Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Ιουλίου 09, 2015

Η ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΚΡΙΣΙΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ Αποστολικό Ανάγνωσμα Κυριακής ΣΤ' Ματθαίου Οσίου Παϊσίου τού Αγιορείτου (Ρωμ. ιβ' 6-14) Αρχιμανδρίτης Ιωήλ Κωνστάνταρος)



Η ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ Η ΔΙΑΚΡΙΣΙΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
Αποστολικό Ανάγνωσμα
Κυριακής ΣΤ' Ματθαίου
Οσίου Παϊσίου τού Αγιορείτου
(Ρωμ. ιβ' 6-14)

Αποτέλεσμα εικόνας για παίσιοςΠοιες αρετές πρέπει να έχει ο πιστός Χριστιανός; Ερωτούν αρκετοί άνθρωποι. Την απάντηση μάς την δίνει το Αποστολικό Ανάγνωσμα αλλά την βλέπουμε και στο πρόσωπο του μεγάλου Αγίου, του Οσίου Πατρός ημών Παϊσίου τού Αγιορείτου τού οποίου η Ορθόδοξος Εκκλησία μας θα τιμά την ιεράν του μνήμην εφ' εξής κάθε έτος κατά την ΙΒ' τού μηνός Ιουλίου. Αποδεικνύεται λοιπόν εκ των πραγμάτων α) ότι ουδέποτε θα παύσουν να υπάρχουν οι Άγιοι, β) ότι οι Άγιοι είναι οι ευλογημένοι καρποί που ανθούν μόνο στον λειμώνα τής Εκκλησίας και γ) ότι αποτελούν τα φωτεινά παραδείγματα αλλά και τους οδηγούς μας στην ουρανοδρόμον πορεία μας.
Εάν μελετήσουμε τον βίο και την πολιτεία τού Οσίου πατρός ημών Παϊσίου θα διαπιστώσουμε ότι διέθετε κατά τρόπο καταπληκτικόν τον καρπόν τού Αγίου Πνεύματος με όλες του τις εκφάνσεις που ξεκινούσε με την ρίζα τής Ορθοδόξου πίστεως και εκάλυπτε ολόκληρη την κτίση με επιστέγασμα την αγάπη. Την αγάπη τής εικόνος του Θεού δηλ. τον άνθρωπον.
Αυτό ακριβώς τον έκαμε να λησμονεί κόπους, ταλαιπωρίες και ασθένειες και να δίνεται ολοκληρωτικά στην διακονία τού εν Χριστώ αδελφού. Αν και δεν κατείχε κάποια θέση στην διοίκηση· δεν είχε επιδείξει πτυχία και διάφορα άλλα προσόντα που θαμπώνουν τούς πολλούς· δεν είχε “κοσμικά προσόντα”, όμως για να έχει φθάσει χάριτι Θεού στην θέωση όσο ελάχιστοι Άγιοι, είχε καταστεί το κέντρο όλων των Πιστών στην πτωχική του καλύβη εις το περιβόλι τής Παναγίας. Ακριβώς δε για όσους ήσαν άγευστοι της Πνευματικής ζωής, ο Γέροντας ήταν ένα φαινόμενο ανεξήγητο. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις κάποιοι άγγιζαν τα όρια και αυτής της συκοφαντίας.
Ό,τι δεν μπορούσαν να κατορθώσουν υψηλά ιστάμενοι, το έφερε εις πέρας και ανάπαυε τις καλοδιάθετες ψυχές ο ταπεινός ασκητής τής Παναγούδας. Κληρικοί όλων των βαθμίδων, μοναχοί και λαϊκοί κάθε ηλικίας, προπαντός νέοι, έσπευδαν ως διψασμένα ελάφια να γευθούν και ξεδιψάσουν από το “ύδωρ το ζών” που ξεχείλιζε εκ μέσης καρδίας τού πτωχού και ρακένδυτου ασκητού Γέροντος – Οσίου Παϊσίου. Πράγματι δεν υπάρχει περισσότερο ευλογημένη εφαρμογή τού Αποστολικού λόγου από αυτό που όλοι βιώναμε πλησιάζοντας τον Όσιο. “Η αγάπη ανυπόκριτος, αποστυγούντες το πονηρόν, κολλώμενοι τω αγαθώ· τη φιλαδελφία εις αλλήλους φιλόστοργοι, τη τιμή αλλήλους προηγούμενοι, τη σπουδή μη οκνηροί, τω πνεύματι ζέοντες, τω Κυρίω δουλεύοντες, τη ελπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες, τη προσευχή προσκαρτερούντες... Ευλογείτε τούς διώκοντας υμάς, ευλογείτε και μη καταράσθε” (Ρωμ. ιβ' 9-14).
Πόσο δίκαιο είχε αυτός που ετόνισε πως η ζωή των Αγίων αποτελεί το εικονογραφημένο Ευαγγέλιο! Την θεωρία εφαρμοσμένη στην πράξη. Αλλά όχι μόνο όσοι ευρίσκονται στα ύψη τής αρετής, αλλά και οι απλοί πιστοί οφείλουμε να καλλιεργούμε τα χαρίσματα που λάβαμε διά του βαπτίσματος. Χωρίς ο ένας να παρεμβάλλει εμπόδια στο χάρισμα του άλλου, άνευ ζήλειας (επειδή δεν έχει ο ένας το χάρισμα που διαθέτει ο άλλος). Διότι συμβαίνει, δυστυχώς, το να παραμελεί κάποιος το έργο του, επειδή κοιτάζει και επιθυμεί την διακονία τού άλλου. Αλλά αυτός ο πειρασμός παύει να ενεργεί όταν ο κάθε ένας εργάζεται το χάρισμά του “ως κατενώπιον Θεού”. Όταν εκτελεί το καθήκον του όσο το δυνατόν κατά τον καλύτερο τρόπο, επίσης με την σκέψη ότι ο Θεός έδωσε στον καθένα ανάλογα και σχετικά προς τις δυνάμεις του. Αποτελεί δε απόδειξη ότι ο άνθρωπος είναι ασύνετος όταν ζητά άλλα χαρίσματα από αυτά που του έδωσε η αγάπη τού Θεού. Αυτό δε, διότι το χάρισμα που ζητά είναι δυνατόν να τον οδηγήσει όχι σε προκοπή, αλλά σε καταστροφή και απώλεια της σωτηρίας του.
Αλλά μακριά από εμάς τούς πιστούς τέτοιου είδους καταστάσεις, τοσούτω μάλλον καθ΄όσον εμπρός μας υψώνεται προς κατάκτησιν η υψηλή κορυφή τής χάριτος “Ευλογείτε τούς διώκοντας υμάς, ευλογείτε και μη καταράσθε”! Και οπωσδήποτε δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το Πνεύμα το Άγιον διά του Αποστόλου τονίζει δύο φορές το “ευλογείτε”! Δεν ζητεί να μην μνησικακούμε απλώς κατά των εχθρών μας, αλλά ότι πρέπει – επιβάλλεται να ευχώμεθα αγαθά γι' αυτούς στον κοινό μας Πατέρα τον “εν τοις ουρανοίς”.
Αλλά στο σημείο αυτό και πάλι σελαγίζει ενώπιόν μας ο Όσιος Παϊσιος που με την όλη του βιοτή εκπροσωπούσε την ευγνωμοσύνη προς τον Κύριο Ιησού Χριστό και την αγάπη προς τους συνανθρώπους. Διά της κορυφαίας μάλιστα αρετής τής διακρίσεως που ήταν αναμεμειγμένη με πόνο και αγάπη, στα καθ' αυτό Εκκλησιαστικά και δη Εκκλησιολογικά θέματα, σχοινοβατούσε κατά τρόπον μοναδικό. Από την μια δηλ. απέρριπτε τον επάρατο οικουμενισμό και διά του λόγου του και της γραφίδος του, από την άλλη προφύλαξε τόσες σκανδαλισμένες ψυχές από το βάραθρο του σχίσματος και της αποκοπής εκ της Εκκλησιαστικής κοινωνίας. Ο ίδιος δε παρέμενε πάντοτε στους κόλπους τής Εκκλησίας (Άγιος γαρ) και όταν ερχόταν η ώρα να ορθοτομήσει – ελέγξει, τα λόγια του και τα χαρακτηριστικά του κείμενα, απέπνεαν το σεβασμό προς τους θεσμούς αλλά και αυτά τα πρόσωπα. Συνδύαζε σπάνια ευγένεια ψυχής και αδελφική ειλικρίνεια. Η καρδιά του ήταν ξάστερος ουρανός. Τα δέ λόγια του; γλυκόγευστο μέλι και η κάθε λέξη άρωμα εξαγιασμένης ζωής.
Όσοι πλησιάζαν κοντά του προκατειλημμένοι, γίνονταν φίλοι και ξεσπούσαν σε δάκρυα συγνώμης και όσοι έφθαναν δίπλα του ως φίλοι τούς έκανε να αισθάνονται αδελφοί. Πόσο αλήθεια έχουμε ανάγκη ιδίως σήμερα τέτοιες υπάρξεις και πόσο νοσταλγούμε με συγκίνηση τον Όσιο Γέροντα τώρα που φαίνονται μαύρα σύννεφα να καλύπτουν τον ορίζοντα.
Αλλά όπως όλοι οι Άγιοι έτσι και ο Γέροντας περισσότερο τώρα ευρίσκεται κοντά μας και μας καθοδηγεί.
Μας οδηγεί στις τόσες δυσκολίες που κατέπεσαν στο ταλαίπωρο έθνος μας με κυριαρχούσα τη χολέρα τής κολάσεως που ονομάζεται αθεΐα, αλλά και μας χειραγωγεί στους Εκκλησιαστικούς αγώνες ώστε να αποφεύγουμε τα άκρα τού διαβόλου (οικουμενισμό και σχίσματα).
Δεν έχουμε παρά να τον παρακαλούμε. Όσιε του Θεού πρέσβευε υπέρ ημών ότι επτωχεύσαμεν σφόδρα.
Αμήν.



Αρχ. Ιωήλ Κωνστάνταρος

Αυτός που υμνούσε τον ναζί Χάιντερ, συκοφαντεί την Ελλάδα. Και οι σαμαροποτάμηδες τον χειροκροτούν.


ΑΥΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ «ΦΙΛΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ»

jorg_haiderΟ Βέμπερ του ΕΛΚ, ηγήθηκε της ανθελληνικής υστερίας. Είναι ο ίδιος Βέμπερ που υπεράσπισε, αυτός προσωπικά και η συμμορία του, τον Χάιντερ όταν το ευρωκοινοβούλιο απαιτούσε την καταδίκη του.

Σήμερα, θέλει να καταδικάσει την Ελλάδα. Και υπάρχουν ελληνόφωνοι πολιτικοί και ευρωβουλευτές που τον ακολουθούν σαν πρόβατα. 


Ντροπή απέναντι στην ιστορία.

 Ντροπή απέναντι στην ίδια την Ευρώπη.

Σισανίου Παύλος: Η ελπίδα έρχεται μέσα από την πλήρη απελπισία



Σισανίου Παύλος: Η ελπίδα έρχεται μέσα από την πλήρη απελπισία

Την έκφραση αυτή χρησιμοποίησε χτες σε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη του στο TOP Channel Δυτικής Μακεδονίας ο π. Παύλος Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης.
Αμέσως διευκρίνισε, ότι εννοεί, όταν κάποιος απελπίζεται από τις δικές του δυνάμεις, τη βοήθεια των ανθρώπων και όσων μπορεί να του προσφέρει αυτός ο κόσμος, τότε στρέφεται στην μόνη αληθινή Ελπίδα της βοήθειας του Θεού. 
Πράγματι αυτή η φράση περιέχει μέσα της ένα οξύμωρο σχήμα, το οποίο έχει σχέση με την προέλευση της ελπίδας. Ας το συζητήσουμε όμως για να δούμε, αν έχει βάση αυτή η φράση στα λόγια του Χριστού και στη διδασκαλία της Εκκλησίας μας.
Ο Χριστός στην Παραβολή του Ασώτου λέει: «14 δαπανήσαντος δε αυτού πάντα εγένετο λιμός ισχυρά κατά την χώραν εκείνην, και αυτός ήρξατο υστερείσθαι. 15 και πορευθείς εκολλήθη ενί των πολιτών της χώρας εκείνης, και έπεμψεν αυτόν εις τους αγρούς αυτού βόσκειν χοίρους· 16 και επεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ών ήσθιον οι χοίροι, και ουδείς εδίδου αυτώ. 17 εις εαυτόν δε ελθών είπε· πόσοι μίσθιοι τού πατρός μου περισσεύουσιν άρτων, εγώ δε λιμώ ώδε απόλλυμαι! 18 αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ· πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου·» (Λουκ. 15, 14-18 )
Ο Άσωτος αφού εγκατέλειψε την πατρική αγκαλιά, βασίστηκε στα χρήματα για να βρει την ευτυχία. Όμως εκείνα γρήγορα τελείωσαν και τότε κατέφυγε στην ελεημοσύνη των συνανθρώπων του. Όταν απελπίστηκε κι απ’ αυτή κι έφτασε στον πάτο της ανθρώπινης κατάπτωσης, τότε «εις εαυτόν ελθών» στήριξε και πάλι την ελπίδα του στον Πατέρα του κι αποφάσισε να επιστρέψει.
Ο Απόστολος Παύλος λέει: «24 τή γάρ ελπίδι εσώθημεν· ελπίς δε βλεπομένη ουκ έστιν ελπίς· ό γάρ βλέπει τις, τι και ελπίζει; 25 ει δε ό ου βλέπομεν ελπίζομεν, δι” υπομονής απεκδεχόμεθα. 26 Ωσαύτως δε και το Πνεύμα συναντιλαμβάνεται ταίς ασθενείαις ημών· το γάρ τι προσευξώμεθα καθ” ό δεί ουκ οίδαμεν, αλλ” αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις· 27 ο δε ερευνών τας καρδίας οίδε τι το φρόνημα τού Πνεύματος, ότι κατά Θεόν εντυγχάνει υπέρ αγίων. 28 Οίδαμεν δε ότι τοίς αγαπώσι τον Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν, τοίς κατά πρόθεσιν κλητοίς ούσιν·» (Ρωμ. 8, 24-28 )
Με την ελπίδα, λέει, σωθήκαμε, αλλά όχι την ελπίδα σ’ αυτά που βλέπουμε, επειδή όταν κανείς βλέπει κάτι, τι νόημα έχει να ελπίζει. Εάν επομένως δεν ελπίζουμε σ’ αυτά που βλέπουμε, οπλιζόμαστε με την υπομονή (που μας δίνει η αληθινή Ελπίδα στη βοήθεια του Θεού). Τότε και το Πνεύμα το Άγιο συνεπικουρεί στις δικές μας αδύναμες προσπάθειες. Επειδή δεν γνωρίζουμε πώς να προσευχηθούμε όπως πρέπει, το ίδιο το Άγιο Πνεύμα πρεσβεύει για μας με αλάλητους στεναγμούς. Ο Ουράνιος Πατέρας μας που βλέπει τις καρδιές μας, γνωρίζει τι ζητά το Άγιο Πνεύμα για μας, επειδή πρεσβεύει για μας σύμφωνα με το θέλημα του Πατρός. Επιπλέον γνωρίζουμε ότι γι αυτούς που αγαπούν το Θεό, όλα συμβάλλουν προς το αγαθό, σ’ αυτούς που έχουν δεχτεί την κλήση του Θεού με την προαίρεσή τους.
Ένα εξαιρετικό επίσης κείμενο από την Αγία Γραφή που εκφράζει την ελπίδα στο Θεό που γεννιέται από την απελπισία στις δυνάμεις μας και τους άλλους ανθρώπους μας είναι ο 37ος Ψαλμός, που διαβάζουμε στην Ακολουθία του Όρθρου: «Ουκ έστιν ίασις εν τη σαρκί μου από προσώπου της οργής σου ουκ έστιν ειρήνη εν τοις οστέοις μου από προσώπου των αμαρτιών μου. Ότι αι ανομίαι μου υπερήραν την κεφαλήν μου, ωσεί φορτίον βαρύ εβαρύνθησαν επ” εμέ. Προσώζεσαν και εσάπησαν οι μώλωπές μου από προσώπου της αφροσύνης μου. Εταλαιπώρησα και κατεκάμφθην έως τέλους.
Όλην την ημέραν σκυθρωπάζων επορευόμην. Ότι αι ψόαι μου επλήσθησαν εμπαιγμάτων, και ουκ έστιν ίασις εν τη σαρκί μου. Εκακώθην και εταπεινώθην έως σφόδρα, ωρυόμην από στεναγμού της καρδίας μου. Κύριε, εναντίον σου πάσα η επιθυμία μου, και ο στεναγμός μου από σου ουκ απεκρύβη. Η καρδία μου εταράχθη, εγκατέλιπέ με η ισχύς μου, και το φως των οφθαλμών μου, και αυτό ουκ έστι μετ” εμού. Οι φίλοι μου και οι πλησίον μου εξ εναντίας μου ήγγισαν και έστησαν, και οι έγγιστά μου από μακρόθεν έστησαν. Και εξεβιάζοντο οι ζητούντες την ψυχήν μου, και οι ζητούντες τα κακά μοι ελάλησαν ματαιότητας, και δολιότητας όλην την ημέραν εμελέτησαν. Εγώ δε ωσεί κωφός ουκ ήκουον, και ωσεί άλαλος ουκ ανοίγων το στόμα αυτού. Και εγενόμην ωσεί άνθρωπος ουκ ακούων και ουκ έχων εν τω στόματι αυτού ελεγμούς. Ότι επί σοι, Κύριε, ήλπισα• συ εισακούση, Κύριε ο Θεός μου.»… «Μη εγκαταλίπης με, Κύριε ο Θεός μου, μη αποστής απ” εμού. Πρόσχες εις την βοήθειάν μου, Κύριε της σωτηρίας μου.»
Επομένως, μόνο αν καταλάβουμε ότι δεν μπορούμε να στηρίζουμε την ελπίδα μας στους ανθρώπους και τα πράγματα του κόσμου τούτου, επειδή είναι φθαρτά και πεπερασμένα, μόνο τότε μπορούμε να την κατευθύνουμε πέρα από κάθε αμφιβολία στην πίστη μας στην Αγάπη και το Έλεος του Θεού και τότε να δεχτούμε την παρηγοριά και τη βοήθεια της Θείας Χάριτος.
Ο Γέροντας Παΐσιος έλεγε:
«- Γέροντα, ακόμη αντιμετωπίζω το καθετί ανθρώπινα και όχι πνευματικά, κι έχω αγωνία.
– Εσύ βάζεις τα προγράμματά σου μπροστά από τα προγράμματα του Θεού, γι’ αυτό βασανίζεσαι. Με την εμπιστοσύνη στον Θεό και με την ταπείνωση όλα τα προβλήματα λύνονται. Να κάνης αυτό που μπορείς εσύ και μετά να αφήνεσαι στην θεία Πρόνοια, στο θείο θέλημα. Η ελπίδα στον Θεό είναι τονισμένη πίστη∙ είναι η μεγαλύτερη ασφάλεια για τον άνθρωπο.
Μικρό πράγμα είναι να έχη κανείς σύμμαχο τον Θεό; Θυμάμαι, πριν πάω στο στρατό, έκανα προσευχή στην Αγία Βαρβάρα να με βοηθήση –την είχα σε ευλάβεια, γιατί πήγαινα στο εξωκκλήσι της από μικρός και προσευχόμουν. «Ας κινδυνεύσω στον πόλεμο, είπα, αλλά μόνον άνθρωπο να μη σκοτώσω». Και πώς τα οικονόμησε ο Καλός Θεός!
Όταν βγήκαν τα αποτελέσματα ,ενώ άλλους που ήταν μορφωμένοι τους έστειλαν στην πρώτη γραμμή σαν απλούς στρατιώτες, τουφεκιοφόρους, εμένα που ήμουν του δημοτικού με πήραν για ασυρματιστή! Μου έλεγαν οι άλλοι: «Έχεις μεγάλο μέσο». «Βρε τί μέσο έχω; Δεν έχω κανένα γνωστό». «Τι; μας κοροϊδεύεις;», μου έλεγαν. Ποιον έχεις στο Γενικό Επιτελείο;». Αφού επέμεναν ,τους έλεγα κι εγώ: «Έχω στο Γενικό Επιτελείο τον Χριστό». Έτσι δεν χρησιμοποίησα ποτέ ντουφέκι.
– Γέροντα, πώς αυξάνει η ψυχική αντοχή;
– Με την ελπίδα και την εμπιστοσύνη στον Θεό, οι οποίες δίνουν δυνάμεις πολλές. Πρέπει να αφήνουμε τον εαυτό μας στα χέρια του Θεού με απόλυτη εμπιστοσύνη και να βλέπουμε την κάθε δοκιμασία σαν δώρο σταλμένο από την αγάπη του Θεού. Ο άνθρωπος που έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στον Θεό χαίρεται τα πάντα. Είτε είναι άρρωστος ,είτε μένει νηστικός, είτε τον αδικούν, είτε…, είτε…, πιστεύει ότι ο Θεός τα έχει επιτρέψει ,ελπίζει στον Θεό και είναι πάντα ασφαλισμένος στο λιμάνι της ελπίδος του Θεού.»
πηγή
το είδαμε εδώ

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΛΚΥΣΤΙΚΟΣ Ο ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ;



                Ζούμε σε μία εποχή στην οποία οι νέοι άνθρωποι, χωρίς να είναι κατ’ ανάγκην αρνητικοί έναντι της Εκκλησίας, δεν φαίνεται να είναι πρόθυμοι να ακούσουν τον λόγο της. Η Εκκλησία δεν παράγει γεγονότα για τη ζωή του κόσμου, ούτε για τη νεανική πραγματικότητα, εκτός από κάποιες δραστηριότητες οι οποίες όμως είναι περιστασιακές και χρονικά περιορισμένες (κατηχητικές συνάξεις, κατασκηνώσεις, πολιτιστικές ομάδες). Κάποιος βεβαίως θα μπορούσε να αντιτάξει το ότι η ίδια η Εκκλησία είναι το γεγονός.  «Η Εκκλησία δεν αλλάζει τον κόσμο μ’ αυτό που κάνει, αλλά με αυτό που είναι». Φαίνεται όμως ότι μία τέτοια θέαση της εκκλησιαστικής ζωής δεν είναι αρκετή στην εποχή μας, στην οποία τα πλανηθέντα πρόβατα είναι η πλειοψηφία και το Ευαγγέλιο της Βασιλείας δεν φτάνει ούτε στ’ αυτιά ούτε στις καρδιές των πολλών. Μένει μόνο ο χτύπος της κυριακάτικης καμπάνας, σαν ένα απομεινάρι θύμησης, μόνο που την ώρα που αυτή χτυπά, οι περισσότεροι ενήλικες νέοι γυρίζουν από την διασκέδαση του Σαββατόβραδου. 
                Οι νέοι σήμερα έχουν διαμορφωμένη τη ζωή τους σύμφωνα με το κυριαρχούν εκκοσμικευμένο  πρότυπο. Η δύναμη της εικόνας, η μουσική, τα σπορ, το Διαδίκτυο, το φορτωμένο πρόγραμμα, δεν αφήνουν περιθώριο στον εκκλησιαστικό λόγο να ακουστεί. Την ίδια στιγμή αυτός είναι προσαρμοσμένος στις ανάγκες, το γλωσσικό ιδίωμα και τις προσδοκίες των μεγαλυτέρων, ενώ υπάρχει ένα αντιεκκλησιαστικό κλίμα στην κυριαρχούσα  κοινωνική νοοτροπία (ταύτιση της Εκκλησίας με τον κλήρο και αντικληρικαλιστικό πνεύμα, αντίληψη  ότι η  Εκκλησία έρχεται από το παρελθόν, ενώ η  αξία  της επιστήμης υπερτονίζεται), με αποτέλεσμα οι δυσκολίες να αυξάνονται.
                Όμως και η ίδια η Εκκλησία δεν έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με την προοπτική τού να δώσει μία άλλη χροιά στο περιεχόμενο του εκκλησιαστικού λόγου. Δεν είναι μόνο το τι προτάσσεται. Είναι και το ότι, ενώ υπάρχουν πολλά θέματα τα οποία θα μπορούσαν να αγγίξουν τους νέους, όπως είναι η ποιότητα των σχέσεων, η ευθύνη του καθενός για την κοινωνική αδικία, η ανάγκη για μοίρασμα και βοήθεια η οποία δεν μπορεί να περιορίζεται στην  υλική  προσφορά, η υπέρβαση της εικονικής πραγματικότητας, η κριτική των ψεύτικων και ανούσιων προτύπων, η Εκκλησία δεν είναι έτοιμη να αναδείξει τον λόγο της, ο οποίος είναι ελκυστικός εκ των πραγμάτων, διότι είναι γνήσιος, καθώς πηγάζει από το πρότυπο της ζωής που αυτή προτείνει, δηλαδή τη σχέση με τον Χριστό.  Υπάρχει όμως φόβος για  διάλογο με την πραγματικότητα, για  πρόσληψη και  κριτική στοιχείων από το σήμερα των νέων  (μουσική, τραγούδι, περιστατικά, τηλεοπτικά γεγονότα).  Ενίοτε λείπουν και πρόσωπα  που με παιδεία και διάθεση θα αφιερωθούν στη νέα γενιά και θα στηριχθούν από την Διοικούσα Εκκλησία, ενώ υπάρχει δισταγμός για την αξιοποίηση των μέσων της τεχνολογίας.
                Όλα αυτά δεν συνεπιφέρουν με βεβαιότητα την ελκυστικότητα του λόγου. Μπορούν όμως να γίνουν αφετηρία για να ακουστεί. Ένα παλιό σύνθημα έλεγε: «τολμήστε να γνωρίσετε και ας απορρίψετε!». Για να γίνει αυτό τα πρόσωπα που εκφέρουν τον λόγο, που καλούν σε γνωριμία μαζί του, χρειάζεται να  ζούνε, να πιστεύουν και να φαίνεται ότι αγαπούνε τόσο τον λόγο, όσο και τον Δωρεοδότη Του. Όπου αυτό γίνεται, τα αποτελέσματα είναι λαμπρά!

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΛΗΘΕΙΑ, φύλλο Ιουλίου 2015)
Το είδαμε εδώ

Διέξοδοι στὴ μοναξιὰ τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου




Εἰλικρινά, δυσκολεύομαι ἀρκετά, παρότι ἴσως σᾶς φανεῖ παράξενο, νὰ πείσω τὸν ἑαυτό μου γιὰ τὴν ἀξία μιᾶς ἀκόμη ὁμιλίας. Φοβᾶμαι πὼς δὲν θὰ πρωτοτυπήσω καθόλου, ἂν καὶ γνωρίζω πὼς ἡ ἀξία τοῦ λόγου δὲν ἔγκειται στὴν πρωτοτυπία. Ἐλπίζω στὴν ὑπομονή σας. Θὰ ἐπιθυμοῦσα μέσα ἀπὸ μία σύντομη παρουσίαση τῆς καταστάσεως ποὺ σεῖς καθημερινὰ ζεῖτε, νὰ σᾶς ὑπενθυμίσω μερικὰ λόγια ποὺ πηγάζουν ἀπὸ παραθεωρημένα κείμενα θείας σοφίας καὶ ἀγάπης. Θὰ χαιρόμουν νὰ τὰ κατάφερνα νὰ σᾶς ἐμπνεύσω καὶ νὰ σᾶς ὁδηγήσω σὲ μία διέξοδο, δίχως νὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς πείσω, σεβόμενος ἀπολύτως τὴ θεοσδοτη ἐλεύθερη βούλησή σας. Θ’ ἀνοίξουμε λοιπὸν μαζὶ ἕνα παράθυρο γιὰ νὰ ξαναδοῦμε τὸν κόσμο...

Ἕνα κόσμο πολύβουο, πολυπρόσωπο κι ἀπρόσωπο, ποὺ τὸ διάλογο ἔχει ὑποκαταστήσει ἡ μυριόστομη ἀντιφώνηση συνθημάτων καὶ ἡ μέθη του τὸν ἔχει κάνει μέσα στὴ μαζοποίηση νὰ ἔχει χάσει τὴν προσωπικότητά του καὶ νὰ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸ συναίσθημα τῆς ἀγέλης.

Στὴν πολυκατοικία δὲν εἶναι γνωστοὶ ὅλοι οἱ ἔνοικοι. Στὴν πολυκατοικία χάθηκε ἡ γειτονιά, ποὺ μοιραζόσουν τὸ ψωμὶ κι οἱ πόρτες ἦταν ἀνοιχτές. Οἱ σχέσεις ἐξαντλοῦνται σὲ μία καλημέρα μέσα στὸ ἀσανσὲρ κι ἕνα βιαστικὸ χαμόγελο δίνοντας τὸ λογαριασμὸ τῶν κοινοχρήστων. Στὶς ἐπαρχιακὲς πόλεις γίνεται φιλότιμη προσπάθεια νὰ διατηρηθοῦν ἐθιμοτυπικὲς ἐπισκέψεις καὶ τὸ κουτσομπολιό.

Στὸ δρόμο σκουντουφλᾶ ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλο, στὸ λεωφορεῖο στριμώχνονται, στὰ κέντρα διασκεδάσεως δὲν βρίσκεις θέση. Στὸ σχολεῖο, στὸ σπίτι, στὸ κατάστημα, παντοῦ, κουβαλᾶ ὁ ἄνθρωπος τὴν πλήξη καὶ τὴν ἀνία του, πολλὲς φορὲς καὶ δίχως νὰ τὸ συνειδητοποιεῖ πλήρως κι ἡ κατάσταση αὐτὴ νὰ ἔχει γίνει ἁπλὴ συνήθεια δίχως καὶ νὰ ἀπασχολεῖ πιά. Οἱ καθημερινὲς ἀσχολίες δὲν τοὺς ἀφήνουν ποτὲ μόνους τους ἀνθρώπους γιὰ νὰ τὰ ποῦνε μὲ τὸν ἑαυτό τους.

Ἡ μοναξιὰ δὲν ἐξοβελίζεται μ’ εὐφυεῖς συνταγὲς ψυχολόγων, κοινωνιολόγων, συγγραφέων καὶ κηρύκων. Θέλει προσωπικὸ ἀγώνα, ἐσωτερικὴ τακτοποίηση, μετωπικὴ σύγκρουση μὲ τὴν ὑπαρξιακὴ ἄγνωστη ταυτότητά μας, ἀνδρεία ἐνδοσκαφὴ πρὸς ἀνεύρεση τοῦ πρωτόκτιστου κάλλους, ταπεινὴ προσκύνηση τοῦ Θεοῦ, πρὸς μαθητεία καὶ βοήθεια, εἰλικρινῆ καὶ τίμια ἔξοδο πρὸς συνάντηση τῶν ἄλλων, μὲ πνεῦμα θυσίας, μὲ διάθεση κατανοήσεως καὶ παραδοχῆς, ἀλληλοσυμπληρώσεως καὶ ἀλληλοβοήθειας.

Ἔτσι ἡ στείρα καὶ πικρὴ μοναξιὰ μπορεῖ νὰ μεταβληθεῖ σὲ γόνιμη πηγή, μὲ ὕδατα ἀνυπέρβλητης γοητευτικότητας καὶ δυναμικότητας, ἐμβαθύνοντας στὴν ὁλότητά του κι ἀνακαλύπτοντας τὶς δυνάμεις του, τὴν αὐθεντικότητα τοῦ θεόμορφου προσώπου του.

Μόνο ὁ ἐσωτερικὰ ἰσορροπημένος ἄνθρωπος καὶ τακτοποιημένος μπορεῖ νὰ ἔχει ἀγαθὲς σχέσεις μὲ τοὺς ἄλλους, σχέσεις ποὺ ἄρχισαν μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, καὶ τοῦ ἔδωσαν τὴ δύναμη γι’ αὐτὴ τὴν κουβέντα μὲ τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι οἱ ἄλλοι γίνονται συλλειτουργοὶ στὸ μυστήριο τῆς λειτουργίας τῆς ζωῆς, ὅπου μεταλαμβάνουμε ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, μὲ τὴν προσευχή, τὴ φιλία, τὸ γάμο καὶ παρηγοριόμαστε στὸ πολυκύμαντο αὐτὸ ταξείδι τῆς ἐφήμερης ζωῆς μας.

Φοβᾶσαι; Μὴ φοβᾶσαι νὰ σκέφτεσαι τὸ Θεό. Πήγαινε στὴν ἐκκλησία καὶ κάτσε σὲ μία γωνιὰ ἥσυχος. Μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ σὲ λυτρώσει ἀπὸ τοὺς φόβους. Μὲ συγχωρεῖτε ποὺ δυσκολεύομαι νὰ εἶμαι ἀναλυτικός. Δὲν νομίζω ἄλλωστε πὼς χρειάζεται. Πρέπει νὰ νοιώσεις πὼς οἱ σχέσεις σου μὲ τὸ Θεὸ εἶναι ἕνα θέμα δικό σου. Παρότι εἶναι δύσκολο ἐντούτοις πρέπει νὰ κοιτάξει νὰ βρεῖ κανεὶς ἕνα καλὸ πνευματικὸ ὁδηγό. Δὲ συμφέρει ν’ ἀνοίγει κανεὶς εὔκολα τὴν ψυχή του στὸν καθένα. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀπύθμενο μυστήριο. Θὰ εἶναι πολὺ τυχερὸς κανεὶς ἂν μπορέσει νὰ βρεῖ στὴ ζωὴ του ἕνα πρόσωπο ποὺ θὰ τὸ σέβεται, θὰ τὸ ἀγαπᾶ καὶ θὰ τὸ ἐμπιστεύεται καὶ μὲ χαρὰ θὰ τὸ ἀκολουθεῖ. Κι ὅσο νωρίτερα γίνει αὐτὸ τόσο καλύτερα.

Τὴν πρώτη αὐτὴ θέση τῆς καρδιᾶς μας καλεῖται νὰ ἔχει ὁ Θεός. Οἱ ἄλλοι ἂς εἶναι οἱ μεσάζοντες τῆς προσαγωγῆς μας σὲ Αὐτόν, ὡς παρρησία, ἐμπειρία, γνώση καὶ διάκριση ἔχοντες τῶν μονοπατιῶν ποὺ ὁδηγοῦν σὲ Αὐτὸν καὶ τοῦ φωτὸς ποὺ χύνει στοὺς ἐπικαλουμένους του.

Μὰ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ Θεός, πάτερ μου, θὰ μοῦ πεῖτε. Δὲν τὸν εἴδαμε, δὲν τὸν ἀκούσαμε, δὲν αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη του, εἶναι ἴσως τόσο μακρυά. Ἀσχολεῖται μ’ ἐμᾶς; Τί ἀνάγκη μᾶς ἔχει; Τί μᾶς θέλει; Καὶ δίχως Αὐτὸν δὲν μπορεῖ νὰ πάει καλὰ ἡ ζωή μας, ὅπως ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων ποὺ Τὸν ἀγνοοῦν; Εὐλόγα θάλεγα ἐρωτήματα, φυσικά, ἀνθρώπινα, νεανικά, συνήθη. Στὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ ν’ ἀποδειχτεῖ μὲ τὴ φυσικὴ λογική. Μόνο γι’ αὐτὸ τὸ δόγμα δὲν θὰ μποροῦσα νἄμαι ποτὲ καθολικός. Ἂν εἶχα τὸ Θεὸ σὰν ἕνα ἄλλο σὰν κι ἔμενα, ἔξω ἀπὸ μένα, μόνο ποὺ νὰ εἶναι πολὺ δυνατότερός μου, τότε θὰ ἤμουν ὑποχρεωμένος νὰ τὸν ξεχάσω. Ἀλλὰ κι ὁ Θεὸς δεσμοφύλακας, ἐφοριακός, ἐκδικητὴς καὶ γέρος πλούσιος, ποὺ μᾶς παρουσιάστηκε ἀπὸ συγγενεῖς, δασκάλους καὶ κληρικοὺς θὰ θεωροῦσα καθῆκον μου νὰ τὸν ἀψηφήσω τελείως. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι αὐτό. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ποῦμε πὼς ὁ ἄνθρωπος οὔτε μὲ τὸ Θεὸ θέλει νὰ εἶναι, ἀλλ’ οὔτε μπορεῖ νὰ ζήσει χωρὶς Αὐτόν;

Ἦλθαν δυὸ συνομίληκοί σας στὸ Ἅγιον Ὅρος, μ’ ἔξαλλη κόμωση κι ἀμφίεση. Δυσκολεμένοι ἀνάμεσα σ’ ἕνα μικρὸ ἀκροατήριο ποὺ «ξεναγεῖτο» κάθησαν διακριτικὰ στὸ τέλος καὶ μᾶς πλησίασαν. Σᾶς μεταφέρω τὶς πρῶτες κουβέντες τοῦ διαλόγου μας αὐτολεξεί:
— Θὰ μπορούσαμε νὰ σᾶς ρωτήσουμε κάτι;
— Εὐχαρίστως!
— Ἂν σᾶς ἔλεγε κάποιος πὼς δὲν ὑπάρχει Θεὸς τί θὰ τοῦ κάνατε;
— Τί θὰ τοῦ ἔκανα;
— Μάλιστα.
— Μήπως εἶναι δική σας ἡ ἐρώτηση;
— Ἂν σᾶς ποῦμε ναί;..
— Ἂν σᾶς πῶ κι ἐγὼ πὼς εἶναι καὶ δική μου;
— Δική σας; Ἐσεῖς, ἕνας μοναχός;
— Δὲν πιστεύω στὸ Θεὸ ποὺ μᾶς παρουσιάστηκε. Ἕνα Θεὸ ἄγαλμα, ξένο, μακρυνό, ἀπρόσιτο...
Μείναμε νὰ κουβεντιάζουμε ὧρες. Φεύγοντας τὴν ἄλλη μέρα μοῦ εἶπαν.
— Καὶ μεῖς νομίζαμε ἄλλα...

Ναί, πολλοὶ νομίζουν ἄλλα. Εἶναι ἀνέντιμο νὰ μιλᾶς γιὰ κάτι ποὺ δὲν γνωρίζεις, νὰ κατηγορεῖς τὸ φῶς, τὴ ζωή, τὴν ἀλήθεια, σὺ ποὺ ζεῖς στὸ σκοτάδι καὶ στὴν ἀπάτη. Εἶναι στενομυαλιά. Μὰ ἡ στενομυαλιὰ θὰ θεραπευτεῖ τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ τὴν παραδεχθεῖς. Ὅσο θὰ τὴ θεωρεῖς εὐφυία, ἐλευθερία καὶ δόξα θὰ ταλαιπωρεῖσαι πικρά.

Εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ ἄλλοι μᾶς ἀπομάκρυναν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μάλιστα αὐτοὶ ποὺ καλοῦνταν νὰ μᾶς συνάξουν κοντά του. Αὐτοὶ οἱ ἀξιοδάκρυτοι ποὺ δὲν πίστευαν αὐτὰ ποὺ ἔλεγαν καὶ δὲν τὰ ζοῦσαν, ἀνέντιμοι, ὑποκριτές. Μὰ τὰ ποσοστὰ εὐθύνης κυμαίνονται καὶ αἰωροῦνται ἐπὶ πολλῶν κεφαλῶν καὶ δὲν ἀπομακρύνονται καθόλου τῶν δικῶν μας. Ὁ καθένας θὰ δώσει λόγο γιὰ τὶς προσωπικές του πράξεις.

Ὅ,τι κι ἂν ἔγινε μέχρι χθὲς μπορεῖ νὰ διορθωθεῖ σήμερα, τώρα. Ὅλοι ζητοῦν τὸ ἀποτίναγμα τοῦ νέφους ποὺ στεφανώνει τὶς πόλεις μας καὶ κανεὶς δὲν κάνει μία κίνηση. Ἀγνοεῖ; Δειλιάζει; Φοβᾶται; Τί συμβαίνει;

Ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα ἔχει μιὰ κληρονομιὰ ἁγιότητος, ἐπιδεικνύει τρόπο ἐπικίνδυνης ζωῆς κι ὄχι φλύαρες κι ἀτέρμονες συζητήσεις τῶν σχολαστικιστῶν, μὲ τοὺς ὁρισμοὺς τῶν ὀρθολογιστῶν καὶ τὶς πομπώδεις διδασκαλίες τῶν ἠθικιστῶν. Κελαρύζει δροσερὸ νεράκι στὰ χωράφια τῶν καρδιῶν καὶ ξεδιψᾶ πραγματικὲς ἀνάγκες ἀπαιτητικῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἀσκητισμός της, ἡ ταπείνωσή της μᾶς ὁδηγοῦν σὲ πεδίο βολῆς καὶ ἐκτόξευσης. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι ἡ πιστὴ τήρηση μερικῶν ὑποχρεωτικῶν κανόνων κι ἑνὸς τυπικοῦ ποὺ θὰ πρέπει ν’ ἀπομνημονευθεῖ. Μᾶλλον πρέπει νὰ σιωπήσουμε καὶ ν’ ἀκινητοποιηθοῦμε, νὰ μὴ μιλᾶμε πολὺ οὔτε περὶ Θεοῦ, ἀλλὰ ν’ ἀποκτήσουμε τρόπο ζωῆς διαφορετικό. Ἡ ζωή μας νὰ μιλᾶ. Κι ὄχι νὰ μιλᾶ γιὰ νὰ μιλᾶ. Ἡ παραδοχὴ καὶ ἡ κατανόηση τῶν ἄλλων εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς ὁδοὺς τῆς θεώσεως καὶ τῆς καταργήσεως τῆς μοναξιᾶς. Γνωρίζω καλὰ πὼς ὅλοι αὐτὸ ποθεῖτε κι ἂς μὴ τὸ ἐκφράζετε, αὐτὸ φανερώνει κι ἡ τυχὸν ἀντίδρασή σας στὴ φτώχειά μου.

Πρέπει ν’ ἀφήσουμε τὰ πολλά, ὅσα δὲν εἶναι ἀναγκαῖα, τὶς γενικότητες καὶ τὶς ἀσάφειες. Ὁ Παπαδιαμάντης λέει: κάθε γενικότητα γελοιότητα. Κι ἕνας ἄλλος σύγχρονος σοφός: «Ἂν προσπαθήσεις νὰ δεῖς τὰ πάντα, δὲν θὰ δεῖς τίποτε». Νὰ γίνουμε πιὸ συγκεκριμένοι, πιὸ συγκεντρωμένοι, πιὸ προσεκτικοί, πιὸ λιτοί. Νὰ γνωρίσουμε τὴ σπουδαιότητα τῆς ἁπλότητας. Νὰ εἴμαστε εὐχαριστημένοι μ’ ἕνα πειθαρχημένο ἑαυτό. Πρέπει, κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, νὰ πεθαίνουμε κάθε μέρα. Αὐτὸ σημαίνει νὰ κάνω ὅ,τι θέλω τὸν ἑαυτό μου κι ὄχι ὅ,τι θέλει αὐτὸς ἐμένα. Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ ἐλευθερία. Ἡ λύση τοῦ ἀδιεξόδου. Εἶναι μεγάλη ὑπόθεση αὐτή. Γιὰ σκεφθεῖτε την. Ἀκόμη αὐτὸς ὁ θάνατος ὁ καθημερινὸς σημαίνει πῶς ν’ ἀρέσω στὸν Θεὸ κι ὄχι πῶς νὰ θαυμάζομαι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.

Δὲν χρειάζεται νὰ τὰ καταλάβουμε ἀμέσως ὅλα. Ὁ σεβασμός μας στὶς Ἅγιες Γραφὲς καὶ στὸν τίμιο ἀγώνα ἁγίων ἀνθρώπων, ὅταν κάτι δὲν καταλαβαίνουμε ἂς ἱκανοποιεῖται νὰ τ’ ἀφήνει ἀκατανόητο καὶ δὲν θ’ ἀργήσει ἡ ὥρα ποὺ θὰ φωτιστοῦμε καὶ θὰ τὸ κατανοήσουμε. Τὸ νὰ διαστρέφουμε ὅμως τὶς ἔννοιες γιὰ νὰ τὴν ταιριάσουμε στὶς ἰδέες μας εἶναι ἐγωισμὸς κι ἀρχὴ πλάνης κι αἱρέσεως.

Ὅπως κανεὶς δὲν πηγαίνει στὸ στρατὸ γιὰ νὰ καλοπεράσει ἔτσι κι ἡ πνευματικὴ ζωή, ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, εἶναι ἀγώνας διαρκής, δίχως ἄγχος, μὰ μὲ ἀγωνία. Μία μάχη σῶμα μὲ σῶμα, ὅπου πρέπει νὰ σφαγεῖς, νὰ θανατωθεῖς, γιὰ νὰ ἀναστηθεῖς. Κι αὐτὸ γίνεται ἤρεμα, σιγά, ἀνεπαίσθητα, ἀργὰ ἤ σύντομα, ἀνάλογα μὲ τὸν πόθο καὶ τὴν ἀγαπητικὴ βούληση τοῦ Θεοῦ. Προσκαλεῖ συνεχῶς, προκαλεῖ ἐπιτηδείως κι εὐγενῶς ὁ Θεός, ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο, νὰ δώσει στὸν ἑαυτὸ χρόνο, νὰ ἠρεμήσει καὶ νὰ σκεφτεῖ καὶ νὰ μὴ ζεῖ σ’ ἕνα συνεχῆ στρόβιλο δραστηριότητας. Θὰ ἦταν ἀρκετὸ στὸ Θεὸ νὰ ὑπομείνει ὁ ἄνθρωπος τὸ δύσκολο χαρακτήρα του, ἀφοῦ τὸν παραδεχτεῖ, ν’ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἄρρωστη γυναίκα του ὁ σύζυγος, ν’ ἀγαπήσει τοὺς ἀπρόκοφτους μαθητὲς του ὁ δάσκαλος, νὰ κατανοήσει τὴν ἀπαιτητικὴ καὶ παράξενη μάνα του ὁ γιός. Εἶναι ἕνας πειρασμὸς ν’ ἀρκεστεῖ κανεὶς στ’ ὀλίγο. Θεωρεῖ ὅτι μόνο ἔκτακτα, μεγάλα καὶ συνταρακτικὰ γεγονότα θὰ τὸν ἀναδείξουν. Φαντάζεται εὐεργέτη τῆς ἀνθρωπότητας τὸν ἐφευρέτη καὶ τὸν ἱεραπόστολο τῆς Ἀφρικῆς. Δὲν μπορεῖ νὰ βλέπει τὸ Χριστὸ ν’ ἀφήνει τὰ 99 πρόβατα γιὰ νὰ πάει στοὺς γκρεμοὺς νὰ βρεῖ τὸ χαμένο ἕνα. Νομίζουμε θὰ μᾶς ζητήσει ὁ Θεὸς πολλά. Θὰ ζητήσει μόνο αὐτὰ ποὺ μπορούσαμε νὰ κάνουμε καὶ δὲν κάναμε. Δὲν θὰ ζητήσει καρποὺς ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔσπειρε. Δὲν θὰ πεῖ στὸν τραυλὸ γιατί δὲν ἔγινε ἱεροκήρυκας καὶ στὸν χωλὸ δρομέας. Θὰ δώσουμε λόγο γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ μπορούσαμε νὰ κάνουμε καὶ δὲν κάναμε. Θὰ λαθεύουμε, θὰ σκοντάφτουμε. Θὰ πέφτουμε, μὰ θὰ σηκωνόμαστε. Ἔχει τόση ἄπλα, τόση ἄνεση, τόση εὐρυχωρία ἡ Ἐκκλησία μας. Στὴ θερμή της ἀγκάλη της χωροῦν ὅλοι, ὅποιοι καὶ νἄναι. Τὸ νὰ πέσουμε εἶναι ἀνθρώπινο, τὸ νὰ μὴ σηκωθοῦμε δαιμονικό. Δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία ποὺ νὰ μὴ συγχωρεῖται, πληγή ποὺ νὰ μὴ θεραπεύεται. Ἀρκεῖ νὰ τὸ ἐπιθυμήσεις, νὰ τὸ θελήσεις ἀληθινά.

Ὁ Θεὸς μᾶς θέλει ὅλους κοντά Του. Αὐτὸ εἶναι σίγουρο καὶ βέβαιο. Στὸ χέρι μας λοιπὸν εἶναι νὰ τὸν ἀπολαύσουμε. Μιὰ ἀκόμη ἀρχὴ αὐτῆς τῆς συναντήσεώς μας μὲ Αὐτόν, στὸ νὰ σκηνώσει ἡ Χάρη του ζωηρὴ ἐντὸς μας εἶναι ἡ καθαρότητά μας. Μόνο μὲ τοὺς καθαροὺς ἑνώνεται ὁ Θεός. Πρέπει πρῶτα νὰ καθαριστεῖς γιὰ νὰ συνομιλήσεις μὲ τὸ Θεό, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Καὶ ὁ ἀββὰς Ἰσαὰκ τονίζει πὼς πρῶτα θ’ ἀποσυνδεθεῖς ἀπὸ τὴν ὕλη γιὰ νὰ συνδεθεῖς μὲ τὸ Θεό. Ὅσο καιρὸ ὁ νοῦς παραμένει ἀπρόσεκτος κι ἀκάθαρτος ὁ Θεὸς δὲν ἐλέει. Μὲ τὴ σταδιακὴ κάθαρση ἔρχεται λύπη στὴν καρδιὰ γιὰ τ’ ἀτοπήματά μας καὶ τὴν προσβολὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ χαρά, γιατί ἡ ψυχὴ ἀρχίζει ν’ ἀνασαίνει καὶ νὰ προγεύεται κάποιων θείων μικρῶν ἀλλὰ δυνατῶν κ ἐντυπωσιακῶν παρηγοριῶν. Ἡ προσευχὴ βοηθᾶ σ’ αὐτὴ τὴν κάθαρση καὶ ἰδιαίτερα ἡ νοερά: τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν.

Πρέπει νὰ τονιστεῖ πὼς ὅλη ἡ ἀσκητικὴ παράδοση ἀποδίδει μεγάλη σημασία στὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καὶ δὲν ἱκανοποιεῖται σὲ κάποια ἐξωτερικὴ τακτοποίηση τῶν ἠθῶν. Εἶναι ἀστεῖο νὰ πιστεύει κανεὶς πὼς ἔχει ἀποκαταστήσει τὶς σχέσεις του μὲ τὸ Θεὸ ἐπειδή, ζεῖ μία τίμια ζωὴ κι ἀποφεύγει τὶς ἁμαρτίες ἐνῶ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς του παραμένουν ἀνενόχλητα καὶ βαθύρριζα τὰ πάθη. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες συνιστοῦν θεραπευτικὰ μέσα γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ πάθη.

Ἂν μπορέσεις νὰ δεχτεῖς τὸ θαῦμα πὼς ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, ὅλες οἱ ἄλλες δυσκολίες εἶναι μηδαμινές. Ὁ Θεὸς κατέβηκε στὴ γῆ γιὰ ν’ ἀνέβει ὁ ἄνθρωπος. Τοῦ ἄνοιξε τὸ δρόμο. Τώρα ὅλα εἶναι εὔκολα. Μὲ τὴν ἀνάστασή του νικήθηκε κι ὁ θάνατος. Ἔτσι ἡ πίστη τοῦ πιστοῦ περιπαίζει τὸ δαίμονα, τὸ θάνατο, τὸ κακό, τὴν κάθε μοναξιά.

Μόνο ὁ ἀληθινὸς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ σκέφτεται τὴν ἀθάνατη ψυχή του. Δὲν προσδοκᾶ ἀνταπόδοση. Χαίρεται νὰ χαρίζει σὰν νὰ λαμβάνει. Ἕνα σκοπὸ ἔχει: Πὼς νὰ σωθεῖ. Ἀγαπᾶ γιατί εἶναι ἔξυπνος. Δὲν ἔχει ὀκνηρία, διχασμοὺς καὶ δισταγμούς, ἄγχος καὶ ἀμφιβολίες. Χαίρεται νὰ ὑπακούει. Δὲν κάνει τίποτε τὸ μισό. Ξέρει κι ἀγαπᾶ νὰ σωπαίνει. Εἶναι γνήσιος αὐτὸς ποὺ εἶναι ἀτόφιος, εἰλικρινής.

Θὰ μποροῦσε βεβαίως ὁ Θεὸς νὰ ἐπέμβει δυναμικὰ στὴ ζωή μας καὶ νὰ μᾶς ἀλλοιώσει, καὶ νὰ μᾶς κάνει θέλοντας καὶ μὴ καλούς. Ἀλλὰ αὐτὸ ὅπως καταλαβαίνετε εἶναι μακράν τοῦ σχεδίου τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἁγιότητα δὲν εἶναι δοτή. Ὁ Θεὸς δίνει συνεχεῖς εὐκαιρίες κι ἐρεθισμούς, ἂν ὁ ἄνθρωπος τὶς ἐκμεταλλευτεῖ καλῶς. Ὁ Θεὸς στὸ ἕνα βῆμα μας κάνει δέκα. Ἀλλὰ πρέπει νὰ κάνουμε πρῶτα τὸ δικό μας ἕνα. Ἀδυνατεῖ, θὰ λέγαμε ἀνθρωπομορφικά, νὰ ἐπέμβει δικτατορικῷ τῷ τρόπῳ καὶ νὰ μᾶς ἀναστατώσει. Εἶναι ἀπεριόριστα εὐγενὴς κι εὐαίσθητος ὁ Θεός. Ὁ ὑποκειμενικὸς λοιπὸν παράγοντας στὴν πρὸς Θεὸν προσαγωγὴ μας εἶναι ἀπαραιτήτως ἀπαραίτητος. Ἡ συμβολή μας, ἡ συνεργία μας, στὸ συνεχῆ ἀγώνα γιὰ τὴ σωτηρία μας, μὲ πολλὴ ταπείνωση πάντα, εἶναι βασικὴ προϋπόθεση μιᾶς ἀρχῆς.

Μέσα σ’ ἕνα κόσμο δίχως σκοπό, μὲ μία συμφεροντολόγα ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον καὶ κακὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ποὺ πλησιάζει τὸν ἄλλο γιὰ ν’ ἀποφύγει τὰ ἐρωτήματα τοῦ ἑαυτοῦ του, ἡ μοναξιὰ του καταντᾶ φυλακή. Ἡ χυδαιότητα τοῦ κόσμου ἔγκειται στ’ ὅτι ζεῖ γιὰ τὸ τίποτα κι αὐτὸ γίνεται ἀφορμὴ δακρύων γιὰ κάθε φιλόθεο καὶ φιλάνθρωπο.

Ἀναγκάζομε παρασυρόμενος νὰ ὑποπίπτω σ’ αὐτὸ ποὺ κατηγόρησα, σὲ γενικότητες καὶ νὰ σᾶς κουράζω.

Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσει περὶ Θεοῦ καὶ νὰ σᾶς πείσει. Ὁ Θεὸς δὲν ἀποδεικνύεται. Φανερώνεται μυστικὰ στὶς καρδιὲς καὶ κάποτε σὲ τόπους καὶ ὧρες ποὺ δὲν τὸ περιμένεις. Ὁ Θεὸς μιλᾶ σιωπηλά. Σὲ τόπους ἥσυχους, θορυβωδῶς. Σὲ τόπους θορυβώδεις, ἥσυχα, κι ἴσως γι' αὐτὸ δὲν ἀκούγεται. Ἴσως, μᾶλλον, δὲν θέλουμε νὰ τὸν ἀκούσουμε καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὸν ἀκοῦμε. Μὴ μειώνουμε λοιπὸν τὸ νόημα αὐτῶν ποὺ δὲν κατανοοῦμε. Ὅλα εἶναι δύσκολα πρὶν αὐτὴ τὴ φανέρωση, τὴ ζωντανὴ σχέση, τὴν ἀποκάλυψη, τὸ νέο τρόπο ζωῆς. Εἶναι ἕνα θαῦμα αὐτὴ ἡ συνταρακτικὴ ὅσο καὶ ἁπλὴ γνωριμία μὲ τὸ Θεό. Ἕνα θαῦμα φωτὸς ποὺ σὲ κάνει νὰ λησμονεῖς ὅλο τὸ προηγούμενο σκοτάδι σου, ἀπὸ λεπρὸς γίνεσαι ὑγιής, ἀπὸ ἀμαθής σοφός. Ἀποκτᾶς, φτερά, νέα δράση, νέα ἀκοή. Μὰ δὲν πρέπει νὰ λησμονεῖς τὸν Ἴκαρο, τὸ πολὺ φῶς ποὺ τυφλώνει, τὴ βροντὴ τῆς σιωπῆς ποὺ κουφαίνει.

Συγχωρέστε παρακαλῶ τὴν τυχὸν ποιητικότητά μου. Πολλὴ εἰρήνη ὑπάρχει μέσα στὴ σιωπή. Μίλα ἄνετα μὲ τοὺς ἀνθρώπους, δίχως συμβιβασμοὺς καὶ ὑποχωρήσεις. Να ’σαι φίλος ὅσο ξένος μὲ ὅλους, κατὰ τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Λέγε τὴ γνώμη σου δίχως νὰ θὲς νὰ τὴν ἐπιβάλλεις. Ἄκου καὶ τὸν ἄλλο κι ἄς σοῦ φαίνεται ἀνιαρὸς κι ἀστεῖος. Ἔχει τὸν πόνο του, τὴν ἱστορία του, ἔχυσε καὶ γι’ αὐτὸν αἷμα ὁ Χριστός. Μὴ συγκρίνεσαι μὲ τοὺς ἄλλους, λέει ὁ ἀββᾶς Ἠσαΐας. Εἶναι ἕνα ἐπικίνδυνο παιχνίδι. Ἂν πεῖς εἶσαι καλύτερός τοῦ ἄλλου πέφτεις στὴν ὑπερηφάνεια. Ἂν πεῖς πὼς εἶσαι χειρότερος στὴν κακομοιριά, τὴ μειονεξία, τὴν ἀποθάρρυνση, τὴν ἀπελπισία. 

Νὰ ἐνδιαφέρεσαι γιὰ τὴν πρόοδό σου στὶς σπουδὲς καὶ τὴν ἐργασία, μὰ νὰ ξέρεις πὼς κι ἕνας τσαγκάρης κι ἕνας ὁδοκαθαριστὴς προσφέρει ἔργο χρήσιμο, μπορεῖ νὰ εἶναι ἥρωας, ἅγιος. Νὰ κοιτᾶς νὰ εἶσαι αὐτὸ ποὺ εἶσαι. Κυρίως μὴν ὑποκρίνεσαι τὸν καλὸ γιατί εἶναι βαρειὰ αὐτὴ ἡ ἀρρώστια κι ὁδηγεῖ σὲ θάνατο. Οὔτε πάλι ὡς ἐξ αὐτοῦ νὰ γίνεσαι κυνικὸς καὶ μάλιστα ὅτι ἀφορᾶ τὴν ἀγάπη. Μὴ βιάζεσαι καὶ μὴ χασομερᾶς. Νὰ εἶσαι ὅσο εὐγενικὸς τόσο κι αὐστηρὸς μὲ τὸν ἑαυτό σου. Μὴν τὸν ἀφήνεις εὔκολα νὰ χαζεύει καὶ μὴ τὸν κουράζεις μὲ προγράμματα ποὺ σὲ λίγο θὰ τὰ διακόψεις. Ἡ κούραση κι ἡ μοναξιὰ γρήγορα μποροῦν νὰ σὲ ἀρρωστήσουν. Φτιάξ’ τα μὲ τὸν Θεό. Φτιάξ’ τα μὲ τὸν ἑαυτό σου. Φτιάξ’ τα μὲ τοὺς ἄλλους καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ σοῦ κλέψει τὴν εἰρήνη ἀπ' τὴν καρδιά σου. Βρὲς τὴν εἰρήνη στὴν καρδιά σου καὶ χιλιάδες κόσμος θὰ σωθεῖ, λέει ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ. Ἔτσι, ἐσὺ ποὺ ὅλοι νομίζουν πὼς δὲν προσφέρεις τίποτε, μόνο μὲ αὐτὴ τὴν εἰρήνη, τὴ νηφαλιότητά σου, τὴ χαρά σου θὰ ἔχεις διάρκεια ἀντοχῆς, ἀποθέματα, σημεῖα σημαντικὰ μυστικῶν Μεταμορφώσεων, δυνάμενα νὰ μεταμορφώσουν πολλὴ ἀπὸ τὴν κακία καὶ ἀσχήμια τοῦ κόσμου.
Ὅπως μερικὰ γεροντάκια στὸ Ἅγιον Ὅρος ποὺ σὲ διδάσκουν μόνο μὲ τὴ θωριά τους. Ἡ ἠρεμία τους, ἡ γαλήνη τους, ἡ στάση τους, ὁ τρόπος τους, εἶναι τὸ πιὸ βροντερὸ κήρυγμα καὶ μάλιστα στοὺς νέους ἐπισκέπτες τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἐσᾶς, ποὺ ἔχετε τὴ χάρη πιὸ ἔντονη ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ διακρίνετε τὸ γνήσιο, τὸ ἀτόφιο, τὸ καθαρό, τὸ πολύτιμο.

Εἶστε καλοὶ μὰ μπορεῖτε νὰ γίνετε καλύτεροι. Εἶστε λίγοι, μὴ φοβᾶστε. Κι ἕνας μπορεῖ νὰ φυλάει τὴν ἀλήθεια, ὅπως διδάσκει ἡ Ἱστορία. Ἡ δύναμη τοῦ πνεύματος δὲν εἶναι μὲ τὰ μεγάλα μεγέθη τῶν ἀριθμῶν.

Εἶναι λυπηρὸ νὰ βλέπεις τοὺς νέους διαμελισμένους, σκόρπιους ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἀφηρημένους, ἀσυνεπεῖς. Ἐνῶ μποροῦν πολλά. Ἂς κάνει κανεὶς πολὺ λιγότερα, μὰ ὁλοκληρωμένα. Εἶναι κρίμα νάχει κατακυριευτεῖ ἡ νεολαία ἀπὸ αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς βαρύτητας, τῆς πλαδαρότητας, τῆς νωχέλειας, τοῦ «δὲ βαρυέσαι βρὲ ἀδελφέ». Τὸ νὰ ἔχεις μία γνώμη γιὰ ὅλα, νὰ μισοξέρεις πολλά, νὰ λὲς σὲ ὅλους ναὶ ἤ ὄχι, εἶναι σημεῖο μεγάλης θολούρας καὶ χλιαρότητας, ποὺ φανερώνει ἀναποφασιστικότητα καὶ φαντασιοσκοπία, πνευματικὴ χρεωκοπία καὶ δυστυχία γιὰ τὸ μέλλον.

Ὅταν θὰ βαρεθεῖτε ὅλα αὐτὰ τὰ λίγα, τὰ πολλά, τὰ μισὰ κι ἀσχοληθεῖτε μὲ τὸ ἕνα, μέ σᾶς, μὲ τὸν Θεό, μὲ μένα, μὲ σένα, τότε κάτι μπορεῖ ν’ ἀρχίσει. Γι’ αὐτὴ τὴ μεγάλη τιμὴ τῆς ἰδιαιτερότητος τοῦ προσώπου μιλᾶ ἡ Ἐκκλησία μας ἁπλᾶ, καθαρά, συγκεκριμένα. Γι’ αὐτὴ τὴ σπάνια καὶ πολύτιμη, εἰλικρινῆ καὶ ἀθώα γνησιότητα ἀγωνίσθησαν οἱ ἅγιοι κι αὐτὴ μᾶς παραδίδουν. Δίχως νὰ προσδοκοῦν καμμιὰ ἀνταπόδοση γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ ἀγώνα τους, οὔτε ἀπὸ τὸ Θεό, οὔτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.

Δὲν θὰ σᾶς κουράσω πολὺ ἀκόμα μὲ τὶς ἀποσπασματικὲς καὶ τηλεγραφικὲς αὐτὲς φράσεις μου. Θὰ ἐπιθυμοῦσα ὅμως νὰ σᾶς μεταφέρω τὶς σκέψεις μερικῶν ἀκόμη ἁγίων Πατέρων μας στὸ θέμα ποὺ μᾶς ἀπασχολεῖ, τῶν σχέσεών μας μὲ τὸ Θεό, τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους καὶ τῆς διεξόδου τῆς πολλῆς μοναξιᾶς τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. 

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει πὼς δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος καλὸ οὔτε πολὺ νὰ ξεθαρρεύει οὔτε ν’ ἀπελπίζεται. Τὸ νὰ ἔχεις παράτολμο θάρρος σὲ κάνει νὰ πέσεις κι ἡ ἀπελπισία πεσμένο δὲ σ’ ἀφήνει νὰ σηκωθεῖς. Ἂς εἰρηνεύσεις μὲ τὸν ἑαυτό σου, θὰ πεῖ ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ, κι ὅλα θὰ εἰρηνεύσουν.

Κι ἀλλοῦ ὁ ἴδιος θὰ πεῖ τὴ σπουδαία ἐκείνη ρήση: Αὐτὸς ποὺ γνώρισε καὶ νίκησε τὰ πάθη του εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ἀνασταίνει νεκρούς.

Χρειάζεται νὰ βγάζουμε διδάγματα καὶ συμπεράσματα καὶ νὰ κάνουμε ἀναλύσεις; Ἀσφαλῶς καὶ βεβαίως ὄχι. Διατηρώντας πάντα τὸ παντζούρι ἀνοιχτό, τοῦ παραθύρου ποὺ ἀνοίξαμε μαζί, σ’ ἕνα κόσμο ἄκοσμο κι ὄχι κόσμημα, πεπτωκότα καὶ συγχυσμένο, ποὺ ὅμως μπορεῖ ἂν θέλει νὰ σπάσει τὸ κέλυφος ποὺ δὲν τὸν ἀφήνει ν’ ἀνασάνει ἐλεύθερα κι ἡ μοναξιά του νὰ γίνει εὐεργετικὴ μὲ τὴν αὐτογνωσία, τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ, τὴ μελέτη. Ἑτοιμασία καὶ ὁδὸς πρὸς συνάντηση τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν πλασμάτων του κι ὁ κόσμος νἄναι περιβόλι. Αὐτὰ ἀπὸ τὸ Περιβόλι τῆς Παναγίας. Νύξεις ἁπλὲς μὲ τὴν γνώση πὼς δὲν κομίζω «γλαύκας εἰς Ἀθήνας» καὶ τὴν συγγνώμην γιὰ τὸ τυχὸν διδασκαλικό μου ὕφος.


( Σημειώσεις εἰσηγήσεως ποὺ ἔγινε στὴ Δράμα, τὴν Ξάνθη καὶ τὴν Ἀθήνα σὲ φοιτητὲς τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1986).
ΠΗΓΗ

Ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ (Ματθ θ, 1-8) Anthony Bloom



Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Ποιὰ σχέση ἔχει τὸ γεγονὸς ποὺ ἀναφέρεται στὸ σημερινό Εὐαγγέλιο μὲ μᾶς; Ποιὸς ἔχει τὴν πίστη, τὴν ἠρεμία, τὴν βεβαιότητα ὅτι κανένας ἄλλος παρὰ μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ξαναδώσει ἐλευθερία στὶς κινήσεις μας;

Ἡ ἱστορία δὲν εἶναι μιὰ παραβολή, εἶναι γεγονός· ἀλλὰ ἐπίσης μᾶς μεταφέρει κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ νὰ θεραπεύει τὶς φυσικὲς ἀσθένειες, ἐὰν Τὸν πλησιάσουμε μὲ πίστη· ἔχοντας παραμερίσει κάθε ἄλλη ἐλπίδα,ἀλλὰ γνωρίζοντας μὲ βεβαιότητα ὅτι ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος μας, ἡ ὑγεία καὶ ἡ ἀσθένεια μας εἶναι στὰ χέρια τοῦ Ζωντανοῦ Θεοῦ, ποὺ διάλεξε νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ νὰ ζήσει ἀνάμεσά μας, νὰ μοιραστεῖ μαζί μας τὰ πάντα, τὸν θάνατο καὶ τὸν πόνο, τὴν ἀγωνία τοῦ νοῦ καὶ τὸν τρόμο ποὺ ἴσως μᾶς πολεμᾶ ὅταν βλέπουμε τὸν κόσμο γύρω μας, τὸν κόσμο ποὺ δημιουργήσαμε καὶ δημιουργοῦμε.


Ἀλλὰ σ’ αὐτὴν τὴν ἱστορία ὑπάρχει μία ἄλλη διάσταση ποὺ θέλω νὰ προσέξετε. Ποιὸς ἀπὸ ἐμᾶς μπορεῖ νὰ πεῖ ὅτι δὲν εἶναι παράλυτος; Παράλυτος ἀπὸ φόβο, ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία να δεῖ τὸν ἑαυτό του νὰ δέχεται τὰ πιὸ λαμπρὰ φῶτα τῆς δόξας, παράλυτος ἀπὸ τοὺς ὑπολογισμοὺς ποὺ δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ δράσουμε, ν’ ἀναπνεύσουμε ἐλεύθερα δίχως φόβο; Πόσοι ἀπὸ μᾶς θὰ τολμούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι δὲν διακατεχόμαστε ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ δοῦμε τοὺς ἑαυτοὺς μας καλύτερους ἀπ’ ὅ,τι εἶναι, νὰ τοὺς βλέπουμε ὅπως δὲν εἶναι, ὅπως δὲν μᾶς βλέπει ὁ Θεὸς; Πόσοι ἀπὸ μᾶς θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, «θέλω νὰ δῶ τὸν ἑαυτό μου, ὅπως εἶναι - ὄχι μονάχα σ’ ὅλη μου τὴν ἀδυναμία, ἀλλὰ στὴν πτώση, τὴν δολιότητα, τὴν ἀσχήμια μου, γεμάτος ἀπὸ φόβο, ἀπὸ ματαιότητα, καὶ αὐτὸ ἐξαιτίας τῆς ἐπιθυμίας μου νὰ κρίνομαι ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ πράγματα καὶ ὄχι μὲ βάση τὴν πραγματικότητα;

Καὶ ὅμως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέει ὅτι αὐτὸς ποὺ διακατέχεται ἀπὸ τὴν ματαιότητα εἶναι ὑπερήφανος στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι δειλὸς.

Πόσοι ἀπὸ μᾶς ζοῦν συνεχῶς μετρώντας τὶς κουβέντες τους, ὑπολογίζοντας τὶς πράξεις τους, ἀναλογιζόμενοι τὸ ἀποτέλεσμα τους· ὄχι μόνο προσβλέποντας σ’ ἔνα καλὸ ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ μὲ τὸ φόβο πὼς θὰ μᾶς κρίνουν οἱ ἄνθρωποι; Πόσο φοβόμαστε νὰ κοιτάξουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ δοῦμε τὴν ἀλήθεια, νὰ μὴν κοιτάζουμε πιὰ στὸν παραμορφωτικό καθρέφτη ποὺ δείχνει σὲ μᾶς καὶ στοὺς ἄλλους τοὺς ἑαυτούς μας ὄμορφους, ἀποδεκτοὺς, εὐγενεῖς, ἁγνοὺς -ἀλλὰ σ’ ἕναν ἄλλον καθρέφτη, τὸν καθρέφτη τῆς συνείδησης μας, τὸν καθρέφτη τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς κρίσης Του, ποὺ γνωρίζουμε, ἀλλὰ ἀπ’ ὅπου ἀποστρέφουμε τὸ βλέμμα μας; Πόσοι ἀπὸ μᾶς ὅταν ἔχουμε τὴν ἐλάχιστη εἰκόνα τοῦ ποιοὶ εἴμαστε, δὲν ἐπιτρέπουμε αὐτὴ τὴν ἀκτίνα φωτὸς νὰ πάει πέρα ἀπὸ μιὰ φοβισμένη συνειδητοποίση καὶ νὰ καταδυθεῖ στὴν καρδιά μας, νὰ ψάξει στὶς πιὸ σκοτεινές γωνιές της, ἐκεῖ ὅπου δὲν ἔχει διεισδύσει τὸ φῶς, ποὺ ἡ ἀγάπη δὲν ἔχει ποτὲ φτάσει, ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔχει ἀκουστεῖ ποτὲ ἡ ἀλήθεια; Πόσοι ἀπὸ μᾶς εἶναι ἀρκετὰ τίμιοι γιὰ νὰ κρίνουν τοὺς ἑαυτοὺς τους, τὶς πράξεις τους στὸ φῶς τῆς ἀλήθειας;

Εἴμαστε ὅλοι παράλυτοι: Παράλυτοι ἐξαιτίας τοῦ φόβου, τῶν ὑπολογισμῶν, ἐξαιτίας τῆς ἀπόφασης νὰ μὴν βλέπουμε, ἐπειδὴ φοβόμαστε αὐτὸ ποὺ ἴσως δοῦμε. Ἀκόμα φανταζόμαστε ὅλοι ὅτι μποροῦμε νὰ ζήσουμε τὴ ζωὴ ἑνὸς παραλυτικοῦ καὶ νὰ πεθάνουμε ὑγιεῖς. Ὅτι ἵσως ζήσουμε μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ χωρὶς νὰ ἔχουμε δεῖ ποτὲ τὴν ἀλήθεια, νὰ σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἀλήθεια καὶ νὰ μᾶς δεχτεῖ. Δὲν εἶναι ζήτημα τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς ἀπορρίψει! Τὸ θέμα εἶναι ὅτι θὰ ἀνακαλύψουμε ξαφνικὰ μὲ τρόμο, ὅτι δὲν ἔχουμε καμιὰ θέση στὸ βασίλειο τῆς Ἀλήθειας, στὸ βασίλειο τῆς τολμηρῆς Ἀλήθειας, τῆς ὀμορφιᾶς, τῆς ἡρωικῆς ὀμορφιᾶς.

Ἄς προβληματιστοῦμε πάνω σ’ αὐτὸ· ἄς μὴν σκεφτόμαστε τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἦταν παράλυτος καὶ τοῦ ὁποίου ἡ πίστη ἐνεργοποίησε τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ νὰ τον θεραπεύσει· ἄς σκεφτοῦμε τὴ δική μας παραλυσία.

Σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς τελευταῖες μου ὁμιλίες, ρωτήθηκα ἀπὸ κάποιον· «γιατί τὸ τελευταῖο σας κήρυγμα ἦταν τόσο αὐστηρό;» Μπορῶ να ἀπαντήσω μὲ κάθε τιμιότητα: ἐπειδὴ ἐπὶ μῆνες ἔψαχνα την ψυχή μου, ἦλθα ἀντιμέτωπος μὲ τὴ συνείδηση μου, καὶ βλέποντας μὲ τρόμο ὅτι ζῶ ἕνα ψέμα, ὅτι δὲν εἶμαι Χριστιανὸς σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι δὲν μὲ καταδικάζει μὸνο τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ μοιάζει νὰ εἶμαι σὰν Χριστιανὸς. Ναί, αὐτὸ ποὺ ἐννοῶ εἶναι αὐτὸ ποὺ νοιὼθω γιὰ τὸν ἑαυτὸ μου· ἀλλὰ νοιώθετε παρόμοια πράγματα, ἀκόμα καὶ ἄν εἶστε ἀπείρως πιὸ ἄξιοι γιὰ τὸν Θεὸ ἀπὸ ἐμένα; Δὲν νοιώθετε ὅτι, ὅλοι, περισσότερο ἤ λιγότερο, ἁμαρτάνουμε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅτι ὅλοι προδίδουμε τὸν ἑαυτό μας ποὺ καλεῖται νὰ γίνει ἀποκάλυψη τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ, μιὰ ὁρατὴ εἰκόνα, μιὰ θεϊκὴ παρουσία ποὺ ἐνσαρκώνεται στὴν ψυχή, στὸ σῶμα, σὲ ἔργα καὶ λόγια, σὲ σκέψεις καὶ αἰσθήματα, σὲ προθέσεις καὶ ἀποτελέσματα- δὲν τὸ βλέπουμε αὐτό; Ἐγὼ τὸ βλέπω! Καὶ αὐτὸ ποὺ λέω δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἐξομολόγηση- ναὶ μιὰ ἐξομολόγηση ποὺ ἀπευθύνεται σὲ ὅλους ἐσᾶς: αὐτὸ εἶναι ποὺ βλέπω στὸν ἑαυτό μου- ἐξετᾶστε τὸν ἑαυτό σας: ἴσως ἔχουμε ἀκόμα χρόνο νὰ γίνουμε ἀληθινοὶ καὶ πραγματικοὶ ὅπως ὁ Θεὸς μᾶς θέλει, νὰ γίνουμε ὅ,τι ὀνειρεύεται γιὰ μᾶς ὁ Θεὸς, νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴν ἀγάπη Του ὄχι προδίδοντας τον ἑαυτὸ μας, ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ Ἐκεῖνον.

Καὶ ὑπάρχει ἐλπίδα· ὑπάρχει ἐλπίδα ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ θεραπεύει, ὁ Θεός ἔχει τὴ δύναμη νὰ συντρίψει τὴν παράλυση μας ἐὰν στραφοῦμε σ’ Ἐκεῖνον μὲ πίστη, ἐλπίδα καὶ κουράγιο! Ἀμήν.

Ἡ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ (Ματθ θ, 1-8) Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος



«Καὶ ἀφοῦ μπῆκε στὸ πλοῖο πέρασε διὰ μέσου τῆς λίμνης στὸ ἀπέναντι μέρος καὶ ἦλθε στὴ δική του πόλη. Καὶ νὰ ἔφεραν σ’ αὐτὸν ἕνα παραλυτικὸ πάνω στὸ κρεβάτι. Καὶ ὁ Ἰησοῦς, ὅταν εἶδε τὴν πίστη τους, εἶπε στὸν παραλυτικό· Ἔχε θάρρος, παιδί μου, σοῦ ἔχουν συγχωρηθεῖ οἱ ἁμαρτίες σου»

Δική του πόλη ὀνομάζει ἐδῶ τὴν Καπερναούμ. Ἡ Βηθλεὲμ τὸν ἔφερε στὴ ζωή, ἡ Ναζαρὲτ τὸν μεγάλωσε, ἡ Καπερναοὺμ τὸν εἶχε μόνιμο κάτοικό της. Ὁ παραλυτικὸς ἐδῶ εἶναι ἄλλος ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Ἐκεῖνος ἦταν κατάκοιτος στὴν κολυμβήθρα, αὐτὸς ἦταν στὴν Καπερναούμ. Ἐκεῖνος ἦταν ἄρρωστος τριάντα ὀκτὼ χρόνια· γι’ αὐτὸν ἐδῶ δὲ λέγεται τίποτα τέτοιο. Ἐκεῖνος δὲν εἶχε κανένα νὰ τὸν προστατέψει, αὐτὸς ὅμως εἶχε αὐτοὺς ποὺ τὸν φρόντιζαν, ποὺ τὸν σήκωσαν κιόλας καὶ τὸν ἔφεραν. Καὶ σ’ αὐτὸν λέει, «παιδί μου, συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου» σ’ ἐκεῖνον, «θέλεις νὰ βρεῖς τὴν ὑγεία σου»; Κι ἐκεῖνον τὸν θεράπευσε τὸ Σάββατο, αὐτὸν ὅμως ὄχι. Γιατί βέβαια θὰ τὸν κατηγοροῦσαν ἂν τὸ ἔκανε· καὶ γι’ αὐτὸ οἱ Ἰουδαῖοι σ’ αὐτὸν σιώπησαν, σ’ ἐκεῖνον ὅμως ἐπιτέθηκαν καὶ τὸν καταδίωκαν. Αὐτὰ τὰ εἶπα ὄχι χωρὶς λόγο ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ νομίσει κανένας πὼς ὑπάρχει διαφωνία, ἐπειδὴ σχημάτισε τὴν ὑποψία πὼς ἦταν ὁ ἴδιος παραλυτικός.

Ἐμεῖς ἂς προσέξουμε τὴ μετριοφροσύνη καὶ τὴν καλωσύνη τοῦ Κυρίου. Γιατί καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτὸ ἀπέφυγε τὸν κόσμο· κι ὅταν τὸν ἔδιωξαν οἱ Γαδαρηνοί, δὲν ἀντιστάθηκε. Ἔφυγε καὶ μόνο ποὺ δὲν πῆγε μακρυά. Καὶ πέρασε ἀφοῦ ξαναμπῆκε στὸ πλοῖο, ἐνῶ μποροῦσε νὰ πάει περπατώντας. Δὲν ἤθελε νὰ πραγματοποιεῖ πάντα θαύματα, ὥστε νὰ μὴν καταστρέψει τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας.

Ὁ Ματθαῖος λοιπὸν γράφει ὅτι τὸν ἔφεραν κοντὰ στὸν Κύριο. Οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές, ὅτι ἀφοῦ ἄνοιξαν καὶ τὴ σκεπὴ τὸν κατέβασαν. Κι ἔβαλαν μπροστὰ στὸ Χριστὸ τὸν ἄρρωστο χωρὶς νὰ τοῦ ποῦν τίποτα ἀλλὰ ἀφήνοντάς τα ὅλα στὴ διάθεσή του. Στὴν ἀρχὴ τοῦ ἔργου του ὁ Χριστὸς πήγαινε ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος στὸ ἄλλο, καὶ δὲ ζητοῦσε τόσο μεγάλη πίστη σ’ ὅσους τὸν πλησίαζαν. Ἐδῶ καὶ τὸν πλησίασαν καὶ φανέρωσαν τὴν πίστη τους. Ὅταν εἶδε, γράφει, τὴν πίστη τους, δηλ. ἐκείνων ποὺ ἄνοιξαν τὴ σκεπή. Δὲν γυρεύει παντοῦ τὴν πίστη ἀπὸ τοὺς ἀρρώστους μονάχα, π.χ. ὅταν παραφέρονται ἢ τὰ ἔχουν χαμένα ἀπὸ τὴν ἀρρώστια. Ἐδῶ φαίνεται, πὼς ἡ πίστη ἦταν καὶ τοῦ ἀρρώστου• δὲ θὰ δεχόταν νὰ τὸν κατέβαζαν ἀπὸ τὴ σκεπή, ἂν δὲν πίστευε.

Ἀφοῦ αὐτοὶ ἔδειξαν τόση πίστη, δείχνει κι αὐτὸς τὴ δύναμή του, συγχωρώντας τὶς ἁμαρτίες μὲ πλήρη ἐξουσία, καὶ μὲ ὅλη του τὴ συμπεριφορὰ δείχνοντας ὅτι εἶναι ἰσότιμος μ’ ἐκεῖνον ποὺ τὸν γέννησε. Προσέξτε· προηγουμένως τὸ ἔδειξε αὐτὸ μὲ τὴ διδασκαλία του, ὅταν τοὺς μιλοῦσε σὰν ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ἐξουσία· μὲ τὸν λεπρό, ὅταν εἶπε θέλω, καθαρίσου· μὲ τὸν ἑκατόνταρχο, ποὺ τὸν θαύμασε καὶ τὸν ἀνέβασε ψηλότερα ἀπ’ ὅλους· μὲ τὴ θάλασσα, ὅταν τὴν ὑπόταξε μὲ τὸ λόγο μόνο· μὲ τοὺς δαίμονες, ὅταν τὸν παραδέχονταν ὡς κριτή, καὶ τοὺς ἔδιωξε μὲ πολλὴ ἐξουσία. Ἐδῶ πάλι μὲ ἄλλο ἀνώτερο τρόπο τοὺς ἴδιους τοὺς ἐχθροὺς ἀναγκάζει νὰ παραδεχτοῦν τὴν ἰσοτιμία καὶ μὲ τὸ στόμα τους τὸ κάνει φανερό. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος φανερώνει ὅτι δὲν ἀγαποῦσε τὶς τιμὲς -ἦταν πολλοὶ θεατὲς ποὺ ἔκλειναν τὴν εἴσοδο, γι’ αὐτὸ καὶ τὸν κατέβασαν ἀπὸ ψηλὰ – δὲν βιάστηκε νὰ θεραπεύσει ἀμέσως τὸ σῶμα ποὺ εἶναι ὁρατὸ ἀλλὰ παίρνει τὴν ἀφορμὴ ἀπ’ αὐτοὺς καὶ θεραπεύει τὸ ἀόρατο πρῶτα, τὴ ψυχή, συγχωρώντας τὶς ἁμαρτίες. Τοῦτο τὸν ἄρρωστο τὸν ἔσωζε, στὸν ἴδιο ὅμως δὲν προξενοῦσε μεγάλη δόξα. Ἐκεῖνοι κινημένοι ἀπὸ πονηρία καὶ θέλοντας νὰ ἐπιτεθοῦν ἔκαναν τὸ θαῦμα νὰ λάμψει παρὰ τὴ θέλησή τους. Γιατί ἔτσι ὅπως ἦταν ἐκεῖνος ἐφευρετικός, χρησιμοποίησε τὸ φθόνο τους γιὰ τὴν ἀνάδειξη τοῦ θαύματος. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἔκαναν θόρυβο μεταξύ τους κι ἔλεγαν «Αὐτὸς βλασφημεῖ· ποιὸς μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες παρὰ μόνο ὁ Θεός;». Ἂς δοῦμε τί λέει ὁ ἴδιος. «Ἄραγε διέλυσε τὴν ὑποψία;». Καὶ βέβαια ἂν δὲν ἦταν ἴσος μὲ τὸν Πατέρα ἔπρεπε νὰ πεῖ· Γιατί μοῦ ἀποδίδετε δύναμη ποὺ δὲν μοῦ ταιριάζει; Πολὺ ἀπέχω ἐγὼ ἀπὸ τὴ δύναμη αὐτή. Τώρα ὅμως δὲν εἶπε κάτι τέτοιο. Ἴσα -ἴσα βεβαίωσε καὶ ἐπικύρωσε τὸ ἀντίθετο καὶ μὲ τὸ λόγο του καὶ μὲ τὸ θαῦμα. Ἐπειδὴ ἡ περιαυτολογία φαινόταν ὅτι στενοχωροῦσε τοὺς ἀκροατές, μὲ τὸ στόμα τῶν ἄλλων βεβαιώνει ὅ,τι τὸν ἀφορᾶ. Καὶ θαυμαστὸ εἶναι ὅτι τὸ κάνει ὄχι μόνο μὲ τὸ στόμα τῶν φίλων ἀλλὰ καὶ τῶν ἐχθρῶν. Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸ πλῆθος τῆς σοφίας του.


 

Μὲ τὸ στόμα τῶν φίλων του ἐπιβεβαιώθηκε, ὅταν εἶπε «θέλω, καθαρίσου» καὶ ὅταν εἶπε «οὔτε ἀνάμεσα στοὺς Ἑβραίους δὲ βρῆκα τόση πίστη». Μὲ τὸ στόμα τῶν ἔχθρων του τώρα. Ἐπειδὴ εἶπαν κανένας δὲν μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες παρὰ μόνο ὁ Θεός, συμπλήρωσε: «Γιὰ νὰ μάθετε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἐξουσία νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες πάνω στὴ γῆ ἀκοῦστε». Γυρίζει τότε καὶ λέει στὸν παράλυτο. Σήκω πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου. Κι ὄχι ἐδῶ μονάχα ἀλλὰ κι σὲ ἄλλη περίπτωση, ὅταν ἐκεῖνοι τοῦ ἔλεγαν ὅτι δὲ σὲ λιθοβολοῦμε γιὰ μία καλή σου πράξη, ἀλλὰ γιὰ τὴ βλασφημία σου κι ὅτι ἐνῶ εἶσαι ἄνθρωπος, κάνεις τὸν ἑαυτό σου Θεό, οὔτε ἐκεῖ δὲν ἀνέτρεψε τὴ γνώμη αὐτή, ἀλλὰ τὴν ἐπικύρωσε λέγοντας· «Ἂν δὲν κάνω τὰ ἔργα τοῦ πατέρα μου, μὴ μὲ πιστεύετε· ἂν ὅμως τὰ ἐκτελῶ, κι ἂν δὲν πιστεύετε σὲ μένα, πιστέψτε στὰ ἔργα.

Ἐδῶ ὡστόσο παρουσιάζει κι ἄλλο σημάδι τῆς θεότητάς του -ὄχι μικρὸ – καὶ τῆς ἰσοτιμίας μὲ τὸν Πατέρα. Ἐκεῖνοι ἔλεγαν ὅτι ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων ἀνήκει μόνο στὸ Θεό. Αὐτὸς ὅμως ὄχι μόνο τὰ ἁμαρτήματα συγχωρεῖ ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτὸ κάνει κάτι ἄλλο ποὺ εἶναι ἀποκλειστικὸ προνόμιο τοῦ Θεοῦ· ἀποκαλύπτει τὰ μυστικὰ ποὺ εἶναι κρυμμένα στὴν καρδιά. Δὲν εἶχαν ἐκφράσει αὐτὸ ποὺ σκέφτηκαν. Μερικοὶ γραμματεῖς εἶπαν μέσα τους· Αὐτὸς βλασφημεῖ. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς ἤξερε τὶς σκέψεις τους εἶπε· «Γιατί κάνετε μὲ τὸ νοῦ σας πονηρὲς σκέψεις;». Ὅτι μόνο στὸ Θεὸ ἀνήκει νὰ γνωρίζει τὰ μυστικά, ἄκουσε τί λέει ὁ προφήτης· «Σὺ μόνος ἀπ’ ὅλους γνωρίζεις τὶς καρδιές»· καὶ πάλι· «σὺ ὁ Θεὸς ποὺ ἐξετάζεις τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο». Καὶ ὁ Ἱερεμίας λέει· «Βαθύτερη ἀπ’ ὅλα εἶναι ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου· καὶ ποιὸς θὰ τὸν κατανοήσει;»

Καὶ τοῦτο· «ὁ ἄνθρωπος κοιτάζει τὸ πρόσωπο, ὁ Θεὸς βλέπει τὴν καρδιά». Καὶ ἀπὸ ἄλλα πολλὰ χωρία τῆς Γραφῆς μποροῦμε νὰ διαπιστώσουμε ὅτι ἀνήκει στὸ Θεὸ νὰ γνωρίζει τὴ ψυχή. Ἀποδεικνύοντας λοιπὸν ὅτι εἶναι Θεὸς ἴσος μὲ τὸν Πατέρα τοῦ ἀποκαλύπτει καὶ φανερώνει αὐτὰ ποὺ συλλογίζονταν. Γιατί αὐτοὶ ἐπειδὴ φοβοῦνταν τὸν κόσμο, δὲν τολμοῦσαν νὰ διατυπώσουν μπροστὰ σ’ ὅλους τὴ γνώμη τους. Κι ἐδῶ δείχνει πολλὴ πραότητα. Γιατί, λέει, κάνετε μέσα στὴν καρδιὰ σας πονηρὲς σκέψεις; Καὶ βέβαια, ἂν ἔπρεπε κάποιος ν’ ἀγανακτήσει, αὐτὸς ἦταν ὁ ἄρρωστος, ἐπειδὴ εἶχε ξεγελαστεῖ. Μποροῦσε νὰ πεῖ· «γιὰ ἄλλο ἦρθα νὰ μὲ θεραπεύσεις κι ἄλλο σὺ διορθώνεις; Ἀπὸ ποῦ εἶναι φανερὸ ὅτι συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες μου;». Τώρα ὡστόσο αὐτὸς τίποτα τέτοιο δὲ λέει ἀλλὰ παραδίδει τὸν ἑαυτό του στὴ διάκριση ἐκείνου ποὺ τὸν θεραπεύει. Ἐνῶ ἐκεῖνοι, ὑπερβολικοὶ καὶ φθονεροὶ καθὼς εἶναι, ὑπονομεύουν τὴ φιλάνθρωπη δράση τῶν ἄλλων. Γι’ αὐτὸ τοὺς ἐπιπλήττει βέβαια ἀλλὰ μὲ ὅλη τὴν ἐπιείκεια. Ἂν δὲν σᾶς φαίνεται πιστευτὸ τὸ πρῶτο καὶ νομίζετε εἶναι μεγάλα λόγια ὅ,τι εἶπα, ὁρίστε προσθέτω σ’ αὐτὸ καὶ κάτι ἀκόμα· θ’ ἀποκαλύψω τὰ μυστικά σας. Κι ἄλλο πάλι ἔπειτα ἀπ’ αὐτό. Τὸ ὅτι θὰ σφίξω τὶς ἀρθρώσεις τοῦ παραλυτικοῦ.

Κι ὅταν μίλησε στὸν παράλυτο δὲν φανέρωσε καθαρὰ τὴν ἐξουσία του μὲ τοὺς λόγους του. Δὲν εἶπε «συγχωρῶ τὶς ἁμαρτίες σου», ἀλλὰ «συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου». Κι ὅταν αὐτοὶ τὸν ἀνάγκασαν, παρουσιάζει λαμπρότερα τὴν ἐξουσία του, λέγοντας· «Καὶ γιὰ νὰ μάθετε ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἐξουσία νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες πάνω στὴ γῆ». Βλέπετε πόσο ἤθελε νὰ θεωρεῖται ἴσος μὲ τὸν πατέρα; Οὔτε εἶπε ὅτι ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κάποιον ἄλλο ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἢ ὅτι τοῦ ἔδωσε ἐξουσία, ἀλλὰ ὅτι ἔχει ἐξουσία, καὶ δὲν τὸ λέει αὐτὸ γιὰ ἐπίδειξη ἀλλὰ «γιὰ νὰ σᾶς πείσω», λέγει, «ὅτι δὲ βλασφημῶ κάνοντας τὸν ἑαυτό μου ἴσο μὲ τὸ Θεό». Παντοῦ θέλει νὰ δίνει ἀποδείξεις σαφεῖς, ἀναντίρρητες, ὅπως ὅταν λέει• «Πήγαινε, δεῖξε τὸν ἑαυτό σου στὸν ἱερέα». Κι ὅταν δείχνει τὴν πεθερὰ τοῦ Πέτρου νὰ ὑπηρετεῖ. Κι ὅταν ἐπιτρέπει νὰ κατακρημνιστοῦν οἱ χοῖροι. Ἔτσι λοιπὸν κι ἐδῶ.

Τὴ σύσφιξη τῶν ἀρθρώσεων τὴν κάνει ἀπόδειξη τῆς συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτημάτων. Καὶ τὸ σήκωμα τοῦ κρεβατιοῦ ἀπόδειξη τῆς σύσφιξης. Ὥστε νὰ μὴ νομισθεῖ ὅτι εἶναι φαντασία αὐτὸ ποὺ εἶχε γίνει. Καὶ δὲν τὸ ἔκανε αὐτὸ παρὰ ἀφοῦ τοὺς ρώτησε· «Τί εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ πεῖς συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου ἢ νὰ πεῖς σήκωσε τὸ κρεβάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου». Αὐτὸ ποὺ λέει εἶναι τὸ ἑξῆς. «Τί σᾶς φαίνεται εὐκολότερο νὰ σφίξετε χαλαρωμένες ἀρθρώσεις ἢ νὰ συγχωρήσετε ἁμαρτίες; Φανερὸ ὅτι νὰ σφίξετε τὶς ἀρθρώσεις». Ὅσο ἡ ψυχὴ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὸ σῶμα τόσο ἀνώτερη εἶναι ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ ἕνα εἶναι ἀόρατο καὶ τὸ ἄλλο φανερό, γι’ αὐτὸ προσθέτω καὶ τὸ κατώτερο ἀλλὰ φανερότερο. Ἔτσι τὸ μεγαλύτερο κι ἀόρατο νὰ λάβει μ’ αὐτὸ τὴν ἀπόδειξη. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὥρα φανέρωνε προκαταβολικὰ μὲ τὰ ἔργα του αὐτὸ ποὺ ὁ Ἰωάννης εἶχε πεῖ, ὅτι αὐτὸς σηκώνει τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου.

Ἀφοῦ τὸν θεράπευσε, τὸν στέλνει στὸ σπίτι. Καὶ πάλι ἐδῶ δείχνει μετριοφροσύνη κι ὅτι δὲν ἦταν φαντασία ὅ,τι εἶχε γίνει. Τοὺς μάρτυρες τῆς ἀρρώστιας, τοὺς κάνει καὶ τῆς ὑγείας μάρτυρες. Ἐγὼ θὰ ἤθελα, λέει, μὲ τὴ δική σου ἀσθένεια, νὰ θεραπεύσω κι αὐτοὺς ποὺ νομίζουν πὼς εἶναι ὑγιεῖς ἐνῶ τὸ πνεῦμα τους νοσεῖ. Ἐπειδὴ ὅμως δὲ θέλουν πήγαινε στὸ σπίτι, γιὰ νὰ διορθώσεις τοὺς δικούς σου. Βλέπετε πῶς δείχνει ὅτι εἶναι δημιουργὸς καὶ ψυχῆς καὶ σωμάτων; Τοῦ καθενὸς ἀπ’ αὐτὰ θεραπεύει τὴν παράλυση καὶ κάνει φανερὸ τὸ ἀόρατο ἀπὸ τὸ ὁρατό. Σέρνονται ὅμως ἀκόμα στὴ γῆ. «Ὅταν εἶδε ὁ κόσμος θαύμασαν καὶ δόξασαν τὸ Θεὸ ποὺ ἔδωσε τέτοια ἐξουσία στοὺς ἀνθρώπους». Τοὺς ἐμπόδιζε ἡ σάρκα.

Αὐτὸς ὅμως δὲν τοὺς κατηγόρησε ἀλλὰ προχωρεῖ ἀνεβάζοντάς τους μὲ τὰ ἔργα καὶ κάνοντας ψηλὸ τὸ φρόνημά τους. Ἐπὶ τέλους δὲν ἦταν μικρὸ νὰ θεωρεῖσαι πὼς εἶσαι μεγαλύτερος ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους κι ὅτι ἔρχεσαι ἀπὸ τὸ Θεό. Ἂν εἶχαν ἀποκτήσει γι’ αὐτὰ σὲ σημαντικὸ βαθμὸ βεβαιότητα, προχωρώντας θὰ καταλάβαιναν, ὅτι ἦταν καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Δὲν τὰ συνέλαβαν ὅμως αὐτὰ καθαρὰ γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μποροῦν νὰ τὸν πλησιάσουν. Ἔλεγαν πάλι· αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔρχεται ἀπὸ τὸ Θεό. Πῶς εἶναι αὐτὸς ἀπὸ τὸ Θεό; Καὶ συνεχῶς ἔλεγαν τὰ ἴδια, σὰν προκαλύμματα τῶν παθῶν τους. Τὸ ἴδιο κάνουν πολλοὶ καὶ τώρα, παρόλο ποὺ νομίζουν ὅτι ὑπερασπίζουν τὸ Θεό, ἱκανοποιοῦν δικά τους πάθη, ἐνῶ πρέπει σ’ ὅλα νὰ εἴμαστε μετριοπαθεῖς.

Πρέπει λοιπὸν νὰ θεραπεύουμε τὸ πάθος μὲ μετριοπάθεια. Γιατί αὐτὸς ποὺ γίνεται καλύτερος ἀπὸ φόβο ἀνθρώπων, γρήγορα θὰ γυρίσει πάλι στὴν κακία. Γι’ αὐτὸ διέταξε νὰ ἀφεθοῦν τὰ ζιζάνια, παραχωρώντας πάλι μιὰ προθεσμία γιὰ μετάνοια. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς λοιπὸν μετάνιωσαν κι ἔγιναν σπουδαῖοι ἀπὸ κακοὶ ποὺ ἦσαν ὅπως ὁ Παῦλος, ὁ τελώνης, ὁ ληστής. Αὐτοὶ ἦσαν ζιζάνια, ἔγιναν ὅμως σιτάρι μεστωμένο. Στοὺς σπόρους φαίνεται τοῦτο δύσκολο· εἶναι ὅμως εὔκολο καὶ κατορθωτὸ σχετικὰ μὲ τὴ θέληση· δὲν ἔχει αὐτὴ δεθεῖ μὲ τοὺς φυσικοὺς νόμους ἀλλὰ ἔχει τιμηθεῖ μὲ ἐλευθερία.

Ὅταν συναντήσεις λοιπὸν ἐχθρό της ἀλήθειας, θεράπευσέ τον, περιποιήσου τον, ξανάφερέ τον στὴν ἀρετὴ δείχνοντάς του τέλεια ζωή, παρέχοντας λόγο ἀκατηγόρητο, γίνε προστάτης καὶ κηδεμόνας του. Χρησιμοποίησε κάθε τρόπο γιὰ διόρθωση ὅπως κάνουν οἱ ἄριστοι γιατροί. Οὔτε αὐτοὶ δὲν θεραπεύουν μὲ ἕνα τρόπο μόνο· ὅταν δοῦν ὅτι δὲν ὑποχωρεῖ ἡ πληγὴ μὲ τὸ πρῶτο φάρμακο, προσθέτουν δεύτερο, κι ἔπειτα τρίτο. Κάνουν ἐγχειρήσεις, χρησιμοποιοῦν ἐπιδέσμους. Καὶ σὺ λοιπὸν ποὺ εἶσαι γιατρὸς τῶν ψυχῶν, μεταχειρίσου κάθε θεραπευτικὸ τρόπο κατὰ τοὺς νόμους τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ λάβεις μισθὸ καὶ τῆς δικῆς σου καὶ τῆς ὠφέλειας τῶν ἄλλων. Πράξε τα ὅλα γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ κι ἔτσι θὰ δοξαστεῖς καὶ σύ. «Θὰ δοξάσω», λέει, «ὅποιους μὲ δοξάσουν. Κι ὅποιοι μὲ περιφρονοῦν θὰ τοὺς περιφρονήσω».

Ἂς τὰ πράττουμε λοιπὸν ὅλα γιὰ τὴ δόξα του, γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε αὐτὸ τὸ μακάριο τέλος. Αὐτὸ μακάρι ὅλοι μας νὰ τὸ ἐπιτύχουμε μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δική του ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες.

Ἀμήν.

Κυριακή ΣΤ' Ματθαίου

Ματθ. 9, 1-8

Ένα ακόμα θαύμα του Χριστού μάς περιγράφει σήμερα ο ευαγγελιστής Ματθαίος, το οποίο αποτελεί συνέχεια της διήγησης της περασμένης Κυριακής, όπου είχε θεραπεύσει τους δύο δαιμονισμένους στη χώρα των Γαδαρηνών, και οι κάτοικοι της πόλης εκείνης αντί να Τον υποδεχτούν Τον παρεκάλεσαν να φύγει. Μπήκε ο Κύριος πάλι στο πλοίο και επέστρεψε στη Γαλιλαία. Εκεί του έφεραν έναν παράλυτο, κατάκοιτο στο κρεβάτι, και καθώς είδε ο Ιησούς την πίστη των ανθρώπων, λέει στον παράλυτο “έχε θάρρος, παιδί μου, οι αμαρτίες σου έχουν συγχωρεθεί”. Κάποιοι από τους γραμματείς σκέφτηκαν ότι ο Χριστός βλασφημεί και ο Κύριος, γνωρίζοντας τις σκέψεις τους, ρωτά “γιατί έχετε πονηρούς λογισμούς μέσα σας; τί είναι άραγε ευκολότερο να πει κανείς, συγχωρούνται οι αμαρτίες σου, ή σήκω και περπάτα; για να δείτε όμως ότι ο υιός του ανθρώπου έχει εξουσία να συγχωρεί στη γη αμαρτίες”, λέει στον παράλυτο: “σήκω, και πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου”. Έτσι κι έγινε: σηκώθηκε ο ασθενής και επέστρεψε στο σπίτι του, ενώ ο κόσμος που είδε το θαύμα κυριευμένος από δέος δόξαζε τον Θεό, που δίνει τόσο μεγάλη εξουσία στους ανθρώπους. Παρά το σύντομο της σημερινής διήγησης, τα μηνύματα που αντλούμε από αυτή είναι πολλά και πλούσια. Και πρώτα από όλα, αντιπαραβάλλονται η πίστη των απλών ανθρώπων με την αμφισβήτηση των γραμματέων. Όπως πολλές φορές έχουμε δει, σχεδόν σε κάθε θαύμα που έκανε ο Χριστός, απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η πίστη εκείνου που το ζητά. Τόσο ο παράλυτος της σημερινής περικοπής, όσο και οι άνθρωποι που τον μετέφεραν, είχαν πίστη μέσα τους, γι αυτό και ο Κύριος, πριν ακόμα εκφράσουν με λόγια την επιθυμία τους, σπεύδει να παράσχει την ίαση. Αυτή η πίστη, δυστυχώς, συχνά απουσιάζει από τις καρδιές μας, ακόμα και όταν παρακαλούμε στις προσευχές μας τον Θεό να επέμβει στη ζωή μας, να μας βοηθήσει, να κάνει ένα μικρό ή μεγαλύτερο θαύμα. Τα χείλη μας μπορεί να προσεύχονται, η καρδιά μας όμως διατηρεί αμφιβολίες ότι ο Θεός θα μας ακούσει ή ότι θα μας βοηθήσει. Και αυτό, άλλοτε μπορεί να αποτελεί δική μας πνευματική αδυναμία, και άλλοτε έναν από τους μεγαλύτερους πειρασμούς στη ζωή μας, που σκοπό έχει να αποδυναμώσει την προσευχή μας και ουσιαστικά να μας απομονώσει από τον Θεό. Πίστη όμως είναι η βεβαιότητα ότι για τον Θεό τα πάντα είναι δυνατά, ότι στο θέλημά Του τίποτα δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο, ότι ο Θεός νοιάζεται για τα πλάσματά Του και συντρέχει σε όσους Τον επικαλούνται με ταπείνωση και συντριβή καρδίας. Πίστη είναι η σιγουριά για πράγματα που δεν είναι ορατά με το ανθρώπινο μάτι, όπως η άφεση των αμαρτιών την οποία παρέχει σήμερα ο Κύριος στον παράλυτο. Ένα άλλο μήνυμα είναι ότι ο Χριστός είναι ο ιατρός όχι μόνο των σωμάτων, αλλά και των ψυχών μας. Θεωρεί τον άνθρωπο στο σύνολό του, και δεν περιορίζεται μόνο στη σωματική ασθένεια, γι αυτό και πρώτα ασχολείται με τη θεραπεία της ψυχής, με την συγχώρεση των αμαρτιών. Για τον Θεό δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία η σωματική μας ακεραιότητα, όσο η πνευματική μας υγεία. Το κάθε θαύμα, ακόμα και όταν πρόκειται για αποκατάσταση μιας σωματικής ασθένειας, στοχεύει στην πνευματική μας προκοπή και τελείωση. Κι εδώ συχνά κάνουμε ένα μεγάλο σφάλμα, όταν παρακαλούμε στις προσευχές μας τον Κύριο να μας βοηθήσει σε πράγματα που έχουν σχέση είτε με την καθημερινότητά μας είτε με την σωματική μας υγεία. Καλά κάνουμε βέβαια και παρακαλούμε τον Θεό για όλα αυτά, όμως πρωτίστως οφείλουμε να ενδιαφερόμαστε και να Τον παρακαλούμε για την ψυχική μας θεραπεία, για τη συγχώρεση των αμαρτιών μας, για την καλλιέργεια των αρετών. Γι αυτό και σε αρκετές περιπτώσεις που νιώθουμε ότι ο Θεός δεν εισακούει τις προσευχές μας, αυτό οφείλεται στο ότι τα αιτήματά μας είτε δεν απευθύνονται με την δέουσα πίστη, είτε δεν ωφελούν την πνευματική μας υγεία, ειδικά όταν πρόκειται για υλικά αγαθά ή σωματική υγεία. Τέλος, το τρίτο μήνυμα που αντλούμε από τη σημερινή περικοπή είναι ότι ο Θεός δίνει την εξουσία στους ανθρώπους και της αφέσεως των αμαρτιών, και της σωματικής θαυματουργίας. Βέβαια, ο Χριστός δεν είναι ένας απλός άνθρωπος, είναι ο σαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού, και δεν χρειάζεται να Του δοθεί η εξουσία αυτή. Τόσο όμως στην Παλαιά Διαθήκη, όσο και στην ιστορία της Εκκλησίας, αυτή η εξουσία έχει δοθεί στους ανθρώπους: οι Προφήτες, οι Απόστολοι, οι Άγιοι, αποτελούν τέτοια παραδείγματα, τα οποία δεν έχουν εκλείψει μέχρι τις μέρες μας. Ο Θεός θαυματουργεί στη ζωή μας, τόσο μέσα από ανθρώπους χαρισματικούς, όσο και μέσα από τα Μυστήρια της Εκκλησίας μας, κυρίως δε με την Εξομολόγηση και την Θεία Ευχαριστία, που αποτελούν το θεραπευτήριο της ψυχής μας. Πίστη επομένως στον Θεό, καρδιά χωρίς αμφιβολίες και μέριμνα πρωτίστως για τα πνευματικά αγαθά είναι αυτά που χρειαζόμαστε όλοι μας. Και ακόμη, ζωή Μυστηριακή, όχι ατομική θρησκευτικότητα, αλλά συνδεδεμένη με την Εκκλησία, η οποία αποτελεί το σώμα του Χριστού και προσφέρει στον καθένα μας το διαρκές θαύμα της σωτηρίας. 
ΠΗΓΗ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...