Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Απριλίου 12, 2014

Ομιλία εις την Κυριακή των Βαΐων π. Συμεών Κραγιόπουλος


(π. Συμεών Κραγιόπουλος)

Η θριαμβευτική είσοδος του Κυρίου στην Ιερουσαλήμ
Καθώς ακούγαμε τώρα την όλη ευαγγελική περικοπή, η οποία αναγινώσκεται κάθε χρόνο αυτήν την ημέρα, μου 'κανε ακόμη μια φορά εντύπωση ότι όλοι λίγο πολύ, καθένας με τη διάθεσή του, καθένας με την πρόθεσή του, ανάλογα με την κατάστασή του, όλοι η, αν θέλετε, πολλοί είναι αυτοί οι οποίοι πλησιάζουν έτσι η αλλιώς τον Κύριο, αναφέρονται εις Αυτόν, συνομιλούν με Αυτόν ή  όπως στην ειδική περίπτωση σήμερα, ψάλλουν και υμνούν και δοξάζουν τ' όνομά Του καθώς τον υποδέχονται στην Ιερουσαλήμ. 
 
Το τονίζει η ευαγγελική περικοπή ότι ο λαός, μόλις είδε τον Κύριο να εισέρχεται στην Ιερουσαλήμ «επί πώλου όνου καθήμενον», έσπευσε, καθώς και τα παιδία, να ψάλλουν το «Ωσαννά εν τοις υψίστοις ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου».

Είναι αυτός ο λαός που ύστερα από λίγες ημέρες, καίτοι είναι ο λαός που ευεργετήθηκε πιο μπροστά από τον Κύριο, ο ίδιος αυτός λαός ύστερα από λίγες ημέρες θα φωνάξει· «Αρον, άρον, σταύρωσον αυτόν», συμφωνώντας με τους γραμματείς, τους Φαρισαίους και τους αρχιερείς.

Βλέπουμε εδώ να είναι κόσμος πολύς, που έχει μαζευθεί στο σπίτι του Λαζάρου, τον οποίο ανέστησε ο Κύριος. Το άκουσαν και ήρθαν να δουν, λέει, τον Ιησού αλλά και τον Λάζαρο· και τον Λάζαρο, από περιέργεια, τον ανέστησε πραγματικά; Τι ακριβώς έγινε;

Πολύς κόσμος μπαίνει-βγαίνει στο σπίτι των αδελφών Μάρθας και Μαρίας όπου λαμβάνει χώραν αυτό το περιστατικό· η μία από τις αδελφές διαθέτει πολύτιμο μύρο για να πλύνει και να σπογγίσει τα πόδια του Κυρίου· και αγανακτούν οι μαθηταί, ιδιαίτερα ο Ιούδας, ο οποίος τάχα νοιάζεται για τους φτωχούς και στεναχωρείται που πετιέται τρόπον τινά το πολύτιμο μύρο, το οποίο εχει τόσο μεγάλη αξία και θα μπορούσε αντ' αυτού το ποσόν να δοθεί στους φτωχούς.

Οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι απ' την άλλη πλευρά συνεδριάζουν, συσκέπτονται, είχαν σκοπό να θανατώσουν, λέει, και τον Λάζαρο, γιατί και αυτός ξεσήκωνε τον λαό. Το θαύμα που έκανε σ' αυτόν ο Κύριος συντελούσε, ώστε να δημιουργείται ρεύμα για τον Κύριο. Και οι μαθηταί λοιπόν εδώ, και ο Λάζαρος και οι αδελφές του εδώ, και λαός πολύς εδώ, και οι αρχιερείς κάπου εκεί βρίσκονται, και όλοι οι άλλοι, και ο λαός ο οποίος ξεσηκώνεται την ώρα που εισέρχεται ο Κύριος στα Ιεροσόλυμα και ας πούμε ζητωκραυγάζει.


Όλοι συνωθούνται γύρω από τον Κύριο, αλλά λίγοι σώζονται
Όλη η παραπάνω εικόνα μας βοηθάει να προσέξουμε και να μελετήσουμε καλύτερα αυτά τα οποία θα συμβούν όλες αυτές τις ημέρες, που παρόμοια συμβαίνουν κάθε χρόνο, αλλά επίσης συμβαίνουν και σ' όλη μας τη ζωή. Όπως π.χ. όλοι, εδώ, συνωθούνται γύρω από το πρόσωπο του Κυρίου αλλά στο τέλος όμως, καθώς ξεκαθαρίζουν τα πράγματα μετά την Ανάστασή του, δεν είναι όλοι αυτοί που σώζονται. Όλοι συνωθούνται εδώ, όλοι έτσι ή αλλιώς έχουν μια σχέση με τον Κύριο, αναφέρονται σ' αυτόν, αλλά τελικά όμως λίγοι είναι εκείνοι που σώζονται. Ακόμη και από αυτούς που τώρα τον υποδέχονται στην Ιερουσαλήμ και έπειτα θα φωνάξουν «άρον, άρον», ναι, αρκετοί απ' αυτούς θα σωθούν την ημέρα της Πεντηκοστής, όταν θα έλθει το Πνεύμα το Άγιον. Θα ακούσουν την ομιλία του αποστόλου Πέτρου, θα κατανυγούν και κατανενυγμένοι θα ερωτήσουν σοβαρά τι πρέπει να κάνουν. Και παίρνουν την απάντηση «να μετανοήσετε και να βαπτισθείτε γιά να σωθείτε»· πράγμα που το κάνουν και λαμβάνουν όχι ως αμοιβή ή, αν θέλετε και έτσι, αλλά κυρίως ως επιβεβαίωση ότι τους δέχθηκε ο Κύριος, τους συγχώρησε, τους κάνει δικούς του, τους κάνει τέκνα του και τους δίδει το Πνεύμα το Άγιον και σ' αυτούς που ήταν τρεις χιλιάδες και στους άλλους που ακολούθησαν υστέρα από λίγες ημέρες.


Εάν απλώς οι προσωπικές μας εκτιμήσεις μας κατευθύνουν, θα εκπλαγούμε την ημέρα της Κρίσεως
Αυτές τις ημέρες και εμείς εδώ και αλλού και όπου γης, λίγο πολύ, όλοι τουλάχιστον όσοι είναι χριστιανοί, όσοι είναι βαπτισμένοι, θα τρέξουν, άλλος έτσι, άλλος αλλιώς, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, άλλος με την μια διάθεση, άλλος με την άλλη. Πλήθη και πλήθη κόσμου θα τρέξουν στους ναούς, θα έλεγε κανείς, θα τρέξουν στον Χριστό και εμείς μαζί τους όλοι.

Το θέμα όμως είναι, τελικά, πόσοι από μας θα σταθούμε με σοβαρότητα ενώπιον του σταυρωθέντος Κυρίου και του αναστάντος και αναληφθέντος Κυρίου, του αποστείλαντος το Άγιον Πνεύμα στον κόσμο Κυρίου, πόσοι θα σταθούμε σοβαρά-σοβαρά ενώπιόν του και θα ρωτήσουμε τι πρέπει να κάνουμε, και πόσοι από μας όντως θα κάνουμε αυτό το οποίο λέει το Πνεύμα του Θεού, αυτό το οποίο λέει ο Θεός; Άλλο τι κάνουμε εμείς· κάνουμε, όλοι μας κάνουμε. Και στην εκκλησία θα πάμε, και μια και δυο· και λαμπάδες θα ανάψουμε και κεριά θα ανάψουμε, αν θέλετε, πολλοί θα προσέλθουν να κοινωνήσουν, πολλοί θα προσέξουν, αν θέλετε, τις ακολουθίες, τα νοήματα όλα, αλλά θα κάνει ο καθένας αυτό που αυτός νομίζει, θα κάνει ο καθένας όπως αυτός νομίζει.

Λίγοι είναι εκείνοι οι οποίοι φθάνουν σε κατάνυξη, σε συναίσθηση, και βρίσκονται μπροστά στην αλήθεια τι να κάνουν. «Τι ποιήσωμεν»; λέει, την ημέρα της Πεντηκοστής. «Να μετανοήσετε και να βαπτισθείτε». Εάν τελικά δεν φθάσεις σ' αυτό το σημείο, ώστε να ρωτήσεις και να λάβεις την απάντηση και να συμμορφωθείς προς την απάντηση, αλλά και να έχεις την επιβεβαίωση ότι σε δέχθηκε ο Θεός, σε συγχώρησε ο Θεός, σε έβαλε στο δρόμο του ο Θεός, σε βάζει στη βασιλεία του ο Θεός· αν δεν γίνει έτσι, και μείνεις απλώς στις δικές σου εκτιμήσεις, μείνεις απλώς στις δικές σου όποιες ενέργειες, στην δική σου όποια ανταπόκριση, είναι πολύ πιθανό να μην έχεις κάνει τίποτε.

Και την ημέρα την κρίσιμη, την ημέρα που θα κληθούμε να δώσουμε λόγο, καθώς όλα στη ζωή σου τα υπολόγιζες εσύ και τα κανόνιζες εσύ, έτσι και την ημέρα εκείνη της κρίσεως κατά την δική σου αντίληψη, κατά την δική σου σκέψη και τους δικούς σου υπολογισμούς, ποιος ξέρει πως θα τα περιμένεις· αλλά δεν θα 'ναι καθόλου έτσι όπως θα τα περιμένεις, διότι ποτέ στη ζωή σου, όσο τάχα καλός κι αν ήσουν, όσο και αν κουράστηκες, κοπίασες ή έκανες κάποια πράγματα, ποτέ στη ζωή σου δεν έθεσες αυτό το ερώτημα σοβαρά-σοβαρά ενώπιον του Θεού· τι θέλει από σένα ο Θεός; Και ποτέ ίσως στη ζωή σου δεν ανταποκρίθηκες κατά τον λόγο του Θεού, κατά το θέλημα και τις εντολές του Θεού, αλλά έμεινες απλώς μόνο σ' αυτά που έκανες εσύ· και θα εκπλαγείς εκείνη την ημέρα που δεν θα 'σαι μεταξύ εκείνων οι οποίοι θα ακούσουν το «δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου...», παρά τους υπολογισμούς σου, παρά τις εκτιμήσεις σου, παρά τη σιγουριά σου ότι ε καλώς εσύ τα εξετίμησες τα πράγματα, καλώς εσύ τα υπολόγισες, καλώς ενήργησες, έδινες και στον εαυτό σου το πιστοποιητικό του καλού χριστιανού.

Τέλος στην μέχρι τώρα ραθυμία μας. 
Ο Θεός οδηγείται στο Πάθος για μας.
Αυτές τις ημέρες, αδελφοί μου, θα ακούσουμε πολλά, όχι μόνο έτσι αόριστα, όχι μόνο θα φθάσουν στην ψυχή μας κάποιες έννοιες, κάποια νοήματα, αλλά θα προβάλουν αυτές τις ημέρες και συγκεκριμένα πρόσωπα· όπως εδώ σήμερα είναι η Μάρθα, η οποία προβαίνει σε μια καλή ενέργεια, αλλά θα ακούσουμε και για τους μαθητάς, θα ακούσουμε και για τον ληστή και για την άλλη αμαρτωλή γυναίκα, για συγκεκριμένα πρόσωπα. Θα ακούσουμε και για τα πρόσωπα εκείνα τα οποία, καίτοι ήρθαν σε επικοινωνία με τον Χριστό, τελικά έστρεψαν τα νώτα και χάθηκαν. Θα ακούσουμε και για κείνα τα πρόσωπα τα οποία, μπορεί να 'ταν σε άσχημη κατάσταση, μπορεί να έπεσαν σε μεγάλη αμαρτία, μπορεί να έπεσαν σε μεγάλη πλάνη, αλλά τελικά βρήκαν τον Κύριο, βρήκαν τον Θεό και σώθηκαν.

Και έχουμε αυτήν την ευκαιρία ο καθένας μας να βάλουμε τον εαυτό μας ακριβώς στον δρόμο που πρέπει να τον βάλουμε, και όχι ανεύθυνα και επιπόλαια να μείνουμε απλώς σε μια θρησκευτικότητα, να μείνουμε απλώς σε μια χριστιανική εξωτερική, ας πούμε, κατάσταση.

Θα δούμε αμαρτωλούς να σώζονται, να αγιάζονται, να μπαίνουν κατευθείαν στον παράδεισο, όπως ο ληστής· και θα δούμε άλλους που ευλογήθηκαν από τον Κύριο και τελικά χάθηκαν, ακριβώς γιατί πήραν επιπόλαια τα πράγματα, ακριβώς γιατί δεν πρόσεξαν, ακριβώς γιατί δεν υπάκουσαν ποτέ στον Χριστό. Πολλοί χριστιανοί και στις ημέρες μας και τον προηγούμενο καιρό και στους επόμενους χρόνους, πολλοί χριστιανοί έμειναν και θα μείνουν μόνον απλώς με ένα ενδιαφέρον, μόνον απλώς σε μια κάποια σχέση με τα της Εκκλησίας, με τα του Θεού, με το δράμα του Κυρίου, και ξεγελιούνται έτσι, πέφτουν έξω και τελικά χάνονται.

Δεν μπορεί, δεν μπορεί ο ίδιος ο Θεός να γίνεται άνθρωπος και να οδηγείται, Οπως οδηγείται, στον θάνατο, στο Πάθος, στον Σταυρό, να θυσιάζεται και να το κάνει όλο αυτό για σένα και εσύ να ξοφλάς, αν επιτρέπεται να πούμε έτσι, να θεωρείς ότι το τακτοποίησες το θέμα απλώς με το να ασχοληθείς κάπως. Και να μη φθάσει ποτέ μέσ' στην ψυχή σου αυτή η θυσία του Θεού για σένα, αυτή η αγάπη του Θεού για σένα, αυτή η συγκατάβαση, ώστε να φιλοτιμηθείς και συ να ξυπνήσεις, να φιλοτιμηθείς να συσταυρωθείς με τον Κύριο, να φιλοτιμηθείς να πάθεις με τον Κύριο, να θυσιάσεις τα θελήματά σου, να θυσιάσεις το εγώ σου, να θυσιάσεις όλα εκείνα τα οποία μαθηματικώς σε οδηγούν στην απώλεια. Μην το ξανακάνουμε αυτό, το κάναμε ίσως πολλές φορές μέχρι σήμερα· μην το ξανακάνουμε.

Θα ήταν ευχής έργον, αυτή η ώρα τώρα να 'ναι μία ώρα, μία στιγμή που θα είναι ένα τέλος της μέχρι τώρα ραθυμίας μας, της μέχρι τώρα απροθυμίας μας, της μέχρι τώρα αμετανοησίας μας, της μέχρι τώρα κακής μας στάσεως και να είναι επίσης η αρχή, η αρχή της καλής σχέσεώς μας με τον Χριστό, η αρχή της υπακοής μας στον Χριστό, να υπακούσουμε και μεις μέχρι θανάτου κατά το υπόδειγμά Του, να είναι η αρχή της αληθινής μετανοίας, να είναι η αρχή της αληθινής χριστιανικής ζωής.

Να ακολουθήσουμε τον Χριστό όπου πάει»· 
όχι απ' άλλο δρόμο εμείς 
Δεν χρειάζονται πολλά πράγματα· δεν χρειάζεται πολλή σκέψη, αν... αν ωρίμασαν τα πράγματα μέσα στην ψυχή μας. Γιατί είναι κι αυτό ένα θέμα. Όλοι ακούμε τώρα αυτά τα λόγια αλλά σε ολίγους ίσως θα φέρουν το αποτέλεσμα που πρέπει να φέρουν αυτά τα λόγια. Οι πολλοί ίσως δεν είναι ώριμοι ακόμη, όχι γιατί δεν θα μπορούσαν να είναι ώριμοι, αλλά γιατί δεν θέλουν, ίσως ούτε κι αυτήν την στιγμή.

Έχει μεγάλη σημασία, πώς αισθάνεσαι βαθιά, πώς σκέπτεσαι βαθιά, τι διάθεση έχεις, εάν συναντάς σήμερα τον Κύριο, αν τον συναντάς αληθινά, αν τον συναντάς όχι από περιέργεια, όχι από ανάγκη, αν τον συναντάς όχι επειδή και άλλοι βρέθηκαν κάπου εκεί, αλλά φωτιζόμενος από το φώς του Θεού, αν τον συναντάς πραγματικά, γίνεται αυτό που πρέπει να γίνει μέσα στην ψυχή. Ξυπνάει η ψυχή, συναισθάνεται η ψυχή ότι δεν ήταν καθόλου καλή η στάση της μέχρι τώρα, ότι αρεσκόταν απ' εδώ και απ' εκεί. Και έρχεται αυτήν την στιγμή η μετάνοια, έρχεται η κατάνυξη, έρχεται η συναίσθηση, έρχεται ο φωτισμός και αποφασίζει κανείς, τώρα όχι ύστερα, να γίνει τού Χριστού, να ακολουθήσει τον Χριστό, να ακολουθήσουμε τον Χριστό όπου πάει εκείνος· όχι απ' άλλο δρόμο εμείς και από μακριά, όχι απλώς να βλέπουμε, απλώς να ακούμε.

Άλλο είναι να ακούς το τροπάριο, το οποίο τροπάριο, τις όλες αλήθειες αυτής της εβδομάδος που θα ακούσουμε και, έστω, να συγκινείσαι, να ευχαριστείσαι, να θαυμάζεις, και άλλο είναι να δώσεις την ψυχή σου σ' αυτά, να συμμορφωθείς προς το θέλημα του Θεού, να συμπορευθείς με τον Κύριο και όντως να συσταυρωθείς με τον Κύριο και να συναναστηθείς.

Δεν θα πω περισσότερα, θα σταματήσω εδώ με την θερμή ευχή -ο Κύριος μας ακούει, ο Κύριος μας βλέπει, ο Κύριος είναι εδώ, εκείνος ξέρει, εμείς λέμε, λέμε, τι λέμε; Εκείνος γνωρίζει- με την θερμή ευχή που ο Κύριος μάς ξέρει έναν έναν, όλους καλά, και ξέρει ακριβώς τι χρειάζεται να γίνει στην ψυχή τού καθενός μας, γνωρίζει ο Κύριος τι πρέπει να κάνει μέσα μας, αλλά και τι στάση εμείς πρέπει να πάρουμε απέναντί του, για να ενεργήσει εκείνος όπως θέλει μέσα μας.

Ο Κύριος λοιπόν που τα γνωρίζει όλα, που τα έχει όλα στο χέρι του, που τα μπορεί όλα, ο Κύριος, εύχομαι μέσα απ' την καρδιά μου και για μένα και για σας, ναι, αυτήν την ώρα, αυτήν την ημέρα, αυτήν τη στιγμή ο Κύριός μας, ο οποίος πηγαίνει προς το Πάθος -και αυτό δεν είναι φαντασία, μέσα στην λατρεία, είπαμε, ότι έχουμε αυτό τούτο το Πάθος, αυτά ταύτα τα γεγονότα- ο Κύριος λοιπόν, που πορεύεται προς το Πάθος αλλά πορεύεται και προς την Ανάσταση και την Ανάληψή του για να μας στείλει το Άγιον Πνεύμα, να μας αξιώσει να πορευθούμε μαζί του, να συναναστηθούμε και να σωθούμε αιώνια μαζί του στη βασιλεία Του.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ Σταυροαναστάσιμη πορεία «Ευλογημένος ο ερχόμενος»

 Κυριακή των Βαϊων  θυμούμαστε το γεγονός της εισόδου του Κυρίου μας στα Ιεροσόλυμα που είχε λαμπρό και μεγαλοπρεπή χαρακτήρα.  Πραγματικά, η υμνολογία της Εκκλησίας μας εμπεριέχει το βασιλικό και θριαμβευτικό στοιχείο, το οποίο αναδύεται τόσο ζωντανά μέσα από το πλούσιο περιεχόμενό της.  Αλλά και το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της ημέρας εμφανίζει τον Βασιλέα των βασιλέων να εισέρχεται στην αγία πόλη σε μια πορεία κατάργησης του θανάτου και ανάδειξης του λαμπροφόρου μηνύματος της Αναστάσεως.  Στην πορεία αυτή τα όπλα της νίκης και του θριάμβου είναι “τα Πάθη τα Σεπτά”, ο  Σταυρός και η Ανάσταση. 
Ωσαννά…

Μεγάλο ήταν το πλήθος που υποδέχθηκε τον Κύριο κατά τη θριαμβευτική είσοδό του στα Ιεροσόλυμα.  Ξέσπασε σ΄ ένα παραλήρημα ενθουσιασμού και κατέφυγε σε ζητωκραυγές, με τις οποίες σύμφωνα με την περιγραφή,  “εσείσθη πάσα η πόλις”. . Με τα κλαδιά των βαϊων στα χέρια ακουγόταν το “Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο Βασιλεύς του Ισραήλ”. Ωστόσο, ανάμεσα στο πλήθος βρίσκονταν και εκείνοι που καραδοκούσαν και μεθόδευαν  την καταδίκη του αληθινού Βασιλέα.  Γι΄ αυτό και ο Χριστός δεν ενθουσιάζεται από τις επευφημίες του πλήθους.  Βλέπει πίσω από τη σημερινή δόξα την αυριανή εγκατάλειψη και είναι έτοιμος να ακούσει μετά το “Ωσαννά” το “Άρον άρον σταύρωσον Αυτόν”. 
Επί πώλον όνου
Ο Χριστός βέβαια δεν είναι οποιοσδήποτε κοσμικός βασιλέας αλλά ο αληθινός βασιλιάς.  Δεν εισέρχεται στα Ιεροσόλυμα για να δρέψει δάφνες τιμών και δόξας όπως τις αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι, αλλά “του παθείν αγαθότητι”. Ακριβώς το Πάθος και ο θάνατος του σαρκωθέντος Θεού είναι η φανέρωση της δόξας και της Κυριότητας του. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος “δια τούτο αυτόν βασιλέα καλώ, επειδή βλέπω αυτόν σταυρούμενον.  Βασιλέως γαρ εστι το υπέρ των αρχομένων αποθνήσκειν”.   Είναι όντος αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι ο Χριστός ως βασιλιάς δεν ενδύεται με διακριτικά εξουσίας αλλά έρχεται “καθήμενος επί πώλον όνου”. Το πουλάρι είναι η εικόνα της ειρήνης σε αντίθεση με το άλογο που παραπέμπει στην έννοια του πολέμου.  Η ειρήνη που μας φέρνει ο Χριστός είναι η προσφορά του εαυτού του.  Και αυτό γιατί ειρήνευσε πραγματικά τον άνθρωπο όταν τον ένωσε με την κοινωνία της αγάπης και της ζωής του Θεού.  Ο Χριστός βέβαια δε σταματά στις ζητωκραυγές και τις επευφημίες, αλλά προχωρεί για να θυσιάσει τον εαυτό του “υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας”.  Είναι εδώ που βρίσκεται και το βαθύτερο νόημα των γεγονότων που η Εκκλησία μας προσκαλεί να βιώσουμε με την είσοδο της Μεγάλης Εβδομάδας.  Να ακολουθήσουμε δηλαδή τον Κύριο της δόξης και να ζήσουμε το Πάθος και την Ανάστασή του σε μια προοπτική που μας αναδεικνύει πραγματικά μέλη του Σώματός του.  Της Εκκλησίας Του, μέσα στην αγάπη της οποίας μπορούμε να ατενίζουμε τα πάντα στη φωτοχυσία της Ανάστασης που ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε με τον πιο λαμπρό τρόπο.  
Αγαπητοί αδελφοί, εισερχόμαστε από σήμερα στην Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα. Η Εκκλησία ανοίγει και πάλιν τις αγκάλες της για να μας προσκαλέσει να συνοδοιπορήσουμε με τον Χριστό που βαδίζει προς το Πάθος και την Ανάσταση.  Αυτή η θεία πρόσκληση ξεδιπλώνεται μέσα από τις ιερές ακολουθίες, την κατανυκτική υμνολογία αλλά και τα τόσο ψυχωφελή αναγνώσματα.  Μας παρακινεί να υποδεχθούμε και εμείς τον ερχόμενο βασιλέα: “Εξέλθετε έθνη, εξέλθετε και λαοί και θεάσασθε σήμερον, τον Βασιλέα των ουρανών ως επί θρόνου υψηλού, επί πώλου ευτελούς, την Ιερουσαλήμ προσεπιβαίνοντα”.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ) π. Γεώργιος Δορμπαράκης




῾῾Ο Κύριος ἐγγύς. Μηδέν μεριμνᾶτε᾽ (Φιλ. 4, 6)

α. ῾Η Κυριακή τῶν Βαΐων σηματοδοτεῖ τήν ἀπαρχή τῆς Μεγάλης ῾Εβδομάδος. ῾Ο Κύριος, λίγες ἡμέρες πρό τοῦ ἐπιγείου τέλους Του, ἔχει ἀναστήσει τόν ἀδελφικό φίλο του Λάζαρο καί δίνει μέ τόν θριαμβευτικό ἐρχομό Του στά ῾Ιεροσόλυμα ῾ἐπί πῶλον ὄνου᾽ τήν δυναμική τῆς νίκης κατά τοῦ θανάτου, κάτι πού θά σφραγιστεῖ μέ τήν δική Του ᾽Ανάσταση, ἀφοῦ περάσει ὅμως μέσα ἀπό τήν ὀδύνη τῆς Σταυρικῆς Του θυσίας. ῎Ετσι ἀπό τήν εἴσοδο ἤδη τῆς Μεγάλης ῾Εβδομάδος προβάλλεται ὁ χαρμολυπικός χαρακτήρας αὐτῆς: ἔρχονται τά γεγονότα τοῦ Πάθους μέ τήν δραματική ἔντασή τους, μέσα ὅμως στό φῶς τῆς νίκης πού φέρνει ἡ ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου. Τό ᾽Αποστολικό ἀνάγνωσμα  ἀπό τήν πρός Φιλιππησίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου στοιχεῖ στήν χαρμολυπική αὐτή λογική. Προβάλλει τήν ἐν Κυρίῳ χαρά καί εἰρήνη τοῦ πιστοῦ, τήν ὑπέρβαση τοῦ ἄγχους πού προκαλεῖ ὁ πεσμένος στήν ἁμαρτία κόσμος, τόν ἀπόλυτο προσανατολισμό τῆς σκέψεως τοῦ πιστοῦ στόν Κύριο καί τίς ἀρετές Του. Κι ὅλα αὐτά γιατί ἀκριβῶς ῾ὁ Κύριος ἐγγύς. Μηδέν (λοιπόν) μεριμνᾶτε᾽. ῾Ο Κύριος εἶναι κοντά κι ὅπου νά ᾽ναι ἔρχεται. Γιά τίποτε νά μή σᾶς πιάνει ἄγχος.

β. 1. ῾Η προτροπή τοῦ ἀποστόλου εἶναι ἡ πιό ἐπίκαιρη προτροπή. Γιατί χωρίς ὑπερβολή ἡ μεγαλύτερη ἀρρώστια τῆς ἐποχῆς μας, ἡ ὁποία ταλαιπωρεῖ σχεδόν ὅλους τούς ἀνθρώπους, καί τούς χριστιανούς, εἶναι τό ἄγχος. Δέν ὑπάρχει σχεδόν περίπτωση νά ἐρωτηθεῖ κάποιος ὡς πρός αὐτό καί νά μή δώσει θετική ἀπάντηση. Τό ἄγχος θά ἔλεγε κανείς συνιστᾶ τό ψυχικό aids τῆς ἐποχῆς μας. ῞Οπως τό γνωστό aids καταστρέφει τό ἀνοσοποιητικό σύστημα τοῦ ἀνθρώπου καί ὁδηγεῖ πολλές φορές καί στόν θάνατο, κατά τόν ἴδιο τρόπο καί τό aids αὐτό, τό ἄγχος, καταστρέφει ὅλα τά πνευματικά ἀντισώματα τοῦ ἀνθρώπου καί μπορεῖ νά τόν ὁδηγήσει στόν πνευματικό θάνατο, τήν ὁριστική ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν Θεό.
 Καί βεβαίως ὑπάρχουν γιά τήν ἀρνητική αὐτή κατάσταση πολλά δικαιολογητικά, πού δέν εἶναι ἄλλα ἀπό τά διάφορα προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου: ἀτομικά καί οἰκογενειακά, ἐπαγγελματικά καί κοινωνικά, ἐθνικά καί παγκόσμια. ᾽Αλλά παρ᾽ ὅλα αὐτά! ῾Ο λόγος τοῦ Θεοῦ διά στόματος τοῦ ἀποστόλου εἶνα σαφής: ῾Μηδέν μεριμνᾶτε᾽. Μήν ἔχετε ἄγχος γιά ὁτιδήποτε. Μήπως ὁ ἅγιος Παῦλος κινεῖται στό χῶρο τῆς οὐτοπίας; ᾽Ασφαλῶς ὄχι. Ξέρει τί ἀντιμετωπίζει ὁ ἄνθρωπος στήν καθημερινότητά του. ῾Ο ἴδιος ἄλλωστε ῾καθ᾽ ἡμέραν ἀπέθνησκεν᾽ (Α´ Κορ. 15, 31), γι᾽ αὐτό καί παράλληλα μέ τήν προτροπή αὐτή θέτει καί τούς ὅρους ὑπερβάσεως τοῦ ἄγχους καί τῆς μέριμνας. 

2. ᾽Απαιτεῖται ὅμως προηγουμένως μία διευκρίνηση. Τό ῾μηδέν μεριμνᾶτε᾽ τοῦ ἀποστόλου δέν νοεῖται ὡς παντελής ἔλλειψη ἐνδιαφέροντος τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν ζωή του. Κάτι τέτοιο θά ἦταν σαφής ἄρνηση τῆς ζωῆς καί ἄρα καί τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Θεός μᾶς ἔδωσε νοῦ καί δυνάμεις γιά νά μποροῦμε νά φροντίζουμε τόν ἑαυτό μας, ὅπως καί αὐτούς πού ἐξαρτῶνται ἀπό ἐμᾶς. Τό ῾μηδέν μεριμνᾶτε᾽ λοιπόν πρέπει νά νοηθεῖ ὡς ἀπομάκρυνση καί ἄρνηση τῆς ἀγωνιώδους μέριμνας, αὐτοῦ ἀκριβῶς πού χαρακτηρίσαμε ὡς ἄγχος. Εἶναι τό ἴδιο πού εἶπε ὁ Κύριος: ῾μή οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἤ τί πίωμεν ἤ τί περιβαλώμεθα. Πάντα γάρ ταῦτα τά ἔθνη ἐπιζητεῖ. Οἶδε γάρ ὁ Πατήρ ἡμῶν ὁ Οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων᾽ (Ματθ. 6, 31-32). ῎Ετσι ἀπό τόν Κύριο, ἀπό τούς ᾽Αποστόλους, ἀπό τήν ᾽Εκκλησία καταδικάζεται ἐκείνη ἡ μέριμνα πού προϋποθέτει τήν ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό.

3. ῾Η ἀρνητική προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου συμπληρώνεται καί ἑρμηνεύεται. Νά μήν ἔχουμε ἄγχος, διότι ὡς χριστιανοί ῾σέ κάθε περίπτωση μέ τήν προσευχή καί τήν δέησή μας πού γίνεται μέ εὐχαριστία ἀναφέρουμε τά αἰτήματά μας πρός τόν Θεό᾽. ῾᾽Εν παντί τῇ προσευχῇ καί τῇ δεήσει μετά εὐχαριστίας τά αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρός τόν Θεόν᾽. ῎Ετσι γιά τήν χριστιανική πίστη μας τό ἄγχος δέν ὑπερβαίνεται πρωτίστως μέ τά διάφορα ψυχοφάρμακα, μέ τήν ἀποκλειστική καταφυγή στόν ἰατρό, μέ τήν ἀποφυγή ἴσως τῶν διαφόρων εὐθυνῶν πού ἔχουμε ἀναλάβει στόν κόσμο τοῦτο. Τό ἄγχος ὑπερβαίνεται μέ τήν ἀναφορά μας διά τῆς προσευχῆς στόν Θεό.
Ποιός ὁ βαθύτερος λόγος τῆς ἀλήθειας αὐτῆς; ῾῾Ο Κύριος ἐγγύς᾽. ῾Ο Κύριος εἶναι κοντά μας. Κι ἀφοῦ εἶναι κοντά μας, γιατί νά μεριμνοῦμε, γιατί νά ἔχουμε ἄγχος; ῞Οταν ἡ ᾽Εκκλησία μας ἔλεγε καί λέγει ῾ὁ Κύριος ἐγγύς᾽ ἐννοεῖ δύο πράγματα: Πρῶτον, ὁ Κύριος εἶναι κοντά μας, διότι ὄχι μόνον εἶναι ὁ Δημιουργός μας, ἀλλά καί ὁ συντηρητής καί ὁ προνοητής τῆς ζωῆς μας. Εἶναι ᾽Εκεῖνος ἀπό τόν ῾Οποῖο ἐξαρτᾶται ἡ ζωή μας. ῾Αὐτός γάρ ἐστιν ὁ διδούς πᾶσι ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα᾽ (Πρ. ᾽Απ. 17, 25). Εἶναι μάλιστα περισσότερο κοντά μας ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι στόν ἑαυτό μας. ῾῾Υμῶν δέ καί αἱ τρίχες τῆς κεαφλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί᾽ (Ματθ. 10, 30). ῎Αν μάλιστα σκεφτοῦμε ὅτι εἴμαστε μέλη Του καί συνεχῶς μᾶς προσφέρει ῾πρός βρῶσιν καί πόσιν᾽ τό σῶμα καί τό αἷμα Του, καταλαβαίνουμε ὅτι εἴμαστε ἕνα μέ ᾽Εκεῖνον, ῾σύσσωμοι καί σύναιμοι Αὐτῷ᾽, μέ προοπτική νά αὐξήσουμε στό ἀνώτερο δυνατό τήν μεταξύ μας σχέση. Δεύτερον, εἶναι κοντά μας καί μέ μία ἄλλη ἔννοια: ὅτι ὅπου νά ᾽ναι ὁ Κύριος ξανάρχεται στήν Δευτέρα Παρουσία Του – μία προσμονή πού ἔκανε τούς πρώτους ἰδίως χριστιανούς νά ζοῦν ἁγία καί συνεπή ζωή, πέρα ἀπό ἄγχη καί ἀνασφάλειες. Κι ἡ προσμονή αὐτή βεβαίως πρέπει νά εἶναι προσμονή καί τῆς δικῆς μας ζωῆς. Διότι πράγματι, ἀφοῦ ὁ Κύριος ἦλθε στήν Πρώτη ἐπί γῆς παρουσία Του, εἶναι ἕτοιμος νά ξανάρθει ἀνά πᾶσα στιγμή. Βρισκόμαστε ἔτσι κι ἀλλιῶς μετά Χριστόν στά ἔσχατα τῶν καιρῶν.

4. ῎Ετσι ἡ αἴσθηση τῆς ἐγγύτητας τοῦ Κυρίου στήν ζωή μας ἀποτελεῖ τό ἰσχυρό ἀντίδοτο τῆς θανατηφόρας ἀρρώστιας τοῦ ἄγχους. Πού θά πεῖ: ἄν τό ἄγχος δέν ἀντιμετωπισθεῖ ὡς πνευματική ἀρνητική κατάσταση, δηλαδή μέσα στά πλαίσια τῆς σχέσεως μέ τόν Θεό, δέν πρόκειται ποτέ νά ξεπεραστεῖ. Θά ἀποτελεῖ τήν μόνιμη ἀπειλή τῆς ψυχικῆς μας ἰσορροπίας καί ὑγείας. Κατά συνέπεια, στόν βαθμό πού δέν πιστεύουμε στόν Θεό ἤ στόν βαθμό πού ὀλιγοπιστοῦμε, βιώνουμε τόν θάνατο τοῦ ἄγχους μέσα μας. ᾽Από τήν ἄλλη: στόν βαθμό πού ἐμπιστευόμαστε τήν ὕπαρξή μας στόν Θεό, δηλαδή ἐπιρρίπτουμε τήν μέριμνά μας σέ Αὐτόν, κατά τόν λόγο τῆς Γραφῆς: ῾ἐπίρριψον ἐπί Κύριον τήν μέριμνάν σου καί Αὐτός σέ διαθρέψει᾽, γαληνεύουμε καί εἰρηνεύουμε μέσα μας. Διότι αὐτό εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς μέ πίστη ἀναφορᾶς μας στόν Κύριο: ῾ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν᾽. Ζοῦμε δηλαδή τήν ἴδια τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά μας, τοῦ χορηγοῦ τῆς ἀληθινῆς εἰρήνης.

5. Τί πρέπει λοιπόν νά κάνουμε, ὥστε μέ πίστη νά ἔχουμε τήν ἐξάρτησή μας ἀπό τόν Θεό; ῾Ο ἀπόστολος κι ἐδῶ μᾶς δίνει τήν λύση: νά προσέχουμε τούς λογισμούς μας καί τίς πράξεις μας. Νά λογιζόμαστε δηλαδή ῾ὅσα  ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετή καί εἴ τις ἔπαινος᾽, μέ ἄλλα λόγια ὁ νοῦς κι ὁ λογισμός μας νά εἶναι στόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό, διότι Αὐτός εἶναι ὅλα τά παραπάνω. Καί τί νά πράττουμε; ῾Ταῦτα πράσσετε, ὅσα ἐμάθετε καί παρελάβετε καί ἠκούσατε καί εἴδετε ἐν ἐμοί᾽. Κι ὅλα αὐτά πού ζοῦσε καί παρέδωσε ὀ ἀπόστολος ἦταν ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ. ῎Ετσι, ὅταν προσπαθοῦμε νά σκεπτόμαστε τόν Χριστό καί νά προσαρμόζουμε τήν ζωή μας στήν ζωή ᾽Εκείνου, νιώθουμε ἐκείνη τήν χάρη πού μᾶς ἀνάγει στήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καί μᾶς κάνει νά ὑπερβαίνουμε τά ἄγχη καί τίς ἀγωνιώδεις μέριμνες τῆς ζωῆς μας.

γ. ῾Η ᾽Εκκλησία μας μᾶς καλεῖ συνεχῶς, κατεξοχήν ὅμως στήν πιό ἱερή περίοδο τῆς ζωῆς της, τήν Μεγάλη ῾Εβδομάδα, σέ μετοχή αὐτῆς τῆς πραγματικότητας. Δίνει τίς εὐκαιρίες νά ἐμβολιασθοῦμε κατά τοῦ ψυχικοῦ μας aids, ἀφοῦ ὁ ῎Ιδιος ὁ Κύριος, ὁ ἀρχηγός τῆς ᾽Εκκλησίας, εἶναι ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων. Δέν ἔχουμε λοιπόν παρά νά προσέλθουμε στό ἰατρεῖο της καί νά παραδοθοῦμε στά θεραπευτικά χέρια τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι τά χέρια πού ἁπλωμένα ἐπί τοῦ Σταυροῦ ἀγκάλιασαν τόν κόσμο ὅλο, προσφέροντάς του τήν λύτρωση καί τήν ἀπόλυτη καί μοναδική ἀσφάλεια πού ὑπάρχει. 

Ιωάννης ο Χρυσόστομος: Ομιλία εις την Μεγάλη Εβδομάδα



Που λέχθηκε τη Μεγάλη Εβδομάδα, στην οποία διδάσκεται για ποιο λόγο ονομάζεται Μεγάλη Εβδομάδα, στο ρητό, «Ψάλλε, ψυχή μου, ύμνους δοξολογίας στον Κύριο», και στο δεσμοφύλακα για τον οποίο ομιλούν οι Πράξεις».


1. Διανύσαμε το ταξίδι της νηστείας και με τη χάρη του Θεού φθάσαμε πλέον στο λιμάνι· όμως ας μη δείχνομε αδιαφορία γι' αυτό, επειδή δηλαδή φθάσαμε στο λιμάνι, αλλά γι' αυτό προ πάντων να δείχνομε μεγαλύτερη φροντίδα, επειδή φθάσαμε στο τέρμα.
Διότι το ίδιο κάνουν και οι κυβερνήτες των πλοίων όταν φθάνει η στιγμή, κατά την οποία πρόκειται να οδηγήσουν μέσα στο λιμάνι το μεγάλο φορτηγό πλοίο, που είναι γεμάτο από σιτάρι και το φορτίο φθάνει μέχρι την κορυφή του, κυριεύονται από αγωνία και φόβο, μη τυχόν το πλοίο, μετά από τα μεγάλα πελάγη που διέπλευσε, προσκρούσει σε κάποιο βράχο και καταβυθισθεί έτσι όλο το εμπόρευμα. Κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει και εμείς να φοβόμαστε και να είμαστε γεμάτοι από αγωνία, μήπως και στερηθούμε στο τέλος την αμοιβή των κόπων μας. Γι' αυτό πρέπει ν' αυξήσομε την προσπάθεια. Το ίδιο κάνουν και οι δρομείς· όταν δουν τον εαυτό τους να βρίσκεται κοντά στα βραβεία, τότε αυξάνουν περισσότερο το τρέξιμο. Το ίδιο κάνουν και οι αθλητές, μετά από αμέτρητα παλαίσματα και άπειρες νίκες, όταν πλησιάσουν προς τα στεφάνια, τότε περισσότερο εντείνουν την προσπάθειά τους και αυξάνουν την προθυμία τους.

Το ίδιο λοιπόν ας κάνομε και εμείς τώρα. Διότι εκείνο ακριβώς που είναι το λιμάνι για τους κυβερνήτες των πλοίων, τα βραβεία για τους δρομείς, και τα στεφάνια για τους αθλητές, αυτό είναι για μας αυτή η εβδομάδα, το αποκορύφωμα των αγαθών και οι αγώνες για τα στεφάνια. Γι' αυτό και ονομάζομε αυτήν μεγάλη· όχι επειδή είναι μεγαλύτερες οι ημέρες αυτής από όλες τις άλλες ημέρες, διότι υπάρχουν άλλες μεγαλύτερες, ούτε επειδή είναι περισσότερες ως προς τον αριθμό (διότι είναι ίσες με τις άλλες), αλλ' επειδή συνέβηκαν κατ' αυτήν για μας μεγάλα κατορθώματα εκ μέρους του Κυρίου. Καθόσον κατά τη μεγάλη αυτή εβδομάδα καταλύθηκε η μακροχρόνια τυραννική εξουσία του διαβόλου, ο θάνατος κατέπαυσε, ο ισχυρός δέθηκε, τα όπλα του αρπάχθηκαν, η αμαρτία νικήθηκε, η κατάρα καταλύθηκε, ο παράδεισος άνοιξε, ο ουρανός έγινε διαβατός, οι άνθρωποι αναμείχθηκαν με τους αγγέλους, το μεσότοιχο του φραγμού καταστράφηκε, το τείχος καταγκρεμίσθηκε, ο Θεός της ειρήνης ειρήνευσε τα ουράνια και τα επίγεια Γι' αυτό ονομάζεται μεγάλη εβδομάδα· και όπως ακριβώς αυτή είναι η σπουδαιότερη από τις άλλες εβδομάδες, έτσι και αυτής κεφαλή είναι το Μεγάλο Σάββατο· και ό,τι ακριβώς είναι το κεφάλι για το σώμα, το ίδιο είναι και το Σάββατο για τη μεγάλη εβδομάδα.

Γι' αυτό κατά τη διάρκεια αυτής πολλοί αυξάνουν την προσπάθεια· και άλλοι μεν αυξάνουν τη νηστεία, άλλοι τις ιερές αγρυπνίες, και άλλοι κάνουν πλουσιότερη την ελεημοσύνη, επιβεβαιώνοντας με την προθυμία για καλές πράξεις και με την αυξημένη ευλάβεια στις εκδηλώσεις της ζωής το μέγεθος της ευεργεσίας που έγινε από το Θεό σε μας. Διότι, όπως ακριβώς, όταν ο Κύριος ανέστησε το Λάζαρο, έτρεχαν να δουν αυτόν όλοι οι κάτοικοι των Ιεροσολύμων και το πλήθος αυτό επιβεβαίωνε ότι ο Χριστός ανέστησε το νεκρό (διότι η προθυμία εκείνων που βγήκαν για να τον δουν ήταν απόδειξη του θαύματος), έτσι λοιπόν και η τωρινή προθυμία για τη μεγάλη αυτή εβδομάδα, είναι δείγμα και απόδειξη του μεγέθους των κατορθωμάτων που πραγματοποιήθηκαν κατ' αυτήν.

Διότι δεν ερχόμαστε σήμερα από μία μόνο πόλη για να συναντήσομε και να δούμε το Χριστό, ούτε μόνο από τα Ιεροσόλυμα, αλλ' απ' όλη την οικουμένη άπειρα πλήθη εκκλησιών από παντού βγαίνουν για να συναντήσουν τον Ιησού, κρατώντας στα χέρια τους και σείοντας όχι βάγια φοινίκων, αλλά προσφέροντας στον Κύριο Χριστό ελεημοσύνη, φιλανθρωπία, αρετή, νηστεία, δάκρυα, προσευχές, αγρυπνίες και κάθε άλλη ευλάβεια.

Και δεν τιμούμε αυτήν την εβδομάδα μόνο εμείς, αλλά και οι βασιλείς της οικουμένης, που έχουν τιμήσει αυτήν όχι κατά τρόπο τυχαίο, αλλ' όρισαν ν' απέχουν από την εργασία τους όλοι εκείνοι που ασχολούνται με τις κοινές υποθέσεις των πόλεων, ώστε, απολαμβάνοντας την αργία από εκείνες, ν' αφιερώνουν όλες αυτές τις ημέρες στην πνευματική φροντίδα. Γι' αυτό έκλεισαν και τις πόρτες των δικαστηρίων. Ας σταματάει, λέγει, κάθε διαφωνία και κάθε είδος διαμάχης και τιμωρίας, ας αναπαυθούν για λίγο τα χέρια των δημίων. Τα κατορθώματα του Κυρίου έγιναν για όλους· ας γίνει λοιπόν κάποιο καλό και από εμάς τους δούλους. Και δεν έχουν τιμήσει αυτήν μόνο με αυτή τη φροντίδα και την τιμή, αλλά και με άλλη όχι κατώτερη απ' αυτήν. Στέλνουν βασιλικά γράμματα, που προστάζουν ν' αφήνονται ελεύθεροι οι φυλακισμένοι στα δεσμωτήρια. Διότι, όπως ακριβώς ο Κύριός μας, κατεβαίνοντας στον άδη, ελευθέρωσε όλους εκείνους που βρίσκονταν κάτω από την εξουσία του θανάτου, έτσι λοιπόν και οι δούλοι, προσφέροντας τα κατά δύναμη και μιμούμενοι τη φιλανθρωπία του Κυρίου, ελευθερώνουν από τα αισθητά δεσμά, επειδή δεν μπορούν να ελευθερώσουν από τα πνευματικά.

2. Αυτή την εβδομάδα τιμάμε και εμείς και βγήκα και εγώ μαζί σας αντί για φοίνικες προσφέροντας το λόγο της διδασκαλίας, καταβάλλοντας τα δύο λεπτά όπως ακριβώς η χήρα. Βγήκαν τότε εκείνοι κρατώντας βάγια φοινίκων και φώναζαν και έλεγαν «Δόξα σ' εκείνον που βρίσκεται στους ουρανούς· ας είναι ευλογημένος εκείνος που έρχεται στο όνομα του Κυρίου». Ας βγούμε και εμείς να τον προϋπαντήσομε, και αντί για βάγια φοινίκων, παρουσιάζοντας προαίρεση γεμάτη με αφθονία καρπών και ας φωνάζομε δυνατά αυτά ακριβώς που ψάλλαμε σήμερα· «Ανάπεμπε, ψυχή μου, στον Κύριο ύμνο δοξολογίας· θ' ανυμνώ τον Κύριο σ' όλη μου τη ζωή». Και εκείνα τα λόγια είναι του Δαυίδ και αυτά· ή καλύτερα ούτε εκείνα είναι του Δαυίδ, ούτε αυτά, αλλά και τα δύο είναι της χάριτος του Πνεύματος. Διότι μίλησε βέβαια και είπε τα λόγια ο προφήτης, όμως κίνησε τη γλώσσα του προφήτη ο Παράκλητος. Γι' αυτό λέγει· «Η γλώσσα μου κινείται σαν τη γραφίδα ταχυγράφου γραφέα». Όπως ακριβώς η γραφίδα δεν γράφει μόνη της, αλλ' από τις διαταγές του χεριού που κινεί αυτήν, έτσι λοιπόν και η γλώσσα των προφητών δεν μιλούσε μόνη της, αλλ' από την εξουσία της χάριτος του Θεού.

Αλλά για ποιό λόγο δεν είπε απλώς «η γλώσσα μου κινείται σαν τη γραφίδα του γραφέα», αλλ' είπε, «σαν τη γραφίδα ταχυγράφου γραφέα»; Για να μάθεις, ότι η σοφία είναι του Πνεύματος· γι' αυτό και είναι μεγάλη η ευκολία με την οποία λέγεται και μεγάλη η ταχύτητα αυτής. Διότι όταν οι άνθρωποι ομιλούν από μόνοι τους, στοχάζονται, σκέπτονται, αργούν να μιλήσουν, κάμνουν πολύ χρόνο, ενώ εκεί, επειδή τα λόγια ανέβλυζαν σαν ακριβώς από κάποια πηγή και δεν υπήρχε κανένα εμπόδιο, αλλά την ταχύτητα της γλώσσας την νικούσε η ροή των νοημάτων, γι' αυτό έλεγε· «Η γλώσσα μου κινείται σαν τη γραφίδα ταχυγράφου γραφέα». Αναβλύζει, λέγει, κάτω τα νάματα με μεγάλη αφθονία. Γι' αυτό και είναι μεγάλη η ταχύτητα. Δεν χρειαζόμαστε σκέψη, ούτε μελέτη και κόπο. Αλλ' ας δούμε τι λέγει.

«Πρόσφερνε, ψυχή μου, στον Κύριο ύμνο δοξολογίας». Αυτά και εμείς ας ψάλομε σήμερα μαζί με τον Δαυίδ. Διότι, αν και δεν παραβρίσκεται εδώ με το σώμα, όμως παραβρίσκεται με το πνεύμα. Και ότι βρίσκονται κοντά μας οι άγιοι και ψάλλουν μαζί με μας, άκουσε τι λέγει ο Αβραάμ προς τον πλούσιο. Διότι, όταν εκείνος του είπε, «Στείλε τον Λάζαρο, ώστε οι αδελφοί μου, αφού μάθουν τα όσα συμβαίνουν εδώ στον άδη, να διορθωθούν, λέγει προς αυτόν· Έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες». Αλλ' όμως ο Μωϋσής και όλοι οι προφήτες πέθαναν σωματικά εδώ και πολλά χρόνια, και είχαν αυτούς με τα γραφόμενά τους. Διότι, εάν κάποιος πάρει στά χέρια του την άψυχη φωτογραφία κάποιου παιδιού ή φίλου, νομίζει ότι βρίσκεται εκεί παρών ο πεθαμένος και με την άψυχη φωτογραφία φαντάζεται αυτόν, πολύ περισσότερο εμείς με τις θείες Γραφές απολαμβάνομε τη συντροφιά των αγίων, έχοντας όχι τις φωτογραφίες των σωμάτων τους, αλλά των ψυχών τους. Διότι τα όσα λέχθηκαν απ' αυτούς είναι εικόνες των ψυχών τους. Θέλεις να μάθεις, ότι ζουν οι άγιοι και παραβρίσκονται εδώ; Κανένας δεν ονομάζει τους πεθαμένους μάρτυρες, ενώ ο Χριστός ονόμασε αυτούς μάρτυρες της θεότητάς του, και πριν απ' αυτούς τον ίδιο τον Δαυίδ, για να σε διδάξει ότι ζει. Διότι, επειδή οι Ιουδαίοι είχαν αμφιβολίες γι' αυτόν, λέγει προς αυτούς· «Ποιά είναι η γνώμη σας για το Χριστό; Ποίου υιός είναι; Απαντούν προς αυτόν· Του Δαυίδ. Λέγει προς αυτούς· Πώς λοιπόν ο Δαυίδ φωτισμένος από το Πνεύμα, τον ονομάζει Κύριο, λέγοντας, "είπε ο Κύριος στον Κύριό μου, κάθισε στα δεξιά μου;'». Είδες πώς ο Δαυίδ ζει; Διότι, εάν δεν ζούσε, δεν θα ονόμαζε αυτόν μάρτυρα της θεότητάς του. Και δεν είπε, 'Πώς λοιπόν ο Δαυίδ εμπνευσμένος από το Πνεύμα ονόμασε αυτόν Κύριο', αλλά «Κύριο αυτόν ονομάζει;», για να δείξει ότι ακόμη βρίσκεται εδώ και ομιλεί με τα όσα έγραψε.

Έψαλλε κάποτε ο Δαυίδ τον Κύριο με ύμνους, και εμείς ας ψάλομε σήμερα μαζί με τον Δαυίδ. Εκείνος είχε κιθάρα με άψυχες χορδές, η εκκλησία όμως έχει κιθάρα που αποτελείται από έμψυχες χορδές. Οι γλώσσες μας είναι χορδές της κιθάρας, που αφήνουν ν' ακουσθούν βέβαια διάφορα λόγια, αλλ' είναι αυτά σύμφωνα με την ευσέβεια. Καθόσον και γυναίκες και άνδρες και γέροι και νέοι, είναι βέβαια χωρισμένοι ως προς την ηλικία, δεν είναι όμως χωρισμένοι ως προς την υμνωδία· διότι το Πνεύμα, συνενώνοντας τη φωνή του καθενός, παρουσιάζει μία τη μελωδία όλων, όπως και ο ίδιος ο Δαυίδ δήλωσε, προσκαλώντας κάθε ηλικία και κάθε φύση προς τη συμφωνία αυτή και λέγοντας «Κάθε τι που ζει και έχει πνοή ας δοξολογήσει τον Κύριο». «Πρόσφερε, ψυχή μου, ύμνο δοξολογίας στον Κύριο». Για ποιό λόγο άφησε έξω από την υμνωδία τη σάρκα; Για ποιό λόγο δεν λέγει τίποτε για το σώμα; άραγε χώρισε στα δύο τον άνθρωπο; Καθόλου, αλλά πρώτα παροτρύνει προς δοξολογία τον τεχνίτη. Το ότι δεν χώρισε το σώμα από την ψυχή, άκουσε αλλού τί λέγει· «Θεέ μου, Θεέ μου, προς εσένα απευθύνω, πριν ακόμη ξημερώσει, την προσευχή μου. Σε πόθησε υπερβολικά η ψυχή μου, καθώς και η σάρκα μου κάθε φορά μέσα στην έρημη χώρα». Αλλά, λέγει, δείξε μου και τη σάρκα που να καλείται να υμνήσει το Θεό. «Ευλόγα, ψυχή μου, τον Κύριο, και όλες οι εσωτερικές μου δυνάμεις ευλογείτε το όνομα το άγιο αυτού». Είδες και το σώμα που συμμετέχει στη μουσική συμφωνία; Τι τέλος πάντων σημαίνει, «Και όλα τα εντός μου ευλογείτε το όνομα το άγιο αυτού»; Τα νεύρα, λέγει, τα οστά, τις φλέβες, τις αρτηρίες και όλα τα εσωτερικά μόρια.

3. Και πώς μπορούν τα εσωτερικά μας όργανα να ευλογούν το Θεό; Φωνή δεν έχουν, στόμα δεν έχουν, γλώσσα δεν έχουν. Διότι η ψυχή βέβαια μπορεί, τα όργανα όμως που βρίσκονται μέσα μας πώς μπορούν να ευλογούν το Θεό, τη στιγμή που δεν έχουν ούτε φωνή, ούτε γλώσσα, ούτε και στόμα; Όπως ακριβώς «οι ουρανοί διηγούνται τη δόξα Θεού». Διότι, όπως ακριβώς οι ουρανοί, που δεν έχουν γλώσσα, ούτε στόμα, ούτε και χείλη, αλλά με το κάλλος που παρουσιάζουν δημιουργούν έκπληξη στους θεατές και με το θαυμασμό που προξενούν σ' αυτούς τους οδηγούν στην δοξολογία εκείνου που δημιούργησε αυτούς, έτσι λοιπόν και τα εντός μας όργανα, εάν τα εξετάσεις όλα με τη σκέψη, εάν σκεφθείς τη διαφορά της ποιότητας αυτών, της ενέργειας, της δυνάμεως, της συμφωνίας, της διαπλάσεως, της θέσεως, του ρυθμού και της αρμονίας αυτών, θ' αναφωνήσεις εκείνα τα προφητικά λόγια· «Πόσο μεγάλα και θαυμαστά είναι τα έργα σου, Κύριε! όλα με σοφία τα δημιούργησες». Είδες πώς ευλογούν τα εσωτερικά μας όργανα το Θεό χωρίς φωνή και στόμα και γλώσσα; Για ποιό λόγο λοιπόν απευθύνει το λόγο του προς την ψυχή; Για να μη ονειροπολεί αυτή καθώς η γλώσσα θα εξυμνεί το Θεό, πράγμα που πολλές φορές παθαίνομε και στις προσευχές και στις υμνωδίες· για να υπάρχει και από τα δύο μέρη η μουσική συμφωνία. Διότι, όταν προσεύχεσαι και δεν ακούσεις τα λόγια του Θεού, πώς ο Θεός θ' ακούσει την προσευχή σου; Όταν λοιπόν λέγει, «Πρόσφερε, ψυχή μου, ύμνο δοξολογίας στον Κύριο», αυτό εννοεί, μέσα από την ψυχή και από το βάθος της καρδιάς ν' αναπέμπονται οι παρακλήσεις. Διότι και ο Παύλος λέγει· «Θα προσεύχομαι με το πνεύμα μου, αλλά θα προσεύχομαι και με το νου μου».

Η ψυχή είναι ένας μουσικός, είναι ένας τεχνίτης, ενώ το σώμα είναι όργανο, που κατέχει τη θέση της κιθάρας, του αυλού και της λύρας. Οι άλλοι λοιπόν μουσικοί δεν βρίσκονται διαρκώς με όλα τα όργανα, αλλ' άλλοτε κρατούν αυτά στα χέρια τους και άλλοτε τ' αφήνουν διότι ο καιρός της μελωδίας δεν είναι γι' αυτούς διαρκής· γι' αυτό ακριβώς ούτε και μεταχειρίζονται διαρκώς τα όργανα· εσένα όμως ο Θεός θέλοντας να σε διδάξει, ότι οφείλεις πάντοτε ν' ανυμνείς και να δοξάζεις αυτόν, ένωσε για πάντα το όργανο με τον τεχνίτη. Το ότι πρέπει πάντοτε ν' ανυμνούμε αυτόν, άκουσε τι λέγει ο Απόστολος· «Αδιάκοπα να προσεύχεσθε, και για κάθε τι να ευχαριστείτε το Θεό». Επειδή λοιπόν πρέπει αδιάκοπα να προσευχόμαστε, είναι αδιάκοπα συνδεμένο το όργανο με τον τεχνίτη. «Δόξαζε, ψυχή μου, τον Κύριο». Την παλιά εποχή αυτά τα λόγια έλεγε ο Δαυίδ με μία γλώσσα, ενώ τώρα, επειδή πέθανε αυτός, αυτά τα λέγει με αμέτρητες γλώσσες, όχι μόνο με τις δικές μας, αλλά και από ολόκληρη την οικουμένη. Είδες ότι δεν πέθανε, αλλά ζει; Διότι πώς πέθανε, εκείνος που έχει τόσες γλώσσες και ομιλεί με τόσα στόματα; Πραγματικά είναι σπουδαίο πράγμα ο ύμνος προς το Θεό· διότι καθαρίζει την ψυχή μας και μας δημιουργεί μεγάλη ευλάβεια.

Θέλεις να μάθεις πόση είναι η δύναμη των ύμνων προς το Θεό; Υμνολογώντας τα τρία παιδιά τον Κύριο, έσβησαν με τον τρόπο αυτό τη βαβυλώνια κάμινο· ή καλύτερα δεν την έσβησαν, αλλ' επέτυχαν εκείνο που ήταν άξιο μεγαλυτέρου θαυμασμού, καταπάτησαν με τα πόδια τους τη φλόγα, που κατέκαιε, σαν πηλό. Αυτός ο ύμνος, όταν ο Παύλος κλείσθηκε στη φυλακή, έλυσε τα δεσμά, άνοιξε τις πόρτες της φυλακής, συγκλόνισε τα θεμέλια αυτής, και προξένησε μεγάλη κατάπληξη και φόβο στον δεσμοφύλακα. Διότι, λέγει, κατά τα μεσάνυχτα ο Παύλος και ο Σίλας έψαλλαν ύμνους στο Θεό. Στη συνέχεια τι συνέβηκε; Τι; Το πρωτάκουστο και παράδοξο εκείνο· τα δεσμά λύθηκαν, οι δεμένοι έδεσαν τους λυμένους· πραγματικά γνώρισμα των δεσμών είναι το να κρατείται με μεγάλη προσοχή ο φυλακισμένος και να βρίσκεται υπό την εξουσία του δεσμοφύλακα· τώρα όμως ο ελεύθερος δεσμοφύλακας ήρθε και έπεσε μπροστά στα πόδια του φυλακισμένου Παύλου. Διότι η φύση των υλικών δεσμών είναι το να κρατούν κάτω από τη δύναμή τους τον φυλακισμένο, ενώ η δύναμη των δεσμών, που υφίσταται κανείς για χάρη του Χριστού, είναι τόσο μεγάλη, ώστε να θέτουν κάτω από την εξουσία των φυλακισμένων τούς ελεύθερους. Έβαλε αυτούς στην πιο βαθιά φυλακή, και ενώ βρίσκονταν μέσα, άνοιξαν τις εξωτερικές πόρτες. Έδεσε τα πόδια τους στο ξύλο για μεγαλύτερη ασφάλεια, και τα πόδια αυτών τα δεμένα για ασφάλεια έλυσαν τα χέρια των άλλων.

Στη συνέχεια, λέγει, έπεσε ο δεσμοφύλακας στα πόδια αυτού, γεμάτος από φόβο και τρόμο, με αναστεναγμούς, με αγωνία και δάκρυα. Μά τι τέλος πάντων συνέβηκε; δεν τους έδεσες συ; δεν τους τοποθέτησες συ σε ασφαλές μέρος; Και γιατί απορείς, άνθρωπε, εάν άνοιξε τη φυλακή, τη στιγμή βέβαια που έλαβε εξουσία ν' ανοίγει και τους ουρανούς; «Όσα θα δέσετε στη γη», λέγει, «θα είναι δεμένα στους ουρανούς, και όσα θα λύσετε στη γη θα είναι λυμένα στους ουρανούς». Έλυσε τα δεσμά αμαρτημάτων· τι απορείς, εάν λύνει τα σιδερένια δεσμά; Έλυσε τα δεσμά των δαιμόνων, ελευθέρωσε ψυχές που ήταν δεμένες απ' αυτούς· και τι απορείς, εάν έσπασε τις αλυσίδες των δεσμωτών; Και πρόσεχε διπλό θαύμα· έλυσε πάλι και έδεσε. Διότι έλυσε τα δεσμά αλλ' έδεσε την καρδιά αυτών. Το ότι βέβαια ήταν λυμένοι δεν το γνώριζαν. Άνοιξε και έκλεισε πόρτες· πραγματικά άνοιξε τις πόρτες της φυλακής, αλλ' έκλεισε τα μάτια της καρδιάς των δεσμωτών, ώστε να μη βλέπουν ότι ήταν ανοιγμένες οι πόρτες εκείνες, για να μη συμβεί, κυριευμένοι από φόβο, να τραπούν σε φυγή. Είδες ότι και δένει και λύνει, και ανοίγει και κλείνει;

4. Γι' αυτό αυτά συνέβηκαν μέσα στη νύχτα, για να γίνονται αθόρυβα και χωρίς καμιά ταραχή. Διότι οι απόστολοι τίποτε δεν έκαμναν για επίδειξη ούτε από φιλοδοξία. Έπεσε ο αρχιδεσμοφύλακας στα πόδια αυτού. Τι έκανε τότε ο Παύλος; Είδες το θαύμα αυτού; είδες τα παράδοξα έργα αυτού; Πρόσεξε και τη φροντίδα αυτού, πρόσεξε και τη φιλανθρωπία αυτού. «Φώναξε», λέγει, «δυνατά και είπε· μη κάνεις κανένα κακό στον εαυτό σου, διότι όλοι είμαστε εδώ». Εκείνον που τον έδεσε με τον πιο σκληρό και απάνθρωπο τρόπο δεν τον άφησε να πεθάνει με απάνθρωπο τρόπο, δεν του κράτησε κακία. «Διότι όλοι είμαστε εδώ», λέγει. Πρόσεχε την έλλειψη αλαζονείας. Δεν είπε, "Αυτά τα παράδοξα τα έκανα εγώ", αλλά τι λέγει; «Διότι όλοι είμαστε εδώ». Ο Παύλος απαρίθμησε τον εαυτό του μαζί με τους δεσμώτες. Όταν εκείνος είδε όλα αυτά θαύμασε για το γεγονός, κυριεύθηκε από έκπληξη για το θαύμα, και ευχαρίστησε το Θεό. Πραγματικά ο δεσμοφύλακας ήταν άξιος μεγάλης φροντίδας και φιλανθρωπίας· δεν νόμισε ότι ήταν μαγικές επενέργειες τα όσα είχαν συμβεί.

Για ποιο λόγο λοιπόν δεν θεώρησε μαγικά εκείνα που συνέβηκαν; Άκουσε αυτούς να υμνούν το Θεό ο μάγος όμως ποτέ δεν υμνεί το Θεό. Πολλούς αγύρτες δέχθηκε εκεί μέσα, αφού ήταν δεσμοφύλακας, αλλά κανένας ποτέ από εκείνους δεν παρουσίασε τέτοιο έργο, δεν έλυσε δεσμά, δεν έδειξε τέτοια φροντίδα. Καθόσον ο Παύλος προτίμησε να μείνει μέσα στη φυλακή και να μη φύγει, για να σώσει εκείνον από το θάνατο. Διότι, λέγει, όρμησε μέσα κρατώντας στα χέρια του ξίφος και λαμπάδα· καθόσον ο διάβολος ήθελε με τη σφαγή του να του αφαιρέσει την ευκαιρία της μετάνοιας, αλλ' ο Παύλος με πολύ δυνατή φωνή κέρδισε πιο γρήγορα τη σωτηρία της ψυχής του. Διότι δεν φώναξε απλώς, αλλά με μεγάλη φωνή, λέγοντας «Όλοι είμαστε εδώ». Θαύμασε ο δεσμοφύλακας τη φροντίδα του, έπεσε στα πόδια του φυλακισμένου ο ελεύθερος, και τι λέγει; «Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να σωθώ;». Συ τους έδεσες, και συ βρίσκεσαι σε απορία; συ τους έδεσες στο ξύλο για ασφάλεια, και συ ψάχνεις να βρεις τρόπο μετάνοιας και σωτηρίας;

Είδες θερμότητα ψυχής; είδες προθυμία; Δεν ανέβαλε, αλλ' αφού απομάκρυνε το φόβο, δεν απομάκρυνε και την ευεργεσία, αλλ' αμέσως προχωρεί με ορμή στη σωτηρία της ψυχής του. Ήταν νύχτα και μάλιστα μεσάνυχτα. Δεν είπε, "Ας σκεφθούμε, ας ξημερώσει", αλλ' αμέσως έτρεξε προς τη σωτηρία. Αυτός ο άνθρωπος, λέγει, είναι κάποιος πολύ μεγάλος, που ξεπερνάει την ανθρώπινη φύση. Είδα το θαύμα αυτού, θαύμασα τη φιλανθρωπία του. Αν και έπαθε από μένα άπειρα κακά, βρισκόμενος στο χείλος του θανάτου, αφού με έπιασε στα χέρια του, εμένα που τον έδεσα, και ενώ μπορούσε να με φονεύσει, όχι μόνο δεν έκανε τίποτε, αλλά και, ενώ επρόκειτο να σφαγώ και να σύρω το ξίφος στο λαιμό μου, μ' εμπόδισε. Πολύ σωστά λέγει, «Κύριοι, τι πρέπει να κάνω για να σωθώ». Διότι βέβαια δεν προσέλκυαν εκείνους που πίστευαν μόνο τα θαύματα των αποστόλων, αλλά περισσότερο από τα θαύματα ο τρόπος ζωής του. Γι' αυτό λέγει· «Ας λάμψει το φως σας μπροστά στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά έργα σας και να δοξάσουν τον Πατέρα σας τον ουράνιο».

Είδες θερμότητα του δεσμοφύλακα; Πρόσεχε και τη θερμότητα του Παύλου. Δεν ανέβαλε, δεν αδιαφόρησε, αλλ' ενώ βρίσκεται δέσμιος, ενώ είναι δεμένος στο ξύλο, και γεμάτος από πληγές, αμέσως δίδαξε αυτόν και μαζί μ' εκείνον και όλα τα μέλη της οικογένειάς του, και μετά από το πνευματικό λουτρό, και μετά από την πνευματική τράπεζα, πρόσφερε σ' αυτόν και την υλική. Αλλά για ποιο λόγο συγκλόνισε τα θεμέλια της φυλακής; Διότι ήθελε να ξυπνήσει τα δεσμοφύλακα και να δει εκείνα που γίνονταν· έλυσε τα υλικά δεσμά των φυλακισμένων μαζί του, για να λύσει τα πνευματικά δεσμά του δεσμοφύλακα. Το αντίθετο απ' αυτό έκανε ο Χριστός. Πλησίασε αυτόν κάποιος παράλυτος άνθρωπος, έχοντας διπλή παραλυσία, που η μία οφειλόταν στ' αμαρτήματά του, ενώ η άλλη ήταν σωματική. Πρώτα θεράπευσε την παραλυσία που οφειλόταν στ' αμαρτήματα, λέγοντας τα εξής· «Τέκνο μου, συγχωρούνται οι αμαρτίες σου». Έπειτα, επειδή αμφέβαλλαν εκείνοι και βλασφημούσαν και έλεγαν, «Κανένας δεν μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες, παρά μόνο ο Θεός», θέλοντας να τους δείξει, ότι πραγματικά είναι Θεός, θέλοντας να τους κρίνει από τα λόγια τους, για να μη διστάζει να λέγει, «από τα λόγια σου θα σε κρίνω», συ, λέγει, είπες, ότι κανένας δεν μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες, παρά μόνο ο Θεός· να συγχωρώ, λέγει, αμαρτίες, και γι' αυτό ομολόγησε τη θεότητά μου· από τη δική σου κρίση βγάζω την απόφαση. Αλλ' εκεί ο Χριστός πρώτα θεραπεύει την πνευματική αρρώστια, και έπειτα τη σωματική, ενώ εδώ συμβαίνει το αντίθετο, πρώτα λύθηκαν τα σωματικά δεσμά, και μετά τα πνευματικά.

Είδες πόσο μεγάλη είναι η δύναμη των ύμνων; Πόσα κατορθώνει η δοξολογία του Θεού; πόσα κατορθώνει η προσευχή; Πάντοτε βέβαια είναι μεγάλη η δύναμη της προσευχής, όταν όμως συνοδεύεται και από νηστεία, τότε κάμνει δυνατότερη την ψυχή. Τώρα υπάρχει σ' έμας μεγάλη σωφροσύνη των λογισμών, τώρα υπάρχει πνευματική διέγερση και η ψυχή προσέχει όλα τα ουράνια. Γι' αυτό η Γραφή πάντοτε σύνδεσε την προσευχή με τη νηστεία. Πώς και πότε; «Μη στερείτε ο ένας τον άλλο», λέγει, «εκτός και αν γίνει κοινή συμφωνία, για να αφιερωθείτε στην νηστεία και την προσευχή». Και πάλι αλλού λέγει· «Το γένος αυτό δεν βγαίνει, παρά μόνο με προσευχή και νηστεία». Καθώς και αλλού πάλι· «αφού προσευχήθηκαν» λέγει, «και νήστευσαν, έθεσαν τα χέρια τους επάνω σ' αυτούς».

5. Βλέπεις ότι παντού η προσευχή είναι ενωμένη με τη νηστεία; Διότι τότε αναπέμπεται από τη λύρα πιο ευχάριστη και πιο αξιόλογη μελωδία. Δεν είναι χαλαρωμένες οι χορδές, διαλυμένες από τη μέθη της πλεονεξίας, αλλ' είναι ισχυρός ο λογισμός, διεγερμένος ο νους, γεμάτη νηφαλιότητα η ψυχή. Έτσι πρέπει μόνο να πλησιάζομε το Θεό και να συνομιλούμε έχοντας την προσοχή μας συγκεντρωμένη μόνο προς αυτόν. Διότι, εάν, όταν έχομε να πούμε κάτι το σπουδαίο σε φίλους μας, τους παίρνομε σε κάποιο μέρος μόνους και έτσι συνομιλούμε, πολύ περισσότερο πρέπει αυτό να το κάνομε στην περίπτωση του Θεού· να κλεινόμαστε μέσα στο πιο απόμερο δωμάτιό μας και να προσευχόμαστε, ενώ θα επικρατεί μεγάλη ησυχία, και οπωσδήποτε τότε θα τα επιτύχομε όλα, εάν απευθύνομε την παράκλησή μας για το συμφέρον της ψυχής μας. Καθόσον είναι μεγάλο αγαθό η προσευχή, όταν γίνεται με καρδιά γεμάτη από ευχαρίστηση και με πνευματική διαύγεια. Και πώς θα είναι γεμάτη από ευχαρίστηση η καρδιά μας; Εάν ασκήσομε και συνηθίσομε τον εαυτό μας όχι μόνο να παίρνει, αλλά και όταν δεν ικανοποιηθεί το αίτημά μας να ευχαριστούμε το Θεό. Καθόσον ο Θεός άλλοτε μας δίνει αυτό που ζητάμε, και άλλοτε δεν μας το δίνει, αλλά και τα δύο τα κάνει για το συμφέρον μας. Ώστε, είτε λάβεις, είτε δεν λάβεις, έλαβες με το ότι δεν έλαβες· και είτε επιτύχεις στο αίτημά σου, είτε δεν επιτύχεις, επέτυχες με το ότι δεν επέτυχες σ' αυτό που ζητούσες. Καθόσον συμβαίνει, όταν δεν παίρναμε εκείνο που ζητάμε, να γίνεται αυτό πιο ωφέλιμο παρά αν το παίρναμε. Διότι, εάν πολλές φορές δεν ήταν προς το συμφέρον μας το να μη πάρομε αυτό που ζητάμε, οπωσδήποτε θα μας το έδινε πάντοτε, το να αποτύχει όμως το αίτημά μας, αλλά προς το συμφέρον μας, αποτελεί επιτυχία. Γι' αυτό και πολλές φορές αναβάλλει να ικανοποιήσει το αίτημά μας, όχι επειδή θέλει να μας απομακρύνει από κοντά του, αλλά με την καθυστέρηση της δόσεως επιδιώκει να κάνει διαρκή την επιμονή μας στο αίτημά μας. Διότι, επειδή, πολλές φορές, αφού πάρομε εκείνο που ζητάμε, σταματάμε μετά τη λήψη αυτού το ζήλο μας για προσευχή, θέλοντας ν' αυξήσει την επαγρύπνησή μας στις προσευχές μας, επιβραδύνει να μας δώσει αυτό που ζητάμε.

Το ίδιο κάνουν και οι φιλόστοργοι πατέρες· τα παιδιά τους που είναι αδιάφορα και τρέχουν στα παιδικά παιχνίδια, πολλές φορές τα κρατούν κοντά τους με την υπόσχεση πολύ μεγάλου δώρου· γι' αυτό άλλοτε αναβάλλουν τη δόση, και άλλοτε δεν το δίνουν καθόλου. Συμβαίνει πολλές φορές να είναι ασύμφορο εκείνο που ζητάμε, ο Θεός όμως που γνωρίζει πολύ καλύτερα εκείνο που μας συμφέρει, δεν μας δίνει εκείνα που ζητάμε με τις προσευχές μας, φροντίζοντας για την ωφέλειά μας, που εμείς δεν τη γνωρίζομε. Και τι το άξιο θαυμασμού, εάν εμείς δεν εισακουόμαστε, τη στιγμή βέβαια που αυτό συνέβηκε και στην περίπτωση του Παύλου; Καθόσον και εκείνος πολλές φορές απέτυχε σ' εκείνο που ζήτησε· και όχι μόνο δεν στενοχωρέθηκε, αλλά και ευχαρίστησε το Θεό· διότι λέγει· «Τρεις φορές παρακάλεσα τον Κύριο γι' αυτό»· το «Τρεις φορές» εδώ σημαίνει πολλές φορές.

Αλλ' εάν ο Παύλος πολλές φορές ζήτησε από το Θεό κάτι και δεν επέτυχε στο αίτημά του, πολύ περισσότερο λοιπόν πρέπει εμείς να επιμένομε στο αίτημά μας. Αλλ' ας δούμε, επειδή πολλές φορές ζήτησε κάτι από το Θεό και δεν το έλαβε, ποιά υπήρξε η συμπεριφορά του απέναντι στο γεγονός αυτό της μη ικανοποιήσεως του αιτήματός του. Όχι μόνο δεν λυπήθηκε, αλλά και καυχιέται επειδή δεν έλαβε εκείνο που ζητούσε. Διότι, αφού είπε, «τρεις φορές παρακάλεσα γι' αυτό τον Κύριο και μου είπε· Σου είναι αρκετή η χάρη μου· διότι η δύναμή μου αποδεικνύεται τέλεια εκεί που υπάρχει αδυναμία», πρόσθεσε, «Με μεγάλη μου λοιπόν ευχαρίστηση θα καυχηθώ για τις αδυναμίες μου».

6. Είδες ευγνωμοσύνη δούλου; Ζήτησε ν' απαλλαγεί από την ασθένειά του, αλλά δεν το ενέκρινε ο Θεός· και όχι μόνο δεν λυπήθηκε ο Παύλος, αλλά και καυχιέται για την ασθένειά του. Έτσι και εμείς ας προετοιμάσομε τις ψυχές μας, και είτε μας δώσει ο Θεός, είτε δεν μας δώσει αυτά που ζητάμε, εμείς ας ευχαριστούμε το Θεό και για τα δύο. Διότι και τα δύο μας τα κάνει ο Θεός για το συμφέρον μας. Εάν ανήκει στην εξουσία του το να δίνει, τότε λοιπόν στην εξουσία του ανήκει και το πότε να δώσει, τι να δώσει, και το να μη δώσει. Δεν γνωρίζεις σύ εκείνα που σε συμφέρουν, όπως αυτός γνωρίζει αυτά πάρα πολύ καλά. Πολλές φορές ζητάς βλαβερά και επικίνδυνα πράγματα, ο Θεός όμως που ενδιαφέρεται περισσότερο για τη σωτηρία σου, δεν προσέχει το αίτημά σου, αλλά πριν απ' αυτό φροντίζει παντού για το συμφέρον σου. Διότι, εάν οι σαρκικοί πατέρες δεν δίνουν στα παιδιά τους όλα εκείνα που ζητούν, όχι επειδή περιφρονούν αυτά, αλλ' επειδή κατ' εξοχή ενδιαφέρονται γι' αυτά, πολύ περισσότερο το κάμνει αυτό ο Θεός, ο οποίος και πάρα πολύ αγαπά, και περισσότερο από όλους γνωρίζει το συμφέρον μας.

Ας καταγινόμαστε λοιπόν με τις προσευχές διαρκώς, όχι μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά και κατά τη διάρκεια της νύχτας. Διότι άκουσε τι λέγει ο ίδιος ο προφήτης· «Μέσα στα μεσάνυχτα σηκωνόμουν για να σε δοξολογήσω και να σ' ευχαριστήσω για τα δίκαια παραγγέλματά σου». Ενώ ήταν άνθρωπος βασιλιάς με τόσες πολλές φροντίδες, και του είχε δοθεί η εξουσία λαών και πόλεων και εθνών, φροντίζοντας για την ειρήνη, καταπαύοντας πολέμους, και βλέποντας πάντοτε γύρω του να στέκεται ένα απερίγραπτο πλήθος υποθέσεων, που δεν τον άφηναν ούτε για μια στιγμή ν' αναπνεύσει, αυτός όχι μόνο τις ημέρες, αλλά και τις νύχτες πρόσθετε στις προσευχές του. Εάν ο βασιλιάς, που ζει μέσα σε τόσες πολλές απολαύσεις, που έχει τόσες πολλές φροντίδες, που περικυκλώνεται από τόσες υποθέσεις, ούτε τη νύχτα ησύχαζε, αλλ' έκαμνε τις προσευχές του με μεγαλύτερη προθυμία και προσοχή από τους μοναχούς που ζουν στα όρη, ποιά συγγνώμη, πες μου, θα επιτύχομε εμείς, που, ενώ ζούμε μέσα σε τόση μεγάλη άνεση και προτιμούμε την ιδιωτική και χωρίς φροντίδες ζωή, όχι μόνο κοιμόμαστε όλες τις νύχτες, αλλ' ούτε κατά τη διάρκεια της ημέρας δεν κάμνομε με την πρέπουσα προσοχή τις καθιερωμένες προσευχές;

Είναι μεγάλο όπλο η προσευχή, είναι μεγάλο κόσμημα η προσευχή και ασφάλεια και λιμάνι και θησαυρός αγαθών και ασύλητος πλούτος. Όταν χρειαζόμαστε τη βοήθεια ανθρώπων, χρειάζεται και χρήματα να δαπανήσομε, και δουλοπρεπή κολακεία, και πολλές επισκέψεις και διαπραγματεύσεις. Διότι δεν είναι δυνατό πολλές φορές να συνομιλήσει κανείς απ' ευθείας μ' αυτούς τους κυρίους, αλλά πρέπει πρώτα να κολακεύσουν με χρήματα και λόγια με κάθε τρόπο υπηρέτες, οικονόμους και επιτρόπους αυτών, και τότε να μπορέσουν με τη μεσολάβηση εκείνων να λάβουν εκείνο που ζητούν στην περίπτωση όμως του Θεού δεν συμβαίνει το ίδιο· δεν δίνει τη χάρη του τόσο εύκολα όταν παρακαλείται από άλλους, όσο όταν παρακαλείται από μας τους ίδιους. Και στην περίπτωση αυτή έχομε κέρδος και όταν παίρνομε εκείνο που ζητάμε και όταν δεν το παίρνομε, ενώ στην περίπτωση των ανθρώπων πολλές φορές ζημιωθήκαμε και όταν πήραμε εκείνο που ζητούσαμε και όταν δεν το πήραμε.

Επειδή λοιπόν είναι μεγαλύτερο το κέρδος και μεγαλύτερη η ευκολία σ' εκείνους που πλησιάζουν το Θεό, ας μη περιφρονούμε την προσευχή. Διότι τότε θα συμφιλιωθείς και θα συνομιλήσεις καλύτερα μ' αυτόν, τότε σου δίνει ευκολότερα εκείνο που ζητάς, όταν συ ο ίδιος τον παρακαλείς, όταν η καρδιά σου είναι καθαρή, όταν οι λογισμοί σου συνοδεύονται από σωφροσύνη, όταν δεν τον παρακαλείς με αδιαφορία, πράγμα που κάμνουν πολλοί, και η μέν γλώσσα τους λέγει τα λόγια της προσευχής, ενώ η ψυχή περιφέρεται σε πολλά μέρη της οικίας, της αγοράς, των δρόμων. Αυτή είναι η όλη δολιότητα που επινόησε ο διάβολος. Επειδή δηλαδή γνωρίζει ότι κατά την ώρα εκείνη της προσευχής μπορούμε να επιτύχομε τη συγχώρηση των αμαρτιών μας, θέλοντας να μας φράξει το λιμάνι της προσευχής, εξεγείρεται κατά την ώρα εκείνη, απομακρύνει τη σκέψη μας από τα λόγια της προσευχής, ώστε να φύγομε ζημιωμένοι μάλλον, παρά κερδισμένοι.

Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά, άνθρωπε, όταν προσέρχεσαι στα Θεό, σκέψου σε ποιον προσέρχεσαι, και σου είναι αρκετό για σωφροσύνη το αξιόπιστο εκείνου που πρόκειται να σου δώσει τη χάρη. Ρίξε το βλέμμα σου προς τον ουρανό και αναλογίσου με ποιον συνομιλείς. Διότι, εάν κάποιος συνομιλώντας με κάποιον άνθρωπο που έχει ανεβεί λίγο τις ανθρώπινες τιμές, και αν ακόμη είναι ο πιο αδιάφορος από όλους, οπωσδήποτε τότε συγκεντρώνει τον εαυτό του και κάνει πιο προσεκτική την ψυχή του, πολύ περισσότερο αν σκεφθούμε εμείς, ότι συνομιλούμε με τον Κύριο των αγγέλων, θα μας γίνει αυτό σπουδαία αφορμή για να γίνομε προσεκτικοί. Αν όμως χρειάζεται ν' αναφέρω και κάποια άλλη μέθοδο, με την οποία θα μπορέσομε ν' άποφύγομε την αδιαφορία αυτή, εκείνο θα μπορούσα να πω. Πολλές φορές, αφού κάναμε την προσευχή μας, φύγαμε χωρίς ν' σκούσομε τίποτε από εκείνα που είπαμε. Αν λοιπόν σκεφθούμε αυτό, αμέσως θ' αποκτήσομε και πάλι την προθυμία γι' αυτήν· και αν πάλι πάθομε το ίδιο, ας επαναλάβομε αυτήν γιά τρίτη και τέταρτη φορά, και να μη σταματήσομε προηγουμένως την προσευχή μας, μέχρι που να την πουμε ολόκληρη με σκέψη και καρδιά γεμάτη από σωφροσύνη. Αν αντιληφθεί ο διάβολος, ότι δεν απομακρυνόμαστε από την προσευχή μας προηγουμένως, μέχρι που να την πούμε με προθυμία και με καρδιά και σκέψη γεμάτη από σωφροσύνη, θ' απομακρυνθεί στο εξής ο πανούργος, γνωρίζοντας ότι δεν θα κερδίσει τίποτε από την επιβουλή του αυτή, παρά το να μας αναγκάζει να επαναλαμβάνομε την ίδια προσευχή.

Πολλά τραύματα, αγαπητοί, καθημερινά δεχόμαστε από τους δικούς μας και τους ξένους στην αγορά, στο σπίτι, από τα δημόσια πράγματα, από τα ιδιωτικά, από τους γείτονες, από τους φίλους. Σ' όλα εκείνα τα τραύματα ας θέσομε φάρμακα κατά την ώρα της προσευχής. Διότι ο Θεός έχει τη δύναμη, εάν προσέλθομε σ' αυτόν με σκέψη γεμάτη από σωφροσύνη, με ψυχή κυριευμένη από τη φλόγα του πόθου μας γι' αυτόν, και με θερμή συνείδηση και του ζητήσομε συγγνώμη, να μας δώσει τη συγχώρηση για όλα τα αμαρτήματά μας, την οποία εύχομαι όλοι μας να επιτύχομε με τη χάρη και φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, μαζί με τον οποίο στον Πατέρα ανήκει η δόξα και στο άγιο Πνεύμα, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός: θεραπεία του χαρακτήρα που εύκολα πέφτει στην κατάκριση


Kάθε ανθρώπινος χαρακτήρας θεωρείται ασθενής, όταν απουσιάζει απ  αυτόν η θεία Χάρη, που τελειοποιεί και συνέχει τα πάντα, αφού «τά ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί». Aυτό τονίζει και ο Kύριός μας, όταν λέει ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» ( Ιω. 15,5).
Eκτός όμως της παρουσίας της Χάριτος, απαραίτητα χρειάζεται και η ανθρώπινη πρόθεση και συνεργασία, σύμφωνα με τους ηθικούς κανόνες της λογικής και τις θείες εντολές, που θα προκαλέσουν τη θεία επέμβαση.
 
 
O άνθρωπος που εύκολα κατηγορεί, το κάνει γιατί συνήθισε λανθασμένα να ερευνά τις ξένες πράξεις και σκέψεις παρά τις δικές του. Λησμόνησε τα λόγια της Γραφής «μή κρίνετε, ίνα μή κριθήτε» (Ματ. 7,1) και το «εν ω κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε» (Ματ. 7,2).

H τόσο εύκολη συνήθεια της κρίσεως ξένων λόγων και πράξεων είναι ψυχική αρρώστια που προέρχεται από πώρωση της λογικής δυνάμεως του νού, που είναι μάλλον γέννημα του εγωισμού.
H εσωστρέφεια, που συνοδεύεται από την αυτομεμψία, κρίνεται απαραίτητη για τη διάγνωση και επίγνωση των δικών μας σφαλμάτων και λαθών.  Aπαραίτητος κανόνας και δόγμα της ζωής είναι η ευαγγελική νομοθεσία, χωρίς την οποία ο άνθρωπος δεν ορθοποδεί.  O «νόμος του πνεύματος της ζωής» (Ρωμ. 8,2), που είναι σε θέση να απελευθερώσει από το θάνατο στον οποίο κατρακυλήσαμε, μας χαράζει τους καινούργιους δρόμους της ζωής.  H αγάπη ενώνει τα «διεστώτα εις έν», δημιουργεί ένα δεσμό, μια κοινωνία. Μάς διδάσκει ότι «οφείλομεν τάς ψυχάς υπέρ των αδελφών ημών τιθέναι» (A΄ Ιω. 3,16) και «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε» (Γαλ. 6,2) και «πάντα ημών εν αγάπη γινέσθω» (A΄ Kορ. 16,14).
H άγνοια της ευαγγελικής διδασκαλίας επιτρέπει την επίδραση του παραλόγου και απομακρύνει τη θεία Χάρη.  Eπειδή ο άνθρωπος δεν έχει γνώση του Θεού και άρα δεν έφτασε ακόμη στο φωτισμό, πλανάται στις κρίσεις του.  Aπ'  εδώ αρχίζει το δικαίωμα του «γιατί;», του «άν» και του «μήπως;» και ξεκινά η κατάκριση, η αντίσταση, η απείθεια, το μίσος και γενικά η κακία.
Aναίρεση σε όλα αυτά μπορεί να προσφέρει ο Kύριός μας με το λόγο του: «εντολήν καινήν δίδωμι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους» (Ιω. 13,34) και «εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστε εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» (Ιω. 13,35). Oποιος φρόντισε να κρατήσει το νόμο της ευαγγελικής αγάπης σύμφωνα με την εντολή του Kυρίου μας, απαλλάσσεται από την περιεκτική κακία. ∆ότε ούτε κρίνει, ούτε επιβουλεύεται, ούτε κακοποιεί. Χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια απαλλάσσεται από τον παλαιό άνθρωπο και από όλο το νόμο της διαστροφής, αφού όλα τα ρυθμίζει η αγάπη.

Κλῖμαξ, Λόγος 25, περὶ Ταπεινοφροσύνης

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, τῆς Κλίμακος


 



(Διὰ τὴν ὑψίστην ταπεινοφροσύνην, ἡ ὁποία ἀποκτᾶται μὲ μυστικὸν τρόπον καὶ ἐξολοθρεύει τὰ πάθη)

ΕΚΕΙΝΟΣ ποὺ θέλει νὰ διηγῆται μὲ λόγια αἰσθητὰ τὴν αἴσθησι καὶ τὴν ἐνέργεια τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου στὴν κυριολεξία της, καὶ τῆς ἁγίας ταπεινοφροσύνης καθὼς πρέπει, καὶ τῆς μακαρίας ἁγνότητος ἀληθινά, καὶ τῆς θείας ἐλλάμψεως παραστατικά, καὶ τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ πραγματικά, καὶ τῆς ἐσωτερικῆς πληροφορίας ἀλάνθαστα, καὶ φαντάζεται ὅτι θὰ δώση νὰ καταλάβουν αὐτὰ τὰ πράγματα μὲ τὴν ἐξήγησί του ὅσοι δὲν τὰ ἔχουν γευθῆ προσωπικῶς, αὐτὸς ὁμοιάζει μὲ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ ἐξηγήση μὲ λόγια καὶ παραδείγματα, πόσο γλυκὸ εἶναι τὸ μέλι σὲ ἐκείνους ποὺ ποτὲ δὲν τὸ ἐγεύθηκαν. Καὶ ὁ μὲν δεύτερος ἄδικα φιλολογεῖ, γιὰ νὰ μὴν εἰπῶ βαττολογεῖ, ὁ δὲ πρῶτος ἢ ἀγνοεῖ αὐτὰ ποὺ διηγεῖται ἢ ἐμπαίζεται ὑπερβολικὰ ἀπὸ τὴν κενοδοξία.

2. Ὁ παρὼν λόγος παρουσίασε ἐνώπιόν μας πρὸς ἐξέτασι ἕναν θησαυρό, ὁ ὁποῖος εὑρίσκεται ἀσφαλισμένος μέσα σὲ ὀστράκινα σκεύη ἢ καλύτερα σὲ ἀνθρώπινα σώματα. Ἕνα θησαυρὸ ποὺ ἡ ποιότης του δὲν μπορεῖ καθόλου νὰ κατανοηθῆ μὲ λόγια. Ἔχει δὲ ὁ θησαυρὸς αὐτὸς ἀπ᾿ ἔξω μόνο μία ἐπιγραφή, ἡ ὁποία εἶναι ἀκατανόητη καὶ παρέχει πολλὴν καὶ ἀτέλειωτη ἐρευνητικὴ προσπάθεια σὲ ὅσους ζητοῦν νὰ τὴν ἐξηγήσουν μὲ λόγια. Καὶ ἡ ἐπιγραφὴ αὐτὴ ἔχει ὡς ἑξῆς: «Η ΑΓΙΑ ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣ».

3. Ὅσοι ὁδηγοῦνται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἂς εἰσέλθουν μαζί μας στὸ νοερὸ καὶ πάνσοφο τοῦτο συνέδριο καὶ ἂς κρατοῦν νοερῶς στὰ χέρια τους θεόγραπτες πλάκες γνώσεως.

Ἄρχισε λοιπὸν τὸ συνέδριο. Συγκεντρωθήκαμε καὶ συζητήσαμε καὶ ἐρευνήσαμε ἐξεταστικὰ τὴν σημασία τῆς σπουδαίας αὐτῆς ἐπιγραφῆς. Ἕνας ἔλεγε ὅτι ταπεινοφροσύνη εἶναι τὸ νὰ λησμονῆς ἀμέσως τὰ κατορθώματά σου. Ἄλλος, τὸ νὰ θεωρῆς τὸν ἑαυτό σου πιὸ τελευταῖο καὶ πιὸ ἁμαρτωλὸ ἀπὸ ὅλους. Ἄλλος, τὸ νὰ γνωρίσης καλὰ μὲ τὸν νοῦ σου τὴν ἰδική σου ἀδυναμία καὶ ἀσθένεια. Ἄλλος, τὸ νὰ προλαμβάνης σὲ φιλονεικίες νὰ διαλύης πρῶτος τὴν ὀργή. Ἄλλος, τὸ νὰ γνωρίζης καλὰ τὴν χάρι καὶ τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἕνας ἄλλος πάλι, τὸ νὰ αἰσθάνεσαι ψυχικὴ συντριβὴ καὶ νὰ ἀπαρνῆσαι τὸ ἰδικό σου θέλημα.

Καὶ ἐγὼ ἀφοῦ τὰ ἄκουσα ὅλα αὐτά, καὶ ἀφοῦ τὰ ἐξέτασα μόνος μου μὲ πολλὴ περίσκεψι καὶ προσοχή, δὲν κατώρθωσα μὲ ὅσα ἄκουσα νὰ καταλάβω τὴν ἔννοια τῆς μακαρίας ταπεινοφροσύνης. Γι᾿ αὐτὸ ὡς ἔσχατος ὅλων, ἀφοῦ ἐμάζευσα ὅπως ὁ σκύλος τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεσαν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν γνωστικῶν ἐκείνων καὶ μακαρίων Πατέρων, κατέληξα στὸν ἑξῆς ὁρισμό:

Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἀνώνυμη χάρις τῆς ψυχῆς ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ὀνομασθῆ μόνο ἀπὸ ὅσους τὴν ἐδοκίμασαν ἐκ πείρας. Εἶναι ἀνέκφραστος πλοῦτος, ὀνομασία τοῦ Θεοῦ, δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾿ ὅσον Ἐκεῖνος λέγει: «Μάθετε οὐκ ἀπ᾿ Ἀγγέλου, οὐκ ἀπ᾿ ἀνθρώπου, οὐκ ἀπὸ δέλτου, ἀλλ᾿ ἀπ᾿ ἐμοῦ», δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἐνοίκησί μου καὶ τὴν ἔλλαμψί μου καὶ τὴν ἐνέργειά μου μέσα σας, «ὅτι πρᾴος εἰμι καὶ ταπεινός τῇ καρδίᾳ καὶ τῷ λογισμῷ καὶ τῷ φρονήματι, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν πολέμων καὶ κουφισμὸν λογισμῶν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν» (πρβλ. Ματθ. ια´ 29).

4. Διαφορετικὴ εἶναι ἡ ὄψις ποὺ παρουσιάζει ἡ ὁσία αὕτη ἄμπελος ὅταν ἀκόμη ἐπικρατῆ ὁ χειμώνας τῶν παθῶν, καὶ διαφορετικὴ ὅταν πλέον ἔλθη ἡ ἄνοιξις (καὶ ἡ ἔναρξις) τῶν καρπῶν, καὶ διαφορετικὴ ὅταν φθάση τὸ θέρος τῶν ἀρετῶν, παρ᾿ ὅλον ὅτι ὅλες αὐτὲς οἱ ὄψεις συμβάλλουν σὲ μία καὶ τὴν αὐτὴ εὐφροσύνη καὶ καρποφορία. Γι᾿ αὐτὸ ἐμφανίζει καὶ τὰ ἀντίστοιχα σημάδια καὶ τὶς ἀποδείξεις τῶν κατὰ καιροὺς καρπῶν της.

5. Ὅταν ἀρχίζη νὰ ἀνθίζη μέσα μας ἡ σταφυλὴ τῆς ὁσίας αὐτῆς ἀμπέλου, αἰσθανόμεθα πάραυτα κόπωσι καὶ μίσος πρὸς κάθε ἀνθρώπινη δόξα καὶ ἔπαινο, ἐνῷ συγχρόνως ἐξορίζομε ἀπὸ μέσα μας τὸν θυμὸ καὶ τὴν ὀργή. Ὅσο δὲ ἐν τῷ μεταξὺ προχωρεῖ κατὰ τὴν πνευματικὴ ἡλικία μέσα στὴν ψυχή, ἡ βασίλισσα αὐτὴ τῶν ἀρετῶν, κάθε καλὸ ποὺ ἐκτελοῦμε τὸ θεωροῦμε μηδὲν ἢ μᾶλλον βδέλυγμα. Κυρίως συλλογιζόμαστε ὅτι κάθε ἡμέρα ποὺ περνᾶ αὐξάνει τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας ἐξ αἰτίας κρυφῶν καὶ ἀσυναισθήτων ἁμαρτιῶν καὶ ἀμελειῶν, ποὺ σκορπίζουν τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς.

Τὸ δὲ πλῆθος τῶν χαρισμάτων ποὺ μᾶς χορηγεῖ ὁ Θεὸς τὸ βλέπομε σὰν αἰτία μεγαλυτέρας τιμωρίας, γιατί δὲν μᾶς ἀξίζει. Ἔτσι ὁ νοῦς ἀσφαλίζεται ἀπὸ τοὺς κλέπτες κλεισμένος μέσα στὸ βαλάντιο τῆς μετριοφροσύνης. Ἀκούει μόνο τὰ κτυπήματα καὶ τὰ παιγνίδια τους, χωρὶς νὰ ἐπηρεάζεται καθόλου ἀπὸ αὐτά. Καὶ τοῦτο, διότι ἡ μετριοφροσύνη εἶναι ταμεῖο ἀπαραβίαστο.

6. Ἐτολμήσαμε δι᾿ ὀλίγων νὰ φιλοσοφήσωμε γιὰ τὴν ἄνθησι καὶ τὴν μικρὴ ἀνάπτυξι τούτου τοῦ ἀειθαλοῦς καρποῦ. Ἀλλὰ γιὰ τὸ ποιὸ εἶναι τὸ τέλειο βραβεῖο, ὁ τέλειος καρπὸς τῆς ἱερᾶς αὐτῆς ἀρετῆς, ὅσοι εἶσθε οἰκεῖοι τοῦ Κυρίου, ἐρωτήσατε τὸν Κύριον. Γιὰ τὴν ποσότητα καὶ μεγαλωσύνη τῆς ὁσίας αὐτῆς ἀρετῆς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὁμιλήσω. Γιὰ τὴν ποιότητά της πάλι εἶναι ἀκόμη πιὸ ἀδύνατο.

Ἔτσι ἂς ἐπιχειρήσωμε πάλι νὰ ὁμιλήσωμε γιὰ τὶς ἰδιότητές της σύμφωνα μὲ τὴν σκέψι ποὺ ἦλθε στὸν νοῦ μας.

7. Ἡ μετάνοια ποὺ γίνεται μὲ συνεχῆ φροντίδα καὶ τὸ πένθος ποὺ εἶναι καθαρισμένο ἀπὸ κάθε κηλίδα καὶ ἡ ὁσιωτάτη τῶν ἀρχαρίων ταπείνωσις διαφέρουν καὶ διακρίνονται μεταξύ τους ὅσο ὁ ἄρτος ἀπὸ τὴν ζύμη καὶ τὸ ἀλεύρι. Διότι συντρίβεται πρῶτα ἡ ψυχὴ καὶ λεπτύνεται μὲ τὴν πραγματικὴ μετάνοια.

Ἔπειτα ἑνώνεται κατὰ κάποιον τρόπο καί, ἂς τὸ εἰπῶ ἔτσι, συμφύρεται μὲ τὸν Θεὸν μὲ τὸ ὕδωρ τοῦ ἀληθινοῦ πένθους. Ἐν συνεχείᾳ, ἀφοῦ ἀνάψη μὲ τὸ πῦρ τοῦ Κυρίου, ἐμφανίζεται ὡς στερεὸς ἄρτος ἡ μακαρία ταπείνωσις, ἡ ἄζυμος καὶ ἄτυφος, (ἡ ὁποία δηλαδὴ εἶναι ἀπηλλαγμένη ἀπὸ τὴν ζύμη τῆς κακίας καὶ τὴν ὑπερηφάνεια).

Καὶ ὅπως κάθε μία ἀπὸ τὶς τρεῖς αὐτὲς ἀρετές, τὶς ὅμοιες μὲ τρίπλοκη ἁλυσίδα ἢ καλύτερα μὲ οὐράνιο τόξο, ἐμφανίζει τὴν ἴδια δύναμι καὶ ἐνέργεια καὶ ἀποβλέπει στὸν ἴδιο στόχο, θὰ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ἔχουν μεταξύ τους καὶ τὶς ἰδιότητες κοινές. Ἔτσι ὅποιο θὰ ὀνομάσης σημάδι τῆς μιᾶς, θὰ τὸ εὕρης νὰ εἶναι γνώρισμα καὶ τῆς ἄλλης.

Αὐτὸ δὲ ποὺ εἶπα θὰ προσπαθήσω μὲ συντομία νὰ τὸ ἀποδείξω καὶ νὰ τὸ ἐπικυρώσω.

8. Πρώτη καὶ ἐξαιρετικὴ ἰδιότης τῆς ὡραίας καὶ ἀξιοθαύμαστης αὐτῆς τριάδος εἶναι ἡ μετὰ πολλῆς χαρᾶς ὑποδοχὴ τῆς ἀτιμίας, τὴν ὁποία δέχεται μὲ ἀνοικτὰ τὰ χέρια καὶ τὴν ἐναγκαλίζεται, μὲ τὴν σκέψι ὅτι καταπαύει καὶ κατακαίει ψυχικὲς ἀσθένειες καὶ μεγάλες ἁμαρτίες. Δεύτερο γνώρισμά της εἶναι ἡ ἐξαφάνισις κάθε ἐκδηλώσεως θυμοῦ, καθὼς καὶ ἡ μετριοφροσύνη γι᾿ αὐτὴ τὴν ἐπιτυχία. Ἡ τρίτη δὲ καὶ ἀνωτέρα βαθμίδα εἶναι ἡ ἀναμφίβολος ἀμφιβολία γιὰ τὴν ἰσχὺ τῶν καλῶν μας ἔργων, καθὼς καὶ ἡ συνεχὴς ἔφεσις γιὰ μάθησι.

9. Ὅπως «τέλος νόμου καὶ προφητῶν Χριστός, εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι» (Ρωμ. ι´ 4), ἔτσι καὶ τέλος τῶν ἀκαθάρτων παθῶν σὲ καθέναν ποὺ δὲν προσέχει εἶναι ἡ κενοδοξία καὶ ἡ ὑπερηφάνεια. Μὲ τὸ νὰ τὶς φονεύη δὲ αὐτὲς ἡ νοερὰ ἔλαφος τῆς ταπεινοφροσύνης (1), διαφυλάττει ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος συζῆ μαζί της ἀπρόσβλητον ἀπὸ κάθε θανατηφόρο δηλητήριο. Ποῦ νὰ ἐμφανισθῆ ἀλήθεια σ᾿ αὐτὴν τὸ δηλητήριο τῆς ὑποκρισίας; Ποῦ τὸ δηλητήριο τῆς καταλαλιᾶς; Ποῦ νὰ ἐμφωλεύση σ᾿ αὐτὴν ὄφις; Καὶ ἐὰν πάλιν ἐμφωλεύση, δὲν θανατώνεται καὶ δὲν ἐξαφανίζεται, ὅταν τραβηχθῆ ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ φανερωθῆ; Δὲν συναντᾶς σὲ ὅποιον συνδέεται μὲ αὐτὴν μίσος οὔτε κάποια μορφὴ ἀντιλογίας οὔτε καμμία ὀσμὴ ἀπειθαρχίας, ἐκτὸς ἂν τυχὸν πρόκειται γιὰ θέματα πίστεως.

10. Ὅποιος τὴν ἐνυμφεύθη εἶναι ἤπιος, προσηνής, εὐκατάνυκτος, εὐσπλαγχνικὸς περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον. Εἶναι ἀκόμη γαλήνιος, χαρωπός, εὐκολοκυβέρνητος, ἄλυπος, ἄγρυπνος, ἄοκνος, καὶ -γιατί νὰ λέγω πολλά;- ἀπαθής· ἀφοῦ «ἐν τῇ ταπεινώσει ἡμῶν ἐμνήσθη ἡμῶν ὁ Κύριος καὶ ἐλυτρώσατο ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν» (Ψαλμ. ρλε´ 23-24) καὶ ἐκ τῶν παθῶν καὶ μολυσμῶν.

11. Ὁ ταπεινόφρων μοναχὸς δὲν πολυεξετάζει τὰ ἄρρητα μυστήρια, ἐνῷ ὁ ὑπερήφανος ἐρευνᾶ τὰ ἀκατάληπτα κρίματα τοῦ Θεοῦ.

12. Σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς πλέον γνωστικοὺς ἀδελφοὺς παρουσιάσθηκαν ὀφθαλμοφανῶς οἱ δαίμονες καὶ τὸν ἐμακάρισαν. Αὐτὸς δὲ ὁ πάνσοφος τοὺς ἀπήντησε: «Ἐὰν σταματήσετε νὰ μὲ ἐπαινῆτε μὲ τοὺς λογισμοὺς ποὺ φέρνετε στὴν ψυχή μου, τότε ἐξ αἰτίας τῆς ἀναχωρήσεώς σας θὰ θεωρήσω τὸν ἑαυτόν μου μέγαν. Ἐὰν ὅμως δὲν σταματήσετε νὰ μὲ ἐπαινῆτε, τότε ἀπὸ τοὺς ἰδικούς σας ἐπαίνους θὰ συλλογίζωμαι τὴν ἰδική μου ἀκαθαρσία, ἐφ᾿ ὅσον εἶναι «ἀκάθαρτος παρὰ Κυρίῳ πᾶς ὑψηλοκάρδιος» (Παροιμ. ις´ 5). Ἢ λοιπὸν ἀναχωρεῖτε καὶ γίνομαι ἀμέσως μέγας ἢ συνεχίζετε νὰ μὲ ἐπαινῆτε καὶ ἀποκτῶ μὲ τὴν συνεργία σας περισσότερη ταπείνωσι». Οἱ δαίμονες ἀμέσως κατεπλάγησαν διότι δὲν εἶχαν τί νὰ τοῦ ἀπαντήσουν καὶ ἔγιναν ἄφαντοι.

13. Νὰ μὴν εἶναι ἡ ψυχή σου ὡς πρὸς τὸ ζωοποιὸ τοῦτο νάμα, δηλαδὴ τὴν ταπείνωσι, λάκκος ποὺ ἄλλοτε τὴν ἀναβλύζει καὶ ἄλλοτε πάλι στερεύει ἀπὸ τὸν καύσωνα τῆς φιλοδοξίας καὶ τῆς ἐπάρσεως, ἀλλὰ πηγὴ ἀπαθείας ποὺ πάντοτε θὰ ἀναβλύζη ἀπὸ τὰ βάθη της ποταμὸ ὁλόκληρο ταπεινοφροσύνης. Γνώριζε, ὦ φίλε μου, ὅτι οἱ κοιλάδες εἶναι ἐκεῖνες ποὺ πληθαίνουν μέσα τους τὸ σιτάρι καὶ τὸν πνευματικὸ καρπό. Κοιλάδα σημαίνει ψυχὴ ταπεινωμένη ἀνάμεσα σὲ ὄρη, (δηλαδὴ ἀνάμεσα σὲ πνευματικὲς ἀρετές), ἡ ὁποία πάντοτε εἶναι χωρὶς ὑπερηφάνεια καὶ πάντοτε παραμένει ἀμετακίνητη.

14. Δὲν λέγει ὁ Ψαλμῳδὸς «ἐνήστευσα» οὔτε «ἀγρύπνησα» οὔτε «ἐκοιμήθηκα κατὰ γῆς», ἀλλὰ «ἐταπεινώθην, καὶ ἔσωσέ με συντόμως ὁ Κύριος» (πρβλ. Ψαλμ. ριδ´ 6). Ἡ μὲν μετάνοια μᾶς ἀνεγείρει, τὸ δὲ πένθος κρούει τὴν πύλη τοῦ οὐρανοῦ, ἡ δὲ ὁσία ταπείνωσις τὴν ἀνοίγει. Ἐγὼ δὲ ὁμολογῶ καὶ προσκυνῶ τὴν τριάδα μέσα στὴν μονάδα καὶ τὴν μονάδα μέσα στὴν τριάδα (2).

15. Ὅλα ὅσα βλέπονται τὰ φωτίζει ὁ ἥλιος, καὶ ὅλα ὅσα γίνονται μὲ λογικὴ τὰ ἐνισχύει ἡ ταπείνωσις. Ὅταν ἀπουσιάζη τὸ φῶς, ὅλα εἶναι ζοφώδη, καὶ ὅταν ἀπουσιάζη ἡ ταπείνωσις, ὅλα τὰ κατορθώματά μας εἶναι ἄχρηστα.

16. Ἕνας χῶρος σὲ ὁλόκληρη τὴν κτίσι εἶδε μία μόνο φορὰ τὸν ἥλιο (3). Καὶ ἕνας μόνο λογισμὸς πολλὲς φορὲς προξένησε ταπείνωσι (4). Μία καὶ μόνη ἡμέρα αἰσθάνθηκε ὅλος ὁ κόσμος ἀγαλλίασι (5). Καὶ μία μόνο ὑπάρχει ἀρετή, ἡ ταπείνωσις, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ τὴν μιμηθοῦν οἱ δαίμονες.

17. Ἄλλο πράγμα εἶναι τὸ νὰ ὑπερηφανεύεται κανείς, καὶ ἄλλο τὸ νὰ μὴν ὑπερηφανεύεται, καὶ ἄλλο τὸ νὰ ταπεινώνεται. Ὁ πρῶτος καθημερινῶς κρίνει τοὺς ἄλλους· ὁ δεύτερος δὲν κρίνει τοὺς ἄλλους, πλὴν ὅμως δὲν κατακρίνει καὶ τὸν ἑαυτόν του· ὁ δὲ τρίτος, ἂν καὶ ἀπηλλαγμένος ἀπὸ τὴν καταδίκη, καταδικάζει ὁ ἴδιος συνεχῶς τὸν ἑαυτόν του.

18. Ἄλλο πράγμα εἶναι τὸ νὰ ταπεινοφρονῆ κανείς, καὶ ἄλλο τὸ νὰ ἀγωνίζεται νὰ ταπεινοφρονῆ, καὶ ἄλλο τὸ νὰ ἐπαινῆ τὸν ταπεινόφρονα. Τὸ πρῶτο εἶναι τῶν τελείων, τὸ δεύτερο τῶν ἀληθινῶν ὑποτακτικῶν, καὶ τὸ τρίτο ὅλων τῶν πιστῶν.

19. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει γίνει ταπεινὸς βαθειὰ καὶ ἐσωτερικά, δὲν κλέπτεται καὶ δὲν ζημιώνεται ἀπὸ λόγους χειλέων. Διότι δὲν προφέρει ἡ θύρα τοῦ στόματος ὅ,τι δὲν ἔχει ὁ θησαυρὸς τῆς καρδιᾶς.

20. Ὁ ἵππος ποὺ εἶναι μόνος του, πολλὲς φορὲς τοῦ φαίνεται πὼς τὰ καταφέρνει στὸ τρέξιμο, ὅταν ὅμως εὑρίσκεται μαζὶ μὲ ἄλλους ἵππους, τότε ἀντιλαμβάνεται τὴν νωθρότητά του.

21. Ἐὰν ὁ λογισμὸς δὲν καυχᾶται πλέον γιὰ φυσικὰ προτερήματα, αὐτὸ εἶναι σημάδι ὅτι ἀρχίζει νὰ ἔρχεται ἡ ὑγεία. Ἀντιθέτως ὅσο ὀσφραίνεται ἀκόμη ἐκείνη τὴν δυσοσμία, δὲν αἰσθάνεται τοῦ πνευματικοῦ μύρου τὴν εὐωδία.

22. Ὁ ἐραστής μου, εἶπε ἡ ὁσία ταπείνωσις, δὲν ἐπιπλήττει, δὲν καταδικάζει τοὺς ἄλλους, δὲν ἐπιζητεῖ πρωτεῖα, δὲν χρησιμοποιεῖ σοφιστεῖες, ἕως ὅτου ἑνωθῆ μαζί μου, διότι μετὰ τὴν ἕνωσί μας δὲν ὑπόκειται πλέον στὸν νόμο.

23. Σὲ κάποιον ἀγωνιστῆ ποὺ προσπαθοῦσε νὰ κατακτήση τὴν μακαρία ταπείνωσι, οἱ ἀνόσιοι δαίμονες ἔσπερναν ἐπαίνους στὴν καρδιά. Ἐκεῖνος τότε μηχανᾶται κατόπιν θείου φωτισμοῦ κάποιο εὐσεβὲς τέχνασμα, γιὰ νὰ νικήση τὴν πονηρία τῶν δαιμόνων. Σηκώνεται λοιπὸν ἀμέσως καὶ γράφει στὸν τοῖχο τοῦ κελλίου του τὰ ὀνόματα τῶν πλέον ὑψηλῶν ἀρετῶν, δηλαδὴ τῆς τελείας ἀγάπης, τῆς ἀγγελικῆς ταπεινοφροσύνης, τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, τῆς ἀφθάρτου ἁγνότητος καὶ τῶν παρομοίων. Ὁσάκις λοιπὸν ἄρχιζαν νὰ τὸν ἐπαινοῦν οἱ λογισμοί, τοὺς ἔλεγε: «Ἂς πᾶμε νὰ κάνουμε τὸν ἔλεγχο». Πλησιάζοντας δὲ στὸν τοῖχο ἐδιάβαζε τὰ ὀνόματα τῶν ἀρετῶν καὶ ἀπευθυνόμενος στὸν ἑαυτόν του ἐκραύγαζε: «Ὅταν τὶς ἀποκτήσης αὐτές, ἂς γνωρίζης ὅτι ἀκόμη εὑρίσκεσαι μακρυᾶ ἀπὸ τὸν Θεόν».

24. Ποιὰ εἶναι ἡ δύναμις καὶ ἡ οὐσία τούτου τοῦ ἡλίου, (δηλαδὴ τῆς ταπεινοφροσύνης), δὲν μποροῦμε νὰ τὴν παρουσιάσωμε. Μόνο ἀπὸ τὶς ἐνέργειές της καὶ ἀπὸ τὶς ἰδιότητές της κατορθώνομε νὰ κατανοήσωμε τὴν βαθύτερη οὐσία της.

25. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι θεϊκὴ σκέπη ποὺ σκεπάζει τοὺς ὀφθαλμούς μας, γιὰ νὰ μὴ βλέπωμε τὰ κατορθώματά μας. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἄβυσσος εὐτελείας, ἀπρόσβλητη ἀπὸ κάθε κλέπτη. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι «πύργος ἰσχύος ἀπὸ προσώπου ἐχθροῦ» (Ψαλμ. ξ´ 4). «Ὁ ἐχθρὸς δὲν ἔχει νὰ ὠφεληθῆ ἀπὸ αὐτόν, τὸν ταπεινό, καὶ ὁ υἱὸς ἢ μᾶλλον ὁ λογισμὸς τῆς ἀνομίας δὲν θὰ μπορέση νὰ τὸν κακοποιήση. Ἀντιθέτως δὲ αὐτὸς θὰ κατακόψη ἐνώπιόν του ὅλους τοὺς ἐχθρούς του καὶ ὅσους τὸν μισοῦν θὰ τοὺς κατατροπώση» (πρβλ. Ψαλμ. πη´ 23).

26. Ὁ μεγάλος τοῦτος ἰδιοκτήτης τοῦ ἰδικοῦ του πλούτου, δηλαδὴ ἡ ταπείνωσις, ἀντιλαμβάνεται μέσα στὴν ψυχὴ καὶ ἄλλα ἐκλεκτὰ γνωρίσματα, ἐκτὸς ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ προαναφέραμε. Διότι ἐκεῖνα ποὺ προαναφέραμε, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα (6), ὑποδηλώνουν ἁπλῶς στοὺς ἄλλους τὸν πνευματικὸ πλοῦτο.

27. Θὰ γνωρίσης καὶ δὲν θὰ ἀπατηθῆς ὅτι ἀπέκτησες μέσα σου τὴν ὁσία αὐτὴ οὐσία, δηλαδὴ τὴν ταπείνωσι, ἀπὸ τὸ πλῆθος τοῦ ἀρρήτου φωτὸς καὶ ἀπὸ τὸν ἀπερίγραπτο ἔρωτα τῆς προσευχῆς. Πρὶν κατακτηθοῦν αὐτὰ προηγεῖται μία κατάστασις, κατὰ τὴν ὁποία ἡ καρδιὰ δὲν περιφρονεῖ τοὺς ἁμαρτάνοντας οὔτε κατακρίνει τὰ ἁμαρτήματά τους. Καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτὴ τὴν κατάσταση προηγεῖται ἄλλη, κατὰ τὴν ὁποία ἡ καρδιὰ μισεῖ κάθε κενοδοξία.

28. Ὅποιος ἐπέτυχε τὴν πλήρη γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ του, αὐτὸς ἔσπειρε σὲ γῆ ἀγαθή. Ὅποιος δὲν ἔσπειρε κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο, δὲν πρόκειται νὰ ἰδῆ νὰ ἀνθίζη μέσα του ἡ ταπεινοφροσύνη. Ὅποιος ἐπέτυχε τὴν γνῶσι τοῦ ἑαυτοῦ του, αὐτὸς αἰσθάνθηκε τὸν φόβο τοῦ Κυρίου, καὶ βαδίζοντας μὲ τὴν αἴσθησι αὐτὴ ἔφθασε στὴν πύλη τῆς ἀγάπης.

29. Ἡ ταπείνωσις εἶναι ἡ πύλη τῆς οὐρανίου βασιλείας ποὺ εἰσάγει σ᾿ αὐτὴν ὅσους τὴν πλησιάζουν. Νομίζω ὅτι γι᾿ αὐτὴν εἶπε ὁ Κύριος: «Καὶ εἰσελεύσεται ὁ βουλόμενος καὶ ἐξελεύσεται ἀφόβως ἐκ τοῦ βίου καὶ νομὴν εὑρήσει» (πρβλ. Ἰωάν. ι´ 9) καὶ χλόη μέσα στὸν παράδεισο. Ὅλοι ὅσοι εἰσῆλθαν στὴν μοναχικὴ ζωὴ ἀπὸ ἄλλη θύρα αὐτοὶ εἶναι κλέπται καὶ λησταὶ τῆς ἰδικῆς τους ζωῆς (πρβλ. Ἰωάν. ι´ 1).

30. Ὅσοι ἐπιζητοῦμε τὴν ταπεινοφροσύνη ἂς μὴ παύωμε νὰ ἐξετάζωμε καὶ νὰ ἀνακρίνωμε τοὺς ἑαυτούς μας. Καὶ ὅταν αἰσθανώμεθα μὲ τὴν καρδιά μας ἀνώτερον σὲ ὅλα τὸν πλησίον, τότε εἶναι κοντά μας τὸ ἔλεος, (δηλαδὴ τὸ ἐκ Θεοῦ δῶρο τῆς ταπεινοφροσύνης).

31. Εἶναι ἀκατόρθωτο νὰ προέλθη ἀπὸ τὸ χιόνι φλόγα. Περισσότερο ὅμως ἀκατόρθωτο εἶναι νὰ εὑρεθῇ ταπείνωσις στοὺς ἑτερόδοξους, διότι τὸ κατόρθωμα αὐτὸ ἀνήκει μόνο στοὺς πιστοὺς καὶ ὀρθοδόξους καὶ μάλιστα σὲ ὅσους ἐξ αὐτῶν ἔχουν καθαρθῆ ἀπὸ τὰ πάθη.

32. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς ὀνομάζομε τοὺς ἑαυτούς μας ἁμαρτωλούς· ἴσως καὶ νὰ τὸ παραδεχώμαστε. Ἀλλὰ τὴν ταπεινόφρονα καρδία τὴν ἐλέγχει ἡ προσβολὴ καὶ ἡ ἐξουδένωσις ἐκ μέρους τῶν ἄλλων.

33. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγωνίζεται νὰ φθάση στὸ ἀκύμαντο λιμάνι τῆς ταπεινοφροσύνης, δὲν θὰ παύση ποτὲ νὰ χρησιμοποιῇ διάφορους τρόπους καὶ λόγους καὶ σκέψεις καὶ ἐπινοήσεις καὶ ἔρευνες καὶ ἀναζητήσεις καὶ ἐπιτηδεύματα καὶ τεχνάσματα καὶ εὐχὲς καὶ προσευχές, μέχρις ὅτου ἀπομακρύνη τὸ σκάφος τῆς ψυχῆς του ἀπὸ τὴν παντοτεινὰ τρικυμιώδη θάλασσα τῆς οἰήσεως· καὶ τοῦτο, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τρόπους ζωῆς πιὸ ταπεινοὺς καὶ πιὸ περιφρονημένους. Διότι ὅποιος ἐσώθηκε ἀπὸ αὐτήν, τὴν οἴησι, εὔκολα σὰν τὸν τελώνη τακτοποιεῖ τὰ ὑπόλοιπα ἁμαρτήματά του.

34. Μερικοί, παρ᾿ ὅλον ὅτι ἐσυγχωρήθηκαν γιὰ τὰ παλαιά τους ἁμαρτήματα, ἐν τούτοις τὰ ἐνθυμοῦνται μέχρι τέλους τῆς ζωῆς τους, χρησιμοποιώντας αὐτὰ ὡς ἀφορμὴ ταπεινοφροσύνης καὶ μαστιγώνοντας μὲ αὐτὰ τὸ μάταιο φρόνημα τῆς οἰήσεως. Ἄλλοι, ἀναλογιζόμενοι τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ, θεωροῦν πάντοτε τὸν ἑαυτό τους χρεώστη. Ἄλλοι ἐξευτελίζουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὰ καθημερινά τους σφάλματα. Ἄλλοι κατέριψαν στὸ ἔδαφος τὴν ὑπερηφάνεια μὲ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς ἀσθένειες καὶ τὰ πταίσματα ποὺ κατὰ καιροὺς τοὺς συνέβησαν. Καὶ ἄλλοι τέλος ἀπὸ τὴν ἔλλειψι χαρισμάτων ἀπέκτησαν τὴν μητέρα τῶν χαρισμάτων.

Εἶναι καὶ μερικοὶ ἄλλοι -δὲν γνωρίζω ἂν ὑπάρχουν καὶ σήμερα- οἱ ὁποῖοι ταπεινώνουν τὸν ἑαυτόν τους μὲ τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Ὅσο περισσότερο αὐξάνουν οἱ δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, τόσο περισσότερο ταπεινώνουν τὸν ἑαυτό τους, μὲ τὴν σκέψι ὅτι εἶναι ἀνάξιοι γιὰ ἕναν τέτοιο πλοῦτο. Καὶ ζοῦν μὲ τὴν συναίσθησι ὅτι καθημερινῶς αὐξάνει τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν τους. Τοῦτο εἶναι ἡ ταπείνωσις, τοῦτο ἡ μακαριότης, τοῦτο τὸ ἀνώτερο βραβεῖο.

35. Ὅταν ἰδῆς ἢ ἀκούσης ὅτι κάποιος μέσα σε ὀλίγα ἔτη ἀπέκτησε πολὺ μεγάλη ἀπάθεια, νὰ ξέρης ὅτι δὲν ἐβάδισε ἄλλη, ἀλλὰ τούτη τὴν μακαρία καὶ σύντομη ὁδό.

36. Ἀγάπη καὶ ταπείνωσις! Ἱερὸ ζεῦγος! Ἡ μία ὑψώνει καὶ ἡ ἄλλη συγκρατεῖ ὅσους ὑψώθηκαν καὶ δὲν τοὺς ἀφήνει ποτὲ νὰ πέσουν.

37. Ἄλλο εἶναι ἡ συντριβὴ καὶ ἄλλο ἡ ἐπίγνωσις καὶ ἄλλο ἡ ταπείνωσις. Ἡ συντριβὴ εἶναι γέννημα κάποιας πτώσεως, διότι ἐκεῖνος ποὺ πίπτει συντρίβεται καὶ ἵσταται στὴν προσευχὴ χωρὶς παρρησία καὶ μὲ ἐπαινετὴ ἀναίδεια, ἀκουμπώντας σὰν τσακισμένος στὴν ράβδο τῆς ἐλπίδος καὶ ἀποδιώκοντας μὲ αὐτὴ τὸν κύνα τῆς ἀπογνώσεως.

Ἐπίγνωσις εἶναι ἡ ὀρθὴ γνῶσις τῶν μέτρων, στὰ ὁποῖα εὑρισκόμαστε, καθὼς καὶ ἡ ἀδιάκοπη μνήμη τῶν μικρῶν σφαλμάτων.

Ταπείνωσις εἶναι ἡ νοερὰ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία φυλάσσεται ἀπὸ ὅσους τὴν ἀξιώθηκαν στοὺς μυστικοὺς θαλάμους τῆς ψυχῆς, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφρασθῆ μὲ λόγια.

38. Ὅποιος λέγει ὅτι ὠσφράνθηκε καλὰ τὴν εὐωδία ἑνὸς τέτοιου μύρου καὶ συγχρόνως ὅταν ἀκούη ἐπαίνους συγκινεῖται κάπως ἡ καρδιά του ἢ βλέπει ὅτι δονεῖται ἀπὸ τὴν δύναμι τῶν ἐπαινετικῶν λόγων, αὐτός, ἂς μὴν ἀπατᾶται, ἔχει πλανηθῆ.

39. Ἄκουσα κάποιον νὰ λέγη ὁλοψύχως: «Μὴ ἡμῖν, Κύριε, μὴ ἡμῖν, ἀλλ᾿ ἢ τῷ ὀνόματί σου δὸς δόξαν» (Ψαλμ. ριγ´ 9). Καὶ τοῦτο, διότι ἐγνώριζε ὅτι ἡ φύσις τοῦ ἀνθρώπου δὲν μπορεῖ ἔτσι μόνη της νὰ φυλαχθῆ ἀβλαβὴς ἀπὸ τὴν δόξα. Ἔλεγε ἀκόμη: «Παρὰ σοῦ ὁ ἔπαινός μου ἐν ἐκκλησίᾳ μεγάλῃ» (Ψαλμ. κα´ 26), δηλαδὴ κατὰ τὸν μέλλοντα αἰώνα. Διότι προηγουμένως δὲν μπορῶ νὰ σηκώσω τὴν δόξα καὶ τὸν ἔπαινο χωρὶς κίνδυνο.

40. Ἐὰν τοῦτο ἀποτελῆ ὅρο καὶ λόγο καὶ τρόπο τῆς πλέον μεγάλης ὑπερηφανείας, δηλαδὴ τὸ νὰ ὑποκρίνεται κανεὶς ἀπὸ φιλοδοξία ἀρετὲς ποὺ δὲν ἔχει, ὁπωσδήποτε τοῦτο θὰ ἀποτελῆ τὸ σημάδι τῆς πλέον βαθειᾶς ταπεινοφροσύνης, τὸ νὰ παρουσιαζώμαστε δηλαδὴ σὲ ἄλλους ὡς ἔνοχοι δῆθεν διαφόρων ἁμαρτημάτων, ὥστε νὰ ἐξευτελιζώμαστε.

Ἔτσι ἐνήργησε ἐκεῖνος ποὺ ἐπῆρε στὰ χέρια του τὸ ψωμὶ καὶ τὸ τυρί (7). Ἔτσι ἐκεῖνος ποὺ ἀφήρεσε τὸ ἔνδυμά του καὶ ἐγύρισε τὴν πόλι μὲ ἀπάθεια, σὰν ἀγωνιστὴς τῆς ἁγνότητος ποὺ ἦταν (8). Δὲν θὰ λάβουν ὑπ᾿ ὄψιν τους αὐτοὶ οἱ ἀγωνισταὶ τὸν σκανδαλισμὸ τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ ἔχουν ἀποκτήσει τὴν δύναμι νὰ πληροφοροῦν μυστικὰ μὲ τὴν προσευχή τους ὅλους γιὰ τὴν ἀληθινή τους κατάστασι.

41. Ὅποιος φροντίζει γιὰ τὸ πρῶτο, δηλαδὴ γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τοῦ σκανδαλισμοῦ, αὐτὸς δείχνει ὅτι στερεῖται τὸ δεύτερο, δηλαδὴ τὴν δύναμι τῆς πληροφορίας. Διότι ὅταν ἔχωμε τὸν Θεὸν ἕτοιμο νὰ μᾶς ἐπακούη, ὅλα μποροῦμε νὰ τὰ κατορθώσωμε. Νὰ προτιμᾶς νὰ λυπῆς τοὺς ἀνθρώπους μᾶλλον καὶ ὄχι τὸν Θεόν, διότι χαίρεται ὁ Θεὸς ὅταν μᾶς βλέπη νὰ ἐπιδιώκωμε τὴν ἀτιμία, μὲ τὸν σκοπὸ νὰ πιέσωμε καὶ νὰ κτυπήσωμε καὶ νὰ ἐξοντώσωμε τὴν ματαιότητα τῆς οἰήσεως.

42. Ἡ τελεία ξενιτεία εἶναι ἡ πρόξενος τῶν τόσο μεγάλων κατορθωμάτων, ἐφ᾿ ὅσον μόνο οἱ πολὺ μεγάλοι ἀντέχουν στὸ νὰ ἐμπαίζωνται ἀπὸ τοὺς γνωρίμους των. (Οἱ ἄλλοι ἐπειδὴ δὲν ἀντέχουν ἂς ἐπιζητοῦν νὰ ξενιτεύουν καὶ νὰ ἀσκοῦνται ἀνάμεσα σὲ ξένους καὶ ἀγνώστους ἀνθρώπους). Ἂς μὴ παραξενευθῆς γιὰ ὅσα εἶπα, διότι κανεὶς δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀνεβῆ διὰ μιᾶς ὅλη τὴν κλίμακα.

43. «Θὰ μᾶς ἀναγνωρίσουν ὅλοι ὡς μαθητὰς τοῦ Θεοῦ, ὄχι διότι μᾶς ὑποτάσσονται οἱ δαίμονες, ἀλλὰ διότι τὰ ὀνόματά μας ἔχουν γραφῆ στὸν οὐρανὸ τῆς ταπεινώσεως» (πρβλ. Λουκ. ι´ 20).

44. Ἡ ἀκαρπία κάνει ὥστε οἱ κλάδοι τῶν λεγομένων κίτρων νὰ ἀνυψώνονται μόνοι τους πρὸς τὰ ἐπάνω. Ὅταν ὅμως γείρουν πρὸς τὰ κάτω, ἀρχίζει γρήγορα ἡ καρποφορία. Ὅποιος τὸ συνέλαβε στὸν νοῦ του, καταλαβαίνει τί θέλω νὰ εἰπῶ.

45. Στὴν ὁσία ταπείνωσι ὑπάρχουν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ διάφορες βαθμίδες ἀναβάσεως: ἡ τριακοστή, ἡ ἑξηκοστὴ καὶ ἡ ἑκατοστή. Στὴν τελευταία βαθμίδα κατορθώνουν νὰ ἀνεβοῦν οἱ ἀπαθεῖς, στὴν μεσαία οἱ ἀνδρεῖοι καὶ στὴν πρώτη ὅλοι. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε αὐτογνωσία, ποτὲ δὲν θὰ ξεγελασθῆ νὰ ἐπιχειρήση κάτι ὑπὲρ τὴν δύναμί του, ἀλλὰ προχωρεῖ στὸ ἑξῆς πατώντας στερεὰ στὴν μακαρία αὐτὴ ὁδὸ τῆς ταπεινώσεως.

46. Τὰ πτηνὰ φοβοῦνται τὴν θέα τοῦ ἱέρακος. Ὁμοίως καὶ οἱ ἐργᾶται τῆς ταπεινοφροσύνης τὸν ἦχο τῆς ἀντιλογίας.

47. Εἶναι πολλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἐπέτυχαν τὴν σωτηρία τους χωρὶς προφητικὰ χαρίσματα καὶ ἐλλάμψεις καὶ θαυματουργίες. Χωρὶς τὴν ταπείνωσι ὅμως κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ εἰσέλθη στὸν νυμφώνα. Διότι τὰ μὲν πρῶτα τὰ διαφυλάσσει ἡ Δευτέρα, δηλαδὴ ἡ ταπείνωσις, ἐνῷ ἀντιθέτως τὰ πρῶτα, σὲ ἐπιπολαίους ἀνθρώπους τὴν ἐξαφάνισαν (τὴν ταπείνωσι).

48. Γιὰ νὰ ταπεινούμεθα, ἔστω καὶ χωρὶς τὴν θέλησί μας, ὁ Κύριος οἰκονόμησε καὶ τοῦτο: Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ βλέπει τὰ τραύματά του, ὅπως τὰ βλέπει ὁ πλησίον του. Ἔτσι εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ χρεωστοῦμε τὴν θεραπεία μας ὄχι στὸν ἑαυτόν μας, ἀλλὰ στὸν πλησίον καὶ στὸν Θεόν.

49. Ὁ ταπεινόνους ἀποστρέφεται μὲ βδελυγμία τὸ ἰδικό του θέλημα ὡς πεπλανημένο. Καὶ στὰ αἰτήματά του πρὸς τὸν Κύριον συνηθίζει νὰ δέχεται μὲ ἀδίστακτη πίστη τὴν γνώση τοῦ θελήματός Του καὶ νὰ ὑπακούη σ᾿ αὐτό. Ὑπακούει δὲ στοὺς διδασκάλους του χωρὶς νὰ ἐξετάζη καὶ νὰ περιεργάζεται τὴν ζωή τους, ἀλλὰ ἀναθέτοντας κάθε φροντίδα του στὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἀκόμη καὶ μὲ τὸ στόμα τῆς ὄνου ἐδίδαξε στὸν Βαλαὰμ τὰ ἀπαραίτητα (πρβλ. Ἀριθ. κβ´ 28).

50. Ὁ ταπεινόνους αὐτὸς μοναχός, καὶ ὅταν ἀκόμη ὅλα τὰ σκέπτεται καὶ τὰ πράττη καὶ τὰ λέγη κατὰ Θεόν, καὶ τότε ἀκόμη δὲν δίδει ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του. Διότι γιὰ τὸν ταπεινὸ τὸ οἰκειόπιστον εἶναι μεγάλος σκόλοψ καὶ βάρος, ὅπως ἀντιθέτως γιὰ τὸν ὑπερήφανο τὸ ἑτερόλεκτο.

51. Ἐγὼ νομίζω ὅτι μόνο ὅποιος εἶναι Ἄγγελος δὲν κλέπτεται ἀπὸ ἁμαρτήματα, δὲν ὑποπίπτει δηλαδὴ σὲ κανένα ἁμάρτημα, διότι ἄκουσα κάποιον ἐπίγειο Ἄγγελο νὰ λέγη: «Οὐδὲν ἐμαυτῷ σύνοιδα, ἀλλ᾿ οὐκ ἐν τούτῳ δεδικαίωμαι, ὁ δὲ ἀνακρίνων με Κύριός ἐστι» (Α´ Κορ. δ´ 4). Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὀφείλομε νὰ κατακρίνωμε συνεχῶς καὶ νὰ κατηγοροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας, ὥστε μὲ τὸν ἑκούσιο ἐξευτελισμὸ νὰ ἀπομακρύνωμε τὶς ἀκούσιες ἁμαρτίες. Διαφορετικὰ θὰ εἶναι ὁπωσδήποτε ἄσχημη ἡ λογοδοσία μας γι᾿ αὐτὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου.

52. Ἐκεῖνος ποὺ ζητεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸν πράγματα μικρότερα ἀπὸ ὅ,τι θὰ τοῦ ἄξιζαν, αὐτὸς θὰ λάβη ὁπωσδήποτε ἀνώτερά του. Περὶ αὐτοῦ μαρτυρεῖ ὁ τελώνης, ὁ ὁποῖος ζητοῦσε μόνο τὴν συγχώρησι καὶ ἀπεκόμισε ἐπὶ πλέον καὶ τὴν δικαίωσι. Ὁ λῃστὴς πάλιν ἐζήτησε νὰ τὸν ἐνθυμηθῆ μόνο ὁ Κύριος στὴν βασιλεία Του, καὶ ὅμως ἐκληρονόμησε ὁλόκληρο τὸν παράδεισο.

53. Μέσα στὴν δημιουργία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντικρύσης μικρὴ ἢ μεγάλη φωτιὰ ὅσον ἀφορᾶ τὴν φύσι της. Καὶ στὴν ἀνόθευτη ταπεινοφροσύνη εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον νὰ ἐναπομείνη ἴχνος κάποιας ξένης ὕλης. Ὅσο συνεχίζομε νὰ ἁμαρτάνωμε ἑκουσίως, δὲν ὑπάρχει μέσα μας τοῦτο, ἡ ἀνόθευτη δηλαδὴ ταπεινοφροσύνη. Ὅταν ὅμως ἁμαρτάνωμε ἀκουσίως, αὐτὸ ἀποτελεῖ ἀπόδειξι τῆς παρουσίας της.

54. Γνωρίζοντας ὁ Δεσπότης Χριστὸς ὅτι πρὸς τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνισι συμμορφώνεται καὶ ἡ ἀφανὴς ἀρετὴ τῆς ψυχῆς, φορώντας τὸ λέντιό μας ὑπέδειξε μέθοδο γιὰ νὰ βαδίζωμε τὴν ὁδὸ τῆς ταπεινώσεως. Διότι ἡ ψυχὴ ἐξομοιώνεται μὲ ὅ,τι ἀσχολεῖται καὶ λαμβάνει τὸν τύπο καὶ τὴν μορφὴ αὐτῶν, τὰ ὁποῖα πράττει.

55. Ἡ ἀρχή, (ἡ ἐξουσία), ἔγινε αἰτία ὑψηλοφροσύνης σ᾿ ἕναν Ἄγγελο· ἀλλὰ βεβαίως δὲν τοῦ ἐδόθηκε ἡ ἐξουσία γιὰ νὰ πέση στὴν ὑψηλοφροσύνη.

56. Διαφορετικὰ αἰσθάνεται ὅποιος κάθεται σὲ θρόνο καὶ διαφορετικὰ ὅποιος κάθεται στὴν κοπριά. Ἴσως γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ὁ μέγας ἐκεῖνος δίκαιος, (δηλαδὴ ὁ Ἰώβ), καθόταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι ἐπάνω στὴν κοπριά. Τότε ἀφοῦ ἀπέκτησε τὴν τελεία ταπεινοφροσύνη εἶπε ὁλοψύχως: «Ἐφαύλισα ἐμαυτὸν καὶ ἐτάκην· ἤγημαι δὲ ἐμαυτὸν γῆν καὶ σποδόν» (Ἰὼβ μβ´ 6).

57. Εὑρίσκω ὅτι ἐκεῖνος ὁ Μανασσὴς ἁμάρτησε ὅσο κανεὶς ἄλλος ἄνθρωπος, ἀφοῦ καὶ τὸν Ναὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ὁλόκληρη τὴν θρησκεία ἐμόλυνε μὲ τὰ εἴδωλα. Γι᾿ αὐτὸν καὶ ἂν ἀκόμη ἐνήστευε ὅλος ὁ κόσμος, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ προσφέρη τίποτε ποὺ νὰ ἀντιστάθμιζε τὰ ἁμαρτήματά του. Ἡ ταπείνωσις ὅμως ἐστάθη ἱκανὴ καὶ ἐθεράπευσε ὅσα ἦταν σ᾿ αὐτὸν ἀθεράπευτα.

58. «Ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν», λέγει ὁ Δαβὶδ στὸν Θεόν. «Ὁλοκαυτούμενα σώματα διὰ νηστείας, οὐκ εὐδοκήσεις· θυσία τῷ Θεῷ» (πρβλ. Ψαλμ. ν´ 18-19) καὶ τὰ λοιπά. Ὅλοι κατανοοῦν τὴν σημασία αὐτῶν τῶν λόγων. «Ἡμάρτηκα τῷ Κυρίῳ» ἐβόησε πρὸς τὸν Θεὸν ἡ μακαρία αὐτὴ ταπείνωσις γιὰ τὰ ἁμαρτήματα τῆς μοιχείας καὶ τοῦ φόνου, καὶ ἀμέσως ἦλθε ἡ ἀπάντησις: «Ἀφείλετο (= ἐσυγχώρησε) Κύριος τὸ ἁμάρτημά σου» (Β´ Βασ. ιβ´ 13).

59. Δρόμο καὶ ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἀπόκτησι αὐτῆς τῆς ἀρετῆς οἱ ἀείμνηστοι Πατέρες μας ὥρισαν τοὺς σωματικοὺς κόπους. Ἐγὼ ἐπὶ πλέον συνιστῶ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν εὐθύτητα τῆς καρδίας, ποὺ ἐκ φύσεως εἶναι ἀντίθετες πρὸς τὴν οἴησι.

60. Ἐὰν αὐτή, ἡ ὑπερηφάνεια, μερικοὺς ἀπὸ Ἀγγέλους τοὺς μετέβαλε σὲ δαίμονας, ἐκείνη, ἡ ταπεινοφροσύνη, ὁπωσδήποτε μερικοὺς ἀπὸ δαίμονας μπορεῖ νὰ τοὺς μεταβάλη σὲ Ἀγγέλους· γι᾿ αὐτὸ ἂς ἔχουν θάρρος ὅσοι ἔπεσαν.

61. Ἂς σπεύσωμε καὶ ἂς πυκτεύσωμε μὲ ὅλες μας τὶς δυνάμεις νὰ ἀνεβοῦμε στὴν κεφαλὴ καὶ κορυφὴ τῆς ταπεινοφροσύνης. Ἂν δὲν μποροῦμε αὐτό, ἂς ἀνεβοῦμε τουλάχιστον στοὺς ὤμους της ἂν καὶ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κατορθώσωμε, ἂς μὴν χάσωμε τουλάχιστον τὴν ἀγκάλη της. Διότι ὅποιος τὴν χάση καὶ αὐτήν, ἀπορῶ ἂν θὰ μπορέση νὰ κερδήση τίποτε στὴν αἰωνιότητα.

62. Νεῦρα τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ ὁδοί, ἀλλ᾿ ὄχι καὶ σημάδια καὶ ἀποδείξεις, εἶναι ἡ ἀκτημοσύνη, ἡ ἀφανὴς ξενιτεία, ἡ ἀπόκρυψις τῆς σοφίας, ἡ ἁπλὴ ὁμιλία, ἡ ζήτησις ἐλεημοσύνης, ἡ ἀπόκρυψις τῆς εὐγενικῆς καταγωγῆς, ἡ ἐξορία τῆς παρρησίας, ἡ ἀπομάκρυνσις τῆς πολυλογίας. Τίποτε ἄλλο δὲν κατώρθωσε ποτὲ μέχρι τώρα νὰ ταπεινώση τόσο τὴν ψυχή, ὅσο ἡ φτώχεια καὶ ἡ ἐπαιτεία. Τότε φαίνεται ἡ φιλοσοφία μας καὶ ἡ φιλοθεΐα μας, ὅταν, ἐνῷ μποροῦμε νὰ ὑψώσωμε τὸν ἑαυτό μας, ἀποφεύγωμε ἀνεπιστρεπτὶ τὸ ὕψος.

63. Ἐὰν ἐξοπλίζεσαι καμμία φορὰ ἐναντίον ἑνὸς πάθους, νὰ παίρνης ὡς σύμμαχο τούτη τὴν ἀρετή. Διότι αὐτὴ «ἐπὶ ἀσπίδα καὶ βασιλίσκον ἐπιβήσεται, καὶ καταπατήσει λέοντα καὶ δράκοντα» (Ψαλμ. Ϟ´ 13), δηλαδή, ὅπως θὰ ἔλεγα ἐγώ, «ἐπὶ ἁμαρτίαν καὶ ἀπόγνωσιν ἐπιβήσεται καὶ καταπατήσει τὸν διάβολον καὶ τὸν δράκοντα τοῦ σώματος».

Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι οὐράνιος ἀνεμοστρόβιλος ποὺ μπορεῖ νὰ ἀνεβάση τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἄβυσσο τῆς ἁμαρτίας στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ. Ἀντίκρυσε ἕνας κάποτε τὸ κάλλος της μέσα στὴν καρδιά του καὶ ἀφοῦ κατελήφθη ἀπὸ θάμβος ἐρωτοῦσε τὸ ὄνομα τοῦ πατρός της. Ἐκείνη δὲ μὲ ἕνα φαιδρὸ καὶ γαλήνιο μειδίαμα τοῦ ἀποκρίνεται: «Πῶς σπεύδεις νὰ μάθης τὸ ὄνομα τοῦ πατρός μου, ἐνῷ αὐτὸς εἶναι ἀνώνυμος; Δὲν θὰ σοῦ τὸ φανερώσω, ἕως λάβης μέσα σου τὸν Θεόν». Αὐτῷ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰώνας. Ἀμήν.

Μητέρα τῆς πηγῆς εἶναι ἡ ἄβυσσος τῶν ὑδάτων· πηγὴ δὲ τῆς διακρίσεως ἡ ταπείνωσις.

----------

1. Ἡ ἔλαφος ὡς γνωστὸν εἶναι ἀποκλειστικὰ φυτοφάγο ζῶο. Σύμφωνα ὅμως μὲ μία ἐσφαλμένη ἀντίληψι τῶν ἀρχαίων κυνηγᾶ καὶ κατατρώει τοὺς ὄφεις (πρβλ. Κλαυδίου Αἰλιανοῦ - β´ αἰ. μ.Χ. -Περὶ ζώων ἰδιότητος, Β´ 9). Ἐδῶ ἡ Κλίμαξ παρομοιάζει μὲ ὄφεις τὴν κενοδοξία καὶ τὴν ὑπερηφάνεια, καὶ μὲ ἔλαφο τὴν ταπεινοφροσύνη.

2. Οἱ τρεῖς ἀρετές, μετάνοια, πένθος καὶ ταπείνωσις, παρουσιάζονται ἐδῶ ὡς τῆς αὐτῆς φύσεως καὶ οὐσίας, ἀδιαίρετες καὶ ἀχώριστες, ὅπως τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

3. Ὁ πυθμὴν τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης.

4. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ἢ τῆς Κρίσεως ἢ τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου.

5. Τὴν ἡμέρα τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.

6. Ἐννοεῖ μᾶλλον τὴν ἐσωτερικὴ αὐτοκατάκρισι, τὸ αἴσθημα ὅτι δὲν ἀξίζουν τίποτε οἱ ἐπιτελούμενες ἐνάρετες πράξεις μας. Περὶ αὐτοῦ ὠμίλησε προηγουμένως, στὴν πέμπτη παράγραφο: «Βδέλυγμα πάντα τὰ παρ᾿ ἡμῶν ἐπιτελούμενα ἀγαθὰ λογιζόμεθα».

7. Τὸ ἐν λόγῳ περιστατικὸ ἀναφέρεται στὸν ἀββᾶ Σίμωνα. Ἐρχόταν κάποιος ἐπίσημος ἄρχων νὰ τὸν γνωρίση καὶ νὰ λάβη τὴν εὐλογία του. Μόλις τὸ ἐπληροφορήθηκε, τὸν ἀνέμενε ἔξω ἀπὸ τὸ ἐρημητήριό του φορώντας ἕναν παλαιὸ μανδύα καὶ τρώγοντας ψωμὶ καὶ τυρί. Ὁ ὑψηλὸς ἐπισκέπτης ἀντικρύζοντάς τον ἔτσι ἀπογοητεύτηκε καὶ ἐγύρισε πίσω (βλέπε «Γεροντικόν», ἐκδ. Π. Πάσχου, σελ.117)

8. Ὑπάρχει ἡ γνώμη ὅτι ἐννοεῖ τὸν ὅσιο Σεραπίωνα. Κατ᾿ ἄλλους πρόκειται γιὰ τὸν ὅσιο Συμεὼν τῆς Ἐμέσης, τὸν διὰ Χριστὸν σαλό.

Εγώ ειμί η Ανάσταση και η Ζωή ...


 «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΚΑΙ Η ΖΩΗ»
(Θεολογικό σχόλιο στο Σάββατο του Λαζάρου)


ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού
  
Το Σάββατο της ΣΤ΄ Εβδομάδος των Νηστειών η Αγία μας Εκκλησία όρισε να εορτάζουμε την θαυμαστή ανάσταση του Λαζάρου. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Διότι, πρώτον το μεγάλο και θαυμαστό αυτό γεγονός συμπίπτει χρονικά με την είσοδο του Κυρίου μας στην αγία πόλη της Ιερουσαλήμ. Και δεύτερον, ότι το γεγονός της εκ νεκρών αναστάσεως του φίλου του Κυρίου είναι μια τρανή απόδειξη ότι ο Χριστός μας είναι ο κύριος της ζωής και του θανάτου, ότι αυτός που ανάστησε από τους νεκρούς το Λάζαρο θα αναστήσει και τον Εαυτό του, αφού θα σκυλέψει τον Άδη και θα νικήσει τον θάνατο!

Σύμφωνα με το ευαγγελικό ανάγνωσμα ο Λάζαρος με τις αδελφές του Μάρθα και Μαρία, που κατοικούσαν στην κώμη Βηθανία, είχαν εγκάρδιες φιλικές σχέσεις με τον Κύριο. Φαίνεται ότι πολλές φορές είχαν την ύψιστη τιμή και χαρά να δεχτούν και να φιλοξενήσουν το Χριστό στον ευλογημένο οίκο τους (Λουκ.10,38-42).
Ξαφνικά ο Λάζαρος ασθένησε βαριά. Οι δυο αδερφές έστειλαν μήνυμα στον Ιησού ότι ο αγαπημένος Του φίλος ο Λάζαρος αρρώστησε. Ο Χριστός διαβεβαίωσε τους απεσταλμένους πως «αύτη η ασθένεια ούκ έστι προς θάνατον, αλλ’ υπέρ της δόξης του Θεού, ίνα δοξασθή ο υιός του Θεού δι΄ αυτής» (Ιωάν.11,4). Όμως ο Λάζαρος πέθανε και ετάφη σε σπηλώδες μνημείο, σύμφωνα με τις ιουδαϊκές συνήθειες. Ο Χριστός αφού έμεινε δύο ημέρες στον τόπο που βρισκόταν πήρε τους μαθητές του και γύρισε στην Ιουδαία κατευθύνθηκε στη Βηθανία, παρ’ όλο ότι οι μαθητές Του τον προειδοποιούσαν για τον κίνδυνο να τον λιθοβολήσουν οι Ιουδαίοι. Καθ΄ οδόν τους διαβεβαίωνε πως «Λάζαρος ο φίλος ημών κεκοίμηται΄ αλλά πορεύομαι ίνα εξυπνίσω αυτόν. Είπον ουν οι μαθηταί αυτού΄ Κύριε, ει κεκοίμηται, σωθήσεται. Ειρήκει δε ο Ιησούς περί του θανάτου αυτού΄ εκείνοι δε έδοξαν ότι περί της κοιμήσεως του ύπνου λέγει. Τότε ουν είπεν αυτοίς ο Ιησούς παρρησία΄ Λάζαρος απέθανε, και χαίρω δι’ ημάς, ίνα πιστεύητε, ότι ουκ ήμην εκεί» (Ιωάν.11,12-15).
Η ενθουσιώδης Μάρθα, όταν έμαθε ότι ο Χριστός έρχεται στην βυθισμένη στο πένθος

Βηθανία, έτρεξε να Τον προϋπαντήσει και με απόλυτη εμπιστοσύνη σε Αυτόν του είπε: «Κύριε, ει ης ώδε, ο αδελφός μου ουκ αν ετεθνήκει. Αλλά και νυν οίδα ότι όσα αν αιτήση τον Θεόν, δώσει σοι ο Θεός». Ο Ιησούς της λέει ξεκάθαρα: «αναστήσεται ο αδελφός σου» (Ιωάν.11,24) και διαβεβαιώνει πανηγυρικά: «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται΄ και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα» (Ιωάν.11,26). Μετά ζήτησε να τον οδηγήσουν στο μνημείο και να άρουν τον λίθο από την θύρα του σπηλαίου. Τότε η Μαρία τον προειδοποίησε: «Κύριε, ήδη όζει΄ τεταρταίος γαρ εστι». Ο Χριστός της είπε πως «ουκ είπον σοι ότι εάν πιστεύσης όψει την δόξαν του Θεού;» (Ιωάν.11,40). Αφού κύλησαν το λίθο ο Κύριος στάθηκε μπροστά στο μνημείο και σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και είπε: «Πάτερ, ευχαριστώ σοι ότι ήκουσάς μου. Εγώ δε ήδειν ότι πάντοτέ μου ακούεις ΄ αλλά δια τον όχλον τον παρεστώτα είπον, ίνα πιστεύσωσιν ότι συ με απέστειλας» (Ιωάν.11,41). Κατόπιν φώναξε με δυνατή φωνή: «Λάζαρε δεύρο έξω». Το θαύμα έγινε, ο Λάζαρος έζησε και εξήλθε του μνημείου δεμένος με τα νεκρικά ενδύματα. Ο Χριστός έδωσε εντολή να τον λύσουν και να περπατήσει.
 

Το μεγάλο αυτό γεγονός έκανε πολλούς να πιστέψουν στο Χριστό. Κάποιοι άλλοι έτρεξαν στους Φαρισαίους και ανήγγειλαν το θαύμα. Οι σκληρόκαρδοι και υποκριτές εκείνοι άνθρωποι, μαζί με το ιουδαϊκό ιερατείο, όχι μόνο δεν συγκινήθηκαν και δεν πίστεψαν στα θαύμα και τη δύναμη του Ιησού, αλλά σκληρύνθηκαν έτι περισσότερο οι καρδιές τους. Ο αρχιερέας Καϊάφας είπε το εξής
καταπληκτικό: «Υμείς ουκ οίδατε ουδέν, ουδέ διαλογογίζεσθε ότι συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται» και σχολιάζει ο ιερός ευαγγελιστής: «Τούτο δε αφ’ εαυτού ουκ είπεν, αλλά αρχιερεύς ων του ενιαυτού εκείνου προεφήτευσεν ότι έμελλεν ο Ιησούς αποθνήσκειν υπέρ του έθνους, και ουχ υπέρ του έθνους μόνον, αλλ’ ίνα τα τέκνα του Θεού τα διεσκορπισμένα συναγάγη εις εν» (Ιωάν.11,49-52).
 

Η ανάσταση του Λαζάρου είναι το μεγαλύτερο θαύμα του Κυρίου. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι δεν έσπευσε αμέσως με την είδηση του θανάτου του φίλου Του, αλλά πήγε στη Βηθανία ύστερα από τέσσερις ημέρες για να φανεί το μέγεθος του μεγάλου θαύματος και της υπέρτατης δυνάμεως του Θεού. Ο ιερός Χρυσόστομος τονίζει πως «Έμεινεν, ίνα αποπνεύση (ο Λάζαρος) και ταφή, ίνα μηδείς έχη λέγειν ούπω τελευτήσαντα αυτόν ανέστησεν΄ ότι κάρος ην, ότι έκλυσις ήν, ότι καταγωγή ήν και ου θάνατος» (παρά Π. Τρεμπέλα Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, Αθήναι 1969,σελ.401). Αν και ο νεκρός άρχισε να αποσυντίθενται ο Χριστός τον ανάστησε, φανερώνοντας το μεγαλείο της θείας δυνάμεώς Του. Είναι ο κύριος της ζωής, διότι είναι ο ίδιος η ζωή. Κανένας ποτέ δεν τόλμησε να ισχυριστεί αυτό που φανέρωσε στη Μάρθα «Εγώ ειμί η ανάστασις και η ζωή, ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται» (Ιωάν.11,25).
Αυτή η διαβεβαίωση ότι ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός είναι η πηγή της ζωής και η μακάρια ανάστασή μας είναι η μεγάλη μας παρηγοριά και η άρρητη δύναμη που μας κάνει να υπερνικάμε όλες τις αντιξοότητες της επίγειας ζωής μας. Χάρη σ’ Αυτόν δεν θα πεθάνουμε ποτέ, έστω και αν το φθαρτό σώμα μας αποτεθεί στη γη και αποσυντεθεί. Αυτό είναι ένα απλό βιολογικό γεγονός, το οποίο δεν έχει ουδεμία οντολογική επίπτωση για μας τους πιστούς του Χριστού. Η ψυχή μας θα εξακολουθεί να ζει και χωρίς το σώμα μας, μια ζωή ασύγκριτα ανώτερη από την επίγεια. Αλλά όχι για πάντα μόνη της, διότι «έρχεται ώρα, και νυν εστιν, ότε οι νεκροί ακούσονται της φωνής του υιού του Θεού και οι ακούσαντες ζήσονται» (Ιωάν.5,25). Τα σώματά μας θα ζήσουν και θα ενωθούν και πάλι με τα πνεύματά μας για να μην ξαναχωρίσουν ποτέ πια, αλλά να ζουν αιώνια την όντως ζωή και να συνδοξάζονται με το Χριστό.
Το μέγα θαύμα της Αναστάσεως του Λαζάρου δείχνει ξεκάθαρα ότι όπως ο Χριστός ανάστησε με γοερή φωνή Του εκείνον, κατά τον ίδιο τρόπο θα αναστήσει και μας. Με τη δική Του ανάσταση νίκησε κατά κράτος το θάνατο. Δια της Αναστάσεως του Χριστού «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος» (Α΄Κορ.15,26), διακηρύττει πανηγυρικά ο απόστολος Παύλος.
Η μεγάλη αυτή εορτή λειτουργεί ως πνευματική ανάταση στις ψυχές ημών των πιστών, οι οποίοι συν-οδοιπορούμε με τον Κύριο προς το εκούσιο πάθος και το σταυρικό Του θάνατο. Αυτό το αποδίδει θαυμάσια το ιερό τροπάριο της εορτής: «Την κοινήν ανάστασιν προ του σου πάθους πιστούμενος, εκ νεκρών ήγειρας τον Λάζαρον Χριστέ ο Θεός΄ όθεν και ημείς ως οι παίδες, τα νίκης σύμβολα φέροντες σοι το νικητή του θανάτου βοώμεν΄ Ωσαννά εν τοις υψίστοις, ευλογημένος ο ερχόμενος, εν ονόματι Κυρίου».

Ἡ Ἔγερσις τοῦ Λαζάρου - Περιγραφή τῆς εἰκόνας




Ἡ παράσταση μᾶς μεταφέρει ἔξω ἀπό τήν πόλη, σέ βράχους. Σ' ἕναν ἀπό αὐτούς, ὅπως συνήθιζαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἦταν λαξευμένο τό μνῆμα τοῦ Λαζάρου. Δεσπόζει κι ἐδῶ ἡ μορφή τοῦ Χριστοῦ. Βλέπουμε τή θλίψη του, ἀλλά μαντεύουμε καί τή θεότητά του. Τήν τελευταία προδίδουν, πρῶτο, ἡ μεγαλοπρεπής στάση του καί, δεύτερο, τό γεγονός ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι (τούς βλέπουμε στή δεξιά ὁμάδα τῶν προσώπων) κοιτάζουν τό Χριστό καί ὄχι τό Λάζαρο. Τό ἕνα χέρι τοῦ Κυρίου κρατάει εἰλητό καί τό ἄλλο μέ ἐκφραστική κίνηση ἐκτείνεται πρός τό Λάζαρο. Μέ τό πρόσταγμα τοῦ ὁ Λάζαρος ἀνασταίνεται. Ἕνας νέος ἀφαιρεῖ τίς ταινίες κι ἕνας ἄλλος σηκώνει τήν πλάκα τοῦ τάφου. Ἐντυπωσιακές οἱ ἀδελφές του Λαζάρου. Προσκυνοῦν τόν Κύριο ἔχοντας στά πρόσωπα τούς χαραγμένη τήν ἄφατη λύπη τους. Ὡραία παρατηρήθηκε, πώς «ὅλοι οἱ εἰκονιζόμενοι ἀποτελοῦν, ἁπλά καί μόνο, διαφορετικές ἀποχρώσεις καί ψυχολογικές διαβαθμίσεις τοῦ ἴδιου συναισθήματος, τῆς ἴδιας ψυχολογικῆς κατάστασης — τῆς βαθειᾶς εὐλάβειας μπροστά στό γεγονός: ἀπό τήν ἤρεμη κίνηση τῶν Ἀποστόλων ὡς τό γεμάτο αὐταπάρνηση ὀδυρμό τῆς Μαρίας» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης... σ. 364).

Ἔτσι ἡ εἰκόνα μας ἐκτός ἀπό τό θεϊκό της στοιχεῖο ἔχει καί τό ἀνθρώπινο. Ἄλλες εἰκόνες, ὅπως τῆς Ἀναλήψεως, τῆς Ἀναστάσεως κ.α. ἔχουν κρυμμένο τό μυστήριό τους καί φανερό τό συμβολικό τους χαρακτήρα. Ἐδῶ τά πράγματα εἶναι κατανοητά καί φανερά. Ὁ Οὐσπένσκη πού λέει αὐτά, συνοψίζει' «Ἡ εἰκόνα μεταδίδει τήν ἐξωτερική, φυσική πλευρά τοῦ θαύματος, κάνοντὰς την προσιτή στήν ἀνθρώπινη ἀντίληψη καί ἔρευνα, ὅπως ὅταν τελέστηκε τό θαῦμα καί ὅπως ἀκριβῶς ἀναφέρεται στά Εὐαγγέλια».

Ἡ παράσταση συγκινεῖ μέ τά πρόσωπα τῶν Ἑβραίων πού ἔτρεξαν νά παρηγορήσουν τίς πονεμένες ἀδελφές του Λαζάρου. Γίνονται αὐτόπτες μάρτυρες τοῦ θαύματος καί πολλοί «θεασάμενοι ἅ ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς, ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν».

Ἡ εἰκόνα τῆς Ἔγερσης τοῦ Λαζάρου μᾶς προτρέπει νά θυμηθοῦμε τά βαρυσήμαντα λόγια του Κυρίου' «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καί ἡ ζωή. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καν ἀποθάνη, ζήσεται' καί πᾶς ὁ ζῶν καί πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή ἀποθάνη εἰς τόν αἰώνα» (Ἴω. 11, 25-26).

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...