη συνομιλία πού είχε μαζί Του μετά τη συνάντηση τους. Θέλησαν έτσι να δείξουν πόσο απαραίτητη είναι ή παρουσία τού Θεού όταν προβάλει κανείς τις αμφισβητήσεις του για την πίστη, καθώς και τη θαυμαστή δύναμη της παρουσίας Του αυτής.


 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙΡΟΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ.   πηγή

Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ «Το γάρ πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνην» (1)

H μάστιγα της κατάθλιψης

Του Φώτη Μιχαήλ, ιατρού
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '70 η κατάθλιψη ήτανε νόσημα σπανιότατο στην πατρίδα μας. Από 'κει και πέρα, όμως, τα πράγματα άλλαξαν: Η ανασφάλεια, η απογοήτευση, η θλίψη και η απόγνωση άρχισαν να μας επισκέπτονται όλο και πιο συχνά. Οι ψυχίατροι πύκνωσαν και οι συνταγές με αντικαταθλιπτικά πήραν την ανιούσα.
Τι έφταιξε άραγε, που προσβληθήκαμε τόσο άσχημα από αυτήν την καταραμένη αρρώστια; Ο τραγικός μας ποιητής Ευριπίδης γράφει: ''Πάνω στην ελπίδα πρέπει οι σώφρονες να στηρίζουν την ζωή τους''. Με άλλα λόγια, όταν χάνεται η αρετή και το μέτρο,  θρονιάζεται στις ψυχές μας η θλίψη και η απελπισία.
Το ίδιο λένε και οι Πατέρες της Εκκλησίας μας: ''Όποιος νικιέται από τα πάθη, δεν θα αποφύγει τα δεσμά της θλίψης. Όποιος ενίκησε τα πάθη του, αυτός ενίκησε και την θλίψη''.(2)

Η σοφία, λοιπόν,  των Αρχαίων προγόνων μας και η πνευματική εμπειρία των Αγίων Πατέρων μάς διδάσκουν ότι η πρωταρχική αιτία φωλιάζει μέσα μας και είναι προϊόν αποκλειστικά και μόνον της υβριστικής μας συμπεριφοράς: Της απώλειας της σωφροσύνης και της καλλιέργειας των παθών.
Η μάστιγα της κατάθλιψης δεν είναι, όπως νομίζουνε πολλοί,  συνόκαιρη της λεγόμενης κρίσης. Άρχισε να εμφανίζεται πολύ πιο πριν. Απλώς, τώρα στα δύσκολα, η κατάθλιψη κάνει θραύση, διότι οι ψυχές μας βρέθηκαν απροετοίμαστες, αδύναμες και ασθενικές.
Το ''μικρόβιο'' της κατάθλιψης κόλλησε πάνω μας από τότε, που γινήκαμε αυτοείδωλα και προσκυνήσαμε την σκιά μας!   
Από τότε, που χορτάσαμε ψωμί και το πετάξαμε στα σκουπίδια, για να τρώμε στη θέση του το ''παντεσπάνι'' της αποστασίας. 
Κόλλησε πάνω μας από τότε, που σφραγίσαμε τις αγκαλιές μας και αναθέσαμε το μεγάλωμα των παιδιών μας στην τηλεόραση και τα ολοήμερα.
Από τότε, που το ένα αυτοκίνητο στην οικογένεια θεωρήθηκε λίγο και φορτωθήκαμε αβάσταχτα χρέη, για να έχει ο καθένας μας το δικό του!
Από τότε, που οι μάνες σταμάτησαν να θηλάζουν τα μωρά τους, γιατί νόμισαν πως έτσι θα χάσουν τις αναλογίες τους.
Από τότε, που η συζυγία έπαψε να λειτουργεί ως θεοσύστατος θεσμός και ξέπεσε σε απλή και στείρα συγκατοίκηση. 
Από τότε, που οι γέροι πέρασαν στην μοναξιά και η πολυτεκνία χαρακτηρίστηκε ως τεκμήριο εισοδήματος.
Από τότε, που θεωρήσαμε περιττή την πατροπαράδοτη αποταμίευση και βαλθήκαμε να πάμε μπροστά με τα δάνεια και τις ''επιδοτήσεις''.
Από τότε, που οι ζεστές γειτονιές έδωσαν την θέση τους στην ψύχρα της απρόσωπης πολυκατοικίας.
Από τότε, που η διαπλοκή και η τάση δουλικής υποταγής φίμωσαν τους άμβωνες και βούλωσαν τα στόματα των ιθυνόντων.
Από τότε, που η θεραπεύουσα Παιδεία μετατράπηκε σε εκπαίδευση εξοντωτική.
Από τότε, που το θάρρος και το φιλότιμο λύγισαν μπροστά στην δειλία και το  συμφέρον.
Από τότε, που το κοσμοσωτήριο Εκκλησιαστικό γεγονός το υποβιβάσαμε σε ιδιωτική θρησκευτική παράσταση.
Από τότε, που λοιδορήσαμε τις αρετές και αφήσαμε τον εγωϊσμό να κάνει κουμάντο στην ζωή μας.
Έτσι, κάθε φορά που δεν τα καταφέρνουμε στο κυνήγι των επιθυμιών και θίγεται ο εγωϊσμός μας, αμέσως στεναχωριόμαστε, ταραζόμαστε, απογοητευόμαστε και κλεινόμαστε στον εαυτό μας.
Συνεπώς το αντίδοτο στην θλίψη, που γεννάει την απελπισία και οδηγεί στην κατάθλιψη, είναι η καταπολέμηση του εγωϊσμού. Και κατά το αρχαιοελληνικό γνωμικό, ''Το νικάν εαυτόν πασών νικών πρώτη και αρίστη''(3).
Μόνον ο αληθινά ταπεινός είναι ήρεμος, ικανοποιημένος και χαρούμενος. Ενώ, αντίθετα, ο εγωιστής είναι πάντοτε αχόρταγος, ανικανοποίητος, ανασφαλής και αγχώδης.
Μια αποτυχία, μια προσβολή, μια ξαφνική πτώχευση μπορούν να οδηγήσουν τον εγωϊστή στην θλίψη, την απόγνωση , την κατάθλιψη ακόμα και στην αυτοχειρία. Ενώ ο αληθινά ταπεινός (όχι ο απλοϊκός ή ο κακομοίρης) , όλα αυτά τα πικρά γεγονότα, τα αντιμετωπίζει πιο ψύχραιμα και πιο καρτερικά.(4)

Γι' αυτό και η κατάθλιψη πολύ σπάνια συναντιέται ανάμεσα στους αθλητές του Πνεύματος, που αγωνίζονται με πίστη και φιλότιμο μέσα στο στάδιο των αρετών. 

(1)  Καισάριος Δαπόντες, 1713-1784, Έλληνας ιερομόναχος & λόγιος (2)   Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ (3)  Δημόκριτος, 470-370 π.Χ., Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος(4) Μοναχός Μωϋσής, Αγιορείτης

Αββά Ισαάκ του Σύρου, Λόγος περί της αδιαλείπτου νηστείας

ΛΟΓΟΣ ΚΣΤ': ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΟΥ ΝΗΣΤΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΝΑΞΑΙ EΑΥΤΟΝ ΕΝ ΕΝΙ ΤΟΠΩ ΚΑΙ ΤΙ ΤΑ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ ΓΕΝΟΜΕΝΑ KΑΙ ΟΤΙ ΕΝ ΓΝΩΣΕΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ ΕΔΙΔΑΧΘΗ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΕΙΑΝ ΤΗΣ ΧΡΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΤΟΙΟΥΤΩΝ
Εν πολλώ καιρώ πειραζόμενος εν τοις δεξιοίς και αριστεροίς και εαυτόν δοκιμάσας εν τοις δυσί τρόποις τούτοις πολλάκις και δεξάμενος εκ του εναντίου πληγάς αναριθμήτους και αξιωθείς μεγάλων αντιλήψεων κρυπτώς, εκομισάμην εαυτώ πείραν εκ των μακρών χρόνων των ετών, και εν δοκιμασία και Θεού χάριτι ταύτα έμαθον. Ότι ο θεμέλιος πάντων των αγαθών και η ανάκλησις της ψυχής εκ της αιχμαλωσίας του εχθρού και η οδός η προς το φως και την ζωήν φέρουσα, ούτοι οι δύο τρόποι εισί. Το συνάξαι εαυτόν είς ένα τόπον, και το αεί νηστεύσαι, τουτέστι το κανονίσαι εαυτόν εν εγκρατεία γαστρός σοφώς και φρονίμως εν ακινήτω καθέδρα και αδιαλείπτω σχολή και μελέτη Θεού.
Εντεύθεν η των αισθήσεων υποταγή, εντεύθεν η του νου νήψις, εντεύθεν τα άγρια πάθη ημερούνται, τα εν τω σώματι κινούμενα, εντεύθεν ή πραότης των λογισμών, εντεύ­θεν αι της διανοίας φωτεινοί κινήσεις, εντεύθεν η σπουδή η προς τα έργα της αρετής, εντεύθεν τα υψηλά νοήματα και λε­πτά, εντεύθεν τα άμετρα δάκρυα, τα εν παντί καιρώ γινόμενα, και του θανάτου η μνήμη. Εντεύθεν η σωφροσύνη η καθαρά, η τελείως απέχουσα εκ πάσης φαντασίας της την διάνοιαν πειραζούσης, εντεύθεν η οξυδέρκια και η οξύτης των μακράν όντων, εντεύθεν τα βαθύτερα των μυστικών νοημάτων, άπερ η διανοία καταλαμβάνει εν τη δυνάμει των θείων λογίων, και αϊ εσώτεραι κινήσεις, αϊ εν τη ψυχή γινόμεναι, και η διαφορά και η διάκρισις των πνευματικών εκ των αγίων δυνάμεων και των αλη­θινών οράσεων εκ των ματαίων φαντασιών. Εντεύθεν ο φόβος των οδών και των τριβών, ο εν τω πελάγει της διανοίας, ο κό­πτων την ραθυμίαν και την αμέλειαν, και η φλόξ του ζήλου η καταπατούσα πάντα κίνδυνον και διαβαίνουσα πάντα φόβον, και η θέρμη η καταφρονούσα πάσης επιθυμίας και εκ της δια­νοίας αυτήν εξαλείφουσα και λήθην εμποιούσα πάσης μνήμης
των παρερχομένων μετά των άλλων. Και ίνα συντόμως είπω, η ελευθερία του αληθινού ανθρώπου και η χαρά της ψυχής και η ανάστασις η μετά του Χριστού εν τη βασιλεία.
Εί τις δε αμελήσει των δύο τούτων, γνώτω, ότι ου μόνον εκ πάντων τούτων των προειρημένων ζημιοί εαυτόν, αλλά και τον θεμέλιον πασών των αρετών διασείει εν τη κατα­φρονήσει των δύο τούτων αρετών. Και ώσπερ εισίν αύται αρχή και κεφαλή της θείας εργασίας εν τη ψυχή, και θύρα και οδός προς τον Χριστόν, εάν τις κράτηση αυτάς και εν αυταίς ύπομείνη, όντως εάν τις αναχωρήση εξ αυτών και αποπηδήση απ' αυτών, προς ταύτα τα δύο τα εναντία τούτων καταντά. Λέγω δη τον σωματικόν μετεωρισμόν και το γαστριμαργείν ασέμνως. Αύται αρχαί εισί των εναντίων των προειρημένων και χώραν παρέχουσι τοις πάθεσιν εν τη ψυχή.
Και η μεν πρώτη αρχή της μιάς, εν πρώτοις τάς αισθήσεις τάς υποταγείσας απολύει των δεσμών της συστολής. Και τι λοιπόν εκ τούτου γίνεται; Εντεύθεν άτοποι απαντήσεις και απροσδόκητοι, πλησιόχωροι των πτώσεων. Η ταραχή των ισχυρών κυμάτων, η εκ της οράσεως εξυπνιζομένη. Των οφθαλμών πύρωσις οξεία, κρατούσα του σώματος και συνέχουσα ολισθήματα ευχερή, εν τω φρονήματι γινόμενα. Λογισμοί ακρατείς, προς πτώσιν σπουδάζοντες. Η χλιαρότης του πόθου των έργων του Θεού και ατονία κατά μικρόν μικρόν της διαφοράς της ησυχίας, και του τελείως καταλείψαι τον κανόνα της πολιτείας αυτού. Εγκαινισμός των επιλησθέντων κακών και διδαχή ετέρων, ων ουκ ηπίστατο, εκ των αεί επιγινομένων αυτώ δι' ακουσίων πολυτρόπων οράσεων, των εκ της μεταναστάσεως από χώρας είς χώραν και από τόπου εις τόπον συναντουσών αυτώ, και τα πάθη, άπερ δια της χάριτος του Θεού ήδη εκ της ψυχής νεκρωθέντα και δια της λήθης των μνημών των εν τη διανοία απολεσθέντα, πάλιν ταύτα προς κίνησιν άρχονται διεγείρεσθαι και την ψυχήν προς εργασίαν αυτών αναγκάζειν. Και ίνα μη όλα τα λοιπά λέγω και διηγήσωμαι, ταύτα μεν εκ της πρώτης εκείνης αιτίας ανοίγονται έπ' αύτω, τουτέστιν εκ του μετεωρισμού του σώματος και του μη υπομείναι την της ησυχίας ταλαιπωρίαν.
Τί δε εκ της άλλης, τουτέστι του άρξασθαι εν τω έργω των χοίρων; Και τι εστί το έργον των χοίρων, ή το αόριστον αφιέναι την γαστέρα και διαπαντός εμπιπλάν αυτήν και μη έχειν καιρόν δεδηλωμένον προς την του σώματος χρείαν καθώς οι λογικοί; Και τί λοιπόν γίνεται εκ τούτου; Εντεύθεν καρηβαρία και βάρησις τον σώματος πολλή μετά χαλασμού των ώμων. Όθεν ανάγκη απολειφθήναι εκ της λειτουργίας του Θεού. Και οκνηρία γαρ επιγίνεται είς το μη ποιείν μετανοίας εν αυτή αμέλεια των συνήθων προσκυνήσεων σκότωσις και ψυχρότης της διανοίας νους παχύς και αδιάκριτος εκ των ταραχών και των πολλών σκοτώσεων των λογισμών γνόφος παχύς και ζοφώδης, ηπλωμένος εν όλη τη ψυχή αηδία πολλή εν παντί έργω του Θεού, άμα δε και εν τη αναγνώσει, δια το μη γεύσασθαι αυτόν της ηδύτητος των λογίων του Θεού αργία πολλή των αναγκαίων νους ακράτητος και μετεωριζόμενος εν πάση τη γή χυμός πολύς συναγόμενος εν πάσι τοις μέλεσι φαντασίαι ακάθαρτοι ταίς νυξί δια φασμάτων βεβήλων και ατόπων εικόνων, πεπληρωμένων επιθυμίας, εν τη ψυχή διαβαινούσης και εν αυτή τη ψυχή τα εαυτής θελήματα αποπληρούσης ακαθάρτως. Και η στρώμνη δε του αθλίου και τα ενδύ­ματα αυτού και αυτό το σώμα όλον μολύνεται δια το πλήθος της αισχράς ρεύσεως, της ως από πηγής εξ αυτού βλυζούσης και τούτο ου μόνον εν τη νυκτί, αλλά και εν ημέρα συμβαίνει αυτώ το γαρ σώμα πάντοτε ρέει και μιαίνει την διανοίαν, ώστε αυτόν δια τούτων των πραγμάτων την σωφροσύνην απαρνήσασθαι η γαρ ηδύτης των γαργαλισμών ενεργείται εν όλω τω σώματι αυτού εν αδιαλείπτω πυρώσει και ανυπομονήτω.
Και λογισμοί δε απατηλοί συμβαίνουσιν αυτώ, εικονίζοντες κάλλος κατέναντι αυτού και ερεθίζοντες αυτόν εν παντί καιρώ και γαργαλίζοντες τον νουν εν τη ομιλία αυτών. Και αδιστάκτως συνδυάζει αυτοίς εν τη μελέτη αυτών και εν τη επιθυμία αυτών, δια το σκοτισθήναι αυτού το διακριτικόν. Και τούτο εστίν όπερ είπεν ο Προφήτης «τούτο το ανταπόδομα της αδελφής Σοδόμων, ήτις τρυφώσα ήσθιεν άρτον είς πλησμονήν», και τα εξής. Και τούτο δε ερρέθη υπό τίνος των μεγάλων σο­φών, ότι Ει τις θρέψει το σώμα αυτού εν τρυφή μεγάλως, είς πόλεμον εκβάλλει την εαυτού ψυχήν, και εάν ποτέ έλθη είς εαυ­τόν και ζήτηση βιάσασθαι είς το κρατήσαι εαυτού, ου δύναται, δια την υπερβάλλουσαν πύρωσιν των κινήσεων του σώματος και δια την βίαν και την ανάγκην των ερεθισμών και των γαργαλισμάτων των την ψυχήν αιχμαλωτιζόντων εν τοις θελήμασιν αυτών. Οράς ώδε λεπτότητα τούτων των αθέων; Και πάλιν ο αυτός λέγει Η τρυφή του σώματος εν απλότητι και υγρότητι, της νεότητος τα πάθη εν τη ψυχή οξέως κτάσθαι παρασκευάζει, και περικυκλοί αυτήν ο θάνατος, και εμπίπτει ούτος υπό την κρίσιν του Θεού.
Ψυχή δε η αδολεσχούσα αεί εν τη μνήμη των οφειλομένων, αναπαύεται εν τη ελευθερία εαυτής και αι φροντίδες αυ­τής μικραί, και ου μεταμελείται εν τινί, πρόνοιαν ποιουμένη υπέρ της αρετής, ηνιοχούσα τα πάθη και φυλάττουσα την αρετήν, είς αύξησιν και χαράν αμέριμνον και ζωήν αγαθήν και λι­μένα ακίνδυνον άγει. Απολαύσεις γαρ σωματικαί ου μόνον ενισχύουσι τα πάθη και στερεούσιν αυτά κατά της ψυχής, αλλά και εκριζούσιν αυτήν εκ των ριζών αυτής. Και συν τούτοις εξάπτουσι την γαστέρα εις ακρασίαν και αταξίαν όρων άκρας ασωτίας, και παρά καιρόν την χρείαν του σώματος εκτελείν βιάζονται. Και ο πολεμούμενος εν τούτοις ου θέλει υπομείναι μικράν πείναν και εξουσιάσαι εαυτού, διότι ηχμαλωτίσθη υπό των παθών.
Ούτοι εισίν οι καρποί της αισχύνης, οι εκ της γαστριμαργίας. Και οι προ τούτων είσιν οι καρποί της υπομονής, της εν ενί τόπω και ησυχία διαγωγής. Δια τούτο και ο εχθρός τους καιρούς επισταμένος των χρειών ημών των φυσικών, δι' ων η φύσις κινείται προς την χρείαν αυτής, και ότι ο νους εκ του μετεωρισμού των οφθαλμών ρέμβεται και εκ της αναπαύ­σεως της γαστρός, σπουδάζει και αγωνίζεται ερεθίσαι ημάς προσθήκην ποιήσασθαι εις την φυσικήν χρείαν και σπείραι εν ημίν σχήματα λογισμών πονηρών εν τοις τοιούτοις καιροίς, ώστε, εάν ενδέχηται, υπερισχύσαι τα πάθη κατά της φύσεως δια την περισσοτέραν συμπλοκήν και καταποντίσαι τον άνθρωπον εν τοις πτώμασι.
Διά τούτο έδει ημάς, ώσπερ ο εχθρός γινώσκει τους καιρούς, ούτω και ημάς γνωρίσαι την ασθένειαν ημών και την δύναμιν της φύσεως ημών, ότι ανίκανος εστί προς τάς ορμάς και τάς κινήσεις εκείνων των καιρών και προς την λεπτότητα των λογισμών, των ως χνούν όντων τη λεπτότητι κατέναντι των οφθαλμών ημών, και ότι ου δυνάμεθα οράν εαυτούς και απαντήσαι τοις συμβαίνουσιν ημίν και δια την πολλήν δοκιμασίαν, ην επειράσθημεν υπό του εχθρού, και εν ταλαιπωρία εξ αυτού ελάβομεν πολλάκις, του λοιπού σοφίσασθαι και μη εάσαι εαυτούς ριφθήναι του ποιήσαι το θέλημα της ημών ανα­παύσεως και ηττάσθαι εκ της πείνης, αλλά μάλλον καν κατα­πονήση ημάς η πείνα η στένωση, μη σαλευθώμεν εκ του τόπου της ησυχίας ημών και καταντήσωμεν όπου ευχερώς συμβαίνουσιν ημίν τα τοιαύτα, μηδέ σκευάσωμεν εαυτοίς αφορμάς και τρόπους, όπως εκ της ερήμου εξέλθωμεν. Ταύτα γαρ είσι τα επιτηδεύματα του εχθρού τα φανερά. Εάν δε υπομείνης εν τη ερήμω, ου μη πεψασθής. Ου γαρ οράς εν αυτή γυναίκα ούτε τι βλάπτον την πολιτείαν σου, ούτε φωνάς απρεπείς ακούεις.
Τί σοι και τη οδώ της Αιγύπτου; Ίνα πίης το ύδωρ Γηών»; Νοεί τι σοι λέγω. Δείξον τω εχθρώ την υπομονήν σου και το δοκίμιον σου εν τοις μικροίς, ίνα μη ζήτηση παρά σου τα μεγάλα. Όρος δε έστωσαν σοι τα μικρά ταύτα, ίνα δια τούτων καταβάλης τον αντίπαλον, όπως μη σχολάση και ορύξη σοι παγίδας μεγάλας. Ο γαρ μη πειθόμενος τω εχθρώ, μηδέ πέντε βήματα εξελθείν εκ του ησυχαστηρίου αυτού, πώς πείσαι δύναται εαυτόν εκ της ερήμου εξελθείν ή πλησιάσαι κώμη; Και ο μη καταδεχόμενος παρακύψαι δια θυρίδος εκ του ησυχαστηρίου αυτού, πώς πείσει εαυτόν εξελθείν εξ αυτού; Και ο μόλις εν εσπέρα πειθόμενος μετασχείν τροφής ελαχίστης, πώς προς καιρού εσθίειν υπό των λογισμών αυτού δελεασθήσεται; Και ο εκ των ευτελών ερυθριών εμπλησθήναι, πώς εκ των μεγάλων ορεχθήσεται; Και ο μηδέ προς το ίδιον σώμα πειθόμενος κατιδείν, πώς προς τα αλλότρια κάλλη τούτον δελεάσει περιεργάσασθαι;
Δήλον ούν, ότι εξ αρχής εν τοις μικροίς καταφρονών, ηττάται τις, και ούτως αφορμήν παρέχει τω εχθρώ πολεμείν αυτώ εν τοις μεγάλοις. Επεί, ο της πρόσκαιρου ζωής μη ποιού­μενος πρόνοιαν του μηδέ προς βραχύ εμμείναι εν αυτή, πώς φοβηθήσεται τας κακώσεις και τας θλίψεις τας προς τον θάνατον τον προσφιλή φερούσας; Ούτος εστίν ο πόλεμος της διακρίσε­ως, ότι οι σοφοί ου συγχωρούσιν εαυτούς προς τους μεγάλους αγώνας παρασκευάσασθαι αλλ' η υπομονή, η ενδεικνυμένη εν τοις μικροίς υπ' αυτών, αύτη εστίν η φυλάττουσα αυτούς του μη πεσείν εις τους μεγάλους κόπους.
Πρώτος μεν ούν ο διάβολος την αδιάλειπτον προσοχήν της καρδίας αγωνίζεται καταργήσαι. Ειθ' ούτω πείθει και τους δεδηλωμένους καιρούς της προσευχής και του κανόνος του σωματικώς γενομένου καταφρονήσαι. Και ούτω πρώτον χαυνούται ο λογισμός, προ του καιρού μετασχείν τροφής, εν τοις ελαχίστοις και μικροίς και ουδαμινοίς, και μετά την πτώσιν της καταλύσεως της εγκράτειας αυτού, διολισθαίνει εις ακρασίαν και ασωτείαν. Και πρώτον μεν ηττάται, μάλλον δε ελάχιστον ηγείται εν οφθαλμοίς αυτού ατενίσαι εις την γύμνωσιν του σώματος αυτού ή εις άλλην τινά καλλονήν των μελών αυτού όταν αποδύηται τα ιμάτια αυτού ή όταν έξέλθη έξω προς την χρείαν του σώματος ή προς ύδωρ και χαυνώση τα αισθη­τήρια αυτού, ή εισαγάγη την χείρα αυτού θαρσαλέως έσωθεν των ιματίων αυτού και ψηλάφηση το σώμα αυτού και τότε ανακύψουσιν αυτώ αλλά και αλλά. Και ο πρώτην την ασφάλειαν του νοός φυλάσσων και δι' εν τούτων λυπούμενος, τότε ανοίγει καθ' εαυτού μεγάλας και χαλεπάς εισόδους.
Οι γαρ λογισμοί, ιν' ως εν υποδείγματι είπω, ως ύδωρ εισί, και όσον συνέχονται πάντοθεν, εν τη ευταξία αυτών πο­ρεύονται, εάν δε εκείθεν μικρόν επί τα έξω εξέλθωσι, κατάλυσιν φραγμού και ερήμωσιν πολλήν κατεργάζονται. Ίσταται γαρ ο εχθρός κατανοών και παρατηρών και εκδεχόμενος νυχθημερώς κατέναντι των οφθαλμών ημών, και περισκοπεί δια ποίας εισόδου των αισθητηρίων ημών ανοιχθείσης αυτώ εισέλθη. Αμελείας δε τίνος εις εν των προρρηθέντων ημίν γενομένης, τότε και αυτός ο δόλιος και αναιδής κύων τα αυτού ημίν εξαποστέλλει βέλη. Και ποτέ μεν αύτη η φύσις αφ' εαυτής την ανάπαυσιν αγαπά και την παρρησίαν και τον γέλωτα και τον μετεωρισμόν και την ραθυμίαν και γίνεται πηγή των παθών και πέ­λαγος ταραχής, ποτέ δε ο ενάντιος υποβάλλει ταύτα τη ψυχή. Αλλ' ημείς αλλάξωμεν λοιπόν τους μεγάλους κόπους ημών εν τοις μικροίς κόποις ημών, ους ηγούμεθα ουδέν. Ει γαρ ούτοι, ως εδείχθη, οι παρ’ ημών καταφρονούμενοι, τοσούτους αγώνας μεγάλους και κόπους δυσκατορθώτους και πάλας συγκεχυμένας και πληγάς μεγίστας αποστρέφουσι, τίς μη σπεύση δια των μικρών τούτων της εισαγωγής κόπων την γλυκείαν ευρείν ανάπαυσιν;
Ω σοφία, πόσον θαυμαστή υπάρχεις καί πώς προβλέπεις τα πάντα πόρρωθεν. Μακάριος ο ευρών σε, εκ γαρ της ραθυμίας της νεότητος ηλευθέρωται. Ει τις εμπορεύεται δια μικράς εμπορεύσεως, ήτοι περιποιήσεως την ιατρείαν των μεγάλων παθών, καλώς ποιεί. Και γαρ ποτέ τις των φιλοσόφων, εν χαυνότητι κινηθείς και αισθηθείς, θάττον διωρθώσατο εαυτόν καθήμενος εξαίφνης. Και ιδών αυτόν άλλος, εγέλασε χάριν τού­του. Ο δε απεκρίθη
Ου διά τούτο εφοβήθην, άλλ' εκ της καταφρονήσεως φοβούμαι διότι πολλάκις και η μικρά καταφρόνησις μεγάλων κινδύνων πρόξενος γίνεται. Τω δε παρά τάξιν γενέσθαι και ταχέως διορθώσασθαι εμαυτόν, έδει­ξα εμαυτόν νήφοντα και το μηδέ ον άξιον φόβου καταφρονούντα.
Τούτο γαρ εστί φιλοσοφία, ίνα τις και εν τοις ελαχίστοις και μικροίς, τοις γινομένοις παρ' αυτού, αεί νήφει. Αναπαύσεις γαρ μεγάλας θησαυρίζει εαυτώ και ούχ υπνοί, ίνα μη συμβή αυτώ τι ενάντιον, αλλά τάς αιτίας κόπτει προ καιρού και δια των ελαχί­στων πραγμάτων υποφέρει την μικράν λύπην, εξαφανίζων δι' αυτής την μεγάλην.
Οι δε άφρονες προτιμώσι την μικράν ανάπαυσιν την εγγύς υπέρ την απέχουσαν βασιλείαν, αγνοούντες ότι κρείσσον υπομείναι κολάσεις εν τω αγώνι, υπέρ το αναπαυθήναι εν τη στρώμνη της επιγείου βασιλείας εν κατακρίσει ραθυμίας. Τοις σοφοίς γαρ ποθητός εστίν ο θάνατος υπέρ του μη κατηγορηθήναι, ότι άνευ νήψεως ετέλεσάν τι εν τοις έργοις αυτών. Διό και λέγει ο σοφός «Γενού εγρήγορος και νηφάλιος υπέρ της ζωής σου. Συγγενής γαρ εστίν ο ύπνος της διανοίας, και εικών του αληθινού θανάτου». Ο δε θεοφόρος Βασίλειος φησίν «Όστις είς τα μικρά εαυτού ονκηρός εστί, μη πιστεύσης αυτώ είς τα μεγάλα διαπρέψαι».
Υπέρ ων μέλλεις ζην, μη ακηδιάσης, μηδέ οκνήσης υπέρ αυτών αποθανείν. Σημείον γαρ εστί της ακηδίας η μικροψυχία, μήτηρ δε εστί των δύο τούτων η καταφρόνησις. Δειλός άνθρωπος σημαίνει, ότι υπό δύο νόσων νοσεί - λέγω δη υπό φιλοσωματίας και ολιγοπιστίας, η δε φιλοσωματία σημείον εστί της απιστίας. Ο δε τούτων καταφρονών βεβαιούται, ότι τω Θεώ πιστεύει ολοψύχως και τα μέλλοντα εκδέχεται.
Εάν τις εκτός κινδύνων και αγώνων και πειρασμών τω Θεώ προσήγγισε, και συ αυτόν μίμησαι. Η ευτολμία της καρδίας και η καταφρόνησις των κινδύνων από ενός των δύο αφορμών τούτων γίνεται, ή εκ της σκληροκαρδίας, ή εκ της πολλής πίστεως της προς τον Θεόν. Και τη μεν σκληροκαρδία ακολουθεί υπερηφανία, τη δε πίστει ταπεινοφροσύνη καρδίας. Ου δύναται άνθρωπος κτήσασθαι ελπίδα προς τον Θεόν, ει μη πρώτον ετελείωσε το θέλημα αυτού κατά μέρος. Η γαρ ελπίς η προς τον Θεόν και η της καρδίας ανδρεία εκ της μαρτυρίας της συνειδήσεως γεννώνται, και δια της αληθινής μαρτυρίας της διανοίας ημών την προς τον Θεόν πεποίθησιν έχομεν. Η μαρ­τυρία δε της διανοίας γίνεται εν τω μη κατακρίνεσθαι τινά εν μηδενί υπό του συνειδότος, ότι ημέλησεν εις το οφειλόμενον κατά την δύναμιν αυτού. Εάν δε η καρδία ημών μη κατακρίνη ημάς, παρρησίαν προς τον Θεόν εχομεν. Η παρρησία ούν εκ των κατορθωμάτων των αρετών και της καλής συνειδήσεως προσγίνεται. Σκληρόν γούν εστί το δουλεύσαι τω σώματι. Όστις δε ολίγον εκ πολλού αίσθηται της ελπίδος της προς τον Θεόν, ουκ έτι πεισθήσεται κατ' ανάγκην δουλεύσαι τω σκληρώ τούτω δεσπότη, τω σώματι.
Περί της σιωπής και της ησυχίας
Το αεί σιωπάν και η φυλακή της ησυχίας εκ των τριών τούτων αιτιών εν τινι γίνονται ή δια την δόξαν των ανθρώπων ή δια την θερμότητα του ζήλου της αρετής ή ότι ομιλίαν τινά θείαν τις έχει εντός εαυτού και η διανοία αυτού έλκεται προς αυτήν. Ει τις γούν μίαν των εσχάτων ουκ έχει, εξ ανάγκης την πρώτην ασθένειαν ασθενεί. Αρετή εστίν, ούχ η φανέρωσις των πολλών και διαφόρων πράξεων, των δια του σώματος επιτελουμένων, αλλ 'η σοφωτάτη καρδία εν τη ελπίδι αυτής. Συνάπτει γαρ αυτήν τοις κατά Θεόν έργοις ο ορθός σκοπός.
Η μεν γαρ διάνοια δύναται χωρίς πράξεων σωματικών επιτελέσαι το αγαθόν, το δε σώμα εκτός της σοφίας της καρδίας, καν εργάσηται, ου δύναται ωφεληθήναι όμως ούχ υποφέρει ο άνθρωπος του Θεού, όταν άδειαν εύρη αγαθοεργίας, εί μη δείξη την αγάπην εν κόπω της εργασίας αυτού προς τον Θεόν. Η μεν πρώτη τάξις πάντοτε κατευοδούται, η δε δευτέρα πολλάκις κατευοδούται, ποτέ δε και ου. Μη νομίσης δε, ότι το πράγμα τούτο μικρόν εστίν, ίνα τις εκ των αίτιων των παθών μακράν απέχη πάντοτε.
Τω δε Θεώ ημών είη δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
πηγή

Αγάθων, ο σαλός Καυσοκαλυβίτης


Αγάθων, ο σαλός ΚαυσοκαλυβίτηςΣτα Καυσοκαλύβια υπήρξαν κάποιοι για τούς όποιους εκφράζονταν υπόνοιες μήπως προσποιούνταν τούς σαλούς:
Ο Αγάθων, -που δεν μπόρεσα να εξακριβώσω αν ήταν κανονικώς κεκαρμένος ή απλούς λαϊκός υπ’ αυτό το όνομα γνωριζόμενος και οιονεί μοναχοαποκαλούμενος και από αγάπη οικονομούμενος απ’ τους πατέρες- ζούσε ασκητικώτατα κατά τις δεκαετίες 1920 και 1930 σε προχειροπαραπήγματα ή σε εγκαταλειμμένες ξεροκαλύβες.
Καθώς φρόντιζε, κανείς να μη μπορεί να τον επισκεφθεί στα ιδιαίτερα αυτά ενδιαιτήματα-καταφύγιά του, παρέμενε άγνωστος ό τρόπος της προσευχής και του πνευματικού του «κατά μάνας» (Ψαλμ, 140,10) αγώνας, καθώς και το πώς επεβίωνε, αφού μαγειρεμένο φαγητό έτρωγε μόνο όταν του το προσέφεραν συνασκηταί από φιλανθρωπία ή και για μικροεκδουλεύσεις. Ενώ δεν κανείς δεν τον ήκουε ή τον έβλεπε ασκόπως περιφερόμενο και αργολογούντα, ποτέ δεν τον σημείωσε απόντα απ’ τις τακτικές και τις έκτακτες παγκοινιές και απλούς τις εορτές ακολουθίες και αγρυπνίες του Κυριακού.
Τα καλοκαίρια διήγε ξεσκούφωτος, μονοχίτων και ανυπόδητος. Τα τσουχτερά όμως κρύα και τις χιονοπαγωνιές τις αντιμετώπιζε με σύνεση, προνοητικότητα και σοφία.

Με τα πρώτα «γυρίσματα» του καιρού απεκδυόταν το παλιοζωστικό και… επιστράτευε την χειμωνιάτικη χοντρή και βαριά «στολή» του, πού -για να την περιγράψουμε λεπτομερέστερα- την απάρτιζαν: σκούφια καλογερική στην πλουσιότριχη κεφαλή του, Αγιαννανίτικη σκληρή χοντροφανέλλα φορεμένη κατάσαρκα, περισκελίδες δικής του επινοήσεως, κοπτικής και ραπτικής -με πρώτη ύλη τα χόρτοτσούβαλα-, τσαρούχια πού τα κατασκεύαζε επίσης ό ίδιος από γουρουνοτόμαρο πού το του προμήθευαν κυνηγοί, και… επανωφόρι συναρμολογημένο από προβατοπροβιές, πού, για ευνόητους λόγους, αρεσκόταν να το αποκαλεί «μηλωτή» (Βασιλειών 3, 19, 13)∙ αλλά ό νους όσων έτσι τον έβλεπαν πήγαινε περισσότερο σε βορειοπολικό Έσκιμωο και πολύ λιγότερο στον Θεσβίτη προφήτη Ηλία…
Δεν εκκακούσε, δεν έχανε την υπομονή και την ψυχραιμία του και ούτε διεμαρτύρετο ποτέ, για το ότι αρκετοί αδελφοί, επ’ ευκαιρία παροιυσίας του στο Κυριακό ή σε καλύβα για πρόθυμη παροχή βοηθείας, χάριν δοκιμασίας ή αστεϊσμού τον πείραζαν υπερμέτρως. Μια τέτοια συνδιαγωγή του προσπάθησαν να απαθανατίσουν φωτογραφικώς Καυσοκαλυβίτες πατέρες. Θέλω να νομίζω ότι ο σχεδιασμός και η πραγμάτωσις ήταν της πρωτοβουλίας της κατά πάντα οργανωμένης και ακμαζούσης τότε εξ αγιογράφων συνοδείας των Ιωασαφαίων. Όταν κατάλαβε τι «πήγαιναν» να του «σκαρώσουν», εξέφερε αντιρρήσεις, αντέτεινε και δυστρόπησε ζωηρώς, αλλά τελικώς άκων και συρόμενος -και παρά ταύτα ανεξικάκως χαμογελών- υπέστη την… «σκευωρίαν.
Οι εκείθεν έλκοντες την πνευματική καταγωγή Καρεώτες αδελφοί Ιωασαφαίοι, σε μια μας συνάντηση και σχετική συζήτηση, είχαν την ευγένεια και την καλωσύνη να μου εγχειρίσουν την περί ης πρόκειται φωτογραφία, που κατά διαδοχή ήσαν κάτοχοί της, την οποία ευτυχής παραθέτω.
Επίσκοπος Ροδοστόλου Χρυσόστομος
σελ. 200- 201

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...