Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 10, 2015

Μητρ.Ιερόθεος Βλάχος- Τό Μυστήριο της Παιδείας του Θεού



Παιδεία του Θεού είναι οι ελεύσεις και οι αποκρύψεις της Χάριτος και όλη η γνώση περί του Θεού και της αιωνίου ζωής πού προσφέρεται στον άνθρωπο ο οποίος δέχεται αυτές τις ελεύσεις και τις αποκρύψεις της Ακτίστου Χάριτος. Αυτή η παιδεία του Θεού, όπως παρατηρήθηκε προηγουμένως, είναι ένα μυστήριο, αφού ό,τι γίνεται και ενεργείται μέσα στην Εκκλησία είναι μυστήριο. Στηριζόμαστε πολύ στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων πού είναι «οι πείρα μεμυημένοι» και έχουν δεχθή την αποκάλυψη του Θεού γύρω από αυτές τις πραγματικότητες.

Για την παιδεία του Θεού υπάρχουν πολλά χωρία μέσα στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. Δεν έχουμε πρόθεση να τα αναλύσουμε διεξοδικά. Απλώς και μόνον αναφερόμαστε στην προς Εβραίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Εισαγωγικά μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι οι εξ Εβραίων Χριστιανοί, προς τους οποίους απευθύνεται  ο  Απόστολος  Παύλος,  εδέχθησαν  την  Χάρη  του Χριστού και αμέσως μετά αντιμετώπισαν διωγμούς εκ μέρους των άλλων συμπατριωτών τους. Και επειδή είχαν λίγο κλονισθή, γι’ αυτό συγγράφει την επιστολή αυτή ο Απόστολος τονίζοντας μερικές αλήθειες μεταξύ των οποίων, ότι ο διωγμός και γενικά ο πειρασμός είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με τα παιδιά του Θεού. Σ' αυτό το μυστήριο της παιδείας αναφέρεται όλο το ΙΒ' κεφάλαιο της προς Εβραίους επιστολής.
 
Ο ιερός Θεοφύλακτος αναλύοντας το περιεχόμενο του πειρασμού πού αντιμετώπιζαν οι Χριστιανοί εξ Εβραίων, αλλά και τον σκοπό της συγγραφής της επιστολής από τον Απόστολο Παύλο παρατηρεί: 
«Αναγκαίως λοιπόν γράφει ο Παύλος εις τους εν Ιερουσαλήμ Εβραίους,  δια  να  τους  παρηγορήση  όπου  ήτον  λελυπημένοι  και πολλά κατειργασμένοι και αποκαμωμένοι από τας θλίψεις και κακώσεις, όπου επροξένησαν εις αυτούς οι ομογενείς των άπιστοι Εβραίοι, ωσάν όπου τότε οι Εβραίοι είχον εξουσίαν εις τα Ιεροσόλυμα να κρίνουν και να φυλακώνουν και να κακοποιούν εκείνους όπου ήθελαν. Και τούτο θέλοντας να φανερώση ο Παύλος έλεγεν   «τας   παρειμένας   χείρας   και   τα   παραλελυμένα   γόνατα  ανορθώσατε». (Έβρ. ΙΒ' 12), Επειδή οι Εβραίοι ούτοι, αγκαλά και ήτον πιστοί, ηξεύροντες όμως ότι οι Προπάτορες των Εβραίων ογλίγωρα απελάμβανον τα αγαθά, δια τούτο πολλά ελυπούντο, διατί και αυτοί δεν ελάμβανον άνεσιν και παρηγορίαν εις τας θλίψεις των ως εκείνοι, όθεν και πολλά λέγει εις αυτούς ο μακάριος Απόστολος περί πίστεως εν τη επιστολή ταύτη, και περί των παλαιών Αγίων και Δικαίων, αποδεικνύων, ότι και αυτοί ακόμη δεν έλαβον τα αγαθά οπού  ήλπιζον,  κατασκευάζοντας  με  τούτο  δύο  τινά,  ένα  μεν,  ότι πρέπει και οι Χριστιανοί να υποφέρουν ανδρείως όλα τα δεινά οπού ακολουθούν εις αυτούς, και άλλο δε, ότι πρέπει να ελπίζουν την αμοιβήν, δια όλα τα κακά όπου πάσχουν, επειδή ο Κύριος δεν θέλει παραβλέψει τους απ’ αιώνος Αγίους αυτού, ώστε τότε, λέγει, και εσείς θέλετε απολαύσετε μαζί με αυτούς τα αγαθά». [Νικόδημου Αγιορείτου: Ερμηνεία εις τας ΙΔ' Επιστολάς του Παύλου, τόμος Γ σελ. 261].

Αλλά ο πειρασμός αυτός δεν ήταν μόνον εξωτερικός. Ήταν και εσωτερικός. Δηλ. οι πρώτοι Χριστιανοί αντιμετώπισαν το πρόβλημα της άρσεως της Χάριτος του Θεού από την καρδιά τους και δεν μπορούσαν να αντιληφθούν την εγκατάλειψη αυτή του Θεού. Ήταν εντελώς   αδύνατοι   να   ερμηνεύσουν   το   φαινόμενο   αυτό   της πνευματικής ζωής, της συμμετοχής δηλ. στον Σταυρό του Χριστού. Σ' αυτόν τον σκοπό αποβλέπει ο των Εθνών Απόστολος Παύλος. Μπορούμε να πούμε ότι, σύμφωνα με την μαρτυρία των αγίων μας, σ’ αυτήν κυρίως την παιδεία αναφέρεται ο Απόστολος. Γιατί ο Θεός εργάζεται κατά τρόπον ακατανόητο για την ανθρώπινη λογική. 
 
Στην συνέχεια λίγα λόγια θα λεχθούν μέσα από την πείρα των αγίων Πατέρων γύρω από την παιδεία του Θεού, γύρω από το μυστήριο της  πνευματικής  ζωής.  Είναι  απαραίτητη  αύτη  η  ανάλυση,  γιατί πολλοί σύγχρονοι Χριστιανοί υποφέρουν από την κατάσταση αυτή και συγχρόνως δεν μπορούν να δώσουν καμιά ερμηνεία και έτσι πέφτουν σε απόγνωση και απελπισία.
Στα έργα των αγίων Πατέρων η πνευματική ζωή παρουσιάζεται ότι έχει πολλά στάδια. Κυρίως τα Διακρίνουν σε τρία, στην κάθαρση της καρδιάς, στον φωτισμό του νου και στην θέωση. Ο άγιος Μάξιμος τα ονομάζει «πρακτική φιλοσοφία», «φυσική θεωρία» και «μυστική θεολογία». Αύτη η διαίρεση ξεκινά από τον Αριστοτέλη και συνεχίζεται στους αγίους Πατέρας με άλλο όμως περιεχόμενο. Ο καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου αναπτύσσοντας την «μέθοδο της θρησκευτικής εμπειρίας», περιγράφει την διάκριση των τριών φάσεων στον θρησκευτικό βίο.[2.   Παναγιώτου Χρήστου: Το Μυστήριο του Θεού, Πατριαρχ. Ίδρυμα Πατερικών μελετών, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 156 κ.έ.].   Ο Αριστοτέλης διαιρεί τις φάσεις του θρησκευτικού βίου στην ηθική, την φυσική και την θεολογία. «Ο Ωριγένης κατά την προσφιλή του μεταφορική μέθοδο λέγει ότι ο Χριστιανός αποκτά τον Χριστόν δια μεν της πρακτικής ως οικοδεσπότη, δια της φυσικής ως Βασιλέα και δια της θεολογίας ως Θεό».  [ένθ. άνωτ. σελ. 157]

Οι βαθμίδες της πνευματικής ζωής είναι τρεις, σύμφωνα με τον λόγο του Χριστού «εγώ ειμί η οδός (ηθική) και η αλήθεια (φυσική) και η ζωή (θεολογία)» (Ίω. 14, 6). Ο Ευάγριος ορίζει τον Χριστιανισμό ως «δόγμα τον Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εκ πρακτικής και φυσικής και θεολογικής συνεστώς» 

Η ίδια διάκριση παρατηρείται στον άγιο Διάδοχο τον Φωτικής, στον άγιο Συμεών τον νέο Θεολόγο (πού χώρισε τα κεφάλαια του σε πρακτικά, γνωστικά, θεολογικά) και ακόμη στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, πού χρησιμοποίησε την ίδια διάκριση στα κεφάλαια του (ηθικά, φυσικά, θεολογικά). Για την λεπτομερέστερη κατανόηση αυ τών των βαθμίδων της πνευματικής ζωής μπορεί ο αναγνώστης να ανατρέξη στο μνημονευθέν βιβλίο του καθηγητού Παναγιώτου Χρήστου. 

Μελετώντας όμως τα έργα των αγίων Πατέρων και κυρίως των λεγομένων νηπτικών, συναντούμε και μία άλλη διαβάθμιση της πνευματικής ζωής. Αυτή η διαβάθμιση είναι βαθύτερη χωρίς να καταργή τα προηγούμενα στάδια της πνευματικής ζωής. Γιατί πράγματι, σύμφωνα με την εμπειρία πολλών αγίων Πατέρων, η μετάβαση από το ένα στάδιο στο άλλο, γίνεται με την ενέργεια της Χάριτος του Θεού και με τον πόνο από την στέρηση της Χάριτος μέχρι της εκ νέου ελεύσεώς της. Έτσι μπορούμε, σύμφωνα με αυτά, να διακρίνουμε την πνευματική ζωή σε τρία στάδια. Στην έλευση της Χάριτος, στην απόκρυψη της από τον άνθρωπο και στην εκ νέου έλευση της στην καρδιά του ανθρώπου. Αυτήν την βαθειά πείρα την εκφράζουν   στα   έργα   τους   οι   Θεοφόροι   Πατέρες   και   θα 
επιχειρήσουμε στην συνέχεια να την παρουσιάσουμε, όσο βεβαίως είναι δυνατόν.

Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος στις πνευματικές του ομιλίες αναφέρεται σ' αυτό το γεγονός. Γράφει: 

«Ο ακούων λόγον έρχεται εις κατάνυξιν και μετά τούτο, υποστελλούσης της χάριτος κατ’ οικονομίαν πρός το συμφέρον τω ανθρώπω, εισέρχεται εις γυμνασίαν και παιδείαν πολέμου και ποιεί πάλην και αγώνα προς τον σατανάν και μετά πολλού δρόμου και αγώνος αποφέρεται τα νικητήρια και γίνεται χριστιανός». [4. Μακαρίου Αιγυπτίου: Ομιλίαι Πνευματικοί, έκδ. Σχοινά, σελ. 127.] 

Αυτή η παρατήρηση είναι αξιοσημείωτη. Γιατί φανερώνει αυτό πού ελέχθη προηγουμένως ότι δηλ. η παιδεία είναι ο πόλεμος στον καιρό της άρσεως της Χάριτος και ακόμη δείχνει καθαρά ότι τα στάδια της πνευματικής ζωής ταυτίζονται με την έλευση, την υποστολή και την εκ νέου έλευση της Χάριτος του Θεού. Μάλιστα σημειώνει χαρακτηριστικά ότι ο άνθρωπος γίνεται Χριστιανός όχι με την κατά- νυξη πού θα δημιουργηθεί από την έλευση της Χάριτος, αλλά από τον αγώνα πού θα ακολουθήσει. Τότε αποκτά, όπως θα λεχθεί πιο κάτω, πείρα και γνώση Θεού. 


Την ίδια εμπειρία εκφράζει και ο Γέροντας Σιλουανός σύμφωνα με τα γραφόμενα από τον βιογράφο του Αρχιμ. Σωφρόνιο: «Είχε έμπειρη γνώση της πνευματικής πορείας ο Γέροντας. Έδειχνε τρία ουσιώδη στάδια της: πρώτο, τη λήψη της χάρης, δεύτερο, την άρση της και τρίτο, την επιστροφή της χάρης, την ξαναπόκτησή της με αγώνα ταπεινώσεως. Πολλοί έλαβαν τη χάρη, κι όχι μόνο απ’ όσους μένουν στην Εκκλησία, αλλά κι απ’ όσους βρίσκονται έξω απ’ αυτήν 
—γιατί δεν υπάρχει προσωποληψία στον Κύριο— αλλά κανένας δεν διεφύλαξε την πρώτη χάρη και μόνο λίγοι την ξαναπέκτησαν. Όποιος αγνοεί την περίοδο του δεύτερου ερχομού της χάρης, όποιος δεν πέρασε τον αγώνα για την επιστροφή της, αυτός ουσιαστικά έχει μια λειψή πνευματική πείρα.

Ο   Γέροντας   Σιλουανός   ήταν   πλούσιος,   όχι   μόνον   από   την προσωπική του εσωτερική πείρα, αλλά ήταν και θεωρητικά καλά καταρτισμένος στην ασκητική γραμματεία των Πατέρων της Εκκλησίας και με την δωρεά του Θεού δεν ήταν μόνο πιστός στην  παράδοση της Εκκλησίας, αλλά επαναλήφθηκε στον ίδιο η πείρα των μεγάλων Πατέρων».  [5.  Άρχιμ.  Σωφρονίου:  Γέροντας  Σιλουανός,  Εκδ.  Ιεράς  Μονής  Τιμίου Προδρόμου-Έσσεξ Αγγλίας 1978, σελ. 192.] 

Ας δούμε όμως αναλυτικότερα αυτά τα τρία στάδια της πνευματικής ζωής. 

Πρώτη έλευση της Χάριτος 

Από τα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης βλέπουμε καθαρά το γεγονός ότι ο Θεός εμφανίζεται με διαφόρους τρόπους στους Προφήτας. 
«Πολυμερώς και πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας τοις πατράσιν εν τοις προφήταις έπ' εσχάτων των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν υιώ» (Έβρ. α' Ι)

Συνάπτει με τον κάθε άνθρωπο προσωπική διαθήκη. Δεν θέλει να εχουμε γνώσεις γι' Αυτόν από τις μαρτυρίες άλλων, αλλά ο Ίδιος εμφανίζεται και δίδει την δική Του γνώση και ο άνθρωπος αποκτά δι- κή του προσωπική μαρτυρία περί του Θεού. Αυτή η πρώτη προσωπική γνωριμία με τον Θεό, γίνεται σε περίοδο πού δεν περιμένει ο άνθρωπος ή ακόμη ύστερα από οδυνηρή αναζήτηση. Μπορεί ακόμη να συμβή σε άνθρωπο πού Τον πολεμάει. Αυτό το βλέπουμε στην περίπτωση του Αποστόλου Παύλου, πού βλέπει τον Θεό, ο ίδιος ο Χριστός εμφανίζεται και συνάπτει προσωπική διαθήκη μαζί του, την στιγμή πού εκείνος πορεύεται για να Τον πολεμήση. Αυτή η προσωπική Έλευση της Χάριτος είναι μια ιερή κατάσταση. Η ψυχή του ανθρώπου, έστω και αμυδρώς, γνωρίζει τον Θεό ως Πρόσωπο.  Καταλαβαίνει  με  την  καρδιά  του,  τον  νου  του,  όπως λέγουν οι άγιοι Πατέρες, ότι ο Θεός δεν είναι μια αφηρημένη κατάσταση, ούτε μια απρόσωπη δύναμη ή μεγάλη αξία, αλλά είναι Πρόσωπο. Στον Μωυσή, όταν απεκαλύφθη του είπε ότι «εγώ ειμί ο Ων» (Εξοδος γ' 14). Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ερμηνεύοντας αυτήν την εμφάνιση και φανέρωση του Θεού λέγει ότι του είπε 
«Εγώ ειμί ο Ων» και όχι εγώ ειμί η ουσία, ώστε να αντιληφθούμε ότι εκ του όντος η ουσία και όχι ο ων εκ της ουσίας. Το βαθύτερο είναι του Θείου Είναι, δεν είναι η ουσία του Θεού, αλλά ο Ων δηλ. ο Πατήρ πού γεννά προαιωνίως τον Υιό και εκπορεύει το Πανάγιο Πνεύμα.


Η πρώτη αυτή έλευση της Χάριτος του Θεού, πού την γεύεται ο κάθε ένας διαφορετικά, είναι ζωή γεμάτη από καρδιακά βιώματα και ζωή μυστικής ευωχίας. Ο άγιος Διάδοχος ο Φωτικής γράφει ότι 
«η Χάρις την αρχήν εν αισθήσει πολλή την ψυχήν τω οικείω είωθε περιαυγάζειν φωτί» [Θεοκλήτου μον. Διονυσιάτου: Αγ. Διαδόχου Φωτικής, Τα εκατόν «Γνωστικά Κεφάλαια», 1977, σελ. 152.]


Σε άλλο σημείο γράφει ο ίδιος: 


«Γεύει μεν ούν το άγιον Πνεύμα εν αρχαίς της προκοπής, είπερ θερμώς  ερασθώμεν  της  αρετής  τον  Θεού,  την  ψυχήν  εν  πάση αισθήσει και πληροφορία της γλυκύτητος τον Θεού, ίνα έχη ειδέναι ο νους εν ακριβεί επιγνώσει το τέλειον έπαθλον των φιλόθεων πόνων». [ενθ. άνωτ. κεφ. 90, σελ. 205.] 


Με αυτήν την πρώτη περίοδο της ελεύσεως του Θεού λαμβάνουμε ένα κεφάλαιο της νέας ζωής, ένα κεφάλαιο της Χάριτος. Μας ελκύει ο Θεός προς τον Εαυτό Του, ώστε μετά από αγώνες και θυσίες πολλές να Τον οικειοποιηθούμε. Γι' αυτόν τον πόνο και τον αγώνα θα αναφερθούμε πιο κάτω. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτή η νέα περίοδος της κλήσεως από τον Θεό, είναι περίοδος γλυκύτητας, ευφροσύνης πνευματικής, περίοδος, όπως σημειώθηκε, καρδιακών βιωμάτων. 
Σ'  αυτά  τα  γεγονότα  και  ειδικότερα  στο  ερώτημα  τι  προηγείται πρώτα η Χάρη ή ο πειρασμός αναφέρεται και ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος:


« Ερώ: Τι ούν λοιπόν, πρώτον ο πειρασμός, και τότε το χάρισμα· ή το χάρισμα, πρώτον, και ούτως οπίσω αυτού ο πειρασμός; 
Απόκ: Ουκ έρχεται ο πειρασμός, ει μη πρώτον δέξεται η ψυχή εν τω κρύπτω μέγεθος υπέρ το μέτρον αυτής, και το πνεύμα της χάριτος, όπερ εδέξατο πρώτον. Και μαρτυρεί περί τούτον ο πειρασμός του Κυρίου, ομοίως και οι πειρασμοί των Αποστόλων. Ου γαρ παρεχωρήθησαν εισελθείν εις πειρασμούς, έως αν εδέξαντο τον παράκλητον.  Οι  γαρ  κοινωνούντες  τοις  αγαθοίς,  αρμόζει  αυτοίς
υπομείναι τους πειρασμούς αυτών, ότι μετά τον αγαθόν η θλίψις αυτών. Ούτω γαρ ήρεσε τω σοφώ Θεώ εν πάσι ποιείν. Και ει τούτο ούτω, τουτέστιν η χάρις προ του πειρασμού, άλλ' όμως πάντων προηγήσατο η αίσθησις των πειρασμών της αισθήσεως της χάριτος, δια την δοκιμήν της ελευθερίας. Ουδέποτε γαρ η χάρις προλαμβάνει εις τίνα, προ του γεύσασθαι των πειρασμών. Προηγείται μεν ουν η χάρις εν τω νοΐ, εν δε τη αισθήσει βραδύνει».[Ισαάκ του Σύρου, Ασκητικά, δκδ. Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη  1977, σελ. 192-193]



Την πασχάλεια αυτή ατμόσφαιρα ζουν πολλοί. Ας αρκεσθούμε σε μια έγγραφη μαρτυρία, για την κατάσταση πού ζούσε ο μακάριος Γέροντας Σιλουανός μετά την εμφάνιση του Χριστού σ' αυτόν. «Τη στιγμή της Επιφάνειας του Θεού ολόκληρη η ύπαρξή του πληροφορήθηκε πώς του συγχωρέθηκαν οι αμαρτίες του. Χάθηκαν οι φλόγες του άδη πού βρυχόταν γύρω του, έπαψε η κόλαση πού δοκίμαζε μισό χρόνο. Τώρα του δόθηκε να ζήση την ιδιαίτερη χαρά και την μεγάλη ανάπαυση της ειρηνεύσεως με τον Θεό. Στην ψυχή του κυριαρχούσε το νέο γλυκύ αίσθημα της αγάπης για τον Θεό και τους ανθρώπους, για κάθε άνθρωπο. Έπαψε η προσευχή της μετά- νοιας, έφυγε εκείνη η αβάστακτη πύρινη αναζήτηση της αφέσεως, πού δεν άφηνε τον ύπνο να’ ρθη στα βλέφαρα του. Άραγε αυτό σήμαινε πώς τώρα μπορούσε να παραδοθή ήσυχα στον ύπνο; Όχι βέβαια. 
Τον  πρώτο  καιρό  μετά  την  επιφάνεια  η  ψυχή  του  Συμεών,  πού γνώρισε την ανάστασή της και είδε το φως της αληθινής και αιώνιας υπάρξεως, έζησε σ' ένα πασχαλινό πανηγύρι. Όλα ήταν ωραία: ο κόσμος  μεγαλειώδης,  οι  άνθρωποι  ευχάριστοι,  η  φύση  ανείπωτα όμορφη, το σώμα άλλαξε κι έγινε ανάλαφρο, προστέθηκαν δυνάμεις, ο λόγος του Θεού έδινε χαρά στην ψυχή, οι ολονύχτιες αγρυπνίες στην εκκλησία και κυρίως οι προσευχές στο κελλί έγιναν γλυκείες. Ξέχειλη από χαρά η ψυχή σπλαχνιζόταν τους ανθρώπους και δεόταν για όλο τον κόσμο». [ Άρχιμ. Σωφρονίου, ένθ. άνωτ. σελ. 33-34.]


Είναι αδύνατον να περιγραφή αυτή η κατάσταση με λόγια. Η βίωση της Ακτίστου Χάριτος δεν μπορεί να περικλεισθή σε κτιστά ρήματα. Μόνον ο αναγεννημένος, ο μεμυημένος με την πείρα, μπορεί να αντιληφθή αυτήν την πραγματικότητα. Την εποχή αύτη όλα είναι καινούργια. Αισθάνεται την παρουσία του Θεού σαν προσωπική παρουσία, θεωρεί τους λόγους των όντων σε όλη την δημιουργία. 
Όλα είναι καθαρά. Τα πουλιά, τα δένδρα αποκτούν μια άλλη διάσταση. Όλα τα βλέπει κάτω από το αιώνιο, κάτω οπό την ενέργεια της Ακτίστου Χάριτος και του Ακτίστου Φωτός. Παύουν να τον απα- σχολούν τα κοινά προβλήματα της καθημερινότητας. Δεν ενδιαφέρεται για την γνώμη πού οι άλλοι έχουν γι’ αυτόν. Περιφρονεί κάθε ταλαιπωρία. Μοναδική απασχόληση η προσευχή και η κοινωνία με τον Θεό. Είναι μια ζωή ερωτικής αναφοράς. Και αυτός ο έρωτας γεννήθηκε από την έλευση της Χάριτος.
«Μακάριος όστις τοιούτον προς Θεόν εκτήσατο πόθον, οίον μανικός εραστής προς την εαυτόν ερωμένην κέκτηται... Τούτω τις τω βέλει τρωθείς, έλεγε περί εαυτού (όπερ θαυμάζω), ως «εγώ καθεύδω» δια την χρείαν της φύσεως,
«η δέ καρδία μου γρηγορεί», δια το πλήθος του έρωτος». [Κλίμαξ Ιωάννου του
Σιναΐτου, έκδ.«Αστήρ», Παπαδημητρίου 1970, Λόγος Λ', ε και ζ σελ. 168.]


Τα πάθη δεν ενεργούν. Ο άνθρωπος «πάσχει την θέωσιν». 


Η ευλογημένη αυτή κατάσταση με υπερβαίνει, δηλ. δεν έχω πραγματικά  βιώματα  αυτής  της  ζωής. Γι’ αυτό  παρακάλεσα  έναν εκλεκτό φίλο μου μοναχό, πού ασκείται στον Ιερόν Άθωνα, να μου πή τα γνωρίσματα της. Γνώριζα ότι είχε πολλές τέτοιες ευλογημένες εμπειρίες. Με αγάπη πολλή ανταποκρίθηκε στο αίτημά μου και έτσι καταγράφω εδώ την περιγραφή πού κάνει γι’ αυτήν την πρώτη έλευση της θείας Χάριτος. 


«Από την αρχή της μοναχικής μου ζωής ζούσα μια ήσυχη, καλή ζωή. Οι ακολουθίες στο Μοναστήρι και η Μυστηριακή ζωή με θέρμαιναν, με ανέπαυαν. Αυτό μέχρι την ώρα πού γεννήθηκε μέσα μου κάτι άλλο, μέχρι την  ώρα  πού αναπτύχθηκε η  εσωτερική  ζωή. Ξαφνικά αισθάνθηκα  ένα κάψιμο εσωτερικό, ένα κάψιμο θείας αγάπης. Η φυσική και καλή ζωή πού ζούσα μέχρι τότε, φαινόταν τώρα πολύ σκοτεινή, χωρίς νόημα και περιεχόμενο. Άρχισα να βρίσκω τον χώρο της καρδιάς, το κέντρο της υπάρξεως, τον ευλογημένο εκείνο χώρο πού ανακαλύπτεται με την εν Χάριτι άσκηση και μέσα στον όποιο αποκαλύπτεται ο Ίδιος ο Θεός. Αυτή η καρδιά είναι το πρόσωπο, γιατί πρόσωπο είναι «ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος εν τω αφθάρτω του πνεύματος... ο εστίν ενώπιον του Θεού πολυτελές» (Α' Πέτρου γ' 4). Μέχρι τότε διάβαζα αυτά στα βιβλία, τώρα τα έβλεπα στην πραγματικότητα.  Ένοιωθα  αυτό  πού  λέγει  ο  Αββάς  Παμβώ  «ει  έχεις καρδίαν δύνασαι σωθήναι», αυτό πού λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος 
«Θεός θεοίς ενούμενός τε και γνωριζόμενος εν καρδία» και ο Απόστολος
Παύλος «ος έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών». Η καρδιά πού είναι τα άγια των αγίων «της μυστικής ενώσεως Θεού και ανθρώπου, αυτής της ενυποστάτου δι' Αγίου Πνεύματος ελλάμψεως»    ανακαλύφθηκε. Αισθανόμουν την καρδιά σαν Ναό μέσα στον οποίο λειτουργούσε ο αληθινός Ιερεύς της θείας Χάριτος. Παράλληλα με τον κτύπο του σαρκικού οργάνου της καρδίας ακουγόταν και ένας άλλος κτύπος βαθύτερος και γρηγορότερος. Αυτός ο κτύπος συντονιζόταν με την ευχή του Ιησού. Ή μάλλον η ίδια η καρδιά έλεγε την ευχή. Όλη αύτη η κατάσταση συνδεόταν με μερικά χαρακτηριστικά.


Αναπτύχθηκε μια ερωτική κοινωνία με τον Θεό. Τότε καταλάβαινα γιατί οι Πατέρες ονόμαζαν τον Θεό έρωτα. «Ο Θεός έρως εστί και εραστόν» (Μάξιμος ο Ομολογητής) και «ο εμός έρως εσταύρωται» (αγ. Ιγνάτιος Θεοφόρος). Κάθε μέρα αισθανόμουν την περίπτυξη του Θεού. Αυτή η αγάπη εκείνο τον καιρό με είχε τρελλάνει. Ό Θεός βιωνόταν ως ελεήμων, ως γλύκα και γλυκασμός. Άναψε μέσα στην καρδιά μου το ευλογημένο πυρ, πού έκαιγε τα πάθη και δημιουργούσε ανέκφραστη πνευματική ηδονή. 
Αναζητούσα ησυχία, σκοτάδι, ηρεμία εξωτερική. Τα μικρά κελλιά, οι τρύπες των βράχων, ο ανοιχτός ορίζοντας της φύσεως, τα σκοτεινά μέρη με δέ- χονταν σαν φιλοξενούμενο. Την νύκτα έβγαινα στις ερημιές του Άθωνα. Μαγεία! Ευλογία! Μέθη! Στην μοναξιά και στην πολυκοσμία, στην έρημο και στα κοινόβια ζούσα την παρουσία του Θεού, την θεία περίπτυξη. Αναπτύχθηκαν  τότε  άλλες  αισθήσεις,  αισθήσεις  πνευματικές,  η  νοερά αίσθηση, η νοερά δράση και ακοή. Όλος ο νους ήταν συγκεντρωμένος μέσα στο βάθος της καρδιάς και άκουγε εν ακορέστω γλυκασμώ την ευχή πού λεγόταν μέσα εκεί. Όλος ο εσωτερικός κόσμος ενοποιημένος. Όλα έδειχναν ότι γεννήθηκε ένας καινούργιος άνθρωπος, ένας καινούργιος κόσμος και μια καινή ζωή. Μια θερμότητα έκαιγε τα πάντα. «Ουχί η καρδία ημών καιομένη ην εν ημίν ως ελάλει ημίν εν τη οδώ...;» Η αίσθηση των μαθητών αυτών υπήρξε δική μου βίωση. Αισθανόμουν καλά τον λόγο του Χριστού: «πυρ ήλθον βαλείν επί την γην και τι θέλω ει ήδη ανήφθη;» Και τον λόγον ότι ο Θεός «πυρ εστί καταναλίσκον». Άλλοτε αύτη η θέρμη και αυτή η φωτιά μετατρεπόταν σε πληγή βαθειά. Αισθανόμουν ότι αύτη η θερμότητα αναγεννούσε την ύπαρξή μου, πρώτα την ψυχή και μετά επεκτεινόταν και στο σώμα. Η αίσθηση ότι τώρα γεννήθηκα σε άλλον κόσμο ήταν διαρκής. Χοροπηδούσα σαν μικρό παιδί. Ακόμη υπήρξαν μερικές φορές πού ένοιωσα και την σάρκα μου σαν μικρού παιδιού, πού μόλις βγήκε από την μήτρα της μάνας  του.  Αυτό  δημιουργούσε  βαθύτατη  ειρήνη  λογισμών.  Ο  νους
καθοριζόμενος διαρκώς απέβαλε όλα τα ξένα στοιχεία τα οποία σαν λέπια τον εκάλυπταν.  Γινόταν  έτσι  ελαφρός  και  πάντοτε  εύρισκε  καταφύγιο  στην καρδιά. Εκεί παρέμεινε και ευφραινόταν πνευματικά. Εκεί μερικές φορές άκουγε και την φωνή του Θεού, πού ήταν πολύ συνταρακτική και δη- μιουργούσε πηγές δακρύων. Η γνωριμία με τον Θεό ήταν προσωπική. Η γνώση του Θεού πραγματικό γεγονός.


Μερικές φορές βυθιζόμουν σε βαθειά μετάνοια. Ο νους μπαίνοντας στην καρδιά εν Χάριτι έβλεπε το σκοτάδι, την βρωμιά της ψυχής και όλη η ύπαρξή ξεχυνόταν σε καυτά δάκρυα. Έκλαιγε η καρδιά. Τα δάκρυα της καρδιάς  ξεχύνονταν  επάνω  της  και  την  ξέπλεναν  από  την  αμαρτία. Παράλληλα άνοιγαν και τα μάτια και γίνονταν πηγές δακρύων. Άλλοτε έκλαιγε μόνον η καρδιά και άλλοτε και το σώμα. Θρήνος βαθύς από την αποκάλυψη της ασωτίας... Κλάμα πολύ, αλλά όχι με απελπισία. Ήταν συνδεδεμένο με την αίσθηση της αγάπης του Θεού. 


Εκείνο τον καιρό όλα ήταν ωραία. Η λέξη ωραία δεν έχει σχέση με την αισθητική, αλλά με την οντολογική πραγματικότητα. Έβλεπα τους λόγους των όντων σε όλη την δημιουργία. Και αυτό προξενούσε άρρητη ευφροσύνη. Όλα εξέφραζαν την αγάπη του Θεού. Η ανάγνωση της Γραφής έτρεφε την καρδιά. Οι λέξεις δεν πήγαιναν στην λογική, αλλά εισχωρούσαν στην καρδιά και την ζωογονούσαν. Όπως το μωρό ρουφά το γάλα από τον μαστό της μάνας του και τρέφεται, έτσι αισθανόταν η καρδιά τρεφόταν από το λόγο του Θεού. Γινόταν μετάγγιση αίματος. Τα βιβλία των Πατέρων τα διάβαζα με άλλο πρίσμα. Γνωστά κείμενα τότε τα έβλεπα διαφορετικά. Σαν να είχα αποκτήσει καινούργια μάτια και σαν να είχα μάθει καινούργια γλώσσα. Αισθανόμουν συγγενής πνευματικά με τους Πατέρας. Όμως τις πιο πολλές φορές  δεν  ήθελα  να  διαβάζω  ακόμη  και  βιβλία  πατερικά.  Σαν  να σταματούσαν την προσωπική επικοινωνία με τον εράσμιο Νυμφίο, σαν να διέκοπταν τη ζωντανή επικοινωνία με τον Δημιουργό του παντός. 


Τα πάθη δεν ενεργούσαν τότε. Ένοιωθα όχι ηθικές αναστολές, αλλά την  αναγέννηση  μου.  Ήμουν  τόσο  μεθυσμένος,  ώστε  δεν  με ενδιέφερε απολύτως τίποτε. Υπήρχε μέσα μου μια ακατάσχετη αναζήτηση και επιθυμία να μη με αγαπούν οι άνθρωποι και μάλιστα να με περιφρονούν. Αφού είχα την αγάπη του Θεού, δεν με ενδιέφερε τίποτε άλλο. Ζούσα μια ερωτική ζωή, ζωή δακρύων... Η μόνη απασχόληση εγώ και ο Θεός. Ζητούσα την μοναξιά πού ήταν κοινωνία. 
«Ενώπιος Ενωπίω», «πρόσωπον προς Πρόσωπον». Αλλά και όταν ευρισκόμουν σε πολυκοσμία η εσωτερική φωνή ήταν ισχυρότερη. Και όταν κατά την διάρκεια ακολουθίας ο Γέροντας με έβαζε να ψάλλω, εγώ συγχρόνως άκουγα και αυτήν την εσωτερική φωνή της καρδιάς να επαναλαμβάνη την ευχή πού έγινε το εντρύφημά μου.
Αυτή η κατάσταση κράτησε περίπου τέσσερα χρόνια. Μέρα-νύχτα έλεγα την
ευχή. Και την ώρα πού κοιμόμουν η καρδιά προσευχόταν. Την άκουγα καθαρά να αδολεσχή με τον Θεό.
Όποιος θέλει να διαπίστωση αν υπάρχη Θεός, ας δοκιμάση. Θα συνάντηση ένα ζωντανό Θεό! Η Χάρη του Θεού με αξίωσε εμένα το έκτρωμα όλου του κόσμου να αποκτήσω μια μικρή σταγόνα γνώσεως Θεού».


Μακαρίζω και ζηλεύω αυτόν τον εκλεκτό φίλο μου. Και τον θεωρώ σαν την μεγαλύτερη ευεργεσία του Θεού σε μένα. 
Αντιγράφοντας αυτά θυμάμαι τους λόγους των Πατέρων για τον θειο έρωτα. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει:


«Ου γαρ έστιν ουκ εστίν ουδέν, ο μη νικά πόθος, όταν δε και Θεού πόθος ή, πάντων εστίν υψηλότερος, και ούτε πυρ, ον σίδηρος, ου πενία, ουκ αρρώστια, ου  θάνατος,  ουκ  άλλο  τι  των  τοιούτων  φανείται  δεινόν  τω  τοιούτον κεκτημένω έρωτα, αλλά πάντων καταγελάσας, προς τον ουρανόν πτήσεται και των εκεί διατριβόντων ουδέν έλαττον διακείσεται, ουδέν έτερον ορών, ουκ ουρανόν, ου γήν, ου θάλατταν, αλλά προς ένα κάλλος τεταμένος το της δόξης εκείνης... ερασθώμεν τοίνυν τούτον τον έρωτα (τούτον γαρ ίσον ουδέν)... τούτων γαρ απάντων μείζον, το τον Χριστόν ερωμένον έχειν και εραστήν». [Νικόδημου Αγιορείτου: Νέα Κλίμαξ, έκδ. Σχοινά, Βόλος 1956, σελ. 36-37.] 


Τα ίδια λέγει και ο Μ. Βασίλειος: 


«μακάριοι οι του αληθινού κάλλους φιλοθεάμονες, οιονεί γαρ προσδεθέντες αυτώ δια της αγάπης, και τον επουράνιον και μακαριστόν ερώντες έρωτα, επιλανθάνονται μεν οικείων και φίλων, επιλανθάνονται δε οίκου και πε- ριουσίας απάσης, εκλαθόμενοι δε και της σωματικής εις το εσθίειν και πίνειν ανάγκης, μόνω τω θείω και καθαρώ προστετήκασιν έρωτι».[ ενθ. άνωτ. σελ. 39.] 
Άρση της Χάριτος - Πορεία στην έρημο




Αυτή όμως η κατάσταση δεν πρόκειται να διαρκέση πολύ. Για τον κάθε άνθρωπο διάφορος είναι ο χρόνος παραμονής της Χάριτος με την πρώτη έλευση. Αυτό εξαρτάται από διαφόρους παράγοντες. Από το ζήλο του, την οικονομία του Θεού, τον τρόπο ζωής του κ.λ.π. Πάντως μετά από ένα διάστημα η Χάρη υποστέλλεται. 
Στα έργα των αγίων Πατέρων είναι γνωστή η κατάσταση αυτή. Διαφορετική όμως είναι η ορολογία. Υποστολή, άρση, εγκατάλειψη, Θεοεγκατάλειψη, κ.λ.π. Πάντως πρόκειται για το ίδιο πράγμα, πού γίνεται όμως για διαφόρους λόγους.


Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής κάνει λόγο γι’  αυτήν την εγκατάλειψη λέγοντας: 


«Τέσσαρες είσι γενικοί εγκαταλείψεως τρόποι, η οικονομική, ως επί τον Κυρίου,  ίνα  δια  της  δοκούσης  εγκαταλείψεως,  οι  εγκαταλελειμμένοι σωθώσιν.  Η  δε  προς  δοκιμήν,  ως  επί  του  Ιώβ  και  Ιωσήφ,  ίνα  ο  μεν ανδρείας,  ο  δε  σωφροσύνης  στήλαι  αναφανώσιν,  η  δε,  προς  παίδευσιν πατρικήν ως επί του Αποστόλου, ίνα, ταπεινοφρονών, την υπερβολήν φύ- λαξη της χάριτος, η δε κατά αποστροφήν, ως επί των Ιουδαίων, ίνα κολαζόμενοι, προς μετάνοιαν κατακαμφθώσιν. Σωτήριοι δε πάντες οι τρόποι υπάρχουσι και της θείας αγαθότητας και φιλανθρωπίας ανάμεστοι».[Φιλοκαλία, έκδ. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1958, Β' τόμος, σελ. 51.] 

Οι εγκαταλείψεις αυτές της Χάριτος είναι μέσα στο σχέδιο του Θεού, για  να  μας  βοηθήσουν  στην  σωτηρία  και  στην  πρόοδο  την πνευματική. Και όσο μεγαλύτερη είναι αυτή η κένωση, τόσο μεγαλύτερη είναι η δόξα πού μας περιμένει. 


Τι είναι όμως αυτή η άρση της Χάριτος; Είναι πραγματική άρση και εγκατάλειψη; Και πώς είναι δυνατόν ο Θεός να εγκαταλείψη τελείως τον άνθρωπο; 


Στο σημείο αυτό οι Πατέρες είναι εκφραστικοί. 
«Δεν πρόκειται βέβαια για αντικειμενική πλήρη αφαίρεση της Χάρης, αλλά  υποκειμενικά  η  ψυχή  βιώνει  την  μείωση  της  ενέργειας  της Χάρης σαν εγκατάλειψη από τον Θεό». [Αρχιμ. Σωφρονίου, ενθ. άνωτ. σελ. 26.]
Η «θεωρία» του Θεού κατά διαφόρους βαθμούς μειώνεται και αυτήν την μείωση ο άνθρωπος την βιώνει ως εγκατάλειψη Θεού.
Ο   Διάδοχος   ο   Φωτικής   κάνει   λόγο   για   την   παιδευτική παραχώρηση και την κατά αποστροφή. Η πρώτη γίνεται για λόγους πού ο Θεός θέλει, πού συντελούν στην σωτηρία μας και στην παιδεία μας, η δε δεύτερη για τις αμαρτίες μας. Γράφει:
«Η μεν γαρ παιδευτική παραχώρησις ουδαμώς την ψυχήν του θείου φωτός αποστερεί κρύπτει δε μόνον, ως και ήδη είπον τα πολλά τον νουν την εαυτής παρουσίαν η χάρις, ίνα προωθοίτο ώσπερ την ψυχήν τη πικρία των δαιμόνων δια το μετά παντός φόβου και πολλής ταπεινώσεως εκζητείν αυτήν, την εκ του Θεού βοήθειαν, την του εχθρού  αυτής  επιγινώσκουσαν  κατ'ολίγον  κακίαν,  ον  τρόπον  αν μήτηρ ατακτούν το οικείον περί τους θεσμούς της γαλουχίας βρέφος βραχύ των εαυτοίς εξωθοίη αγκαλών, ίνα καταπληττόμενον υπό τίνων περιεστώτων αυτό σαπροειδών ανθρώπων ή θηρίων οιωνδήποτε μετά φόβου πολλού και δακρύων εις τους μητρώους ανθυποστρέφοι κόλ- πους. Η δε κατά αποστροφήν γινομένη παραχώρησις ωσανεί δέσμιον παραδίδωσι την μη θέλουσαν έχειν ψυχήν τον Θεόν τοις δαίμοσιν».[Θεοκλήτου μον. Διονυσιάτου: Ενθ. άνωτ. κεφ. πστ', σελ. 193.]


Τα ίδια περίπου λέγει και σε άλλο κεφάλαιο ο ίδιος μυστικός Πατήρ: 
«Πλην δει ειδέναι ότι, όταν κατά ουσιώδη συμβολήν τη ψυχή και τω Σατανά η μάχη γίνηται, επί της παιδευτικής δε λέγω παραχωρήσεως, υποστέλλει μεν, ως και ήδη είπον, η χάρις εαυτήν, αγνώστω δε τη ψυχή συνεργεί βοήθεια, ίνα την νίκην της ψυχής είναι μόνον επίδειξη τοις εχθροίς αυτής». [Ενθ. άνωτ. κεφ. κζ' σελ. 196. Π. ένθ. άνωτ. κεφ. ξθ' σελ. 152.]
Σε άλλη συνάφεια πάλι τονίζει:
«...προϊόντων δε των αγώνων αγνώστως τα πολλά ενεργεί τη θεολογώ ψυχή τα εαυτής μυστήρια...».
Με όλα αυτά φαίνεται καθαρά ότι ή Χάρη δεν απομακρύνεται ολοσχερώς  από  τον  άνθρωπο,  αλλά  κρύπτει  τον  εαυτό  της  ή καλύτερα υποστέλλει τον εαυτό της, για να δώση την δυνατότητα στον άνθρωπο να παλαίψη εναντίον της αμαρτίας, να αγωνισθή κατά των παθών και να αναζήτηση σφοδρώς την εκ νέου έλευση της. Αυτός ο αγώνας, όπως θα αποδειχθή κατωτέρω είναι οδυνηρός και διαρκεί διαφορετικά σε κάθε άνθρωπο. Πάντως πολλά χρόνια ο άνθρωπος βρίσκεται στην έρημο... Αισθάνεται σαν να βαδίζη σε έρημο πνευματική, σε χώρα πού δεν υπάρχει η ζωογόνος πνοή της θείας
Χάριτος.  Ποια  είναι  η  σκοπιμότης  της  υποστολής  της  Χάριτος;
Γράφει πάλι ο άγιος Διάδοχος:
«...βρέφη γνήσια της του Θεού είναι Χάριτος, πιστεύομεν μικραίς παραχωρήσεσι και πυκναίς παρακλήσεσιν παρ’ αυτής γαλουχούμενα, ίνα δια της χρηστότητας αυτής φθάσωμεν ελθείν εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας».[ ενθ. άνωτ. κεφ. πστ' σελ. 194.]


Με  αυτό  τον  τρόπο  μεγαλώνουμε  πνευματικά  και  από  βρέφη 
«υπομάζια» φθάνουμε στην ηλικία του πληρώματος του Χριστού, δηλ. αποκτούμε κοινωνία με τον Χριστό. Και αυτή η κοινωνία είναι η σωτηρία   του   ανθρώπου.   Άλλωστε,   επειδή   είμαστε   εμπαθείς άνθρωποι, γι' αυτό και δεν μπορούμε να συγκρατήσουμε την Χάρη του Θεού. Η Χάρη μας υποδεικνύει τον δρόμο και το τέλος και έπειτα μας αφήνει να καθαριστούμε, ώστε να αποκτήσουμε αυτό το
«τέλος». Πολλές δε φορές στην πνευματική μας ζωή αισθανόμαστε το σώμα να μην μπορή να παρακολούθηση την πορεία της ψυχής προς την Θέωση.
«Το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής» (Ματθ. κστ’ 41).


Με την παιδεία αυτή του Θεού και το σώμα αποκτά κάποια δυνατότητα να παρακολουθή την πορεία της ψυχής. 
Ο  άγιος  Νικόδημος  ο  αγιορείτης  μιλώντας  για  την  πορεία  των μάγων, για να προσκυνήσουν τον Χριστό και μάλιστα αναφερόμενος στο γεγονός πού έχασαν το αστέρι πού τους καθοδηγούσε γράφει: «... καθώς ο λαμπρός αστήρ όπου ωδήγει και επαρηγόρει τους μάγους εις την οδοιπορίαν εκρύβη από αυτούς, δια να δοκιμάση την υπομονήν   και   ανδρείαν   τους   και   πάλιν   φανείς   εις   αυτούς, περισσότερον από το πρώτον τους εχαροποίησεν, «ιδόντες γαρ φησι τον αστέρα, εχάρησαν χαράν μεγάλην σφόδρα» (Ματθ. β' 10) τοιουτοτρόπως και η χάρις του Θεού συνηθίζει να κάμνη με τους δούλους και φίλους της, ως λέγουσιν οι θείοι πατέρες οι καλούμενοι νηπτικοί, και μάλιστα ο άγιος Διάδοχος. Και ποτέ μεν αύτη ωσάν φιλότεκνος  μήτηρ  παρηγορεί  και  ευφραίνει  τα  τέκνα  της  με  τάς νεαρός της ελλάμψεις και θείας ενεργείας και δώρα της, φωτίζουσα τον νουν τους, κατανύγουσα γλυκύτατα την καρδίαν τους και θερμαίνουσα και προς αγάπην του Θεού διεγείρουσα, ποτέ δε κρύπτεται από αυτούς και τραβίζεται, ήγουν αφήνει τους πειρασμούς να έρχωνται εις αυτούς, καθώς κάμνει και η μήτηρ πολλαίς φοραίς
κρυπτομένη από τα τέκνα της δια να δοκιμάση την υπομονήν και γενναιοκαρδίαν τους, δια να γένουν άνδρες με τους πειρασμούς και τας θλίψεις και όχι να ήναι πάντοτε νήπια δια να κλαύσουν και να ζητήσουν θερμώς την θείαν χάριν όπου έχασαν. Και ούτως αφ’ ου πάλιν την απολαύσουν, να χαρούν περισσότερον, καθώς και το παιδίον, όταν χάση την μητέρα του, ζητεί να την εύρη με κλαυθμούς και δάκρυα, και ευθύς όπου την ίδη να φανή από κανένα μέρος, τρέχει με ανεκδιήγητον χαράν, και κλαίον εν ταύτη και γελών την εναγκαλίζεται». [Νικόδημου Αγιορείτου: Γυμνάσματα Πνευματικά σελ. 176.]
Ο άγιος Ισαάκ αναφερόμενος στο πώς ενεργεί η Χάρη του Θεού στην ψυχή του ανθρώπου γράφει:
«Ουδέ η Χάρις προσάπαξ έρχεται τελείως, και οικεί εν τη ψυχή, αλλά κατά μικρόν, και μικρόν. Και εκ ταύτης, εκείνη. Εν καιρώ πειρασμός, και εν καιρώ, παράκλησις. Και εν τούτοις επιμένει έως της εξόδου. Αλλοτριωθήναι γαρ τελείως εκ τούτον μη προσδοκήσωμεν ώδε, ουδέ παρακληθήναι τελείως».[Ισαάκ του Σύρου: ενθ. άνωτ. σελ. 233.]


Ο άγιος Διάδοχος ο Φωτικής πάλι γράφει: 
«Κρύπτει δε λοιπόν επί πολύ την του ζωοποιού τούτον δώρου πολυτέλειαν, ίνα καν πάσας τας αλλάς αρετάς κατεργαζώμεθα, μηδέν όλως εαυτούς υπονοώμεν είναι δια το μηδέπω ώσπερ εις έξιν έχειν την αγίαν αγάπην». [Θεοκλήτου μον. Διονυσιάτου: ένθ. άνωτ. κεφ. 90, σελ. 205.]


Άλλος ένας σκοπός της υποστολής της Χάριτος αναφέρεται πάλι από τον ίδιο άγιο Πατέρα: 
«...προϊόντων δε των αγώνων αγνώστως τα πολλά ενεργεί τη θεολόγω ψυχή τα εαυτής μυστήρια, ίνα τότε μεν ημάς χαίροντας εις το ίχνος επιβάλλοι των θείων θεωρημάτων ως εξ αγνοίας εις γνώσιν καλουμένους,  εν  δε  τω  μέσω των  αγώνων  ακενόδοξον  ημών  την γνώσιν διαφυλάττοι». [ενθ. άνωτ. κεφ. ξθ' σελ. 152.]


Η  περίοδος  αυτή  είναι  περίοδος  αφομοιώσεως  της  Χάριτος,  την οποία δοκίμασεν ο άνθρωπος με την πρώτη επαφή μαζί της. Από την αφομοίωση αύτη γεννιέται η δογματική συνείδηση. Και αύτη η αφομοίωση διαρκεί πολλά χρόνια στον ασκητή και αθλητή της πνευματικής αυτής πορείας. 
«Βασιζόμενοι στα δεδομένα της Ιστορίας της εκκλησίας και στην επικοινωνία μας με πολλούς ασκητές, καταλήξαμε στο συμπέρασμα πώς η πείρα της χάρης αφομοιώνεται βαθύτερα και παίρνει μορφή πνευματικής  γνώσεως  σ' όσους αξιώθηκαν  μεγάλες επισκέψεις και οράσεις μόνο αφού περάσουν πολλά χρόνια ασκήσεως. Αυτήν ακριβώς τη γνώση θέλουμε να ορίσουμε σαν «δογματική συνείδηση». Η Ιστορική πείρα της Εκκλησίας, στην οποία περιλαμβάνουμε τους Αγίους   Αποστόλους   και   τους   μεγάλους,   παλαιούς   και   νέους, Πατέρες, παρέχει την δυνατότητα να καθορίσωμε σαν χρόνο απαραίτητο για την αφομοίωση της χάρης 15 έτη και άνω. Έτσι η πρώτη επιστολή του Αποστόλου Παύλου (Α' προς Θεσσαλονικείς) γράφτηκε 15 περίπου έτη μετά την εμφάνιση του Κυρίου σ' αυτόν στην οδό προς την Δαμασκό. Σε πολλούς ο χρόνος παρατείνεται σε
20, 25, 30, κι ακόμα περισσότερα έτη. Οι  ευαγγελιστές και οι άλλοι Απόστολοι έγραψαν τις μαρτυρίες και τις επιστολές τους μετά παρέλευση πολλών ετών από την Ανάληψη του Κυρίου. Οι άγιοι Πατέρες μας πληροφόρησαν για τις οράσεις και τα βιώματα τους συνήθως κατά το τέλος της ασκητικής τους πορείας. Βλέπουμε στη ζωή του Γέροντα Σιλουανού πώς πέρασαν πάνω από τριάντα χρόνια, προτού εκμυστηρευθή την πείρα του γραπτώς με ώριμη δογματική συνείδηση. Τόσο μακρόχρονη είναι η πορεία της αφομοιώσεως της χάρης.


Η δογματική συνείδηση πού έχουμε υπόψη μας είναι καταστάλαγμα μακροχρόνιας πείρας της χάρης κι όχι διανοητικής εργασίας. Η έκφραση της πείρας στα λόγια των αγίων δεν έχει το χαρακτήρα σχολαστικών έργων, αλλά είναι αυτοαποκάλυψη της ψυχής. Ο λόγος για το Θεό και τη ζωή κοντά Του προχωρεί χωρίς επίπονους στοχασμούς  απλώς  γεννιέται  ως  εκ  περισσού  στην  ψυχή».  [Αρχιμ. Σωφρονίου: ενθ. ανωτ. σελ. 212-213.] 

Αλλά  δεν  είναι  τόσο  εύκολη  αυτή  η  κατ'  εξοχήν  ευλογημένη περίοδος. Διέρχεται ο άνθρωπος μέσα από οδυνηρούς πόνους και μεγάλη λύπη. Και αυτήν την πλευρά τονίζουν στα έργα τους οι θείοι Πατέρες ομιλούντες από προσωπική πείρα. 


Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος περιγράφει ένα μέρος αυτού του πόνου: 
«Και γαρ εν καιρώ τινι πνίγεται η ψυχή ημών, και γίνεται ως εν κύμασι. Και εάν αναγνώ τις εις γραφήν, και εάν λειτουργήση, και εν
παντί πράγματι, ω προσέγγιση σκότωσιν επί σκοτώσει λαμβάνει. Και εξέρχεται ο τοιούτος, και πολλάκις ουδέ προσεγγίσαι αφίεται. Και ου πιστεύει παντελώς ούτος, ότι δέχεται αλλοίωσιν, και γίνεται εν ειρήνη. Αυτή  η  ώρα  πεπλήραιται  απογνώσεως  και  φόβου,  και  ελπίς  του Θεού, και η παράκλησις της πίστεως αυτού, τελείως εκβάλλεται εκ της ψυχής,και όλη εξ όλον πληρούται δισταγμού και φόβου». [Ισαάκ του Σύρου: ενθ. άνωτ. σελ. 232.]


Ο άγιος Διάδοχος ο Φωτικής γράφει: 
«Η παιδευτική παραχώρησις φέρει μεν λύπην πολλήν και ταπείνωσιν και απελπισμόν δε σύμμετρον τη ψυχή, ίνα το φιλόδοξον αυτής και ευπτόητον μέρος πρεπόντως εις ταπείνωσιν έρχηται, ευθέως δε φόβον Θεού και δάκρυον εξομολογήσεως επάγει τη καρδία και της καλλίστης σιωπής πολλήν επιθυμίαν. Η δε κατά αποστροφήν του Θεού γινομένη απελπισμού ομού και απιστίας και οργής και τύφου την ψυχήν πληρωθήναι παραχωρεί». [Θεοκλήτου μον. Διονυσιάτου: ενθ. άνωτ. κεφ. πζ', σελ. 196.]

Ο πόνος είναι μεγάλος. Η ψυχή γνώρισε τον Θεό και τώρα έχασε αυτήν την κοινωνία. Πριν γνωρίση τον Θεό, όλα ήταν ευχάριστα. Η ανθρώπινη ζωή με τις λεπτομέρειες της και τις ευχάριστες στιγμές την  χαροποιούσαν.  Τώρα  αυτά  δεν  την  χαροποιούν.  Συγχρόνως έχασε και την Χάρη του Θεού και είναι απαρηγόρητη. Πέφτει σε μια κατά Θεόν απελπισία. Αυτό είναι το προνόμιο της απελπισίας. Το κλάμα είναι τρόπος ζωής. Η μετάνοια ακόρεστη. Η Χάρη του Θεού πού μυστικά βρίσκεται στην καρδιά του ανθρώπου, τον κάνει να μη απελπίζεται. Έτσι αρχίζει σύντονη προσευχή, ακράτητος στεναγμός, αστείρευτη πηγή δακρύων. Βοά διαρκώς προς τον Θεό. Η ζωή του είναι ποτισμένη με τον πόνο. 


Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος περιγράφει παραστατικά αυτή την εμπειρία: 


«Ω, τι το πράγμα το κρυπτόν πάση κτιστή ουσία; 
Και τι το φως το νοητόν, ο τινί ούχ οράται;
Και τις ο πλούτος ο πολύς, ον ουδείς εν τω κοσμώ Ευρείν όλως έξίσχυσεν, ή κατασχείν εισάπαν; Εστί γαρ πασιν άλητος, αχώρητος τω κοσμώ, Εστί και ποθεινότατος υπέρ άπαντα κόσμον,
Εστί και επιθυμητός, καθ' όσον υπερέχει Των ορωμένων ο αυτά Θεός κατασκενάσας. Κατά τούτο τιτρώσκομαι τη αγάπη εκείνου,
Καθ' όσον δ' ούχ οράται μοι, εκτήκομαι τας φρένας, Τον νουν, και την καρδίαν μου φλεγόμενος και στενών Περιπατώ και καίομαι ζητώ ώδε, κακείσε,
Και ουδαμού τον εραστήν ευρίσκω της ψυχής μου, Και περιβλέπομαι συχνώς ιδείν τον ποθητόν μου, Κακείνος ως αόρατος ούχ οράταί μοι όλως».
[Συμεών του νέου Θεολόγου: Τα ευρισκόμενα, έκδ. Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1969, Μέρος Β' Λόγος
έβδομος, σελ. 13.]


Ο  Αρχιμ. Σωφρόνιος μιλώντας για  τους μοναχούς εκείνους, πού γνώρισαν από την αρχή της μοναχικής τους ζωής την Χάρη των τελείων, γράφει: «Όσοι ασκητές ανήκουν σ' αυτό το τελευταίο είδος υποφέρουν περισσότερο απ’ όλους, γιατί μετά τη γεύση της χάρης, μετά τη θεωρία του Θείου φωτός βιώνουν πιο βαθειά και με μεγαλύτερη οδύνη την οξεία αντίθεση, το σκότος της εγκαταλείψεως από τον Θεό και την ταραχή των παθών: μόνον αυτοί ξέρουν ΤΙ έχασαν. Κι εκτός απ’ αυτό, η βίωση της χάρης μεταβάλλει με την επενέργεια της ολόκληρο τον άνθρωπο και τον κάνει ασυγκρίτως ευαίσθητο σε ΚΑΘΕ πνευματικό φαινόμενο. 


Αυτή η τελευταία τάξη πάσχει περισσότερο από τους άλλους, επειδή η αγάπη του Χριστού υπόκειται στόν παρόντα κόσμο σε μια εξαιρετικά ισχυρή «πύρωσιν προς πειρασμόν» (Α' Πέτρ. δ' 12). Γιατί η αγάπη του Χριστού στον κόσμο δεν μπορεί παρά να πάσχη (Πράξ. κστ' 23). 


Ο μακάριος Γέροντας Σιλουανός άνηκε σ' αυτό το τελευταίο είδος κι έτσι καταλαβαίνουμε τα λόγια του: 


«εσείς δεν μπορείτε να καταλάβετε τη λύπη μου» ή «όποιος δεν εγνώρισε τον Κύριο, αυτός δεν μπορεί να Τον αναζητή με θρήνο». Όταν περιγράφη την απαρηγόρητη λύπη και τον θρήνο του Αδάμ μετά την έξωση από τον Παράδεισο, περιγράφει ουσιαστικά τον δικό του θρήνο και την θλίψη της δικής του ψυχής για την χαμένη χάρη» [Αρχιμ. Σωφρονίου: ενθ. άνωτ. σελ. 26-27.] 
Εκφραστικώτερος  είναι  στο  πιο  κάτω  απόσπασμα:  «Ψυχή  πού γνώρισε  τον  Θεό, υψώθηκε στη  θεωρία  του κόσμου του αιωνίου φωτός και μετά έχασε αυτή τη χάρη, βρίσκεται σε μια τέτοια κατάσταση, που ούτε καν να την φανταστή μπορεί όποιος δεν την γνώρισε προσωπικά. Το μαρτύριο και η θλίψη ΜΙΑΣ τέτοιας ψυχής είναι ανείπωτα, αισθάνεται ένα ιδιαίτερο μεταφυσικό άλγος. Για τον άνθρωπο πού εβίωσε την απερίγραπτη γλυκύτητα της αγάπης του Θεού, δεν απομένει τίποτα σ’ αυτό τον κόσμο πού να μπορή να τον γοητεύση. Κατά κάποιο τρόπο η επίγεια ζωή γίνεται καταθλιπτικό φορτίο και αυτός κλαίγοντας ξαναζητά πάλι εκείνη τη ζωή πού ψηλάφησε. Σύζυγος πού χάνει τη γυναίκα του, πολυαγαπημένη ύπαρξη, ή μητέρα πού χάνει τον μονάκριβο γυιό της, μπορούν να καταλάβουν κάπως —κι αυτό μερικώς— την οδύνη του. Γιατί η αγάπη του Θεού με τη δύναμη και την αξία της, με το ασύγκριτο κάλλος και την επιβολή της ξεπερνά απείρως κάθε άλλη ανθρώπινη αγάπη. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει για όσους έχασαν τη χάρη πώς το βασανιστήριο τους ξεπερνά το βασανιστήριο όσων καταδικάστηκαν  σε  θάνατο  και  το  πένθος  τους  το  πένθος  «των νεκρούς κοπτωμένων».


Το μέγεθος της απώλειας και οι θλίψεις πού συνδέονται μ' αυτήν ωθούν σ' εξαιρετικούς αγώνες. Η αγωνιζομένη ψυχή φθάνει μέχρις εξαντλήσεως των δυνάμεων της και όμως δεν πετυχαίνει το πο- θούμενο. Η χάρη μόνο μερικές στιγμές και για λίγο μαρτυρεί πώς βρίσκεται κοντά και φεύγει ξανά. Ο ασκητής υποφέρει φρικτά από τον ζόφο της Θείας εγκαταλείψεως. Ο νους του, παρ' όλο τον άθλο της αδιάλειπτης εσωτερικής προσευχής, χάνει την διαύγεια του. Τις νύχτες οι δαίμονες προσπαθούν να αποσπάσουν τον μοναχό από την προσευχή  ή  τουλάχιστο  να  μην  τον  αφήσουν  να  προσεύχεται καθαρά. Πολλά πράγματα παραμένουν ασαφή, η ψυχή βυθίζεται σε απορία και αναζητεί επίμονα τον Θεό. Γύρω της βρίσκει μόνον αναιδείς δαίμονες. 
«Συ δε Κύριε, έως πότε.,, ίνα τι με εγκατέλειπες»;. [ενθ. άνωτ. σελ. 40-41.]




Τότε μπορούμε να μιλούμε για τον θρήνο του Αδάμ στα όρια της προσωπικής μας ζωής. Τότε μπορούμε να καταλάβουμε την θλίψη του Αδάμ μετά την διάπραξη της αμαρτίας. Έτσι την ένοιωθε ΚΙ ο 
Γέροντας Σιλουανός. Την απώλεια της Χάριτος ή την υποστολή της Χάριτος την βίωνε όπως ο ίδιος ο Προπάτορας Αδάμ. Γι’ αυτό γράφει πονεμένα και παρακλητικά:
«Ο Αδάμ, ο πατέρας της οικουμένης, εγνώριζε στον Παράδεισο τη γλυκύτητα της θείας αγάπης. Ετσί, μετά την έξωσή του από τον Παράδεισο για το αμάρτημά του, εγκαταλειμμένος από την αγάπη του Θεού, θλιβόταν πικρά και οδυρόταν με βαθείς στεναγμούς. Όλη η έρημος αντηχούσε από τους λυγμούς του. Η ψυχή του βασανιζόταν με τη σκέψη: «Ελύπησα τον αγαπημένο μου Θεό». Δεν μετάνιωνε τόσο για την Εδέμ και το κάλλος της, όσο ΓΙΑ την απώλεια της θείας αγάπης, πού τραβά αχόρταγα την ψυχή στον Θεό.


Το ίδιο και κάθε ψυχή πού γνώρισε με το Άγιο Πνεύμα το Θεό κι' υστέρα έχασε τη χάρη, δοκιμάζει το αδαμιαίο πένθος. Θλίβεται η ψυχή και μεταμελείται σφοδρώς, όταν προσβάλλη τον αγαπημένο Κύριο. 
Βασανιζόταν κι οδυρόταν στη γη ο Αδάμ κι η γη δεν του έδινε χαρά.
Νοσταλγούσε το Θεό κι εφώναζε:
«Διψά η ψυχή μου τον Κύριο και Τον αναζητώ με δάκρυα.
Πώς να μη Τον ζητώ;
Όταν ήμουν μαζί Του, αγαλλόταν ειρηνικά η ψυχή μου και ήμουν απρόσιτος για τους εχθρούς.


Τώρα όμως απέκτησε εξουσία πάνω μου το πονηρό πνεύμα και κλονίζει και τυραννεί την ψυχή μου. Γι’ αυτό λυώνει η ψυχή μου για τον Κύριο μέχρι θανάτου. Το πνεύμα μου ορμά προς τον Θεό και τίποτε  το  γήϊνο  δεν  με  παρηγορεί,  κι  η  ψυχή  μου  δεν  βρίσκει πουθενά παρηγοριά, αλλά ποθεί διψασμένα να Τον δη και να Τον απόλαυση ωσότου χόρταση. 
Δεν μπορώ να Τον λησμονήσω ούτε στιγμή κι από τον πολύ μου πόνο στενάζω και οδύρομαι; «Ελέησόν με, ο Θεός, το παραπεσόν Σου πλάσμα».


Έτσι οδυρόταν ο Αδάμ κι έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα από το πρόσωπο του κι έπεφταν στο στήθος του και στη γη. 
Με δέος άκουγε όλη η έρημος τους στεναγμούς του.
Ζώα και πουλιά σιωπούσαν από θλίψη.
Κι ο Αδάμ οδυρόταν, γιατί με το αμάρτημά του στερήθηκαν όλοι την ειρήνη και την αγάπη...
Κι εγώ έχασα τη χάρη και φωνάζω μαζί με τον Αδάμ: «Σπλαχνίσου με, Κύριε. Δώσε μου πνεύμα ταπεινώσεως και αγάπης».
Ω αγάπη του Κυρίου! Όποιος σε γνώρισε, σ' αναζητεί ακούραστα και φωνάζει μέρα και νύχτα:
«Σε ποθώ, Κύριε, και Σ’ αναζητώ με δάκρυα. Πώς να μη Σε ζητώ; Εσύ μου έδωσες να Σε γνωρίσω με το Άγιο Πνεύμα, κι αυτή η θεία γνώση τραβά αδιάκοπα την ψυχή μου κοντά Σου».
Θρηνεί ο Αδάμ:
«Δεν με τέρπει η σιγή της ερήμου.
Δεν με τραβούν των βουνών τα ψηλώματα.
Δεν μ’ αναπαύει η ομορφιά των δασών και των λειβαδιών.
Δεν καταπραύνει τον πόνο μου των πουλιών το κελάδημα.
Τίποτε, τίποτε δεν μου δίνει τώρα χαρά.
Η ψυχή μου ράγισε από την πολύ στενοχώρια.
Τον αγαπημένο Θεό μου επρόσβαλα.
Κι αν με ξανάπαιρνε στον παράδεισο ο Κύριος και εκεί θα θρηνούσα λυπητερά, πονεμένα:
Γιατί πίκρανα τον αγαπημένο μου Θεό».


Διωγμένος από τον Παράδεισο ο Αδάμ ανάβλυζε πηγές από δάκρυα από την πληγωμένη του καρδιά. Το ίδιο κάθε ψυχή πού γνώρισε τον Κύριο θρηνεί γι' Αυτόν και λέει: 


«Που είσαι, Κύριε; 
Γιατί κρύβεις το πρόσωπο Σου;
Πολύν καιρό τώρα δεν βλέπει το Φως Σου η ψυχή μου και Σ’
αποζητά θλιμμένη.
Που είναι ο Κύριος μου;
Γιατί δεν Τον βλέπω στην ψυχή μου;
Τι Τον εμποδίζει να κατοική εντός μου;
Δεν υπάρχει μέσα μου, λοιπόν, η ταπείνωση του Χριστού και η αγάπη για τους εχθρούς.
Γιατί ο Θεός είναι αγάπη, άπειρη και ανερμήνευτη». [Ενθ. άνωτ. σελ. 487-489.] Βιώνει τότε ο αθλητής υπαρξιακά τον θάνατο. Γιατί ο πραγματικός θάνατος είναι ο χωρισμός του ανθρωπου από τον Θεό. Ο Θεός είναι η ζωή. Και η απομάκρυνση από τη ζωή φέρει αναπόφευκτα τον
θάνατο. Σ' αυτήν την περίοδο μπορεί ο αθλητής να βιώνη την μνήμη του θανάτου σαν χάρισμα. Επαναλαμβάνουμε, δεν πρόκειται για απελπισία κατά άνθρωπον, αλλά για κατά Θεόν απελπισία. Δεν πρό- κειται για φόβο του Θεού κατά άνθρωπον, αλλά για φόβο Θεού κατά Χάρη. Αυτό το καταλαβαίνουμε γιατί στην δεύτερη περίπτωση δημιουργείται έμπνευση, προσευχή! Πραγματικά η μνήμη του θανά- του, κατά τους Πατέρας, δεν είναι μια ανάμνηση του θανάτου, γιατί αυτό  μπορεί  να  το  έχουν  όλοι  οι  άνθρωποι  βλέποντας  την φθαρτότητα του κόσμου. Είναι και αυτό. Αλλά κυρίως η μνήμη του θανάτου είναι χάρισμα.


«Μ’  αυτό τον όρο (μνήμη του θανάτου) η ασκητική γραμματεία των Πατέρων εννοεί όχι τη συνηθισμένη συνείδηση του ανθρώπου για τη θνητότητα του, δηλ. την απλή σκέψη πώς θα πεθάνωμε, αλλά μιαν ιδιαίτερη πνευματική αίσθηση, πού εμπνέεται από τη χάρη. Η μνήμη του θανάτου αρχίζει με τη συναίσθηση της συντομίας της επίγειας υπάρξεως μας. Άλλοτε αδυνατίζοντας και άλλοτε δυναμώνοντας, γίνεται τελικά βαθύ «αίσθημα» της φθοράς και της παροδικότητας κάθε τι του επιγείου, πού μεταβάλλει έτσι τη στάση του ανθρώπου απέναντι σ’ ο,τιδήποτε υπάρχει στον κόσμο. Όσα δεν μένουν αιώνια χάνουν γι' αυτόν την αξία τους κι εμφανίζεται η συναίσθηση πώς όλα τα γήινα αποκτήματα είναι μάταια. Η προσοχή του νου φεύγει από τον εξωτερικό κόσμο πού τον περιβάλλει και συγκεντρώνεται προς τα μέσα, όπου η ψυχή αντιμετωπίζει κατά πρόσωπο την ακατάληπτη άβυσσο του σκότους. Αυτό το θέαμα τρομάζει την ψυχή μα και γεννά σύντονη προσευχή, πού διαρκεί συνεχώς, μέρα και νύχτα. Ο χρόνος χάνει τη διάσταση του —στην αρχή όχι διότι η ψυχή είδε το φως της αιώνιας ζωής, άλλ' αντίθετα επειδή το αίσθημα του αιώνιου θανάτου καταβρόχθισε τα πάντα. Τελικά, αφού περάσει πολλά και διάφορα στάδια, η ψυχή μπαίνει με την επενέργεια της χάρης στη σφαίρα του άναρχου Θείου φωτός. Αυτό όμως δεν είναι φιλοσοφική 
«υπέρβαση», αλλά η ζωή στην πραγματική της εκδήλωση, πού δεν έχει ανάγκη από διαλεκτικές «αποδείξεις». Γνώση απροσδιόριστη, αναπόδεικτη, ανεκδήλωτη, παρ' όλο όμως πού είναι απροσδιόριστη, όπως η πραγματική ζωή, είναι ασύγκριτα πιο δυνατή και πιο πειστική εσωτερικά απ’ ότι η πιο άψογη αφηρημένη διαλεκτική». [ενθ. άνωτ. σελ. 112-
113.]
Ο Θεός γι' αυτόν πέθανε. Ο ίδιος ουσιαστικά πέθανε για τον Θεό. Βλέπει ο αθλητής της πνευματικής αυτής ζωής τον θάνατο μέσα στα έγκατα του, σε όλη την ύπαρξη. Και όπως, όταν αισθάνεται την Χάρη μέσα του, ζή μια πασχάλεια εμπειρία και όλα έξω είναι λαμπερά, έτσι αντίστροφα συμβαίνει με την αίσθηση του θανάτου πού κυριαρχεί στην ύπαρξή του. Όλα είναι πεθαμένα. Δεν τον ικανοποιεί τίποτε. Βλέπει τον θάνατο παντού. Όλους τους ανθρώπους τους βλέπει θνητούς. Γι’ αυτό και δεν επιζητεί εξουσία πάνω σε θνητούς. Δεν ζητάει εξουσία από θνητούς. Δεν είναι μακάβριο θέαμα να βλέπης κάποιον να είναι άρχοντας θνητών και πεθαμένων, να κάνη τον άρχοντα σε ένα νεκροταφείο;
Αύτη είναι η κένωση του ανθρώπου κατά το πρότυπο της κενώσεως του Χριστού. Οι άγιοι περνούν οπωσδήποτε οπό την κατάσταση αύτη. Είναι ένας άδης, είναι μια βίωση της κολάσεως. Οι φλόγες της κολάσεως καίγουν τα πάντα. Την εσωτερική διάθεση, την επιθυμία, ακόμη και αυτό το σώμα.


Ο άγιος Ανδρέας, επίσκοπος Κρήτης, ερμηνεύοντας το χωρίο του Αποστόλου Πέτρου ότι ο Χριστός «και τοις εν φυλακή γαρ πνεύματι πορευθείς εκήρυξε», δηλ. κατέβηκε στον Άδη, γράφει: 


«Πώς ουκ αν είη τούτο σαφές και παντελώς αναντίρρητον, ως και νυν απάντων των ανθρώπων, και μέντοι και των αγίων αι ψυχαί τόν αειδή τόπον εκείνον διέρχονται μεν, ου κατέχονται δέ, πλην των όσαι τη κατά τον βίον ραστώνη τον δι' αμαρτίας θάνατον επεσπάσαντο;... Ώστε διελεύσονται μεν αι των αγίων ψυχαί, καθά δέδεικται, δια των τον άδου πυλών. «Ου γαρ εστί μαθητής υπέρ τον διδάσκαλον». Ου μην οίμαι κατασχεθήσονται καθά και πρώην, ότε, κατά το γεγραμμένον, «εβασίλευσε συν τω θανάτω η αμαρτία». Διελεύσονται δε (άκουε συνετώς) ούχ ώστε διολεσθήναι, αλλ' ώστε διερευνήσαι και μυηθήναι κακεί το ξένον της θείας οικονομίας μυστήριον (λέγω δε την εις άδου κατάβασιν, ην υπέρ ημών εκών ο ζωαρχικός Ιησούς εποιήσατο, τον δια σταυρού θάνατον υπομείνας, ο απαθής και ανώλεθρος), προσέτι και των εκείσε τελεσθέντων τον υπερφυά λόγον εκδιδαχθήναι, όση τε και οία δια της συμβολής ή νίκη γέγονε τω Σωτήρι,   τους αιωνίους καθαιρούντι μοχλούς». [Ρ. ΜΙGΝΕ, τόμος 97, 1049-1052.] 
Ένας νέος μοναχός σε γράμμα πού έστειλε στον πνευματικό του
Πατέρα ως έξης εκφράζεται για την κατάσταση αυτή πού ζούσε:


«...Όπως  ξέρετε  είχα  αρχίσει  να  χάνω  την  προσευχή.  Τώρα  την έχασα τελείως. Προσπαθώ να κάνω την ευχή, αλλά κουράζομαι και δεν έχω την ζέση πού είχα προηγουμένως... Το ότι έχασα την προσευχή με στενοχωρεί αφάνταστα. Νοιώθω σαν ένα ζώο πού κοιμάται και τρώει. Έχω βαθειά θλίψη. Με παρηγορεί κάπως το γεγονός ότι έτσι θέλει ο Θεός και κάνω υπομονή. Αλλά και αύτη η υπομονή έχει τα όριά της. Πονάω πολύ. Κλαίω μέρα-νύχτα. Περισσότερο κλαίει η καρδιά μου. Αισθάνομαι κενός, άδειος. Δεν μπορώ να προσευχηθώ και αισθάνομαι πεθαμένος. Τίποτε άλλο δεν με ικανοποιεί στον κόσμο. Δίπλα μου και γύρω μου τα βλέπω όλα νεκρά. Τους ανθρώπους πού συναντώ στον δρόμο τους βλέπω όλους θνητούς, πεθαμένους, νεκρούς. Όλα μιλούν για την παρουσία και την αγάπη του Θεού, αλλά και όλα μιλούν για την απουσία Του. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι γελάνε, διασκεδάζουν, χαίρονται. Πώς μπορούν να το κάνουν; Τους βλέπω να γελάνε, να τραγουδάνε, να χορεύουν και εγώ κλαίω. Γιατί βλέπω να τα κάνουν αυτά νεκροί και πεθαμένοι άνθρωποι! 
Έχω την εντύπωση πώς η σωματική κόπωση προέρχεται από αυτό. Έχασα   την   προσευχή,   τον   Θεό,   την   αγάπη.   Είμαι   νεκρός. Θλιμμένος. Οι γύρω μου δεν καταλαβαίνουν τίποτε. Μάλιστα με μακαρίζουν. Εγώ όμως είμαι πικραμένος. Έχασα το παν. Την ζωή. Δεν συγκρίνεται η θλίψη πού έχω με την θλίψη της μητέρας πού έχασε το παιδί της ή της γυναίκας πού έχασε τον άνδρα της.
Σχεδόν τρία χρόνια ήμουν ωραία. Όλα ήταν ευχάριστα. Πανηγύριζα. Γλεντούσα με την παρουσία του Θεού. Η ημέρα γινόταν νύχτα και η νύχτα ημέρα. Η χαρά ήταν ανέκφραστη. Τώρα είμαι ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Υπάρχει κάποιος πού να μπόρεση να με καταλάβη; Ξέρω βεβαιότατα ότι υπάρχει Θεός. Υπάρχει Θεός, γεμάτος αγάπη, αλλά εγώ δεν υπάρχω γι’ Αυτόν. Είμαι νεκρός!
Δεν ξέρω τι να κάνω. Περιμένω, κάνω υπομονή, προσπαθώ να γεμίσω τις ώρες μου με κάτι πού θα με ξεκουράση. Όμως όλα είναι ψευτοφάρμακα. Μικροχαρές. Κίβδηλα. Εφήμερα. Πρώτα με ευχα- ριστούσαν, τώρα όχι. Με κουράζουν.
Σαν να μην είμαι φυσικός άνθρωπος. Ναι, δεν είμαι. Δεν μοιάζω καθόλου με τους άλλους. Τουλάχιστον οι άλλοι άνθρωποι έχουν μερικά πράγματα με τα οποία μπορούν να χαίρονται. Εγώ ούτε έχω, ούτε μπορώ. Σαν να έγινα ανίκανος για όλα. Είμαι ένα ζώο πού τρώει,  κοιμάται,  μιλάει,  ζη  με  τους  ανθρώπους  κλπ.  αλλά  δεν χαίρεται, δεν αισθάνεται τίποτε, χάθηκε η ευαισθησία. Κάθε στιγμή πού περνάει χωρίς την προσευχή είναι κόλαση. Νοιώθω τις φλόγες της κολάσεως να με κατατρώγουν. Γέροντα τι φταίει; Τι πρέπει να κάνω; Πώς να ζω; Πώς να προφυλαχθώ, για να μην πέσω στην α- πελπισία κατά άνθρωπο; Υπάρχει θεραπεία; Δεν ξέρω ακόμη τι να ρωτήσω. Τα έχω χαμένα.
Γράφω το γράμμα αυτό σαν χαμένος, θλιμμένος και πικραμένος, ζητώντας μια βοήθεια. Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς εσωτερική προσευχή. Αυτό τα λέει όλα. Η καρδιά ξεράθηκε. Είμαι νεκρός. Και μαζί μου όλοι είναι νεκροί, πεθαμένοι. Ο Θεός είναι μακρυά μου. Είμαι ένα μηδέν...»


Είναι σημαντικό να αναφερόμαστε και να προσπαθούμε να εξηγήσουμε αυτήν την περίοδο της πνευματικής ζωής, γιατί πολλοί την διέρχονται, αλλά δεν γνωρίζουν τι ακριβώς είναι αυτή η κατάστα- ση. Φθάνουν μέχρι τελείας απελπισίας, αγνοούντες τον χαρακτήρα της πνευματικής ζωής, αγνοούντες την παιδεία του Θεού. Έτσι τα χάνουν, απελπίζονται. Υπάρχουν περιπτώσεις πού μοναχοί εγκατα- λείπουν την μοναχική τους ζωή και φεύγουν στον κόσμο παραβαίνοντες τις υποσχέσεις, πού έδωσαν στον Θεό κατά την μοναχική κούρα. Άλλοι τρέχουν στους ψυχιάτρους, για να δώσουν μια ερμηνεία των καταστάσεων αυτών και μερικοί ακόμη παρα- φρονούν. 
Σ' όλους αυτούς λέμε ότι αυτή είναι μία φυσική κατάσταση. Όλοι όσοι  αγωνίζονται  τον  καλό  αγώνα  διέρχονται  από  αυτόν  τον πειρασμό. Με αυτόν τον τρόπο αποκτούν πείρα πνευματική. Γι’ αυτό χρειάζεται υπομονή πολλή, προσευχή έντονη και σύντονη. Ο Απόστολος Παύλος γράφει: «Ει παιδείαν υπομένετε, ως υιοίς υμίν προσφέρεται ο Θεός' τις γαρ εστίν υιός ον ου παιδεύει πατήρ; ει δε χωρίς έστε παιδείας, ης μέτοχοι γεγόνασι πάντες, άρα νόθοι έστε και ούχ υιοί» (Εβρ. ιβ 7-9).
Πρέπει να λεχθή ότι και λίγη προσευχή κατ' αυτήν την περίοδο, αντιστοιχεί με προσευχή πολλών ωρών κατά την προηγουμένη περίοδο. Μαθαίνει ο  άνθρωπος  αυτόν  τον  καιρό  να  προσεύχεται νοερά. Μαθαίνει πολλούς τρόπους νοεράς προσευχής. Ο νους του αθλητού από τον πολύ πόνο, την μεγάλη μετάνοια συγκεντρώνεται στην καρδιά. Κλαίει. Όπως το πλοίο ρίπτει την άγκυρα στον πυθμένα της θαλάσσης, έτσι και ο νους ρίπτεται στην καρδιά. Παραμένει εκεί και αυτό είναι νοερά προσευχή. Αφού γνωρίσουμε ότι αύτη ή κατάσταση είναι φυσική, πρέπει να γνωρίσουμε και τους τρόπους της αντιμετωπίσεως. Θα ήθελα στην συνέχεια να αναφέρω μερικές πατερικές διδασκαλίες για το θέμα αυτό.


Ο άγιος Ιωάννης ο Καρπάθιος γράφει: 
«Ο  χρόνον  τινά  υπό  της  θείας  φωτιζόμενος  και  αναπαυόμενος χάριτος, μετά δε την ταύτης υποστολήν ρεμβασμοίς περιπίπτων και γογγύζων δια τούτο και μη ανδριζόμενος δια της ικεσίας πάλιν επανακαλέσασθαι την σωτήριον εκείνην πληροφορίαν, άλλ' αποδυσπετών, ομοιός εστί πτωχώ λαβόντι ελεημοσύνην από του παλατιού και δυσανασχετούντι, διότι ουκ εισήλθεν έσω συναριστήσαι τω βασιλεί». [Φιλοκαλία, έκδ. Παπαδημητρίου, τόμος Α' σελ. 291.]



Ο άγιος Διάδοχος Φωτικής έχοντας υπ' όψη του την παιδευτική παραχώρηση και την κατά αποστροφήν του Θεού περιγράφει την αντιμετώπιση κάθε μιας από αυτές: 
«Εκεί μεν γαρ (στην παιδευτική) ευχαριστίαν μετά της απολογίας προσάγειν αυτώ οφείλομεν ως το της γνώμης ημών ακόλαστον τη σχολή της παρακλήσεως κολάζοντι, ίνα αρετής ημάς και κακίας ως πατήρ αγαθός διδάσκοι την διαφοράν' ενταύθα (στην κατά αποστροφή) δε εξαγόρευσιν των αμαρτημάτων  άπαυστον  και  δάκρυον  ανελλιπές  και  αναχώρησιν  πλείονα, όπως αν ούτω δυνηθώμεν τη προσθήκη των πόνων δυσωπήσαί ποτέ τον Θεόν επιβλέψαι ως το πριν εις τας καρδίας ημών». [Θεοκλήτου μον. Διονυσιάτου: ενθ. άνωτ. κεφ. πζ' σελ. 196.]


Ο ίδιος δε Πατήρ γράφει ότι πρέπει να λυπούμαστε συμμέτρως: 
«Δει ουν λυπείσθαι μεν ημάς συμμέτρως ως εγκαταλειφθέντας, ίνα πλέον ταπεινωθώμεν και υποταγώμεν τη δόξη του Κυρίου, χαίρειν δε ευκαίρως τη αγαθή ελπίδι πτερουμένους. Ως γαρ η πολλή λύπη εις απελπισμόν και απιστίαν την ψυχήν περιίστησιν, ούτως και η πολλή χαρά εις οίησιν αυτήν
προκαλείται, επί των έτι δε νηπιαζόντων λέγω, φωτισμού μεν γαρ και εγκαταλείψεως  το  μέσον  πείρα,  λύπης  δε  και  χαράς  το  μέσον  ελπίς.
«Υπομένων γαρ, φησίν, υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι» και πάλιν,
«Κατά το πλήθος των οδυνών μου εν τη καρδία μου αι παρακλήσεις σου ηύφραναν την ψυχήν μου». [ενθ. άνωτ. κεφ. ξθ' σελ. 152.]


Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος σ’ αυτήν την περίπτωση συνιστά να μην ταραχθούμε: 
«Και έν τω καιρώ, εν ω γινόμεθα εν τη σκοτώσει, μη ταραχθώμεν, και μάλιστα εάν μη εξ ημών η αίτια ταύτης ή. Τη πρόνοια δε του Θεού λογίζου ταύτην, δια τας αιτίας, ας οίδεν αυτός μόνος ο Θεός». [Ισαάκ του Σύρου: ενθ. άνωτ. Σελ. 232.]


Σε άλλη περίπτωση ο ίδιος άγιος Πατήρ συνιστά: 
«Λοιπόν πρέπει ημάς εν τοις καιροίς τούτων των πειρασμών έχειν δύο τινά εναντία αλλήλοις, και κατά μηδέν ομοιούντα. Ταύτα δε είσι χαρά, και φόβος. Χαρά μεν, άτι εν τη οδώ τη πατηθείση οπό των αγίων, μάλλον δε υπό του ζωοποιούντος τα πάντα, ευρέθης βαδίζων. Και τούτο δήλον εκ της διαγνώσεως των πειρασμών. Τον φόβον δέ οφείλομεν έχειν, ότι μήπως εκ της αιτίας της υπερηφανίας πειραζόμεθα εν τούτοις. Όμως σοφίζονται υπό της χάριτος οι ταπεινόφρονες του δύνασθαι ταύτα πάντα διακρίναι, και γνώναι τις εστίν ο πειρασμός ο εκ του καρπού της υπερηφανίας, και τις ο εκ των ραπισμάτων των τυπτομένων εκ της αγάπης, διακέκρινται γαρ οι πειρασμοί τον εκβιβασμού, και της αυξήσεως της πολιτείας εν τω αγαθώ, εκ των πειρασμών της παραχωρήσεως της εις παιδείαν, δια την υπερηφανίαν της καρδίας».


Χαρακτηριστικά και πατερικά είναι και τα όσα λέγει ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης αναφερόμενος στον αστέρα πού έχασαν οι μάγοι οδεύοντες προς τον Χριστό: «Αλλα συ αδελφέ, πόσαις φοραίς ωλιγοψύχησες, όταν έλειψεν από εσένα ο ουράνιος αστήρ όπου σε ωδήγει; πόσαις φοραίς εγόγγυσες και ηθέλησες να στραφής εις τα οπίσω, ήγουν να αφήσης τον δρόμον της αρετής όπου απεφάσισες να περιπατήσης, και να γυρίσης πάλιν εις την προτέραν σου στράταν της αμαρτίας, όταν η χάρις του Θεού ετραβήχθη από εσένα προς ώραν και σε άφησε να δοκιμάσης κανένα παραμικρόν πειρασμόν ή πικρότητα της καρδίας ή σκότος του νοός; Όθεν από ταύτην την μικροψυχίαν και ανυπομονησίαν σου, συμπέραναι πώς εις την στάσιν 
της αρετής ακόμη είσαι βρέφος και νήπιον και δια τούτο πάντοτε θέ- λεις  να  τρώγης  γάλα,  ήγουν  να  αισθάνεσαι  τας  γλυκύτητας  της χάριτος και ευθύς όπου ολίγον τας υστερηθής γίνεσαι ανυπομόνητος, χάνεσαι και απελπίζεσαι και φωνάζεις κι εσύ με τον Πέτρον, όταν εκινδύνευε να βυθισθή εις την θάλασσαν «Κύριε σώσόν με» (Ματθ. ιδ'
30). Αλά σου αποκρίνομαι και εγώ, καθώς τότε απεκρίθη εις τον Πέτρον ο Ιησούς, «ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας»; (αυτόθι). Και τι θαυμαστόν είναι ον ακολουθής τον Ιησούν, όταν πηγαίνει εις το Θαβώριον όρος δια να μεταμορφωθή; ήγουν τι θαυμαστόν είναι αν κάμνης την αρετήν και φυλάττης τας έντολάς του Κυρίου, όταν η χάρις του Θεού φωτίζη τον νουν σου με τας θείας ελλάμψεις της; Τι μεγάλον πράγμα είναι, εάν δείχνης υπομονήν και ανδρείαν όταν η χάρις του Θεού γλυκαίνει την καρδίαν σου με την ομαλήν θέρμην της, με την γλυκείαν κατάνυξιν και με τα φωτολαμπή της νοήματα; Το θαυμαστόν είναι να ακόλουθης τον Ιησούν, όταν πηγαίνη εις το όρος του Γολγοθά δια να σταυρωθή ήγουν το θαυμαστόν είναι να κάμνης την αρετήν και από αυτήν να μη εκκλίνης, όταν έλθουν αι θλίψεις και οι πειρασμοί, τόσον οι εξωτερικοί όσον και οι εσωτερικοί, καθώς είναι αι πνευματικοί ξηρότητες της καρδίας και η στέρησις της κατανύξεως. Η μεγάλη ανδρεία τότε δοκιμάζεται, όταν σε υστερήση η χάρις του Θεού τας γλυκύτητας της και εσύ δεν μικροψυχήσης ολότελα.
Μετανόησαι λοιπόν διότι εφάνης μικρόψυχος και ανυπομόνητος εις τους πειρασμούς όπου απήντησες εις την στράταν της αρετής και δεν εστάθης ανδρείος, όταν η χάρις του Θεού ετραβίχθη ολίγον από λόγου σου δια να σε δοκιμάση και ταπεινώσου έως εδάφους. Ευχαρίστησαι  τον  Κύριον,  όπου  πάλιν  με  την  χάριν  του  σε επεσκέφθη και δεν σε άφηκε να χαθής ολότελα, ψάλλωντας με τον Δαβίδ «ειμή ότι Κύριος εβοήθησέ μοι παρά βραχύ παρώκησε τω άδη η ψυχή μου» (ψαλμ. 93, 17) και παρακάλεσαί τον να σου δώση πάλιν τας πρώτας γλυκύτητας και χαράς της χάριτός του, καθώς τον παρεκάλει περί τούτου και ο Δαβίδ «απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου» (ψαλμ. ν') ποίησον και κάποια αισθητά κινήματα, κτύπησαι το στήθος σου με τα χέρια σου, εναγκάλισαι τον σταυρόν του Κυρίου, ή την αγίαν εικόνα του (εάν όμως δεν ήναι τινάς να σε βλέπη) και φώναξαι και εσύ και ειπέ του εκείνα τα λόγια όπου του είπεν ο Ιακώβ. Κύριε δεν σε αφήνω και δεν φεύγω από εδώ έως ου να με ευλόγησης και να μου θερμάνης την καρδίαν μου και να μου
γλυκάνης την ψυχήν μου με την κατάνυξιν και με την θείαν σου χάριν
«ου μη σε αποστείλω εάν μη με ευλόγησης» (Γεν. λβ' 26). Ειπέ του και τα λόγια της Χαναναίας, «ναι, Κύριε και τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών» (Ματθ. κε' 27)' ήγουν δός μοι Κύριε ολίγον τι από εκείνας τας παρηγοριάς όπου δίδεις εις τους κατά πνεύμα υιούς και φίλους σου, και ζήτησε του να προλαμβάνη κρυφίως να σε ενδυναμώνη με την χάριν του όσαις φοραίς αποφασίση να σου ακολουθήσουν πειρασμοί, καθώς το λέγει ο άγιος Ισαάκ δια να μπορής με την δύναμίν του να τους υπομένης ευχαρίστως». [Νικόδημου του Αγιορείτου: Γυμνάσματα Πνευματικά, ένθ. ά- νωτ. σελ. 176-177 & 178.]

Η πατερική διδασκαλία συνιστά υπομονή, προσευχή, και αναφορά σε διδασκάλους πού γνωρίζουν εκ πείρας αυτές τις ευλογημένες πραγματικά καταστάσεις. Και φυσικά χρειάζονται άνθρωποι πού να έχουν περάσει αυτά τα στάδια. Αυτοί είναι αληθινοί και σωστοί πνευματικοί πού μπορούν να καθοδηγούν τον λαό του Θεού. Αυτήν την μεγάλη αξία έχουν οι μοναχοί στην σύγχρονη εποχή. Αυτοί ανα- παύουν, καθοδηγούν, εμπνέουν και ηρεμούν τον άνθρωπο. 

Ο  άγιος  Διάδοχος  κοντά  σε  όσα  πνευματικά  μας  είπε  και παραθέσαμε στις σκέψεις αυτές, τονίζει ότι είναι αδύνατον να αποκτήσουμε την τελειότητα της θείας Χάριτος. Γι' αυτό και πονά η ψυχή, γι’ αυτό και χρειάζεται να αγωνίζεται, ώστε ολίγον κατ' ολίγον να δέχεται την Χάρη έως ότου αποκτήση ο άνθρωπος την ζωή και καταποθή το θνητόν: 


«Όθεν πλέον αλγύνεται η ψυχή φέρουσα μεν την μνήμην της πνευματικής αγάπης, μη δυναμένη δε αυτήν εν αισθήσει κτήσασθαι δια την των τελειότατων πόνων υστέρησιν. Χρεία ούν εκ βίας αυτήν τέως κατεργάζεσθαι, ίνα εις την γεύσιν αυτής εν πάση αισθήσει καταφθάσωμεν και πληροφορία. Το γαρ τέλειον αυτής ουδείς εν τη σαρκί ων ταύτη δύναται κτήσασθαι, ει μόνον οι άχρι μαρτυρίου και τελείας ανθομολογήσεως ελθόντες άγιοι. Επειδή ο τούτον τυχών αλλάσσεται όλος και ούτε τροφής ευχερώς ορέγεται. Τω γαρ υπό της θείας  αγάπης  τρεφομένω  ποία  έσται  επιθυμία  των  εν  τω  κοσμώ καλών;  Δια  τούτο  ο  σοφώτατος  Παύλος,  το  μέγα  δοχείον  της γνώσεως την μέλλουσαν τροφήν των πρώτων δικαίων ημάς εκ της αυτού  πληροφορίας  ευαγγελιζόμενος  ούτως  λέγει:  «ουκ  εστίν  η 
βασιλεία των ουρανών βρώσις και πόσις, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν πνεύματι αγίω», άτινά εστίν ο καρπός της τελείας αγάπης. Ώστε ούν γενέσθαι μεν αυτής ενταύθα συνεχώς οι εις τελειότητα προκόπτοντες δύνανται, τελείως δε αυτήν ουδείς δύναται κτήσασθαι, ει μη όταν καταποθή το θνητόν υπό της ζωής». [Θεοκλήτου μον. Διονυσιάτου: ένθ. άνωτ. κεφ. 90 σελ. 205.]


Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό σαν σύνοψη μπορούμε να γράψουμε τον λόγο του Αρχιμ. Σωφρονίου: «Όσο μεγάλο όμως και να είναι το πρώτο δώρο της Θείας χάρης, αν δεν αφομοιωθή, είναι δυνατό να υποστή ό άνθρωπος όχι μόνο κλονισμό, αλλά και πτώση. Έξοχο σχετικό παράδειγμα έχομε στο πρόσωπο του Αποστόλου Πέτρου. Πάνω στο Θαβώρ βρίσκεται σε μακάρια απορία. Μετά στον καιρό του πάθους του Χρίστου αρνείται. Όμως όταν πέρασε ο χρόνος, θυμίζει στην επιστολή του τη θαβώρια «εποπτεία» (πρβλ. Β' Πέτρου α' 16) του σαν μαρτυρία για την αλήθεια. 

Η διάρκεια της αφομοιώσεως της χάρης δεν είναι για όλους η ίδια. Η κανονική πορεία αυτής της αφομοιώσεως είναι σε γενικές γραμμές η εξής: Η πρώτη πείρα θείας επισκέψεως χτυπά βαθειά ολόκληρο τον άνθρωπο και τον παρασύρει τελείως προς την εσωτερική ζωή, την προσευχή, τον αγώνα κατά των παθών. Είναι περίοδος πλούσια σε καρδιακά αισθήματα και γεμάτη από τόσο ισχυρά βιώματα, πού προσελκύουν όλο το νου να συμμετάσχη σ' αυτά. Η επομένη περίοδος, της άρσεως της χάρης, βυθίζει τον άνθρωπο σε μεγάλη θλίψη και αμήχανη αναζήτηση των αιτίων της απώλειας και της οδού για την επιστροφή στη δωρεά του Θεού. Και μόνο όταν περάσουν πολλά χρόνια με εναλλαγή πνευματικών καταστάσεων, πού συνοδεύονται συνήθως από ανάγνωση της Αγίας Γραφής και των έργων των Πατέρων της Εκκλησίας, από συνομιλίες με πνευματικούς οδηγούς,   και   άλλους   εργάτες   της   ευσέβειας,   υστέρα   από μακροχρόνιο πόλεμο κατά των παθών ανακαλύπτει ο άνθρωπος μέσα του το φως της γνώσεως των οδών του Πνεύματος, πού ήλθε μυστικά 
«άνευ παρατηρήσεως» (Λουκ. ιζ' 20). Αυτή είναι η δογματική συνείδηση, όπως την αποκαλέσαμε, η βαθειά ζωή του πνεύματος και όχι η αφηρημένη γνώση». [Αρχιμ. Σωφρονίου: Ενθ. άνωτ. σελ. 215-216.]


Η εκ νέου έλευση της Χάριτος 

Μετά  από  αγώνα  πολλών  ετών  έρχεται  εκ  νέου  η  Χάρη  στον άνθρωπο και τον πληροί εσωτερικής χαράς. Του φέρει δε γνώση του Θεού και όλων των θείων. Ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος είναι φορεύς αυτής της παραδόσεως και ζωής. 

Γράφει σε ποίημα του: 

«Ότε δε άρξομαι θρηνείν, ως απελπίσας, τότε οράταί μοι και βλέπει με ο καθαρών τα πάντα. Θαυμάζων καταπλήττομαι κάλλους την ευμορφίαν, Και πώς ανοίξας ουρανούς διέκυψεν ο κτίστης, και δόξαν μοι παρέδειξε την άφραστον, και ξένην; Και τις άρα γενήσεται εγγύτερον εκείνου; Ή πώς ανενεχθήσεται εις αμέτρητον ύψος λογιζομένου μου; αυτός ευρίσκεται εντός μου, ένδον εν τη ταλαίνη μου  καρδία  απαστράπτων,  πάντοθεν  περιλάμπων  με  τη  αθανάτω αίγλη, άπαντα δε τα μέλη μου ακτίσι καταυγάζων, όλος περιπλεκόμενος, όλον καταφιλεί με, όλον τε δίδωσιν αυτόν εμοί τω αναξίω. Και εμφορούμαι της αυτού αγάπης, και τον κάλλους, Και ηδονής, και γλυκασμού εμπίπλαμαι τον θείου. Μεταλαμβάνω του φωτός, μετέχω και της δόξης, Και λάμπει μου το πρόσωπον, ως και τον ποθητού μου, Και άπαντα τα μέλη μου γίνονται φωτοφόρα. Ωραίων ωραιότερος τότε αποτελούμαι. Πλουσίων πλουσιώτερος, και δυνατών απάντων Υπάρχω δυνατώτερος και βασιλέων μείζων, Και τιμιώτερος πολύ των ορωμένων πάντων, Ουχί της γης, και των της γης, αλλά και ουρανού δε, Και πάντων των εν ουρανώ τον πάντων έχων κτίστην. 
Ω  πρέπει δόξα, και τιμή νυν και εις τους αιώνας, Αμήν». [Συμεών του νέου
Θεολόγου: Ενθ. άνωτ. σελ. 14.]


Και σε άλλο ποίημα του ο ίδιος Πατήρ γράφει: 
«Πάλιν εκλάμπει μοι το φώς' πάλιν τρανώς οράται,
Πάλιν ανοίγει ουρανούς, πάλιν τέμνει την νύκτα. Πάλιν παράγει άπαντα, πάλιν οράται μόνον. Πάλιν απάντων έξω με ποιεί των δρωμένων». [ένθ. άνωτ. σελ. 21.]


Ένας σεβαστός αγιορείτης μοναχός μου περιέγραψε αυτήν την νέα έλευση της Χάριτος και όσα προσφέρει στον άνθρωπο. 
«Πέρασα με την Χάρη του Θεού αυτήν την έρημο της πνευματικής ζωής. Τότε ο Θεός φαινόταν για μένα σαν να μην υπήρχε. Τώρα είναι διαφορετικά τα πράγματα. Ο Χριστός με την δύναμη Του με έβγαλε από τον Άδη στον όποιο βρισκόμουν. Και αυτός ο άδης είναι ο τόπος πού δεν εισχωρούν οι ακτίνες της ακτίστου Χάριτος ή καλύτερα βιώνονται σαν φωτιά. Ο Άδης της προσωπικής μου ζωής έγινε πάμφωτος με την έλευση της Χάριτος. Όπως τότε ο Χριστός με την κάθοδο Του στον Άδη ελευθέρωσε τους δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης, έτσι και τώρα ο Ίδιος με ανέσυρε από τη νέκρωσή μου. Η φωτιά της κολάσεως και της απελπισίας πού προηγουμένως με κατάκαιε,  τώρα  μεταβλήθηκε  σε  φως  αιώνιας  ζωής.  Απέκτησα αίσθηση της αιωνίου ζωής και γνώση Θεού. Τώρα αντιλαμβάνομαι καλά την διαφορά της εγκεφαλικής γνώσεως και της εμπειρικής γνώσεως του Θεού. Η γνώση του Θεού προσφέρεται με τον φωτισμό του νου (την νοερά προσευχή ) και την θεωρία του Θεού.

Αυτή  η  νέα  έλευση  της  Χάριτος  έχει  μεγάλες  συνέπειες.  Με κατέκλυσε βαθύτατη ηρεμία πού δεν κλονίζεται με τίποτε. Αυτή η εσωτερική ηρεμία δεν επηρεάζεται από τίποτε το εξωτερικό. Όλα τα ψυχολογικά  μετατράπηκαν  σε  πνευματικά  βιώματα.  Τα συναισθήματα έγιναν βαθειά αισθήματα. Η Χάρη του Θεού ενώθηκε με την φύση μου και την έκανε φως. 

Παλαιότερα ζούσα έντονες μεταπτώσεις και αλλαγές. Πότε φωτιά, πότε φως. Πότε σε ύψη πνευματικής ζωής και πότε στο βάθος της κολάσεως. Τα ανοίγματα ήταν μεγάλα. Τώρα ήλθε μια ισορροπία εσωτερική. Δεν επικρατούν μεγάλες αλλαγές πού συγκλονίζουν την ύπαρξη. Υπάρχει μια ισορροπία πνευματική, σταθερότητα, αλήθεια. Γιατί η αλήθεια είναι η ανυπαρξία της λήθης και επομένως η ύπαρξη σταθερότητας. 

Όσα έζησα προηγουμένως με την πρώτη έλευση της Χάριτος για ένα μικρό διάστημα τώρα τα ζω μόνιμα και σταθερά. 
Η καρδιά γνώρισε την απάθειά της. Έφθασε στον φωτισμό πού δεν είναι η γνώση των αρχετύπων των όντων, αλλά η εσωτερική νοερά προσευχή. Αυτή γίνεται ακατάπαυστα. Η καρδιά μιλά και ακούει. Απέκτησε τις νοερές της αισθήσεις και με αυτές οσφραίνεται, ακούει, βλέπει και ψηλαφά τον Θεό. Την κάθαρση της καρδίας την νοιώθω
όχι μόνον σαν απαλλαγή από τα πάθη και τις παραφύσιν κινήσεις, αλλά και σαν συγκέντρωση (συνέλιξη) όλων των δυνάμεων της ψυχής. Απαλλάχτηκα από το ειδεχθές προσωπείον, πού δημιουργείται από την κάτω περιπλάνηση. Σταθερό κέντρο όλων των δυνάμεων έγινε ο Θεός, ο Οποίος πια δεν είναι μια αξία, ούτε κάποιος πού κατοικεί στους Ουρανούς, αλλά η ζωή μου. Δεν αισθάνομαι κανέναν άλλον πού να μπορή να συγκριθή μαζί Του. Αυτός είναι τα πάντα.

Η ύπαρξη μου θεραπεύτηκε. Η πάλη με τον Θεό έπαψε να υπάρχει. Δεν υπάρχουν τώρα αγωνιώδη ερωτήματα, ούτε αβεβαιότητα των ενεργειών Του. Η ψυχή γνωρίζει καλά τον Θεό. Τον νοιώθει σαν ιατρό. Η καρδιά συνεχώς μίλα και προσεύχεται. Προφέρει την ευχή αδιάλειπτα. Πολλές φορές αρκείται στην επανάληψη της λέξεως Ιησούς και ευφραίνεται. Ψηλαφά τον Θεό. Βέβαια αισθάνομαι πώς είμαι ο μεγαλύτερος αμαρτωλός. Δεν υπάρχει αμαρτία πού δεν έχω διαπράξει στην ζωή μου είτε με τον λογισμό, είτε με την επιθυμία, είτε με την πράξη. Αλλά αισθάνομαι συγχρόνως σαν κάποιος άλλος να έχει αμαρτήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Δηλ. σαν να υπήρχε άλλο σώμα πού αμάρτησε. Έτσι η μετάνοια καίτοι υπάρχει έχει αλλάξει χαρακτήρα. 

Το σώμα έχει και αυτό μεταμορφωθεί και μπορεί να αντέξη στην καινούργια ζωή. Όλα μαρτυρούν την ύπαρξη του Θεού. 
Γενικά αισθάνομαι αυτόν τον καιρό βαθύτατη ηρεμία και ισορροπία πνευματική. Απέκτησα άλλη αίσθηση των πραγμάτων. Απέκτησα άλλους οφθαλμούς με τους οποίους βλέπω όλη την δημιουργία και τους ανθρώπους.
Ο Χριστός έγινε η ζωή μου, το εντρύφημά μου, η ειρήνη μου, η χαρά μου. Ακατάπαυστα Τον υμνώ. Δεν βρίσκω λόγους να Τον ευχαριστήσω.


Ζω διαρκώς το «ευλογεί η ψυχή μου τον Κύριον και πάντα τα εντός μου το Όνομα το Άγιον αυτού». 
Καθημερινά ηχούν δυνατά στην καρδιά οι λόγοι του Αγίου Ιωάννου του  Χρυσοστόμου:  «Ανέστη  Χριστός  και  πεπτώκασι  δαίμονες. Ανέστη Χριστός και χαίρουσιν άγγελοι. Ανέστη Χριστός και ζωή πολιτεύεται.  Ανέστη  Χριστός  και  νεκρός  ουδείς  επί  μνήματος.
Χριστός γαρ εγερθείς εν νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο.
Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».


Σ' αυτή την κατάσταση ο άνθρωπος καθίσταται θεολόγος ή μάλλον πηγή θεολογίας. Τότε η θεολογία πηγάζει, αναβλύζει από όλη του την ύπαρξη. 

Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος γράφει: 

«Αύξησις φόβου, αρχή αγάπης, τέλος δε αγνείας, θεολογίας υπόθεσις. Ο Θεώ τελείως τας αισθήσεις ενώσας, τους λόγους αυτού μυσταγωγείται υπ' αυτού' τούτων γαρ μη συναφθέντων, χαλεπόν περί Θεον διαλέγεσθαι. Ενούσιος μεν Λόγος, τέλειοι αγνείαν, παρουσία έαντον νεκρώσας τον θάνατον' τούτου δε νεκρωθέντος, ο της θεολογίας μαθητής πεφώτισται. Ο Λόγος Κυρίου, ο εκ Κυρίου Πατρός, αγνός, διαμένων εις αιώνα αιώνος, ο γαρ Θεόν μη γνούς, στοχαστικώς αποφθέγγεται. Αγνείαν μαθητήν θεολόγον ειργάσατο, δι' εαυτού κρατύναντα της Τριάδος τα δόγματα». [Κλίμαξ Ιωάννου του Σιναΐτου: ενθ. άνωτ. Λόγος Λ' κεφ. ιβ, ιγ, ιδ.] 

Αυτός πού πέρασε από αυτήν την πορεία γίνεται «βίβλος τοις άλλοις θεόπνευστος» κατά τον λόγο του Αγίου Συμεών του νέου θεολόγου. Γράφει ο άγιος Πατήρ: 

« Ο τον δίδοντα ανθρώποις γνώσιν Θεόν γνωστώς εν εαυτώ κτησάμενος, πάσαν αγίαν διήλθε γραφήν και πάσαν την εκ της αναγνώσεως ωφέλειαν εκαρπώσατο και ουκέτι βιβλίων αναγνώσεως δεηθήσεται. Πώς γαρ; ο τον εμπνεύσαντα τοις τας θείας γεγραφόσι γραφάς συνόμιλον κεκτημένος και παρ' εκείνου μνούμενος τα των αποκεκρυμμένων  μυστηρίων  απόρρητα,  αλλά  βίβλος  ούτος  τοις άλλοις θεό-πνευστός έσται, καινά τε και παλαιά φέρουσα μυστήρια γεγραμμένα   δακτύλφ   Θεόν   εν   αυτώ,   ως   πάντα   τελέσας   και καταπαύσας εν Θεώ τη αρχική τελειότητι από πάντων των έργων αυτού». [S.C. 51, σελ. 113] 

Αν ο άνθρωπος δεν πέραση από αυτά τα στάδια, κατά τον λόγο του αγίου Μακαρίου πού αναφέραμε στην αρχή των σκέψεων αυτών, δεν μπορεί να θεωρήται Χριστιανός. Τότε «γίνεται Χριστιανός». Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να θεωρηθή κάποιος Ιερεύς Πνευματικός 
Πατέρας, αν δεν γνωρίση τις ελεύσεις, τις αποκρύψεις και τις εκ νέου ελεύσεις της θείας Χάριτος. Διότι τότε θα έχει ακρωτηριασμένη πνευματική πείρα. Βέβαια είναι δυνατόν ο άνθρωπος να φύγη από τον κόσμο αυτόν όντας στην Έρημο της πνευματικής ζωής, δηλ. στην περίοδο της άρσεως της Χάριτος. Αυτό γίνεται με τους περισσότε- ρους Χριστιανούς. Παρά ταύτα, αν κάνη υπομονή και αν διαθέτη επιμονή, θα εισέλθη και αυτός στην Βασιλεία του Θεού, όπως έγινε με τον Μωυσή. Δεν εισήλθε στην γη της επαγγελίας, αλλά είναι ο Μέγας Μωυσής πού έχει τόση δόξα, αφού εμφανίσθηκε και κατά την Μεταμόρφωση του Χριστού.

Πρέπει να ευχόμαστε στον Θεό να άνοιξη τον δρόμο της γνώσεως Του,   έστω   κι   αν   περάσουμε   από   τόσες   πνευματικές   οδύνες. Συγχρόνως πρέπει να Τον παρακαλούμε να μη μας εγκαταλείπη τελείως, αλλά να μας δίδη παρηγοριά και παράκληση αυτές τις ώρες, ώστε να μπορέσουμε να αντέξουμε στο μεγάλο βάρος των θλίψεων. 
Ο δρόμος προς την Βασιλεία του Θεού διέρχεται από μυστηριώδεις οδούς. Η παιδεία του Θεού είναι ακατανόητη για την ανθρώπινη λογική και για τα κριτήρια του κόσμου τούτου, αλλά είναι η μόνη ασφαλής μέθοδος για την θεοκοινωνία.


Θα  ήθελα να  τελειώσω  αυτές  τις  λίγες  σκέψεις  πάνω  σ' αυτό  το μεγάλο μυστήριο, αντιγράφοντας ολόκληρο το ΙΒ' κεφάλαιο της προς  Εβραίους  επιστολής  πού  ανακεφαλαιώνει  όλα  όσα  είπαμε μέχρι τώρα και δίδει συμβουλές και καθοδηγήσεις: 

«τοιγαρουν και ημεις τοσουτον εχοντες περικειμενον ημιν νεφος μαρτυρων ογκον  αποθεμενοι  παντα  και  την  ευπεριστατον  αμαρτιαν  δι  υπομονης τρεχωμεν  τον  προκειμενον ημιν  αγωνα αφορωντες εις  τον  της πιστεως αρχηγον  και  τελειωτην  ιησουν  ος  αντι  της  προκειμενης  αυτω  χαρας υπεμεινεν σταυρον αισχυνης καταφρονησας εν δεξια τε του θρονου του θεου κεκαθικεν. αναλογισασθε γαρ τον τοιαυτην υπομεμενηκοτα υπο των αμαρτωλων εις αυτον αντιλογιαν ινα μη καμητε ταις ψυχαις υμων εκλυομενοι ουπω μεχρις αιματος αντικατεστητε προς την αμαρτιαν ανταγωνιζομενοι και εκλελησθε  της  παρακλησεως  ητις  υμιν  ως  υιοις  διαλεγεται  υιε  μου  μη ολιγωρει παιδειας κυριου μηδε εκλυου υπ αυτου ελεγχομενος ον γαρ αγαπα κυριος παιδευει μαστιγοι δε παντα υιον ον παραδεχεται ει παιδειαν υπομενετε 
ως υιοις υμιν προσφερεται ο θεος τις γαρ εστιν υιος ον ου παιδευει πατηρ ει δε χωρις εστε παιδειας ης μετοχοι γεγονασιν παντες αρα νοθοι εστε και ουχ υιοι.ειτα τους μεν της σαρκος ημων πατερας ειχομεν παιδευτας και ενετρεπομεθα ου  πολλω μαλλον υποταγησομεθα τω πατρι των πνευματων και ζησομεν οι μεν γαρ προς ολιγας ημερας κατα το δοκουν αυτοις επαιδευον ο δε επι το συμφερον εις το μεταλαβειν της αγιοτητος αυτου πασα δε παιδεια προς μεν το παρον ου δοκει χαρας ειναι αλλα λυπης υστερον δε καρπον ειρηνικον τοις δι αυτης γεγυμνασμενοις αποδιδωσιν δικαιοσυνης διο τας παρειμενας χειρας και τα παραλελυμενα γονατα ανορθωσατε και τροχιας ορθας ποιησατε τοις ποσιν υμων ινα μη το χωλον εκτραπη ιαθη δε μαλλον ειρηνην διωκετε μετα παντων και τον αγιασμον ου χωρις ουδεις οψεται τον κυριον επισκοπουντες μη τις υστερων απο της χαριτος του θεου μη τις ριζα πικριας ανω φυουσα ενοχλη και δια ταυτης μιανθωσιν πολλοι μη τις πορνος η βεβηλος ως ησαυ ος αντι βρωσεως μιας απεδοτο τα πρωτοτοκια αυτου ιστε γαρ οτι και μετεπειτα θελων κληρονομησαι την ευλογιαν απεδοκιμασθη μετανοιας γαρ τοπον ουχ ευρεν καιπερ μετα δακρυων εκζητησας αυτην ου γαρ προσεληλυθατε ψηλαφωμενω ορει και κεκαυμενω πυρι και γνοφω και σκοτω και θυελλη και σαλπιγγος ηχω και φωνη ρηματων ης οι ακουσαντες παρητησαντο   μη   προστεθηναι   αυτοις   λογον   ουκ   εφερον   γαρ   το διαστελλομενον καν θηριον θιγη του ορους λιθοβοληθησεται   και ουτω φοβερον ην το φανταζομενον μωυσης ειπεν εκφοβος ειμι και εντρομος αλλα προσεληλυθατε σιων ορει και πολει θεου ζωντος ιερουσαλημ επουρανιω και μυριασιν αγγελων πανηγυρει και εκκλησια πρωτοτοκων εν ουρανοις απογεγραμμενων ενα ουρανοις και κριτη θεω παντων και πνευμασι  δικαιων τετελειωμενων και διαθηκης νεας μεσιτη ιησου και αιματι ραντισμου κρειττον λαλουντι παρα τον αβελ βλεπετε μη παραιτησησθε τον λαλουντα ει γαρ εκεινοι ουκ εφυγον τον επι της γης παραιτησαμενοι χρηματιζοντα πολλω μαλλον ημεις οι τον απ ουρανων αποστρεφομενοι ου η φωνη την γην εσαλευσεν τοτε νυν δε επηγγελται λεγων ετι απαξ εγω σειω ου μονον την γην αλλα και τον ουρανον το δε ετι απαξ δηλοι των σαλευομενων την μεταθεσιν ως πεποιημενων ινα μεινη τα μη σαλευομενα διο βασιλειαν ασαλευτον παραλαμβανοντες εχωμεν χαριν δι ης λατρευομεν ευαρεστως τω θεω μετα αιδους και ευλαβειας και γαρ ο θεος ημων πυρ καταναλισκον» 


 ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΠΑΙ∆ΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Αρχιμ. ΙΕΡΟΘΕΟΥ Σ. ΒΛΑΧΟΥ

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΓΕΝΕΘΛΙΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ Γ’ ΕΚΔΟΣΗ- 1991

Αφιερώνεται 

σ’ όσους ελευθερώθηκαν από τη  γη της Αιγύπτου 
και προχωρούν στην έρημο.


Ο ακούων  λόγον  έρχεται  εις  κατάνυξιν  και  μετά τούτο,  υποστελλούσης  της  χάριτος  κατ οικονομίαν  πρός  το συμφέρον  τω ανθρώπω, εισέρχεται  εις  γυμνασίαν  και  παιδείαν  πολέμου και  ποιεί  πάλην  και  αγώνα προς  τον σατανάν  και μετά πολλού δρόμου  και  αγώνος  αποφέρεται  τα νικητήρια  και  γίνεται  χριστιανός. 

Άγιος  Μακάριος  ο Αιγύπτιος 
Η παιδεία του Θεού

Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΝ ΣΜΥΡΝΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΘΝΟΪΕΡΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΓΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ (+ 1922)


ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ-ΣΜΥΡΝΗΣ-1922-480x330Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός

Είναι 27 Αυγούστου του 1922, με το παλαιό ημερολόγιο. Το πρωί εκείνου του Σαββάτου, ενός άλλου «Μεγάλου Σαββάτου», όλος ο λαός, κάθε ηλικίας άνθρωποι, απεγνωσμένα και ικετευτικά, έχουν συγκεντρωθεί, όπως όλες τις τελευταίες ημέρες και νύκτες, στην Μεγάλη Εκκλησία και στον αυλόγυρο της Αγίας Φωτεινής, στο ιερώτατο αυτό σύμβολο της Σμύρνης, όπου ο αληθής ποιμένας και Επίσκοπος, ως άλλος «Άγγελος της εν Σμύρνη Εκκλησίας», Άγιος Χρυσόστομος τελεσιουργεί την τελευταία Θεία Λειτουργία ή μάλλον την «εξόδιο ακολουθία εν τη Θεία Ευχαριστία» του ιδίου και του πολυπαθούς και περιπόθητου ποιμνίου του, το οποίο δακρυσμένο και συντετριμμένο μετέχει του μυστηρίου του «αίματος και του σώματος» Ιησού Χριστού έχοντας κυριολεκτικώς καρφωμένο το εν απογνώσει βλέμμα του στον μάρτυρα και μεγαλομάρτυρα ποιμένα του.
Η περιώνυμος Εκκλησία της Αγίας Φωτεινής πριν από την άλωση της Σμύρνης, της μαρτυρικής αυτής Μητροπόλεως του Μικρασιατικού Ελληνισμού, κατ’ εκείνες τις «Μεγάλες Ώρες» εγκολπώνει ως άλλη Αγιά Σοφιά πριν από την άλωση της του Κωνσταντίνου Πόλεως, στην τελευταία Θεία Λειτουργία και μυσταγωγία, τους στεναγμούς του ευσεβούς και μαρτυρικού Γένους, του Ιωνικού Ελληνισμού, όπου ο «Άγγελος και Αρχιθύτης Ιεράρχης της των Σμυρναίων Εκκλησίας» ίσταται και προΐσταται κατά την υπερουράνια εκείνη μυσταγωγία, μιμούμενος Χριστού το μαρτύριον, ως ο εκουσίως προσφερόμενος και θυσιαζόμενος «άξιος και θεοπρόβλητος και λαοπρόβλητος ποιμήν» υπέρ του πολυφίλητου και περιποθήτου λαού του, του χριστεπωνύμου ποιμνίου του.
Από το περίβλεπτο, περικαλλές και περιώνυμο κωδωνοστάσιο (1792) της Αγίας Φωτεινής (1857) κατ’ εκείνες τις «Μεγάλες Ώρες» αντηχεί ακατάπαυστα ο πένθιμος ήχος της «Μεγάλης Παρασκευής» του ελληνισμού της Ιωνίας καθώς πλημμυρίζει τα ουράνια με την βαρύτιμη και πολύτιμη καμπάνα του, όπως είχε ζητήσει ο Άγιος Χρυσόστομος: «Να μην πάψει ούτε στιγμή ο επιτάφιος θρήνος, όπως τότε με την Πόλη του Κωνσταντίνου, τη Βασιλεύουσα!».
Ο Άγιος Χρυσόστομος πριν από τον προσωπικό του Γολγοθά, ως το «εθελόθυτον θύμα», είναι κάτωχρος από την πολυήμερη αγρυπνία, την άκρα νηστεία και την υπέρ του λαού του αγωνία και προσευχή. Γονυπετής έμπροσθεν της Αγίας Τραπέζης, προσεύχεται μυστικώς και εκτενώς, όπως άλλοτε ο Νυμφίος της Εκκλησίας Χριστός κατ’ εκείνη την μεγάλη νύκτα της εν Γεσθημανή προσευχής, όπου ο εναγώνιος ιδρώτας έρρεε ωσάν τους θρόμβους του αίματος. Και όπως θεοπνεύστως γράφει ο βιογράφος του Σπύρος Λοβέρδος: «Με φωτεινόν το μέτωπον, απαστράπτοντας οφθαλμούς, εγονυπέτωσεν ως αμαρτωλός εις το ιερόν βήμα, προ του Εσταυρωμένου, και με το ρίγος της θείας προσευχής ηγέρθη ως όσιος».
Όταν όμως εξέρχεται του ιερού βήματος και ίσταται στην Ωραία Πύλη καθίσταται ακριβής «τύπος και υπογραμμός» των πιστών. Γονατίζει και προσύχεται ενώπιον του ποιμνίου του: «Η Θεία Πρόνοια – λέγει εκφώνως – δοκιμάζει την πίστιν μας και το θάρρος μας και την υπομονήν μας την ώραν ταύτην. Αλλ’ ο θεός δεν εγκαταλείπει τους Χριστιανούς. Προσεύχεσθε και θα παρέλθει το ποτήριον τούτο. Θα ίδωμεν πάλιν καλάς ημέρας και θα ευλογήσωμεν τον Θεόν. Θαρρείτε ως εμπρέπει εις καλούς Χριστιανούς».
Όλοι είναι κρεμασμένοι από τα χείλη και τα μάτια του. Καθώς εισέρχεται στο Ιερό Βήμα, προσεύχεται σχεδόν προφητικώς για την εν Χριστώ τελείωση του ιδίου και του αθώοι ποιμνίου του, λέγοντας: «Ούτοι εισίν οι ερχόμενοι εκ της θλίψεως της μεγάλης, και έπλυναν τας στολάς αυτών και ελεύκαναν αυτάς εν τω αίματι του αρνίου. Χριστέ ο Θεός, επίβλεψον επ’ εμέ…».
Την 27η Αυγούστου 1922, ημέρα Παρασκευή, εισέρχεται στη Σμύρνη ο άτακτος στρατός (τσέτες) του Κεμάλ Μουσταφά Πασά με επικεφαλής τον Νουρεντίν Πασά, ο οποίος μισούσε θανάσιμα τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο, επειδή ο Ιεράρχης είχε αναμετρηθεί μαζί του και με τις άοκνες ενέργειές του κατά τα προηγούμενα έτη είχε επιτύχει την ατιμωτική απομάκρυνσή του από τη θέση του Βαλή (Νομάρχη) της Σμύρνης. Ο Νουρεντίν όμως ουδέποτε ελησμόνησε την ήττα του και ζούσε για τη στιγμή της εκδικήσεώς του. Ύστερα από τρία έτη επέστρεψε στη Σμύρνη ως άνομος κριτής και αιμοβόρος δήμιος του Αγίου Χρυσοστόμου.
Όπως εύστοχα και εμπεριστατωμένα αναφέρει ο συγγραφέας Αλέξανδρος Αλεξανδρής: «έχουν γραφεί πολλά για τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστη ο Άγιος Χρυσόστομος, όταν το βράδυ της 27ης Αυγούστου / 9 Σεπτεμβρίου 1922 (Νέο Ημερολόγιο) παραδόθηκε στον Τούρκο διοικητή Νουρεντίν Πασά. Αν και οι περιγραφές ως προς τον τρόπο με τον οποίο εμαρτύρησε ο Χρυσόστομος ποικίλλουν, οι περισσότερες αφηγήσεις συγκλίνουν στη μαρτυρία ότι ο Μητροπολίτης Σμύρνης βρήκε τραγικό τέλος στα χέρια του φανατισμένου τουρκικού όχλου, που είχε συγκεντρωθεί έξω από το Διοικητήριο της Σμύρνης».
Το βράδυ του Σαββάτου 27 Αυγούστου 1922 ο Χρυσόστομος εκρατήθη έγκλειστος και εμαρτύρησε φρικτά κατά το πρωί της Κυριακής 28 Αυγούστου. Τα δε περί της κατηγορίας σε βάρος του Αγίου Χρυσοστόμου ως «ενόχου εσχάτης προδοσίας» καταγράφει η Βικτωρία Σολωμονίδου, η οποία επισημαίνει ότι η συγκεκριμένη βαρύτατη κατηγορία εστηρίζετο στο γεγονός ότι «ως οθωμανός υπήκοος υπηρέτησε μετά φανατισμού την Ελλάδα, πρωτοστατήσας εις πάντα εναντίον του τουρκικού καθεστώτος κατά το τριετές διάστημα της ελληνικής κατοχής». Ο δε Νουρεντίν Πασάς από της πρώτης στιγμής που συναντήθηκε με τον Άγιο Χρυστόστομο, τον οποίο περιφρονητικά αποκαλούσε «Παπά», τον αντιμετώπισε ως προδότη και εχθρό του τουρκικού έθνους παραδίδοντας αυτόν τελικώς «εις χείρας ανόμων», οι οποίοι τον κατακρεούργησαν.
Ο Εθνάρχης της Σμύρνης και της Ιωνικής γης, ο οποίος είχε υψώσει αγέρωχο και ατρόμητο το ανάστημά του ενώπιον ισχυρών ανδρών του Νεοτουρκικού κομιτάτου, όπως ο Ταλαάτ, ο Ραχμή και ο Νουρεντίν, σε λίγο επρόκειτο να οδηγηθεί ως «άκακον αρνίον» επί σφαγήν ενώπιον του δημίου του. Ο ίδιος ο βιογράφος του Σπύρος Λοβέρδος γράφει χαρακτηριστικά για την εν γένει στάση του Αγίου Χρυσοστόμου έναντι του μαρτυρικού θανάτου του, τα εξής: «ησθάνετο την ανάγκην να εξοικειωθεί με τον ανημμένον σίδηρον και την αστράπτουσαν μάχαιραν, επροπονείτο διά να μη εμφανίσει ποτέ το ταπεινωτικόν δέος προ της απειλής του θανάτου και εκρατύνετο δια να μη διαψεύσει ποτέ τον εμψυχωτικόν τόνον του κηρύγματός του, το ευτελές ορμέφυτον της ζωής. Είχε την έμφυτον φιλαρέσκειαν να πέσει αγωνιζόμενος με ακάνθινον στέφανον εις τους κροτάφους». Και όντως παρέδωσε αλώβητο το πνεύμα του στον Ιησού Χριστό.
Περί του μαρτυρικού τέλους του Αγίου Χρυσοστόμου έχουν γραφεί πολλοί και μεταξύ αυτών ο πιστός κλητήρας του Θωμάς Βούλτσος, ο Αμερικανός Πρόξενος στη Σμύρνη George Horton, ο Διευθυντής του Γραφείου τύπου της Ύπατης Αρμοστείας Μιχαήλ Ροδάς, ο Δημοσιογράφος Δημήτριος Παρθένης, ο πολεμικός ανταποκριτής Κωνσταντίνος Μισαηλίδης, ο Rene Puaux, ο Ακαδημαϊκός Γεώργιος Μυλωνάς, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Β΄(Χατζησταύρου), ο δημοσιογράφος Βασίλειος Βεκιαρέλλης, ο Ευάγγελος Βασιλείου κ.α.
Μία ακόμη περιγραφή του φρικτού μαρτυρίου του Αγίου Χρυσοστόμου υπό την μορφή άρθρου, η οποία είναι λιγότερο γνωστή περιλαμβάνεται στο «Προσωπικό Σημειωματάριο», δηλαδή το «Οικογενειακό ημερολόγιο» του Ηρακλέους Τσίτερ, ο οποίος ήταν γαμπρός του Αγίου Χρυσοστόμου, νυμφευθείς την αδελφή του Εριφύλη. Ο Ηρακλής Τσίτερ στο «σημειωματάριο» αυτό, υπό τον τίτλο: «Διάφορα Ηρακλή Τσίτερ», εκτός των άλλων προσωπικών σημειώσεων που κατέγραφε ο ίδιος και των λοιπών χειρογράφων, δημοσιευθέντων και αδημοσιεύτων, καθώς και πολλών άρθρων, τα οποία αφορούσαν τις τελευταίες ημέρες και το μαρτύριο του Αγίου Χρυσοστόμου, έχει αποθησαυρίσει και τα δύο αυτά συγκεκριμένα άρθρα.
Το οικογενειακό αυτό «σημειωματάριο» ο Ηρακλής Τσίτερ, προ του θανάτου του (4 Ιουνίου 1927), είχε παραδώσει στον τρίτο κατά σειρά υιό του Χρυσόστομο Τσίτερ, ανηψιό του Αγίου Χρυσοστόμου και μετέπειτα Μητροπολίτου Αυστρίας, ο οποίος κατά τη δεκαετία του 1990 παρέδωσε το οικογενειακό αυτό γραπτό κειμήλιο ως «ευλογία» στην ανηψιά του, θυγατέρα της αδελφής του Καλλιόπης, την Εριφύλη Κοντοπούλου, εγγονή του Ηρακλή Τσίτερ.
Το εν πολλοίς άγνωστο αυτό κείμενο, το οποίο αναφέρεται στο μαρτύριο του Αγίου Χρυσοστόμου είναι γραμμένο στην Αθήνα από τον φυλακισθέντα και από βέβαιο θάνατο ως εκ θαύματος διασωθέντα Αιδεσιμολογιώτατο π. Γεράσιμο Χαροκόπο, ο οποίος το υπογράφει με την φράση ως ο «αυτόπτης και δεινοπαθητής». Το άρθρο αυτό, στο οποίο δεν αναγράφεται η ημερομηνία της δημοσιεύσεώς του και δεν γίνεται καμμία αναφορά στην εφημερίδα όπου πρωτοδημοσιεύθηκε, φέρει τον μακροσκελή τίτλο: «Αι θετικώτεραι πληροφορίαι περί του τραγικού μαρτυρίου του Εθνομάρτυρος Μητροπολίτου Σμύρνης Χρυσοστόμου, 30 Αυγούστου, Κυριακή πρωί 1922».
Ο ιερεύς Γεράσιμος Χαροκόπος περιγράφει το μαρτύριον του Αγίου Χρυσοστόμου ως εξής: «Μόλις εισήλθον οι Τούρκοι και κατέλαβον το Διοικητήριον αμέσως διαταγή του Νουρεδίν Πασά εις τον Συνταγματάρχην Καράν Καζήμ Βέην και δι’ αυτού εις τον Αρχιαστυνόμον να ειδοποιήσουν εις τον Μητροπολίτην, όπως υπάγη εις το Διοικητήριον. Ο Αρχιαστυνόμος παρέλαβεν εκ της Μητροπόλεως φιλοφρόνως τον Μητροπολίτην και διηυθύνθη εις το Διοικητήριον όπου φιλοφρόνως και πάλιν του εδόθησαν συστάσεις, ότι ουδέν το έκτροπον θα λάβη χώραν και να καθησυχάσει τον αγωνιώντα λαόν. Ο Μητροπολίτης μετά του Αρχιαστυνόμου δι’ αυτοκινήτου διηυθήνθη εις την Μητρόπολιν, ένθα διά λόγων παραμυθητικών καθησύχασε τον λαόν και ο Αρχιαστυνόμος απήλθεν.
Ο Μητροπολίτης, όμως, καλώς γνωρίζων τα άγρια ένστικτα και τα προσχήματα των Τούρκων, έλεγεν εις τους περί αυτών, «εγκαταλήφθημεν εις την τύχην μας, ο απαίσιος τυραννίσκος Στεργιάδης και ο αμφίρροπος Χατζηανέστης θα μας προσφέρωσι άχρι τρυγός το ποτήριον της πικρίας, οι άγριοι Τούρκοι θα μας σφάξουν και, όσοι δύνασθε, απέλθετε, εγώ θα μείνω με το ποίμνιόν μου να υποστώ την αυτήν τύχην». Κρατών όμως την χαρακτηρίζουσαν αυτόν αφοβίαν και ψυχραιμίαν.
Ότε προς εσπέραν Σαββάτου έρχεται πάλιν ο Αρχιαστυνόμος μετά δύο λογχοφόρων και ζητεί τον Μητροπολίτην και τέσσαρες άλλους προύχοντας, οπότε έχων την κεφαλήν ακουμπισμένην επί της χειρός είπεν εις τους περί αυτού «Ο Μολώχ της κομματικής μας εμπαθείας, ας κορεσθεί πλέον από το αίμα τόσων μυριάδων θυμάτων, και το ελληνικόν έθνος ας διδαχθεί, ότι κανείς εξωτερικός εχθρός δεν κατέβαλε ποτέ την δύναμιν του ελληνισμού, αλλ’ ο εσωτερικός σπαραγμός και τα κομματικά πάθη κατέστρεψαν πάντοτε, όπως και τώρα, τας ενδοξοτέρας εποχάς του εθνικού μας βίου».
Παρέλαβον λοιπόν τον Μητροπολίτην, τον Γκιουριουκτσόγλου και δύο άλλους προύχοντας, του τετάρτου μη ευρεθέντος, και απήλθον εις το Διοικητήριον. Ο Νουρεδίν Πασάς προσκαλέσας παρ’ εαυτώ τον Μητροπολίτην του λέγει: «πολλαί κατηγορίαι και εγκλήματα καθοσιώσεως υπάρχουν και τώρα και προηγουμένως εναντίον σου, διότι ουδέποτε έπαυσας εργαζόμενος ως προπαγανδιστής εναντίον του κυριάρχου σου καθεστώτος και διά τούτο παρά της Εθνοσυνελεύσεως της Αγκύρας είσαι καταδεδικασμένος εις θάνατον, εγώ όμως απέσχων τοιαύτης καταδίκης, τούτο μόνον θα κάμω, θα σε παραδώσω εις τον λαόν, ο οποίος μαίνεται εναντίον σου και εκείνος, αν θέλη, ας σε αθωώσει ή θα καταδικάσει».
Και διέταξεν αμέσως την φυλάκισίν του Μητροπολίτου και των συν αυτώ τριών προυχόντων. Κατά μέσης νυκτός εκ της φυλακής αποστέλλει εις τον αδελφόν του Ευγένιον (ον προ δύο μηνών απεγχόνισαν εις το Νυμφαίον) μίαν κάρταν εν η λέγει: «Αδελφέ, κρατούμαι ως Αρχηγός της Αμύνης». Αυτό είναι και το τελευταίο σημείωμά του. Το πρωί Κυριακής παραδίδεται δέσμιος τας χείρας και με χιτώνα λευκόν εις την διάθεσιν του αγρίου όχλου, την αυτήν όμως στιγμήν απόσπασμα Γάλλων λογχοφόρων έφθασεν προς διάσωσίν του Μητροπολίτου, αλλ’ ο Μητροπολίτης τους είπεν: «Αν δύνησθε, σώσατε τον Λαόν».
Και τότε το μαινόμενον πλήθος ήρχισεν διά μαχαιρών, ροπάλων, λίθων να κτυπά τον ιερόν άνδρα, άλλοι τον εκαβαλίκευον, τον έπτυον, του απέσπασαν τους όνυχας, του έκοψαν την ρίνα, του έβγαλαν τον ένα οφθαλμόν και ότε τέλος του έμεινεν ολίγη πνοή, έδεσαν ανά εν μέλος του εις τους ίππους και τον διεμέλισαν, ταύτα πράττοντες διερχόμενον διάφορα μέρη, οπότε τέλος έφθασαν εις τον τουρκομαχαλάν, οπόθεν δεν εφαίνοντο από τα ξένα πλοία και εκεί συνετελέσθη το κακούργον έργον τους. Όλον δε αυτό το τραγικόν μαρτύριον παρηκολούθει και το απόσπασμα των Γάλλων με εστραμμένα τα όπλα.
Τέλος εμάζευσαν τα τεμάχια του ιερού σώματος, τα έρριψαν εις μίαν κάσαν και τα απέστειλαν εις το νεκροταφείον. Αλλά οι εν τω νεκροταφείω κρυμμένοι Χριστιανοί, άμα έμαθον ότι είναι το σώμα του Μητροπολίτου, απεφάσισαν, ίνα κρύφα τον ενταφιάσουν, αλλ’ όσοι ετόλμων να πλησιάσουν το κιβώτιον ετυφεκίζοντο μακρόθεν, το κιβώτιον έμεινεν εκεί, άγνωστον όμως τι απέγινεν. Τοιούτον υπήρξεν το τραγικόν τέλος του Μεγάλου ανδρός…».
Στον εθνοϊερομάρτυρα και μεγαλομάρτυρα Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο εμπρέπει το της Παλαιάς Διαθήκης: «Έδοξεν εν οφθαλμοίς αφρόνων τεθνάναι και ελογίσθη κάκωσις η έξοδος Αυτού και η αφ’ ημών πορεία σύντριμμα. Ο δε εστίν εν ειρήνη. Ολίγα παιδευθείς μεγάλα ευηρεστήθη. Ο Θεός επείρασεν αυτόν και εύρεν αυτόν άξιον εαυτού και ως ολοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αυτόν. Εν καιρώ Επισκοπής Αυτού αναλάμψει (Σοφία Σολομ. Γ΄, 2 – 7).
πηγή

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 08, 2015

ΠΑΤΗΡ ΙΩΑΝΗΣ ΚΡΕΣΤΙΑΝΚΙΝ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΩΝ ΣΠΗΛΑΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΥ.

Η σφραγίδα του Αντίχριστου θα εμφανιστεί, όταν αυτός θα κυριαρχήσει και θα λάβει την εξουσία και θα είναι ο ένας και μοναδικός κυβερνήτης στη γη τώρα όμως κάθε κράτος έχει τη δική του κεφαλή.
Γι’ αυτό μην πανικοβάλλεστε πρόωρα, αλλά να φοβάστε τώρα τα αμαρτήματα, που διανοίγουν και στρώνουν τον δρόμο στον μελλοντικό Αντίχριστο. Οι τωρινές όμως ταυτότητες είναι ίδιες με τις προηγούμενες.






ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΜΑΣ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΕΙ. ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΙΩΑΝΝΗ.


το είδαμε εδώ

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 04, 2015

Από σήμερα το βράδυ να ανάβετε ένα κεράκι για την Ελλάδα.


φωτο 1
Τα μάτια μας και η Πατρίδα μας.
Από σήμερα το βράδυ να ανάβετε ένα κεράκι για την Ελλάδα.
Στις 11 Σεπτεμβρίου του 2014 αρθρογραφούσαμε Τούρκοι και Τοκογλύφοι «προθερμαίνονται»
Σήμερα στις 3 Σεπτεμβρίου 2015 ήρθε η κρίσιμη στιγμή που Τούρκοι και Τοκογλύφοι ¨ ξεσάλωσαν¨.


 
¨Χάος στην Μυτιλήνη – Λαθρομετανάστες συγκρούονται με αστυνομικούς¨ ¨Οι λαθρομετανάστες εξεγείρονται στην Κω και φωνάζουν «τζιχάντ-τζιχάντ» – Viktor Orbán: «Θα γίνει έκρηξη – Οι λαθρομετανάστες απειλούν τις χριστιανικές ρίζες της Ευρώπης» ¨Σε άρθρο που δημοσιεύθηκε σήμερα στη γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung ο Β.Όρμπαν ανέφερε ότι οι
Ευρωπαίοι πολίτες διαφωνούν με τη διαχείριση της κρίσης από την πλειονότητα των κυβερνήσεων.
«Οι πολίτες περιμένουν από εμάς να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση και να προστατεύσουμε τα σύνορά μας», επεσήμανε ο Ούγγρος πρωθυπουργός. «Μόνο αφού έχουμε προστατεύσει τα σύνορά μας μπορούν να τεθούν ερωτήματα σχετικά με τον αριθμό των μεταναστών που μπορούμε να υποδεχθούμε ή για το αν θα πρέπει να υπάρξουν ποσοστώσεις», τόνισε ο ίδιος¨ pronews.gr 03/09/2015
Ποιος σας είπε ότι και σήμερα δεν έχουμε ΠΟΝΤΙΟΥΣ ΠΙΛΑΤΟΥΣ;
¨Δεν υπάρχει στρατιωτικός τρόπος για την επίλυση της μεταναστευτικής κρίσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δήλωσε σήμερα ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ.
«Δεν υπάρχει στρατιωτική λύση στην μεταναστευτική κρίση, αλλά αυτό που κάνει το ΝΑΤΟ είναι, συνεργαζόμενο με τους εταίρους στην Μέση Ανατολή, στην Βόρεια Αφρική, στο Αφγανιστάν, να αντιμετωπίζει τις αιτίες που προκαλούν την μεταναστευτική κρίση στη ρίζα τους», δήλωσε ο Στόλτενμπεργκ σε κοινή συνέντευξη Τύπου με τον πρωθυπουργό του Λουξεμβούργου Ξαβιέ Μπετέλ¨. 02|09|2015 23:20 http://www.iefimerida.gr/
ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΣ το πρόβλημα είναι ΑΛΥΤΟ και επειδή το έφτιαξαν δαιμονικά μυαλά μόνο Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΣ θα το λύσει.
Δεν πρόλαβε να σβήσει το κεράκι που άναψα για την δύσμοιρη Πατρίδα και λίγο πριν το μεσονυκτικό κτύπησε το τηλέφωνο.
Στην άλλη άκρη ένα γεροντάκι από ακριτικό νησάκι του Αρχιπελάγους μας Αιγαίου.
* Ξέρω ότι και εσύ ξενυχτάς όπως και πολλοί άλλοι για την Ελλάδα μας…
- ΜΗΝ ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΕΣΤΕ ΑΛΛΑ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣΤΕ ΚΑΙ ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΕΤΟΙΜΟΙ…. -πρόσεξε παιδάκι μου..
- ΘΑ ΣΥΜΒΟΥΝ ΠΟΛΛΑ ΑΛΛΑ…
- ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑΣ την έκαναν τον ΣΚΟΥΠΙΔΟΤΕΝΕΚΕ των ΨΥΧΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ…
-βιάζονται να την τελειώσουν.
- οι μετανάστες δίχως να το καταλαβαίνουν φέρνουν πιο γρήγορα από τις ρημαγμένες πατρίδες τους το μήνυμα της πολεμικής σύγκρουσης Ελλάδος- Τουρκίας , την διάλυση της Τουρκίας και την διάλυση της ΕΕ. – Ο Ουρανός συνωμοτεί να σωθεί από σήμερα η Ελλάδα.
φωτο 2
-ΜΗΝ ΤΟ ΞΕΧΝΑΜΕ
- Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ .
- ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΘΟΥΜΕ.
-ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ…ΟΧΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΔΥΝΑΤΟΙ ΚΑΙ ΔΥΝΑΣΤΕΣ ΣΑΝ ΤΟΥΣ ΣΗΜΕΡΙΝΟΥΣ ΤΗΣ ΓΗΣ…
-ΑΛΛΑ ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΠΑΛΙ ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ… ΦΩΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΦΑΙΝΕΙ ΠΑΣΙ
Κοίταξα το μελισσοκέρι που έσβησε και μια όμορφη ευωδία γέμισε το δωμάτιο…αναρωτήθηκα ..τι μπορεί να κάνει ένα κεράκι για την Ελλάδα;
ΔΟΞΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΘΕΟ
Με πνευματική ευθύνη και συνείδηση
Δρ. Κωνσταντίνος Βαρδάκας

πηγη 

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 03, 2015

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΡΟΥΜΑΝΟΥ ΑΣΚΗΤΗ ΠΕΤΡΩΝΙΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ALAIN DYREL.






Μετά τη μεγαλειώδη και φοβερή Μεγάλη Εβδομάδα ήρθε ή λαμπρή και παραδείσια Διακαινήσιμος. ’Ένιωθα ότι ή ώρα της αναχώρησης έφθανε. Ό Μάρκ, από την πλευρά του. ήθελε να επιστρέφει στη Γαλλία. Δεν ήθελα όμως να φύγω από τον ’Άθωνα χωρίς να ξαναδώ μια φορά τον πατέρα Πετρώνιο. Πήγα με το πλοίο μέχρι τη Ρουμανική Σκήτη, όπου οι μοναχοί προσφέρθηκαν να με φιλοξενήσουν μερικές μέρες. Στον τόπο εκείνο έβρισκα ένα άσυλο ειρήνης και μπορούσα να γευτώ τέτοια ηρεμία πού σπάνια είχα γνωρίσει προηγουμένως. Αυτές τις έσχατες στιγμές αγιορείτικης γαλήνης, τις μοιράστηκα με τον Πετρ

ώνιο, αυτό τον άνθρωπο του οποίου ή σοφία και ή πνευματικότητα τον κατέτασσαν στον κόσμο των αγγέλων.
Κάναμε μαζί μακρές πεζοπορίες στο μονοπάτι πού πηγαίνει απ’ την πλευρά της Μεγάλης Λαύρας, απ’ όπου αποκαλύπτεται μαγευτική ή ομορφιά της Χαλκιδικής. Λένε ότι ή περιοχή αυτή είναι μια μικρογραφία της Ελλάδας, λόγω της μορφολογίας των ακτών, πού παράξενα κομμένες, αλλού υψώνονται σαν φράχτες, άλλου καταλήγουν σε ακρωτήρια. Οι διακριτοί ορεινοί όγκοι υψώνονται καταμεσής των χαμηλών επιπέδων σαν νησίδες στα νερά αρχιπελάγους.


 Ή Χαλκιδική προχωρεί μέσα στη θάλασσα σαν ένα γιγάντιο ανοιχτό χέρι, τεντωμένο πάνω στα νερά, και καταλήγει σε τρία ακρωτήρια πού χωρίζονται από τούς βαθείς κόλπους της Κασσάνδρας και τού Αγίου Όρους. Σ’ αυτό το τεντωμένο δάχτυλο, πού δείχνει προς την Ανατολή βαδίζαμε μαζί με τον Πετρώνιο, περιτριγυρισμένοι από αδιαπέραστα δάση γεμάτα δάφνες, βελανιδιές, κουμαριές, πεύκα και καστανιές, πάνω σ’ ένα κακοτράχαλο μονοπάτι πού όμως μάς πρόσφερε μεγαλόπρεπη θέα στη θάλασσα «με τα διαμάντια τού ήλιου», όπως λέει ένας Γάλλος ποιητής.


— Τον παλιό καιρό, αναφώνησε ό Πετρώνιος, οι άνθρωποι ήξεραν λίγα πράγματα, αλλά έκαναν πολλά. Σήμερα ξέρουν πολλά, αλλά δεν κάνουν και τίποτε σπουδαίο! Ό Χριστός είπε: «Ό γάρ ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου έλαφρόν έστιν» (Κατά Ματθαίον, κεφ, ια', 30) και εμείς, αντί να φέρουμε το ζυγό τού Χριστού, προτιμούμε να κουβαλάμε το ζυγό τού διαβόλου πού όμως είναι πολύ βαρύς. Ό ρόλος της εκκλησίας είναι να οδηγήσει τον άνθρωπο στη σωτηρία, αλλά, δυστυχώς, ό κόσμος δεν ακούει. 

Οι ίδιοι οι χριστιανοί αλληλοσκοτώνονται. Να, αυτή τη στιγμή στη Γιουγκοσλαβία  γίνεται κάτι πού ό Θεός δεν το θέλει. Ή Θεοτόκος εμφανίστηκε σε παιδιά στη Βοσνία και τούς 
είπε: «Πείτε στον κόσμο να μετανοήσει και να προσεύχεται αδιαλείπτως, αλλιώς θα παρουσιαστούν μεγάλα προβλήματα». Και νάτα τα προβλήματα, ήρθαν! Αδιαλείπτως προσεύχεσθε. Ό Θεός δε θέλει οι άνθρωποι να μάχονται μεταξύ τους, αυτό είναι δουλειά του διαβόλου.

     Κατά τη γνώμη σας, πάτερ Πετρώνιε, τί είναι προτιμότερο για μένα, να μείνω στο Άγιο ’Όρος ή να πάω στη Γαλλία;

     Είναι πολύ δύσκολο να ζήσει ένας ξένος στο Άγιο Όρος, μου απάντησε εκείνος. Θα είστε καλύτερα στη Γαλλία, όπου υπάρχουν ήδη ορθόδοξες κοινότητες. Παρά τα όσα λέγονται, γίνονται σπουδαία πράγματα στη Δύση, σε πνευματικό επίπεδο.

     Γιατί οι άνθρωποι σήμερα στρέφονται στο βουδισμό ή σε σέκτες και όχι στο χριστιανισμό; ρώτησα.


     Λόγω του μεγάλου πνευματικού κενού για το όποιο κύριος υπεύθυνος είναι ό ρωμαιοκαθολικισμός. Υπό την επίδραση του αύγουστίνειου πεσιμισμού, παραμόρφωσε το μήνυμα του Ευαγγελίου με την έννοια ενός απρόσωπου ήθικισμού και ενός ξηρού διανοητισμού. Ό καθολικισμός έχασε τις έννοιες της άσκησης και της ευθύνης έναντι της σωτηρίας. Δεν είναι μόνο ή ψυχή πού πρέπει να σωθεί αλλά ό άνθρωπος ολόκληρος, σώμα και ψυχή. Εξάλλου, ό Θεός δεν μπορεί να σώσει τον άνθρωπο ενάντια στη θέλησή του. Δεν αρκεί μόνο να σκέπτεσαι το Ευαγγέλιο, πρέπει και να το εφαρμόζεις. Ή χριστιανική πίστη είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο. Ό άνθρωπος πρέπει να διαμορφωθεί κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού, όπως ένας γλύπτης διαμορφώνει ένα κομμάτι μάρμαρο. Υπάρχει όμως μεγάλη λαχτάρα για το Θεό στη Δύση και μια κίνηση επιστροφής προς την ορθοδοξία. Ανακαλύπτουν την πνευματική σημασία των εικόνων, ανανεώνεται ή λειτουργική ζωή ορισμένων κοινοτήτων, γνωρίζουν την προσευχή τού Ιησού. Ή εικόνα έχει μεγάλη σημασία, αναπαριστά όχι μόνο τη Σάρκωση τού Χριστού αλλά και τη σάρκωση τού σχεδίου τού Θεού για τον άνθρωπο, δηλαδή την πραγμάτωση της σωτηρίας, διά των αγίων, πρότυπο των οποίων είναι ή Θεοτόκος.

     Ασφαλώς, είπα εγώ, αλλά στη Δόση βλέπουμε και μια αντίθετη κίνηση, δηλαδή τη μεγάλη έκκοσμίκευση.

     Φίλε μου καλέ, δε βλέπετε ότι και στις δυο περιπτώσεις αναγγέλλεται το λυκόφως των ειδώλων;

     Πώς να συνδράμουμε την εκκλησία;

     Κατά τη γνώμη μου, το μεγαλύτερο έργο πού μπορεί κανείς να κάνει για την εκκλησία είναι να βιώνει τη ζωή τού Ευαγγελίου.
Βλέποντας την αμηχανία μου. ό Πετρώνιος μού εξήγησε ότι κατά τη γνώμη του αυτό δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά τη μοναστική ζωή.

     Αλλά, πρόσθεσε, αυτή δεν είναι μια οδός μόνο για τούς εκλεκτούς, ό δρόμος στην ουσία είναι ένας.

     Μα δεν μπορούν να γίνουν όλοι μοναχοί! αγανάκτησα εγώ.

     Αυτός ό μοναδικός δρόμος πρέπει να προσαρμόζεται στις δυνατότητες τού καθενός, αλλά, όπως υπάρχει ποικιλία χαρισμάτων έντός τού ίδιου πνεύματος, υπάρχει και ποικιλία τρόπων ζωής έντός της μιας και μοναδικής μοναστικής πνευματικότητας, πού δεν είναι τίποτε άλλο παρά ή ζωή εν Άγίω Πνεύματι.

-— Και ή άσκηση; Πιστεύετε ότι πρέπει να εφαρμόζεται απ’ όλους;

— Υπήρχε στην Κωνσταντινούπολη ένας στυλίτης πού έζησε επί σαράντα χρόνια στην κορυφή ενόςστύλουχωρίς ποτέ να ξαπλώσεικαι για τροφή έπαιρνε λίγο ψωμί και λίγο νερό. Έ λοιπόν, το φαντάζεστε ότι ό άνθρωπος αυτός έζησε πάνω από εκατό χρόνια;
     Τί αποδεικνύει αυτό;
     Αυτό δείχνει ότι ή άσκηση κάνει καλό στην υγεία, είπε ό Πετρώνιος γελώντας. Ή σύγχρονη ιατρική γελιέται, όταν θέλει να παρουσιάσει τον άνθρωπο ως σωματική μόνο υπόσταση. Ό άνθρωπος είναι ένα πλάσμα πνευματικό πού ζει κυρίως από τη Θεία Χάρη. Ή άσκηση φανερώνει την αληθινή φύση τού ανθρώπου. Και αυτή ακριβώς ή συγκεκριμένη μεταμόρφωση ολοκλήρου τού ανθρωπίνου προσώπου, σώματος και ψυχής, είναι ή αληθινή ευαγγελική ζωή.

     Αναφερθήκατε πριν από λίγο στα λόγια τού Χριστού: «Ό γάρ ζυγός μου χρηστός και το φορτίο μου έλαφρόν εστίν». Ότι ήταν ελαφρό το φορτίο για Εκείνον, τον Υιό τού Θεού, μπορώ να το καταλάβω, αλλά πώς να το πω ελαφρό για μένα;

     Ένας ζυγός, αποκρίθηκε ό Πετρώνιος, αποτελείται από δύο στοιχεία και γενικά σύρεται από δύο ζώα. Όταν ό Χριστός μάς καλεί να σηκώσουμε το ζυγό του και λέει ότι είναι ελαφρός, αυτό σημαίνει ότι καλούμαστε να τον σηκώσουμε μαζί μ’ Εκείνον. Κι έτσι, επειδή παίρνει επάνω Του όλα τα βάρη τού φορτίου, ό ζυγός γίνεται ελαφρός.

     Συγχωρέστε με πού ξαναγυρίζω, πολύ εγωιστικά, στο δικό μου πρόβλημα, αλλά πιστεύετε ότι πρέπει να μείνω στο Όρος ή να γυρίσω στη Γαλλία, κοντά στον πατέρα Πλακίδα;

— Πιστεύω ότι κοντά στον πατέρα Πλακίδα θα ήταν το καλύτερο. Το μοναστήρι δεν είναι μεγάλο, νομίζω ότι έχει ησυχία και επιπλέον ό πατήρ Πλακίδας είναι ένας καλός πνευματικός πατέρας. Μπορείτε να έχετε μαζί του στενή πνευματική σχέση και οικειότητα.


Επιστρέψαμε στη Ρουμανική Σκήτη για τον εσπερινό. Ακολούθησε το γεύμα και, αμέσως μετά, το απόδειπνο. Μέσα στη σιγή της νύχτας επέστρεψα στο δωμάτιο πού οι Ρουμάνοι πατέρες μου είχαν ετοιμάσει είχε θέα στη θάλασσα. Κάθισα για ώρα να βλέπω το φως της σελήνης να ασημώνει τη σκοτεινή επιφάνεια του νερού. Αυτή τη Μεσόγειο πόσο την αγαπούσα! Είχα ήδη από την επίσκεψη μου στην Αλεξάνδρεια νιώσει αυτό το παράξενο αίσθημα εγγύτητας. Συνδετικό στοιχείο μεταξύ Ευρώπης και Αφρικής, Ανατολής και Δύσης, ή θάλασσα αυτή ένωνε τις πιο μακρινές ακτές, τις έκανε κοντινές, γειτονικές, όμορες. Λατίνοι, Άραβες, Έλληνες, Εβραίοι, Τούρκοι μοιράζονταν από πολύ παλιά το αλμυρό αυτό σκαλοπάτι, προμηθευτή ψαριών και εμπορευμάτων, γλωσσών και λαών. Σίγουρα, οι Σταυροφόροι την είχαν οργώσει από Δύση σ’ Ανατολή, αλλά ή ιατρική και τα μαθηματικά είχαν ακολουθήσει την αντίστροφη πορεία, για να μεταφέρουν πολιτισμό στους βαρβάρους της Δύσης.


Αποκοιμήθηκα τελικά, αλλά στο μυαλό μου είχαν εντυπωθεί τα λόγια του Πετρώνιου. Εκείνη τη νύχτα ονειρεύτηκα κάτι παράξενο. Ό Ρουμάνος στάρετς μου εμφανίστηκε, πιο φωτεινός από κάθε άλλη φορά, κι έβαλε μέσα στην καρδιά μου την αδιάλειπτη προσευχή. Με το ξύπνημα, ή προσευχή τού Ιησού ήταν στα χείλη μου...


ALAIN  DUREL. Η ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΤΕΡΜΟΝ

Πέμπτη, Αυγούστου 27, 2015

ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΩΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΘΝΟΪΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΜΥΡΝΗΣ (+1922)


Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
θεολόγος, εκκλησιαστικός ιστορικός και νομικός

Παρήλθαν 93 συναπτά έτη από τις αποφράδες εκείνες τελευταίες ημέρες του Αυγούστου του 1922, όταν ο ελληνισμός της Ιωνίας βίωσε την απόλυτη «άλωση» και τον ολοκληρωτικό αφανισμό του.  Ποτέ όμως η συλλογική ιστορική μνήμη των Πανελλήνων δεν λησμόνησε ούτε έθαψε το Ιερό, καθαγιασμένο και μαρτυρικό πρόσωπο του Αγίου Εθνοϊερομάρτυρος Χρυσοστόμου Σμύρνης (+1922) ο οποίος παραμένει αιώνιο πρότυπο μάρτυρος ορθοδόξου Ιεράρχου και ακατάβλητου ήρωος Ρωμιού που προσέφερε και την τελευταία ρανίδα του αίματός του για την Ορθοδοξία και την αθάνατη Ρωμιοσύνη.

Από όλες τις αξιόπιστες καταγεγραμμένες μαρτυρίες και περιγραφές, τόσο των ημετέρων όσο και των ξένων, και παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις ή αποκλίσεις μεταξύ τους, θεμελιώνεται έγκυρα και επιβεβαιώνεται αξιόπιστα το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο Άγιος Χρυσόστομος παρεδόθη από τον Νουρεντίν Πασά στον φανατισμένο τουρκικό όχλο στα χέρια του οποίου βρήκε μαρτυρικό τέλος.  Παρά ταύτα, υπήρχε ένα γνόφος σχετικά με τα γενόμενα των απολύτως τελευταίων στιγμών της ζωής του εθνοϊερομάρτυρος, ήτοι του ακριβούς μέσου ή τρόπου της μαρτυρικής τελευτής του και του τόπου του ενταφιασμού του, εάν όντως ενταφιάστηκε το Ιερό λείψανό του ή αφού διαμελίστηκε από τον φανατισμένο όχλο, εξαφανίστηκε σκοπίμως από τους Τούρκους ριπτόμενο πιθανώς στη θάλασσα ή κάπου αλλού.

Ο δημοσιογράφος Βασίλειος Βακιαρέλλης γράφει για τον Χρυσόστομο Σμύρνης

Πριν παραθέσουμε τις δύο πλέον έγκυρες μαρτυρίες για το χριστομίμητο μαρτύριο του Αγίου Χρυσοστόμου, άξια μνείας είναι εν προκειμένω τα όσα γράφει ο δημοσιογράφος Βασίλειος Βακιαρέλλης, ο οποίος επισκέφθηκε την Σμύρνη στα τέλη του 1928: «Εις το Μπας Οτουράκ περιφέρεται σήμερα ένας Τούρκος ο οποίος βεβαιώνει ότι επί μίαν εβδομάδα και πλέον εφύλαττε στο σπίτι του ένα χέρι του Μάρτυρος Χρυσοστόμου.  Όταν τον ερωτούν τι το έκαμε κατόπιν, εις άλλους λέει ότι το έθαψε και εις άλλους ότι το έρριψε εις την θάλασσαν.  Ο ίδιος ο Τούρκος βεβαιώνει ότι, πριν εξορύξουν τους οφθαλμούς του Αγίου μας Δεσπότη, του έκοψαν το ένα αυτί και του το έδωσαν στο χέρι λέγοντας: «Πάρ’ το αυτό για να το στείλεις στο Βενιζέλο».  Ομοίως, του έκοψαν και του έδωσαν και το άλλο αυτί λέγοντας: «Και αυτό πάρ ’το για να το στείλεις στον Κωνσταντίνο».

Η μαρτυρία του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Β΄

Η πρώτη εκ των μαρτυριών τούτων είναι του τότε Μητροπολίτου Εφέσου, έπειτα Βεροίας, είτα Φιλίππων και τέλος Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσοστόμου Β΄ (Χατζησταύρου), ο οποίος παιδιόθεν υπήρξε πνευματικό ανάστημα, προσωπικός φίλος και στενός συνεργάτης του Αγίου Χρυσοστόμου.  Η συγκεκριμένη μαρτυρία του Εφέσου Χρυσοστόμου δημοσιεύεται από τον ίδιο, κατά το έτος 1960, όταν ήταν πια Μητροπολίτης Φιλίππων, Νεαπόλεως και Θάσου, στον τιμητικό τόμο, ο οποίος εκδόθηκε «Επί τω Ιωβηλαίω» αυτού.  Ο μακαριστός Χρυσόστομος Χατζησταύρου γράφει τα παρακάτω άκρως αποκαλυπτικά και διαφωτιστικά: «Προς το εσπέρας της αυτής ημέρας (27 Αυγούστου 1922), εισελθών μετά στρατού, ανέλαβε την στρατιωτικήν διοίκησην της πόλεως το ανήμερον θηρίον, ο αιμοβόρος κομπαστής δια την εν Κιούτ – Ελ – Αμάρα δήθεν νίκην του κατά των Άγγλων Πολύς Νουρεντίν.  Μένεα πνέων κατά του Μητροπολίτου διότι είχε συντελέσει ούτος προηγουμένως εις την εκ Σμύρνης απομάκρυνσιν αυτού, έστειλε δύο άμαξας εις την Μητρόπολιν, εξ ων η μία πλήρης αξιωματικών της χωροφυλακής.  Ο επί κεφαλής ανέβη εις το γραφείον του Μητροπολίτου, εύρεν αυτόν συσκεπτόμενον μετά Δημογερόντων, ανεκοίνωσε την διαταγήν του Στρατιωτικού Διοικητού, καθ’ ην έπρεπε να οδηγήση αυτόν και όσους θα εύρισκεν εν τη Μητροπόλει Δημογέροντας, ενώπιών του.  Ιδιαιτέρως εζητήθη ο δημοσιογράφος και μέγας ισχύων παρά τοις Τούρκοις Δημογέρων Ν. Τσουρουκτσόγλου, όστις κληθείς προσήλθεν εις την Μητρόπολιν.  Ενώ δε επεβιβάζοντο εις την άμαξαν ο Τσουρουκτσόγλου παρέλαβε και των εκ των Δημογερόντων Κλιμάνογλου.  Ο Μητροπολίτης παρέστη λοιπόν ενώπιον του Πιλάτου και μετ’ αυτού οι ονομασθέντες ως άνω Δημογέροντες.

Ο Νουρεντίν δεν εδέχθη τον χαιρετισμόν του Μητροπολίτου, αλλ’ επλησίασεν αυτόν, αφήρεσε το καλυμμαύχιόν του, το ετοποθέτησεν εις το Γραφείον του, και ασκεπή τον έφερεν εις τον εξώστην, κάτωθεν του οποίου πλήθη φανατικών Τούρκων εκραύγαζον, ζητούντα εκδίκησιν.  Προς τα πλήθη ταύτα, αποταθείς ο Νουρεντίν είπεν: «Εγώ δεν κρίνω. Δεν αποφασίζω.  Σεις κάλλιον εμού γνωρίζετε τον εχθρόν και προδότην του Κράτους μας.  Αποφασίσατε ό,τι εγκρίνετε, σας τον παραδίδω.

Παραδίδεται λοιπόν εις χείρας ανόμων ο πιστός του Κυρίου και του Έθνους Ιεράρχης.  Σιωπών, ως πρόβατον επί σφαγήν, δέχεται κολαφισμούς, εμπτυσμούς, δαρμούς πληγάς, σύρεται εκ της γενειάδας εις τας οδούς, και εις την τουρκικήν συνοικίαν του Τιρκιλίκ προσάγεται ως ο προκάτοχός του Ιερομάρτης Πολύκαρπος, ως εις τον τόπον του μαρτυρίου…

Ημείς, οι εν τη Μητροπόλει αναμένοντες, ουδεμίαν είχομεν γνώσιν των συμβαινόντων. Συνείχεν όμως ημάς η αγωνία, διότι εγνωρίζομεν το αιμοβόρον της διαθέσεως του ανθρωπομόρφου τέρατος Νουρεντίν.  Αργά τη νύκτα ετόλμησα να εξέλθω εκ της θύρας του κωδωνοστασίου, δια να ερωτήσω τον μόνιμον από πολλού Τουρκοκρήτα αστυφύλακα της Τραπέζης Αθηνών περί της τύχης του αοιδίμου Γέροντός μου και των Δημογερόντων.  Η απάντησίς του ήτο: «Τον ιδικόν σας τον εξηφάνισαν αισχρώς» (Σιζίν Κινί μπιτσιρμισλέρ».  Μοι προσέθηκε δε, ότι αυτός έρριψε κατά της κεφαλής του τρεις χαριστικάς βολάς, διότι ώκτειρε την ελεεινήν κατάστασίν του, εις ην ηθέλησε να δώση τέλος.  Προσέθηκεν επίσης ότι οι δύο Δημογέροντες έσχον την ευθανασίαν τους δια πυροβολισμών τελειώσεως.

Η ανωτέρω είναι η αληθής ιστορία του μαρτυρίου του αξιομακαρίστου και αειμνήστου Γέροντός μου.  «Έδοξεν εν οφθαλμοίς αφρόνων τεθνάναι και ελογίσθη κάκωσις η έξοδος Αυτού και η αφ’ ημών πορεία σύντριμμα.  Ο δε έστιν εν ειρήνη.  Ολίγα παιδευθείς μεγάλα ευηργετήθη.  Ο Θεός επείρασεν αυτόν και εύρεν αυτόν άξιον εαυτού και ως ολοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αυτόν.  Εν καιρώ επισκοπής Αυτού αναλάμψει».

Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος Χατζησταύρου σε άλλο σημείο της μαρτυρίας του αναφέρεται στην συγκλονιστική μαρτυρία κάποιου αιχμαλώτου Έλληνα στρατιώτη, ο οποίος αφού δραπέτευσε, έδωσε ένορκη γραπτή κατάθεση ενώπιον της ολομέλειας της εν Ελλάδι συσταθείσης επισήμου Επιτροπής σχετικά με το μαρτυρικό τέλος και την αμφιβολία περί του ενταφιασμού του σκηνώματος του Αγίου Χρυσοστόμου.  Γράφει λοιπόν ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος Χατζησταύρου τα εξής: «Εν άλλω σημειώματι αναφέρω δια την καταρτισθείσαν μετά την προσφυγήν μας εις την Ελλάδα επίσημον Επιτροπήν εξακριβώσεως των τουρκικών ωμοτήτων.

Ενώπιον της ολομελείας της Επιτροπής ταύτης ενόρκως κατέθεσε, και την ένορκον ταύτην κατάθεσιν δια της απογραφής του εν επισήμω πρακτικώ εβεβαίωσε, στρατιώτης εκ Σμύρνης μετά την καταστροφήν αιχμάλωτος, περιπεσών και δραπετεύσας, ότι αγγαρεία εκτελών μετ’ άλλων αιχμαλώτων στρατιωτών ωδηγήθη εις την προ των στρατώνων του Διοικητηρίου της Σμύρνης παραλίαν και μετέφερε το εκεί ερριμένον άγιον λείψανον του Ιερομάρτυρός μας και έθαψαν αυτό εις το Στάδιον όχι του Πανιωνίου, αλλά του Απόλλωνος.  Ηρώτησα αυτόν δια τα χαρακτηριστικά του προσώπου και εύρον ταύτα σύμφωνα με την πραγματικότητα.  Εζήτησα να μάθω αν έφερε τι διακριτικόν εις το στήθος του και μοι είπεν ότι ένα μικρόν χρυσούν σταυρόν με χρυσήν άλυσιν και ότι επίτηδες αφήκαν τον σταυρόν τούτον, ίνα εν καιρώ αναγνωρισθεί το άγιον λείψανόν του.  Το τελευταίον τεκμήριον έπεισέ με, ότι έτυχε ταφής ο Ιερομάρτης ημών και το χώμα το αιματόβρεκτον της αγαπητής και περιποθήτου Σμύρνης μας καλύπτει αυτό, αναμένον την ένδοξον εκταφήν διά των χειρών των μελλόντων εκδικητών».

Δέον να υπογραμμισθεί ότι από όλες τις παρατεθείσες μαρτυρίες ή περιγραφές που αφορούν το μαρτυρικό πάθος του Αγίου Χρυσοστόμου, μόνο σε αυτή του Μητροπολίτου Χρυσοστόμου Χατζησταύρου γίνεται σαφής αναφορά και στον συγκεκριμένο χώρο όπου ενταφιάστηκε το μαρτυρικό σκήνωμα του Ιερομάρτυρος.

Η μαρτυρία του Ακαδημαϊκού Γεωργίου Μυλωνά

Η εκ των δύο τελευταίων, δεύτερη, κατά χρονολογική σειρά, γραπτή μαρτυρία που παραθέτουμε, είναι ίσως η πλέον αυθεντική, διαφωτιστική και συγκλονιστική, η οποία σε πολλά αμφιλεγόμενα σημεία επιβεβαιώνει και εκείνη του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου Χατζησταύρου.

Πρόκειται για την μαρτυρία το Ακαδημαϊκού Γεωργίου Μυλωνά, ο οποίος κατά την έκτακτη συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών στις 14 Δεκεμβρίου 1982, επί τη συμπληρώσει 60 ετών από της Μικρασιατικής Καταστροφής, τελείωσε την ομιλία του με μια συγκλονιστική – ίσως την πλέον συγκλονιστική – περιγραφή του μαρτυρίου και της θανατώσεως του εθνοϊερομάρτυρος Αγίου Χρυσοστόμου.  Σημειωτέον εν προκειμένω ότι ο Γεώργιος Μυλωνάς ήταν από τη Σμύρνη, μετείχε στην αθλητική και πνευματική ζωή της πόλεως και γνώρισε εκ του σύνεγγυς τον τότε Μητροπολίτη Χρυσόστομο, από τη πρώτη μέρα που έφθασε στη Σμύρνη έως και τις τελευταίες ώρες της μεγάλης αγωνίας και μαρτυρικής δοκιμασίας του.

Η σοβαρότητα, η εγκυρότητα και η διεθνής αναγνώριση της επιστημονικής βαρύτητος του Γεωργίου Μυλωνά αποτελούν τα ασφαλή εχέγγυα για την αξιοπιστία της προσωπικής μαρτυρίας του, η οποία αυτολεξεί έχει ως εξής: «Θα μου επιτρέψετε να τελειώσω την ομιλία μου με προσωπική μαρτυρία, που για πρώτη φορά εξομολογούμαι.  Κατά τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου 1922 μία ομάδα φοιτητών του International College της Σμύρνης και εγώ βρεθήκαμε φυλακισμένοι σε απαίσιο υπόγειο, σ’ ένα από τα μπουντρούμια του Διοικητηρίου της Σμύρνης.  Σ’ αυτό ήταν ασφυκτικά στριμωγμένοι Έλληνες Χριστιανοί αιχμάλωτοι, μάλλον άνθρωποι προορισμένοι για θάνατο.

Τις βραδινές ώρες φύλακες μ’ επικεφαλής Τουρκοκρήτα παρελάμβαναν θύματα που ετυφεκίζοντο.  Στις 5 το απόγευμα της τελευταίας ημέρας του θλιβερού Σεπτεμβρίου ο Τουρκοκρής εκείνος με διέταξε να τον ακολουθήσω στην αυλή.  «Είσαι δάσκαλος», με ρωτά.  «Αυτή την τιμή είχα», του απαντώ.  «Και οι άλλοι που ήσαν μαζί σου είναι φοιτητές;», «Ναι», του λέγω.  «Γρήγορα μαζί μου έξω», λέγω στους συντρόφους μου.  «Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα μας.  Εμπρός με θάρρος».  Ποια ήταν η έκπληξή μας όταν ακούσαμε τον Τουρκοκρητικό να λέει: «Δεν θα σας σκοτώσω, θα σας σώσω.  Απόψε θα θανατωθούν όλοι όσοι είναι στο μπουντρούμι, γιατί έφεραν και άλλους που δεν έχουμε χώρο να τους στοιβάξουμε.  Θα σας σώσω σήμερα, γιατί ελπίζω αυτό να με βοηθήσει να λησμονήσω μία τρομερή σκηνή που αντίκρυσαν τα μάτια μου, σκηνή στην οποία έλαβα μέρος».

Και συνέχισε: «Παρακολούθησα το χάλασμα του Δεσπότη σας.  Ήμουν μ’ εκείνους που τον τύφλωσαν, που του βγάζαν τα μάτια και αιμόφυρτο τον έσυραν από τα γένια και τα μαλλιά στα σοκάκια του Τουρκομαχαλά, τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν και τον πετσόκοβαν.  Βαθιά εντύπωση μου έκανε και αξέχαστος παραμένει η στάση του.  Στα μαρτύρια που τον υπέβαλαν δεν απήντα με φωνές, με παρακλήσεις, με κατάρες.  Το πρόσωπό του το κατάχλωμο, το σκεπασμένο με αίμα των ματιών του, το πρόσωπό του είχε στραμμένο προς τον ουρανό και διαρκώς κάτι ψιθύριζε που δεν ηκούετο πέρα από την περιοχή του.  Ξέρεις εσύ, δάσκαλε τι έλεγε;», «Ναι, ξέρω», του απήντησα.  Έλεγε «Πάτερ Άγιε, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι».  «Δεν σε καταλαβαίνω, δάσκαλε, μα δεν πειράζει.  Από καιρού σε καιρό, όταν μπορούσε ύψωνε κάπως το δεξί του χέρι και ευλογούσε τους διώκτες του.  Κάποιος πατριώτης μου αναγνωρίζει τη χειρονομία της ευλογίας, μανιάζει, μανιάζει και με τρομερό μαχαίρι του κόβει και τα δύο χέρια του Δεσπότη.  Εκείνος σωριάστηκε στη ματωμένη γη με στεναγμό που φαινόταν ότι ήταν μάλλον στεναγμός ανακουφίσεως παρά πόνου.

Τόσο τον λυπήθηκα τότε που με δυο σφαίρες στο κεφάλι τον αποτελείωσα.  Αυτή είναι η ιστορία μου.  Τώρα που σας την είπα, ελπίζω πως θα ησυχάσω.  Γι’ αυτό σας χάρισα τη ζωή».  «Και πού τον έθαψαν;» ρώτησα με αγωνία.  «Κανείς δεν ξέρει που έρριξαν το κομματιασμένο του κορμί».

Και συνεχίζει ο Γεώργιος Μυλωνάς: « Από τη στιγμή που ακούσαμε την ομολογία του φύλακα, νοιώσαμε την σκιά του Δεσπότη να μας καλύπτει και να μας προστατεύει στην σκλαβιά μας, στην εξορία μας στα βάθη της Μικράς Ασίας μέχρι τον γυρισμό μας στην πατρίδα.  Όλοι – εγώ και οι σπουδαστές του Κολλεγίου γυρίσαμε ασφαλείς στην Πατρίδα χάρις στην Ευλογία Του…».

Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος Α΄ (1998 – 2008) σε κάποια προ ετών επετειακή ομιλία του έγραφε σχετικά: «Και μόνο η περιγραφή αυτή αρκεί για την κατάρριψη κάποιων ενδοιασμών ή δισταγμών ως προς την αγιοποίηση του Χρυσοστόμου.  Ο Χρυσόστομος πέθανε ευλογώντας τους βασανιστές και δημίους του.  Πέθανε με θάνατο μαρτυρικό επειδή ήταν ο Μητροπολίτης, ο Χριστιανός, ο Ρωμηός, ο Έλληνας».

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...