Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Πέμπτη, Ιουνίου 05, 2014

Λόγος εἰς τήν Πεντηκοστήν -Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος



Ε. Τὴν Πεντηκοστὴ ἑορτάζουμε καὶ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν πραγματοποίηση τῆς ὑποσχέσεως καὶ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐλπίδας. Τὸ μυστήριο, πόσο καὶ μεγάλο εἶναι καὶ σεβαστό! Τελειώνουν λοιπὸν ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἤ μᾶλλον μὲ τὴ σωματικὴ παρουσία Του(1). Διότι διστάζω νὰ πῶ τὰ σωματικά, ἐφ' ὅσον κανένας λόγος δὲν μπορεῖ νὰ μὲ πείσει ὅτι θὰ ἦταν καλύτερα νὰ εἶχε ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα [ὁ Χριστός](2). Ἀρχίζουν δὲ ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα(3). Ποιὰ δὲ ἦταν ὅσα ἔχουν σχέση μὲ τὸ Χριστό; Ἡ Παρθένος, ἡ γέννηση, ἡ φάτνη, τὸ σπαργάνωμα, οἱ ἄγγελοι ποὺ τὸν δοξάζουν, οἱ ποιμένες ποὺ τρέχουν πρὸς Αὐτόν, ἡ διαδρομὴ τοῦ ἀστέρα, ἡ προσκύνηση καὶ ἡ προσφορὰ τῶν δώρων ἀπὸ τοὺς μάγους, ὁ φόνος τῶν νηπίων ἀπὸ τὸν Ἡρῴδη, ὁ Ἰησοῦς ποὺ φεύγει στὴν Αἴγυπτο, ποὺ ἐπιστρέφει ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, ποὺ περιτέμνεται, ποὺ βαπτίζεται, ποὺ δέχεται τὴν μαρτυρία ἀπὸ τὸν οὐρανό, ποὺ πειράζεται, ποὺ λιθάζεται γιὰ μᾶς (γιὰ νὰ μᾶς δώσει ὑπόδειγμα κακοπάθειας ὑπὲρ τοῦ Λόγου) ποὺ προδίνεται, ποὺ προσηλώνεται [στὸν Σταυρό], ποὺ θάπτεται, ποὺ ἀνασταίνεται, ποὺ ἀνεβαίνει [στοὺς οὐρανούς]. Ἀπὸ αὐτὰ καὶ τώρα ὑφίσταται πολλὰ ἀπὸ τοὺς μισόχριστους μέν, αὐτὰ ποὺ Τὸν ἀτιμάζουν καὶ τὰ ὑπομένει (διότι εἶναι μακρόθυμος)• ἀπὸ τοὺς φιλόχριστους δέ, αὐτὰ ποὺ Τοῦ ἀποδίδουν τιμή. Καὶ ἀναβάλλει νὰ ἀνταποδώσει ὅπως σ' ἐκείνους τὴν ὀργή, ἔτσι σέ μᾶς τὴν ἀγαθότητα• ἐπειδὴ ἴσως σ' ἐκείνους μὲν δίνει καιρὸ μετανοίας, σέ μᾶς δὲ δοκιμάζει τὸν πόθο, ἐὰν δὲν λιποψυχοῦμε καὶ δὲν ἀποκάμουμε στὶς θλίψεις καὶ στοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν εὐσέβεια• ὅπως ἀκριβῶς ὁρίζεται ἀπὸ τὴν θεία οἰκονομία καὶ τὰ ἀνεξιχνίαστα κρίματά Του, μὲ τὰ ὁποία κυβερνᾷ μὲ σοφία τὴ ζωή μας. 

Ὅσα λοιπὸν ἀναφέρονται στὸ Χριστὸ εἶναι αὐτά καὶ τὰ πέρα ἀπ' αὐτὰ θὰ τὰ δοῦμε ἐνδοξότερα [στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν] καὶ μακάρι καὶ μεῖς νὰ φανοῦμε [δοξασμένοι ἀπὸ τὸ Θεό]. 

Ὅσα δὲ ἀναφέρονται στὸ Ἅγιο Πνεῦμα, παρακαλῶ τὸ Πνεῦμα νὰ ἔλθει ἐντός μου καὶ νὰ μοῦ δώσει(4) λόγο ὅσον ἐπιθυμῶ κι' ἂν ὄχι τόσον, ἀλλ' ὅσος ἀπαιτεῖται σ' αὐτὴ τὴν περίπτωση. Πάντως ὅμως θὰ ἔλθει μὲ ἐξουσία δεσποτική, καὶ ὄχι μὲ τρόπο δουλικό, οὔτε περιμένοντας πρόσταγμα, ὅπως νομίζουν μερικοί. Διότι πνέει ὅπου θέλει, καὶ σ' ὅσους θέλει, καὶ ὅποτε καὶ ὅσο θέλει. Μ' αὐτὸν τὸν τρόπο ἐμεῖς ἐμπνεόμαστε νὰ νοοῦμε καὶ νὰ μιλοῦμε γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

ΣΤ. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅσοι Τὸ ὑποβιβάζουν στὴν τάξη τῶν κτισμάτων εἶναι ὑβριστὲς καὶ δοῦλοι κακοὶ κι' ἀπ' τοὺς κακοὺς χειρότεροι. Διότι τῶν κακῶν δούλων εἶναι (γνώρισμα) τὸ νὰ ἀθετοῦν τὴν [θεία] δεσποτεία καὶ νὰ ἐπαναστατοῦν κατὰ τῆς κυριότητας [τοῦ Θεοῦ] καὶ νὰ θεωροῦν ὅμοιο μὲ αὐτοὺς δοῦλο τὸ ἐλεύθερο [Πνεῦμα]. Ὅσοι ὅμως Τὸ πιστεύουν ὡς Θεὸ εἶναι θεοφόρητοι καὶ φωτισμένοι στὸ νοῦ. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ καὶ Τὸ ὁμολογοῦν [ὡς Θεό], ἐὰν μὲν τὸ κάνουν σὲ ἀνθρώπους μὲ εὐσεβὲς φρόνημα, θεωροῦνται μεγάλοι• ἀλλ' ἐὰν τὸ κάνουν σ' ὅσους ἔχουν φρόνημα χθαμαλό, θεωροῦνται ὄχι φρόνιμοι• διότι ἐμπιστεύονται τὸ μαργαριτάρι στὸν πηλὸ [δήλ. τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως σ' ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν τὴν διάθεση νὰ τὴν δεχθοῦν] καὶ σὲ ἀκοὴ ἀσθενικὴ ἦχο βροντῆς καὶ σὲ ἀδύνατους ὀφθαλμοὺς ἡλιακὸ φῶς καὶ στερεὰ τροφὴ σ' ἐκείνους ποὺ πίνουν ἀκόμα γάλα(5). Αὐτοὺς πρέπει νὰ κατευθύνει κανεὶς σιγά-σιγὰ πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ νὰ τοὺς ἀνεβάζει πρὸς τὰ ὑψηλότερα, ὥστε ἀπὸ τὸ φῶς νὰ ζητοῦν [περισσότερο] φῶς καὶ στὴν ἀλήθεια νὰ προσθέτουν ἀλήθεια(6). 

Γι'αὐτὸ κι' ἐμεῖς ἀφήνοντας γιὰ λίγο τὸν τελειότερο λόγο (γιατί δὲν εἶναι ἀκόμα καιρός) ἔτσι θὰ μιλήσουμε πρὸς αὐτούς.

Ζ. Ἄνθρωποί μου, ἐὰν μὲν θεωρεῖτε ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν εἶναι οὔτε ἄκτιστο οὔτε ἄχρονο, αὐτὸ εἶναι καθαρὰ ἐνέργεια τοῦ πονηροῦ πνεύματος• ἐπιτρέψτε στὸ ζῆλο μου νὰ πῶ αὐτὸ τὸ τολμηρό. Ἐὰν ὅμως ἔχετε τόση τουλάχιστον ὑγεία [ψυχῆς], ὥστε ν' ἀποφεύγετε τὴν φανερὴ ἀσέβεια καὶ θέτετε ἔξω ἀπ' τὴν δουλεία Αὐτὸ [τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] ποὺ κι' ἐμᾶς κάνει ἐλευθέρους, ἐξετάστε καὶ σεῖς στὴν συνέχεια μαζὶ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καί μᾶς. Διότι δέχομαι ὅτι σὲ κάποιο βαθμὸ μετέχετε Αὐτοῦ καὶ σεῖς, καὶ στὸ ἑξῆς θὰ συνεξετάσω μέ σᾶς ὡς μὲ οἰκείους πλέον [στὴν πίστη]. Ἤ παραχωρῆστε μου τὸ μέσον μεταξὺ τῆς δουλείας καὶ τῆς δεσποτείας, γιὰ νὰ θέσω ἐκεῖ τὴν ἀξία τοῦ Πνεύματος• ἡ ἐφ' ὅσον ἀποφεύγετε τὴν δουλεία δὲν εἶναι ἄδηλο, ποῦ θὰ τοποθετήσετε αὐτὸ τὸ ὁποῖο ζητοῦμε. Ἀλλὰ στενοχωρεῖσθε γιὰ τὶς συλλαβὲς καὶ σκοντάφτετε ἐπάνω στὸν λόγο καὶ αὐτὸ [τὸ νὰ ὀνομάζει κανεὶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα Θεό] γίνεται γιὰ σᾶς «λίθος προσκόμματος» καὶ «πέτρα σκανδάλου», ἀφοῦ καὶ ὁ Χριστὸς γίνεται γιὰ μερικούς(7). Ἀνθρώπινο εἶναι νὰ πάθει κανεὶς κάτι τέτοιο. Ἂς σταθοῦμε κοντὰ ὁ ἕνας στὸν ἄλλο πνευματικά. Ἂς γίνουμε περισσότερο φιλάδελφοι παρὰ φίλαυτοι. Ἀναγνωρίστε τὴν δύναμη τῆς θεότητας κι' ἐμεῖς θὰ σᾶς δώσουμε τὴν συγκατάθεση γιὰ τὴ λέξη• ὁμολογεῖστε τὴν [θεία] φύση μὲ ἄλλες λέξεις, ποὺ συμπαθεῖτε περισσότερο, κι' ἐμεῖς θὰ σᾶς γιατρέψουμε ὡς ἀσθενεῖς• ἀφοῦ ὑποκλέψουμε μὲ τρόπο αὐτὰ πού σᾶς εἶναι εὐχάριστα. Διότι εἶναι ἄξιο ντροπῆς καὶ ἀρκετὰ παράλογο, ἐνῶ εἶστε εὔρωστοι στὴν ψυχή, νὰ δείχνετε μιά νοσηρὴ μικρολογία γύρω ἀπ' τὶς λέξεις καὶ νὰ κρύβετε τὸν θησαυρὸ [τῆς ἀλήθειας], ἀκριβῶς σὰν νὰ φθονεῖτε τοὺς ἄλλους ἤ νὰ φοβᾶστε μήπως ἁγιάσετε καὶ τὴν γλῶσσα σας [μὲ τὴν ὁμολογία τῆς θεότητας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος]. Ἀκόμα δὲ πιὸ ἄξιο ντροπῆς γιὰ μᾶς εἶναι νὰ πάθουμε αὐτὸ ποὺ κατηγοροῦμε, καὶ ἐνῷ καταδικάζουμε τὴν μικρολογία στοὺς ἄλλους, νὰ μικρολογοῦμε ἐμεῖς γύρω ἀπ' τὰ γράμματα(8).

Η. Ὁμολογεῖστε, ἄνθρωποί μου, ὅτι μιᾶς θεότητας εἶναι ἡ Ἁγία Τριάς, ἤ, ἂν θέλετε, μιᾶς φύσεως. Κι' ἐμεῖς θὰ ζητήσουμε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γιὰ σᾶς καὶ τὴ λέξη Θεός. Διότι γνωρίζω καλὰ ὅτι Ἐκεῖνος ποὺ ἔδωσε τὸ πρῶτο [τὴν πίστη στὸ ὁμοούσιό τοῦ Υἱοῦ] θὰ δώσει καὶ τὸ δεύτερο [καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος] καὶ μάλιστα, ὅταν τὸ ζήτημα γιὰ τὸ ὁποῖο ἀντιλέγουμε εἶναι μιά πνευματικὴ δειλία καὶ ὄχι διαβολικὴ ἐναντίωση. 

Θὰ τὸ πῶ ἀκόμα πιὸ καθαρὰ καὶ πιὸ σύντομα. Μήτε σεῖς ν' ἀποδώσετε σέ μᾶς εὐθύνη γιὰ τὸν ὑψηλότερο λόγο ποὺ χρησιμοποιοῦμε (διότι δὲν ὑπάρχει κανένας φθόνος τῶν ἄλλων μήπως ἀνέβουν), οὒτ' ἐμεῖς θὰ σᾶς κατηγορήσουμε γιὰ τὸν μέχρι τώρα δικό σας «προσιτό», ἐφ' ὅσον κι' ἀπὸ διαφορετικὸ δρόμο ὁδηγεῖστε πρὸς τὸ ἴδιο [πνευματικό] κατάλυμα. Διότι δὲν ζητοῦμε νὰ νικήσουμε, ἀλλὰ νὰ σᾶς προσλάβουμε ὡς ἀδελφούς, ποὺ γιὰ τὸν χωρισμό σας ἀπό μᾶς σπαραζόμαστε ἀπ' τὴ λύπη. Αὐτὰ [λέγουμε] πρὸς ἐσᾶς, ποὺ ὑγιαίνετε ὡς πρὸς τὴν πίστη σας γιὰ τὸν Υἱό, ποὺ βρίσκουμε μέσα σας κάποια δύναμη ζωῆς [πνευματικῆς]• αὐτῶν ποὺ ἂν καὶ θαυμάζουμε τὸν τρόπο τῆς ζωῆς, δὲν ἐπαινοῦμε ἐξ ὁλοκλήρου τὸν λόγο. Σεῖς ποὺ ἔχετε τὰ ἔργα τοῦ Πνεύματος, ἀποκτεῖστε καὶ τὸ Πνεῦμα, γιὰ νὰ μὴ «ἀθλῆτε» μόνο, ἀλλὰ καὶ «νομίμως», ἀπ' ὅπου καὶ ὁ στέφανος(9). Αὐτὸς ὁ μισθὸς εὔχομαι νὰ σᾶς δοθεῖ γιὰ τὴν πολιτεία σας, νὰ ὁμολογήσετε δηλαδὴ τὴν πίστη σας στὸ Ἅγιο Πνεῦμα κατὰ τρόπο τέλειο καὶ νὰ Τὸ κηρύξετε [ὡς θεὸ ἀληθινό] μαζὶ μέ μᾶς καὶ περισσότερο ἀπό μᾶς ὅσο εἶναι ἄξιο. Τολμῶ κάτι καὶ μεγαλύτερο γιὰ σᾶς νὰ πῶ τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου. Τόσο πολύ σᾶς ἀγαπῶ, καὶ τόσο πολὺ εὐλαβοῦμαι σὲ σᾶς αὐτὴ τὴν κόσμια περιβολὴ καὶ τὸ χρῶμα τῆς ἐγκράτειας καὶ τὰ ἱερὰ αὐτὰ τάγματα καὶ τὴν σεμνὴ παρθενία καὶ τὸν ἁγνισμὸ καὶ τὴν ὁλονύκτια ψαλμῳδία καὶ τὴν φιλοπτωχία καὶ φιλαδελφία καὶ φιλοξενία, ὥστε καὶ ἀνάθεμα [χωρισμένος] ἀπὸ τὸν Χριστὸ νὰ εἶμαι δέχομαι καὶ ὁ,τιδήποτε νὰ πάθω ὡς καταδικασμένος• ἀρκεῖ νὰ θελήσετε νὰ σταθεῖτε μαζί μας καὶ νὰ θελήσετε νὰ δοξάσουμε ἑνωμένοι τὴν Ἁγία Τριάδα(10). Διότι γιὰ τοὺς ἄλλους [ποὺ δὲν ὁμολογοῦν τὸ ὁμοούσιό τοῦ Υἱοῦ] τί πρέπει νὰ ποῦμε, τοὺς φανερὰ πεθαμένους [στὴν ψυχή] (ποὺ μόνο ὁ Χριστὸς ποὺ ζωοποιεῖ τοὺς νεκροὺς μπορεῖ ν' ἀναστήσει σύμφωνα μὲ τὴ δύναμη ποὺ ἔχει), οἱ ὁποῖοι κακῶς διαχωρίζονται κατὰ τὸν τόπο, ἐνῷ συνδέονται μὲ τὸ λόγο, καὶ τόσο πολὺ φιλονεικοῦν μεταξὺ τους ὅσο οἱ ἀλλοίθωροι ὀφθαλμοί, ποὺ βλέπουν ἕνα πρᾶγμα καὶ δὲν συμφωνοῦν ὄχι ὡς πρὸς τὴν ὄψη ἀλλ' ὡς πρὸς τὴν θέση. Ἂν βέβαια πρέπει νὰ τοὺς κατηγορήσει κανεὶς γιὰ ἀλλοιθωρισμό, καὶ ὄχι ὅμως γιὰ τύφλωση. Ἀφοῦ ἀνέπτυξα ὅσο ἔπρεπε αὐτὰ ποὺ ἔχουν σχέση μέ σᾶς, ἂς ἐπανέλθουμε πάλι πρὸς τὸ Πνεύμα• πιστεύω ὅτι καὶ σεῖς τώρα θὰ παρακολουθήσετε.

Θ. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πάντοτε ὑπῆρχε καὶ ὑπάρχει καὶ θὰ ὑπάρχει, δὲν ἔχει οὔτε ἀρχὴ οὔτε τέλος, ἀλλ' εἶναι πάντοτε ἑνωμένο καὶ ἀριθμεῖται μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό. Διότι δὲν θὰ ἅρμοζε ποτὲ νὰ ἐλλείπει ὁ Υἱὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα ἤ τὸ Πνεῦμα ἀπὸ τὸν Υἱό, ἐπειδὴ θὰ ἦταν σὲ μέγιστο βαθμὸ ἄδοξη ἡ θεότητα, σὰν ἀπὸ μεταμέλεια ἀκριβῶς νὰ ἦλθε σὲ συμπλήρωση γιὰ νὰ γίνει τέλεια. [Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] λοιπὸν πάντοτε καὶ αἰώνια μεταλαμβάνεται [μὲ τὶς θεῖες ἐνέργειές Του], δὲν μεταλαμβάνει• ὁδηγεῖ στὴν τελείωση [τοὺς ἀνθρώπους], δὲν τελειώνεται• παρέχει τὴν πνευματικὴ πλήρωση, δὲν ἔχει ἀνάγκη πληρώσεως• ἁγιάζει, δὲν ἁγιάζεται• κάνει [τοὺς ἀνθρώπους] θεούς, δὲν θεώνεται αὐτὸ πρὸς Ἑαυτό, καὶ πρὸς ἐκείνους μὲ τοὺς ὁποίους εἶναι ἑνωμένο, εἶναι πάντοτε τὸ ἴδιο καὶ ἀπαράλλακτο• ἀόρατο, ἄχρονο, ἀχώρητο, ἀναλλοίωτο, ὑπεράνω ἀπὸ κάθε ἔννοια ποιότητας, ποσότητας καὶ μορφῆς, ἀψηλάφητο, κινούμενο ἀφ' Ἑαυτοῦ, κινούμενο συνεχῶς, ἔχοντας ἀφ' Ἑαυτοῦ ἐξουσία, ἔχοντας ἀφ' Ἑαυτοῦ δύναμη, παντοδύναμο (ἂν καὶ ὡς πρὸς τὴν πρώτη ἀρχή, ὅπως ἀκριβῶς ὅλα τὰ ἀναφερόμενα εἰς τὸν Μονογενῆ Υἱό, ἔτσι καὶ τοῦ Πνεύματος ἀνάγεται [εἰς τὸν Θεὸ Πατέρα]). Εἶναι ζωὴ καὶ πρόξενος ζωῆς, τὸ φῶς καὶ χορηγεῖ φῶς, ἀφ' Ἑαυτοῦ ἀγαθὸ καὶ πηγὴ ἀγαθότητας. Πνεῦμα εὐθές, ἡγεμονικό, κύριο [καλεῖ καί] ἀποστέλλει [τοὺς ἄξιους, ὅπως ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱός], θέτει ὅρια [σὲ ὅλη τὴν κτίση] κάνει τοὺς ἀνθρώπους ναοὺς οἴκους Του, ὁδηγεῖ, ἐνεργεῖ ὅπως θέλει, διανέμει χαρίσματα. Εἶναι Πνεῦμα υἱοθεσίας [κάνει τοὺς ἀνθρώπους υἱοὺς τοῦ Θεοῦ], ἀληθείας, σοφίας, συνέσεως, γνώσεως, εὐσέβειας, βουλῆς, δυνάμεως, φόβου [θείου], ὅσων ἔχουν ἀπαριθμηθεῖ. Διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γνωρίζεται ὁ Πατὴρ καὶ δοξάζεται ὁ Υἱός, καὶ ἀπὸ Αὐτοὺς μόνο γνωρίζεται Αὐτό, εἶναι δηλαδὴ τὰ τρία πρόσωπα ἕν, μία εἶναι ἡ λατρεία καὶ ἡ προσκύνηση [ποὺ προσφέρεται], μία ἡ δύναμη, ἡ τελειότητα, ἕνας ὁ ἁγιασμὸς [ποὺ παρέχεται]. Καὶ γιατί νὰ μακρολογῶ; Ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ, εἶναι τοῦ Υἱοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀγεννησία. Ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Υἱός, εἶναι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν γέννηση. Αὐτὰ (τὰ ἰδιώματα), ὅσο βέβαια μπορῶ νὰ ἐκφρασθῶ μὲ τὸν λόγο μου, δὲν ξεχωρίζουν οὐσίες, ἀλλ' ὁρίζουν τὴν μία καὶ ἑνιαία οὐσία τῆς θεότητας.

Ι. Στενοχωρεῖσαι γιὰ τὶς ἀντιθέσεις (πού χρησιμοποίησα); Ἐγὼ ὅμως γιὰ τὸ μῆκος τοῦ λόγου. Τίμησε λοιπὸν τὴν (σημερινή) ἡμέρα τοῦ Πνεύματος• συγκράτησε λίγο τὴ γλῶσσα, ἂν γίνεται. Γιὰ ἄλλες γλῶσσες γίνεται ὁ λόγος• αὐτὲς εὐλαβήσου ἤ φοβήσου, πύρινες καθὼς φαίνονται. Σήμερα ἂς ὑψώσουμε μ' εὐλάβεια ὅλο μας τὸν νοῦ στὸ θεῖο μυστήριο [τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος], ἂς κάνουμε αὔριο ἀνάλυση λέξεων σήμερα ἂς ἑορτάσουμε [μὲ κατάνυξη], ἂς εἰπωθεῖ κάτι ἄξιο ντροπῆς [ἀπὸ τοὺς ἀντιλέγοντες] αὔριο. Αὐτὰ γίνονται μὲ τρόπο μυστικὸ [στὸ ταμεῖο τῆς ψυχῆς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ], ἐκεῖνα γίνονται μὲ τρόπο πομπώδη [ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων]• αὐτὰ γίνονται στὶς ἐκκλησίες, ἐκεῖνα στὶς ἀγορές• αὐτὰ ἁρμόζουν σὲ ἀνθρώπους σώφρονες καὶ νηφάλιους, ἐκεῖνα σὲ ἀνθρώπους ποὺ μεθοῦν αὐτὰ εἶναι ὅσων ἐνεργοῦν μὲ σοβαρότητα [ὅση ἀξίζει στὸ μεγάλο μυστήριο], ἐκεῖνα ὅσων παίζουν κατὰ τοῦ Πνεύματος. Ἀφοῦ λοιπὸν ἁπαλλαγήκαμε ἀπ' ὅ,τι εἶναι ἀλλότριο [τῆς εὐσεβείας], ἂς καταρτίσουμε τὸ δικό μας [τὸ λόγο περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος].

ΙΑ. Αὐτὸ [τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] ἐνεργοῦσε πρὶν ἀπ' ὅλα στὶς ἀγγελικὲς καὶ οὐράνιες δυνάμεις, σ' ὅσες εἶναι πρῶτες μετὰ τὸ Θεὸ καὶ σ' ὅσες εἶναι κοντὰ στὸ Θεό. Διότι ἡ τελείωση καὶ ἡ ἔλλαμψη σ' αὐτὲς καὶ ἡ δυσκινησία ἤ ἡ ἀκινησία τους πρὸς τὸ κακὸ δὲν εἶναι ἀπὸ ἄλλη αἰτία, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ἔπειτα [ἐνεργοῦσε] στοὺς Πατέρες καὶ τοὺς Προφῆτες. Ἀπ' αὐτοὺς οἱ μὲν εἶχαν θέα τοῦ Θεοῦ ἤ Τὸν ἐγνώρισαν [μὲ ἀποκάλυψη], οἱ δὲ προγνώρισαν καὶ τὸ μέλλον, μὲ τὸ νὰ σχηματίζει τὸ Πνεῦμα εἰκόνες στὸ νοῦ τους καὶ σὰν νὰ ἦσαν παρόντες συναναστρεφόμενοι ὅσα ἐπρόκειτο νὰ πραγματοποιηθοῦν στὸ μέλλον. Τέτοια εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Πνεύματος. Ἔπειτα [ἐνεργοῦσε] στοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ (διότι δὲν λέγω γιὰ τὸ Χριστό, στὸν Ὁποῖο παρευρίσκετο [τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] ὄχι ὡσὰν νὰ ἐνεργοῦσε, ἀλλ' ὡς συμπαρευρισκόμενο σὲ ὁμότιμη σχέση [μὲ Αὐτό])• καὶ σ' αὐτοὺς κατὰ τρεῖς τρόπους, στὸ μέτρο ποὺ μποροῦσαν νὰ Τὸ δεχθοῦν, καὶ κατὰ τρεῖς καιρούς: πρὶν νὰ δοξασθεῖ ὁ Χριστὸς μὲ τὸ πάθος Του• ἀφοῦ δοξάσθηκε μὲ τὴν Ἀνάσταση• καὶ μετὰ τὴν Ἄνοδό Του στοὺς οὐρανοὺς ἤ τὴν ἀποκατάσταση, ἤ ὅπως καὶ πρέπει νὰ τὴν ὀνομάσουμε, φανερώνει δὲ [τὴν ἐνέργεια αὐτή] ἡ πρώτη θεραπεία καὶ κάθαρση ἀπὸ τὶς ἀσθένειες καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα, ἡ ὁποία βέβαια δὲν γινόταν χωρὶς τὸ Ἅγιο Πνεύμα• καὶ τὸ ἐμφύσημα [τοῦ Κυρίου στὰ πρόσωπα τῶν μαθητῶν Του] μετὰ τὴν τελείωση τῆς [ἐνσάρκου] οἰκονομίας, ποὺ εἶναι φανερὰ προσθήκη περισσοτέρας χάριτος• καὶ τώρα ὁ διαμερισμὸς τῶν πύρινων γλωσσῶν, ποὺ πανηγυρίζουμε. Ἀλλὰ τὸ πρῶτο ἔγινε ἀμυδρὰ• τὸ δεύτερο, πιὸ φανερὰ• καὶ τὸ [τρίτο] τώρα, τελειότερα ... Καὶ δὲν παρίσταται τώρα [τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] κατὰ τὴν ἐνέργεια, ὅπως πρωτύτερα, ἀλλὰ κατὰ τὴν οὐσία , ἤ ὅπως ἀλλιῶς θὰ μποροῦσε νὰ τὸ πεῖ κανείς, καὶ μένοντας μαζί τους καὶ μέσα τους [στοὺς ἁγίους ἀποστόλους] βοηθὸς καὶ παραστάτης στὸ ἔργο τους(11). Διότι ἔπρεπε, ἀφοῦ ὁ Υἱὸς συνανεστράφη μέ μᾶς σωματικά, καὶ Αὐτὸ νὰ φανερωθεῖ σωματικά(12)• καὶ ἀφοῦ ἐπανῆλθε πρὸς Ἑαυτὸν ὁ Χριστός, Ἐκεῖνο νὰ κατέλθει πρὸς ἐμᾶς• καὶ ἔρχεται μὲν ὡς Κύριο, «πέμπεται» [ἀποστέλλεται] δὲ ὄχι ὡς κατώτερο. Διότι οἱ λέξεις αὐτὲς [ἔρχεται, πέμπεται] φανερώνουν ἐξ ἴσου τὴν ἑνότητα καὶ ὁμοτιμία [τῶν προσώπων] παρὰ χωρίζουν τὶς φύσεις.

ΙΒ. Διὰ τοῦτο μετὰ τὸ Χριστὸ μὲν [κατέρχεται τὸ Ἅγιον Πνεῦμα] γιὰ νὰ μή μᾶς λείπει Παράκλητος [Παρήγορος]• «Ἄλλος» δέ, γιὰ νὰ ἔχεις στὸ νοῦ σου τὴν ὁμοτιμία. Διότι τὸ «ἄλλος» σημαίνει ἄλλος ἀκριβῶς ὅπως ἐγὼ γίνεται. Τοῦτο δὲ σημαίνει κοινὴ δεσποτεία καὶ ὄχι ὑποτίμηση. Διότι ἐγὼ ξέρω καλὰ ὅτι τὸ «ἄλλος» λέγεται ὄχι γιὰ διαφορετικὰ πράγματα, ἀλλὰ τῆς ἰδίας οὐσίας. Μὲ μορφὴ γλωσσῶν δὲ [κατῆλθε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] ἐξ αἰτίας τῆς συγγενείας πρὸς τὸ Λόγο. Πύρινων δέ, καὶ ἀναζητῶ γιὰ ποιό ἀπ' τὰ δυό: γιὰ τὴν κάθαρση (διότι μιλοῦμε γιὰ πῦρ - φωτιὰ - πού καθαρίζει, ὅπως μποροῦν ἀπὸ παντοῦ νὰ μάθουν ὅσοι θέλουν) ἤ γιὰ τὴν οὐσία; Διότι ὁ Θεός μας εἶναι πῦρ [κατὰ μίαν εἰκόνα τῆς ἀπροσίτου θείας οὐσίας] καὶ «πῦρ καταναλίσκον» [φωτιὰ ποὺ κατακαίει καὶ ἀφανίζει] τὴ μοχθηρία, [καὶ τὸ λέω] ἔστω κι' ἂν ἀγανακτεῖς πάλι, διότι στενοχωρεῖσαι γιὰ τὸ ὁμοούσιο [ποὺ ἀποδίδω στὸ Ἅγιον Πνεῦμα]. Καὶ ἐχωρίστηκαν [οἱ γλῶσσες] διότι τὰ χαρίσματα [ποὺ ἐχορήγησε] ἦταν πολλὰ καὶ διάφορα• ἐκάθισαν δέ, ἐπειδὴ ἡ ἐξουσία Του εἶναι βασιλική, καὶ ἐπειδὴ ἀναπαύεται εἰς τοὺς ἁγίους• ἀφοῦ καὶ τὰ χερουβεὶμ εἶναι θρόνος τοῦ Θεοῦ. Στὸ ὑπερῷο δὲ (ἂν δὲν θεωρηθῶ ὅτι καταβάλλω μάταιο κόπο κάπως περισσότερο ἀπ' ὅ,τι πρέπει) διότι θὰ ἀνέβαιναν καὶ θὰ ὑψώνονταν ἀπὸ χάμω (πνευματικά) αὐτοὶ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ Τὸ δεχθοῦν ἀφοῦ καὶ μὲ θεῖα ὕδατα [Ἀγγελικὲς δυνάμεις] στεγάζονται οὐράνια ὑπερῷα [ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ] καὶ ὑμνεῖται ὁ Θεός(13). Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐπίσης στὸ ὑπερῷο συμμετέχει στὸ μυστήριο [τῆς Θείας Εὐχαριστίας] μὲ αὐτοὺς ποὺ μυοῦνται στὰ ὑψηλότερα, γιὰ νὰ παρασταθεῖ αὐτό, ὅτι ἀφ' ἑνὸς μὲν πρέπει ὁ Θεὸς νὰ κατέβει λίγο πρὸς ἐσᾶς, πρᾶγμα ποὺ ξέρω ὅτι ἔγινε παλαιότερα στὸν Μωυσῆ, ἀφ' ἑτέρου δὲ πρέπει ἐμεῖς ν' ἀνέβουμε καὶ ἔτσι νὰ γίνει [δυνατή] ἡ κοινωνία τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ν' ἀναμειχθεῖ δηλαδὴ ἡ [ὑπερτελεία] ἀξία [τῆς θεότητας μὲ τὴν μηδαμινότητα τῆς ἀνθρωπότητας]. Ἐφ' ὅσον ὅμως [τὸ θεῖο καὶ τὸ ἀνθρώπινο] μένουν τὸ μὲν στὴν οἰκεία περιωπή, τὸ δὲ στὴν ταπείνωση, παραμένει ἄμικτη ἡ ἀγαθότης [τοῦ Θεοῦ] καὶ ἡ φιλανθρωπία Του ἀκοινώνητη [ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο]• καὶ ὑπάρχει μεταξὺ των χάσμα μεγάλο καὶ ἀδιαπέραστο, ποὺ ἐμποδίζει ὄχι μόνο τὸν πλούσιο ἀπὸ τὸν Λάζαρο καὶ τοὺς ἐπιθυμητοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, ἀλλὰ [ὅλη] τὴν κτιστὴ καὶ ρευστὴ φύση, ἀπὸ τὴν ἄκτιστη καὶ ἀμετάβλητη.

ΙΓ. Αὐτὸ [τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] κηρύχθηκε μὲν ἀπὸ τοὺς προφῆτες, ὅπως στὸ «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ' ἐμέ»• καί, θ' ἀναπαυθοῦνε ἐπ' αὐτὸν ἑπτὰ Πνεύματα• καὶ «κατέβηκε Πνεῦμα ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ ὁδήγησε αὐτούς»• καί, Πνεῦμα ἐπιστήμης ποὺ ἐγέμισε τὸν Βεσελεὴλ τὸν ἀρχιτέκτονα τῆς σκηνής• καί, Πνεῦμα ποὺ παροργίζεται καί, Πνεῦμα ποὺ ἐσήκωσε ψηλὰ τὸν Ἠλία μέσα σὲ ἅρμα καὶ ποὺ ὁ Ἐλισσαῖος ἐζήτησε διπλάσιο• καί, Πνεῦμα ἀγαθὸ καὶ ἡγεμονικὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὁ Δαβὶδ ὁδηγήθηκε καὶ στηρίχτηκε. Τὸ ὑποσχέθηκε δὲ [ὁ Θεός], προηγουμένως μὲν μὲ τὸν προφήτη Ἰωήλ: «Καὶ στὶς ἔσχατες ἡμέρες [ὅταν θὰ ἔλθει ὁ Μεσσίας] λέγοντας (ὁ Θεὸς ὅτι θὰ συμβεῖ τοῦτο) θὰ ἐκχύσω χαρίσματα ἀπὸ τὸ Πνεῦμα μου εἰς ὅλους τούς ἀνθρώπους (ποὺ πιστεύουν δηλαδή) καὶ εἰς τοὺς υἱούς σας καὶ εἰς τάς θυγατέρας σας» καὶ τὰ ἑξῆς. Ὁ Ἰησοῦς δὲ ὕστερα, ὁ Ὁποῖος δοξάζεται [ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] καὶ ἀντιδοξάζει [Αὐτό], ὅπως καὶ τὸν Πατέρα καὶ [δοξάζεται] ἀπὸ τὸν Πατέρα. Καὶ ἡ ὑπόσχεση [τοῦ Χριστοῦ], ὡς πλούσια, βεβαιώνει ὅτι [τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] θὰ μένει μὲ τοὺς πιστοὺς αἰώνια, δηλαδὴ τώρα μὲ τοὺς ἄξιους σὲ κάθε καιρό, ὕστερα δὲ μ' ἐκείνους ποὺ ἀξιώνονται [νὰ κληρονομήσουν] τὰ ἐκεῖ [ἀγαθά], ὅταν φυλάξουμε Αὐτὸ ὁλόκληρο μὲ τὴν [ἐνάρετη] ζωή μας, καὶ δὲν χωρισθοῦμε [ἀπὸ Αὐτό] τόσο, ὅσο ἁμαρτάνουμε.

ΙΔ. Αὐτὸ τὸ Πνεῦμα συνδημιουργεῖ μὲν μὲ τὸν Υἱὸ καὶ τὴν κτίση καὶ τὴν ἀνάσταση. Καὶ ἂς σὲ πείσει τὸ «Μὲ τὸ Λόγο τοῦ Κυρίου ἔγιναν καὶ ἐστερεώθηκαν οἱ οὐρανοί, καὶ μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ στόματός Του ἐδημιουργήθηκε τὸ ἀμέτρητο πλῆθος τῶν ἀστέρων»• «τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μὲ ἐδημιούργησε, ἡ πνοὴ δὲ τοῦ Παντοκράτορος μὲ διδάσκει»• καὶ πάλι• «θὰ ἐξαποστείλεις τὸ [ζωοποιό] Πνεῦμα Σου, καὶ θὰ κτισθοῦν [ἀναδημιουργηθοῦν] καὶ [ἔτσι] θὰ ἀνακαινίσεις τὸ πρόσωπο τῆς γῆς». Δημιουργεῖ δὲ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση• καὶ ἂς σὲ πείσει τὸ ὅτι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἰδεῖ ἤ νὰ λάβει τὴν βασιλεία [τῶν οὐρανῶν], ἂν δὲν «γεννηθεῖ ἄνωθεν» [ἀναγεννηθεῖ πνευματικά] ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ δὲν καθαρισθεῖ ἀπὸ τὴν προηγούμενη [κατὰ σάρκα] γέννηση. Αὐτὴ [ἡ πνευματικὴ ἀναγέννηση] ἡ ὁποία εἶναι μυστήριο ποὺ φανερώθηκε τὴ νύκτα [ἀπὸ τὸν Κύριο στὸ Νικόδημο] συντελεῖται μὲ τὴν διάπλαση [τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ κάνει τὸν πιστὸ κοινωνό] τοῦ θείου φωτὸς και τῆς θείας ἡμέρας, τὴν ὁποία καθένας δέχεται μέσα του [καὶ μὲ τὴν δική του πνευματικὴ ἐργασία]. Αὐτὸ τὸ Πνεῦμα (διότι εἶναι σὲ ἄπειρο βαθμὸ σοφὸ καὶ φιλάνθρωπο), ἂν λάβει ποιμένα προβάτων τὸν κάνει θεόπνευστο ψαλμῳδό, ποὺ μὲ τὴν ψαλμῳδία του ἀπομακρύνει τὰ πονηρὰ πνεύματα, καὶ τὸν ἀναδεικνύει βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ. Ἂν πάρει αἰγοβοσκὸ ποὺ χαράζει συκομορέες, τὸν κάνει προφήτη. Θυμήσου τὸν Δαβὶδ καὶ τὸν Ἀμῶς. Ἂν πάρει νεανίσκο εὐφυῆ, τὸν κάνει κριτὴ πρεσβυτέρων καὶ προχωρημένων στὴν ἡλικία. Αὐτὸ μαρτυρεῖ ὁ Δανιήλ, ποὺ ἐνίκησε λέοντες μέσα στὸ λάκκο. Ἂν βρεῖ ἁλιεῖς, τοὺς πιάνει μὲ τὴν σαγήνη [τῆς χάριτος] ὁδηγώντας τους στὸν Χριστὸ καὶ τοὺς κάνει ἱκανοὺς νὰ συλλαμβάνουν ὅλον τὸν κόσμο μὲ τὴν πλοκὴ τοῦ λόγου. Νὰ ἐννοήσεις τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἀνδρέα καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς βροντῆς [Ἰωάννη καὶ Ἰάκωβο], ποὺ ἐβρόντησαν τὰ πνευματικά. Ἐὰν [πάρει] τελῶνες, τοὺς κερδίζει στὴ μαθητεία [τοῦ Χριστοῦ] καὶ δημιουργεῖ ἐμπόρους ψυχῶν. Τὸ λέει ὁ Ματθαῖος, ὁ χθὲς τελώνης καὶ σήμερα εὐαγγελιστής. Ἐὰν [πάρει] διῶκτες θερμούς, μεταθέτει τὸν ζῆλο τους καὶ κάνει Παύλους ἀντὶ Σαύλων, καὶ τόσο πολύ [τούς ἀνυψώνει] πρὸς τὴν εὐσέβεια, ὅσο ἦταν στὴν κακία ποὺ τοὺς βρῆκε. Αὐτὸ εἶναι καὶ Πνεῦμα πραότητας• καὶ ὀργίζεται γι'αὐτοὺς ποὺ ἁμαρτάνουν. Γι' αὐτὸ λοιπὸν ἂς γνωρίσουμε Αὐτὸ ὡς πρᾶο καὶ ὄχι ὀργιζόμενο, ὁμολογώντας τὴν ἀξία Του [ὡς Θεοῦ] καὶ ἀποφεύγοντας κάθε βλάσφημο λόγο, καὶ ἂς μὴ θελήσουμε νὰ τὸ ἰδοῦμε νὰ ὀργίζεται γιὰ ἁμαρτία ποὺ εἶναι ἀσυγχώρητη [τὴν βλασφημία εἰς Αὐτό]. Αὐτὸ [τὸ Ἅγιο Πνεῦμα] κάνει κι' ἐμένα σήμερα τολμηρὸ κήρυκα σὲ σᾶς• ἐὰν μὲν χωρὶς νὰ πάθω τίποτε, ἡ χάρη, στὸν Θεὸ• ἐὰν δὲ πάθω, καὶ πάλι χάρη• τὸ μὲν [πρῶτο], γιὰ νὰ λυπηθεῖ [ὁ Θεός] αὐτοὺς πού μᾶς μισοῦν τὸ δέ, γιὰ νὰ μᾶς ἁγιάσει, μὲ τὸ νὰ πάρουμε τὸν μισθὸ αὐτὸ τῆς ἱερουργίας τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ νὰ τελειωθοῦμε δηλαδὴ μὲ τὸ αἷμα μας(14).

ΙΕ. Μιλοῦσαν μὲν λοιπὸν [οἱ Ἀπόστολοι] ξένες γλῶσσες καὶ ὄχι τὶς πατρικές τους, καὶ τὸ θαῦμα εἶναι μεγάλο, νὰ μιλοῦν ἄνθρωποι γλῶσσα ποὺ δὲν ἔμαθαν καὶ αὐτὸ τὸ σημεῖο [θαῦμα] εἶναι γιὰ τοὺς ἀπίστους, ὄχι γι' αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν, γιὰ νὰ εἶναι κατήγορο τῶν ἀπίστων, ὅπως ἔχει γραφτεῖ• «Ὅτι μὲ ἀνθρώπους ποὺ μιλοῦν ξένες γλῶσσες καὶ μὲ χείλη ξένων λαῶν θὰ ὁμιλήσω πρὸς τὸ λαὸ αὐτόν, ἀλλ' οὔτε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ μὲ ἀκούσουν, λέγει ὁ Κύριος». Ἄκουγαν δὲ [ὅσοι ἦσαν τότε στὰ Ἱεροσόλυμα]. Ἐδῶ σταμάτησε λίγο καὶ διερωτήσου, πῶς θὰ διαιρέσεις τὸν λόγο. Διότι ἔχει κάτι τὸ ἀμφίβολο ἡ λέξη [«ἤκουον»] τὸ ὁποῖο διαχωρίζεται μὲ τὴν τελεία. Ἄρα, δηλαδή, ἄκουγαν ὁ καθένας στὴ δική του γλῶσσα, φερ' εἰπεῖν σὰν νὰ ἠχεῖ δυνατὰ μιά φωνή, καὶ ν' ἀκούγονται πολλές, μὲ τὸ νὰ πάλλεται ἔτσι ὁ ἀέρας καί, γιὰ νὰ τὸ πῶ σαφέστερα, μὲ τὸ νὰ γίνεται ἡ φωνὴ φωνές; Ἤ πρέπει νὰ σταματήσουμε στὸ «ἤκουον», τὸ δὲ «Λαλούντων» στὶς δικές τους γλῶσσες νὰ τὸ προσθέσουμε στὰ ἑπόμενα, γιὰ νὰ εἶναι: «Καθὼς μιλοῦσαν γλῶσσες», τὶς δικὲς των, αὐτῶν ποὺ ἀκούγανε, ποὺ σημαίνει ξένες• πρὸς τοῦτο δὲ καὶ μᾶλλον τάσσομαι. Διότι μὲ ἐκεῖνον μὲν τὸν τρόπο τὸ θαῦμα θὰ ἦταν ἐκείνων ποὺ ἄκουγαν μᾶλλον παρὰ ἐκείνων ποὺ μιλοῦσαν. Μὲ αὐτὸν δὲ τὸν τρόπο ἐκείνων ποὺ μιλοῦσαν οἱ ὁποῖοι καὶ κατηγορήθηκαν γιὰ μέθη, εἶναι φανερὸ ὅτι μὲ τὸ νὰ θαυματουργοῦν αὐτοὶ ὡς πρὸς τὶς γλῶσσες μὲ τὴν δύναμη τοῦ Πνεύματος.

ΙΣΤ. Πλὴν εἶναι μὲν ἄξια νὰ ἐξυμνεῖται καὶ ἡ παλαιὰ διαίρεση τῶν γλωσσῶν (ὅταν οἰκοδομοῦσαν τὸν πύργο ἐκεῖνοι ποὺ συμφώνησαν κακῶς καὶ ἀθέως, ὅπως καὶ ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς τολμοῦν μερικοί)• διότι μὲ τὸ νὰ διαλυθεῖ ἡ ὁμογνωμοσύνη μαζὶ μὲ τὸ σχίσιμο (διαφορά) τῆς γλώσσας, σταμάτησε τὸ ἐγχείρημα. Περισσότερο ὅμως πρέπει νὰ ἐξυμνεῖται αὐτή [ἡ διαίρεση] ποὺ θαυματουργεῖται σήμερα. Διότι ἀφοῦ διαλύθηκε [ἡ γλῶσσα] ἀπὸ τὸ ἕνα Πνεῦμα σὲ πολλούς, συνάγεται πάλι σὲ μία ἁρμονία. Καὶ ὑπάρχει διαφορὰ χαρισμάτων, [στὴν γλωσσολαλία] ποὺ χρειάζεται ἄλλο χάρισμα γιὰ νὰ διακρίνεται τὸ περισσότερο ὠφέλιμο [γιὰ τὴν σύναξη τῶν πιστῶν]• ἐπειδὴ ὅλες οἱ γλῶσσες εἶναι ἐπαινετές. Καλὴ δὲ θὰ λεγόταν καὶ ἐκείνη, γιὰ τὴν ὁποία λέει ὁ Δαβίδ• «Καταπόντισε, Κύριε, καὶ καταμοίρασε τὶς γλῶσσες τους». Γιατί; «Διότι ἀγάπησαν ὅλους τους λόγους ποὺ καταποντίζουν [τοὺς ἀνθρώπους] γλῶσσα δόλια»• φανερὰ σχεδὸν κατηγορώντας αὐτὲς τὶς γλῶσσες ἐδῶ, ποὺ χωρίζουν τὴν θεότητα [μὲ τὸ νὰ μὴ ὁμολογοῦν τὴν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος]. Αὐτὰ λοιπὸν καὶ ἀρκετά.

ΙΗ. Ἐμεῖς μὲν πρέπει νὰ ἀπολύσουμε τὴν σύναξη (διότι ἦταν ἀρκετὸς ὁ λόγος), τὴν πανήγυρη ὅμως οὐδέποτε. Ἀλλ' εἶναι ἀνάγκη νὰ ἑορτάσουμε, τώρα μὲν καὶ σωματικὰ [συμμετέχοντας στὰ τελούμενα], ὕστερα δὲ ἀπὸ λίγο ἐντελῶς πνευματικὰ [σὲ ἡσυχία μὲ πνευματικὴ μελέτη καὶ νοερὰ προσευχή]• ὅπου καὶ τοὺς λόγους αὐτῶν [τῶν ὑμνῳδῶν] θὰ κατανοήσουμε καθαρότερα καὶ σαφέστερα, ἑνωμένοι μὲ Αὐτὸν τὸ Λόγο καὶ Θεὸ καὶ Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, τὴν ἀληθινὴ ἑορτὴ καὶ ἀγαλλίαση τῶν σωζομένων μὲ τὸν Ὁποῖο ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ στὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.




----------------------------------------------------------

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

Σημ. Οἱ παρενθέσεις ( ) εἶναι τοῦ κρυμένου οἱ ἀγκύλες [ ] περιέχουν ἐπεξηγηματικὲς προσθῆκες.

1. Παρουσιάζει ἐδῶ ἕνα σημαντικὸ σημεῖο τῆς διδασκαλίας του περὶ τῆς φανερώσεως τῆς Ἁγίας Τριάδας στὸν κόσμο. Κατὰ τὸν ἅγιο Πατέρα, μέσα στὴν ἱστορία τῆς σωτηρίας, ἡ θεία οἰκονομία ἐνεργεῖ σὲ τρία στάδια, τὰ ὁποῖα καὶ ὀνομάζει «σεισμούς», «διαθήκας» καὶ «μεταθέσεις βίου». Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ παράδοση τοῦ Νόμου, ἡ περίοδος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης• τὸ δεύτερο εἶναι ἡ σάρκωση τοῦ Λόγου, ἡ περίοδος τῆς Καινῆς Διαθήκης• τὸ τρίτο εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν Πεντηκοστή, ὁ καιρὸς τοῦ Πνεύματος. Τὸ δεύτερο καὶ τὸ τρίτο στάδιο δὲν διαχωρίζονται βέβαια χρονικά, οἱ ἐνέργειες δὲ καὶ τῶν τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι κοινές. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, κατὰ τὴν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου ἑνώνεται μὲ τοὺς ἀξίους, καὶ «διὰ προσθηκῶν» ὁδηγεῖ στὴν τελείωση τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Γρηγορίου, περὶ σταδιακῆς καὶ οἰκονομικῆς φανερώσεως τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἐκήρυττε φανερὰ τὸν Πατέρα, καὶ τὸν Υἱὸ ἀμυδρότερα (σκιωδῶς δὲ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα). Ἡ Καινὴ ἐφανέρωσε τὸν Υἱόν, ὑπέδειξε δὲ τὴν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὴ φανερώνεται τρανότερα «εἰς ὕστερον», ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καὶ μετά.

2. Ἀναφέρεται στὴν καταπλήσσουσα ἄπειρη φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ποὺ στὴν ἔνδοξο Ἀνάληψή Του συνανυψώνει καὶ τὴν ἀνθρώπινη φύση γιὰ νὰ τὴν ἔχει ἀχώριστη ἀπὸ τὴν θεία φύση Του εἰς τοὺς αἰῶνες, ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρός• Ἡ σημασία τῆς ἑνώσεως τῶν δυὸ φύσεων στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου τονίζεται βέβαια σὲ ὅλο τὸ ἔργο τοῦ Γρηγορίου.

3. Τὸ χρονικὸ σημεῖο αὐτῆς τῆς «ἀρχῆς» εἶναι ἡ Πεντηκοστή. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργοῦσε βέβαια καὶ πρὶν ἀπὸ αὐτήν, ὅπως ἀναφέρει πιὸ κάτω ὁ θεῖος Πατήρ, ἀλλὰ δὲν εἶχε φανερωθεῖ στὸν κόσμο ὡς θεία ὑπόσταση (Βλ. σημείωση 1).

4. Ὁ Ἅγιος θέτει ἐδῶ τὴν βάση τῆς θεολογίας ὡς ἐκκλησιαστικῆς λειτουργίας. Ἡ θεολογία εἶναι φωτισμὸς καὶ ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μετὰ προηγούμενη κάθαρση τῶν γνωστικῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα διδάσκει καὶ ἀποκαλύπτει στοὺς ἄξιους τὰ θεῖα μυστήρια, τοὺς ὁδηγεῖ στὴ γνώση τῆς θείας ἀληθείας, ὅσον εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ τὴν σωτηρία τῶν πιστῶν. Αὐτοὶ εἶναι οἱ Πατέρες καὶ Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἔχουν συνείδηση ὅτι γίνονται ὄργανα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιὰ νὰ φανερωθεῖ στὸν κόσμο ἡ «πολυποίκιλος σοφία τοῦ Θεοῦ». Οἱ ἅγιοι Πατέρες, φωτιζόμενοι καὶ ὁδηγούμενοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, γνωρίζουν στοὺς πιστοὺς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τους. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ θεολογήσει, ἂν δὲν «δώσει λόγον» τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὰ τοῦ Θεοῦ χωρὶς τὸν Θεό. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔχει τὴν θαυμαστὴ παρρησία νὰ ὁμολογεῖ ὅτι ὁμιλεῖ ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Πιὸ κάτω θὰ χρησιμοποιήσει τὸ ρῆμα «σκέπτομαι» (μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα). (Πρβλ. τὴν λέξη «συν-διασκεψάμενοι» τοῦ προσομοίου τῶν αἴνων τῶν Ἁγίων Πατέρων).

5. Ποιοὺς ὑπονοεῖ ὁ θεῖος Πατήρ, ὅτι κρίνουν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν ἴδιο καὶ ὅσους ὁμολογοῦν τὴν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος; Πρέπει μᾶλλον νὰ νοήσουμε «κείνους ποὺ εἶχαν εὐσεβὲς φρόνημα καὶ πίστευαν στὴν θεότητα καὶ τὸ ὁμοούσιόν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πλὴν ὅμως δὲν ὁμολογοῦσαν τὴν πίστη τους φανερὰ γιὰ λόγους «οἰκονομίας».

6. Οἱ πνευματομάχοι διακρίνονταν σὲ διάφορες κατηγορίες. Οἱ πιὸ ἀκραῖοι θεωροῦσαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κτίσμα. Οἱ πιὸ ἤπιοι ἐδίσταζαν νὰ ὀνομάσουν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα Θεὸν ἀπὸ σεβασμὸ δῆθεν πρὸς τὴν Γραφή, ποὺ δὲν τὸ ἀναφέρει ρητά. Πρὸς αὐτοὺς κυρίως ἀπευθύνει τὸν λόγο ὁ Ἅγιος μὲ μεγάλη ἀγάπη καὶ συγκατάβαση, δείχνοντας τὸ ὕψος τῆς «ποιμαντικῆς ἐπιστήμης» του.

7. Οἱ Πνευματομάχοι, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ αἱρετικοί, προσκολλῶνται στὶς λέξεις, στὸ γράμμα τῆς Γραφῆς, καὶ χάνουν τὰ νοούμενα ἀπὸ τὶς λέξεις. Κρατοῦν τὰ «ὀνόματα», καὶ ἀφήνουν τὰ «πράγματα». Καὶ κατηγοροῦν τοὺς ὀρθοδόξους ὅτι εἰσάγουν «ἄγραφα», δηλ. λέξεις ποὺ δὲν ὑπάρχουν στὴν Γραφή. Ὁ Γρηγόριος, μὲ τὴν διάκριση αὐτὴ (ὀνόματος-πράγματος) καὶ μὲ τὴν παράθεση γραφικῶν χωρίων, ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ἀλήθεια πρέπει νὰ ἀναζητηθεῖ μέσα καὶ πέρα ἀπὸ τὸ γράμμα τῶν Γραφῶν, μὲ πολὺ προσεκτικὴ καὶ ἐπίπονο μελέτη καὶ θεῖο φωτισμό. Γιὰ παράδειγμα, ἡ ἀλήθεια γιὰ τὴν θεία φύση καὶ τὸ ὁμοούσιο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δὲν ἀναφέρεται μὲ αὐτὲς τὶς λέξεις, ἀλλὰ εἶναι «λίαν ἔγγραφος» (κατ' ἀντιδιαστολὴ πρὸς τὸ «ἄγραφον»), μαρτυρεῖται δηλαδή, ἀπὸ τὴν Γραφή.

8. Βλέπουμε ἐδῶ τὸν ζέοντα πόθο τοῦ Ἁγίου νὰ ἁλιεύσει τοὺς ἀσθενοῦντες στὴν πίστη στὴν ὀρθοδοξία μὲ μιά διακριτικότατη παραχώρηση, ὥστε νὰ ὁδηγηθοῦν σταδιακὰ στὴν ὁμολογία τῆς θεότητος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέχεται δηλαδὴ νὰ ὁμολογήσουν τὴν θεία φύση τοῦ Πνεύματος μὲ ἄλλες λέξεις, καὶ θὰ παρακαλέσει τὸ Πνεῦμα νὰ τοὺς δώσει καὶ τὴν λέξη Θεός. Ὁ ἴδιος δηλαδή, σὲ ἀντίθεση μὲ τοὺς αἱρετικούς, δὲν προσκολλᾶται καθόλου στὶς λέξεις καὶ τὰ γράμματα.

9. Ἀπ' ὅσα ἀναφέρει ἐδῶ καὶ λίγο πιὸ κάτω ὁ θεῖος Γρηγόριος, συμπεραίνεται ὅτι οἱ πνευματομάχοι ἤ ἔστω μιά μερίδα τους, διακρίνονταν ὡς ἰδιαίτερη κοινότητα. Ἔδειχναν δὲ θαυμαστὸ ζῆλο εὐσέβειας καὶ ξεχώριζαν ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ἀσκητικὸ ἦθος. Ὅλα αὐτά, καὶ τὴν ὀρθὴ πίστη στὸν Υἱό, ἐπαινεῖ ὁ ἱερὸς Πατὴρ γιὰ νὰ τοὺς ὁδηγήσει πρὸς τὴν τελεία ἑνότητα τῆς πίστεως.

10. Μεγαλειώδης φανέρωση τῆς θείας ἀγάπης ἡ ὁποία κατέφλεγε τὴν καρδιά τοῦ Μεγάλου Πατρός. Οἱ ἅγιοι Πατέρες μὲ ὅση δύναμη καὶ ἱερὸ πάθος ἐμάχοντο ὑπὲρ τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως, μὲ τόση σπλαχνικὴ στοργὴ ἐφέροντο πρὸς τοὺς πλανωμένους γιὰ νὰ τοὺς ἐπαναφέρουν μέσα στὴν μάνδρα τῆς Ἐκκλησίας.

11. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ κατὰ τὸν πρῶτο καιρὸ τῆς κλήσεως καὶ ἀποστολῆς τῶν Μαθητῶν, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργοῦσε «ἀμυδρά», μετὰ δὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου «ἐκτυπώτερα» κατὰ τὴν δεκτικότητα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ὅμως καὶ μετὰ «τελειώτερα». Τότε φανερωνόταν «κατὰ τὴν ἐνέργεια», τώρα ὅμως, «κατὰ τὴν οὐσία». Ἡ λέξη «οὐσιωδῶς» χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τοὺς Πατέρες μὲ τὴν σημασία τῆς ἐνοικήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοῦ πληρώματος τῆς χάριτός Του, σὲ διάκριση ἀπὸ τὴν ἐνέργεια ἑνὸς μόνον ἤ περισσοτέρων χαρισμάτων Αὐτοῦ. Κατὰ τὸν ἴδιο ἄρρητο τρόπο ποὺ ἐνοικεῖ ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱός. Δὲν πρέπει βέβαια νὰ νοήσουμε καμμία ἀναφορὰ στὴ θεία οὐσία, ἡ ὁποία εἶναι ἀπρόσιτη καὶ ἀμέθεκτη ἀπὸ κάθε κτιστὴ φύση.

12. Θέλοντας ὁ θεῖος Γρηγόριος νὰ τονίσει τὸ ὁμοούσιο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὸν Υἱό, συνδέει συχνὰ διάφορα γεγονότα τῆς θείας οἰκονομίας κατὰ τὴν φανέρωση τῶν δύο Προσώπων στὸν κόσμο. Ἔτσι, ἀφοῦ ἀναφέρεται στὴν σωματικὴ παρουσία τοῦ Υἱοῦ, ὁμιλεῖ γιὰ τὴν «σωματική» ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐννοεῖ μᾶλλον τὴν κάθοδό Του κατὰ τὴν Βάπτιση ὡς περιστερᾶς καὶ κατὰ τὴν Πεντηκοστὴν ἐν εἴδει πύρινων γλωσσῶν, οἱ ὁποῖες δείχνουν ἐπίσης καὶ τὴν «συγγένεια πρὸς τὸν Λόγο».

13. Ἀλληγορικὴ ἑρμηνεία τοῦ «ὁ στεγάζων ἐν ὕδασι τὰ ὑπερῶα Αὐτοῦ» (ψαλμ. 103,3). Κατ' αὐτήν, θεία ὕδατα σημαίνουν ἀγγελικὲς δυνάμεις, οἱ ὁποῖες εἶναι θρόνος δόξης τῆς θείας μεγαλειότητος καὶ ὑμνοῦν ἀκατάπαυστα τὸν Θεόν.

14. Τὴν νύκτα τοῦ Πάσχα τοῦ ἰδίου ἔτους, ὁ θεῖος Γρηγόριος εἶχε τραυματισθεῖ ἀπὸ τοὺς ἐξαγριωθέντες ἀρειανούς, ποὺ ὅρμησαν μὲ μανία ἐναντίον του γιὰ νὰ τὸν ἐξοντώσουν. Αἰσθάνεται ὅτι καὶ πάλι μπορεῖ νὰ κινδυνεύσει, ἂν καὶ ἴσως ὄχι ἀπὸ τοὺς πνευματομάχους. 

Πεντηκοστή - Ιωάννης Μ. Φουντούλης


“Πεντηκοστήν ἑορτάζομεν
καί Πνεύματος ἐπιδημίαν
καί προθεσμίαν ἐπαγγελίας
καί ἐλπίδος συμπλήρωσιν·
καί τό μυστήριον ὅσον;
῾Ως μέγα τε καί σεβάσμιον.
Διό βοῶμέν σοι·
Δημιουργέ τοῦ παντός,
Κύριε, δόξα σοι”.



Αὐτόν τόν θαυμάσιο ὕμνο θέτει ἡ ᾿Εκκλησία μας σάν προπύλαιο στήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς. Καί σ᾿ αὐτόν ἀνακεφαλαιώνει τό “μέγα καί σεβάσμιον” μυστήριον, τό ὁποῖον πανηγυρίζει: Τήν συμπλήρωσι τῆς ἐλπίδος, τήν προθεσμία τῆς ἐπαγγελίας, τήν ἐπιδημία τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου. Γιατί πράγματι τό ἑορταζόμενο γεγονός, ἡ ἐπιφοίτησις τοῦ ἁγίου Πνεύματος στούς ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ, ἀποτελεῖ τό τέλος καί τό ἐπιστέγασμα ὅλου τοῦ ἔργου τῆς σωτηρίας. ῞Ολο τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἔλευσις, ἡ διδασκαλία, τό πάθος, ἡ ἀνάστασις, ἡ ἀνάληψις ἀπέβλεπαν σ᾿ αὐτό· στήν ἔλευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος στόν κόσμο, στήν νέα δημιουργία. ᾿Ακριβῶς γιά τό λόγο αὐτό στό τροπάριο πού ἀκούσαμε καί σέ ὅλη τήν ὑμνογραφία τῆς Πεντηκοστῆς ἀνυμνεῖται ὁ δημιουργός τοῦ παντός, ὁ Πατήρ, πού διά τοῦ Λόγου, τοῦ Υἱοῦ τῆς ἀγάπης Του, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι δημιουργεῖ τόν κόσμο, ἀναδημιουργεῖ, ξανακτίζει τήν κτίσι καί τήν μεταβάλλει σέ νέα, τήν ἀνακαινίζει.

῎Ετσι ἡ ἡμέρα αὐτή συνδέει τήν ἀνάμνησι τῆς γενεθλίου ἡμέρας τοῦ νέου κόσμου μέ τήν ἀνάμνησι τῆς γενεθλίου ἡμέρας τοῦ παλαιοῦ. Τίς δύο γεννήσεις, τήν φυσική καί τήν ὑπερφυσική. Στήν πρώτη μᾶς μεταφέρουν οἱ πρώτες γραμμές τῆς Βίβλου: “῾Η δέ γῆ ἦν ἀόρατος καί ἀκατασκεύαστος καί σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου καί πνεῦμα Θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ ὕδατος. Καί εἶπεν ὁ Θεός· Γενηθήτω φῶς. Καί ἐγένετο φῶς. Καί εἶδεν ὁ Θεός τό φῶς ὅτι καλόν” (Γεν. 1,2—4). Στήν δευτέρα συμβαίνει τό ἴδιο. ᾿Επάνω στήν ἄμορφο ὕλη τῶν ἐθνῶν καί τό σκότος τῆς πλάνης ἐκχύνεται ἡ βιαία πνοή τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ. ῾Ο λόγος Του ἀνακαινίζει τήν παλαιωθεῖσα κτίσι. “Πάρθοι καί Μῆδοι καί ᾿Ελαμῖται καί οἱ κατοικοῦντες τήν Μεσοποταμίαν, ᾿Ιουδαίαν τε καί Καππαδοκίαν, Πόντον καί τήν ᾿Ασίαν, Φρυγίαν τε καί Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καί τά μέρη τῆς Λυβίης τῆς κατά Κυρήνην.... Ρωμαῖοι, ᾿Ιουδαῖοι τε καί προσήλυτοι, Κρῆτες καί ῎Αραβες” (Πράξ. 2,9—11) εἶναι ἡ νέα ἄβυσσος, τό γέννημα τῆς διασπορᾶς, τῆς κατατμήσεως καί τῆς ἀποσυνθέσεως τοῦ κόσμου. ᾿Επάνω ἀπό αὐτούς τώρα ἐπιφέρεται τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί ὁ Λόγος Του καλεῖ ὅλους εἰς συμφωνίαν, εἰς ἑνότητα Πνεύματος ἁγίου, εἰς τό φῶς. “῾Ο εἰπών ἐκ σκότους φῶς λάμψαι” (Β.´ Κορ. 4,6) τούς καλεῖ νά ἐπιστρέψουν “ἀπό σκότους εἰς φῶς” (Πράξ. 26,18), νά γίνουν “φῶς ἐν Κυρίῳ” (Ἐφεσ. 5,8). Καί ἡ ἀναχώνευσις γίνεται μέ τάς πυριμόρφους γλώσσας τοῦ ἁγίου Πνεύματος, πού διεμερίσθησαν στούς ἀποστόλους. “Καί ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεί πυρός” (Πράξ. 2,3). ῾Η γλῶσσα, τό σύμβολο, τό ἀποτέλεσμα καί τό αἴτιο τοῦ χωρισμοῦ, γίνεται τώρα σύμβολο ἑνότητος, τῆς ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἑνότητος τοῦ νέου λαοῦ τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ἐγκαινισμός τοῦ Πνεύματος συμβολίζεται μέ τήν καινουργία τῶν γλωσσῶν. Διά τοῦ Χριστοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι λαλεῖται τώρα τό μυστήριο τῆς αἰωνίου σωτηρίας. Αὐτό ἀκριβῶς ὑπογραμμίζει τό δεύτερο στιχηρό τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Πεντηκοστῆς τοῦ α´ ἤχου:



“Γλώσσαις ἀλλογενῶν
ἐκαινούργησας, Χριστέ, τούς σούς μαθητάς,
ἵνα δι᾿αὐτῶν σε κηρύξωσι
τόν ἀθάνατον Λόγον καί Θεόν,
τόν παρέχοντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τό μέγα ἔλεος”.



῾Ο λαός λοιπόν τοῦ Θεοῦ, ἡ ᾿Εκκλησία ἑορτάζει κατά τήν Πεντηκοστή τήν γέννησί της. Τήν γενέθλιο ἡμέρα της, ἀλλά καί αὐτό τό μυστήριο τῆς ἰδίας τῆς ζωῆς της. Γιατί ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν ἔζησε τό μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς σέ μία στιγμή χρόνου κατά τό μακάριο ἐκεῖνο ἔτος καί τήν ἱστορική ἐκείνη ἡμέρα, πού “ἐπλήσθησαν” οἱ μαθηταί “Πνεύματος ἁγίου”. ᾿Αλλά τό ζῇ καθημερινῶς, διαρκῶς, σέ κάθε στιγμή χρόνου, ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη τήν γενέθλιο μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Γιατί τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἦλθε τότε καί ἔκτοτε μένει καί θά μένῃ εἰς τόν αἰῶνα στόν κόσμο γιά νά συγκροτῇ τήν ᾿Εκκλησία. Πνεῦμα καί ᾿Εκκλησία εἶναι ἀδιασπάστως ἡνωμένα. Τό ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἡ ψυχή, ἡ ζωή, ἡ ὕπαρξις τῆς ᾿Εκκλησίας, τῆς ἐν ἁγίῳ Πνεύματι καινῆς ζωῆς. Σ᾿ αὐτό ὀφείλεται ἡ ἑνότης, ἡ ἁγιότης, ἡ καθολικότης τῆς ᾿Εκκλησίας. ᾿Από αὐτό πηγάζουν τά χαρίσματα, οἱ θεσμοί, ἡ πίστις καί ἡ θεολογία τῆς ᾿Εκκλησίας. Τήν βιαία Του πνοή καί τήν πυρίμορφο δρόσο Του αἰσθάνεται σέ κάθε βῆμα, σέ κάθε ἐκδήλωσι, σέ κάθε κίνησί της. ᾿Από αὐτό πηγάζουν οἱ ὑπερφυσικές ἐνέργειες τῶν μυστηρίων, πού ζωογονοῦν, πού τροφοδοτοῦν καί ἁγιάζουν τό σῶμά της. Αὐτό θεολογεῖ καί ὁ ποιητής τοῦ τρίτου στιχηροῦ τοῦ ἑσπερινοῦ:

“Πάντα χορηγεῖ τό Πνεῦμα τό ἅγιον·
βρύει προφητείας,
ἱερέας τελειοῖ,
ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν,
ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν,
ὅλων συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς ᾿Εκκλησίας.
῾Ομοούσιε καί ὁμόθρονε
τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ,
Παράκλητε, δόξα σοι”.



Στήν ἱστορική λοιπόν Πεντηκοστή, ἀλλά καί στήν διαρκῆ Πεντηκοστή, στήν ὁποία ζῇ ἡ ᾿Εκκλησία, θά μᾶς μεταφέρῃ κατά τήν ἐπέτειο τοῦ γεγονότος αὐτοῦ. Θά μᾶς καλέσῃ νά κλίνωμε τά γόνατα στάς αὐλάς τοῦ Κυρίου καί νά προσκυνήσωμε τήν ἀήττητο δύναμί Του, νά δοξολογήσωμε τήν ἁγία Τριάδα, πού φωτίζει καί ἁγιάζει τίς ψυχές μας. Καί στήν στάση αὐτή τῆς ταπεινώσεως, τῆς κλίσεως τῶν γονάτων καί τοῦ αὐχένος, νά ὑποδεχθοῦμε τήν χάρι τοῦ Παρακλήτου. Νά ἀνανεώσωμε καί νά ἀναρριπίσωμε τήν φλόγα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Νά συνειδητοποιήσωμε τήν θέσι μας καί τήν ὑπόστασί μας σάν μελῶν τῆς ᾿Εκκλησίας, σάν ναῶν τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ναῶν καί σκευῶν καθαρῶν, δοχείων τοῦ Παρακλήτου, τῶν ὁποίων κάθε σκέψις θά ὑπαγορεύεται ἀπό τό Πνεῦμα τῆς σοφίας, κάθε ἐνέργεια ἀπό τό Πνεῦμα τῆς συνέσεως, τό ἀγαθόν, τό εὐθές, τό νοερόν, τό ἡγεμονεῦον, τό καθαῖρον τά πταίσματα. Τό Πνεῦμα τό ἅγιον, τό Κύριον καί ζωοποιόν, τό θεῖον πού θεοποιεῖ τούς ἀνθρώπους, πού διά τῆς χάριτός Του μᾶς μεταβάλλει σέ “Θεούς κατά μέθεξιν”.

Αὐτό τό ὑπερφυές γεγονός τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ Παρακλήτου περιγράφουν τά τρία θαυμάσια τροπάρια τῶν αἴνων καί τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ δ´ ἤχου. Αὐτό τό Πνεῦμα ἐγκωμιάζουν καί αὐτοῦ τήν χάρι ἐπικαλοῦνται μαζί μέ τό δοξαστικό τοῦ πλ. β´ ἤχου.

“Παράδοξα σήμερον
εἶδον τά ἔθνη πάντα ἐν πόλει Δαυίδ,
ὅτε τό Πνεῦμα κατῆλθε τό ἅγιον
ἐν πυρίναις γλώσσαις,
καθώς ὁ θεηγόρος Λουκᾶς ἀπεφθέγξατο.
Φησί γάρ· Συνηγμένων τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ,
ἐγένετο ἤχος, καθάπερ φερομένης βιαίας πνοῆς,
καί ἐπλήρωσε τόν οἶκον, οὗ ἦσαν καθήμενοι·
καί πάντες ἤρξαντο φθέγγεσθαι
ξένοις ρήμασι, ξένοις δόγμασι,
ξένοις διδάγμασι τῆς ἁγίας Τριάδος”.

“Τό Πνεῦμα τό ἅγιον,
ἦν μέν ἀεί καί ἔστι καί ἔσται
οὔτε ἀρξάμενον οὔτε παυσόμενον,
ἀλλ᾿ ἀεί Πατρί καί Υἱῷ συντεταγμένον
καί συναριθμούμενον.
Ζωή καί ζωοποιοῦν·
φῶς καί φωτός χορηγόν·
αὐτάγαθον καί πηγή ἀγαθότητος·
δι᾿ οὗ Πατήρ γνωρίζεται
καί Υἱός δοξάζεται
καί παρά πάντων γινώσκεται,
μία δύναμις, μία σύνταξις,
μία προσκύνησις τῆς ἁγίας Τριάδος”.

“Τό Πνεῦμα τό ἅγιον,
φῶς καί ζωή καί ζῶσα πηγή νοερά,
Πνεῦμα σοφίας, Πνεῦμα συνέσεως·
ἀγαθόν, εὐθές, νοερόν,
ἡγεμονεῦον, καθαῖρον τά πταίσματα.
Θεός καί θεοποιοῦν·
πῦρ ἐκ πυρός προϊόν·
λαλοῦν, ἐνεργοῦν,
διαιροῦν τά χαρίσματα·
δι᾿ οὗ προφῆται ἅπαντες
καί Θεοῦ ἀπόστολοι
μετά μαρτύρων ἐστέφθησαν.
Ξένον ἄκουσμα, ξένον θέαμα,
πῦρ διαιρούμενον εἰς νομάς χαρισμάτων”.
“Βασιλεῦ οὐράνιε,
Παράκλητε, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας,
ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν,
ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν καί ζωῆς χορηγός·
ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν
καί καθάρισον ἡμᾶς ἀπό πάσης κηλῖδος
καί σῶσον, ἀγαθέ, τάς ψυχάς ἡμῶν”.

Πεντηκοστή-Ψυχοσάββατο


Ὁ Χριστὸς "ἐπεξηγώντας" στοὺς Σαδδουκαίους τὸ μυστήριο τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν ἔλεγε ὅτι εἶναι Θεὸς τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακὼβ καὶ "οὐκ ἔστιν Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων" (Ματθ. 22, 32). Αὐτὴ τὴν διδαχὴ τοῦ Χριστοῦ ἀκολουθώντας ἡ Ἐκκλησία ἔθαπτε τοὺς βιολογικὰ νεκροὺς Χριστιανοὺς ἔξω ἀπὸ τὸν ναό, ἐντός τοῦ ὁποίου τελοῦσε τὰ μυστήρια καὶ ἰδιαιτέρως τὴν Εὐχαριστία θεωρώντας ὅτι "παρὰ τῷ Θεῷ πάντες ζῶσι".

Τὰ ψυχοσάββατα καὶ τὰ μνημόσυνα τῶν κεκοιμημένων (ὅταν τελοῦνται μὲ τὸν σωστὸ τρόπο) εἶναι ἡ οὐσιαστικότερη φανέρωση τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Μέσα στὴν Ἐκκλησία οἱ ἄνθρωποι ἀγωνίζονται νὰ πάψουν νὰ εἶναι μονάδες, τμήματα, μέλη καὶ προσπαθοῦν νὰ ἑνωποιηθοῦν στὸ ἕνα σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Νὰ γίνουν ἀδέρφια. Νὰ γίνουν ἕνα σῶμα. Νὰ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὸ ἀποσπασματικὸ καὶ νὰ γίνουν ὁλοκληρία. Νὰ βιώσουν τὰ λόγια τῆς προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν Πατέρα ὅταν παρακαλεῖ γιὰ τοὺς μελλοντικοὺς Χριστιανοὺς (ποὺ θὰ ὑπάρξουν ἀπὸ τοὺς λόγους τῶν ἀποστόλων): "νὰ εἶναι ἕνα ὅπως ἐμεῖς (Πατὴρ καὶ Υἱὸς) εἴμαστε ἑνωμένοι καὶ νὰ ἑνωθοῦν μαζί μας γιὰ νὰ πιστεύσει ὁ κόσμος ὅτι Σὺ μὲ ἔστειλες" (Ἰω 17, 21).

Αὐτὸ τὸ ἔργο, τῆς ἑνώσεως μὲ τὸν Χριστὸ καὶ μεταξύ μας, γιορτάζουμε στὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς. Τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Ἅγιος Παράκλητος ἔρχεται μὲ τὴν Πεντηκοστὴ στὸν κόσμο καὶ στὴν Ἐκκλησία γιὰ νὰ ὁδηγήσει τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἀλήθεια τῆς ἐλευθερίας ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ ὁ ὁποῖος κάνει δύσκολη τὴν ἑνότητα.

Τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο φωτίζει καὶ ἁγιάζει τὶς καρδιὲς ὥστε νὰ μάθουν νὰ ἀγαποῦν καὶ ἔτσι νὰ μοιάσουν τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ κέντρο τοῦ κύκλου. Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ ἀκτίνες τοῦ κύκλου. Ὅσο πορευόμαστε πρὸς τὸ κέντρο τοῦ κύκλου τόσο πλησιάζουμε καὶ μεταξύ μας. Ἐγγίζοντας πρὸς τὸν Χριστὸ "ἐν ταυτῷ" ἐγγίζουμε καὶ πρὸς ἀλλήλους. Τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ φωτίζει σ’ αὐτὴν τὴν διπλὴ πορεία ἐνδυναμώνοντάς μας στὸν κόπο τῆς ἐξόδου ἀπὸ τὴν ἐγωιστική μας αὐταπάτη. Μένοντας στὸν ἐγωισμό, μένουμε μόνοι. Ἀκίνητοι σὲ αὐταπάτη ἀεικινησίας. Ἀπλησίαστοι καὶ ἀδιάφοροι. Ξένοι. Μὲ μία καρδιὰ ποὺ γίνεται σιγὰ-σιγὰ "λίθινη". Ὁ Θεὸς μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, διὰ τοῦ προφήτη Ἰεζεκιήλ, κραυγάζει: "Δῶστε μου τὴν πέτρινη καρδιά σας καὶ θὰ τὴν κάνω σάρκινη" (Ἰεζ. 36, 26). Σὲ μᾶς μένει νὰ ἀνταποκριθοῦμε. Ἂν ναί, τότε θὰ ΄ρθεῖ καὶ θὰ κατοικήσει μέσα μας καὶ θὰ γεμίσει ἡ καρδιά μας ἀπὸ τὰ δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: "ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια" (Γαλ. 5, 22).

Ὅταν, λοιπόν, αὐτά, ἔστω καὶ κατ’ ἀρχὰς καὶ ἐν μέρει, ἀρχίσουν νὰ ὑπάρχουν στὰ μέλη-χριστιανοὺς τῆς Ἐκκλησίας, τότε ἀρχίζει νὰ σαρκώνεται τὸ μέγα μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Τότε οἱ Χριστιανοί, μέσα στὴν ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ τὴν ὁποία Ἐκεῖνος τοὺς ἔδωσε καὶ γιὰ τὴν ὁποία χαίρουν• ἀγαποῦν καὶ νοιάζονται ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Γίνονται ἀδέρφια. Ἀποχτοῦν κοινότητα σκέψης καὶ τρόπου. Γίνονται κοινότητα σὲ ὅλα, στὴν χαρά, στὴν θλίψη, στὶς ἀνάγκες, στὴν ἄνεση. Τότε οἱ ἀρετὲς ποὺ φυτρώνουν σιγὰ-σιγὰ στὴν καρδιὰ ἀρχίζουν νὰ καρποφοροῦν καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι (δικοί μας καὶ ξένοι) γίνονται ἀδέρφια μας.

Γνωρίζοντας τὴν ἀδυναμία καὶ τὸ τρεπτὸ τῆς φύσεως οἱ χριστιανοὶ ἀγωνίζονται γιὰ ὅσο γίνεται μεγαλύτερη μετοχὴ στὴν χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ὄχι μηχανικά, μὲ μόνη τὴν μετοχὴ στὰ μυστήρια, ἀλλὰ οὐσιαστικά. Μὲ τὴν βοήθεια τῶν μυστηρίων, στὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὸν ψυχοσωματικὸ ἐγωισμὸ ποὺ ἐμποδίζει τὴν ἀγάπη καὶ ἀνακόπτει τὴν πορεία πρὸς τὴν ἀδερφό.

Στὴν γιορτὴ λοιπὸν τῆς ἁγίας Πεντηκοστῆς ποὺ εἶναι φανέρωση τοῦ τρόπου τῆς Ἐκκλησίας, οἱ χριστιανοὶ (τὴν παραμονὴ) προσεύχονται γιὰ τοὺς ἀδερφούς τους ποὺ ἔχουν φύγει ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ ἔχουν περάσει στὴν κατάσταση ποὺ προσδιορίζεται μόνον ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ.

Στὸ μέτρο ποὺ κάποιος ἔγινε μέτοχος τῶν ἀρετῶν τοῦ Χριστοῦ, τόσο Τοῦ μοιάζει, τόσο ἄνεση ἔχει στὴν σχέση μαζί Του. Οἱ μάρτυρες καὶ οἱ Ἅγιοι, μεγάλη· οἱ ὑπόλοιποι χριστιανοί, ἀνάλογα. "Ἀστὴρ ἀστέρος, διαφέρει ἐν δόξῃ". Ἀτυχῶς κάποιοι, πολὺ λίγο ἢ καὶ ἐπικίνδυνα λίγο, ὥστε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι γι’ αὐτοὺς ξένο ἢ καὶ ἐνοχλητικό!

Ἔρχεται λοιπὸν τώρα ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ προσεύχεται μὲ τὴν Εὐχαριστία τὴν παραμονὴ τῆς ἁγίας Πεντηκοστῆς, (ποὺ εἶναι ἡ γιορτὴ τῆς δυνατότητος τῆς ἀνθρώπινης ἀλλαγῆς), καὶ παρακαλεῖ τὸν Κύριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, τὸν Δεσπότη Χριστό, γιὰ ὅλους ὅσοι βρίσκονται ἐνώπιόν Του: Νὰ παραβλέψει ἀδυναμίες. Νὰ συγχωρήσει λάθη. Νὰ παραγράψει ἁγνοήματα. Νὰ δώσει ζωή. Νὰ φέρει ἐλπίδα ἀναπαύσεως.

Ἡ Ἐκκλησία παρακαλεῖ καὶ ἱκετεύει. Ὁ Χριστὸς θέλει. Ἡ τραγωδία εἶναι ὅτι ἴσως κάποιος δὲν ἐπιθυμεῖ καμμιὰ ἀλλαγή… Ἀκόμα καὶ τὴν ἑπομένη μετὰ τὸ ψυχοσάββατο ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅλη ἡ Ἐκκλησία γονατιστὴ παρακαλεῖ γιὰ ὅσους ἔχουν φύγει "Δέξου Κύριε δεήσεις καὶ ἱκεσίες καὶ ἀνάπαυσε ὅλους τοὺς γονεῖς, τοὺς ἀδερφούς, τὰ τέκνα ὅλων καὶ κάθε ἄνθρωπο, ὅλους ὅσους ἔχουν πεθάνει, στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ…".

Ἡ συμμετοχή μας λοιπὸν στὴν γιορτὴ ἂς γίνει μία προσπάθεια κατανόησης τῆς σχέσης μας μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα (κάθαρση-φωτισμό). Μετοχὴ στὰ χαρίσματά του ποὺ μόνον στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχουν καὶ δίνονται. Ἀγάπη γιὰ τὴν Ἐκκλησία, τοὺς ἀδερφούς μας δηλαδή, ζωντανοὺς καὶ κεκοιμημένους.

Κάποια στιγμὴ καὶ μεῖς θὰ χρειαστοῦμε αὐτὴ τὴν ἀγάπη.

Μὲ ἀγάπη καὶ εὐχὲς

ὁ ἐφημέριος

π. Θεοδόσιος

Μὴ μᾶς ξεχνᾶς! - Ἀρχιμανδρίτης Βαρνάβας Λαμπρόπουλος



Πρό διετίας ἦλθε στήν χώρα μας καί μίλησε στό Μέγαρο Μουσικῆς ἐνώπιον πολυπληθεστάτου ἀκροατηρίου ὁ διάσημος ἀμερικανοεβραῖος ψυχίατρος Ἴρβιν Γιάλομ. Τό θέμα του ἦταν «Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ θανάτου». Συνεπής ἄθεος ὁ ἴδιος, ἔκανε ἕνα «κήρυγμα», πού εἶχε τό ἑξῆς τελικό «δίδαγμα»:

«Ἐπιχειρῆστε νά ζήσετε χωρίς τά προστατευτικά ‘κιγκλιδώματα’ πού προσφέρουν οἱ διάφορες θρησκεῖες - ἐννοῶ κάποια μορφή συνέχειας ἤ ἀθανασίας, πού ἀρνεῖται τό τελεσίδικο τοῦ θανάτου. Νομίζω ὅτι μποροῦμε νά ζήσουμε καλά χωρίς αὐτά τά κιγκλιδώματα...»

Ὅμως, τό παράξενο εἶναι, ὅτι ὁ ἴδιος (σέ πρόσφατο βιβλίο του) περιγράφει πόσο τόν συγκλόνισε ἕνα «πολύ ζωντανό» (ὅπως τό λέει) ὄνειρο, πού εἶδε τήν ἑπομένη νύχτα μετά τήν κηδεία τῆς μητέρας του: «Ἀκούω τήν μάνα μου νά οὐρλιάζει τό ὄνομά μου. Τρέχω πρός τό σπίτι τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας καί τήν βλέπω καθισμένη στήν σκάλα νά μοῦ φωνάζει: ‘Μή μᾶς ξεχνᾶς! Μή μᾶς ἀφήνεις νά χαθοῦμε’. Ἡ μάνα μου ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΠΕΘΑ¬ΜΕΝΗ. Ἦταν ζωντανή καί μέ φώναζε...»!

Καί καταλήγει ὁ Γιάλομ: «Πᾶνε τώρα δεκαοκτώ χρόνια ἀπό τόν θάνατο τῆς μητέρας μου, ἀλλά ἡ εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ ὀνείρου ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ ΣΤΗ ΦΘΟΡΑ καί λάμπει ἀκόμα πεντακάθαρα στό μυαλό μου. Κι ἐγώ ὑπάκουσα στήν κραυγή τῆς μάνας μου. Προσπαθῶ νά τήν θυμᾶμαι. Ἡ φράση ‘μή μᾶς ξεχνᾶς’ πάντα ΜΕ ΣΥΓΚΙΝΕΙ... καί τήν ἔχω περάσει σέ ἔργα μου»!
* * *

Ἀβίαστα ξεπηδᾶνε κάποια ἐρωτήματα. Ἀφοῦ ὁ ἄθεος «ἱεροκήρυκας» Γιάλομ δέν παραδέχεται κάποια συνέχεια μετά τόν θάνατο, καί τήν θεωρεῖ ψεύτικο ‘προστατευτικό κιγκλίδωμα’, τότε:

Πῶς δίνει τόσο μεγάλη σημασία σέ ἕνα ὄνειρο, πού τόσο ἔντονα ΜΑΡΤΥΡΕΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ μετά τόν θάνατο;

Γιατί «ἡ εἰκόνα αὐτοῦ τοῦ ὀνείρου ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΤΑΙ ΣΤΗ ΦΘΟΡΑ καί λάμπει ἀκόμα πεντακάθαρα στό μυαλό του» μετά ἀπό 18 χρόνια;

Γιατί νιώθει τήν ἀνάγκη ΝΑ ΥΠΑΚΟΥΣΕΙ στό οὐρλιαχτό-παράκληση τῆς ‘πεθαμένης’ μάνας του;

Μήπως μέ ὅλα αὐτά, ἀρνεῖται κι αὐτός - χωρίς νά τό θέλει – τό τελεσίδικο τοῦ θανάτου;
 
* * *

Τό Πάσχα γιορτάζουμε τήν «ΑΠΑΝΤΗΣΗ» τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ στό οὐρλιαχτό-παράκληση «μή μᾶς ξεχνᾶς» ὅλων τῶν φυλακισμένων στά ‘ταμεῖα τοῦ ἅδη’ ψυχῶν.

Τήν Μεγάλη Παρασκευή, στά ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίου ψάλλουμε:

«Ἰησοῦ Χριστέ μου, Βασιλεῦ τοῦ παντός, τί ζητῶν τοῖς ἐν τῷ Ἅδῃ ἐλήλυθας; ἤ τό γένος ἀπολῦσαι τῶν βροτῶν;» Δηλαδή: «Τί ζητοῦσες, Χριστέ μου, καί κατέβηκες στόν ἅδη, παρά τό νά ἐλευθερώσεις τούς ἐκεῖ νεκρούς;»

«Ὤ χαρᾶς ἐκείνης! ὤ πολλῆς ἡδονῆς! Ἰησοῦ ἧς τούς ἐν Ἅδῃ πεπλήρωκας, ἐν πυθμέσι φῶς ἀστράψας ζοφεροῖς!» Δηλαδή, «μέ πόση χαρά καί μέ πόση ἡδονή γέμισες τούς αἰχμαλώτους τοῦ ἅδη, ἀστράπτοντας τό Φῶς Σου μέσα στά ζοφερά του σκοτάδια!»

Ὁ Χριστός δέν μᾶς ξέχασε. Δέν μᾶς ἄφησε νά χαθοῦμε. Ἀλλά ἔλαβε ἀνθρώπινη σάρκα, πάλαιψε μέ τόν θάνατο καί τόν νίκησε γιά χάρη μας. Καί ἔτσι μᾶς ἔδωσε τήν δυνατότητα νά πετάξουμε ὅλα τά ψεύτικα «προστατευτικά κιγκλιδώματα» τῆς ἄθεης ‘φιλοσοφίας’ καί ‘ψυχολογίας’, καί νά στηριχτοῦμε στόν ΑΔΕΙΟ Τάφο Του. Στόν Πανάγιο Τάφο Του, τόν Ὁποῖο ὁ Ἴδιος ἄδειασε ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΩΣ μέ τήν Ζωοποιό Του Ἀνάσταση! 

Ὁ Ἑλληνικὸς Τόπος καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Τέχνη Χρῆστος Καροῦζος





Ἡ ἱστορία λέει, ὅτι κάποτε ἕνας σοφιστής, πού γύριζε στήν Ἑλλάδα γιά νά δείξει τή δεξιοτεχνία του, ἔφτασε καί στή Σπάρτη· λογαριάζοντας, ὅτι θά ἄρεσε στούς Σπαρτιάτες ν' ἀκούσουν ὡραῖα λόγια γιά τόν κατ' ἐξοχήν Δωρικό ἥρωα, ἄρχισε νά ἀπαγγέλλει ἕναν ἔπαινο στόν Ἡρακλῆ. Μά στίς πρῶτες λέξεις του κιόλας τόν ἔκοψε ἕνας Σπαρτιάτης ἀπό κάτω μέ τήν ἐρώτηση: «καί ποιός τόν κατηγορεῖ τόν Ἡρακλῆ;»

Δέν θά εἶναι πολύ εὐκολώτερη ἡ θέση ἐκείνου πού θά θελήσει σήμερα νά μιλήσει ἐπαινετικά γιά τήν ὀμορφιά τοῦ ἑλληνικοῦ τοπίου. Δέν τήν ἀρνιέται κανείς εἴτε μέσα στήν Ἑλλάδα εἴτε ἔξω ἀπ' αὐτήν. Ἀπό τότε πού οἱ Εὐρωπαῖοι ἄρχισαν νά τήν προσέχουν περισσότερο, ἐδῶ καί 200 περίπου χρόνια, μερικοί, προπάντων βόρειοι, αἰσθάνθηκαν κάποτε νά τούς λείπει στήν Ἑλλάδα ἡ ζωηρή καί ἄφθονη πρασινάδα τῆς πολλῆς ὑγρασίας. Ὅλοι ὅμως —γεωγράφοι ἤ ἱστορικοί τῆς τέχνης ἤ καλλιτέχνες ἤ καί λαϊκοί— ἔχουν καταλάβει σήμερα, ὅτι δέν μπορεῖ νά εἶναι τέτοιο τό ἔδαφος, ὅπου ἔφυτρωσε ὁ ἑλληνικός πολιτισμός καί ἡ ἑλληνική τέχνη (τό ξερικό χωράφι δέν δίνει πάντοτε καρπό, ἄν ὅμως πετύχει ἡ σοδειά, ἡ γεύση τοῦ καρποῦ του δέν συγκρίνεται μέ τοῦ ποτιστικοῦ).

Ἡ προσπάθεια τῶν σημερινῶν εἶναι νά συλλάβουν ὅσο γίνεται πιό σφιχτά, ὅσο γίνεται πιό ταιριαστές τήν πρωτοτυπία καί τίς διάφορες ὄψεις τῆς ὀμορφιᾶς τοῦ ἑλληνικοῦ τόπου· γιατί ἡ πολυμορφία τοῦ λίγου αὐτοῦ τόπου καί ἡ πολλαπλότητα τῶν στιγμῶν του —στοιχεῖα σύμφυτα τῆς πρωτότυπης ὀμορφιᾶς του— εἶναι τόση, ὥστε ἡ διατύπωσή της εἶναι γύμνασμα ἄξιο τοῦ πιό μεγάλου καλλιτέχνη. Μπορεῖ κάνεις νά ἐπαναλάβει, γι' αὐτό ἐκεῖνο πού ἔλεγε γιά τό «ὄν» ὁ Γοργίας: «εἰ καί καταληπτόν, ἀλλά τοί γε ἀνέξοιστον καί ἀνερμήνευτον τῷ πέλας» (καί ἄν ἀκόμη μπορεῖ κανείς νά τό συλλάβει, δέν μπορεῖ ὅμως νά τό ἐκφράσει καί νά τό ἐξηγήσει στόν ἄλλον). Αὐτὴ τή σημασία ἔχει, στό βάθος, ἡ διαπίστωση τῶν σπουδαιοτέρων μελετητῶν τῆς ἀρχαιότητας, ὅτι στίς περιγραφές (μέ λέξεις ἤ μέ χρώματα) ἀλλά καί στήν ποίηση καί στ' ἀγάλματα καί στούς ναούς τῶν Ἑλλήνων, δηλαδή στόν κόσμο τῶν συμβόλων, θά βροῦμε ἔκφραση τοῦ ἑλληνικοῦ τόπου ἰσοδύναμη μέ τόν πρωτότυπο χαρακτήρα του. Δέν εἶναι πολύ συχνό νά μπορεῖ κάνεις νά μιλάει μέ τά ἴδια σχεδόν λόγια γιά τόν τόπο ἤ γιά τά μνημεῖα του.

Τό αἰσθανόμαστε αὐτό ἄμεσα προπάντων στά μεγάλα ἑλληνικά ἱερά, ὅπου τό θέμα ἀποχτάει καί ἄλλη, ξεχωριστή θερμότητα. Πουθενά ἀλλοῦ δέν βλέπομε τή βαθειά καί στενή συνάφεια τῶν παραγόντων καί τῶν ἐκδηλώσεων τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ, δηλαδή τοῦ τόπου, τῆς θρησκείας, τῆς ἱστορίας καί τῆς τέχνης, τόσο ζωντανή καί συναρπαστική καί διδακτική ὅσο στά ἀρχαῖα ἱερά. Μέσα σ' αὐτά συγκεντρώθηκε μέ τόν καιρό καλλιτεχνικός πλοῦτος τεράστιος καί ἐξαιρετικός σέ ποιότητα, ἀκριβῶς ἐπειδή ἦταν ἑστίες θρησκευτικῆς ζωῆς βαθειᾶς καί ἔντονης. Τά κτίρια, τά γλυπτά καί τά ζωγραφικά ἔργα τοῦ ἱεροῦ τά ἀφιέρωναν οἱ ἀρχαῖοι στό θεό ἐπειδή αἰσθανόντουσαν ὡς αὐτονόητο χρέος νά τοῦ δείξουν καί μέ ὑλικό τρόπο τήν εὐγνωμοσύνη τους γιά τή νίκη ἤ γιά ὅποια ἄλλη ἐπιτυχία· καί ἔπρεπε νά εἶναι τέτοια ὥστε νά ἀρέσουν στό θεό, νά τόν κάνουν νά καμαρώνει γιά τό σπίτι του (ἄγαλμα = ἀγάλλεσθαι τόν θεόν) καί νά τούς εἶναι καί στό μέλλον εὐνοϊκός: ἔπρεπε νά εἶναι «τέλεια», ἐξαίρετα στό ὑλικό καί στήν καλλιτεχνική ποιότητα. Μέ τέτοιο πνεῦμα ἀφιερωμένα τά ἀρχιτεκτονικά ἤ γλυπτικά ἤ ζωγραφικά μνημεῖα τοῦ ἱεροῦ θά μποροῦσαν νά ἔχουν ὅλα ὡς ἐπίγραμμα τούς στίχους τοῦ Σολωμοῦ:

Κ' εἶναι δικό σου δόξασμα, δικός σου πλοῦτος εἶναι,
πνεῦμα καλό, πού σ' ἄρεσε φωνή νά μοῦ χαρίσεις.

Εἶναι πολυσύνθετη ἡ συγκίνηση πού προκαλεῖ στόν ψυχικό καί πνευματικό μας κόσμο ἕνα ἀρχαῖο ἱερό. Ἀπό τά στοιχεῖα του ὁ τόπος δέν εἶναι τό λιγώτερο σημαντικό. Καί ὄχι μόνο γιά τήν τέτοια ἤ τέτοια ὀμορφιά του, ἀλλά γιατί, ἄν προσέξομε καλύτερα, καταλαβαίνομε ὅτι κάθε θεός ἔχει διαλέξει τόν τόπο του (ἤ, πράγμα πού εἶναι τό ἴδιο, οἱ ἄνθρωποι γιά λογαριασμό του). Δέν πάει ὁποιοσδήποτε θεός σ' ὁποιονδήποτε τόπο. Βέβαια, εἶναι δύσκολο σήμερα νά ἐξηγήσομε, γιατί οἱ ἀρχαῖοι αἰσθάνθηκαν τήν παρουσία ἑνός ὁρισμένου θεοῦ σ' ἕναν συγκεκριμένο τόπο: πρῶτα-πρῶτα ἔχομε ἐλάχιστα μέσα γιά νά ἐξακριβώσομε τόν ψυχικό καί πνευματικό κόσμο τῶν πρώτων ἐκείνων Ἑλλήνων, πού ἀναγνώρισαν στό χαρακτήρα ἑνός τόπου τήν οὐσία καί τή μορφή ἑνός ὁρισμένου θεοῦ· ἀκόμη δέν μποροῦμε νά ἐξακριβώσομε τί ρόλο ἔπαιξαν τά κατάλοιπα, ὑλικά καί πνευματικά, πού ἄφησαν οἱ προκάτοχοί τους λαοί τέλος, καί τοῦ κάθε συγκεκριμένου θεοῦ ὁ χαρακτήρας δέν ἔμεινε ἀναλλοίωτος μέσα στήν ἱστορία. Καί ὅμως, ἔστω καί ἄν ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά συλλάβομε γιά ποιάν ἀκριβῶς αἰτία καί μέ ποιόν ἀκριβῶς τρόπο ἕνας ὁρισμένος θεός δέθηκε μ' ἕναν ὁρισμένο τόπο, αἰσθανόμαστε, ὅτι εἶναι ἀδύνατο ὁ χαρακτήρας τοῦ τόπου νά μήν ἔχει καμμιάν ἀπολύτως σχέση μέ τό χαρακτήρα τοῦ δικοῦ του θεοῦ: π.χ. δέν μπορεῖ νά εἶναι τυχαῖο γεγονός ὅτι ἡ Δήμητρα καί ἡ Περσεφόνη δέν λατρεύτηκαν ἐπάνω σέ βράχια· ἤ ὅτι ὁ Ἀπόλλων, στήν Ἑλλάδα, δέν λατρεύτηκε ποτέ, σάν κυρίαρχος θεός, σέ τόπους ὁλότελα καμπίσιους: τό λέει μάλιστα καθαρά ὁ «ὁμηρικός» ὕμνος στόν Ἀπόλλωνα: «...σοῦ ἄρεσαν ὅλες οἱ βίγλες καί οἱ βουνοκορφές καί τά ποτάμια πού τραβοῦν στή θάλασσα καί οἱ βράχοι τοῦ γιαλοῦ πού γέρνουν στή θάλασσα καί στά λιμάνια της».

Μέ ὅλες λοιπόν τίς δυσκολίες αὐτές δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι θά συλλάβομε, μέρος τουλάχιστο, ἀλλά σημαντικό, τῆς οὐσίας τοῦ κάθε θεοῦ ἄν προσέξομε τό χαρακτήρα τοῦ τόπου ὅπου λατρεύτηκε. Ἄλλη εἶναι ἡ μαλακή ὀμορφιά τῆς κοιλάδας τῆς Ὀλυμπίας κάτω ἀπό τό «ὀγρό τό Κρόνιο τό δασό», ὅπου ἐξουσίαζε ἡ Ἥρα μέ τό Δία· ἀλλιώτικους θεούς (ἀκόμη καί ἄν εἶχαν τό ἴδιο ὄνομα) ἐλάτρευαν στό ἐκπνευματισμένο, ριγηλό καί σχεδόν ἄϋλο ἀττικό τοπεῖο· ἀλλιώτικος εἶναι ὁ ἀνήμερος ἥλιος ἐπάνω στό γρανίτη τῆς μικρῆς Δήλου μέ τό λίγο νερό πού τό μάζευε, σάν κούπα, ἡ ἱερή λίμνη, ὅπου γεννήθηκε ὁ Φοῖβος ὁ ἑκηβόλος· ἄλλος τόπος οἱ Δελφοί, ὅπου ὁ ἴδιος αὐτός θεός ἐδιάλεξε νά φανερώνει τήν ἀλάθευτη βουλή τοῦ Διός, τόπος μέ κοσμογονικό χαρακτήρα, ὅπου, καθώς λέει ὁ «ὁμηρικός» ὕμνος, ὁ Φοῖβος «ἀνέβηκε γρήγορα τρέχοντας στίς ράχες κ' ἔφτασε στά μέρη τῆς Κρίσας κάτω ἀπό τόν Παρνασσό μέ τά χιόνια τά πολλά, ἐκεῖ ὅπου κάνει γόνατο κατά τή δύση, κι ἀποπάνω κρέμεται βράχος κι ἀποκάτω πάει τοῦ μάκρους τραχειὰ λαγκάδα...»

Τό θαυμαστό εἶναι, ὅτι σέ κανέναν ἑλληνικό ἐρειπιῶνα δέν αἰσθανόμαστε ἀσυμφωνία ἀνάμεσα στό χαρακτήρα τοῦ τόπου καί στήν ἀρχιτεκτονική μορφή τῶν μνημείων του. Τό ὑλικό καί τό χρῶμα τους, ἡ κάτοψή τους, οἱ ἀναλογίες τους καί ἡ μορφή τῶν μελῶν τους, ἡ σύνταξη τῶν μνημείων σέ μικρές ὁμάδες, ὅπου τό κάθε στοιχεῖο, ἐνῶ βοηθάει γιά τό σύνολο, δέν χάνει τήν αὐθυπαρξία του καί ὅπου ἡ κάθε ὁμάδα δέν λησμονεῖ τήν ὕπαρξη τῆς ἄλλης, δείχνουν ἀσύγκριτη εὐαισθησία γιά τόν τόπο, τόση ὥστε φαίνεται σάν αὐτός νά καλεῖ τά μνημεῖα νά εἶναι τέτοια· καί τοῦτα πάλι ἔχουν τόσο πολύ κρατήσει τήν οὐσία τῆς μορφῆς τοῦ τόπου, δίνοντάς της σταθερότητα καί διάρκεια, ὥστε δέν εἶναι σπάνιο νά μᾶς ὁδηγήσουν, αὐτά πρῶτα, στό νά προσέξομε τήν ἰδιομορφία τοῦ τόπου.

Ἀλλά τά μνημεῖα αὐτά τῆς ἑλληνικῆς εὐαισθησίας παίρνουν ἀμέσως καί ξεχωριστή θερμότητα ἅμα τά αἰσθανθοῦμε μέσα στή ζωή, μέσα στήν ἱστορία. Ἄν κατορθώσομε νά περάσομε τό μεγαλύτερο κίνδυνο, ἄν ἀποφύγομε νά στρεβλώσομε τή μοναδικότητά τους ἐφαρμόζοντας ἐπάνω τους τίς δικές μας ἔννοιες καί τά δικά μας μέτρα καί σταθμά, ἄν σταθοῦμε μπροστά τους μέ ὑπομονή βάζοντάς τους διακριτικά ἐρωτήματα, χωρίς νά βιαστοῦμε νά δώσομε τήν ἀπάντηση πού ἔχομε ἑτοιμάσει προτοῦ ἀκόμη νά ξεκινήσομε μέ τό ἀεροπλάνο, τότε τά μνημεῖα αὐτά θά γίνουν ὁ καλύτερος ἑρμηνευτής τοῦ ποιά εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας καί ποιά ἡ μοναδική της σημασία γιά τόν ἄνθρωπο.

Ἄς σταθοῦμε μιὰ στιγμή σέ μία πλευρά τῆς μονάχα. Πόσες φορές στά ἑλληνικά ἱερά, περνώντας ἀνάμεσα στά ἀφιερώματα πού ἔχει κάμει μιὰ πόλη γιά τή νίκη της ἐναντίον κάποιας ἄλλης καί βλέποντας τή φανερή πρόθεσή της ὄχι μόνο νά ἐξυψώσει τόν ἑαυτό της ἀλλά καί ν' ἀγγίξει τήν καρδιά τοῦ ἀντιπάλου της, δέν ἔχομε ἀκούσει τίς γνωστές κοινοτυπίες πού καταδικάζουν τό «ἀδελφικό μῖσος» καί τά ὅμοια. Ἀλλά καί ὅταν τέτοιες σκέψεις πηγάζουν ὄχι ἀπό πεποίθηση στή δική μας ἐξυπνάδα καί ἀνωτερότητα, παρά ἀπό πραγματικό ἐνδιαφέρον καί γνήσια μελαγχολία (ὅπως π.χ. στόν Πλούταρχο, πού βρισκόμενος στό τέλος τῆς ἀρχαιότητας ἔβλεπε ἀπομονωμένο πιά τό τελικό ἀποτέλεσμα τῶν ἐνδοελληνικῶν ἐκείνων πολέμων καί τό ἀποτέλεσμα αὐτό ἦταν πραγματικά τό ἀδυνάτισμα ὅλης τῆς Ἑλλάδας καί ὁ ἀφανισμός τῆς ἐλευθερίας της), καί πάλι οἱ σκέψεις αὐτές περιέχουν ἕνα ποσοστό μονάχα τῆς ἀλήθειας.

Ἄν μελετήσομε ὅμως μέ λιγώτερη αὐτοπεποίθηση καί μέ περισσότερο σεβασμό τά ἀφιερώματα ἐκεῖνα καί τά λόγια πού τά συνοδεύουν, αὐτά θά μᾶς ὁδηγήσουν πολύ κοντά στήν κινητήρια δύναμη τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας. Τά παλιά αὐτά ἀφιερώματα, τά ἀρχαϊκά καί τά κλασσικά, φανερώνουν ὄχι μῖσος ἀλλά κάποιαν ἄλλη ἔμφυτη ἀνάγκη τῶν Ἑλλήνων νά ξεσυνερίζονται γιά τό ποιός θά εἶναι ὁ καλύτερος, ὁ δυνατώτερος, ὁ πρῶτος. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι ὅσο βρισκότανε στήν ἄκμή της ἡ «πόλις-κράτος», δηλαδή στά ἀρχαϊκά καί στά κλασσικά χρόνια ὡς τόν 4ον αἰ., ὅλοι σχεδόν οἱ ἐνδοελληνικοί πόλεμοι γίνονται μ' ἕνα πνεῦμα καί μ' ἕναν τρόπο πού μοιάζει σάν ἅμιλλα σέ ἀθλητικό ἀγώνα: οἱ νικητές στήνουν τρόπαιο, παίρνουν τά λάφυρα καί συνήθως ξαναγυρίζουν στόν τόπο τους χωρίς νά ἐκμεταλλευθοῦν τή νίκη ὡς τίς τελευταῖες της συνέπειες (σπανιώτατα καί μόνο γιά εἰδικούς λόγους φτάνουν ὡς τήν ἐξόντωση τοῦ ἀντιπάλου).

«Χαλεπά τά καλά» ἔλεγαν οἱ παλιοί. Δέν ἀνήκει στίς εὔκολες καί πρόχειρες ἀπολαύσεις ὁ ἑλληνικός τόπος μέ τά μνημεῖα του. Χρειάζεται ἀργό περπάτημα, συγκέντρωση, σιγανή μελέτη. Ἄν περάσομε βιαστικοί ἤ μέ ἔστω καί ὑποσυνείδητη περηφάνεια γιά τό πόσο ἐμεῖς ἔχομε προοδεύσει (wie herrlich weit wir es gebracht haben, ἔλεγεν ὁ Βάγνερ στό Φάουστ), ὄχι μόνο δέν θά κερδίσομε τίποτε ἀπό τόν πλοῦτο του, ἀλλά καί θά φύγομε ζημιωμένοι. Πολλές φορές ὁ τόπος τοῦτος καί ἡ ἱστορία του, δηλαδή ἡ ζωή του, μᾶς βάζει αἰνίγματα· καί ὁ γέρος παιδαγωγός στόν «Ἴωνα» τοῦ Εὐριπίδη μᾶς ἔχει προειδοποιήσει: «αἰπεινὰ τά μαντεῖα». Ἀλλά δέν ἔχει ἀμφισβητηθῆ ὥς τώρα ποτέ, ὅτι ἡ ποιότητα (ἀκόμη καί τό μέγεθος) τῆς χαρᾶς καί τῆς ὠφέλειας τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κατ' εὐθείαν ἀνάλογη μέ τόν κόπο του.

πηγή

Εορτή του Αγίου Δωροθέου, του Επισκόπου Τύρου

Εορτή του Αγίου Δωροθέου, του Επισκόπου Τύρου
Γιορτάζουμε σήμερα 5 Ιουνίου, ημέρα μνήμης του Αγίου Δωροθέου, του Επισκόπου Τύρου.
Ο Άγιος Δωρόθεος ήταν ποιμένας που είχε «τήν μόρφωσιν τής γνώσεως καί τής αληθείας εν τώ νόμω» (προς Ρωμαίους, β' 20). Δηλαδή, την ακριβή γνώση και αλήθεια, που βρίσκεται μέσα στο Νόμο, στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη.
Όταν ξέσπασε ο φονικός διωγμός κατά της Εκκλησίας στα χρόνια του Διοκλητιανου, το ποίμνιό του, προκειμένου να χάσει τον πολύτιμο ποιμένα του, με θερμές παρακλήσεις κατάφερε και τον έπεισε να απομακρυνθεί από τον τόπο των διωγμών. Αποχώρησε στη Δυσσό, πόλη της Θράκης, και εκεί ασκήτευε μέχρι να περάσει ο άγριος αυτός διωγμός.
Όταν πέρασε η μπόρα του διωγμού, επανήλθε στο ποίμνιό του και με όλη την πατρική στοργή που τον διέκρινε, στήριζε στην πίστη τους αδυνάτους και πρωτοστατούσε στη βοήθεια των χηρών, ορφανών, ασθενών, και γενικά, των θλιβομένων.
Έζησε πολλά χρόνια. Πρόλαβε μέχρι και τη βασιλεία του Ιουλιανού του Παραβάτη. Οι ειδωλολάτρες, όμως, που ήταν προστατευόμενοι αυτού του αυτοκράτορα, έπιασαν το Δωρόθεο και αφού τον βασάνισαν ανελέητα τον σκότωσαν το 362 μ.Χ. Έτσι κέρδισε το στεφάνι του μαρτυρίου. Τότε ο Δωρόθεος ήταν 107 χρονών.
Σήμερα σώζεται εκκλησιαστικό σύγγραμμά του, για τους 70 μαθητές του Ιησού Χριστού.
Στους εορτάζοντες και στις εορτάζουσες, χρόνια πολλά και ευάρεστα στο Θεό !!!
Απολυτίκιο:
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Ως δώρημα τέλειον, εκ τού τών φώτων Πατρός, σοφίας τήν έλλαμψιν, ως Ιεράρχης σοφός, εδέξω Δωρόθεε, όθεν καί πλεονάσας, τόν σόν τάλαντον μάκαρ, ήθλησας υπέρ φύσιν, βαθυτάτω εν γήρα, πρεσβεύων Ιερομάρτυς, υπέρ τών ψυχών ημών.

Ὁ Ἅγιος Boniface (Ἅγιος Γερμανίας)



Ὁ Ἅγιος Boniface (Βονιφάτιος) γεννήθηκε στὴν Ἀγγλία, στὸ Κρέντιτον τοῦ Ντέβονσαϊρ τὸ 672 μ.Χ. καὶ τὸ βαπτιστικό του ὄνομα ἦταν Βινφρίδος. Σπούδασε στὶς μονὲς τοῦ Ἔξετερ καὶ τοῦ Νάτσελ, ὅπου διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐπίδοσή του στὰ ἐκκλησιαστικὰ γράμματα, τὴν ποίηση, τὴ ρητορικὴ καὶ τὴν ἱστορία. Διέπρεψε ὡς καθηγητὴς μοναστηριακῶν σχολῶν καὶ συνέταξε τὴν πρώτη Λατινικὴ Γραμματικὴ στὴ Βρετανία. Στὰ τριάντα του χρόνια, μοναχὸς ἤδη μὲ τὸ ὄνομα Βονιφάτιος, χειροτονήθηκε ἱερέας. Ἀπὸ τότε ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο καὶ ἐπιτυχία στὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου.

Τὸ 716 μ.Χ., μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου Βινβέρτου τῆς μονῆς τοῦ Νάτσελ, πῆγε στὴ Φρισλανδία γιὰ νὰ κηρύξει τὸ Χριστό, στοὺς ἐκεῖ εἰδωλολάτρες. Ὁ πόλεμος ὅμως ποὺ ξέσπασε ἀνάμεσα στὸν τοπικὸ βασιλιὰ Ράντμποντ καὶ τὸν Κάρολο Μαρτέλο, τὸν ἀνάγκασε νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἀγγλία.

Ἐπιθυμώντας νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἐξωτερικὴ ἱεραποστολή, ἀποποιήθηκε τὸ ἡγουμενικὸ ἀξίωμα, στὸ ὁποῖο τὸν ἐξέλεξε ἡ μοναστικὴ ἀδελφότητα τοῦ Νάτσελ μετὰ τὴν ἀποβίωση τοῦ Βινβέρτου. Ἔτσι, τὸ 719 μ.Χ., ἀφοῦ πῆρε τὴ σχετικὴ ἄδεια τοῦ πάπα Γρηγορίου Β' (715 - 731), ξεκίνησε γιὰ τὴ Γερμανία. Πέρασε τὶς Κάτω Ἄλπεις καὶ τὴ Βαυαρία κι ἔφτασε στὴ Θουριγγία, ἀπ' ὅπου ἄρχισε τὸ ἀποστολικό του ἔργο. Ὄχι μόνο βάπτισε πολυάριθμοι εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ καὶ τοὺς χριστιανούς, ποὺ ζοῦσαν τότε στὴ Βαυαρία, τοὺς βοήθησε ν' ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ διάφορες πλάνες καὶ κακοδοξίες.

Τὸ 720 μ.Χ., μαθαίνοντας πὼς ὁ Ράντμποντ εἶχε πεθάνει καὶ ὁ Κάρολος Μαρτέλος εἶχε γίνει κύριος της Φρισλανδίας, πῆγε ἐκεῖ καὶ ἐνίσχυσε τὴν ἱεραποστολὴ τοῦ ἅγιου Βιλλιβρόρδου (βλέπε 7 Νοεμβρίου). Τρία χρόνια ἀργότερα ἦρθε πάλι στὰ γερμανικὰ ἐδάφη. Βάπτισε πλήθη εἰδωλολατρῶν, ἔχτισε ἐκκλησίες καὶ συγκρότησε πολλὲς χριστιανικὲς κοινότητες στὴν Ἔσση καὶ τὴ Σαξονία.

Τὸ 723 μ.Χ., ὑπακούοντας σὲ κλήση τοῦ πάπα, πῆγε στὴ Ρώμη, ὅπου ὁ ποντίφικας τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο. Ἐπιστρέφοντας στὴ Γερμανία, ἐγκατέστησε τὴν ἕδρα του στὴ Μαγεντία καὶ συνέχισε πιὸ δραστήρια τὴν εὐαγγελική του διακονία.

Τὸ 732 μ.Χ. ὁ νέος πάπας Γρηγόριος Γ' (731 - 741 μ.Χ.) τὸν προήγαγε σὲ ἀρχιεπίσκοπο καὶ πριμάτο τῆς Γερμανικῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὸ δικαίωμα τῆς ἐκλογῆς καὶ καταστάσεως ἐπισκόπων.

Τὸ 738 μ.Χ. ὁ ἅγιος ξαναπῆγε στὴ Ρώμη καὶ ἐνημέρωσε γιὰ τὶς ἐπιτυχίες καὶ τὰ προβλήματά του τὸν πάπα, ποὺ τὸν ὀνόμασε τότε λεγάτο τῆς ἀποστολικῆς ἕδρας.

Ὅταν ἐπέστρεψε στὴ Γερμανία, ὁ δούκας Ὀντίλο τὸν κάλεσε στὴ Βαυαρία γιὰ νὰ λύσει σοβαρὰ ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα τῆς περιοχῆς. Ἵδρυσε ἐκεῖ τέσσερις ἐπισκοπὲς γιὰ τὴν καλύτερη διαποίμανση τῶν χριστιανῶν, καθὼς καὶ ἄλλες τρεῖς στὴ Θουριγγία, τὴν Ἔσση καὶ τὴ Φραγκονία.

Ἡ σαγηνευτικὴ πνευματικὴ προσωπικότητα τοῦ ἁγίου Βονιφατίου εἶχε τέτοια ἐπίδραση στὸ γιὸ τοῦ Καρόλου Μαρτέλου Καρλομάνο, βασιλιᾶ τῆς Αὐστρασίας, Ἀλαμανίας καὶ Θουριγγίας (741 - 747 μ.Χ.), ὥστε παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ θρόνο του, παραχώρησε τὸ βασίλειό του στὸν νεότερο ἀδελφό του Πεπίνο τὸν Βραχύ, βασιλιὰ τῆς Νευστρίας, Βουργουνδίας καὶ Προβηγκίας καὶ ἔγινε μοναχός. Τὴν κούρα τοῦ τέλεσε στὴ Ρώμη ὁ πάπας Ζαχαρίας (741 - 752 μ.Χ.). Ἀρχικὰ ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σιλβέστρου, ποὺ ὁ ἴδιος ἵδρυσε στὸ ὅρος Σοράκτο τῆς κεντρικῆς Ἰταλίας. Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖ συνέρεαν πολλοὶ ἐπισκέπτες καὶ μάλιστα Ρωμαῖοι εὐγενεῖς, ἀποσύρθηκε, ὓστερ' ἀπὸ σχετικὴ ὑπόδειξη τοῦ πάπα, στὴ μονὴ τοῦ Μοντεκασσίνο, ὅπου ἔζησε μὲ ἄκρα ταπείνωση, κάνοντας τὰ πιὸ εὐτελῆ διακονήματα. Ἀποβίωσε τὸ 755 μ.Χ. στὴ γαλλικὴ πόλη Βιέν, ὅπου εἶχε σταλεῖ γιὰ ὑποθέσεις τῆς μονῆς του.

Στὸ μεταξύ, ὁ ἀδελφός του Πεπίνος ὁ Βραχὺς (+ 768 μ.Χ.) ἀνακηρύχθηκε πρῶτος βασιλιὰς τοῦ ἑνωμένου κράτους τῶν Φράγκων. Ἡ στέψη τοῦ ἔγινε τὸ 751 μ.Χ. στὴ Σουασσὸν ἀπὸ τὸν ἅγιο Βονιφάτιο, τὸν ὁποῖο σεβόταν ἀπεριόριστα. Γιὰ τὴν εὐρύτερη ἐξάπλωση τῆς χριστιανικῆς πίστεως στὰ ἡμιάγρια καὶ ἀπολίτιστα γερμανικὰ φύλα, ὁ ἅγιος ἱεράρχης κάλεσε ἀπὸ τὴ Βρετανία εὐσεβεῖς ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποὺ ἀσχολήθηκαν ἐντατικὰ καὶ συστηματικὰ μὲ τὴν ἱεραποστολή. Ἀνάμεσά τους ἦταν οἱ ἅγιοι Βιγκβέρτος, Βουρχάρδος, Βιλλιβάλδος, Λοῦλλος, Θέκλα, Μπερτιγκίτα, Κοντρούδη καὶ Λαϊόβα.

Ἡ ὁσία Λαϊόβα (βλέπε 28 Ὀκτωβρίου) ἦταν ἀνιψιὰ τοῦ ἁγίου Βονιφατίου καὶ ἦρθε στὴ Γερμανία μαζὶ μὲ τριάντα ἀκόμη Βρετανίδες μοναχές, σταλμένες ἀπὸ τὴν πριγκίπισσα Τέλτα, ἡγουμένη τῆς μονῆς τοῦ Βίνμπουρν. Μὲ τὴ βοήθεια ὅλων αὐτῶν τῶν ἱερῶν προσωπικοτήτων, ὁ ἅγιος κατόρθωσε τόσο νὰ ἑδραιώσει τὸ χριστιανισμό, ὅσο καὶ νὰ ὀργανώσει διοικητικὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐπαρχία του. Ἐκτὸς ἀπὸ ἐπισκοπές, ἵδρυσε καὶ πολλὲς μονές, ὅπως τὰ γνωστὰ ἀβαεῖα τοῦ Ὄρφορντ, τῆς Φούλδης καὶ ἄλλα. Μὲ τὴν ὑποστήριξη ἐπίσης τοῦ βασιλιᾶ Πεπίνου, πρωταγωνίστησε στὴν προσπάθεια ἀνορθώσεως καὶ ἐξυγιάνσεως τῆς Φραγκικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ παρουσίαζε εἰκόνα ὁλοκληρωτικῆς καταπτώσεως καὶ διαλύσεως.

Σώζονται πολλὲς ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Βονιφατίου μὲ ἀξιόλογο περιεχόμενο. Γράφοντας στὸν ἡγούμενο Ἀλδέριο, τὸν παρακαλεῖ νὰ μνημονεύει στὴ θεία λειτουργία τοὺς ἱεραποστόλους ποὺ θυσιάστηκαν γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Σὲ ἄλλη ἐπιστολή του πρὸς μία μοναχή, ἀφοῦ περιγράφει τὶς δυσκολίες καὶ τοὺς κινδύνους ποὺ ἀντιμετώπισε στὴν ἄσκηση τῆς ἱεραποστολῆς, βεβαιώνει ὅτι ποθοῦσε νὰ θυσιάσει καὶ τὴ ζωὴ τοῦ ἀκόμη γιὰ τὸν Κύριο. Σ' ἕνα γράμμα του στὸν τότε ἀρχιεπίσκοπο Καντουαρίας Κουθβέρτο, ἀφοῦ κάνει λόγο γιὰ τὰ καθήκοντα τῶν κληρικῶν, καταλήγει: «Ἂς ἀγωνιστοῦμε γιὰ τὸν Κύριο σὲ τοῦτες τὶς πικρὲς καὶ ὀδυνηρὲς ἡμέρες. Ἂς πεθάνουμε γιὰ τὶς ἅγιες ἐντολὲς τῶν πατέρων μας, ἂν αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ κληρονομήσουμε, ὅπως ἐκεῖνοι, τὴν αἰώνια ζωή. Ἂς μὴν εἴμαστε σκυλιὰ ἄφωνα, φύλακες κοιμισμένοι, μισθωτοὶ ποὺ τὸ βάζουν στὰ πόδια μόλις δοῦν τὸ λύκο, ἀλλὰ ποιμένες ἄγρυπνοι καὶ εὐσυνείδητοι. Ἂς κηρύσσουμε τὸ εὐαγγέλιο σὲ μικροὺς καὶ μεγάλους, σὲ πλούσιους καὶ φτωχούς, σὲ κάθε τόπο καὶ σὲ κάθε περίσταση, ζώντας μέσα στὸν κόσμο ἄλλα χωρὶς ν' ἀνήκουμε στὸν κόσμο».

Τὸ 754 μ.Χ., μὲ ἔγκριση τοῦ πάπα Στεφάνου Β' (752 - 757 μ.Χ.), χειροτόνησε καὶ ἄφησε διάδοχό του στὴ Γερμανία, τὸ συνεργάτη του, ἅγιο Λοῦλλο. Ὁ ἴδιος, φλογερὸς ἐργάτης τοῦ φωτισμοῦ τῶν ἀπίστων, πῆρε μαζί του μίαν ὁμάδα ζηλωτῶν τῆς ἱεραποστολῆς καὶ τράβηξε γιὰ τὴν ἀνατολικὴ Φρισλανδία, ὅπου μέσα σ' ἕνα χρόνο μετέστρεψε καὶ βάπτισε ἀρκετὲς χιλιάδες εἰδωλολατρῶν. Ἐκεῖ ὅμως ἔλαβε καὶ τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ποὺ τόσο ποθοῦσε. Στὶς 5 Ἰουνίου τοῦ 755 μ.Χ., παραμονὴ τῆς Πεντηκοστῆς, καθὼς ἑτοιμαζόταν νὰ τελέσει τὸ μυστήριο τοῦ χρίσματος σὲ νέους χριστιανούς, στὶς ὄχθες ἑνὸς ποταμίσκου, ἐξαγριωμένοι εἰδωλολάτρες μὲ γυμνὰ σπαθιὰ ἐπιτέθηκαν ἐναντίον τοῦ ἱεραποστολικοῦ καταυλισμοῦ καὶ ἔσφαξαν ὅλους τους ἐργάτες τοῦ εὐαγγελίου, συνολικὰ πενήντα δύο ψυχὲς - τὸν ἅγιο Βονιφάτιο, τὸν ἐπίσκοπο Ἐοβανό, τρεῖς ἱερεῖς, τρεῖς διακόνους, τέσσερις μοναχοὺς καὶ σαράντα λαϊκούς.

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Γιαροσλαβίδης ὁ Δούκας (Ῥῶσος)



Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος, πρίγκιπας τοῦ Νόβγκοροντ, ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκϊυ, ἐγεννήθηκε, τὸ 1218. Τὸ 1229, οἱ δύο ἀδελφοὶ ἀπεστάλησαν στὸ Νόβγκοροντ ἀπὸ τὸν πατέρα τους Γιαροσλάβο Βσεβολόντοβιτς, ὡς ἀντιπρόσωποί του.

Τὸ 1232, ὁ νεαρὸς πρίγκιπας Θεόδωρος ἐκλήθηκε νὰ ὑπερασπισθεῖ μὲ τὸ σπαθὶ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ νὰ πολεμίσει μὲ τὰ Ρώσικα στρατεύματα κατὰ τῶν εἰδωλολατρῶν Μορδοβιανῶν πριγκίπων. Τὸ 1233, ὑπακούοντας στὴν ἐπιθυμία τοῦ πατέρα του, νυμφεύεται τὴ Θεοδουλία, θυγατέρα τοῦ ἱεροῦ πρίγκιπος Μιχαὴλ τοῦ Τσέρνιγκωφ, ἀλλὰ ξαφνικὰ πεθαίνει καὶ ἐνταφιάζεται στὴ μονὴ Γιοῦρεφ τοῦ Νόβγκοροντ. Ἡ Θεοδουλία, μετὰ τὸν ἀπροσδόκητο θάνατο τοῦ συζύγου της, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἐγκαταβίωσε σὲ μονή, ὅπου ἐκάρη μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Εὐφροσύνη († 25 Σεπτεμβρίου).

Οἱ Σουηδοί, τὸ 1614, ἔσπασαν τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου καὶ ἔρριψαν τὸ τίμιο λείψανο στὸ χῶρο τοῦ κοιμητηρίου. Ἀργότερα, ὁ Μητροπολίτης Ἰσίδωρος μετέφερε τὰ ἱερὰ λείψανα στὸν καθεδρικὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας τοῦ Νόβγκοροντ καὶ τὰ ἐναπέθεσε στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἀπ’ ὅπου, τὸ 1919, ἀφαιρέθηκαν ἀπὸ τοὺς Μπολσεβίκους.

Ἀκολουθία στὸν Ἅγιο Θεόδωρο ἔγραψε ὁ Μητροπολίτης Ἁγίας Πετρουπόλεως καὶ Νόβγκοροντ Γαβριήλ († 1801).

Οἱ Ἅγιοι 10 Μάρτυρες, Μαρκιανός, Νίκανδρος, Ἀπόλλων, Ὑπερέχιος, Λεωνίδης, Ἄρειος, Γοργίας, Σελληνιάδα, Εἰρήνη καὶ Πάμβων

Ὅλοι μαζὶ ἀποτελοῦσαν μία ὁμάδα χριστιανῶν, ποὺ ἤξεραν ὄχι μόνο νὰ πιστεύουν, ἀλλὰ καὶ νὰ πάσχουν, πρόθυμα καὶ εὐχάριστα γιὰ τὸ Χριστό.

Τοὺς κατήγγειλαν στὸν εἰδωλολάτρη ἔπαρχο τῆς Ἀλεξανδρείας, καὶ ὁμολόγησαν θαῤῥαλέα τὴν πίστη τους. Μάταια αὐτὸς ἔλπιζε ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ ἐκφοβίσει τουλάχιστον τὶς γυναῖκες, καὶ νὰ τὶς πείσει νὰ προσφέρουν θυσία στὰ εἴδωλα. Ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλὲς συντρίφτηκαν μπροστὰ στὴ σταθερότητα τῆς πίστεως τῶν γυναικῶν καὶ γρήγορα διδάχτηκε, ὅτι ὁ σταυρὸς μπορεῖ ν᾿ ἀναδεικνύει καὶ γυναῖκες γενναιότερες ἀπὸ ἄνδρες.

Τότε ὁ ἔπαρχος διέταξε νὰ θανατωθοῦν ὅλοι διὰ πείνας καὶ δίψας. Μέρες ὁλόκληρες ἔμειναν νηστικοὶ καὶ γυμνοί, ἐκτεθειμένοι στὸν ψυχρὸ χειμῶνα. Προκλητικότατα οἱ στρατιῶτες ἔπιναν καὶ ἔτρωγαν τὰ καλύτερα φαγητὰ μπροστά τους. Αὐτοὶ ὅμως, μὲ θερμὴ καὶ ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ δέηση πρὸς τὸν Χριστό, ἀντιμετώπιζαν τὴν φρικτὴ καὶ ὑπεράνθρωπη δοκιμασία.
Τελικά, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, πέθαναν ἀπαρασάλευτοι στὴν πίστη τους, ψάλλοντες τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Μνήμη τῆς ἐπενεχθείσης ἡμῖν φοβερᾶς ἀπειλῆς καὶ ἀνάγκης, ἐν τῇ τῶν βαρβάρων ἐπιδρομῇ

Στοὺς συναξαριστὲς ἀναφέρεται ὅτι, τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τῆς μετὰ φιλανθρωπίας ἐπενεχθείσης ἡμῖν φοβερᾶς ἀπειλῆς καὶ ἀνάγκης, ἐν τῇ τῶν βαρβάρων ἐπιδρομῇ, ὅτε μέλλοντας πάντας ἡμᾶς ὑπ᾿ αὐτῶν δικαίως αἰχμαλωτίζεσθαι καὶ φόνῳ μαχαίρας παραδίδοσθαι, ὁ οἰκτίρμων καὶ φιλάνθρωπος Θεός, διὰ σπλάχνα ἐλέους Αὐτοῦ, παρ᾿ ἐλπίδα πάντας ἡμᾶς ἐλυτρώσατο.

Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ἐπίσκοπος Τύρου

Ὁ Σ. Εὐστρατιάδης στὸ Ἁγιολόγιό του, ἀναφέρει γιὰ τὸν ὅσιο αὐτό, τὰ ἑξῆς: « Ἄγνωστος εἰς τοὺς Συναξαριστὰς καὶ τὰ Μηναῖα ἀναφέρεται εἰς τὸν Πατμιακὸν κώδ. 266, οὕτω: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἄθλησις τοῦ ἁγίου μάρτυρος Θεοδώρου.

Οὗτος ἐπίσκοπος γεγονὼς Τύρου, ἀρχαῖος ἀνὴρ καὶ πνευματοφόρος ἐν τοῖς χρόνοις Λικινίου καὶ Κωνσταντίνου γεγονώς. Οὗτος ἐπὶ διωγμοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ, καταλιπὼν τὴν ἰδίαν παροικίαν, ἀπείη ἐν τῇ Ὀδυσσουπόλει κἀκεῖ διεσώθη καὶ μετὰ τὴν τελευτὴν τῶν τυράννων κατέλαβε τὴν ἰδίαν πόλιν Τύρον καὶ ἦν ἰθύνων τὴν ἐκκλησίαν μέχρι Ἰουλιανοῦ του Παραβάτου· καὶ πάλιν κατέλαβε τὴν Ὀδυσσούπολιν καὶ πολλοὺς κινδύνους ὑπομείνας ταῖς βασάνοις ἐναπέθανεν ἐν γήρει βαθυτάτω, ζήσας ρζ´ ἔτη.

Οὗτος καὶ συγγράμματα καταλέλοιπε, γέγονε δὲ καὶ πολὺς τὸ διὰ τὴν εὐφυΐαν καὶ ἐπιμέλειαν, ῥωμαϊκήν τε καὶ ἑλληνικὴν γλῶσσαν ἐπισταμένος».

 

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...