Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Σάββατο, Ιανουαρίου 21, 2017

Κυριακή ΙΕ΄Λουκᾶ-Ζακχαίου

Στήν Ἱεριχώ ἔγινε μία μεγάλη συνάντησις, τοῦ Χριστοῦ μέ τόν ἀρχιτελώνη Ζακχαῖο. Ἐάν τελώνης ἐσήμαινε κλέφτης, ἀρχιτελώνης ἐσήμαινε ἀρχικλέφτης. Ἄν τελώνης ἐσήμαινε ληστής, ἀρχιτελώνης ἐσήμαινε ἀρχιληστής.
Οἱ τελῶνες τήν ἐποχή ἐκεῖνοι ἦσαν ἔμπιστοι ὑπάλληλοι τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους. Προεπλήρωναν τούς φόρους στήν πολιτεία καί κατόπιν τούς εἰσέπρατταν ἀπό τούς πολίτες, ἀπό τόν ἁπλό λαό. Ἀλλά δέν ἔπαιρναν τό κανονικό, αὐτό πού ἀναλογοῦσε στόν καθένα. Ἅρπαζαν πολλαπλάσια, πολύ περισσότερα μέ ἀθέμιτα μέσα, μέ παράνομο τρόπο. Ἔτσι μέ τήν μέθοδο τοῦ ἐκβιασμοῦ καί τῆς ἁρπαγῆς πλούτιζαν εἰς βάρος τῶν φτωχῶν ἀνθρώπων. Πολλές φορές ἔπαιρναν τά σπίτια τους, τήν περιουσία τους ἤ τούς ἔρριχναν στή φυλακή.
Οἱ ἱστορικοί ἀναφέρουν  ὅτι ὑπῆρχαν τελῶνες, οἱ ὁποῖοι ξέθαβαν καί τούς νεκρούς ἀκόμη, πού χρωστοῦσαν φόρους καί τούς μαστίγωναν, γιά νά συγκινηθοῦν οἱ συγγενεῖς τους καί νά πληρώσουν αὐτοί τούς φόρους. Ὁ φιλόσοφος Θεόκριτος ἔλεγε ὅτι στά βουνά τά ἀγριότερα θηρία εἶναι οἱ ἀρκοῦδες καί στίς πόλεις οἱ τελῶνες.
Ἕνας τέτοιος ἀρχιτελώνης ἦταν ὁ Ζακχαῖος, πού μᾶς ἀνέφερε σήμερα τό ἱερό Εὐαγγέλιο. Κατεῖχε μεγάλη θέση, εἶχε πολλές γνωριμίες. Ἀπέκτησε χρήματα πολλά. Πλούτισε μέ ἁρπαγές, ἀδικίες καί ἐκβιασμούς. Ζοῦσε μέ πολλή ἄνεση καί πολυτέλεια. Οἱ σχέσεις του μέ τούς ἀνθρώπους ἦταν ὑποκριτικές. Οἱ ἄλλοι τόν μισοῦσαν, ἀλλά καί τόν ἐφοβοῦντο. Εἶχε τό χειρότερο ὄνομα στήν κοινωνία τῆς Ἱεριχοῦς καί στή γύρω περιοχή. Σωστός τύρανος, ἔκανε τά πάντα γιά νά ἐπιτύχει τόν σκοπό του, αὐτό πού τόν συνέφερε, ἀδιαφορώντας γιά τούς ἄλλους.
Αὐτός ὁ ἄνθρωπος μέ τήν μεγάλη περιουσία, μέ τοῦ κόσμου τά ὑλικά ἀγαθά δέν εἶχε εὐτυχία. Δέν ἦταν εὐχαριστημένος ἀπό τήν ζωή του. Δέν μποροῦσε νά βρεῖ ἡσυχία, νά ἀναπαυθεῖ. Μέσα του πάλευε μέ τήν συνείδησή του. Τόν ἤλεγχε δριμύτατα, γιατί ὅλα τά κατεῖχε παράνομα. Ὑπέβαλλε τούς ἄλλους σέ μαρτύρια, ἀλλά βασανιζόταν καί ὁ ἴδιος. Δέν ἔμενε ἱκανοποιημένος μέ τόν τρόπο τῆς ζωῆς  του. Ζητοῦσε κάτι καλύτερο. Ζητοῦσε κάτι πού θά τόν ἀπελευθέρωνε ἀπό τίς ἐνοχές τῶν ἀδικιῶν, ἀπό τό μαστίγωμα τῆς συνειδήσεως. Ἡ συνείδηση ζεῖ καί ὑπάρχει ἀκόμη καί στούς πιό στυγνούς ἐγκληματίες, γιατί εἶναι ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι δέν ἄντεχε ἄλλο τό κλῖμα αὐτό πού τόν ἔπνιγε καί τόν καταπίεζε.
Μέσα σ᾿ αὐτήν τήν δυστυχία του ἄκουσε ὅτι ὁ Χριστός θά περνοῦσε ἀπό ἐκεῖ, ἀπό τήν πόλη πού ζοῦσε. Αὐτό καί μόνο ἔφτανε νά πυροδοτήσει τήν μικρή σπίθα πού ὑπῆρχε μέσα στά βάθη τῆς ὑπάρξεώς του. Σέ μιά μόνη στιγμή ἡ σπίθα ἔγινε φλόγα καί ἔγινε ἡ ἔκρηξη. Βγῆκε στό δρόμο καί ἐζήτη ἰδεῖν τόν Ἰησοῦν τίς ἐστί. Λέει ὁ κόσμος, ὅσα φέρνει ἡ ὥρα δέν τά φέρνει ὁ χρόνος. Στήν περίπτωση τοῦ Ζακχαίου ὅ,τι δέν ἔγινε σέ μιά ζωή ὁλόκληρη ἔγινε μέσα σέ μία στιγμή μόνο. Αἰσθανόταν νά πνίγεται, κόντευε νά πάθει ἀσφυξία. Ἡ μόνη θεραπεία τοῦ κακοῦ, ἡ ἀπαλλαγή ἀπό τό μαρτύριο ἦταν ὁ Χριστός. Μόνο ἔτσι θά ἡρεμήσει ἡ ταραγμένη συνείδησή του. Γυρεύει ἐπίμονα, μέ λαχτάρα θέλει νά δεῖ τόν Χριστό. Ἔκανε τόσα πολλά σέ τόσους πολλούς. Κάτι θά κάνει καί γι᾿ αὐτόν.
Μέχρι ἐδῶ ὅλα καλά. Ὑπάρχει ὅμως κάποια ἐμπόδια, τό ἀνάστημά του καί ὁ πολύς κόσμος. Πῶς τελικά θά κατορθώσει νά δεῖ τόν Ἰησοῦ; Κάποτε σ᾿  ἕνα ἵδρυμα στή Θεσσαλονίκη διάβασα κάτι μέσα σέ κορνίζα. Σάν ἀγαπᾶς, δέν περπατᾶς, πετᾶς καί πᾶς. Καί ὁ Ζακχαῖος πέταξε κυριολεκτικά. Ἀνέβηκε πάνω σ᾿ ἕνα δέντρο, γιά νά πετύχει τό ποθούμενο. Ἦταν τόσο εὔκολα αὐτό πού ἔκανε; Ὄχι, πολύ δύσκολο ἦταν. Ἆθλος μεγάλος ἦταν. Νεκρανάσταση θά μπορούσαμε να ὀνομάσουμε τό τόλμημά του. Ἀπό τόν θάνατο μεταβαίνει στή ζωή. Διεξάγει μία μεγάλη μάχη καί ἀναδεικνύεται νικητής. Πρῶτα νικᾶ τόν ἑαυτό του. Ταπεινώνεται, θυσιάζει τήν ἀξιοπρέπειά του, τό κῦρος του, τήν ἔπαρσή του. Ὁ κόσμος πού τόν βλέπει ἀσφαλῶς τόν εἰρωνεύεται. Αὐτός ὅμως δεκάρα δέν δίνει γι᾿ αὐτό. Δέν σκέφτεται τί θά πεῖ ὁ κόσμος. Τά πονηρά χαμόγελα καί τά σκώμματα τά θεωρεῖ λουτρό καθάρσεως καί ἐξαγνισμοῦ. Κάνει τό πρῶτο βῆμα, γιά νά συναντήσει τόν Χριστό.  Ἀπαρνεῖται τόν ἑαυτό του, τόν ξεγράφει. Κάνει αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός: Ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀκολουθήτω μοι.
Ἡ πρώτη ἐνέργεια λοιπόν εἶναι νά φτιάξει τίς σχέσεις του μέ τόν Θεό. Ἡ δεύτερη προσπάθεια νά ἀποκαταστήσει τίς σχέσεις του μέ τούς συνανθρώπους του. Ἀναγνωρίζει ὅτι ἀδίκησε πολλούς καί ὑπόσχεται ὅτι θά ἀποκαταστήσει τίς ἀδικίες. Δέν γυρίζει πίσω μόνο τά κλοπιμαῖα, ἀλλά καί εὐεργετεῖ ἐκείνους πού ἀδίκησε, ἀφοῦ τώρα ἐπιστρέφει στό τετραπλάσιο  ὅ,τι πῆρε  καί μοιράζει τήν μισή περιουσία του στούς φτωχούς. Φαντασθεῖτε τί ἀδικίες, τί κλοπές, τί ὑπερβολές ἔκανε, ἀλλά καί τί εὐεργεσίες τώρα. Τελικά ἡ γνωριμία του μέ τόν Χριστό τοῦ στοίχισε πολύ. Ὅμως ἀπό ἐκείνη τήν ὥρα πού ἀπογυμνώθηκε ἀπό τά πλούτη, ἀπό τήν δύναμή του, ἀπό τήν δόξα του βρῆκε τήν πραγματική χαρά καί εὐτυχία. Ἔτσι ἐπαληθεύεται γιά μιά ἀκόμη φορά  ὅτι ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει καθαρή συνείδηση, ἀνάλαφρη καρδιά καί δικαιοσύνη, ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ πραγματική χαρά.
Ἀγαπητοί μου,
Ὁ ψηλότερος ἄνθρωπος σήμερα στόν κόσμο εἶναι ἕνας κάτοικος τῆς Νέας Ὑόρκης πού ἔχει ὕψος 2,75 μ. Δίπλα ὅμως στούς οὐρανοξύστες τῆς Νέας Ὑόρκης φαίνεται νάνος. Οἱ οὐρανοξύστες μπροστά στά Ἰμαλάϊα φαίνονται πολύ μικροσκοπικοί. Τό ἴδιο φαίνονται τά Ἰμαλάϊα, ἄν συγκριθοῦν μέ τά δυσθεώρητα ὕψη τῶν ἄστρων. Καί ὅμως ὁ μικρόσωμος Ζακχαῖος, αὐτός ὁ νάνος Ζακχαῖος ξεπέρασε ὅλα αὐτά τά ὕψη. Πῶς; Μέ τό ἰλιγγειῶδες ὕψος τῆς ταπεινώσεως καί τῆς μετανοίας. Ὁ Ζακχαῖος γνωρίζοντας τόν Χριστό ἀναγεννήθηκε, γεννήθηκε γιά δεύτερη φορά. Ἔγινε δάσκαλος γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, πού θέλουν νά γνωρίσουν τόν Χριστό καί νά κατακτήσουν τούς οὐρανούς. Κι᾿ ἐμεῖς μποροῦμε νά τό ἐπιτύχουμε αὐτό, πρῶτα ἄν πάψει νά μᾶς ἀπασχολεῖ τό τί θά πεῖ ὁ κόσμος. Θά τό ἐπιτύχουμε ὕστερα ἄν ἐπιδείξουμε τήν μετάνοια, τήν ταπείνωση, τήν δικαιοσύνη τοῦ Ζακχαίου, τήν συγχωρητικότητα τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου, τήν τόλμη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, τήν πίστη τοῦ Ἑκατοντάρχου καί τῆς Χαναναίας γυναίκας. Αὐτά θά μᾶς ἀνεβάσουν σέ οὐράνια ὕψη, πιό ψηλά καί ἀπό τά ἀστέρια, θά μᾶς χαρίσουν τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.-

Γεώργιος Πατρώνος: "Κήρυγμα εις το ευαγγέλιον της Κυριακής του Ζακχαίου" (ΙΕ΄ Λουκά)

Εισαγωγικά


Ο Ιησούς Χριστός, κατά το σημερινό ευαγγελικό Ανάγνωσμα, πορεύεται προς την αρχαία και ιστορική πόλη της Ιεριχούς. Η πόλη αυτή θυμίζει στους Ιουδαίους τον κόσμο των ειδώλων και τις ιστορικές περιπέτειες της φυλής τους, όταν πορεύονταν προς την αγία γη της Ιουδαίας, την γη της επαγγελίας του Θεού.
Η Ιεριχώ είχε αντισταθεί σταθερά στην πορεία των Εβραίων και αποτέλεσε τον μέγιστο κίνδυνο της Ιστορικής επιβίωσής τους. Η Ιεριχώ συμβόλιζε τον αντίθεο κόσμο των εθνικών, ενώ η Ιερουσαλήμ συμβόλιζε τον τόπο της εκπλήρωσης των υποσχέσεων του Θεού.

Και τώρα ο Ιησούς πορεύεται προς την Ιεριχώ. Τούτο σημαίνει ότι ο Χριστός πορεύεται προς τον κόσμο και τους αμαρτωλούς. Το έργο του Κυρίου δεν περιορίσθηκε μόνο στους Ιουδαίους και ούτε ακούσθηκε το κήρυγμά του μόνο στις Συναγωγές και στον ιερό χώρο του ναού του Σολομώντα. Ο Ιησούς επεξέτεινε το έργο του και στον κόσμο των εθνικών. Από όσα δε γνωρίζουμε από τις ευαγγελικές διηγήσεις η επιτυχία της ιεραποστολικής προσπάθειας ηταν σημαντικότερη στη Γαλιλαία των εθνών, στη Σαμάρεια και σ' αυτήν ακόμη την ελληνιστική Δεκάπολη, παρά στον παραδοσιακά θρησκευτικό κόσμο της Ιουδαίας.

Στην Ιεριχώ ο Ιησούς συναντάει τον αρχιτελώνη Ζακχαίο. Για τους Ιουδαίους «τελώνης» ήταν συνώνυμο του αμαρτωλού. Άρα ο Κύριος στο πρόσωπο του Ζακχαίου συναντάει τον πεπτωκότα κόσμο, τον κόσμο των αμαρτωλών. Και από άλλες περιγραφές συχνά ακούμε «ο διδάσκαλος μετά τελωνών και πορνών» να συνομιλεί και να συντρώγει, που σημαίνει ότι ο Χριστός διαλέγεται με όλο αυτό τον απερριμένο κόσμο με σκοπό τη σωτηρία τους.

1. Η συμβολικότητα της συκής
Δεν είναι τυχαία η επισήμανση εκ μέρους του ιερού συγγραφέα της περικοπής, ότι επειδή ο Ζακχαίος ήταν μικρόσωμος «ανέβη επί συκομορέαν, ίνα ίδη τον Ιησούν». Αυτή η λεπτομέρεια δεν θα είχε καμιά σημασία εάν συνειρμικά δεν μας οδηγούσε σε κάποιες σημαντικές θεολογικές επισημάνσεις.

Η συκή είναι ένα πλατύφυλλο δέντρο, με πλούσια σκιά και εύχυμους θρεπτικότατους καρπούς. Ιδιαίτερα αντοχής δέντρο για τα θερμά κλίματα της Ανατολής και της ερήμου. Δηλώνει, επομένως, ζωή και προστασία για τους ταξιδιώτες από τους κινδύνους του καυτού ήλιου των θερμών περιοχών. Αλλά και από θεολογικής πλευράς η συκή έχει τη σημασιολογία της. Διαβάζουμε στην Παλαιά Διαθήκη, ότι ο Θεός συναντάει και καλεί τους προφήτες του για το έργο ποίμανσης του εκλεκτού λαού του κάτω από μια συκή ή μιά άμπελο. Με φύλλα συκής ενδύονται την γύμνια τους ο Αδάμ και η Εύα μετά την πτώση. Το ίδιο συμβαίνει και στην Καινή Διαθήκη. Τον απόστολο Ναθαναήλ, έναν από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου, ο Ιησούς τον συναντά και τον καλεί στη μαθητεία κάτω από μια συκή· «προτού σε Φίλιππον φωνήσαι, όντα υπό την συκήν είδόν σε».

Επίσης, προκείμενου να μιλήσει ο Χριστός για τα εσχατολογικά γεγονότα και για τις συνέπειες της πνευματικής ραθυμίας εν όψει της τελικής Κρίσης, χρησιμοποίησε την συκή ως συμβολικό παράδειγμα. Η άκαρπη συκή «εκόπτεται και εις πυρ βάλλεται». Μάλιστα δε προχώρησε και στην ξήρανση της άκαρπης συκής, για να δηλώσει την αναγκαιότητα της πνευματικής εγρήγορσης και της πνευματικής καρποφορίας.

2. Η περίπτωση του Ζακχαίου
Και τον άνθρωπο της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, τον αρχιτελώνη Ζακχαίο, ο Ιησούς τον συνάντησε και πάλι σε κάποια συκομορέα. Η πρώτη εντύπωση είναι, και μόνο από την επισήμανση του συμβολικού αυτού δέντρου, ότι βρισκόμαστε μπροστά σε κάποιο σημαντικό αποκαλυπτικό και σωτηριολογικό γεγονός. Ο Ζακχαίος στη συνείδηση του λαού αποτελεί «τύπο» και σύμβολο του αμαρτωλού ανθρώπου. Ήδη, όταν ο Κύριος τον επρόσεξε και επεσήμανε την κρισιμότητα της στιγμής, λέγοντάς του, ότι «σήμερον εν τω οίκω σου δει με μείναι», όλοι οι Ιουδαίοι, Γραμματείς και Φαρισαίοι, «πάντες διεγόγγυζον λέγοντες ότι παρά αμαρτωλώ ανδρί εισήλθε καταλύσαι». Δεν χρειαζόταν να ερευνήσουν τον βίο αυτού του ανθρώπου. Δεν τους απασχολούσε η ηθικότητα ή η ποιότητα ζωής του. Και μόνο που ήταν τελώνης πρέπει να ήταν και αμαρτωλός, δηλαδή απορριπτέος από μέρους του Θεού και της κοινωνίας.

Ο Ιησούς, όμως, αντιστρέφει αυτή τη λογική. Πίσω από ένα τελωνείο μπορεί να στέκεται ένας ενδιαφέρον άνθρωπος που επισύρει την προσοχή του θεανθρώπου Χριστού. Ο τελώνης Ζακχαίος φανέρωνε μια εντελώς διαφορετική εικόνα απ' αυτήν που είχαν δημιουργήσει οι συνάνθρωποί του γι' αυτόν. Παρά το σκληρό και αποκρουστικό για τους πολλούς επάγγελμα του εισπράκτορα φόρων είχε φιλάνθρωπα αισθήματα, όπως θα φανεί στη συνέχεια της συζήτησης με τον Ιησού.

Επίσης, κατεχόταν από έντονα πνευματικά ενδιαφέροντα και από βαθιά ταπεινοφροσύνη. Αυτό τουλάχιστο αποκάλυπτε η κίνησή του να αφήσει το τελωνείο, να δει προσωπικά τον νέο Διδάσκαλο και να ακούσει τη διδασκαλία του. Άνθρωπος της κοινωνικής τάξης του και της ηλικίας του δεν θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό του να συμπεριφερθεί έτσι αυθόρμητα, όπως ένα μικρό παιδί, να σκαρφαλώσει σ' ένα δέντρο, να γίνει πιθανώς περίγελος των γύρω, με μοναδικό σκοπό «ίνα ίδη αυτόν» στην προσωπική του ζωή. Σε κάποια στιγμή της ζωής σημαίνει για όλους μας αυτός ο κτύπος της κλήσης του Ιησού, αρκεί να είμαστε ευήκοοι σ' αυτή τη μοναδικότητα της ώρας της δικής μας.

3. «Σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο»
Η ώρα του Ιησού έχει αποκαλυπτική και σωτηριολογική σημασία. Στη συνάντηση του Ιησού και Ζακχαίου, ο Κύριος αποκαλύπτει το μυστήριο της παρουσίας του. Φανερώνει, ότι στο πρόσωπό του αποκαλύπτεται ο αναμενόμενος δια μέσου των αιώνων Μεσσίας. Ο Υιός του Ανθρώπου είναι παρών, διαλέγεται μαζί του και πραγματώνει το σωτηριολογικό του έργο, αφού ήρθε «ζητήσαι και σώσαι το απολωλός».

Οι Γραμματείς και Φαρισαίοι, η θρησκευτική ηγεσία, ιερείς, πρεσβύτεροι και αρχιερείς, δεν καταξιώνονται αυτής της τιμής «ιδείν» το αληθινό πρόσωπο του Κυρίου. Αυτός ο θρησκευτικά ασήμαντος και χαρακτηριζόμενος ως αμαρτωλός καταξιώνεται αυτής της ύψιστης τιμής, όχι μόνο να ιδεί, αλλά και να διαλεχθεί μαζί του και να γίνει συνδαιτυμόνας του ουράνιου επισκέπτη. Κανείς δεν μπορεί να φαντασθεί τι κρύβει μέσα του ο κάθε άνθρωπος.

Ποιό μυστήριο είναι δυνατό να αποκαλυφθεί σε κάποια στιγμή της ζωής και του πιο ασήμαντου και του πιο αμαρτωλού. Στο έσχατο σημείο της πτώσης, εκεί στο έρεβος του άδη μας μπορεί να συντελεσθεί το μεγαλύτερο γεγονός της ζωής μας, το μυστήριο της προσωπικής μας λύτρωσης και ανάστασης.

Γίνεται ολοφάνερο με αυτό που αναφέρει η ευαγγελική διήγηση, μετά τη συνάντηση Ιησού και Ζακχαίου, ότι «σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο», καθότι και αυτός «υιός Αβραάμ εστίν». Συνάντηση Ιησού και ανθρώπου σημαίνει, ασφαλώς, μετάνοια για τον πρότερο αμαρτωλό βίο. Σημαίνει, χωρίς αμφιβολία, και μεταστροφή, αλλαγή πορείας προς το καλύτερο και θετικότερο, αλλαγή νου και νοοτροπίας. Μα πάνω από όλα σημαίνει μια νέα στάση ζωής.

Ο Ζακχαίος αποτολμά τώρα να τεθεί προ των ευθυνών του. Είναι γνωστό ότι ήταν «πλούσιος», όπως αναφέρει το Ευαγγέλιο, και αυτό δυσχεραίνει την κατάσταση. Ένας πλούσιος δύσκολα απεγκλωβίζεται από τα πλούτη του. Και όμως ο Ζακχαίος υψώνει την ασημαντότητά του και αποτολμά να εκστομίσει το αναπάντεχο της απόφασής του· «ιδού τα ήμιση των υπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοις πτωχοίς». Η απόφαση δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Γνωρίζει πολύ καλά το μέγεθος των υπαρχόντων του. Επειδή, όμως, η εσωτερική μεταστροφή του είναι τόσο συγκλονιστική, κατορθώνει το ακατόρθωτο για άλλους. Και αυτή είναι μόνο η μία συνέπεια της πνευματικής μεταμόρφωσής του.

Η δεύτερη είναι ακόμη σημαντικότερη. Ένας αρχιτελώνης, που κατέχει δύναμη και εξουσία στα χέρια του, αρχίζει να αναγνωρίζει τα λάθη του και τις αδικίες που διέπραξε σε βάρος των μικρών και αδυνάτων. Από αυτούς όλους ζητά συγγνώμη και αποφασίζει εμπράκτως να αποκαταστήσει τη σχέση του μαζί τους· «και ει τινός τι εσυκοφάντησα, αποδίδωμι εις τετραπλούν».

Όλα αυτά δεν σημαίνουν, ασφαλώς, κάποια εξωτερική μεταστροφή. Και ούτε προμηνύουν εγκατάλειψη του κόσμου, των φίλων, των οικείων, ή του επαγγέλματός του. Σημαίνουν αλλαγή στάσης ζωής. Αλλαγή νοοτροπίας και κοινωνικής συμπεριφοράς. Ο Ζακχαίος θα παραμείνει τελώνης, αλλά δεν θα είναι πλέον αμαρτωλός, όπως πριν γνωρίσει τον Χριστό.

Αποκορύφωση όλων αυτών των διεργασιών και των μεταλλαγών είναι η εξαγγελία εκ μέρους του Κυρίου, ότι «σήμερον σωτηρία τω οίκω τούτω εγένετο». Οι εσωτερικές πνευματικές διεργασίες έχουν ενδιαφέρουσες σωτηριολογικές προεκτάσεις. Δεν πρόκειται για κάποια αλλαγή κοινωνικής σημασίας, αλλά βίωση του σωτηριολογικού γεγονότος. Ο Ζακχαίος γίνεται κοινωνός του Χριστού, μέλος της Εκκλησίας και πολίτης της βασιλείας του Θεού. Και το σωτηριολογικό γεγονός δεν είναι ατομικό και προσωποκεντρικό. Αναφέρεται σε όλη την κοινότητα στην οποία ανήκουμε. Έχει τις προεκτάσεις του στους οικείους, στους συγγενείς και φίλους. Η σωτηρία που επαγγέλεται αφορά όλα τα μέλη του «οίκου» του Ζακχαίου. Το άνοιγμα προς τον Χριστό είναι ουσιαστικά ένα άνοιγμα προς όλο τον κόσμο.

Επίλογος
Το ευαγγελικό Ανάγνωσμα αναφέρεται στη μεταστροφή ενός κοσμικού ανθρώπου. Ο Ζακχαίος είναι ένας κλασικός τύπος ενός τεχνοκράτη ανθρώπου που ξέρει τα προβλήματα της ζωής, που γνωρίζει την τεχνική της οικονομίας και του πλουτισμού, που μπορεί να χειρίζεται την δύναμη και την εξουσία. Είναι ένας σαν κι εμάς. Πιθανώς στον τρόπο ενεργειών του να ανακαλύπτουμε κι' εμείς δικούς μας τρόπους κοινωνικής συμπεριφοράς.

Η σημερινή ημέρα*, όμως, είναι αφιερωμένη από την Εκκλησία και σε μια άλλη προσωπικότητα, εκείνη του αγίου Εφραίμ του Σύρου, από τις πλέον σημαντικές του αναχωρητικού και ασκητικού χώρου. Το μήνυμα της εσωτερικής μεταστροφής και της σωτηριολογικής καρποφορίας έχει πολλούς αποδέκτες, σε όλους τους χώρους της ζωής, από τον κοσμικό ως τον αναχωρητικό και μοναστικό. Όπως ο Ζακχαίος δίνει παράδειγμα προς μίμηση σε μας τους κοσμικούς για ταπεινόφρονα και φιλάνθρωπη συμπεριφορά, έτσι και ο άγιος Εφραίμ ο Σύρος δίνει παράδειγμα υψηλής ποιότητας ζωής για τους ανθρώπους της μοναχικής πολιτείας.

Γνωρίζουμε, ότι ο άγιος Εφραίμ εβίωσε μιά μοναχική ζωή που ξεπέρασε τα όρια μιας απλής υπακοής και υποταγής στους μοναστικούς κανόνες. Αναδείχθηκε από τους μεγάλους εισηγητές του ησυχαστικού βίου. Η νηπτική θεολογία του δεν συνεχίζει απλά την ανατολική παράδοση της ερήμου, αλλά γίνεται στοχαστική, ποιητική και δημιουργική. Το Γεροντικόν και η Φιλοκαλία, κείμενα υψηλής έκφρασης ανατολικού θεολογικού στοχασμού και εσώτατης πνευματικής εμπειρίας, συχνά διανθίζονται από ρήσεις και αποφθέγματα του αγίου Εφραίμ του Σύρου.

Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια, κατανοούμε τώρα πληρέστερα την παραγγελία του αποστόλου Παύλου που ακούσαμε σήμερα από το αποστολικό Ανάγνωσμα «μηδείς σου της νεότητος καταφρονείτω, αλλά τύπος γίνου των πιστών εν λόγω, εν αναστροφή, εν αγάπη, εν πνεύματι, εν πίστει, εν αγνεία», ακριβώς όπως «τύπο ζωής» μας παρέδωσαν τα πρόσωπα που την Κυριακή αυτή προβάλλει η Εκκλησία μας, τον τελώνη Ζακχαίο για μας τους κοσμικούς, τον άγιο Εφραίμ τον Σύρο για τους μοναχούς και αγάμους κληρικούς.

(σημείωση δική μου)*Ο άγιος Εφραίμ εορτάζει στις 28 Ιανουαρίου. Προφανώς όταν εκφωνήθηκε το κήρυγμα συνέπεσε η Κυριακή του Ζακχαίου με την εορτή του αγίου. 

--------------------------------------------------
πηγή: Γεωργίου Πατρώνου, "Κήρυγμα και Θεολογία", τόμος Α΄ , εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2003.

Ἡ τάξις τῶν δακρύων




Σὲ προηγούμενο γραπτό μας, ἐξετάζοντας τὴν ἀξία ποὺ ἔχει ἡ θλίψη στὴν ἀνθρώπινη ζωή, ἀναφερθήκαμε καὶ στοὺς ποικίλους πειρασμοὺς ποὺ τὴν προκαλοῦν, καὶ στὰ δάκρυα ποὺ συχνὰ τὴν συνοδεύουν. Ἔτσι εἴχαμε τὴν εὐκαιρία νὰ δοῦμε, στὰ σύντομα, καὶ τὴν θετικὴ -τὴν εὐεργετικὴ θάπρεπε νὰ ποῦμε- ὄψη κάποιων δεδομένων τοῦ παρόντος κόσμου, ποὺ κατὰ τὴν τρέχουσα λογικὴ θεωροῦνται, ἐκ πρώτης ὄψεως, ἀρνητικὰ καὶ ἀπευκταῖα.

Ἐνῶ ὅμως εἴπαμε τὰ ἀπαραίτητα γιὰ θλίψη καὶ πειρασμούς, εἴχαμε ἐπιφυλαχθεῖ νὰ μιλήσουμε ἐδῶ διεξοδικά, σὲ ἰδιαίτερο ἄρθρο, γιὰ τὰ δάκρυα. Κι' αὐτό, ὄχι μόνο γιατί ὑπάρχει μία τεράστια ποικιλία δακρύων, ὅπως θὰ δοῦμε πιὸ κάτω, ἀλλὰ πρὸ πάντων γιατί τὰ δάκρυα τοποθετοῦνται ἀπὸ τοὺς «νηπτικοὺς Πατέρας» τῆς ἐρήμου στὴν κορυφὴ τῶν «ἀγαθῶν» τοῦ παρόντος κόσμου. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι, στὴν κατανυκτικότερη στιγμὴ τῆς προσευχῆς των, δὲν ζήτησαν ποτὲ ἀπὸ τὸν Θεὸ μήτε σοφία, μήτε καρτερία καὶ θάρρος, μήτε ἀκόμη καὶ ἁγιότητα. Κορυφαῖο αἴτημά τους ἦταν πάντα, στερεοτύπως, τὸ «δάκρυά μοι δὸς ὁ Θεός, δάκρυα μετανοίας». Αὐτὸ καὶ μόνο εἶναι ἀρκετὸ γιὰ νὰ μᾶς βάλει σὲ σκέψεις βαθύτερες, καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσει νὰ μελετήσουμε δύο κυρίως ἐρωτήματα σχετικὰ μὲ τὰ δάκρυα. Πρῶτον, τὴν φύση καὶ προέλευση τῶν δακρύων, τὴν ἀξία τους γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή.

Εἶναι προφανὲς ὅτι τὰ δύο αὐτὰ ἐρωτήματα συνδέονται βαθιά, ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ τὰ δύο ἀναφέρονται στὰ δάκρυα. Ἡ σχέση τους εἶναι πολὺ πιὸ οὐσιαστική. Τὸ δεύτερο ἐξαρτᾶται τελείως ἀπὸ τὸ πρῶτο. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἀξία τῶν δακρύων ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ τί εἴδους εἶναι. Ἔτσι πρέπει νὰ βάλουμε καὶ τὰ δάκρυα σὲ μία σειρά, Νὰ τὰ διακρίνουμε σὲ κατηγορίες καὶ νὰ τὰ ἱεραρχήσουμε ἀνάλογα. Μιλοῦμε γιὰ «τάξη δακρύων», ὅπως θὰ λέγαμε σύστημα δακρύων. Ἔτσι ἄλλωστε δὲν μιλοῦμε γιὰ συστήματα καὶ τάξεις ἀγγέλων, ἀνθρώπων, ὑδάτων κ.α.;

Τὸ κυριότερο στοιχεῖο τῶν δακρύων δὲν εἶναι ὁπωσδήποτε τὸ ὑγρὸ ποὺ ἀναβλύζει κάποια στιγμὴ ἀπὸ τὰ μάτια. Αὐτὸ σ' ὅλες τὶς περιπτώσεις ἀσφαλῶς ἔχει τὴν ἴδια χημικὴ σύνθεση. Ὅμως, ἀνάλογα μὲ τὴν αἰτία ποὺ τὸ προκάλεσε σὲ κάθε περίπτωση, ἔχουμε καὶ ἄλλη ποιότητα καὶ κατηγορία δακρύων. Κυριότερες εἶναι ἴσως οἱ ἀκόλουθες:

Δάκρυα μετανοίας / Δάκρυα φόβου Θεοῦ / Δάκρυα κατανύξεως


***

Δάκρυα συγκινήσεως / Δάκρυα χαρᾶς / Δάκρυα πόνου καὶ τρόμου / Δάκρυα ἀγανακτήσεως


***

Δάκρυα ὑποκρισίας

Ὅταν οἱ Πατέρες καὶ μεγάλοι ἀσκητὲς μιλοῦν γιὰ δάκρυα, ἐννοοῦν πάντα τὰ δάκρυα τῆς πρώτης τριάδας. Ἡ μετάνοια εἶναι τὸ πιὸ συγκλονιστικὸ θαῦμα καὶ βίωμα στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πιὸ ὁλοκληρωτικὴ καὶ βίαιη πράξη του. Ριζικὸ ξήλωμα ὅλων τῶν στοιχείων τῆς προηγούμενης ζωῆς.

Ἔτσι, ποὺ τίποτα νὰ μὴ μένει ὄρθιον κατὰ κόσμον. Κυριολεκτικὰ «τὰ πάνω κάτω». Νὰ τὰ νιώσεις ὅλα νὰ γυρνᾶνε πίσω. Ὅλα νὰ ἀμφισβητοῦνται. Νὰ ἀνατρέπονται. Νὰ ματαιώνονται. Νὰ μηδενίζονται διὰ παντός. Αὐτὸ θὰ πεῖ «μετάνοια». Εἶναι δυνατὸν μία τέτοια ἀνασκολόπιση ψυχῆς καὶ πνεύματος νὰ μὴ φέρει δάκρυα, νὰ μὴ προξενήσει πόνο;

Ρίζα λοιπὸν τῶν δακρύων, πρωταρχικὴ καὶ ἀκένωτη πηγὴ των, ἡ μετάνοια. Ἀπ' αὐτὴν γεννιέται πρῶτος καὶ κύριος καρπὸς ὁ «φόβος» τοῦ Θεοῦ. Ἕνας φόβος ποὺ ἀπὸ τὴ Γραφὴ χαρακτηρίζεται ὡς «ἀρχὴ σοφίας» (Ψαλμ. 110, 10.) Ὅσο ὁ ἄνθρωπος «σοφίζεται» ἐν φόβῳ Θεοῦ, τόσο βαθύτερα βλέπει καὶ νιώθει τὰ θαύματα μέσα καὶ γύρω του. Τὸ θαῦμα δὲν εἶναι θαῦμα, ἂν κάποιος δὲν τὸ θαύμασε σ' ὅλο του τὸ βάθος. Θαύμασμα λοιπὸν εἶναι τὸ θαῦμα.

Γι' αὐτὸ καὶ μόνο ἔπλασε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο. Γιὰ νὰ θαυμάζει καὶ νὰ ἀνακαλύπτει συνεχῶς, διὰ βίου, ὅλο καὶ βαθύτερες πτυχὲς τῆς ἀλήθειας, δηλαδὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Νὰ λοιπὸν ἀκόμη μία καινούργια ἔννοια τοῦ βιβλικοῦ λόγου «ὁ προστιθεὶς γνῶσιν προσθήσει ἄλγημα» (Ἐκκλησιαστὴς 1, 18), ποὺ εἶναι ἡ πιὸ μυστικὴ ἐξίσωση στὴν ἀνθρώπινη ζωή.

Εἶναι φυσικό, ὕστερα ἀπὸ μία τέτοια βαθειὰ κατάδυση στὰ μυστήρια τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, νὰ αἰσθάνεται ὁ πιστὸς ὅλο καὶ περισσότερο προνομιοῦχος μεταξὺ τῶν ἄλλων κτισμάτων. Εἶναι προνόμιο ἀνυπέρβλητο τὸ νὰ μετέχεις στὸ βαθύτερο ρυθμὸ τοῦ κόσμου, ἀνακαλύπτοντας ἀπὸ πρῶτο χέρι τὴν ἄμετρή τοῦ Θεοῦ φιλανθρωπία. Μόνη ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου σ' αὐτὴ τὴ «μύηση», ποὺ κορυφώνεται στὴν «μέθεξη», γιὰ νὰ καταλήξει στὴ «θέωση», ἂν ὁ Θεὸς «εὐδοκήσει», εἶναι τὰ δάκρυα. Δάκρυα κατανύξεως, συντριβῆς καὶ εὐγνωμοσύνης, ποὺ γι' αὐτὸ ἀκριβῶς γίνονται «δάκρυα παρακλητικά», καθὼς λυτρώνουν ἀπ' ὅλες τὶς κατὰ κόσμον ἀβεβαιότητες καὶ «ἀμφι-βολίες».

Σ' ἕνα τέτοιο ἀκριβῶς συσχετισμὸ φόβου Θεοῦ καὶ δακρύων μετανοίας, ὁ Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος γράφει: «δὲν ἔχω καρδίαν θλιβομένην πρὸς ἀναζήτησίν σου, δὲν ἔχω μετάνοιαν, δὲν ἔχω κατάνυξιν, οὐδὲ δάκρυα, τὰ ὁποῖα ἐπαναφέρουσι τὰ τέκνα εἰς τὴν ἰδίαν αὐτῶν πατρίδα. Δὲν ἔχω, δέσποτα, δάκρυον παρακλητικόν· ἐσκοτίσθη ὁ νοῦς μου ἀπὸ τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου, καὶ δὲν δύναται ν' ἀτενίση πρὸς σὲ μετὰ πόνου· ἐψυχράνθη ἡ καρδία μου ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν πειρασμῶν, καὶ δὲν δύναται νὰ θερμανθῆ διὰ τῶν δακρύων τῆς πρὸς σὲ ἀγάπης. Ἀλλὰ σύ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μου, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν, δώρησαί μοι τελείαν μετάνοιαν καὶ καρδίαν ἐπίπονον, ἵνα ὁλοψύχως ἐξέλθω εἰς ἀναζήτησίν σου• διότι ἄνευ σοῦ θέλω ἀποξενωθῆ ἀπὸ παντὸς ἀγαθοῦ» (Λόγος β', Περὶ ἀπαρνήσεως κόσμου κλπ.)

Καὶ μόνο μία φράση ἂν ἀπομονώσουμε καὶ ὑπογραμμίσουμε ἀπὸ τὸ κατανυκτικότατο αὐτὸ χωρίο, ἔχουμε πλήρη τὴν ἀξία ποὺ ὁ Ἅγιος ἀναγνωρίζει στὰ δάκρυα, ὅταν παρατηρεῖ ὅτι αὐτὰ καὶ μόνον εἶναι «τὰ ὁποῖα ἐπαναφέρουσι τὰ τέκνα εἰς τὴν ἰδίαν αὐτῶν πατρίδα».

Ὅλα τὰ πιὸ πάνω ἀναφέρονται λοιπόν, ὅπως εἶναι φανερό, μόνο στὰ κατὰ Θεὸν δάκρυα. Αὐτὰ εἶναι ποὺ οἱ Πατέρες ὀνόμασαν ὕψιστο «ἀγαθό» τοῦ παρόντος κόσμου. Γιατί εἶναι φυσικό, ἀφοῦ ἀναβλύζουν ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν μετάνοια, νὰ ὁδηγοῦν κατ' εὐθείαν μόνο στὸν ἴδιο τὸ Θεό, κατὰ τὴ χάρη Του. Ἔτσι συμπίπτει ἀπολύτως ὁ χαρακτήρας μὲ τὴν ἀξία τῶν δακρύων.

Ἡ δεύτερη ὁμάδα τῶν δακρύων εἶναι καὶ ἀξιολογικὰ δεύτερη. Γιατί περιορίζεται, κατ’ ἀρχήν, στὶς ἀξίες τοῦ παρόντος κόσμου, ποὺ τὶς θρηνεῖ ἢ τὶς πανηγυρίζει ἀναλόγως. Πρόκειται γιὰ τὴν τετράδα ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν προηγηθεῖσα τριάδα. Εἶναι δάκρυα πόνου καὶ τρόμου ἢ χαρᾶς ἀφ' ἑνός, ἀγανακτήσεως ἤ συγκινήσεως ἀφ' ἑτέρου. Κι' αὐτὰ τὰ δάκρυα δὲν παύουν νάχουν κάποια ἀξία, ἐφ' ὅσον εἶναι δάκρυα εἰλικρινείας, δηλαδὴ αὐθόρμητα. Μποροῦν μάλιστα, καλλιεργώντας καὶ ἐξευγενίζοντας τὸν ἄνθρωπο, νὰ τὸν ὁδηγήσουν κάποια στιγμὴ στὴν μετάνοια, δηλαδὴ στὸν Θεό. Ὁπότε εἰσερχόμαστε «διὰ τῆς πλαγίας» στὴν μυστικὴ διαδικασία τῶν κατὰ Θεὸν δακρύων, ὅπως ἤδη τὴν περιγράψαμε. Γι' αὐτὸ μποροῦσε ἀκόμη κι ἕνας ἄνθρωπος τοῦ κόσμου, ὅπως ἦταν ὁ Βίκτωρ Οὐγκώ, νὰ δηλώνει πὼς «δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ τὸν Θεό, παρὰ μόνο μὲ μάτια δακρυσμένα».

Κατακλείοντας αὐτὴ τὴ σύντομη ἀναφορὰ στὴν τάξη τῶν δακρύων, πρέπει νὰ ποῦμε, ὅτι ἂν ὑπάρχουν κάποια δάκρυα ποὺ εἶναι τελείως μάταια καὶ δὲν μποροῦν νάχουν καμμιὰ σχέση μὲ τὴν καλλιέργεια καὶ τὴν μοίρα τῆς ψυχῆς, εἶναι τὰ δάκρυα τῆς ὑποκρισίας. Αὐτά, ὡς δάκρυα σκοπιμότητος, μπορεῖ νὰ εἶναι χρήσιμα μονάχα στοὺς ἠθοποιούς, ἐπαγγελματικά. Κι ἀκόμη πιὸ πολὺ στοὺς κροκόδειλους, ποὺ γίνονται μέσον νὰ ἐξασφαλίσουν τὴν τροφή τους.

Ὁ Ζακχαῖος (Λουκ.19, 1—10)




Ὁ Κύριος βαδίζων πρός τήν Ἱερουσαλήμ, ὅπως εἴδομεν προηγουμένως, ἔφθασεν εἰς Ἱεριχώ. «Εἰσελθών διήρχετο τήν Ἱεριχώ καί ἰδού ἀνήρ ὀνόματι καλούμενος Ζακχαῖος καί αὐτός ἦν ἀρχιτελώνης». Τελῶναι ὠνομάζοντο οἱ εἰσπράκτορες τῶν διοδίων φόρων. Ἡ Ἱεριχώ ἦτο κέντρον ἐξαγωγῆς βαλσάμου πωλουμένου εἰς ὅλον τόν κόσμον καί κόμβος συγκοινωνίας Ἰουδαίας, Περαίας, Αἰγύπτου. Ὁ Ζακχαῖος οὗτος ἦτο Ἀρχιτελώνης, διότι ἦτο ἐπόπτης τῶν εἰσπρακτόρων τούτων. «Οὗτος ἦν πλούσιος καί ἐζήτει ἰδεῖν τόν Ἰησοῦν τίς ἐστι καί οὐκ ἠδύνατο ἀπό τοῦ ὄχλου». Λόγῳ τῆς μεγάλης συρροῆς τοῦ κόσμου συμβαδίζων μετά τοῦ ὄχλου ἐπί χρόνον τινά δέν ἠδύνατο ὁ Ζακχαῖος νά ἵδῃ τόν Χριστόν «ὅτι τῇ ἡλικίᾳ διότι κατά τό ἀνάστημα «μικρός ἦν» ἦτο χαμηλός.«Καί προσδραμών ἔμπροσθεν» τρέξας πρός τά ἐμπρός «ἀνέβη ἐπί συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ αὐτόν, ὅτι δι’ ἐκείνης ἤμελλε διέρχεσθαι». Συκομορέα ἦτο δένδρον μέ κλάδους χαμηλούς καί παραλλήλους πρός τό ἔδαφος, ἔχον φύλλα μορέας καί καρπούς συκῆς. Ἑπομένως ἦτο εὔκολος ἡ ἀνάβασις εἰς αὐτό. Τρέχει, ἀναβαίνει εἰς αὐτήν, διότι πλησίον αὐτῆς θά διήρχετο ὁ Χριστός.

«Ὁ Ἰησοῦς ὡς ἦλθεν ἐπί τόν τόπον» ὅπου εὑρίσκετο τό δένδρον τοῦτο καί ὁ ἐπ' αὐτοῦ Ζακχαῖος «ἀναβλέψας» ὑψώσας τά βλέμματά Του «εἶδεν αὐτόν καί εἶπε πρός αὐτόν. Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι», κατάβα γρήγορα, «σήμερον γάρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖναι» διότι σήμερον πρέπει νά μείνω εἰς τό σπίτι σου. Ὁ Ζακχαῖος «σπεύσας κατέβη» κατέβη ἀπό τό δένδρον, μετέβη εἰς τήν οἰκίαν του καί ἐκεῖ ἐπερίμενε τόν Χριστόν. Ὁ Χριστός μετ' ὀλίγον φθάνει εἰς τό σπίτι του. Ὁ Ζακχαῖος «ὑπεδέξατο αὐτόν χαίρων». Πόση θά ἦτο ἡ χαρά τοῦ Ζακχαίου ! «Καί ἰδόντες πάντες» οἱ Φαρισαῖοι καί οἱ ὁμόφρονές των καί θιγέντες διά τήν ἐκλογήν ταύτην τοῦ Κυρίου, ὥστε νά φιλοξενηθῇ ὑπό τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀρχιτελώνου, «διεγόγγυζον» ἐμουρμούριζον «λέγοντες, ὅτι παρά ἁμαρτωλῷ ἀνδρί εἰσῆλθε καταλῦσαι» εἰς ἁμαρτωλόν ἄνθρωπον μετέβη νά ἀναπαυθῇ ἐκ τῆς ὁδοιπορίας Του!

Τοὐναντίον ὅμως ὁ Ζακχαῖος. Οὗτος «σταλθείς» ἤτοι ὄρθιος ἐν ἐπισημότητι « εἶπε πρός τόν Κύριον· ἰδού τά ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, Κύριε, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς ». Τά μισά ἀπό ὅσα ἔχω τά δίδω ἐλεημοσύνην. « Καί εἴ τινος ἐσυκοφάντησα » καί ὅ,τι ἠδίκησα τινα « ἀποδίδωμι τετραπλοῦν » θά δώσω τετραπλάσια. Ὁ Ζακχαῖος φαίνεται αὐστηρός πρός τόν ἑαυτόν του, διότι ὁ Νόμος (Ἔξοδ. 22,3.8) ἐπέβαλλε τήν εἰς τετραπλοῦν ἀπόδοσιν τοῦ κλαπέντος, ὅταν ὁ ἀδικήσας ἠναγκάζετο πρός τοῦτο καί οὐχί ὅταν αὐθορμήτως προέβαινεν εἰς τήν ἐπανόρθωσιν, ὅπως κάμνει ὁ Ζακχαῖος. « Εἶπε δέ πρός αὐτόν ὁ Ἰησοῦς, ὅτι σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο, καθότι καί αὐτός υἱός Ἀβραάμ ἐστίν ». Δέν εἶσθε μόνον σεῖς ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραάμ, οἱ Φαρισαῖοι καί λοιποί γογγύζοντες, εἶναι σάν νά λέγῃ ὁ Κύριος, ὥστε νά ἔλθωσιν αἱ εὐλογίαι μόνον πρός ὑμᾶς. Ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ καί ἑπομένως τέκνον πρός σωτηρίαν εἶναι καί οὗτος ὁ Ζακχαῖος, διότι λόγῳ τῆς γενναιοδωρίας του ὁμοιάζει καί κατά πνεῦμα πρός τόν Ἀβραάμ. «Ἦλθε γάρ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός». Ὁ Χριστός κατῆλθεν εἰς τήν γῆν ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ, ἵνα ζητήσῃ, εὕρῃ καί ὁδηγήσῃ εἰς σωτηρίαν πάντα ἁμαρτωλόν.


Θέμα: Ζῆλος καί πραγματικότης.

Κατά κόρον ἀκούομεν, ὅτι δέν πρέπει νά παίρνωμεν τά ἄκρα καί ὅτι ἡ μέση ὁδός εἶναι ἡ βασιλική. Καί ὅμως ὑπάρχουν περιστάσεις, κατά τάς ὁποίας ἡ μέση λεγομένη ὁδός εἶναι δεῖγμα ἐλλείψεως ζήλου ἤ ἱκανότητός μας, εἰς τήν ὁποίαν βαδίζουν οἱ ἄβουλοι, ἀναποφάσιστοι. Τά δέ ἄκρα, ὅταν γνωρίζωμεν ποῦ νά τά τοποθετήσωμεν, εἶναι εἰς πλείστας περιπτώσεις τῆς ζωῆς μας τά μόνα τά ὁποῖα δεικνύουν ἄνθρωπον ζῶντα, ζηλωτήν. Παράδειγμα τοιοῦτον παρέχει ἡ περικοπή αὕτη τοῦ Εὐαγγελίου. Ἄς ἴδωμεν ταύτην καί βάσει ταύτης τόν ἡμέτερόν βίον.


Α'. Ο Ζ α κ χ α ῖ ο ς. Ὁ Ζακχαῖος ὑπῆρξε ζηλωτής. Ὁ ζῆλός του συνίστατο εἰς τά δύο αὐτά ἄκρα, εἰς μεγάλην ἀδιαφορίαν ἔναντι τοῦ κόσμου καί μεγάλον ἐνδιαφέρον του διά τόν κόσμον. Ἡ ἀδιαφορία του διά τόν κόσμον ἦτο ἡ ἑξῆς. Κατά τάς πανηγύρεις, τούς ἐκκλησιασμούς ἐπισήμων ἡμερῶν καί λοιπάς κοσμοσυρροάς οἱ πλεῖστοι πηγαίνουν εἰς ἐκκλησίας καί πανηγύρεις, ἐπειδή παρασύρονται ὑπό τοῦ κοσμικοῦ ρεύματος, ἵνα ἴδωσιν ἄλλους καί ἄλλοι ἴδωσιν αὐτούς. Ὀλίγοι μεταβαίνουσιν, ἵνα ὠφεληθῶσιν. Ὁ Ζακχαῖος ὅμως δέν ἦτο σταγών ἐν τῇ θαλάσσῃ τοῦ κόσμου, ὥστε νά ἄγεται ὑπ' αὐτοῦ. Ξεχωρίζει ἀπό τόν κόσμον, γίνεται ἀνώτερος τοπικῶς καί ψυχικῶς τοῦ πλήθους, διότι ἀναβαίνει εἰς συκομορέαν, ἵνα ἐπικοινωνήσῃ ὄχι ἐρωτῶν τούς ἄλλους διά τόν Χριστόν, ἄλλα νά ἴδη ἀπ' εὐθείας διά τῶν ὀφθαλμῶν του καί νά ἀκούσῃ διά τῶν αὐτιῶν τοῦ Αὐτόν. Πόσην ἀδιαφορίαν δεικνύει διά τόν κόσμον !

Ὁ Ζακχαῖος ἦτο ὄχι ἁπλοῦς Τελώνης, ἀλλά καί Ἀρχιτελώνης. Δεδομένου δέ ὅτι οἱ Τελῶναι ἐθεωροῦντο ἁμαρτωλοί, διότι οἱ πλεῖστοι ἐξ αὐτῶν ἦσαν κλέπται, οὗτος ὡς Ἀρχιτελώνης θά ἐθεωρεῖτο λωποδύτης. Πόσοι μορφασμοί, ἄδικοι κρίσεις τοῦ πλήθους περί ὑποκρισίας τοῦ Ζακχαίου θά ἐξετοξεύοντο κατά τοῦ μικροσώμου Ζακχαίου καί τούς ὁποίους θά ἔβλεπεν ἤ ἐμάντευεν ὁ ἐπί τῆς συκομορέας ἀρχιτελώνης ! Θά ἔλεγον ἰδού ὁ κλέπτης ! Τώρα μᾶς κάμνει τόν εὐσεβῆ! Τά γόνατά του ὅμως δέν ἐλύγισαν. Ὁ Τελώνης ἀδιαφορεῖ εἰς τό ρεῦμα καί εἰς τήν κρίσιν τοῦ κόσμου. Τόν ἐνδιαφέρει ὁ Χριστός καί ἡ συνείδησίς του. Πόσην ἀδιαφορίαν ἔχει διά τόν κόσμον !

Ὁ Ζακχαῖος δέν ἀδιαφορεῖ μόνον εἰς τό ἄφωνον ρεῦμα καί εἰς τά ὑπονοούμενα λόγια τοῦ κόσμου, ἀλλά καί εἰς τά φαρμακερά μειδιάματα, τά σκώμματα τοῦ πλήθους, τά ὁποῖα θα προεκάλει τό μικρόσωμον αὐτοῦ ἐπί τοῦ δένδρου φαινομένου ὡς χαλκομανία εἰς τόν τοῖχον. Ἀδιαφορεῖ εἰς τό ῥεῦμα τό βουβό, εἰς τούς ψιθύρους, εἰς τά λόγια, εἰς τά κρύφια μειδιάματα τοῦ κόσμου. Τόν ἔχει συναρπάσει κυριολεκτικῶς ἡ συνείδησις του καί ὁ Χριστός. Ὁ ζῆλος του τόν κάμνει, ὥστε νά πε-ριφρονῇ τόν κόσμον !

Μέ αὐτά θά ἐπερίμενε κανείς τελείαν ἀδιαφορίαν εἰς τόν κόσμον, ὥστε νά γίνεται ὁ Ζακχαῖος ἀεροπλάνον χωρίς προσγείωσιν, πούπουλον εἰς τόν ἄνεμον ; Καί ὅμως ! Οὗτος δεικνύει μεγάλο ἐνδιαφέρον διά τόν κόσμον. Εἰς τόν κόσμον ἔχει ὑποχρεώσεις νομικάς καί ἠθικάς. Ὑποχρεώσεις, τάς ὁποίας ἐπιβάλλει ἡ στοιχειώδης δικαιοσύνη, ὑποχρεώσεις τάς ὁποίας ἐπιβάλλει ἡ ἀγάπη.Ὡς Τελώνης θά εἶχεν ὑποπέσει εἰς ἀδικίας. Ὁ νόμος καί ἡ θέσις, τήν ὁποίαν κατεῖχε, ἴσως νά τόν ἐσκέπαζον. Ἡ φωνή ὅμως τῆς συνειδήσεως διεμαρτύρετο. Δία τοῦτο ἀκούομεν «εἴ τινος ἠδίκησα, ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν». Τό δέ μεγάλον του ἐνδιαφέρον, ὁ ζῆλός του τόν ὠθοῦν νά δηλώσῃ, ὅτι ἡ ἀπόδοσις δέν θά εἶναι μόνον εἰς τό ἀκέραιον ἁπλῆ, ἀλλά τετραπλῆ˙ «Ἀποδίδωμι τό τετραπλοῦν».

Μή ἀρκούμενος δέ εἰς τό ὑποχρεωτικόν νομικόν καθῆκον τῆς δικαιοσύνης, προβαίνει μόνος του εἰς τό προαιρετικόν θετικόν καθῆκον τῆς ἀγάπης. « Τά ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων δίδωμι τοῖς πτωχοῖς ». Ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς ἐκαυχησιολόγει, διότι ἀπεδεκάτει πάντα ὅσα ἀπέκτα. Ὁ Ζακχαῖος ὅμῶς ἔδιδεν ὄχι 1/10 ἀλλά 5/10 ὡς ἐλεημοσύνην ! Ὁ ζῆλός του, τό μεγάλον ἐνδιαφέρον του διά τόν κόσμον τόν ὠθεῖ, ὥστε νά ξεπεράσῃ τόν νόμον καί τόν Φαρισαῖον, τόν τηρητήν τοῦ νόμου. Ἰδού τό μεγάλον του ἐνδιαφέρον διά τόν κόσμον. Ἰδού τά δύο ἄκρα τοῦ Ζακχαίου : Ζῆλος καί πραγματικότης. Ἀλλά καί ὁ Χριστός τόν ἤμειψε, διότι ἐνώπιον τόσου πλήθους, αὐτόν εἶδε, πρός αὐτόν ὡμίλησε, μετ' αὐτοῦ συνέφαγε καί δι’ αὐτόν ἐβεβαίωσεν, ὅτι ἐν τῷ οἴκῳ του σωτηρία ἐγένετο.


Β.' Ἡμεῖς: Πόσον ὡραῖον πρᾶγμα εἶναι νά μάθῃ κανείς νά ἐνδιαφέρεται διά τόν κόσμον καί ν' ἀδιαφορῇ διά τόν κόσμον ! Ν' ἀδιαφορῇς διά τό ρεῦμα, τούς ψιθύρους, τά γέλοια τοῦ κόσμου, ὅταν αὐτά στρέφωνται κατά τῆς ἀληθείας, τῆς συνειδήσεώς σου καί τοῦ Χριστοῦ. Νά ἐνδιαφέρεσαι δέ διά τάς πρός τόν κόσμον ὑποχρεώσεις σου.

Ἀδιαφορία. Πηγαίνεις εἰς τήν ἐκκλησίαν, ἐπειδή παρασύρεσαι ὑπό τοῦ κόσμου, διά νά ἵδῃς καί νά σέ ἵδουν ἤ διά νά ἵδῃς καί ἀκούσῃς τόν Χριστόν ὁμιλοῦντα διά τοῦ ἱερέως, τοῦ ψάλτου, τοῦ ἱεροκήρυκος; Ἐάν πηγαίνῃς παρασυρόμενος ὑπό τοῦ κόσμου εἶσαι ὄχι ξεχωριστή ὀντότης, ὅπως ὁ Ζακχαῖος ὑπεράνω τοῦ κόσμου, ἀλλά σταγών ἤ κῦμα, τό ὁποῖον παρασύρει τό ρεῦμα τοῦ κόσμου, χαλίκι τό ὁποῖον ἰσοπέδωσεν ὁ ὁδοστρωτήρ τοῦ κόσμου. Ἐάν πηγαίνῃς διά νά ἀκούσῃς τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἐνθυμεῖσαι τό Εὐαγγέλιον, τόν Ἀπόστολον, τόν ὁποῖον εἶπε τήν Κυριακήν ὁ ἱερεύς καί ὁ ψάλτης ; Ἐπρόσεξες τί ὡμίλησεν ὁ ἱεροκήρυξ ; Δέν σέ βοηθεῖ ἡ μνήμη σου ; Ἐνίσχυσέ τήν διά τῆς προσοχῆς !

Παρασυρόμενος ὑπό τοῦ κόσμου κατακρίνεις τόν ἄλλον, διότι τόν ζῆλον τόν ὀνομάζεις ὑποκρισίαν, ὅπως θά ἔλεγεν ὁ κόσμος διά τόν Ζακχαῖον. Ἤ κατακρίνεσαι, ὅτι ὑποκρίνεσαι καί ἐπηρεαζόμενος ὑπό τοῦ κόσμου χάνεις τήν εἰρήνην σου. Μειδιοῦν ἄλλοι εἰς βάρος σου διά τήν δῆθεν ψυχικήν σου ὑποκρισίαν καί τήν σωματικήν σου ἀναπηρίαν. Μή στενοχωρεῖσαι. Κύτταξε τήν συνείδησίν σου καί τόν Θεόν. Ἀπεφάσισες ν' ἀναβῇς ὑψηλότερον τοῦ ἐπιπέδου, ὅπου εἶναι ὁ ἄλλος κόσμος, ν' ἀναβῇς εἰς τό δένδρον τῆς ζωῆς, διά νά ἴδῃς τόν Χριστόν. Ἀδιαφόρησε εἰς τά ρεύματα τοῦ κόσμου τά βωβά, τά ὑπονοούμενα, τούς ψιθύρους, τά σκώμματα, τά γέλοια. Τράβα ἐμπρός ἔχων τήν συνείδησίν σου καί τόν Θεόν σου.

Ἐνδιαφέρον. Δέν πρέπει ὅμως νά ξεχάσῃς καί τάς πρός τόν κόσμον ὑποχρεώσεις σου νομικάς καί ἠθικάς. Ἀφῄρεσες χρήματα ἤ πράγματα διά διαφόρων τρόπων καί μέ διάφορα προσωπεῖα, ὡς ὑπάλληλος, ὡς προϊστάμενος, ὡς ὑπηρέτης, ὡς ὑπηρέτρια. Πρέπει νά τά ἐπιστρέψῃς τουλάχιστον εἰς τό ἁπλοῦν. Ὤφειλες προπολεμικῶς χρήματα καί κατά τήν πολεμικήν περίοδον, κατά τήν ὁποίαν τό χρῆμα ἠχρηστεύθη, προστατευόμενος ὑπό τοῦ νόμου δίδεις τά αὐτά χρήματα. Νομικῶς εἶσαι ἐν τάξει. Ἠθικῶς ὅμως δέν εἶσαι. Ἔχεις ἐνοικιάσει σπίτι μέ προπολεμικόν ἐνοίκιον. Σήμερον ὁ μέν νόμος σοῦ δίδει τό δικαίωμα τοῦ 15πλασιασμοῦ, ἐνῷ τά ἰδικά σου ἔσοδα ἔχουν χιλιοπλασιασθῆ.

Ἔχεις ἠθικήν ὑποχρέωσιν νά ἱκανοποιήσῃς τόν ἀδικούμενον ὑπό σοῦ ἰδιοκτήτην σου. Δέν ὀφείλεις χρήματα. Ὀφείλεις ὅμως συνεξήγησιν, βοήθειαν, ἀγάπην εἴς τινά. Κατά τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος. Εἶσαι ὑποχρεωμένος νά ἐνδιαφερθῇς εἰς τήν ἐξόφλησιν τῶν ὀφειλῶν τούτων δίδων ἐξήγησιν, διευκόλυνσιν καί ἀγάπην, τό ἀνεξόφλητον τοῦτο χρέος. « Μηδενί μηδέν ὀφείλετε εἰμή τό ἀγαπᾶν ἀλλήλους ».

Ἀμοιβή. Τότε ὁ Χριστός θά συνδειπνήσῃ μαζί σου, θά ἀκούσῃς τήν φωνήν Του « σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ γέγονε », τότε μέσα εἰς τό πλῆθος θά ἀμειφθῇς ἀπό τόν Χριστόν. Ἰδού τά ἄκρα καλῶς τοποθετημένα ζήλος καί πραγματικότης.

Σπουδαῖον παράδειγμα ζήλου καί πραγματικότητος εἶναι ἡ ἐπιστροφή τοῦ Ἁγίου Παχωμίου εἰς τόν Χριστιανισμόν. Ὁ Παχώμιος ὑπηρετεῖ εἰς τά αὐτοκρατορικά στρατεύματα ὡς στρατιώτης. Ἔφθασε μετ' ἄλλων συναδέλφων του κάποτε εἰς μίαν πόλιν, τῆς ὁποίας οἱ κάτοικοι περιεποιήθησαν φιλικώτατα αὐτόν καί τούς συναδέλφους του. Ἡ φιλοξενία ὑπῆρξεν εἰλικρινής καί θερμή. Ὁ Παχώμιος ἔκπληκτος εἰς τάς ἐκδηλώσεις αὐτάς ἠρώτησε, ποῖοι εἶναι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἐφάνησαν τόσον πρόθυμοι εἰς τήν περιποίησιν. Ἔμαθεν, ὅτι ὀνομάζονται Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἀγαποῦν ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀκόμα καί τούς διώκτας των καί οἱ ὁποῖοι πιστεύουσιν εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν. Ὁ Παχώμιος συνεκινήθη, ἔγινε Χριστιανός. Μετ' ὀλίγον μετέβη εἰς τήν ἔρημον, ὅπου ἔζησε ζωήν ἀγγελικήν. Πόσος ζῆλος, πόση πραγματικότης Χριστιανῶν καί Παχωμίου !

Ἄς ἱπτάμεθα μέ τόν ζῆλον, ἀλλά καί ἄς προσγειούμεθα εἰς τήν πραγματικότητα τῶν ὑποχρεώσεών μας. Ἄς ἔχωμεν ζῆλον, ἀλλά καί θετικότητα.

Τὸ ἄλογο τοῦ Θεοῦ




Κάθε φορὰ ποὺ φαντάζομαι τὸν πατέρα μου, τὸν βλέπω μὲ τὸν ζυγὸ γύρω ἀπὸ τὸ λαιμό του, ζευγμένον μὲ τὸ ἐπιτραχήλι. Τὸν βλέπω ζευγμένον, σὰν ἕνα ἄλογο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ποδεμένον μὲ τὶς πεταλωμένες μπότες του, νὰ τρέχει ἀπὸ τὴ μιὰ στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς ἐνορίας, τριάντα ὀρεινά χιλιόμετρα, ποὺ ἔπρεπε νὰ διατρέξει δύο φορὲς τὴ μέρα μερικὲς φορές. Γι’ αὐτὸ ἦταν πάντα ἀποκαμωμένος. Ἕτοιμος νὰ σωριαστεῖ ἀπ’ τὴν κούραση. Ὅπως κάθε ζευγμένο πλάσμα. Κι ὅμως δὲ σταματοῦσε ποτέ.

Ὁ πατέρας μου λοιπὸν ἀναχωροῦσε, χωρὶς καμιὰ καθυστέρηση, μαζὶ μὲ τὸν χριστιανὸ ποὺ ἐρχόταν νὰ τὸν ζητήσει. Ἔβγαινε ἀπὸ τὸ πρεσβυτέριο, πρὶν ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος χτυπήσει τὴν πόρτα. Διότι πάντα ἦταν κάτι τὸ ἐπεῖγον: κάπου ἕνα ἀνθρώπινο πλάσμα περίμενε τὸν Θεό. Καὶ ὁ πατέρας μου βιαζόταν. Ὁ πατέρας μου βάδιζε δίπλα στὸν ἄνθρωπο μέχρι τὴν πόρτα. Βγαίνοντας ἀπ’ τὸν περίβολο, τὸν ἱερὸ χῶρο, ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶχε ἔλθει νὰ ζητήσει τὸν πατέρα μου ἀνέβαινε στὸ ἄλογο. Καὶ ὁ πατέρας μου βάδιζε πίσω ἀπ’ τὸ ἄλογο.

Ἕνας ἱερεὺς ποτὲ δὲν ἀνεβαίνει στὸ ἄλογο. Αὐτὴ εἶναι ἡ παράδοση στὰ ὀρεινὰ μέρη μας. Ὁ πατέρας μου λοιπὸν μεταφέροντας τὸν σάκο, μέσα στὸν ὁποῖο βρίσκονταν τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ σταυρὸς καὶ ὁ «ζυγός», ὁδοιποροῦσε πίσω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ πήγαινε καβάλα. Ὁδοιποροῦσε ὁ φτωχός μου πατέρας, ἂν καὶ ἦταν τόσο εὔθραυστος, τόσο ἀδύνατος, βάδιζε σὰν ἕνα ἄλογο, πίσω ἀπὸ τὸν ἔφιππο ἄνθρωπο. Ἀκολουθώντας τὶς ὁπλὲς τοῦ ἀλόγου μὲ τὶς πεταλωμένες μπότες του, χωρὶς νὰ μένει πίσω καθόλου.

Μερικὲς φορές, πολὺ σπάνια, ἔλεγε σὲ μᾶς τὰ παιδιά, χαμογελώντας:

- Εἶμαι τὸ ἄλογό του Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεὸς καβαλικεύει πάνω μου, σὰν σὲ ἄλογο…

Κι ἔλεγε τὴν ἀλήθεια. Γιατί αὐτὸ δὲν ἦταν ἕνα ἀστεῖο, ὅπως ἐμεῖς τὸ παίρναμε, ὅταν ἤμασταν μικροί. Ὁ πατέρας μου μετέφερε τὸ Αἷμα καὶ τὸ Σώμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἕνα ἄλογο μεταφέρει τὸν καβαλάρη του. Παντοῦ. Μέρα καὶ νύχτα. Ὁ Θεὸς καβαλίκευε πάνω στοὺς ὤμους τοῦ πατέρα μου, κάθε στιγμὴ καὶ πήγαινε μέχρι τὰ βάθη τῶν σκοτεινῶν δασῶν μὲ τὰ ἔλατα καὶ μέχρι τὴ σιωπηλὴ καρδιὰ τῶν ἄγριων βουνῶν.

- Δὲν σ’ ἀγαποῦν οἱ γυιοὶ καὶ οἱ θυγατέρες σου ἐν Χριστῷ, ἔλεγα στὸν πατέρα μου, βλέποντάς τον τσακισμένο ἀπ’ τὴν κούραση. Μόλις ἐπέστρεψες στὸ πρεσβυτέριο κι ἦλθαν ξανὰ νὰ σὲ φωνάξουν. Μόλις ξάπλωσες καὶ ἔφτασαν. Σὲ ξυπνοῦν. Σὲ ἀναγκάζουν νὰ βγαίνεις ἔξω ὁποιαδήποτε στιγμή, μὲ ὁποιονδήποτε καιρὸ καὶ σὲ κάνουν νὰ περπατᾶς ὧρες καὶ ὧρες μὲ τὰ πόδια πίσω τους, ἐνῶ ἐκεῖνοι προχωροῦν καβάλα. Σὲ σέρνουν ἔξω χωρίς σταματημό, μέσα στὴ νύχτα, μέσα στὴ βροχή, μέσα στὴ λάσπη καὶ τὸ χιόνι. Οἱ πιστοί σου σ’ ἀγαποῦν λιγότερο ἀπ’ τὰ ζῶα τους. Διότι ποτὲ δὲ ζητοῦν ἀπ’ τὰ κτήνη τους αὐτὸ ποὺ ζητοῦν ἀπ’ τὸν πατέρα τους, τὸν ἱερέα τους. Γιατί δὲ σὲ λυπήθηκαν ποτέ; Γιατί δὲ σὲ εὐσπλαχνίσθηκαν ποτέ;

- Ἡ εὐσπλαχνία ταιριάζει συνήθως στοὺς ἀνθρώπους, τὰ ζῶα, τὰ πράγματα, μὰ ὄχι στὸν «ἱερέα», ἀπάντησε ὁ πατέρας μου. Θὰ ’ταν κουτό, παράλογο καὶ ἀσεβὲς μαζὶ νὰ τὸν λυποῦνται οἱ ἄνθρωποι. Κάθε χριστιανὸς χτυπώντας τὴν πόρτα τοῦ ἱερέως, χτυπᾶ στὴν πραγματικότητα, τὴν πόρτα τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ ἱερεὺς εἶναι «ἀφομοιωμένος τῷ υἱῷ τοῦ Θεοῦ» (Ἑβρ. ζ΄ 3). Δὲν μπορεῖ νὰ ἔλθει στὴ σκέψη ἑνὸς χριστιανοῦ αὐτὴ ἡ ἀσεβὴς ἰδέα πὼς ὁ Θεὸς κουράστηκε, πὼς ὁ Θεὸς νυστάζει, πεινάει ἢ τοῦ πονοῦν τὰ πόδια. Ἀπ’ τὸν Θεὸ μπορεῖ κανεὶς νὰ ζητάει τὰ πάντα ὁποιαδήποτε ὥρα καὶ χωρίς να χτυπᾶ τὴν πόρτα.

- Ὅμως ὁ ἱερεὺς εἶναι κι αὐτὸς ἄνθρωπος, εἶπα.

- Ὄχι, ἀπάντησε ὁ πατέρας μου. Ὁ ἱερεὺς δὲν εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἡ θυσία ἑνὸς ἀνθρώπου, ποὺ προστίθεται στὴ θυσία τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτὸ εἶναι ἡ ἱεροσύνη.

Ἡ ἀπάντηση ἦταν ὡραία. Ἔξοχη. Κοκκίνισα ἀπ’ τὴν εὐχαρίστηση. Ἀλλὰ πρόσθεσα:

- Ὡστόσο, πρέπει νὰ ’χεις μερικὲς ὧρες τουλάχιστον γιὰ ἀνάπαυση.

- Ὄχι, ἀπάντησε ὁ πατέρας μου. Ὁ ἱερεὺς δὲν εἶναι ὅπως εἶναι κανεὶς γεωργός, ὑπάλληλος ἢ τεχνίτης. Δὲ γίνεται κανεὶς ἱερεὺς γιὰ νὰ ἔχει ὧρεςγραφείου μὲ διαλείμματα καὶ μέρες ἀδείας. Εἶναι κανεὶς ἱερεὺς μόνιμα. Χωρὶς διακοπή. Χωρὶς ρεπό. Χωρὶς καμιὰ ἀνάπαυλα. Μέρα καὶ νύχτα. Καὶ ὅπως μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀπευθύνεται στὸν Θεὸ ὁποτεδήποτε, ὁποιαδήποτε ὥρα τῆς μέρας ἢ τῆς νύχτας καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε αἴτημα, χωρὶς φόβο νατον ἐνοχλήσει, ἔτσι μπορεῖ νὰ ’ρθει στὸ σπίτι τοῦ ἱερέως ὁποτεδήποτε καὶ γιὰ ὁποιοδήποτε λόγο. Βέβαια δὲν φθάνομε στὸ σημεῖο νὰ ἔχουμε ἱερεῖς ποὺ νὰ μὴν κοιμοῦνται, νὰ μὴν τρῶνε καὶ νὰ μὴν τοὺς πονοῦν τὰ πόδια. Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι μία ἀτέλεια ποὺ ὀφείλομε νὰ τὴ δεχθοῦμε ὅπως εἶναι, διότι ἡ λατρεία δὲν εἶναι παρὰ μία εἰκόνα, μία σκιὰ τῶν οὐρανίων πραγματικοτήτων, ὅπως ἀποκαλύφθηκε καὶ στὸν Μωυσῆ, ὅταν ἐπρόκειτο νὰ κατασκευάσει τὴ Σκηνή. Κοίταξε, τοῦ ἐλέχθηκε, θὰ φτιάξεις τὰ πάντα σύμφωνα μὲ τὸ ὑπόδειγμα πού σοῦ φανερώθηκε πάνω στὸ βουνὸ (Ἑβρ. η΄ 5).

Ἡ ἱεροσύνη, μίμηση τῆς ἱεροσύνης τοῦ Χριστοῦ, ἀποκλείει τὶς διακοπές. Ἰσχύει μόνιμα καὶ γιὰ τὴν αἰωνιότητα (Ἑβρ. στ΄ 7). Οὔτε καὶ ὁ φυσικός θάνατος τοῦ ἱερέως δὲν μπορεῖ νὰ τὴ διακόψει. Καὶ ἀφοῦ ἡ ἱεροσύνη δὲν μπορεῖ νὰ διακοπεῖ μὲ τὸν θάνατο, πῶς θέλεις νὰ τὴ διακόψει ἡ πείνα, ὁ κόπος ἢ ὁ ὕπνος;

- Εἶναι κανεὶς ἱερεὺς κι ὕστερα ἀπ’ τὸν θάνατο; ρώτησα τὴν πρώτη φορὰ ποὺ τὸ ἄκουσα αὐτό.

- «Εἶναι κανεὶς ἱερεὺς γιὰ τὴν αἰωνιότητα, Ἀφομοιωμένος τῷ υἱῷ τοῦ Θεοῦ, μένει ἱερεὺς εἰς τὸ διηνεκές. (Ἑβρ. ζ΄ 3) Ἐπειδὴ λοιπὸν ὁ ἱερεὺς εἶναι ἀφομοιωμένος μὲ τὸν Θεό, δὲν μπορεῖ νὰ πεθάνει. Μένει ἱερεὺς καὶ μέσα στὸ θάνατο καὶ παρὰ τὸν θάνατο. Στὴν αἰωνιότητα. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ἐνταφιάζουν τὸν ἱερέα ντυμένο μὲ ὅλα τὰ ἱερατικά του ἄμφια, ποὺ φορεῖ ὅταν τελεῖ τὴν θεία Λειτουργία. Ὁ ἱερεύς ἐνταφιαζεται μὲ τὸν Σταυρό, μὲ τὸ Ἐπιτραχήλι, τὸ Φελόνι, τὸ Στιχάρι, τὰ Ἐπιμανίκια… Ὅλα καὶ ὁλόκληρη τὴ στολή, ὅπως γίνεται γιὰ τὴν πιὸ ἐπισημη ἀκολουθία. Διότι ὁ νεκρὸς ἱερεὺς θὰ πάει νὰ λειτουργήσει στὴν ἀληθινὴ οὐράνια Ἐκκλησία, μὲ τὸν ἐπίσκοπό του, τὸν Χριστό. Γιὰ κάθε ἱερέα ὀθάνατος εἶναι μία προαγωγή. Περνάει ἀπ’ τὴ μικρή του ἐπίγεια ἐκκλησία στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ οὐρανοῦ, γιὰ νὰ τελεῖ τὴν παγκόσμια λειτουργία γύρω ἀπ’ τὸν Χριστό. Ποτὲ λοιπὸν δὲν πρέπει νὰ θρηνεῖται ὁ θάνατος ἑνὸς ἱερέως. Διότι δὲν πεθαίνει ποτέ. Ὁ θάνατος εἶναι ὁ προβιβασμός του.

Καὶ ἐπειδὴ ὁ ἱερεὺς μένει ἱερεὺς παρὰ τὸν φυσικὸ θάνατο, ὅταν τὸν βάζουν στὸν τάφο, ντυμένο μὲ τὰ ἄμφια ποὺ φοράει γιὰ τὴν τέλεση τῆς Λειτουργίας, καλύπτουν τὸ πρόσωπό του μὲ τὰ ἱερὰ Καλύμματα ἢ τὸν Ἀέρα, τὸ πανὶ ἐκεῖνο μὲ τὸ ὁποῖο καλύπτουν κατὰ τὴ λειτουργία τὸ Ἅγιο Ποτήριο, ποὺ περιέχει τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀὴρ συμβολίζει τὸν λίθο, ποὺ ἔκλεινε τὸν τάφο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ πέτρα αὐτὴ ποὺ ἔκλεισε τὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ, σφραγίζει ἐπίσης καὶ τὸν τάφο κάθε ἱερέως. Διότι κάθε ἱερεὺς εἶναι ἀφομοιωμένος μὲ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ.»

Ἀκούγοντάς τον, ἄφησα τὰ δάκρυα νὰ κυλήσουν πάνω στὸ ἅγιο χέρι τοῦ πατέρα μου, ποὺ ἔσκυψα καὶ τὸ φίλησα εὐλαβικά. Ἔτσι, λοιπὸν, κατάλαβα γιατὶ ὁ Φραγκῖσκος τῆς Ἀσίζης διηγεῖται πὼς ἂν συναντοῦσε στὸ δρόμο ἕναν ἄγγελο ἢ ἕναν ἱερέα, νὰ βαδίζουν ὁ ἕνας πλάι στὸν ἄλλον, θὰ γονάτιζε πρῶτα ἐμπρὸς στὸν ἱερέα, φιλώντας του τὸ χέρι καὶ μόνον ὕστερα θὰ γονάτιζε ἐμπρὸς στὸν ἄγγελο, γιὰ νὰ τὸν χαιρετίσει. Διότι οἱ ἄγγελοι εἶναι κατώτεροι ἀπ’ τοὺς ἱερεῖς σὲ τοῦτο, στὸ ὅτι δὲν μποροῦν νὰ μεταμορφώσουν τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ σὲ σάρκα καὶ αἷμα τοῦ Θεοῦ. Τὰ χέρια ὅμως τοῦ ἱερέως τὸ μποροῦν…

Παρὰ τὴν ἀσύγκριτη εὐτυχία νὰ εἶναι ὑπηρέτης στὸν οὐρανό, ὁ πατέρας μου ζοῦσε τὴν ἐπίγεια ζωὴ του μέσα σὲ ἀφάνταστη σκληρότητα καὶ ὀδύνη. Κάθε χρόνο ὁ πατέρας μου γινόταν πιὸ ἀδύνατος. Πιὸ ἄσαρκος. Πιὸ ἄυλος. Στὰ τριάντα του χρόνια τὰ μαλλιὰ τοῦ πατέρα μου εἶχαν ἀσπρίσει. Στὰ τριάντα χρόνια ὁ πατέρας μου εἶχε γεράσει. Τὰ δόντια του ἔπεφταν. Ἐξ αἰτίας τῆς ἀθλιότητας, ἐξ αἰτίας τοῦ ὑποσιτισμοῦ, ἐξ αἰτίας τοῦ κόπου καὶ τοῦ μόχθου.

Ἀντίθετα ὅμως τὸ βλέμμα του γινόταν κάθε χρόνο πιὸ ὄμορφο, πιὸ φωτεινό, πιὸ ἀκτινοβόλο καὶ τόσο ἔντονο ὥστε τὸ κεφάλι του ἔμοιαζε νὰ φωτίζεται μ’ ἕνα φωτοστέφανο. Παρακολουθοῦσα ἕνα ἀσυνήθιστο γεγονός: ὅταν ὁ πατέρας μου παρατηροῦσε κάτι τί, τὸ φώτιζε μὲ τὸ βλέμμα του, σὰν μὲ κάποιους μυστικοὺς προβολεῖς. Βλέποντας αὐτὸ ἔνοιωσα γιὰ πρώτη φορὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ἅγιοι, παρατηρώντας τὸν κόσμο, τὸν φωτίζουν και τὸν ἁγιάζουν.

- Τί κοιτάζεις, ρώτησε ὁ πατέρας μου, βλέποντάς με βυθισμένο στὶς σκέψεις.

- Εἶσαι φωτεινὸς σὰν μία εἰκόνα, τοῦ εἶπα, κοκκινίζοντας.

Ὁ πατέρας μου γέλασε. Δὲν ἦταν οὔτε ὑπερήφανος οὔτε ταπεινός. Γιὰ νὰ ’σαι ὑπερήφανος ἢ ταπεινὸς πρέπει πρῶτα νὰ ’σαι ἕνα γήινο πλάσμα. Καὶ ἐκεῖνος ἦταν ὅλο καὶ λιγότερο γήινος. Γέλασε γιατί ἡ φωνή μου ἔφθασε στὰ αὐτιά του κι αὐτὸ τὸν εἶχε εὐχαριστήσει. Ὁ πατέρας μου σπάνια γελοῦσε. Ὅταν κανεὶς εἶναι κουρασμένος δὲν μπορεῖ νὰ γελάσει. Μὰ τώρα εἶχε χαμογελάσει. Κι’ ὅταν ὁ πατέρας μου χαμογελοῦσε ἔβλεπε κανεὶς πὼς εἶχε χάσει σχεδὸν ὅλα του τὰ δόντια. Ἡ καρδιά μου σφιγγόταν. Λυπόμουνα τόσο πολὺ γιὰ τὴν ἀθλιότητά του ποὺ μόλις μποροῦσα νὰ κρατήσω τὰ δάκρυά μου. Καὶ ἔλεγα πὼς ἂν ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἀποφάσιζε μία μέρα νὰ προσφέρει στὸν ἱερέα του, ποὺ ἦταν καὶ ἄλογό του μαζί, τὸν π. Κωνσταντῖνο Gheorghiu, ποὺ ὑπέφερε σ’ ὅλη του τὴ ζωὴ ἀπ’ τὴν πείνα, τὴν δυνατότητα νὰ ἔχει ξαφνικὰ ψωμὶ πάνω στὸ τραπέζι του, ὁ προλετάριος πατέρας, ὁ σεβαστός μου πατέρας θὰ συνέχιζε – παρὰ τὸ θαῦμα- νὰ πεινάει, ὅπως καὶ στὸ παρελθόν. Διότι κι ἂν εἶχε κάτι δὲ θὰ μποροῦσε νὰ τὸ φάει, γιατί δὲν εἶχε πιὰ δόντια… Καὶ οὔτε σκέψη πὼς θὰ μποροῦσε νὰ βάλει ξένα. Ἤμαστε τόσο φτωχοὶ ποὺ οὔτε στὸ ὄνειρό μας δὲν θὰ τολμούσαμε νὰ πᾶμε στὸν ὀδοντογιατρό.
 

Συνάντηση μὲ τὸν Χριστὸ (Λουκ. ιθ΄1-10)




Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ εἶναι μιὰ προετοιμασία γιὰ τὴν κατανυκτικὴ περίοδο τοῦ Τριωδίου ποὺ ἀνοίγεται μπροστά μας. Μέσα ἀπὸ τὴ γνωστὴ ἱστορία τῆς συνάντησης τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Ζακχαῖο καλούμαστε καὶ ἐμεῖς νὰ ἀναζητήσουμε, νὰ ἀνακαλύψουμε, καὶ τελικὰ νὰ ζήσουμε τὴ δική μας προσωπικὴ «μυστικὴ» συνάντηση μὲ τὸν Χριστὸ μέσα στὸ σῶμα Του, τὴν Ἐκκλησία.



Ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ ἤ τοῦ κόσμου;

Ἕνας διακεκριμένος θεολόγος τοῦ καιροῦ μας μέσα ἀπὸ μιὰ ἐνδιαφέρουσα προσέγγιση βαθαίνει τὸν ἐσωτερικό μας στοχασμὸ καὶ διάλογο γιὰ νὰ ξαναδοῦμε ἂν κάτι μᾶς ἑλκύει ἤ ἐνδεχομένως μᾶς ἐμποδίζει νὰ συναντήσουμε τὸν Χριστό. Ὁ Ζακχαῖος ἤθελε νὰ δεῖ τὸν Χριστό, τὸ ἤθελε τόσο πολύ, ὥστε ἡ ἐπιθυμία του τράβηξε τὴν προσοχὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐπιθυμία εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ παντός. Ὅπως λέει τὸ εὐαγγέλιο, «ὅπου γὰρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν» (Ματθ. 6,21).

Τὰ πάντα στὴ ζωὴ μᾶς ἀρχίζουν ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία, ἐπειδὴ ὅτι, ἐπιθυμοῦμε εἶναι καὶ αὐτὸ ποὺ ἀγαποῦμε, αὐτὸ ποὺ μᾶς τραβάει ἀπὸ μέσα, αὐτὸ στὸ ὁποῖο παραδινόμαστε. Ὁ Ζακχαῖος ἀγαποῦσε τὸ χρῆμα, καὶ κατὰ τὴ δική του παραδοχή, γιὰ νὰ τὸ ἀποκτήσει δὲν εἶχε κανέναν ἐνδοιασμὸ νὰ κλέβει τοὺς ἄλλους. Ἐπίσης, ἀγαποῦσε τὸν πλοῦτο, ἀλλὰ μέσα του ἀνακάλυψε μιὰ ἄλλη ἐπιθυμία, ἤθελε κάτι ἄλλο, καὶ αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία ἔγινε κεντρικὴ στιγμὴ τῆς ζωῆς του. Αὐτὴ ἡ εὐαγγελικὴ ἱστορία θέτει ἕνα ἐρώτημα καὶ στὸν καθένα μας: Τί ἀγαπᾶμε, τί ἐπιθυμοῦμε, ὄχι φυσικὰ ἐπιπόλαια ἀλλὰ κατὰ βάθος;

Καλὸ θὰ ἦταν λοιπόν, νὰ ἐξετάζουμε τὸν ἑαυτό μας, ἂν ἐπιθυμοῦμε κάτι ἀληθινὸ καὶ οὐσιαστικὸ ἤ ἀκόμη -ἀπορροφημένοι συνήθως ἀπὸ μιὰ πληθώρα πραγμάτων καὶ ἐνδιαφερόντων- παραδινόμαστε σὲ ἐναγώνιες προσπάθειες, ποὺ κάνουν νὰ ξεχνᾶμε τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς καὶ νὰ χανόμαστε μέσα στὸν «ὄχλο τῶν παθῶν» μας καὶ τὴν τύρβη τοῦ κόσμου.



Προϋποθέσεις συνάντησης μὲ τον Χριστό

Ὁ Ζακχαῖος ζοῦσε σὲ μιὰ φαυλότητα, ἦταν ὅμως καλοπροαίρετος, γιατί «εἶχε ψυχὴ ἐπιτήδεια πρὸς ἀρετήν», κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Γι' αὐτὸ μπόρεσε νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὴ «συκομορέα» του, δηλαδὴ ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ καὶ τὴ φιλαυτία του, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Χριστὸ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Ὁ ἐγωισμὸς μᾶς ἐγκλωβίζει καὶ δὲν μᾶς ἀφήνει νὰ δοῦμε τὸν Θεό. Τοποθετεῖ ἕνα πέπλο ἀνάμεσα στὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους. Ὑψώνει ἕνα ἀδιαπέραστο τεῖχος ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπο. Ὁ Ζακχαῖος ἦταν «κοντός». Εἶχε φυσικὰ καὶ πνευματικὰ ἐμπόδια ποὺ δὲν τὸν ἄφηναν νὰ συναντήσει τὸν Χριστό. Ὅμως ὑπερνίκησε τὶς δυσκολίες ποὺ μέχρι τότε τὸν καθήλωναν στὸν ἀτομικισμό του. Ταπεινώνεται, καὶ ἔτσι ὑπερβαίνει κυριολεκτικὰ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό.

Ἐδῶ βρίσκεται τὸ κομβικὸ σημεῖο, καθὼς ὁ ἄνθρωπος ἀνακαλύπτει τί ἀκριβῶς θέλει ἤ, μᾶλλον, διαχωρίζει τὰ πολλὰ θέλω τῆς πεσμένης ἀνθρώπινης φύσης καὶ τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸ θέλω τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελίου Του, χτυπώντας τὴν πόρτα τῆς μετάνοιας. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ μιᾶς διαφορετικῆς πορείας στὴ ζωή μας, στὴ διάρκεια τῆς ὁποίας συνειδητοποιοῦμε ὅτι ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ μέσα μας καὶ γύρω μας «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως». Νιώθουμε τότε τὸ ἐσωτερικὸ ἄγγιγμα τῆς Χάριτός Του μέσα ἀπὸ καταστάσεις καὶ γεγονότα τῆς καθημερινότητάς μας καὶ τότε ἀκοῦμε νὰ μᾶς λέει «σήμερον ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖνε».

Αὐτὸ σημαίνει ὅτι συναντᾶμε τὸν Θεό, κάθε φορὰ ποὺ ζοῦμε τὸ μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸ γεγονὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν αἰσθανόμαστε τὴ θεία κοινωνία τροφή, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ζοῦμε μία ζωὴ ποὺ ἀρχίζει ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ συνεχίζεται στὴν αἰωνιότητα. Ὅταν νιώθουμε τὴν ἐξομολόγηση λουτρὸ καθαρισμοῦ, ποὺ μᾶς πλένει ἀπὸ ἐνοχὲς καὶ μᾶς θεραπεύει ἀπὸ πάθη. Ὅταν φωτιζόμαστε ἀπὸ τὴ μελέτη καὶ τὴν ἀκοὴ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ στὴ σύγχυση καὶ τὰ σκοτάδια τῆς ζωῆς. Ἀκόμη συναντᾶμε τὸν Θεὸ ὅταν ζοῦμε τὴν παρουσία Του μέσα στὸ θαῦμα τῆς ζωῆς καὶ τῆς φύσης ἤ στὸ μυστήριο τοῦ θανάτου. Στὶς δύσκολες καὶ ὀδυνηρὲς καταστάσεις ποὺ μᾶς συγκλονίζουν ἀλλὰ καὶ στὶς ὅποιες χαρούμενες στιγμὲς μᾶς γεμίζουν εὐτυχία.



Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, γιὰ ὅσους ὅμως ἔχουν παραδοθεῖ στὴν ἐπιθυμία τοῦ κόσμου ὅλα αὐτὰ δὲν σημαίνουν τίποτα. Καὶ ὅμως αὐτοὶ τῶν ὁποίων «ἡ καρδία εἶναι καιομένη» συναντοῦν τὸν Χριστὸ ἐκεῖ ποὺ οἱ ἄλλοι δὲν τὸν ὑποψιάζονται καὶ τὸν βλέπουν ἐκεῖ ποὺ οἱ ἄλλοι τὸν ἀγνοοῦν. Ἀμήν.

Η προσπάθεια να σπιλώσουν την Αγία Αγνή


Αγία Αγνή
Η Αγία Αγνή γεννήθηκε στη Ρώμη, από ευγενείς γονείς. Ως σκοπό της ζωής της έθεσε να φέρνει τις ψυχές στον δρόμο του Χριστού. Καταγγέλθηκε όμως σε κάποιον άρχοντα, ο οποίος την διέταξε ν’ αρνηθεί την πίστη της. Ο πανούργος άρχοντας για να σπιλώσει την τιμή της και να την κάμψει την έριξε σε κάποιο πορνείο. Όμως η αγία Αγνή, προσευχόμενη προκάλεσε σεισμό και οι γυναίκες του πορνείου την έβγαλαν έξω από αυτό. Για να ικανοποιήσει την μανία του ο άρχοντας την έριξε στη φωτιά και έτσι παρέδωσε τη ψυχή της με μαρτυρικό τρόπο. Η Κάρα της Αγίας Αγνής βρίσκεται στον ρωμαιοκαθολικό Ναό της Αγίας Αγνής «ἐκτός τῶν Τειχῶν» Ρώμης.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φερωνύμως ἁγνείας ὤφθης κειμήλιον, καὶ ἀνδρικῶς ἠγωνίσω ὑπὲρ τῆς δόξης Χριστοῦ, καλλιπάρθενε σεμνὴ Ἁγνὴ πανεύφημε· ὡς γὰρ θυσία καθαρά, προσενήνεξαι αὐτῷ, τελέσασα τὸν ἀγῶνα, διὰ πυρὸς Ἀθληφόρε, καὶ τοῦ ἐχθροῦ τὴν πλάνην ἔφλεξας.
Κοντάκιον
Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Παρθενίας λάμπουσα, μαρμαρυγαῖς ἀκηράτοις, μαρτυρίου ἤνυσας, περιφανῶς τοὺς ἀγῶνας· πίστει γὰρ, καὶ θείῳ ἔρωτι φλεγομένη, ἤνεγκας, πυρὸς τὴν καῦσιν ἀνδρειοφρόνως, καὶ πρὸς φῶς τῆς ἄνω δόξης, Ἁγνὴ θεόφρον, χαίρουσα ἔδραμες.

Ο Άγιος Μάξιμος και ο αγώνας κατά των αιρετικών

Άγιος Μάξιμος

Η Εκκλησία σήμερα, 21 Ιανουαρίου, τιμά τη μνήμη του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητή.

Ο Άγιος Μάξιμος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 580 από πλούσιους και ευγενείς γονείς. Πραγματοποίησε λαμπρές θεολογικές, φιλολογικές και φιλοσοφικές σπουδές. Για τα πνευματικά αλλά και τα διοικητικά του χαρίσματα προσελήφθη αρχιγραμματέας του αυτοκράτορα Ηρακλείου. Παραιτήθηκε όμως γρήγορα για να υπερασπιστεί τις αλήθειες της πίστεώς του από την αίρεση των Μονοθελητών.
Ο Άγιος Μάξιμος εκάρη μοναχός και άρχισε σκληρό και ανελέητο αγώνα κατά των αιρετικών. Στον αγώνα του αυτό συνάντησε πολλά εμπόδια, κυρίως από τον αυτοκράτορα Κώνστα, ο οποίος ήταν υπέρμαχος των Μονοθελητών και έφθασε στο σημείο να συγκαλέσει ψευδο-σύνοδο, η οποία καταδίκασε και αναθεμάτισε τον όσιο. Τέλος τον παρέδωσε στον έπαρχο της πόλης για να τιμωρηθεί. Μαστιγώθηκε και του έκοψαν τη γλώσσα και το δεξί του χέρι. Το ακρωτηριασμένο του σώμα άντεξε με θαυματουργικό τρόπο τρία χρόνια και ήταν η πιο εύγλωττη μαρτυρία της πίστεως και της αφοσιώσεώς του στο Θεό. Μετά από ολιγοήμερη ασθένεια άφησε τη μακάριά του ψυχή στον τόπο της εξορίας του το 662.
Ἀπολυτίκιον
Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τη επομβρία, ρείθρα έβλυσας, τη Εκκλησία, υπερκοσμίων δογμάτων πανεύφημε, θεολόγων δε του Λόγου την κένωσιν, ομολογίας αγώσι διέλαμψας. Πάτερ Μάξιμε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθσι ημίν το μέγα έλεος.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας Διδάσκαλε καί σεμνότητος, τῆς Οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν Μοναζόντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Μάξιμε σοφέ, ταῖς διδαχαῖς σου πάντας ἐφώτισας, λύρα τοῦ Πνεύματος. Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.

Συναξαριστής της 21ης Ιανουαρίου

Ὁ Ὅσιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής



Ὃς ἂν ὁμολογήσει ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ μένει καὶ αὐτὸς ἐν τῷ Θεῷ».
Δηλαδή, ὅποιος ὁμολογήσει μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς μένει μέσα σ᾿ αὐτὸν καὶ αὐτὸς μέσα στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἕνας τέτοιος ὁμολογητὴς ὑπῆρξε καὶ ὁ Ὅσιος Μάξιμος, ποὺ πραγματικὰ εἶχε τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ ἐπάνω του.

Ἦταν εὐγενικῆς καταγωγῆς καὶ γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 580 μ. Χ. Ἔκανε λαμπρὲς σπουδὲς στὴ θεολογία, ἀλλὰ καὶ στὴ φιλοσοφία. Μάλιστα, ἔκανε ἰδιαίτερος γραμματέας τοῦ αὐτοκράτορα Ἡρακλείου. Τότε προόδευε ἡ αἵρεση τῶν Μονοθελητῶν.

Ὁ Μάξιμος ἀφήνει τὶς λαμπρότητες τῶν ἀνακτόρων καὶ γίνεται μοναχός, πολεμῶντας παντοιοτρόπως τὴν σατανικὴ αὐτὴ αἵρεση. Στὸν ἀγῶνα του αὐτὸ βρίσκει πολλὰ ἐμπόδια. Κυρίως, τὸν αὐτοκράτορα Κώνστα, ποὺ ὑποστήριζε τοὺς Μονοθελητές. Μάλιστα, ἔφτασε στὸ σημεῖο μὲ μία ψευτοσύνοδο νὰ καταδικάσει τὸν ὅσιο, νὰ τὸν ἀναθεματίσει(!), καὶ τὸν παρέδωσε στὸν ἔπαρχο τῆς πόλης γιὰ νὰ τιμωρηθεῖ. Μαστιγώνεται σκληρὰ καὶ τοῦ κόβουν τὴν γλῶσσα καὶ τὸ δεξὶ χέρι. Ἡ θέα, ὅμως, τοῦ ἄγλωσσου, πλέον, στόματος, θὰ ἦταν ἡ εὐγλωττότερη καὶ φλογερώτερη ὑπόμνηση τῆς ἀφοσίωσης ποὺ χρωστοῦν ὅλοι νὰ ἔχουν στὴν Ἱερὴ ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Πεθαίνει ἐξόριστος στὴ Λαζικὴ τὸ 662 μ.Χ.


Ἀπολυτικιον Ἠχος γ'. Θείας πιστεως.
Θείου Πνευματος, τή ἐπομβρια, ρειθρα ἔβλυσας, τή Ἐκκλησια, ὑπερκόσμιων δογμάτων πανευφημε, θεολογῶν δέ τοῦ Λογου τήν κένωσιν, ὁμολογιας ἀγωσι διελαμψας. Πατερ Μαξιμε, Χριστον τόν Θεόν ἰκετευε, δωρησασθσι ἠμιν τό μεγα ἔλεος.

Ἕτερον Ἀπολυτικιον
Ἠχος πλ. α΄.
Ὀρθοδοξιας ὁδηγε, εὐσεβειας Διδασκαλε καί σεμνότητος, τῆς Οἰκουμενης ὀ φωστηρ, τῶν Μοναζοντων θεοπνευστον ἐγκαλλωπισμα, Μαξιμε σοφε, ταῖς διδαχαίς σοῦ παντας ἐφωτισας, λυρα τοῦ Πνευματος. Πρεσβευε Χριστω τῷ Θεω, σωθηναι τάς ψυχας ἠμων.

Κοντακιον 
Ἠχος πλ. α΄. Τή ὑπερμαχω.
Τόν τῆς Τριάδος ἐραστήν καί Μεγαν Μαξιμον, τόν ἐκδιδαξαντα τρανως πιστιν τήν ἐνθεον, τοῦ δοξαζειν τόν Χριστον, ἕν δύο φυσεσι, θελησεσι τέ καί ἐνεργειαις ὑπαρχοντα, ἐπαξιως ἕν ὠδαις πιστοι τιμησωμεν, ἀνακράζοντες• Χαιρε κῆρυξ τῆς Πιστεως.

Ὁ Ἅγιος Νεόφυτος



Γεννήθηκε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Θεόδωρο καὶ τὴν Φλωρεντία, ἐπὶ βασιλέως Διοκλητιανοῦ (284-304). Σὲ νεαρὴ ἡλικία κατέφυγε στὸν Ὄλυμπο καὶ ζοῦσε ἀσκητικὰ μέσα σὲ μία σπηλιά. Ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο ἐπανῆλθε στὴ Νίκαια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τοὺς γονεῖς του, καὶ κατόπιν πάλι ἐπέστρεψε στὸν Ὄλυμπο.

Ἡ ζωή του ὑπῆρξε πολὺ πνευματική. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὅμως, οἱ διῶκτες τοῦ Χριστιανισμοῦ Διοκλητιανὸς καὶ Μαξιμιανός, ἔστειλαν στὴν ἐπαρχία τῆς Βιθυνίας ἕναν θηριώδη ἄρχοντα, τὸν Μάξιμο. Αὐτὸς κομματίαζε τοὺς χριστιανοὺς μὲ τὸν πιὸ ἀπάνθρωπο τρόπο.

Τότε ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίστηκε στὸν Νεόφυτο καὶ τοῦ εἶπε νὰ πάει στὴ Νίκαια γιὰ νὰ μαρτυρήσει. Ἔτσι ὥστε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ νὰ ἐνισχύσει ψυχικὰ τοὺς χριστιανούς. Πράγματι ὁ Νεόφυτος παρουσιάστηκε στὸν Μάξιμο καὶ μὲ πρωτοφανὲς θάῤῥος τὸν ἤλεγξε. Τότε ὁ ἄγριος ἄρχοντας διέταξε καὶ τὸν ἔδειραν σκληρά. Κατόπιν τὸν ἔριξαν μέσα σὲ καζάνι μὲ βραστὸ νερό, ἔπειτα στὰ θηρία καὶ στὸ τέλος τὸν σκότωσαν μὲ ξίφος. Τὸ μαρτύριό του, ὅμως, ἐμψύχωσε σὲ μεγάλο βαθμὸ τοὺς χριστιανοὺς τοῦ τόπου ἐκείνου.



Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος πλ. α΄. Τόν συνάναρχον Λόγον
Ἐκ σπάργανων ἐπλήσθης τῆς θείας χάριτος, ὦσπερ νεοφυτοι ἔρνος χαριτωθεῖς τήν ψυχήν, καί θαυμάτων αὐτουργός ξένων γενόμενος, ἠνδρανάθησας στερρῶς, δί' ἀγώνων Ἱερῶν, Νεοφυτε Ἀθλοφόρε. Ἀλλά μή παύση πρεσβεύων, ἐλεηθῆναι τάς ψυχᾶς ἠμῶν.


Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ὁ Μάρτυς σου Κύριε, ἐν τῇ ἀθλήσει αὐτοῦ, τὸ στέφος ἐκομίσατο τῆς ἀφθαρσίας, ἐκ σοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἔχων γὰρ τὴν ἰσχύν σου, τοὺς τυράννους καθεῖλεν ἔθραυσε καὶ δαιμόνων τὰ ἀνίσχυρα θράση. Αὐτοῦ ταῖς ἱκεσίαις Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ὁ Ὅσιος Ζώσιμος ἐπίσκοπος Συρακουσῶν

Καταγόταν ἀπὸ τὴν Σικελία. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του εἶχαν ἕνα κτῆμα κοντὰ σ᾿ ἕνα μοναστήρι, καὶ ὁ μικρὸς γιός τους γρήγορα ἀγαπήθηκε ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ μοναχοὺς γιὰ τὴν ἀφοσίωσή του στὰ θεῖα. Ὁ ἡγούμενος μάλιστα τοῦ μοναστηρίου φρόντισε ὁ μικρὸς νὰ μάθει γράμματα καὶ ὅταν μεγάλωσε, ὁ ἴδιος πλέον δίδασκε τὰ θεολογικὰ γράμματα.

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἡγουμένου ἔγινε αὐτὸς διάδοχός του, διότι θεωρήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Συρακουσῶν ἀξιώτερος ὅλων. Ὑπῆρξε τόσο μεγάλη ἡ εὐσεβὴς δράση του, ὥστε μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἐπισκόπου Συρακουσῶν, ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ τὸν ἔφερε στὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα.

Ἀπὸ τὴν νέα του θέση, ὑπηρέτησε λαμπρὰ τὴν διδασκαλία τοῦ θείου λόγου καθὼς καὶ ὅλα τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα. Καὶ ἔτσι ἅγια ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Οἱ Ἅγιοι Εὐγένιος, Οὐαλεριανός, Κάνδιδος καὶ Ἀκύλας οἱ ἐκ Τραπεζοῦντας



Κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ ζήτησαν νὰ προφυλαχθοῦν στὰ ὄρη. Συνελήφθησαν ὅμως καὶ διατάχθηκαν ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Ἐκεῖνοι ἀπάντησαν γενναία, ὅτι δὲν Τὸν ἀρνοῦνται, καὶ τότε τοὺς ἐξόρισαν στὸ φρούριο τῆς Πιτυοῦντος τῶν Λάζων.

Ἡ φυλακὴ δὲν μπόρεσε νὰ δαμάσει τὸ φρόνημά τους. Τοὺς ἔφεραν λοιπὸν καὶ πάλι στὴν Τραπεζοῦντα, ὅπου μὲ ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλές, προσπάθησαν νὰ τοὺς σύρουν στὴν εἰδωλολατρεία. Ἡ ἀποτυχία, ὅμως, ἐξόργισε τὸν ἔπαρχο Λυσία καὶ διέταξε νὰ τοὺς βασανίσουν σκληρά. Πρῶτα τους γύμνωσαν, καὶ ἄνδρες δυνατοὶ μὲ μαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν, καταξέσχισαν τὶς σάρκες τους. Ἔπειτα ἔμπηξαν σιδερένια νύχια στὰ σώματά τους καὶ ἄνοιξαν βαθειὲς πληγὲς στὰ πλευρά τους. Κατόπιν μὲ ἀναμμένες λαμπάδες, ἔκαψαν τὶς ματωμένες πληγές τους. Τελικὰ θανατώθηκαν μὲ ἀποκεφαλισμό, ἀφοῦ ἔμειναν ἄσειστοι καὶ νικηφόροι στὴν πίστη τους.

(Στὸ τυπικό της Μονῆς Καρακάλου, ἀριθ. 25 φ. 123 σημειώνεται: «τῇ 24η Ἰουνίου τελεῖται καὶ ἡ γέννησις τοῦ ἁγίου καὶ ἐνδόξου μεγαλομάρτυρας Εὐγενίου»).

Ἡ Σύναξις τῆς Ἁγίας Εἰρήνης

Στὴν ἐκκλησία ποὺ βρίσκεται πρὸς τὴν θάλασσα. Αὐτὴ ἴσως εἶναι ἡ ἐκκλησία ποὺ ἔκτισε ὁ Ἅγιος Μαρκιανὸς (+ 10 Ἰανουαρίου), ὁ οἰκονόμος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Διότι αὐτὸς ἔκτισε ἕναν ναὸ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης πρὸς τὴν θάλασσα. Καὶ σ᾿ ἄλλα μέρη τῶν Συναξαριστῶν ἀναφέρεται αὐτὴ ἡ Ἁγία Εἰρήνη πρὸς τὴν θάλασσα.

Ἡ Ἁγία Ἁγνή



Ἦταν κόρη οἰκογενείας εὐγενῶν ἀπὸ τὴν Ῥώμη. Οἱ δραστηριότητες τῆς Ἁγνῆς ἦταν νὰ φέρνει ψυχὲς στὴ Χριστιανικὴ πίστη καὶ οἱ ἐπιτυχίες της ἦταν μεγάλες. Καταγγέλθηκε στὸν ἄρχοντα καὶ διατάχτηκε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἡ Ἁγνὴ ἐπέμενε νὰ τὸν ὁμολογεῖ.

Τότε ὁ σκληρὸς ἄρχοντας τὴν ἔριξε σὲ πορνεῖο γιὰ νὰ σπιλώσει τὴν τιμή της. Ἀλλ᾿ ἡ Ἁγνὴ διὰ τῆς προσευχῆς ἔφερε πραγματικὸ σεισμὸ μέσα στὸ πορνεῖο, καὶ ὅσους διεφθαρμένους τόλμησαν νὰ τὴν πλησιάσουν τοὺς ἔριξε κάτω νεκρούς. Ἀμέσως τότε οἱ διεφθαρμένες γυναῖκες τὴν ἔβγαλαν ἀπὸ τὸ πορνεῖο καὶ ὁ ἄρχοντας ἀπὸ τὴν μανία τὴν ἔριξε στὴν φωτιά.

Ἔτσι ἡ ψυχή της στεφανηφόρα πέταξε πρὸς τὸν Θεό. Εὐσεβεῖς χριστιανοὶ παρέλαβαν τὰ ἀπανθρακωμένα λείψανά της καὶ τὰ ἔθαψαν μὲ μεγάλη εὐλάβεια (ἡ μνήμη τῆς περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται καὶ τὴν 5ην Ἰουλίου).

Οἱ Ἅγιοι τέσσερις Μάρτυρες

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους στὴν Τύρο.

Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος Προσμονάριος τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου

Ἄκουσε τὴν φωνὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀπὸ τὸ στόμα τῆς ἁγίας της εἰκόνας. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πάτροκλος, Μνήμη ὅλων τῶν Μαρτύρων

Ποὺ μαρτύρησαν ἀπὸ τὸ χρόνο τοῦ πρωτομάρτυρα Στεφάνου μέχρι σήμερα. Ἡ μνήμη τους συναντᾶται στὸ Ἱεροσολυμιτικὸ Κανονάριο (σελ. 30). Ἡ δὲ πανήγυρί τους γινόταν στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Στεφάνου τῶν Ἱεροσολύμων, ποὺ ἔκτισε ἡ βασίλισσα Εὐδοκία (+ 460), σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ.

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος Γραικός


Γεννήθηκε στὴν Ἄρτα τὸ 1470, ἀλλὰ ἡ καταγωγή του ἦταν ἀπὸ τὸν Μοριᾶ καὶ τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Μιχαὴλ Τριβώλης. Μαθήτευσε κοντὰ στὸν Ἰωάννη Μόσχο καὶ ὁλοκλήρωσε τὶς σπουδές του στὴν Ἰταλία. Ἐπίσης, μαθήτευσε στὴν Ἑλληνικὴ σχολὴ τῆς Βενετίας καὶ κατόπιν σπούδασε στὰ Πανεπιστήμια τῆς Πάδοβας, τῆς Φλωρεντίας καὶ τοῦ Μιλάνου ἔχοντας ἐπιφανεῖς Ἕλληνες δασκάλους, ὅπως ὁ Ἰανὸς Λάσκαρης, ὁ Λαόνικος Χαλκοκονδύλης κ.ἄ.

Τὸ 1505-6 πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐκάρη μοναχός με τὸ ὄνομα Μάξιμος. Ἀργότερα ὁ Ἅγιος, μετὰ ἀπὸ παράκληση τοῦ τσάρου τῆς Ῥωσίας Βασιλείου Ἰβάνοβιτς, τὸ 1516, πῆγε στὴ Ῥωσία προκειμένου νὰ μεταφράσει διάφορα λειτουργικὰ καὶ θεολογικὰ βιβλία στὴ σλαβωνική.

Ἐκεῖ ὅμως συκοφαντήθηκε ἄγρια ἀπὸ τὸν ἰσχυρὸ ἡγούμενο τῆς Μονῆς Βολοκαλὰμκ Δανιὴλ καὶ ἔτσι ὁ Μάξιμος ταλαιπωρήθηκε ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν μὲ ἐξορίες, στέρηση θείας κοινωνίας, φυλακίσεις σιδηροδέσμιος καὶ ἄλλα βάσανα.

Τελικὰ τὸ 1551 μεταφέρθηκε στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σεργίου, ὅπου ὁ ἡγούμενος τὸν περιέβαλε μὲ πολλὴ ἀγάπη, ἐκτιμῶντας τὸ πνευματικό του ἔργο. Ἐδῶ ἄφησε καὶ τὴν τελευταία του πνοὴ στὶς 21 Ἰανουαρίου τοῦ 1556, ἀφοῦ συνέγραψε πολλὰ ἀπολογητικὰ καὶ ἑρμηνευτικὰ ἔργα.

Ἁγιοποιήθηκε στὶς 31 Μαίου 1988.



Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος α'.
Τοῦ λίθου σφραγισθέντος Λακεδαιμονίων τόν γόνον, καί τῆς Ἄρτης τό καύχημα, τόν φωστήρα τῶν Ρώσων καί τοῦ Ἄθω ἀγλάισμα, τιμήσωμεν συμφώνως οἰ πιστοί, βοῶντες πρός αὐτόν εἰλικρινῶς, δόξα τῷ δεδωκότι σοί ἰσχύν, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῶν Ὀρθοδόξων τό νέον καύχημα.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον 
Ἦχος δ'.
Ἔξ Ἄρτης ἀνέτειλας, ὦσπερ ἀστήρ φαεινός, σοφία κοσμούμενος, καί ἀρετῶν τῷ φωτί, Πατήρ ἠμῶν Μάξιμε` ὄθεν τήν ἕν Ρωσία , Ἐκκλησίαν λαμπρύνας, λόγω σου Ὀρθοδόξω, καί ὀρθοτητι βίου,ἐνήθλησας νομίμως, καί δόξης ἠξίωσαι.

Μεγαλυνάριον 
Χαίροις ὀ τῆς Ἄρτης Θεῖος βλαστός, καί τῆς ἕν Ρωσία Ἐκκλησίας ὑφηγητής, πρός ὀρθοδοξίας, τάς θείας παραδόσεις, ὤ Μάξιμε θεοφρον, ἀξιοθαύμαστε.

Ὁ Ὅσιος Ἀπολλώνιος ὁ Ἀναχωρητής

Ὀ Ὄσιος Ἀπολλώνιος ἔζησε περί τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. καί κοιμήθηκε μέ εἰρήνη. 

Εἰς τὸν Ζακχαῖον τὸν τελώνην -Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομο



Οἱ τῶν καλῶν ἐρῶντες, οὐδὲν ἀπέχουσι τῶν διψώντων, ὦ ἀγαπητοί. Ὅσῳ γὰρ οὐχ εὑρίσκουσι τὸ ζητούμενον, τοσούτῳ πρὸς τὴν δίψαν τῶν ποθουμένων καίονται· καὶ νύκτωρ μὲν φαντάζονται τὰς ποθουμένας, ὡς διψῶντες, πηγάς· μεθ’ ἡμέραν δὲ τόπον ἐκ τόπου περιερχόμενοι, ὅμμασι πολυκινήτοις περιβλεπόμενοι, ζητοῦσι τὰ τῆς καρδίας ποθούμενα.

Καὶ ὥσπερ ὁδοιπόροι ἐν ὥρᾳ καύσωνος τὴν ἄνυδρον γῆς διατρέχουσιν, ὑπὸ τῆς δίψης πιεσθέντες, καὶ τὰς πηγὰς περιβλέπονται, ὡς πολλάκις καὶ ἐπὶ βουνοὺς ἀνατρέχοντας αὐτοὺς ὅπου πηγή· κἄν ἴδωσιν αὐτὴ πόρρωθεν, χαίρουσι, καὶ ἐπιτείνονται τὴν πορείαν πρὸς αὐτὴν σπεύδοντες· εἶτα ἐλθόντες ἐπὶ τὴν πηγὴν τὴν δίψαν τῷ ὕδατι παύσουι τοιοῦτοί εἰσιν οἱ φιλόχριστοι ἄνδρες.

Ἐν γὰρ τῇ ἡμέρα τὸν ποθούμενον αὐτοῖς Χριστὸν ἔργοις ἀγαθοῖς ἐκζητοῦσι, καὶ ἐν νυκτὶ δι’ εὐχῶν προσομιλοῦσιν αὐτῷ καὶ ἐν τοῖς ὕπνοις μετ’ αὐτοῦ βηματίζειν φαντάζονται· ἐὰν ἐν ὁράμασιν αὐτὸν ἴδωσι πόρρωθεν, χαίρονται καὶ ἀγάλλονται, ὥσπερ οἱ διψῶντες, ὅταν εὕρωσι τὰς ποθουμένας πηγάς· καὶ πάλιν διυπνισθέντες καθεύδειν ἐθέλουσιν, ἵνα τῇ αὐτῇ ὁπατασίᾳ τοῖς ὕπνοις περιτύχωσι.

Τοιοῦτος ἦν καὶ Ζακχαῖος ὁ ἀρτίως ὑμῖν ὑπὸ εὐαγγελίου διαναγνωσθείς. Ὅρα γὰρ μοι αὐτὸν καὶ τρέχοντα, καὶ πόθῳ φλεγόμενον θείῳ καὶ ἐπὶ τὸ δένδρον ἀναβαίνοντα, καὶ Ἰησοῦν περιβλεπόμενον, ὅπως ἴδῃ τὴν ζωοφόρον πηγήν.

Θεωρήσας δὲ Ζακχαῖος τὸν Κύριον, τὴν μὲν ὅρασιν ἀνέπαυσε, τὴν δὲ καρδίαν πλέον πρὸς πόθον ἐξέκαυσεν. Εἰσελθὼν δέ, φυσίν, ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεριχώ, διήρχετο. Καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ὀν ὀνόματι Ζακχαῖος· καὶ οὗτος ἦν ἀρχιτελώνης, καὶ οὗτος ἦν πλούσιος· καὶ ἐπιθύμει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν, ὅτι ἐκεῖ ἔμελλε διέρχεσθαι.

Ὅρα μοι πόθον ἄνθρώπου, ἀγαπητέ. Καὶ οὐκ ἠδύνατο βλέπειν ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ὅτι μικρὸς ἦν τῇ ἡλικίᾳ. Καὶ προλαβὼν εἰς τὰ ἔμπροσθεν, ἀνέβη ἐπὶ συκομορέαν, ἵνα ἴδῃ τὸν Ἰησοῦν, ὅτι ἐκεῖθεν ἤμελλε διέρχεσθαι· Ζακχαῖος ὁ τὴν ἡλικίαν τοῦ σώματος μικρός, τῇ δὲ φρονήσει τοῦ πνεύματος μέγας, ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν, ἐπεθύμει ἰδεῖν τὸν Θεὸν ἐν ἀνθρώποις τὰ οὐράνια χαριζόμενον· ἐζήτει ἰδεῖν τὸν τῶν ἀγγέλων κτίστην, καὶ τοῦ οὐρανίου καὶ ὑπεργείου φωτὸς λαμπαδοθέτην βήμασιν ἀνθρωπίνοις περιπατοῦντα· ἐζήτει ἰδεῖν πῶς ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης ἐν τῇ νεφέλῃ τοῦ σώματος καθεζόμενος, τῶν πιστῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς καρδίας κατήυγασεν· ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Θεὸν Ἰησοῦν, τὸ καλὸν σχῆμα, τὸ ποθεινὸν πρᾶγμα, τὸ γλυκὺ ὄνομα Ἰησοῦν, τὸν ἐκ τοῦ ὀνόματος πρᾶγμα σημαίνοντα· ἐπεθύμει ἰδεῖν τὸ πορφυρόμαλλον πρόβατον, οὗ τὸ αἷμα τὴν οἰκουμένην ἐξηγόρασε, καὶ ὁ πόκος αὐτοῦ ἀπὸ Ἀδὰμ μέχρι τέλους γυμνωθέντας ἐσκέπασεν· ἐπιθύμει ἰδεῖν ὁ αἰχμάλωτος στρατιώτης τὸν ἴδιον βασιλέα, τὸ πρόβατον τὸν ποιμένα, ὁ πεπλανημένος τὴν ὁδὸν, ὁ ἐσκοτισμένος τὸ φέγγος· ἐπεθύμει ἰδεῖν τὸν τῆς εὐσεβείας κήρυκα, ὁ μὴ ἔχων τὸ τῆς θεογνωσίας γλυκύτατον ἄρτυμα· ἐζήτει ἰδεῖν ὁ ἄρρωστος τὴν ὑγείαν, ὁ πεινῶν τὸν οὐράνιον ἄρτον, ὁ διψῶν τὴν ζωοφόρον πηγήν· ἐπεθύμει ἰδεῖν τὸν τῶν ἱερέων ζωοδότην, καὶ ἐξυπντιστὴν τοῦ Λαζάρου.

Ὤ ἔρωτος θείου, ὤ ἐπιθυμίας ! ὤ ἔρωτος χρυσοπτέρον, μᾶλλον δὲ Χριστοῦ, τοῦ τὴν ἔχουσαν αὐτὸν ψυχὴν εἰς οὐρανοὺς ἀναφέροντος!

Ἤδη ὁ Θεῖος ἔρως ὁ ἄρας αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς, δενδροβάτην παρισκεύασεν· οὐκ ἔτι τὰ ἐπίγεια βλέπειν αὐτὸν ἤδη, οὔκ ἔτι ἀνθρώποις συνεχώρησεν αὐτὸν ὁμιλεῖν· ἀλλὰ πρὸς θείαν βλέψας ἀγάπην, τὰ οὐράνια ἐξεδέχετο· ἀπ’ ἐκεῖνων πρὸς ἐκεῖνα ἔτρεχε πρὸς ἅ ἠπείγετο, καὶ ἐπὶ τὸ δένδρον ἀναβὰς πριεβλέπετο τὸν Χριστὸν, καὶ τῇ διανοίᾳ τῆς νεφέλης ἐπέβαινεν.

Ἰδὼν δὲ τὸν Χριστὸν ὁ Ζακχαῖος ἁρμοζόντως ἔλεγε· Πρὸς σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμοὺς μου τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ. Εἶδε Ζακχαῖος τὸν Κύριον, καὶ πλέον πρὸς πόθον ἐξεφλέγετο· ἥψατο αὐτοῦ τῆς καρδίας, καὶ ἄλλος ἐξ ἄλλου ἐγίνετο· ἀντὶ τελώνων ζηλωτής, ἀντὶ ἀπίστου πιστός, καὶ ἀντὶ λύκου πρόβατον σφραγιδοφόρον.

Τίς οὕτω ποθεῖ πατέρα ἤ μητέρα, τίς οὕτω ποτὲ ἠγάπησε γυναῖκα ἤ τέκνα, ὡς Ζακχαῖος τὸν Κύριον ὡς ἐξ αὐτοῦ τοῦ πράγματός ἐστι δοκιμάσαι; Πάντα γὰρ αὐτοῦ τὰ ὑπάρχοντα διὰ τὸν Χριστὸν τοῖς πένησιν ἔδωκε, καὶ οὕς ἐσυκοφάντησε, τετραπλασίονα, ἀπέδωκεν.

Ὤ μαθητοῦ τρόπος ἀγαθός, ὤ διδασκάλου ἐπιείκεια καὶ δύναμις θεία, ἐκ τοῦ ὀφθῆναι μόνον τὸν Ἰησοῦν εἰς πρᾶξιν ἐνάγοντα! Οὕπω γὰρ κατηχητικὸν λόγον τῷ Ζακχαίῳ ἔλεγεν ὁ Κύριος ἀλλὰ ὤφθη μόνον τῷ ποθοῦντι καὶ ἡ τῆς πίστεως δύναμις ὑπὲρ τῆς τοῦ ποθοῦντος καρδίας ἀνείλκετο. Τοτοῦτόν τι γέγονεν καὶ ἐπὶ τῆς αἱμορροούσης· προσελθοῦσα γὰρ τῷ Κυρίῳ, καὶ ἀξιοῦσα αὐτὸν, ἵνα ἰάσησται αὐτὴν, οὐ μὴν ἐξεδέχετο τὴν ἁφὴν τῆς χειρός, ἀλλὰ αὐτὴ προσελθοῦσα ἤψατο αὐτοῦ τοῦ κρασπέδου κρυφίως· καὶ ἡ δύναμις τῆς ἰάσεως ὑπὸ τῆς ἀψομένης ὡς σπόγγος εἵλκετο.
Καὶ ὁ μὲν Ζακχαῖος ἀγνοῶν ἐποίει, θείῳ ζήλῳ φερόμενος, καὶ πνευματικῷ ἔρωτι φλεγόμενος ἐπὶ τὴν συκομορέαν ἔτρεχεν· ὁ δὲ Κύριος μυστικόν τι θεωρήσας, ἔλεγε κατάβηθι· οἶδά σου τὴν ψυχὴν, οἶδά σου τὸν ὅσιον ἔρωτα· Κατάβηθι· μνήσθητι ὅτι ὁ Ἀδὰμ γυμνωθεὶς, ὑπὸ τῆς συκῆς ἐκρύβη· σὺ δὲ θέλων σωθῆναι, ἐπὶ συκομορέαν μὴ ἀνάτρεχε.

Δεῖ με τὸ συκόμορον τοῦτο ξηρᾶναι, καὶ ἄλλο φυτεῦσαι, σταυρόν. Ἐκεῖνο χρηστὸν δένδρον ἐστίν, ἐπ’ ἐκεῖνο βήματι ψυχῆς ἀνάτρεχε.

Ἐκεῖθεν γὰρ εἰς οὐρανοὺς ἕτοιμος ἀκονίζῃ· εἰς τοῦτον τὸ δένδρον καὶ ὁ ὄφις τοῖς φύλλοις περιπλέκεται, εἰς τοῦτο κρύπτεται, ἐν τούτῳ ἐνόσσευσε· σπεῦσον, κατάβηθι πρὸ τοῦ αὐτὸν ψιθυρίζειν τῇ ψυχῇ σου, ὡς καὶ ἐπὶ τῆς Εὔας πείσας αὐτὴν γεύσασθαι τῆς γλυκείας ἡδονῆς· σπεῦσον, κατάβηθι· ἕως ἔστηκα ἐγώ, κατάβηθι· ἐμοῦ γὰρ ὁρῶντος αὐτόν, ἐκεῖνος πεφίμωται.

Σπεῦσον, κατάβηθι, οὐ θέλω σε ἐᾶσαι ἐπὶ τὴν συκομορέαν, οὐ θέλω σε ἀπολέσθαι· ἐμὸν γὰρ εἶ πρόβατον, ἐμοὶ προσέδραμες. Σπεῦσον, κατάβηθι, καὶ πρόλαβε εἰς τὸν οἶκον σου· δεῖ με ἀναπαύειν ἐκεῖ.

Ὅπου γὰρ πίστις, ἐκεῖ ἀναπαύομαι· ὅπου ἀγάπη, ἐκεῖ ἀπέρχομαι.

Οἶδα τί μέλλεις ποιεῖν· οἶδα ὅτι ὅλα σου τὰ ὑπάρχοντα μέλλεις διδόναι πένησι καὶ πρῶτον ἀποδιδόναι οἷς ἐσυκοφάντησας, τετραπλασίονα. Παρὰ τοῖς τοιούτοις ἡδέως αὐλίζομαι. Καὶ ὁ Ζακχαῖος σπεύσας κατέβη, καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, καὶ Ἰησοῦν ὑπεδέξατο.
Χαρᾶς δὲ ἐμπλησθείς, σταθεὶς εἶπεν· οὐ περιπατῶν, οὐ καθήμενος, ἀλλὰ σταθείς, ἵνα δείξῃ τὴν τῆς ψυχῆς αὐτοῦ ἀμετάθετον γνώμην σταθεὶς εἶπεν, ὅτε ζέων τῷ πνεύματι, ἀμεταμέλητα νοήσας ἠγωνίζετο· ἤδει γὰρ ὅπου σπείρει, καὶ ὅπου μέλλει θερίζειν καὶ εἶπεν· Ἰδοὺ τὰ ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου δίδωμι τοῖς πτωχοῖς· καὶ οὕς ἐσυκοφάντησα, τετραπλασίονα ἀποδίδωμι.

Ὤ ἐξομολόγησις καθαρὰ ἐκ καρδίας καθαρᾶς προερχομένη· ἐξομολόγησις ἀνεπαίσχυντος ἀνεπαισχύντῳ δόξῃ Θεοῦ παρισταμένη, πίστιν ἀποπνέουσι, καὶ δικαιοσύνην ἀνθοῦσα! ἧς δικαιοσύνης καταξιώσειεν ἡμᾶς ὁ τῶν ὅλων Θεός, χάριτι καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...