Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 09, 2014

Η Ορθόδοξη διδασκαλία για τη σύλληψη της αγ. Άννας

1. 
Σαν εικόνα της δημιουργίας, εικόνα της Εκκλησίας, η Μαρία είναι επίσης «η αυγή της μυστηριώδους ημέρας» -η πρόγευση της Βασιλείας του Θεού. Είναι η παρουσία ανάμεσά μας εκείνης της “κατανοητής εσχατολογίας”, η οποία αναφέρεται τόσο συχνά από Θεολόγους. Από ποιά μυστική πηγή έμαθε η Εκκλησία ότι εκείνη που είναι «παρθένος μετά τόκον» - είναι επίσης «μετά θάνατον ζώσα» (Κοντάκιον της εορτής της Κοιμήσεως).
Η Χριστιανική Ανατολή ποτέ δε λογικοποίησε αυτό το μυστήριο ούτε το έχει εκφράσει σε κατηγορίες, όπως π.χ. προπατορικό αμάρτημα, άσπιλη σύλληψη και donum superadditum. Διαφορετικά σ’ αυτό από τη Δυτική Μαριολογία, η Ορθοδοξία παραδέχεται ότι η Μαρία μοιράστηκε μαζί με την ανθρωπότητα το προπατορικό αμάρτημα και ότι πέρασε από το φυσικό θάνατο. Το θαυμαστό γι’ Αυτήν δεν είναι (αυτό, που πιστεύουν οι Ρωμαιοκαθολικοί) το ότι, μη έχοντας προπατορικό αμάρτημα, δεν ήταν ανάγκη να πεθάνει. Αντί γι’ αυτό, είναι το ότι ο θάνατός της γέμισε εντελώς με ζωή από το Θεό και έτσι άλλαξε σε «ευλογημένη μετάσταση». Είναι η ολοκληρωτική της ενότητα με το Χριστό, που κατέστρεψε το θάνατό της, και την έκαμε την αρχή και το εγκαίνιο της κοινής ανάστασης. Σ’ Αυτήν ένα μέρος αυτού του κόσμου δοξάζεται ολοκληρωτικά και θεώνεται, κι έτσι είναι η «αυγή της μυστηριώδους ημέρας» της Βασιλείας.
π. Αλέξανδρος Σμέμαν
Μετάφραση: Μοναχός Θεοδόσιος  Σταυροβουνιώτης
(Πηγή: Περιοδικό «Ορθόδοξη Μαρτυρία», εκδ. Παγκυπρίου Συλλόγου Ορθοδόξου Παραδόσεως “Οι φίλοι του Αγ. Όρους”. Λευκωσία –Κύπρος)
 
Πηγή: averoph.wordpress.com
Πηγή: averoph.wordpress.com
2. 
…Η Παναγία, κατά τον Δαμασκηνόν, είναι «θυγάτηρ του πάλαι Αδάμ» και ευρίσκεται υπό «τας πατρικάς ευθύνας» (Γ΄, 2) και ως προς την σύλληψίν της και γέννησιν από τους γονείς και ως προς τον θάνατόν της. Συνελήφθη εκ του σπέρματος του Ιωακείμ (Α΄, 2) εν τη μήτρα της Άννης, δηλαδή εκ της φυσικής συναφείας του γάμου[1] Ιωακείμ και Άννης (Α΄, 2• Έκδ. IV, 14) και «εκ γης έχει την γένεσιν» (Α΄, 3), «φθαρτόν εκ του Αδάμ σώμα κληρονομήσασα» (Γ΄,8). Απέθανεν επίσης θάνατον ανθρώπινον (Γ΄,15) και ως «θυγάτηρ Αδάμ… δι΄ Αδάμ το σώμα παραπέμπει τη γη» (Δ΄, 4), και «φυσικώς χωρίζεται» η πανίερος και μακαρία της ψυχή του πανολβίου και ακηράτου της σώματος και το σώμα «τη νομίμω ταφή παραδίδοται» (Β΄, 10).
Επομένως η αγία Παρθένος ήτο, όπως και όλοι οι άνθρωποι, κληρονόμος του προπατορικού αμαρτήματος του Αδάμ, ούτως ώστε ο Δαμασκηνός να ομιλή συγκεκριμένως περί καθάρσεως και εξαγνισμού και εξαγιάσεώς της από το Άγιον Πνεύμα κατά την στιγμήν της εν αυτή συλλήψεως του Θεού Λόγου: «Ταύτην ο Πατήρ μεν προώρισε, προφήται δε δια του Πνεύματος προεκήρυξαν, η δε του Πνεύματος αγιαστική δύναμις επιφοιτήσασα εκάθηρέ τε και ηγίασε και οιονεί προήρδευσε» (Β΄, 4• Έκδ. ΙΙΙ, 2).
Αυτά όλα όμως καθόλου δεν σημαίνουν ότι ο άγιος Δαμασκηνός δεν παραδέχεται και δεν ομιλεί δια την αγιότητα της Παναγίας Θεοτόκου. Τουναντίον μαζί με όλην την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και αυτός εξαίρει και δοξάζει πολύ την προσωπικήν αγιότητα της Παναγίας, όπως θα ίδωμεν κατωτέρω, αλλά δεικνύουν μόνον το πόσον μακράν είναι ο ορθόδοξος ιερός Πατήρ από την νεωτέραν αιρετικήν δοξασίαν της Ρωμαϊκής Εκκλησίας περί της «ασπίλου συλλήψεως» της Παναγίας και της γεννήσεώς της άνευ του προπατορικού αμαρτήματος.
Η καινοτομία αυτή, προϊόν του «αλαθήτου» πάπα του Βατικανού, όχι μόνον αποχωρίζει την Παναγίαν από τους προγόνους της, τους προπάτορας, και από την υπόλοιπον ανθρωπότητα κατά τρόπον τόσον αυθαίρετον, ώστε να αρνήται όλον το νόημα της προετοιμαστικής οικονομίας της ιστορίας της Π. Διαθήκης, αλλά και μειώνει την πραγματικήν αξίαν και προσωπικήν αγιότητα της Παναγίας Παρθένου.
Και όχι μόνον τούτο, αλλά το «δόγμα» αυτό υπονομεύει και ολόκληρον την πραγματικότητα και την αλήθειαν της σωτηρίας μας, διότι αρνείται την ενότητα της φύσεως του ανθρωπίνου γένους και θέτει υπό αμφισβήτησιν την πραγματικώς σωτήριον σάρκωσιν του Χριστού από ένα γνήσιον αντιπρόσωπον της ανθρωπότητος.
…Η εν τη Παναγία και εξ αυτής ενανθρώπησις του Θεού Λόγου, κατά τον ίδιον Πατέρα, «δια τούτο γέγονεν, ίνα αυτή η αμαρτήσασα και πεσούσα και φθαρείσα φύσις νικήση τον απαντήσαντα τύραννον και ούτω της φθοράς ελευθερωθή» (Έκδ. ΙΙΙ, 12). Ο αναμάρτητος Κύριος προσέλαβε λοιπόν, ως Σωτήρ, και τα «αδιάβλητα πάθη» της πεπτωκυίας ανθρωπίνης φύσεως, τα οποία δεν είχεν ο Αδάμ προ του προπατορικού αμαρτήματος, και τούτο είναι η φιλάνθρωπος «συγκαταβατική σάρκωσις» (Α΄, 2), «συγκαταβατική ταπείνωσις» (Α΄, 3) και «υψοποιός κένωσις» (Γ΄, 7) του Αμνού του Θεού του αίροντος την αμαρτίαν του κόσμου, και δια τον λόγον αυτόν η Παναγία Θεοτόκος, ως «την του κόσμου σωτηρίαν τον Χριστόν κυήσασα (Β΄, 9), έγινε της σωτηρίας ημών εργαστήριον: «Αμνάς η τεκούσα τον Αμνόν του Θεού τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου, το της σωτηρίας ημών εργαστήριον, αγγελικών υπερτέρων δυνάμεων, δούλη και μήτηρ Θεού» Σωτήρος (Δ΄, 5).
Δια τούτο ημείς οι Ορθόδοξοι δεν παραδεχόμεθα την ρωμαϊκήν δοξασίαν περί της «ασπίλου συλλήψεως» της Θεοτόκου, περί της εξαιρέσεώς της δηλαδή από την κληρονομικότητα του προπατορικού αμαρτήματος, πράγμα που, όπως είπομεν, υπονομεύει την πραγματικότητα και το σωτήριον της σαρκώσεως του Κυρίου.
Άλλωστε, αν η Παναγία δεν ευρίσκετο υπό το προπατορικόν αμάρτημα, τίθεται το ερώτημα πως τότε απέθανεν[2], εφ΄ όσον ο θάνατος έρχεται ως αποτέλεσμα του προπατορικού αμαρτήματος («είπερ δια της αμαρτίας εις τον κόσμον εισήλθεν ο θάνατος» Έκδ. ΙΙΙ, 27• Ρωμ. 5, 12), ο δε Κύριος «αναμάρτητος ων» («ουχ υπέκειτο θανάτω») θνήσκει εκουσίως ως Σωτήρ και Λυτρωτής59, «τον υπέρ ημών θάνατον αναδεχόμενος» (Έκδ. ΙΙΙ, 27).
Ημείς οι Ορθόδοξοι πιστεύομεν δια την Θεοτόκον όπως μας παρέδωκαν οι Πατέρες και ο άγιος Δαμασκηνός, η δε εσφαλμένη «ευσέβεια» των Δυτικών περί το πρόσωπον της Παναγίας δεν ημπορεί να είναι το μέτρον της πίστεως και της αληθείας. Η ρωμαιοκαθολική «Μαριολογία» πάσχει από τον αποχωρισμόν της και την ανεξαρτητοποίησιν από την Χριστολογίαν και την Σωτηριολογίαν. Παρ΄όλον όμως ότι η Παναγία Θεοτόκος ευρίσκετο, ως εκ της συλλήψεώς της, υπό το προπατορικόν αμάρτημα ως κληρονόμος της αδαμιαίας φύσεως, η ιδία προσωπικώς, κατά τον άγιον Δαμασκηνόν, δεν είχε καμμίαν προσωπικήν αμαρτίαν. Την προσωπικήν της αγιότητα εξαίρει και τονίζει και δοξάζει όλως ιδιαιτέρως ο ιερός Πατήρ, καθώς άλλωστε και όλοι οι Πατέρες και ολόκληρος η Εκκλησία μας.
***
[1]Κατά τον άγιον Δαμασκηνόν «γάμου έκγονα πάντες βροτοί μετά τους του γένους αρχηγέτας» (΄Εκδ. IV, 24). Mόνον ο Χριστός εγεννήθη «ουκ εκ συναφείας φυσικής» (Α΄, 3), «ουκ εκ συναφείας ανδρός ή γεννήσεως ενηδόνου εν τη αχράντω μήτρα της Παρθένου συλληφθείς, αλλ΄ εκ Πνεύματος Αγίου» (΄Εκδ. ΙΙΙ, 1). Επίσης κατά τον άγιον Μάξιμον: «Πάντες οι εξ Αδάμ γεννώμενοι εν ανομίαις συλλαμβάνονται (Ψαλ. 50, 7), υποπίπτοντες τη του προπάτορος καταδίκη… Αρχήν έσχε μετά την παράβασιν η των ανθρώπων φύσις της ιδίας γενέσεως την καθ΄ηδονήν εκ σποράς σύλληψιν και την κατά ρεύσιν γέννησιν, και τέλος τον κατ΄ οδύνην δια φθοράς θάνατον.
Ο δε Κύριος ταύτην ουκ έχων αρχήν της κατά σάρκας γεννήσεως, ούτε τω τέλει, τουτέστι τω θανάτω, υπήρχεν αλωτός» (PG 90, 788B, 1325B). Πρβλ. του αγίου Επιφανίου: «Ου μεν ετέρως γεγεννημένη (η Αγία Παρθένος) παρά την των ανθρώπων φύσιν, αλλά καθώς πάντες εκ σπέρματος ανδρός και μήτρας γυναικός (PG 42, 748). Πρβλ. και Ταρασίου Κωνσταντινουπόλεως, Λόγος εις τα Εισόδια ΠΓ 98, 1485).
[2]Δια τούτο και το νεώτατον «δόγμα» του Βατικανού περί ενσωμάτου αναλήψεως (Assumptio) της Παναγίας εις τον ουρανόν (Βούλλα «Munificentissimus Deus» του πάπα Πίου ΙΒ΄, 1 Νοεμβρίου 1950) αποσιωπά εντελώς το εάν πράγματι απέθανεν ή όχι η Παναγία (πρβλ. M. Jugie, La dιfinition du Dogme de l΄Assomption, Brève analyse et commentaire de la constitution Apostolique «Munificentissimus Deus». Extrait de l’Annèe Théologique, II, 1951, όπου αναφέρεται και ο όρος της Βούλλας: «Immaculatam Deiparam Virginem Mariam, expleto terrestris vitae cursu, fuisse corpore et anima ad coelestem gloriam assumptam», σελ. 5).
Διότι, ενώ η αρχαία πίστις και παράδοσις της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων και γενικώς της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι ότι ανελήφθη και το σώμα της Παναγίας εις τους ουρανούς, αφού όμως η Παναγία προηγουμένως απέθανε και το σώμα της ενεταφιάσθη εις την γην, η Βούλλα του πάπα αναγκάζεται να αποσιωπήση το θέμα του θανάτου, διότι την δεσμεύει το προηγούμενον «δόγμα» της «ασπίλου συλλήψεως».
Αθανάσιος Γέφτιτς, “Εισαγωγή” εις Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού, Η Θεοτόκος – τέσσερις θεομητορικές ομιλίες, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 1995(3).

Όσιος Άνθιμος ο διά Χριστόν σαλός († 9/12/1867)

1.
Γεννήθηκε στη Σόφια της Βουλγαρίας και τα πρώτα του χρόνια τα έζησε με πολλή ευλάβεια και προσήλωση στις Ιερές ακολουθίες της Εκκλησίας. Νέος νυμφεύθηκε και κατόπιν χειροτονήθηκε Ιερεύς. Μετά τον θάνατο της συζύγου του ήλθε στο Άγιον Όρος, περί το 1830, κι έγινε μοναχός στη μονή Σίμωνος Πέτρας.
Το 1841 επέλεξε ένα δύσκολο δρόμο αγιότητος, την διά Χριστόν σαλότητα, και αναχώρησε για τις αθωνικές ερημιές. Συχνά πήγαινε στη μονή του Αγίου Παντελεήμονος και του άρεσε ν΄ ακούει την ακολουθία από τον νάρθηκα προσποιούμενος, για να ταπεινώνεται, τον σαλό. Όταν τον αντιλαμβάνονταν, αναχωρούσε για τα σπήλαια, τα δάση και τις ρεματιές του Άθωνα. Μ΄ ένα τριμένο τσουβάλι αντί για ράσο, με μεγάλη αυτομεμψία και αυταπάρνηση, ζούσε στις παγωνιές και τους καύσωνες με υπομονή κι ελπίδα. Σε ορισμένους με το διορατικό του χάρισμα αποκάλυπτε τους κρυφούς τους λογισμούς και τους διόρθωνε κατανύσσοντάς τους. Ορισμένοι τον θεωρούσαν πραγματικά σαλό. Εκείνος όμως τηρούσε πάντα τον αυστηρό κανόνα της ακτημοσύνης, της νηστείας και της προσευχής, μισώντας τις τιμές και τους επαίνους. Για κατοικία είχε τους βράχους, τα φαράγγια και τις κουφάλες των δένδρων. Περιδιάβαινε όλο το Άγιον Όρος νουθετώντας πολλούς με την άκρα ασκητική του ζωή.
Το τέλος του, πού από καιρό το προγνώρισε, τον βρήκε στο νοσοκομείο της μονής Ζωγράφου, στις 9 Δεκεμβρίου 1867. Η μνήμη του είναι άγνωστη στους συναξαριστές. Τιμάται στις 9 Δεκεμβρίου.
πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Άγιοι Αγίου Όρους, Εκδόσεις Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2007
 
2.
Ο πατήρ Άνθιμος γεννήθηκε στη Σόφια και υ­πήρξε στον κόσμο ιερέας σε ενορία. Μετά το θάνατο της πρεσβυτέρας του, περί το 1830, αποσύρθηκε στο Άγιο Όρος, όπου στην αρχή μόνασε στην μονή της Σιμωνόπετρας και έλαβε το μοναχικό σχήμα.
Από το έτος 1841 άρχισε να κάνει τον δια Χριστό Σαλό, αλλά δεν έγινε γνωστό τι τον οδήγησε να ακο­λουθήσει αυτό τον δύσκολο και μαρτυρικό δρόμο της πνευματικής ζωής. Αγαπούσε πολύ το ρωσικό μονα­στήρι του Αγίου Παντελεήμονα, του άρεσε πολύ να παρακολουθεί τις ρωσικές ακολουθίες, γι’ αυτό και πήγαινε συχνά εκεί, μερικές φορές έμενε για μια εβδο­μάδα, ίσως και περισσότερο.
       Ο π. Άνθιμος πάντοτε προσπαθούσε να κρύβει την εσωτερική ζωή του, κάνοντας τον τρελό, συχνά μιλούσε άσκοπα και αλλόκοτα και μερικές φορές συ­μπεριφερόταν παράξενα. Όταν καταλάβαινε ότι οι άν­θρωποι άρχιζαν να αντιλαμβάνονται την πνευματική του νοερή εργασία και να του δείχνουν σεβασμό, σκο­πίμως κάτι παράλογο θα έβρισκε να κάνει, για να ανα­τρέψει την εκτίμηση προς το πρόσωπό του ή θα έφευ­γε για την έρημο, για να ησυχάσει για δύο ή τρεις μή­νες, ή πάλι θα έτρεχε στις σπηλιές και στα απόμακρα μέρη του Άθωνα και έπειτα πάλι θα επέστρεφε στο
μοναστήρι.
Στην αρχή της σαλότητάς του και για πέντε περί­που χρόνια, φορούσε κανονικό ράσο και ζωστικό, έ­τρωγε στην κοινή τράπεζα και δεν απομακρυνόταν για πολύ στην ερημιά. Έτσι, σιγά σιγά προσπαθούσε να γίνεται πιο ολιγαρκής και στο φαγητό και στα εν­δύματα, ώσπου τα παπούτσια του τρύπησαν, τα ρούχα του άρχισαν να σχίζονται και αυτός κατέληξε να ζει σαν ρακένδυτος. Πολλοί, βλέποντας την υπερφυσική του συμπεριφορά, πνευματικά δυνάμωναν, αλλά μερι­κοί σκανδαλίζονταν γιατί τον θεωρούσαν ασυλλόγιστο. Εκείνος νουθετώντας διόρθωνε, ενδυνάμωνε και τις ψυχές των αδελφών με την κάθε ευκαιρία ωφελού­σε, όμως, την εσωτερική του ζωή απέκρυπτε με προ­σοχή. Λίγοι ήσαν αυτοί που είχαν την ευλογία να τους αποκαλυφθεί, αλλά οι περισσότεροι γνώριζαν ό­τι είχε το χάρισμα της προορατικότητας.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, πολύ συχνά πήγαινε στο Ρωσικό, αλλά δεν έμπαινε πάντοτε μέσα, εκτός αν τον καλούσαν επιτακτικά. Έμενε συχνά πί­σω από το μοναστήρι κοντά στην κουζίνα ή στην τρα­πεζαρία για τους εργάτες, όπου τον καιρό που έκανε πολύ κρύο πήγαινε για να ζεσταίνεται και να τρέφε­ται. Ο ηγούμενος είχε πει στον εκεί τραπεζάρη να υ­ποδέχεται τον γέροντα και να τον περιποιείται. αυτός εγκάρδια τηρούσε την εντολή του ηγουμένου και κα­τάφερε να αποκτήσει ιδιαίτερα την εμπιστοσύνη του π. Άνθιμου, έτσι διδάχθηκε και τα μυστικά του πνευ­ματικά γυμνάσματα.
Ο π. Άνθιμος είχε μεγάλο χάρισμα από τον Θεό για αρκετό διάστημα να νηστεύει, πράγμα το οποίο πρόσεχε να μη γίνεται ορατό, αλλά μερικές φορές, ό­χι σκόπιμα, στο οικείο περιβάλλον του, αποκάλυπτε τα χαρίσματα τα οποία ο Κύριος τον αξίωνε να γευθεί. Έτσι μια φορά κατά το χρόνο της νηστείας των αγίων Πέτρου και Παύλου, ο γέροντας πήγε στο Ρω­σικό πολύ κουρασμένος και ο μοναχός που τον υποδέ­χθηκε τον περιποιήθηκε με χαρά και του παρέθεσε τράπεζα. Ο π. Άνθιμος άρχισε να τρώει, ο μοναχός τότε έφυγε προς στιγμήν από την τραπεζαρία, κοιτά­ζοντας λίγο προς το μέρος του γέροντα. Ο π. Άνθι­μος μη γνωρίζοντας ότι τον κοιτάει, άρχισε να τρώει γρήγορα και λαίμαργα. Αυτό σκανδάλισε τον τραπε­ζάρη ο οποίος άρχισε να κατηγορεί τον γέροντα με τον λογισμό του, γιατί τάχα ο τόσο ξηρός και αδύνα­τος μοναχός τρώει τόσο πολύ. Έχοντας τέτοιους λο­γισμούς βγήκε από την τραπεζαρία. Ο γέροντας αφού τελείωσε το φαγητό, βγήκε και αυτός και κάθισε δί­πλα στην πόρτα. Βλέποντας τον φίλο μοναχό, που τον περιποιήθηκε, τον κάλεσε να καθίσει δίπλα του και τον πήρε από το χέρι, ρωτώντας τον:
-Αλήθεια, γνωρίζεις λοιπόν αδελφέ μου, τί σημαί­νει ταπείνωση;
Ο μοναχός με ταπείνωση απάντησε:
-Δεν γνωρίζω.
-Ταπείνωση σημαίνει, κανένα να μη κατακρίνεις και τον εαυτό σου να θεωρείς τον χειρότερο από όλους. Ιδού, εσύ πριν λίγο σκανδαλίστηκες και με κατέκρινες γιατί έφαγα τόσο πολύ, αλλά δεν ξέρεις πόσες μέ­ρες έχω να φάω… Θυμάσαι, όταν για τελευταία φορά έφαγα εδώ;
-Θυμάμαι πάτερ, ότι ήσουν εδώ την Κυριακή των Βαΐων, από τότε δεν σε ξαναείδα.-
-Βλέπεις λοιπόν πόσες ήμερες έχω να φάω; Και συ με κατακρίνεις γιατί τρώω πολύ. Αδελφέ. τα χαρί­σματα του Θεού είναι διάφορα και στον καθένα κάτι έχει δώσει ξεχωριστό. Έτσι σε μένα ο Θεός έδωσε την δύναμη να υπομένω την πείνα και την δίψα. Μπο­ρείς όμως εσύ σ’ αυτά να υπομένεις τόσο, όσο εγώ; Κάνε δοκιμή, βγάλε τα ενδύματά σου και ανυπόδητος έλα μαζί μου, τουλάχιστον μέχρι το κοντικό μοναστή­ρι. Εσύ είσαι ψάλτης, πώς ψέλνεις στον Θεό; Οι λο­γισμοί σου τρέχουν σε όλες τις κατευθύνσεις, άκουσε πώς εγώ τώρα θα ψάλλω.
Ο γέροντας ύψωσε τα χέρια προς τον ουρανό και με φωνή όλο συγκίνηση έψαλλε:
-Αλληλούια…
Δάκρυα μεγάλα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια του. Ο τραπεζάρης εθλίβη και άρχισε να κλαίει. Τότε ο γέροντας του είπε:
-Λοιπόν, αδελφέ, μη κατακρίνεις κανένα, γιατί δεν γνωρίζεις τι χαρίσματα μπορεί να διαθέτουν άλ­λοι.  προσοχή να δίνεις στα της δικής σου  ψυχής.
Ο αδελφός, έβαλε μετάνοια στον γέροντα και τον παρακάλεσε να τον συγχωρέσει και από τότε δημιουρ­γήθηκε μεταξύ τους μια πνευματική φιλία.
Ένας άλλος αδελφός, κάποτε, σκανδαλίστηκε από κάποιες ενέργειες του γέροντα και τον ενόχλησε ο λο­γισμός: Είναι δυνατόν να είναι διορατικός, ενώ έτρω­γε τόσο πολύ;
Ο γέροντας κατάλαβε τους λογισμούς του και τον κάλεσε κοντά του λέγοντας:
-Εσύ, αδελφέ, θέλεις να γίνεις μοναχός καλός, ενώ οι λογισμοί σου βρίσκονται στην Ρωσία. Θα πας εκεί, θα κάνεις το θέλημά σου και αφού θα ξαναγυρί­σεις εδώ, τότε ο πνευματικός σου θα σου δώσει το μέγα και αγγελικό σχήμα.
Τα λόγια του Στάρετς επαληθεύθηκαν, όπως είχε προβλέψει. Εκείνος ο αδελφός είχε πολλούς λογι­σμούς γι’ αυτό εγκατέλειψε το κοινόβιο και έφυγε για την πατρίδα του τη Ρωσία, αλλά έπειτα από ένα χρό­νο πάλι επέστρεψε στο Άγιο Όρος και αξιώθηκε του μεγάλου σχήματος.
Ο μοναχός που διακονούσε τον π. Άνθιμο τον ε­κτιμούσε σαν άγιο, όμως συγχρόνως, φοβόταν να το εκφράσει, γιατί γνώριζε ότι ο γέροντας δεν ήθελε ε­παίνους. Μια φορά ο τραπεζάρης περίμενε τον γέρο­ντα, τον τακτοποίησε στην τράπεζα, ενώ ο ίδιος από σεβασμό δεν κάθησε δίπλα του, αλλά προσποιήθηκε ότι έχει κάποιο διακόνημα. Ο γέροντας έτρωγε σιω­πηλός με δυσκολία και έβλεπε τον αδελφό, ο οποίος πήγαινε εδώ κι εκεί. Όταν τελείωσε το φαγητό ο π. Άνθιμος, σηκώθηκε από το κάθισμα λέγοντας:
-Καλά, καλά αδελφέ, τώρα σταμάτησε. Είθε να σε βοηθήσει ο Κύριος και να σου δίνει δύναμη.
Ένας ιερομόναχος του είχε πει ότι ο τραπεζάρης νοσταλγούσε την ιδιαίτερή του πατρίδα και σκεφτό­ταν να αφήσει το Άγιον Όρος. Όταν πάλι εκείνος ο αδελφός σκεφτόταν αυτά, ξαφνικά στο κελλί του μπή­κε ο π. Άνθιμος, πράγμα που δεν είχε ξανασυμβεί πριν και του είπε:
-Η μητέρα του Θεού μου αποκάλυψε να σου πω, να μη πας στην Ρωσία γιατί, αν ξαναφύγεις για τον κόσμο, να ξέρεις πως θα πέσεις σε μεγάλες αμαρτίες.
Κάποτε για πολύ καιρό ο γέροντας είχε μείνει με προσευχή στις κορυφές του Άθωνα. Ο τραπεζάρης, ο οποίος για αρκετό καιρό είχε να δει τον γέροντα ανη­σύχησε και γι’ αυτό έκανε προσευχή στο Θεό να τον οδηγήσει πίσω στο μοναστήρι. Γιατί συλλογιζόταν ό­τι ίσως ο γέροντας από την πολλή άσκηση στην έρη­μο κουράστηκε και ίσως έπρεπε κάποιος να του πάει φαγητό και τσάι. Την επομένη ημέρα το πρωί ο γέρο­ντας επέστρεψε στη  μονή και όταν συνάντησε τον τραπεζάρη φίλο του, τον κοίταξε με ελαφρό χαμόγελο και του είπε:
-Ορίστε, για το θέλημά σου κατέβηκα από τον Ά­θωνα, είμαι κατάκοπος και τα πόδια μου πλήγιασαν α­πό τις πέτρες. Χρειάζομαι λοιπόν το τσάι σου, έπειτα από τέτοια κούραση.
Ο αδελφός ξαφνιάστηκε για το προορατικό του χάρισμα και του ζήτησε συγγνώμη για την ταλαιπω­ρία.
Μια φορά, αρχές Οκτωβρίου, όταν στο Ρωσικό είχαν αγρυπνία προς τιμήν της Τιμίας Εσθήτος (Ζώ­νης) της Υπεραγίας Θεοτόκου, ο π. Άνθιμος βάδιζε προς το μοναστήρι κουρασμένος και με δυσκολία α­ναπνέοντας. Όταν συνάντησε τον γνωστό του μονα­χό, του είπε:
-Αυτή την νύκτα βρισκόμουν σε μια τοποθεσία κοντά στη μονή Ζωγράφου και προσευχόμουν πάνω σε μια πέτρα. Κατά την ώρα της προσευχής είδα την Μητέρα του Θεού να κατεβαίνει από τον ουρανό προς το μοναστήρι σας. Χάρηκα γι’ αυτή την αποκάλυψη και έτρεξα προς τα εδώ για να προφθάσω, να βρεθώ υ­πό την σκέπη της, μαζί με όλους εσάς. Όμως, όταν άρχισα να τρέχω, ξαφνικά εμφανίστηκε ένα φίδι και με ορμή πετάχθηκε πάνω μου και με δύναμη με δά­γκωσε στο πόδι. Αλλά κατάλαβα ότι αυτό ήταν πειρα­σμός, ο οποίος ήλθε κατά παραχώρηση Θεού, για να με κάνει να ξεχάσω την πνευματική ωφέλεια και την αγρυπνία, γι’ αυτό και δεν έδωσα σημασία και άρχισα να τρέχω, έως το μοναστήρι.
Ο αδελφός κοίταξε το πόδι του γέροντα: Η πα­τούσα ήταν τραυματισμένη και το αίμα έτρεχε από τις πληγές. Η μεγάλη αγάπη του γέροντα προς τον Θεό τον έκανε να μη αισθάνεται τον σαρκικό πόνο.
Ο χειμώνας του 1862 ήταν πολύ κρύος και γεμά­τος χιόνια. Ο π. Άνθιμος ζούσε τότε στην έρημο, σε μια σπηλιά στους πρόποδες του Άθωνα. Το χιόνι σε ‘κείνο το σημείο ήταν τόσο πολύ, που έφραξε την έ­ξοδο της σπηλιάς. Έτσι ο γέροντας αποκλείστηκε για σαράντα έξι ήμερες, δίχως ψωμί. Επειδή τον χει­μώνα τον περνούσε μέσα στο μοναστήρι και οι πατέ­ρες του Ρωσικού έβλεπαν ότι με τέτοιο δυνατό κρύο δεν ερχόταν, άρχισαν να ανησυχούν, μήπως του συνέ­βη κάτι στην έρημο. Τότε μια μέρα ο γέροντας κατέ­βηκε στο μοναστήρι κατάκοπος και με παγωμένο πρό­σωπο και τα χέρια. Ο αδελφός που έδειχνε πάντα εν­διαφέρον γι’ αυτόν, βλέποντάς τον απροσδόκητα ανα­φώνησε χαρούμενος:
-Πάτερ εσύ είσαι; Εμείς ανησυχούσαμε, ότι δεν θα σε ξαναδούμε. Πού ήσουν όλον αυτόν τον καιρό;
-Καθόμουν στην σπηλιά.
-Και τί έτρωγες εκεί πάτερ;
-Αδελφέ μου π. Βίκτωρα, πόσο εκεί υπέφερα από το κρύο και τον διάβολο, μόνο ο Θεός γνωρίζει. Νόμι­σα ότι είχε έρθει το τέλος της ζωής μου, αλλά εμφανί­στηκε ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής και με γλύτωσε από τον θάνατο.
Κάποτε πάλι συνέβη, να μην εμφανιστεί στο μο­ναστήρι ο γέροντας για πέντε μήνες. Οι μοναχοί και πάλι ανησύχησαν μήπως του συνέβη τίποτα κακό. Ο πνευματικός Ιερώνυμος γνώριζε έναν ησυχαστή στον οποίο ο π. Άνθιμος είχε εμπιστοσύνη και τον παρα­κάλεσε να αναζητήσει τον γέροντα και να μάθει την αιτία που τόσο καιρό δεν έχει εμφανισθεί στο μοναστήρι. Βλέποντας τον π. Άνθιμο εκείνος ο πνευματι­κός τον ρώτησε, γιατί δεν πηγαίνει πια στο Ρωσικό. Ο γέροντας του απάντησε:
-Όσο καιρό δεν με επαινούσαν και δεν με θεωρούσαν άγιο, πήγαινα, τώρα ό­χι μόνο δεν έχω όφελος να πάω, αλλά ίσως είναι και προς ζημία της ψυχής μου. Την τελευταία φορά που πήγα, ένας ιερομόναχος έπεσε στα πόδια μου και είπε: προσευχήσου για μένα, άγιε πάτερ, τον αμαρτωλό. Ό­ταν έφυγε αυτός, άλλος ένας ιερομόναχος ήρθε να μου πει τα ίδια. Βλέπεις λοιπόν, μπορώ να ξαναπάω σ’ αυ­τούς; Αν και αγαπώ τόσο αυτό το μοναστήρι, γι’ αυτό θα τους επισκέπτομαι σπάνια.
Όμως, παρ’ όλα αυτά, ο π. Άνθιμος πήγαινε στο Ρωσικό, αλλά δεν έμπαινε μέσα, παρά ήταν φιλοξε­νούμενος του φίλου του μοναχού έξω από το μοναστή­ρι. Μ’ αυτόν συζητούσε για όλα και του αποκάλυπτε ακόμα, τα θαυμαστά σημεία. Μια φορά ο γέροντας πήγε και μίλησε στην ώρα της τράπεζας, όπου τον εί­χαν προσκαλέσει και είπε τα εξής:
-Ο άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων, χθες την Κυρια­κή επισκέφθηκε το μοναστήρι σας, γιατί είχατε φιλο­ξενήσει πολλούς ερημίτες στην τράπεζά σας, δίνοντάς τους και ευλογίες.
Ο π. Άνθιμος δεν είχε μόνιμη κατοικία, αλλά ό­λο το Άγιον Όρος ήταν δικό του. (Περιπατητές, ονο­μάζονταν εκείνοι οι μοναχοί που δεν ανήκαν σε κά­ποιο μοναστήρι, δηλαδή ενταγμένοι σε κάποιο μοναχολόγιο). Πήγαινε σε όλα τα μοναστήρια και τις σκή­τες και σε όλα τα μέρη, μα πιο συχνά στο Ρωσικό. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσε γύρω από τη μο­νή Ζωγράφου και εργαζόταν στο κτίσιμο του νέου μο­ναστηριού, μεταφέροντας πέτρες και νερό.
Τον Αύγουστο του 1867, ο μεγάλος ασκητής για τελευταία φορά επισκέφθηκε το Ρωσικό, πήγε κατευ­θείαν μέσα στο αρχονταρίκι και για πολλή ώρα συνο­μίλησε με τον γνωστό του αδελφό μοναχό. Τον νουθέτησε πώς να νικάει τους λογισμούς και τα πάθη και στο τέλος του είπε:
-Εγώ πλέον δεν θα ξανάρθω σε σας, γιατί σύντο­μα θα πεθάνω.
Στο τέλος του Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς ο π. Άνθιμος πήγε στου Ζωγράφου και εκεί αρρώστησε. Τον έβαλαν στο νοσοκομείο, στο οποίο παρέμεινε δώ­δεκα ημέρες. Στις εννέα Δεκεμβρίου (1867) έφυγε από αυτή την ζωή και εν ειρήνη αναπαύθηκε εις τας ουρανίους μονάς.
Πηγή: Από το Περιβόλι της Παναγίας, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη

Ἡ Ἁγία Ἄννα ἡ προφήτιδα, Μητέρα τοῦ προφήτη Σαμουὴλ


 


Ἦταν στεῖρα γιὰ πολλὰ χρόνια καὶ βυθίστηκε σὲ μεγάλη θλίψη. Ἡ ψυχή της ποθοῦσε νὰ σφίξει στὴν ἀγκαλιά της ἕνα δικό της παιδί. Ἀλλ᾿ ὁ καιρὸς περνοῦσε καὶ ἡ στείρωση παρέμενε.

Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ὅμως ἡ Ἄννα, ποὺ ἦταν σύζυγος τοῦ Ἐλκανᾶ γιοῦ τοῦ Ἱερεμεήλ, ἀπὸ τὴν Ἀρμαθαίμ, εἶχε συνεχῆ ἐλπίδα στὸ Θεό. Καὶ κάθε χρόνο, ἀνέβαινε στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου στὴ Σηλῶ καὶ προσευχόταν μὲ δάκρυα καὶ νηστεῖες. Ὁ καλός της σύζυγος Ἐλκανά, προσπαθοῦσε νὰ τὴν παρηγορήσει, ἀλλ᾿ ἡ Ἄννα ἦταν ἀπαρηγόρητη καὶ συνεχῶς προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ τῆς χαρίσει παιδὶ καὶ αὐτὴ θὰ τὸ ἀφιέρωνε σ᾿ Αὐτόν.

Ἡ θερμὴ προσευχή της εἰσακούστηκε καὶ ἡ Ἄννα συνέλαβε. Ἔκανε γιὸ καὶ τὸν ὀνόμασε Σαμουήλ. Μετὰ τὴν ἀπογαλάκτιση τοῦ παιδιοῦ, οἱ δυὸ γονεῖς ἀνέβηκαν στὴ Σηλῶ μαζὶ μὲ τὸν Σαμουὴλ καὶ μὲ ὅ,τι ὅριζε ὁ νόμος σ᾿ αὐτὲς τὶς περιστάσεις. Ἐκεῖ ἡ εὐσεβὴς Ἄννα ἔφερε τὸ παιδάκι της στὸν Ἱερέα Ἠλί, γιὰ νὰ τὸ ἀφιερώσει στὴν ὑπηρεσία τοῦ οἴκου τοῦ Κυρίου.

Καὶ γεμάτη χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμὸ εἶπε τὸν ὑπέροχο ὕμνο: «Ἐστερεώθη καρδία μου ἐν Κυρίῳ, ὑψώθη κέρας μου ἐν Θεῷ μου, ἐπλατύνθη ἐπ᾿ ἐχθρούς μου τὸ στόμα μου, εὐφράνθην ἐν σωτηρίᾳ σου... κλπ.».

Μετὰ ἀπ᾿ αὐτό, ἡ θεία χάρη εὐλόγησε τὴν πίστη καὶ τὴν εὐσεβῆ ἀφοσίωση τῆς Ἄννας ἀκόμη περισσότερο. Τῆς χάρισε τρεῖς ἀκόμα γιοὺς καὶ δυὸ θυγατέρες.
Καὶ πραγματοποιήθηκε ἔτσι ἡ προφητική της ἐνόραση, κατὰ τὴν ὁποία εἶπε: «στείρα ἔτεκεν ἑπτά, καὶ ἡ πολλὴ ἐν τέκνοις ἠσθένησεν».

Γιὰ τὴν Ἄννα αὐτή, ὁ Χρυσόστομος ἀφιέρωσε πολλὲς καὶ λαμπρὲς ὁμιλίες.

Συναξαριστής της 9ης Δεκεμβρίου

Ἡ Σύλληψις τῆς Θεοτόκου

 


Ὑπὸ τῆς Ἁγίας Ἄννης Μητέρας τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Γιὰ τὴν μητέρα τῆς Θεοτόκου Ἄννα δὲν ἀναφέρουν τίποτα σχετικὸ τὰ Εὐαγγέλια, οὔτε τὰ ὑπόλοιπα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὅτι ξέρουμε γι᾿ αὐτή, τὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὰ λεγόμενα ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια.

Σύμφωνα μὲ τὴν διήγηση αὐτή, ποὺ συμφωνεῖ μὲ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἱερέας Ματθᾶν, κάτοικος τῆς Βηθλεέμ, ἀπέκτησε τρεῖς θυγατέρες: τὴν Μαρία, τὴν Σοβὴ καὶ τὴν Ἄννα. Ἡ Μαρία, ἀφοῦ παντρεύτηκε στὴ Βηθλεέμ, γέννησε ἐκεῖ τὴν Ἐλισάβετ, τὴν μητέρα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ. Ἡ Ἄννα παντρεύτηκε τὸν Ἰωακεὶμ ἀπὸ τὴν Γαλιλαῖο. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἀτεκνίας, ἀπέκτησε κόρη, τὴν Παρθένο Μαρία.

Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι οἱ γονεῖς της τὴν ἀφιέρωσαν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Ναοῦ τῆς Ἱερουσαλήμ, σὲ ἡλικία τριῶν ἐτῶν.

Αὐτοὶ δὲ μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια πέθαναν. Τὴν Ἁγία Ἄννα τιμοῦσαν ἀπὸ τὰ ἀρχαία χρόνια. Τὸ συμπεραίνουμε αὐτὸ ἀπὸ διάφορους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἀρχαίους ἐκκλησιαστικοὺς ὕμνους, ποὺ ὑπάρχουν πρὸς τιμὴν τῆς μητέρας τῆς Θεοτόκου.

Ἐπίσης, τὸ ἔτος 550, ὁ αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανός, ἀφιέρωσε ναὸ στὴν Κωνσταντινούπολη πρὸς τιμὴν τῆς Ἁγίας Ἄννας.

Ἂς ζητᾶμε λοιπὸν τὶς πρεσβεῖες τῆς Ἁγίας Ἄννας πρὸς τὸ Θεό, γιὰ τὴν ἐνδυνάμωση τῆς ψυχῆς μας καὶ τὴν τελικὴ σωτηρία της.

 


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Σήμερον τῆς ἀτεκνίας δεσμὰ διαλύονται· τοῦ Ἰωακεὶμ γὰρ καὶ τῆς Ἄννης εἰσακούων Θεός, παρ᾽ ἐλπίδα τεκεῖν αὐτοὺς σαφῶς, ὑπισχνεῖται θεόπαιδα· ἐξ ἧς αὐτὸς ἐτέχθη ὁ ἀπερίγραπτος, βροτὸς γεγονώς, δι᾽ Ἀγγέλου κελεύσας βοῆσαι αὐτῇ· Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ.

Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον, ἡ οἰκουμένη, τὴν τῆς Ἄννης Σύλληψιν, γεγενημένην ἐκ Θεοῦ· καὶ γὰρ αὐτὴ ἀπεκύησε, τὴν ὑπὲρ λόγον, τὸν Λόγον κυήσασαν.

 

 
Ἡ Ἁγία Ἄννα ἡ προφήτιδα, Μητέρα τοῦ προφήτη Σαμουὴλ

 


Ἦταν στεῖρα γιὰ πολλὰ χρόνια καὶ βυθίστηκε σὲ μεγάλη θλίψη. Ἡ ψυχή της ποθοῦσε νὰ σφίξει στὴν ἀγκαλιά της ἕνα δικό της παιδί. Ἀλλ᾿ ὁ καιρὸς περνοῦσε καὶ ἡ στείρωση παρέμενε.

Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ὅμως ἡ Ἄννα, ποὺ ἦταν σύζυγος τοῦ Ἐλκανᾶ γιοῦ τοῦ Ἱερεμεήλ, ἀπὸ τὴν Ἀρμαθαίμ, εἶχε συνεχῆ ἐλπίδα στὸ Θεό. Καὶ κάθε χρόνο, ἀνέβαινε στὸν οἶκο τοῦ Κυρίου στὴ Σηλῶ καὶ προσευχόταν μὲ δάκρυα καὶ νηστεῖες. Ὁ καλός της σύζυγος Ἐλκανά, προσπαθοῦσε νὰ τὴν παρηγορήσει, ἀλλ᾿ ἡ Ἄννα ἦταν ἀπαρηγόρητη καὶ συνεχῶς προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ τῆς χαρίσει παιδὶ καὶ αὐτὴ θὰ τὸ ἀφιέρωνε σ᾿ Αὐτόν.

Ἡ θερμὴ προσευχή της εἰσακούστηκε καὶ ἡ Ἄννα συνέλαβε. Ἔκανε γιὸ καὶ τὸν ὀνόμασε Σαμουήλ. Μετὰ τὴν ἀπογαλάκτιση τοῦ παιδιοῦ, οἱ δυὸ γονεῖς ἀνέβηκαν στὴ Σηλῶ μαζὶ μὲ τὸν Σαμουὴλ καὶ μὲ ὅ,τι ὅριζε ὁ νόμος σ᾿ αὐτὲς τὶς περιστάσεις. Ἐκεῖ ἡ εὐσεβὴς Ἄννα ἔφερε τὸ παιδάκι της στὸν Ἱερέα Ἠλί, γιὰ νὰ τὸ ἀφιερώσει στὴν ὑπηρεσία τοῦ οἴκου τοῦ Κυρίου.

Καὶ γεμάτη χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμὸ εἶπε τὸν ὑπέροχο ὕμνο: «Ἐστερεώθη καρδία μου ἐν Κυρίῳ, ὑψώθη κέρας μου ἐν Θεῷ μου, ἐπλατύνθη ἐπ᾿ ἐχθρούς μου τὸ στόμα μου, εὐφράνθην ἐν σωτηρίᾳ σου... κλπ.».

Μετὰ ἀπ᾿ αὐτό, ἡ θεία χάρη εὐλόγησε τὴν πίστη καὶ τὴν εὐσεβῆ ἀφοσίωση τῆς Ἄννας ἀκόμη περισσότερο. Τῆς χάρισε τρεῖς ἀκόμα γιοὺς καὶ δυὸ θυγατέρες.
Καὶ πραγματοποιήθηκε ἔτσι ἡ προφητική της ἐνόραση, κατὰ τὴν ὁποία εἶπε: «στείρα ἔτεκεν ἑπτά, καὶ ἡ πολλὴ ἐν τέκνοις ἠσθένησεν».

Γιὰ τὴν Ἄννα αὐτή, ὁ Χρυσόστομος ἀφιέρωσε πολλὲς καὶ λαμπρὲς ὁμιλίες.

 

 
Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ νεολαμπὴς «ὁ ἐν τῷ Ἁγίῳ Ἀντίπᾳ κειμένου»

Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔζησε τὸν 8ο αἰῶνα μ.Χ. Ἀνατράφηκε μὲ εὐσέβεια ἀπὸ τοὺς γονεῖς του Ζαχαρία καὶ Θεοφανῶ καὶ ἀγωνίστηκε γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία θερμότατα, στὰ χρόνια ποὺ βασίλευε ὁ Θεόφιλος ὁ εἰκονομάχος.

Ὅταν ἐπὶ βασιλίσσης Θεοδώρας ἦλθε ὁ θρίαμβος τῆς Ὀρθόδοξης πίστης, ὁ Πατριάρχης Μεθόδιος χειροτόνησε τὸν Στέφανο πρεσβύτερο καὶ τὸν κατάταξε στὸν κλῆρο τῆς ἀρχιεπισκοπῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του Ζαχαρία, κληρονόμησε μεγάλη περιουσία, τὴν ὁποία διαμοίρασε σὲ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα καὶ ὁ ἴδιος ἀφοσιώθηκε στὶς ὑποχρεώσεις τῆς ἱερῆς διακονίας, φωτίζοντας καὶ ἐνισχύοντας μὲ τὴν διδασκαλία του ψυχές. Κατοικοῦσε δὲ στὴν περιοχὴ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀντίπα, ὅπου προσέρχονταν πολλοὶ καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς τάξεις, ἑλκυσμένοι ἀπὸ τὴν φήμη τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς διδακτικότητάς του. Ὁ Ὅσιος Στέφανος πέθανε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 73 ἐτῶν, ποὺ ὅλα πέρασαν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ.


 

 
Ὁ Ἅγιος Σωσίθεος

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.


 

 
Ὁ Ἅγιος Ναρσῆς ὁ Πέρσης

Μαρτύρησε διὰ ξίφους.


 

 
Ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ

Μαρτύρησε διὰ ξίφους. Μᾶλλον εἶναι ὁ ἴδιος μ᾿ αὐτὸν τῆς 22ας Σεπτεμβρίου.


 

 
Ἡ Ἁγία Βάσσα

Πατρικία καὶ ἡγουμένη μονῆς γυναικείας στὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου ἵδρυσε καὶ τὴν Μονὴ τοῦ Ἁγίου Μηνᾷ, ποὺ ἡγούμενός της ὑπῆρξε ὁ ἐπίσκοπος Ἰαμνίης, Στέφανος.
Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο (σελ. 120).


 

 
Ὁ Ἅγιος Ἐάσιος

Ἄγνωστος στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου καὶ τὰ Μηναῖα.

Ἡ μνήμη του βρίσκεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1621 ὡς ἑξῆς: Ἔζησε ἐπὶ Διοκλητιανοῦ (284-304) καὶ ὅτι, καταγγέλθηκε σὰν χριστιανὸς στὸν ἄρχοντα Καλβησιανό. Καὶ ἀφοῦ ὁμολόγησε τὸν Χριστό, πρῶτα τὸν ἔδεσαν χειροπόδαρα, ἔπειτα τὸν κρέμασαν πάνω σ᾿ ἕνα ξύλο καὶ τὸν ἔγδαραν μὲ σιδερένια νύχια. Κατόπιν τοῦ ἔσπασαν τὶς κνῆμες καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Στὴ συνέχεια, ἀφοῦ τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὸν βασάνισαν πάλι σκληρά, τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν.

Ἡ βιογραφία του μάρτυρα αὐτοῦ, εἶναι ὅμοια μὲ αὐτὴ τοῦ μάρτυρα Ἐὔπλου (11 Αὐγούστου) καὶ καθόλου ἀπίθανο ὁ Ἐὔπλους, ἀπὸ ἀπροσεξία, νὰ ἔγινε Ἐάσιος.


 

 
Ἡ Ἁγία Wulhilda (Ἀγγλίδα)

Λεπτομέρειες γιὰ τὴ ζωὴ αὐτῆς τῆς ἁγίας τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησοῦ, Ἀθῆναι 1985.

ΣΥΛΛΗΨΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΗΣ

Τῌ Θ' ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΜΗΝΟΣ
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ

Ἡ σύλληψις τῆς Ἁγίας Ἄννης,
 τῆς Μητρὸς τῆς Θεοτόκου, 
καὶ ἡ ἀνάμνησις τῶν Ἐγκαινίων.

Τῇ Θ' τοῦ αὐτοῦ μηνός, 
ἡ Σύλληψις τῆς Ἁγίας Ἄννης, μητρὸς τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου.

Οὐχ ὥσπερ Εὔα καὶ σὺ τίκτεις ἐν λύπαις.
Χαρὰν γὰρ Ἄννα ἔνδον κοιλίας φέρεις.
Τῇ δ' ἐνάτῃ Μαρίην Θεομήτορα σύλλαβεν Ἄννα.


Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ,
 Μνήμη
 τῆς Ἁγίας Προφήτιδος Ἄννης, τῆς μητρὸς Σαμουηλ τοῦ Προφήτου.

Τὶ σοι ἐπαινέσειεν, Ἄννα, τις πλέον;
Τὸ καρτερόφρον ἢ τὸ τῆς εὐτεκνίας;


Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ,
 Μνήμη 
τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Στεφάνου τοῦ νεολαμποῦς, τοῦ ἐν τῷ Ἁγίῳ Ἀντίπα κειμένου.

Ἐξήγαγες γῆς τὸν στέφανον καὶ βίου·
Στέφει δὲ δόξης ἐστεφάνωσας Λόγε.


Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ,
 Μνήμη
 τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Σωσιθέου, Ναρσοῦ καὶ Ἰσαάκ, διὰ ξίφους τελειωθέντων.

Σωσίθεον σωθεῖσιν ἐγγράφει λόγος,
Ὑπὲρ Θεοῦ σῴζοντος ἐκτετμημένον.
Πέρσης κάραν σοι, Χριστέ, Ναρσῆς προσφέρει,
Κρεῖττόν γε δῶρον σμυρνοχρυσολιβάνου.
Πάθους τὸ λεῖπον Ἰσαὰκ Σάρρας τέκνου,
Σφαγεὶς ἀνεπλήρωσεν Ἰσαὰκ νέος.


Ταῖς αὐτῶν Ἁγίαις πρεσβείαις, 
ὁ Θεός,
 ἐλέησον, 
καὶ σῶσον ἡμᾶς.
 Ἀμήν.

Παραινέσεις για διάκριση και μυστικότητα.

«Δεν πρέπει, έλεγε, χωρίς ανάγκη να ανοίγεις στον άλλο την καρδιά σου. Μέσα σε χιλιάδες ίσως βρεις μόνο ένα, που θα μπορέσει να κρατήσει το μυστικό σου. Όταν εμείς οι ίδιοι δεν το κρατάμε μέσα μας, πως μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα το κρατήσουν οι άλλοι; Με τον ακαλλιέργητο άνθρωπο πρέπει να συζητά κανείς για πράγματα υλικά. Με τον πνευματικό όμως άνθρωπο πρέπει να συζητά για ουράνια. Όσοι γέμισαν πνευματική σοφία, κρίνουν τον συνάνθρωπο σύμφωνα με την Αγία Γραφή. Προσέχουν αν τα λόγια του είναι σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, και απ’ αυτό βγάζουν τα συμπεράσματά τους. Όταν συναναστρέφεσαι με κοσμικούς, μη μιλάς για πνευματικά, ιδίως όταν δεν έχουν διάθεση να ακούσουν. Στην περίπτωση αυτή να εφαρμόζεις τη διδασκαλία του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου· ‘’Φύλαξε τον θησαυρό σου με σύνεση και ευλάβεια στα βάθη της ψυχής σου από τον μη αγιασμένο κόσμο. Φύλαξέ τον έτσι, όπως ακριβώς τον πήρες. Δεν είναι σωστό, καθώς τονίζει ο Κύριος, να ρίξεις στους χοίρους τους νοητούς μαργαρίτες’’. Για αυτό να προσπαθείς με κάθε τρόπο να κρύβεις μέσα σου τον θησαυρό του χαρίσματος, διαφορετικά θα τον χάσεις και δεν θα τον βρίσκεις. Όταν όμως η ανάγκη το απαιτεί ή όταν το χάρισμα αποκαλύπτεται με την πράξη, τότε πρέπει να ενεργείς ταπεινά προς δόξαν Θεού».
(«Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ», Ι. Μ Παρακλήτου, σελ. 111). 
Σημείωση:

Το χωρίο του αγίου Διονυσίου στο οποίο αναφέρεται ο όσιος, είναι από το «Περί ουρανίας ιεραρχίας», και έχει ως εξής: «Συ δε, παιδί μου, σύμφωνα με την ιερή διάταξη της ιεραρχικής παραδόσεως, άκουε ιεροπρεπώς τα ιερά λόγια, με τη μύηση στα θεία γινόμενος ένθεος, και διαφύλαξε τα άγια μυστήρια από το ανίερο πλήθος κρύβοντάς τα ως ενοειδή μέσα στα βάθη του νου σου. Διότι, όπως λέγουν τα Λόγια, δεν είναι θεμιτό να ρίψωμε στους χοίρους την αγνή, φωτεινή και λαμπρή ομορφιά των νοητών μαργαριταριών». 

Πηγή
Το είδαμε  εδώ

Μίμηση του Χριστού ή «περί του κατ’ ίχνος Αυτώ ακολουθείν» (†Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού)

Geor.iosif0126 Είναι γνωστόν ότι στην παλαιότερη εποχή δεν εμφανίζεται με τόσην ευκρίνεια αυτή η φράση στη γλώσσα των Πατέρων «μίμησις Χριστού». Και τούτο, είτε χάριν αποφατικής θεολογικής ακριβείας είτε προς διαστολήν από τη δυτική εκκλησιαστική παράδοση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και πρακτικά απουσίαζε η κατ’ ίχνος μίμηση του προτύπου και παναρέτου βίου του Κυρίου μας. Το παράδειγμα του Μωϋσή στη βάτο, όπου από ευλάβεια ντράπηκε να υψώσει το βλέμμα ενώ μιλούσε ο Θεός, παραδειγμάτιζε ίσως τους Πατέρες· «απέστρεψεν δε Μωϋσής το πρόσωπον αυτού· ευλαβείτο γαρ κατεμβλέψαι ενώπιον του Θεού».
Η κατά γράμμα έννοια της μιμήσεως του Χριστού–Θεού φαίνεται αντιφατική εξ αιτίας της διαφοράς του πεπερασμένου και θνητού ανθρώπου έναντι του υπερβατικού και ακαταλήπτου Θεού, αλλά δεν προκύπτει θέμα έρευνας ή περιγραφής της θείας ουσίας και φύσεως. Ο κατά φύσιν απρόσιτος και απερίγραπτος και ασύλληπτος Θεός αποκαλύφθηκε με τις θείες του ενέργειες και έγινε γνωστός στους ανθρώπους, προσκαλώντας τους σε μίμηση της χρηστότητος και αγάπης του. Κατά φύσιν η ανθρώπινη δυνατότητα είναι πολύ περιωρισμένη, ώστε να μιμηθεί τις θείες ενέργειες, αλλά αυτές οι ίδιες—τις οποίες με μία λέξη ονομάζουμε «θείαν χάριν»— συμπληρώνουν κάθε ανθρώπινη ασθένεια και αδυναμία, ώστε ο άνθρωπος «πάντα να ισχύη εν τω ενδυναμούντι αυτόν Χριστώ». Η αληθής και τελεία του Λόγου του Θεού ενανθρώπηση συνεπλήρωσε και ολοκλήρωσε την ανθρώπινη φύση διά της προσλήψεως αυτής, ώστε όχι μόνον να είναι κατορθωτή η θεία μίμηση, αλλά να είναι κατορθωτός και ο σκοπός της ζωής.
Ο αρχικός όρος της κατασκευής του ανθρώπου ως «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» του Θεού αναπλάσθηκε με τη θεία σάρκωση και το νόημα της «θεομιμησίας» έγινε πλέον ο κεντρικός στόχος του ανθρωπίνου προορισμού. Ο Θεανθρωπισμός, εισερχόμενος στη σφαίρα του καθολικού προορισμού και καθήκοντος, πείθει όποιον θέλει, ότι χάριτι Χριστού μπορεί να γίνει και να αισθάνεται ως «κληρονόμος Θεού και συγκληρονόμος του Υιού αυτού». Μετά παρρησίας ο Παύλος παροτρύνει τον καθένα στο κοινό καθήκον της θεομιμήσεως· «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Και, όταν απορούν όσοι διστάζουν, αναλύει το πως επιτυγχάνεται αυτό· «ο Θεός ενεργεί σ’ εσάς, ώστε να θέλετε και να πράττετε, ό,τι είναι σύμφωνο με το λυτρωτικό του σχέδιο»(Φιλ. 2, 13), καθώς και «όλα τα μπορώ χάρη στο Χριστό που με δυναμώνει»( Φιλ. 4,13).
Στα Ευαγγέλια δεν αναφέρεται συνήθως ο όρος «μίμησις Χριστού», αλλά το ακολουθείν οπίσω Αυτού ως χαρακτηριστικό μαθητείας ιδίως των μαθητών που Τον ακολουθούν. Όμως από τους Αποστόλους γενικώς κηρύχθηκε η μίμηση του Χριστού σε όλη την έκταση. Ακολουθούντες οι μετά τους Αποστόλους Πατέρες — Ωριγένης, Ιγνάτιος, Κλήμης ο Αλεξανδρεύς— διδάσκουν «πολιτεύεσθαι εις δύναμιν εξομοιωτικήν τω Θεώ». Γρηγόριος ο Νύσσης ομολογεί ότι ο Χριστιανισμός είναι «θείας φύσεως μίμησις». Και ακολουθούν οι υπόλοιποι Πατέρες Βασίλειος, Χρυσόστομος και άλλοι έως των ημερών μας που έχουν το ίδιο φρόνημα εν Χριστώ Ιησού. Ο Κύριός μας άλλωστε λίγο προ της παραδόσεώς του, όταν ένιψε τους πόδας των μαθητών, τους παρεκίνησε να μιμούνται την ταπείνωσή του.
Η ενανθρώπηση του Κυρίου μας μάς φανέρωσε και τα δύο ήθη, το θείο και ανθρώπινο, σ’ όλη την τελειότητα και να πως ο άνθρωπος με όλα τα μέσα, ανθρώπινα και θεία, γίνεται τέλειος, συμφώνα με τη θεία απαίτηση «άγιοι γίνεσθε ότι εγώ άγιός είμι». Ανθρώπινα μέσα είναι η ορθή πρόθεση του ανθρώπου παιδαγωγούμενη από τον πανάρετο βίο του Κυρίου μας. Θεία μέσα είναι η δύναμη της χάριτος, που διά της Εκκλησίας του μας μεταδίδει ο θείος Λυτρωτής μας.
Ως προς την άμυνα κατά της περιεκτικής κακοηθείας και κατ’ αυτού του σατανά, του αρχηγού των κακών, μας καθώπλισε ο Κύριος λέγοντας, «σας  έχω δώσει εξουσία να πατάτε πάνω σε φίδια και σκορπιούς και να κυριαρχείτε πάνω σε όλη τη δύναμη του εχθρού»(Λουκ. 10, 19). Στους φορείς και κατόχους θεοπρεπών ενεργειών ακολουθούν τα εξής· «θα διώχνουν δαιμόνια, θα μιλούν νέες γλώσσες, και αν παίρνουν φίδια στα χέρια τους ή πίνουν κάτι δηλητηριώδες δεν θα παθαίνουν τίποτε· θα βάζουν τα χέρια τους πάνω σε αρρώστους και θα τους θεραπεύουν»(Μαρκ. 16, 17-18). Και, τέλος, καταξιώνοντάς τους ιδίους σε υιοθεσία και θέωση ο Κύριος λέει με το στόμα του Ευαγγελιστού, «όσοι δε έλαβον Αυτόν,δηλ. όσοι τον δέχτηκαν και πίστεψαν, τους έδωσε εξουσία, δηλ. το δικαίωμα, να γίνουν παιδιά του Θεού»(Ιωαν. 1,12). Με αυτές πλέον τις ιδιότητες ο Χριστιανός οφείλει να δικαιώσει όλη αυτή τη θέση του στην κλήση και την κληρονομιά του γινόμενος κατά πάντα «του Χριστού», σύμφωνα με τον λόγο του Παύλου.
Η μιμητικότητα είναι χαρακτηριστικό της ανθρωπίνης φύσεως και κανόνας στο νόμο της επιρροής. Σ’ όλη την ιστορία διαφαίνεται η επίδραση των διδασκάλων, και γενικά των διαφόρων φορέων των γνώσεων, στους μαθητές και θαυμαστές τους, μέχρι του σημείου να πείθεται ο καθένας ότι αυτές οι επιδράσεις είναι φυσικός νόμος. Αναφέρουμε το νόμο της επιρροής σαν κάτι το συγκεκριμένο, που λειτουργεί μέσω των φυσικών νόμων και μόνον, για να παραστήσουμε έπειτα σαφέστερα την πραγματικότητα και το μέγεθος του υπέρ φύσιν περισσεύματος, που ενεργεί σε μας η επιρροή της χάριτος, την οποία παρέχει ο δικός μας Καθηγητής και Διδάσκαλος.
Ο νόμος της επιδράσεως επιβάλλει την εξομοίωση με εκείνον που συνήθως θαυμάζουμε και αγαπούμε. Είναι ένα είδος μεταμορφώσεως των χαρακτήρων, επιδράσεως του ενός επί του άλλου, αρκεί το ενδιαφέρον και ο θαυμασμός να είναι αληθινά. Επάνω στον Ιωνάθαν βλέπουμε εξ ολοκλήρου τον Δαβίδ και τανάπαλιν. Λέγεται για τον Φίλωνα, τον θερμό ζηλωτή της πλατωνικής διδασκαλίας, ότι τόσον αφωμοίωσε τον θαυμαζόμενο διδάσκαλο, ώστε σχεδόν μεταμορφώθηκε κατά το δικό του πρότυπο, και πάντοτε ελέγετο στις μέρες του ότι «ή ο Φίλων πλατωνίζει ή ο Πλάτων φιλωνίζει». Με ένα λόγο, ολόκληρη η πανανθρώπινη αξιοπρέπεια θεμελιώνεται επί του αξιώματος της επιρροής.
Αυτή την επιμονή μου τη στηρίζω στον Παύλο, ο οποίος προβάλλει με σοβαρότητα αυτόν το νόμο της επιρροής σαν βέβαιο κανόνα μεταμορφώσεως των πιστών στο πρότυπό τους, αφού εκ των προτέρων ο ίδιος το έπαθε, και δικαίως παροτρύνει «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Και να πως παραδίδει το μάθημα ο άριστος αυτός καθηγητής· «όλοι εμείς χωρίς κάλυμμα στο πρόσωπο, κοιτάζουμε σε καθρέφτη τη λαμπρότητα του Κυρίου και μεταμορφωνόμαστε σ’ αυτήν τη λαμπρή εικόνα του, βαδίζοντας από δόξα σε δόξα με την ενέργεια του Κυρίου, που είναι το Πνεύμα»(Β΄Κορ. 3, 18). Εδώ εμείς δεν θα σκεφθούμε τον Κύριό μας, του οποίου τη δόξα, τον χαρακτήρα, αντικατοπτρίζουμε προς μίμηση, σαν ένα απλό διδάσκαλο, φιλόσοφο ή μουσουργό, ώστε ο απλός νόμος της επιρροής να μας επηρεάσει. Ο Χριστός μας, ως Πανσθενουργός Θεός, επιδρά πάνω μας αν θελήσουμε πέρα των φυσικών νόμων διά της υπέρ εκ περισσού χάριτός του, γιατί ακριβώς ήλθε, ίνα ζωήν έχωμεν και περισσόν έχωμεν. «Εγώ γαρ, φησί, ζω και υμείς ζήσεσθε».
Για μας ο Χριστός δεν είναι μόνον ιστορικό πρόσωπο, αλλά και ο Κύριος της δόξης, του οποίου η χάρις ως ζώσα ενέργεια μένει μαζί μας στους αιώνες, κατά την αψευδή του επαγγελία, που θεραπεύει τα ασθενή και αναπληρώνει τα ελλείποντα και γίνεται «τοις πάσι τα πάντα». Ο ανωτέρω λόγος του Παύλου προς τους Κορινθίους (Β΄Κορ. 3,18), είναι η πρακτικότερη μέθοδος του αγιασμού, που μεταδίδεται σε όσους πιστούς με προσοχή και ενδιαφέρον αντανακλούν πάνω τους τον θείο χαρακτήρα του Κυρίου μας, διότι απαραβάτως κατά τον αυτόν χαρακτήρα θα μεταμορφώνονται σταδιακά «βαδίζοντας από δόξα σε δόξα με την ενέργεια του Κυρίου, που είναι το Πνεύμα».
Και να με ποιο τρόπο ο Ιησούς μας παρακινεί· «όποιος θέλει να με υπηρετεί  ας ακουθεί το δικό μου δρόμο» και «όπου είμαι εγώ, εκεί θα είναι και ο δικός μου υπηρέτης»(Ιω. 12, 26). Η ολοκληρωτική μίμηση του Χριστού από τον άνθρωπο δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί. Υπάρχει όμως το ενδεχόμενο ανθρωπίνως να κατορθωθεί και γίνεται σε όσους μπορούν να πούν με παρρησία, «να εμείς τα αφήσαμε όλα και σε ακολουθήσαμε». Μόνον εκείνοι  ενδυναμώνονται «και να τον μιμηθούν  και να εφαρμόσουν όλες τις εντολές του», σύμφωνα με τον Μάξιμο τον Ομολογητή.
Προαναφέραμε το νόμο της επιρροής κατά τους φυσικούς λόγους, αλλά εδώ η μίμηση του Χριστού – Θεού δεν είναι μόνον φυσικός νόμος αντιγραφής παραδείγματος ή συστήματος συμπεριφοράς. Ασφαλώς και αυτά συντελούν. Ο λόγος όμως εδώ είναι ότι δεν βαδίζει ο άνθρωπος προς τον Θεόν να τον μιμηθεί, αλλά έρχεται ο Θεός προς τον άνθρωπο να τον θεοποιήσει. Το πρώτο είναι μηχανικό, ενώ το δεύτερο είναι οργανικό· το ένα είναι ανθρώπινο, το άλλο είναι θεοπρεπές.
Στην προσπάθειά μας  «όσα μεν είναι δεκτικά στη φύση μας τα μιμούμεθα, όσα δε δεν είναι τα σεβόμαστε και τα προσκυνούμε», κατά τον Γρηγόριο Νύσσης. Εάν ο Κύριός μας πληροφορεί ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν», και η μίμηση του από τους πιστούς πραγματοποιείται διά της θείας του χάριτος με τη συνεργασία της αυταπαρνήσεως. «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του και ας με ακολουθεί. Γιατί όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του, θα τη χάσει· όποιος όμως εξαιτίας μου χάσει τη ζωή του θα τη βρει»(Ματ. 16, 24-25). Από αυτό συμπεραίνεται ότι στην περιεκτική αυτή αυταπάρνηση, που ακολουθούμε χωρίς περιστροφές, αναγκαζόμαστε να βαδίσουμε εναντίον της πεσμένης στην αμαρτία φύσεώς μας και όλων των συστημάτων της συμβατικότητος του ψευδοπολιτισμού και να σηκώσουμε το σταυρό και τον ονειδισμό του Χριστού, όσον και αν φαίνεται αυτό πρόκληση στην ορθολογιστική έννοια αυτού του κόσμου. Το νόημα του πεπλανημένου κόσμου είναι το φρόνημα του εκπεσόντος πρώην εωσφόρου και νυν σατανά που εξαπάτησε τον πρώτον άνθρωπο να σκεφθεί με υπερηφάνεια και ιδιοτέλεια, αρρώστια που υπάρχει μέχρι σήμερα και έως της συντελείας στους υιούς της απειθείας. Αυτήν την ασθένεια και κάθε άλλη παρόμοια, αιτία της φθοράς και του θανάτου, θεράπευσε ο κλίνας ουρανούς και καταβάς Θεός Λόγος διά της ταπεινώσεως και υπακοής του προς τον Θεόν Πατέρα, διότι κατά τον Παύλο «αν και ήταν Θεός δεν θεώρησε την ισότητά του αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά τα απαρνήθηκε όλα, πήρε μορφή δούλου και έγινε άνθρωπος και όντας πραγματικός άνθρωπος ταπεινώθηκε θεληματικά υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού»(Φιλ. 2, 6-8). Το ζωντανό αυτό παράδειγμα της ταπεινώσεως του Θεού Λόγου, της «κενώσεώς» του, είναι ο δείκτης της χριστιανικής ζωής. Το νόημα της εν Χριστώ βιοτής είναι το ταπεινό φρόνημα, που συντρίβει την υπερηφάνεια του διαβόλου και κάθε ιδιοτέλεια.
Όλοι οι λόγοι και οι πράξεις του παναρέτου βίου του Κυρίου μας παρεδόθησαν στους πιστούς προς μίμηση διά της χάριτός του. Εξαίρετα όμως θαυμάζονται η ταπείνωση και η αγάπη του, που κατά το λόγιο «εκάλυψαν ουρανούς» και συγκλόνισαν την κτίση.
Στην παγκόσμια ιστορία δεν εμφανίσθηκε κανένας κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, αναμορφωτής, παιδαγωγός και εν γένει δημιουργός στην διάπλαση των κοινωνιών, που να χάραξε τα απαράμιλλα σημεία πλεύσεως, αγάπης, λέω, και ταπεινοφροσύνης, στον παγκόσμιο σκοτεινό ωκεανό του συμφέροντος και του εγωϊσμού. Οι ολόφωτοι αυτοί πυρσοί σαν δείκτες της ορθής πορείας περισώζουν τη δυστυχισμένη ανθρωπότητα από τα σκοτάδια του μίσους, της εκδικήσεως και της αρπαγής του ακόρεστου συμφέροντος και μεταβάλλουν το απέραντο ανθρωποσφαγείο σε χώρο αξιών και  αξιοπρέπειας, ώστε η ανθρώπινη προσωπικότητα να μην εκμηδενιστεί! Πάντως στις ημέρες μας ο δείκτης αυτός της ισορροπίας αντιστράφηκε επικίνδυνα και καλούνται «οι του Χριστού», οι καλοί σαμαρείτες της αλληλεγγύης και του αλτρουϊσμού, να γονατίσουν και να υψώσουν ικετευτικά τα χέρια τους στον μεγάλο μας Σωτήρα και Αναμορφωτή να παρατείνει τους οικτιρμούς του και να δώσει σύνεση στην παράλογη τρέλλα των αδίστακτων φορέων του εγκλήματος και του αθέμιτου συμφέροντος, που οδηγεί αδίστακτα στον Αρμαγεδδώνα του αφανισμού και ολέθρου οτιδήποτε μέχρι σήμερα κατεσκευάσθηκε άξιο και ευγενές.
Αλλά ας επανέρθουμε στο θέμα μας. Και επειδή το προοίμιο του λόγου μας ήταν η μίμηση του Ιησού μας, έκρινα να μη παραλείψω σχόλιο του μεγάλου μας φωστήρα της Καισαρείας, Βασιλείου του Μεγάλου, στον βίο του Κυρίου μας, στο οποίο αναφέρει τα εξής· «όλα όσα αφορούν τη ζωή του Κυρίου μας οδηγούν στην ταπεινοφροσύνη. Ως βρέφος γεννήθηκε σε σπήλαιο και τοποθετήθηκε όχι σε κρεβάτι αλλά μέσα σε φάτνη· έζησε σε σπίτι μαραγκού, με άγνωστη και ασήμαντη μητέρα, υπακούοντας στη μητέρα και στον μνηστήρα της· διδασκόταν, ακούοντας αυτά που δεν είχε ανάγκη, ρωτώντας  όμως, και με την ερώτηση θαυμαζόταν για τη σοφία του· υποτάχθηκε στον Ιωάννη και δέχθηκε βάπτισμα από το δούλο ο Δεσπότης· δεν αντιστάθηκε σε κανένα που ήταν αντίθετός του, ουτέ χρησιμοποίησε την απέραντη εξουσία που είχε, αλλ’ υποχωρούσε σε αυτούς σαν να ήταν δυνατότεροι και επέτρεπε στην πρόσκαιρη εξουσία να φαίνεται ισχυρή· δικαζόταν από τους αρχιερείς, οδηγείτο στον ηγεμόνα και ενώ δεχόταν καταδίκη ελέγχει όσους τον συκοφαντούσαν υποφέροντας σιωπηλός τις συκοφαντίες·  από ασήμαντους δούλους και παιδάρια δεχόταν φτυσίματα, παραδινόταν σε θάνατο, μάλιστα τον χειρότερο για τους ανθρώπους. Έτσι ως άνθρωπος έζησε από τη γέννηση μέχρι το τέλος του  και μετά από τόσο μεγάλη ταπεινοφροσύνη φανέρωσε τη δόξα του, συνδοξάζοντας με τον εαυτό του όσους περιφρονήθηκαν». Εδώ πραγματικά αποκαλύπτεται κάθε λογικός άνθρωπος σε κάθε ηλικία αλλά και περίσταση, γιατί ακριβώς ο Κύριός μας έζησε στη γη σε μία ταραχώδη και ακατάστατη κοινωνική ζωή, που η δυσκολία και η αβεβαιότητα ήταν μάλλον κανόνας της ζωής.
Ο πλούτος όμως της αγάπης του και η βαθυτάτη του ταπείνωση ανυψώθηκαν στον μέγιστο θρίαμβο, στο κέντρο της παγκόσμιας ιστορίας, όταν έδωσε τη σκληρότερη μάχη πάνω στο Σταυρό, κατανικώντας τις δυνάμεις του μίσους και τον όγκον του εγωϊσμού σε όλη τους την έκταση και βραβεύοντας με την παναγάπη και αυτοθυσία του τους σταυρωτές του! «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γάρ οίδασι τι ποιούσι»! Τα ασίγητα αυτά λόγια, που σε όλους τους κόσμους θα βοούν σε όλες τις γενεές και τους αιώνες, θα είναι το επισφράγισμα της θείας και θεοπρεπούς ιδιότητος του μόνου Λυτρωτού όλων των κόσμων, ορατών και νοουμένων, ότι όντως Αυτός είναι ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού που ήρθε στον κόσμο και ότι στο πανάγιον όνομά Του πραγματοποιείται όλη η σωτηρία. «Μέγας εί, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου»!
Να, λοιπόν, η εικόνα και το πρότυπο της αναπλάσεως σε όσους θέλουν να  μιμηθούν και να ανακαινισθούν. Από τη βρεφική ηλικία μέχρι την ενηλικίωση, ό,τι αφορά την ανατροφήν και την επικοινωνία, και μετά ο κανόνας των σχέσεων και της συμπεριφοράς προς τους πλησίον, ταπείνωση και υποταγή στην αναστροφή, πραότητα και αγάπη στις σχέσεις και τη συμπεριφορά. Να η οντολογική ανακαίνιση του ανθρώπου, ότι με το πάθος του Κυρίου μας πραγματοποιείται και κερδίζει η ηθική των Χριστιανών την εξαιρετική θέση της. Το βαθύ αυτό νόημα ερμηνεύει την μωρία του Σταυρού, που ο Παύλος εγκωμιάζει, και που παραμένει στους Ιουδαίους σκάνδαλο και στους κάθε είδους ειδωλολάτρες μωρία.
Όπως προανεφέραμε, το επίκεντρο του μυστηρίου του Σταυρού, που κάθε πιστός προσκαλείται αλλά και φιλοδοξεί να σηκώνει ακολουθώντας τον Ιησού, σ’ αυτά τα φαινόμενα σύντομα διαφαίνεται: πραότητα και ταπείνωση στη συμπεριφορά, αγάπη και αυτοθυσία στις σχέσεις του, και έτσι ο άνθρωπος ευρίσκεται εφαρμόζοντας το νόμο του Χριστού. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο μίμηση των πιστών στο πάθος του Κυρίου μας είναι το ουσιωδέστερο επίτευγμα της ολοκληρωτικής κοινωνίας τους όχι μόνον στο πάθος, αλλά και την ανάσταση και τη δόξα της αναλήψεως του Σωτήρος μας, όπου στα δεξιά του Πατρός υποδέχεται κατά το ευαγγέλιόν του όλους τους δικούς του, «για να βρίσκονται όπου είναι και Αυτός και να βλέπουν τη δόξα του»(Ιω. 17,24).
Ο Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος αναφέρει κάτι ανάλογο σε μία των κατηχήσεών του, το εξής· «όσοι δεν μιμήθηκαν τα πάθη του Χριστού διά μετανοίας και υπακοής και δεν μετείχαν στο θάνατό Του, δεν θα γίνουν συμμέτοχοι ούτε της πνευματικής του αναστάσεως, ούτε θα λάβουν Πνεύμα Άγιον». Η άρση άρα του Σταυρού ως καθήκον όλων των πιστών, κατά τον Παύλον, «αν μαζί με τον Χριστό πεθάναμε, μαζί του και θα ζήσουμε,…αν τον αρνηθούμε,και εκείνος θα μας αρνηθεί»(Β Τιμ. 2, 11-12), καθίσταται το κύριο μέλημα και παρουσιάζει τη χριστιανική ζωή ομολογιακήν επιταγή και όχι συμβιβαστικό σύστημα. Το νόημα του Σταυρού σαν περιεκτική φιλοπονία ερμηνεύεται στην ακρίβεια της τηρήσεως όλων των εντολών, των οποίων —έστω και της ελαχίστης— η παράβαση θα έχει ως αποτέλεσμα να «κληθεί ελάχιστος» ο φταίκτης.
Την ακρίβεια της ομολογίας τους οι Μάρτυρες της Εκκλησίας μας, όλων των εποχών, εξεπλήρωναν με κάθε λεπτομέρεια. Χαρακτηριστική όμως αποδεικνύεται η ομολογία των Νεομαρτύρων επί τουρκοκρατίας. Πολλοί απ’ αυτούς τους μακαρίους, αρπαζόμενοι από τις τυραννικές ορδές των κρατούντων στα διάφορα παιδομαζώματα, υποχρεώνονταν σε ακούσιο διά της βίας εξισλαμισμό στη βρεφική ηλικία και ουδέποτε είχαν συνείδηση ότι παρέβησαν τη δικήν τους πίστη διά το ανωριμο της ηλικίας. Σε όσους δε γινόταν αυτό γνωστό μετά την ενηλικίωσή τους μεταμελούνταν και επέστρεφαν με μετάνοια στην χριστιανική τους πίστη και πάρα πολλοί κατέφευγαν στον μοναχισμό. Η φωνή όμως της ομολογιακής συνειδήσεως δεν  σιωπούσε και μετά από τη σκληρη μετάνοια, ώστε πολλούς βρίσκουμε να παραδίδωνται εκουσίως στους τυράννους και να ελέγχουν με παρρησία την αδικία που έγινε εις βάρος τους και με σκληρά βασανιστήρια και ποικίλα μαρτύρια να ξεπλένουν την πρώτην, έστω και ακούσια, άρνηση.
Ο δρόμος προς το μαρτύριο και, γενικά, η ομολογιακή θέση της χριστιανικής πίστεως δεν παρουσιαζόταν μόνον σε ημέρες διωγμών  στις θερμές και ζέουσες καρδίες των πιστών, αλλά και μετά τη παύση της πολεμικής λαίλαπας των διαφόρων διωγμών. Επινοούσαν τρόπους και μέσα εκουσίου σταυρώσεως υποβαλλόμενοι σε διάφορες ασκήσεις στερήσεων και αγώνων, που αν και φαινόταν ότι αγωνίζονταν κατά της περιεκτικής κακίας και υπέρ της αποκτήσεως των αρετών, το βάθος του σκοπού τους ήταν ο φιλόθεος ζήλος τους υπέρ της αγάπης του Χριστού που πρώτος μας αγάπησε. Όσοι με το βάπτισμα «ενεδύθησαν χάριτι» τον Χριστόν, ενσυνείδητα πλέον εισδύουν στο νόημα του θανάτου και της αναστάσεώς του, όπου επέρχεται πλέον κατά συνέπειαν η διακοπή της σχέσεώς τους προς την αμαρτία και έτσι πραγματοποιείται η ποθητή μίμηση με το προτύπου τους τον Χριστό.
Η προς τον Χρίστον – Θεόν ομοίωση δεν πραγματοποιείται με φυσικά μέσα μιμήσεως, αλλά διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, που διά των θείων της Εκκλησίας μυστηρίων γεννάται στους πιστούς. Η μίμηση απλώς της Χριστοηθείας των πιστών αποδεικνύει τη σωστή τους πρόθεση να εκλέξουν τον ενάρετο βίο αντί της φαυλότητος του πονηρού βίου. Ολόκληρη όμως την  μεταβολή και προαγωγή τους «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» και την μετάθεσή τους «εκ του θανάτου εις την ζωήν» λαμβάνουν με την κοινωνία των θείων ενεργειών, στις οποίες μετέχουν μέσω των θείων μυστηρίων.
Το βαθύτερο νόημα της Θεομιμήσεως ξεπερνά τους όρους των κανόνων της συμπεριφοράς, όπως ίσως θα νομίζουν οι νεωτεριστές. Κάτι τέτοιο βρίσκει κάνεις στις διαιρεθείσες Εκκλησίες. Η καθολική προσπάθεια των πιστών ν’ ακολουθήσουν, δηλαδή να μιμηθούν, τον Χρίστο όσο μπορούν είναι να «ζήσουν εν Αυτώ», όπου προκαλείται η ομοήθειά μεταξύ τους και προς Αυτόν· αυτό δε είναι ακατόρθωτον χωρίς την Εκκλησία. Η βαθύτερη μέσω της Εκκλησίας διά των μυστηρίων κοινωνία των πιστών με τον Χριστό και τους αγίους συνιστά την πανενότητα, όπου «πάντες οι του Χριστού έν εισί». Η μίμηση άρα του Χριστού στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η ολοκληρωτική ομοήθεια, Θεοήθεια, θεανθρωπισμός και θέωση ως καθολικός προορισμός του ανθρώπου, που δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» και που έφθασε τώρα στην τελειότητα με την θεία κένωση του Λόγου.
Στην αγωνιστικότητά του για την μίμηση του Χριστού  ο κάθε πιστός πληροφορείται εν αισθήσει την ανθρώπινη αδυναμία και μαθαίνει διά της πείρας το Κυριάκόν λόγιον, ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Εξ αντιθέτου, διά του Παυλείου «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ» διδάσκεται πλήρως την άριστη αρετή της ταπεινώσεως της χριστιανικής ζωής και την αχώριστη σύντροφό της υπακοή, τα γνήσια χαρακτηριστικά του προτύπου. «Διότι λέει μάθετε από εμένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά» και πάλιν «δεν ήλθα να κάνω το θέλημά μου, αλλά το θέλημα του Πατέρα μου που με έστειλε». Η υπομονή που συστήνεται στους δικούς του από τον Κύριό μας, «εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών» και «όποιος υπομείνει μέχρι τέλους αυτός θα σωθεί», αποκαλύπτουν την αδυναμία και τρεπτότητα της ανθρωπίνης φύσεως μετά την πτώση και συνιστούν την συνεχή προσπάθεια προς την ατελείωτη τελειότητα. Η συνεχιζόμενη προσπάθεια της Χριστομοιώσεως δεν παύει να διδάσκει στον άνθρωπο τη δική του ευτέλεια και ταπεινότητα, που πιέζεται συνεχώς από τη φαυλότητα του παλαιού ανθρώπου και όλων των συναφών, και αυτό ακριβώς φανερώνει τον δείκτη της αποστάσεώς του από τον Χριστό. Η πρακτική αυτή εμπειρία της ανθρωπίνης αδυναμίας και μηδαμινότητος αποκαλύπτει το ύψος της θείας δωρεάς και αγάπης προς τον άνθρωπο και συντελεί στην πληρέστερη μορφή της τελειότητος, στην οποίαν οι κατά Θεόν τέλειοι όλα τα αποδίδουν σ’ Αυτόν, «ώστε Αυτού να είναι όλα και Αυτός να είναι σε όλα»(Κολ. 2,11).

(Γέροντος Ιωσήφ, Λόγοι Παρακλήσεως, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 15, εκδ. Ι.Μ.Μ.Βατοπαιδίου, σ. 43-55).
πηγή

Είναι γνωστόν ότι στην παλαιότερη εποχή δεν εμφανίζεται με τόσην ευκρίνεια αυτή η φράση στη γλώσσα των Πατέρων «μίμησις Χριστού». Και τούτο, είτε χάριν αποφατικής θεολογικής ακριβείας είτε προς διαστολήν από τη δυτική εκκλησιαστική παράδοση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και πρακτικά απουσίαζε η κατ’ ίχνος μίμηση του προτύπου και παναρέτου βίου του Κυρίου μας. Το παράδειγμα του Μωϋσή στη βάτο, όπου από ευλάβεια ντράπηκε να υψώσει το βλέμμα ενώ μιλούσε ο Θεός, παραδειγμάτιζε ίσως τους Πατέρες· «απέστρεψεν δε Μωϋσής το πρόσωπον αυτού· ευλαβείτο γαρ κατεμβλέψαι ενώπιον του Θεού».
Η κατά γράμμα έννοια της μιμήσεως του Χριστού–Θεού φαίνεται αντιφατική εξ αιτίας της διαφοράς του πεπερασμένου και θνητού ανθρώπου έναντι του υπερβατικού και ακαταλήπτου Θεού, αλλά δεν προκύπτει θέμα έρευνας ή περιγραφής της θείας ουσίας και φύσεως. Ο κατά φύσιν απρόσιτος και απερίγραπτος και ασύλληπτος Θεός αποκαλύφθηκε με τις θείες του ενέργειες και έγινε γνωστός στους ανθρώπους, προσκαλώντας τους σε μίμηση της χρηστότητος και αγάπης του. Κατά φύσιν η ανθρώπινη δυνατότητα είναι πολύ περιωρισμένη, ώστε να μιμηθεί τις θείες ενέργειες, αλλά αυτές οι ίδιες—τις οποίες με μία λέξη ονομάζουμε «θείαν χάριν»— συμπληρώνουν κάθε ανθρώπινη ασθένεια και αδυναμία, ώστε ο άνθρωπος «πάντα να ισχύη εν τω ενδυναμούντι αυτόν Χριστώ». Η αληθής και τελεία του Λόγου του Θεού ενανθρώπηση συνεπλήρωσε και ολοκλήρωσε την ανθρώπινη φύση διά της προσλήψεως αυτής, ώστε όχι μόνον να είναι κατορθωτή η θεία μίμηση, αλλά να είναι κατορθωτός και ο σκοπός της ζωής.
Ο αρχικός όρος της κατασκευής του ανθρώπου ως «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» του Θεού αναπλάσθηκε με τη θεία σάρκωση και το νόημα της «θεομιμησίας» έγινε πλέον ο κεντρικός στόχος του ανθρωπίνου προορισμού. Ο Θεανθρωπισμός, εισερχόμενος στη σφαίρα του καθολικού προορισμού και καθήκοντος, πείθει όποιον θέλει, ότι χάριτι Χριστού μπορεί να γίνει και να αισθάνεται ως «κληρονόμος Θεού και συγκληρονόμος του Υιού αυτού». Μετά παρρησίας ο Παύλος παροτρύνει τον καθένα στο κοινό καθήκον της θεομιμήσεως· «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Και, όταν απορούν όσοι διστάζουν, αναλύει το πως επιτυγχάνεται αυτό· «ο Θεός ενεργεί σ’ εσάς, ώστε να θέλετε και να πράττετε, ό,τι είναι σύμφωνο με το λυτρωτικό του σχέδιο»(Φιλ. 2, 13), καθώς και «όλα τα μπορώ χάρη στο Χριστό που με δυναμώνει»( Φιλ. 4,13).
Στα Ευαγγέλια δεν αναφέρεται συνήθως ο όρος «μίμησις Χριστού», αλλά το ακολουθείν οπίσω Αυτού ως χαρακτηριστικό μαθητείας ιδίως των μαθητών που Τον ακολουθούν. Όμως από τους Αποστόλους γενικώς κηρύχθηκε η μίμηση του Χριστού σε όλη την έκταση. Ακολουθούντες οι μετά τους Αποστόλους Πατέρες — Ωριγένης, Ιγνάτιος, Κλήμης ο Αλεξανδρεύς— διδάσκουν «πολιτεύεσθαι εις δύναμιν εξομοιωτικήν τω Θεώ». Γρηγόριος ο Νύσσης ομολογεί ότι ο Χριστιανισμός είναι «θείας φύσεως μίμησις». Και ακολουθούν οι υπόλοιποι Πατέρες Βασίλειος, Χρυσόστομος και άλλοι έως των ημερών μας που έχουν το ίδιο φρόνημα εν Χριστώ Ιησού. Ο Κύριός μας άλλωστε λίγο προ της παραδόσεώς του, όταν ένιψε τους πόδας των μαθητών, τους παρεκίνησε να μιμούνται την ταπείνωσή του.
Η ενανθρώπηση του Κυρίου μας μάς φανέρωσε και τα δύο ήθη, το θείο και ανθρώπινο, σ’ όλη την τελειότητα και να πως ο άνθρωπος με όλα τα μέσα, ανθρώπινα και θεία, γίνεται τέλειος, συμφώνα με τη θεία απαίτηση «άγιοι γίνεσθε ότι εγώ άγιός είμι». Ανθρώπινα μέσα είναι η ορθή πρόθεση του ανθρώπου παιδαγωγούμενη από τον πανάρετο βίο του Κυρίου μας. Θεία μέσα είναι η δύναμη της χάριτος, που διά της Εκκλησίας του μας μεταδίδει ο θείος Λυτρωτής μας.
Ως προς την άμυνα κατά της περιεκτικής κακοηθείας και κατ’ αυτού του σατανά, του αρχηγού των κακών, μας καθώπλισε ο Κύριος λέγοντας, «σας  έχω δώσει εξουσία να πατάτε πάνω σε φίδια και σκορπιούς και να κυριαρχείτε πάνω σε όλη τη δύναμη του εχθρού»(Λουκ. 10, 19). Στους φορείς και κατόχους θεοπρεπών ενεργειών ακολουθούν τα εξής· «θα διώχνουν δαιμόνια, θα μιλούν νέες γλώσσες, και αν παίρνουν φίδια στα χέρια τους ή πίνουν κάτι δηλητηριώδες δεν θα παθαίνουν τίποτε· θα βάζουν τα χέρια τους πάνω σε αρρώστους και θα τους θεραπεύουν»(Μαρκ. 16, 17-18). Και, τέλος, καταξιώνοντάς τους ιδίους σε υιοθεσία και θέωση ο Κύριος λέει με το στόμα του Ευαγγελιστού, «όσοι δε έλαβον Αυτόν,δηλ. όσοι τον δέχτηκαν και πίστεψαν, τους έδωσε εξουσία, δηλ. το δικαίωμα, να γίνουν παιδιά του Θεού»(Ιωαν. 1,12). Με αυτές πλέον τις ιδιότητες ο Χριστιανός οφείλει να δικαιώσει όλη αυτή τη θέση του στην κλήση και την κληρονομιά του γινόμενος κατά πάντα «του Χριστού», σύμφωνα με τον λόγο του Παύλου.
Η μιμητικότητα είναι χαρακτηριστικό της ανθρωπίνης φύσεως και κανόνας στο νόμο της επιρροής. Σ’ όλη την ιστορία διαφαίνεται η επίδραση των διδασκάλων, και γενικά των διαφόρων φορέων των γνώσεων, στους μαθητές και θαυμαστές τους, μέχρι του σημείου να πείθεται ο καθένας ότι αυτές οι επιδράσεις είναι φυσικός νόμος. Αναφέρουμε το νόμο της επιρροής σαν κάτι το συγκεκριμένο, που λειτουργεί μέσω των φυσικών νόμων και μόνον, για να παραστήσουμε έπειτα σαφέστερα την πραγματικότητα και το μέγεθος του υπέρ φύσιν περισσεύματος, που ενεργεί σε μας η επιρροή της χάριτος, την οποία παρέχει ο δικός μας Καθηγητής και Διδάσκαλος.
Ο νόμος της επιδράσεως επιβάλλει την εξομοίωση με εκείνον που συνήθως θαυμάζουμε και αγαπούμε. Είναι ένα είδος μεταμορφώσεως των χαρακτήρων, επιδράσεως του ενός επί του άλλου, αρκεί το ενδιαφέρον και ο θαυμασμός να είναι αληθινά. Επάνω στον Ιωνάθαν βλέπουμε εξ ολοκλήρου τον Δαβίδ και τανάπαλιν. Λέγεται για τον Φίλωνα, τον θερμό ζηλωτή της πλατωνικής διδασκαλίας, ότι τόσον αφωμοίωσε τον θαυμαζόμενο διδάσκαλο, ώστε σχεδόν μεταμορφώθηκε κατά το δικό του πρότυπο, και πάντοτε ελέγετο στις μέρες του ότι «ή ο Φίλων πλατωνίζει ή ο Πλάτων φιλωνίζει». Με ένα λόγο, ολόκληρη η πανανθρώπινη αξιοπρέπεια θεμελιώνεται επί του αξιώματος της επιρροής.
Αυτή την επιμονή μου τη στηρίζω στον Παύλο, ο οποίος προβάλλει με σοβαρότητα αυτόν το νόμο της επιρροής σαν βέβαιο κανόνα μεταμορφώσεως των πιστών στο πρότυπό τους, αφού εκ των προτέρων ο ίδιος το έπαθε, και δικαίως παροτρύνει «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Και να πως παραδίδει το μάθημα ο άριστος αυτός καθηγητής· «όλοι εμείς χωρίς κάλυμμα στο πρόσωπο, κοιτάζουμε σε καθρέφτη τη λαμπρότητα του Κυρίου και μεταμορφωνόμαστε σ’ αυτήν τη λαμπρή εικόνα του, βαδίζοντας από δόξα σε δόξα με την ενέργεια του Κυρίου, που είναι το Πνεύμα»(Β΄Κορ. 3, 18). Εδώ εμείς δεν θα σκεφθούμε τον Κύριό μας, του οποίου τη δόξα, τον χαρακτήρα, αντικατοπτρίζουμε προς μίμηση, σαν ένα απλό διδάσκαλο, φιλόσοφο ή μουσουργό, ώστε ο απλός νόμος της επιρροής να μας επηρεάσει. Ο Χριστός μας, ως Πανσθενουργός Θεός, επιδρά πάνω μας αν θελήσουμε πέρα των φυσικών νόμων διά της υπέρ εκ περισσού χάριτός του, γιατί ακριβώς ήλθε, ίνα ζωήν έχωμεν και περισσόν έχωμεν. «Εγώ γαρ, φησί, ζω και υμείς ζήσεσθε».
Για μας ο Χριστός δεν είναι μόνον ιστορικό πρόσωπο, αλλά και ο Κύριος της δόξης, του οποίου η χάρις ως ζώσα ενέργεια μένει μαζί μας στους αιώνες, κατά την αψευδή του επαγγελία, που θεραπεύει τα ασθενή και αναπληρώνει τα ελλείποντα και γίνεται «τοις πάσι τα πάντα». Ο ανωτέρω λόγος του Παύλου προς τους Κορινθίους (Β΄Κορ. 3,18), είναι η πρακτικότερη μέθοδος του αγιασμού, που μεταδίδεται σε όσους πιστούς με προσοχή και ενδιαφέρον αντανακλούν πάνω τους τον θείο χαρακτήρα του Κυρίου μας, διότι απαραβάτως κατά τον αυτόν χαρακτήρα θα μεταμορφώνονται σταδιακά «βαδίζοντας από δόξα σε δόξα με την ενέργεια του Κυρίου, που είναι το Πνεύμα».
Και να με ποιο τρόπο ο Ιησούς μας παρακινεί· «όποιος θέλει να με υπηρετεί  ας ακουθεί το δικό μου δρόμο» και «όπου είμαι εγώ, εκεί θα είναι και ο δικός μου υπηρέτης»(Ιω. 12, 26). Η ολοκληρωτική μίμηση του Χριστού από τον άνθρωπο δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί. Υπάρχει όμως το ενδεχόμενο ανθρωπίνως να κατορθωθεί και γίνεται σε όσους μπορούν να πούν με παρρησία, «να εμείς τα αφήσαμε όλα και σε ακολουθήσαμε». Μόνον εκείνοι  ενδυναμώνονται «και να τον μιμηθούν  και να εφαρμόσουν όλες τις εντολές του», σύμφωνα με τον Μάξιμο τον Ομολογητή.
Προαναφέραμε το νόμο της επιρροής κατά τους φυσικούς λόγους, αλλά εδώ η μίμηση του Χριστού – Θεού δεν είναι μόνον φυσικός νόμος αντιγραφής παραδείγματος ή συστήματος συμπεριφοράς. Ασφαλώς και αυτά συντελούν. Ο λόγος όμως εδώ είναι ότι δεν βαδίζει ο άνθρωπος προς τον Θεόν να τον μιμηθεί, αλλά έρχεται ο Θεός προς τον άνθρωπο να τον θεοποιήσει. Το πρώτο είναι μηχανικό, ενώ το δεύτερο είναι οργανικό· το ένα είναι ανθρώπινο, το άλλο είναι θεοπρεπές.
Στην προσπάθειά μας  «όσα μεν είναι δεκτικά στη φύση μας τα μιμούμεθα, όσα δε δεν είναι τα σεβόμαστε και τα προσκυνούμε», κατά τον Γρηγόριο Νύσσης. Εάν ο Κύριός μας πληροφορεί ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν», και η μίμηση του από τους πιστούς πραγματοποιείται διά της θείας του χάριτος με τη συνεργασία της αυταπαρνήσεως. «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του και ας με ακολουθεί. Γιατί όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του, θα τη χάσει· όποιος όμως εξαιτίας μου χάσει τη ζωή του θα τη βρει»(Ματ. 16, 24-25). Από αυτό συμπεραίνεται ότι στην περιεκτική αυτή αυταπάρνηση, που ακολουθούμε χωρίς περιστροφές, αναγκαζόμαστε να βαδίσουμε εναντίον της πεσμένης στην αμαρτία φύσεώς μας και όλων των συστημάτων της συμβατικότητος του ψευδοπολιτισμού και να σηκώσουμε το σταυρό και τον ονειδισμό του Χριστού, όσον και αν φαίνεται αυτό πρόκληση στην ορθολογιστική έννοια αυτού του κόσμου. Το νόημα του πεπλανημένου κόσμου είναι το φρόνημα του εκπεσόντος πρώην εωσφόρου και νυν σατανά που εξαπάτησε τον πρώτον άνθρωπο να σκεφθεί με υπερηφάνεια και ιδιοτέλεια, αρρώστια που υπάρχει μέχρι σήμερα και έως της συντελείας στους υιούς της απειθείας. Αυτήν την ασθένεια και κάθε άλλη παρόμοια, αιτία της φθοράς και του θανάτου, θεράπευσε ο κλίνας ουρανούς και καταβάς Θεός Λόγος διά της ταπεινώσεως και υπακοής του προς τον Θεόν Πατέρα, διότι κατά τον Παύλο «αν και ήταν Θεός δεν θεώρησε την ισότητά του αποτέλεσμα αρπαγής, αλλά τα απαρνήθηκε όλα, πήρε μορφή δούλου και έγινε άνθρωπος και όντας πραγματικός άνθρωπος ταπεινώθηκε θεληματικά υπακούοντας μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού»(Φιλ. 2, 6-8). Το ζωντανό αυτό παράδειγμα της ταπεινώσεως του Θεού Λόγου, της «κενώσεώς» του, είναι ο δείκτης της χριστιανικής ζωής. Το νόημα της εν Χριστώ βιοτής είναι το ταπεινό φρόνημα, που συντρίβει την υπερηφάνεια του διαβόλου και κάθε ιδιοτέλεια.
Όλοι οι λόγοι και οι πράξεις του παναρέτου βίου του Κυρίου μας παρεδόθησαν στους πιστούς προς μίμηση διά της χάριτός του. Εξαίρετα όμως θαυμάζονται η ταπείνωση και η αγάπη του, που κατά το λόγιο «εκάλυψαν ουρανούς» και συγκλόνισαν την κτίση.
Στην παγκόσμια ιστορία δεν εμφανίσθηκε κανένας κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, αναμορφωτής, παιδαγωγός και εν γένει δημιουργός στην διάπλαση των κοινωνιών, που να χάραξε τα απαράμιλλα σημεία πλεύσεως, αγάπης, λέω, και ταπεινοφροσύνης, στον παγκόσμιο σκοτεινό ωκεανό του συμφέροντος και του εγωϊσμού. Οι ολόφωτοι αυτοί πυρσοί σαν δείκτες της ορθής πορείας περισώζουν τη δυστυχισμένη ανθρωπότητα από τα σκοτάδια του μίσους, της εκδικήσεως και της αρπαγής του ακόρεστου συμφέροντος και μεταβάλλουν το απέραντο ανθρωποσφαγείο σε χώρο αξιών και  αξιοπρέπειας, ώστε η ανθρώπινη προσωπικότητα να μην εκμηδενιστεί! Πάντως στις ημέρες μας ο δείκτης αυτός της ισορροπίας αντιστράφηκε επικίνδυνα και καλούνται «οι του Χριστού», οι καλοί σαμαρείτες της αλληλεγγύης και του αλτρουϊσμού, να γονατίσουν και να υψώσουν ικετευτικά τα χέρια τους στον μεγάλο μας Σωτήρα και Αναμορφωτή να παρατείνει τους οικτιρμούς του και να δώσει σύνεση στην παράλογη τρέλλα των αδίστακτων φορέων του εγκλήματος και του αθέμιτου συμφέροντος, που οδηγεί αδίστακτα στον Αρμαγεδδώνα του αφανισμού και ολέθρου οτιδήποτε μέχρι σήμερα κατεσκευάσθηκε άξιο και ευγενές.
Αλλά ας επανέρθουμε στο θέμα μας. Και επειδή το προοίμιο του λόγου μας ήταν η μίμηση του Ιησού μας, έκρινα να μη παραλείψω σχόλιο του μεγάλου μας φωστήρα της Καισαρείας, Βασιλείου του Μεγάλου, στον βίο του Κυρίου μας, στο οποίο αναφέρει τα εξής· «όλα όσα αφορούν τη ζωή του Κυρίου μας οδηγούν στην ταπεινοφροσύνη. Ως βρέφος γεννήθηκε σε σπήλαιο και τοποθετήθηκε όχι σε κρεβάτι αλλά μέσα σε φάτνη· έζησε σε σπίτι μαραγκού, με άγνωστη και ασήμαντη μητέρα, υπακούοντας στη μητέρα και στον μνηστήρα της· διδασκόταν, ακούοντας αυτά που δεν είχε ανάγκη, ρωτώντας  όμως, και με την ερώτηση θαυμαζόταν για τη σοφία του· υποτάχθηκε στον Ιωάννη και δέχθηκε βάπτισμα από το δούλο ο Δεσπότης· δεν αντιστάθηκε σε κανένα που ήταν αντίθετός του, ουτέ χρησιμοποίησε την απέραντη εξουσία που είχε, αλλ’ υποχωρούσε σε αυτούς σαν να ήταν δυνατότεροι και επέτρεπε στην πρόσκαιρη εξουσία να φαίνεται ισχυρή· δικαζόταν από τους αρχιερείς, οδηγείτο στον ηγεμόνα και ενώ δεχόταν καταδίκη ελέγχει όσους τον συκοφαντούσαν υποφέροντας σιωπηλός τις συκοφαντίες·  από ασήμαντους δούλους και παιδάρια δεχόταν φτυσίματα, παραδινόταν σε θάνατο, μάλιστα τον χειρότερο για τους ανθρώπους. Έτσι ως άνθρωπος έζησε από τη γέννηση μέχρι το τέλος του  και μετά από τόσο μεγάλη ταπεινοφροσύνη φανέρωσε τη δόξα του, συνδοξάζοντας με τον εαυτό του όσους περιφρονήθηκαν». Εδώ πραγματικά αποκαλύπτεται κάθε λογικός άνθρωπος σε κάθε ηλικία αλλά και περίσταση, γιατί ακριβώς ο Κύριός μας έζησε στη γη σε μία ταραχώδη και ακατάστατη κοινωνική ζωή, που η δυσκολία και η αβεβαιότητα ήταν μάλλον κανόνας της ζωής.
Ο πλούτος όμως της αγάπης του και η βαθυτάτη του ταπείνωση ανυψώθηκαν στον μέγιστο θρίαμβο, στο κέντρο της παγκόσμιας ιστορίας, όταν έδωσε τη σκληρότερη μάχη πάνω στο Σταυρό, κατανικώντας τις δυνάμεις του μίσους και τον όγκον του εγωϊσμού σε όλη τους την έκταση και βραβεύοντας με την παναγάπη και αυτοθυσία του τους σταυρωτές του! «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γάρ οίδασι τι ποιούσι»! Τα ασίγητα αυτά λόγια, που σε όλους τους κόσμους θα βοούν σε όλες τις γενεές και τους αιώνες, θα είναι το επισφράγισμα της θείας και θεοπρεπούς ιδιότητος του μόνου Λυτρωτού όλων των κόσμων, ορατών και νοουμένων, ότι όντως Αυτός είναι ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού που ήρθε στον κόσμο και ότι στο πανάγιον όνομά Του πραγματοποιείται όλη η σωτηρία. «Μέγας εί, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου»!
Να, λοιπόν, η εικόνα και το πρότυπο της αναπλάσεως σε όσους θέλουν να  μιμηθούν και να ανακαινισθούν. Από τη βρεφική ηλικία μέχρι την ενηλικίωση, ό,τι αφορά την ανατροφήν και την επικοινωνία, και μετά ο κανόνας των σχέσεων και της συμπεριφοράς προς τους πλησίον, ταπείνωση και υποταγή στην αναστροφή, πραότητα και αγάπη στις σχέσεις και τη συμπεριφορά. Να η οντολογική ανακαίνιση του ανθρώπου, ότι με το πάθος του Κυρίου μας πραγματοποιείται και κερδίζει η ηθική των Χριστιανών την εξαιρετική θέση της. Το βαθύ αυτό νόημα ερμηνεύει την μωρία του Σταυρού, που ο Παύλος εγκωμιάζει, και που παραμένει στους Ιουδαίους σκάνδαλο και στους κάθε είδους ειδωλολάτρες μωρία.
Όπως προανεφέραμε, το επίκεντρο του μυστηρίου του Σταυρού, που κάθε πιστός προσκαλείται αλλά και φιλοδοξεί να σηκώνει ακολουθώντας τον Ιησού, σ’ αυτά τα φαινόμενα σύντομα διαφαίνεται: πραότητα και ταπείνωση στη συμπεριφορά, αγάπη και αυτοθυσία στις σχέσεις του, και έτσι ο άνθρωπος ευρίσκεται εφαρμόζοντας το νόμο του Χριστού. Η κατ’ αυτόν τον τρόπο μίμηση των πιστών στο πάθος του Κυρίου μας είναι το ουσιωδέστερο επίτευγμα της ολοκληρωτικής κοινωνίας τους όχι μόνον στο πάθος, αλλά και την ανάσταση και τη δόξα της αναλήψεως του Σωτήρος μας, όπου στα δεξιά του Πατρός υποδέχεται κατά το ευαγγέλιόν του όλους τους δικούς του, «για να βρίσκονται όπου είναι και Αυτός και να βλέπουν τη δόξα του»(Ιω. 17,24).
Ο Άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος αναφέρει κάτι ανάλογο σε μία των κατηχήσεών του, το εξής· «όσοι δεν μιμήθηκαν τα πάθη του Χριστού διά μετανοίας και υπακοής και δεν μετείχαν στο θάνατό Του, δεν θα γίνουν συμμέτοχοι ούτε της πνευματικής του αναστάσεως, ούτε θα λάβουν Πνεύμα Άγιον». Η άρση άρα του Σταυρού ως καθήκον όλων των πιστών, κατά τον Παύλον, «αν μαζί με τον Χριστό πεθάναμε, μαζί του και θα ζήσουμε,…αν τον αρνηθούμε,και εκείνος θα μας αρνηθεί»(Β Τιμ. 2, 11-12), καθίσταται το κύριο μέλημα και παρουσιάζει τη χριστιανική ζωή ομολογιακήν επιταγή και όχι συμβιβαστικό σύστημα. Το νόημα του Σταυρού σαν περιεκτική φιλοπονία ερμηνεύεται στην ακρίβεια της τηρήσεως όλων των εντολών, των οποίων —έστω και της ελαχίστης— η παράβαση θα έχει ως αποτέλεσμα να «κληθεί ελάχιστος» ο φταίκτης.
Την ακρίβεια της ομολογίας τους οι Μάρτυρες της Εκκλησίας μας, όλων των εποχών, εξεπλήρωναν με κάθε λεπτομέρεια. Χαρακτηριστική όμως αποδεικνύεται η ομολογία των Νεομαρτύρων επί τουρκοκρατίας. Πολλοί απ’ αυτούς τους μακαρίους, αρπαζόμενοι από τις τυραννικές ορδές των κρατούντων στα διάφορα παιδομαζώματα, υποχρεώνονταν σε ακούσιο διά της βίας εξισλαμισμό στη βρεφική ηλικία και ουδέποτε είχαν συνείδηση ότι παρέβησαν τη δικήν τους πίστη διά το ανωριμο της ηλικίας. Σε όσους δε γινόταν αυτό γνωστό μετά την ενηλικίωσή τους μεταμελούνταν και επέστρεφαν με μετάνοια στην χριστιανική τους πίστη και πάρα πολλοί κατέφευγαν στον μοναχισμό. Η φωνή όμως της ομολογιακής συνειδήσεως δεν  σιωπούσε και μετά από τη σκληρη μετάνοια, ώστε πολλούς βρίσκουμε να παραδίδωνται εκουσίως στους τυράννους και να ελέγχουν με παρρησία την αδικία που έγινε εις βάρος τους και με σκληρά βασανιστήρια και ποικίλα μαρτύρια να ξεπλένουν την πρώτην, έστω και ακούσια, άρνηση.
Ο δρόμος προς το μαρτύριο και, γενικά, η ομολογιακή θέση της χριστιανικής πίστεως δεν παρουσιαζόταν μόνον σε ημέρες διωγμών  στις θερμές και ζέουσες καρδίες των πιστών, αλλά και μετά τη παύση της πολεμικής λαίλαπας των διαφόρων διωγμών. Επινοούσαν τρόπους και μέσα εκουσίου σταυρώσεως υποβαλλόμενοι σε διάφορες ασκήσεις στερήσεων και αγώνων, που αν και φαινόταν ότι αγωνίζονταν κατά της περιεκτικής κακίας και υπέρ της αποκτήσεως των αρετών, το βάθος του σκοπού τους ήταν ο φιλόθεος ζήλος τους υπέρ της αγάπης του Χριστού που πρώτος μας αγάπησε. Όσοι με το βάπτισμα «ενεδύθησαν χάριτι» τον Χριστόν, ενσυνείδητα πλέον εισδύουν στο νόημα του θανάτου και της αναστάσεώς του, όπου επέρχεται πλέον κατά συνέπειαν η διακοπή της σχέσεώς τους προς την αμαρτία και έτσι πραγματοποιείται η ποθητή μίμηση με το προτύπου τους τον Χριστό.
Η προς τον Χρίστον – Θεόν ομοίωση δεν πραγματοποιείται με φυσικά μέσα μιμήσεως, αλλά διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, που διά των θείων της Εκκλησίας μυστηρίων γεννάται στους πιστούς. Η μίμηση απλώς της Χριστοηθείας των πιστών αποδεικνύει τη σωστή τους πρόθεση να εκλέξουν τον ενάρετο βίο αντί της φαυλότητος του πονηρού βίου. Ολόκληρη όμως την  μεταβολή και προαγωγή τους «εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» και την μετάθεσή τους «εκ του θανάτου εις την ζωήν» λαμβάνουν με την κοινωνία των θείων ενεργειών, στις οποίες μετέχουν μέσω των θείων μυστηρίων.
Το βαθύτερο νόημα της Θεομιμήσεως ξεπερνά τους όρους των κανόνων της συμπεριφοράς, όπως ίσως θα νομίζουν οι νεωτεριστές. Κάτι τέτοιο βρίσκει κάνεις στις διαιρεθείσες Εκκλησίες. Η καθολική προσπάθεια των πιστών ν’ ακολουθήσουν, δηλαδή να μιμηθούν, τον Χρίστο όσο μπορούν είναι να «ζήσουν εν Αυτώ», όπου προκαλείται η ομοήθειά μεταξύ τους και προς Αυτόν· αυτό δε είναι ακατόρθωτον χωρίς την Εκκλησία. Η βαθύτερη μέσω της Εκκλησίας διά των μυστηρίων κοινωνία των πιστών με τον Χριστό και τους αγίους συνιστά την πανενότητα, όπου «πάντες οι του Χριστού έν εισί». Η μίμηση άρα του Χριστού στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η ολοκληρωτική ομοήθεια, Θεοήθεια, θεανθρωπισμός και θέωση ως καθολικός προορισμός του ανθρώπου, που δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα και ομοίωσιν» και που έφθασε τώρα στην τελειότητα με την θεία κένωση του Λόγου.
Στην αγωνιστικότητά του για την μίμηση του Χριστού  ο κάθε πιστός πληροφορείται εν αισθήσει την ανθρώπινη αδυναμία και μαθαίνει διά της πείρας το Κυριάκόν λόγιον, ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Εξ αντιθέτου, διά του Παυλείου «πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ» διδάσκεται πλήρως την άριστη αρετή της ταπεινώσεως της χριστιανικής ζωής και την αχώριστη σύντροφό της υπακοή, τα γνήσια χαρακτηριστικά του προτύπου. «Διότι λέει μάθετε από εμένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά» και πάλιν «δεν ήλθα να κάνω το θέλημά μου, αλλά το θέλημα του Πατέρα μου που με έστειλε». Η υπομονή που συστήνεται στους δικούς του από τον Κύριό μας, «εν τη υπομονή υμών κτήσασθε τας ψυχάς υμών» και «όποιος υπομείνει μέχρι τέλους αυτός θα σωθεί», αποκαλύπτουν την αδυναμία και τρεπτότητα της ανθρωπίνης φύσεως μετά την πτώση και συνιστούν την συνεχή προσπάθεια προς την ατελείωτη τελειότητα. Η συνεχιζόμενη προσπάθεια της Χριστομοιώσεως δεν παύει να διδάσκει στον άνθρωπο τη δική του ευτέλεια και ταπεινότητα, που πιέζεται συνεχώς από τη φαυλότητα του παλαιού ανθρώπου και όλων των συναφών, και αυτό ακριβώς φανερώνει τον δείκτη της αποστάσεώς του από τον Χριστό. Η πρακτική αυτή εμπειρία της ανθρωπίνης αδυναμίας και μηδαμινότητος αποκαλύπτει το ύψος της θείας δωρεάς και αγάπης προς τον άνθρωπο και συντελεί στην πληρέστερη μορφή της τελειότητος, στην οποίαν οι κατά Θεόν τέλειοι όλα τα αποδίδουν σ’ Αυτόν, «ώστε Αυτού να είναι όλα και Αυτός να είναι σε όλα»(Κολ. 2,11).

(Γέροντος Ιωσήφ, Λόγοι Παρακλήσεως, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 15, εκδ. Ι.Μ.Μ.Βατοπαιδίου, σ. 43-55)

Τά δάκρυα

Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης


Στόν κανόνα του ὁ καλός πιστός ἐνορίτης πρέπει νά ἐμπνευσθεῖ ἀπό τόν Πνευματικότου πατέρα νά καλλιεργεῖ μαζί μέ τήν προσευχή του καί τά δάκρυα.
«Τὰ δάκρυα» δίδασκε ὁ χαρισματοῦχος π. Ἐφραίμ «εἶναι μεταξὺ ἐμπαθείας καὶ ἀπαθείας» καί συνέχιζε: «Τὰ δάκρυα καθαρίζουν. Εἶναι τὰ ἀρχαρήτικα δάκρυα, δηλαδὴ τὰ δάκρυα μετανοίας. Ἤτοι σκέπτεσαι, ἐὰν κολασθῶ; Θὰ εἶμαι μὲ τὸν Χριστὸν ἢ μὲ τὸν διάβολον; Ἐὰν θὰ εἶμαι αἰώνια εἰς τὴν κόλασιν; Τότε τί θὰ κάνω; κ.ο.κ.
Κατόπιν ἔρχονται τὰ δάκρυα τῆς χάριτος. Τὰ δάκρυα αὐτὰ εἶναι τόσον γλυκά, ὥστε ὅταν μοῦ ἤρχοντο ἔλεγα: Θεέ μου εἰς τὸν Παράδεισον τίποτε ἄλλον δὲν θέλω, παρὰ νὰ κλαίω ἔτσι. Αὐτὰ τὰ δάκρυα ἔρχονται ὕστερα.
Τὰ δάκρυα εἶναι ἡ τροφὴ τῆς ψυχῆς. Ὅπως τὸ σῶμα (ὅταν) τρέφεται μὲ καλὴν τροφὴ ζωογονεῖται, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τρέφεται μὲ τὰ δάκρυα καὶ ζωογονεῖται.
Νὰ καλλιεργεῖς τὰ δάκρυα. Νὰ καλλιεργεῖς τὶς εἰκόνες, τὶς σκέψεις, ποὺ φέρνουν δάκρυα. Ἐγὼ καλλιεργοῦσα τὴν εἰκόνα τοῦ νεκροῦ σώματος τοῦ Γέροντα Ἰωσήφ. Ὅταν τὸν φίλησα καὶ τὸν βάλαμε στὸ μνῆμα. Σκεπτόμουνα, ὅτι κι ἐγὼ σύντομα ἔτσι θὰ γίνω. Σκεπτόμουνα, μήπως ὁ Θεὸς δὲν μὲ δεχθεῖ, δὲν μὲ συγχωρήσει, κ.ο.κ.
Ὅταν προσεύχεσαι νὰ προσπαθεῖς νὰ ἔχεις δάκρυα. Γίνεται συνήθεια κατόπιν καὶ κλαῖς εἰς τὴν προσευχήν σου. Ὅταν ἔχῃς δάκρυα εἰς τὴν προσευχή, ὁ,τιδήποτε δάκρυα, πηγαίνεις μπροστά. Ὅταν σταματήσουν τὰ δάκρυα πᾷς ὀπίσω.
Τὰ πολλὰ δάκρυα δίνουν τὴν Χάριν. Ἀρχικῶς σκεπτόμουνα, ὅτι σὲ λίγο θὰ πεθάνω. Τώρα, ἔχω χρόνον νὰ προσευχηθῶ καὶ νὰ μετανοήσω. Μόλις πεθάνω, τίποτε δὲν ὠφελοῦν τὰ δάκρυα. Τώρα μόνον, μπορῶ νὰ κλάψω γιὰ τὴν ψυχή μου. Ἔβαζα τὸν ἑαυτόν μου εἰς τὴν κόλασι. Ἔτσι ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον καλλιεργοῦσα τὰ δάκρυα, καὶ μὲ τὴν Χάριν τοῦ Θεοῦ, ἔκλαιγα ὅσο ἤθελα καὶ ὅποτε ἤθελα.
Ἐγὼ πῆρα τὸν δρόμον τῶν δακρύων. Ἔλεγα εἰς τὸν Γέροντα Ἰωσὴφ διὰ τὰ πολλά μου δάκρυα καὶ μοῦ ἀπαντοῦσε: Ἐσὺ ἔτσι θὰ εὕρεις τὴν Χάριν, μὲ τὰ δάκρυα. Ἄλλος δρόμος εἶναι ἡ νοερὰ προσευχή. Καὶ πράγματι ἔτσι κι ἔγινε. Ἐγὼ βρῆκα τὴν Χάριν μὲ τὰ πολλὰ δάκρυα.
Ἂν θέλῃς νὰ μὴ ψυχρανθεῖ ὁ ζῆλος σου, μὴν ἀφήνεις τὰ δάκρυα στὴν προσευχή σου.
Αὐτὰ ποὺ σᾶς λέγω, εἶναι ὅ,τι μας παρέδωσε ὁ Γέροντας Ἰωσήφ, καὶ ὅ,τι ἐκ πείρας ἐδοκίμασα, εἶδα, καὶ γεύθηκα. Αὐτὰ λέγω»21.
Μαζί μέ τήν ἀδιάλειπτη ἐσωτερική προσευχή τῶν πιστῶν μελῶν τῆς Ἐνορίας, τήν ἐκπλήρωση τοῦ προσωπικοῦ τους κανόνα καί τά δάκρυα ὁ ποιμένας ὀφείλει νά ἐμπνεύσει τήν κάθε οἰκογένεια ὥστε νά ἀποκτήσει μία Ἁγιοπνευματική ἀτμόσφαιρα μέ τήν καλλιέργεια τῆς κοινῆς πνευματικῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς.

πηγή: Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο:«Τά ἀσκητικά τῆς Ἐνορίας» 
Tο είδαμε εδώ

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 08, 2014

Γιατί οι νεκροί έρχονται στα όνειρά μας;

Ως είναι γνωστόν οι ψυχές των ανθρώπων ζουν και μετά τον θάνατον. Οι μεν ψυχές των δικαίων προαπολαμβάνοντας την χαρά του Παραδείσου, οι δε των αδίκων προαπολαμβάνοντας τον πόνον της κολάσεως. Έτσι ο  Θεός είναι δυνατόν, κάποτε  και δια τον λόγον που αυτός γνωρίζει, πάντοτε βέβαια προς σωτηρίαν μας, να επιτρέψη σε μια ψυχή να έλθη σε κάποιο συγγενή της και να του μεταφέρη κάποιο θεϊκό μήνυμα. Τέτοια μηνύματα του Θεού "κατ’ όναρ" έχουμε και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη.
Όμως τα όνειρα θέλουν ιδιαίτερη και μεγάλη προσοχή. Γιατί με αυτά παραπλανάει πολλούς ο Σατανάς. Ο Πνευματικός μας μπορεί ίσως να μας βοηθήση στην ερμηνεία τους και να μας συμβουλεύση σχετικώς. Γενικά καλόν είναι να μη δίνουμε σημασία στα όνειρα, γιατί τα περισσότερα είναι αποτελέσματα αυτού που λέει ο λαός μας·  "Ο πεινασμένος στον ύπνο του βλέπει καρβέλια".

Χίλιες φορές Δόξα Σοι Ο Θεός!!!













Χίλιες φορές Δόξα Σοι Ο Θεός!!!

Ζούσε κάποτε ένα γεροντάκι, που ήταν εκ γενετής τυφλός. Κάθε μέρα δόξαζε τον Θεό για τα καλά και τα άσχημα της καθημερινότητάς του.
Προσευχόταν, έκανε μετάνοιες, κομποσχοίνι και εξομολογούταν συχνά. Ποτέ δεν παραπονέθηκε για το ''πρόβλημά'' του…
Κάποτε τον έπιασε μια βαριά και τρομερή αρρώστια, σφάδαζε από τους πόνους, αλλά και πάλι δόξαζε τον Θεό. Κάθε μέρα που περνούσε ο πόνος μεγάλωνε, αλλά εκείνος δόξαζε τον Θεό.
Κάποια στιγμή τον συνάντησαν δυό καλογέρια που τον άκουγαν από μακρυά να επικαλείται την Μεγαλόχαρη.
- Έλα γέροντα, κάνε υπομονή, πες Δόξα Σοι Ο Θεός… Αυτός ξέρει για ποιο λόγο τα επιτρέπει όλα… του είπαν.
Ο γέροντας συνοφρυωμένος και με έντονη φωνή τους απήντησε:
- Μόνο μια φορά Δόξα Σοι Ο Θεός; Χίλιες φορές Δόξα Σοι Ο Θεός… Τι νομίζετε δηλαδή;; Για φαντάσου όμως να γίνω καλά, να μου δώσει ο Θεός μάτια και να βλέπω και να μου επιτρέψει σαρκικό πόλεμο, που έχει πετάξει τόσους από τα μοναστήρια… Θα το άντεχα αυτό τότε;;;; Ξέρει ο Θεός τι μου στέλνει. Βεβαίως Δόξα Σοι Ο Θεός!!!
Ο Θεός γνωρίζει καλύτερα τον λόγο που μας στέλνει κάθε δυσκολία και σε ποιον την στέλνει….
Ας Τον δοξάζουμε καθημερινά και για τα εύκολα και για τα δύσκολα… Μέσα από τα δύσκολα αποφεύγουμε τα χειρότερα…
Δόξα Σοι ο Θεός!
Πηγή

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...