Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Τρίτη, Μαΐου 17, 2016

Βαπτίστηκε Ορθόδοξος με κατηχήτρια τη σύζυγό του! Μιά γυναίκα πέτυχε ό,τι δεν πέτυχαν επί δεκαετίες οι Οικουμενιστές, που όχι μόνο δεν έφεραν ούτε ένα ετερόδοξο στην Ορθοδοξία, αλλ' αντίθετα αποτρέπουν την επιστροφή στην ορθή Πίστη!


goumenissis-12

Tαυτίζοντας τή σπουδαιότερη ἐκδοχή τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ τήν 
κατάφαση τῆς πίστης στό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας.
Kαί μεταφράζοντας αὐτήν τή θερμότατη αἴσθηση μέ τίς ἱερές
 Ἀκολουθίες προπαντός τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος.
Δυνάμει “ἀναδεκτός” τῆς ἅγιας πρόνοιας τοῦ ἀληθινοῦ Τριαδικοῦ
 Θεοῦ, ὁ ὁποῖος “πάντας θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν”.
Λαχταρώντας νά γίνει κι ἐκεῖνος ὁλότελα δεκτός μέ τό εἰσαγωγικό μυστήριο 
τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. Ἀφημένος στά χέρια τοῦ ἐνανθρωπισμένου 
ζῶντος Θεοῦ.
Ἔτσι ζοῦσε ἑπτά χρόνια στή Γουμένισσα ἕνας ὑπερήλικας πιά 
Ἀμερικανός μέ τήν ὑπερήλικα Ἀμερικανίδα σύζυγό του καί πρόσμενε
 τό δικό του Πάσχα μέσα στό ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό 
(καί πανανθρώπινο σωτηριῶδες) Πάσχα, ὁ κ. Raymond Brown ἀπό τό 
Michigan τῶν Η.Π.Α.. Ἐκεῖνος τό ἔλεγε καί τό ξανάλεγε: 
“Ἐγώ αἰσθάνομαι Ἕλληνας! Ἕνα μοῦ λείπει: νά βαπτισθῶ ὀρθόδοξος
 χριστιανός!”
Κατηχήτρια ἤθους καί πίστης ἡ σύζυγός του Ἐλισάβετ, βαπτισμένη
 πρό πολλῶν δεκαετιῶν στή Γουμένισσα. Ἐκείνη ἔζησε μιάν 20ετία
στή χώρα μας, ἐπανῆλθε στήν Ἀμερική ὅπου καί ἔμεινε μιάν 30ετία.
Ἡ συνάντηση-καταλύτης ἦρθε τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, στό νοσοκομεῖο
τῆς πόλης, μέ τήν καθιερωμένη ἐπίσκεψη τοῦ Μητροπολίτου
 Γουμενίσσης κ. Δημητρίου γιά νά μοιραστεῖ τό ἀμέριστο 
“Χριστός Ἀνέστη” μέ κάθε νοσηλευόμενο καί τήν 
ἐφημερεύουσα ἰατρική καί νοσηλευτική ὑπηρεσία τοῦ Ἱδρύματος.
Κοινωνία ἀγάπης μέ τό ὄνομα τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ στίς
 καρδιές καί τά χείλη ὅλων, “κυριολεξία” τῆς ἀληθινῆς κι ἀναφαίρετης
 χαρᾶς.
“Εἶδες; Ἡ Ὀρθοδοξία πάντα νικᾶ!” τοῦ μίλησε ἁπλά ὁ Δεσπότης,
 μέ τή συμβολική γλώσσα τῆς ἡμέρας, τό τσούγκρισμα τῶν πασχαλινῶν
 αὐγῶν.
Τό αὐγό τοῦ Ἐπισκόπου μας “ἔσπασε” τό αὐγό τοῦ νοσηλευόμενου,
μᾶλλον “ἔσπασε” καί τίς τελευταῖες ἀναβολές.
Ὁ ἐγκαρδιωμένος διάλογος στάθηκε εὐκαιρία ἄμεσης ἔκφρασης
 τῆς θεόγνωστης βαθειᾶς ἐπιθυμίας, τέρμα στήν ἀναμονή τόσων χρόνων,
ἀρχή στήν ὁριστική κι ἀναφαίρετη ἀπόγευση τῆς σωτήριας ἐσχατολογίας.
“Πότε θά μέ βαπτίσετε Σεβασμιώτατε; Αὐτά πού ζεῖ κανείς ἐδῶ στή 
Γουμένισσα τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, δέν τά ζεῖ πουθενά ἔξω ἀπό τήν 
Ἑλλάδα. Δέν ὑπάρχει τίποτε πιό ὡραῖο ἀπό αὐτά πού γίνονται τή 
Μεγάλη Ἑβδομάδα καί τό Πάσχα. Πότε θά ρθει γιά μένα αὐτή ἡ ὥρα; 
Μήπως δέν προλάβω”.
Κι ἔκλαιγε ἀπό λαχτάρα ψυχῆς, ἀπό ἱερό πόθο, ἀγωνιώντας μή καί δέν 
προφθάσει στό τέλειο δώρημα τῆς Χάριτος, στό εἰσαγωγικό δώρημα 
τῆς πληρότητας τῆς κατεξοχήν ζωῆς.
Μάρτυρες τῶν αὐτῶν αἰσθημάτων του, τῆς βιουμένης ἅγιας Ρωμηοσύνης,
στάθηκαν τήν ἴδια μέρα ἐκεῖ στό Νοσοκομεῖο καί ἐπώνυμα στελέχη 
ἀπό τό Σύλλογο “Ἅγιος Τρύφων”.
Ἐντυπωσιάστηκαν ἀπό τό βλέμμα τοῦ νοσηλευόμενου πρός τήν 
εἰκόνα-ἀντίγραφο τῆς Παναγίας Γουμένισσας, πού θύμιζε ἐκεῖνο
 τό μυριόλεκτο καρδιακό χαιρετισμό “χαῖρε στοργή πάντα πόθον νικῶσα!”
Τό ἴδιο πάλι ἐκφραστικό κλάμα τῆς λαχτάρας καί τῆς προσδοκίας
 καί τῆς ἅγιας ἀγωνίας, μήπως δέν πρόφθανε νά γίνει ἀναδεκτός 
ἀπό τήν ζῶσα Ἐκκλησία καί τόν ἀληθινό Θεό.
Τήν ἴδια ἀποφασιστική κατάφαση στό κάλεσμα τοῦ Θεοῦ δήλωσε καί
 ξαναδήλωσε, ἐρχόμενος στή Μητρόπολη μέ τή γυναίκα του.
“…Νιώθω Ἕλληνας. Δέν μπορεῖτε νά φανταστεῖτε τή χαρά πού νιώθω
 πού βρίσκομαι στήν Ἑλλάδα. Τί καλός κόσμος εἶναι ἐδῶ! Δέν θέλω νά
 φύγω ἀπό τήν Ἑλλάδα”. Ἡ ἐκφραστικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς 
μας λατρείας στάθηκε καί γι᾽ αὐτόν πάλιν καί πολλάκις κατήχηση 
στό εὐαγγέλιο τῆς ἀπολυτρώσεως καί σωτηρίας: “καί γάρ τό Πάσχα 
ἡμῶν ὑπέρ ἡμῶν ἐτύθη, (ὁ) Χριστός”.
Ὁ Χριστός, τό πέρασμα (ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή) τόσων 

καί τόσων Ἁγίων καί δικαίων πρός τήν ἀπερινόητη καί χαρισμένη 
παρουσία τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ.
Δέν ἦταν κάτι στιγμιαῖο, ἀλλά μιά πορεία ὡρίμανσης καί τῆς δικῆς του 
πίστης μέ τήν κατήχηση τῆς ἐκκλησιασμένης πίστης τῆς συζύγου, πού
 πρῶτα ἐκείνη βαπτισμένη ἀπό πολλές δεκαετίες ἐπιποθοῦσε νά γίνει κα
ί ὁ σύζυγός της ὅπως κι ἐκείνη, ὀρθόδοξος χριστιανός, ἐκκλησιαστικά
 μέτοχος στό γεγονός τῆς σωτηρίας.
Καί ἔφθασε ἡ ἅγια ὥρα τῆς ἐκπλήρωσης. Μέ ἀνάδοχους τό Στέφανο 
Ἀναγνωστόπουλο (προπονητή τῆς ἐθνικῆς ὁμάδας πάλης) καί τόν Πέτρο 

Μποζίνη (ἀπό τούς μουσικούς τῶν “Χάλκινων”).
Στά “Δύο Ποτάμια” τῆς Γουμένισσας, καί συγκεκριμένα στό ὁλοκάθαρο
 ρέμα πού κατεβαίνει ἀπό τήν Κάρπη, πού οἱ πηγές του ἀναβλύζουν 
μέσα ἀπό τά βράχια ψηλά στό Πάϊκο.
Γιά λόγους πρακτικά ἐπιβεβλημένους, ἐπιλέχθηκε ἀντί τοῦ ναοῦ ἡ βάπτιση 
νά γίνει στό ποτάμι. Τελέστηκαν ὅλα τά προβλεπόμενα ἀπό τήν ἅγια
 τάξη τῆς Ἐκκλησίας, μέ τόν Μητροπολίτη μας προεστῶτα καί τούς ἱερεῖς
 π. Νικόδημο Δαούλκα, π. Χρῆστο Γραμματικό καί π. Εὐθύμιο Γραικό, 
μέ τή βοήθεια τῶν διακόνων π. Θεόκλητου Κόκκινου καί π. Μιχαήλ
Πόποβιτς, ἁγιάστηκε τό ὕδωρ, ἐμβαπτίσθηκε ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ λαβών
τό ὄνομα Ἡρακλῆς (μάρτυς ἐκ τῶν 40ντα πού ἐμαρτύρησαν στά 
μέσα τοῦ τρίτου αἰῶνα στήν Ἀφρική, ἡ μνήμη τῶν ὁποίων 
ἑορτάζεται στίς 10 Ἀπριλίου) καί Πέτρος τρίς στό “ὕδωρ τῆς ἀπολυτρώσεως”,

 ἐχρίσθη μέ τό ἅγιο Μῦρο καί ἐξῆλθε νέος ἄνθρωπος, νεάζων πνευματικά
ὁλοτελής στήν πιό ὥριμή του ἡλικία!
Ἡ σύζυγός του κ. Ἐλισάβετ μέ αἰσθήματα χαράς καί συγκινήσεως, 
ἦταν μονίμως δακρυσμένη κατά τή διάρκεια τοῦ μυστηρίου,
 λέγοντας καί ξαναλέγοντας “Σ᾽ εὐχαριστῶ Θεέ μου πού εἰσάκουσες
 τίς προσευχές μου καί βαπτίσθηκε ὁ ἄντρας μου”.
Στήν περιεκτικά λιτή ὁμιλία του ὁ Σεβασμιώτατος ὑπενθύμισε στό 
νεοφώτιστο πώς ἡ Ὀρθοδοξία πάντα νικᾶ· ὁ Χριστός εἶναι πού 
“ἐξῆλθε νικῶν καί ἵνα νικήσῃ”, μέ τήν Ἀνάστασή Του, μέ τήν ἔσχατη
 Κρίση, πού καί τά δύο πνευματικά συγκροτοῦν τό νῦν καί τό ἀεί τῆς

 παρουσίας τῆς Ἐκκλησίας.
Καί ὅλα αὐτά συντελέστηκαν, παραμονή τῆς ἑορτῆς τῶν Μυροφόρων, 
τό πρωινό ἑνός ἄλλου Σαββάτου, πού παρέμπεμε στήν ἄδυτη
ἀνατολή τῆς μιᾶς Σαββάτων, στήν Κυριακή τοῦ σωτηρίου Πάσχα.
***
Ἀνακεφαλαίωση στή χαρά τοῦ ἑνός βαπτισθέντος, τῶν δύο, τῶν 
τελετουργῶν καί τῶν ἀναδόχων καί ὅσων συμπαρόντων, ἦρθε ὁ
 λαμπρός Ἑσπερινός καί ὁ κυριώνυμος ἑορτασμός τῶν Μυροφόρων.
Στήν Ἱερά Μονή τῶν Ἁγίων Ραφαήλ, Νικολάου καί Εἰρήνης 
Γουμενίσσης (Γρίβας). Μέ σημεῖο ἀναφορᾶς τά ἅγια πρόσωπα 
τῶν τολμηρῶν Κηδευτῶν τοῦ Σωτῆρος καί τῶν θαρραλέων 
Μυροφόρων, περί τό εἰκονισμένο Σῶμα τοῦ Ἄχραντου Νεκροῦ
 καί αὐτεξούσια Ἀναστημένου Κυρίου μας.
Ὡσάν “ἐνεικονισμένα” στό χριστοφόρο ἱερό λείψανο τῆς
 ἁγίας μυροφόρου, καλλιπαρθένου καί ἰσαποστόλου Μαρίας 
τῆς Μαγδαληνῆς, ἀπότμημα-δέρμα, ἀπό τό ἕνα ἄφθαρτο χέρι της
 τό φυλασσόμενο στά Ἱεροσόλυμα, δωρηθέν ὑπό τοῦ Ἁγιοταφίτου
 Ἀρχιεπισκόπου Θαβωρίου μακαριστοῦ Δανιήλ (τό ἄλλο ἄφθαρτο 
χέρι της φυλάσσεται στήν Ἱ.Μ. Σιμωνόπετρας τοῦ Ἁγιονόρους).
Στή λιτανεία καί τόν Ἁγιασμό τῆς κυριώνυμης Κυριακῆς προσῆλθε 
καί μετεῖχε μεγάλο πλῆθος προσκυνητῶν.
Ὁ προεξάρχων Μητροπολίτης μίλησε ἑστιάζοντας στήν αἰωνική πιά 
μορφή καί στόν ἱστορικά καταξιωμένο τίτλο τοῦ ἁγίου Ἰωσήφ
 τοῦ εὐσχήμονος Βουλευτοῦ, παραπέμποντας στήν ἱστορική εὐθύνη
 καί τό αἰωνικό της ἀντίκρισμα ὅσων ὑποδύονται βουλευτικούς
 ρόλους μέ συμβιβασμένη ἀντικοινωνική ἤ ἀσεβοῦσα πολιτική πρακτική
σέ βάρος τῆς ἱστορίας καί τῶν πνευματικῶν καί ὑλικῶν ἀναγκῶν τοῦ
λαοῦ μας.
Τό προσκύνημα στή Χάρη τῶν Ἁγίων συνεχιζόταν ὁλημερίς, 
συνεισφέροντας ἀπό τό σταυροκόπημα τῆς καρδιᾶς μικρῶν καί 
μεγάλων στό “διάλογο οὐρανοῦ καί γῆς”, πού ὁ Κύριός μας
 τόν ἑνοποίησε στό πρόσωπό Του καί τόν ταυτοποίησε ὡς ἐκκλησιασμό,
 καλώντας μας σ᾽ αὐτήν τήν ἀμοιβαιότητα ἀκτίστου καί κτιστοῦ.
 Καλώντας μας στό διαρκές Πάσχα, πού ἀπομένει καί τό μοναδικό δωρεάν
 χρέος ζωῆς ὅλων μας.
***
Μέσα στό διαρκές ἱερώτατο Πάσχα τῆς ἐγχριστωμένης Ρωμηοσύνης
 καταξιώνονται καί ὅλες οἱ ἡρωικές ἐπέτειοι τῆς ἐθνικῆς μας ἱστορίας,
 πού τιμήθηκαν αὐτόν τόν καιρό στήν ἀναστατωμένη πάλι συνοριακή
 μας γραμμή: στούς Εὐζώνους τήν Παρασκευή τῆς Διακαινησίμου 
μέ σύμβολο τήν ἑλληνική σημαία ἐνάντια στούς συμμάχους τοῦ Ἄξονα 
πού τόλμησαν νά τήν βεβηλώσουν, ἀλλά εἰσέπραξαν τήν ἀντίσταση τοῦ

 ἡρωισμοῦ τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων μας πού φύλαγαν καί 
φυλάγουν νεότερες Θερμοπῦλες· στό Δογάνη τοῦ ἐξ Αἰγιαλείας
 ἀνθυπολοχαγοῦ Εὐστάθιου Δογάνη καί στό γειτονικό λόφο Ραβινέ
 μέ τήν ἐκ νέου ἀπελευθερωτική τους ἐκπόρθηση ἐπί τοῦ Α΄ Π.Π.·
 καί κυρίως στό ὀχυρωμένο ἕως ἀπόρθητο Σκρᾶ, πού 
ἐλευθερώθηκε ἀπό τήν αὐτοθυσιαστική ὑπεροχή τοῦ στρατοῦ μας,
συναπαρτιζομένου ἐκ τοῦ συστάδην καί ἔπεισε τούς συμμάχους νά
ὁμολογήσουν πάλι “πρίν λέγαμε πώς οἱ Ἕλληνες πολεμοῦν σάν ἥρωες·
ἀπό τώρα θά λέμε πώς οἱ ἥρωες πολεμοῦν σάν Ἕλληνες”.
Οἱ “στιγμές” ἐκείνου τοῦ ἡρωισμοῦ τῶν πατέρων μας 
καταξιώθηκαν ἀπό τήν ἀδιαίρετη ἱστορική μας ταυτότητα τοῦ 
χιλιοειπωμένου “ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος”. Προσμένοντας 
συνεχιστές.


goumenissis-1
goumenissis-2

goumenissis-4
goumenissis-5
goumenissis-6
goumenissis-7

goumenissis-10




goumenissis-16

Πηγή

Κυριακή του Παραλύτου Ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καί ὀκτώ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ»

Ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καί ὀκτώ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ»
tou paralytoyΠρόσωπο θλίψεως κι αφόρητου πόνου αγαπητοί μου αδελφοί, μπορεί να χα­ρακτηρισθεί ο παράλυτος της Βηθεσδά. Τριάντα οχτώ ολόκληρα χρόνια έλιωνε πάνω στο κρεβάτι της εγκατά­λειψης. Εξουθενωμένος από το βάρος της δοκιμασίας, δεν είχε χάσει την ελπίδα του. Περίμενε την επέμβαση τού Θεού. Και να, ήλθε ό Ιησούς! Τον πλησίασε με αγάπη και με τον δεσποτικό Του λόγο νεύρωσε τα παράλυ­τα μέλη του.«Καί ευθέως εγένετο υγιής ό άνθρωπος». Με την εντολή τού Θεού ή πολυχρόνια νόσος υποχώρη­σε και τα νεκρά νευρικά κύτταρα πήραν ζωή. Ό πόνος με την επέμβαση τού Θεού έδωσε τη θέση του στην χαρά. Πολλοί άνθρωποι αγανακτισμένοι από το βάρος δοκι­μασιών και θλίψεων, διερωτώνται γιατί να υπάρχει στον κόσμο τόσος πόνος.
Διαφωτιστική άπάντηση δίνουν οι άγιοι της Εκκλησίας μας, οι οποίοι δοκιμασμένοι στο κα­μίνι τού πόνου, συγχρόνως σκεπασμένοι από τη χάρη τού Θεού, μπορούνε να διακρίνουν αντικειμενικά την προέλευση και τη σημασία τού πόνου στη ζωή τού πι­στού. Λένε λοιπόν οι θεοφώτιστοι άγιοι της Εκκλησίας μας, ότι από τη στιγμή πού για πρώτη φορά ό άνθρω­πος γεύθηκε την αμαρτία και την ηδονή πού τη συνο­δεύει, γεύθηκε ταυτόχρονα την πίκρα τού πόνου και της οδύνης. Επέτρεψε ό Θεός τον πόνο για να θεραπευθεί με την οδύνη ή πληγή που άνοιξε στον άνθρωπο η αμαρτία. Δεν ήταν τιμωρία ό πόνος, αλλά φάρμακο θερα­πείας. Αυτό πού σε μας φαίνεται τιμωρία, στην πραγμα­τικότητα είναι θεραπεία, θεϊκή ευεργεσία.
Οι θλίψεις είναι φάρμακα πού γιατρεύουν την αρρώστια της αμαρτίας και ξαναδίνουν στον άνθρωπο την υγεία των αρετών. Οι άγιοι βλέπουν τις θλίψεις σαν «αίτιες αρετής» και τις θεωρούν πολύτιμα δώρα τού Θεού. Γράφει ό Αβάς Ίσα: «τίμιαι εναντίον Κυρίου αί θλί­ψεις... υπέρ πασαν ευχήν καί θυσίαν». Και ό άγιος Νείλος συμβουλεύει: «Υπόμενε τις θλίψεις γιατί μέσα σ' αυτές φυτρώνουν οι αρετές». Μέσα από τούς τριβόλους των δοκιμασιών φυτρώ­νουν τ' άνθη της μετανοίας. Πόσοι άνθρωποι δεν άλλα­ξαν πορεία υστέρα' από μία μεγάλη δοκιμασία; Ο Ιερός Χρυσόστομος, πού τόσο δοκιμάσθηκε στή ζωή του, λέει ότι με τις θλίψεις απαλλασσόμαστε από τις αμαρτίες και προχωρούμε πρός τή Βασιλεία τού Θεού έξαγνισμένοι.
Ή υγεία, ή δόξα, ή ευτυχία μας καθιστά αγέρωχους, σκληρούς, εγωιστές, αδιάφορους, άπονους. Η αρρώστια όμως, η συμφορά, ο πόνος, η θλίψη, η φτώχια, ο παραγ­κωνισμός και γενικά κάθε δοκιμασία ταπεινώνει την«ἐπηρμένη ὀφρύ», μας κάνει καταδεχτικούς, μαλακούς, ευλαβείς, πονόψυχους, ελεήμονες, μ’ ένα λόγο ανθρώ­πους. Τότε σκεφτόμαστε το Θεό. Σηκώνουμε τα μάτια μας σε εκείνον και με δάκρυα τον παρακαλούμε: «Κύριε μή ἀποστρέψῃς τό πρόσωπόν σου ἀπό τοῦ παιδός σου, ὅτι θλίβομαι∙ ταχύ ἐπάκουσόν μου∙ πρόσχες τψυχ μου καί λύτρωσε αὐτήν» (Ψαλμ. ρα'). Ποιος άλλαξε τη στάση μας; Ποιος μας μίλησε για τη λαθεμένη πορεία μας, ώστε να αλλάξουμε συμπεριφορά; Ποιος άλλος;
Ο μεγάλος παιδαγωγός, ο πόνος. Εκείνος μαλάκωσε την καρδιά μας. Εκείνος με τους όμβρους της μετάνοιας πότισε την ξερή και άγονη ψυχή μας. Είχε δί­κιο ο Άγιος Ιάκωβος να γράφει στους θλιμμένους: «Πᾶ­σαν χαράν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς πε­ριπέσητε ποικίλοις...»(Ἰακ. α’ 2). Μερικοί θεωρούν τη θλίψη σαν έκφραση της οργής του Θεού. Ίσως να έχουν δίκιο. Ο πειρασμός άλλοτε είναι έκφραση ιδιαίτερης εύνοιας, και άλλοτε δίκαιης οργής τού Θεού. Αλλά τί είναι η οργή τού Θεού; Ο άγιος Μάξιμος λέει ότι η οργή τού Θεού εκδηλώνεται με δύο τρόπους. Πρώτον, με την εγκατάλειψη του υπερήφανου στα χέρια των εχθρών του, με σκοπό να συναισθανθεί την αδυναμία του και να αναγνωρίσει τη δύναμη της Θείας Χάριτος.
Δεύτερο, με τη διακοπή των θείων χαρισμάτων η οποία γίνεται σε κάθε άνθρωπο που καυχάται για τα κατορθώ­ματά του και για τις δωρεές που του δόθηκαν από το Θεό. Όταν έρχονται λοιπόν θλίψεις, ας αναρωτηθούμε: μήπως είναι παιδαγωγίες τού Θεού που σκοπό έχουν να μας οδηγήσουν σε συστολή και ταπείνωση; Στην αρχή κάθε θλίψη μας κάνει να υποφέρουμε και να βασανιζόμαστε. Όμως εάν δεχτούμε την αρρώστια με ταπείνωση και την υπομείνουμε με καρτερία, βλέπουμε στο τέλος, ότι έχει κατάληξη ειρηνική. Ό Απόστολος Παύλος επιβεβαιώνει την αλήθεια αυτή με τ' ακόλουθα λόγια: «Πᾶσα παι­δεία, πρός μέν τό παρόν οὐ δοκεῖ χαράς εἶναι, ἀλλά λύπης, ὕστερον δέ καρπόν εἰρηνικόν τοῖς δι’ αὐτῆς γεγυμνασμέ­νοις ἀποδίδωσι δικαιοσύνης» (Έβρ. ιβ' 11).
Οι θλίψεις λέει ο άγιος Μάρκος ό ασκητής, πού έρχονται στους ανθρώπους «τῶν ἰδίων κακῶν εἰσίν ἔγγονα».Εάν όμως με προσ­ευχή υπομείνουμε «εύρίσκομεν πάλιν άγαθών πραγμάτωνέπιφοράν». Ευλογημένοι χριστιανοί. 'Όσο κι' αν οι θλίψεις μάς μαλακώνουν την ψυχή για να δεχτεί της αρετής τη σφραγίδα, όσο κι αν προξενούν στε­φάνους, εντούτοις είναι πικρά φάρμακα τα οποία με πολ­λή δυσκολία δεχόμαστε. Επειδή μάλιστα υπάρχει κίνδυνος λόγω της αδυναμίας και της απιστίας μας να ζημιωθούμε από τον πειρασμό της θλίψεως, ας παρακαλούμε τον Κύ­ριο να μάς λυτρώνει και να μάς σκεπάζει από κάθε θλίψη, οργή, κίνδυνο και ανάγκη. «Πάτερ ἡμῶν... μή εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλά ρῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ». ΑΜΗΝ.

17 Μαΐου 1914: Μετὰ τὸν ἔνοπλο ἀγώνα ὑπογράφεται διεθνὴς συνθήκη ποὺ κηρύσσει τὴν Αὐτονομία τῆς Βορείου Ἠπείρου

Τοῦ Χρύσανθου Σιχλιμοίρη
Φωτογραφία: Ἔνοπλες Δεροπολίτισσες ἕτοιμες νὰ ριχτοῦν στὴν μάχη γιὰ τὴν Βόρειο Ἤπειρο! "Γυναῖκες Ἠπειρώτισσες ξαφνιάσματα τῆς φύσης"
Αὐτόνομος Βόρειος Ἤπειρος - Ἱστορικὰ Στοιχεῖα 
 Ἡ δημιουργία τοῦ Ἀλβανικοῦ κράτους τὸ 1912 δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα ἀγώνων ἑνὸς λαοῦ ποὺ ζητοῦσε τὴν ἀπελευθέρωσή του καὶ τὴν ἀνεξαρτησία του ἀπὸ τὸν Ὀθωμανικὸ ζυγό, ἀλλὰ ἐπινόηση τῆς Αὐστροουγγαρίας καὶ τῆς Ἰταλίας οἱ ὁποῖες ἐνεργοῦσαν ἡ κάθε μία γιὰ ἴδιο συμφέρον.
Τὸ ἐθνικὸ συναίσθημα ἦταν ἄγνωστο στοὺς Ἀλβανοὺς μέχρι καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ού αἰώνα . Οἱ πιστοὶ στὸ Ἰσλὰμ Ἀλβανοὶ τοῦ Βορρᾶ ἔνιωθαν Τοῦρκοι, ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξοί το Νότου, ὅπου ὑπῆρχαν συμπαγεῖς Ἑλληνικοὶ πληθυσμοὶ καθὼς ἐπίσης καὶ ἀρκετοὶ μουσουλμάνοι, Ἕλληνες κάτοικοι τῆς Ἠπείρου. Ἔτσι, μὲ τὴν ἔναρξη τοῦ Α' Βαλκανικοῦ πολέμου τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1912, ἐνῶ ὅλα τα Βαλκανικὰ κράτη: Ἑλλάδα, Μαυροβούνιο, Σερβία, Βουλγαρία συμμάχησαν κατὰ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, οἱ Ἀλβανοὶ μὲ ἀπόφαση τῶν ἀρχηγῶν τῶν ἐθνικιστικῶν τους ὁμάδων πῆραν μέρος στὸν πόλεμο, στὸ πλευρὸ τῶν Τούρκων. Βλέποντας οἱ Ἀλβανοὶ τὴν ἀτυχῆ γι' αὐτοὺς ἔκβαση τοῦ πολέμου καὶ διαπιστώνοντας, μετὰ ἀπὸ ἐπίσκεψη τοῦ Ἰσμαὴλ Κεμὰλ Βλιώρα στὴ Βιέννη, ὅτι πιθανὴ ἵδρυση Ἀλβανικοῦ κράτους δὲν ἦταν ἀντίθετη μὲ....
τὴν πολιτικὴ θέληση τῆς Αὐστροουγγαρίας,  προχώρησαν στὴν ἀνακήρυξη τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς Ἀλβανίας. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔγινε στὶς 28 Νοεμβρίου 1912 στὸν Αὐλώνα καὶ ἦταν ἀπόφαση ἐθνοσυνέλευσης,  ποὺ συγκλήθηκε ἐκεῖ ἀπὸ τὸν Ἰσμαὴλ Κεμὰλ Βλιώρα ἀμέσως μετὰ τὴν ἀποβίβασή του ἀπὸ Αὐστριακὸ ἀντιτορπιλικό,  ποὺ τὸν μετέφερε στὸν Αὐλώνα, ἀπὸ τὴν Τεργέστη τῆς Ἰταλίας. Στὴ συνέχεια οἱ Ἀλβανοὶ ζήτησαν ἀπὸ τὶς Μεγάλες Δυνάμεις καὶ τὴν Τουρκία τὴ διεθνῆ ἀναγνώριση τοῦ κράτους τους καὶ ἡ ὁποία τελικὰ ἐπετεύχθη στὶς 7 Δεκεμβρίου 1912 ἀπὸ τὴν Πρεσβευτικὴ Συνδιάσκεψη τοῦ Λονδίνου.
 Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς μὲ τὴ νικηφόρα προέλαση του ἐλευθέρωνε τοὺς Ἄγ. Σαράντα, τὴν Κορυτσά, τὰ Ἰωάννινα, τὸ Ἀργυροκάστρο, τὴν Κλεισούρα, τὸ Τεπελένι. Ἡ Χειμάρρα εἶχε ἐλευθερωθεῖ νωρίτερα   ἀπὸ ἐθελοντὲς μὲ ἀρχηγὸ τὸν Χειμαρριώτη μακεδονομάχο Σπύρο Σπυρομήλιο. Ὁ πληθυσμὸς τῶν περιοχῶν αὐτῶν μὲ ἀπερίγραπτο ἐθνουσιασμὸ ἐκδήλωνε τὰ ἀκραιφνῆ Ἑλληνικά του αἰσθήματα πρὸς τὸν ἐλευθερωτὴ Ἑλληνικὸ στρατό, καὶ συνέτασσε ψηφίσματα καὶ ὑπομνήματα μετὰ ἀπὸ πάνδημα συλλαλητήρια πίστης καὶ ἀφοσίωσης πρὸς τὸν Διάδοχο.Τὸ περιεχόμενο τῶν ψηφισμάτων καὶ τῶν ὑπομνημάτων  αὐτῶν ἀποτελεῖ ἀδιάψευστο ἱστορικὸ ντοκουμέντο τῆς Ἑλληνι­κότητας τῆς Βορείου Ἠπείρου ἰδιαίτερα περιοχῶν, ποὺ δὲν ἀναγνωρίζονται ἀπὸ τοὺς Ἀλβανοὺς ὅτι κατοικοῦνται ἀπὸ Βορειοηπειρῶτες.
Καταπληκτικὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Μουσουλμάνοι τῆς περιοχῆς δὲν διαφοροποιοῦνται στὰ αἰσθήματα πρὸς τὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς. Καὶ αὐτό, γιατί στὴ συντριπτική τους πλειοψηφία ἦταν Ἕλληνες στὴν καταγωγή, ἐξισλαμισθέντες κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας.Μικρὰ παιδιά, γυναῖκες καὶ ἄνδρες μέχρι τὰ κατάλευκα γηρατειά, ἐκδήλωναν τὴν Ἑλληνικότητά τους μὲ τρόπο, ποὺ δὲν ἀφήνει ἀσυγκίνητο καὶ τὸν πιὸ ψύχραιμο ἐρευνητή.Πόθος ὅλων ἡ ἕνωση μὲ τὴ μητέρα Ἑλλάδα καὶ πρόθεση τοὺς ὁ ἀγώνας μέχρις ἐσχάτων γιὰ τὴν ἐλευθερία.
Δυστυχῶς, μὲ τὴ λήξη τοῦ Α' Βαλκανικοῦ πολέμου  καὶ μὲ τὴν ὑπογραφὴ τῆς Συνθήκης Εἰρήνης τοῦ Λονδίνου στὶς 17 Μαΐου 1913, συναρτήθηκε ἡ  τύχη τῆς Βορείου Ἠπείρου μὲ αὐτὴ τῶν νησιῶν τοῦ Ἀνατολικοῦ Αἰγαίου - σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρο 5 τῆς Συνθήκης-. Τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου θὰ δίνονταν στὴν Ἑλλάδα μόνο ἐὰν ἡ χώρα μας θὰ " ἐδέχετο ἄνευ ἀντιρρήσεων, ὅπως ἡ Βόρειος Ἤπειρος περιληφθῆ ἐντός των Ἀλβανικῶν συνόρων".
Πληροφορούμενοι οἱ Βορειοηπειρῶτες τοῦ Ἀργυροκάστρου, τῆς Πρεμετῆς, τοῦ Τεπελενίου, τοῦ Δελβίνου καὶ τῆς Χειμμάρας ὅτι σχεδιάζεται ἀπὸ τὶς Μεγάλες Δυνάμεις ἡ προσάρτησή τους στὸ Ἀλβανικὸ κράτος, διοργάνωσαν στὶς 5 Ἰουνίου μεγάλο συλλαλητήριο στὸ Ἀργυροκάστρο καὶ στὶς 17 Ἰουνίου συνέταξαν πληρεξούσιο σὲ ἀντιπροσώ­πους τοὺς προκειμένου νὰ τοὺς ἐκπροσωπήσουν μὲ παράστασή τους ἐνώπιόν της Πρεσβευτικῆς Συνδιάσκεψης τοῦ Λονδίνου. Μὲ τὸ κείμενό τους στοὺς Πρεσβευτὲς τῶν Μεγάλων Δυνάμεων, οἱ πληρεξούσιοί των Βορειοη­πειρωτῶν ζήτησαν τὴν ἀποστολὴ "Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς" στὴ Βόρειο Ἤπειρο γιὰ νὰ ἐξακριβώσει τὸν ἐθνολογικὸ χαρακτήρα τοῦ τόπου καὶ τὴ θέληση τῶν κατοίκων καὶ αὐτοχρονα ἀποκάλυψαν, μὲ τὸν πλέον κατηγορηματικὸ τρόπο, τὴν ἀπόφασή τους νὰ πολεμήσουν γιὰ τὴν ἐλευθε­ρία τους.
Ἔμενε ὅμως ἐκκρεμές το θέμα τοῦ καθορισμοῦ τῶν Ἑλληνο-Ἀλβανικῶν συνόρων, ποὺ  ἀνατέθηκε σὲ Διεθνῆ Ἐπιτροπὴ ἀποτελούμενη ἀπὸ ἐκπροσώπους τῶν Μεγάλων Δυνάμεων. Ἀμέσως μετὰ τὸ διορισμὸ τῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὸν καθορισμὸ τοῦ ἐθνολογικοῦ χαρακτήρα τῆς Βορείου Ἠπείρου, οἱ Ἕλληνες τῆς Κορυτσᾶς, ἀπέστειλαν ὑπόμνημα πρὸς τὴ Διεθνῆ Ἐπιτροπὴ τονίζοντας τὴν Ἑλληνικότη­τα τῆς περιοχῆς καὶ καταλήγοντας: "ἐν ἐκ τῶν δύο λοιπὸν ὑπολείπεται ἠμίν, ἢ ἕνωσις μετὰ τῆς μητρὸς Ἑλλάδος, συμφώνως τὴ καταγωγή, τὴ ἱστορία, ταῖς παραδόσεσι καὶ τοῖς ἐθίμοις ἠμῶν, ἢ μεταβολὴ τῶν πάντων εἷς ἐρείπια καὶ τέφραν". Ἡ Διεθνὴς Ἐπιτροπὴ "χρησιμοποίησε ὡς μοναδικὸ κριτήριο γιὰ τὸν χαρακτηρισμὸ τῶν κατοίκων ὡς Ἑλλήνων, τὴν Ἑλληνικὴ μονογλωσσία καὶ κατάταξε στοὺς Ἀλβανοὺς τοὺς χρῆστες τοῦ Ἀλβανικοῦ γλωσσικοῦ ἰδιώματος ἀκόμη καὶ μέσα στὴν οἰκογένεια".Μόνο οἱ ἀντιπρόσωποι τῆς Γαλλίας καὶ τῆς Ἀγγλίας δὲν ἀρκοῦνταν στὴν ἐξέταση τῆς γλώσσας ὡς μοναδικοῦ κριτηρίου, ἀλλὰ ὑποστήριζαν ὅτι ἔπρεπε νὰ λάβουν ὑπόψη τοὺς τὴν ἐκπαιδευτικὴ καὶ θρησκευτικὴ ἄποψη τῶν κατοίκων καθὼς ἐπίσης καὶ τὸ φρόνημά τους.
Στὸ μεταξὺ ἡ Πρεσβευτικὴ Συνδιάσκεψη τοῦ Λονδίνου τῆς 26ης Αὐγούστου 1913 ἀποφάσισε νὰ δοθεῖ στὴν Ἀλβανία παραλιακὴ λωρίδα μέχρι Φτελιᾶς, ἡ νῆσος Σάσων καθὼς καὶ ἡ ἐπαρχία (πρώην Καζᾶς) Κορυτσᾶς. Μάταια ἡ Ἑλληνικὴ κυβέρνηση στὶς 13 Ὀκτωβρίου διαμαρτυρήθηκε τόσο γιὰ τὴν παραπάνω ἐδαφικὴ ρύθμιση ὅσο καὶ γιὰ τὴ λήψη ὡς μοναδικοῦ κριτηρίου τῆς ἐθνικότητας, τὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα τῶν κατοίκων στὸ χῶρο τῆς οἰκογενείας. Οἱ προτάσεις τῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς υἱοθετήθηκαν ἀπὸ τὶς Μεγάλες Δυνάμεις στὴ Φλωρεντία στὶς 17 Δεκεμ­βρίου 1913, ὅπου ὑπογράφηκε πρωτόκολλο μὲ τὸ ὁποῖο ἐπιδικάστηκε στὸ νεοσύστατο Ἀλβανικὸ κράτος ἡ πε­ριοχὴ τῆς Βορείου Ἠπείρου.
Ἀπὸ τὴ στιγμή, ποὺ ἡ Ἑλληνικὴ Κυβέρνηση "κατ' ἀνάγκην" ἀποδέχθηκε τὸν ἐκβιασμὸ τῶν Μεγάλων Δυνάμεων καὶ δεσμεύθηκε μὲ τὴν ὑπογραφή της, θὰ ἦταν ἀντίθετη σὲ κάθε μορφὴ ἀντίστασης ἢ διεξαγωγῆς αὐτονομιακοῦ ἀγώνα στὰ ἐδάφη, ποὺ εἶχαν ἐπιδικασθεῖ στὴν Ἀλβανία. Στὸ μεταξὺ οἱ Βορειοηπειρῶτες, ποὺ πληροφοροῦνταν τὰ τεκταινόμενα σὲ βάρος τους, ὀργανώνονταν μὲ τὴ σύσταση Ἐπιτροπῶν Ἐθνικῆς Ἀμύνης καὶ Ἐπιμελητειῶν. Κύριος στόχος τῶν ἀνωτέρω ἐπιτροπῶν ἦταν ἡ στρατολόγηση ἐθελοντῶν καὶ ἡ ἔνταξή τους σὲ ἱεροὺς λόχους καθὼς καὶ ἡ ἐξεύρεση οἰκονομικῶν πόρων γιὰ τὴ διεξαγωγὴ ἔνοπλου ἀγώνα. Ἤδη οἱ Χειμαρριῶτες διαμαρτυρήθηκαν καὶ γνωστοποίησαν ταυτόχρονα μὲ τὴν τελευταία πρόταση τῆς ἐπιστολῆς τους πρὸς τοὺς ὑπουργοὺς τῶν ἐξωτερικῶν των Μεγάλων Δυνάμεων στὶς 24 Νοεμβρίου 1913, τὴν ἀμετάκλητη ἀπόφασή τους νὰ ἀγωνισθοῦν γιὰ τὴν ἐλευθερία, ποὺ μὲ τόσους ἀγῶνες εἶχαν κερδίσει: "θὰ φονευθῶμεν πάντες, ἀλλ' ἡ Χειμάρρα ἐνωθεῖσα μετὰ τῆς Ἑλλάδος δὲν θὰ λεχθῆ ὅτι ὑπεδουλώθη εἰς Ἀλβανούς". Στὶς ἀρχὲς Δεκεμβρίου τοῦ 1913 οἱ Ἕλληνες φοιτητὲς ἔκαμαν ἔκκληση πρὸς τοὺς συναδέλφους τοὺς τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς νὰ διακηρύξουν "ἐν ὀνόματι τῆς διεθνοῦς φοιτητικῆς ἀδελφότητάς τα πρὸς τὸ δίκαιον καὶ τὴν ἐλευθερίαν τῶν ἄλλων καθήκοντα τῶν λαῶν των". Διετράνωσαν δέ, στὴν ἔκκλησή τους, τὴν ἀπόφασή τους νὰ ὑπερασπισθοῦν "βῆμα πρὸς βῆμα τὸ ἔδαφος, ὅπερ διὰ ποταμοῦ αἱμάτων ἐπὶ ἔτος ὅλον μαχόμενοι ἀνεκτήσαμεν, καὶ νὰ μὴ ἐπιτρέψωμεν τὴν βεβήλωσιν αὐτοῦ καὶ τὴν αὐθαίρετον ἁρπαγήν του".
Οἱ ἀπόγονοί των ἱερολοχιτῶν τοῦ Δραγατσανίου δὲν σταμάτησαν ἐδῶ. Σχημάτισαν φάλαγγα, ποὺ πῆγε στὴν Ἤπειρο, γιὰ νὰ ὑπερασπισθοῦν μὲ τὸ αἷμα τοὺς τὸ Δίκαιο καὶ τὴν Ἐλευθερία. Προτοῦ ἀναχωρήσουν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ἐξέδωσαν μνημειώδη προκήρυξη ποὺ κατέληγε ὡς ἑξῆς: "Λαὸς ἐλευθερω­θεῖς διὰ τοῦ ξίφους δὲν δουλοῦται διὰ τοῦ καλάμου".
Στὶς 10 Ἰανουαρίου 1914 ὁ Μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ προέδρου τῆς Ἐπίτροπης Ἐθνικῆς Ἀμύνης Ἀργυροκάστρου, Τεπελενίου συγκάλεσε Πανηπειρωτικὸ Συνέδριο στὸ Ἀργυροκα­στρο, γιὰ τὶς 30 Ἰανουαρίου.
Ἐξέτασε ὅλες τὶς δυνατότητες γιὰ εἰρηνικὴ λύση τοῦ προβλήματος. Μὴ ἔχοντας ὅμως δυνατότητα γιὰ πολιτικὴ λύση ἕνεκα τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ κυβέρνηση θὰ ἦταν ὑποχρεωμένη νὰ δεχθεῖ τὶς θέσεις τῶν Μεγάλων Δυνάμεων γιὰ τὴν τύχη τῶν νησιῶν τοῦ Αἰγαίου, ἀποφάσισε στὴ Β'συνεδρία της τὴ σύσταση ἁρμοδίου ὀργάνου, ποὺ θὰ ἀναλάμβανε ἔνοπλο ἀγώνα μὲ σκοπὸ τὴν Ἀνεξαρτησία.Πρὸς τοῦτο συγκρότησε "Ὀργανωτικὴ Ἐπιτροπή", ποὺ μέχρι νὰ συμπληρωθεῖ θὰ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ τοὺς μητροπολίτες Δρυϊνουπόλεως Βασίλειο, Βελλᾶς καὶ Κονίτσης Σπυρίδωνα καὶ Κορυτσᾶς Γερμανό. Στὸ ἑξῆς ἀποφά­σεις γιὰ τὸν Ἀγώνα θὰ ἔπαιρνε μόνο ἡ "Ὀργανωτικὴ Ἐπιτροπή". Στὴν Ἐ" συνεδρία της ἡ Πανηπειρωτικὴ Συνέλευση ἀποφάσισε νὰ ἀνακηρύξει τὴν αὐτονομία τῆς Βορείου Ἠπείρου.  Ἡ "Ὀργανωτικὴ Ἐπιτροπή", ὡς τὸ ὄργανο λήψεως ἀποφάσεως γιὰ τὴ διεξαγωγὴ τοῦ Ἀγώνα, στὶς 10 Φεβρουαρίου 1914 ἀνακήρυξε τὴ Βόρειο Ἤπειρο, "Αὐτόνομη Πολιτεία".  Ὁ δὲ Γεώργιος Χρηστάκη Ζωγράφος φθάνοντας στὸ Ἀργυροκάστρο στὶς 15 Φεβρουα­ρίου   σχημάτισε ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ προσωρινὴ κυβέρνηση μὲ πρῶτα μέλη, τὰ μέλη τῆς "Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς" . Τὴν ἴδια μέρα κυκλοφόρησε πρὸς τὸν Ἠπειρωτικὸ λαὸ ἡ πρώτη προκήρυξη  τῆς Προσωρινῆς Κυβερνήσεως. Στὶς 17 Φεβρουαρίου ἀνακηρύχθηκε ἐπίσημα καὶ μάλισα μὲ πανηγυρικὸ χαρακτήρα γιὰ τὴν τόνωση τοῦ ἠθικοῦ το λαοῦ, ἡ Ἀνεξαρτησία τῆς Βορείου Ἠπείρου.
Ἡ Ἑλληνικὴ κυβέρνηση εἶχε δώσει διαταγὲς πρὸς τὶς ἀρχὲς τῆς Βορείου Ἠπείρου, γιὰ τὴν παρεμπόδιση τῶν ἐκδηλώσεων. Παρ'ὅλα αὐτὰ ὁ πληθυσμὸς τῆς πόλεως καὶ τῆς εὐρύτερης περιοχῆς Ἀργυροκάστρου συγκεντρώθη­κε στὶς ὄχθες τοῦ Δρίνου ποταμοῦ ἀπὸ τὶς πρωινὲς ὧρες πάνοπλος. Οἱ ἀστυνομικὲς ἀρχὲς βρέθηκαν σὲ ἀδυναμία νὰ παρέμβουν καθὼς ἐπίσης καὶ ὁ στρατὸς γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ αἱματοκύλισμα. Στὶς 3 μ.μ. ἄρχισε ὁ ἁγιασμός. Παρόντες ἦταν ἑπτὰ χιλιάδες ἔνοπλοι.Ρίγη συγκίνησης διαπέρασαν τοὺς παρευρισκομένους ὅταν σὲ στιγμὲς κατάνυξης ὑψώθηκε ἡ σημαία τῆς "Αὐτο­νόμου" καὶ ὑποστάλθηκε ἡ Γαλανόλευκη. Ὁ μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος τὴν ἅγια ἐκείνη ὥρα προχώρησε λίγα βήματα καὶ ἀτενίζοντας τὴν Ἑλληνικὴ σημαία, μὲ παλόμενη ἀπὸ λυγμοὺς φωνὴ τὴν ἀποχαιρέτη­σε ἐκ μέρους τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Βορείου Ἠπείρου. "Χάριν τῆς ὑπέρτατης Ἐθνικῆς ἀνάγκης κατεβιβάσθης, ὢ θεῖον ὄνειρον, ἠμῶν τὲ καὶ τῶν πατέρων μας γαλανόλευκή μας, ἐθνική μας Σημαία. Ἀλλὰ ἀντί Σου δὲν ἀνυψώνομεν ξένην ἀλλὰ τὴν θυγατέρα σου, Ἠπειρωτικὴν προωρισμένην νὰ κατησχίση κατὰ τῆς ἀλβανικῆς ἡμισελήνου!"
Μετὰ τὴν τελετὴ τὸ πλῆθος κατευθύνθηκε στὸ Ἀργυροκάστρο ὅπου καὶ ὕψωσε στὸ διοικητήριο τὴ σημαία τῆς Αὐτονόμου Πολιτείας τῆς Βορείου Ἠπείρου.
Ἡ Χειμάρρα στὸ μεταξὺ εἶχε ἀνακηρύξει τὴν Αὐτονομία ἀπὸ τὶς 10 Φεβρουαρίου,   ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ἀνακηρύχθηκε ἡ Βόρειος Ἤπειρος σὲ "Αὐτόνομη Πολιτεία" ἀπὸ τὴν "Ὀργανωτικὴ Ἐπιτροπή". Ἡ ἀνακήρυξη τῆς Αὐτονομίας στοὺς Ἄγ. Σαράντα καὶ τὸ Δέλβινο ἔγινε στὶς 16 Φεβρουαρίου. Στὸ Λεσκοβίκι στὶς 20 καὶ στὴν Πρεμετὴ στὶς 23 Φεβρουαρίου.
Κοινὸ στοιχεῖο σὲ ὅλες τὶς περιοχὲς τῆς Βορείου Ἠπείρου ἦταν ἡ θέληση καὶ ἡ ἀποφασιστικότητα τῶν κατοίκων νὰ πολεμήσουν γιὰ τὴ σωτηρία τῆς Βορείου Ἠπείρου ἔστω καὶ μόνοι. Ὁ τιτάνιος ἀγώνας τῶν Βορειοηπειρωτῶν στέφθηκε μὲ ἐπιτυχία στὰ πεδία τῶν μαχῶν παρὰ τὰ προβλήματα ποὺ δημιούργησε ἡ Ἑλληνικὴ κυβέρνηση.   Οἱ Μεγάλες Δυνάμεις ζήτησαν τὴν ἔναρξη διαπραγματεύσεων μὲ τοὺς Βορειοηπειρῶτες. Ἡ προσωρινὴ κυβέρνηση τῆς Αὐτονόμου Πολιτείας τῆς Βορείου Ἠπείρου ἦρθε σὲ συνενόηοη μὲ τὴ Διεθνῆ Ἐπιτροπὴ Ἐλέγχου, στὴν ὁποία εἶχε ἀνατεθεῖ ὁ ἔλεγχος τῆς πολιτικῆς διοικήσεως καὶ τῶν οἰκονομικῶν το Ἀλβανικοῦ κράτους.  "Σκοπὸς τῆς προσωρινῆς κυβερνήσεως ἦταν νὰ ἐπιτύχη χάριν τῶν Βορειοηπειρωτῶν προνόμια, ἰσοδυναμούντα πρὸς αὐτονομίαν ".
Οἱ διαπραγματεύσεις ποὺ ἀκολούθησαν κατέληξαν στὴν ὑπογραφὴ τοῦ Πρωτοκόλλου τῆς Κέρκυρας στὶς 17 Μαΐου 1914.
Μὲ τὸ Πρωτόκολλο τῆς Κέρκυρας ἀναγνωρίσθηκε ὁ Ἑλληνικὸς χαρακτήρας τῆς Βορείου Ἠπείρου καὶ ἐδόθη­σαν στοὺς κατοίκους τῶν ἐπαρχιῶν Ἀργυροκάστρου καὶ Κορυτσᾶς "ἐκτεταμένα προνόμια διοικητικά, ἐκκλησιαστικά, σχολικὰ καὶ γλωσσικὰ ἰσοδυναμούντα πρὸς πραγματικὴν αὐτονομίαν".
Τὸ Πανηπειρωτικὸ Συνέδριο, ποὺ συνῆλθε στὸ Δέλβινο στὶς 23 Ἰουνίου 1914, ἐνέκρινε τὸ Πρωτόκολλο τῆς Κέρκυρας καθὼς ἐπίσης οἱ Μεγάλες Δυνάμεις  καὶ ἡ Ἀλβανία ,  ποὺ τὸ δέχθηκε καὶ τὸ προσυπέγραψε ἄνευ ὅρων στὶς 12 Ἰουνίου 1914.
Ἡ Ἑλλάδα εἶχε κατακτήσει τὸν πρῶτο ἐπίσημο  διεθνῆ τίτλο ἐπὶ τῆς Βορείου Ἠπείρου.
Ἡ ἑκατέρωθεν ὅμως δυσπιστία τῶν ἀντιμαχομένων, ὁδήγησε σὲ νέες συγκρούσεις, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν τὴ Β' φάση τοῦ Αὐτονομιακοῦ Ἀγώνα. Οἱ στρατιωτικὲς δυνάμεις τῆς Αὐτόνομης Πολιτείας τῆς Βορείου Ἠπείρου, ὄχι μόνο ἀπώθησαν τοὺς ἐπιτιθέμενους Ἀλβανοὺς ἀλλὰ προχώρησαν καὶ πέραν τῆς ὁροθετικῆς γραμμῆς Τεπελενίου  - Κλεισούρας κλπ., μέχρι τοῦ Βερατίου. Στὸ μεταξὺ στὴν Ἀλβανία ἡ πολιτικὴ κατάσταση χειροτέρευε ἐπικίνδυνα. Παντοῦ ἐπικρατοῦσε ἀβεβαιότητα καὶ ἀναρχία.Γὶ αὐτὸ στὶς 14 Ὀκτωβρίου 1914 οἱ Μεγάλες Δυνάμεις μὲ τὴ συγκατάθεση τῆς Ἰταλίας ζήτησαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα νὰ ἀνακαταλάβει στρατιωτικὰ τὴ Βόρειο Ἤπειρο, προκειμένου νὰ ἐπιβάλλει τὴν τάξη καὶ τὴν ἀσφάλεια στὸ ἀναρχοκρατούμενο κράτος τῆς Ἀλβανίας.
Κατὰ τὸν Ἐλευθέριο Βενιζέλο ἡ πρόσκληση ἀποτελοῦσε "τὴν ἐπισημοτέραν διεθνῆ ἀναγνώρισιν τοῦ ἰδιαιτέρου ἐνδιαφέροντος τὸ ὁποῖον ἔχει καὶ δικαιοῦται νὰ ἔχη ἡ Ἑλλὰς διὰ τοὺς ὁμοεθνεῖς πληθυσμοὺς τῆς περιφερείας ταύτης". Μὲ τὴν ἀνακατάληψη τῆς Βορείου Ἠπείρου ἀπὸ τὸν Ἑλληνικὸ στρατὸ ἔληξε ἡ Α' φάση τοῦ Βορειοηπειρωτικοῦ Ἀγώνα, τοῦ Ἀγώνα τῆς Ἀνεξαρτησίας τῆς Βορείου Ἠπείρου.
Ἀφοῦ ἔγινε ἡ παράδοση τῆς Χώρας στὸν Ἑλληνικὸ στρατὸ μέσα σὲ γιορταστικὴ ἀτμόσφαιρα, ἡ κυβέρνηση τῆς Αὐτονόμου Πολιτείας τῆς Βορείου Ἠπείρου παραιτήθηκε, ἐκδίδοντας τὴν τελευταία ἐμπνευσμένη ἐγκύκλιό της. Ὁ Βορειοηπειρωτικὸς Ἀγώνας εἶχε δικαιωθεῖ. Τὰ ἐδάφη τῆς Βορείου Ἠπείρου ἀποτελοῦσαν ἀναπόσπαστο τμῆμα τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους. Οἱ Βορειοηπειρῶτες ἐκπροσωπήθηκαν στὸ Ἑλληνικὸ Κοινοβούλιο μὲ δέκα ἕξι βουλευτές. Ὅμως ὁ πολιτικὸς διχασμός, ἡ μικροκομματικὴ πολιτική, οἱ σκοπιμότητες καὶ ἡ ἔλλειψη ἐθνικῆς ὁμοψυχίας στὴν Ἑλλάδα, ἦρθαν ἀρωγοὶ στὶς ἀποφάσεις τῶν Μεγάλων Δυνάμεων, ποὺ εἶχαν χαράξει διαφορετικὰ τὴ μοίρα τοῦ τόπου.
 Ἡ ἱστορικὴ ἐξέλιξη ἐπιφύλαξε ἔκτοτε ποικίλα στάδια στὸ Βορειοηπειρωτικὸ Ζήτημα, χωρὶς ὅμως νὰ ὁδηγήσει ἀκόμη στὴ δίκαιη λύση του.Οἱ νέες πολιτικὲς ἀνακατατάξεις στὴ Βαλκανικὴ πρέπει νὰ ὁδηγήσουν ἀνεπιφύλακτα σὲ ἕνα νέο καθεστὼς καὶ γιὰ τὴ Βόρειο Ἤπειρο, σὲ μιὰ νέα Αὐτονομία μέσα στὰ πλαίσια τῆς γείτονος, ἐνέργεια τὴν ὁποία τὸ ἀλβανικὸ κράτος ὄχι μονάχα πρέπει νὰ σεβαστεῖ καὶ υἱοθετήσει – κάτι ποὺ δὲν ἔκανε στὸ παρελθὸν – ἀλλὰ καὶ νὰ ὑποστηρίξει. Ἔχει βαρύνουσα σημασία ἡ ἄποψη τοῦ Γέν. Γραμματέα τοῦ UNPO (UNREPRESENTED NATIONS AND PEOPLES ORGANIZATION) στὶς 18/4/94 στὴ Χάγη ὅτι, «ἐὰν μιὰ μειονότητα ἀγωνισθεῖ ἀποφασιστικὰ καὶ δημιουργήσει ἀκόμα καὶ ταραχές, τότε γίνεται γνωστὴ καὶ μπορεῖ νὰ ἀγωνίζεται γιὰ τὰ δίκαιά της μὲ πιθανότητα ἐπιτυχίας. Ἐὰν μείνει σὲ μιὰ εἰρηνικὴ συμπεριφορὰ μόνο, τότε θὰ ἐξαφανιστεῖ, μὲ τὶς μεθοδεύσεις καταπίεσης, ἐθνικῆς ἐκκαθάρισης μὲ ἀμφίδρομες μεταφορὲς πληθυσμῶν καὶ μὲ ἄλλες μεθόδους τοῦ κυρίαρχου κράτους».Ὑποστήριξη ὅμως  ποὺ πρέπει νὰ ἔχει τὸ δίκαιο αἴτημα τῆς Αὐτονομίας καὶ ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ πλευρά, κάτι τὸ ὁποῖο δὲν βλέπουμε μὲ σαφήνεια στὶς δηλώσεις – οὔτε λόγος γιὰ  πράξεις - τῶν πολιτικῶν.
Καὶ ἐπειδὴ τὸ ἐθνικὸ αὐτὸ θέμα εἶναι καὶ πολιτικό,  καὶ τοῦ ὁποίου ἡ λύση  θὰ πρέπει νὰ δρομολογηθεῖ μέσα ἀπὸ τὰ διεθνῆ fora καὶ μὲ βάσει τὶς διεθνεῖς συνθῆκες ποὺ ὑπαγορεύουν τὸ μέλλον τῶν ἐθνικῶν μειονοτήτων, καλὸ θὰ ἦταν  τὰ πολιτικὰ κόμματα στὴν Ἑλλάδα  νὰ συμπεριλάβουν στὴν ἀντζέντα τῶν ἐξωτερικῶν θεμάτων καὶ τὸ Βορειοηπειρωτικό, πρὶν εἶναι ἀργά.
Ὁ Βορειοηπειρωτικὸς Ἑλληνισμὸς ἔχει  “χορτάσει” ἀπὸ παχιὰ λόγια, ἀπὸ “ἐπιθέσεις φιλίας”, ἀπὸ συνθηματολογία «περὶ γέφυρας φιλίας»  τῆς μειονότητας, ἀπὸ πολιτικάντικη καὶ ξύλινη γλώσσα ποὺ δὲν διστάζει, γιὰ λόγους πολιτικῆς σκοπιμότητας νὰ  ἐκμεταλλεύεται τὸ πολύπαθο  αὐτὸ κομμάτι τοῦ ἑλληνισμοῦ, χωρὶς ὅμως νὰ δεσμεύεται γιὰ τὸ πρακτέον.
σφεβα
το είδαμε εδώ

ΗΓΟΥΜΕΝΗ ΜΑΡΙΑ. Ρώτησα κάποτε την Μητερούλα πώς είναι δυνατόν οι άγιοι να θεωρούν τούς εαυτούς τους τόσο αμαρτωλούς, ενώ ταυτόχρονα ήταν αυτοί πού ήταν. Τότε, εκείνη μου απάντησε: «Επειδή έβλεπαν τις δικές τους αμαρτίες και όχι τις αμαρτίες των άλλων.


Δευτέρα, Μαΐου 16, 2016

Το επαναστατικό κίνημα του παπα-Θύμιου Βλαχάβα




Παπα-Θύμιος Βλαχάβας
(Λαογρ. Μουσείο Μεγ. Μετεώρου)
Φόρος τιμής στον ήρωα της πίστης και της πατρίδας, στον αγωνιστή παπα-Θύμιο Βλαχάβα

“... παιδί μου, μη φοβού, το αίμα το δικό μας
σαν τη βροχή της άνοιξης το χώμα θα ποτίσει,
για να φυτρώσει η λευτεριά, επλάκωσεν η ώρα...
Εμείς θε να κοιμώμεθα βαθειά βαθειά στο μνήμα
και θα ν’ ακούμε τη βοή του φοβερού πολέμου,
τον κρότο, την ποδοβολή, τη χλαλοή της νίκης
επάνω από το χώμα μας να τρέχη να διαβαίνη,
και τα παιδιά μας θάρχωνται ελεύθερα, Βλαχάβα,
να μας σχωρούν στην εκκλησιά και να μας μνημονεύουν.”
Αρ. Βαλαωρίτης, Τα δυό βουνά (παπα-Θύμιος Βλαχάβας)

Ένα από τα πιο γνωστά στασιαστικά κινήματα λίγο πριν ξεσπάσει η Επανάσταση του 1821 είναι αυτό που οργανώθηκε στην περιοχή της Θεσσαλίας από τον Θύμιο Βλαχάβα, στις αρχές του 19ου αιώνα, εναντίον του Αλή πασά των Ιωαννίνων.
Ο Ευθύμιος Βλαχάβας (Μπλαχάβας) γεννήθηκε στο χωριό Σμόλιανη (Ισμόλια) Τρικάλων. H ακριβής χρονολογία της γέννησής του είναι άγνωστη, ωστόσο πρέπει να την τοποθετήσουμε γύρω στα 1770.
Ο πατέρας του, γερο-Βλαχάβας, ήταν αρματολός στα Χάσια, σύγχρονος των αρματολών Ζίδρου και Λάζου και σύμφωνα με τον Νικόλαο Κασομούλη πρέπει να πέθανε στο 1780.
Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου: ορμητήριο του Παπα-Θύμιου Βλαχάβα
Υπάρχει πάντως η πιθανότητα, σύμφωνα με μια ενθύμηση που έχουμε από χειρόγραφο της μονής Μεταμορφώσεως Μετεώρων και αναφέρεται σε κάποιον καπετάν Θανάση Μπλαχάβα, να ζούσε ακόμη στα 1792.
Είτε έτσι είτε αλλιώς ο Θύμιος αφού πρώτα χειροτονήθηκε παπάς (απ' όπου και το Παπαθύμιος με το οποίο έμεινε γνωστός) ύστερα από τον θάνατο του πατέρα του ανέλαβε ο ίδιος το αρματολίκι στα Χάσια.
Από αυτήν την πρώτη περίοδο της ζωής του ως αρματολού έχουμε μια περιγραφή του προξένου και περιηγητή Πουκεβίλ που έγινε δεκτός από τον Βλαχάβα και τους άνδρες του, έφαγε μαζί τους και τους άκουσε να τραγουδούν:
«Σ' αυτόν τον ερημικό ξενώνα μας περίμενε ο Ευθύμιος Βλαχάβας, αρχηγός ενόπλων στη Θεσσαλία, με σύντροφο τον Ζόγγο, αρχηγό παλικαριών των Αγράφων και του Αχελώου.
Οι δυο αυτοί καπεταναίοι με γέμισαν φιλοφρονήσεις, και θέλησαν με κάθε τρόπο να με φιλέψουν αρνί ψημένο όπως το συνήθιζαν οι ομηρικοί ήρωες...
Αφού ετεμάχισαν το ψητό, έκαναν τις συνηθισμένες προπόσεις που αρχίζουν πάντοτε για ορισμένους αγίους...
Οι καπεταναίοι θέλησαν έπειτα να μου προσφέρουν μια συναυλία με τους στρατιώτες τους, που έπαιρναν μετριόφρονα τον τίτλο του κλέφτη, και το κατόρθωσαν τραγουδώντας μεγαλόφωνα το τραγούδι του Μπουκουβάλα, που το συνόδεψαν με τον ήχο από τις παράτονες λύρες...».
Ο Θύμιος Βλαχάβας έζησε λοιπόν στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου, χρονική περίοδο η οποία προσδιορίζεται από σημαντικά γεγονότα τόσο στο πολιτικό, όσο και στο ιδεολογικό και στρατιωτικό επίπεδο και τα οποία σηματοδοτούν καίρια τα χρόνια που θα ονομασθούν αργότερα προεπαναστατικά.
Η αποδιοργάνωση του Οθωμανικού κράτους έχει προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό, η ισχυροποίηση του Αλή πασά των Ιωαννίνων επίσης είναι γεγονός σημαντικό ενώ ο Ελληνισμός με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βρίσκεται σε άνοδο και στην πορεία της εθνικής χειραφέτησης.
Πέρα από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που ευνοεί την ανάληψη αντιστασιακής δράσης, στο ατομικό επίπεδο της ιδεολογικής συγκρότησης είναι σημαντική η πληροφορία που μας δίνει ο Κασομούλης σύμφωνα με την οποία ο Παπαθύμιος είχε έλθει σε επαφή με κείμενα όπως ο Χρονογράφος και ο Αγαθάγγελος.
Από αυτά το πρώτο είναι μια καταγραφή γεγονότων που έχουν σχέση με την εκκλησιαστική ιστορία, γραμμένο σε απλή γλώσσα που γνώρισε μεγάλη διάδοση στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ενώ το δεύτερο είναι έργο προπαγάνδας που συντελεί οπωσδήποτε στο «ξύπνημα της λαϊκής ψυχής», όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Κ. Θ. Δημαράς.
Προτομή του παπα-Θύμιου Βλαχάβα απέναντι ακριβώς
από το ορμητήριό του, την μετεωρίτικη Μονή του Αγίου Δημητρίου
Γενικά βέβαια και τα δύο έργα και ειδικότερα το δεύτερο με την εξαγγελία για την έλευση του «ξανθού γένους» που θα ελευθερώσει τους Έλληνες περιέχουν στοιχεία που ευνοούν με τη σειρά τους την όλη επαναστατική κινητικότητα.
Στο σημείο αυτό ωστόσο αξίζει να αναφέρουμε και κάποια άλλα γεγονότα που συμβαίνουν στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής και επηρεάζουν καίρια το όλο σκηνικό, συντελώντας στη δημιουργία επαναστατικού αναβρασμού.
Βρισκόμαστε στα χρόνια του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1806-1812) και ο ρωσικός στόλος έχοντας επικεφαλής τον ναύαρχο Σενιάβιν δρα στην περιοχή του Βορείου Αιγαίου, όπου έχει σημαντικές επιτυχίες εναντίον των Τούρκων με μεγαλύτερη εκείνη της κατάληψης της Τενέδου, γεγονός που αναπτερώνει τις ελπίδες των ραγιάδων.
Στη ναυτική μοίρα του Σενιάβιν έχουν ενσωματωθεί και Έλληνες πολεμιστές ενώ φυγάδες Σουλιώτες στέλνονται από τους Ρώσους στη Λευκάδα που απειλείται από τον Αλή πασά.
Με την έναρξη του πολέμου εξάλλου, ο Αλή πασάς που ανησυχεί για την ασφάλεια της επικράτειάς του είχε αφαιρέσει από τους αρματολούς των Αγράφων και του Κάρλελι (η περιοχή της σημερινής Αιτωλοακαρνανίας περίπου) κάθε εξουσία.
Πρέπει ακόμα να σημειώσουμε ότι ένταση επικρατεί και στην περιοχή της Σερβίας, όπου, πριν ακόμη από την κήρυξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου εκδηλώνεται επαναστατικό κίνημα στην αρχή κατά των τοπικών γενιτσάρων και αργότερα εναντίον Τούρκων, το οποίο με τον απελευθερωτικό χαρακτήρα που προσλαμβάνει και τις επιτυχίες στα πεδία των μαχών (κατάληψη Βελιγραδίου από τους εξεγερθέντες) αποτελεί στα μάτια των υποδούλων ένα παράδειγμα προς μίμηση.
Μέσα στις ευνοϊκές αυτές συνθήκες για την έξαρση του επαναστατικού πνεύματος αλλά και εξαιτίας της καταδίωξης του Αλή πασά ξεσπά πρώτα το κίνημα του Νικοτσάρα και των άλλων αρματολών και κλεφτών του Ολύμπου που διώχνουν τους Αλβανούς ντερβεναγάδες του Αλή και επιτίθενται στα ασκέρια του.
Ωστόσο στη φάση αυτή ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος δεν θα αργήσει με την παρεμβολή και των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων να οδηγηθεί σε ανακωχή (συνθήκη του Τιλσίτ, 1807), πράξη ιδιαίτερα αρνητική για τους εξεγερμένους κλέφτες και αρματολούς αφού η θέση του Αλή πασά ενισχύεται σημαντικά.
Όμως τα πράγματα δεν ηρεμούν αφού ο Νικοτσάρας και οι σύντροφοί του μετατρέπονται σε πειρατές και δρουν στο Αιγαίο προτού η όλη επιχείρηση γνωρίσει τελικά το άδοξο τέλος και ο αρχηγός της σκοτωθεί πολεμώντας κοντά στο Λιτόχωρο.
Ωστόσο η όλη δράση του, που καλύπτει μεγάλο χρονικό διάστημα αφού ουσιαστικά έχει αρχίσει από το 1793, και ο ηρωικός θάνατός του συντελούν στη δημιουργία ενός θρύλου που συντηρεί την έξαψη των πνευμάτων.
Παράλληλα ο Κατσαντώνης και ο Κίτσος Μπότσαρης με τους Σουλιώτες μετά την αρνητική γι' αυτούς τροπή του Ρωσοτουρκικού πολέμου, αφού δράσουν για ένα διάστημα στην Ακαρνανία, όπου είχαν σημαντικές επιτυχίες εναντίον των Αλβανών του Αλή πασά, καταφεύγουν τελικά στην Κέρκυρα και στην Πάργα.
Μέσα στο κλίμα αυτό της γενικευμένης αναστάτωσης, ο Αλή πασάς δεν έχασε την εμπιστοσύνη του προς το πρόσωπο του Θύμιου Βλαχάβα και των αδελφών του, που έχοντας συγκροτήσει ένα σώμα από 60 αρματολούς εξακολουθούσαν να προστατεύουν την περιοχή του βιλαετιού των Τρικάλων από τους ληστές και να μισθοδοτούνται από αυτόν.
Ωστόσο τα γεγονότα δεν άφησαν τελικά ανεπηρέαστο και τον Παπαθύμιο.
Στην ανέλιξη του κινήματος του Βλαχάβα από τη σύλληψη και την οργάνωσή του έως την εκτέλεσή του πέρα από το γενικότερο κλίμα των εξεγερμένων κλεφτοαρματολών, που τώρα βρίσκονταν όπως είπαμε στην περιοχή των Ιονίων υπηρετώντας τους Ρώσους, ο Βλαχάβας φέρεται ότι είχε έλθει σε επαφή με τον ηγέτη των Σέρβων επαναστατών Καραγεώργη και τον Ρώσο ναύαρχο Σενιάβιν.
Ωστόσο καμιά ιστορική πηγή δεν βεβαιώνει παρόμοιες κινήσεις μολονότι ο Τουρκαλαβανός ποιητής Χατζησεχρέτης που έγραψε την Αληπασιάδα, μακροσκελές ποίημα που εξυμνεί τα κατορθώματα του Αλή πασά, παρουσιάζει τον Βλαχάβα να απευθύνεται στους αγάδες της Λάρισας και των Τρικάλων και να τους λέει ότι είχε έλθει σε συνεννοήσεις με τον Καραγεώργη.
Bέβαια ο Χατζησεχρέτης επιζητεί να μεγεθύνει τις δυσκολίες που συνάντησε ο πασάς των Ιωαννίνων προκειμένου να υπερτονίσει τα επιτεύγματά στο στρατιωτικό πεδίο αλλά την άποψη αυτή συμμερίζεται και ο δικός μας Κωνσταντίνος Σάθας χωρίς να έχει άμεση ή έμμεση υποστήριξη από ιστορικές πηγές, ο οποίος κάνει λόγο για Ρώσους απεσταλμένους με επιστολές προς τον Βλαχάβα εκ μέρους του ηγέτη των Σέρβων Καραγεώργη και του Ροδοφοινίκη, Έλληνα στην υπηρεσία των Ρώσων.
Πιθανότερο ωστόσο είναι ότι κάποιες συνεννοήσεις έγιναν ανάμεσα στον Βλαχάβα και τους κλεφτοαρματολούς που είχαν καταφύγει στα νησιά για την οργάνωση κάποιου συντονισμού ενεργειών και κοινής δράσης κατά των Τουρκαλβανών.
Ο Σάθας και πάλι προεκτείνοντας τα πράγματα αναφέρει ότι στα μέσα Φεβρουαρίου 1808 ο Βλαχάβας συγκάλεσε συγκέντρωση των αρματολών της Στερεάς, ακόμη και των Τούρκων της Λάρισας και των Τρικάλων που μισούσαν τον Αλή πασά, ότι ο αριθμός των μυημένων συνεχώς μεγάλωνε και ότι νέα συνέλευση στον Όλυμπο όρισε συμβολικά ως ημέρα της εξέγερσης την 29η Μαΐου 1808 και ότι τελικά το όλο εγχείρημα προδόθηκε στον Αλή των Ιωαννίνων.
Την ίδια ασάφεια παρουσιάζουν και κάποιες ενθυμήσεις οι οποίες πάντως μας οδηγούν στο πιθανό συμπέρασμα ότι ορισμένες βιαιοπραγίες των Αλβανών εναντίον κλεφταρματολών της περιοχής της Θεσσαλίας εξώθησαν τελικά τον Ευθύμιο Βλαχάβα να εγκαταλείψει τη νομιμόφρονα στάση και να ξεκινήσει το επαναστατικό κίνημά του εναντίον του Αλή πασά.
Την άνοιξη, λοιπόν, του 1808, ο Θύμιος Βλαχάβας και τα αδέλφιά του, επικεφαλής μιας αρκετά μεγάλης δύναμης ενόπλων κλεφταρματολών, ξεκίνησαν στη Θεσσαλία την εξέγερσή τους κατά του Αλή πασά. Μια ενθύμηση και πάλι αναφέρει, προφανώς εκ παραδρομής, ότι το κίνημα ξέσπασε στις 8 Μαΐου 1808, ημέρα Τρίτη (ο Κασομούλης τοποθετεί το γεγονός στις αρχές Απριλίου και πλέον είμαστε βέβαιοι ότι βρίκεται πολύ κοντά στην αλήθεια), πριν επαναληφθούν οι εχθροπραξίες ανάμεσα στους Τούρκους και τους Ρώσους.
Τότε λοιπόν οι Βλαχαβαίοι, παπα-Θύμιος και Θοδωράκης, μαζί με τον καπετάνιο Δομενίκου Γιώτα Τζίμου ξεσηκώθηκαν εναντίον των Αλβανών ντερβεναγάδων και σουμπασάδων (επιστατών των μεγαλοκτηματιών) και άρχισαν να τους σκοτώνουν, χωρίς όμως να ενοχλούν τους Οθωμανούς. Φαίνεται ότι απώτερος σκοπός του Βλαχάβα ήταν να ξεσηκώσει και τους Τούρκους αγάδες εναντίον του Αλή, πράγμα που τελικά φαίνεται ότι δεν το κατάφερε πάντως, μαζί του έδρασαν αρχικά και μερικοί Αλβανοί και Τούρκοι, προφανώς δυσαρεστημένοι από τις ενέργειες του Αλή πασά.
Οι Βλαχαβαίοι είχαν συνεννοηθεί επίσης με τον αρματολό της Πίνδου Δεληγιάννη, καθώς και με τον Ευθύμιο Στουρνάρη, προκειμένου αυτοί να καταλάβουν τα στενά του Μετσόβου και των Καλαριτών και να εμποδίσουν με αυτόν τον τρόπο τα στρατεύματα του Αλή να περάσουν προς τη Θεσσαλία, ώσπου οι εξεγερθέντες να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στη Θεσσαλία.
Τα πολύτιμα στοιχεία αποδεσμεύουν τα ανέκδοτα έγγραφα με τη δράση των ανταρτών Βλαχαβαίων, τις πρώτες επιτυχίες τους εναντίον του Αλβανού οπλαρχηγού στην υπηρεσία του πασά των Ιωαννίνων Τάρε Βασιάρη και τις ενέργειες του Αλή πασά για την καταστολή του κινήματος.
Οι εξεγερθέντες έχουν σημαντικές επιτυχίες και κυριαρχούν στον Θεσσαλικό Κάμπο και οι αναφορές προς τον Αλή πασά αναφέρουν για τη δράση περίπου πεντακοσίων ανδρών, χωρισμένων σε τρία μπουλούκια, οι οποίοι συνεχώς αυξάνονται και έχουν σκορπίσει σε όλα τα χωριά, σκοτώνοντας ανθρώπους και προβαίνοντας σε λεηλασίες και αρπαγές ζώων.
Εντύπωση, επίσης, προκαλεί το γεγονός ότι την αποφασιστικότητα των εξεγερθέντων την αποδίσουν είτε σε δυτικό δάκτυλο είτε επειδη «τόσο τους σήκωσε ο Θεός τη γνώση».
Στην τροπή που παίρνουν τα πράγματα, όπως μαρτυρούν οι πηγές, οι Τούρκοι, εξοργισμένοι από την ανταρσία των Βλαχαβαίων, ήταν έτοιμοι να λάβουν σκληρά αντίποινα εναντίον των ραγιάδων, τους οποίους κατηγορούν ότι «τα έχουν ένα με τους κλέφτες».
Γι' αυτό οι πιστοί ραγιάδες γράφουν στον Αλή πασά και ζητούν την προστασία του, ενώ οι άνθρωποί του Καμπέρης και Γιουσούφης του Μπεκήραγα, πριν ακόμη λάβουν εντολή του αφέντη τους, παρεμβαίνουν και αποτρέπουν τα χειρότερα. Το γεγονός αυτό έρχεται να πιστοποιήσει ότι τελικά οι Βλαχαβαίοι δεν κατόρθωσαν να ξεσηκώσουν τους χωρικούς της θεσσαλικής πεδιάδας, πράγμα που κατά τον Πουκεβίλ οφείλεται στη δράση του Μητροπολίτη Λαρίσης Γαβριήλ, που ενεργώντας ως εντολοδόχος του Αλή έπεισε τους δυσαρεστημένους να μην κινηθούν, επισείοντας τα τρομερά αντίποινα που θα ξεσπούσαν εναντίον τους.
Αυτό υπήρξε ένα αρνητικό γεγονός, όπως κρίσιμο γεγονός είναι ότι ο Βλαχάβας δεν κατόρθωσε να κινητοποιήσει τους ραγιάδες του Θεσσαλικού Κάμπου το άλλο και το πιο αποφασιστικό για την τύχη του κινήματος, όμως, έχει να κάνει με τους αρματολούς Δεληγιάννη και Στουρνάρη, οι οποίοι παρά την αρχική συμφωνία τους με τον Βλαχάβα, τελικά επέτρεψαν στον στρατό του Αλή πασά να περάσει ανενόχλητος από την Ήπειρο στη Θεσσαλία και να κινηθεί κατά των επαναστατών.
Επικεφαλής του αληπασαδικού στρατεύματος, που αποτελείται από περίπου έξι χιλιάδες Αλβανούς, είναι ο ίδιος ο γιος του Αλή Μουχτάρ πασάς, ο οποίος πρόλαβε να χτυπήσει τους επαναστάτες πριν καταφέρουν να ενώσουν τις δυνάμεις τους, οι οποίες, όπως αναφέρουν οι πηγές, δρούσαν χωρισμένες σε τρία τμήματα, πιθανότατα για να δημιουργούν με την ταυτόχρονη παρουσία τους σε διαφορετικά σημεία του Θεσσαλικού Κάμπου την εντύπωση μιας γενικευμένης εξέγερσης.
Έτσι, η αποφασιστική μάχη δόθηκε στις 5 Μαΐου 1808 στο Καστράκι, έξω από την Καλαμπάκα κοντά στα Μετέωρα, ανάμεσα στους Αλβανούς του Μουχτάρ πασά και τους ξεσηκωμένους, επικεφαλής των οποίων ήταν ο αδελφός του παπα-Θύμιου, Θοδωράκης Βλαχάβας.
Διάφορες διηγήσεις και ενθυμήσεις αναφέρουν ότι ο αγώνας υπήρξε σκληρότατος, διήρκεσε είκοσι τέσσερις ώρες και πέρασε από διάφορες φάσεις. Αρχικά, εξορμούν οι Τουρκαλβανοί αρχηγοί Βελή μπέης και Μπεκίρ αγάς από τα Τρίκαλα και συμπλέκονται με τους Έλληνες στο Καστράκι.
Έπειτα από κάποιον χρόνο, που δεν προσδιορίζεται από τις πηγές, καταφθάνει και ο Μουχτάρ πασάς, που είχε ξεκινήσει από τα Γιάννενα, με νέα στρατεύματα. Η μάχη κοπάζει για κάποιο διάστημα, αλλά επαναρχίζει με μεγαλύτερη ένταση, για να σταματήσει με τον ερχομό τής νύχτας.
Σχεδιαστική απεικόνιση του μαρτυρικού τέλους
του παπα-Θύμιου Βλαχάβα (Ιστορία Ελληνικού Έθνους)
Σύμφωνα με στιχούργημα που έχει δημοσιεύσει ο καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος και το οποίο περιγράφει τα γεγονότα από την οπτική των Αλβανών, οι Βλαχαβαίοι υποχωρούν, ενώ ο Μουχτάρ μπαίνει στην Καλαμπάκα και οχυρώνεται. Τ
ην επόμενη ημέρα τού επιτίθενται πολυάριθμα ελληνικά ασκέρια, αλλά ο Μουχτάρ κάνει γιουρούσι και υποχωρεί προς το Καστράκι πολεμώντας.
Το τελευταίο γεγονός πιθανόν οφείλεται στη φαντασία του Αλβανού στιχοπλόκου, καθώς δεν μαρτυράται από καμιά άλλη πηγή, ο οποίος προφανώς εξογκώνει τα πράγματα, για να προσδώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στη νίκη του Μουχτάρ.
Ωστόσο, πέρα από την ακριβή αναπαράσταση των πολεμικών δρώμενων, γεγονός παραμένει ότι οι επαναστάτες κατατροπώθηκαν, πολλοί σκοτώθηκαν και ανάμεσά τους νεκρός είναι και ο αδελφός του παπα-Θύμιου Θοδωράκης Βλαχάβας.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η είδηση ότι τα στενά του Μετσόβου είχαν αφεθεί ελεύθερα και ότι πολυάριθμες αληπασαδικές δυνάμεις είχαν τη δυνατότητα να ξεχυθούν ανενόχλητες προς τη Θεσσαλία, αποθάρρυνε τους υπόλοιπους Έλληνες οπλοφόρους υπό την ηγεσία του Ευθύμιου Βλαχάβα, που ακόμη δεν είχαν προλάβει να ενωθούν με τους αγωνιζόμενους στο Καστράκι της Καλαμπάκας, να τρέξουν προς βοήθειά τους.
Το αντίθετο. Ο παπα-Θύμιος με τους άντρες του, μετά τα καταστροφικά γεγονότα της Καλαμπάκας, υποχώρησαν προς τα μέρη του Ολύμπου και από εκεί, για να μη δώσουν λαβή αντιποίνων εις βάρος των χωρικών της περιοχής, μπήκαν στα καράβια και κατέφυγαν στα νησιά Σκόπελο, Σκύρο και Σκιάθο, που αποτελούσαν το γνωστό άσυλό τους. Από εκεί άρχισαν πάλι τις πειρατικές επιδρομές τους στο Αιγαίο Πέλαγος.
Όμως, ο Βλαχάβας τελικά δεν ξεφεύγει από τα χέρια του Αλή πασά. Ύστερα από έναν χρόνο, παρασυρμένος από τις υποσχέσεις αμνηστίας του Τούρκου αρχιναυάρχου, παραδίνεται σ' αυτόν.
Ο τελευταίος, όμως, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να τον παραδώσει στον πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος τον έκλεισε στη φυλακή και ύστερα από τρεις μήνες τον εκτελεί, αφού προηγουμένως, κατά τη συνήθειά του, τον υπέβαλε σε βασανιστήρια.
Ο Γάλλος πρόξενος στα Γιάννενα Πουκεβίλ και σημαντικός μάρτυρας των γεγονότων της εποχής, συνάντησε και πάλι τον παλιό γνώριμό του, όμως τώρα υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες και γίνεται έτσι αυτόπτης μάρτυρας του μαρτυρίου του παπα-Θύμιου Βλαχάβα: «Στα Γιάννενα δεμένο σ' έναν πάσσαλο στην αυλή του Σεραγιού ξαναείδα τον Ευθύμιο Βλαχάβα, που τον είχα συναντήσει άλλοτε στην Πίνδο (=Χάσια) μαζί με τους στρατιώτες του.
Εγνώριζε την τύχη του και, πιο ήσυχος από τον τύραννο που ηδονιζόταν με την ιδέα ότι θα χύση το αίμα του, σήκωσε προς το μέρος μου τα μάτια του γεμάτα γαλήνη, σαν να αποζητούσε την μαρτυρία μου στον θρίαμβο της ύστατης ώρας του.
Την είδε να πλησιάζει, την ώρα αυτή την φοβερή για τον κακό, με την ηρεμία του δίκαιου. Ένοιωσε, χωρίς να αναρριγήσει και δίχως να παραπονεθεί, τα χτυπήματα των δήμιων και τα μέλη του, που τα έσυραν μέσα από τους δρόμους της πολιτείας, έδειξαν στους τρομαγμένους Έλληνες τα υπολείμματα του τελευταίου καπετάνιου της Θεσσαλίας».
Ο Άγγλος Ουίλιαμς Λικ, επιζητώντας μια αιτιολογημένη κατάθεση για τον θάνατο του παλιού έμπιστου του Αλή πασά, υποστηρίζει ότι κύρια αιτία του θανάτου τού Θύμιου Βλαχάβα υπήρξε η ανακάλυψη αλληλογραφίας του αρματολού με τους Ρώσους της Κέρκυρας, οι οποίοι προετοίμαζαν εξέγερση των Ελλήνων.
Έτσι, λοιπόν, δικαιολογούνται, κατά τον Λικ, τα βασανιστήρια στα οποία υπέβαλε ο Αλή πασάς τον αιχμάλωτο αρματολό, επειδή σκόπευαν να τον αναγκάσουν να ομολογήσει τους συνεργάτες του.
Μολονότι η πληροφορία για την ύπαρξη της αλληλογραφίας αυτής δεν φαίνεται πράξη πιθανή, αφού κατά την περίοδο της εξέγερσης του Βλαχάβα η Κέρκυρα βρισκόταν υπό γαλλική κατοχή, αν αληθεύει, πρέπει να αναφέρεται σε προγενέστερη της εξέγερσης εποχή και, πάντως, πρέπει να αναφέρεται σε σχέσεις του Βλαχάβα με τους άλλους κλεφταρματολούς, που είχαν καταφύγει στα Ιόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Τιλσίτ.
Η δράση του Ευθύμιου Βλαχάβα και ο μαρτυρικός θάνατός του προξένησαν μεγάλη εντύπωση σε Έλληνες και Αλβανούς και οι επιβιώσεις τους συνετέλεσαν, ώστε να γραφούν πολλές πεζές και έμμετρες διηγήσεις των γεγονότων.
Αξίζει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι την ίδια εποχή πιάστηκε και ο μοναχός Δημήτριος από τη Σαμαρίνα με την κατηγορία ότι υποκινούσε τους χωρικούς σε εξέγερση, μολονότι φαίνεται ότι αυτός προσπαθούσε το αντίθετο.
Ο Δημήτριος βασανίστηκε και στο τέλος θανατώθηκε και η τύχη του συνδυάστηκε με εκείνη του παπα-Θύμιου. Μάλιστα, ο Πουκεβίλ παραδίδει διάλογο ανάμεσα στα δύο πρόσωπα του δράματος, από τον οποίο φαίνεται ότι άντλησε και ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στη δική του ποιητική εκδοχή των γεγονότων.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι στο κίνημα του Ευθύμιου Βλαχάβα, τόσο εξαιτίας της γενικότερης κατάστασης όσο και από ορισμένες ενέργειές του, οι οποίες όμως δεν στηρίζονται ικανοποιητικά από τις ιστορικές πηγές, ανιχνεύονται ορισμένα στοιχεία που συνιστούν ό,τι θα χαρακτηρίζαμε ως συγκροτημένο ιδεολογικό σχήμα, που οδηγεί αναπόφευκτα σε επαναστατική δράση.
Άλλωστε, όπως αναφέραμε και στην αρχή της παρούσας διήγησης, βρισκόμαστε πάρα πολύ κοντά στα χρόνια που θα αναληφθεί η κυρίως επαναστατική προσπάθεια.

ΕΝΘΥΜΗΣΗ
Δ. Λουκόπουλος, «Από ένα κώδικα διαλυμένου μοναστηριού του Ολύμπου», Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελλάδος 1936, σ. 129.
Εν έτει 1808, Μαΐου 5, ημέρα Τρίτη, ο Παπαθύμιος και Θοδωράκης, παιδιά του Πλαχάβα εσήκωσαν κεφάλι και εσκότωσαν τους Αρβανίτες, άλλους εις τα τερβένια, άλλους εις τα χάνια τους έκοψαν.
Έκαυσαν και το σπίτι του Γιαννάκου από Λευθεροχώρι με 5 Αρβανίτες μέσα, και ήτον εις τον καιρόν του Αλή πασά όπου όριζεν εις τον Μορέαν, Μακρυνίτσα, Γιαννιτσά και Θεσσαλονίκην εις Καπρολί, Οχρίδα, Αλπασάνι, Αυλώνα, Κακοσούλι, Δέλβινον, Αγία Μαύρα και άλλα σύνορα. Και ο Μουχτάρ πασάς και ο βεζίρ Αλή πασάς έστειλεν δύναμιν και επιάστηκεν εις πόλεμον με τους Πλαχαβαίους και έγινε μέγας θρήνος.
Εσκοτώθηκαν όλοι οι Πλαχαβαίοι έως 500 άνθρωποι. Εγλύτωσε δε μόνον ο Θοδωράκης και ο Μιχαλογιάννης και άλλοι. Και ύστερον τους εσκότωσεν ο Σιαπέρας με απιστίαν και αυτούς. Και τα παιδιά τους όπως έκαμαν αυτοί με τους Αρβανίτες έτσι έπαθαν.

Βιβλιογραφία
- Α. Αγγέλου, «Ο Πουκεβίλ και η Ελλάδα», Περιηγήσεις στον ελληνικό χώρο, Αθήνα 1968, σ. 127.
- Απόστολος Βακαλόπουλος, «Νέα στοιχεία για τα ελληνικά αρματολίκια και για την επανάσταση του Θύμιου Μπλαχάβα στη Θεσσαλία στα 1808», ΕΕΦΣΠΘ 9 (1965), σ. 230-251 και σε ανάτυπο.
- Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ', Θεσσαλονίκη 1973, σ. 722-726.
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτικής Αθηνών), τ. ΙΑ', Αθήνα 1975, σ. 412-413.
- Αλέξης Πολίτης (επιμέλεια), Το δημοτικό τραγούδι. Τα Κλέφτικα,Αθήνα 1981, σ. 76-79 και 133-134.
- Κ. Σάθας, Ιστορικαί Διατριβαί, Αθήνα 1870, όπου (σ. 123-336) δημοσιεύεται μεγάλο μέρος της Αληπασιάδος του Χατζησεχρέτη.
- Γ. Σιορόκας, Άγνωστη διασκευή της «Αληπασιάδας» του Χατζή Σεχρέτη. Μια ιστορική προσέγγιση, Ιωάννινα 1983.
Πηγή: Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ




Ολιβιέ Κλεμάν: «Αν δεν είχα γίνει Ορθόδοξος δεν ξέρω αν θα είχα κατορθώσει να ζω…»


Ολιβιέ Κλεμάν: «Αν δεν είχα γίνει Ορθόδοξος δεν ξέρω αν θα είχα κατορθώσει να ζω…»
Ούτε το ένα πόδι δεν μπορώ να απομακρύνω από το άλλο, παρά μόνο μέσα σ’ αυτό το γλυκύτατο φως, μέσα από το οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία με δίδαξε να βλέπω το Χριστό, κάθε ανθρώπινο πρόσωπο, κάθε χορταράκι όπως τους αστερισμούς του ουρανού. 
Γιατί με δίδαξε ότι και οι αστερισμοί οι πιο απόμακροι καθρεφτίζονται στο πρόσωπο εκείνου η εκείνης που αγαπώ». ( Ολιβιέ Κλεμάν, «Ορθοδοξία και πολιτική», εκδόσεις Μήνυμα, Αθήνα 1985, μετάφραση -επιμέλεια Γιάννης Λάππας-Γιάννης Ζερβός).
- «Γνωρίζετε, βέβαια, το πιο πεζό επιχείρημα των αθέων: Γιατί ο Θεός δεν τα ρυθμίζει όλα αυτά αφού είναι παντοδύναμος; Είναι παντοδύναμος ο Θεός. Αλλά η δύναμή του δεν είναι αυτή των δικτατόρων και των δημίων, ούτε καν η δύναμη που μπορώ να ασκήσω μέσα στο μίσος μου. Η παντοδυναμία του Θεού είναι –κι εδώ χρησιμοποιώ όρο δυσκολομετάφραστο που θέλει ανάλυση - η Αγάπη.» (ο.π. σελ.11).
«Οι καλύτεροι ψυχολόγοι, οι καλύτεροι παιδαγωγοί σήμερα, είναι ρητοί: η ανταρσία των εφήβων προέρχεται από το γεγονός ότι απογοη τεύθηκαν κατάβαθα από τον ώριμο απόντα πατέρα η πατέρα χαμένο, που γίνεται περιοδικά «flic». Αλλ’ ας εμφανιστεί ένας άνθρωπος λιγάκι αυθεντικός, ένας αληθινά ώριμος, και τότε όλες οι λιγοθυμισμένες ανάγκες του θαυμασμού και σεβασμού θα τον αγκαλιάσουν. Η ανταρσία του εφήβου εναντίον του πατέρα δεν είναι, γενικά, η άρνηση της ουσίας της πατρότητας. Είναι η αναζήτηση μιάς άλλης πατρότητας, μιάς πατρότητας που θα την διάλεγε και που δεν θα επιβάλλονταν, μιάς πατρότητας συνδεμένης με την ελευθερία με έναν αδελφικό δεσμό, μιάς πατρότητας για τη μύηση στο Πνεύμα. Καί εδώ θίγουμε ορισμένες από τις ρίζες του σύγχρονου αθεισμού (γιατί ο «θάνατος του πατρός» είναι βαθιά δεμένος με τον αθεισμό) και, λοιπόν, τους δρόμους της θεραπείας του για μερικούς από αυτούς που καλούμαστε να βοηθήσουμε. Γιά τον χριστιανό παιδαγωγό, για τον χριστιανό μέσα στο χώρο της πατρότητας, το πρωτότυπο θα μπορούσε να είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο πιο αρρενωπός και ο πιο ταπεινός:«Εκείνον δεί αυξάνειν, εμέ δε ελαττούσθαι», δηλαδή (και τούτο μπορεί κανείς να το κάνει αισθητό, ακόμα και αν δεν το πεί): «είστε συγκεντρωμένοι γύρω μου, πιστεύετε ότι είστε συγκεντρωμένοι γύρω μου, αλλ’ απατάσθε⋅ στην πραγματικότητα είμαστε συγκεντρωμένοι γύρω από τον Χριστό». ( Ολιβιέ Κλεμάν, Παρατηρήσεις ενός Λαικού πάνω στη Μαρτυρία της Πίστης, Απόδοση: Λουκίας Ι. Μεταξά, Από το «Χριστιανικόν Συμπόσιον» Αθήναι 1967, Εκδ. Ι.Δ. Κολλάρου & Σιας Α.Ε.).
- «Γιατί ὅμως μᾶς δημιουργεῖ τόσα προβλήματα ἡ ἐξουσία; Μὰ γιατὶ χάσαμε τὴν ἔννοια τῆς αὐτοθυσιαστικῆς καὶ ἀπελευθερωτικῆς πατρότητας. Μόνον οἱ μοναχοὶ τὴ διατήρησαν. Πρέπει τὴν πατρότητα αὐτὴ νὰ τὴν ἀνακαλύψουμε ξανὰ μέσα στὴν κοινωνία τῶν πολιτῶν… ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ ξεχωρίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ ζῶα εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἕναν πατέρα. Τὰ ζῶα δὲν ἔχουν πατέρα, ἀλλὰ μόνο γεννήτορες… Ὁ πατέρας εἶναι ἐκεῖνος ποὺ πρέπει νὰ μάθει στὸ παιδί του ὅτι θὰ πεθάνει, θὰ ἀναστηθεῖ καὶ ὅτι αὐτὸ ἔχει κάποιο νόημα» ( Ὀρθοδοξία καὶ πολιτικὴ, σελ. 32).
- «Οἱ μοναχοὶ ἀντικαθιστοῦν θεληματικὰ τοὺς μάρτυρες ὅταν ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει μιὰ σχετικὴ εἰρήνη. Ὁ μοναχὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ βυθίζεται ζωντανὸς μέσα στὸ θάνατο γιὰ νὰ βρεῖ τὴν Ἀνάσταση προκειμένου νὰ τὴν μεταδώσει στὴν ἀνθρωπότητα» (ὅ.π. σελ. 15).
ΠΗΓΗ: ΓΙΑΝΝΗ ΖΕΡΒΟΥ, ΑΦΗΓΗΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ, «ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ», τευχ. 206, 2009, σσ. 42-43

πηγή


  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...