Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 25, 2011

Στὸ Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα (Γαλ. γ΄23-δ΄5)

Διονύσιος Ψαριανός (Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης (+))



Στὸ Ἀποστολικὸ Ἀνάγνωσμα τῆς ἑορτῆς τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης (Γαλ.γ' 23-δ' 5)


α' .Ὁ Ἀπόστολος ποὺ διαβάστηκε σήμερα εἶναι περικοπὴ ἀπὸ τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Σὲ κάποια περασμένη ὁμιλία εἶπα γιὰ τοὺς Γαλάτες καὶ γιὰ τὴν ἐπιστολὴ ποὺ τοὺς ἔγραψε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γι’ αὐτὸ καὶ κρίνω πὼς δὲν θὰ πρέπει τώρα νὰ ξαναπῶ τὰ ἴδια. Ἀρχίζω λοιπὸν πρῶτα νὰ ἐξηγῶ στὴ γλώσσα μας τὴ σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπή. Αὐτὴ τὴ μέθοδο ἀκολουθοῦμε πάντα· ἐξηγοῦμε πρῶτα γλωσσικὰ τὸ ἱερὸ κείμενο, κι ὕστερα ἑρμηνεύομε καὶ ἀναπτύσσομε ὅσο μποροῦμε τὰ νοήματα τοῦ θεόπνευστου λόγου. Ὁ Ἀπόστολος μιλάει γιὰ τὸ νόμο καὶ γιὰ τὴν πίστη· τί ἦταν ὁ νόμος γιὰ τοὺς ἀνθρώπους πρὶν ἀπὸ τὸ Χριστό, καὶ τί εἶναι ἡ πίστη τώρα ποὺ ἦρθε ὁ Χριστός.

Μὰ ἂς ἀκούσουμε τὰ λόγια του ἁγίου Παύλου· «Ἀδελφοί, πρὶν νὰ 'ρθη ἡ πίστη μᾶς φύλαγε καὶ μᾶς προστάτευε ὁ νόμος κι ἤμαστε κλεισμένοι μέσα στὸ νόμο, περιμένοντας νὰ φανερωθῆ ἡ πίστη. Ὁ νόμος λοιπὸν ἦταν σὲ μᾶς παιδαγωγός, ὥσπου νὰ 'ρθη ὁ Χριστός, γιὰ νὰ δικαιωθοῦμε τότε μὲ τὴν πίστη. Ἀλλὰ τώρα ποὺ ἦρθε ἡ πίστη, δὲν εἴμαστε πιὰ στὰ χέρια παιδαγωγοῦ, ἐπειδὴ σὰν πιστοὶ εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ· γιατί ὅσοι βαπτισθήκατε στὸ Χριστό, ντυθήκατε τὸ Χριστό. Δὲν ὑπάρχει Ἰουδαῖος οὔτε Ἕλληνας, δὲν ὑπάρχει δοῦλος οὔτε ἐλεύθερος, δὲν ὑπάρχει ἄνδρας καὶ γυναίκα, γιατί ὅλοι ἐσεῖς εἴσαστε ἕνας ἄνθρωπος στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ»1.


β'. Ὁ νόμος, γιὰ τὸν ὁποῖο πολὺς λόγος γίνεται στὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Παύλου, ὁ νόμος λοιπὸν εἶναι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, ἡ συμφωνία καὶ ἡ συνθήκη, ποὺ ἔκαμε παλιὰ ὁ Θεὸς μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Μέσα σὲ ὅσα ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, ἀπὸ τὴν πρώτη ὥρα τῆς πτώσεως, στοὺς πρωτοπλάστους καὶ τὰ ἀνανέωσε ὕστερα στοὺς Πατριάρχες καὶ στοὺς Προφῆτες, μέσα στὴν παλιὰ ἐκείνη συνθήκη, ξεχωρίζει ὁ νόμος· ὄχι μόνο ὁ ἠθικός, δηλαδὴ οἱ δέκα ἐντολές, ἀλλὰ καὶ ὁ τελετουργικός, ὅλες οἱ διατάξεις ποὺ ἀναφέρονται στὶς θυσίες καὶ γενικὰ στὴ λατρεία. Ὅλα αὐτὰ δὲν ἦσαν ὅ,τι ὁ Θεὸς εἶχε νὰ κάμη γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, ἀλλὰ εἶχαν μία προπαρασκευαστικὴ σημασία καὶ ὁ σκοπὸς τους ἦταν παιδαγωγικός· ἦσαν ἡ ρίζα καὶ ἡ βάση ἀπάνω στὴν ὁποία θὰ στηριζότανε τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας. Ὁ νόμος ἦταν ἕνας ἅγιος τρόπος τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ φυλαχτοῦν καὶ νὰ προστατευτοῦν οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμα δὲ καὶ νὰ ἑτοιμαστοῦν, γιὰ νὰ δεχτοῦν τὴν πίστη καὶ τὴ χάρη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σὰν παροιμία καὶ σὰν ἀξίωμα ἔμεινε στὴ συνείδηση καὶ στὸ στόμα τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ Ἀποστόλου ὅτι «ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστὸν» (2). Μὲ τὸ νόμο ὁ Θεὸς χειραγώγησε τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἑτοίμασε νὰ δεχτοῦν τὸ Χριστό. Αὐτὸ θὰ πῆ πὼς τὸ Εὐαγγέλιο τῆς χάρης εἶναι συνέχεια στὸ νόμο τῆς δικαιοσύνης, πὼς ἡ Καινὴ Διαθήκη εἶναι συμπλήρωση καὶ ἐκπλήρωση τῆς Παλαιᾶς. Αὐτὸ ἐννοοῦσε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὅταν εἶπε πὼς δὲν ἦρθε γιὰ νὰ κατάργηση τὸ νόμο, δηλαδὴ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν συμπλήρωση. Τίποτα δὲν καταργεῖται στὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πάντα τὸ παλιὸ εἶναι μέσα στὸ νέο, σὰν ὁ σπόρος μέσα στὸ φυτὸ καὶ σὰν ἡ ρίζα στὸ δέντρο.


γ'. Ὅταν ἦρθε ἡ πίστη, ὅταν «ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο» (3), τότε ὁ νόμος, χωρὶς νὰ καταργηθῆ, ἔμεινε πίσω καὶ παραχώρησε τὴ θέση του στὴ νέα πραγματικότητα· αὐτὸ θὰ πῆ τὸ «ἐγένετο», ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴν ἀλήθεια, πραγμάτωσε μία νέα κατάσταση στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, δηλαδὴ τὴν Ἐκκλησία. Τώρα δὲν χρειαζότανε πιὰ παιδαγωγός, τώρα οἱ ἄνθρωποι εἶδαν νὰ ἐκπληρώνωνται ὅσα ἐπροτύπωνε ὁ νόμος καὶ ἐπρόβλεπαν οἱ Προφῆτες. Τώρα, μὲ τὴν πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό, στὸ θεανθρώπινό του πρόσωπο καὶ στὸ ἀπολυτρωτικό του ἔργο, οἱ ἄνθρωποι εἶναι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Τώρα οἱ πιστοὶ μὲ τὸ βάπτισμα, ὄχι ἁπλῶς πῆραν τὴν προσωνυμία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ σὰν ἕνα παλιὸ ἱμάτιο ξεφόρεσαν τὸν πρῶτο ἑαυτό τους καὶ ντύθηκαν τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ ἀκούσαμε ἀκριβῶς σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο τὰ πολὺ γνωστὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου, ποὺ τὰ πῆρε ἡ Ἐκκλησία καὶ τὰ ἔκαμε ὕμνο στὶς μεγάλες Δεσποτικὲς ἐορτές· «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε» (4).


δ'. Ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ Ἀποστόλου κορυφώνεται στὴ μεγάλη διακήρυξη, ποὺ εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο καὶ στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων. Εἶναι ἡ διακήρυξη, ποὺ σπάζει τὰ δεσμὰ ὅλων τῶν διακρίσεων μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Τώρα δὲν ὑπάρχουν ξεχωριστὰ λαοὶ καὶ φυλές, δὲν ὑπάρχουν κοινωνικὲς τάξεις, δὲν ὑπάρχουν ξεχωριστὰ ὁ ἄνδρας καὶ ἡ γυναίκα, γιατί ὅλοι, μὲ τὴν πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστό, εἴμαστε ἕνας ἄνθρωπος.


ε'. Ἄλλο κήρυγμα ἀληθινῆς ἐλευθερίας καὶ ἰσότητας, μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ κατοικοῦν σ’ ὅλο τὸν πλανήτη τῆς γῆς, σὰν τὸ κήρυγμα τοῦτο τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀκούστηκε οὔτε ὑπάρχει. Οἱ αἰῶνες τὸ ἐπαναλαμβάνουν σὲ διάφορες γλῶσσες, οἱ ἀρχηγοὶ τῶν λαῶν καὶ οἱ κοινωνικοὶ ἀναμορφωτὲς τὸ οἰκειοποιοῦνται καὶ τὸ ἐξαγγέλλουν παραλλαγμένο γιὰ δικό τους κήρυγμα. Ὅμως αὐτὴ εἶναι ἡ διακήρυξη καὶ ἡ ἐξαγγελία τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ πνευματοκίνητο στόμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου.

«Δὲν ὑπάρχει Ἰουδαῖος οὔτε Ἕλληνας, δὲν ὑπάρχει δοῦλος οὔτε ἐλεύθερος, δὲν ὑπάρχει ἄνδρας καὶ γυναίκα» (5), γιατί ὅλοι οἱ βαπτισμένοι στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἴμαστε ἕνας ἄνθρωπος. Ποιὸς μπορεῖ νὰ ψάλη τώρα ἐπάξια τὸν ὕμνο τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτῆς διακηρύξεως, μὰ καὶ ποιὸς νὰ κλάψη γοερὰ καὶ νὰ θρηνήση, γιατί χίλιες φορὲς μέχρι τώρα οἱ χριστιανικοὶ λαοὶ καὶ οἱ κοινωνίες ἐπρόδωσαν τὴν πίστη τους καὶ ρήμαξαν τὸ πρόσωπο τῆς γῆς μὲ τυραννίες, μὲ δουλεμπόρια, μὲ πολέμους, μὲ κατακτήσεις, μὲ ἐπαναστάσεις; Ὅλα αὐτὰ μέσα σὲ εἴκοσι αἰῶνες ἔγιναν ἀπὸ τοὺς χριστιανικοὺς λαούς, κι ἀπὸ κείνους ποὺ τάχα ἀρνιοῦνται τὴ χριστιανική τους καταγωγὴ καὶ πολεμοῦν τώρα τὴ μητέρα τους Ἐκκλησία.


ς'. Μὰ ἂς προχωρήσουμε τώρα πιὸ κάτω στὴν ἐξήγηση τῆς σημερινῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς. Ὅσα θὰ πῆ στὴ συνέχεια ὁ Ἀπόστολος εἶναι τὸ συμπέρασμα σὲ ὅσα εἶπε παραπάνω. «Ἂν λοιπὸν ἐσεῖς εἴσαστε ἄνθρωποι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἴσαστε ἄρα ἀπόγονοι καὶ κληρονόμοι τοῦ Ἀβραάμ, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ. Λέω λοιπὸν πὼς ὅσον καιρὸ ὁ κληρονόμος εἶναι μικρὸ παιδί, δὲν ἔχει καμμιὰ διαφορὰ ἀπὸ τὸ δοῦλο, ἂν καὶ ὅλη ἡ πατρικὴ περιουσία εἶναι δική του, ἀλλὰ κηδεμονεύεται ἀπὸ ἐπιτρόπους καὶ διαχειριστές, ὡς τὴν ὥρα ποὺ προσδιώρισε ὁ πατέρας. Ἔτσι λοιπὸν κι ἐμεῖς, ὅταν ἤμαστε ἀνήλικοι, ἤμαστε ὑποταγμένοι στὶς συνθῆκες τοῦ ἐδῶ κόσμου, ὅταν ὅμως συμπληρώθηκε ὁ καιρός, τότε ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸν υἱό του, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος ἀπὸ μία γυναίκα καὶ ὑποτάχτηκε στὸ νόμο, γιὰ νὰ ἐλευθέρωση ἐκείνους ποὺ ἦσαν δοῦλοι στὸ νόμο καὶ γιὰ νὰ ξαναγίνουμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ» (6).


ζ'. Δὲν μπορεῖτε, μὰ δὲν μπορεῖτε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νὰ καταλάβετε τί αἰσθάνεται καὶ ζῆ ἐκεῖνος ποὺ κηρύττει τὸ θεῖο λόγο. Δὲν θέλω νὰ πῶ οὔτε γιὰ τὴ χαρὰ οὔτε γιὰ τὸ φόβο ποὺ ἔχει ὁ ἱερὸς διδάσκαλος, ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ κάνη τὴν πολὺ μεγάλη τιμὴ νὰ εἶναι ἑρμηνευτὴς καὶ κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου στοὺς ἀνθρώπους.

Μὰ θέλω νὰ πῶ γιὰ τὴ λύπη καὶ γιὰ τὴ στενοχώρια ποὺ αἰσθάνομαι τώρα, γιατί δὲν μπορῶ νὰ ἁπλωθῶ στὴν ἑρμηνεία τῶν λόγων τοῦ Ἀποστόλου. Τὸ ξέρω πὼς πάντα λέω τὰ ἴδια, καὶ διαρκῶς παραπονοῦμαι πὼς δὲν μὲ παίρνει ὁ χρόνος. Ἀλλ’ ὅμως αὐτὸ εἶναι μία ἀλήθεια, ποὺ ἐγὼ κάθε Κυριακὴ τὴν αἰσθάνομαι καὶ τὴ ζῶ. Βλέπετε πὼς δὲν σᾶς ὁμιλῶ προχειρα· βλέπετε πὼς ὅ,τι θέλω νὰ σᾶς πῶ τὸ μελετῶ καὶ τὸ γράφω, γιατί θαρῶ πὼς δὲν εἶναι σωστὸ καὶ δὲν ταιριάζει, οὔτε σὲ μένα οὔτε σὲ σᾶς οὔτε στὴν ἱερότητα τοῦ κηρύγματος, νὰ σᾶς πῶ πέντε πράγματα ὅπως-ὅπως. Πάντα ὅμως, μέσα στὴν ἄλλη μου προσπάθεια, μὲ κρατάει ὁ φόβος μήπως καὶ κουραστῆτε, καὶ ἐνῶ ἐγὼ θὰ ὁμιλῶ ἐσεῖς πιὰ δὲν θὰ μὲ ἀκοῦτε. Ἀλλὰ ἂς προσπαθήσω τώρα, πολὺ σύντομα νὰ σᾶς ἑρμηνεύσω τὸ κομμάτι ποὺ ἐξήγησα γλωσσικά.


η'. Εἴπαμε παραπάνω πὼς τὸ δεύτερο τοῦτο μέρος τῆς σημερινῆς ἀποστολικῆς περικοπῆς εἶναι τὸ συμπέρασμα, στὸ ὁποῖο καταλήγει ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ, ἔπειτα ἀπὸ ὅσα εἶπε στὸ πρῶτο. Μὰ μποροῦμε νὰ τὸ ποῦμε κι ἀλλιῶς, πὼς εἶναι ἕνα παράδειγμα ἀπὸ τὴ ζωή, ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Ἀπόστολος, γιὰ νὰ ἔκφραση παραστατικὰ αὐτὸ ποὺ λέει. Εἶπε πὼς οἱ χριστιανοὶ τώρα κι ὄχι οἱ Ἑβραῖοι εἶναι οἱ ἀπόγονοι καὶ κληρονόμοι τῶν ἐπαγγελιῶν, ποὺ ἔδωκε ὁ Θεὸς στὸν Ἀβραάμ, κι ἀμέσως, μόλις εἶπε γιὰ κληρονόμους, ἔβαλε στὴ σκέψη του τὸ παράδειγμα τοῦ ἐπιτρόπου καὶ τῆς κηδεμονίας, ποὺ ὁρίζουν οἱ πολιτικοὶ νόμοι γιὰ τοὺς ἀνήλικους. Ὁ σκοπὸς πάντα τοῦ Ἀποστόλου εἶναι νὰ δείξη τὴν προσωρινότητα καὶ τὴν ἀτέλεια τοῦ νόμου, ποὺ τὸν διαδέχτηκε ἡ χάρη τοῦ Εὐαγγελίου· τὴ δουλεία κάτω ἀπὸ τὴν ὁποία κρατοῦσε ὁ νόμος τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν ἐλευθερία ποὺ ἔφερε ὁ Χριστός.


θ'. Καὶ δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε πὼς αὐτὰ τὰ γράφει πρὸς τοὺς χριστιανούς, ποὺ προέρχονταν ἀπὸ Ἰουδαίους ἤ δέχονταν ἐπιρροὲς ἀπὸ ἰουδαϊκὲς διδασκαλίες. Οἱ ἰουδαΐζοντες αὐτοὶ χριστιανοὶ ἦσαν προσκολλημένοι στὶς τυπικὲς διατάξεις τοῦ νόμου, καὶ μάλιστα στὸ θεσμὸ τῆς περιτομῆς καὶ δὲν μποροῦσαν εὔκολα νὰ καταλάβουν τὴν παγκοσμιότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ νέο πνεῦμα τῆς εὐαγγελικῆς διδαχῆς, ποὺ εἶναι πνεῦμα ἀγάπης καὶ πνευματικῆς ἐλευθερίας. Πρὶν λοιπὸν νὰ ἔρθη ὁ Χριστός, σὰν τὰ ἀνήλικα παιδιά, οἱ ἄνθρωποι ἦσαν κάτω ἀπὸ τὴν κηδεμονία τοῦ νόμου, μὰ στὸν προσδιωρισμένο καιρὸ ἦρθε ὁ Χριστός· ἦρθε καὶ ὑποτάχτηκε στὸ νόμο, γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθέρωση ἀπὸ τὴ δουλεία τοῦ νόμου. Ἔτσι ξαναγίναμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ποὺ στὴ γλώσσα τῆς θείας Γραφῆς καὶ τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας λέγεται δικαίωση καὶ σωτηρία στὴν οὐσία του εἶναι νὰ ξαναγίνουν οἱ ἄνθρωποι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, «ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν» (7).


ι'. Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο στὴ μνήμη σήμερα τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης διαβάζεται στὴ θεία Λειτουργία ἡ ἀποστολικὴ περικοπή, ποὺ ἀκούσαμε καὶ προσπαθήσαμε νὰ ἑρμηνεύσουμε, εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ φράση ἀπὸ τὴ μεγάλη διακήρυξη τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅτι «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ» (8). Αὐτὸ βέβαια δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ κεῖνα ποὺ στὸν καιρὸ μας φωνάζουν ὅσες καὶ ὅσοι ἔκαμαν ἔργο τοὺς τὸν «ἀγώνα τῆς γυναίκας». Μακάρι νὰ ἤξεραν οἱ γυναῖκες, ποὺ μολαταῦτα εἶναι χριστιανές, ποὺ τὶς ἀνέβασε καὶ πόσο τὶς ἐτίμησε ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία. Μὰ θαρῶ πὼς εἶναι εὔκαιρο καὶ ἀρκετὸ νὰ ἐπαναλάβωμε τὰ λόγια τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης, ποὺ εἶπε ὅταν ἔκανε τὴν ἀπολογία της μπροστὰ στὸν εἰδωλολάτρη αὐτοκράτορα. «Ἡ καταγωγή μου εἶναι γνωστὴ σὲ ὅλη τὴν Ἀλεξάνδρεια. Οἱ γονεῖς μου εἶναι ἀπὸ τοὺς εὐγενέστερους τῆς αὐτοκρατορίας σου. Ἐπέρασα τὴ νεότητά μου ἀναζητώντας τὴν ἀλήθεια. Ὅσο μελετοῦσα ἔβλεπα τὴ ματαιότητα τῶν εἰδώλων. Ὅλη μου ἡ δόξα καὶ τὸ καύχημά μου εἶναι νὰ φανῶ ἀντάξια χριστιανή...». Εἶναι λόγια γεμάτα πίστη καὶ χριστιανικὴ ἀξιοπρέπεια, τὰ ἴδια σὲ ἀτρόμητη ἀνδρεία, σὰν ἐκεῖνα ποὺ λένε πάντα ὅλοι οἱ μάρτυρες, καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ὅταν περιφρονοῦν τὰ ὅποια εἴδωλα τοῦ κόσμου τούτου.

Ἔτσι βρίσκει γενικὴ ἐφαρμογὴ ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου, ὅτι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, «διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ», καὶ ὡς πρὸς τὴν πίστη καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀνδρεία καὶ ὡς πρὸς τὴν προσωπικὴ καὶ πνευματικὴ ἀξία, «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ». Ἀμήν.


Κοζάνη, 22 Νοεμβρίου 1979

† ὁ Σ.Κ.Δ.


* Ἐλέχθη ἐν τῷ ἱ. Ναῷ τοῦ ἁγ. Νικολάου [Κοζάνης] τῇ 25 Νοεμβρίου 1979.

Οἱ συνέπειες τοῦ ὀρθολογισμοῦ στή ζωή μας

Ἀναστασίου Ἀθανάσιος (Ἀρχιμανδρίτης, Καθηγούμενος Ἱ. Μ. Μεγάλου Μετεώρου)


 


Ὁ ὀρθολογισμός θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι ἡ ὑπερβολική ἐμπιστοσύνη στή λογική μας, ἡ ἀναγωγή της σέ ὑπέρτατη αὐθεντία καί ἀπόλυτη ἀξία. Εἶναι ἁμαρτητική νοοτροπία καί βιοθεωρία, καί ὄχι κάποια ἁπλή ἁμαρτία. Εἶναι κατ’ οὐσίαν ἀπιστία. Ὁ ὀρθολογισμός εἶναι ἡ πιό χαρακτηριστική καί ὕπουλη ἐκδήλωση τῆς ὑπερηφάνειας, ἡ ὁποία ὑποκρύπτεται κάτω ἀπό ὅλες τίς ἁμαρτίες μας, ὑφέρπει σέ κάθε μας πράξη καί δηλητηριάζει ὅλα τά καλά ἔργα μας. Αὐτή ὁδηγεῖ στήν αὐτοδικαίωση καί τελικά στήν ἀμετανοησία, κλείνοντας ἔτσι τή θύρα τοῦ θείου ἐλέους. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἡ ἀρχή καί τό τέλος ὅλων τῶν κακῶν. Κατά τόν μακαριστό Γέροντα Σωφρόνιο τοῦ Ἔσσεξ ἡ ὑπερηφάνεια «ἀποτελεῖ τήν μόνιμη ἀπειλή τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς», «βρίσκεται στήν ρίζα ὅλων τῶν τραγωδιῶν τοῦ ἀνθρώπινου γένους» καί ἀποτελεῖ «τήν οὐσία τοῦ ἅδη». Ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος, λαϊκός, κληρικός ἤ μοναχός, γίνεται ἄτομο καί προσφέρει τόν πνευματικό θάνατο καί τόν ἅδη, τήν κόλαση, ὄχι μόνο στόν ἑαυτό του, ἀλλά καί στήν οἰκογένειά του, στό κοινόβιό του καί σέ ὅλο τό περιβάλλον του.

Ὁ ὀρθολογιστής ὑποβάλλει τήν ἁγνή καί πηγαία πίστη σέ λογικές διαδικασίες, ζητώντας ἐπιχειρήματα καί ἀποδείξεις. Πιστεύει μόνο σέ ὅ,τι μπορεῖ νά κατανοηθεῖ καί νά γίνει ἀποδεκτό μέ τό μυαλό. Γι’ αὐτό καί οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι σήμερα, ἀλλά καί πολλοί χριστιανοί μας, ἀμφιβάλλουν ἤ καί δέν πιστεύουν στήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, στήν ὕπαρξη τῆς ἄλλης ζωῆς, στήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, στόν παράδεισο καί τήν κόλαση. Ἀρνοῦνται ἀκόμη τήν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου, τοῦ προαιώνιου αὐτοῦ ἐχθροῦ μας. Ἀγνοοῦν ὅτι ὁ διάβολος εἶναι πρόσωπο μέ νοῦ καί μέ θέληση, καί ὅτι αὐτός ἀποτελεῖ τήν αἰτία καί τήν πηγή τοῦ κακοῦ, δεχόμενοι γενικά καί ἀόριστα τήν ὕπαρξη μόνο «δυνάμεων τοῦ κακοῦ».

Ἀμφισβητοῦν τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως, τῆς Θείας Κοινωνίας, τοῦ Γάμου, ὁ ὁποῖος τείνει νά ἀντικατασταθεῖ ἀπό μία ἁπλή συμβίωση, μία ἐλεύθερη σχέση, ἐκτός γάμου. Ἀρνοῦνται ἤ δέχονται ἐπιλεκτικά τά δόγματα τῆς πίστεώς μας, τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου, τή λατρεία, τήν εὐσέβεια καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐπειδή δέν μποροῦν νά τά συλλάβουν μέ τήν λογική καί τό μυαλό τους.

Νά διευκρινίσουμε σέ αὐτό τό σημεῖο ὅτι ἡ ἀναφορά μας στό ἀρνητικό φαινόμενο τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί στίς ἀνάλογες συνέπειές του στήν πνευματική ζωή τοῦ καθενός σέ καμία περίπτωση δέν ἔχει τήν ἔννοια τῆς ὑποτιμήσεως ἤ τῆς παραγνωρίσεως τῆς λογικῆς, αὐτῆς τῆς ὕψιστης δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, ἡ ὁποία τόν διαφοροποιεῖ ἀπό τά ἄλογα ζῶα καί τά ὑπόλοιπα κτίσματα.

Ὁ ὀρθολογιστής ἀντικαθιστᾶ τήν ἀναφορά καί τήν ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, πού εἶναι ἡ πίστη, μέ τή σκέψη καί τή διάνοια. Ἔτσι ὅμως καταργεῖται οὐσιαστικά ἡ πίστη, ἀφοῦ ὁ Θεός δέν μᾶς ἀποδεικνύεται, ἀλλά μᾶς φανερώνεται. Μᾶς ἀποκαλύπτεται μυστικά. Βιώνεται καρδιακά καί πηγαία, ἁπλά, ταπεινά καί ἀθόρυβα. Γι’ αὐτό καί ὁ ὀρθολογισμός συνιστᾶ οὐσιαστικά ἀπιστία• μία ἄλλη μορφή ἀθεΐας, χειρότερη ἴσως ἀπό τήν ἀπόλυτη καί καθαρή ἀθεΐα, ἀφοῦ μᾶς ἐφησυχάζει καί μᾶς παραπλανᾶ πώς δῆθεν πιστεύουμε.

Αὐτός ἀκριβῶς εἶναι καί ὁ λόγος πού καθιστᾶ τόν ὀρθολογισμό, τήν ὀρθολογιστική θεώρηση τῆς πίστεως, ἕνα ἀπό τά σοβαρότερα ἐμπόδια, καί τά δυσεπίλυτα προβλήματα πού ἀπειλοῦν καί ἀλλοιώνουν τήν πνευματική πορεία τῶν σύγχρονων πιστῶν καί ἐπιβουλεύονται τή σωτηρία τους.

Θά λέγαμε ὅτι ὁ ὀρθολογισμός δέν εἶναι ἁπλά καί μόνο μία συγκεκριμένη ἁμαρτία, δέν εἶναι μία πτώση, ἕνα λάθος, πού εἶναι ἀνθρώπινο καί φυσιολογικό νά συμβαίνει σέ κάθε πιστό, πού ἀγωνίζεται γιά τή σωτηρία του, ἀφοῦ κανείς δέν εἶναι ἀναμάρτητος ἤ ἀλάνθαστος. Γι’ αὐτό καί ὅλες οἱ πτώσεις καί ὅλα τά ἁμαρτήματά μας συγχωροῦνται, ὅταν μέ εἰλικρινῆ μετάνοια καί συντριβή τά ἐναποθέσουμε στό πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ μας, μέ τό Μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως.

Ὁ ὀρθολογισμός λοιπόν ξεπερνᾶ τά στενά ὅρια τῆς ἁμαρτίας καί λειτουργεῖ ἀλλοιωτικά καί διαφορετικά, ὑποσκάπτοντας τά ἴδια τά θεμέλια καί οὐσιώδη τῆς πίστεως. Καταργεῖ τή σχέση, τήν ἐμπιστοσύνη, τήν ἐλπίδα, γιατί στηρίζεται μόνον στά δικά μας λογικά συμπεράσματα, στίς ἀτομικές μας ἀντιλήψεις καί στήν ἀτομική μας νοοτροπία καί βιοθεωρία.


Νοῦς καί λόγος

Γιά νά κατανοήσουμε καλύτερα τήν διαφορά ἀνάμεσα στήν «καλή» καί «κακή» χρήση τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς (πού εἶναι ὁ ὀρθολογισμός), θά ἦταν χρήσιμο νά ἀναπτύξουμε ἐν συντομίᾳ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιά τήν φύση καί τήν λειτουργία της.

Κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή καί τήν ὀρθόδοξη πατερική παράδοση, ὁ ἄνθρωπος ἔχει δύο γνωστικά κέντρα. Δηλαδή δύο ὁδούς, δύο τρόπους μέσα ἀπό τούς ὁποίους μπορεῖ νά γνωρίσει τά πράγματα, τήν κτιστή φυσική δημιουργία καί τόν ἴδιο τόν Θεό.

Τά δύο αὐτά κέντρα εἶναι ὁ νοῦς (πού οἱ πατέρες τόν ταυτίζουν μέ τήν καρδιά) καί ὁ λόγος (δηλαδή ἡ λογική, ἡ διάνοια, τό μυαλό). Ὁ νοῦς ἔχει τήν ἕδρα του στήν καρδιά καί ὁ λόγος (ἡ λογική) στόν ἐγκέφαλο. Ὁ νοῦς εἶναι τό κέντρο τῆς ψυχῆς, γι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες τόν ὀνομάζουν «τό ἡγεμονικόν τῆς ψυχῆς». Μέ τό νοῦ, πού εἶναι ἡ θεωρητική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς (γι’ αὐτό καί ἀναφέρεται καί ὡς «ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς»), ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τή γνώση καί τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, γίνεται μέτοχος τῆς θείας Ἀποκαλύψεως.

Ὁ λόγος (ἤ λογική) εἶναι ἡ πρακτική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς. Μέ τό λόγο (τή λογική) ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τή φύση καί τήν κτιστή δημιουργία. Ἡ γνώση τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ βοηθάει, βεβαίως, τόν ἄνθρωπο νά φθάσει καί στήν γνώση τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ὅμως ἀποκτᾶ μέ τό νοῦ. Μέ τή λογική, δηλαδή, δέν μποροῦμε νά γνωρίσουμε τό Θεό. Ἡ λογική μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀνάγκη τῆς πίστεως στό Θεό. Ἡ ἀληθινή, ὅμως, γνώση τοῦ Θεοῦ γίνεται μέ τό νοῦ, μέ τήν καρδιά δηλαδή.

Τό μεγαλύτερο ἐμπόδιο, πού δέν ἐπιτρέπει στό σύγχρονο ἄνθρωπο νά φθάσει στή γνώση τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀκριβῶς αὐτό: ὅτι προσπαθεῖ νά Τόν γνωρίσει μέ λάθος τρόπο, χρησιμοποιώντας λανθασμένα μέσα. Ἀντικαθιστᾶ δηλαδή τό νοῦ (τήν καρδιά) μέ τό λόγο (τή λογική) καί καταλήγει ἔτσι στόν ὀρθολογισμό καί στήν ἀδυναμία νά γνωρίσει ἀληθινά τό Θεό.

Ἀπό τά ἀνωτέρω γίνεται φανερό πώς παραιτοῦμαι ἀπό τή λογική μου δέν σημαίνει ὅτι γίνομαι παράλογος. Ἡ πίστη δέν εἶναι παράλογη, ἀλλά ὑπέρλογη. Δέν κατανοεῖται, ἀλλά βιώνεται. Πίστη δέν σημαίνει κατανόηση, ἀλλά ἐμπιστοσύνη. Δέν ἀντιβαίνει στόν ὀρθό λόγο, ἀλλά τόν ὑπερβαίνει, τόν ξεπερνᾶ. Τό ὑπέρλογο μέσα στήν Ὀρθοδοξία δέν εἶναι ἡ κατάργηση τῆς λογικῆς, ἀλλά ἡ μετακένωση καί ἀνύψωσή της στήν ἀποδοχή τῶν ἐμπειριῶν τῆς θείας Ἀποκαλύψεως. Τό ὑπέρλογο εἶναι ἡ ἀπόλυτη διάθεση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἡ αὐτοεγκατάλειψή μας στό θέλημα καί στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τό λογικό εἶναι τό «στένεμα» τοῦ Θεοῦ καί ἡ σμίκρυνσή του στίς προσωπικές μας ἀνάγκες καί ἀπαιτήσεις, στό ἐγωιστικό θέλημά μας. Τό ὑπέρλογο εἶναι νά ἀφήνω στό Θεό ἀνοιχτό τό δρόμο τῆς καρδιᾶς μου γιά νά ‘ρθεῖ καί νά ἐνεργήσει μέσα μου μέ τό δικό Του τρόπο, πού δέν εἶναι οὔτε λογικός, οὔτε ἄλογος, οὔτε παράλογος, ἀλλά εἶναι ὑπέρλογος. Εἶναι ἡ αἰώνια Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ πηγή καί ἡ ὁδός τῆς σωτηρίας μας. Τό ὑπέρλογο εἶναι ἡ ὑπαγωγή τῆς λογικῆς μας στή Λογική του Θεοῦ. Εἶναι ἡ προσπάθεια πού κάνουμε γιά νά δεχθοῦμε τή Λογική τοῦ Θεοῦ, ὅταν αὐτή δέν συμφωνεῖ μέ τή δική μας.

Σκοπός τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ὁ Οὐρανός. Πατρίδα του εἶναι ὁ Οὐρανός. Ὁ χριστιανός εἶναι οὐρανοπολίτης καί στόχος κεντρικός τῆς ζωῆς του εἶναι νά γνωρίσει τό Θεό καί νά ἑνωθεῖ μαζί Του, νά φθάσει δηλαδή στή θέωση. Τό ἀπόλυτο ζητούμενο τῆς πνευματικῆς μας πορείας παραμένει πάντοτε ἡ θέωση, πού ἐπιτυγχάνεται μόνο μέσα ἀπό τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί τό φωτισμό τοῦ νοῦ. Ὁ φωτισμός λοιπόν τοῦ νοῦ ὀφείλει νά εἶναι ἡ κύρια ἐπιδίωξή μας, καί ὄχι ἡ καλλιέργεια τῆς λογικῆς. Ὁ φωτισμένος νοῦς εἶναι αὐτός πού ὁδηγεῖ στό Θεό καί ὄχι ἡ ἀνεπτυγμένη λογική. Ὁ φωτισμένος νοῦς εἶναι ἡ ἀνταμοιβή τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἐκχώρηση τῆς λογικῆς μας σ’ Αὐτόν. Γι’ αὐτό καί ἡ προσπάθειά μας θά πρέπει νά εἶναι ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ καί ὄχι ἡ ἐξάσκηση τῆς λογικῆς μας.



Ἡ πνευματική γνώση

Ὁ στόχος ὅμως αὐτός ἐπιτυγχάνεται κυρίως μέ τήν «πνευματική γνώση». Πνευματική γνώση εἶναι πίστη, εἶναι ἐμπειρία, εἶναι θεῖος φωτισμός, εἶναι Θεία χάρις καί Θεογνωσία.

Ἡ πνευματική αὐτή γνώση δέν εἶναι ἀπόρροια τῆς λογικῆς τοῦ μυαλοῦ μας. Δέν κατέχεται μόνον ἀπό τούς εὐφυεῖς, ἀπό τούς μορφωμένους, ἀπό τούς ἐπιστήμονες. Δέν ἀπαιτεῖ σύνθετη σκέψη, πολύπλοκες ἀναλύσεις καί συλλογισμούς. Ἡ πνευματική γνώση εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ πού προσφέρεται σέ ὅλους, μορφωμένους καί ἀγράμματους, γνωστικούς καί ἀδαεῖς, ἔξυπνους καί ἁπλοϊκούς, σέ ὅλους ὅσοι ἔχουν ἁπλή, ταπεινή καί καθαρή καρδιά. Ἡ πίστη εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στούς ἁπλούς καί ταπεινούς ἀνθρώπους, καί ὄχι ἀποτέλεσμα λογικῆς ἐπεξεργασίας.

Ἡ πνευματική γνώση δέν σπουδάζεται στά πανεπιστήμια καί τά σπουδαστήρια τοῦ κόσμου, δέν ἀναγνωρίζεται μέ διπλώματα καί μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδῶν, δέν ἀποτελεῖ ἀντικείμενο ἐπιστημονικῶν ἐρευνῶν. Ἡ πνευματική γνώση εἶναι ὑπόθεση τῆς καρδιᾶς, εἶναι φωτισμένος νοῦς, εἶναι μετοχή στήν ἀγάπη, τή χάρη καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ Ἀποκάλυψη τῆς Ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας καί στόν κόσμο ὁλόκληρο. Ἐργαστήριο τῆς πνευματικῆς γνώσεως εἶναι ἡ πίστη καί ἡ ἐλπίδα. Ἡ ἐμπιστοσύνη στό Θεό καί ἡ αὐτοεγκατάλειψή μας στήν ἄπειρη ἀγάπη καί πρόνοιά Του. Εἶναι ἡ καθημερινή ἄσκηση καί τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ ἐξάσκηση τῆς ἀγάπης διά τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς ἐλεημοσύνης ἐνεργούμενης. Εἶναι ἡ φιλαδελφία, ἡ καλοσύνη καί ἡ ἱλαρότητα.

Ὁ ὀρθολογισμός, περνώντας ἀπό ὅλες τίς πτώσεις τῆς ὑπερηφάνειας, μᾶς ὁδηγεῖ τελικά στήν αὐτοδικαίωση• γιατί μᾶς πείθει ὅτι ἔχουμε δίκιο. Καί ἐφ’ ὅσον οἱ σκέψεις μας, τά λόγιά μας καί οἱ πράξεις μας εἶναι λογικές, ἄρα εἶναι ὀρθές καί δίκαιες. Ἔχουμε λοιπόν δίκιο, ἄρα καί δικαίωμα νά τό ἐπιβάλλουμε ὡς γνώμη, ὡς ἐπιθυμία καί ὡς συμπεριφορά. Ἀπό τό σημεῖο αὐτό ξεκινᾶ μία ἀτελεύτητη πορεία πρός τήν μηδέποτε ἐπιτυγχανομένη – γιατί εἶναι καί ἀκόρεστη – αὐτοδικαίωσή μας, πού μᾶς παρασύρει σέ μία ἁλυσίδα διαρκῶς μεγαλύτερων καί βαρύτερων ἁμαρτημάτων.

Ὁ Φαρισαῖος τῆς παραβολῆς (Λουκ.18,9-14) εἶναι ὁ ἀντιπροσωπευτικότερος τύπος τοῦ αὐτοδικαιούμενου ἀνθρώπου. Καυχᾶται γιά τίς ἀρετές του, θεωρεῖ τόν ἑαυτό του δίκαιο καί συγχρόνως ἐξουθενώνει τόν τελώνη, βλέποντας τόν ἁμαρτωλό, κατώτερό του. Ὁ αὐτοδικαιούμενος γίνεται ὁ ἴδιος κριτής τοῦ ἑαυτοῦ του καί τοῦ ἀπονέμει τόν τίτλο τοῦ δικαίου, πιστεύοντας ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὑποχρεωμένος νά τόν ἀνταμείψει.

Ὁ αὐτοδικαιούμενος ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος πού πάσχει ἀπό ψυχολογικά προβλήματα, ἐπειδή ἀπωθεῖ τήν ἐνοχή του. Γίνεται ἔτσι νευρικός, διαταραγμένος ἀνικανοποίητος, ἀπαιτητικός, ἀνυπόμονος, ἀνυπάκουος, αὐθάδης, ἐριστικός. Ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τοῦ Ἑωσφόρου, δέν θέλει νά ζητήσει συγχώρηση καί νά ὁμολογήσει τίς ἁμαρτίες του. Ἐπαναλαμβάνει ὡς ἐπωδό τά λόγια του μηδενιστῆ Ἀλμπέρτ Καμύ: «Εἶχα δίκιο, ἔχω ὁπωσδήποτε δίκιο, θά ἔχω πάντα δίκιο», καί ὀρθώνει μόνος του ἀνυπέρβλητο φράγμα στήν ἄβυσσο τοῦ Θείου ἐλέους.

Ὁ ὀρθολογισμός εἶναι συμπυκνωμένη ὑπερηφάνεια, ἀλαζονεία, αὐτοδικαίωση, αὐτάρκεια καί αὐτονομία. Γι’ αὐτό καί ἀλλοτριώνει τόν ἄνθρωπο, τόν ἀπομονώνει καί τόν ἀπομακρύνει ἀπό τό Θεό καί ἀπό τούς συνανθρώπούς του. Ὁ ὀρθολογιστής καθίσταται ἔτσι στοιχεῖο διαλυτικό τῆς φιλίας, τοῦ γάμου, τῆς οἰκογένειας, τοῦ κοινοβίου καί τῆς κοινωνίας.

Τελικά ὁ ὀρθολογιστής, παρά τή λαμπρότητα τῶν ἐπιτευγμάτων του, καταλήγει νά εἶναι ὁ κουρασμένος, ὁ κενός, ὁ ἀνικανοποίητος, ὁ ἀπογοητευμένος σύγχρονος ἄνθρωπος. Αὐτός πού βιώνει καθημερινά τό δράμα τῆς ὑπαρξιακῆς ἀγωνίας του, τῆς ἀνασφάλειάς του καί τοῦ ἀδιεξόδου, στό ὁποῖο τόν παγιδεύει ἡ λογική του καί ἡ αὐτοπεποίθησή του στίς ὁποῖες τόσο στηρίχτηκε.

Θά πρέπει λοιπόν νά βγοῦμε ἀπό τά ὅρια τῆς πεπερασμένης ἀνθρώπινης λογικῆς καί νά μποῦμε στήν ἀπεραντοσύνη, στόν πλοῦτο καί τήν εὐλογία τῆς λογικῆς του Θεοῦ

Ἡ μεγαλομάρτυς Αἰκατερίνα

 Άγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος
 



Ὁ βίος τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης ἀποτελεῖ ἕνα πλούσιο πνευματικό ἐντρύφημα γιά ὅσους τιμοῦν τήν μνήμη της. Γιά σᾶς, εὐλαβέστατες ἀδελφές, ἀποτελεῖ ἕνα πλουσιώτερο ἐντρύφημα, γιατί ὁ βίος της σέ γενικές γραμμές ἐκφράζει πλήρως τήν μοναχική ζωή.

Στρέψατε τό βλέμμα σας στήν εἰκόνα πού τήν παρουσιάζει μαζί μέ τήν Βρεφοκρατοῦσα Θεοτόκο. Ἡ Ἁγία στέκεται γονατιστή μπροστά στήν Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία τῆς παραδίδει τό δακτυλίδι τοῦ ἀρραβῶνος. Αὐτή εἶναι ἡ κυριώτερη στιγμή τῆς ζωῆς της. Εἶναι ἡ συμβολική στιγμή τῆς ἀφιερώσεως.

Πρίν ὅμως ἀπό τήν ἀφιέρωσι προηγήθηκε ἡ ἐπιθυμία καί ἡ ἀναζήτησις τοῦ καλυτέρου νυμφίου, ἡ ὁποία τήν ὡδήγησε πρός τόν Κύριο. Μετά τόν πνευματικό γάμο εἰσῆλθε στό στάδιο τοῦ μαρτυρίου καί στεφανώθηκε μέ τόν ἀμάραντο στέφανο. Αὐτή εἶναι σέ γενικές γραμμές ἡ ζωή της. Βασικά οἱ ἴδιες γραμμές ὑπάρχουν καί στή δική σας ζωή, ἐφ᾿ ὅσον ζῆτε ὅπως ἁρμόζει στήν μοναχική σας κλῆσι.

Ἡ Ἁγία εἶχε εὐγενική καταγωγή. Ἦταν πλούσια, εὐφυής, ἐξαιρετικά μορφωμένη. Εἶχε πολλά χαρίσματα. Δέν τήν ἱκανοποιοῦσε ὅμως τίποτε τό κοσμικό. Ἡ ψυχή της ἀναζητοῦσε κάτι τό τελειότερο καί ἦταν ἕτοιμη νά ἀκολουθήση ὅποιον θά τῆς ἔδειχνε τόν δρόμο γιά μιά ὑψηλότερη ζωή.

Ὁ Κύριος βλέποντας τήν καλή της προαίρεση τῆς ἔστειλε τόν κατάλληλο χειραγωγό. Μπόρεσε ἔτσι νά ἐλευθερωθῆ ἀπό τό κοσμικό σκοτάδι καί νά γνωρίση τόν Οὐράνιο Νυμφίο, τόν ὡραιότερο καί σοφώτερο ἀπ᾿ ὅλους. Ἀποφάσισε λοιπόν νά ἀφιερωθῆ στόν Κύριο, νά νυμφευθῆ μ᾿ Αὐτόν.

Μιά ψυχή νυμφεύεται τόν Κύριο ἀφοῦ προηγουμένως πάρη τήν ἀπόφασι ν᾿ ἀφοσιωθῆ ἀποκλειστικά σ᾿ Αὐτόν. Ἡ ἀπόφασις τῆς ἀφιερώσεως γεννιέται ἀπό τήν σταθερή καί βεβαία πεποίθησι ὅτι ὁ Κύριος ἀποτελεῖ τήν πηγή κάθε ἀγαθοῦ.

Αὐτή ἡ πεποίθησις ἔδωσε καί σέ σᾶς, εὐλαβέστατες ἀδελφές, τήν πρώτη ὤθησι γιά νά ἐγκαταλείψετε ὅλα τά κοσμικά καί νά παραδοθῆτε στόν Κύριο. Ἀσφαλῶς αὐτό θά ἦταν τό πρῶτο σας ξεκίνημα. Ἡ διαφορά ἀνάμεσα στήν κλήσι τήν δική σας καί τῆς Ἁγίας εἶναι ἡ ἑξῆς: Ἐκείνη ἔνοιωθε ἀνικανοποίητη στό κοσμικό περιβάλλον ἀλλά δέν γνώριζε ποῦ ἔπρεπε νά καταφύγη. Ἐνῶ ἐσεῖς μαζί μέ τήν δίψα γιά κάτι τελειότερο εἴχατε τήν πληροφορία γιά τό ποῦ θά τήν ἱκανοποιούσατε. Εἴχατε ἀκούσει τά λόγια: «Ἐάν τις διψᾶ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω» (Ἰωάν. ζ´ 37).

Γι᾿ αὐτό, καθώς μεγάλωνε ἡ ψυχρότης πρός τό περιβάλλον, μεγάλωνε ταυτόχρονα καί ὁ πόθος πρός τόν Κύριο. Ἡ θεία Του μορφή τυπωνόταν ἐντονώτερα στήν καρδιά σας καί φλογιζόταν ἡ ἀγάπη σας πρός Αὐτόν, ἕως ὅτου τά ἀφήσατε ὅλα, ἀπαρνηθήκατε τόν κόσμο καί Τόν ἀκολουθήσατε. Ὁ Κύριος ἴσως δέν ἔδωσε φανερή διαβεβαίωσι ὅτι σᾶς δέχεται καί ὅτι σᾶς νυμφεύεται, ὡστόσο ἀποτελεῖ ἀναμφισβήτητη ἀλήθεια ὅτι Τόν νυμφευθήκατε καί εἶσθε πλέον νύμφες Του.

Θέλω λοιπόν νά στρέψω τήν προσοχή σας σ᾿ αὐτό πού προηγήθηκε πρίν ἀπό τήν εἴσοδό σας στήν μονή, καθώς καί σ᾿ αὐτό πού ἀκολούθησε μετά τήν εἴσοδό σας. Σκοπεύω ἔτσι ν᾿ ἀναζωπυρώσω τήν πρώτη σας φλόγα καί νά σᾶς συμβουλεύσω: «Ὅσο ζῆλο εἴχατε στήν ἀρχή, τόσο νά ἔχετε μέχρι τέλους».

Ὅταν μέσα στήν καρδιά ἀναμοχλεύωνται ἱερά αἰσθήματα, ἐξάπτεται ὁ ζῆλος γιά πνευματικές ἀναβάσεις. Ἡ ἐπιθυμία γιά κάτι καλύτερο, ἡ πεποίθησις στό ὅτι ὁ Κύριος χαρίζει τήν τελειότητα, ἡ βαθειά ἀγάπη πρός Αὐτόν, ἡ ἀπόφασις νά Τόν ὑπηρετήσετε, ἡ προθυμία νά θυσιάσετε κάθε τι γιά χάρι Του, πρέπει ν᾿ ἀποτελοῦν τήν χαρακτηριστική μέριμνά σας σέ ὅλη τήν διάρκεια τῆς ζωῆς σας. Αὐτά πρέπει ν᾿ ἀποτελοῦν τήν πνοή πού θά ζωογονῆ καί θά δραστηριοποιῆ τήν ὕπαρξί σας. Αὐτά θά εἶναι γιά σᾶς ὅ,τι καί ἡ κυκλοφορία τῶν χυμῶν στό δένδρο, ὅ,τι οἱ κτύποι τῆς καρδιᾶς στόν ἄνθρωπο. Σέ ὅποιες ἔλλειψαν τά αἰσθήματα αὐτά, σ᾿ αὐτές ἔλλειψε ἡ ζωή. Καί ἐξωτερικά μπορεῖ νά διατηροῦν τήν μορφή τῆς νύμφης τοῦ Χριστοῦ, ἐσωτερικά ὅμως ἔπαυσαν νά εἶναι. Θά μποροῦσε κανείς νά πῆ σ᾿ αὐτές τίς ψυχές: «Ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς, καί νεκρός εἶ» (Ἀποκ. γ´ 1).

Ἀκολουθεῖ τώρα τό τρίτο βασικό χαρακτηριστικό τῆς ζωῆς τῆς Ἁγίας, τό μαρτύριο. Μετά τήν ἐκλογή τοῦ Νυμφίου καί τήν ἀφιέρωσι ἀκολούθησε τό μαρτύριο. Τό βλέπουμε ἄραγε καί στή δική σας ζωή; Ἀσφαλῶς τό βλέπουμε, μέ ἄλλη ὅμως μορφή. Ἀπό τήν στιγμή πού ὡρίμασε μέσα στήν καρδιά σας ἡ ἀπόφασις τῆς ἀφιερώσεως, ἄρχισε τό μαρτύριό σας.

Γιατί οἱ εἰδωλολάτρες βασάνιζαν τούς μάρτυρες; Διότι δέν ἤθελαν νά προσκυνήσουν ψεύτικους θεούς. Ψεύτικοι θεοί εἶναι καί τά πάθη. Γι᾿ αὐτό καί ἐκεῖνος πού δέν ὑποτάσσεται σ᾿ αὐτά, κάνει ὅ,τι καί οἱ μάρτυρες. Ἀρνεῖται δηλαδή νά προσκυνήση τά εἴδωλα. Συνέπεια τῆς ἀρνήσεως νά ἀποδώσουν οἱ ἅγιοι λατρεία στά εἴδωλα, ὑπῆρξε τό μαρτύριο, ὁ βασανισμός τοῦ σώματος ἀπό τούς δημίους. Συνέπεια τῆς ἀρνήσεως νά ἱκανοποιηθοῦν τά πάθη εἶναι ἕνας διαρκής ἐσωτερικός πόλεμος, μιά ὀδυνηρή σταύρωσις, ἕνα ἐκούσιο μαρτύριο.

Ὁ σοφός καὶ ὁ πάνσοφος

Βαρνάβας Λαμπρόπουλος (Ἀρχιμανδρίτης)
 
 

Στὶς 25 Νοεμβρίου γιορτάζουμε τὴν μνήμη τῆς ἁγίας μεγαλομάρτυρος Αἰκατερίνης. Ἡ Ἐκκλησία τὴν ὀνόμασε Πάνσοφο. Καὶ γιὰ τὴν τεράστια κοσμικὴ σοφία της. Καὶ γιὰ τὸ ὅτι ἀποστόμωσε 150 σοφούς τῆς ἐποχῆς της, ποὺ τοὺς ἔφερε ὁ αὐτοκράτορας Μαξέντιος γιὰ νὰ τὴν «στριμώξουν». Περισσότερο ὅμως ὀνομάστηκε Πάνσοφος, γιατί δὲν πῆραν τὰ μυαλὰ της ἀέρα οὔτε ἀπὸ τὴν μεγάλη της μόρφωση, οὔτε ἀπὸ τὴν ἀπαράμιλλη ὀμορφιά της, οὔτε ἀπὸ τὰ ἀμύθητα πλούτη της, οὔτε ἀπὸ τὴν εὐγενικὴ καταγωγή της. Ὅλα τὰ εἶδε σὰν δῶρα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀγωνίστηκε μὲ ὅλα νὰ Τὸν δοξάσει.

Ἔτσι ἀξιώθηκε νὰ τὰ βάλει μὲ μιὰ ὁλόκληρη αὐτοκρατορία καὶ νὰ νικήσει ! Μὲ τὸ μαρτύριό της ἐπισφράγισε τὴν ἀγάπη της γι' Αὐτόν, ποὺ εἶναι τὸ Φῶς, ἡ Χαρὰ καὶ ἡ Ζωὴ τοῦ Κόσμου. Ἐμαρτύρησε ὅτι «ζῆ Κύριος ὁ Θεός». Καὶ ὅτι ὁ μόνος τρόπος γιὰ νὰ Τὸν γνωρίσει κάποιος εἶναι ἡ ταπείνωση τοῦ μυαλοῦ καὶ τῆς σάρκας.

 
* * *

Περίπου 1700 χρόνια ἀργότερα, ἔζησε στὴν Γαλλία ἕνας ἀξιόλογος φιλόσοφος, ὁ Ζὰκ Ριβιέρ. Λίγο ὅμως ἡ μεγάλη ἰδέα γιὰ τὶς ἱκανότητες τοῦ μυαλοῦ του, λίγο οἱ πειρασμοὶ τῆς νεότητας, τὸν ἔκαναν νὰ «ξεγράψει» τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴν ζωή του. Ὁ ἐγωισμὸς τοῦ μυαλοῦ μαζὶ μὲ τὸν ἐγωισμὸ τῆς σάρκας εἶναι τὸ καλύτερο «κοκτέιλ», ποὺ ὁδηγεῖ μὲ τὴν μεγαλύτερη σιγουριὰ στὴν πνευματικὴ τύφλωση. Τότε ἔγραφε: «Δὲν πιστεύω πιά. Ὁ Χριστιανισμὸς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μιὰ σκιά. Ἄς τὸν ἀφήσουμε νὰ πεθάνει μὲ ἕναν ὡραῖο θάνατο».

Φυσικά, δὲν ἄργησε νὰ γευθῆ τοὺς καρποὺς τοῦ θανάτου... ὄχι τοῦ Χριστιανισμοῦ βέβαια, ἀλλὰ τοῦ δικοῦ του πνευματικοῦ θανάτου. Σὲ ἐπιστολὴ του ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ἔγραφε: «Ἕνα τρομερὸ ἄγχος νιώθω ἀδιάκοπα. Μιὰ ταραχή, ποὺ ἔρχεται ὑστέρα ἀπὸ κάθε ἁμαρτωλὴ ἡδονή. Μιὰ ταραχή, ποὺ μὲ ὁδηγεῖ στὴν ἀπελπισία. Ζήτησα διέξοδο στὰ βιβλία καὶ στὴν Τέχνη, Μάταια ὅμως... Θέλω νὰ γιατρευτῶ, ἀλλὰ αἰσθάνομαι ὅτι δὲν ὑπάρχει γιὰ μένα θεραπεία».

Τότε τοῦ ἔστειλε ὁ Θεὸς ἕναν καλὸ πνευματικὸ ὁδηγό: τὸν ἐπίσης μεγάλο φιλόσοφο καὶ συγγραφέα Πὼλ Κλωντέλ. Ὁ Κλωντέλ, λίγο παλιότερα, εἶχε περάσει ἀπὸ τὰ ἴδια «κανάλια» μὲ τὸν Ριβιέρ, καὶ εἶχε βρῆ τὸν δρόμο του πρὸς τὴν ἀληθινὴ πίστη. Ἔτσι ἡ φιλία τους βοήθησε καὶ τὸν Ριβιὲρ νὰ ἀρχίσει νὰ προβληματίζεται.

Σὲ λίγο ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει καὶ ἕνα ἀκόμη... «δῶρο». Ξεσπάει ὁ Α' παγκόσμιος πόλεμος καὶ ὁ Ριβιὲρ συλλαμβάνεται αἰχμάλωτος ἀπὸ τοὺς Γερμανούς. Ἔμεινε τρία χρόνια αἰχμάλωτος. Καὶ μέσα στὴν φυλακὴ ἔμαθε τὸν μοναδικὸ δρόμο τῆς ἀληθινῆς «φιλοσοφίας»: τὴν προσευχή.

Φωτισμένος πιὰ ὁ Ριβιὲρ ἔγραφε: «Πῶς νὰ Σὲ εὐχαριστήσω, Θεέ μου; Κανεὶς ἄλλος ἐκτὸς ἀπὸ μένα δὲν μπορεῖ νὰ καταλάβει τὴν φροντίδα καὶ τὴν ἀγάπη ποὺ μοῦ ἔδειξες. Πόση χαρὰ δίνει ὁ ἐρχομός σου! Πόση εἰρήνη! Μὴ μὲ ἐγκαταλείπης πιά, Θεέ μου!»

Πόσες φορὲς ἐμεῖς βλέπομε τὶς δοκιμασίες ποὺ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς

* γιὰ νὰ γνωρίσουμε καλύτερα τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ·

* γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουμε βαθύτερα τὴν ἀδυναμία μας·

* γιὰ νὰ καταλάβωμε ὅτι ...δὲν τὰ ξέρομε ὅλα·

* γιὰ νὰ κατέβουμε ἀπὸ τὸ ψεύτικο καλάμι τοῦ ἐγωισμοῦ μας·

* γιὰ νὰ γίνωμε ἀληθινὰ σοφοὶ κατὰ Θεόν

Δήλωση ἀνεξαρτησίας

Βαρνάβας Λαμπρόπουλος (Ἀρχιμανδρίτης)



Τό 1919, ἕνα χρόνο μετά τό τέλος τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ἡ ἀφρόκρεμα τῶν διανοουμένων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης (ἀνάμεσά τους ἦταν ὁ Ἀϊνστάϊν, ὁ Ράσελ, ὁ Στέφαν Τσβάιχ καί ἄλλοι) ὑπέγραψαν ἕνα χαρτί, πού τό ὀνόμασαν «Δήλωση τῆς Ἀνε­ξαρτησίας τοῦ Πνεύματος». Ἀνάμεσα στά ἄλλα ἔγραφαν:


«Κάποιοι συνάδελφοί μας διανοούμενοι ἔθεσαν τήν ἐπιστήμη τους, τήν τέχνη τους καί τό μυαλό τους στήν ὑπηρεσία τοῦ πολέμου. Δούλεψαν σκληρά γιά νά καταστρέψουν τήν ἀγάπη καί τήν κατανόηση ἀνάμεσα στούς λαούς. Καί ἔτσι τώρα, νικητές καί νικημένοι, βγαίνουμε ἀπό τόν πόλεμο γεμάτοι πληγές, φτωχότεροι, ντρο­πιασμένοι καί ἐξευτελισμένοι ἀπό τά ὄργια τῆς τρέλλας αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων.


” Ἐπιτέλους ἄς ξεσηκωθοῦμε! Ἄς ἐλευθερώσουμε τό Πνεῦμα ἀπό αὐτούς τούς συμβιβασμούς καί τίς ἐξευτελιστικές συμμαχίες. Τό Πνεῦμα δέν εἶναι ὑπηρέτης κα­νε­νός. Ἐμεῖς εἴμαστε ὑπηρέτες τοῦ Πνεύματος. Ὁ ρόλος μας καί τό καθῆκον μας εἶναι νά κρατήσουμε ἕνα σημεῖο ἀναφορᾶς, νά βροῦμε τόν πολικό ἀστέρα μέσα στήν δίνη καί στήν νύχτα τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν».


Ὡραῖα λόγια, ἀλλά πολύ νεφελώδη καί ἀφηρημένα. Κατ’ ἀρχήν ἀναρωτιό­μα­στε, ποιό εἶναι αὐτό τό περίεργο «Πνεῦμα», πού πρέπει νά Τό ὑπηρετοῦμε; Ποιό εἶ­ναι τό «Σημεῖο Ἀναφορᾶς» καί ὁ «Πολικός Ἀστέρας», πού φωτίζει τήν νύχτα μας; Δέν μᾶς τό ξεκαθάρισαν οἱ διανοούμενοι, πού ὑπέγραψαν τήν δήλωση. Προφανῶς τό μόνο «Πολικό Ἀστέρι», πού παραδέχονταν, ἦταν τό μυαλό καί ἡ φαντασία τοῦ καθενός... Καί γι’ αὐτό, εἴκοσι χρόνια ἀργότερα, ὁ κόσμος βυθίστηκε πάλι σέ ἀσύ­γκρι­τα χειρότερη φρίκη νέου πολέμου.
* * *


Στίς 25 Νοεμβρίου γιορτάζουμε τήν μνήμη τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης · μιᾶς γυ­ναί­κας, πού δέν ἦταν ἁπλῶς διανοούμενη, ἀλλά πάνσοφη. Ἡ ἁγία Αἰκατερίνη εἶχε καταλάβει ὅτι:


• Ὑπάρχει μόνο ἕνα Πνεῦμα, πού ἀξίζει κάποιος νά Τό ὑπηρετεῖ: τό Ἅγιο Πνεῦ­μα, πού δέν εἶναι οὔτε «ἀέρας» οὔτε περιστέρι. Εἶναι ἕνα συγκεκριμένο Πρό­σωπο. Εἶναι Θεός ἀληθινός.


• Αὐτό τό Ἅγιο Πνεῦμα, δέν ἔχει τήν ἀνάγκη μας νά Τό «ἐλευθερώσουμε». Ἀντί­θετα, μόνο Ἐκεῖνο μπορεῖ νά ἐλευθερώσει ἐμᾶς ἀπό τά δεσμά τῆς πλάνης καί ἀπό τήν σκλαβιά στά ἀνθρώπινα πάθη.


• Μόνον αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καρποί εἶναι: ἡ ἀληθινή εἰρήνη, ἡ ἀληθινή χαρά καί ἡ ἀληθινή ἀγάπη· δῶρα ἀνεκτίμητα, πού κανένας πόλεμος δέν μπορεῖ νά μᾶς τά στερήσει, οὔτε ὁ ἴδιος ὁ θάνατος.


Γεμάτη λοιπόν ἀπό αὐτό τό Πνεῦμα ἡ ἁγία Αἰκατερίνη τόλμησε νά τά βάλει μέ μιά ὁλόκληρη αὐτοκρατορία. Καί μέ τήν δύναμη αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατάφερε:


Νά «φιμώσει» ὅλους τούς διανοούμενους, πού ἤθελαν νά τῆς «πουλήσουν» τό δικό τους φτηνό «πνεῦμα» τῆς δαιμονικῆς «σοφίας», ὅτι ἔξυπνος εἶναι ὅποιος βρίσκιε τόν τρόπο νά χορτάσει τά ἀγαθά τοῦ κόσμου.


Νά μεταστρέψει στήν πίστη τοῦ Ἑνός Ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἐκείνους, πού μέ εἰλικρινῆ διάθεση, χωρίς προκαταλήψεις ἄκουσαν τήν προσωπική μαρτυρία της.


Νά ὑπομείνει φρικτά μαρτύρια γιά τήν πίστη της στόν ἀληθινό Θεό, καί νά προχωρήσει ἀγέρωχη πρός τόν θάνατο, γιατί εἶχε καταλάβει ὅτι ἡ αἰώνια ζωή εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή.


Ὁ βίος της καί τό μαρτύριό της εἶναι ἡ πιό Ζωντανή Δήλωση Ἀληθινῆς Ἀνεξαρ­τη­σίας καί Πραγματικῆς Ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι μία διακήρυξη τῆς μόνης Γνήσιας Ἀνθρωπιᾶς. Τῆς Ἀνθρωπιᾶς «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ».

Ἡ ἐλεύθερη καὶ ἡ φιλελεύθερη

Βαρνάβας Λαμπρόπουλος (Ἀρχιμανδρίτης)



Πρὶν τέσσερα χρόνια πέθανε μία διάσημη Ἀμερικανίδα συγγραφέας, ἡ Σούζαν Σόνταγκ. Ἔκανε λαμπρὲς σπουδὲς στὰ καλύτερα πανεπιστήμια τῆς Ἀμερικῆς. Κέρδισε πολλὰ λογοτεχνικὰ βραβεῖα. Ὅμως, δίκαια τὴν χαρακτήρισαν «Σκοτεινὴ Κυρία τῶν Ἀμερικανικῶν Γραμμάτων» γιὰ τὶς σκοτεινὲς ἀπόψεις της καὶ γιὰ τὴν ἀπαισιοδοξία της. Λίγο πρὶν νὰ πεθάνει στὰ 71 της ἀπὸ καρκίνο, εἶπε: «Ὁ μόνος λόγος ποὺ θάθελα νὰ ζήσω λίγο ἀκόμα, εἶναι γιὰ νὰ ἰδῶ πόσο πιὸ ἠλίθιος θὰ γίνει ὁ κόσμος...»!

Ἀκόμα πιὸ σκοτεινὴ ἦταν ἡ προσωπικὴ ζωή της. Μὲ θάρρος κάποτε ὁμολόγησε δημοσίως ὅτι στὴν ζωὴ της εἶχε ... ἐννέα ἐρωτικοὺς δεσμούς: τέσσερεις μὲ ἄνδρες καὶ πέντε μὲ γυναῖκες!!!

Ἡ ... πολύπλευρη αὐτὴ προσωπικότητα ἤθελε συγχρόνως νὰ τὸ παίξει καὶ ἀκτιβίστρια! Στὴν διάρκεια τοῦ πολέμου τοῦ Βιετνὰμ ἦταν ἡ μόνη Ἀμερικανίδα ποὺ τόλμησε νὰ ἐπισκεφθῆ τὸ Ἀνόι καὶ νὰ ἐκφράσει τὴν συμπαράστασή της στοὺς Βορειοβιετναμέζους. Καὶ στὴν διάρκεια τοῦ πολέμου τῆς Σερβίας ἔμεινε κάποιες ἑβδομάδες στὸ πολιορκούμενο Σεράγεβο· καὶ προσπαθοῦσε νὰ παρηγορήσει τὸν κόσμο, σκηνοθετώντας τὸ θεατρικὸ ἔργο τοῦ Μπέκετ «Περιμένοντας τὸν Γκοντό».
* * *

Στὶς 25 Νοεμβρίου γιορτάζει μία ἐπίσης πάνσοφη - γιὰ τὴν ἐποχὴ της - γυναίκα, ἡ ἁγία Αἰκατερίνα. Ἡ - κατ' ἀρχὴν εἰδωλολάτρισσα - Αἰκατερίνα, εἶχε τὴν δυνατότητα (λόγῳ τῆς μόρφωσης καὶ τῆς καλλιέργειάς της) νὰ ἀντιλαμβάνεται τὴν ... ἠλιθιότητα τοῦ κόσμου ποὺ τὴν περιέβαλλε. Ὅμως δὲν βούλιαξε σὲ μία σκοτεινὴ ἀπαισιοδοξία. Δὲν ἐξάντλησε τὴν ἐξυπνάδα της μόνο στὸν σαρκασμὸ καὶ στὴν εἰρωνεία. Ἀναζήτησε μὲ εἰλικρίνεια Αὐτὸν ποὺ δίνει ἀληθινὸ νόημα στὸν κόσμο. Ἔψαξε νὰ βρῆ τὸν Δημιουργὸ καὶ Κύριο τοῦ κόσμου. Καὶ μὲ τὴν βοήθεια τῆς Παναγίας Μητέρας Του, δηλαδὴ Αὐτῆς, ποὺ «τοὺς φιλοσόφους τοὺς ἀποδεικνύει... ἀσόφους καὶ τοὺς τεχνολόγους τοὺς ἐλέγχει... ἀλόγους», γνώρισε τὸν Χριστό. Καὶ ἄνοιξε τὴν καρδιὰ καὶ τὸν νοῦ της, γιὰ νὰ γεμίσουν ἀπὸ τὸ δικό Του Φῶς.

• Καὶ ἐνῶ προηγουμένως, ἀναζητοῦσε στὸν τίμιο γάμο τὴν λύση στὸ πρόβλημα τῆς ἀνθρώπινης συντροφικότητας, περπάτησε λίγο πιὸ πέρα, καὶ ἀγάπησε τὴν ἐν Χριστῷ παρθενίᾳ. Καὶ ἀφιέρωσε ὅλο της τὸν ἑαυτό, ψυχὴ καὶ σῶμα, στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι γεύθηκε τὴν μόνη ἀληθινὴ Ἐλευθερία, τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὰ πάθη. Καὶ κατάλαβε ὅτι, χωρὶς αὐτὴν τὴν γνήσια Ἐλευθερία, δὲν εἶναι δύσκολο ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀγαπήσει τὰ «ἐλευθέρια» ἤθη καὶ νὰ καταντήσει ἕνα ... πολυγαμικὸ τερατάκι!

• Τέλος, ἔδειξε μὲ τὸ παράδειγμά της, ὅτι δὲν τὴν συγκινοῦσαν οὔτε οἱ ἀνέξοδες δηλώσεις συμπαράστασης σὲ καταπιεσμένους, οὔτε τὰ ἀφελῆ ψηφίσματα διαμαρτυρίας γιὰ τὰ κακῶς κείμενα τοῦ κόσμου. Γι' αὐτήν, ὁ πιὸ ἀποτελεσματικὸς ἀκτιβισμὸς ἦταν, τὸ νὰ σηκώσει τὸν σταυρὸ τῆς χριστιανικῆς μαρτυρίας μέσα σὲ ἕνα εἰδωλολατρικὸ κόσμο, καὶ νὰ δεχθῆ νὰ βασανιστεῖ καὶ νὰ πεθάνει γιὰ τὴν πίστη της. Ἔτσι ἔδειξε ἔμπρακτα τὴν ἀληθινὴ ἐν Χριστῷ Ἐλευθερία της καὶ τὴν νίκη της πάνω καὶ στὸν ἔσχατο ἐχθρὸ τοῦ ἀνθρώπου, τὸν θάνατο!

Ο Αρραβώνας της Αγίας Αικατερίνης με τον Νυμφίο Χριστό.

 


Η Αγία Αικατερίνη γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια και μαρτύρησε κατά την εποχή των ασεβών βασιλέων Μαξιμιανού, Μαξεντίου και Μαξιμίνου (305-313). Ήταν κόρη του ηγεμόνος της Αλεξανδρείας Κώνστα (η Κέστου) φημισμένη για το κάλλος της και τη σοφία, διότι είχε μορφωθή με τα διδάγματα της ελληνικής παιδείας και γνώριζε Όμηρο, Βιργίλιο, Αριστοτέλη, Πλάτωνα και άλλους αρχαίους συγγραφείς.
Πολλοί πλουσιώτατοι άρχοντες της συγκλήτου την ζήτησαν σε γάμο από την μητέρα της, που ήταν κρυφή χριστιανή εξ αιτίας του διωγμού, που κίνησε ο Μαξιμιανός. Οι συγγενείς και η μητέρα της την συμβούλευαν να παντρευθή για να μην περιέλθη η βασιλεία του πατέρα της σε ξένο άνδρα, αλλά η Αικατερίνη αγαπούσε την παρθενία και απέφευγε τις προτάσεις. Η παράδοση αναφέρει το εξής περιστατικό: Όταν άρχισαν να την ενοχλούν συστηματικά τους είπε:
Βρήτε ένα νέο να μου μοιάζη στα τέσσερα χαρίσματα που ομολογείτε, ότι ξεπερνώ τις άλλες νέες και τότε να τον κάνω σύζυγό μου, γιατί δεν καταδέχομαι να πάρω κατώτερό μου. Ερευνήστε αν υπάρχη κάποιος όμοιός μου στην ευγένεια, στον πλούτο, στη σοφία, και στην ωραιότητα. Αν του λείπη κάτι απ’ αυτά δεν είναι άξιος για μένα.
Εγνώριζαν όλοι, ότι ήταν αδύνατο να βρεθή τέτοιος άνθρωπος και της έλεγαν, ότι ο γιος του βασιλιά της Ρώμης και άλλοι είναι ευγενείς και πλουσιώτεροι από αυτή, αλλά υστερούν στην σοφία και στην ομορφιά. Αλλά η κόρη δεν δεχόταν να πάρη «αγράμματο», όπως έλεγε.
Η μητέρα της είχε πνευματικό ένα άγιο άνθρωπο έξω από την πόλι. Πήρε, λοιπόν, την Αικατερίνη και πήγαν να τον συμβουλευθούν. Ο ασκητής άκουσε τα φρόνημα λόγια της και σκέφθηκε να την ελκύση στην πίστι του Χριστού. Της είπε λοιπόν: Γνωρίζω έναν θαυμάσιο άνθρωπο, που σε υπερβαίνει σ’ όλα τα χαρίσματα και σ’ άλλα αναρίθμητα. Η ωραιότητά του νικά στη λάμψη τον ήλιο, η σοφία του κυβερνά όλα τα όντα , ο πλούτος του διαμοιράζεται σ’ όλο τον κόσμο και δεν λιγοστεύει ποτέ, η ευγένειά του είναι ασύλληπτη και ακατανίκητη.
Η κόρη νόμισε, ότι πρόκειται για επίγειο άρχοντα και ρωτούσε αν αυτά τα χαρίσματα ήταν αληθινά. Ρώτησε λοιπόν:
Τίνος είναι γιός;
Αυτός δεν έχει πατέρα στη γη, αλλά γεννήθηκε υπερφυσικά από μια Υπεραγία Παρθένο, που αξιώθηκε για την αγιότητά της να μείνη αθάνατη στην ψυχή και στο σώμα.
Είναι δυνατό να δω αυτό το νέο, για τον οποίο διηγείσαι τόσα θαυμαστά;
Αν κάμης ό,τι σου πω, θα αξιωθής να δης το πρόσωπό του.
Σε βλέπω άνθρωπο γνωστικό και σεβάσμιο, πιστεύω ότι δεν μου λες ψέματα. Είμαι έτοιμη να κάνω ό,τι μου πης.
Τότε ο ασκητής της έδωσε μιά εικόνα της Παναγίας, που κρατούσε το θείο Βρέφος και της λέει: Αυτή είναι η αειπάρθενος Μητέρα Εκείνου. Πάρε την και αφού κλείσης την πόρτα του δωματίου συ κάμε ολονύκτια προσευχή και παρακάλεσε αυτήν, που ονομάζεται Μαρία, να σου δείξη τον Υιόν της. Ελπίζω, ότι αν παρακαλέσης με πίστι, θα σε ακούση.
Πήρε η Αικατερίνη την εικόνα και όλη τη νύκτα κλεισμένη στο θάλαμό της προσευχόταν, όπως της είπε ο γέροντας. Από τον κόπο κοιμήθηκε και βλέπει σε όραμα την Παναγία με το θείο Βρέφος. Αλλά είχε στραμμένο το πρόσωπό του προς τη Μητέρα του, έτσι η κόρη έβλεπε τα νώτα του, επιθυμώντας να δη από μπροστά πήγε προς το άλλο μέρος, αλλά ο Χριστός έστρεφε πάλι το πρόσωπό του. Τούτο έγινε τρεις φορές. Τότε άκουσε την Παναγία να λέη:
Κύτταξε, παιδί μου, τη δούλη σου Αικατερίνη, πόσο είναι ωραία και καλή.
Το βρέφος αποκρίθηκε:
Είναι σκοτεινή και άσχημη, τόσο που δεν μπορώ να την δω καθόλου.
Δεν είναι πάνσοφη παραπάνω από όλους τους ρήτορες, πλούσια και ευγενή;
Μητέρα μου, είναι αμαθής και πολύ χαμηλά όσο βρίσκεται σε τέτοια κατάστασι, ώστε δεν πρέπει να με δη στο πρόσωπο.
Σε παρακαλώ, παιδί μου, να μην περιφρονήσεις το πλάσμα σου, αλλά να την νουθετήσης κα να την οδηγήσης για να απολαύση τη δόξα σου και να δη το πρόσωπό σου, που επιθυμούν και οι Άγγελοι να βλέπουν.
Ας πάη στο γέροντα, που της έδωσε την εικόνα και ας κάνη ό,τι θα την συμβουλεύση και τότε θα με δη.
Την άλλη μέρα ξεκίνησε το πρωί με λίγες γυναίκες κι έφθασε στο κελλί του γέροντα. Με δάκρυα του διηγήθηκε το όραμα και του ζήτησε τη συμβουλή του. Ο όσιος διηγήθηκε όλα τα Μυστήρια της αληθινής πίστεως, αρχίζοντας από τη δημιουργία του ανθρώπου.
Μετά την κατήχησι η Αγία αποθέτοντας τον παλαιό άνθρωπο και φορώντας στολή θεοΰφαντη, γύρισε στα ανάκτορα. Όλη τη νύκτα πέρασε προσευχόμενη μέχρι την ώρα που κοιμήθηκε και είδε σε οπτασία την Παρθένο με το βρέφος, που κοίτταζε την Αικατερίνη, με πολύ ιλαρότητα. Στην ερώτηση της Θεομήτορος αν ήταν τώρα αρεστή η κόρη, ο Δεσπότης απάντησε:
Τώρα έγινε ένδοξη η άσχημη και σκοτεινή, η πτωχή και χωρίς γνώσι έγινε πλούσια και πάνσοφη, η καταφρονεμένη και άσημη έγινε ευγενής και ένδοξη. Είναι στολισμένη με τέτοια χαρίσματα, ώστε επιθυμώ να τη μνηστευθώ για νύφη μου άφθορη.
Δεν είμαι άξια, Υπερένδοξε Δέσποτα, να βλέπω τη βασιλεία σου, αλλά αξίωσέ με να συναριθμηθώ με τους δούλους σου.
Η Θεοτόκος τότε πήρε το δεξί χέρι της κόρης και της είπε:
Δώσε της, παιδί μου, δακτυλίδι σαν αρραβώνα, για να την αξιώσης της βασιλείας σου.
Τότε ο Κύριος της έδωσε ένα ωραίο δακτυλίδι λέγοντας:
Σήμερα σε παίρνω για νύφη μου αιώνια και άφθορη. Να φυλάξης αυτή τη συμφωνία. Να μην πάρης άλλον νυμφίο στη γη.
Από τη στιγμή εκείνη ελκύσθηκε η Αικατερίνη από τον Ουράνιο Νυμφίο και αιχμαλωτίσθηκε η καρδιά της από τον θείο έρωτα του Χριστού.
Απόσπασμα από το Συναξάρι της Αγίας

ΥΜΝΗΤΗΣ ή ΕΛΕΓΚΤΗΣ ΤΩN ΚΑΤΟΧΙΚΩΝ;









Μας κατέκριναν κάποιοι επισκέπτες μας επειδή βάλαμε την φωτογραφία του μητροπολίτη Πατρών στην προηγούμενη καταχώρισή μας του ΡΕΣΑΛΤΟ όπου ενώ κατακρίνονται ονομαστικά άλλοι αρχιερείς, ο μητροπολίτης Πατρών απλά φιγουράρει γελαδερά στην παρατιθέμενη φωτογραφία του.
Πως είναι δυνατόν να είναι και αυτός υμνητής της Ευρω-χούντας των κατοχικών και των ανδρεικέλων που ξεπούλησαν τα πάντα και μας θερίζουν καθημερινά μέχρι και το μεγαλύτερο περιεχόμενο της τσέπης μας και έφθασαν στο σημείο να μας στερούν ακόμα και τον επιούσιο άρτον μας;
Εμείς σήμερα δεν θα ανιχνεύσουμε την ιστορία του μητροπολίτη Πατρών για να αντιδράσουμε στον αυτοχαρακτηρισμό του ως "επίσκοπος της Εκκλησίας του Χριστού".
Ο τρόπος που προωθούνται και προάγονται οι σημερινοί αρχιερείς και λαμβάνουν τα ανώτατα αξιώματα, σηκώνει πολύ συζήτησι και αποκαλύπτει πολύ βάθος πραγμάτων και προσώπων.
Εμείς εδώ καταχωρούμε χωρίς άλλα σχόλια, την τελευταία επιστολή του προς τον ΟΓΚΩΔΕΣΤΕΡΟ, από πάσης απόψεως, μαζί με τον έτερο βαρέων βαρών, αντιπρόεδρο, που ΕΦΑΓΑΝ πολλά και πολλοί μαζί, κατά την παροιμιώδη έκφρασί τους.
Λέει η επιστολή του απευθυνόμενη προς τον κ. Βενιζέλο:
Πρ
ς τόν ξοχώτατον κ. Εαγγελον Βενιζέλον
ντιπρόεδρον τς λληνικς Κυβερνήσεως καί πουργόν Οκονομικν
ξοχώτατε,
Ζντες μέσα στό βαρύ κλμα τν δυσκόλων μερν καί καταστάσεων τίς ποες βιώνει τόπος μας, λλά καί γνωρίζοντες τόν γνα τόν ποον καταβάλλετε καί σες προσωπικά καί Κυβέρνηση γιά νά ξέλθ χώρα μας πό τήν δύσκολη θέση, κφράζομε κατά πρτον τήν εχή νά εοδωθον ο προσπάθειες ατές, στε νά χωμε τά ναμενόμενα ποτελέσματα.
Κατά δεύτερον, ς πίσκοπος τς κκλησίας το Χριστο, Σς μεταφέρω τήν βαθειά νησυχία καί τόν βαθύτατο προβληματισμό εδικά τν σθενεστέρων μάδων το πληθυσμο, ξ’ ατίας το εδικο τέλους κινήτων, τό ποο πρέπει νά καταβληθ
λοι μας ντιλαμβανόμεθα τήν προσπάθεια που καταβάλετε για νά σωθ χώρα μας καί καλς γνωρίζετε τι λοι νεργομε πρός ατήν τήν κατεύθυνση….
Παρακαλ θερμς, νά παρέμβετε μέ τήν γνωσμένη εαισθησία Σας, στε νά ρθ τό χθος ατό πό τούς μους τν δυνάτων δελφν μας......
Εμαι βέβαιος, τι θά πράξετε τά δέοντα καί θά ξετάσετε μέ δικαιότερα κριτήρια τό ς ερηται θέμα....
Μέ τήν κ βάθους ψυχς εχή, νά Σς νισχύ Θεός στό ντως δύσκολο ργο Σας καί τήν προσευχή νά βοηθήσ τήν πατρίδα μας νά ξέλθ πό τήν κρίση πού ντιμετωπίζει.

Σς σπάζομαι μετά τς ν Κυρί γάπης καί τιμς.
Μητροπολίτης Πατρών Χρυσόστομος
------------------------------------------------
Πως βλέπετε όλο αυτό το ακατάσχετο εγκώμιο του μητροπολίτη Πατρών πρός τον κατοχικό αντιπρόεδρο;
Είναι ευχαριστημένος ο μητροπολίτης "που καταβάλλει και αυτός προσωπικά αλλά και η θεοπρόβλητος κυβέρνησι" αγώνα και προσπάθεια, να σωθή η χώρα μας και να εξέλθη η χώρα μας από τη δύσκολη κατάστασι που περιήλθε.
Είναι, λοιπόν, ή δεν είναι ο μητροπολίτης Πατρών εγκωμιαστής των ανδρεικέλων κατοχικών και των προσκυνημένων;
Ο λαός κάνει αντίστασι μέχρι αίματος και αυτοί συμμαχούν με το σάπιο κατεστημένο, για διαφόρους πλιατσικολογικούς λόγους του ο καθένας.
Ας μην διαμαρτύρονται κάποιοι ότι με όσα γράφουμε αδικούνται οι αρχιερείς.
Είναι όλοι τους σχεδόν εκτεθειμένοι και σύμμαχοι και συνεργάτες των διεφθαρμένων πολιτικών και πολλοί μάλιστα τους εξυμνούν μέσα στους ναούς και τους πλέκουν εγκώμια και διθυράμβους, όπως πράττει και ο διαβόητος Βαρθολομαίος.

ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ

Πέφτουν και οι μάσκες του δεσποτικού «πατριωτισμού»

undefined


















Oι γραφειοκράτες, δεσποτάδες διαχειριστές της Ορθόδοξης Εκκλησίας βρίσκονται σε τέτοιο νευρικό παροξυσμό που δεν κρατούν πλέον ούτε τα προσχήματα: Τάσσονται ανοικτά υπέρ της ευρω-χούντας και των πολιτικών τους ανδρεικέλων…
Το εκκλησιαστικό κατεστημένο ήταν πάντα πλήρως ταυτισμένο με το καπιταλιστικό κράτος και με το πολιτικό κατεστημένο του κεφαλαίου, ήταν ο πνευματικός ροπαλοφόρος τους, κόντρα και ΕΝΑΝΤΙΑ προς το σώμα της Ορθόδοξης Ελληνικής Εκκλησίας το οποίο ήταν στενά συνδεδεμένο με τις αγωνίες και τους πόνους του ελληνικού λαού και «ποτισμένο» με τον ιδρώτα του και τους ηρωικούς αγώνες του…

Γι’ αυτό και η γραφειοκρατική, εκκλησιαστική ιεραρχία ήταν συνδεδεμένη
με τις πλέον αντιδραστικές πολιτικές δυνάμεις του ελληνικού κατεστημένου…

Ο οδοστρωτήρας της Νέας Τάξης που έθεσε άμεσα στο στόχαστρο την άλωση της Ορθοδοξίας, συνακόλουθα απείλησε και κάποια προνόμια του γραφειοκρατικού, εκκλησιαστικού δεσποτισμού, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στο αγωνιστικό σώμα της Ορθοδοξίας, αντιδράσεις που «παρέσυραν» και πολλούς δεσποτάδες, είτε αυθεντικά αγωνιστικά, είτε, κατά κανόνα, καιροσκοπικά:
Ρητορική πατριδοκαπηλίας και κερδοσκοπική εμπορία και εκμετάλλευση των εθνικών και αγωνιστικών αντιστάσεων του ελληνικού λαού και του Ορθόδοξου κλήρου…
Σήμερα, όμως είναι τέτοιος ο τυφώνας του νεοταξικού φασισμού που δεν αφήνει περιθώρια στους κάλπικους παράδες για «πατριωτικές» κορώνες και ερμαφρόδιτες «πολιτικές»:

Οι αγύρτες της δεσποτικής, γραφειοκρατικής «καμαρίλας» ξεσκεπάζονται βοερά, όπως τα αντίστοιχα πολιτικά ανδρείκελα…

Ιδιαίτερα «γκρεμίζονται» με πάταγο οι έμποροι του «πατριωτισμού», οι ποικίλοι απατεώνες με τις γυαλιστερές «εθνικές» πανοπλίες και «υπέρ-αγωνιστικές» φορεσιές:

Από τα ακροδεξιά βυθοκορήματα (τύπου ΛΑ.Ο.Σ και CIA) μέχρι την αντιδραστική σκουριά του εκκλησιαστικού δεσποτισμού…

Κάθε κατεργάρης πλέον στον πάγκο του. Δεν υπάρχουν περιθώρια «ηρωικών» καμωμάτων: Τα μεγάλα αφεντικά δεν τους αφήνουν κανένα περιθώριο…
Από τα πιο αντιπροσωπευτικά και αποκρουστικά δείγματα αυτών των «ηρώων» της εκκλησιαστικής «πατριωτικής» τοκογλυφίας και του δεσποτικού αμοραλισμού είναι ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, Άνθιμος.
Με τον άθλιο αμοραλισμό του και την «πατριωτική» δημοκοπία του, καθώς και με τα «διαπλεκόμενα» εξουσιαστικά του παιχνίδια, έχουμε ασχοληθεί πολλές φορές…Έφτασε, όμως, η ώρα, που η «μάσκα» του θρυμματίστηκε, μιλώντας αυτός ο «υπέρ-πατριώτης, ΑΝΟΙΚΤΑ και ανενδοίαστα ΥΠΕΡ των ευρω-συμμοριτών αποικιοκρατών και των πολιτικών τους ανδρεικέλων:

ΥΠΕΡ της νεοταξικής δικτατορίας που έχει μετατρέψει τη χώρα σε ΑΠΟΙΚΙΑ των τραπεζιτών και δολοφονεί, με κτηνωδία ασυνήθιστη, τον ελληνικό λαό…

Θαυμάστε το τι έγραψε, ο «υπέρ-πατριώτης», Άνθιμος στην «Καθημερινή», της περασμένης Κυριακής:
«Εναντι κάθε θυσίας, που πρέπει να αντιμετωπισθεί από όλους μας με υπομονή και αλληλεγγύη, είναι απόλυτος ανάγκη, πολιτική ηγεσία και λαός, να κρατήσωμε την Ελλάδα σε μόνιμη θέση στην Ευρωπαϊκή Ενωση, με τους λαούς της οποίας έχομε κοινούς πνευματικούς, ιστορικούς και πολιτιστικούς σκοπούς, αλλά και νόμιμα κοινά συμφέροντα. Σε αντίθετη περίπτωση η Ελλάδα θα βγη από την έξοδο του κινδύνου και θα περιφέρεται στην ερημιά και την στέρηση όπως ο "άσωτος υιός" του Ευαγγελίου, όταν εσκόρπισε και κατέφαγε την πατρική του περιουσία "ζων ασώτως". Μια τέτοια ταπείνωση και συμφορά, μια τέτοια απομόνωση και φτώχεια, ένας τέτοιος πολύμορφος αποκλεισμός, θα είναι καταλυτική δοκιμασία για το λαό μας (...)
Ο Θεός να μας φυλάξει από αυτή τη δοκιμασία και να μας αξιώση να μένωμε μόνιμοι και σταθεροί "εν οις εμάθομεν και επιστώθημεν" ως Ελληνες Χριστιανοί και Ευρωπαίοι πολίτες. Η θέση της Ελλάδος είναι μόνιμη και αμετακίνητη στην οικογένεια των ευρωπαϊκών κρατών, όπου πρέπει να συνεργασθούμε με τιμιότητα, μεθοδικότητα και συνέπεια, ώστε να διατηρήσωμε την κρατική και εθνολογική μας υπόσταση, και δεν θα γίνωμε "χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγος" των τρικυμιών και των ναυαγίων».

Τα σχόλια περιττεύουν: Ο Άνθιμος ξεπέρασε και το πολιτικό του ισοδύναμο: Τον Καρατζαφέρη…
Μπήκαν, στο χορό των κυνικών ανδρεικέλων της Νέας Τάξης και οι «πατριώτες» δεσποτάδες!!!
Το γλυκό έδεσε!!!
α) Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος δραστηριοποιείται εντόνως και ασυστόλως για να τσακίσει τις αγωνιστικές αντιστάσεις στο εσωτερικό της Ορθοδοξίας: Αντιστάσεις εναντίον της αποδόμησής της και της υποταγής της στους κοσμικούς άρχοντες της Νέας Τάξης.
Ο Βαρθολομαίος, οι Οικουμενιστές και ο παπικός βοναπαρτισμός συστρατεύονται, ως πνευματικά ισοδύναμα, στο πλευρό των πολιτικών ανδρεικέλων της Νέας Τάξης…
β). Το ίδιο και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος: Ευλογεί, με υπερβάλλοντα ζήλο, τους εκτελεστές των «συμβολαίων θανάτου» της ελληνικής κοινωνίας και του λαού της…

γ). Τώρα κινητοποιούνται και οι έμποροι του «πατριωτισμού», οι δήθεν πολέμιοι της Νέας Τάξης, όπως ο Άνθιμος!!!!
Σήμερα που έχει εξαπολυθεί η τελευταία έφοδος των αφεντικών τής διεθνούς βαρβαρότητας και των πολύχρωμων μπράβων τους για την ολοκληρωτική άλωση και διάλυση της χώρας μας και του λαού της όλες οι δυνάμεις της Νέας Τάξης σε συνδυασμό και ενορχηστρωμένα ορμούν για να κατασπαράξουν τα πάντα…
«Συναίνεση» για τη «σωτηρία» μας, δηλαδή για τη σωτηρία των ληστών και δημίων μας!!!
ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΛΑ.Ο.Σ και δεσποτάδες στο ίδιο στρατόπεδο. Η «τάξη» και οι μαύρες «ιερές συμμαχίες» αποκαταστάθηκαν…

Αλλά και οι μάσκες έπεσαν…

Από το ΡΕΣΑΛΤΟ

Αγία Αικατερίνη η πάνσοφος (25 Νοεμβρίου)

Αγία Αικατερίνη η πάνσοφος (25 Νοεμβρίου)


undefined
Αγία Αικατερίνη η πάνσοφος (25 Νοεμβρίου)
Πρωτ. π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ημερήσια αθηναΐκή Εφημερίδα, καθώς και μεγάλος ιδιωτικός τηλεοπτικός Σταθμός, με αφορμή την Εθνική Εορτή της 28ης Οκτωβρίου απηύθυναν σε νέους, μεταξύ των οποίων και μαθητές Λυκείου, που συνάντησαν τυχαία στον δρόμο, το ερώτημα “τί γιορτάζουμε σήμερα και γίνονται δοξολογίες και παρελάσεις”. Οι περισσότεροι δήλωσαν άγνοια, άλλοι δε είπαν τα πιο απίθανα πράγματα, όπως “γιορτάζουμε τους Τούρκους, τους Γερμανούς” και διάφορα άλλα τέτοια κωμικοτραγικά. Αυτή η κατάσταση προκαλεί όχι τόσο έκπληξη, όσο πόνο αφού είναι κοινό μυστικό ότι η παιδεία στον τόπο μας περνά βαθειά κρίση και η ευθύνη βαρύνει περισσότερο εμάς τους μεγαλυτέρους και λιγότερο τα παιδιά. Βέβαια δεν είναι το μοναδικό κομμάτι της Ιστορίας μας που αγνοούμε. Για τον Ελληνισμό της Ιωνίας που ήταν ριζωμένος στα αγιασμένα εκείνα χώματα τέσσερις χιλιάδες χρόνια και άνθησε και μεγαλούργησε και ξαφνικά βρέθηκε χωρίς πατρίδα, ξεριζωμένος και κηνυγημένος (εννοείται, φυσικά, όσοι επέζησαν) πολύ λίγα γνωρίζουμε και ελάχιστα πράγματα μαθαίνουν τα παιδιά στα Σχολεία. Αλλά η παιδεία στον τόπο μας δεν χωλαίνει τόσο στο θέμα παροχής γνώσεων, όσο στον ποιόν προσανατολισμό έχει και τί πολίτες θέλει να διαμορφώση.

Στην Ρωμηοσύνη, το λεγόμενο Βυζάντιο, η παιδεία απευθυνόταν στον όλο άνθρωπο και σκοπό είχε να τον κάνη όντως άνθρωπον, δηλαδή να τον κατευθύνη από τα ευτελή και χαμερπή στα υψηλά, αφού άλλωστε αυτό σημαίνει άνθρωπος, άνω θρώσκω, κοιτάζω ψηλά. Όπως πολύ επιγραμματικά τονίζει ο Μέγας Βασίλειος: “Τα τετράποδα πάντα προς την γην βλέπει και προς την γαστέρα νένευκεν· ανθρώπω δε ετοίμη προς ουρανόν η ανάβλεψις.” Απευθυνόταν όχι μόνο στο μυαλό αλλά και στην καρδιά και κυρίως εκεί. Και ομιλώντας για καρδιά δεν αναφερόμαστε στο σωματικό όργανο, αλλά την πνευματική καρδιά, το κέντρο των πνευματικών λειτουργιών του ανθρώπου. Μια παιδεία που δεν ενδιαφέρεται για τον όλο άνθρωπο, για το ήθος, τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά του, αλλά αρκείται μόνο στην μετάδοση ξηρών γνώσεων, δεν μπορεί να είναι και δεν είναι ολοκληρωμένη παιδεία. Η Αγία Αικατερίνη με τον βίο και την πολιτεία της αφήνει να φανή καθαρά ο σκοπός και ο προσανατολισμός μιας σωστής και αληθινής παιδείας.
Στα συναξάρια και τα υμνολογικά κείμενα, η Αγία Αικατερίνη ονομάζεται πάνσοφος, όχι απλώς σοφή, αλλά πάνσοφος. Είχε σπουδάσει και γνώριζε σχεδόν όλες τις Επιστήμες της εποχής της, πράγμα πολύ σπάνιο και για εκείνη την εποχή. “Αύτη πάσαν παιδείαν Ελληνικήν και Ρωμαΐκήν άκρως εγγυμνασθείσα, Ομήρου τε και Βιργιλίου του Ρωμαίων μεγίστου Ποιητού, Ασκληπιού τε και Ιπποκράτους και Γαληνού των Ιατρών, Αριστοτέλους τε και Πλάτωνος, Φιλιστίωνός τε και Ευσεβίου των Φιλοσόφων και όση Ρητορική εφευρέθη τω κόσμω, ου μην δέ, αλλά και πάσαν λέξιν γλωσσών μεμαθηκυία, εις έκπληξιν έφερεν ου μόνον τους ορώντας αυτήν, αλλά γε και τους ακούοντας περί της φήμης και σοφίας και παιδείας αυτής”. Αυτό όμως πού, κατ’ εξοχήν, φανερώνει το πλήρωμα της παιδείας που κατείχε δεν είναι μόνο τα όσα προαναφέρθηκαν και τα οποία είναι πράγματι θαυμαστά, αλλά κυρίως ο πλούτος της καρδιάς της. Ήταν κάτοχος της “άνωθεν σοφίας”, η οποία δεν φουσκώνει τα μυαλά, αλλά πλαταίνει την καρδιά έτσι που να χωρά όλη την οίκουμένη. Καλωσυνάτη και ταπεινή καθώς ήταν είχε απλότητα στους τρόπους, αλλά και σταθερότητα στις αποφάσεις της και αυτό φάνηκε καθαρά τον καιρό του μαρτυρίου της. Με την αληθινή σοφία που κατείχε εξευτέλισε τους ειδωλολάτρες ρήτορες και άφησε να φανή καθαρά ότι η πίστη τους είναι ψεύτικη και τα λόγια τους σκέτη φλυαρία. “Και ρητόρων έπαυσας τας φληνάφους ρήσεις πολύαθλε”, ή σε άλλο ύμνο, “τω Χριστώ την ευχαριστίαν εν νυκτί και ημέρα προσέφερεν· τα δε είδωλα καθείλε και τους ταύτα αφρόνως λατρεύοντας, ρητόρων την γνώσιν καταπτύσασα”.
Οι γνώσεις γύρω τα ανθρώπινα επιτεύγματα σε όλους τους τομείς είναι χρήσιμες, όπως και η μελέτη και ενασχόληση με τα βιβλία, διότι ακονίζει το μυαλό και ανοίγει νέους ορίζοντες. Ιδιαίτερα κρίνεται απαραίτητη η γνώση της Ιστορίας και κατά κύριο λόγο της Ιστορίας του τόπου μας αφού, όπως έχει πολύ σωστά λεχθεί, “έθνος που δεν γνωρίζει την Ιστορία του είναι καταδικασμένο να αποθάνη”. Όμως για τα λεγόμενα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου, όπως π.χ. γιατί γεννηθήκαμε, ποιός είναι ο σκοπός της ζωής μας, γιατί πεθαίνουμε, τί υπάρχει μετά θάνατον, το αν υπάρχει Κόλαση και Παράδεισος κ.λ.π., δεν είναι σε θέση να προσφέρη λύση η ανθρώπινη γνώση, αλλά μόνον η Θεολογία, δηλαδή η Αλήθεια που μας αποκάλυψε ο Ίδιος ο Τριαδικός Θεός και βιώνεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Ορθόδοξη Θεολογία προσφέρει λύση σε όλα τα προβλήματα του ανθρώπου. Του παρέχει ουσιαστική βοήθεια, αφού του μαθαίνει τον τρόπο να τα αντιμετωπίζη και τελικά να τα υπερβαίνη.
Η Αγία Αικατερίνη ως φορέας της ανθρώπινης σοφίας και παιδείας, αλλά πρωτίστως και κυρίως της κατά Θεόν, φανερώνει καθαρά με την φωτεινή ζωή της, ότι αληθινή παιδεία είναι εκείνη η οποία δεν παρέχει απλώς ξερές γνώσεις, αλλά κυρίως πλάθει ψυχές, δημιουργεί ήθος και τελικά μεταμορφώνει την ύπαρξη.

Η ουσία της απογνώσεως. (Γέροντος Σωφρονίου)




Τελώντας την Λειτουργία προσεύχομαι βεβαίως για όλο τον κόσμο και δεν αμφιβάλλω ότι, ωσότου προσφέρεται στον κόσμο αυτό η θυσία αυτή της αγάπης, ο κόσμος θα διατηρηθεί στην ύπαρξή του. Όταν όμως θα παύσει να προσφέρεται η θυσία αυτή, τότε αναπόφευκτα ο κόσμος θα κατακαεί στο πυρ του γενικού μίσους. Ναι, ακόμη και ως σήμερα δεν βλέπουμε στους αιώνες που πέρασαν τέτοια εποχή, κατά την οποία ο Χριστιανισμός έγινε σοβαρά δεκτός από τις ανθρώπινες μάζες. Μπορούμε ακριβέστερα να πούμε ότι η απουσία της αγάπης του Χριστού από τις ψυχές εκείνων που με τη βία επάνω στους πιο αδύνατους άρπαξαν την εξουσία, οδήγησε στις φοβερές παραμορφώσεις όλης της ζωής της ανθρωπότητας, και εξαιτίας αυτού έγινε αδύνατη σε όλους η σαφής αίσθηση της παρουσίας του Θεού. Στην τύφλωση από το μίσος οι άνθρωποι χάνουν τελείως την αίσθηση αυτή, και τότε γι’ αυτούς “πεθαίνει ο Θεός”. Για την επιβεβαίωση της σκέψεώς μου έστρεψα από πολλού ήδη την προσοχή μου στο ότι και τα τέσσαρα Ευαγγέλια αρχίζουν με αναφορά στην προφητεία του Ησαΐου:
«Ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου… Πάσα φάραγξ (δηλαδή υποβάθμιση και άσκηση βίας επάνω στους ανθρώπους) πληρωθήσεται και παν όρος (δηλαδή βίαιη κυριαρχία επάνω στους αδελφούς) ταπεινωθήσεται… και αι τραχείαι εις οδούς λείας, και (μόνο τότε) όψεται πάσα σαρξ το σωτήριον του Θεού».
[...] Αν βρεις, να διαβάσεις τον υπέροχο εικοστό τέταρτο λόγο του οσίου Συμεών του Νέου Θεολόγου… Ο άγιος αυτός, σε συμφωνία με όλους εκείνους που προηγήθηκαν από αυτόν και με εκείνους που ήρθαν στον κόσμο μετά από αυτόν, λέει ότι «ο Θεός για τη ζωή στον κόσμο αυτό δημιούργησε πατέρα και υιό και όχι δούλο και μισθωτό… Η δουλεία προήλθε από την μεταξύ των ανθρώπων έχθρα, εξαιτίας της οποίας άρχισαν να πολεμούν ο ένας εναντίον του άλλου και ο ένας να υποδουλώνει τον άλλον. Και η εξαγορά των ανθρώπων εξαιτίας της φτώχιας και των ελλείψεων, που άρχισαν να κυριεύουν τους πιο αδυνάτους λόγω της απληστίας και της πλεονεξίας των ισχυρότερων… Χωρίς βία και φτώχια κανένας δεν θα γινόταν δούλος ή μισθωτός…».
Αυτός ό παραμορφωμένος από το μίσος των ανθρώπων κόσμος κρύβει από την όραση το Υπέροχο Πρόσωπο του Θεού. Ο Θεός δεν ενεργεί με βία· διαφυλάσσει με άγιον τρόπο την ελευθερία εκείνου που δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν» Του. Επιπλέον βλέπει με υπομονή και τις κακές ακόμη εκδηλώσεις της ελευθερίας του άνθρωπου. Και η υπομονή Του αυτή θα διατηρηθεί τόσο, ώστε να γίνει δυνατή η εμφάνιση του αντιχρίστου, που θα αποπειραθεί να παραμερίσει τον Αληθινό Θεό και ακολούθως να ανακηρύξει θεό τον εαυτό του. Την οδό του αντιχρίστου θα συνοδεύσει αναπόφευκτα άσκηση παγκόσμιας βίας… Πολλοί θα σκανδαλισθούν με αυτό. Θα εγερθεί σ’ αυτούς το ερώτημα: Πού είναι λοιπόν ο Θεός; Πού είναι η Πρόνοιά Του για κάθε κτίσμα;
Ανάμεσα σ’ αυτούς που σκανδαλίστηκαν ήταν και η δική μας φτωχή Αλεξάν­δρα. Δεν αντιλήφθηκε τις οδούς του Θεού και υπερασπιζόμενη το ανθρώπινο δίκαιο απέρριψε τη δικαιοσύνη του Θεού. Τώρα όμως που βρέθηκε σε συνθήκες που μπορεί να δει ότι ο Θεός είναι δυνατός και μετά θάνατον να δώσει στον άνθρωπο το πλήρωμα της ζωής και της μακαριότητας, με απλότητα και χαρά θα προχωρήσει στη συνάντησή Του: «Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην, ότι αυτοί χορτασθήσονται»

(Αρχ. Σωφρονίου Σαζάρωφ, «Γράμματα στη Ρωσία» – επιστολή 45, αποσπάσματα. Εκδ. Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου –Έσσεξ, σ.210-213)

Ο Θεός αποκαλύπτει το νόημα του Σταυρού (Πρωτ. Δημητρίου Στανιλάε)

 


(Πρωτ. Δημητρίου Στανιλάε, Καθηγ. Θεολογικής Σχολής Βουκουρεστίου)

Στο τέλος μόνο ο Θεός είναι αυτός που μπορεί να εξηγήσει τις θλίψεις του δικαίου, και το κάνει με τις πολλές ερωτήσεις που απευθύνει στον Ιώβ, οι οποίες, όλες, επισύρουν την προσοχή του Ιώβ στο Δωρεοδότη. Ο Θεός πράγματι λέει στον Ιώβ: «Όλα μου τα δώρα είναι θαυμάσια, αλλά ο σκοπός του θαυμασμού που προκαλούν είναι να αποκαλύπτουν την άπειρη σοφία και μεγαλοσύνη εκείνου που τα δίνει».
«Ο Ιώβ παίρνοντας το λόγο λέει στον Κύριον: Γνωρίζω ότι όλα μπορείς  να τα κάνεις και δεν υπάρχει κάτι αδύνατο σε Σε… Ποιός άλλος εκτός από σένα θα αναγγείλει σε εμένα εκείνα τα οποία δεν γνώριζα; τα μεγάλα και θαυμαστά τα όποια δεν ήξερα;… Μέχρι τώρα μόνον με τα αυτιά μου άκουα για Σε. Τώρα όμως Σε είδαν τα μάτια  μου. Γι’ αυτό ελεεινολόγησα τον εαυτό μου, έλυωσα από ψυχική συντριβή, αισθάνομαι ότι είμαι χώμα και στάχτη.» (Ιώβ ΜΒ΄ 1 -3, 5-6)
Αυτό σημαίνει ότι μέχρι τη στιγμή αυτή ο Ιώβ σκεφτόταν το Θεό εν πολλοίς με τους ίδιους όρους με τους οποίους άλλοι είχαν μιλήσει γι’ αυτόν. Τώρα αρχίζει να καταλαβαίνει το Θεό καθ’ εαυτόν, πέρα απ’ όλα του τα δώρα. Το δωρεοδότη κάθε πράγματος. Για να κερδίσει αυτόν τον υπέρτατο θησαυρό, έπρεπε να χάσει για ένα χρονικό διάστημα όλη του την περιουσία. Έχασε το σεβασμό των άλλων, έχασε την υγεία του, τα πλούτη του, το κάθε τι, για να δει το Θεό σ’ όλη του τη μεγαλειότητα και σοφία, σ’ όλη του τη θαυμάσια φύση. Όσο έχανε τα πάντα δεν αμφέβαλλε για το Θεό κι έτσι κατέληξε να δει τον αποφατικό, ανέκφραστο χαρακτήρα του Θεού, ο οποίος είναι πέρα από κάθε ανθρώπινη αντίληψη. Είδε το Θεό μ’ ένα τρόπο ανώτερο απ’ ό,τι είναι δυνατό να τον δει κανείς απλώς μέσω των δώρων του. Τον είδε με άμεσο τρόπο μέσω των παθημάτων του.
Ο πιστός χρειάζεται συνεχώς να κάνει αφαίρεση των πραγμάτων του κόσμου τούτου, χρειάζεται να βάζει τα πράγματα του κόσμου τούτου στην παρένθεση της λησμονιάς, για να σκεφθεί το Θεό ο οποίος είναι πάνω από κάθε ανθρώπινη αντίληψη. Αλλά κάποτε είναι αναγκαίο ο ίδιος ο Θεός να επεμβαίνει για να θέτει στο περιθώριο τη μικρή σε σχέση με το Θεό αξία των πραγμάτων του κόσμου τούτου, την παροδική, πρόσκαιρή τους φύση σε αντίθεση με την αιωνιότητα του Θεού, για να μας δείξει πιο καθαρά την άπειρη υπεροχή του Θεού σε σύγκριση με τα δώρα του και την ανέκφραστη παρουσία του ανάμεσά μας. Σε τέτοιες περιπτώσεις μας φαίνεται πως ο ίδιος ο Θεός μας εγκαταλείπει. Αυτό γίνεται γιατί κάποτε προσκολλόμαστε στα πράγματα τόσο, που δεν μπορούμε να δούμε πλέον το Θεό. Κάποτε δημιουργούμε τόσο στενό δεσμό μεταξύ του Θεού και των πραγμάτων που δίνει, ώστε ταυτίζουμε το Θεό με αυτά τα πράγματα και ξεχνούμε τελείως το Θεό αυτόν καθ’ εαυτόν, και έτσι, αν ο Θεός δεν μας δείχνει πια το ενδιαφέρον του με το να μας δίνει δώρα, μας φαίνεται σαν να μας έχει εγκαταλείψει. Για το λόγο αυτό ο σταυρός μας φαίνεται σαν σημείο εγκαταλείψεώς μας από το Θεό. Αλλά μπορεί να συμβεί και το ότι ο Θεός πραγματικά αποσύρεται από το οπτικό μας πεδίο για να δοκιμάσει και ενδυναμώσει την επιμονή της αγάπης μας προς αυτόν.
Ακόμη και ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός πάνω στο σταυρό είχε αυτό το αίσθημα της πλήρους εγκαταλείψεως από το Θεό. Αλλά ο Κύριος Ιησούς ποτέ δεν μείωσε την αγάπη του για το Θεό.
Στην πραγματικότητα ο Θεός ουδέποτε μας εγκαταλείπει, σ’ οποιαδήποτε κατάσταση κι αν βρισκόμαστε. Είναι πιθανόν να εξαφανιστεί για ένα χρονικό διάστημα, για μια στιγμή, από τον ορίζοντά μας, από την αντίληψή μας. Αλλά ο Θεός τον οποίον συνήθως σκεφτόμαστε με τα δεδομένα της δημιουργίας θα εμφανιστεί  σ’ εμάς στη συνέχεια, στην αληθινή μεγαλειότητα της δόξης του, που είναι απερίγραπτη και ανέκφραστη με ανθρώπινες σκέψεις και λέξεις. Να, γιατί στο Άσμα Ασμάτων αναφέρεται ότι κάποτε ο Θεός κρύβεται και στη συνέχεια αποκαλύπτεται μ’ ένα ανώτερο και πιο ένδοξο τρόπο:
«Στην κλίνη μου ευρισκομένη κατά την νύκτα αναζήτησα εκείνον τον οποίον αγάπησε η ψυχή μου. Αναζήτησα αυτόν αλλά δεν τον βρήκα. Τον φώναξα αλλά δεν με ήκουσε. Θα σηκωθώ από την κλίνη μου και θα περιδιαβώ τις αγορές και τις πλατείες της πόλης. Θα αναζητήσω εκείνον που αγάπησε η ψυχή μου. Πράγματι αναζήτησα αυτόν παντού αλλά δεν τον βρήκα. Με συνάντησαν οι νυκτοφύλακες που  περιπολούν  στην πόλη και τους ρώτηαα. Μήπως είδατε εκείνον τον οποίον αγάπησε η ψυχή μου; Απομακρύνθηκα λίγο απ’ αυτούς και δεν άργησα να βρω εκείνον που αγάπησε η ψυχή μου. Τον κράτησα με τα χέρια μου και δεν τον άφησα, μέχρις ότου τον οδήγησα στο σπίτι  της μητέρας μου,  στο εσωτερικό δωμάτιο αυτής που με γέννησε». (Άσμα Ασμάτων Γ΄)
Μόνον τότε ερχόμαστε σε μια σχέση με το Θεό, που είναι πράγματι προσωπική σχέση, μια σχέση που είναι πάνω απ’ όλα τα δημιουργήματα. Αυτή η σχέση με το Θεό δεν κυριαρχείται πια από υλικές εικόνες. Οι ιδέες μας για τα πράγματα και τα δώρα που δίνει ο Θεός εξαφανίζονται εντελώς μέσα στο φως αυτού του ίδιου του Θεού.  Εξαγνισμένοι με τον τρόπο αυτό δίνουμε τον εαυτό μας τελείως στο Θεό και ανυψωνόμαστε στο διάλογο της αγάπης μ’ αυτόν αποκλειστικά. Τότε αισθανόμαστε ότι ο Θεός είναι απείρως μεγαλύτερος από όλα του τα δώρα και όλα του τα δημιουργήματα, και ότι σ’ αυτή τη σχέση μ’ αυτόν έχουμε ανυψωθεί σ’ ένα διαφορετικό πνευματικό επίπεδο στο οποίο ξανακερδίζουμε  όλα όσα έχουμε χάσει.
Ο Χριστιανός που έχει μέσα  του την αγάπη του Θεού, και που έτσι έχει αγάπη για κάθε πρόσωπο -εκείνη την αγάπη που είναι μια άφθαρτη και ανεξάντλητη πραγματικότητα- αισθάνεται μεγαλύτερη αγαλλίαση απ’ όλες τις χαρές που μπορούν να προξενήσουν τα πράγματα του κόσμου, μεγαλύτερη χαρά από αυτήν που η ίδια η ύπαρξή του, ζώντας σαν απομονωμένο άτομο, μπορούσε ποτέ να του προσφέρει. Αυτό είναι το γεγονός το οποίο ανακαλύπτουν οι δίκαιοι μέσα στις θλίψεις τους. Αυτός ο σταυρός δίνεται στον άνθρωπο, ώστε ο ίδιος να καταλήξει να ανακαλύψει το Θεό σ’ ένα άλλο επίπεδο, σ’ ένα αποφατικό βάθος, αλλά και για να δείξει στους άλλους ανθρώπους ότι υπάρχουν εκείνοι που μπορούν να είναι προσκολλημένοι στο Θεό μ’ αυτό τον τρόπο ακόμη κι αν όλα  τα υπάρχοντά τους τα έχουν πάρει, κι ακόμη κι όταν ο ίδιος ο Θεός φαίνεται ότι έχει εξαφανισθεί από το οπτικό τους πεδίο

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...