Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΑΥΤΗ του Θωμά δεν αποτελεί μόνο μια μεγαλειώδη διακήρυξη της θεότητος του Κυρίου μας από έναν μαθητή Του που προς στιγμήν – καθώς φαίνεται – κατελήφθη από τη δυσπιστία. Ούτε ακόμη μια από τις πλέον αδιάσειστες αποδείξεις της Αναστάσεως Του. Ταυτόχρονα συνιστά και μια από τις πλέον ενθουσιώδεις ομολογίες αγάπης και αφοσίωσης προς το λατρευτό πρόσωπο του αναστημένου Λυτρωτή μας.
Για τον απόστολο Θωμά ο Ιησούς Χριστός ήταν «ο Κύριος και ο Θεός του». Το ίδιο και για τους άλλους μαθητές του Ιησού. Το ίδιο και για τους χριστιανούς όλων των εποχών. Ο Ιησούς έγινε ο «Κύριος και ο Θεός» τους. «Το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος» της υπάρξεως τους κατά την ωραία έκφραση του βιβλίου της Αποκαλύψεως (21, 6).
Ό,τι ήταν για τους πρώτους μαθητές, ό,τι ήταν για τα αναρίθμητα πλήθη των χριστιανών που προηγήθηκαν, το ίδιο είναι και για μας, τους σημερινούς πιστούς. Από τη στιγμή που πιστέψαμε στο Χριστό, από την ώρα που βαπτιστήκαμε στο όνομα της Αγίας και Ζωοποιού Τριάδος και γίναμε μέλη της Εκκλησίας, πολίτες της θείας Βασιλείας, ο Ιησούς Χριστός είναι ο «Κύριος και Θεός» μας. Τι να σημαίνει άραγε αυτό πιο συγκεκριμένα στη καθημερινή πράξη και ζωή;
Αγαπούμε θερμά τον Χριστό
ΠΡΩΤΑ – ΠΡΩΤΑ ότι αγαπάμε τον Χριστό πάνω απ’ όλα και πέρα απ’ όλα. Πάνω από οποιοδήποτε πρόσωπο και πέρα από οτιδήποτε πράγμα. Η αγάπη του Χριστού στην καρδιά του χριστιανού θα πρέπει να έχει απόλυτη προτεραιότητα. Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, αυτός που αγαπά πραγματικά τον Θεό «ουδέν των όντων της του Θεού γνώσεως προτιμά».
Η αγάπη του Θεού αποτελεί θεμελιώδη εντολή της Παλαιάς Διαθήκης, την οποία επανέλαβε και επιβεβαίωσε και ο Χριστός μας: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου» (Μαρκ. 12, 30 – Δευτ. 6,5). Χριστιανός που δεν αγαπά με αυτόν τον τρόπο τον Χριστό, που δεν του δίνει την πρώτη θέση στην καρδιά του, δεν μπορεί να θεωρηθεί γνήσιος μαθητής Του. Κατά τον άγιο Μάξιμο, η αγάπη προς τον Θεό είναι «το προτιμάν αυτόν (τον Θεό) του κόσμου και την ψυχήν της σαρκός». Και η αγάπη μας αυτή τότε είναι γνήσια, όταν «δι’ αυτής της αγάπης τα πάθη αποβάλλομεν».
Τηρούμε με αυταπάρνηση τις εντολές Του
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ο «Κύριος και ο Θεός» μας και όταν τον ακολουθούμε, όταν δηλαδή υπακούομε στο θέλημα Του που μας αποκάλυψε, και τηρούμε με αυταπάρνηση τις ζωηφόρες εντολές του Ευαγγελίου Του που μας παρέδωσε.
Η αγάπη του Χριστού, σύμφωνα με τα όσα Εκείνος μας διδάσκει, είναι αξεχώριστα συνδεδεμένη με την ανταπόκριση μας προς το Ευαγγέλιο Του, με την τήρηση των εντολών Του. «Εάν αγαπάτε με», παραγγέλλει, «τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε» (Ιω. 14, 15). Και ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας διευκρινίζει: «Αύτη γαρ εστιν η αγάπη του Θεού, ίνα τας εντολάς αυτού τηρώμεν» (Α' Ιω. 5,3). Δηλαδή, αγάπη προς τον Θεό είναι να τηρούμε τις εντολές Του.
Υπακούομε, λοιπόν, στο Ευαγγέλιο. Και τηρούμε όλες τις εντολές του Χριστού, χωρίς να κάνουμε την παραμικρή διάκριση. Γράφει ο Μ. Βασίλειος, αναφερόμενος στα λόγια του Κυρίου: «Πορευθέντες γαρ, φησίν ο Κύριος, μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, διδάσκοντες αυτούς ουχί τα μεν τηρείν, των δε αμελείν. Αλλά τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν». Και συνεχίζοντας παρατηρεί: «Γιατί αν δεν μας ήταν αναγκαίες για το σκοπό της σωτηρίας, ούτε θα είχα γραφεί όλες οι εντολές, ούτε θα δινόταν η παραγγελία να τις τηρούμε υποχρεωτικά όλες». Και, καθώς διδάσκει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, την τήρηση των θείων εντολών ο χριστιανός την επιδιώκει «δια την αγάπην του τεθεικότος αυτάς και μη δια φόβον ή αμοιβήν μισθού».
Χωρίς αυτή τη συγκεκριμένη στάση ζωής, την ανταπόκριση μας δηλαδή στις εντολές που μας παρέδωσε ο Χριστός, η αγάπη μας γι' αυτόν δεν είναι αληθινή. Η χριστιανική ζωή ως υπακοή στο Ευαγγέλιο και πιστή εφαρμογή των όσων μας διδάσκει, αποτελεί την μόνη και αδιαμφισβήτητη απόδειξη γνησιότητας της αγάπης μας προς τον Κύριο και Σωτήρα μας. Καθώς μάλιστα παρατηρεί ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, αν δεν τηρούμε τις θείες εντολές, «ουδέν των εθνικών και απίστων διενηνόχαμεν». Δηλαδή, δεν διαφέρουμε καθόλου από τους ειδωλολάτρες και τους απίστους.
Ομολογούμε άφοβα την πίστη μας
«Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΟΥ και ο Θεός μου» ομολόγησε ο απόστολος Θωμάς. Και από τη στιγμή εκείνη έγινε ο κήρυκας της Αναστάσεως του Χριστού, ο ομολογητής του ονόματος Του, αυτός που μαζί με τους άλλους Αποστόλους ανέλαβε το έργο του ευαγγελισμού των ανθρώπων.
Αν, λοιπόν, ο Ιησούς είναι για μας «ο Κύριος και ο Θεός» μας, αυτό οφείλουμε να το ομολογούμε. Ενώπιον των ανθρώπων. Με θάρρος και με τόλμη. Χωρίς φόβο και χωρίς ντροπή. Χριστιανός που ντρέπεται να ομολογήσει πως είναι χριστιανός, πως πάνω απ' όλα αγαπά τον Χριστό, πως ύψιστη επιδίωξη του είναι να ζήσει την καινούργια ζωή που ο Χριστός εμπνέει, δεν είναι γνήσιος χριστιανός. Η δειλία στη χριστιανική πίστη ισοδυναμεί με προδοσία και άρνηση του Χριστού. Και οι συνέπειες κατά την ώρα της κρίσεως θα είναι τραγικές γι' αυτούς που θ' απαρνηθούν τον Χριστό από δειλία ή από ανθρωπαρέσκεια. Το υπογραμμίζει με έμφαση ο ίδιος ο Κύριος: «Όποιος ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους ότι ανήκει σε μένα, θα τον αναγνωρίσω κι εγώ για δικό μου μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου. Όποιος όμως με απαρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα τον απαρνηθώ κι εγώ μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου» (Ματθ. 10, 32-33).
Όλοι μας φέρουμε το τιμημένο όνομα του χριστιανού. Ομολογούμε όμως άραγε καθημερινά την πίστη μας και την αγάπη μας προς τον Χριστό; Ή η στάση που υιοθετούμε στην καθημερινή μας ζωή δείχνει σαν να τον αρνούμαστε; Πόσοι παραμείναμε το βράδυ της Αναστάσεως στην πασχαλινή Λειτουργία Ή δεν αποτελεί άρνηση του Χριστού το να εγκαταλείπουμε την πασχάλια σύναξη και το θεϊκό τραπέζι της Ευχαριστίας για χάρη της μαγειρίτσας; Πόσοι στο κοινωνικό ή στο εργασιακό περιβάλλον μας ομολογούμε, αν προκληθούμε, ότι πιστεύουμε στον Χριστό και ότι αγωνιζόμαστε να ζούμε σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Κυρίου; Πόσοι, όταν άλλοι βλασφημούν τον Χριστό και ειρωνεύονται πράγματα ιερά και αξιοσέβαστα για μας, εμείς τα υπερασπιζόμαστε; Πόσοι, όταν περνούμε από ένα ναό, τολμούμε με παρρησία να κάνουμε το σημείο του σταυρού ως ομολογία πίστεως και έκφραση αγάπης προς τον Κύριο μας;
* * *
Αδελφοί μου,
Η σωτήρια ομολογία του αποστόλου Θωμά, ομολογία πίστεως και αγάπης προς τον αναστάντα Κύριο, θα πρέπει να μας συνεγείρει.
Να μας εμπνεύσει να αγαπήσουμε περισσότερο τον Κύριο και Θεό μας.
Ν' ακολουθούμε με περισσότερη αυταπάρνηση το Ευαγγέλιο Του και να τηρούμε με μεγαλύτερη ακρίβεια τις ζωηφόρες εντολές Του.
Να τον ομολογούμε με θάρρος όπου και αν χρειάζεται. Αμήν.
Για τον απόστολο Θωμά ο Ιησούς Χριστός ήταν «ο Κύριος και ο Θεός του». Το ίδιο και για τους άλλους μαθητές του Ιησού. Το ίδιο και για τους χριστιανούς όλων των εποχών. Ο Ιησούς έγινε ο «Κύριος και ο Θεός» τους. «Το Α και το Ω, η αρχή και το τέλος» της υπάρξεως τους κατά την ωραία έκφραση του βιβλίου της Αποκαλύψεως (21, 6).
Ό,τι ήταν για τους πρώτους μαθητές, ό,τι ήταν για τα αναρίθμητα πλήθη των χριστιανών που προηγήθηκαν, το ίδιο είναι και για μας, τους σημερινούς πιστούς. Από τη στιγμή που πιστέψαμε στο Χριστό, από την ώρα που βαπτιστήκαμε στο όνομα της Αγίας και Ζωοποιού Τριάδος και γίναμε μέλη της Εκκλησίας, πολίτες της θείας Βασιλείας, ο Ιησούς Χριστός είναι ο «Κύριος και Θεός» μας. Τι να σημαίνει άραγε αυτό πιο συγκεκριμένα στη καθημερινή πράξη και ζωή;
Αγαπούμε θερμά τον Χριστό
ΠΡΩΤΑ – ΠΡΩΤΑ ότι αγαπάμε τον Χριστό πάνω απ’ όλα και πέρα απ’ όλα. Πάνω από οποιοδήποτε πρόσωπο και πέρα από οτιδήποτε πράγμα. Η αγάπη του Χριστού στην καρδιά του χριστιανού θα πρέπει να έχει απόλυτη προτεραιότητα. Κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, αυτός που αγαπά πραγματικά τον Θεό «ουδέν των όντων της του Θεού γνώσεως προτιμά».
Η αγάπη του Θεού αποτελεί θεμελιώδη εντολή της Παλαιάς Διαθήκης, την οποία επανέλαβε και επιβεβαίωσε και ο Χριστός μας: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου» (Μαρκ. 12, 30 – Δευτ. 6,5). Χριστιανός που δεν αγαπά με αυτόν τον τρόπο τον Χριστό, που δεν του δίνει την πρώτη θέση στην καρδιά του, δεν μπορεί να θεωρηθεί γνήσιος μαθητής Του. Κατά τον άγιο Μάξιμο, η αγάπη προς τον Θεό είναι «το προτιμάν αυτόν (τον Θεό) του κόσμου και την ψυχήν της σαρκός». Και η αγάπη μας αυτή τότε είναι γνήσια, όταν «δι’ αυτής της αγάπης τα πάθη αποβάλλομεν».
Τηρούμε με αυταπάρνηση τις εντολές Του
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ο «Κύριος και ο Θεός» μας και όταν τον ακολουθούμε, όταν δηλαδή υπακούομε στο θέλημα Του που μας αποκάλυψε, και τηρούμε με αυταπάρνηση τις ζωηφόρες εντολές του Ευαγγελίου Του που μας παρέδωσε.
Η αγάπη του Χριστού, σύμφωνα με τα όσα Εκείνος μας διδάσκει, είναι αξεχώριστα συνδεδεμένη με την ανταπόκριση μας προς το Ευαγγέλιο Του, με την τήρηση των εντολών Του. «Εάν αγαπάτε με», παραγγέλλει, «τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε» (Ιω. 14, 15). Και ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας διευκρινίζει: «Αύτη γαρ εστιν η αγάπη του Θεού, ίνα τας εντολάς αυτού τηρώμεν» (Α' Ιω. 5,3). Δηλαδή, αγάπη προς τον Θεό είναι να τηρούμε τις εντολές Του.
Υπακούομε, λοιπόν, στο Ευαγγέλιο. Και τηρούμε όλες τις εντολές του Χριστού, χωρίς να κάνουμε την παραμικρή διάκριση. Γράφει ο Μ. Βασίλειος, αναφερόμενος στα λόγια του Κυρίου: «Πορευθέντες γαρ, φησίν ο Κύριος, μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, διδάσκοντες αυτούς ουχί τα μεν τηρείν, των δε αμελείν. Αλλά τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν». Και συνεχίζοντας παρατηρεί: «Γιατί αν δεν μας ήταν αναγκαίες για το σκοπό της σωτηρίας, ούτε θα είχα γραφεί όλες οι εντολές, ούτε θα δινόταν η παραγγελία να τις τηρούμε υποχρεωτικά όλες». Και, καθώς διδάσκει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, την τήρηση των θείων εντολών ο χριστιανός την επιδιώκει «δια την αγάπην του τεθεικότος αυτάς και μη δια φόβον ή αμοιβήν μισθού».
Χωρίς αυτή τη συγκεκριμένη στάση ζωής, την ανταπόκριση μας δηλαδή στις εντολές που μας παρέδωσε ο Χριστός, η αγάπη μας γι' αυτόν δεν είναι αληθινή. Η χριστιανική ζωή ως υπακοή στο Ευαγγέλιο και πιστή εφαρμογή των όσων μας διδάσκει, αποτελεί την μόνη και αδιαμφισβήτητη απόδειξη γνησιότητας της αγάπης μας προς τον Κύριο και Σωτήρα μας. Καθώς μάλιστα παρατηρεί ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, αν δεν τηρούμε τις θείες εντολές, «ουδέν των εθνικών και απίστων διενηνόχαμεν». Δηλαδή, δεν διαφέρουμε καθόλου από τους ειδωλολάτρες και τους απίστους.
Ομολογούμε άφοβα την πίστη μας
«Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΟΥ και ο Θεός μου» ομολόγησε ο απόστολος Θωμάς. Και από τη στιγμή εκείνη έγινε ο κήρυκας της Αναστάσεως του Χριστού, ο ομολογητής του ονόματος Του, αυτός που μαζί με τους άλλους Αποστόλους ανέλαβε το έργο του ευαγγελισμού των ανθρώπων.
Αν, λοιπόν, ο Ιησούς είναι για μας «ο Κύριος και ο Θεός» μας, αυτό οφείλουμε να το ομολογούμε. Ενώπιον των ανθρώπων. Με θάρρος και με τόλμη. Χωρίς φόβο και χωρίς ντροπή. Χριστιανός που ντρέπεται να ομολογήσει πως είναι χριστιανός, πως πάνω απ' όλα αγαπά τον Χριστό, πως ύψιστη επιδίωξη του είναι να ζήσει την καινούργια ζωή που ο Χριστός εμπνέει, δεν είναι γνήσιος χριστιανός. Η δειλία στη χριστιανική πίστη ισοδυναμεί με προδοσία και άρνηση του Χριστού. Και οι συνέπειες κατά την ώρα της κρίσεως θα είναι τραγικές γι' αυτούς που θ' απαρνηθούν τον Χριστό από δειλία ή από ανθρωπαρέσκεια. Το υπογραμμίζει με έμφαση ο ίδιος ο Κύριος: «Όποιος ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους ότι ανήκει σε μένα, θα τον αναγνωρίσω κι εγώ για δικό μου μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου. Όποιος όμως με απαρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα τον απαρνηθώ κι εγώ μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου» (Ματθ. 10, 32-33).
Όλοι μας φέρουμε το τιμημένο όνομα του χριστιανού. Ομολογούμε όμως άραγε καθημερινά την πίστη μας και την αγάπη μας προς τον Χριστό; Ή η στάση που υιοθετούμε στην καθημερινή μας ζωή δείχνει σαν να τον αρνούμαστε; Πόσοι παραμείναμε το βράδυ της Αναστάσεως στην πασχαλινή Λειτουργία Ή δεν αποτελεί άρνηση του Χριστού το να εγκαταλείπουμε την πασχάλια σύναξη και το θεϊκό τραπέζι της Ευχαριστίας για χάρη της μαγειρίτσας; Πόσοι στο κοινωνικό ή στο εργασιακό περιβάλλον μας ομολογούμε, αν προκληθούμε, ότι πιστεύουμε στον Χριστό και ότι αγωνιζόμαστε να ζούμε σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Κυρίου; Πόσοι, όταν άλλοι βλασφημούν τον Χριστό και ειρωνεύονται πράγματα ιερά και αξιοσέβαστα για μας, εμείς τα υπερασπιζόμαστε; Πόσοι, όταν περνούμε από ένα ναό, τολμούμε με παρρησία να κάνουμε το σημείο του σταυρού ως ομολογία πίστεως και έκφραση αγάπης προς τον Κύριο μας;
* * *
Αδελφοί μου,
Η σωτήρια ομολογία του αποστόλου Θωμά, ομολογία πίστεως και αγάπης προς τον αναστάντα Κύριο, θα πρέπει να μας συνεγείρει.
Να μας εμπνεύσει να αγαπήσουμε περισσότερο τον Κύριο και Θεό μας.
Ν' ακολουθούμε με περισσότερη αυταπάρνηση το Ευαγγέλιο Του και να τηρούμε με μεγαλύτερη ακρίβεια τις ζωηφόρες εντολές Του.
Να τον ομολογούμε με θάρρος όπου και αν χρειάζεται. Αμήν.