Παπα-Θύμιος Βλαχάβας (Λαογρ. Μουσείο Μεγ. Μετεώρου)
|
Φόρος τιμής στον ήρωα της πίστης και της πατρίδας, στον αγωνιστή παπα-Θύμιο Βλαχάβα
“... παιδί μου, μη φοβού, το αίμα το δικό μας
σαν τη βροχή της άνοιξης το χώμα θα ποτίσει,
για να φυτρώσει η λευτεριά, επλάκωσεν η ώρα...
Εμείς θε να κοιμώμεθα βαθειά βαθειά στο μνήμα
και θα ν’ ακούμε τη βοή του φοβερού πολέμου,
τον κρότο, την ποδοβολή, τη χλαλοή της νίκης
επάνω από το χώμα μας να τρέχη να διαβαίνη,
και τα παιδιά μας θάρχωνται ελεύθερα, Βλαχάβα,
να μας σχωρούν στην εκκλησιά και να μας μνημονεύουν.”
Αρ. Βαλαωρίτης, Τα δυό βουνά (παπα-Θύμιος Βλαχάβας)
Ένα από τα πιο γνωστά στασιαστικά κινήματα λίγο πριν ξεσπάσει η Επανάσταση του 1821 είναι αυτό που οργανώθηκε στην περιοχή της Θεσσαλίας από τον Θύμιο Βλαχάβα, στις αρχές του 19ου αιώνα, εναντίον του Αλή πασά των Ιωαννίνων.
Ο Ευθύμιος Βλαχάβας (Μπλαχάβας) γεννήθηκε στο χωριό Σμόλιανη (Ισμόλια) Τρικάλων. H ακριβής χρονολογία της γέννησής του είναι άγνωστη, ωστόσο πρέπει να την τοποθετήσουμε γύρω στα 1770.
Ο πατέρας του, γερο-Βλαχάβας, ήταν αρματολός στα Χάσια, σύγχρονος των αρματολών Ζίδρου και Λάζου και σύμφωνα με τον Νικόλαο Κασομούλη πρέπει να πέθανε στο 1780.
|
Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου: ορμητήριο του Παπα-Θύμιου Βλαχάβα
|
Υπάρχει πάντως η πιθανότητα, σύμφωνα με μια ενθύμηση που έχουμε από χειρόγραφο της μονής Μεταμορφώσεως Μετεώρων και αναφέρεται σε κάποιον καπετάν Θανάση Μπλαχάβα, να ζούσε ακόμη στα 1792.
Είτε έτσι είτε αλλιώς ο Θύμιος αφού πρώτα χειροτονήθηκε παπάς (απ' όπου και το Παπαθύμιος με το οποίο έμεινε γνωστός) ύστερα από τον θάνατο του πατέρα του ανέλαβε ο ίδιος το αρματολίκι στα Χάσια.
Από αυτήν την πρώτη περίοδο της ζωής του ως αρματολού έχουμε μια περιγραφή του προξένου και περιηγητή Πουκεβίλ που έγινε δεκτός από τον Βλαχάβα και τους άνδρες του, έφαγε μαζί τους και τους άκουσε να τραγουδούν:
«Σ' αυτόν τον ερημικό ξενώνα μας περίμενε ο Ευθύμιος Βλαχάβας, αρχηγός ενόπλων στη Θεσσαλία, με σύντροφο τον Ζόγγο, αρχηγό παλικαριών των Αγράφων και του Αχελώου.
Οι δυο αυτοί καπεταναίοι με γέμισαν φιλοφρονήσεις, και θέλησαν με κάθε τρόπο να με φιλέψουν αρνί ψημένο όπως το συνήθιζαν οι ομηρικοί ήρωες...
Αφού ετεμάχισαν το ψητό, έκαναν τις συνηθισμένες προπόσεις που αρχίζουν πάντοτε για ορισμένους αγίους...
Οι καπεταναίοι θέλησαν έπειτα να μου προσφέρουν μια συναυλία με τους στρατιώτες τους, που έπαιρναν μετριόφρονα τον τίτλο του κλέφτη, και το κατόρθωσαν τραγουδώντας μεγαλόφωνα το τραγούδι του Μπουκουβάλα, που το συνόδεψαν με τον ήχο από τις παράτονες λύρες...».
Ο Θύμιος Βλαχάβας έζησε λοιπόν στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου, χρονική περίοδο η οποία προσδιορίζεται από σημαντικά γεγονότα τόσο στο πολιτικό, όσο και στο ιδεολογικό και στρατιωτικό επίπεδο και τα οποία σηματοδοτούν καίρια τα χρόνια που θα ονομασθούν αργότερα προεπαναστατικά.
Η αποδιοργάνωση του Οθωμανικού κράτους έχει προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό, η ισχυροποίηση του Αλή πασά των Ιωαννίνων επίσης είναι γεγονός σημαντικό ενώ ο Ελληνισμός με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βρίσκεται σε άνοδο και στην πορεία της εθνικής χειραφέτησης.
Πέρα από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που ευνοεί την ανάληψη αντιστασιακής δράσης, στο ατομικό επίπεδο της ιδεολογικής συγκρότησης είναι σημαντική η πληροφορία που μας δίνει ο Κασομούλης σύμφωνα με την οποία ο Παπαθύμιος είχε έλθει σε επαφή με κείμενα όπως ο Χρονογράφος και ο Αγαθάγγελος.
Από αυτά το πρώτο είναι μια καταγραφή γεγονότων που έχουν σχέση με την εκκλησιαστική ιστορία, γραμμένο σε απλή γλώσσα που γνώρισε μεγάλη διάδοση στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ενώ το δεύτερο είναι έργο προπαγάνδας που συντελεί οπωσδήποτε στο «ξύπνημα της λαϊκής ψυχής», όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Κ. Θ. Δημαράς.
|
Προτομή του παπα-Θύμιου Βλαχάβα απέναντι ακριβώς από το ορμητήριό του, την μετεωρίτικη Μονή του Αγίου Δημητρίου |
Γενικά βέβαια και τα δύο έργα και ειδικότερα το δεύτερο με την εξαγγελία για την έλευση του «ξανθού γένους» που θα ελευθερώσει τους Έλληνες περιέχουν στοιχεία που ευνοούν με τη σειρά τους την όλη επαναστατική κινητικότητα.
Στο σημείο αυτό ωστόσο αξίζει να αναφέρουμε και κάποια άλλα γεγονότα που συμβαίνουν στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής και επηρεάζουν καίρια το όλο σκηνικό, συντελώντας στη δημιουργία επαναστατικού αναβρασμού.
Βρισκόμαστε στα χρόνια του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1806-1812) και ο ρωσικός στόλος έχοντας επικεφαλής τον ναύαρχο Σενιάβιν δρα στην περιοχή του Βορείου Αιγαίου, όπου έχει σημαντικές επιτυχίες εναντίον των Τούρκων με μεγαλύτερη εκείνη της κατάληψης της Τενέδου, γεγονός που αναπτερώνει τις ελπίδες των ραγιάδων.
Στη ναυτική μοίρα του Σενιάβιν έχουν ενσωματωθεί και Έλληνες πολεμιστές ενώ φυγάδες Σουλιώτες στέλνονται από τους Ρώσους στη Λευκάδα που απειλείται από τον Αλή πασά.
Με την έναρξη του πολέμου εξάλλου, ο Αλή πασάς που ανησυχεί για την ασφάλεια της επικράτειάς του είχε αφαιρέσει από τους αρματολούς των Αγράφων και του Κάρλελι (η περιοχή της σημερινής Αιτωλοακαρνανίας περίπου) κάθε εξουσία.
Πρέπει ακόμα να σημειώσουμε ότι ένταση επικρατεί και στην περιοχή της Σερβίας, όπου, πριν ακόμη από την κήρυξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου εκδηλώνεται επαναστατικό κίνημα στην αρχή κατά των τοπικών γενιτσάρων και αργότερα εναντίον Τούρκων, το οποίο με τον απελευθερωτικό χαρακτήρα που προσλαμβάνει και τις επιτυχίες στα πεδία των μαχών (κατάληψη Βελιγραδίου από τους εξεγερθέντες) αποτελεί στα μάτια των υποδούλων ένα παράδειγμα προς μίμηση.
Μέσα στις ευνοϊκές αυτές συνθήκες για την έξαρση του επαναστατικού πνεύματος αλλά και εξαιτίας της καταδίωξης του Αλή πασά ξεσπά πρώτα το κίνημα του Νικοτσάρα και των άλλων αρματολών και κλεφτών του Ολύμπου που διώχνουν τους Αλβανούς ντερβεναγάδες του Αλή και επιτίθενται στα ασκέρια του.
Ωστόσο στη φάση αυτή ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος δεν θα αργήσει με την παρεμβολή και των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων να οδηγηθεί σε ανακωχή (συνθήκη του Τιλσίτ, 1807), πράξη ιδιαίτερα αρνητική για τους εξεγερμένους κλέφτες και αρματολούς αφού η θέση του Αλή πασά ενισχύεται σημαντικά.
Όμως τα πράγματα δεν ηρεμούν αφού ο Νικοτσάρας και οι σύντροφοί του μετατρέπονται σε πειρατές και δρουν στο Αιγαίο προτού η όλη επιχείρηση γνωρίσει τελικά το άδοξο τέλος και ο αρχηγός της σκοτωθεί πολεμώντας κοντά στο Λιτόχωρο.
Ωστόσο η όλη δράση του, που καλύπτει μεγάλο χρονικό διάστημα αφού ουσιαστικά έχει αρχίσει από το 1793, και ο ηρωικός θάνατός του συντελούν στη δημιουργία ενός θρύλου που συντηρεί την έξαψη των πνευμάτων.
Παράλληλα ο Κατσαντώνης και ο Κίτσος Μπότσαρης με τους Σουλιώτες μετά την αρνητική γι' αυτούς τροπή του Ρωσοτουρκικού πολέμου, αφού δράσουν για ένα διάστημα στην Ακαρνανία, όπου είχαν σημαντικές επιτυχίες εναντίον των Αλβανών του Αλή πασά, καταφεύγουν τελικά στην Κέρκυρα και στην Πάργα.
Μέσα στο κλίμα αυτό της γενικευμένης αναστάτωσης, ο Αλή πασάς δεν έχασε την εμπιστοσύνη του προς το πρόσωπο του Θύμιου Βλαχάβα και των αδελφών του, που έχοντας συγκροτήσει ένα σώμα από 60 αρματολούς εξακολουθούσαν να προστατεύουν την περιοχή του βιλαετιού των Τρικάλων από τους ληστές και να μισθοδοτούνται από αυτόν.
Ωστόσο τα γεγονότα δεν άφησαν τελικά ανεπηρέαστο και τον Παπαθύμιο.
Στην ανέλιξη του κινήματος του Βλαχάβα από τη σύλληψη και την οργάνωσή του έως την εκτέλεσή του πέρα από το γενικότερο κλίμα των εξεγερμένων κλεφτοαρματολών, που τώρα βρίσκονταν όπως είπαμε στην περιοχή των Ιονίων υπηρετώντας τους Ρώσους, ο Βλαχάβας φέρεται ότι είχε έλθει σε επαφή με τον ηγέτη των Σέρβων επαναστατών Καραγεώργη και τον Ρώσο ναύαρχο Σενιάβιν.
Ωστόσο καμιά ιστορική πηγή δεν βεβαιώνει παρόμοιες κινήσεις μολονότι ο Τουρκαλαβανός ποιητής Χατζησεχρέτης που έγραψε την Αληπασιάδα, μακροσκελές ποίημα που εξυμνεί τα κατορθώματα του Αλή πασά, παρουσιάζει τον Βλαχάβα να απευθύνεται στους αγάδες της Λάρισας και των Τρικάλων και να τους λέει ότι είχε έλθει σε συνεννοήσεις με τον Καραγεώργη.
Bέβαια ο Χατζησεχρέτης επιζητεί να μεγεθύνει τις δυσκολίες που συνάντησε ο πασάς των Ιωαννίνων προκειμένου να υπερτονίσει τα επιτεύγματά στο στρατιωτικό πεδίο αλλά την άποψη αυτή συμμερίζεται και ο δικός μας Κωνσταντίνος Σάθας χωρίς να έχει άμεση ή έμμεση υποστήριξη από ιστορικές πηγές, ο οποίος κάνει λόγο για Ρώσους απεσταλμένους με επιστολές προς τον Βλαχάβα εκ μέρους του ηγέτη των Σέρβων Καραγεώργη και του Ροδοφοινίκη, Έλληνα στην υπηρεσία των Ρώσων.
Πιθανότερο ωστόσο είναι ότι κάποιες συνεννοήσεις έγιναν ανάμεσα στον Βλαχάβα και τους κλεφτοαρματολούς που είχαν καταφύγει στα νησιά για την οργάνωση κάποιου συντονισμού ενεργειών και κοινής δράσης κατά των Τουρκαλβανών.
Ο Σάθας και πάλι προεκτείνοντας τα πράγματα αναφέρει ότι στα μέσα Φεβρουαρίου 1808 ο Βλαχάβας συγκάλεσε συγκέντρωση των αρματολών της Στερεάς, ακόμη και των Τούρκων της Λάρισας και των Τρικάλων που μισούσαν τον Αλή πασά, ότι ο αριθμός των μυημένων συνεχώς μεγάλωνε και ότι νέα συνέλευση στον Όλυμπο όρισε συμβολικά ως ημέρα της εξέγερσης την 29η Μαΐου 1808 και ότι τελικά το όλο εγχείρημα προδόθηκε στον Αλή των Ιωαννίνων.
Την ίδια ασάφεια παρουσιάζουν και κάποιες ενθυμήσεις οι οποίες πάντως μας οδηγούν στο πιθανό συμπέρασμα ότι ορισμένες βιαιοπραγίες των Αλβανών εναντίον κλεφταρματολών της περιοχής της Θεσσαλίας εξώθησαν τελικά τον Ευθύμιο Βλαχάβα να εγκαταλείψει τη νομιμόφρονα στάση και να ξεκινήσει το επαναστατικό κίνημά του εναντίον του Αλή πασά.
Την άνοιξη, λοιπόν, του 1808, ο Θύμιος Βλαχάβας και τα αδέλφιά του, επικεφαλής μιας αρκετά μεγάλης δύναμης ενόπλων κλεφταρματολών, ξεκίνησαν στη Θεσσαλία την εξέγερσή τους κατά του Αλή πασά. Μια ενθύμηση και πάλι αναφέρει, προφανώς εκ παραδρομής, ότι το κίνημα ξέσπασε στις 8 Μαΐου 1808, ημέρα Τρίτη (ο Κασομούλης τοποθετεί το γεγονός στις αρχές Απριλίου και πλέον είμαστε βέβαιοι ότι βρίκεται πολύ κοντά στην αλήθεια), πριν επαναληφθούν οι εχθροπραξίες ανάμεσα στους Τούρκους και τους Ρώσους.
Τότε λοιπόν οι Βλαχαβαίοι, παπα-Θύμιος και Θοδωράκης, μαζί με τον καπετάνιο Δομενίκου Γιώτα Τζίμου ξεσηκώθηκαν εναντίον των Αλβανών ντερβεναγάδων και σουμπασάδων (επιστατών των μεγαλοκτηματιών) και άρχισαν να τους σκοτώνουν, χωρίς όμως να ενοχλούν τους Οθωμανούς. Φαίνεται ότι απώτερος σκοπός του Βλαχάβα ήταν να ξεσηκώσει και τους Τούρκους αγάδες εναντίον του Αλή, πράγμα που τελικά φαίνεται ότι δεν το κατάφερε πάντως, μαζί του έδρασαν αρχικά και μερικοί Αλβανοί και Τούρκοι, προφανώς δυσαρεστημένοι από τις ενέργειες του Αλή πασά.
Οι Βλαχαβαίοι είχαν συνεννοηθεί επίσης με τον αρματολό της Πίνδου Δεληγιάννη, καθώς και με τον Ευθύμιο Στουρνάρη, προκειμένου αυτοί να καταλάβουν τα στενά του Μετσόβου και των Καλαριτών και να εμποδίσουν με αυτόν τον τρόπο τα στρατεύματα του Αλή να περάσουν προς τη Θεσσαλία, ώσπου οι εξεγερθέντες να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στη Θεσσαλία.
Τα πολύτιμα στοιχεία αποδεσμεύουν τα ανέκδοτα έγγραφα με τη δράση των ανταρτών Βλαχαβαίων, τις πρώτες επιτυχίες τους εναντίον του Αλβανού οπλαρχηγού στην υπηρεσία του πασά των Ιωαννίνων Τάρε Βασιάρη και τις ενέργειες του Αλή πασά για την καταστολή του κινήματος.
Οι εξεγερθέντες έχουν σημαντικές επιτυχίες και κυριαρχούν στον Θεσσαλικό Κάμπο και οι αναφορές προς τον Αλή πασά αναφέρουν για τη δράση περίπου πεντακοσίων ανδρών, χωρισμένων σε τρία μπουλούκια, οι οποίοι συνεχώς αυξάνονται και έχουν σκορπίσει σε όλα τα χωριά, σκοτώνοντας ανθρώπους και προβαίνοντας σε λεηλασίες και αρπαγές ζώων.
Εντύπωση, επίσης, προκαλεί το γεγονός ότι την αποφασιστικότητα των εξεγερθέντων την αποδίσουν είτε σε δυτικό δάκτυλο είτε επειδη «τόσο τους σήκωσε ο Θεός τη γνώση».
Στην τροπή που παίρνουν τα πράγματα, όπως μαρτυρούν οι πηγές, οι Τούρκοι, εξοργισμένοι από την ανταρσία των Βλαχαβαίων, ήταν έτοιμοι να λάβουν σκληρά αντίποινα εναντίον των ραγιάδων, τους οποίους κατηγορούν ότι «τα έχουν ένα με τους κλέφτες».
Γι' αυτό οι πιστοί ραγιάδες γράφουν στον Αλή πασά και ζητούν την προστασία του, ενώ οι άνθρωποί του Καμπέρης και Γιουσούφης του Μπεκήραγα, πριν ακόμη λάβουν εντολή του αφέντη τους, παρεμβαίνουν και αποτρέπουν τα χειρότερα. Το γεγονός αυτό έρχεται να πιστοποιήσει ότι τελικά οι Βλαχαβαίοι δεν κατόρθωσαν να ξεσηκώσουν τους χωρικούς της θεσσαλικής πεδιάδας, πράγμα που κατά τον Πουκεβίλ οφείλεται στη δράση του Μητροπολίτη Λαρίσης Γαβριήλ, που ενεργώντας ως εντολοδόχος του Αλή έπεισε τους δυσαρεστημένους να μην κινηθούν, επισείοντας τα τρομερά αντίποινα που θα ξεσπούσαν εναντίον τους.
Αυτό υπήρξε ένα αρνητικό γεγονός, όπως κρίσιμο γεγονός είναι ότι ο Βλαχάβας δεν κατόρθωσε να κινητοποιήσει τους ραγιάδες του Θεσσαλικού Κάμπου το άλλο και το πιο αποφασιστικό για την τύχη του κινήματος, όμως, έχει να κάνει με τους αρματολούς Δεληγιάννη και Στουρνάρη, οι οποίοι παρά την αρχική συμφωνία τους με τον Βλαχάβα, τελικά επέτρεψαν στον στρατό του Αλή πασά να περάσει ανενόχλητος από την Ήπειρο στη Θεσσαλία και να κινηθεί κατά των επαναστατών.
Επικεφαλής του αληπασαδικού στρατεύματος, που αποτελείται από περίπου έξι χιλιάδες Αλβανούς, είναι ο ίδιος ο γιος του Αλή Μουχτάρ πασάς, ο οποίος πρόλαβε να χτυπήσει τους επαναστάτες πριν καταφέρουν να ενώσουν τις δυνάμεις τους, οι οποίες, όπως αναφέρουν οι πηγές, δρούσαν χωρισμένες σε τρία τμήματα, πιθανότατα για να δημιουργούν με την ταυτόχρονη παρουσία τους σε διαφορετικά σημεία του Θεσσαλικού Κάμπου την εντύπωση μιας γενικευμένης εξέγερσης.
Έτσι, η αποφασιστική μάχη δόθηκε στις 5 Μαΐου 1808 στο Καστράκι, έξω από την Καλαμπάκα κοντά στα Μετέωρα, ανάμεσα στους Αλβανούς του Μουχτάρ πασά και τους ξεσηκωμένους, επικεφαλής των οποίων ήταν ο αδελφός του παπα-Θύμιου, Θοδωράκης Βλαχάβας.
Διάφορες διηγήσεις και ενθυμήσεις αναφέρουν ότι ο αγώνας υπήρξε σκληρότατος, διήρκεσε είκοσι τέσσερις ώρες και πέρασε από διάφορες φάσεις. Αρχικά, εξορμούν οι Τουρκαλβανοί αρχηγοί Βελή μπέης και Μπεκίρ αγάς από τα Τρίκαλα και συμπλέκονται με τους Έλληνες στο Καστράκι.
Έπειτα από κάποιον χρόνο, που δεν προσδιορίζεται από τις πηγές, καταφθάνει και ο Μουχτάρ πασάς, που είχε ξεκινήσει από τα Γιάννενα, με νέα στρατεύματα. Η μάχη κοπάζει για κάποιο διάστημα, αλλά επαναρχίζει με μεγαλύτερη ένταση, για να σταματήσει με τον ερχομό τής νύχτας.
|
Σχεδιαστική απεικόνιση του μαρτυρικού τέλους του παπα-Θύμιου Βλαχάβα (Ιστορία Ελληνικού Έθνους) |
Σύμφωνα με στιχούργημα που έχει δημοσιεύσει ο καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος και το οποίο περιγράφει τα γεγονότα από την οπτική των Αλβανών, οι Βλαχαβαίοι υποχωρούν, ενώ ο Μουχτάρ μπαίνει στην Καλαμπάκα και οχυρώνεται. Τ
ην επόμενη ημέρα τού επιτίθενται πολυάριθμα ελληνικά ασκέρια, αλλά ο Μουχτάρ κάνει γιουρούσι και υποχωρεί προς το Καστράκι πολεμώντας.
Το τελευταίο γεγονός πιθανόν οφείλεται στη φαντασία του Αλβανού στιχοπλόκου, καθώς δεν μαρτυράται από καμιά άλλη πηγή, ο οποίος προφανώς εξογκώνει τα πράγματα, για να προσδώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στη νίκη του Μουχτάρ.
Ωστόσο, πέρα από την ακριβή αναπαράσταση των πολεμικών δρώμενων, γεγονός παραμένει ότι οι επαναστάτες κατατροπώθηκαν, πολλοί σκοτώθηκαν και ανάμεσά τους νεκρός είναι και ο αδελφός του παπα-Θύμιου Θοδωράκης Βλαχάβας.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η είδηση ότι τα στενά του Μετσόβου είχαν αφεθεί ελεύθερα και ότι πολυάριθμες αληπασαδικές δυνάμεις είχαν τη δυνατότητα να ξεχυθούν ανενόχλητες προς τη Θεσσαλία, αποθάρρυνε τους υπόλοιπους Έλληνες οπλοφόρους υπό την ηγεσία του Ευθύμιου Βλαχάβα, που ακόμη δεν είχαν προλάβει να ενωθούν με τους αγωνιζόμενους στο Καστράκι της Καλαμπάκας, να τρέξουν προς βοήθειά τους.
Το αντίθετο. Ο παπα-Θύμιος με τους άντρες του, μετά τα καταστροφικά γεγονότα της Καλαμπάκας, υποχώρησαν προς τα μέρη του Ολύμπου και από εκεί, για να μη δώσουν λαβή αντιποίνων εις βάρος των χωρικών της περιοχής, μπήκαν στα καράβια και κατέφυγαν στα νησιά Σκόπελο, Σκύρο και Σκιάθο, που αποτελούσαν το γνωστό άσυλό τους. Από εκεί άρχισαν πάλι τις πειρατικές επιδρομές τους στο Αιγαίο Πέλαγος.
Όμως, ο Βλαχάβας τελικά δεν ξεφεύγει από τα χέρια του Αλή πασά. Ύστερα από έναν χρόνο, παρασυρμένος από τις υποσχέσεις αμνηστίας του Τούρκου αρχιναυάρχου, παραδίνεται σ' αυτόν.
Ο τελευταίος, όμως, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να τον παραδώσει στον πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος τον έκλεισε στη φυλακή και ύστερα από τρεις μήνες τον εκτελεί, αφού προηγουμένως, κατά τη συνήθειά του, τον υπέβαλε σε βασανιστήρια.
Ο Γάλλος πρόξενος στα Γιάννενα Πουκεβίλ και σημαντικός μάρτυρας των γεγονότων της εποχής, συνάντησε και πάλι τον παλιό γνώριμό του, όμως τώρα υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες και γίνεται έτσι αυτόπτης μάρτυρας του μαρτυρίου του παπα-Θύμιου Βλαχάβα: «Στα Γιάννενα δεμένο σ' έναν πάσσαλο στην αυλή του Σεραγιού ξαναείδα τον Ευθύμιο Βλαχάβα, που τον είχα συναντήσει άλλοτε στην Πίνδο (=Χάσια) μαζί με τους στρατιώτες του.
Εγνώριζε την τύχη του και, πιο ήσυχος από τον τύραννο που ηδονιζόταν με την ιδέα ότι θα χύση το αίμα του, σήκωσε προς το μέρος μου τα μάτια του γεμάτα γαλήνη, σαν να αποζητούσε την μαρτυρία μου στον θρίαμβο της ύστατης ώρας του.
Την είδε να πλησιάζει, την ώρα αυτή την φοβερή για τον κακό, με την ηρεμία του δίκαιου. Ένοιωσε, χωρίς να αναρριγήσει και δίχως να παραπονεθεί, τα χτυπήματα των δήμιων και τα μέλη του, που τα έσυραν μέσα από τους δρόμους της πολιτείας, έδειξαν στους τρομαγμένους Έλληνες τα υπολείμματα του τελευταίου καπετάνιου της Θεσσαλίας».
Ο Άγγλος Ουίλιαμς Λικ, επιζητώντας μια αιτιολογημένη κατάθεση για τον θάνατο του παλιού έμπιστου του Αλή πασά, υποστηρίζει ότι κύρια αιτία του θανάτου τού Θύμιου Βλαχάβα υπήρξε η ανακάλυψη αλληλογραφίας του αρματολού με τους Ρώσους της Κέρκυρας, οι οποίοι προετοίμαζαν εξέγερση των Ελλήνων.
Έτσι, λοιπόν, δικαιολογούνται, κατά τον Λικ, τα βασανιστήρια στα οποία υπέβαλε ο Αλή πασάς τον αιχμάλωτο αρματολό, επειδή σκόπευαν να τον αναγκάσουν να ομολογήσει τους συνεργάτες του.
Μολονότι η πληροφορία για την ύπαρξη της αλληλογραφίας αυτής δεν φαίνεται πράξη πιθανή, αφού κατά την περίοδο της εξέγερσης του Βλαχάβα η Κέρκυρα βρισκόταν υπό γαλλική κατοχή, αν αληθεύει, πρέπει να αναφέρεται σε προγενέστερη της εξέγερσης εποχή και, πάντως, πρέπει να αναφέρεται σε σχέσεις του Βλαχάβα με τους άλλους κλεφταρματολούς, που είχαν καταφύγει στα Ιόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Τιλσίτ.
Η δράση του Ευθύμιου Βλαχάβα και ο μαρτυρικός θάνατός του προξένησαν μεγάλη εντύπωση σε Έλληνες και Αλβανούς και οι επιβιώσεις τους συνετέλεσαν, ώστε να γραφούν πολλές πεζές και έμμετρες διηγήσεις των γεγονότων.
Αξίζει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι την ίδια εποχή πιάστηκε και ο μοναχός Δημήτριος από τη Σαμαρίνα με την κατηγορία ότι υποκινούσε τους χωρικούς σε εξέγερση, μολονότι φαίνεται ότι αυτός προσπαθούσε το αντίθετο.
Ο Δημήτριος βασανίστηκε και στο τέλος θανατώθηκε και η τύχη του συνδυάστηκε με εκείνη του παπα-Θύμιου. Μάλιστα, ο Πουκεβίλ παραδίδει διάλογο ανάμεσα στα δύο πρόσωπα του δράματος, από τον οποίο φαίνεται ότι άντλησε και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στη δική του ποιητική εκδοχή των γεγονότων.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι στο κίνημα του Ευθύμιου Βλαχάβα, τόσο εξαιτίας της γενικότερης κατάστασης όσο και από ορισμένες ενέργειές του, οι οποίες όμως δεν στηρίζονται ικανοποιητικά από τις ιστορικές πηγές, ανιχνεύονται ορισμένα στοιχεία που συνιστούν ό,τι θα χαρακτηρίζαμε ως συγκροτημένο ιδεολογικό σχήμα, που οδηγεί αναπόφευκτα σε επαναστατική δράση.
Άλλωστε, όπως αναφέραμε και στην αρχή της παρούσας διήγησης, βρισκόμαστε πάρα πολύ κοντά στα χρόνια που θα αναληφθεί η κυρίως επαναστατική προσπάθεια.
ΕΝΘΥΜΗΣΗ
Δ. Λουκόπουλος, «Από ένα κώδικα διαλυμένου μοναστηριού του Ολύμπου», Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδος 1936, σ. 129.
Εν έτει 1808, Μαΐου 5, ημέρα Τρίτη, ο Παπαθύμιος και Θοδωράκης, παιδιά του Πλαχάβα εσήκωσαν κεφάλι και εσκότωσαν τους Αρβανίτες, άλλους εις τα τερβένια, άλλους εις τα χάνια τους έκοψαν.
Έκαυσαν και το σπίτι του Γιαννάκου από Λευθεροχώρι με 5 Αρβανίτες μέσα, και ήτον εις τον καιρόν του Αλή πασά όπου όριζεν εις τον Μορέαν, Μακρυνίτσα, Γιαννιτσά και Θεσσαλονίκην εις Καπρολί, Οχρίδα, Αλπασάνι, Αυλώνα, Κακοσούλι, Δέλβινον, Αγία Μαύρα και άλλα σύνορα. Και ο Μουχτάρ πασάς και ο βεζίρ Αλή πασάς έστειλεν δύναμιν και επιάστηκεν εις πόλεμον με τους Πλαχαβαίους και έγινε μέγας θρήνος.
Εσκοτώθηκαν όλοι οι Πλαχαβαίοι έως 500 άνθρωποι. Εγλύτωσε δε μόνον ο Θοδωράκης και ο Μιχαλογιάννης και άλλοι. Και ύστερον τους εσκότωσεν ο Σιαπέρας με απιστίαν και αυτούς. Και τα παιδιά τους όπως έκαμαν αυτοί με τους Αρβανίτες έτσι έπαθαν.
Βιβλιογραφία
- Α. Αγγέλου, «Ο Πουκεβίλ και η Ελλάδα», Περιηγήσεις στον ελληνικό χώρο, Αθήνα 1968, σ. 127.
- Απόστολος Βακαλόπουλος, «Νέα στοιχεία για τα ελληνικά αρματολίκια και για την επανάσταση του Θύμιου Μπλαχάβα στη Θεσσαλία στα 1808», ΕΕΦΣΠΘ 9 (1965), σ. 230-251 και σε ανάτυπο.
- Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ', Θεσσαλονίκη 1973, σ. 722-726.
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτικής Αθηνών), τ. ΙΑ', Αθήνα 1975, σ. 412-413.
- Αλέξης Πολίτης (επιμέλεια), Το δημοτικό τραγούδι. Τα Κλέφτικα,Αθήνα 1981, σ. 76-79 και 133-134.
- Κ. Σάθας, Ιστορικαί Διατριβαί, Αθήνα 1870, όπου (σ. 123-336) δημοσιεύεται μεγάλο μέρος της Αληπασιάδος του Χατζησεχρέτη.
- Γ. Σιορόκας, Άγνωστη διασκευή της «Αληπασιάδας» του Χατζή Σεχρέτη. Μια ιστορική προσέγγιση, Ιωάννινα 1983.
Πηγή: Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ