Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Ιανουαρίου 14, 2018

Περί συνέπειας Θεϊσμού, Αγνωστικισμού και Αθεϊσμού Βασικές διακρίσεις Αυτοαναιρούμενες φιλοσοφίες

Δεν σκέφτονται όλοι οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχουν πολλές "ποιότητες απιστίας", και ομοίως, πολλά "είδη πίστης" στον Θεό, ή σε κάποιο θεό. Αυτές τις διαφορές θα παρουσιάσουμε στο παρόν άρθρο, πάντοτε σε σχέση με το θέμα του πως βλέπει η κάθε ομάδα την ύπαρξή του Θεού.
Αν και δεν υπάρχουν "στεγανά" στις ιδεολογίες των ανθρώπων, θα επιχειρηθεί εδώ να δοθεί μια κατάταξη των διαφόρων ιδεολογιών, περί της αποδοχής ή όχι θεού. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και ενδιάμεσες καταστάσεις. Ούτε σημαίνει ότι είναι σταθερός ο προσανατολισμός κάποιου. Ο ίδιος άνθρωπος μπορεί σε κάποιο χρονικό διάστημα να μεταβάλλει τις απόψεις του, και να διανύσει όλες αυτές τις ποιότητες πίστης ή απιστίας, από το ένα άκρο ως το άλλο!
Επιγραμματικά, υπάρχουν τρεις διακριτές κατηγορίες:
1. Οι θεϊστές
2. Οι αγνωστικιστές
3.Οι αθεϊστές 

Όμως και οι παραπάνω κατηγορίες, χωρίζονται σε αρκετές υποκατηγορίες, οι οποίες βρίσκονται κοντύτερα προς το ένα ή το άλλο άκρο. Θα δούμε στη συνέχεια τις υποκατηγορίες αυτές, και θα τις σχολιάσουμε σχετικά με τη συνέπεια που περιέχει η κάθε μία από αυτές.

1. Οι θεϊστές
Οι θεϊστές, χωρίζονται σε δύο βασικές ομάδες ως προς το ζήτημα της αποδειξιμότητας του Θεού:
α. Σε αυτούς που πιστεύουν ότι ο Θεός δεν μπορεί να αποδειχθεί, παρά μόνο αποκαλύπτεται, και
β. Σε αυτούς που πιστεύουν ότι μπορούν να αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού.
Από τις δύο αυτές ομάδες, η πρώτη ομάδα είναι συνεπής προς την πίστη, αλλά και προς τα γεγονότα. Αναγνωρίζει ότι ο Θεός ως ελεύθερο πρόσωπο, δεν είναι δυνατόν να "ανακαλυφθεί", παρά μόνο να "αποκαλυφθεί" όταν και όποτε Εκείνος το θελήσει. Αυτή η θέση, τους βγάζει από την υποχρέωση να αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού, και απλώς παραδέχονται ότι πρόκειται για θέμα πίστης. Πιστεύουν στον Θεό, όχι επειδή μπορεί να αποδειχθεί με κάποια φυσική μέθοδο στον καθένα, αλλά επειδή είτε το βρίσκουν λογικότερο από το να μην πιστεύουν, είτε είχαν κάποια ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ εμπειρία γνωριμίας μαζί Του, είτε και τα δύο! Πιστεύουν ότι για λόγους σεβασμού της ελευθερίας του πλάσματός Του, ο Θεός ΠΟΤΕ δεν αποδεικνύει την ύπαρξή Του πέραν πάσης αμφιβολίας στο πλάσμα Του, ώστε να του δώσει τη δυνατότητα να απορρίψει την ύπαρξή Του, αν αυτή είναι η προαίρεση της καρδιάς του. Η πρώτη αυτή ομάδα των ανθρώπων, είναι η μόνη συνεπής ομάδα του θεϊσμού.
Η δεύτερη ομάδα, δεν είναι συνεπής. Και ο λόγος είναι, ότι ενώ δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί η ύπαρξη του Θεού πέραν πάσης αμφιβολίας, νομίζουν ότι μπορούν να το αποδείξουν. Βεβαίως παρουσιάζουν πλήθος σοβαρών ενδείξεων για την ύπαρξή Του, δείχνουν ότι είναι η λογικότερη θέση, όμως ΠΟΤΕ δεν μπορούν αυτό να το αποδείξουν. Άλλο είναι οι ενδείξεις, άλλο οι ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ.
Αν θα το αποδείκνυαν άλλωστε, αυτό αφ' ενός θα στερούσε από τον Θεό την ελευθερία να αυτοκαθορίζει την αποκάλυψή Του, αφ' ετέρου, θα στερούσε την ελευθερία των απίστων να τον απορρίψουν! Η δεύτερη αυτή ομάδα μάλιστα, (αν τα μέλη της θεωρούν τους εαυτούς τους Χριστιανούς), αυτοαναιρεί την ίδια την έννοια της πίστεως, γιατί και κατά την Αγία Γραφή: "Εστί δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων" (Εβραίους 11/ια΄1). Αν νομίζουν ότι θεωρείται "πίστη" αυτό που λαμβάνεται με τις αισθήσεις, δηλαδή τα "βλεπόμενα", απατούν τους εαυτούς τους ότι είναι πιστοί! Σύμφωνα και με τα λόγια τού Χριστού προς τον Θωμά: "ότι εώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες" (Ιωάννης 20/κ΄29). Εάν ο άνθρωπος πιστεύει επειδή είδε, τότε η πίστη του εξαναγκάστηκε! Τότε δεν έχει εκφράσει έμπρακτα την καλοπροαίρετη διάθεση της καρδιάς του!
Αυτή η ομάδα, αυτοακυρώνει αφ' ενός την πίστη την οποία επικαλείται, εκτίθεται αφ' ετέρου, αποτυγχάνοντας να αποδείξει αυτό που υποτίθεται ότι μπορεί να αποδείξει.

2. Οι αγνωστικιστές
Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα, η λέξη Αγνωστικισμός λέχθηκε δημόσια για πρώτη φορά το 1869 σε μια συνεδρίαση της μεταφυσικής κοινωνίας στο Λονδίνο από τον Sir Thomas H. Huxley, έναν Βρετανό βιολόγο και πρωτοπόρο της Δαρβίνιας θεωρίας της εξέλιξης. Δημιούργησε τον όρο ως κατάλληλη ετικέτα για τη θέση του. "Μπήκε στο κεφάλι μου ως αντιθετικός όρος στους Γνωστικούς της ιστορίας των εκκλησιών που δήλωναν φανερά πως ξέρουν τόσο μεγάλο μέρος για τα ίδια τα πράγματα των οποίων ήμουν ανίδεος." Όρισε ως: "Αγνωστικιστή", αυτόν που δεν δέχεται ούτε τον θεϊσμό, ούτε τον αθεϊσμό, θεωρώντας τους ακραίους, και που πιστεύει ότι το ερώτημα για το αν υπάρχει κάποια ανώτερη, πέρα και πάνω από την Φύση δύναμη, παραμένει άνευ απάντησης, και ότι δεν είναι δυνατόν να το γνωρίσουμε. Μάλιστα ορισμένοι Αγνωστικιστές, υποστηρίζουν ότι ούτε θα μπορέσουμε ποτέ να μάθουμε αν υπάρχει Θεός. Η λέξη αγνωστικιστής προέρχεται από το Ελληνικό στερητικό "α", και "γνώσις".
Υπάρχουν δύο ειδών Αγνωστικιστές:
α. Οι Εμπειρικοί Αγνωστικιστές, είναι αυτοί που δεν αποκλείουν κάποια στιγμή να βρεθούν αποδείξεις για τον Θεό, και
β. Οι Απόλυτοι Αγνωστικιστές, είναι αυτοί που πιστεύουν ότι ΠΟΤΕ δεν θα μπορέσουν να βρεθούν αποδείξεις για τον Θεό.
Η πρώτη ομάδα, (αν και η δεύτερη έχει δίκιο, ότι "ποτέ δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί ο Θεός"), είναι συνεπής με αυτό που πρεσβεύει. Όμως είναι λάθος το ενδεχόμενο για "αποδείξεις" περί Θεού.
Η δεύτερη ομάδα, αν και έχει δίκιο, είναι ασυνεπής προς τον αγνωστικισμό της! Γιατί εφόσον δεν δέχονται τις θεϊστικές λογικεύσεις, δεν είναι δυνατόν δια τού αγνωστικισμού να καταλήξουν σε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Το συμπέρασμα λοιπόν ότι "ποτέ δεν θα μπορέσουμε να βρούμε αποδείξεις για τον Θεό", αποτελεί ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ, κάτι που καθιστά τη θέση τους "θρησκευτική".
Παρατηρούμε λοιπόν, ότι και οι δύο μορφές Αγνωστικισμού, πάσχουν από κάποια μικρή αντιφατικότητα. Παρ' όλα αυτά, είναι θα λέγαμε συνεπέστεροι από τους Αθεϊστές.

3. Οι Αθεϊστές
Ο Αθεϊσμός, είναι πολύ πιο μπερδεμένος από τις ανωτέρω θέσεις. Και οι λόγοι είναι συνήθως δύο:
Ο πρώτος λόγος είναι ότι συνήθως οι αθεϊστές είναι άνθρωποι αμόρφωτοι και ημιμαθείς, που νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα. Έτσι μπερδεύουν τις έννοιες, και ενώ μερικές φορές δεν είναι αθεϊστές, οι ίδιοι λένε ότι είναι... "αθεϊστές"!
Ο δεύτερος λόγος είναι, ότι όσοι έχουν διαβάσει λίγο περισσότερο, αντιλαμβάνονται τα αδιέξοδα στα οποία τους οδηγεί η αθεϊστική τους θρησκεία, και καταφεύγουν σε διάφορες υπεκφυγές και επινοήσεις, για να "κουκουλώσουν" τις αντιφάσεις τους.
Έτσι, εμφανίζονται ΤΡΕΙΣ ομάδες "αθεϊστών", που στην πραγματικότητα είναι ΜΟΝΟ ΔΥΟ, αλλά παρουσιάζονται ως τρεις, για τους παραπάνω λόγους. Θα τις κατονομάσουμε στη συνέχεια, και θα τις αναλύσουμε περιληπτικά, δείχνοντας την αμάθεια και το δόλο της τελευταίας αυτής αθεϊστικής ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ. Κατά δικό τους διαχωρισμό λοιπόν, οι άθεοι χρησιμοποιούν τρία (γνωστά σ' εμάς) ονόματα ομάδων:
1. Ασθενής Αθεϊσμός.
2. Ισχυρός Αθεϊσμός.
3. Αντιθεϊσμός.
Ο Ασθενής Αθεϊσμός, στην πραγματικότητα είναι ΑΝΥΠΑΡΚΤΟΣ εντός της Αθεϊστικής θρησκείας. Πρεσβεύει ότι "δεν πιστεύει στον Θεό εφόσον δεν έχει στοιχεία, αλλά δεν αποκλείει την ύπαρξή Του". Όμως αυτό δεν είναι αθεϊσμός, αλλά ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΣ. Και ονομάζεται "αθεϊσμός", λόγω αγνοίας αυτών που τον πρεσβεύουν!
Απομένουν λοιπόν οι δύο άλλες ομάδες, οι οποίες είναι πραγματικές:
Ο Ισχυρός Αθεϊσμός, είναι αυτός που διατυπώνει ΔΟΓΜΑΤΙΚΑ, ότι "Δεν υπάρχει Θεός (ή θεοί)", αποκλείοντας οριστικά αυτό το ενδεχόμενο.
Η δογματική αυτή διατύπωση, φέρνει τον αθεϊστή στη δυσάρεστη θέση, να ανήκει σε ΘΡΗΣΚΕΙΑ!!! Ο άνθρωπος αυτός, παραθεωρεί όλες τις μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων που γνώρισαν προσωπικά τον Θεό, κλείνει τα μάτια στις ενδείξεις που τον περιτριγυρίζουν για τον Θεό, και η κακή προαίρεση της καρδιάς του, δεν του αφήνει το παραμικρό περιθώριο να δεχθεί την πραγματικότητα της ύπαρξης κάποιου Θεού. Πρόκειται για μια θρησκεία απωλείας, που κλείνει στον άνθρωπο την πόρτα τής Χάρης τού Θεού, και τον αφήνει μόνο σε μια ζωή χωρίς αληθινό νόημα.
Οι αθεϊστές, για να ξεφύγουν από αυτή την αντίφαση, λένε: "Εμείς δεν λέμε ότι πιστεύουμε σε κάτι. Λέμε ότι ΔΕΝ πιστεύουμε. Άρα είναι παράλογο να μας ονομάζει κάποιος θρησκεία". Όμως η ουσία του θέματος, δεν βρίσκεται στη διατύπωση. Βρίσκεται στο ότι ΔΟΓΜΑΤΙΖΟΥΝ χωρίς αποδείξεις. Και μάλιστα πολύ περισσότερο, όταν οι ίδιοι επικαλούνται την έλλειψη αποδείξεων για να δεχθούν τον Θεό! Πώς βλέπουν την έλλειψη αποδείξεων για την ύπαρξη τού Θεού, αλλά δεν τη βλέπουν όταν πρόκειται για την ανυπαρξία Του; Πώς μετράνε με δύο μέτρα και δύο σταθμά;
Δεν λέμε ότι πρέπει να πιστέψουν. Αλλά η ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ τους πεποίθηση ότι "θεός δεν υπάρχει", και μάλιστα χωρίς αποδείξεις, τους κάνει άλλη μία ΘΡΗΣΚΕΙΑ. Δεν είναι «απουσία πίστης». Είναι: «δογματική διατύπωση θέσης» ότι «δεν υπάρχει Θεός». Δεν αφήνει το ενδεχόμενο να υπάρχει. Το δογματίζει, χωρίς αποδείξεις! Όποιος δογματίζει, θρησκεύει. Είτε δογματίζει θετικά, (Υπάρχει Θεός), είτε δογματίζει αρνητικά (Δεν υπάρχει Θεός).
Θα μπορούσαν να πουν: "Δεν πιστεύω ότι υπάρχει Θεός ελλείψει αποδείξεων, αλλά δεν το αποκλείω". Τότε φυσικά δεν θα ήταν "αθεϊστές", αλλά Αγνωστικιστές. Θα ήταν όμως συνεπέστεροι. Ως Αθεϊστές όμως είναι εντελώς αντιφατικοί, και αποτελούν πράγματι ΘΡΗΣΚΕΙΑ.
Τα παραπάνω όμως, δημιούργησαν την τρίτη αθεϊστική ομάδα, τών Αντιθεϊστών. Μόνο που αυτή είναι η ομάδα για την οποία μιλούσαμε πιο πάνω, και τους ονομάζουν έτσι, κάποιοι πιο καινούργιοι αθεϊστές, για να πουν ότι δήθεν: "αυτοί είναι οι κανονικοί αθεϊστές". Όμως όπως θα δείξουμε, πρόκειται περί τσαρλατάνων.
Ενήμεροι μερικοί πιο διαβασμένοι αθεϊστές, για τις αντιφάσεις της θρησκείας τους, προχωρούν σε μια ΣΟΦΙΣΤΕΙΑ, με σκοπό να ξεφύγουν από τις αντιφάσεις στις οποίες τους οδηγεί το παράλογο δόγμα της "ανυπαρξίας τού Θεού". Και το σκεπτικό τους είναι το εξής: "Αν παρουσιάσουμε το θέμα περί Θεού ως κάτι χωρίς νόημα, δεν χρειάζεται να απολογηθούμε για την έλλειψη αποδείξεών μας!". Έτσι, προχώρησαν στην εξής επιχειρηματολογία:
Ξεκινούν πρώτα, δίνοντας έναν εσφαλμένο ορισμό περί Θεού. Λένε: "Θεϊστής είναι αυτός που πιστεύει σε κάποια απροσδιόριστη ανωτέρα, συνήθως δημιουργό, δύναμη που την αποκαλεί Θεό, ή σε κάποιο αόριστο και απροσδιόριστο Θεό, συνήθως δημιουργό, που τον αποκαλεί ανωτέρα δύναμη." Και αυτόν τον ορισμό τον δίνουν, επειδή τους βολεύει, για να παρουσιάζουν τον Θεό ως κάτι "αόριστο", "απροσδιόριστο", ή "ανωτέρα δύναμη". Τους βολεύει επειδή η ΨΕΥΔΗΣ ΑΟΡΙΣΤΙΑ αυτή, είναι απαραίτητη για τη συνέχεια τής σοφιστείας που δημιούργησαν.
Στον 20ό αιώνα, σύμφωνα με τον Ludwig Wittgenstein στην Αναλυτική Φιλοσοφία και τη Γλωσσανάλυση, ο ορισμός του αθεϊσμού έλαβε την εξής τεχνητή και παράλογη μορφή:
Κατά τον αθεϊστή αυτόν, και όσους άλλους αθεϊστές με μειωμένη αντίληψη τον ακολουθούν, "Η έννοια του «θεού» και όλες οι έννοιες που παράγονται από αυτήν είναι ψευδοέννοιες και ως εκ τούτου κάθε συζήτηση περί αυτών είναι στερημένη νοήματος και δεν οδηγεί σε κανένα συμπέρασμα. Άρα έχουμε να κάνουμε με ανόητη συζήτηση".
Με τον τρόπο αυτό, προσπαθεί να ΥΠΕΚΦΥΓΕΙ από τις αντιφάσεις που δημιουργεί στη θρησκεία τού αθεϊσμού η δογματική απόρριψη ύπαρξης τού Θεού. "Γιατί, αν δεν έχει περιεχόμενο η λέξη: "θεός", αν είναι "ψευδοέννοια", τότε δεν είμαστε υποχρεωμένοι να τη συζητήσουμε", υποστηρίζει.
Με άλλα λόγια, οι θέσεις αυτές, όχι μόνο δεν λύνουν τον παραλογισμό τού αθεϊσμού, αλλά αντιθέτως, κηρύσσουν γενική υποχώρηση από κάθε συζήτηση. Αποφεύγουν έτσι κάθε συζήτηση, ώστε να μη βρεθούν στην αντιφατική θέση να φανούν ασυνεπείς! Αν μη τι άλλο, αυτή η στάση από μέρους τους δείχνει επίγνωση τής αντιφατικότητάς τους, και ΥΣΤΕΡΟΒΟΥΛΙΑ. Μάλιστα ο συγγραφέας αυτός, θεωρεί ότι "η θέση αυτή είναι η μόνη άτρωτη". Με άλλα λόγια, παραδέχεται έτσι τα προβλήματα τής αθεϊστικής θέσης, και η μόνη άτρωτη θέση, είναι η άρνηση συζήτησης περί Θεού!!!
Έτσι, οι οπαδοί αυτής της θέσεως, ονομάζουν τους εαυτούς τους: "αθεϊστές", και εκείνους που δέχονται συζήτηση περί Θεού, τους ονομάζουν: "αντιθεϊστές"! Με το σκεπτικό, ότι "εφόσον συζητούν περί Θεού, είναι σαν να αποδέχονται ότι αυτή η έννοια έχει κάποιο περιεχόμενο, και την αντιστρατεύονται".
Τώρα που δείξαμε την υστεροβουλία αυτής τής νέας αθεϊστικής θεωρίας, θα προχωρήσουμε εν συντομία, να δείξουμε ότι στην πραγματικότητα, είναι ακόμα πιο σκοτισμένοι από τους άλλους αθεϊστές, (και ας τους ονομάζουν αντιθεϊστές).
Πρώτα - πρώτα, η νέα αυτή θεωρία τους, πάσχει στο ότι παρουσιάζουν τον Θεό ως κάτι: "αόριστο", "απροσδιόριστο", και "ανωτέρα δύναμη". Και ενώ αυτό είναι αλήθεια για πλήθος θρησκειών, δεν είναι αλήθεια για τη Χριστιανική πίστη. Όμως δεν τολμούν να κάνουν αυτό το διαχωρισμό, παρά βάζουν τη Χριστιανική πίστη ανάμεσα σε άλλες συγκεχυμένες θεϊστικές θεωρίες, γιατί έτσι τους συμφέρει!
Στη Χριστιανική πίστη δεν έχουμε έναν Θεό αόριστο, αλλά η λέξη: "Θεός", είναι μια καλά διατυπωμένη έννοια, με πλήρες και σαφώς συγκεκριμένο περιεχόμενο. Πρόκειται μάλιστα για σαφέστατο ιστορικό πρόσωπο, για τον Ιησού Χριστό! Μαρτυρημένος επαρκώς από αυτόπτες μάρτυρες, και από προφητείες, τόσο στο παρελθόν, όσο και σήμερα. Σαφέστατα η Χριστιανική πίστη, δογματίζει ότι το πρόσωπο αυτό, ήταν η ενσάρκωση τού "Θεού τού αοράτου", τον οποίο σαφέστατα πάλι κατονομάζει ως "παντοδύναμο", "πανταχού παρόντα", "δημιουργό τού σύμπαντος", "άχρονο", και "απεριχώρητο". Σαφέστατη ύπαρξη, με σαφέστατες ιδιότητες. Πώς λοιπόν λένε ότι είναι κάτι αόριστο;
Η Χριστιανική πίστη, δίνοντας στη λέξη: "θεός" συγκεκριμένο περιεχόμενο, στερεί από τους κομπογιαννίτες αυτούς το επιχείρημα τής αοριστίας, και τους σύρει ξανά πίσω στο στίβο τής αντιπαράθεσης επιχειρημάτων, από την οποία αντιπαράθεση σπεύδουν να ξεφύγουν τρέχοντας!
Η Χριστιανική πίστη, αποτελεί τη μόνο συνεπή θεϊστική θέση. Έχει για τον Θεό συγκεκριμένα δόγματα, συγκεκριμένες μαρτυρίες, συγκεκριμένη μέθοδο γνωριμίας μαζί Του. Έχει μια πλήρη και συνεπή διατύπωση για το κάθε τι σχετικά με Αυτόν, ο οποίος ο Ίδιος αποκαλύφθηκε στους Χριστιανούς. Γι' αυτό κανείς, όσο πονηρά και αν φερθεί, όσο λογικά και αν προσπαθήσει να συζητήσει, ΠΟΤΕ δεν θα μπορέσει να αποδείξει πως η Χριστιανική αλήθεια για τον Θεό είναι εσφαλμένη.
N. M.

ΤΙ ΠΡΟΦΗΤΕΨΑΝ ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΚΛΗΡΙΚΟΥΣ ΤΩΝ ΕΣΧΑΤΩΝ ΧΡΟΝΩΝ


ΚΛΩΤΣΙΟΠΑΤΟΥΝ ΤΟ ΑΓΙΟ ΘΥΣΙΑΣΤΗΡΙΟ

Είναι καταπληκτικές οι προφητείες των Αγίων Πατέρων για τους κληρικούς των εσχάτων χρόνων, προφητείες που απεικονίζουν δυστυχώς σε μεγάλο βαθμό την σημερινή κατάσταση των ποιμένων που στην πλειοψηφία τους δυστυχώς μόνο ποιμένες δεν είναι! Οι περισσότεροι έχουν «πιαστεί» είτε από ιδιοτελές συμφέρον είτε από διαβολική πλάνη στα «δίχτυα» του Οικουμενισμού, της μεγαλύτερης σύγχρονης αίρεσης.
Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός : «Οι κληρικοί θα γίνουν οι χειρότεροι και ασεβέστεροι των όλων» από το «Ο Πατροκοσμάς», Προφητεία 57η , σελ. 39.
Ο Άγιος Ιππόλυτος : «Οι ποιμένες ως λύκοι γενήσονται. Οι ιερείς το ψεύδος ασπάσονται. Οι μοναχοί τα του κόσμου ποθήσουσιν…» από
Άγιος Ιππόλυτος ΒΕΠΕΣ 6, 278.
Ο Άγιος Νείλος ο Αγιορείτης : «Όταν πλησιάση ο καιρός της ελεύσεως του Αντιχρίστου θα σκοτισθή η διάνοια των ανθρώπων από τα πάθη της σαρκός και θα πληθυνθή σφόδρα η ασέβεια και η ανομία… Οι ποιμένες των Χριστιανών Αρχιερείς και ιερείς θα είναι άνδρες κενόδοξοι, μη γνωρίζοντες παντελώς την δεξιάν οδόν από την αριστεράν… Αι εκκλησίαι δε του Θεού θα στερηθούν ευλαβών και ευσεβών Ποιμένων και αλλοίμονον τότε εις τους εν τω κόσμω ευρισκομένους Χριστιανούς οι οποίοι θα στερηθούν τελείως την πίστιν, διότι δεν θα βλέπουναπό κανένα φως επιγνώσεως…» από Προφητεία Αγίου Νείλου. Πιστόν αντίγραφον από το Βιβλίον «Ευαγγελικός Κήπος», της Ιεράς Μονής Σταυροβουνίου Κύπρου.

Ο Αββάς Μωϋσής : «Εν ταις ημέραις εκείναις… θέλουν προχειρίζεσθαι ηγούμενοι και ποιμένες άνδρες αδόκιμοι αρετής, άπιστοι… μη διακρίνοντες την δεξιάν οδόν εκ της αριστεράς, αμελείς, φιλομέριμνοι, τα πρωτεία με δώρα αρπάζοντες… μη γνωρίζοντες κατηχείν και νουθετείν το ποίμνιον… εκ της τοιαύτης δε αμελείαςκαι καταφρονήσεως των ποιμένων απολούνται οι αδελφοί…» από Δ. Παναγόπουλου, «Άγιοι και Σοφοί περί των μελλόντων να συμβώσι», Προφητεία ΑββάΜωϋσέως, σελ. 6.
Ο Άγιος Κύριλλος : «Αλλά ζητάμε δικό μας σημείο της παρουσίας του Κυρίου. Εμείς οι εκκλησιαστικοί ζητάμε εκκλησιαστικό σημείο, και ο Κύριος λέγει• “και τότε θα σκανδαλισθούν πολλοί και θα παραδώσουν ο ένας τον άλλο και θα μισήσουν ο ένας τον άλλο” (Ματθ. Κ’ , ις’ ). Αν ακούσεις ότι, επίσκοποι στρέφονται εναντίον επισκόπων, και κληρικοί εναντίον κληρικών, και λαοί εναντίον λαών, και φτάνουν μέχρι να χυθεί αίμα, να μην ταραχθείς. Διότι κάτι τέτοιο είναι ήδη γραμμένο» από Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, ΕΠΕ 2, 130.
Ο Αββάς Ισχυρίων : Κάποτε, τον 4ο αιώνα, όταν ρωτήθηκαν κάποιοι μοναχοί για το πως θα ζουν και θα είναι οι Μοναχοί και Κληρικοί τις επόμενες γενεές, και τα έσχατα χρόνια, ο Αββάς Ισχυρίων είπε τα εξής σημαντικά: «Οι Άγιοι Πατέρες της σκήτεως προφήτευσαν περί της εσχάτης γενεάς: “Πως ζούμε και τι πνευματική εργασία κάνουμε άραγε εμείς σήμερα”, λέγει κάποιος από τους πατέρες της σκήτεως ; Και απαντάει ένας από αυτούς που λεγότανΑββάς Ισχυρίων και ήταν πολύ ενάρετος και μεγάλος πνευματικά σε σχέση με όλους τους άλλους.
“Εμείς προσπαθήσαμε, αγωνιστήκαμε και τηρήσαμε τις εντολές του Θεού”. Και λένε κάποιοι. “Αλήθεια μετά από εμάς τι θα πράξουν και πως θα ζουν οι επόμενοι;” Και απήντησε ο Αββάς Ισχυρίων: “Αυτοί πρόκειται να εργασθούν και να φθάσουν στα μισά απ’ ότι μπορέσαμε και φθάσαμε εμείς”. Και ερώτησαν πάλι. “Και μετά απ’ αυτούς οι μετέπειτα τι θα κάνουν;” Και απήντησε: “Εκείνοι δεν πρόκειται να έχουν κανένα πνευματικό έργο και καμία ουσιαστική αρετή. Πρόκειται δε να τους έλθει πολύ μεγάλος πειρασμός και όσοι μπορέσουν να αντέξουν και να τον υπομείνουν μέχρι τέλους, θα φανούν ανώτεροι από όλους ημάς και τους αγίους μας”».

Το πνεύμα της Αποστασίας στους έσχατους καιρούς κατά την ερμηνεία του Αγίου Επισκόπου Θεοφάνους του Εγκλείστου


Ο Απόστολος ὁμιλεῖ σαφῶς περὶ τῆς Ἀποστασίας, ἡ ὁποία θὰ συμβῆ στὶς ἔσχατες ἡμέρες, πρὶν ἀπὸ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Περὶ αὐτῆς ἀναφέρεται καὶ σὲ ἄλλες Ἐπιστολές του.
Στὴν Πρώτη πρὸς Τιμόθεον γράφει: «Τὸ δὲ Πνεῦμα ῥητῶς λέγει ὅτι ἐν ὑστέροις καιροῖς ἀποστήσονταί τινες τῆς πίστεως, προσέχοντες πνεύμασι πλάνοις καὶ διδασκαλίαις δαιμονίων» (Α’ Τιμ. δ’ 1). Ὁμοίως γράφει ὁ αὐτὸς στὴν Β’ Τιμ. γ’ 1 καὶ ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Πέτρος στὴν Β’ Πέτρ. γ’ 1.
Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Ἰούδας μαρτυρεῖ, ὅτι ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι ὡμίλησαν περὶ αὐτοῦ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο: «Μνήσθητε τῶν ρημάτων τῶν προειρημένων ὑπὸ τῶν ἀποστόλων καὶ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅτι ἔλεγον ὑμῖν ὅτι ἐν ἐσχάτῳ χρόνῳ ἔσονται ἐμπαῖκται κατὰ τὰς ἑαυτῶν ἐπιθυμίας πορευόμενοι τῶν ἀσεβειῶν. Οὗτοί εἰσιν οἱ ἀποδιορίζοντες, ψυχικοί, Πνεῦμα μὴ ἔχοντες» (Ἰούδ. 17—19).
Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος προεῖπε, ὅτι στὸ τέλος τοῦ κόσμου «πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐγερθήσονται καὶ πλανήσουσι πολλούς, καὶ διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν» (Ματθ. κδ’ 11—12), καὶ ὅτι ὅταν θὰ ἔλθη «ἆρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;» (Λουκ. ιη’ 8).
Σύμφωνα μὲ αὐτὲς τὶς διαβεβαιώσεις, διαγράφεται στὸν νοῦ μας μία ἐντελῶς ἀπογοητευτικὴ εἰκόνα τῆς ἠθικοθρησκευτικῆς καταστάσεως τῶν ἀνθρώπων τοῦ ἐσχάτου καιροῦ. Τὸ Εὐαγγέλιο θὰ εἶναι γνωστὸ σὲ ὅλους. Καὶ ἕνα μὲν μέρος τοῦ κόσμου θὰ μείνη στὴν ἀπιστία, τὸ ἄλλο δὲ μέρος θὰ δημιουργήση κυρίως αἱρέσεις, ποὺ δὲν θὰ ἀκολουθοῦν τὴν θεοπαράδοτη διδασκαλία καὶ θὰ κτίζουν μία δική τους πίστι βασισμένη στὴν δική τους φαντασία, ἄν καὶ [φαινομενικὰ στηριγμένη] στὴν βάσι τῶν λόγων τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Αὐτὲς οἱ αὐτο-επινοημένες πίστεις θὰ γίνωνται ἀναρίθμητες. Τὴν ἀρχή τους ἔθεσε ὁ Πάπας. Συνέχισαν τὸ ἔργο του ὁ Λούθηρος καὶ ὁ Καλβῖνος. Τὸ θεμέλιο, τὸ ὁποῖο ἔθεσαν αὐτοί, τὴν προσωπικὴ δηλαδὴ ἐπίτευξι τῆς πίστεως μόνον ἐπὶ τῆς Γραφῆς, ἔδωσε ἰσχυρὴ ὤθησι γιὰ τὴν ἐπινόησι πίστεων.
Καὶ τώρα [δεύτερο μισὸ τοῦ ΙΘ’ αἰ.] ὑπάρχουν πάρα πολλὲς Ὁμολογίες, οἱ ὁποῖες θὰ γίνουν περισσότερες. Κάθε κράτος θὰ ἔχη τὴν δική του πίστι, ὕστερα κάθε νομός, κάθε πόλις καὶ στὸ τέλος πιθανὸν κάθε μυαλὸ θὰ ἔχη τὴν δική του ὁμολογία. Διότι ὅταν οἱ ἄνθρωποι δὲν δέχωνται τὴν θεοπαράδοτη πίστι, φτιάχνουν τὴν δική τους, διαφορετικὰ δὲν γίνεται.
Καὶ ὅλοι θὰ ὀνομάζωνται «Χριστιανοί». Ἕνα μόνον μέρος θὰ κρατήση τὴν γνήσια πίστι, ὅπως τὴν παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ τὴν διατηρεῖ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτοὺς οἱ περισσότεροι θὰ εἶναι Ὀρθόδοξοι μόνον κατ΄ ὄνομα. Στὴν καρδιά τους ὅμως δὲν θὰ ἔχουν τὴν τάξι (κατάστασι/διάθεσι), τὴν ὁποίαν ἀπαιτεῖ ἡ πίστις, διότι θὰ ἔχουν ἀγαπήσει τὸν παρόντα αἰῶνα. Αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ εὐρύτατος χῶρος τῆς ἀποστασίας.
Παντοῦ θὰ εἶναι ἀκουστὸ τὸ ὄνομα Χριστιανός. Παντοῦ θὰ ὑπάρχουν Ναοὶ καὶ ἱερὲς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ θὰ εἶναι μόνον στὴν ἐπιφάνεια. Ἐντὸς αὐτῶν θὰ ὑπάρχη τελεία ἀποστασία. Στὸ ἔδαφος αὐτὸ θὰ γεννηθῆ καὶ θὰ αὐξηθῆ ὁ Ἀντίχριστος, μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἐπιφανειακότητος, χωρὶς τὴν οὐσία τοῦ πράγματος.
(…) ΔΕΝ θὰ τοποθετήσουν τὴν εἰκόνα τοῦ Θηρίου καὶ στοὺς ναούς; Ἐννοεῖται, ὅτι ἐφ΄ ὅσον θὰ γίνη εὐρυτάτη ἀποστασία ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό, μαζὶ μὲ τοὺς Χριστιανοὺς θὰ καταλάβουν καὶ τοὺς ναούς, ὥστε σὲ αὐτοὺς θὰ εἶναι ἀδύνατον πλέον νὰ παραμείνη ἡ τάξις καὶ ἡ κατάστασις τῶν Χριστιανῶν. Ἑπομένως, θὰ τοποθετήσουν κάτι νέο, σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ νέου θεοῦ. Καὶ πρῶτα ἀπ΄ ὅλα τοῦτο σημαίνει τὴν ἐνθρόνισι τοῦ Ἀντιχρίστου στὸν ναό. Ὅπου αὐτὸς θὰ ἐμφανισθῆ προσωπικῶς, ἐκεῖ καὶ θὰ ἐνθρονισθῆ σὰν θεός.
«Μή τις ὑμᾶς ἐξαπατήσῃ κατὰ μηδένα τρόπον, ὅτι ἐὰν μὴ ἔλθῃ
ἡ ἀποστασία πρῶτον καὶ ἀποκαλυφθῇ ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ὁ ἀντικείμενος καὶ ὑπεραιρόμενος ἐπὶ πάντα λεγόμενον Θεὸν ἤ σέβασμα, ὥστε αὐτὸν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καθίσαι, ἀποδεικνύντα ἑαυτὸν ὅτι ἐστὶ Θεός»
(Β’ Θεσ. β’ 3—4)
(*) Μετάφρασις ἀπὸ τὸ ρωσικὸ πρωτότυπο: Ἐπισκόπου Θεοφάνους, Ἑρμνηνεία Ἐπιστολῶν Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου Πρὸς Φιλιππησίους καὶ Θεσσαλονικεῖς Α’ καὶ Β’, β’ ἔκδοσις, Μόσχα 1895, σελ. 491-492, 497.

Οἱ «σαλτιμπάγκοι» τῆς θεολογίας

Τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἰεροθέου 
Ἡ λέξη «σαλτιμπάγκος», κατά τό «Μικρό λεξικό τῆς Νέας Ἑλληνικῆς γλώσσας» τοῦ Γ. Μπαμπινιώτη, σημαίνει «πλανόδιος διασκεδαστής πού ἐκτελεῖ διάφορα κωμικά νούμερα σέ ἀνοικτούς χώρους». Πρόκειται γιά μιά ὁμάδα ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι κάνουν διάφορα παιχνίδια, μέ σκοπό νά διασκεδάσουν τά μικρά παιδιά καί τούς μεγάλους, κυρίως σέ πανηγύρια, σέ λούνα πάρκ, σέ ἐμποροπανηγύρεις. Τόν ὅρο αὐτόν χρησιμοποιῶ ἐδῶ γιά νά χαρακτηρίσω μερικούς ἐκκλησιαστικούς παράγοντας, Κληρικούς ἤ λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι κάνουν λογοπαίγνια καί ἁπλοποιοῦν ἤ καί γελοιποιοῦν τά μεγάλα θέματα τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς θεολογίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἕνα μυστήριο πού δέν μπορεῖ κανείς νά τό βιώση μέ τήν λογική καί τίς σωματικές αἰσθήσεις, οὔτε βέβαια μέ τήν φαντασία.
Ἐπίσης, ἡ θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι μιά σοβαρή ὑπόθεση πού δείχνει ποιός εἶναι ὁ σκοπός τοῦ....
ἀνθρώπου, τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου καί βεβαίως ὁ σκοπός τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἄνθρωπος, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, εἶναι «κεκελευσμένος Θεός», καί ἡ ἀνθρωπολογία, ὅπως τήν ἀνέπτυξαν οἱ Πατέρες, εἶναι ὁλοκλήρωση τοῦ κατ’ εἰκόνα καί τοῦ καθ’ ὁμοίωση. Ἀκόμη, ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀπέβλεπε στήν νίκη πάνω στήν ἁμαρτία, τόν διάβολο καί τόν θάνατο.

Μιά τέτοια θεολογία τήν ὁποία συναντᾶμε στά κείμενα τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, ὅπως ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Ἄσαρκο στήν Παλαιά Διαθήκη καί τόν Σεσαρκωμένο Λόγο στήν Καινή Διαθήκη, δέν μπορεῖ νά γίνη «ταχυδακτυλουργικό» παιχνίδι, δέν μπορεῖ νά γελοιοποιῆται, νά πέφτη χαμηλά γιά νά τό φθάνουν ὅλοι, δέν εἶναι δυνατόν νά γίνη ἕνα λίπασμα γιά νά συντηρῆ κάτι ἀρρωστημένο καί νά ἱκανοποιῆ τά πάθη τῶν ἀνθρώπων, δέν μπορεῖ νά χωρέση στό «star system» τῆς ἐποχῆς μας.
Δυστυχῶς, παρατηρῶ ὅτι συνεχῶς ἐμφανίζονται σέ δημόσιους χώρους μερικοί τέτοιοι «σαλτιμπάγκοι» πού κάνουν τήν ὀρθόδοξη θεολογία, τήν ἐκκλησιαστική ζωή καί τήν ὀρθόδοξη ἀσκητική παράδοση ἕνα παιχνίδι τῆς ἀγορᾶς, μιά διασκεδαστική παρουσίαση τῶν μεγάλων καί ὑψηλῶν, ἕνα παιχνίδι λέξεων καί ἐντυπώσεων στήν «τηλεοπτική ἀγορά», μιά χιουμοριστική προσφορά.
Θά μποροῦσα νά χρησιμοποιήσω μερικά παραδείγματα γιά νά κάνω πιό φανερά αὐτά τά σύγχρονα φαινόμενα, ἀλλά δέν θά τό κάνω γιατί δέν θέλω νά τό συγκεκριμενοποιήσω σέ μερικούς Κληρικούς.
Τό γεγονός εἶναι ὅτι, ὅπως γίνονται διάφορα τηλεοπτικά παιχνίδια ἤ διάφοροι διαγωνισμοί στούς τηλεοπτικούς σταθμούς, τό ἴδιο μέ ἕναν ἔμμεσο τρόπο γίνονται τέτοια παιχνίδια συναγωνισμῶν καί ἀνταγωνισμῶν στόν «ἐκκλησιαστικό ἔντυπο καί ἠλεκτρονικό τύπο». Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἀφ’ ἑνός μέν κρίνουν ὅσους ὁμιλοῦν μέ αὐθεντικό τρόπο γιά τά ἱερά καί ὅσια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀφ’ ἑτέρου δέ χρησιμοποιοῦν διαφόρους κωμικούς τρόπους, σάν νά εἶναι «πλανόδιοι διασκεδαστές» τῆς κοινῆς γνώμης, γιά νά ἐντυπωσιάσουν καί νά τύχουν ἀναγνωρισιμότητας.
Ἐπί τέλους, ἡ σωτηρία εἶναι πολύ μεγάλη γιά νά τήν ἐμπιστεύεται κανείς σέ μερικούς «σαλτιμπάγκους τῆς θεολογίας».
Ν.Ι.

το είδαμε εδώ

Σάββατο, Ιανουαρίου 13, 2018

Η καθιέρωση της γαλανόλευκης ελληνικής σημαίας – 13 Ιανουαρίου 1822


Η Πρώτη εθνοσυνέλευση του επαναστατημένου Ελληνισμού πραγματοποιήθηκε στην Πιάδα, κοντά στην Επίδαυρο και γι’ αυτό, «της Επιδαύρου» ονομάζεται. Ξεκίνησε στις 20 Δεκεμβρίου 1821 και διάρκεσε ως τις 16 Δεκεμβρίου 1822.
Την πρωτοχρονιά του 1822, ο πρόεδρός της, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, εξέδωσε την πανηγυρική διακήρυξη της Ελληνικής Ανεξαρτησίας. Είναι το πρώτο επίσημο κείμενο του ελεύθερου ελληνικού κράτους στον διεθνή χώρο:
«Εν ονόματι της Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος:
Το Ελληνικόν Έθνος, το υπό την φρικώδη οθωμανικήν δυναστείαν, μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον δια των νομίμων παραστατών του, εις εθνικήν συνηγμένων συνέλευσιν, ενώπιον θεού και ανθρώπων, την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν».
Στις 13 Ιανουαρίου 1822 κι ενώ οι οπλαρχηγοί έλειπαν στον Ακροκόρινθο, η εθνοσυνέλευση αποφάσισε την κατάργηση όλων των διακριτικών της Φιλικής Εταιρείας και την αντικατάστασή τους με άλλα. Ανάμεσα σ’ αυτά ήταν και η σημαία της που αντικαταστάθηκε από τη γαλανόλευκη του Γιάννη Σταθά.
Το “Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος” που προέκυψε από αυτή την συνέλευση, είναι ουσιαστικά το πρώτο ελληνικό σύνταγμα. Στις παραγράφους ρδ’ και ρε’ υπάρχει η πρώτη απόφαση για τη μορφή της Ελληνικής σημαίας.
Το Πολίτευμα καθιέρωσε τα χρώματα κυανό και λευκό και ανέθεσε στο Εκτελεστικό Σώμα να προσδιορίσει τη μορφή της.
Στις 15 Μαρτίου 1822 εκδόθηκε η απόφαση 540 του εκτελεστικού, υπογεγραμμένη από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, πρόεδρο του.
Το διάταγμα όριζε για τις σημαίες ότι:
α) των μεν κατά γην δυνάμεων η σημαία, σχήματος τετραγώνου, θα είχεν εμβαδόν κυανούν, το οποίο θα διηρείτο εις τέσσαρα ίσα τμήματα από άκρων έως άκρων του εμβαδού.
β) η δε κατά θάλασσαν σημαία θα ήτο διττή’ μία διά τα πολεμικά και άλλη διά τα εμπορικά πλοία.
Και της μεν διά τα πολεμικά πλοία το εμβαδόν θα διηρείτο ες εννέα οριζόντια παραλληλόγραμμα, παραμειβομένων εις αυτά των χρωμάτων λευκού και κυανού’ εις την άνω δε προς τα έσω γωνίαν τούτου του εμβαδού εσχηματίζετο τετράγωνον κυανόχρουν, διηρημένον εν τω μέσω δι’ ενός σταυρού λευκοχρόου.
Της δε διά τα εμπορικά πλοία διωρισμένης το εμβαδό θα ήτο κυανούν’ εις την άνω προς τα έσω γωνίαν τούτου του εμβαδού εσχηματίζετο ωσαύτως τετράγωνον λευκόχρουν και διηρημένον εν τω μέσω δι’ ενός σταυρού κυανοχρόου.
Στις 20 Φεβρουαρίου 1930 νέο διάταγμα για τη μορφή της Σημαίας, όριζε ότι η κλίμακα της εθνικής σημαίας είναι 2:3.
Η επίσημη σημαία είναι «κυανούν ορθογώνιο, με αναλογίες διαστάσεων επίσης 2:3, το οποίο διαιρείται σε τέσσερα ίσα ορθογώνια δι’ ορθίου λευκού σταυρού, του οποίου αι κεραίαι έχουσι πλάτος ίσον προς το 1/5 του πλάτους της σημαίας»
Η πρώτη Ελληνική σημαία με τη σημερινή της μορφή (κυανό φόντο και λευκός σταυρός) σχεδιάστηκε, ευλογήθηκε και υψώθηκε το 1807 στη Μονή Ευαγγελιστρίας στη Σκιάθο.
Σ’ αυτή ο ηγούμενος Νήφων όρκισε τους οπλαρχηγούς Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Ανδρέα Μιαούλη, Παπαθύμιο Βλαχάβα, Γιάννη Σταθά, Νικοτσάρα, τον Σκιαθίτη διδάσκαλο του Γένους Επιφάνιο-Στέφανο Δημητριάδη, τους Λαζαίους, τον Καρατάσο, τον Λιόλιο, τον Τσάμη και πολλούς άλλους.
Οι καπεταναίοι είχαν συγκεντρωθεί στο Μοναστήρι για να σχεδιάσουν τις επόμενες κινήσεις τους για την Επανάσταση. Παραλλαγή της ήταν η σημαία του Παπαφλέσσα, φτιαγμένη από το μπλε εσωτερικό του ράσου του και την φουστανέλα ενός συμπολεμιστή του.

ΠΗΓΕΣ:

Παρασκευή, Ιανουαρίου 12, 2018

Εξομολόγηση και θεία Κοινωνία, του πατρός Αλεξάντρου Σμέμαν


Όταν η μετάληψη ολόκληρης της σύναξης σε κάθε Λειτουργία, που εξέφραζε τη μετοχή στην ακολουθία, έπαψε να είναι ο κανόνας και αντικαταστάθηκε από την πρακτική της σπάνιας προσέλευσης, έγινε πλέον φυσικό ότι θα προηγούνταν αυτής της προσέλευσης το μυστήριο της Μετανοίας –δηλαδή της εξομολόγησης και καταλλαγής των πιστών με την Εκκλησία, με τη μεσιτεία της συγχωρητικής ευχής.
Η πρακτική αυτή – επαναλαμβάνω, φυσική και προφανής στην περίπτωση της σπάνιας προσέλευσης στη θεία Κοινωνία - επέτρεψε την εμφάνιση μιας νέας θεωρίας στους κόλπους της Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία η Μετάληψη για το σώμα των λαϊκών γίνεται αδύνατη χωρίς το μυστήριο της εξομολόγησης, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει για τον κλήρο. Έτσι, η εξομολόγηση προηγείται υποχρεωτικά – πάντοτε και σε κάθε περίπτωση - της μετάληψης. Τολμώ να δηλώσω υπεύθυνα ότι η θεωρία αυτή (που βρήκε ευρεία εφαρμογή στη Ρωσική Εκκλησία) δεν θεμελιώνεται με κανένα τρόπο στην Παράδοση, αλλά κατάφορα έρχεται σε σύγκρουση με το ορθόδοξο δόγμα της Εκκλησίας για την Κοινωνία και την Εξομολόγηση.

Για του λόγου το αληθές κανείς δεν έχει παρά να θυμηθεί την ουσία του μυστηρίου της Μετανοίας. Εξ αρχής η εξομολόγηση στην εκκλησιαστική συνείδηση και διδασκαλία ήταν το μυστήριο της συμφιλίωσης με την Εκκλησία για όσους είχαν αφοριστεί απ’ αυτήν, δηλαδή εκείνους που είχαν αποκλειστεί από την ευχαριστιακή σύναξη. Γνωρίζουμε ότι, αρχικά, η ιδιαίτερα αυστηρή εκκλησιαστική πειθαρχία επέτρεπε μία τέτοια συμφιλίωση άπαξ στη διάρκεια του βίου του μετανοούντα, αλλά αργότερα, ειδικά μετά την είσοδο στην Εκκλησία ολόκληρου του πληθυσμού, ο συγκεκριμένος κανόνας έγινε πιο χαλαρός. Στην ουσία του, το Μυστήριο της Μετανοίας ως μυστήριο συμφιλίωσης με την Εκκλησία αφορούσε εκείνους μόνο που η Εκκλησία είχε αφορίσει για αμαρτίες και πράξεις επ’ ακριβώς οριζόμενες στην Κανονική παράδοσή της. Κάτι, άλλωστε, που γίνεται φανερό κι από την συγχωρητική ευχή: “Αδελφέ, δι’ ό ήλθες προς τον Θεό, και προς εμέ, μη αισχυνθής, ου γαρ εμοί αναγγέλεις, αλλά τω Θεώ, εν ώ ίστασαι”. (Παρεμπιπτόντως, οφείλουμε να χρησιμοποιούμε την ορθή ευχή της συγχωρήσεως κι όχι την άλλη, ξένη στις ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, εκδοχή της, – “Εγώ, ο ανάξιος ιερέας, με την εξουσία που μου έχει δοθεί, σε απαλλάσσω...” - που είναι λατινογενούς προέλευσης και παρεισέφρησε στα λειτουργικά μας βιβλία κατά την περίοδο της επικράτησης στοιχείων της Δυτικής θεολογίας ανάμεσα στους Ορθοδόξους).
Όλα αυτά δεν σημαίνουν, βέβαια, ότι οι “πιστοί”, δηλαδή οι “μη αφορισμένοι”, θεωρούνταν από την Εκκλησία αναμάρτητοι. Καταρχήν, σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία κανένα ανθρώπινο όν δεν είναι αναμάρτητο, με εξαίρεση την Υπεραγία Θεοτόκο, τη Μητέρα του Κυρίου. Κατά δεύτερον, η προσευχή για την συγχώρεση και άφεση των αμαρτιών είναι αναπόσπαστο μέρος της ίδιας της Λειτουργίας (βλ. τον Τρισάγιο Ύμνο και τις δύο “Ευχές των πιστών”). Τέλος, η Εκκλησία πάντοτε φρονούσε ότι η Θεία Κοινωνία προσφέρεται “εις άφεσιν αμαρτιών”. Έτσι το θέμα εδώ δεν είναι η αναμαρτησία, που καμία συγχωρητική ευχή δεν είναι ικανή να την επιτύχει. Αλλά η διάκριση που πάντοτε γινόταν από την Εκκλησία ανάμεσα στην αμαρτία που εξορίζει τον άνθρωπο από τη ζωή της χάριτος της Εκκλησίας, και στην αμαρτωλότητα που αναπόφευκτα συνοδεύει τη ζωή κάθε ανθρώπινου όντος “που ζεί εν τω κόσμω και ενδύεται σάρκα”. Θα λέγαμε ότι μέσα στην ακολουθία της Λειτουργίας η φθαρείσα από την αμαρτία φύση μας “αναπλάθεται” όπως ομολογούμε στις ευχές των πιστών πριν από την προσφορά των θείων Δώρων. Ενώπιον του Αγίου Ποτηρίου, τη στιγμή της πρόσληψης των Μυστηρίων, παρακαλούμε για συγχώρεση των αμαρτιών “εκουσίων τε και ακουσίων, εν λόγοις ή έργοις, εν γνώση και αγνοία” και εμπιστευόμαστε ότι, στο μέτρο της μετανοίας μας, θα λάβουμε αυτή την συγχώρεση.
Όλα αυτά βεβαίως σημαίνουν – και κανείς δεν το αρνείται - ότι ο μόνος πραγματικός όρος για την προσέλευση στα θεία Μυστήρια είναι η μετοχή μας στο Σώμα της Εκκλησίας, μετοχή που αντιστρόφως βρίσκει την πληρότητά της με την πρόσληψη των μυστηρίων. Η Μετάληψη δίνεται προς “άφεση αμαρτιών και ίαση ψυχών τε και σωμάτων”, πράγμα που υποδηλώνει με σαφήνεια, τι άλλο, παρά τη μετάνοια, τη συναίσθηση της πλήρους αναξιότητάς μας και τη συνείδηση της Κοινωνίας ως θείου δώρου που κανένα επίγειο όν δεν είναι “άξιο” να λάβει. Όλο το νόημα της προετοιμασίας για την Κοινωνία, όπως ορίστηκε από την Εκκλησία (στην Ακολουθία της θείας Μεταλήψεως) δεν είναι να δημιουργήσει στον άνθρωπο το αίσθημα της “αξιότητας” αντίθετα, σκοπεύει στο να δείξει σ’ αυτόν την άβυσσο του ελέους και της άπειρης αγάπης του Θεού: “Τέκνον μου πνευματικόν, ο τη εμή ταπεινότητι εξομολογούμενος, εγώ ο ταπεινός και αμαρτωλός ουκ ίσχύω αφιέναι αμάρτημα επί της γης, ειμή ο Θεός... ο συγχωρήσας Δαυΐδ, διά Νάθαν του Προφήτου, τα ίδια εξομολογήσαντι αμαρτήματα, και Πέτρω την άρνησιν, κλαύσαντι πικρώς, και Πόρνη δακρυσάση επί τους αυτού πόδας, και Τελώνη και Ασώτω, αυτός ο Θεός, συγχωρήσαι σοι δι’ εμού του αμαρτωλού πάντα, και εν τω νυν αιώνι, και εν τω μέλλοντι^ και ακατάκριτόν σε παραστήσαι εν τω φοβερώ Βήματι”. Ενώπιον της Τράπεζας του Κυρίου, η μόνη “αξιωσύνη” των κοινωνούντων είναι αυτή η βαθιά συναίσθηση της “αναξιότητάς τους”. Αυτή είναι η αρχή της σωτηρίας.
Είναι επομένως υψίστης σημασίας για μας να κατανοήσουμε ότι η μετατροπή του μυστηρίου της εξομολόγησης σε μία αναγκαστική προϋπόθεση για την Κοινωνία, όχι μόνο συγκρούεται με την Παράδοση, αλλά προφανώς την παραμορφώνει. Διαστρέφει καταρχήν το δόγμα της Εκκλησίας, δημιουργώντας δύο κατηγορίες μελών, η μία από τις οποίες είναι αφορισμένη στην πραγματικότητα από την Ευχαριστία. Επιπλέον, στρεβλώνει το νόημα και πλήρωμα της εκκλησιαστικής μετοχής. Δεν προκαλεί έκπληξη κατά συνέπεια το γεγονός ότι αυτοί που ο Απόστολος καλεί “συμπολίτες των αγίων και οικείους του Θεού” (Εφεσ. 2:19) γίνονται και πάλι “εθνικοί”, “εκκοσμικεύονται” και η μετοχή τους στην Εκκλησία μετριέται και ορίζεται με χρηματικούς όρους οφειλών και “δικαιωμάτων”. Αλλά, επίσης, αυτό που παραμορφώνεται είναι το δόγμα περί της θείας Κοινωνίας που γίνεται πλέον αντιληπτό ως το μυστήριο για τους λίγους “εκλεκτούς” και όχι ως το μυστήριο της Εκκλησίας των αμαρτωλών που μέσα από το άπειρο έλεος του Χριστού μεταμορφώνονται διαρκώς σε Σώμα Κυρίου. Και τελικά, ανάλογα διαστρέφεται και η διδασκαλία για την εξομολόγηση. Παραποιημένη σε υποχρεωτική προϋπόθεση της Μετάληψης, αρχίζει όλο και πιο φανερά να υποκαθιστά την πραγματική ετοιμότητα για την Ευχαριστία, που δεν είναι άλλη από τη γνήσια εσωτερική μετάνοια, αυτή που έχει εμπνεύσει όλες τις ευχές προ της θείας Κοινωνίας. Ύστερα από μία τρίλεπτη εξομολόγηση και συγχωρητική ευχή ο άνθρωπος αισθάνεται πλέον “δικαιούχος” του μυστηρίου, “άξιος”, ίσως και απαλλαγμένος από τις αμαρτίες του, αισθάνεται με άλλα λόγια το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό στο οποίο μας καλεί η αληθινή μετάνοια.
Με ποιο τρόπο λοιπόν μία τέτοια πρακτική εμφανίστηκε και καθιερώθηκε, ώστε σήμερα πολλοί να την υπερασπίζονται ως την πλέον ορθόδοξη; Για να απαντήσουμε στην ερώτηση πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τρεις παράγοντες: Έχουμε ήδη αναφερθεί στον ένα: Πρόκειται για την επιφανειακή και χλιαρή προσέγγιση της πίστης και της ευσέβειας από την ίδια τη χριστιανική κοινότητα, που οδήγησε αρχικά στην σπάνια Μετάληψη και τελικά στον υποβιβασμό της σε άπαξ του έτους “υποχρέωση”. Είναι ξεκάθαρο ότι ο πιστός που προσέρχεται στο ιερό Μυστήριο μία φορά τον χρόνο οφείλει πράγματι να “συμφιλιωθεί” με την Εκκλησία, μέσα από μία εξέταση της συνείδησης και της ζωής του κατά το μυστήριο της Εξομολόγησης.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η επιρροή της μοναστικής πρακτικής, που βέβαια στο σύνολό της είναι ιδιαίτερα ευεργετική για την Εκκλησία. Οι μοναχοί λοιπόν, γνώριζαν και ασκούσαν εξ’ αρχής την πρακτική της “έκθεσης των λογισμών” και της πνευματικής καθοδήγησης των απείρων από τον πιο έμπειρο της κοινότητας. Αλλά - κι αυτό είναι το ουσιώδες - αυτός ο πνευματικός πατέρας ή “γέροντας” δεν ήταν απαραίτητα ιερέας, αφού η πνευματική καθοδήγηση συνδεόταν με την πνευματική εμπειρία και όχι την ιεροσύνη.
Στα Βυζαντινά μοναστικά τυπικά του 7ου-8ου αιώνα οι μοναχοί απαγορεύεται να αποφασίζουν μόνοι τους για την προσέλευση ή την αποχή τους από το Άγιο Ποτήριο, χωρίς δηλαδή τη συγκατάθεση του πνευματικού τους πατέρα, καθώς “η εξαίρεση εαυτού από την Κοινωνία είναι η εφαρμογή του ιδίου θελήματος”. Στις γυναικείες μονές παρόμοια άδεια απαιτείται από την ηγουμένη. Παρατηρούμε, λοιπόν, πώς η εξομολόγηση εδώ είναι μη μυστηριακού τύπου και βασίζεται στην πνευματική εμπειρία και την διαρκή καθοδήγηση. Ωστόσο, αυτού του είδους η πρακτική έχει έντονο αντίκτυπο στο καθαυτό μυστήριο της Εξομολόγησης. Στη διάρκεια της πνευματικής παρακμής (της οποίας την αληθινή έκταση και σημασία ανακαλύπτει κανείς μέσα στους κανόνες της λεγομένης Συνόδου του Τρούλου του 6ου αιώνα), τα μοναστήρια παρέμειναν τα κέντρα της πνευματικής μέριμνας και νουθεσίας των λαϊκών. ...] Ο λαός με φυσικό τρόπο ταύτισε αυτό το είδος της πνευματικής καθοδήγησης με την μυστηριακή εξομολόγηση. Θα πρέπει, ωστόσο, να τονίσουμε ότι την ικανότητα της πνευματικής καθοδήγησης δεν διαθέτει ο κάθε ενοριακός ιερέας, αφού αυτή προϋποθέτει βαθιά πνευματική εμπειρία, χωρίς την οποία η “καθοδήγηση” μπορεί να οδηγήσει, και στην πραγματικότητα συχνά οδηγεί, σε αληθινές πνευματικές τραγωδίες. Αυτό που ενδιαφέρει εδώ, είναι ότι το μυστήριο της μετανοίας συνδέθηκε κατά μία έννοια με την πνευματική καθοδήγηση, την επίλυση “δυσκολιών” και “προβλημάτων"^ κατ’ επέκταση στην παρούσα ενοριακή ζωή ταυτίστηκε με τις “μαζικές” ολιγόλεπτες εξομολογήσεις που εστιάζονται κυρίως στη διάρκεια της Μεγάλης Σαρακοστής, όπου η όποια νουθεσία και ανέφικτη γίνεται, αλλά και είναι πιθανό ότι φέρει περισσότερη βλάβη παρά όφελος. Η πνευματική καθοδήγηση πρέπει να αποσυνδεθεί από την μυστηριακή εξομολόγηση, έστω κι αν αυτή η τελευταία είναι προφανώς το απώτερο τέλος κι ο σκοπός της.
Ο τρίτος και αποφασιστικός παράγοντας ήταν, φυσικά, η επίδραση της Δυτικής, Σχολαστικής και δικανικής κατανόησης της μετανοίας. Έχουν πολλά γραφεί για την “δυτική υποδούλωση” της Ορθόδοξης θεολογίας, αλλά φοβάμαι πώς λίγοι άνθρωποι συνειδητοποιούν το βάθος και το αληθινό νόημα της στρέβλωσης στην οποία η Δυτική επιρροή οδήγησε την ίδια τη ζωή της Εκκλησίας και πάνω απ’ όλα την κατανόηση των Μυστηρίων. Αυτό γίνεται φανερό στο μυστήριο της μετανοίας. Η σοβαρή παραμόρφωση εδώ συνίσταται στην μετατόπιση του νοήματος του μυστηρίου από την μετάνοια και την εξομολόγηση στην στιγμή της “άφεσης” που προσλαμβάνεται δικανικά. Η Δυτική Σχολαστική θεολογία διαχώρισε σε δικανικές κατηγορίες την ίδια την ουσία της αμαρτίας και, αντίστοιχα, την έννοια της άφεσης. Η τελευταία πηγάζει εδώ όχι από την αλήθεια, δηλαδή την αυθεντική φύση της μετανοίας, αλλά από την εξουσία του ιερέως. Εάν για την αρχική ορθόδοξη κατανόηση του μυστηρίου της εξομολόγησης ο ιερέας είναι ο παρευρισκόμενος μάρτυρας της μετανοίας, και ως εκ τούτου μάρτυρας της πλήρους “καταλλαγής με την Εκκλησία εν Χριστώ Ιησού...”, ο Λατινικός νομικισμός υπερτονίζει την εξουσία του ίδιου του ιερέως να δίνει άφεση αμαρτιών. Έτσι προκύπτει η ολότελα καινοφανής για το Ορθόδοξο δόγμα, αλλά αρκετά δημοφιλής σύγχρονη πρακτική της “άφεσης-απαλλαγής” χωρίς εξομολόγηση. Η αρχική διάκριση ανάμεσα σε αμαρτίες –αφορισμούς από την Εκκλησία (από τους οποίους προέκυπτε η ανάγκη της μυστηριακής συμφιλίωσης με το Εκκλησιαστικό Σώμα) και της αμαρτωλότητας που δεν εξέβαλε τον πιστό εκτός Εκκλησίας, εκλογικεύθηκε από τον Δυτικό Σχολαστικισμό σε διαχωρισμό ανάμεσα στις λεγόμενες θανάσιμες και εξαγοράσιμες (συγγνωστές) αμαρτίες. Οι πρώτες, έχοντας απομακρύνει τον άνθρωπο από την “κατάσταση της χάριτος” απαιτούν μυστηριακή εξομολόγηση και άφεση, ενώ οι υπόλοιπες χρήζουν μόνο εσωτερικής μεταμέλειας. Στην Ορθόδοξη Ανατολή, ωστόσο, και ιδιαίτερα στη Ρωσία (κάτω από την επίδραση της Λατινόφρονος θεολογίας του Πέτρου Μογίλα και των μαθητών του) η θεωρία αυτή κατέληξε στην υποχρεωτική και δικανική σύνδεση ανάμεσα στην εξομολόγηση-άφεση και την Ευχαριστία.
Κατά έναν ειρωνικό τρόπο η πιο ολοφάνερη “διείσδυση” των Λατίνων αντιμετωπίζεται από μεγάλο αριθμό πιστών ως ορθόδοξη νόρμα, ενώ η πιο απλή απόπειρα για επαναξιολόγηση της πρακτικής κάτω από το φως του αυθεντικού ορθοδόξου δόγματος της Εκκλησίας και των μυστηρίων καταγγέλλεται ως “Ρωμαιοκαθολική”! 
π.Αλεξάνδρου Σμέμαν 
Αρχική πηγήεδώ
 
το είδαμε εδώ

Οι τρεις πειρασμοί του Κυρίου


    Πριν  από το δικό του Πάσχα και πριν από το Πάσχα του λαού Του ο Χριστός εισέρχεται στην έρημο (Ματθ. 4, 1). Και όπως ο παλαιός Ισραήλ με τον Μωυσή έμεινε σαράντα χρόνια, έτσι και ο Χριστός μένει σαράντα ημέρες μέσα στη δοκιμασία της ερήμου, όπου αντιμετωπίζει από τον πειραστή διάβολο τρεις πειρασμούς.


 
    Ο πρώτος πειρασμός ήταν ο «βιολογικός» πειρασμός, ο πειρασμός της πείνας και της δίψας (Ματθ. 4,2). Ο πονηρός, μετά σαράντα ημέρες νηστείας και άσκησης του Χριστού, του λέγει: «Εάν είσαι υιός του Θεού, κάνε τις πέτρες ψωμί για να χορτάσεις την πείνα σου και την πείνα του κόσμου. Ξεκινάς για το έργο Σου και ξεχνάς ότι ο κόσμος πεινά. Ικανοποίησε πρώτα τις υλικές του ανάγκες και μετά προσπάθησε να τους οδηγήσεις στην πνευματική ζωή».
Ο Χριστός στην πρόκληση του πονηρού αρνείται να μετατρέψει τις πέτρες σε ψωμί. Δεν υπόσχεται κανέναν υλικό παράδεισο, αλλά δημιουργεί ένα προηγούμενο και μια πνευματική παράδοση για τον λαό Του με την απάντησή Του: «Ο άνθρωπος δε ζει μόνο με το ψωμί, τα υλικά αγαθά, αλλά με τον λόγο του Θεού που δίδει περιεχόμενο στη ζωή του». Η πίστη και η πνευματική ζωή δεν μπορεί να υποτάσσονται στην καθημερινή ανάγκη. Η ορθόδοξη ζωή είναι η υπέρβαση της καθημερινότητας, είναι η είσοδος διά της ερήμου της ιστορίας στον χώρο της αιωνιότητας. Ο πειρασμός αυτός έχει ιδιαίτερη σημασία για μια κοινότητα, για έναν κόσμο που οικοδομείται.

Ο δεύτερος πειρασμός του Ιησού Χριστού στην έρημο ήταν ο πειρασμός της πνευματικής επάρκειας και πνευματικής ανεξαρτησίας από τη Χάρη και την παρουσία του Θεού. Είναι ένα είδος πειρασμού «αυτοσυνειδησίας». Ο πειραστής διάβολος παραλαμβάνει τον Ιησού, μας αναφέρει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, και τον οδηγεί στον Ναό, όπου διατυπώνει μέσα σε ιερό μάλιστα χώρο τον πειρασμό του: «Εάν είσαι υιός του Θεού, πέσε κάτω από τη στέγη του Ναού, γιατί είναι γραμμένο ότι δε θα πάθεις τίποτε, αφού ο Θεός θα δώσει εντολή για Σένα στους αγγέλους Του και θα σε σηκώσουν στα χέρια τους» (Ματθ. 4, 6).
Ο διάβολος προκαλεί τον Χριστό να κάνει κάποιο θαύμα, για να αποδείξει τη θεία Του προέλευση. Αντιλαμβάνεται κανείς τί θα σήμαινε, εάν έστω προς στιγμήν, αμφέβαλε ο Χριστός για τη φύση του προσώπου Του και της αποστολής Του· εάν ήθελε, σύμφωνα με τον πειρασμό, να δοκιμάσει, τη σχέση Του με τον Θεό Πατέρα και να βεβαιωθεί για τον εαυτό Του και τις δυνατότητές Του.
   Αν τώρα ο πειρασμός αυτός μεταφερθεί στον χώρο του ανθρώπου και της ανθρώπινης κοινωνίας, τότε μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί ο κόσμος και ο άνθρωπος σήμερα βρίσκεται σε κατάσταση ελλείψεως αυτογνωσίας και αυτοσυνειδησίας. Πόσες φορές ο κόσμος δεν αναζητά από την πίστη θαύματα για να πιστέψει; Ο Κύριος, όμως, δεν ενδίδει στον μεγάλο αυτό πειρασμό- γιατί θέλει η πίστη του ανθρώπου να μη στηρίζεται σε θαυματουργικές πράξεις ή εξωτερικά τεκμήρια. Η πίστη στον Θεό, που είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος, είναι ουσιαστικά μια ελεύθερη και αγαπητική αποδοχή που δικαιώνεται μόνο από τους καρπούς της.

Ο τρίτος πειρασμός της ερήμου είναι ο πειρασμός της εξουσίας και της δυνάμεως. «Εάν πέσεις και με προσκυνήσεις, θα σου δώσω όλα τα βασίλεια του κόσμου» (Ματθ. 43). Είναι πολύ χαρακτηριστικό πως στην έρημο ο διάβολος δεν έρχεται ν’ αποτρέψει τον Ιησού από τη μεσσιανική αποστολή Του και να τον απομακρύνει από την άσκηση μιας κάποιας εξουσίας. Ο Ιησούς Χριστός καλείται από τον σατανά να γίνει Μεσσίας του διαβόλου και να ασκήσει την εξουσία αυτή επάνω σ’ όλους τους λαούς της γης στο όνομα του πειραστή.
Ο τρίτος αυτός πειρασμός ανακεφαλαιώνει κατά τρόπο απτό και ωμό την τραγική ιστορία του ανθρώπου διά μέσου των αιώνων, μια Ιστορία πολέμων και βιαιοτήτων, αρπαγών και διεκδικήσεων. Μια ιστορία ασκήσεως εξουσίας όχι εν ονόματι της αλήθειας και του Θεού, αλλά εν ονόματι του ψεύδους και του διαβόλου. Μια ιστορία που δεν οδήγησε ποτέ τον άνθρωπο σε ελευθερία αλλά σε χίλιες δυό μορφές δουλείας.

Ο Χριστός, μέσα στο Ευαγγέλιο, δίδει το μέτρο και το νόημα της ηγεσίας. Η εξουσία συνδέεται όχι με την καταδυνάστευση αλλά με τη διακονία και την προσφορά. «Ξέρετε ότι οι άρχοντες καταδυναστεύουν τα έθνη και οι μεγάλοι τα καταπιέζουν. Αυτό δε θα γίνεται σ’ εσάς, αλλά εκείνος που θέλει να γίνει μεγάλος ανάμεσά σας θα είναι διάκονός σας, και εκείνος που θέλει να είναι πρώτος, αυτός θα είναι δούλος σας, όπως ακριβώς ο Υιός του Ανθρώπου δεν ήλθε να υπηρετηθεί, αλλά να διακονήσει και να δώσει τη ζωή του λύτρο αντί πολλών».



Μ’ αυτές τις τρεις αρχές ο Χριστός ξεκινά το τρίχρονο θείο έργο Του και συντελείται πραγματικά κάτι θαυμαστό: Ο λαός που βρισκόταν στο σκοτάδι και την απειλή του θανάτου είδε να ανατέλλει μέγα και λαμπρό Φως. Το Φως αυτό είναι η Χάρη του Θεού, το Φως της Θεότητας. Ο Κύριος καλεί σε μετάνοια και αλλαγή τον άνθρωπο, γιατί η Βασιλεία του Θεού δεν είναι πια ένα μακρινό όραμα, αλλά μια πραγματικότητα που είναι απτή στο πρόσωπο του Μεσσία Χριστού και βιώνεται μέσα στη Θεία Ευχαριστία και την Εκκλησία. Ας παρακαλάμε, λοιπόν, τον άγιο Θεό να φωτίζει το σκότος του νου μας, γιατί, όταν φωτιστεί το σκοτάδι του νου μας, τότε γινόμαστε ολοκληρωμένοι άνθρωποι, φωτόμορφα τέκνα της Εκκλησίας.


(Αγαθαγγέλου, επισκόπου Φαναρίου, «Η ζύμη του Ευαγγελίου», εκδ. Αποστολική Διακονία)

πηγή:εδώ

Θάνατος και Ανάσταση (στην πνευματική ζωή)


 
π. Παναγιώτης Βαρδουνιώτης - Ευχή
Η Καινή Διαθήκη: αρχαίο κείμενο, νεοελλ. μετάφραση σε απλή καθαρεύουσα.

Κάποιοι άνθρωποι, με αγαθή διάθεση μπορώ να ομολογήσω, έρχονται στο Μυστήριο της Εξομολογήσεως και αφού εξομολογηθούν, ρωτούν:

 Πάτερ ποια είναι τα καθηκοντά μου απέναντι στο Θεό; 
Εννοώντας κάθε πότε πρέπει να έρχονται στην Εκκλησία, πότε να φέρνουν πρόσφορο, λάδι, κερί, λιβάνι κ.α. Κάθε πότε πρέπει να κοινωνούν, λές και είναι καθήκον και αυτό.

Βέβαια δεν φταίνε αποκλειστικά αυτοί οι άνθρωποι, αφού μια έτοια τυπική λατρείας καθηκοντολογίας παραλάβανε. Κάποτε ένας ιερέας είπε κάτι που είναι αλήθεια. Δικαιολογώντας την γλώσσα της λατρείας είπε: 

Η Εκκλησία είναι καθεστηκυία τάξις, καθεστώς. Αυτό είναι το δράμα που ζούμε όλοι οι χριστιανοί. Ενώ η ζωή της Εκκλησίας είναι μία διαρκής κίνηση, από το κατ’ εικόνα στο καθ’ ομοίωση, εμείς οι βολεμένοι συνειδησιακά, την καταντήσαμε καθεστώς. Ένα έλος που από πάνω φαίνεται γαλήνιο και από κάτω πεθαίνει από την ακινησία. Ο Χριστός λέει στο ευαγγέλιο του Ματθαίου:
 «Μη νομίζετε ότι ήλθα να επιβάλω μια εξωτερική γαλήνη, αλλά ήλθα να βάλω μάχαιρα, διαίρεση» (Ματθ.10,34). 
Έναν πόλεμο μέσα στον άνθρωπο. 

Όπως μας λέει ο απ. Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή:

 «Ευχαριστούμαι και ευφραίνομαι στο νόμο του Θεού με όλη την ψυχή και την καρδιά και τον νου. Βλέπω όμως να κυριαρχεί στο σώμα μου άλλος νόμος, η δύναμη της αμαρτίας που αντιστρατεύεται και μάχεται όσα ο νους μου και η συνείδηση μου υποδεικνύουν ως ορθά και με υποδουλώνουν στο νόμο της αμαρτίας, ο οποίος κυριαρχεί στην αμαρτωλή ανθρώπινη φύση μου. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι εγώ δουλεύω σε δύο κυρίους. Με τον νου και την συνείδηση δουλεύω στο νόμο του Θεού, με το σώμα μου όμως δουλεύω στο νόμο της αμαρτίας» (Ρωμ.7,22-25).  
Αυτή η μάχη μεταξύ πνεύματος και ψυχής και σώματος είναι η ζωή του χριστιανού. Όχι για να εξολοθρεύσει το σώμα, αλλά για να φέρει ειρήνη μεταξύ ψυχής και σώματος. Το σώμα να επιθυμεί τα της ψυχής και η ψυχή να αναπαύει το σώμα. Έτσι η Εκκλησία δεν είναι καθεστώς, αλλά πόλεμος, θάνατος και ανάσταση. 

 
Εικ. από εδώ
 
Ο Χριστός λέει στον νυχτερινό μαθητή Νικόδημο:

 «Αλήθεια σου λέγω, εάν δεν αναγεννηθεί κανείς πνευματικώς, από το νερό του Βαπτίσματος και από την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, δεν μπορεί να εισέλθει στην βασιλεία των ουρανών» (Ιω.3,5. "Ν": ο συντάκτης ερμηνεύει το χωρίο, με σωστό τρόπο - στο αρχαίο λέει "εξ ύδατος και πνεύματος"). Όμως για να αναγεννηθεί κανείς σε κάτι νέο, απαιτείται ο θάνατος του παλιού, όπως μας λέει ο απ. Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή:
 «Όσοι με πίστη στον Χριστό έχουμε βαπτισθεί, είμαστε μέτοχοι και του θανάτου του. Έτσι όπως ο Χριστός αναστήθηκε εκ νεκρών, να αναστηθούμε και εμείς πνευματικώς μαζί του, ζώντας μια νέα ζωή, χωρίς να υπηρετούμε την αμαρτία» (Ρωμ.6,3-4). 
Το μυστήριο του Βαπτίσματος λοιπόν είναι θάνατος του παλαιού ανθρώπου, εκείνου που ήταν δούλος στην αμαρτία. Όμως και το Βάπτισμα σήμερα γίνεται ως καθήκον, τυπικά, και έτσι έχει χάσει την δυναμική του θανάτου. Ενός πνευματικού θανάτου που μας λυτρώνει από την δουλεία στην αμαρτία.
 Γιατί λέει ο απ. Παύλος: 
«Όπως ο νεκρός δεν μπορεί να αμαρτήσει, έτσι και αυτός που πέθανε μαζί με τον Χριστό, έχει πεθάνει για την αμαρτία» (Ρωμ.6,7).

Γι' αυτόν τον θάνατο και την ανάσταση μαζί με τον Χριστό γράφει ο όσιος Ηλίας ο Έκδικος: «Δεν σταυρώθηκε ακόμη μαζί με τον Χριστό εκείνος που εξακολουθεί να έχει φυσικές κινήσεις στη σάρκα του, ούτε έχει ταφεί μαζί με τον Χριστό εκείνος που σέρνει μαζί του κακές ψυχικές ενθυμήσεις. Πως λοιπόν θα αναστηθεί αυτός μαζί με τον Χριστό για να ζήσει την καινούργια ζωή;» Ακούγοντας καινούργια ζωή μην πάει ο νους σας στην Δευτέρα Παρουσία, αλλά στο τώρα. Ο Χριστός στο ευαγγέλιο του Ιωάννη λέει: «Αλήθεια σας λέγω, αυτός που ακούει τον λόγον μου και πιστεύει στον Θεό, έχει ζωή αιώνιο και δεν έρχεται σε κρίσει, αλλά μεταβαίνει διά του θανάτου στη αληθινή ζωή. Αλήθεια σας λέγω, ότι έρχεται ώρα και τώρα είναι αυτή η ώρα, που οι νεκροί πνευματικώς άνθρωποι θα ακούσουν τον λόγο του Θεού και όσοι τον ακούσουν και τον δεχθούν, θα αναστηθούν πνευματικώς και από τώρα θα ζήσουν την αιώνια ζωή» (Ιω.5,24-25). Συνεπώς ο θάνατος και η ανάσταση μαζί με τον Χριστό συμβαίνει τώρα και όχι σε κάποιο μέλλον. 




Ο Κύριος συζητά με το Νικόδημο (πίνκας του Αλεξάντερ Ιβάνοφ, από εδώ). Η συζήτηση αυτή καταγράφεται στο κεφ. 3 του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου.
 
Με την διαβεβαίωση του Χριστού ότι αν δεν πεθάνεις τώρα ως προς τον κόσμο της αμαρτίας και δεν αναστηθείς συν Χριστώ, στη Δευτέρα Παρουσία η σωματική σου ανάσταση θα είναι «κρίση αιώνιος» (Ιω.5,29). Είναι πολύ σοφή μια επιγραφή που υπάρχει στο Άγιον Όρος: «Αν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις όταν πεθάνεις». Γι αυτόν τον θάνατο για τον κόσμο μιλάει ο απ. Παύλος στην προς Γαλάτας επιστολή: «Διά της συμμετοχής μου στον σταυρό του Χριστού έχει πεθάνει ο κόσμος για μένα και εγώ για τον κόσμο» (Γαλ.6,14). 

Ερμηνεύει πολύ ωραία αυτό το χωρίο του απ. Παύλου, ο όσιος Ηλίας ο Έκδικος γράφοντας: «Εκείνοι για τους οποίους σταυρώθηκε ο κόσμος καρφιά είναι η νηστεία και η αγρυπνία. Δηλαδή η εγκράτεια στα υλικά αγαθά και η ταλαιπωρία της σάρκας. Ενώ για εκείνους που σταυρώθηκςν για το κόσμο καρφιά είναι η ακτημοσύνη, να μην εχεις τίποτα δικό σου και η καταφρόνηση, η περιφρόνηση κάθε τι γήινου. Χωρίς τα δεύτερα οι κόποι των πρώτων είναι ανώφελοι». Μας λέει ο όσιος Ηλίας ότι η νηστεία και η ταλαιπωρία πρέπει να οδηγούν στην ακτημοσύνη και στη καταφρόνηση των υλικών πραγμάτων, αλλιώς είναι τυπικές πρακτικές που δεν ωφελούν, αλλά μάλλον βλάπτουν. Και ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος για το ίδιο θέμα γράφει: «Εκείνος που μίσησε με όλη του την ψυχή και απαρνήθηκε την επιθυμία της σάρκας και την επιθυμία που προέρχεται από την όραση και την αλαζονεία του πλούτου, οι οποίες αποτελούν τον κόσμο της αδικίας, αυτός σταύρωσε τον κόσμο για τον εαυτό του και τον εαυτό του για τον κόσμο». Γι αυτό ο απ. Παύλος γράφει στους Γαλάτες: «Οι δε αληθινοί χριστιανοί έχουν νεκρώσει τον παλαιό σαρκικό άνθρωπο μαζί με τα πάθη και τις αμαρτωλές επιθυμίες του». (Γαλ.5,24).

Ο χριστιανός κάθε μέρα πεθαίνει για τον κόσμο, αυτή είναι η πορεία του. 

Γι αυτό ο όσιος Θεόληπτος Φιλαδελφείας από την εμπειρία του θα μας πει:
 «Όταν είσαι νεκρός για τα πάθη, τότε γίνεσαι μέτοχος της αιώνιας ζωής». Είναι γνωστή η ρήση των πατέρων ότι «για να λάβεις Πνεύμα, πρέπει να δώσεις αίμα». Εμείς οι χριστιανοί, επειδή λόγω της φιλαυτίας μας, αρνούμαστε να αρνηθούμε τα πάθη και τις επιθυμίες της σάρκας μας, είμαστε χριστιανοί τυπικώς. Μετέχουμε στη λατρεία τυπικά, λες και ο Θεός είναι κάποιος απουσιολόγος και μερτάει πόσες φορές θα πάμε στην Εκκλησία. Η εκκοσμίκευση έχει την πρώτη θέση στη λατρεία. Και ας φωνάζει ο απ. Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή:
 «Προσέχετε να μην συμμορφώνεσθε με το φρόνημα και το τρόπο ζωής του κόσμου, των ανθρώπων της υλόφρονης αυτής εποχής, αλλά να μεταμορφώνεσθε με το ξεκαινούργωμα του νου σας, ώστε να εξακριβώνετε ποιο είναι το θέλημα

του Θεού, το οποίο είναι αγαθό και τέλειο». (Ρωμ.12,2). Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος (εικ.) λέει ποιο είναι αυτό το θέλημα του Θεού:  
«Η τέλεια κάθαρση από την αμαρτία, η ελευθερία από τα πάθη της ατιμίας και η απόκτηση της κορυφαίας αρετής, της αγάπης. Αυτό είναι ο καθαρισμός της καρδιάς που γίνεται με τη μέθεξη του τέλειου και θεϊκού Πνεύματος, με εσωτερική αίσθηση».

Αντί όμως για αυτά, εμείς προσπαθούμε να καλοπιάσουμε τον Θεό με διάφορα υλικά πράγματα. Λες και ο Θεός είναι από ύλη, κτιστός και ευχαριστιέται με δωρεές υλικών πραγμάτων. Ξεχνούμε το λόγο του Χριστού: 

«Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας αυτός εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν». (Ιω.4,24) 
Και εμείς συνεχίζουμε να προσφέρουμε: 
 Αγογραφίες Αγίων και βάζουμε το όνομά μας από κάτω. Νομίζουμε ότι έτσι καλοπιάνουμε τον Άγιο.
 Ο Άγιος απέρριψε όλες τις γήινες τιμές για να γίνει άγιος και εμείς τον υποβιβάζουμε στη δική μας ματαιοδοξία.
 «Τιμή μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος», θα μας πει ο ιερός Χρυσόστομος. 
Τιμούμε έναν άγιο όταν προσπαθούμε να του μοιάσουμε στον τρόπο που έζησε. 
Να πεθάνουμε και εμείς όπως και αυτός για τον κόσμο. 
Π.χ. γεμίζουμε τους ναούς με λουλούδια. Στα βάζα λουλούδια, στις εικόνες λοιλούδια, παντού. Ο Χριστός είναι «ο ωραίος κάλλει» από μόνος του.

 Το να προσπαθούμε να τον ομορφήνουμε με λουλούδια, είναι σαν να παραδεχόμαστε ότι δεν είναι και τόσο ωραίος. Η Παναγία μας, η υπέρτατη ανθρώπινη ομορφιά, την γεμίζουμε με λουλούδια, δείχνοντας ασέβεια σ’ αυτό που πραγματικά είναι η Παναγία. 
Ότι πιο ωραίο έχει να δείξει η ανθρώπινη φύση. Έτσι χάνεται η πνευματική ομορφιά και προσπαθούμε να επιδείξουμε μια εκκοσμικευμένη ομορφιά, καλύπτοντας την δική μας πνευματική ασχημοσύνη. 
Τι να απαντήσει κανείς σε μια κυρία που ήρθε και μου είπε:
 Πάτερ τώρα τελευταία έχει πέσει η δουλιά στο μαγαζί μου, θέλω να κάνω ένα ευχέλαιο. Πως να της δώσεις να καταλάβει τι είναι ο Χριστός;
Ο λαός είναι ακατήχητος και γι αυτό φταίμε εμείς οι παπάδες, που κρατάμε τους πιστούς ακατήχητους. Πιστεύουμε σε έναν Θεό που κύριο έργο του είναι να κάνει θαύματα. Θέλουμε να έχουμε όλα τα υλικά αγαθά, ψυγεία και καταψύκτες γεμάτα, σπίτια άνετα, στρώματα πουπουλένια, ακριβά αυτοκίνητα, δουλιές που να βγάζουν χρήματα, διακοπές, γλέντια, ηδονές σωματικές, ά και να μην ξεχάσουμε να έχουμε και έναν Θεό που να μας κρατάει υγιείς για να μπορούμε να απολαύσουμε όλα αυτά. 


Αλλά γιατί να μην τα κάνουν αυτά οι χριστιανοί, αφού πρώτα από όλους τα κάνουμε αυτά εμείς οι κληρικοί, από δεσποτάδες μέχρι πρεσβυτέρους και διακόνους.

 Κληρικοί ευτραφείς με ακριβά αυτοκίνητα και ποικιλόμορφα φανταχτερά άμφια. Όταν ο κλήρος είναι δούλος της εκκοσμίκευσης, τί θα κάνει ο απλός λαός;
 Όλοι κλήρος και λαός ζούμε για την καλοπέρασή μας, Όμως άλλα μας λένε οι εμπειρίες των αγίων. Γράφει ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος:
«Όσο υπηρετεί κανείς την κοιλιά του, τόσο στερείται τη θεία Χάρη. Και στο βαθμό που θα ταλαιπωρήσει το σώμα του, ανάλογα θα χορτάσει από πνευματική τροφή της θείας Χάρης». Και ο μαθητής του ο όσιος Νικήτας ο Στηθάτος λέει:  

«Όταν λησμονήσεις το φαγητό και τις άλλες ανάγκες τις φύσης, ας γνωρίζεις ότι αυτή είναι επίσκεψη Θεού σε σένα, η οποία προξενεί στον αγωνιζόμενο τη ζωοποιό νέκρωση και χαρίζει από εδώ ήδη την κατάσταση των ασωμάτων».

Εν ολίγοις, πως πρέπει να ζει ο χριστιανός; Την απάντηση μας την δίνει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής (εικ.): «Στον Θεό αρέσει η αγάπη, η θεωρία ("Ν": στάδιο της πνευματικής ζωής, στο οποίο κάποιος βλέπει το θείο φως) και η προσευχή. Στη
σάρκα αρέσει η γαστριμαργία, η ακολασία και όσα αυξάνουν αυτά τα πάθη. Γι' αυτό όσοι είναι σαρκικοί, υπηρετούν την σάρκα, δεν αρέσουν στο Θεό. Ενώ όσοι ανήκουν πράγματι στον Χριστό, σταύρωσαν τη σάρκα μαζί με τα πάθη και τις αμαρτωλές απιθυμίες». Ο απ. Παύλος κάνει λόγο για αυτάρκεια και λέει:  

«Ας είμαστε ολιγαρκείς, γιατί τίποτε δεν φέραμε στο κόσμο κατά τη γέννησή μας και είναι ολοφάνερο ότι τίποτα δεν μπορούμε να βγάλουμε από το κόσμο και να το πάρουμε μαζί μας την ώρα του θανάτου μας. Όταν δε έχουμε τις αναγκαίες τροφές, κατοικία και σκεπάσματα, να αρκούμεθα σ’ αυτά» (Α’ Τιμ.6,7-8).

Ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής θα μας πει:  

«Αν ο νους στραφεί προς τον Θεό, έχει το σώμα δούλο του και δεν του παρέχει τίποτα περισσότερο από τα αναγκαία για να ζήσει. Αν όμως στραφεί προς τη σάρκα, υποδουλώνεται στα πάθη και φροντίζει για να ικανοποιεί πάντοτε τις κακές επιθυμίες της». Έτσι λοιπόν η ζωή του χριστιανού δεν έχει καθήκοντα απέναντι στο Θεό, αλλά είναι πόθος θανάτου και ανάστασης. Καθημερινά πρέπει ο χριστιανός να πεθαίνει για το κόσμο, για τις αμαρτωλές επιθυμίες της σάρκας και της ψυχής για να ανασταίνεται πνευματικά εν Χριστώ. Ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος λέει μια αλήθεια: Έχουν περάσει δυο χιλιάδες χρόνια από τότε που ήρθε ο Χριστός στον κόσμο και δεν καταλάβαμε τι μας είπε. Αλλά το πιο θλιβερό είναι ότι θα περάσει όλη μας η ζωή και δεν θα καταλάβουμε ότι δεν καταλάβαμε. Θα πιστεύουμε ψευδώς ότι τον καταλάβαμε.
πηγή

Πέμπτη, Ιανουαρίου 11, 2018

π. Βαρνάβας Γιάγκου: Πίσω από τον Έρωτα

π. Βαρνάβας Γιάγκου
Απόδειξη της ερωτικής μας ανικανότητας είναι η επιδερμικότητα αυτής της εμπειρίας. Όταν ο έρωτας εξαντλείται στα γλυκερά λόγια και βιώματα και στη τυποποιημένη τεχνική του έρωτα, που οδηγεί στην ευδαιμονία και τη στιγμιαία αυτοπραγμάτωση, εκφράζεται ο φόβος και η αδυναμία να συναντήσουμε αληθινά το πρόσωπο του άλλου.
Η αγάπη είναι εμπειρία επώδυνη για τον ψυχικό μας κόσμο, γι’ αυτό αποφεύγουμε να ανοιχθούμε   πιο ουσιαστικά. Προτιμούμε τις  ήρεμες σχέσεις, όπου δεν συνδεόμαστε βαθιά με τον άλλο, για να μπορούμε να εξερχόμεθα όταν προσβάλλεται ο ναρκισσισμός μας. Πίσω από την γλύκα του έρωτα υπάρχει πάντα η διακινδύνευση. Είναι μια μορφή αυτοαπώλειας.
Το ολοκληρωτικό δόσιμο φέρει την απειλή της αποτυχίας και του εκμηδενισμού. Πως ξέρεις ότι αγάπησες τον κατάλληλο άνθρωπο; Πως ξέρω πως θα γίνω εύκολος για εκμετάλλευση; Τον ίδιο τρόμο έχουμε και στο πλησίασμα του Θεού. Όταν προσεύχομαι ψάχνοντας την αγάπη Του, παραδίδοντας το κέντρο της ύπαρξής μου σε Αυτόν, δεν ξέρω τι θα συναντήσω και πώς θα αντέξω το θέλημά Του.
Πίσω από κάθε έρωτα υπάρχει υψωμένος ο θάνατος – ο θάνατος του θελήματός μας, της δύναμής μας, του συμφέροντός μας. Αλλά τρομακτικότερα στέκεται ο θάνατος ως χωρισμός. Καταφέρνεις να συνδεθείς ολοκληρωτικά με τον άνθρωπό σου και μελαγχολείς αναλογιζόμενος την ώρα του θανάτου του. Ξέρεις ότι θα πεθάνεις, γι’ αυτό αγαπάς με πάθος που αναμειγνύεται με τρόμο. Εξ αιτίας του φόβου του θανάτου συνήθως επιλέγουμε τις ρηχές ερωτικές σχέσεις, για να αποφύγουμε το φόβο της απώλειας του αγαπημένου, ή εμμένουμε στον αυτονομημένο σωματικό έρωτα, για να καλύψουμε το άγχος του θανάτου.
Ο θάνατος είναι το σύμβολο της έσχατης ανικανότητας, γι’ αυτό προσπαθούμε να αποδείξουμε τη ζωντάνια μας, ότι είμαστε νέοι, ελκυστικοί, με το σωματικό έρωτα. Η υπερβολική αναφορά στη σεξουαλική ικανότητα έρχεται να φιμώσει τους φόβους μας για μια εσωτερική ανικανότητα.
Η αναζήτηση του αναστάντος Χριστού, η εσωτερική πάλη για αναζήτηση   της αγάπης που νικά το θάνατο, είναι η άλλη πρόταση που οι διανοούμενοι θα αποκαλούσαν θρησκευτική νεύρωση. Η χωρίς επιφυλάξεις παράδοση στο θείο έρωτα ξεμπλοκάρει την ύπαρξή μας από φόβους. Όταν έχεις γευτεί τον έρωτα του Χριστού, συμφιλιώνεσαι με τη κτίση μαθαίνοντας ότι ο έρωτας είναι σταυρός, προσφορά και σεβασμός.
πηγή: «Μακεδονία της Κυριακής»  07-05-2006, ΟΟΔΕ
το είδαμε εδώ

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...