Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Δευτέρα, Ιουλίου 06, 2015

Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ


 



Λέγεται ότι,οι άνθρωποι συνηθίζουν να διώκουν,να κατηγορούν και να συκοφαντούν τους Αγίους, όταν αυτοί βρίσκονται ακόμη εν ζωή. Μόλις όμως φύγουν από την ζωή, τότε αρχίζουν να τους τιμούν, να τους αγιάζουν και να προστρέχουν σ’ αυτούς.

Πράγματι είναι πολύ γνώριμο και συνηθισμένο το φαινόμενο αυτό, αγαπητοί μου αδελφοί, και συνέβει όχι μόνον σε πάρα πολλούς Αγίους, όπως: Μ. Αθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Ιωάννης Χρυσόστομος, Γρηγόριος Θεολόγος, Θεόδωρος Στουδίτης, Μάξιμος Ομολογητής, Νεκτάριος Πενταπόλεως και πολλούς άλλους, αλλά συνέβει ακόμη και σ’ Αυτόν τον ίδιο τον Κύριό μας, τον Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό.

Το ίδιο ακριβώς, έπαθε και ο σύγχρονος, σπουδαίος  και πολυγραφώτατος Άγιος,  ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο οποίος και αναγκάστηκε, όπως θα δούμε παρακάτω, να γράψει αυτή την καταπληκτική απολογία, προκειμένου να αποδείξει ότι δεν είναι κακόδοξος και αιρετικός. Τι να πει κανείς! 
Τα λόγια περιττεύουν σε τέτοιες περιπτώσεις...

Ας διαβάσουμε λοιπόν, ένα μέρος απ’ αυτήν την σπουδαία απολογία του και πιστεύω ότι θα ωφεληθούμε τα μέγιστα.

π. Μάξιμος






ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ

ΔΗΛΑΔΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΔΙΚΑΙΟΤΑΤΗ
Κατά τῶν, ὅσοι ἀμαθῶς καί κακοβούλως ἐτόλμησαν παρεξηγεῖν καί διαβάλλειν Παραδόσεις τινάς τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας καί ἄλλα τινά τῶν περί Πίστεως ὑγιῆ καί ὀρθόδοξα φρονήματα τοῦ ἀοιδίμου Διδασκάλου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου

(Α΄ Μέρος)



Φοβερό πράγμα είναι ο φθόνος, αγαπητοί μου, και ανήσυχο διαρκώς βρίσκεται σε κίνηση και ποτέ δεν παύει να ενεργοποιεί την φυσική του ιδιότητα. Αυτή συνίσταται στο να προσάπτει μομφή στους άμεμπτους, να κατηγορεί τους ακατηγόρητους και να διαβάλλει ως δήθεν κακόδοξους και ασεβείς ακόμη και αυτούς πού τυχαίνει να είναι οι πλέον ευσεβείς και Ορθόδοξοι.
Για να επιβεβαιωθεί αυτό που λέω, αρκεί να αναφερθούν τα παραδείγματα των μεγάλων διδασκάλων και αγίων της Εκκλησίας μαςκαι εννοώ τον Αθανάσιο, τον Βασίλειο, τον Γρηγόριο, τον Χρυσόστομο και τους υπολοίπους, οι οποίοι ενώ ήσαν οι πλέον ευσεβείς και Ορθόδοξοι, εν τούτοις διαβάλλονταν από τους εχθρούς τους ως δήθεν ασεβείς και κακόδοξοι.
Κι αν, όπως συνέβη, οι τέτοιας λογής και τόσου μεγέθους άγιοι της Εκκλησίας δεν μπόρεσαν να γλιτώσουν από τον φθόνο και τίς διαβολές, πώς ήταν δυνατό να μείνουμε ακατηγόρητοι εμείς και να φανούμε ανώτεροι από αυτούς, εμείς που δεν είμαστε άξιοι ούτε να σταθούμε κοντά τους; Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράξενο πού κι εμείς κατηγορούμαστε και διαβαλλόμαστε με δυσφημιστικά και κακόδοξα ονόματα, από κάποιους αδελφούς που κινούνται από φθόνο και πείσμα ή και από μίσος.

Υπάρχουν εξάλλου και μερικοί, οι οποίοι δεν γνωρίζουν καθόλου τι σημαίνει η λέξη «Κολλυβάς» και δεν καταλαβαίνουν την αιτία για την οποία κατηγορούμαστε και δυσφημιζόμαστε. Αυτοί, μόνο και μόνο επειδή ακούνε τους άλλους να μας αποκαλούν Κολλυβάδες και αιρετικούς και κακόδοξους, και με άλλους παρόμοιους δυσφημιστικούς χαρακτηρισμούς, αμέσως τους ακολουθούν στο να εκτοξεύουν εναντίον μας τις ίδιες δυσφημιστικές ονομασίες.

Μοιάζουν λοιπόν μ’ εκείνους τους ανόητους Αθηναίους, οι όποιοι ενώ ήσαν άξεστοι και αγροίκοι, κατηγόρησαν τον δίκαιο Αριστείδη και έγραψαν εναντίον του επάνω στο όστρακο ότι είναι άξιος να εξοστρακισθεί και να εξοριστεί από την Αθήνα. Και το έκαναν αυτό, παρόλο που δεν τον γνώριζαν καθόλου από πριν τους έφτανε μόνο που άκουγαν από τους άλλους ότι είναι άξιος εξοστρακισμού και εξορίας, σύμφωνα με την εξιστόρηση που γίνεται για αυτόν στα «Παράλληλα» του Πλουτάρχου. Παραλείπουμε βέβαια, επειδή είναι κακόφημη, την ταιριαστή σε τέτοιες περιπτώσεις δημώδη και λαϊκή εκείνη παροιμία πού λέγει: «μόλις γαβγίζει ένας σκύλος αμέσως γαβγίζει κι άλλος».

Για να κάνουμε λοιπόν γνωστή την αλήθεια, αναγκαζόμαστε να εκθέσουμε εδώ την παρούσα ιδιόχειρη ομολογία της Πίστεως μας και να απολογηθούμε με συντομία τι φρονούμε για εκείνα (τα θέματα) για τα οποία αδίκως μας κατηγορούν γιατί ακούμε τον κορυφαίο (απόστολο) Πέτρο που μας παραγγέλλει: «Να είστε πάντοτε έτοιμοι να απολογηθείτε σε καθένα που σας ζητάει λόγο... (για την πίστη σας)» (Α’ Πέτρ. γ’, 15). Και τούτο, αφενός, για να κλείσουν τα στόματα τους με το να φοβηθούν τον Θεό και την μέλλουσα ανταπόδοση εκείνοι που με εμπάθεια εκτοξεύουν εναντίον μας αυτές τίς κατηγορίες και αφετέρου, οι αδελφοί πού αγνοώντας (την αλήθεια) σκανδαλίζονται και ψυχραίνονται από όσα λέγονται εναντίον μας, να πάψουν να σκανδαλίζονται, βλέποντας ήδη να φανερώνονται και προφορικά και γραπτά και έντυπα τα φρονήματα πού έχουμε στην καρδιά μας επειδή σύμφωνα με τον απόστολο (Παύλο) «Με την καρδιά πιστεύει κανείς εκείνο, που οδηγεί στη δικαίωσή του, ενώ με το στόμα ομολογεί εκείνο που οδηγεί στη σωτηρία» (Ρωμ, Γ, 10).

Πρώτα-πρώτα, λοιπόν, ομολογούμε και κηρύττουμε καιαποδεχόμαστε τα δώδεκα άρθρα πού Βρίσκονται στο κοινό Σύμβολο της Πίστεως, δηλαδή αυτά πού περιέχονται στο «Πιστεύω εις ένα Θεόν», τα οποία καθημερινά τα διαβάζουμε και ο καθένας μόνος του και από κοινού, και στα κελλιά μας και στις άγιες εκκλησίες του Θεού, στις όποιες θα τύχει να παρευρεθούμε. Διότι ακούμε τον θείοΧρυσόστομο να λέγει: «Είναι δόγματα που κατέβηκαν από τον Ουρανό οι φρικτοί κανόνες πού βρίσκονται στο Σύμβολο» (στην Μ’ Ομιλία, στην Α’ προς Κορινθίους).

Δεύτεροομολογούμε και ενστερνιζόμαστε όλα τα αλλά δόγματα, όσα η Καθολική και Ανατολική Αγία Εκκλησία του Χριστού ομολογεί και κηρύττει. Τόσο αυτά που αφορούν την υψηλή και Τριαδική θεολογία, δηλαδή τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, των οποίων η Θεότητα είναι μία, σύμφωνα με τον Ε’ Κανόνα της δευτέρας Οικουμενικής Συνόδου, όσο και αυτά που έχουν σχέση με την βαθιά και ένσαρκη Οικονομία του Θεού Λόγου. Και για να πω αυτό που λέει ο Μέγας Βασίλειος«Πιστεύουμε σύμφωνα με όσα ομολογήσαμε στο βάπτισμα μας και φρονούμε σύμφωνα με όσα έχουμε πιστεύσει». (στον Α’ Ασκητικό Λόγο).

Τρίτοομολογούμε και αποδεχόμαστε με ευσεβές φρόνημα τα επτά θεία και ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας, τα οποία είναι: Το άγιο Βάπτισμα, το άγιο Μύρο, η θεία Ευχαριστία, η Ιεροσύνη, ο νόμιμος Γάμος, η Μετάνοια και το Ευχέλαιο. Και αυτά τα τιμούμε και τα σεβόμαστε με κάθε πίστη και ευλάβεια, ως αναγκαιους συντελεστές στη σωτηρία της ψυχής μας και αποδεχόμαστε την χάρη και τον αγιασμό αυτών των Μυστηρίων, σύμφωνα με το (ιεροτελεστικό) τυπικό που τηρείται και διαφυλάσσεται στην Ανατολική (Ορθόδοξη) του Χριστού Εκκλησία.

Τέταρτοκρατάμε τις αποστολικές παραδόσεις, που διδαχθήκαμε είτε προφορικά είτε με Επιστολή των θείων και ιερών Αποστόλων και μένουμε (σταθεροί) σ’ αυτά που μάθαμε και επιβεβαιώσαμε, όπως ο απόστολος Παύλος παραγγέλλει σ’ εμάς και σ’ όλους τους χριστιανούς και στην Α’ προς Κορινθίους Επιστολή και στην Β’ προς Θεσσαλονικείς και στην Β’ προς Τιμόθεο.

Πέμπτο, μαζί με τις παραδόσεις των αποστόλων κρατούμε καιαποδεχόμαστε και τις παραδόσεις της Εκκλησίας, δηλαδή αυτές που ορίσθηκαν από τους διαδόχους των αποστόλων -ήταν φρόνημα του κακόδοξου Μοντανού, ο όποιος άκμασε κατά τον δεύτερο αιώνα, το να αθετεί τις παραδόσεις και τις συνήθειες της Εκκλησίας, σύμφωνα με τον Ευσέβιο, βιβλίο Ε’, κεφ. ΙΕ’ της Εκκλησιαστικής Ιστορίας-, γιατί τα δόγματα και οι παραδόσεις της Εκκλησίας δεν είναι αντίθετα μεταξύ τους, μη γένοιτο κάτι τέτοιο! Αλλά μάλλον το ένα είναι συστατικό του άλλου. Γιατί, αφενός τα δόγματα της Πίστεως συνιστούν (συγκροτούν) τις παραδόσεις της Εκκλησίας και αφετέρου οι παραδόσεις της Εκκλησίας θεμελιώνονται επάνω στα δόγματα της Πίστεως. Έτσι και τα δύο μαζί έχουν την ίδια σπουδαιότητα για την ευσέβεια (των πιστών). Γι’ αυτό και ο Μέγας Βασίλειος είπε ότι «αυτά τα δύο έχουν την ίδια ισχύ για την ευσέβεια» (Κανόνας 91ος). Γιατί, όπως οι μεγάλες πέτρες στέκονται με τις μικρές, και οι δύο μαζί συγκροτούν την οικοδομή -επειδή αν θελήσει κανείς να γκρεμίσει τις μικρές, γκρεμίζει ταυτόχρονα και τις μεγάλες-, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και τα δόγματα της Πίστεως στέκονται μαζί με τις παραδόσεις της Εκκλησίας και αν θελήσει κανείς να αθετήσει τις παραδόσεις της Εκκλησίας, αθετεί μαζί και τα δόγματα της Πίστεως. Για αυτό είπε πάλι ο Μέγας Βασίλειος«Γιατί αν επιχειρούσαμε να εγκαταλείψουμε τις άγραφες συνήθειες, επειδή τάχα δεν έχουν μεγάλη σπουδαιότητα, χωρίς να το είχαμε αντιληφθεί θα ζημιώναμε στα πιο σημαντικά σημεία το Ευαγγέλιο και μάλλον θα καταντούσαμε το κήρυγμα (του Ευαγγελίου) απλό όνομα». (Κανόνας 91ος).

Έκτο, κρατούμε και αποδεχόμαστε όλους τους ιερούς Κανόνες των πανευφήμων Αποστόλων, των επτά Οικουμενικών Συνόδων, των τοπικών Συνόδων και των κατά μέρος Αγίων και θεοφόρων Πατέρων, που επικυρώθηκαν από την Έκτη Οικουμενική Σύνοδο στον Β΄ Κανόνα της και από την Έβδομη στον Α’ Κανόνα της. Και μαζί με τους Κανόνες αποδεχόμαστε και τα πρακτικά των ίδιων αγίων Συνόδων, γιατί και τα δύο αυτά έχουν την ίδια εγκυρότητα.

Έβδομο, και για να ολοκληρώσουμε, όλα όσα αποδέχεται και ομολογεί η Αγία, Καθολική, Αποστολική και Ανατολική Εκκλησία του Χριστού, η κοινή και πνευματική μας μητέρα, αυτά και εμείς αποδεχόμαστε και ομολογούμε μαζί της. Και όσα αυτή αποστρέφεται και αποκηρύττει, αυτά παρόμοια κι’ εμείς τα αποκηρύττουμε και τα αποστρεφόμαστε μαζί της σαν παιδιά της και ειλικρινή και γνήσια.


Μετά από αυτά που ομολογήσαμε προηγουμένως, ερχόμαστε τώρα να απολογηθούμε με συντομία για όσα μας κατηγορούν. Άλλα πριν από την απολογία μας, κρίναμε ότι είναι αναγκαίο να πληροφορήσουμε τους αναγνώστες σχετικά με τη σημασία της λέξεως κόλλυβα. Κόλλυβο, λοιπόν, είναι βρασμένο σιτάρι, το όποιο σιτάρι είναι σύμβολο του ανθρώπινου σώματος, επειδή το ανθρώπινο σώμα τρέφεται και αυξάνει με το σιτάρι. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Κύριος παρομοίασε το θεουπόστατο Σώμα Του με το σπυρί του σιταριού, έτσι λέγοντας στο δωδέκατο κεφάλαιο του κατά Ιωάννη αγίου Ευαγγελίου: «το σπυρί του σιταριού εάν πέφτοντας στη γη δεν πεθάνει, μένει μοναχό του (και δεν πολλαπλασιάζεται) εάν όμως πεθάνει, πολύ καρπό φέρνει». Είπε εξάλλου και ο μακάριος Παύλος στην προς Κορινθίους Α’ επιστολή, κεφάλαιο 16: «εκείνο που εσύ σπέρνεις δεν ζωογονείται, εάν πρώτα δεν πεθάνει» και τούτο, γιατί θάβεται στη γη το νεκρό σώμα και σαπίζει, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το σπυρί του σιταριού.

Απ’ αυτή, λοιπόν, την παρομοίωση πήρε την αφορμή η Εκκλησία του Χριστού και τελεί τα αποκαλούμενα κόλλυβα, τόσο αυτά που προσφέρονται στις εορτές των αγίων, όσο και αυτά που προσφέρονται στα μνημόσυνα των κεκοιμημένων εν Χριστώ αδελφών μας, όπως λέγει ο Γαβριήλ ο (επίσκοπος) Φιλαδέλφειας στο Εγχειρίδιο. Και σύμφωνα με τον Βλαστάρη «εφθός σίτος», δηλαδή βρασμένο σιτάρι, είναι τα κόλλυβα και όχι άβραστο κυρίως βέβαια και πρωτίστως, για να μπορούμε να τα τρώμε. Και τα τρώμε τα κόλλυβα, εξαιτίας του θαύματος που έκανε ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων, αυτός που καθιέρωσε τα κόλλυβα, το πρώτο Σάββατο των Νηστειών, προστάζοντας (σε θείο όραμα) τον Αρχιερέα να βράσει σιτάρι και να το μοιράσει στους Χριστιανούς. Ο δεύτερος λόγος για τον όποιο βράζουμε το σιτάρι είναι, για να φανερώνεται με το βράσιμο η διάλυση και ή φθορά των σωμάτων των κεκοιμημένων, των οποίων σύμβολα είναι τα κόλλυβα.

Και αν κάποιος επρόκειτο να ισχυρισθεί ότι τα κόλλυβα έπρεπε να είναι άβραστο σιτάρι και όχι βρασμένο -αφού, σύμφωνα με τον συλλογισμό τους, το βρασμένο σιτάρι δεν μπορεί ποτέ να βλαστήσει, ενώ τα σώματα των κοιμηθέντων, παρόλο που έχουν ήδη διαλυθεί, πρόκειται ωστόσο να αναστηθούν κατά τη συντέλεια, επομένως, λέγουν, είναι αταίριαστο το σύμβολο μ’ αυτό πού συμβολικά παριστάνει, δηλαδή το βρασμένο σιτάρι με το νεκρό σώμα-, εάν, λοιπόν, λέμε, έτσι έλεγε κάποιος, σ’ αυτά εμείς αποκρινόμαστε, ότι μάλιστα αυτό (το βρασμένο σιτάρι) είναι σύμβολο πάρα πολύ ταιριαστό. Γιατί, όπως το βρασμένο σιτάρι δεν μπορεί, βέβαια, να βλαστήσει με φυσικό τρόπο, μπορεί όμως και παραμπορεί με υπερφυσικό, δηλαδή με την άπειρη δύναμη του Θεού, ο οποίος μπορεί να πραγματοποιήσει τα πάντα έτσι παρομοίως και τα νεκρά σώματα, τα οποία έχουν διαλυθεί στα μέρη από τα οποία συναρμόσθηκαν, δεν μπορούν, βέβαια, με φυσικό τρόπο να αναστηθούν και να ξαναζωντανέψουν, με υπερφυσικό όμως τρόπο, δηλαδή με την παντοδυναμία του Θεού, μπορούν και πάρα πολύ μάλιστα. Γι΄ αυτό όλοι οι θεολόγο ομολογούν ότι η Ανάσταση των νεκρών είναι έργο που ξεπερνά όλους τους όρους της φύσεως.

Μετά από την παραπάνω προδιασάφηση για την σημασία των κολλύβων, απολογούμαστε πρώτα για εκείνο το ζήτημα, που πολλοί αδελφοί, χωρίς φόβο Θεού κατηγορώντας μας αποκαλούν «Κολλυβάδες». Και λέμε ότι την ονομασία αυτή ψεύτικα και συκοφαντικά μας την προσάπτουν οι καλοί αδελφοί, διότι εμείς τηρούμε την αρχαία παράδοση της Εκκλησίας, η οποία ανέκαθεν και από την αρχή παρέλαβε ήμερα Σάββατο να τελεί τα μνημόσυνα των εν Χριστώ κεκοιμημένων και όχι ήμερα Κυριακή(μνημόσυνα, βέβαια, ονομάζουμε αυτά που τελούνται με κόλλυβα και νεκρώσιμο τρισάγιο, όχι αυτά στα όποια γίνεται απλή μνημόνευση ονομάτων κατά την τέλεση της Ιερής Λειτουργίας, γιατί αυτά έχουν άλλη έννοια, όπως θ’ αναφερθεί παρακάτω) και αυτό θα γίνει φανερό από όσα θα αναφερθούν στη συνέχεια.
Η Εκκλησία, λοιπόν, όχι μόνο την γενική ενθύμηση των ψυχών πάντοτε ημέρα Σάββατο την τελεί (ψυχοσάββατο) και ουδέποτε ήμερα Κυριακή -όπως φαίνεται και από το ιερό Τριώδιο και από το ιερό Πεντηκοσταρίου- αλλά και κάθε Σάββατο κάθε εβδομάδας αυτό το ίδιο κάνει, μνημονεύει δηλαδή τους κεκοιμημένους, όπως φαίνεται από το ιερό βιβλίο της Παρακλητικής.

Για ποιους όμως λόγους, η Εκκλησία τελεί τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων, πάντοτε ημέρα Σάββατο; 
Πρώτοεπειδή την ήμερα του Σαββάτου ο Κύριος βρισκόταν με την ψυχή στον Άδη για να του πάρει τα λάφυρα και να λύσει από τα δεσμά τις εκεί ευρισκόμενες φυλακισμένες ψυχές, όπως το βεβαιώνει αυτό ο θείος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Αυτός γράφοντας προς τον Κομητά για το θέμα των αγίων νηστειών, να πως λέγει αυτολεξεί, 
«με τον ίδιο τρόπο και εδώ το Πνεύμα το Άγιο δια μέσου των υπηρετών του Λόγου νομοθετώντας ολοήμερη μέχρι την εσπέρα νηστεία για τις πέντε ημέρες της εβδομάδας (της Μεγάλης Τεσσαρακοστής), για το Σάββατο και την Κυριακή δεν όρισε ολοήμερη νηστεία, αλλά την αποχή μόνο από κάποιες τροφές. Και τούτο επειδή τις Κυριακές της Μ. Τεσσαρακοστής περισσότερο και από τη νηστεία επικρατεί η Ανάσταση, που γνωρίζουμε ότι έγινε ημέρα Κυριακή. Όπως και τα Σάββατα της Μ. Τεσσαρακοστής περισσότερο από τη νηστεία επικρατεί η λειτουργική προσφορά πού γίνεται για χάρη όλων των προκεκοιμημένων άγιων (δηλαδή των Ορθόδοξων Χριστιανών, εκλαμβάνοντας πλατύτερα τη λέξη άγιος), την οποία έχουμε εντολή να την επιτελούμε κάθε Σάββατο, εξαιτίας του πριν από το Πάσχα Σαββάτου (να ο λόγος, για τον οποίο το Σάββατο τελούμε τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων) τότε που ο Χριστός έδεσε τον ισχυρό (Διάβολο) και άρπαξε όλα τα σκεύη του αυτό είναι και το μοναδικό Σάββατο (το Μέγα Σάββατο) κατά το όποιο πρέπει να νηστεύουν εκείνοι που εορτάζουν τη χαρά της Αναστάσεως» (στον Α’ τόμο).

Από αυτά τα λόγια, λοιπόν, του θείου Δαμάσκηνου βγάζουμε τούτο το καλό συμπέρασμα, ότι αυτοί που δεν τελούν το Σάββατο τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων, αλλά την Κυριακή, αθετούν αφενός τα λόγια αυτά του θείου πατέρα, και αφετέρου συγχέουν (μπερδεύουν) τα χαρακτηριστικά που έχει το Σάββατο με τα χαρακτηριστικά που έχει η Κυριακή. Και τούτο, διότι κατά το Σάββατο ήταν στον Άδη η θεοϋπόστατη ψυχή του Σωτήρα Χριστού, για να λυτρώσει τις ψυχές που ήσαν εκεί ενώ κατά την Κυριακή ήταν έξω από τον Άδη η ψυχή Του, ενωμένη με το ζωοποιημένο και αναστημένο απ’ αυτήν σώμα και με την ενωμένη υποστατικά μ’ αυτήν Θεότητα.
Ο Μέγας Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης διακηρύττει την αναμφισβήτητη γενική αύτη αρχή, ότι δεν πρέπει να συγχέουν κάποιοι τα ιερά σύμβολα, γιατί συγχέουν (μπερδεύουν) ταυτόχρονα και τις αιτίες και τις δυνάμεις και τις τάξεις αυτών των οποίων είναι σύμβολα, αλλά πρέπει να τα διατηρούν ασύγχυτα και αντίστοιχα με τα αίτια τους. Και να πώς το λέγει αυτολεξεί: 
«Δεν πρέπει να συγχέουμε όπως τύχει τα ιερά σύμβολα, αλλά να τα εξηγούμε ταιριαστά με τις αιτίες ή τις υποστάσεις ή τις δυνάμεις ή τις τάξεις ή τις αξίες, των οποίων και είναι αποκαλυπτικά σύμβολα» (στην Επιστολή προς τον Τίτο).

Έχοντας την ίδια γνώμη με τον θείο Δαμασκηνό και ο θείος Γρηγόριος Νύσσης είπε στην ερμηνεία της επιγραφής του 92ου ψαλμού: 
«Ποιος απ’ αυτούς που δέχθηκαν την ευσεβή διδασκαλία (του Ευαγγελίου) δεν γνωρίζει ότι την ήμερα του Σαββάτου πραγματοποιήθηκε το μυστήριο του θανάτου; ότι, σύμφωνα με την ακρίβεια του (μωσαϊκού) νόμου, έμεινε ακίνητο μέσα στον τάφο το ζωοποιό Σώμα του Κυρίου την ημέρα εκείνη;».

Δεύτερος λόγος για τον όποιο η Εκκλησία τελεί τα μνημόσυνα το Σάββατο είναι, γιατί η λέξη Σάββατο στα ελληνικά σημαίνει κατάπαυση (σταμάτημα). Επειδή, λοιπόν, οι ψυχές των κεκοιμημένων κατάπαυσαν (σταμάτησαν) απ’ όλα τα βιοτικά πράγματα, γι’ αυτό ανάλογα και κατάλληλα τελείται και η μνήμη τους την καταπαύσιμη ημέρα του Σαββάτου. Και αυτό το βεβαιώνει το συναξάρι του ιερού Τριωδίου, που είναι γραμμένο για το Σάββατο της Απόκρεω, με τα παρακάτω λόγια:

«Σάββατο πάντοτε (σημείωσε αυτό το πάντοτε) τελούμε τη μνήμη των ψυχών, διότι η εβραϊκή λέξη Σάββατο σημαίνει κατάπαυση (σταμάτημα). Και αφού λοιπόν οι πεθαμένοι κατάπαυσαν (σταμάτησαν)από τίς βιοτικές φροντίδες και από όλα τα υπόλοιπα πράγματα, γι’ αυτό στην καταπαύσιμη ημέρα κάνουμε τις δεήσεις για χάρη τους το μερικό βέβαια έχει επικρατήσει να γίνεται και κάθε Σάββατο (καθώς αυτό γίνεται φανερό από την ιερή Παρακλητική, όπως είπαμε πιο πάνω). Στο σημερινό όμως ψυχοσάββατο (της Απόκρεω) κάνουμε γενική μνημόνευση και προσευχόμαστε για όλους τους ευσεβείς».
Σημείωσε αυτό που λέγει εδώ ο σοφός Νικηφόρος ο Κάλλιστος, αυτός που συνέγραψε τα Συναξάρια του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου. Γιατί λέγοντας ότι: «Αύτη την ήμερα (του ψυχοσάββατου) μνημονεύουμε γενικώς και προσευχόμαστε για κάθε ευσεβή άνθρωπο», έδειξε ότι σε άλλα Σάββατα μνημονεύουμε και μερικώς (ονομαστικώς) τους κεκοιμημένους πατέρες μας και αδελφούς διότι αντιδιαστέλλεται το γενικώς με το μερικώς. Και αυτό γίνεται φανερό και από τον παρακάτω ορισμό του καθολικού Τυπικού, το οποίο λέγει ότι τα μερικά τριήμερα και τα εννιάμερα μνημόσυνα του αδελφού που κοιμήθηκε κατά την περίοδο της μεγάλης Τεσσαρακοστής, πρέπει να γίνονται το Σάββατο. Αλλ’ αυτό βέβαια, σαφέστερα και ισχυρότερα, φαίνεται και από τα προηγούμενα λόγια του θείου Δαμασκηνού, που λέγει: 
«δια μέσου των υπηρετών του Λόγου νομοθετώντας το Πνεύμα το Άγιο... όρισε την λειτουργική προσφορά που γίνεται για χάρη όλων των προκεκοιμημένων αγίων (δηλαδή χριστιανών), την οποία έχουμε εντολή να την επιτελούμε κάθε Σάββατο».

Άρα, είναι ανίσχυρα και μάταια αυτά που προβάλλονται σοφιστικά (παραπλανητικά) από μερικούς, ότι δηλαδή τα γενικά μνημόσυνα (ψυχοσάββατα) γίνονται μόνο το Σάββατο, ενώ τα μερικά μνημόσυνα (για συγκεκριμένους κεκοιμημένους) γίνονται και την Κυριακή. Σημείωσε ακόμα και τούτο, σαν συμπέρασμα που βγαίνει από τα προηγούμενα, ότι αυτοί που τελούν τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων την Κυριακή ανατρέπουν τον λόγο του ιερού Τριωδίου που αναφέρθηκε παράπονο). Και τούτο επειδή η Κυριακή δεν είναι καταπαύσιμη ημέρα, όπως είναι το Σάββατο, για να γίνονται και σ’ αυτήν τα μνημόσυνα, αλλά είναι «απαρχή της αιωνίου βιωτής», αρχή της αιώνιας ζωής, όπως ψάλλει η αγία Εκκλησία του Χριστού μαζί με τον θείο Ιωάννη τον Δαμασκηνό.

Εμείς λοιπόν που τηρούμε την παραπάνω παράδοση της Εκκλησίας, η οποία τελεί τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων το Σάββατο και εμείς που τηρούμε τους αναφερθέντες λόγους του θείου Δαμασκηνού και του ιερού Τριωδίου εμείς, λέγω, κατηγορούμαστε και ονομαζόμαστε «Κολλυβάδες». Από ποιους από εκείνους που παραβαίνουν αυτήν εδώ την παράδοση της Εκκλησίας και κάνουν μνημόσυνα την Κυριακή.
Ω γη και ήλιε και της δικαιοσύνης οφθαλμοί που βλέπετε! Και είναι δίκαιο πράγμα αυτό, όταν μάλιστα εμάς πρέπει να μας επαινούν γι’ αυτή τη στάση μας και να μας εγκωμιάζουν ως φύλακες της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως; Να κρίνετε χωρίς πάθος, σας παρακαλούμε, να κρίνετε εσείς πού έχετε διάκριση και φόβο Θεού στην ψυχή σας.

Ότι βέβαια είναι αρχαία συνήθεια και παράδοση της Εκκλησίας το να τελεί το Σάββατο τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων, αυτά που γίνονται με κόλλυβα και νεκρώσιμο Τρισάγιο και εκτενή ευχή και ακολουθία, αυτό επιβεβαιώνεται από πολλούς. Το βεβαιώνει αυτό πρώτο, η ίδια η πράξη των Ιερών και ευαγών Μοναστηριών του Αγίου Όρους, των οποίων οι εφημέριοι την εσπέρα κάθε Παρασκευής μεταβαίνουν στο κοιμητήριο μαζί με τα κόλλυβα και εκεί τα μνημονεύουν. Όμοια και το πρωί κάθε Σαββάτου λειτουργούν στο ίδιο κοιμητήριο μνημονεύοντας τους κεκοιμημένους.

Αλλά και αν κάποιος από αυτούς που είναι αντίθετοι με την εκκλησιαστική παράδοση των μνημόσυνων επρόκειτο να πει ότι «εσείς, φίλοι μου, σύμφωνα με τα επιχειρήματα που προβάλλετε διδάσκετε ότι μόνο το Σάββατο πρέπει να τελούνται τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων και όχι άλλη μέρα της εβδομάδας επειδή όμως τις άλλες ημέρες της εβδομάδας δεν είναι απαγορευμένο να τελούμε τα μνημόσυνα τους, άρα λοιπόν, κατά παρόμοιο τρόπο δεν είναι απαγορευμένο να τα τελούμε και την Κυριακή». 
Προς αυτόν εμείς απαντούμε ότι σοφιστικά (παραπλανητικά)αποκρίνεσαι, αγαπητέ, όποιος κι αν τυχαίνει να είσαι, γιατί μαζί μ’ αυτό πού ζητάς στην αρχή να αποδείξεις, αρπάζεις και το ζητούμενο, σύμφωνα με όσα λέγουν αυτοί που καταγίνονται με τα σοφίσματα»

Εμείς αδελφέ δεν διαφωνούμε για την τέλεση των μνημόσυνων τις υπόλοιπες μέρες τις εβδομάδας άλλα για μόνη την Κυριακή. Γιατί αυτήν βλέποντας την να ξεχωρίζει από τις άλλες ημέρες, και από το ίδιο το Σάββατο, και εξαιτίας των προνομίων που μας δόθηκαν λόγω της Αναστάσεως του Κυρίου, η οποία έγινε την ημέρα αυτή, και λόγω της αναστάσεως όλων των πιστών πού προτυπώνεται ότι θα γίνει την ημέρα αυτή, αλλά επίσης και για την χαρά αυτής της Αναστάσεως∙ για όλους αυτούς τους λόγους, ακολουθούμε τα ιερά Τυπικά που ορίζουν να μη γίνονται αυτή την ήμερα μνημόσυνα των κεκοιμημένων. Όσο για το Σάββατο ακολουθούμε τα παραπάνω λόγια και του θείου Δαμάσκηνου και του ιερού Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου και λέμε ότι τότε πρέπει να γίνονται κυρίως και κατ’ εξοχήν τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων και μάλιστα για τους λόγους ότι αφενός το Σάββατο είναι ήμερα καταπαύσιμη, και αφετέρου ότι το Σάββατο ο Κύριος βρισκόταν στον τάφο σωματικά και στον Άδη με την ψυχή, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω.

Όσο για (την τέλεση μνημοσυνών) τις άλλες ημέρες δεν λογομαχούμε ούτε διαφωνούμε, επειδή ούτε τα ιερά Τυπικά ή τα βιβλία της Εκκλησίας βλέπουμε να ορίζουν κάτι διαφορετικό γι’ αυτές. Κάθε φορά, λοιπόν, που στις υπόλοιπες (καθημερινές) ημέρες της εβδομάδας γίνεται τέλεια Λειτουργία, τότε κι εμείς τελούμε τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων, χωρίς να ορίζουμε τίποτε για θέματα που δεν έχουν οριστεί εκτός μόνο αν συμπέσουν σ’ αυτές τις ημέρες Δεσποτικές ή Θεομητορικές εορτές. Γιατί τότε δεν ψάλλονται αυτά (τα μνημόσυνα), που είναι πένθιμα, σε αυτές τις εορτές, που είναι χαρμόσυνες, επειδή σύμφωνα με τις Ιερές Διαταγές των Αποστόλων «δεν πρέπει να πενθούμε σε ημέρα εορτής». Βλέπουμε εξάλλου και τα Τυπικά, που απαγορεύουν την τέλεση των μνημοσυνών κατά τις εορτές αυτές, όπως θα πούμε λίγο πιο ύστερα.

Κανείς βέβαια δεν μπορεί να αρνηθεί την αλήθεια και να ισχυρισθεί ότι δεν είναι πένθιμα τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων για το λόγο ότι αυτά προξενούν λύπηΚαι προξενούν λύπη,
πρώτο, επειδή οι κεκοιμημένοι αδελφοί θεωρούνται από την Εκκλησία ως αμαρτωλοί και όχι ως δίκαιοι και η αμαρτία, βέβαια, είναι ρίζα και αιτία λύπης και πένθους, επειδή χωρίζει (τον άνθρωπο) από τον Θεό.
Δεύτερο, προξενούν λύπη τα μνημόσυνα, επειδή οι ψυχές των κεκοιμημένων θεωρούνται ότι βρίσκονται σε τόπο σκοτεινό, σε τόπο που επικρατεί η θλίψη και με απλά λόγια, σε τόπο που είναι η φυλακή του αδη, ο όποιος αληθινά είναι αίτιος λύπης και σκυθρωπότητας. Γι’ αυτό και η Εκκλησία με τα μνημόσυνα παρακαλεί να ελευθερωθούν οι ψυχές των κεκοιμημένων αδελφών από αυτόν τον τόσο άθλιο τόπο και να τοποθετηθούν «σε τόπο φωτεινό, σε τόπο χλοερό (καταπράσινο), σε τόπο αναψύξεως δροσισμού και αναπαύσεως, όπου εξαφανίστηκε η λύπη και ο στεναγμός». Γι’ αυτό το λόγο και όλοι οι χριστιανοί που παρίστανται στα μνημόσυνα των πεθαμένων, με πένθιμο παρουσιαστικό, με μάτια σκυθρωπά και δακρυσμένα και με λυπημένη φωνή, παρακαλούν και προσεύχονται στον Άγιο Θεό για χάρη του κεκοιμημένου λέγοντας: «Κύριε, ελέησε (ευσπλαχνίσου) Κύριε, ανάπαυσε την ψυχή του δούλου σου».

Τρίτο και τελευταίο, είναι πένθιμα τα μνημόσυνα, εξαιτίας του θανάτου που αναφέρεται σ’ αυτά, του θανάτου που είναι πρωταίτιος και πρωτεργάτης κάθε λύπης και πένθους. Και αν, βέβαια (μας αναφέρεις ότι), ο Παύλος λέγει να μη λυπούμαστε για τους κεκοιμημένους, αλλά σ’ εκείνο το σημείο κεκοιμημένους εννοεί όχι τους αμαρτωλούς -τέτοιοι που θεωρούνται οι δικοί μας κεκοιμημένοι-, αλλά τους Δικαίους και τους Αγίους, καθώς αυτό γίνεται φανερό από τα παρακάτω λόγια του (στην Α’ Θεσσαλονικείς δ’, 13), έτσι όπως τα ερμηνεύουν και ο Χρυσορρήμων (Χρυσόστομος) και ο Θεοφύλακτος...



Τρίτοτην παράδοση τελέσεως των μνημόσυνων το Σάββατο, την βεβαιώνουν τα Τυπικά πολλών Μοναστηριών και μάλιστα της Μεγίστης Λαύρας του Άθω και της Μονής Δοχειαρείου, τα όποια ορίζουν ότι όταν τα μνημόσυνα των κτητόρων τους τύχουν ημέρα Κυριακή, τότε να μνημονεύονται τα κόλλυβα μετά την ακολουθία της ενάτης ώρας του Σαββάτου και αφού τα μνημονεύσουν και τα μοιράσουν στους αδελφούς, τότε να αρχίζει ό εσπερινός της Κυριακής (αυτές οι ιδιαίτερες διατάξεις των Τυπικών τους γράφονται στο μπροστινό μέρος). Αυτό το βεβαιώνουν (επίσης) τα «βραβία», δηλαδή οι σύντομοι κώδικες που περιέχουν τα ονόματα των κτητόρων των Μοναστηριών και διαβάζονται στον νάρθηκα (λιτή) του Ναού, τα όποια δεν διαβάζονται στον εσπερινό του Σαββάτου. Άλλα και αν πρόκειται να γίνει αγρυπνία το Σάββατο βράδυ προς Κυριακή, ορίζουν να γίνεται, βέβαια, η ακολουθία της λιτής, να μη μνημονεύονται όμως σ’ αυτήν οι κεκοιμημένοι.

Τέταρτο, την παράδοση τελέσεως των μνημοσυνών το Σάββατο, τηνβεβαιώνει και το Τυπικό του ονομαστού Ναού του Πρωτάτου που βρίσκεται στον Άθωνα. Και όταν λέμε Τυπικό του Πρωτάτου, συμπεριλαμβάνουμε όλα τα ιδιαίτερα Τυπικά των ιερών Μοναστηριών του Άθωνα, γιατί το Πρωτάτο είναι η πρώτη επίσημη καθέδρα, κάτω από την οποία βρίσκονταν όλα τα Μοναστήρια του Αγίου Όρους. Αυτό λοιπόν το Τυπικό στο κεφάλαιο Ι16 καθορίζει για τα μνημόσυνα τα έξης:
«Πρέπει να ξέρουμε ότι εάν συμβεί να αναχωρήσει προς τον Κύριο κάποιος αδελφός την περίοδο των αγίων τούτων ημερών (της Μεγάλης Τεσσαρακοστής δηλαδή), τότε ενδιάμεσα της εβδομάδας δεν τελείται η παννυχίδα (ακολουθία μνημόσυνου) για τα τριήμερα του μέχρι την εσπέρα της Παρασκευής τότε τελείται η παννυχίδα του και το πρωί του Σαββάτου τελείται η Λειτουργία (με κόλλυβο και νεκρώσιμο τρισάγιο δηλαδή), ενώ το επόμενο Σάββατο γίνονται τα εννιάμερα του, είτε συμπίπτουν στις ημέρες τους είτε όχι. Όσο για το σαραντάημερο μνημόσυνο του, τούτο γίνεται με την συμπλήρωση του αριθμού των σαράντα ήμερων από την έκδημία του».

Αυτή η διάταξη για τα μνημόσυνα, τριήμερα, εννιάμερα και τεσσαρακοστά, του κοιμηθέντος μέσα στην Μ. Τεσσαρακοστή αδελφοί είναι κατά λέξη δανεισμένη από το καθολικό Τυπικό του αγίου Σάββα και Χαρίτωνος και Κυριάκου και Ιωάννου του Δαμάσκηνου. Και επειδή το καθολικό Τυπικό που αναφέραμε, σχετικά με τα τριήμερα του κεκοιμημένου λέγει ότι πρέπει να γίνονται αυτά τοΣάββατο,  -απ’ όπου προκύπτει το συμπέρασμα ότι αυτά δεν γίνονται την Κυριακή, καθότι υπάρχει το ενδεχόμενο να πεθάνει κάποιος την Παρασκευή και τα τριήμερα του να συμπίπτουν την Κυριακή, η διάταξη όμως του Τυπικού λέγει κατηγορηματικά ότι τα τριήμερα του κεκοιμημένου (κατά την Μ. Τεσσαρακοστή) γίνονται το Σάββατο (και όχι δηλαδή την Κυριακή)-,  όμοια και για τα εννιάμερα του λέγει με ακριβή ορισμό ότι πρέπει να γίνονται το ερχόμενο Σάββατο, είτε συμβεί να συμπέσουν αυτά τότε, είτε δεν συμπέσουν (και όχι δηλαδή την Κυριακή) . Όσο για το σαρανταήμερο του κεκοιμημένου, επειδή το καθολικό εκκλησιαστικό Τυπικό αναφέρει αόριστα ότι τούτο να γίνεται όταν συμπληρωθεί ο αριθμός των ημερών (από την ήμερα του θανάτου) -και δεν εξαίρεσε τίς ημέρες στις όποιες δεν επιτρέπεται-, για τον λόγο αυτό οί θεοφόροι πατέρες του αγιώνυμου Όρους, οι όποιοι καθόλου δεν διαφέρουν στην αγιότητα από τον άγιο Σάββα και τον άγιο Χαρίτωνα και από τους άλλους -«ερμηνεύοντας τα πνευματικά πράγματα με πνευματικά μέτρα», σύμφωνα με τον Απόστολο- προσδιόρισαν το αόριστο και διεύρυναν το περιορισμένο και εξήγησαν το δυσνόητο αυτό μέρος του καθολικού Τυπικού και γι’ αυτό επισυνάπτουν στη συνέχεια τις προβλεπόμενες εξαιρέσεις, λέγοντας:
«Αυτό, βέβαια, είναι φανερό (ότι το μνημόσυνο θα γίνει στις σαράντα ημέρες), εάν δεν συμπέσει (το σαραντάημερο μνημόσυνο δηλαδή) την αγία και Μεγάλη Εβδομάδα ή τη Διακαινήσιμο γιατί εάν συμπέσει μέσα σε αυτές τις εβδομάδες δεν τελείται το μνημόσυνο του δηλαδή, παρά μόνο αφού περάσει η Κυριακή του Θωμά. Επειδή ακριβώς είναι παράδοση των Άγιων να μνημονεύονται καθημερινά με Λειτουργίες αυτοί που έχουν εκδημήσει από κοντά μας από αυτή δηλαδή την πρώτη μέρα της τελευτής τους μέχρι και την τεσσαρακοστή μέρα, οι Λειτουργίες αυτού του είδους που γίνονται για αυτούς αρχίζουν από την Δευτέρα του Θωμά μέχρι να συμπληρωθεί η Τεσσαρακοστή μέρα. Τούτο δεν γίνεται μόνο τις Κυριακές και τις υπόλοιπες εορτάσιμες μέρες. Δηλαδή την Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής, την Τετάρτη πριν την Ανάληψη, την Πέμπτη της Αναλήψεως και την Δεύτερα του Άγιου Πνεύματος».

Και βλέπε, φίλτατε αναγνώστη, πόση ακρίβεια τηρούν εδώ, σ’ αυτά που λένε, οι θεοφόροι Πατέρες του Αγίου Όρους. Γιατί αυτοί οι ίδιοι που είπαν παραπάνω ότι είναι παράδοση των Αγίων να μνημονεύονται καθημερινά οι κεκοιμημένοι αδελφοί και αυτοί οι ίδιοι που, ως φιλάδελφη που είναι, τόσο αγωνίζονται και υπερμαχούν για να μνημονεύονται καθημερινά όσοι τελευτούν αυτοί, λοιπόν, εξαιρούν (από την μνημόνευση αυτή, που γίνεται με κόλλυβο) με τρόπο κατηγορηματικό τις Κυριακές και τις αναφερθείσες εορτάσιμες ημέρες και με μεγάλη ακριβολογία και σαφή υπόδειξη λέγουν να μη γίνονται τις ημέρες αυτές τα μνημόσυνα των κεκοιμημένων αδελφών. Ποιο πράγμα μπορεί να γίνει πιο φανερό και ξεκάθαρο απ’ αυτή την αλήθεια; Ποιο πράγμα μπορεί να γίνει πιο σαφές απ’ αυτή την διάταξη; Ή ποιος άλλος μπορεί να βρεθεί περισσότερο φιλάδελφος από τους φιλάδελφους αυτούς Πατέρες; Αρκετή ήταν από μόνη της η παραπάνω μαρτυρία του Τυπικού του Πρωτάτου, ως το πλέον αποδεκτό που είναι, να πληροφορήσει τον καθένα.
Για περισσότερη, όμως, επιβεβαίωση των αναγνωστών, παρουσιάζουμε εδώ και άλλες μαρτυρίες από Τυπικά μερικών Μοναστηριών του , Αγίου Όρους. Λέμε, λοιπόν, ότι την παραπάνω διάταξη του Τυπικού του Πρωτάτου, αυτή που αναφέρει για το «τι πρέπει να γίνει, εάν συμβεί κάποιος αδελφός να αποδημήσει προς τον Κύριον μέσα στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή», την ίδια, απαράλλακτα και με τις ίδιες λέξεις, αναφέρει και το Τυπικό της Ιεράς Μονής του Διονυσίου, που τώρα είναι κοινόβιο. Γιατί και εκεί κατά τον ίδιο τρόπο γράφεται:
«Πρέπει να ξέρουμε ότι εάν συμβεί να αποδημήσει κάποιος αδελφός προς τον Κύριον αυτές τις άγιες ημέρες, κατά τη διάρκεια της εβδομάδας δεν τελείται η παννυχίδα (ακολουθία μνημόσυνου) για τα τριήμερα του μέχρι την εσπέρα της Παρασκευής επειδή τότε τελείται η παννυχίδα του, και το Σάββατο πρωί τελείται η Λειτουργία» και τα υπόλοιπα. Έπειτα προσθέτει και τα ακόλουθα: «Και επειδή είναι παράδοση των Αγίων να μνημονεύονται καθημερινά με Λειτουργίες αυτοί που αναχωρούν από κοντά μας, από την πρώτη δηλαδή ημέρα της τελευτής τους μέχρι και την τεσσαρακοστή, οι Λειτουργίες αυτού του είδους [με κόλλυβα και νεκρώσιμο τρισάγιο] που γίνονται γι αυτούς αρχίζουν από τη Δευτέρα του Θωμά μέχρι να συμπληρωθεί η τεσσαρακοστή ημέρα. Μόνο τις Κυριακές και τις υπόλοιπες εορτάσιμες ημέρες δεν γίνεται αυτό, δηλαδή την Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής, την Τετάρτη πριν από την Ανάληψη, την Πέμπτη της Αναλήψεως και την Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος»...


ΠΗΓΗ: (ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ «ΦΙΛΟΙ ΙΕΡΟΥ ΚΟΙΝΟΒΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ». 
ΤΕΥΧΗ 2004-2005)

 
 





ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Φοβερό πράγμα εἶναι ὁ φθόνος, ἀγαπητοί, καί ἀνήσυχο, πού πάντοτε κινεῖται καί πότε δέν παύει νά ἐνεργῆ τό φυσικό του γνώρισμα. αὐτό εἶναι τό νά προσάπτη μῶμο στούς ἀμωμήτους, νά κατηγορῆ τούς ἀκατηγόρητους, καί αὐτούς τούς εὐσεβεστάτους καί ὀρθοδοξότατους νά τούς διαβάλλη ὡς κακοδόξους καί δυσσεβεῖς. Γιά ἐπιβεβαίωσι αὐτοῦ εἶναι ἀρκετά τά παραδείγματα τῶν μεγάλων διδασκάλων καί Ἁγίων τῆς ἐκκλησίας μας, ἐννοῶ τοῦ Ἀθανασίου, τοῦ Βασιλείου, τοῦ Χρυσοστόμου καί τῶν ὑπολοίπων, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ ἦσαν εὐσεβέστατοι καί ὀρθοδοξότατοι, διαβάλλονται ἀπό τούς ἀντίπαλούς τους ὡς δυσσεβεῖς καί κακόδοξοι. Ἄν λοιπόν αὐτοί οἱ τόσο μεγάλοι καί σπουδαῖοι Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας δέν μπόρεσαν νά γλυτώσουν ἀπό τόν φθόνο καί τίς συκοφαντίες, πῶς ἦταν δυνατό νά μείνουμε ἐμεῖς ἀνώτεροι ἀπό αὐτούς, οἱ ὁποῖοι δέν εἴμαστε ἄξιοι οὔτε νά πλύνουμε τά πόδια τους;
Δέν εἶναι λοιπόν καθόλου παράξενο, ἄν καί ἐμεῖς, ἀπό τόν φθόνο καί τό πεῖσμα καποίων ἀδελφῶν ἤ καί ἀπό μισός ἀκόμη παρακινούμενοι, κατηγορούμαστε καί συκοφαντούμαστε καί μέ δυσφημια καί κακόδοξα ὀνόματα. Ὑπάρχουν ἀκόμη καί μερικοί, οἱ ὁποῖοι χωρίς νά γνωρίζουν καθόλου τί θά πῆ Κολυβας καί χωρίς νά γνωρίζουν τήν αἰτία γιά τήν ὁποία ἐμεῖς κατηγορούμαστε καί συκοφαντούμαστε, μόνον ἐπειδή ἀκοῦν νά μᾶς ἀποκαλοῦν οἱ ἄλλοι Κολυβαδες καί αἱρετικούς καί κακοδόξους καί ἀλλά παρόμοια συκοφαντικά, ἀμέσως καί αὐτοί ἀκολουθοῦν τίς ἴδιες συκοφαντίες.
Ἔτσι μοιάζουν μέ ἐκείνους τούς ἀνόητους Ἀθηναίους, οἱ ὁποῖοι ἀγροῖκοι ὄντες, κατηγόρησαν τόν δίκαιο Ἀριστείδη καί ἔγραψαν ἐνατιον τοῦ στό ὀστρακοοτι ἀξίζει νά ἐξοστρακισθῆ καί νά ἐξορισθῆ ἀπό τήν Ἀθηνᾶ. Καί μολονότι δέν τόν γνώριζαν καθόλου προηγουμένως, ἄκουγαν ὅμως μόνο ἀπό τούς ἄλλους ὅτι εἶναι ἄξιος ἐξοστρακισμοῦ καί ἐξορίας, ὅπως ἀναφέρεται γι’ αὐτόν στά Παράλληλα του Πλουτάρχου. καί δέν ἀναφερόμαστε, λόγω τοῦ δυσφήμου, σ’ ἐκείνην τήν χυδαία καί λαϊκή παροιμία πού ἁρμόζει σ’ αὐτήν τήν κατάστασι, πού λέει: «ὅταν γαυγίζη ἕνας, ἀμέσως γαυγίζη καί ἄλλος σκύλος».
Γιά τόν λόγο αὐτό, γιά νά γίνη γνωστή ἡ ἀλήθεια, ἀναγκαζόμαστε νά ἐκθέσουμε ἐδῶ τήν παροῦσα ἰδιόχειρη Ὁμολογία τῆς Πίστεώς μας καί νά ἀπολογηθοῦμε μέ λίγα λόγια, τί πιστεύουμε γιά ὅσα κατηγορούμαστε ἄδικα. Διότι ἀκοῦμε ἀπό τόν κορυφαῖο Πέτρο νά παραγγέλη: «Νά εἰσθε πάντοτε ἕτοιμοι γιά ἀπολογία σέ ὁποιονδήποτε σᾶς ζητά λόγο» (Ἀ’ Πέτρ. 3,15), ὥστε ὅσοι μέ πάθος διαδίδουν αὐτά ἐναντίον μας, νά κλείσουν τά στοματά τους, φοβούμενοι τόν Θεό καί τήν μελλοντική ἀνταπόδοσι καί οἱ ἄλλοι ἀδελφοί, πού σκανδαλίζονται ἀπό ἄγνοια καί ψυχραίνονται ἀπό ὅσα λέγονται ἐναντίον μας, νά σταματήσουν νά σκανδαλίζωνται, βλέποντας πλέον νά ἀποκαλύπτωνται καί μέ τόν λόγο καί μέ τήν γραφή τά φρονήματα πού ὑπάρχουν στήν καρδία μας. Διότι σύμφωνα μέ τόν Ἀπόστολο «μέ τήν καρδία ὁ ἄνθρωπος πιστεύει ὅ,τι ὁδηγεῖ στήν δικαίωσι, μέ τό στόμα δέ ὁμολογεῖ ὅ,τι ὁδηγεῖ στήν σωτηρία» (Ρώμ. 10,10).

Πρώτον. Ὁμολογοῦμε καί κηρύττουμε καί παραδεχόμαστε τά δώδεκα Ἄρθρα πού ὑπάρχουν στό κοινό σύμβολο τῆς Πίστεως, δηλαδή ἐκεῖνα πού περιέχονται στό «Πιστεύω εἰς ἔνα Θεόν», τά ὁποία τά διαβάζουμε καθημερινά καί μόνοι μας καί ἀπό κοινοῦ καί στά κελλιά μᾶς καί στούς ἱερούς ναούς τοῦ Θεοῦ, ὅπου θά τύχη νά βρεθοῦμε. Διότι ἀκοῦμε τόν ἱερό Χρυσόστομο νά λέη: «Οἱ φρικτοί κανόνες πού ὑπάρχουν στό σύμβολο, εἶναι δόγματα πού κατῆλθαν ἀπό τόν Οὐρανό» (Ὁμιλία μ’ εἰς τῆς πρός Ἀ’ Κορινθιους).

Δεύτερον. Ὁμολογοῦμε καί παραδεχόμαστε ὅλα τά ἀλλά δόγματα, ὅσα ὁμολογεῖ (παραδέχεται) καί κηρύττει ἡ ἅγια του Χριστοῦ Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, τόσα ὅσα ἀναφέρονται στήν ὑψηλή καί Τριαδική Θεολογία, δηλαδή περί Πατρός , Υἱοῦ καί Ἁγίου Πνεύματος, τῶν ὁποίων μιά εἶναι ἡ θεότητα, σύμφωνα μέ τόν 5ο κανόνα τῆς Δεύτερης Οἰκουμενικῆς Συνοδοῦ, ὅσο καί τά δόγματα πού ἀφοροῦν τήν βαθεία καί ἐνσαρκη Οἰκονομία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Καί γιά νά ἀναφέρω τόν λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ Πατρός τῆς Ἐκκλησίας. «Πιστευομεν, ὡς ἐβαπτισθημεν καί δοξαζομεν ὡς πεπιστευκαμεν» (Λόγος ἅ΄ Ἀσκητικός).

Τρίτον. Ὁμολογοῦμε καί παραδεχόμαστε μέ εὐσεβῆ λογισμό τά ἑπτά θειά καί ἱερά μυστήρια της Ἐκκλησίας μας, τά ὁποία εἶναι: Τό ἅγιο Βάπτισμα, Τό ἅγιο Μύρο, ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἡ Ἱερωσυνη, ὁ νόμιμος Γάμος, ἡ ΜΕτανοια καί τό Εὐχέλαιο. Καί αὐτά τά τιμοῦμε καί τά ἐπιβραβεύουμε μέ ὅλη τήν πίστι καί τήν εὐλάβεια, ἐπειδή βοηθοῦν ἀπαραίτητα στήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, καί ἔρχεται ἀπό αὐτά, σύμφωνα μέ τήν τάξι πού ἐνεργεῖται καί φυλάσσεται στήν ἀνατολική του Χριστοῦ Ἐκκλησιά.

Τέταρτον. Διατηροῦμε τίς Ἀποστολικές παραδόσεις τίς ὁποῖες διδαχθήκαμε εἴτε μέ λόγο εἴτε μέ ἐπιστολή τῶν θειῶν καί ἱερῶν Ἀποστολῶν, καί μένουμε πιστοί σέ ὅσα μάθαμε καί βεβαιωθήκαμε, ὅπως παραγγελει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος σ’ ἐμᾶς καί σέ ὅλους τους χριστιανούς καί στήν Ἅ΄πρός Κορινθιους καί στήν Β΄ πρός Θεσσαλονικεις καί στήν Β΄ πρός Τιμόθεον.

Πέμπτον. Μαζί μέ τίς παραδόσεις τῶν Ἀποστολῶν κρατοῦμε καί παραδεχόμαστε τίς Παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή αὐτές πού καθωρισθηκαν ἀπό τούς διαδόχους τῶν Ἀποστόλων. Δηλαδή τοῦ κακοδόξου Μοντανου, πού ἄκμασε κατά τόν 2ον αἰώνα καί τό φρόνημα τοῦ ἦταν τό νά ἀθετῆ τίς παραδόσεις καί τά ἤθη τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μέ τόν Εὐσέβιο (Βιβλ. Ἔ΄ κέφ. ἴε΄ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας). Διότι τά δόγματα καί οἱ παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι ἀντίθετα μεταξύ τους, κάθε ἄλλο, μᾶλλον τό ἕνα συμπληρώνει τό ἄλλο. Διότι τά δόγματα τῆς Πίστεως ἀποτελοῦν τίς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ οἱ Παραδόσεις τῆς ἐκκλησίας στηρίζονται πάνω στά δόγματα τῆς πίστεως, ἀλλά καί τά δυό μαζί ἔχουν τήν μιά καί τήν ἴδια δύναμι στό θέμα τῆς πίστεως. Γι’ αὐτό καί εἶπε ὁ μέγας Βασίλειος ὅτι «καί τά δυό αὐτά ἔχουν τήν ἴδια ἰσχύ στό θέμα τῆς πίστεως» (κανών 91). Διότι, ὅπως οἱ μεγάλες πέτρες στέκονται μαζί μέ τίς μικρές καί οἱ δυό μαζί ἀποτελοῦν τήν οἰκοδομή, διότι ἄν θελήση κάποιος νά γκρεμίση τίς μικρές, συγχρόνως γκρεμίζει καί τίς μεγάλες, ἔτσι καί τά δόγματα τῆς Πίστεως παραμένουν μαζί μέ τίς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, καί ἄν θελήση κάποιος νά ἀθετήση τίς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, ἀθετεῖ μαζί μέ αὐτές καί τά δόγματα τῆς Πίστεως. Γι’ αὐτό καί εἶπε πάλι ὁ μέγας Βασίλειος: «Ἐάν ἐπιχειρήσουμε νά ἀθετήσουμε τά ἄγραφα ἀπό τά ἔθιμα, ἐπειδή τάχα δέν ἔχουν μεγάλη δύναμι, κατά λάθος θά προξενούσαμε μεγάλη ζημία στό Εὐαγγέλιο. Μᾶλλον θά μετατρέπαμε τό κυρηγμα σέ ἕνα ψιλό ὄνομα» (κάν. 91).

Ἕκτον. Κρατοῦμε καί παραδεχόμαστε ὅλους τους ἱερούς κανόνες τῶν πανευφημων Ἀποστόλων, τῶν Ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνοδῶν, τῶν Τοπικῶν καί τῶν Ἅγιων καί θεοφορων Πατέρων, πού ἔζησαν σέ κάθε τόπο (κατε μέρος), τῶν κανόνων πού περιέχονται στόν 2ο κανόνα τῆς Ἕκτης Οἰκουμενικῆς Συνοδοῦ καί τούς Κανόνες πού ἐπικυρώθηκαν στόν ἅ΄ κανόνα τῆς Ἕβδομης. Μαζί μέ τούς Κανόνες παραδεχόμαστε καί τά Πρακτικά τῶν ἴδιων Συνοδῶν, διότι ἔχουν τήν ἴδια δύναμι καί τα δυό.


Ἕβδομο. Καί γιά νά μιλήσουμε γενικά. Ὅλα ὅσα ὅσα ἡ Ἅγια Καθολική, Ἀποστολική καί Ἀνατολική Ἐκκλησία, ἡ κοινή καί πνευματική μας Μητέρα, παραδέχεται καί ὁμολογεῖ, αὐτά καί ἐμεῖς μαζί μέ αὐτήν παραδεχόμαστε καί ὁμολογοῦμε. Ὅσα πάλι αὕτη ἀποστρέφεται καί ἀποκηρύττει, παρόμοια καί ἐμεῖς αὐτά τά ἀποκηρύττουμε καί τά ἀποστρεφόμαστε μαζί μέ αὐτήν ὡς εἰλικρινῆ καί γνήσια τέκνα της...

ΟΣΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΑΒΒΑΣ ΣΤΑΥΡΟΒΟΥΝΙΩΤΗΣ(+1985) "ΚΕΥΡΑΝΟΣ ΧΤΥΠΗΣΕ ΤΟ ΜΑΞΙΛΑΡΙ ΤΟΥ"






Κεραυνός χτύπησε το μαξιλάρι του




Χειμώνας καιρός, με τ' αστραπόβροντα και τ' αστροπελέκια να βαρούν σαν κανόνια και να δημιουργούν εικόνες κοσμοχαλασιάς, γύρω από το θεοφύλακτο Σταυροβούνι. Καταμεσήμερα, ακριβώς δώδεκα ή ώρα και ό Πατήρ Σάββας βρισκόταν ξαπλωμένος στο κελί του, για ολιγόωρη ανάπαυση. Ό ύπνος τον είχε κιόλας αποπάρει, όταν χτύπησε την πόρτα τού κελιού ή μητέρα του. Μόλις σηκώθηκε να της ανοίξει, ένα αστροπελέκι έπεσε πάνω στο μαξιλάρι τού κρεβατιού του, μετατρέποντάς το, κυριολεκτικά σε κάρβουνο. Ό Παντεπόπτης των πάντων, «ό τα πάντα ορών» - «ορατών τε πάντων»  - και τίποτε δεν λανθάνει της προσοχής Του, πού επιβλέπει και προστατεύει την «Άμπελον ήν έφύτεψεν ή δεξιά Του»,  έστειλε τη μάνα τού Όσιου, ως φύλακα άγγελό του, για να τον γλιτώσει από βέβαιο θάνατο.  Ό Δημιουργός τού Κόσμου ήθελε να σώσει τον αθώο Γέροντα, πού προοριζόταν για επιτέλεση πλούσιου αγαθού έργου, γι' αυτό και ευδόκησε να επιζήσει. Μόνον ό Κύριος γνωρίζει, πότε μια ψυχή είναι έτοιμη για αναχώρηση από την προσωρινή ματαιότητα στη μόνιμη αιωνιότητα.

Πέσιμο σε κακοτοπιές

Αρκετές φορές, κατά προσωπική του μαρτυρία, ενώ κουβαλούσε στη ράχη του φορτίο με καυσόξυλα, ανεβαίνοντας την απότομη βουνοπλαγιά της Μονής Μαυροβουνίου, γλιστρούσε σε λασπωμένα μονοπάτια και κατρακυλούσε από κακοστρατιές. Με τη βοήθεια τού Παντελεήμονος Θεού και τις ευχές τού Γέροντά του, ποτέ δεν έπαθε κάποια ζημιά. Πάντοτε είχε τον Γέροντά του πλάι στον Θεό. Ότι γινόταν δεν προερχόταν από τις δυνάμεις του, αλλά από το θέλημα τού Θεού και τού Γέροντά του, γι' αυτό και το περνούσε καρτερικά, σύμφωνα και με το πνεύμα των ασκητικών παραγγελμάτων τού Αββά Ισαάκ τού Σύρου: «Άς περιφρονήσωμεν όλαις δυνάμεσι το ήμέτερον σώμα, και άς άφιερώσωμεν την ψυχήν ήμών εις τον Θεόν, και ούτως άς είσέλθωμεν εν τω ονόματι τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού εις τον αγώνα των πειρασμών».

Χτυπημένος από υδρωπικία

Άλλη φορά αρρώστησε βαριά από υδρωπικία, και στο νοσοκομείο πού μεταφέρθηκε, οι γιατροί αποφάσισαν να τον χειρουργήσουν. Ό Γέροντας, δακρύβρεχτος, παρακαλούσε την Παναγία να τον θεραπεύσει. Έναπέθεσε όλες τις ελπίδες του στην πρόνοια τού Θεού και την Προστασία των Χριστιανών. Ή απάντηση της Θεοτόκου στην επίκληση Της, ήταν άμεση, φιλάνθρωπη και θαυματουργική. Μια μέρα, εκεί στο νοσοκομείο, είδε ενύπνια τη Μητέρα τού Θεού ντυμένη κατάλευκα, να τον πλησιάζει και να τον παρηγορεί: «Θα   γίνεις καλά, μή Λυπάσαι». Την επόμενη μέρα, μετά την ιατρική εξέταση, οι γιατροί έμειναν έκπληκτοι. Όλο το υγρό πού είχε μαζευτεί στο σώμα τού Γέροντα, εξαφανίστηκε. Ή Παναγία τον περίζωνε με την Αγία Ζώνη Της και τον περιέσκεπε με την Αγία Σκέπη Της. «Διό ευδοκώ εν άσθενείαις, εν ύβρεσιν, εν άνάγκαις, εν διωγμοίς, εν στενοχωρίαις υπέρ Χριστον όταν γάρ ασθενώ τότε δυνατός ειμί». Ένας από τούς γιατρούς της θεραπευτικής ομάδας πού τον εξέτασαν, ρώτησε τον Γέροντα: - Μα τί είσαι σύ τέλος πάντων;


Ό φιλάγιος ιερομόναχος, απάντησε:

- Είμαι γιατρός των ψυχών.
Οι γιατροί πιστεύοντας ότι ανάμεσα τους βρισκόταν ένας άγιος άνθρωπος, τού ζήτησαν να εξομολογηθούν και να κάνει Παράκληση. Από τις αρρώστιες και τις δοκιμασίες, κανένας δεν βγαίνει ζημιωμένος, έκτος από τον γογγυστό και βλάσφημο. Ή υπομονή τού άρρωστου και ή ευχαριστία του προς τον Θεό, λαμπρύνουν την ψυχή του. Δυστυχώς, όμως, πολλών ασθενών πού βρίσκονται σε αδυναμία, έρχεται ό σπορέας της κακίας και τούς ενσπείρει λογισμούς κακούς, γογγυστικούς κατά τού Κυρίου, πού επέτρεψε τη δοκιμασία και την ασθένεια.

Βαριά αρρώστια τον καθήλωσε στο κρεβάτι



Την περίοδο πού βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα αρρώστησε βαριά. Καθηλωμένος στο κρεβάτι τού πόνου, επιστράτευσε τον γιατρό της εμπιστοσύνης του- τη δυνατή και ολόθερμη προσευχή του. Κάθε βράδυ εμφανιζόταν δίπλα του ένας άγνωστος επισκέπτης, λες και παρακολουθούσε την κατάσταση της υγείας του. Απορημένος ό Γέροντας, σε μια επίσκεψη του, τον ρώτησε:
- Ποιος είσαι;
- Ό Άγιος Χαράλαμπος είμαι. Θα γίνεις καλά και σύντομα θα λειτουργήσεις.

Ό Γέροντας ήταν από τους μοναχούς που  αξιώθηκε της Χάριτος τού παναγίου Πνεύματος, να ακούει τη φωνή των Αγίων. Ό Άγιος, τον όποιο έγδαραν ζωντανό οι αντιμαχόμενοι την πίστη τού Κυρίου, τού έστειλε τη βοήθειά του, από την αόρατη πλάση. Ό Πατήρ Σάββας θεραπεύτηκε και άρχισε ξανά τις Θείες Λειτουργίες.  Όσοι γνώριζαν την περίπτωση και είχαν δει τον ασθενή στο στρώμα, έμειναν έκπληκτοι από την ταχεία αποθεραπεία του, βεβαιώνοντας πώς επρόκειτο περί θαύματος. «Αυτή ή ασθένεια ουκ εστί προς θάνατον, άλλ' υπέρ

τής δόξης τον Θεού, ίνα δοξασθη ό υιός τον Θεού δι' αύτής».'Με τις παρακλήσεις του, οι Άγιοι έρχονταν αρωγοί στα χρονίζοντα προβλήματα των ανθρώπων πόσο μάλλον στον ίδιο;

      



Ό καλοκάγαθος Γέροντας δεν λύγιζε στις αρρώστιες και τούς πειρασμούς και ούτε παρακάλεσε ποτέ τον Ζωοδότη Θεό, να τον απαλλάξει από τέτοια δεινά, παρά μόνο, τον παρακαλούσε να τον δυναμώνει, ώστε να τα ξεπερνά. Ήθελε να έχει τις πλάτες του γερές, για να βαστάζουν τον Σταυρό πού εθελούσια κουβαλούσε. Αληθινά, οι γνήσιοι χριστιανοί είναι οι μόνοι ανάμεσα στους αθλητές, πού όσους τραυματισμούς και αν υποστούν στη διάρκεια τού αγώνα τους, είτε αυτοί προέλθουν από χτυπήματα είτε από αρρώστιες, ποτέ δεν εγκαταλείπουν το αγωνιστικό στάδιο. Πότε αποθεραπευόμενοι, με τη βοήθεια της «Ιατρού των Άσθενούντων» Μεγαλόχαρης Παναγίας και πότε κουβαλώντας σε όλη τη διαδρομή τα τραύματά τους, συνεχίζουν απτόητοι ν' αγωνίζονται, μέχρι να φτάσουν στο πολυπόθητο τέρμα της Βασιλείας των Ουρανών, όπου θα τούς επιδεχθεί με ανοιχτές αγκάλες, ό Βασιλέας των όλων, Δεσπότης Χριστός.


Ληστής με μαχαίρι στον δρόμο του

Από έναν μεγάλο ανθρώπινο πειρασμό πού καραδοκούσε στον δρόμο, περιμένοντας το οποιοδήποτε θύμα του, ό Γέροντας κινδύνεψε να χάσει τη ζωή του. Πορευόταν από την άγια πόλη των Ιεροσολύμων, είτε πεζός είτε με κάποιο ζώο, προς τη Μονή τού Αγίου Γεωργίου Χοζεβά. Ξαφνικά, εμφανίστηκε μπροστά του, με φανερά απειλητικές διαθέσεις,  
ένας βεδουίνος μουσουλμάνος, πού κρατούσε στο χέρι του σπαθί. «Επί τω Θεώ ήλπισα, ον φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοι άνθρωπος».
-       Έλα, Παναγία μου, φθάσε ή χάρη Σον φώναξε ό Γέροντας.
Όπως είπε ό Άββάς Ποιμήν, ή μοναχική ιδιότητα στους πειρασμούς φαίνεται. 

«Το σημείον τον μοναχού εν τοις πειρασμοίς φαίνεται».   Στην προσπάθειά του να καταπραΰνει την επιθετικότητα τού άγνωστου σπαθοφόρου, τού είπε χαμογελαστά:
-       Πάρε παιδί μου, αυτό το ψωμί να το φάεις.
Τού έδωσε τον άρτο πού είχε μαζί του και αμέσως ό νεαρός αποτραβήχτηκε, απολογουμένους με ηρεμία στον παπά- Σάββα:
-       Πεινούμε άββά, πεινούμε.
-Έλα αύριο και θα σού δώσω χρήματα, απάντησε όλος πραότητα και καλοσύνη ό Γέροντας.*


Ή άγρια μορφή πού είχε ό βεδουίνος ήταν αποτέλεσμα της πείνας του, ενώ ή επιθετικότητα πού παρουσίασε, αποτέλεσμα της πνευματικής του φτώχειας. Ό παπά-Σάββας, ως έμπειρος καρδιογνώστης, μόλις αντιλήφτηκε τις άγριες διαθέσεις πού έζωναν τον επίδοξο ληστή, έκανε τη διάγνωσή του και τού έδωσε τις πρώτες βοήθειες. Φαγητό και ηρεμία. Αυτά τού
χρειάζονταν εκείνη τη στιγμή, τίποτε περισσότερο. Ό Γέρων Σάββας καθοδηγείτο από τον Χριστό πού κατοικούσε μέσα του, γι' αυτό στην ώρα έδινε τις κατάλληλες λύσεις. «Χωρίς εμού ου δυνασθε ποιείν ουδέν». 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Ο ΟΣΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΑΒΒΑΣ ΣΤΑΥΡΟΒΟΥΝΙΩΤΗΣ. ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΥΠΡΟΣ 2014

"Εγώ την Εκκλησία την θέλω..."



«Εγώ την Εκκλησία την θέλω…». Πόσες φορές δεν ακούμε τη φράση αυτή, ειπωμένη συνήθως από ανθρώπους που έχουν μηδαμινή ή εντελώς περιθωριακή σχέση με την Εκκλησία; Αφενός δεν γνωρίζουν τι είναι γενικώς η Εκκλησία και αφετέρου δεν θέλουν ν’  αποδεχθούν το γεγονός ότι η Εκκλησία έχει και την ανθρώπινη διάστασή της, που σημαίνει ότι υπάρχουν ως μέλη της κληρικοί και λαϊκοί, που μπορεί να μη στέκονται στο ύψος του χαρίσματος του λαού του Θεού και συνεπώς να προκαλούν σκάνδαλα, επιβεβαιώνοντας αυτό που λέει ο λόγος του Θεού: «δι’ υμάς βλασφημείται το όνομά μου εν τοις έθνεσιν». Το περίεργο και το παράδοξο είναι ότι λέγεται η φράση από χριστιανούς, βαπτισμένους και χρισμένους, που, όπως είπαμε όμως, έχουν εντελώς τυπική σχέση με την Εκκλησία.
Η φράση, όπως λέγεται, αποκαλύπτει μία μετάθεση του κέντρου βάρους της χριστιανικής συνείδησης αυτού που την εκφράζει. Αντί δηλαδή ο συγκεκριμένος χριστιανός να ζει και να κινείται ως μέλος ενός σώματος, του σώματος του Χριστού, που είναι η Εκκλησία, άρα να υπόκειται ο ίδιος στο σώμα και να υποτάσσεται στην πνευματική ζωή της Εκκλησίας, με πρόσβλεψη στον Ιησού Χριστό, την κεφαλή αυτής, και τους αγίους, με πρώτη την Παναγία, τα εξαίρετα μέλη της, αυτός αντιθέτως, ως να είναι υπερκείμενός της και συνεπώς κριτής της, ζητά να την «κανονίσει». Και συνήθως με τη φράση αυτή τι ζητά; ΄Οπως πάμπολλες φορές, και προσωπικά, έχουμε ακούσει: «Να μην έχει πολύ κόσμο, όταν πάει στο ναό», - το ναό συνήθως εννοεί ως Εκκλησία, «να μη φορούν πολυτελή άμφια οι παπάδες και οι δεσποτάδες», - οι κληρικοί γι’  αυτόν συνιστούν την Εκκλησία, «να καλύψει η Εκκλησία το οικονομικό έλλειμμα της πατρίδας», - το κοινωνικό έργο και η φιλανθρωπία είναι η μόνη κατ’  αυτόν αποστολή της Εκκλησίας, κι ακόμη περισσότερο: ζει με τον μύθο της άπειρης περιουσίας της, την οποία  νέμονται οι παπάδες και δεν την προσφέρουν στον κόσμο.
Χωρίς καμμία διάθεση ωραιοποίησης του τι συμβαίνει συχνά στην Εκκλησία – μόλις παραπάνω αναφέραμε ότι η Εκκλησία έχει και την ανθρώπινη διάστασή της, με ό,τι αρνητικό αυτό επισύρει: και δεσποτάδες και παπάδες υπάρχουν που δεν είναι σωστά μέλη της, και ατασθαλίες μπορεί να υφίστανται κ.λπ. – πρέπει να σημειώνουμε κάθε φορά τα αυτονόητα:
(1) ότι η Εκκλησία δεν είναι οι κληρικοί. Οι κληρικοί αποτελούν και αυτοί μέλη της Εκκλησίας, όπως άλλωστε και οι λαϊκοί, που σημαίνει ότι μπορεί να στέκουν στην πίστη ή να εκπίπτουν από αυτήν. Η Εκκλησία αποτελεί το ζωντανό σώμα του Χριστού, με κεφαλή τον ΄Ιδιο, η αγιότητά της άρα οφείλεται σ’  Εκείνον και όχι σε κάποια από τα μέλη της, και κατά συνέπεια στον Χριστό πιστεύουμε και όχι σε ανθρώπους, έστω και παπάδες. Η μετατόπιση της προσοχής στους κληρικούς, σαν να εξαρτάται η πίστη από αυτούς, αν δεν φανερώνει παχυλή άγνοια, αποκαλύπτει την «πονηρία» ορισμένων, που θέλουν στην πραγματικότητα να δικαιολογήσουν τη δική τους έλλειψη στην πίστη και στο χριστιανικό βίωμα. Συνιστά δηλαδή ένα άλλοθι, για να εφησυχάζουν την ένοχη συνείδησή τους και τη χαλαρότητα του τρόπου της ζωής τους.
(2) ότι ο ναός δεν είναι η Εκκλησία. Ονομάζουμε κατ’  επέκταση Εκκλησία και το ναό, το κτίσμα, γιατί εκεί συναθροίζεται ο λαός του Θεού – αυτός ως σώμα Χριστού αποτελεί τον αληθινό ναό του Θεού (π.χ. «ουκ οίδατε ότι ναός Θεού εστε ζώντος;» (απ. Παύλος) -  επειδή διευκολύνεται στην προσευχή και την τέλεση των μυστηρίων και των ακολουθιών. Ως τόπος συνάθροισης λοιπόν του λαού του Θεού δεν μπορούμε να έχουμε την απαίτηση να μην υπάρχει κανείς άλλος μέσα σ’  αυτόν, πλην…ημών! Η απαίτηση, ή, έστω, και η απλή επιθυμία για κάτι τέτοιο, φανερώνει ότι δεν νιώθουμε συνδεδεμένοι με τους άλλους πιστούς, συνεπώς επιλέγουμε μία ατομική θρησκευτικότητα – εγώ με τον Θεό μου – καταστρατηγώντας στην πράξη αυτό που είναι η Εκκλησία και ίδρυσε ο Χριστός. Από την άποψη αυτή αποδεικνύουμε ότι πόρρω απέχουμε από τον ενανθρωπήσαντα Θεό μας και το ΄Αγιον Πνεύμα Του, αφού δεν ζούμε την αγάπη, που συνιστά τη μοναδική και αποκλειστική προϋπόθεση συντονισμού μας με Εκείνον.
(3) ότι η Εκκλησία δεν έχει αμύθητα πλούτη. ΄Όπως και σ’ αυτό το σημείο επανειλημμένως  έχει τονιστεί και έχει ιστορικά επιβεβαιωθεί, ό,τι περιουσία έχει απομείνει στην Εκκλησία από τα 4/5 (τέσσερα πέμπτα) που διήρπαξε το κράτος των Βαυαρών μετά την απελευθέρωση των Ελλήνων από τον ζυγό των Τούρκων, είναι τέτοια, που το μεγαλύτερο τμήμα της είναι κι αυτό δεσμευμένο και μη αξιοποιήσιμο, ενώ το ελάχιστο εναπομείναν είναι προς κάλυψη των φιλανθρωπικών και λοιπών ιδρυμάτων της. ΄Όπως προσφυώς έχει ειπωθεί από κατεξοχήν γνώστη της πραγματικότητας «η περιουσία που έχει η Εκκλησία, είναι σαν οικόπεδα που έχει κανείς μέσα στη θάλασσα!» Εκείνοι που επιμένουν, μετά από τόσα που έχουν δημοσιευθεί για το θέμα αυτό, απλώς τα λένε, πετώντας «πυροτεχνήματα» προς εντυπωσιασμό, συνεπώς κινούνται εκ του πονηρού. Κι από την άλλη, θα πρέπει κάποτε να κατανοηθεί και η αλήθεια ότι το κύριο έργο της Εκκλησίας δεν είναι το φιλανθρωπικό και κοινωνικό, αλλά η σύνδεση του ανθρώπου με τον Θεό. Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο να σώσει τον κόσμο, από την αμαρτία, από τον διάβολο, από τον θάνατο, και όχι να δώσει απλώς στους ανθρώπους ψωμί. Μία τέτοια αντίληψη αντιμετωπίσθηκε ήδη από Εκείνον ως πειρασμός και ξεπεράστηκε, ενώ στις περιπτώσεις των θαυμάτων Του με τον πολλαπλασιασμό των άρτων, εξέφρασε την απογοήτευσή Του για την ποιότητα της ακολουθίας Του από τον πολύ κόσμο: Τον ακολουθούσαν γιατί τους χόρτασε με ψωμί κι όχι για να ακούσουν τον λόγο Του. Το άτοπο μίας τέτοιας διαστρέβλωσης της αποστολής της Εκκλησίας – ότι βρίσκεται στον κόσμο για να επιτελεί φιλανθρωπίες – φαίνεται από την απλή θέση του ερωτήματος: «Αν δηλαδή ένα κράτος έχει σπουδαία πολιτική κοινωνικής πρόνοιας, αν υφίσταται πράγματι αυτό που λέμε κράτος πρόνοιας, άρα εκεί η Εκκλησία είναι κάτι το περιττό και απόβλητο; ΄Η, στην καλύτερη περίπτωση, υπάρχει εκεί σαν ένα είδος φολκλόρ;» Η Εκκλησία λοιπόν βεβαίως επιτελεί κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο και δεν θα παύσει ποτέ να το επιτελεί. Αλλά ως συνέχεια και επέκταση της καθαυτό αποστολής της: την ένωση του ανθρώπου με τον Τριαδικό Θεό. ΄Ο,τι έκανε με άλλα λόγια ο Χριστός, αυτό συνεχίζει ο ΄Ιδιος αδιάκοπα να κάνει με άλλον τρόπο, μέσω πια της Εκκλησίας.  
Να το πούμε λοιπόν μ’ έναν λόγο: το «εγώ την Εκκλησία την θέλω…» λέγεται από έναν που έχει μειωμένη αίσθηση χριστιανικής αυτοσυνειδησίας και που μάλλον έχει φτιάξει μία δική του «θρησκεία» για να βολεύει προφανώς τα πάθη και τις αδυναμίες του.

Μακρυγιάννης: «Μόνον ο Θεός, μόνον ο αληθινός και δίκαιος κυβερνήτης σε κυβερνεί και σε διατηρεί ακόμα!»

a-makrigiannis
Αγανακτισμένος ο Μακρυγιάννης και φιλοσοφώντας για το μέλλον της Ελλάδας, έγραφε:
«Δυστυχισμένη Ελλάδα, δυστυχισμένοι Έλληνες! Αναθεματισμένοι κυβερνήτες… Κι ο Θεός ξέρει τα υστερνά μας. Όμως η καλή μέρα φαίνεται από την αυγή. Πατρίδα, πατρίδα ήσουνα άτυχη από ανθρώπους να σε κυβερνήσουν! Μόνον ο Θεός, μόνον ο αληθινός και δίκαιος κυβερνήτης σε κυβερνεί και σε διατηρεί ακόμα!».
Γι’αυτό παρακαλούσε τον Θεό ο γενναίος αγωνιστής και παρακινούσε και τους άλλους «να περικαλούν τον Θεό δια να κάμη το έλεος του να μας ενώσει και να σώσει την πατρίδα μας και θρησκεία μας, ότι η λευτεριά μας απόδιωξε από αυτά και εγίναμεν Σόδομα και Γόμορα…«
-Πρώτα υποδουλωθήκαμε στην ψυχή και χάσαμε τον Έλληνα, τις παραδόσεις και τα ιδανικά μας. Χάσαμε τον εαυτό μας. Εμείς τον προδώσαμε και … δεν αγανακτήσαμε, αλλ’ ούτε και αγανακτούμε. Μόνο για τα οικονομικά αγωνιούμε! Δεν ανήκουμε στον εαυτό μας και αυτή ήταν επιλογή δική μας…
*από το βιβλίο:«Γιατί αρνούμαι να παραλάβω την Κ.Π.» (Ιερόν κελλίον Αγίου Νικολάου Μπουραζέρι-Άγιον Όρος).
**απόσπασμα από το κεφάλαιο: «Από την πνευματική ελευθερία στην ηλεκτρονική αιχμαλωσία»

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΚΥΡΙΑΚΗ



Τῇ Ζ´τοῦ αὐτοῦ μηνός μνήμη τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Κυριακῆς. ῾Ἡ ῾Αγία Κυριακή ἔζησε τίς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 3ου καί ἀρχές τοῦ 4ου μ. Χ. αἰ. ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ. Οἱ γονεῖς της ἦταν εὐσεβεῖς ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι μετά πολλά χρόνια ἀτεκνίας ἔφεραν στόν κόσμο τήν κόρη τους, πού τήν ὀνόμασαν Κυριακή, ὡς γεννημένη τήν ὁμώνυμη ἡμέρα καί ὡς ἀφιερωμένη στόν Κύριο. Συνελήφθησαν γονεῖς καί κόρη γιά τήν πίστη τους στόν Χριστό καί ὁδηγήθηκαν σέ διαφορετικά μέρη, προκειμένου νά βασανιστοῦν γιά νά ἀλλαξοπιστήσουν. Ἡ νεαρή παιδούλα Κυριακή, ἀφοῦ ὑπέστη σκληρά μαρτύρια, χωρίς νά ἀλλάξει ἐπ᾽ οὐδενί τήν πίστη της, τήν ὁποία διαρκῶς καί ὁμολογοῦσε - ῾Χριστιανή εἶμαι᾽, ἔλεγε διαρκῶς - ὁδηγήθηκε σέ εἰδωλολατρικό ναό, γιά νά θυσιάσει στά εἴδωλα, τά ὁποῖα ὅμως μέ μόνη τήν παρουσία της, πού συνοδεύτηκε ἀπό σεισμό,  ἔγιναν κομμάτια. Τήν ἔβαλαν σέ φωτιά, ἡ ὁποία, ὅπως καί στούς τρεῖς παῖδες καί στόν ἅγιο Πολύκαρπο,  δέν ῾τόλμησε᾽ νά τήν πειράξει στό παραμικρό. Τήν πῆγαν στά θηρία, πού καί αὐτά, ὅπως παλαιά μέ τόν προφήτη Δανιήλ, δέν τῆς ἔκαναν κανένα κακό. Τότε, μανιασμένος ὁ εἰδωλολάτρης ἄρχοντας διέταξε νά τήν ἀποκεφαλίσουν, ἀλλά στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου ἡ ἁγία, ἀφοῦ προσευχήθηκε, ξάπλωσε καί παρέδωσε τήν ἁγία της ψυχή στά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ της, χωρίς νά προλάβουν οἱ δήμιοι νά ἐπιτελέσουν τό φρικτό ἔργο τους᾽.
Τό κοντάκιο τῆς ἑορτῆς ῾παίζοντας᾽ μέ τό ὄνομά της Κυριακή, μᾶς καθοδηγεῖ στήν οὐσία τῆς ἁγιότητάς της: φάνηκε ἡ ἁγία ῾ὡς ἀνδρεία τῷ φρονήματι, κυρία νοός τε καί παθῶν ἀπρεπῶν᾽. Μέ ἀνδρικό τό φρόνημα, μέ πίστη σταθερή καί ἀκατάβλητη, ὑπῆρξε κυρία τοῦ νοῦ καί τῶν ἀπρεπῶν παθῶν τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ κυριαρχία αὐτή πάνω στά πάθη καί τίς κακίες, ὥστε ὁ νοῦς νά λειτουργεῖ μέ φυσικό τρόπο, δηλαδή προσβλέποντας στόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό, φανερώνει τό παρθενικό ἦθος τῆς ἁγίας. Ἡ παρθενικότητά της ἐγκωμιάζεται μέ ἔντονο λυρισμό ἀπό τήν ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας: ῾᾽Ακούσωμεν τῆς Παρθένου ἐγκώμιον: ῏Ω Παρθενία, ναός Θεοῦ! ὦ Παρθενία, Μαρτύρων δόξα! ὦ Παρθενία, ᾽Αγγέλων συνόμιλε᾽.
Πρέπει νά διευκρινίσουμε βεβαίως ὅτι γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη μας ἡ ἔννοια τῆς παρθενίας δέν ἐξαντλεῖται σέ ὅ,τι σήμερα οἱ πολλοί κατανοοῦν: ὡς μία σωματικῆς φύσεως μόνο διαφύλαξη τοῦ ἀνθρώπου. Μία τέτοια μονομερής κατανόηση τῆς παρθενίας δέν θεωρεῖται χαρισματική κατάσταση, ἀφοῦ μπορεῖ νά τήν ἔχουν πολλοί, ἀλλά νά μή σχετίζονται καθόλου μέ τόν Θεό οὔτε καί νά ἀνήκουν κἄν στό χῶρο τῆς ᾽Εκκλησίας. Μή ξεχνᾶμε ἄλλωστε ὅτι ὑπάρχουν θρησκεῖες, οἱ ὁποῖες σ᾽ αὐτό τό σημεῖο ὡς κάτι τό ἀπόλυτο ἐπικεντρώνουν τήν ὅλη ἠθική τους. Κι ἀπό τήν ἄλλη, ἡ γνωστή παραβολή τοῦ Κυρίου μας περί τῶν δέκα παρθένων, ἀπό τίς ὁποῖες οἱ πέντε παρ᾽ ὅλη τήν παρθενία τους ἔμειναν ῾ἐκτός νυμφῶνος᾽, ἐπιβεβαιώνει ἀκόμη περισσότερο τή μή χαρισματική ἀπό μόνη της αὐτή κατάσταση. Γιά τήν ᾽Εκκλησία μας, ἡ παρθενία ἐκτείνεται σέ ὅλο τό φάσμα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης: ἀγκαλιάζει τήν ψυχή καί τό σῶμα, τό νοῦ καί ὅλες τίς δυνάμεις του, τή λογική, τά συναισθήματα καί κυρίως τίς ἐπιθυμίες. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ παρθενία ὡς ἀρετή εἶναι πρωτίστως ἐσωτερική, τῆς ψυχῆς, κατάσταση, καί κατ᾽ ἐπέκταση σωματική. ῎Αν ὁ νοῦς δέν εἶναι παρθένος, δηλαδή δέν στέκει ὡς φρουρός ξάγρυπνος, ὥστε νά ἐλέγχει τούς ὅποιους λογισμούς πᾶνε νά ἀναπτυχθοῦν, εἴτε ἀπό τήν ἴδια τήν ἀνθρώπινη φύση εἴτε ἀπό τόν διάβολο, τότε μικρή ἤ καί μηδαμινή σημασία ἔχει ἡ σωματική παρθενία, κάτι πού σημαίνει ὅτι τήν παρθενία μπορεῖ νά τήν ἔχουν καί οἱ ἔγγαμοι καί οἱ ἄγαμοι. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἔχει τονιστεῖ ἐπαρκῶς, ἤδη καί ἀπό μοναχούς, ὅτι ἡ συζυγική πιστότητα, ψυχική καί σωματική, σ᾽ ἕνα χριστιανικό ζευγάρι, ἀντιστοιχεῖ στήν ἀρετή τῆς παρθενίας πού ὑπόσχεται ὁ μοναχός.
Μία τέτοια συνολική ἔννοια τῆς παρθενίας θεωρεῖται ὅτι κατορθώνεται μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του δέν ἔχει μία τέτοια δυνατότητα, πού σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι παρθένος χωρίς νά εἶναι μέλος Χριστοῦ. Ὁ βαπτισμένος καί χρισμένος Χριστιανός, αὐτός νιώθει τή δύναμη τοῦ πνεύματος τοῦ Θεοῦ, πού τόν ἐνισχύει νά ἀντιπαλαίει πρός ὅ,τι πονηρό πάει νά ἀλλοιώσει τήν ὕπαρξή του. ῾Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν᾽ εἶπε ὁ Κύριος, ἐνῶ γιά τήν ἁγία μας σήμερα, μεταξύ τῶν ἄλλων, ὁ ὑμνογράφος σημειώνει ἐπ᾽ αὐτοῦ: ῾Αἴγλῃ τῇ σῇ φωτιζομένη ἡ ἔνδοξος Κυριακή, φιλάθρωπε, σκότος διέφυγε πολυθέου ἀπάτης᾽, δηλαδή, φωτίστηκε ἡ ἔνδοξη Κυριακή, φιλάνθρωπε Χριστέ, ἀπό τό δικό Σου φῶς καί ξέφυγε ἀπό τό σκοτάδι τῆς πολύθεης ἀπάτης. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή, ἡ παρθένος ψυχή σώζεται, δηλαδή σχετίζεται μέ τόν Θεό, ὅταν γίνεται  ταυτοχρόνως νύμφη ψυχή. ῎Αν ὁ ἄνθρωπος δέν δεχθεῖ τόν Χριστό ὡς νυμφίο τῆς ψυχῆς του, τότε σωτηρία δέν ὑφίσταται. Τό ζητούμενο λοιπόν γιά κάθε πιστό - κάτι πού κατορθώθηκε ἤδη ἀπό τούς ἁγίους καί ἀπό τήν σήμερον ἑορταζομένη Κυριακή - εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό. ῾Εἰς ὀσμήν μύρου σου ἔδραμον, Χριστέ ὁ Θεός, ὅτι τέτρωμαι τῆς σῆς ἀγάπης ἐγώ. Μή χωρίσῃς με Νυμφίε ἐπουράνιε᾽, πού λέει καί τό δοξαστικό τῶν στιχηρῶν τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τῆς ἁγίας. Ὅτι, μέ τούς παραπάνω ὅρους, τό πρότυπο γιά τόν κάθε πιστό  εἶναι ἡ Παναγία, ὡς Παρθένος καί νύμφη ἀνύμφευτος, εἶναι περιττό καί νά σημειώσουμε. Ταῖς πρεσβείας τῆς μεγαλομάρτυρος Κυριακῆς, Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τάς ψυχάς ἡμῶν.

Οι τρεις κανόνες της ζωής (Διδακτική ιστορία)


Οι τρεις κανόνες της ζωής (Διδακτική ιστορία)



Κάποτε ένας κυνηγός κατάφερε να πιάσει ένα πουλί πολύ έξυπνο.
Τόσο έξυπνο που μπορούσε να μιλά 70 διαφορετικές γλώσσες.
Έτσι είπε το πουλί στον άνθρωπο: «Άσε με ελεύθερο κι εγώ θα σου διδάξω τρεις κανόνες της ζωής που θα σου φανούν πολύ χρήσιμοι».
«Πες μου τους κανόνες και θα σ’ αφήσω ελεύθερο», απάντησε ο θηρευτής.
«Πρώτα θα μου υποσχεθείς» ανταπάντησε το έξυπνο πουλί «ότι θα κρατήσεις την υπόσχεσή σου και όντως θα μ’ ελευθερώσεις».
Κι όταν ο άντρας ορκίστηκε να τηρήσει την υπόσχεσή του, το πουλί είπε: «Ο πρώτος κανόνας είναι ποτέ μη μετανιώνεις για όσα συνέβησαν. Ο δεύτερος κανόνας είναι ποτέ μην πιστέψεις κάτι που καταλαβαίνεις πως είναι αδύνατο ή απίθανο να συμβεί. Ο τρίτος κανόνας είναι ποτέ μην προσπαθήσεις να πιάσεις κάτι από τη φύση του άπιαστο».

Έχοντας μιλήσει, το πουλί ζήτησε από το θηρευτή να εκπληρώσει την υπόσχεσή του, αφήνοντάς το ελεύθερο κι έτσι ο άντρας με τη σειρά του άνοιξε τα χέρια του και το άφησε να πετάξει μακρυά.
Το πουλί προσγειώθηκε στην κορυφή του πιο ψηλού δέντρου και λάλησε κοροϊδευτικά στον άνθρωπο που στεκόταν από κάτω: «Ανόητε, μου επέτρεψες να πετάξω μακρυά, δίχως να γνωρίζεις ότι κρύβω ένα πολύτιμο μαργαριτάρι στο σώμα μου, την πηγή της ίδιας της σοφίας μου».
Μόλις ο θηρευτής άκουσε τα λόγια του πουλιού, μετάνιωσε πικρά που το είχε αφήσει να πετάξει και προχώρησε βιαστικά προς το δέντρο, προσπάθησε να το σκαρφαλώσει, αλλά δεν τα κατάφερε και πέφτοντας έσπασε τα πόδια του.
Το πουλί γέλασε δυνατά και ξαναλάλησε: «Ανόητε! Δεν έχει περάσει ούτε μία ώρα από τη στιγμή που σε δίδαξα τους τρεις κανόνες και ήδη τους έχεις ξεχάσει!
Σου είπα ποτέ να μη μετανιώνεις για όσα συνέβησαν στο παρελθόν κι εσύ μετάνιωσες που μ’ άφησες ελεύθερο. Σου είπα ποτέ να μην πιστεύεις ότι είναι εμφανώς αναληθές κι εσύ ήσουν τόσο αφελής που πίστεψες πως πράγματι κουβαλώ ένα πολύτιμο πετράδι στο σώμα μου. Είμαι απλώς ένα φτωχό άγριο πουλί που καταφέρνει να επιβιώνει λεπτό προς λεπτό με σκόρπιους κόκκους τροφής.
Και τέλος, σε συμβούλεψα ποτέ να μην παλεύεις μάταια για το ανέφικτο κι εσύ προσπάθησες να πιάσεις ένα πουλί με γυμνά χέρια και τώρα βρίσκεσαι πεσμένος καταγής στο έδαφος με τα δυό σου πόδια σπασμένα. Για μερικούς σαν εσένα έχουν πει οι φιλόσοφοι πως «πιο πιθανό είναι να συνετίσεις ένα σοφό με μια επίπληξη, παρά έναν ανόητο με εκατό μαστιγώματα».
Αλλά αλίμονο, δεν αποτελείς εξαίρεση στον κόσμο αυτό, καθώς άνθρωποι σαν εσένα υπάρχουν πολλοί.
Και αποσώνοντας τα λόγια του, το σοφό πουλί πέταξε μακρυά να βρει την τροφή του.

Φύτεψε στον ουρανό το θησαυρό σου

Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Εσύ, αν κάποιος σου δείξει πάνω στη γη ένα μέρος που δεν παραβιάζεται, και αν σε φέρει στην ίδια την έρημο υποσχόμενος ότι τα χρήματά σου θα βρίσκονται σε ασφάλεια, ούτε διστάζεις, ούτε δείχνεις κάποια επιφύλαξη, αλλά δείχνεις εμπιστοσύνη και μεταφέρεις τα χρήματά σου εκεί.
Όταν, όμως, σου υπόσχεται το ίδιο ο Θεός και όχι κάποιος άνθρωπος, και σου προτείνει όχι την έρημο, αλλά τον ουρανό, κάνεις τα αντίθετα. Και όμως, αν αυτά είναι ασφαλισμένα εδώ κάτω χίλιες φορές, ποτέ δεν θα μπορέσεις να ελευθερωθείς από τη φροντίδα. Και αν ακόμη δεν τα χάσεις, δεν θα ελευθερωθείς ποτέ από την αγωνία, μήπως τα χάσεις. Εκεί, όμως, δεν θα υποφέρεις τίποτε από αυτά. Και επί πλέον θα ωφεληθείς, διότι δεν κρύβεις μόνο το χρυσάφι σου, αλλά το σπέρνεις.
Το ίδιο γίνεται θησαυρός και σπόρος και κάτι περισσότερο από τα δύο. Διότι ο σπόρος δεν κρατεί για πάντοτε, ενώ αυτό μένει παντοτινά. Και ο θησαυρός δε βλαστάνει, ενώ αυτό σου δίνει καρπούς αθάνατους...
Και αν μου προβάλεις το χρόνο και την αναβολή της ανταποδόσεως, μπορώ και εγώ να σου δείξω και να σου πω, πόσα κερδίζεις και εδώ. Χωριστά, όμως, από αυτά, θα προσπαθήσω να σου αποδείξω και από αυτές τις βιοτικές φροντίδες, ότι αυτά είναι προφάσεις μάταιες.
Στη ζωή αυτή δημιουργείς πολλά, τα οποία δεν πρόκειται να τα χαρείς εσύ ο ίδιος. Και αν σε κατηγορήσει κάποιος, δικαιολογείσαι ότι έχεις τα παιδιά και τα παιδιά των παιδιών σου και νομίζεις ότι βρήκες κάποια ικανοποιητική δικαιολογία για τους παραπανίσιους κόπους.
Όταν στα βαθειά σου γηρατειά κτίζεις μεγαλόπρεπα σπίτια, που, προτού τελειώσουν, εσύ θα έχεις αναχωρήσει πολλές φορές· και όταν φυτεύεις δένδρα, που θα σου δώσουν καρπό μετά από πολύ χρόνο, και όταν αγοράζεις περιουσίες και κτήματα, την κυριότητα των οποίων θα αποκτήσεις ύστερα από πολύ διάστημα, και όταν δημιουργείς και άλλα πολλά παρόμοια, των οποίων τη χαρά δεν θα δοκιμάσεις εσύ, τα ετοιμάζεις τάχα για τον εαυτό σου ή για τους άλλους;
Δεν είναι, λοιπόν, πάρα πολλή μεγάλη ανοησία, εδώ να μη στενοχωριέσαι καθόλου για την αργοπορία του χρόνου, τη στιγμή, μάλιστα, που από την αργοπορία αυτή, θα χάσεις όλη την αμοιβή σου, για την εκεί, όμως, καθυστέρηση να αδρανείς, τη στιγμή, που αυτή σου δίνει μεγαλύτερο κέρδος, και τα αγαθά δεν τα προορίζει για άλλους, άλλα χαρίζει σε σένα τις δωρεές;
Έκτος από αυτά δεν είναι και μεγάλη η αναβολή. Τα πράγματα έχουν πλησιάσει πολύ και δε γνωρίζουμε, μήπως και στη γενιά μας τελειώσει η ζωή αυτή και φθάσει η φοβερή εκείνη ημέρα, που θα μας παρουσιάσει το φρικτό και αδέκαστο κριτήριο. Τα περισσότερα σημεία έχουν πραγματοποιηθεί. Και το Ευαγγέλιο έχει κηρυχτεί σε όλα τα μέρη του κόσμου και οι πόλεμοι και οι λοιμοί και οι σεισμοί έχουν γίνει και δεν είναι πλέον η απόσταση πολύ μεγάλη.
Δεν βλέπεις τα σημεία; Αυτό ακριβώς είναι το μεγαλύτερο σημείο. Ούτε εκείνοι που ζούσαν στην εποχή του Νώε είχαν διακρίνει τα προμηνύματα της καταστροφής εκείνης· αλλ’ ενώ έπαιζαν και έτρωγαν και παντρεύονταν και έκαναν όλα τα συνηθισμένα της ζωής, τους βρήκε η φοβερή εκείνη τιμωρία. Το ίδιο και στα Σόδομα· ενώ διασκέδαζαν και δεν υποψιάζονταν τίποτε, κεραυνοβολήθηκαν από τους κεραυνούς που έπεσαν….
Όσο έχουμε, λοιπόν, καιρό, ας ετοιμάσουμε για τον εαυτό μας από τώρα για τότε την παρρησία μας πολλή, ας συγκεντρώσουμε άφθονο λάδι, ας τα τοποθετήσουμε όλα στον ουρανό, για να τα απολαύσουμε την κατάλληλη ώρα και όταν τα χρειαζόμαστε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού…
 
Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Κατά Ματθαίον, Κ΄ ΕΠΕ 9,722-726
το είδαμε εδώ

Η φοβερή προφητεία του αββά Παμβώ!!!


 
Ερώτησε κάποτε ένας μοναχός τον αββά Παμβώ: «Αλήθεια γέροντα, θα αλλάξουν οι συνήθειες και οι παραδόσεις των 


 
χριστιανών και δεν θα υπάρχουν ιερείς στις εκκλησιές;» 
Και ο Γέροντας απάντησε:
«Εκείνο τον καιρό θα ψυχραθεί η αγάπη των πολλών και θα πέσει μεγάλη θλίψη. Θα γίνουν επιδρομές εθνών. Μετακινήσεις λαών, αστάθεια στους βασιλείς, ανωμαλία στους κυβερνήτες, οι ιερείς θα γίνουν άσωτοι και οι μοναχοί θα ζουν με αμέλεια. Οι ηγούμενοι θα αδιαφορούν για τη δική τους σωτηρία αλλά και του ποιμνίου τους. Θα είναι όλοι τους πρόθυμοι και πρώτοι στα τραπέζια και εριστικοί. Οκνηροί στις προσευχές αλά πρόθυμοι στην καταλαλιά, έτοιμοι για κατηγορία. Δεν θα θέλουν ούτε να μιμούνται ούτε αν ακούνε βίους και λόγους Γερόντων, αλλά κυρίως θα φλυαρούν και θα λένε «αν ζούσαμε κι εμείς στις μέρες τους, θα αγωνιζόμασταν και εμείς».
Οι επίσκοποι πάλι των καιρών εκείνων θα δείχνουν δουλικότητα προς τους ισχυρούς, θα βγάζουν τις αποφάσεις ανάλογα με τα δώρα που θα παίρνουν και δεν θα υπερασπίζονται τους φτωχούς, όταν θα κρίνονται. Θα θλίβουν τις χήρες και θα καταταλαιπωρούν τα ορφανά.
Ακόμη θα εισχωρήσει και στον λαό απιστία, ασωτία, μίσος, έχθρα, ζήλεια, φιλονικία, κλεψιά, μέθη, έξαλλες διασκεδάσεις, μοιχεία, πορνεία, φόνοι και διαρπαγές.» 

Είπε τότε ο αδελφός: «Και τί θα μπορεί να κάνει κανείς σε τέτοιους δύσκολους καιρούς;» 
Και ο Γέροντας απάντησε:
«Παιδί μου, σε τέτοιες ημέρες θα σωθεί εκείνος που θέλει και προσπαθεί να σώσει την ψυχή του και αυτός θα ονομαστεί μέγας στη Βασιλεία των Ουρανών»

πηγή
το είδαμε εδώ

Ο άνθρωπος έιναι εν σμισκρώ ολόκληρη η Εκκλησία.

Γέροντας Βασίλειος Γοντικάκης


Ο άνθρωπος, η κορωνίδα της δημιουργίας, έχει μέσα του το επικίνδυνο δώρο της ελευθερίας. Γι' αυτό και ο ίδιος είναι επικίνδυνος και κουραστικός για όλα τα συστήματα και τις θεωρίες.
Σωτηρία του δεν είναι η έξωθεν παροχή αγαθών. Δεν μπαίνει ο άνθρωπος σε κατασκευασμένο από τρίτους παράδεισο. Ο παράδεισος, ως έκπληξη ζωής, ανατέλλει από τον κάθε ένα άνθρωπο. «Η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστί».

  Μέσα στον άνθρωπο κυοφορείται το θαύμα τού «εξαίφνης», η αλλαγή, η έκπληξη, ο αιφνιδιασμός. Μπορεί να μετανοήσει, να μεταμορφωθεί· να αλλάξει νου και μορφή. Σου επιφυλάσσει εκπλήξεις. Μπορεί ο έσχατος να γίνει πρώτος και ο πρώτος έσχατος. Δεν προδιαγράφεται η ζωή του. Δεν υπολογίζεται η αξία του. Είναι ένα ον εν εξελίξει. Βρίσκεται εν πορεία. Μένει πάντοτε ο ίδιος, γινόμενος εξ ολοκλήρου άλλος θεία Χάριτι.
Δεν είναι τμήμα ενός συνόλου. Είναι δυνάμει το όλον. Είναι εν σμικρώ ολόκληρη η Εκκλησία.
Αυτό το έκτακτο, το μοναδικό και ανεπανάληπτο που κρύβει μέσα του ο κάθε άνθρωπος έρχεται και θέλει να σώσει η Εκκλησία. Και διά της σωτηρίας και του φωτισμού του ανθρωπίνου προσώπου φωτίζεται και σώζεται ο κόσμος όλος και η δημιουργία.

  Αν η ανθρωπική θεωρία της νεωτέρας φυσικής καταλήγει στο ότι το σύμπαν φτιάχθηκε με αυτές τις σταθερές, για να δημιουργηθεί και να ζήσει ο άνθρωπος, μπορούμε να πούμε ότι η Εκκλησία δημιουργήθηκε για να προσφέρει τη λειτουργική πραγματικότητα ως θεανθρώπινη μήτρα που πλάθει τον ελεύθερο άνθρωπο. 
Είναι η μητέρα και όχι η μητριά του ανθρώπου. Τον κυοφορεί, τον τιθηνεί, τον παιδαγωγεί, τον υπομένει, τον ανέχεται. Του δίδει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί. Να πραγματοποιήσει τον σκοπό της υπάρξεώς του. Θέλει να τον δει σωσμένο, καταξιωμένο, ώριμο, ελεύθερο, ανεξάρτητο. Και επειδή ο κάθε ένας ανακεφαλαιώνει εν αγάπη το όλον, η ανεξαρτησία της ελευθερίας δεν παραβλάπτει αλλά επιβεβαιώνει τη γνησιότητα της ενότητος.

 Μέσα σ' αυτή τη λειτουργική ατμόσφαιρα της Εκκλησίας ο Θεός θυσιάζεται για να μπορέσει να σωθεί ο άνθρωπος ο ασήμαντος, ο περιφρονημένος, ο παραστρατημένος και χαμένος. «Ηλθε ζητήσαι και σώσαι το απολωλός».
Και το ότι ο Υιός του Θεού, γενόμενος άνθρωπος και επιστρέφων προς τον Πατέρα Του, παίρνει μαζί του, πρώτο οικήτορα του παραδείσου, όχι κάποιο μαθητή, αλλά έναν άγνωστο ληστή, δείχνει το χαρούμενο μήνυμα του Ευαγγελίου: ο άνθρωπος μπορεί να μετανοήσει. Και την τελευταία στιγμή μπορεί να κερδίσει το παν. Μπορεί να βρεθεί ο χαμένος, να θεραπευθεί ο ασθενής, να αποχαρακτηρισθεί ο στιγματισμένος και να αναστηθεί ο νεκρός.

Αυτό συμβαίνει μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα και στη Θεία Λειτουργία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτή τη σωτηρία του ανθρώπου ζητούσαν και περίμεναν οι γενιές που πέρασαν μέσα στην ελληνική και παγκόσμια παράδοση και ιστορία. Αυτή την απελευθέρωση ζητεί και σήμερα ο άνθρωπος.
Και αν ο άνθρωπος ισορροπήσει εν ελευθερία και Χάριτι, αν λειτουργήσει ως ιερεύς της κτίσεως και αν ευχαριστιακά δεχθεί και χρησιμοποιήσει τη δημιουργία όλη, τότε παίρνει τον δρόμο της σωτηρίας. Συνειδητοποιεί την αποστολή του. Η ζωή του γίνεται ιερουργία και η πνευματική του απασχόληση δράση ευεργετική για όλο τον κόσμο. Ετσι σώζεται ο άνθρωπος και δι' αυτού η δημιουργία. Διότι «και αυτή η κτίσιςελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν την δόξης των τέκνων του Θεού» (Ρωμ. 8,21).

Αν όμως ενεργήσει διαφορετικά· αν υποκύψει στον πειρασμό της φιλαυτίας και θεοποιήσει την απληστία και δίψα του για εξουσία και κυριαρχία πάνω στους ανθρώπους και στη δημιουργία, τότε η δική του παράνοια και ανισορροπία θα συμπαρασύρει στον τελικό όλεθρο και ολόκληρη τη δημιουργία.

Αν σκοπό της ζωής μας βάλουμε την οικονομική σύγκλιση και την αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος· αν ιδανικό μας είναι ο Homo Oeconomicus, τότε η ελευθερία μας είναι περιττή. Και αυτοί που μας καθοδηγούν φροντίζουν να μας απαλλάξουν από το περιττό φορτίο της προσωπικής ελευθερίας.

Αντιθέτως, αν είμαστε απαιτητικοί· αν ζητούμε το γνήσιο, έστω και ελάχιστο, που σπα τις αλυσίδες κάθε σκλαβιάς και ρίχνει τα φράγματα κάθε αποκλεισμού· αν θέλουμε να φθάσουμε στη «θύραν ην ουδείς δύναται κλείσαι» και να προχωρήσουμε στην ατελεύτητη επέκταση προς το μυστήριο της κοινωνίας των αγαπωμένων προσώπων και όχι στην κόλαση των αντιμαχομένων ατόμων, τότε λύση είναι η «καινή κτίσις» και η λογική της Θείας Λειτουργίας, η λογική και η ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας.


Είναι απόλυτα ειλικρινής ο Σαρτρ και αντιπροσωπεύει έναν πολιτισμό και μια στάση ζωής όταν λέει ότι η κόλασή του είναι οι άλλοι. Και είναι αντίστοιχα απόλυτα ειλικρινής και αντιπροσωπεύει έναν άλλον πολιτισμό ο Αββάς του Γεροντικού που λέει: «Είδες τον αδελφόν σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου».
Από το βιβλίο: «Λειτουργικός τρόπος»εκδ. Ιερά Μονή Ιβήρων σελ.71-74

το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...