Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Ιουνίου 05, 2014

Και ο Αη Γιάνης ο Ρώσος γύρισε και την κοίταξε...



Γράφει ο Αρχιμ. Πορφύριος, Ηγούμενος Ι.Μ. Τιμ. Προδρόμου Βέροιας
Δεν αξιώθηκα να πάω στο ιερό νησί της Χαλκίδας για να προσκυνήσω. Κάποια φορά που ξεκινήσαμε, έριξε τόσο χιόνι, που δεν μπορέσαμε να πάμε έξω από την πόλη.
Άκουσα όμως μία απίθανη ιστορία με τον άγιο αυτόν, και την καταγράφω.
Πριν χρόνια, ένα λεωφορείο με κυρίες μεγάλης ηλικίας πήγαν προσκύνημα στον Άγιο Γιάννη τον Ρώσο. Έφτασαν στην εκκλησία και ο ξεναγός των εκδρομέων οδηγούσε τις προσκυνήτριες και τις εξηγούσε τα σχετικά. Η γερόντισσα, που μας διηγήθηκε το πάθημά της, τότε ήταν κοντά στα ογδόντα, αλλά με μυαλό τετρακοσιάρικο.Tώρα είναι στα ενενήντα και το μόνο που την στενοχωρεί είναι που δεν την βαστούν τα ποδάρια της να πάει στην εκκλησία.
Συνήθιζε, λοιπόν, τότε που πήγαινε ακόμα στην εκκλησία, να μπαίνει μέσα και να πιάνει κουβέντα με τις εικόνες. Αλλά πρώτα έπρεπε να ανάψει δεκάδες, ναι καλά διαβάσατε, δεκάδες κεριά για τα ζωντανά και άλλα τόσα για τα πεθαμένα. Άσε τι άναβε για τους αγίους. Και έχοντας αυτό το χούι, συνήθως χάνονταν από τις παρέες. Μόνο όταν ήταν να βγουν από τον ναό την φώναζαν.
Έτσι και στον Άγιο Γιάννη τον Ρώσο. Οι άλλες συντρόφισσές της απομακρύνθηκαν. Αλλά αυτή, πλησιάζοντας στο προσκυνητάρι, εκεί που έχουν τον άγιο, τα είδε αλλιώς και σταμάτησε. Έβλεπε ένα παλικάρι ξαπλωμένο και κατάλαβε πως είναι νεκρός. Και άρχισε να κλαίει το παλικάρι: «ποιός να ξέρει πώς σε λένε, και πού να βρίσκεται η μάννα σ’ να σε κλάψει, παλικάρι μ’. Κι η πατρίδα σ’ η Ρωσία λένε πως τάχα είναι μακρυά, παιδί μ’. Έ, τι δα τράβηξες και συ για τον Χριστό, για να σε έχν εδώ». Τον είπε και άλλα μοιρολόγια και έκλαψε με την ψυχή της η γιαγιούλα. Και τότε …πέρασε η ώρα και άρχισαν να μαζώνονται για να φύγουν. Όταν είδαν ότι η θειά αυτή έλειπε, κάποια νεότερη την έψαξε μέσα στην εκκλησία και τελικά την βρήκε. –Άντε, θειά Π. Φεύγουμε, μας περιμένουν.
Φτάνουν εκεί που ήταν μαζεμένοι όλοι, και λέει στον αρχηγό.
–Καλά, εσείς μας είπατε ότι θα ρθούμε στον Άγιο Γιάννη τον Ρώσο. Και αγιοΓιάννη δεν είδαμε.
– Πώς δεν τον είδαμε; Εκείνος εκεί είναι.
–Α, αυτός είναι;
-Γιατί, εσύ τι νόμισες;
- Εγώ τον είδα και είπα είναι πεθαμένος και τον έκλαψα, γιατί είναι νέος, από μακρυά. Και είπα είναι πεθαμένος και τον έκλαιγα. Πού να είναι η μάννα τ’ να τον κλάψει;.
-Τί λες, θειά Π. Αυτός είναι ο Άγιο Ιωάννης ο Ρώσος.
- Εγώ, παιδί μ’; Τί να πω; Εκεί που τον έκλαιγα, γύρισε κατά εδώ το κεφάλι τ’ και με κοιτούσε. Κι εγώ τον έκλαιγα κι αυτός με κοιτούσε. Μέχρι που με φώναξαν και σας βρήκα. Δεν κατάλαβα. Κάτσε μια στιγμή να πάνω να τον προσκυνήσω και φεύγουμε.
Ποιός τολμούσε να την αρνηθεί το τελευταίο προσκύνημα.
- Έ, παιδί μ’, μεγάλη η χάρη τ’. Κάθε άγιος έχει την χάρη τ’. Τόσοι αγίοι έχουμε. Δοξασμένο τόνομά Του. Αυτά, που λες, έπαθα.
Μας διηγείται και άλλα τέτοια, πολλά μπορώ να πω, αλλά όταν τα λέει δεν σηκώνει μάτια να σε κοιτάξει. Ή θα πλέκει τίποτα με το τσιγκελάκι ή τις βελόνες, ή με τα ροζιασμένα και στεγνά δάχτυλά της θα διπλώνει και θα ξεδιπλώνει καμιά χαρτοπετσέτα.
Και εμείς δεν την λέμε τίποτα. Την αφήνουμε στην μακάρια και ευλογημένη απλότητά της, να νομίζει ότι δεν αξίζει ούτε τα μάτια να σηκώσει γιά να κοιτάξει τα άγια εικονίσματα.
Μόνον όταν τελειώνει, σηκώνει τα γαλανά ξεπλυμένα ματάκια της, που είναι βαθιά μέσα στις κόγχες, από την αγρύπνια και από τα δάκρυα, και λέει: «Αυτά, παιδί μ’, έπαθα».
………………………………….
Δόξα τω Θεώ. Τι θησαυρούς κρύβει αυτή η Αγία Ορθοδοξία, η Αγία Εκκλησία μας;! Και τί θα δουν όσα μάτια το αξίζουν στον άλλο κόσμο;!
Αδελφοί, Χριστός Ανέστη
ΠΗΓΗ: Romfea.gr
http://estavromenos.blogspot.gr/
Πηγή

Γιατί κάποιον που αυτοκτονεί δεν τον κηδεύει η Εκκλησία;

Γιατί κάποιον που αυτοκτονεί δεν τον κηδεύει η Εκκλησία;


Όταν κανείς σκοτώσει έναν εχθρό στον πόλεμο, είναι κακό, αλλά αναγκαίο κακό. Όταν σκοτώσει κάποιον άγνωστο, κι αυτό είναι κακό, που δεν έπρεπε να γίνει. Όταν σκοτώσει ένα συγγενή, κάνει μεγαλύτερο κακό. Όταν σκοτώσει τον αδελφό του, γίνεται αδελφοκτόνος, πολύ πιο μεγάλο κακό. Όταν σκοτώσει τους γονείς του, το κακό είναι πάρα πολύ μεγάλο, γίνεται μητροκτόνος ή πατροκτόνος. Όταν όμως σκοτώσει τον εαυτό του, το κακό είναι μέγιστο. Δεν έχουμε κανένα δικαίωμα στην αρχή και στο τέλος της ζωής μας, γιατί αυτή ανήκει στο Θεό. Δε μας ρώτησε πότε θα γεννηθούμε, ούτε θα μας ρωτήσει πότε θα πεθάνουμε. Όποιος αυτοκτονεί, πηγαίνει οπωσδήποτε στην κόλαση. Είναι μεγάλο κακό η αυτοκτονία, γιατί αυτός που αυτοκτονεί, κάνει φόνο και αποκλείει τον εαυτό του από τον Παράδεισο.
Η αυτοκτονία είναι η μεγαλύτερη μορφή απιστίας, γιατί ο αυτόχειρας (ο αυτοκτονών) δεν πιστεύει στην αγάπη και στην πρόνοια του Θεού κι ότι ο Θεός από το πικρό βγάζει γλυκό.
Για τους αυτόχειρες η Εκκλησία απαγορεύει την κηδεία κυρίως για λόγους παιδαγωγικούς. Δεν τιμά το νεκρό αυτόχειρα, για να παραδειγματίζονται οι άλλοι και να μη τολμήσουν κάτι τέτοιο.
Εάν ο αυτόχειρας είναι ψυχασθενής, τότε γίνεται κανονικά η κηδεία, γιατί αυτός έχει το ακαταλόγιστο, δεν ευθύνεται ο ίδιος για την πράξη του.
Εκείνοι, που κατά την απόπειρα της αυτοκτονίας μετανόησαν, αλλά δεν μπόρεσαν να ανακόψουν τον επερχόμενο θάνατο, είναι στα χέρια του Θεού.
Και η ευθανασία για την Εκκλησία είναι αυτοκτονία και φόνος.
Από το βιβλίο «Νεανικές Αναζητήσεις Α’ Τόμος: Ζητήματα πίστεως» (σελ.140), Αρχ. Μαξίμου Παναγιώτου, Ιερά Μονή Παναγίας Παραμυθίας Ρόδου

Μια στήλη φωτός πάνω απ' το Βόλο Η Γερόντισα Μακρίνα της Πορταριάς Βόλου (1921-1995)


Η Γερόντισα Μακρίνα της Πορταριάς Βόλου (1921-1995)

Όπως αναφέραμε, (διηγείται ο πατήρΕφραίμ Φιλοθεϊτης), ο (πρώτος) πνευματικός μου στον κόσμο, ο πατήρ Εφραίμ (του Βόλου), είχε αποκτήσει μεγάλο ποίμνιο [=λαό, πνευματικά παιδιά] στον Βόλο κι έκανε ένα πολύ όμορφο πνευματικό έργο. Αλλά το 1952 τον συκοφάντησαν και αναγκάσθηκε να φύγει αφήνοντας τα πνευματικοπαίδια του ορφανά... 
Μεταξύ αυτών ήσαν και 5-6 πνευματικές κοπέλες, που ζούσαν μαζί, σαν άτυπο κοινόβιο, με πόθο να αφιερωθούν
 
 
στον Χριστό μας. Μία απ' αυτές τις κοπέλες ήταν η Μαρία, η μετέπειτα Γερόντισσα Μακρίνα  της Πορταριας, που έκοιμήθη έν όσιότητι, την Κυριακή 4 Ιουνίου 1995.
Η Μαρία γεννήθηκε το 1921, από ευσεβείς γονείς στο Βιλαέτι της Σμύρνης. με την Μικρασιατική καταστροφή η οικογένεια της αναγκάσθηκε να αφήσει την πατρική Ιωνική γη και να μεταφυτευθή στον Βόλο. Ενώ όμως ήταν μόλις 10 ετών, συνέβη και μία άλλη οικογενειακή συμφορά: κοιμήθηκαν και οι δύο γονείς της κι' έτσι η μικρή Μαρία, μαζί με το μικρότερο αδερφάκι της, τον Γιωργάκη, έμειναν παντελώς έρημα και εγκαταλελειμμένα στους πέντε δρόμους.
Όμως η μικρή Μαρία δεν ήταν από τους ανθρώπους που απελπίζοντο εύκολα. Έπιασε δουλειά, πρώτα σε μία μικρή βιοτεχνία μεταποιήσεως τροφίμων, όπου με τα μικρά της χεράκια έσπαζε καρύδια για λίγο ψωμί. Κατόπιν εργάσθηκε σ' ένα καπνεργοστάσιο. Έτσι, με πολλές στερήσεις, το πεντάρφανο κοριτσάκι κατάφερε να μεγαλώσει το πολυαγαπημένο μικρό της αδελφάκι. Και ενώ τα πράγματα άρχισαν κάπως να στρώνουν, ξέσπασε ξαφνικά ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος και μαζί του τα απαίσια χρόνια της Κατοχής. 

Νήπια νεκρά από πείνα κατά την Κατοχή (φωτο από εδώ)

Στις αρχές της Κατοχής οι γείτονες πρόσφεραν κάποια βοήθεια στα ορφανά. Όταν όμως άρχισαν οι άνθρωποι να πεθαίνουν κατά δεκάδες στους δρόμους από την πείνα, κανείς δεν κοίταζε πλέον τα δύο παιδιά. για μέρες ολόκληρες έμεναν νηστικά και κόντευαν να πεθάνουν από ασιτία.
Τα αδελφάκια, λοιπόν, χρειάσθηκε να χωρίσουν, με την ελπίδα πως έτσι ίσως τουλάχιστον επιζήσει το ένα από τα δύο. Ο μικρός Γιωργάκης έφυγε στην Θεσσαλονίκη και η Μαρία παρέμεινε στον Βόλο παντελώς μόνη της και βυθισμένη στην θλίψι για τον χωρισμό τους.
Και τα χρόνια της Κατοχής, άλλα και τα μεταπολεμικά χρόνια στάθηκαν για την Μαρία πολύ δύσκολα. Δούλευε σκληρά εδώ κι εκεί για λίγο ψωμί, άλλα και αυτό το μοίραζε, γιατί είχε χρυσή καρδιά. 
Χαρακτηριστικά της γνωρίσματα ήταν: η μεγάλη της ευσπλαχνία, η συγχωρητικότητα, η ελεημοσύνη, η μεγάλη της υπομονή, η εργατικότητα και η ολονύκτιος προσευχή. Σ' όλη της την ζωή η προσευχή στάθηκε, για την κατοπινή Γερόντισσα Μακρίνα, πυξίδα και βακτηρία [=στήριγμα].
Συνέβη μάλιστα αρκετές φορές να γευθεί "χειροπιαστά" την θεϊκή άντίληψι. Την περίοδο αυτή η νεαρή Μαρία γνωρίσθηκε με την οσιωτάτη μητέρα μου, γράφει ο πατήρ Εφραίμ Φιλοθεϊτης.
Οι δύο αυτές αγιασμένες ψυχές προσηύχοντο μαζί στην κουζίνα του πατρικού μου σπιτιού, γονατιστές όλο το βράδυ, με πάμπολλα δάκρυα και γονυκλισίες. Πολλά με δίδαξε το άγιο παράδειγμα τους! Αυτές οι αρετές της στάθηκαν η αιτία να μαζευτούν γύρω της μερικά ευλαβέστατα κορίτσια, από τα χρόνια της Κατοχής και να ζητήσουν να γίνουν νύμφες του Χριστού μας. Οι κοπέλες ζούσαν υπό την πνευματική καθοδήγηση του πατρός Εφραίμ από τον Βόλο. 
Όταν όμως εκείνος αναγκάσθηκε να γυρίση στο Άγιον Όρος, οι κοπέλες βρέθηκαν ξαφνικά ορφανές...
Πολλοί πνευματικοί ζήτησαν να τις αναλάβουν, άλλα δεν άνεπαύοντο με κανέναν, διότι είχαν αποκτήσει το πνευματικό φρόνημα του Γέροντος Ιωσήφ
Γι' αυτό και έγραψαν στον Γέροντα μου τον Ιωσήφ τον Σπηλαιώτη και ζήτησαν να τις αναλάβει  αυτός. Ήσαν λίγο διστακτικές, διότι είχαν ακούσει το πόσο αυστηρός ασκητής υπήρξε, άλλα δεν μπορούσαν πλέον να συμβιβασθούν με κάτι λιγότερο. 


Εγώ, ήδη ήμουν στο ΄Αγιον Όρος, κοντά στον Γέροντα. Ο Γέροντας έκανε προσευχή και απάντησε: 
«Αν κάνετε υπακοή, θα σας αναλάβω. Εάν δεν κάνετε, θα σας αφήσω». Κι εκείνες του απάντησαν: 
«Γέροντα, σ' ό,τι θα μας πήτε, θα κάνουμε υπακοή...».
Μόλις ο Γέροντας πήρε την απάντησή τους, έκανε πάλι προσευχή. Και μετά τους έγραψε να κάνουν υπακοή στην Μαρία, την μετέπειτα Γερόντισσα Μακρίνα, την οποία ποτέ του δεν είχε δει. Και τους εξήγησε το λόγο: 
«Είδα σε όραμα την Μαρία. Θα κάνετε υπακοή σ' αυτήν, διότι εγώ απόψε την είδα σε οπτασία την ώρα πού προσευχόμουν. Την είδα στην μέση και γύρω-γύρω ήσαν πολλά προβατάκια. Κι' έτσι κατάλαβα ότι αυτήν πρέπει να την βάλω Γερόντισσα. Όποτε θα κάνετε υπακοή και καμιά σας να μην αντιλογήση».
Οι αγνές κοπέλες του είπαν: «να 'ναι ευλογημένο», και πολύ χάρηκε ο Γέροντας με την υπακοή τους. Τις αγαπούσε πάρα πολύ, διότι με τους νοερούς του οφθαλμούς έβλεπε την αγάπη πού είχαν για τον Νυμφίο Χριστό. Γι' αυτό και συχνά τους έγραφε γράμματα προς στηριγμό τους με λόγια άπλα, αλλά πολύ δυνατά σαν και τα ακόλουθα:
«Λοιπόν, άλλο μην κοιτάζετε, αλλά ομόνοια και αγάπη, κάντε υπακοήν, διά να κερδίσετε την ταπείνωση, διότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός έγινε παράδειγμα εις ημάς και μας δίδαξε την ταπείνωση, γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου. Λοιπόν υποτάσεσθε στην Μαρία, όπου προσπαθεί να σας ωφελήσει και εμείς εδώ όλοι προσευχόμεθα να σας βοηθήση ο Κύριος και να σας αξιώση της αιωνίου ζωής. Σας εύχομαι εξ όλης ψυχής,
 Ο Ταπεινός Γεροντάκης Ιωσήφ».
Οι κοπέλες έγραφαν τις εξομολογήσεις τους στον Γέροντα. Αυτός τους απαντούσε με πάρα πολλά γράμματα, που θησαύριζαν[=τα συγκέντρωναν] ως ανεκτίμητο πλούτο. Τους είχε γράψει θεωρίες [=οράματα] και πολλές πνευματικές του καταστάσεις, άλλα δυστυχώς αναγκάσθηκαν να τα κάψουν, διότι συνέβη ο ακόλουθος πειρασμός: 
Ήταν ένας μοναχός, όχι τόσο καλά στα μυαλά του, και ζούσε πολύ στο θέλημά του. Μόνο άσκηση ήξερε να κάνη. Ήθελε να αναλάβη εκείνος τις μοναχές, αλλ' αυτές δεν του είχαν εμπιστοσύνη. Άλλωστε, είχαν ήδη γνωρίσει μεγάλη ωφέλεια από τον Γέροντα. Εκείνος, επειδή είχε πολύ φθόνο, τις απειλούσε να τις συκοφαντήσει στις εφημερίδες, αν εύρισκε τις επιστολές του Γέροντος. 
Φοβήθηκε η Μαρία, και για να μην πέσουν αυτά τα γράμματα στα χέρια του, στα όποια φυσικά ήταν γραμμένοι όλοι οι λογισμοί τους, έκαψε όλα τα γράμματα έκτος από οκτώ, που μια αδελφή είχε κρυμμένα ξεχωριστά. Κι έτσι, δυστυχώς, χάθηκαν οι ανεκτίμητες εκείνες επιστολές του Γέροντος. Πολλή ωφέλεια θα προέκυπτε, αν διασώζονταν και δημοσιεύονταν μαζί με τις άλλες στο ήδη εκδοθέν βιβλίο.

Ο Γέροντας στάθηκε για τις αγνές αυτές ψυχές αλάνθαστος νηπτικός, διορατικός και διακριτικός οδηγός. Μια απ' αυτές τις μοναχές διηγήθηκε τα εξής για την ζωή τους κοντά στον Γέροντα: 
«Όλα μας τα προέλεγε. Ό,τι συνέβαινε στο μοναστήρι τα έγραφε στα γράμματα του δίχως να του το πούμε. Όταν ήμουν στην αρχή της καλογερικής, είχε αρρωστήσει η αδελφή μου, που ήταν κι αυτή δόκιμη τότε. Εγώ πολύ στενοχωρήθηκα και λέω:
-Παναγία μου, γιατί; Εμείς ήλθαμε εδώ να σε υπηρετήσουμε. Γιατί να αρρωστήσει και να μην μπορή να προσφέρη τη βοήθειά της στο μοναστήρι;
Και πήγα και κάθισα στην αυλή κάτω από μια ελιά και έκλαιγα όλη νύκτα…
Μετά από λίγες μέρες, ήλθε ένα γράμμα για μένα από τον Γέροντα πού έγραφε: «Μικρό μου παιδάκι, ακούω την φωνούλα σου, και δεν μπορώ, μου σπαράζει την ψυχή από τον πόνο και με διακόπτει  από την προσευχούλα. Μην κλαις. Η αδελφούλα σου θα γίνη καλά».
Και το έγραψε δίχως κανείς να το ξέρη! Μου λένε οι αδελφές:
-Τι έκανες αδελφή;
Τους λέω:
-Να, πήγα και έκλαιγα κάτω από την ελιά. Πώς όμως αυτός το γνώριζε, αφού ήταν μακριά, στο Άγιον Όρος; 
Παρομοίως, κάποτε είχε αρρωστήσει η Γερόντισσα Μακρίνα κι έκανε αιμόπτυσι. Κι εμείς δεν είχαμε τηλέφωνο να επικοινωνήσουμε με τον Γέροντα και να του πούμε. Αλλά και στο γράμμα που γράψαμε μετά, του το κρύψαμε, για να μην τον στενοχωρήσουμε και να τον διακόψουμε από την προσευχή του. Εκείνος όμως μας στέλνει ένα γράμμα και μας γράφει: 
«Παιδάκια μου, γιατί δεν μου γράψατε ότι η Γερόντισσα είναι άρρωστη και πάσχει, για να προσευχηθούμε; Κάνατε πολύ κακώς να νομίζετε ότι θα με διακόψετε από την προσευχή. Διότι εμείς την είδαμε νοερώς το βράδυ, που προσευχόμασταν με τον πατέρα Αρσένιο, ότι η Γερόντισσα Μακρινά ήταν σοβαρά άρρωστη. Και κάναμε πολλή προσευχή. Παιδιά μου, θέλω να με ενημερώνετε για ό,τι θα σας συμβαίνει  στο μοναστήρι και ιδίως με την Γερόντισσα. Να μου τα γράφετε».
Αλλά και η Γερόντισσα Μακρίνα τους έβλεπε το βράδυ δίπλα στο μαξιλάρι της και τους δυο, τον Γέροντα Ιωσήφ και τον πατέρα Αρσένιο, ότι έκαναν κομποσχοίνι με σταυρό και έλεγαν: «Κύριε, θεράπευσον την δούλην σου».
«Πολλές φορές μας το έκανε αυτό ο Γέροντας. Την ώρα που προσηύχετο, έβλεπε τι κάναμε και πού βρισκόμασταν. Και εμείς απορούσαμε πως ό,τι σκεφτόμασταν, αυτός μας τα έγραφε μόνος του. και μετά γέμιζαν οι ψυχές μας από δέος και φόβο!» 
Αυτά έλεγε η Γερόντισσα. Το μοναστήρι αυτό πρόκοψε πάρα πολύ. από εκείνο το ευλογημένο κοινόβιο βγήκαν πολλοί ευκλεείς καρποί, ψυχές αγνές, αφιερωμένες στην αγάπη και την λατρεία του επουρανίου Νυμφίου. Μετά την κοίμησι του Γέροντος Ιωσήφ, ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, πολλές φορές τα βράδυα στην αγρυπνία του έβλεπε με τους νοερούς του οφθαλμούς, δύο στύλους πυρός πάνω από τον Βόλο, να υψώνονται από την γη στον ουρανό.
Επρόκειτο για την ήδη μακαριστή Γερόντισσα Μακρίνα και μία από τις χαριτωμένες [=γεμάτες θεία χάρη, δηλ. την αγαθή ενέργεια του Θεού] μοναχές της. Και έλεγε ο παπα-Εφραίμ χαρούμενος: 
«Βρε-βρε! Για κοίτα! Εμείς στα βράχια τόσο κοπιάζουμε, για να βρούμε λίγα ψίχουλα [θείας χάρης], και αυτές στον κόσμο τόση Χάρι! Τι κάνουν αυτές εκεί πέρα!»   


Το μοναστήρι της Πορταριάς διακρίθηκε για την πνευματικότητά του και χιλιάδες πιστών, όχι μόνον από την περιοχή, άλλα και από όλη την Ελλάδα ευρήκαν καταφύγιο κοντά στην αλησμόνητη Γερόντισσα Μακρίνα και ωφελήθηκαν πνευματικά.
Το πρόσωπο της ακτινοβολούσε καλοσύνη, αγάπη, ειλικρίνεια και πίστι. Η ηρεμία της και ο γλυκός της λόγος ήταν στήριγμα και πηγή δυνάμεως για όσους ευτύχησαν να την γνωρίσουν. Από αυτή τη χαριτωμένη αδελφότητα, στάλθηκαν μοναχές και επάνδρωσαν την Μονή του Τιμίου Προδρόμου στις Σέρρες και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Θάσο. Και απ' αυτές τις Μονές στάλθηκαν κατόπιν μοναχές σαν προζύμι, στην Βόρειο Αμερική και στον Καναδά, για να φυτεύσουν κι εκεί το Ορθόδοξο μοναχικό ιδεώδες...  


Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γέροντος Εφραίμ Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης (1897-1959)

Η Γερόντισσα και οι Αιθίοπες άγιοι Ανάργυροι

Συμπληρωματικά στοιχεία για τη Γερόντισσα διαβάζουμε στο αφιέρωμα Σύγχρονοι Άγιοι:
Στις 4 Ιουνίου 1995 κοιμήθηκε η γερόντισσα Μακρίνα, ηγουμένη του μοναστηριού της Παναγίας της Οδηγήτριας στην Πορταριά του Βόλου. Δασκάλα της ταπείνωσης, της πίστης και της αγάπης, με έργα και λόγια, η απλή και οσία αυτή μοναχή αξιώθηκε να αγαπήσει τόσο το Θεό, ώστε να ξεπεράσει εμφανώς τα ανθρώπινα μέτρα. Τα σημεία της αγιότητάς της είναι πολλά, με πιο χαρακτηριστικό την πρόγνωση του θανάτου της, την οποία συνόδευσε με μια «αποχαιρετιστήρια» φωτογραφία. Ζητώ συγγνώμη, για να σκανδαλίσω άλλη μια φορά τον ορθολογισμό σας με ένα επεισόδιο από τη ζωή της, που έχει, κατά τη γνώμη μου, πολλαπλή σπουδαιότητα:
Λίγα χρόνια πριν πεθάνει, η γερόντισσα χειρουργήθηκε στο έντερο σε κάποιο νοσοκομείο του Λονδίνου. Το πρώτο βράδυ μετά την επέμβαση, ενώ, κατά τον κανονισμό του νοσοκομείου, έμεινε μόνη στο θάλαμο και υπέφερε πολύ, ήρθαν δύο ευγενέστατοι μαύροι γιατροί και φρόντισαν το πρόβλημά της με επιδέσμους κ.λ.π. Το πρωί έφυγαν. Οι επίδεσμοι παρέμειναν σε μια γωνιά του θαλάμου, ως απόδειξη του γεγονότος. Όμως, όπως είπαν οι αρμόδιοι του νοσοκομείου, όταν τους ρώτησαν τα πνευματικά παιδιά της γερόντισσας, μαύροι γιατροί δεν περιλαμβάνονταν στο δυναμικό του. Η γερόντισσα προσευχήθηκε για τη λύση της απορίας τους και «έλαβε την απάντηση» ότι οι δύο μαύροι γιατροί ήταν ένα ζεύγος αγίων Αναργύρων από την Αιθιοπία [η αφήγηση υπάρχει και εδώ, στο τέλος του post].  
Βλ. περισσότερα στο περιοδικό Ο όσιος Φιλόθεος της Πάρου, τεύχ. 9, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2003, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη, σελ. 57-90.

«Ο θεσμός των διακονισσών και η χειροτονία των γυναικών»

Του Ομότιμου Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Αθηνών και τ. πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ευάγγελου Θεοδώρου.
Amen.gr

Τη Δευτέρα 10 Μαρτίου, το βράδυ, στα πλαίσια του διεθνούς μεταπτυχιακού/μεταδιδακτορικού σεμιναρίου με θέμα «Χειροτονία των γυναικών και Ορθόδοξη θεολογία», που οργανώνει το Κέντρο Οικουμενικών, Ιεραποστολικών και Περιβαλλοντικών Μελετών «Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγεωργίου» στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ, υπό την καθοδήγηση του ομότιμου καθηγητού κ. Πέτρου Βασιλειάδη και της Αναπλ. Καθηγήτριας κ. Νίκης Παπαγεωργίου, μίλησε με τηλεδιάσκεψη ο 93 ετών τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, ομότιμος πλέον καθηγητής κ. Ευάγγελος Θεοδώρου με θέμα «Ο θεσμός των διακονισσών και η χειροτονία των γυναικών.
Φέτος συμπληρώνονται 60 χρόνια από τότε που ο πολιός πατριάρχης της νεώτερης Ορθόδοξης ελληνικής θεολογίας άνοιξε τον θεολογικό διάλογο για το γενικότερο ζήτημα της χειροτονίας των γυναικών με την διδακτορική του διατριβή για τις διακόνισσες.

 

Μέρος της μαγνητοσκοπημένης εισήγησής του παρουσιάστηκε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης:

Αγαπητά μέλη του σεμιναρίου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης που μελετά τη θέση της γυναίκας στην Εκκλησία. Πρώτα-πρώτα θέλω να ευχαριστήσω τον παλαιό μαθητή μου, και τώρα διακεκριμένο συνάδελφό μου, τον κ. Πέτρο Βασιλειάδη, που μου έκανε την τιμή να με καλέσει να βρίσκομαι απόψε, νοερώς έστω, μαζί σας. Τον συγχαίρω για την πρωτοβουλία του να οργανώσει το σεμινάριο αυτό, μαζί με την εκλεκτή καθηγήτρια κ. Νίκη Παπαγεωργίου. Και θα ήθελα να εκφράσω την λύπη μου, και ότι είμαι απαρηγόρητος, γιατί δεν δύναμαι απόψε να είμαι μαζί σας σωματικά.

Ξεκινώντας το θέμα μου υπενθυμίζω μερικά από τα στοιχεία που συνδέονται με την χειροτονία των διακονισσών. Διακόνισσες υπάρχουν από την αποστολική εποχή. Είναι γνωστό το χωρίο της προς Ρωμαίους επιστολής , που ο Παύλος γράφει στους Ρωμαίους: «συνίστημι δὲ ὑμῖν Φοίβην τὴν ἀδελφὴν ἡμῶν, οὖσαν διάκονον τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Κεγχρεαῖς», δηλαδή κοντά στην Κόρινθο. Αυτή έγινε, λέγει ο Παύλος «προστάτις πολλῶν (ἐγενήθη) καὶ αὐτοῦ ἐμοῦ». Επίσης στην Α’ προς Τιμόθεον επιστολή αναφέρονται οι διακόνισσες,και συγκεκριμένα ο Παύλος μνημονεύει τις αρετές που πρέπει να έχει μια διακόνισσα (3:11 «γυναίκας ὡσαύτως σεμνάς, μὴ διαβόλους, νηφαλίας, πιστάς ἐν πᾶσι»). Η διακόνισσα εγκαθίστατο στο λειτούργημά της με ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ! Αυτό είναι βέβαιο. 

Αγία Φοίβη η διακόνισσα (από εδώ). Δείτε το άρθρο Συνεργάτριες του αποστόλου Παύλου.

Μέχρι τον 5ο αι. μ.Χ. υπήρχε η εξής ευχή επί χειροτονία της διακονίσσης. Στις Αποστολικές Διαταγές υπάρχει η επίκληση αυτή επί χειροτονία της διακονίσσης: «Ὤ, ἐπίσκοπε, ἐπιθήσεις αὐτῇ τὰς χείρας, παρεστῶτος τοῦ πρεσβυτερίου καὶ τῶν διακόνων καὶ τῶν διακονισσῶν καὶ ἐρεῖς, και θα πεις: Ὁ Θεὸς ὁ αἰώνιος, ὁ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς δημιουργός, ὁ πληρώσας Πνεύματος Μαριὰμ καὶ Δεβώρραν καὶ Ἄνναν καὶ Ὄλδαν, ὁ μὴ ἀπαξιώσας τὸν μονογενῆ Σου Υἱὸν γεννηθῆναι ἐκ γυναικός, ὁ καὶ ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ μαρτυρίου καὶ ἐν τῷ ναῷ προχειρισάμενος τὰς φρουροὺς τῶν ἁγίων Σου πυλῶν· Αὐτὸς νῦν ἔπιδε ἐπὶ τὴν δούλην Σου τῆνδε, τὴν προχειριζομένην εἰς διακονίαν, καὶ δὸς αὐτῇ Πνεῦμα ἅγιον καὶ καθάρισον αὐτὴν ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος, πρὸς τὸ ἐπαξίως ἐπιτελεῖν αὐτὴν τὸ ἐγχειρισθὲν αὐτῇ ἔργον»(46).

Μέχρι τον 5ο μ.Χ. αι. υπήρχε αυτός ο τρόπος της χειροτονίας για όλες τις τάξεις του κλήρου, κατωτέρου και ανωτέρου. Ήταν το «Ὤ, ἐπίσκοπε» μπροστά στην Εκκλησία θα πεις αυτό και αυτό, και έχει ειδική ευχή για την κάθε τάξη των κληρικών. Από τον 5ο όμως αιώνα και εξής οι χειροτονίες έγιναν πολυτελέστερες, θα έλεγα πανηγυρικότερες, και εκτενέστερες. Λοιπόν, τέτοια ευχή, από τον 8ο αιώνα, υπάρχει στον Βαρβερινό κώδικα, τον Βησσαριανό κώδικα (τῆς Κρυπτοφέρρης), και σε πολλούς άλλους κώδικες της εποχής εκείνης. Το τυπικό αυτό λέγει τα εξής: 

«Μετὰ τὸ γενέσθαι τὴν ἁγίαν ἀναφορὰν καὶ ἀνοιγῆναι τὰς θύρας πρὶν ἢ εἰπεῖν τὸν διάκονον· Πάντων τῶν ἁγίων, προσφέρεται ἡ μέλλουσα χειροτονεῖσθαι τῷ ἀρχιερεῖ καὶ ἐκφωνῶν τό, Ἡ θεία Χάρις, κλινούσης αὐτῆς τὴν κεφαλήν, ἐπιτίθησι τὴν χείρα αὐτοῦ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῆς, καὶ ποιῶν σταυροὺς τρεῖς ἐπεύχεται ταῦτα». Μία ευχή έρχεται τώρα: «Ὁ Θεὸς ὁ ἅγιος, ὁ Παντοδύναμος, ὁ διὰ τῆς ἐκ Παρθένου κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ μονογενοῦς Σου υἱοῦ καὶ Θεοῦ ἡμῶν ἁγιάσας τὸ θήλυ· καὶ οὐκ ἀνδράσι μόνον ἀλλὰ καὶ ταῖς γυναιξὶ δωρησάμενος τὴν χάριν καὶ τὴν ἐπιφοίτησιν τοῦ ἁγίου Σου Πνεύματος· Αὐτὸς καὶ νῦν, Δέσποτα, ἔπιδε ἐπὶ τὴν δούλην σου ταύτην· καὶ προσκάλεσαι αὐτὴν εἰς τὸ ἔργον τῆς διακονίας σου, καὶ κατάπεμψον αὐτῇ τὴν πλουσίαν δωρεὰν τοῦ ἁγίου Σου Πνεύματος» κλπ· «Καὶ μετὰ τὸ ἀμὴν ποιεῖ εἷς τῶν διακόνων εὐχὴν οὕτως (είναι τα ειρηνικά): Ἐν εἰρήνη τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν. Ὑπὲρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης…κλπ. «Ὑπὲρ τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν» (τάδε), και μετά, «Ὑπὲρ τῆς νῦν προχειριζομένης διακονίσσης τῆσδε καὶ τῆς σωτηρίας αὐτῆς· τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν. Ὅπως ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ἄσπιλον καὶ ἀμώμητον αὐτῇ τὴν διακονίαν χαρίσηται· τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν. Ὑπὲρ τοῦ βασιλέως …κλπ. Ὑπὲρ τοῦ ρυσθῆναι ἡμᾶς… Καὶ ἐν τῷ γενέσθαι ταύτην τὴν εὐχὴν ὑπὸ τοῦ διακόνου, ἔχων ὁμοίως τὴν χείρα ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τῆς χειροτονουμένης ὁ Ἐπίσκοπος, ἐπεύχεται οὕτως (για δεύτερη φορά, με δεύτερη ευχή): 
«Δέσποτα Κύριε, ὁ μηδὲ γυναίκας ἀναθεμένας ἑαυτὰς καὶ βουληθείσας καθ’ ὅ προσῆκε λειτουργεῖν τοῖς ἁγίοις οἴκοις σου ἀποβαλλόμενος, ἀλλὰ ταύτας ἐν τάξει λειτουργῶν προσδεξάμενος· δώρησαι τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος καὶ τῇ δούλη σου ταύτη, βουληθείση ἀναθεῖναι Σοὶ ἑαυτήν, καὶ τὴν διακονίας ἀποπληρῶσαι χάριν, ὡς ἔδωκας χάριν τῆς διακονίας Σου Φοίβη, ἥν ἐκάλεσας εἰς ἔργον τῆς λειτουργίας· παράσχου δὲ αὐτῇ ὁ Θεός, ἀκατακρίτως προσκαρτερεῖν τοῖς ἁγίοις ναοῖς Σου, ἐπιμελεῖσθαι τῆς οἰκείας πολιτείας, σωφροσύνης δὲ μάλιστα, καὶ τελείαν ἀπόδειξον δούλην Σου· κλπ. Καὶ μετὰ τὸ ἀμήν, περιτίθησι τῷ τραχήλω αὐτῆς ὑποκάτωθεν τοῦ μαφωρίου τὸ διακονικὸν ὡράριον, φέρων ἔμπροσθεν τὰς δύο ἀρχάς· καὶ τότε ὁ ἐν τῷ ἄμβωνι διάκονος λέγει: Πάντων τῶν ἁγίων μνημονεύσαντες καὶ τὰ λοιπά. Μετὰ (δὲ) τὸ μεταλαβεῖν αὐτὴν τοῦ ἁγίου σώματος καὶ τοῦ ἁγίου αἵματος, ἐπιδίδωσιν αὐτη· ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τὸ ἅγιον ποτήριον· ὅπερ δεχομένη ἀποτίθεται τὴ ἁγία τραπέζη». 
Η προσεκτική μελέτη των χειροτονικών αυτών, τόσο μορφολογικό όσο και ως προς το περιεχόμενο, μας οδηγεί στα κάτωθι συμπεράσματα: 

Ενώ εις τα ευχολόγια οι περιγραφόμενες χειροθεσίες του λεγομένου κατωτέρου κλήρου, ψάλτου, αναγνώστου υποδιακόνου, τελούνται εκτός του ιερού βήματος και όχι κατά την διάρκεια της ευχαριστιακής Θείας Λειτουργίας, και χωρίς να ακούγεται το «Ἡ θεία Χάρις η πάντοτε τά ασθενή θεραπεύουσα κλπ», η χειροτονία της διακόνισσας έχει απόλυτη ομοιότητα με τις χειροτονίες της τάξεως του ανωτέρου κλήρου, δηλαδή του επισκόπου, του πρεσβυτέρου και του διακόνου, διότι γίνεται η χειροτονία αυτή, όπως είδαμε, μέσα στο ιερό βήμα και μπροστά στην Αγία Τράπεζα, κατά την Θεία Λειτουργία, και μάλιστα μετά την Αγία Αναφορά, δηλαδή ευθύς μετά τον ασπασμό της ειρήνης, πριν από το «Πάντων τῶν ἁγίων μνημονεύσαντες» κλπ.

Εκείνη που θα χειροτονηθεί στέκεται μπροστά στη Σολέα, μπροστά στην Ωραία Πύλη, έχει το κεφάλι της σκεπασμένο με ένα μαφώριο, και όταν έρθει η ώρα προσάγεται στην Αγία Τράπεζα, όπου ο Επίσκοπος χειροτονούσε με επιθέσεις των χειρών, απαγγέλλων, όπως είδαμε, όχι μόνο μία ευχή, όπως συμβαίνει στις χειροθεσίες του κατώτερου κλήρου, αλλά δύο ευχές, πράγμα που είναι γνώρισμα των ανωτέρων χειροτονιών. Και οι δύο αυτές ευχές ακολουθούν την εξαγγελλομένη εκφώνηση «Ἡ θεία Χάρις η πάντοτε τά ασθενή θεραπεύουσα κλπ», Η λειτουργική μας διδάσκει ότι η εκφώνηση «Ἡ θεία Χάρις η πάντοτε τά ασθενή θεραπεύουσα κλπ», η οποία ακούγεται στην χειροτονία των διακονισσών, αποτελεί γνώρισμα μόνον της χειροτονίας των ανωτέρων κληρικών, δηλαδή του επισκόπου, του πρεσβυτέρου και του διακόνου. Καθόσον η ευχή αυτή ουδέποτε ακούγεται στις χειροθεσίες των κατωτέρων κληρικών, ούτε και αυτού του υποδιακόνου.
Αγία Ολυμπιάδα η διακόνισσα

Εκ των στοιχείων τούτων γίνεται φανερό, ότι και κατά την χειροτονία της διακόνισσας τελούνται όλα τα ουσιώδη, όσα τελούνταν και στη χειροτονία του διακόνου. Η χειροτονημένη διακόνισσα περιβαλλόταν, όπως και ο διάκονος, με το διακονικό ωράριο, και κατά την ώρα της Θείας Κοινωνίας κοινωνούσε όπως και ο διάκονος: ελάμβανε το Άγιο Ποτήριο από τα χέρια του αρχιερέως και το απέθετε δίπλα στην Αγία Τράπεζα.

Θα νόμιζε κανείς ότι όταν έγινε έτσι εκτενέστερη και πανηγυρικότερη η χειροτονία της διακόνισσας, όπως και όλων των κληρικών, ότι η διακόνισσα θα κατετάσσετο μαζί με τους κατωτέρους κληρικούς, η Εκκλησία όμως, όπως είδαμε, την πήρε και έβαλε την χειροτονία της μαζί με τις ανώτερες χειροτονίες του ανωτέρου κλήρου. Αυτά όλα εξηγούν γιατί μέσα στην κανονική διάταξη της Εκκλησίας οι διακόνισσες είχανε πολλά καθήκοντα που δείχνουν την διακονική ιερωσύνη τους. Δεν είχε βέβαια τα καθήκοντα του πρεσβυτέρου, αλλά μην ξεχνάμε ότι αυτά δεν τα είχε ούτε ο διάκονος. Δεν μπορούσε ο διάκονος να τελέσει μυστήρια, το ίδιο κι η διακόνισσα.Όπως φανερώνει το αρχαίο κείμενο του τρίτου αιώνος της Διδασκαλίας, της Συριακής λεγομένης Διδασκαλίας, και όπως φανερώνουν οι Αποστολικές Διαταγές, στην ιεράρχηση των διαφόρων βαθμών της ιερωσύνης η διακόνισσα είχε εξαιρετική θέση. Οι δύο αυτές αρχαίες κανονικές πηγές δείχνουν, ότι ο επίσκοπος εθεωρείτο το σύμβολο του Ουρανίου Πατρός, του Θεού, ο διάκονος ήταν σύμβολο του Χριστού και η διακόνισσα ήταν σύμβολο του Αγίου Πνεύματος. Οι δε πρεσβύτεροι ήταν σύμβολα των Αποστόλων. Δηλαδή πήγαινε στην ιεράρχηση ανώτερα από τους Αποστόλους.

Μετά έχουμε τον κώδικα του Ιουστινιανού, τη νομοθεσία η οποία, όπως ξέρουμε, απεικονίζει την εκκλησιαστική πράξη της εποχής. Λοιπόν, ο Ιουστινιάνειος Κώδικας αναφέρει ότι πρόκειται περί κατατάξεώς της στον κλήρο. Και έχει την επιγραφή ο κώδικας αυτός "Περί επισκόπων και κληρικών" και εκεί μέσα αναφέρεται και η διακόνισσα. Η έκτη Ιουστινιάνεια Νεαρά, που έχει τον χαρακτηριστικό θα έλεγα τίτλο «Περί του πως δει», πως πρέπει δηλαδή, «χειροτονήσθαι τους επισκόπους και πρεσβύτερους και τους διακόνους άρρενας και θηλείας». Η τρίτη Ιουστινιάνειος Νεαρά καθορίζει τον αριθμό των κληρικών σε κάθε εκκλησία. Λέγει ότι στο ναό της Αγίας Σοφίας υπηρετούσανν εξήντα ιερείς, εκατό διάκονοι και σαράντα διακόνισσες: «Διακόνους δέ ἄρρενας ἐκατό και τεσσαράκοντα θηλείας», λέγει το κείμενο.

Είναι ελπιδοφόρο ότι σήμερα μέσα σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες υπάρχει έντονη επιθυμία για αναβίωση της καθιέρωσης των διακονισσών, έστω και αν μερικοί επίσκοποι, θεολόγοι, μονάχες αμφισβητούν τον μυστηριακό χαρακτήρα της χειροτονίας, και αρνούνται την ύπαρξη ανωτέρας ιερωσύνης στις χειροτονημένες διακόνισσες. Αλλά αυτό είναι απαράδεκτο, διότι παραβλέπουν τι λένε όλα τα χειροτονικά, για την χειροτονία της διακόνισσας.

Ο γράφων, ο ομιλών δηλαδή, που έγραφα το χειρόγραφο μου αυτό, φρονεί και επαναλαμβάνει ότι για την άρση των διαφωνιών και τον ορθό χαρακτηρισμό της παραδομένης λειτουργικής τάξεως καθιέρωσης διακονισσών δεν πρέπει να παραθεωρείται, αλλά να λαμβάνεται υπόψη, ότι στην Ορθόδοξη Εκκλησία, έναντι εκείνων που εκ των υστέρων διατύπωσαν διάφορες δογματικές εκφράσεις, το πρωτείο ανήκει στην εκ των προτέρων διαμορφωθείσα μακραίωνα πρωτογενή λειτουργική εμπειρία και πράξη της εκκλησίας, η οποία όπως θα έλεγε ο αείμνηστος καθηγητής Friedrich Heidel η εκκλησία προβάλλει das gebetens dogma, το δόγμα το προσευχόμενο, που συνοδεύεται από λειτουργική προσευχή. Ας θυμηθούμε και την γνωστή λατινικήν έκφρασιν Lex Orandi est Lex Credendi, δηλαδή ο νόμος του πιστεύειν συνδέεται με το νόμο του λατρεύειν.

Γι' αυτό ακριβώς είναι αδικαιολόγητες οι απόψεις των αρνουμένων την χειροτονία της διακόνισσας. Την μαρτυρούν τα λειτουργικά κείμενα. Οι δε δογματικές εκφράσεις για τους βαθμούς της ιερωσύνης είναι μεταγενέστερες από τα λειτουργικά αυτά κείμενα. Επομένως δεν πρέπει να παραθεωρούνται τα κείμενα αυτά της Εκκλησίας, και οι σύμφωνες προς αυτά ισχύουσες νομοκανονικές διατάξεις. Λόγου χάριν οι Νεαρές του Ιουστινιανού, και αυτονοήτως και οι σχετικοί κανόνες της Πρώτης, της Τετάρτης Οικουμενικής Συνόδου και της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίες έχουν κανόνες για την χειροτονία των διακονισσών.

Από την οπτική αυτή γωνία κανένας δεν είναι δυνατόν να αμφισβητήσει ότι επί αιώνες μέσα στα λειτουργικά πλαίσια, αναδυομένη από καιρό σε καιρό, η ανωτέρα μυστηριακή χειροτονία των διακόνων γυναικών εξακολουθεί να υφίσταται δυνάμει μέχρι σήμερα. Διότι καμία κανονική διάταξη, μεταγενέστερη από τις Οικουμενικές Συνόδους που ανέφερα, δεν αναφέρεται σε κατάργηση του θεσμού των διακονισσών. Άλλωστε, και στην πράξη σε πολλά μοναστήρια διαμέσου των αιώνων έχουμε χειροτονίες διακονισσών, μέχρι ακόμα και επί της εποχής του αειμνήστου μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, ο οποίος χειροτόνησε μια διακόνισσα σε κάποιο μοναστήρι της Μητροπόλεως Δημητριάδος.

Στην Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, που εξέταζε κάποτε σε μια ημερίδα το θέμα «Φύλο και Θρησκεία», ο ομιλών είχε κάνει εισήγηση και δεν δίστασε, με κάποια ρητορική υπερβολή βέβαια, να πει στους παρισταμένους εκεί αρχιερείς: «Χωρίς να ρωτήσετε κανένα έχετε δικαίωμα να χειροτονήσετε διακόνισσες. Είναι τελείως αδικαιολόγητο να υπάρχουν δισταγμοί για την καθιέρωση διακονισσών στην σημερινή εποχή». Ο διάκονος, ο άνδρας διάκονος, έχει και αυτός μόνο την διακονική ιερωσύνη. Δεν έχει την ιερουργική. Αργότερα, αν χειροτονηθεί αποκτά ως άνδρας και την ιερουργική ιερωσύνη και έχει το δικαίωμα να τελεί τα μυστήρια. Η χειροτονημένη διακόνισσα επίσης έχει εξίσου την μυστηριακή και ανώτερη ιερωσύνη, αλλά επειδή είναι γυναίκα, κατά το «τό γε νυν επικρατούν» δεν μπορεί να αποκτήσει την ιερουργική ιερωσύνη.

Εάν γίνει κατανοητή αυτή η σαφής παραδεδομένη διάκριση μεταξύ «διακονικής» και «ιερουργικής» ιερωσύνης, τότε αφενός θα αποφεύγεται ο εσφαλμένος ισχυρισμός ότι οι διακόνισσες δεν έχουν ανώτερη χειροτονία και ιερωσύνη, και αφετέρου θα έχει ουσιαστικά αρθεί και απομακρυνθεί, η αιτία των θεολογικών διαφωνιών για την ταυτότητα της καθιερώσεως των διακονισσών. Συχνά μου έρχεται στο νου η σκέψη, ότι στο κεφάλαιο της Δογματικής ή του Κανονικού Δικαίου, που εξετάζει την ιερωσύνη, θα έπρεπε να γίνει κάποια σαφέστερη αναδιατύπωση για τα αφορόντα στην διάκριση μεταξύ ιερουργικής και διακονικής ιερωσύνης, που και τα δύο είδη αναμφισβήτητα προϋποθέτουν λειτουργικά ομοιόμορφη τάξη, ανώτερη μυστηριακή χειροτονία, αλλά και επισημαινόμενη δια περιεχομένου των σχετικών ευχών ύπαρξη διαφορετικών χαρισμάτων και χαρίτων, χορηγούμενων από το Άγιο Πνεύμα, ανάλογα με τα χαρίσματα που έχουν οι χειροτονούμενοι.

Αγία Ευπραξία η διακόνισσα
Η απόφαση της σεπτής Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος περί ενεργοποιήσεως του θεσμού των διακονισσών σημαίνει, ότι δεν μας πρόλαβε το κέντρο του Ρωμαιοκαθολικισμού με παρόμοια απόφαση, και έτσι δεν έχουμε ως τώρα χάσει, τουλάχιστον, θεωρητικά, για μια ακόμη φορά το τρένο. Όμως στην πράξη κινδυνεύουμε να το χάσουμε, και να προηγηθούν οι Ρωμαιοκαθολικοί στην αναβίωση του θεσμού των διακονισσών. Πρέπει να κατανοήσουμε, ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως άλλοθι εφησυχασμού και σχετικής ραστώνης και αμελείας ο ισχυρισμός, ότι υπάρχουν σήμερα στις Ιερές Μητροπόλεις και ενορίες αρκετές ευσεβείς γυναίκες, που έχουν σήμερα σημαντική καρποφόρο προσφορά σε μερικούς τομείς του ιεραποστολικού και ποιμαντικού έργου, και ότι επομένως είναι περιττές οι χειροτονημένες διακόνισσες. Ας θυμηθούμε, ότι η αξιοθαύμαστη άνθηση του ιεραποστολικού έργου του Ιωάννου του Χρυσοστόμου στηριζόταν προ πάντων σε πλήθος αφιερωμένων διακονισσών, που είχαν επικεφαλής τους την Ολυμπιάδα, για την αντιμετώπιση των ποιμαντικών αναγκών του.

Εξ άλλου η έλλειψη καταλλήλων γυναικών προς ένταξη στο γυναικείο διακονικό λειτούργημα, που και αυτό αναφέρεται, πρέπει να θεωρείται ως συμπτωμα αναιμίας και καχεξίας του ποιμαντικού έργου. Και πρέπει να γίνει αφορμή αυτοκριτικής και αφυπνήσεως των στελεχών της Εκκλησίας. Πρέπει να σημάνουμε αληθινό συναγερμό και να προχωρήσουμε σε στρατηγικό σχεδιασμό και προγραμματισμό προς ενίσχυση του ποιμαντικού έργου με επιστράτευση αφιερωμένων στην Εκκλησία μορφωμένων μοναστριών και λαϊκών γυναικών. 

Ας προστεθεί, ότι η παρουσία στις ενορίες καθιερωμένων εκλεκτών διακονισσών, τόσο λαϊκών δοκίμων όσο και χειροτονημένων, θα ήταν σημαντική απόδειξη όχι μόνον δημιουργίας οικουμενικής γέφυρας προς ετερόδοξες εκκλησίες οι οποίες έχουν διακόνισσες, αλλά και ανυψώσεως της πνευματικής στάθμης της Εκκλησίας, την οποίαν Εκκλησία, όπως και την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, θα πρέπει να προβληματίσουν οι επιγραμματικοί λόγοι του επιφανούς καθηγητού Κarl Rahner, ο οποίος με κάποια ρητορική βέβαια υπερβολή έχει πει: «Η Εκκλησία του αύριο θα είναι διακονική ή δεν θα υπάρχει». Βέβαια, αυτό είναι υπερβολικό, διότι η Εκκλησία δεν έχει μόνο τη διακονία, έχει και την ιερουργία, τη λειτουργία και τη μαρτυρία. Το νόημα, όμως, των λόγων αυτών είναι ότι η Εκκλησία χωρίς ανεπτυγμένο έργο διακόνων αντρών και γυναικών κινδυνεύει να είναι μια απλώς εσωστρεφής και φυτοζωούσα τελετουργική Εκκλησία, που σε μεγάλη έκταση θα είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη για τους εντός και εκτός αυτής κατατριχωμένους από ποικίλες πνευματικές, ψυχοσωματικές και υλικές ανάγκες. Εκκλησιαστικός αγιασμός πιστών χωρίς την περίθαλψη από αυτούς του Χριστού στο πρόσωπο των πασχόντων αδελφών του δεν είναι δυνατό να νοηθεί.

Βέβαια υπάρχει κάποια αφύπνιση με την οικονομική κρίση και διάφορες Μητροπόλεις και η Αρχιεπισκοπή οργανώνουν την αλληλεγγύη τους, τα συσσίτιά τους κλπ, αλλά αυτό δε φτάνει, χρειάζεται συστηματικό διακονικό έργο η Εκκλησία. Το Διορθόδοξο μοναστικό συνέδριο που έγινε το 1996 στην Αίγινα στα πλαίσιο του εορτασμού της εκατονπεντηκονταετηρίδος από της γεννήσεως του Αγίου Νεκταρίου, έδωσε αφορμή στον ομιλούντα, στην εισήγησή του με θέμα «Ο θεσμός των διακονισσών κατά την Ορθόδοξη παράδοση και ο Άγιος Νεκτάριος», να πει τα εξής: 
«Ας ευχηθούμε όλα τα γυναικεία μοναστήρια μας και όλες οι ενορίες να αποκτήσουν τις διακόνισσές τους, να δώσουν ώθηση στη συγχρονισμένη δηλαδή και ανταποκρινόμενη σε σημερινές συνθήκες και ανάγκες αναβίωση και περαιτέρω ανανέωση και διαμόρφωση του όλου θεσμού των διακονισσών, ο οποίος είναι σαρξ εκ της σαρκός και οστούν εκ των οστέων της Ορθόδοξης Ανατολής, εκ της οποίας μεταδόθηκε στους Προτεστάντες, στους Αγγλικανούς και στους Παλαιοκαθολικούς, και πιθανότατα εις το εγγύς μέλλον εκ νέου για δεύτερη φορά στους Ρωμαιοκαθολικούς». 
Η Θεοτόκος μεταξύ των αγίων παρθένων γυναικών
(από την εικονογράφηση των Χαιρετισμών - δες εδώ).

Λέγω αυτό για δεύτερη φορά, γιατί στην αρχαία εκκλησία οι Ρωμαιοκαθολικοί μέχρι τον 5ο αιώνα δεν είχαν διακόνισσες όπως στην Ανατολή, αλλά σιγά-σιγά με την επίδραση του Βυζαντίου απέκτησαν και αυτοί αδελφότητες διακονισσών. Και υπάρχει χαρακτηριστικά και στη νομοθεσία του Ρωμαϊκού Δικαίου τάξις χειροτονίας διακονίσσης με τον τίτλο ordo ad diaconem faciendam, δηλαδή τάξη για τη χειροτονία των διακονισσών.

Είναι αυτονόητον ότι η πραγματοποίηση της ευχής αυτής αφ’ ενός προϋποθέτει ειδική σχετική προετοιμασία εκλεκτών μοναστηριών σε πανελλήνιο σεμινάριο ή σε τοπικά σεμινάρια, και αφ’ ετέρου υπονοεί ότι στους Βυζαντινούς χρόνους το παράδειγμα των ενοριών επέδρασε στην βραδύτερη είσοδο του θεσμού των διακονισσών στα μοναστήρια. Σήμερα αντιστρόφως θα είναι ευκολότερο το παράδειγμα εκλεκτών μοναστηριών διακονισσών να γίνει το εφαλτήριο της εισόδου διακονισσών στις ενορίες κατά τα παλαιοχριστιανικά και Βυζαντινά πρότυπα. Η συγκριτική αυτή σκέψη ισχύει για όλες τις επιμέρους Ορθόδοξες Εκκλησίες, που πρέπει να συντονίζονται με ευλογίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως και για την όλη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.

Στη συζήτηση, τώρα, για τη γενικότερη χειροτονία των γυναικών δεν πρέπει η Ορθόδοξη θεολογία να καταφεύγει στην άστοχη χρησιμοποίηση ανθρωπίνων, βιολογικών εννοιών για το φύλο και να αναφέρεται στη δήθεν ανδρική ή θηλυκή υφή εκάστου των προσώπων της Αγίας Τριάδος, και έτσι να αίρει τον αποφατικό χαρακτήρα του απρόσιτου στην ανθρώπινη διάνοια Τριαδικού δόγματος. Πρέπει να χρησιμοποιούνται εκκλησιολογικά κριτήρια που αποβλέπουν στην οικοδομή της Εκκλησίας του Χριστού. Πρέπει επίσης να χρησιμοποιείται η Χριστολογική θεολογία, η οποία διδάσκει για τον Θεάνθρωπο, ότι στο σωτήριό Του έργον ενσωμάτωσε, παρέλαβε όλη την ανθρώπινη φύση, ανδρική και γυναικεία. Και έτσι πρέπει να επιδιώκεται καταμερισμός των αρμοδιοτήτων των λειτουργών της εκκλησίας ανάλογα προς την ποικιλία των χαρισμάτων τους. Αυτή την ποικιλία των χαρισμάτων προέβαλε ιδιαιτέρως η αρχαία Eκκλησία.

Με τέτοια κριτήρια ο ομιλών νομίζει ότι η διαφορά μεταξύ της χειροτονίας της διακόνισσας και της χειροτονίας των ανωτέρων βαθμών της ιερωσύνης είναι διαφορά ποσοτική, θα έλεγα, και διαφορά καταμερισματική, και όχι διαφορά ποιοτική. Γενικά, τα de jure humano, με το ανθρώπινο δίκαιο, χωροχρονικά και κοινωνιολογικά στοιχεία του εκκλησιαστικού βίου πρέπει να είναι συμβατά με το θείο δίκαιο και να έχουν σε αυτά την αναφορά τους. Νομίζω ότι θα ήταν πολύ χρήσιμο και διαφωτιστικό εάν το αξιέπαινο, πρωτοποριακό σεμινάριό σας φθάσει σε μια διονυχιστική και εμπεριστατωμένη μελέτη του όλου αυτού ζητήματος για να διαπιστωθεί και να πληροφορηθεί το χριστεπώνυμο πλήρωμα εάν ο αποκλεισμός της γυναίκας από την ανώτερη ιερωσύνη είναι «θείω δικαίω» ή «ανθρωπίνω δικαίω». De jure humano ή de jure divino.

Είναι περιττό να τονίσουμε ότι οποιαδήποτε εξέταση του ζητήματος της γενικότερης χειροτονίας των γυναικών πρέπει να προβλέπει και να αναμένει τον ενδεχόμενο θορυβώδη σκανδαλισμό μερικών, αλλά και την πιθανή διάσπαση του χριστεπωνύμου πληρώματος. Επομένως, θα υπάρξουν και περιπτώσεις, στις οποίες πρέπει να ισχύσει η προτροπή και αυτού του Λουθήρου: «Φειδώ των ασθενών». ["Ν": δε γνωρίζω τις απόψεις του καταξιωμένου καθηγητή σ' αυτό το θέμα. Οι δικές μας εκφράζονται κατωτέρω, με το παράθεμα. Στις επισημάνσεις του για την αναγκαιότητα ενεργοποίησης του θεσμού των διακονισσών, ταπεινά συμφωνούμε πλήρως].

Ευχαριστώ που είχατε την καλοσύνη να με ακούσατε και εύχομαι στο σεμινάριό σας καλή πρόοδο για να έχουμε καλά αποτελέσματα για το θέμα που μας απασχολεί.

Ευχαριστώ και πάλι. 

Ἡ Πεντηκοστή- Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ἄνθιμος


Ἦχος πλ. δ'.

Εὐλογητὸς εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν,
ὁ πανσόφους τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας,
καταπέμψας αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον,
καὶ δι' αὐτῶν τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας,
Φιλάνθρωπε, δόξα σοι. 


Πρέπει νὰ εὐλογῆσαι καὶ νὰ ὑμνῆσαι, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ καὶ Θεέ μας, σὺ ὁ ὁποῖος ἔκαμες τόσο σοφοὺς καὶ φωτισμένους δασκάλους, τοὺς ἁπλοϊκοὺς ψαράδες τῆς Γαλιλαίας, ἀφοῦ ἔστειλες σ' αὐτοὺς τὸ Πανάγιό σου Πνεῦμα• καὶ χρησιμοποιῶντας κατόπιν αὐτοὺς σὰν κήρυκας καὶ ἀποστόλους σου προσείλκυσες στὸ Εὐαγγέλιο τόν κόσμο ὁλόκληρο• γι' αὐτὸ σὲ σένα, φιλάνθρωπε Κύριε, ἀνήκει ἡ δόξα.

Η μεγάλη ὑπόσχεσι τοῦ Κυρίου δὲν ἐβράδυνε νὰ ἐκπληρωθῆ. Ἦταν ἡ μεγάλη ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Οἱ μαθηταὶ τοῦ Κυρίου δὲν εἶχαν ἀκόμη συνέλθει ἀπὸ τὴν δοκιμασία τῆς ἀπουσίας του. Συγκεντρωμένοι καὶ σιωπηλοὶ κάθονται στὸ ὑπερῷον. Ὑπάρχει πάντως μέσα στὸ βάθος τῆς ψυχῆς τους κάποια κρυφὴ προσδοκία, κάποια ἀναμονή, κάποια γλυκειὰ ἐλπίδα. Κανένας δὲν μιλάει. Ἔμψυχα ἀδειανὰ δοχεῖα οἱ καρδιές τους περιμένουν τὴν ὥρα ποὺ θὰ πληρωθοῦν ἀπὸ τὴν οὐράνια βροχὴ τῆς θείας σοφίας καὶ ἀγάπης. Χέρσοι τόποι ποὺ θὰ πέση στὰ βάθη τους ζωογόνος βροχή, γιὰ νὰ φυτρώσῃ ὁ σπόρος καὶ νὰ πρασινίσῃ κάθε σπιθαμή, καὶ νὰ σχηματίσῃ ὡραίους χλοερούς κυματισμούς, ἀπὸ τὴν ἰδία δροσοβόλο αὔρα, μέχρις ὅτου γίνη καρπὸς ὥριμος καὶ μεστός, ἕτοιμος νὰ τροφοδοτήση τὸν οὐρανόν.


Ψυχὲς ἀποστολικές, νέοι καὶ ἡλικιωμένοι ἄνθρωποι, σὲ ὥρα ἀναμονῆς• ὁ νεανικὸς παλμὸς καὶ ἡ ὥριμη σωφροσύνη ἀδρανοῦν ἀκόμη. Ὦ ὧρες γλυκειᾶς προσμονῆς καὶ θείου μεγαλείου! Φόβος καὶ σιωπή. Ἄπνοια καὶ περισυλλογή. «Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὐ ἦσαν καθήμενοι». (Πράξ. γ', 7).


Οὐράνιος, ἀκατάληπτος καὶ ἀπροσμέτρητος καταιγισμὸς ἀπὸ ἱερὴ φωτιά. Στιγμὲς αἰώνιες καὶ μοναδικὲς στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Πυρωμένες φλόγες σὲ σχῆμα φωτεινῶν γλωσσῶν προσδιαγράφουν τὴν πνευματικὴ πορεία τοῦ κόσμου, διαμοιράζονται στοὺς ἐκπλήκτους ἱεροὺς ἄνδρας καὶ ἀναστρέφουν καὶ μεταστρέφουν ὁλόκληρον τὸν ρυθμὸ τοῦ ἐσωτερικοῦ τους κόσμου.


Ἡ ψυχή τους ὡραιοποιεῖται. Τὸ πνεῦμα ἀναπτερώνεται. Ἡ συνείδησι φωτίζεται. Ἡ γνῶσι ἁπλώνεται. Τὸ σῶμα ἐνισχύεται. Τὸ φρόνημα ἀνανεώνεται. Ὁ φόβος διαλύεται. Ὁ θεῖος ζῆλος κορυφώνεται. Ἀνοίγεται διάπλατα ἡ διάνοιά τους σὲ νέους κόσμους σοφίας καὶ γνώσεως καὶ οἱ ἁλιεῖς γίνονται θεολόγοι σοφοί. Ἀνοίγουν τὸ στόμα τους διὰ νὰ μιλήσουν καὶ ἡ γλῶσσα τους συνθέτει νέους φθόγγους, νέες λέξεις. Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται καὶ τόσοι ἄλλοι ἄκουαν κατάπληκτοι τοὺς ἀποστόλους νὰ μιλοῦν τὴν δική τους γλῶσσα. Ἦταν τὸ προανάκρουσμα τῆς εὐαγγελικῆς ἐπαγγελίας εἰς «πάντα τὰ ἔθνη». Τὸ μέγα καὶ ἀνυπέρβλητο θαῦμα εἶχε γίνει.


Ὁ Παράκλητος, τὸ Πανάγιο καὶ Θεῖο Πνεῦμα, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας καὶ ὑπερυμνήτου Τριάδος εἶχε ἔλθει σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσι τοῦ Κυρίου.


Ἡ Ἐκκλησία εἶχε πλέον ἱδρυθῆ γιὰ νὰ συνεχίζεται ἀπ' αὐτὴ καὶ ἐντὸς αὐτῆς ἡ ἀπολύτρωσι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Κεφαλὴ καὶ ἀκρογωνιαῖος λίθος της ὁ Χριστός, πρῶτοι λίθοι οἰκοδομῆς οἱ ἔνδοξοι Ἀπόστολοι. Εὐλογημένα παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ὅλοι ἐμεῖς. 

Πηγὴ ὕδατος ζῶντος -Ἀρχιμανδρίτης Νικάνωρ Καραγιάννης


Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μέσα ἀπὸ τὴ γιορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς θυμᾶται τὴ γενέθλια ἡμέρα της. Τότε ποὺ φανερώθηκε μέσα στὴν ἱστορία καὶ τὸν κόσμο τὸ προαιώνιο «κεκρυμμένο» μυστήριό της. Τὸ γεγονὸς καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς γιορτῆς περιγράφουν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ἐνῶ στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀκούσαμε ὁ Χριστὸς μὲ ἕναν σαφῆ ὑπαινιγμὸ ἀναφέρεται στὴ δύναμη καὶ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.



Γνωρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

«Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ Γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος», ὅποιος πιστεύει σὲ ἐμένα, ὅπως τὸ εἶπε ἡ Γραφή, θὰ τρέξουν ἀπὸ τὴν καρδιὰ του ποταμοὶ ζωντανοῦ νεροῦ. Ὁ Χριστὸς γνωρίζει πόσο βασικὴ ἀλλὰ καὶ βασανιστικὴ ἀνάγκη εἶναι γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἡ σωματικὴ καὶ πνευματικὴ δίψα. Ἀρχίζει νὰ διδάσκει: «ὅποιος διψᾶ ἂς ἔρθει σὲ ἐμένα καὶ ἂς πιεῖ». Τὸ φώναξε δυνατά, γιὰ νὰ τὸ ἀκούσουν οἱ ἄνθρωποι μέσα στὸ θόρυβο καὶ τὴν ὀχλαγωγία ἐκείνης τῆς ἡμέρας, ἀλλὰ καὶ κάθε ἡμέρας καὶ τόπου καὶ ἐποχῆς. Ἔστω καὶ ἂν δὲν τὸ συνειδητοποιεῖ ὁ ἄνθρωπος, στὸ βάθος τῆς ὕπαρξής του διψᾶ γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀγάπη, δηλαδὴ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Ὁ Χριστὸς χρησιμοποιεῖ τὸ στοιχεῖο τοῦ νεροῦ, γιὰ νὰ μᾶς παραπέμψει στὴ ζωογόνο δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Παρομοιάζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ νερὸ ἀστείρευτο ποὺ ἀναβλύζει μέσα ἀπὸ τὴν ἀναγεννημένη καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.

Πράγματι, ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔρχεται σὲ κάθε βαπτισμένο πιστό, προσφέρεται ἀδιάκοπα. Ἀναβλύζει διαρκῶς καὶ δὲν ἀδειάζει ποτέ. Ρέει σταθερὰ καὶ ἀνεξάντλητα, ὅπως τὸ ποτάμι. Εἶναι τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν», ποὺ δίνει τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Τὸ νερὸ καὶ τὸ Πνεῦμα εἶναι θεμελιώδη στοιχεῖα ποὺ συναντᾶμε στὴ δημιουργία καὶ τὴν ἀναδημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου, τῆς φυσικῆς καὶ πνευματικῆς του ζωῆς «ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος». Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ μυστηριωδῶς, ζωοποιεῖ καὶ γεμίζει τὰ πάντα. Μεταγγίζει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπινων προσώπων. Ἡ πίστη καὶ ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας λέει ὅτι ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διαχέεται διαρκῶς μέσα στὸ Σῶμα Της. Ἀνακαινίζει, ἀναπλάθει, ἀνανεώνει καὶ μεταμορφώνει τὸν πιστὸ γιατί τὸ φῶς τοῦ Πνεύματος εἶναι καθαρτικὸ καὶ ἀποκαλυπτικό.

Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ὁ λόγος τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο εἶναι βαθύς, δυσνόητος καὶ δυσερμήνευτος. Ὅμως ὅσο φωτισμένες καὶ ἂν εἶναι οἱ προσεγγίσεις τους, καὶ ὅσο πλούσιες καὶ ἂν εἶναι οἱ πνευματικὲς ἐμπειρίες τους, δὲν ἀναλύουν, δὲν ἐξηγοῦν καὶ δὲν ἑρμηνεύουν τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ στὴν πληρότητά του. Αὐτὸ παραμένει στὴν οὐσία του ἀκατάληπτο. Γιατί ὁ Θεὸς εἶναι Θεός, καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄνθρωπος, μὲ ὅλες τὶς ὁμοιότητες καὶ τὶς διαφορὲς ποὺ ἔχουν μεταξύ τους. Οἱ θεολογικὲς ὁρολογίες, δὲν ἀπαντοῦν στὸ γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ὅπως εἶναι, ἀλλὰ στὸ πῶς ὁ ἄνθρωπος θὰ πετύχει τὴν κοινωνία καὶ τὴν ἕνωσή του μαζί Του. Ἔτσι φωτιζόμαστε στὴν ὀρθὴ πίστη, καὶ ἐνισχυόμαστε στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας.



Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ὁ κόσμος

Ὁ σύγχρονος πολιτισμὸς μας εἶναι στὴν οὐσία του ἀντιπνευματικός. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ ὀρθολογιστὴς ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας ἀρνεῖται πεισματικὰ νὰ παραδεχθεῖ τὴν ἀλήθεια τὸν Τριαδικοῦ Θεοῦ. Μὲ τὴν ἠθικὴ ἀταξία τῆς ζωῆς του φυγαδεύει τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη, τὴν πραγματικὴ χαρά, τὴ βαθιὰ εἰρήνη, τὴ μακροθυμία, καὶ τὴν πηγαία καλοσύνη. Ἀποθεώνει τὸ πρόσκαιρο, τὸ ἐπιφανειακό, τὸ φανταχτερό. Δὲν θέλει νὰ διακρίνει τὸ σημαντικὸ ἀπὸ τὸ εὐτελές, τὸ ὀρθὸ ἀπὸ τὸ ἐσφαλμένο. Μὲ ἀλαζονεία ἰσχυρίζεται ὅτι ὅλα εἶναι σχετικὰ καὶ τὸ μόνο ποὺ ἀξίζει νὰ ἐπιδιώκει κάποιος εἶναι τὸ χρήσιμο καὶ τὸ ἰδιοτελές. Χωρὶς τὴν πνοὴ καὶ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅσο καὶ ἂν προσπαθεῖ μόνος του δὲν μπορεῖ νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὴ θολὴ σύγχυση καὶ τὸν παραλογισμὸ στὸν ὁποῖο ζεῖ. Μιλᾶ γιὰ τὴν ἑνότητα ἀλλὰ ζεῖ τὴ διαίρεση, τὸ διχασμὸ καὶ τὴ διάσπαση. Διακηρύττει ὅτι βρίσκεται στὴν ἐποχὴ τῆς ἐπικοινωνίας, ποὺ καταργεῖ σύνορα καὶ φραγμούς, καὶ ὅμως ἐγκλωβίζεται στὴν ἀπομόνωση, τὴ μοναξιά, τὴν πλήξη καὶ τὴν κατάθλιψη.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, μόνο μὲ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μπορεῖ ὁ ἀγώνας μας νὰ ἔχει καρποὺς γιὰ νὰ ἐπανορθώνουμε τὴ σχέση μας, τὴν κοινωνία, μὲ τὸν ἑαυτό μας, τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους. Ἀμήν.

Εἰς τὴν Πεντηκοστήν -Ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Γουέαρ



 



Ὁ Ὀρθόδοξος ἔχει πλήρη συνείδηση πὼς ἀνήκει σὲ μία κοινότητα. «Γνωρίζουμε πὼς ὅποιος ἀπὸ μᾶς πέσει», ἔγραφε ὁ Χομιάκωφ, «πέφτει μόνος του, κανεὶς ὅμως δὲν σώζεται ἀπὸ μόνος του. Σώζεται ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας, μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα μέλη της».

Εἶναι ὅμως σίγουρο πὼς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία εἶναι πνευματικὴ καὶ μυστικὴ ὑπὸ τὴν ἔννοια πὼς ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία ποτὲ δὲν ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἐπίγεια πλευρὰ τῆς Ἐκκλησίας μεμονωμένα, ἀλλὰ θεωρεῖ πάντοτε τὴν Ἐκκλησία «ἐν Χριστῷ καὶ ἁγίῳ Πνεύματι». Ὁλόκληρη ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία ἔχει ὡς ἀφετηρία τὴν ἰδιαίτερη σχέση ποὺ ὑφίσταται μεταξὺ Ἐκκλησίας καὶ Θεοῦ. Τρεῖς φάσεις μποροῦν νὰ χρησιμοποιηθοῦν γιὰ ν᾿ ἀποδώσουν αὐτὴ τὴ σχέση: ἡ Ἐκκλησία εἶναι: α) εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδας, β) Σῶμα Χριστοῦ καὶ γ) μιὰ συνεχὴς Πεντηκοστή. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία εἶναι Τριαδική, Χριστολογικὴ καὶ «Πνευματολογική».

α) Εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδας.
Ὅπως ἀκριβῶς κάθε πρόσωπο ἔχει δημιουργηθεῖ κατ᾿ εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία ὡς ὅλον εἶναι εἰκόνα τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, ἀναπαράγοντας πάνω στὴ γῆ τὸ μυστήριο τῆς ἑνότητας καὶ τῆς ποικιλίας. Στὴν ἁγία Τριάδα τὰ τρία πρόσωπα εἶναι ἕνας Θεός, χωρὶς ὅμως νὰ παύουν νὰ εἶναι τέλεια πρόσωπα.

Στὴν Ἐκκλησία ἕνα πλῆθος διαφορετικῶν ἀνθρώπων ἑνώνεται σ᾿ ἕνα σῶμα, στὸ ὁποῖο ὅμως ὁ καθένας καὶ ἡ καθεμιὰ διατηρεῖ ἀτόφια τὴν προσωπικότητά του. Τὸ κάθε πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδας κατοικεῖ στὸ ἄλλο καὶ αὐτὸ ἐξεικονίζεται στὴν ἀλληλοπεριχώρηση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.

Στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει διάσταση μεταξὺ ἐλευθερίας καὶ αὐθεντίας. Στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει ἑνότητα καὶ ὄχι ὁλοκληρωτισμός. Ὅταν οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποδίδουν στὴν Ἐκκλησία τὸν ὅρο «Καθολική», ἔχουν κατὰ νοῦ (μεταξὺ ἄλλων) καὶ αὐτὸ τὸ ζωντανὸ θαῦμα τῆς ἑνότητας τῶν πολλῶν προσώπων σὲ ἕνα.

Αὐτὴ ἡ σύλληψη τῆς Ἐκκλησίας ὡς εἰκόνας τῆς ἁγίας Τριάδας, μᾶς βοηθᾶ ἐπίσης νὰ κατανοήσουμε γιατὶ οἱ Ὀρθόδοξοι δίνουν τεράστια σημασία στὶς Συνόδους. Ἡ Σύνοδος ἀποτελεῖ ἔκφραση τοῦ Τριαδικοῦ χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας. Μποροῦμε νὰ δοῦμε τὸ μυστήριό της ἑνότητος ἐν τῇ ποικιλίᾳ, σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδας, νὰ ἐφαρμόζεται στὴν πράξη, ὅταν οἱ πολλοὶ ἐπίσκοποι, οἱ συναγμένοι στὴ σύνοδο, φτάνουν ἐλεύθερα σὲ κοινὴ ἀπόφαση ὑπὸ τὸν φωτισμὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

β) Σῶμα Χριστοῦ.
«Οὕτως οἱ πολλοὶ ἓν σῶμα ἐσμὲν ἐν Χριστῷ» (Ρωμ. 12, 5). Ὁ στενότερος δυνατὸς δεσμὸς ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας: κατὰ τὴν περίφημη φράση τοῦ Ἰγνατίου, «ὅπου ὁ Χριστός, ἐκεῖ καὶ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἐπέκταση τῆς Σάρκωσης, τὸ πεδίο ὅπου συνεχίζεται ἡ Σάρκωση. Ἡ Ἐκκλησία, σύμφωνα μὲ τὸν Ἕλληνα θεολόγο Χρῆστο Ἀνδροῦτσο, εἶναι τὸ «κέντρο καὶ τὸ ὄργανο τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ... δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ μία συνέχιση καὶ μία ἐπέκταση τοῦ προφητικοῦ, τοῦ ἱερατικοῦ καὶ βασιλικοῦ Του ἀξιώματος... Ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ Ἱδρυτής της εἶναι ἀδιάρρηκτα ἑνωμένοι... Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστὸς «μεθ᾿ ἡμῶν».

Ὁ Χριστὸς δὲν ἐγκατέλειψε τὴν Ἐκκλησία ὅταν ἀνελήφθη στοὺς οὐρανούς: «Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμὶ πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος», ὑποσχέθηκε (Ματθ. 28, 20), ἐπειδὴ «οὗ γὰρ εἰσὶ δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18, 20).

Ἡ ἑνότητα μεταξὺ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας Του πραγματώνεται, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, μέσῳ τῶν μυστηρίων. Στὸ Βάπτισμα ὁ νέος χριστιανὸς θάπτεται καὶ ἀνίσταται μὲ τὸν Χριστό. Στὴν Εὐχαριστία τὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ λαμβάνουν τὸ Σῶμα Του μέσῳ τῶν μυστηρίων. Ἡ Εὐχαριστία, ἑνώνοντας τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸν Χριστό, τὰ ἑνώνει ταυτόχρονα μεταξύ τους: «ὅτι εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοὶ ἐσμὲν· οἱ γὰρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνὸς ἄρτου μετέχομεν» (Α´ Κορ. 10, 17). Ἡ Εὐχαριστία δημιουργεῖ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία (ὅπως τὴν εἶδε ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος) εἶναι μία Εὐχαριστιακὴ κοινωνία, ἕνας μυστηριακὸς ὀργανισμὸς ποὺ σαρκώνεται ὅπου τελεῖται ἡ Εὐχαριστία. Δὲν εἶναι συμπτωματικὸ ὅτι ὁ ὅρος «Σῶμα Χριστοῦ» σημαίνει τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ μυστήριο. Καὶ πὼς ἡ φράση sommunio sanctrorum στὸ Ἀποστολικὸ Σύμβολο σημαίνει οὐσιαστικὰ «κοινωνία τῶν ἁγίων» καὶ «κοινωνία τῶν μυστηρίων». Πρέπει νὰ θεωροῦμε πρωταρχικὰ τὴν Ἐκκλησία ὡς μυστήριο. Ἡ ἐξωτερική της ὀργάνωση, ὅσο σημαντικὴ κι ἂν εἶναι, ἔρχεται μετὰ τὴ μυστηριακή της ζωή.

γ) Μιὰ συνεχὴς Πεντηκοστή.
Εἶναι εὔκολο νὰ ὑπερτονίσουμε τὸν χαρακτῆρα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Σώματος Χριστοῦ καὶ νὰ ξεχαστεῖ ὁ ρόλος τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἀλλὰ ὅπως εἴπαμε, στὸ ἔργο τους μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀλληλοσυμπληρώνονται, καὶ αὐτὸ ἰσχύει τόσο στὴν Ἐκκλησιολογία ὅσο καὶ σὲ ἄλλους τομεῖς τῆς θεολογίας. Ἐνῷ ὁ ἅγ. Ἰγνάτιος λέγει πὼς «ὅπου Χριστός, ἐκεῖ καὶ ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία», ὁ ἅγ. Εἰρηναῖος γράφει τὸ ἐξίσου ἀληθὲς πὼς «ὅπου ἡ Ἐκκλησία, ἐκεῖ καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, καὶ ὅπου τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἐκεῖ καὶ ἡ Ἐκκλησία». Ἡ Ἐκκλησία, ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἐπίσης ναὸς καὶ κατοικία τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Πνεῦμα ἐλευθερίας. Τὸ ἅγιο Πνεῦμα ὄχι μόνο μᾶς ἑνώνει, ἀλλ᾿ ἐγγυᾶται καὶ τὴν ἄπειρη ποικιλία τῶν προσώπων μέσα στὴν Ἐκκλησία: κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ οἱ γλῶσσες πυρὸς «διαμοιράστηκαν» καὶ ἐκάθησαν «ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον» τῶν παρόντων. Τὸ δῶρο τοῦ Πνεύματος εἶναι δῶρο στὴν Ἐκκλησία, ταυτόχρονα ὅμως εἶναι καὶ προσωπικὸ δῶρο, προσαρμοσμένο στὸν χαρακτῆρα τοῦ καθενὸς καὶ τῆς καθεμιᾶς. «Διαιρέσεις δὲ χαρισμάτων εἰσί, τὸ δὲ αὐτὸ Πνεῦμα» (Α´ Κορ. 12, 4). Ζωὴ στὴν Ἐκκλησία δὲν σημαίνει ἰσοπέδωση τῆς ποικιλίας τῶν ἀνθρώπων, οὔτε ἐπιβολὴ ἐνὸς ἄκαμπτου καὶ ὁμοιόμορφου προτύπου πάνω σ᾿ ὅλους, ἀλλὰ τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο. Οἱ ἅγιοι, ὄχι μόνο δὲν παρουσιάζουν κάποια ἀνιαρὴ μονοτονία, ἀλλ᾿ ἔχουν ἀναπτύξει τὴν πιὸ ἔντονη καὶ διακεκριμένη προσωπικότητα. Πληκτικὸ εἶναι τὸ κακὸ κι ὄχι ἡ ἁγιότητα.

Αὐτὴ ἐν συντομίᾳ εἶναι ἡ σχέση Ἐκκλησίας καὶ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία – εἰκόνα τῆς ἁγίας Τριάδας, σῶμα Χριστοῦ, πληρότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος- εἶναι ταυτόχρονα ὁρατὴ καὶ ἀόρατη, θεία καὶ ἀνθρώπινη. Εἶναι ὁρατή, ἐπειδὴ ἀποτελεῖται ἀπὸ συγκεκριμένες κοινότητες, ποὺ λειτουργοῦν πάνω στὴ γῆ. Εἶναι ἀόρατη, ἐπειδὴ περιλαμβάνει τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀγγέλους. Εἶναι ἀνθρώπινη, ἐπειδὴ ἁμαρτωλοὶ ἀποτελοῦν τὰ ἐπίγεια μέλῃ της, εἶναι θεία, ἐπειδὴ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ὑπάρχει χωρισμὸς μεταξὺ ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου, μεταξὺ στρατευμένης Ἐκκλησίας καὶ θριαμβευούσας (σύμφωνα μὲ τὴ δυτικὴ ὁρολογία), ἐπειδὴ καὶ οἱ δυὸ συνιστοῦν μία μοναδικὴ καὶ συνεχῆ πραγματικότητα. «Ἡ ὁρατὴ Ἐκκλησία, ἡ ἐπίγεια Ἐκκλησία, ζεῖ σὲ πλήρη κοινωνία καὶ ἑνότητα μὲ ὁλόκληρο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας Κεφαλὴ εἶναι ὁ Χριστός». Βρίσκεται στὸ σημεῖο συνάντησης τοῦ Παρόντος αἰῶνος καὶ τοῦ Μέλλοντος, καὶ ζεῖ ταυτόχρονα στοὺς δυὸ Αἰῶνες.

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...