3. Ἐκεῖνοι, λοιπόν, oι ὁποῖοι εἶναι δυσαρεστημένοι καὶ μὲ σφοδρότητα ὑπερασπίζονται τὸ «γράμμα», ἐπειδὴ ἐμεῖς τάχα εἰσάγουμε κάποιον ξένο καὶ παρείσακτο Θεό, νὰ ξέρουν καλὰ ὅτι φοβοῦνται ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει φόβος. Καὶ ἂς γνωρίζουν σαφῶς, ὅτι κάλυμμα τῆς ἀσέβειάς τους εἶναι ἡ φιλία τοῦ «γράμματος», ὅπως θὰ φανεῖ ἐντὸς ὀλίγου, ὅταν, ὅσο εἶναι δυνατόν, θὰ ἀνατρέψουμε τὰ ἐπιχειρήματά τους. Ἐμεῖς βέβαια ἔχουμε τόση πίστη στὴ θεότητα τοῦ Πνεύματος, τὸ ὁποῖο λατρεύουμε, ὥστε ἀπὸ Αὐτὸ θ’ ἀρχίσουμε τὸ λόγο γιὰ τὸ Θεό, ἀναφέροντας τὶς ἴδιες ἐκφράσεις γιὰ τὴν Τριάδα, ἔστω κι ἂν φανεῖ σὲ μερικοὺς πολὺ τολμηρό. «Ἦταν τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, τὸ ὁποῖο φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο», ὁ Πατέρας. «Ἦταν τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, τὸ ὁποῖο φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο», ὁ Υἱός. «Ἦταν τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, τὸ ὁποῖο φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο», ὁ ἄλλος Παράκλητος· «ἦταν» καὶ «ἦταν» καὶ «ἦταν»· ὅμως ἕνα «ἦταν» ὑπάρχει. «Φῶς» καὶ «φῶς» καὶ «φῶς», ἀλλὰ ἕνα φῶς, ἕνας Θεός.
Αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ὁ Δαβὶδ παλαιότερα κατανόησε, ὅταν ἔλεγε· «στὸ φῶς σου θὰ δοῦμε τὸ φῶς». Καὶ τώρα ἐμεῖς καὶ ἔχουμε ἰδεῖ καὶ διακηρύσσουμε ὅτι κατανοοῦμε τὸν Υἱὸ ὡς φῶς ποὺ προέρχεται ἀπὸ φῶς, τὸν Πατέρα, μέσα στὸ φῶς, τοῦ Πνεύματος. Ἔτσι ἔχουμε μία σύντομη καὶ ἁπλὴ θεολογία γιὰ τὴν Τριάδα. Ὅποιος θέλει νὰ περιφρονήσει ὅσα λέμε, ἂς τὰ περιφρονήσει. Κι ὅποιος θέλει ν’ ἁμαρτάνει, ἂς ἁμαρτάνει· ἐμεῖς κηρύσσουμε αὐτὸ ποὺ ἔχουμε καταλάβει καλά. Καὶ ἂν ἀπὸ ἐδῶ κάτω δὲν ἀκουγόμαστε, σὲ ὑψηλὸ βουνὸ θ’ ἀνεβοῦμε καὶ θὰ φωνάξουμε. Θὰ «ὑψώσουμε» τὸ Πνεῦμα, δὲν θὰ φοβηθοῦμε. Καὶ ἂν φοβηθοῦμε, (αὐτὸ θὰ γίνει) ὄχι τὴν ὥρα ποὺ κηρύσσουμε, ἀλλὰ ὅταν σιωποῦμε (ἡσυχάζουμε).
4. Ἂν ὑπῆρξε χρόνος κατὰ τὸν ὁποῖο δὲν ὑπῆρχε ὁ Πατήρ, ἄλλο τόσο ὑπῆρξε χρόνος ποὺ δὲν ὑπῆρχε ὁ Υἱός. Καὶ ἂν ὑπῆρξε χρόνος ποὺ δὲν ὑπῆρχε ὁ Υἱός, τότε ὑπῆρξε χρόνος ποὺ δὲν ὑπῆρχε οὔτε τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ἂν τὸ ἕνα ὑπῆρχε ἀπὸ τὴν ἀρχή, τότε καὶ τὰ τρία ὑπῆρξαν τὸ ἴδιο. Τολμῶ νὰ πῶ, πὼς ἂν τὸ ἕνα ὑποβιβάσεις, οὔτε τὰ ἄλλα δύο νὰ ἐξυψώσεις. Ποιὰ ἄραγε ὠφέλεια ὑπάρχει ἀπὸ μία ἀτελῆ θεότητα; Ἀκόμη περισσότερο, τί εἴδους θεότητα εἶναι αὐτή, ἂν δὲν εἶναι τέλεια; Κατὰ κάποιον τρόπο δὲν ὑπάρχει, ἐὰν δὲν ἔχει τὴν ἁγιότητα· καὶ πῶς θὰ τὴν ἔχει, ἂν δὲν ἔχει τὸ Πνεῦμα; Ἐκτὸς ἐὰν ὑπάρχει ἄλλη ἁγιότητα ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Πνεῦμα· ἂς μᾶς πεῖ κάποιος πὼς αὐτὴ κατανοεῖται ἀλλιῶς. Ἂν ὅμως ἡ ἁγιότητα εἶναι τὸ Πνεῦμα, πῶς τότε δὲν ὑπῆρχε ἀπὸ τὴν ἀρχή; Σὰν νὰ ἦταν καλλίτερο γιὰ τὸν Θεὸ νὰ ὑπῆρξε ποτὲ ἀτελὴς καὶ χωρὶς τὸ Πνεῦμα. Ἂν δὲν ὑπῆρξε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ Πνεῦμα, τότε τοποθετεῖται στὴν ἴδια κατηγορία μὲ μένα(1), ἀκόμη κι ἂν δημιουργήθηκε λίγο πρὶν ἀπὸ μένα. Διότι ὡς πρὸς τὸ χρόνο ἐμεῖς ἀντιδιαστελλόμαστε ἀπὸ τὸν Θεό. Ἐὰν τοποθετεῖται τὸ Πνεῦμα στὴν ἴδια κατηγορία μὲ μένα, πῶς ἐμένα μὲ θεοποιεῖ ἢ πῶς μὲ ἑνώνει μὲ τὴ θεότητα;
5. Ὅμως θ’ ἀσχοληθῶ γιὰ χάρη σου λίγο περισσότερο μὲ τὸ θέμα αὐτό. Ὅσα ἔχουν σχέση βέβαια μὲ τὴν ἁγία Τριάδα ἐπεξηγήσαμε καὶ προηγουμένως. Οἱ Σαδδουκαῖοι κατ’ ἀρχήν, νόμισαν ὅτι δὲν ὑπάρχει καθόλου τὸ ἅγιο Πνεῦμα, οὔτε βέβαια ἄγγελοι, οὔτε ἀνάσταση· δὲν ξέρω γιατί περιφρόνησαν ἐντελῶς τὶς τόσες μαρτυρίες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες πάλι, oι περισσότεροι θεολόγοι καὶ ὅσοι βρίσκονται πιὸ κοντὰ στὴ δική μας ἀλήθεια, τὸ συνέλαβαν μὲ τὴ φαντασία τους, ὅπως μου φαίνεται· σχετικὰ ὅμως μὲ τὴν ὀνομασία τοῦ διαφοροποιήθηκαν, καλώντας τὸ «νοῦ τοῦ παντὸς» καὶ «θύραθεν νοῦ» καὶ ἄλλες σχετικὲς ὀνομασίες(2). Ἀπὸ τοὺς δικούς μας σοφοὺς τώρα, ἄλλοι τὸ ἐξέλαβαν ὡς ἐνέργεια, ἄλλοι ὡς κτίσμα, ἄλλοι ὡς Θεὸ καὶ ἄλλοι δὲν ξέρουν πιὸ ἀπὸ τὰ δύο αὐτά, σεβόμενοι τὴ Γραφή, διότι, ὅπως ἰσχυρίζονται, δὲν φανέρωσε καθαρὰ οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο. Καὶ γι’ αὐτὸ οὔτε τὸ σέβονται, οὔτε τὸ περιφρονοῦν, κρατώντας κάπως μία μέση στάση γι’ αὐτό, μᾶλλον ὅμως πολὺ ἄθλια. Ἀπ’ ὅσους πάλι τὸ θεώρησαν Θεό, ἄλλοι εἶναι εὐσεβεῖς μόνο μέχρι τὴ σκέψη, ἐνῶ ἄλλοι τολμοῦν νὰ ἐκφράζουν τὴν εὐσέβεια καὶ μὲ τὰ χείλη. Ἄκουσα ἀκόμη ἄλλους σοφότερους ν’ ἀξιολογοῦν τὴ θεότητα. Αὐτοὶ λοιπόν, ὅπως καὶ μεῖς, τρία ὁμολογοῦν μὲ ττ νοῦ τους ὅτι ὑπάρχουν, τόσο ὅμως διαχωρίζονται μεταξύ τους, ὥστε τὸ μὲν ἕνα (δήλ. τὸν Πατέρα) καὶ ὡς πρὸς τὴν οὐσία καὶ ὡς πρὸς τὴ δύναμη νὰ παρουσιάζουν ἀόριστο· τὸ ἄλλο (τὸν Υἱό), ὡς πρὸς τὴ δύναμη, ὄχι ὅμως ὡς πρὸς τὴν οὐσία· τὸ τρίτο (τὸ Πνεῦμα) καὶ ὡς πρὸς τὰ δύο περιγραπτό· μὲ ἄλλον τρόπο μιμοῦνται αὐτοὺς ποὺ ὀνομάζουν «δημιουργὸ» καὶ «συνεργὸ» καὶ «λειτουργὸ» τὰ πρόσωπα, ἐκλαμβάνοντας τὴ σειρὰ τῶν ὀνομάτων καὶ διαβάθμιση τῶν προσώπων ποὺ ἀντιπροσωπεύουν.
7. Ἐδῶ ὁ δικός σου λόγος· oι σφενδόνες ἂς μποῦν σὲ δράση, oι συλλογισμοὶ ἂς γίνουν περίπλοκοι. Ὁπωσδήποτε, ἢ ἀγέννητο εἶναι τὸ Πνεῦμα ἢ γεννητό. Καὶ ἂν εἶναι ἀγέννητο, τότε δύο εἶναι τὰ ἄναρχα. Ἐὰν πάλι εἶναι γεννητό, πάλι θὰ ὑποδιαιρέσεις· ἢ ἀπὸ τὸν Πατέρα προέρχεται τοῦτο, ἢ ἀπὸ τὸν Υἱό. Καὶ ἂν βέβαια γεννιέται ἀπὸ τὸν Πατέρα, τότε ὑπάρχουν δύο γιοὶ καὶ ἀδελφοί. Ἂν
θέλεις, φτιάξε τους καὶ διδύμους, ἢ τὸν ἕνα μεγαλύτερο καὶ τὸν ἄλλο νεώτερο, ἀφοῦ εἶσαι τόσο φιλοσώματος. Ἐὰν πάλι ἔχει φανεῖ ἀπὸ τὸν Υἱό, λέγει, μᾶς φανερώνεται καὶ Θεὸς-ἐγγονός! Τί πιὸ παράξενο ἀπὸ αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει; Αὐτὴ εἶναι ἡ γλώσσα ὅσων εἶναι σοφοὶ στὸ νὰ πράττουν τὸ κακό, μὴ θέλοντας νὰ γράφουν τὰ καλά. Ὅμως ἐγώ, ἂν ἔβλεπα ὅτι εἶναι ἀναγκαία ἡ διαίρεση, θὰ δεχόμουν τὶς πραγματικότητες ποὺ ἐκφράζει, χωρὶς νὰ φοβᾶμαι νὰ τὶς κατονομάσω. Οὔτε ὅμως, ἐπειδὴ ὁ Υἱὸς εἶναι Υἱὸς σύμφωνα μὲ κάποια ἀνώτερη σχέση ποὺ ἔχουν μεταξύ τους, ἐξαιτίας τοῦ ὅτι δὲν θὰ μπορούσαμε μὲ ἄλλο τρόπο παρὰ μόνο ἔτσι νὰ δείξουμε ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ εἶναι ὁμοούσιος, πρέπει νὰ νομισθεῖ ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο ὅλες τὶς ἐπίγειες ὀνομασίες καὶ μάλιστα αὐτὲς ποὺ δηλώνουν συγγένεια, νὰ τὶς μεταφέρουμε στὸ Θεό. Ἢ μήπως θὰ ἐκλάβεις καὶ ἀρσενικοῦ γένους τὸν Θεὸ σύμφωνα μὲ τὸν λόγο αὐτό, ἐπειδὴ ὀνομάζεται Θεὸς καὶ Πατήρ; καὶ ὡς κάποιο θηλυκὸ τὴ θεότητα, σύμφωνα μὲ τὸ γένος τῶν λέξεων καὶ οὐδέτερο τὸ Πνεῦμα, ἐπειδὴ δὲν γεννάει; Κι ἂν μᾶς πεῖς καὶ αὐτὸ τὸ κωμικό, ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς γέννησε τὸν Υἱὸ ἀφοῦ συνενώθηκε μὲ τὴ θέλησή του, σύμφωνα μὲ κάποιες παλιὲς ἀνοησίες καὶ μυθοπλασίες, τότε μᾶς εἰσήχθη κάποιος ἀρσενικοθήλυκος Θεὸς τοῦ Μαρκίωνα καὶ τοῦ Οὐαλεντίνου, ὁ ὁποῖος ἐφεῦρε μὲ τὸ νοῦ τοῦ τοὺς νέους αἰῶνες(3).
8. Ἀφοῦ λοιπὸν δὲν δεχόμαστε τὴν πρώτη σου διαίρεση σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία δὲν ὑπάρχει τίποτε ἐνδιάμεσο μεταξὺ ἀγέννητου καὶ γεννητού, ἀμέσως χάνονται μαζὶ μὲ τὴν περίφημη διαίρεσή σου oι ἀδελφοὶ καὶ oι ἐγγονοί, oι ὁποῖοι χάθηκαν, ὅπως ἀκριβῶς ἑνὸς πολυπλόκου δεσμοῦ τοῦ ὁποίου, ἀφοῦ λύθηκε ὁ πρῶτος κόμπος καὶ ὑποχώρησαν μαζί, μὴ ἔχοντας θέση πλέον στὴ θεολογία. Ποῦ τάχα θὰ τοποθετήσεις τὸ ἐκπορευτό, πές μου, τὸ ὁποῖο διαφαίνεται στὸ μέσον της δικῆς σου διαιρέσεως καὶ τὸ ὁποῖο εἰσάγεται ἀπὸ κάποιον καλύτερο ἀπὸ σένα θεολόγο, τὸ Σωτήρα μας; Ἐκτὸς ἐὰν τὴ φράση ἐκείνη ποὺ λέγει: «Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, τὸ ὁποῖο ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα», τὴν ἔβγαλες ἀπὸ τὰ δικά σου εὐαγγέλια γιὰ νὰ φτιάξεις μία τρίτη δική σου Διαθήκη· τὸ ὁποῖο, ἐφόσον ἐκπορεύεται ἀπὸ ἐκεῖ, δὲν εἶναι κτίσμα· ἐφόσον πάλι δὲν εἶναι γεννητό, δὲν εἶναι Υἱός· ἐφόσον, τέλος, βρίσκεται στὸ μέσον μεταξὺ ἀγεννήτου καὶ γεννητοϋ, εἶναι ὁ Θεός. Καὶ ἔτσι, πιὸ ἰσχυρὸς ἀπὸ τὶς διαιρέσεις σου. Τί εἶναι αὐτὴ ἡ ἐκπόρευση; Πές μου ἐσὺ τί εἶναι ἡ ἀγεννησία τοῦ Πατρός, κι ἐγὼ θὰ σοὺ ἐξηγήσω τὴ γέννηση τοῦ Υἱοῦ καὶ τὴν ἐκπόρευση τοῦ Πνεύματος καὶ θὰ παραφρονήσουμε καὶ oι δύο καθὼς θὰ ζητᾶμε νὰ ἐξερευνήσουμε τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὰ ποιοὶ θὰ τὰ κάνουν; Ἐμεῖς, oι ὁποῖοι δὲν μποροῦμε οὔτε αὐτὰ ποὺ βρίσκονται στὰ πόδια μας νὰ ἐννοήσουμε, οὔτε τὴν ἄμμο τῶν θαλασσῶν καὶ τὶς σταγόνες τῆς βροχῆς καὶ τὶς ἡμέρες τῆς αἰωνιότητας νὰ ὑπολογίσουμε, ἀκόμη περισσότερο δέ, νὰ εἰσέλθουμε στὰ βάθη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ κάνουμε λόγο γιὰ τὴν ἄρρητη καὶ πέρα ἀπὸ κάθε λογικὴ κατανόηση φύση τοῦ Θεοῦ.
9. Τί λοιπὸν εἶναι αὐτό, λέγει, τὸ ὁποῖο λείπει ἀπὸ τὸ Πνεῦμα γιὰ νὰ εἶναι αὐτὸ Υἱός; Διότι ἂν δὲν ἔλειπε κάτι, θὰ ἦταν Υἱός. Ἐμεῖς ἰσχυριζόμαστε ὅτι δὲν τοῦ λείπει τίποτε· διότι δὲν εἶναι ἐλλειπῆς ὁ Θεός. Ὁ τρόπος τῆς φανερώσεως, γιὰ νὰ τὸ πῶ ἔτσι, ἢ ἡ διαφορὰ τῆς σχέσεως ποὺ ἔχουν μεταξύ τους, δημιουργεῖ καὶ τὴ διαφορὰ ποὺ ἔχουν στὴν ὀνομασία τους. Διότι τίποτε δὲν λείπει ἀπὸ τὸν Υἱὸ γιὰ νὰ εἶναι Πατέρας -ἐφόσον δὲν εἶναι ἔλλειψη ἡ υἱότητα-, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα δὲν εἶναι Πατέρας. Ἢ δὲν λείπει κάτι ἀπὸ τὸν Πατέρα γιὰ νὰ εἶναι Υἱός· δὲν εἶναι ὅμως Υἱὸς ὁ Πατέρας. Ἀλλὰ oι ὄροι αὐτοὶ δὲν ἐκφράζουν κάποια ἔλλειψη, οὔτε ἐλάττωση κατὰ τὴν οὐσία. Αὐτὸ τὸ ὅτι «δὲν ἔχει γεννηθεῖ» Τὸν μὲν Πατέρα, τὸ ὅτι «ἔχει γεννηθεῖ» Τὸν δὲ Υἱὸ καὶ τὸ ὅτι «ἐκπορεύεται» αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἀκριβῶς λέγεται ἅγιο Πνεῦμα ὀνόμασε, γιὰ νὰ διασώζεται τὸ ἀσύγχυτο τῶν τριῶν ὑποστάσεων μέσα καὶ στὴ μία φύση καὶ τὸ ἕνα μεγαλεῖο της θεότητας. Οὔτε πράγματι ὁ Υἱὸς εἶναι Πατέρας, διότι ἕνας εἶναι ὁ Πατέρας, ἀλλὰ εἶναι ὅτι εἶναι ὁ Πατέρας. Οὔτε τὸ Πνεῦμα εἶναι Υἱός, ἂν καὶ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό, διότι ἕνας εἶναι ὁ Μονογενής, ἀλλὰ εἶναι ὅ,τι ὁ Υἱός. Ἕνα εἶναι καὶ τὰ τρία, ὡς πρὸς τὴ θεότητα, καὶ τὸ ἕνα εἶναι τρία ὡς πρὸς τὶς ἰδιότητες· ἔτσι ὥστε, οὔτε τὸ ἕνα εἶναι ὅπως τὸ κατανοοῦσε ὁ Σαβέλλιος, οὔτε τὰ τρία νὰ εἶναι τῆς τωρινῆς πονηρῆς διαιρέσεως.
10. Τί λοιπόν; Εἶναι Θεὸς τὸ Πνεῦμα; Βεβαιότατα. Καὶ τί ἄλλο, εἶναι ὁμοούσιο; Ἀσφαλῶς, ἐφόσον εἶναι Θεός.
12. Ἀλλὰ ποιὸς προσκύνησε ποτὲ τὸ Πνεῦμα; ἰσχυρίζεται (ὁ αἱρετικός). Ποιὸς (ἀπὸ τοὺς ἁγίους) της Παλαιᾶς ἢ τῆς Καινῆς Διαθήκης; Ποιὸς προσευχήθηκε σ’ αὐτό; Ποῦ εἶναι γραμμένο ὅτι πρέπει νὰ τὸ προσκυνοῦμε ἢ νὰ προσευχόμαστε σ’ αὐτό; Καὶ ἀπὸ ποῦ τὸ ἔχεις πάρει; Τὴν πιὸ πλήρη αἰτιολόγηση θὰ τὴ δώσουμε ἀργότερα, ὅταν συζητήσουμε γιὰ τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως ποὺ δὲν ἀπαντοῦν στὴν Γραφή. Τώρα θὰ εἶναι ἀρκετὸ νὰ ποῦμε μόνο αὐτό: Τὸ Πνεῦμα εἶναι αὐτό, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο προσκυνοῦμε τὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ὁποίου προσευχόμαστε. Διότι Πνεῦμα λέγει ἡ Γραφὴ πὼς εἶναι ὁ Θεὸς καὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν λατρεύουν πρέπει νὰ τὸν λατρεύουν μὲ τὴ δύναμη τοῦ Πνεύματος, ποὺ φανερώνει τὴν ἀλήθεια. Καὶ ἀλλοῦ λέγει πάλι ἡ Γραφή: Ἐμεῖς δὲν ξέρουμε οὔτε τί οὔτε πῶς νὰ προσευχηθοῦμε. Τὸ Πνεῦμα ὅμως μεσιτεύει τὸ ἴδιο στὸ Θεὸ γιὰ μᾶς μὲ στεναγμοὺς ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἐκφραστοῦν μὲ λέξεις. Καὶ ἀλλοῦ: Θὰ προσευχηθῶ μὲ τὸ Πνεῦμα, θὰ προσευχηθῶ καὶ μὲ τὸ νοῦ, δηλαδὴ μὲ τὸ νοῦ καὶ τὸ Πνεῦμα. Τὸ νὰ προσκυνῶ λοιπὸν τὸ Πνεῦμα ἢ νὰ προσεύχομαι, δὲν μοῦ φαίνεται ὅτι εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ ὅτι τὸ ἴδιο τὸ Πνεῦμα προσφέρει στὸν ἑαυτὸ τοῦ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν προσκύνηση, Ποιὸς ἀπὸ τοὺς ἔνθεους καὶ ἀπὸ αὐτούς, ποὺ γνωρίζουν πολὺ καλό, δὲν θὰ ἐπαινοῦσε αὐτὸ τὸ πράγμα, ὅτι δηλαδὴ ἡ προσκύνηση τοῦ ἑνός, καὶ τῶν τριῶν εἶναι προσκύνηση, ἀφοῦ εἶναι ὁμότιμη καὶ στὰ τρία πρόσωπα ἡ ἀξία καὶ ἡ θεότητα; Καὶ βέβαια οὔτε ἐκεῖνο ποὺ λέγεται στὴ Γραφὴ θὰ φοβηθῶ, ὅτι δηλαδὴ τὰ πάντα ἔχουν γίνει μέσω τοῦ Υἱοῦ, σὰν νὰ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ πάντα καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Διότι, τὰ πάντα ὅσα ἔχουν γίνει λέγει ἡ Γραφή, ὄχι ἁπλῶς τὰ πάντα χωρὶς περιορισμό. Οὔτε βέβαια περιλαμβάνεται ὁ Πατέρας, οὔτε ὅσα δὲν ἔχουν γίνει. Ἀπόδειξε πρῶτα ὅτι ἔχει γίνει μέσα στὸ χρόνο, καὶ τότε ἀποδοσὲ τὸ στὸν Υἱὸ καὶ συναρίθμησε τὸ μὲ τὰ κτίσματα. Ὅσο ἐσὺ δὲν τὸ ἀποδεικνύεις, αὐτὴ ἡ περιεκτικὴ φράση δὲν θὰ σὲ βοηθήσει στὴν ἀσέβειά σου. Διότι ἂν ἔχει γίνει, ὁπωσδήποτε διὰ τοῦ Χριστοῦ ἔχει γίνει. Οὔτε ἐγὼ ὁ ἴδιος θὰ τὸ ἀρνηθῶ. Ἐὰν ὅμως δὲν ἔχει γίνει, πῶς εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πάντα ἢ ἔχει γίνει μέσω τοῦ Χριστοῦ; Σταμάτα λοιπὸν ν’ ἀτιμάζεις καὶ τὸν Πατέρα περιφρονώντας τὸ Μονογενῆ Υἱὸ τοῦ – διότι εἶναι ἀτιμία γιὰ τὸν Πατέρα, θεωρώντας κτίσμα τὸ ὕψιστο (τὸν Υἱό), νὰ τὸν στερεῖς ἀπὸ τὸν Υἱό Του -καὶ τὸν Υἱὸ περιφρονώντας τὸ Πνεῦμα. Διότι (ὁ Υἱὸς) δὲν εἶναι δημιουργὸς κάποιου δούλου ὅμοιου μ’ αὐτόν, ἀλλ’ αὐτὸς ποὺ συνδοξάζεται μὲ τὸν ὁμότιμό του, τὸ Πνεῦμα. Τίποτε ἀπὸ τὴν ἁγία Τριάδα νὰ μὴ βάλλεις στὴν ἴδια κατηγορία μὲ σένα, γιὰ νὰ μὴν πέσεις ἐσὺ ἀπὸ τὴν Τριάδα. Καὶ μὲ κανένα τρόπο νὰ μὴν περικόψεις τὴ μία φύση καὶ ἐξίσου ἄξια σεβασμοῦ, διότι ἂν κάτι καθαιρέσεις ἀπὸ τὰ τρία πρόσωπα, θὰ ἔχεις καθαιρέσει μαζί του τὸ σύνολο, ἢ μᾶλλον θὰ ἔχεις ξεπέσει ἐσὺ ἀπ’ ὅλα. Καλύτερα νὰ σχηματίσεις μία ἀτελῆ ἰδέα γιὰ τὸν τρόπο τῆς ἑνώσεως, παρὰ ν’ ἀποτολμήσεις μία τόσο μεγάλη ἀσέβεια.
13. Ἔφτασε ὅμως ὁ λόγος μας καὶ σὲ αὐτὸ τὸ οὐσιαστικὸ κεφάλαιο· καὶ στενάζω βέβαια, διότι ζήτημα τὸ ὁποῖο εἶχε σβήσει ἀπὸ παλιὰ καὶ εἶχε ὑποχωρήσει μπροστὰ στὴν ἀλήθεια, τώρα ἀναζωπυρώνεται. Εἶναι ἀνάγκη ὅμως ν’ἀντιταχθοϋμε στοὺς φλύαρους καὶ νὰ μὴ νικηθοῦμε λόγω τῆς ἀπουσίας μας, μὲ τὸ νὰ ἔχουμε λόγο καὶ νὰ συνηγοροῦμε ὑπὲρ τοῦ Πνεύματος. Ἐάν, λέγει, ὑπάρχει Θεὸς καὶ Θεὸς καὶ Θεός, πῶς δὲν ὑπάρχουν τρεῖς Θεοί; Καὶ πῶς αὐτὸ ποῦ δοξολογεῖται, δὲν εἶναι πολυαρχία; Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ ποῦ λένε τέτοια πράγματα; Ἐκεῖνοι, oι ὁποῖοι εἶναι τελειότεροι στὴν ἀσέβεια, ἢ καὶ ἐκεῖνοι ποῦ ἀνήκουν στὴ δεύτερη κατηγορία, ἐννοῶ δηλαδὴ αὐτοὺς ποῦ εἶναι κάπως σώφρονες σχετικὰ μὲ τὸν Υἱό; Ἡ μία μου ἀπάντηση θὰ εἶναι κοινὴ καὶ γιὰ τοὺς δύο, ἡ ἄλλη μου ἀπάντηση θὰ εἶναι ἰδιαίτερη γιὰ τοὺς δεύτερους. Ἡ ἀπάντησή μου λοιπὸν πρὸς τοὺς τελευταίους εἶναι αὐτή: Τί λέτε σὲ μᾶς τοὺς τριθεΐτες ἐσεῖς ποῦ σέβεστε τὸν Υἱό, ἀλλὰ ἐπαναστατήσατε κατὰ τοῦ Πνεύματος; Ἐσεῖς δὲν εἴσαστε διθεΐτες; Ἐὰν ἐπιπλέον ἀρνεῖσθε καὶ τὴν προσκύνηση τοῦ Μονογενοῦς, ἔχετε σαφῶς ταχθεῖ μὲ τὸ μέρος τῶν ἀντιπάλων. Καὶ τότε γιατί νὰ σᾶς φερόμαστε φιλάνθρωπα σὰν τάχα νὰ μὴν εἴσαστε ἐντελῶς νεκρωμένοι; Ἂν ὅμως σέβεσθε τὸν Υἱὸ καὶ πιστεύετε ὀρθὰ καὶ σωτήρια μέχρι αὐτὸ τὸ σημεῖο, τότε θὰ σᾶς ρωτήσουμε: Ποιὸς εἶναι ὁ λόγος τῆς διθεΐας σας, ἂν κατηγορηθεῖτε γι’ αὐτό; Ἐὰν ὑπάρχει κάποια ἀπάντηση συνετή, ἀποκριθεῖτε καὶ δεῖξτε καὶ σὲ μᾶς τὸν τρόπο ν’ ἀπαντᾶμε. Διότι μὲ ὅποια ἐπιχειρήματα θ’ ἀποκρούσετε ἐσεῖς τὴν διθεΐα, αὐτὰ θ’ ἀρκέσουν καὶ σὲ μᾶς γιὰ ν’ ἀποκρούσουμε τὴν τριθεΐα. Κι ἔτσι θὰ νικᾶμε χρησιμοποιώντας ἐσᾶς τοὺς κατήγορους ὡς συνήγορους. Τί πιὸ γενναῖο ἀπ’ αὐτό;
14. Ἀλλὰ πῶς θ’ ἀγωνιστοῦμε καὶ θ’ ἀποκριθοῦμε ἐνάντια καὶ στοὺς δύο; Γιὰ μᾶς ἕνας Θεὸς ὑπάρχει, διότι μία εἶναι ἡ θεότητα. Καὶ στὸ ἕνα ἀναφέρονται τὰ προερχόμενα ἀπὸ αὐτό, ἀκόμη κι ἂν θεωροῦνται τρία. Διότι δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὰ πρόσωπα περισσότερο Θεὸς καὶ ἄλλο λιγότερο Θεὸς οὔτε ὑπάρχει ἄλλο προγενέστερο καὶ ἄλλο μεταγενέστερο· οὔτε χωρίζονται ὡς πρὸς τὸ θέλημα, οὔτε διαιροῦνται ὡς πρὸς τὴ δύναμη. Οὔτε εἶναι δυνατὸν νὰ βρίσκει κανένας σ’ αὐτά, κάτι ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ὕπαρχουν στὰ κτιστὰ ὄντα, ποὺ μποροῦν νὰ διαχωριστοῦν. Ἀλλὰ ἐὰν πρέπει νὰ ἐκφραστοῦμε μὲ συντομία, ἡ θεότητα εἶναι ἀδιαίρετη, ἂν καὶ διακρίνεται σὲ πρόσωπα. Καὶ ὅπως συμβαίνει μὲ τρεῖς ἥλιους oι ὁποῖοι εἶναι ἑνωμένοι μεταξύ τους: μία εἶναι ἡ ἔκχυση τοῦ φωτός. Ὅταν λοιπὸν ἀναβλέψουμε πρὸς τὴ θεότητα καὶ τὴν πρώτη αἰτία καὶ τὴ μοναρχία, ἕνα εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐμφανίζεται. Ὅταν πάλι ἀναβλέψουμε σ’αὐτά, στὰ ὁποῖα ἐνυπάρχει ἡ θεότητα καὶ τὰ ὁποία προέρχονται ἀχρόνως ἀπὸ τὴν πρώτη αἰτία ἔχοντας τὴν ἴδια δόξα, τότε τρία εἶναι τὰ προσκυνούμενα.
15. Ὅμως, τί θὰ ἰσχυρίζονταν, δὲν ὑπάρχει καὶ στοὺς Ἕλληνες μία θεότητα, ὅπως διδάσκουν ὅσοι ἀπὸ ἐκείνους φιλοσοφοῦν βαθύτερα, καὶ γιὰ μᾶς δὲν ὑπάρχει μία ἀνθρωπότητα, ὅλο δηλαδὴ τὸ ἀνθρώπινο γένος; Ἀλλὰ ὅμως ὑπάρχουν γι’ αὐτοὺς πολλοὶ θεοὶ καὶ ὄχι ἕνας, ὅπως καὶ ἄνθρωποι πολλοί; Ἐκεῖ ὅμως τὸ ἕνα μπορεῖ ἡ κοινωνία νὰ τὸ φανταστεῖ μόνο μὲ τὴ σκέψη· τὰ δὲ ἐπιμέρους ἄτομα εἶναι διαχωρισμένα στὸν ὕψιστο βαθμὸ μεταξύ τους καὶ ὡς πρὸς τὸ χρόνο καὶ ὡς πρὸς τὰ πάθη καὶ ὡς πρὸς τὴ δύναμη. Διότι ἐμεῖς oι ἄνθρωποι δὲν εἴμαστε μόνο σύνθετοι, ἀλλὰ καὶ ἀντίθετοι καὶ μεταξὺ μας ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, μὴ παραμένοντας ἀπόλυτα οἱ ἴδιοι οὔτε καὶ γιὰ μία μέρα, ἀλλὰ ὄχι ὅλη τὴ ζωή μας, ἀλλὰ καὶ σωματικὰ καὶ ψυχικὰ συνεχῶς ἀλλάζουμε καὶ μεταβαλλόμαστε. Δὲν ξέρω μάλιστα, μήπως καὶ oι ἄγγελοι (μεταβάλλονται) καὶ ὅλη ἡ ἀνώτερη φύση μετὰ τὴν Τριάδα, ἔστω κι ἂν μερικοὶ εἶναι ἁπλοὶ καὶ περισσότερο παγιωμένοι πρὸς τὸ καλό, ἐπειδὴ εἶναι πλησίον του ὕψιστου Ἀγαθοῦ.
21. Πολλὲς φορὲς καὶ πάλι ἐπανέρχεσαι καὶ μᾶς κατηγορεῖς ὅτι δὲν στηριζόμαστε στὴν ἁγία Γραφὴ (γιὰ νὰ καταδείξουμε τὴ θεότητα τοῦ Πνεύματος). Ὅτι βέβαια δὲν εἶναι ξένο τὸ Πνεῦμα, οὔτε παρείσακτο, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἁγίους της Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ στοὺς σημερινοὺς φανερώνεται καὶ ἀποκαλύπτεται, ἔχει ἤδη ἀποδειχθεῖ ἀπὸ πολλούς, oι ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν μ’ αὐτό, ὅσοι βέβαια ἀφοῦ μελέτησαν ὄχι μὲ ραθυμία ἢ ἐπιπολαιδτητα τὶς θεῖες γραφές, ἀλλὰ διέσχισαν τὸ «γράμμα» καὶ ἔσκυψαν νὰ δοῦν μέσα ἀπὸ αὐτό, ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν τὴν κρυμμένη ὀμορφιὰ καὶ καταυγάσθηκαν ἀπὸ τὸ φωτισμὸ τῆς γνώσεως(4).
25. Δύο λαμπρὲς ἀλλαγὲς τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς μᾶς ἔχουν γίνει στὸ διάβα ὅλου του χρόνου, oι ὁποῖες καὶ δύο Διαθῆκες καλοῦνται, καὶ σεισμοὶ τῆς γής, διότι ἀποτελοῦν μία περιβόητη πραγματικότητα. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ μετάβαση ἀπὸ τὰ εἴδωλα στὸ νόμο καὶ ἡ δεύτερη ἀπὸ τὸ νόμο στὸ Εὐαγγέλιο. Ὅμως καὶ τρίτος σεισμὸς μᾶς ἔχει ἀναγγελθεῖ, ἡ μετάσταση δηλαδὴ ἀπὸ τὸ ἐδῶ στὰ ἐκεῖ, τὰ μὴ πλέον κινούμενα καὶ σαλευόμενα. Αὐτὸ ἔχουν πάθει καὶ oι δύο Διαθῆκες. Τί εἶναι αὐτό; Δὲν μετακινήθηκαν ξαφνικά, οὔτε μὲ τὴν πρώτη κίνηση γιὰ πραγματοποίηση τοῦ ἐγχειρήματος. Γιὰ ποιὸ λόγο; Διότι εἶναι ἀναγκαῖο νὰ ξέρουμε. Γιὰ νὰ μὴν πιεσθοῦμε ἀλλὰ νὰ πεισθοῦμε. Διότι αὐτὸ ποὺ γίνεται παρὰ τὴ θέλησή μας, δὲν εἶναι μόνιμο, ὅπως ἀκριβῶς ὅσα συγκρατοῦνται βίαια ἀπὸ τὰ ρεύματα καὶ τὰ φυτά. Ὅμως αὐτὸ ποὺ γίνεται μὲ τὴ θέλησή μας, καὶ μονιμότερο εἶναι καὶ ἀσφαλέστερο. Τὸ ἕνα εἶναι ἔργο αὐτοῦ ποὺ μᾶς ἐξαναγκάζει, τὸ ἄλλο εἶναι δικό μας· καὶ τὸ ἕνα πάλι εἶναι ἔργο τῆς ἐπιείκειας τοῦ Θεοῦ, τὸ ἄλλο τῆς τυραννικῆς ἐξουσίας. Δὲν ἐνόμισε λοιπὸν ὅτι πρέπει χωρὶς νὰ θέλουμε νὰ μᾶς κάνει καλό, ἀλλὰ νὰ μᾶς εὐεργετεῖ, ὅταν ἐμεῖς τὸ θέλουμε. Γι’ αὐτό, γιὰ παιδαγωγικοὺς καὶ ἰατρικοὺς λόγους, ἄλλα ἀφαιρεῖ ἀπὸ τὰ πατροπαράδοτα ἔθιμα καὶ ἄλλα ἐπιτρέπει, ὑποχωρώντας λίγο σὲ αὐτὰ ποὺ δίνουν χαρά. Ἔτσι, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν καὶ oι γιατροὶ στοὺς ἀρρώστους, δηλαδὴ γιὰ νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ἡ θεραπεία μὲ φάρμακα, ἀλλάζουν ἐπιτήδεια τὴ γεύση τους μὲ προϊόντα περισσότερο εὐχάριστα. Διότι δὲν εἶναι εὔκολη ἡ ἀλλαγὴ σ’ αὐτὰ ποὺ εἶχαν γίνει συνήθεια καὶ τιμοῦνταν γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα. Τί ἐννοῶ δηλαδή; Ἡ πρώτη ἀλλαγὴ περιέκοψε βέβαια τὰ εἴδωλα, ἀλλὰ ἐπέτρεψε τὶς θυσίες· ἡ δεύτερη ἀλλαγὴ κατάργησε τὶς θυσίες, ἀλλὰ δὲν ἐμπόδισε τὴν περιτομή. Ἔπειτα, ὅταν ὁριστικὰ συμβιβάστηκαν μὲ αὐτὴ τὴν ἀφαίρεση, τότε παραδέχτηκαν καὶ τὴν παραχώρηση ποὺ εἶχε γίνει σ’ αὐτούς, δηλαδὴ oι Ἰουδαῖοι τὶς θυσίες καὶ oι χριστιανοὶ τὴν περιτομή. Καὶ ἔγιναν ἀπὸ ἐθνικοὶ ἰουδαῖοι καὶ ἀπὸ ἰουδαῖοι χριστιανοί, ἀφοῦ ὁδηγήθηκαν ἀνεπαίσθητα πρὸς τὸ Εὐαγγέλιο μὲ αὐτὲς τὶς ἐπιμέρους ἀλλαγές. Θὰ σὲ πείσει γι’ αὐτὸ ὁ Παῦλος, ὁ ὁποῖος προερχόμενος ἀπὸ περιτομὲς καὶ ἁγνισμοὺς ἔλεγε: «Ὅσο γιὰ μένα ἀδελφοί μου, γιατί μὲ καταδιώκουν, ἐὰν κηρύττω τὴν ἀναγκαιότητα τῆς περιτομῆς;». Ἐκεῖνο ἦταν σημεῖο οἰκονομίας αὐτὸ εἶναι δεῖγμα τῆς τελειότητας.
26. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο μπορῶ νὰ εἰκάζω ὅ,τι ἀφόρα στὴν θεολογία, ὅσο ὅμως εἶναι δυνατόν, ἀπὸ τ’ ἀντίθετα. Διότι, πράγματι ἐκεῖ, ἀπὸ τὶς ἀφαιρέσεις γίνεται ἡ ἀλλαγή· ἐδῶ ὅμως μὲ τὶς προσθῆκες ἐπιτυγχάνεται ἡ τελειότητα. Βέβαια, ἔτσι εἶναι. Ἐκήρυττε φανερὸ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη τὸν Πατέρα καὶ ἀμυδρότερα τὸν Υἱό. Φανέρωσε ἡ Καινὴ Διαθήκη τὸν Υἱό, ὑπέδειξε τὴ θεότητα τοῦ Πνεύματος. Δρᾶ τώρα τὸ Πνεῦμα, κάνοντάς μας σαφέστερη τὴ φανέρωσή του. Διότι δὲν θὰ ἦταν ἀσφαλές, χωρὶς πρωτύτερα νὰ ὁμολογηθεῖ ἡ θεότητα τοῦ Πατρός, νὰ κηρύσσεται φανερὸ ὁ Υἱὸς οὔτε προτοῦ νὰ γίνει παραδεκτὴ ἡ θεότητα τοῦ Υἱοῦ, νὰ «ἐπιφορτισθοῦμε» μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μία ἔκφραση λίγο τολμηρότερη· μήπως κινδυνεύσουν καὶ στὸ κατὰ δύναμη, ὅπως ἀκριβῶς μὲ ὅσους, oι ὁποῖοι ἀφοῦ φᾶνε πάνω ἀπὸ τὴν ἀντοχὴ τοὺς βαραίνουν καὶ ἀφοῦ προσβάλουν τὴν δράση πάνω ἀπὸ τὴ δύναμη κοιτάζοντας τὸ φῶς τοῦ ἥλιου τὴν καθιστοῦν ἀσθενέστερη. Ἀντιθέτως, μὲ τὶς βαθμιαῖες προσθῆκες καὶ ὅπως εἶπε ὁ Δαβίδ, μὲ τὶς ἀναβάσεις καὶ μὲ τὶς ἀπὸ δόξα σὲ δόξα προόδους καὶ προκοπές, τὸ φῶς τῆς Τριάδας θὰ λάμψει στοὺς πιὸ φωτισμένους. Καὶ νομίζω, ὅτι γι’ αὐτὸ τὸν λόγο καὶ στοὺς μαθητὲς ἐπιδημεῖ σταδιακά, ἀνάλογα μὲ τὴν ἱκανότητα ἐκείνων ποὺ τὸ δέχονται, δηλαδὴ στὴν ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου, μετὰ τὸ πάθος, μετὰ τὴν Ἀνάληψη, ὅταν ἐπιτελεῖ τὰ θαύματα, ὅταν ἐμφυσεῖται καὶ ὅταν ἐμφανίζεται ὡς πύρινες γλῶσσες. Καὶ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ φανερώνεται σταδιακά, ὅπως θὰ διαπιστώσεις κι ἐσὺ ὁ ἴδιος, ἂν μελετήσεις μὲ περισσότερο ἐπιμέλεια: Θὰ παρακαλέσω, λέγει ἡ Γραφή, τὸν Πατέρα νὰ σᾶς δώσει ἄλλον Παράκλητο, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, γιὰ νὰ μὴ νομίσει κανένας ὅτι εἶναι ἀντίθετος ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ πὼς μιλάει ἀπὸ κάποια ἄλλη ἐξουσία. Ἔπειτα «θὰ στείλει» ὁ Πατέρας, ἀλλὰ «στὸ ὄνομά μου» ἀφοῦ ἄφησε στὴν ἄκρη τὸ «θὰ ρωτήσω», τὸ «θὰ στείλει» διατήρησε. Στὴν συνέχεια μὲ τὸ «θὰ στείλω» διακήρυξε τὸ δικό του ἀξίωμα· κατόπιν μὲ τὸ «θὰ ἔλθει» διακηρύσσεται ἡ ἐξουσία τοῦ Πνεύματος.
27. Βλέπεις, λοιπόν, σταδιακοὺς φωτισμοὺς ποὺ μᾶς φωτίζουν καὶ τὴν τάξη τῆς θεολογίας, τὴν ὁποία καλύτερα νὰ τηροῦμε καὶ ἐμεῖς, καὶ οὔτε νὰ τὴ φανερώνουμε μία καὶ καλή, οὔτε νὰ τὴν ἀποκρύπτουμε τελείως. Διότι τὸ ἕνα δείχνει ἔλλειψη διακρίσεως, τὸ ἄλλο ἀθεΐα. Καὶ τὸ ἕνα πάλι μπορεῖ νὰ βλάψει τοὺς ἄπιστους, ἐνῶ τὸ ἄλλο ν’ ἀποδιώξει τοὺς δικούς μας. Ὅμως, αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἴσως ἦλθε καὶ στὸ μυαλὸ ἄλλων, ἀλλὰ ἐγὼ θεωρῶ καρπὸ τῆς δικῆς μου διανοίας, θὰ τὸ προσθέσω σ’ αὐτά, ποὺ ἔχουν ἤδη εἰπωθεῖ. Κατὰ τὸν Σωτήρα ἤσαν μερικά, γιὰ τὰ ὁποία ἔλεγε στοὺς μαθητὲς ὅτι δὲν μποροῦσαν τότε νὰ τὰ βαστάσουν, ἂν καὶ εἶχαν χορτάσει μὲ διδασκαλίες, ἴσως γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἀνέφερα, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὰ ἀποκάλυψε. Ἔλεγε πάλι, ὅτι ὅλα αὐτὰ θὰ μᾶς τὰ διδάξει τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ὅταν θὰ κατέλθει. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ (ποὺ θὰ μᾶς διδάξει) εἶναι, νομίζω, καὶ ἢ ἴδια ἡ θεότητα τοῦ Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀποσαφηνίζεται ἀργότερα, ἀφοῦ μετὰ τὴν ἀποκατάσταση τοῦ Σωτήρα, τυχαίνει νὰ εἶναι ὥριμη καὶ καταληπτὴ ἡ γνώση, ἀφοῦ κανένας πλέον δὲν ἀπιστεῖ στὸ θαῦμα. Τί λοιπὸν θὰ ἦταν πιὸ μεγάλο, αὐτὸ ποῦ ἐκεῖνος ὑποσχέθηκε ἢ αὐτὸ ποῦ τὸ Πνεῦμα δίδαξε; Ἐὰν βέβαια πρέπει σὰν κάτι μεγάλο νὰ νομίζουμε καὶ ἄξιό της μεγαλοπρέπειας τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ τὸ ὁποῖο ὑπόσχεται, ἢ αὐτὸ τὸ ὁποῖο διδάσκεται.
28. Ἔτσι λοιπὸν πιστεύω γι’ αὐτὰ καὶ μακάρι ἔτσι νὰ πιστεύω ἐγώ, καὶ ὅποιος μου εἶναι ἀγαπητός. Νὰ τιμᾶμε δηλαδὴ ὡς Θεὸ τὸν Πατέρα, Θεὸ τὸν Υἱό, Θεὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, τρεῖς oι ἰδιότητες, ἀλλὰ μία ἡ θεότητα, χωρὶς νὰ διαιρεῖται ὡς πρὸς τὴ δόξα, τὴν τιμὴ καὶ τὴ βασιλεία, ὅπως θεολόγησε κάποιος ἀπὸ τοὺς θεοφόρους ἄνδρες λίγο προγενέστερα. Καὶ ὅποιος δὲν πιστεύει ἔτσι ἢ προσαρμόζεται ἀνάλογα μὲ τὶς περιστάσεις, ἀλλάζοντας συνεχῶς τὴν πίστη του καὶ σκέπτεται μὲ ἐπιπολαιότητα, γι’ αὐτὰ ποὺ εἶναι τόσο σπουδαία, ἂς μὴ δεῖ τὸν ἥλιο ν’ ἀνατέλλει, ὅπως λέγει ἡ Γραφή, οὔτε τὴ δόξα τῆς οὐράνιας λαμπρότητας. Διότι ἂν τὸ Πνεῦμα δὲν εἶναι προσκυνητόν, πῶς μὲ θεώνει μὲ τὸ βάπτισμα;
Ἂν πάλι προσκυνεῖται, πῶς νὰ μὴ λατρεύεται; Καὶ ἂν λατρεύεται, πῶς δὲν εἶναι Θεός; Τὸ ἕνα ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἄλλο, κι ἔτσι ἔχουμε πράγματι μία χρυσὴ καὶ σωτήρια ἁλυσίδα. Ἀπὸ τὸ Πνεῦμα συμβαίνει ἡ ἀναγέννηση σὲ μᾶς ἀπὸ τὴν ἀναγέννηση ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάπλαση καὶ ἀπὸ τὴν ἀνάπλαση ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀξίας ἐκείνου ποὺ μᾶς ἀνέπλασε.
29. Αὐτὰ λοιπὸν θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανένας, ἂν προϋπέθετε ὅτι δὲν ὑπάρχει στὴν Γραφή. Ἤδη ὅμως θὰ ἔλθει σὲ σένα τὸ πλῆθος τῶν μαρτυριῶν, μὲ τὶς ὁποῖες θ’ ἀποδειχθεῖ ὅτι ἀναφέρεται καὶ μὲ τὸ παραπάνω μέσα στὴν ἁγία Γραφὴ ἡ θεότητα τοῦ Πνεύματος, σὲ ὅσους βέβαια δὲν εἶναι πολὺ ἀνόητοι, οὔτε ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὸ Πνεῦμα. Σκέψου λοιπὸν τὰ ἑξῆς: Γεννιέται ὁ Χριστός; Τὸ Πνεῦμα προηγεῖται· βαπτίζεται; Αὐτὸ δίνει μαρτυρία· δέχεται πειρασμούς; Τὸν ὁδηγεῖ. Ἐπιτελεῖ θαύματα; Τὸν συνοδεύει. Ἀνέρχεται; Τὸν διαδέχεται. Ποιὸ ἄραγε ἀπὸ τὰ μεγάλα καὶ ἀπ’ ὅσα κάνει ὁ Θεός, δὲν μπορεῖ τὸ Πνεῦμα; Ποιὰ πάλι ὀνομασία δὲν ἔχει ἀπ’ ὅσες ἔχει ὁ Θεὸς ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀγεννησία καὶ τὴ γέννηση; Διότι ἔπρεπε νὰ μείνουν oι ἰδιότητες στὸν Πατέρα καὶ στὸν Υἱό, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχει σύγχυση στὴ θεότητα, ἡ ὁποία καὶ τ’ ἄλλα ὁδηγεῖ σὲ τάξη καὶ κοσμιότητα. Ἐγὼ φρίττω ἀναλογιζόμενος τὸν πλοῦτο τῶν ὀνομασιῶν τοῦ Πνεύματος καὶ σὲ πόσες ἀπὸ αὐτὲς δείχνουν τὴν ἀσέβειά τους αὐτοὶ ποὺ ἐπιτίθενται στὸ Πνεῦμα. Λέγεται λοιπὸν Πνεῦμα Θεοῦ, Πνεῦμα Χριστοῦ, νοῦς Χριστοῦ, Πνεῦμα Κυρίου, τὸ ἴδιο ἐπίσης Κύριος, Πνεῦμα υἱοθεσίας, ἀληθείας, ἐλευθερίας· Πνεῦμα σοφίας, συνέσεως, θελήσεως, δυνάμεως, γνώσεως, εὐσεβείας, φόβου Θεοῦ. Διότι αὐτὸ εἶναι τὸ ὁποῖο προκαλεῖ ὅλα αὐτά. Ὅλα τὰ γεμίζει μὲ τὸ εἶναι του, ὅλα τὰ συγκρατεῖ. Μὲ τὴν ὕπαρξή του γεμίζει ὅλο τὸν κόσμο, δὲν περιορίζεται ὅμως ἡ δύναμή του στὸν κόσμο. Εἶναι ἀγαθό, εὐθές, ἡγεμονικό, ἁγιάζει ἀπὸ τὴ φύση του καὶ ὄχι λόγω θέσεως, δὲν ἁγιάζεται, εἶναι τὸ μέτρο, δὲν μετριέται, μετέχεται δὲν μετέχει, πληροί, δὲν πληροῦται, συγκρατεῖ δὲν συγκρατεῖται, κληρονομεῖται, δοξάζεται, συναριθμεῖται, ἀπειλεῖται, λέγεται δάκτυλος Θεοῦ καὶ φωτιὰ ὅπως ὁ Θεός, γιὰ νὰ δοθεῖ νομίζω, ἔμφαση στὸ ὁμοούσιο. Τὸ Πνεῦμα εἶναι αὐτὸ ποὺ δημιούργησε, ποὺ μᾶς ἀνακαινίζει μὲ τὸ βάπτισμα καὶ τὴν ἀνάσταση. Τὸ Πνεῦμα εἶναι αὐτὸ ποὺ γνωρίζει τὰ πάντα, ποὺ διδάσκει, ποὺ πνέει ὅπου καὶ ὅσο θέλει, ποὺ ὁδηγεῖ, λαλεῖ, ἀποστέλλει, ἀφορίζει, παροργίζεται, πειράζεται, ἀποκαλύπτει, φωτίζει, δίνει ζωή, μᾶλλον εἶναι τὸ ἴδιο φῶς καὶ ζωή. Εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς κάνει ναούς, μᾶς θεώνει, μᾶς τελειοποιεῖ, ὥστε καὶ νὰ προηγεῖται τοῦ βαπτίσματος, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπιζητεῖται μετὰ τὸ βάπτισμα. Ἐνεργεῖ ἐπίσης ὅσα κι ὁ Θεός, διαμοιράζεται σὲ γλῶσσες πύρινες , μοιράζει χαρίσματα, καθιστὰ ἀποστόλους, προφῆτες, εὐαγγελιστές, ποιμένες καὶ διδασκάλους. Εἶναι νοερό, πολυμερές, σαφές, τρανό, ἀνεμπόδιστο, ἀμόλυντο. Αὐτὸ σημαίνει μὲ ἰσοδύναμες λέξεις, πὼς εἶναι ἡ ὕψιστη σοφία καὶ μπορεῖ νὰ ἐνεργεῖ μὲ πολλοὺς τρόπους καὶ ἀποσαφηνίζει τὰ πάντα καὶ τὰ διατρανώνει. Καὶ εἶναι αὐτεξούσιο καὶ ἀναλλοίωτο, παντοδύναμο, ἐπιβλέπει τὰ πάντα καὶ διεισδύει σὲ ὅλα τὰ νοερὰ πνεύματα, τὰ καθαρὰ καὶ λεπτότατα, δηλαδὴ ἐννοῶ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις, ὅπως καὶ στὰ πνεύματα τῶν προφητῶν καὶ τῶν ἀποστόλων, τὴν ἴδια στιγμὴ ἀλλὰ ὄχι στοὺς ἴδιους τόπους, ἀφοῦ εἶναι διασκορπισμένα ἐδῶ κι ἐκεῖ. Μὲ τὸ νὰ ἔχουν ἀπονεμηθεῖ ἄλλα σὲ ἄλλο μέρος φανερώνεται τὸ ἀπερίγραπτο (αὐτοῦ).
30. Αὐτοὶ ποὺ λένε καὶ διδάσκουν αὐτὰ καὶ ἐπιπλέον τὸ ὀνομάζουν «ἄλλον Παράκλητον», δηλαδὴ ἄλλον Θεό, αὐτοὶ oι ὁποῖοι γνωρίζουν ὅτι ἡ μόνη ἀσυγχώρητη ἁμαρτία εἶναι ἡ βλασφημία σ’αὐτό, αὐτοὶ ποὺ τόσο φοβερὰ στηλίτευσαν τὸν Ἀνανία καὶ τὴ Σαπφείρα, ἐπειδὴ εἶπαν ψέματα στὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, σὰν νὰ εἶπαν ψέματα στὸν Θεὸ καὶ ὄχι σὲ ἄνθρωπο, αὐτοὶ λοιπὸν τί σου φαίνεται ἀπὸ τὰ δύο, ὅτι κηρύττουν πῶς τὸ ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Θεὸς ἢ κάτι ἄλλο; Πόσο στ’ ἀλήθεια ἀνόητος εἶσαι καὶ μακριὰ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα, ἐὰν ἀπορεῖς γι’ αὐτὸ καὶ χρειάζεσαι κάποιον νὰ σὲ διδάξει. Οἱ ὀνομασίες λοιπὸν τοῦ Πνεύματος εἶναι τόσες πολλὲς καὶ τόσο ζωντανές. Γιατί λοιπὸν πρέπει νὰ σοὺ παραθέσω τὶς μαρτυρίες γι’ αὐτὲς τὶς λέξεις; Καὶ ὅσα ἐδῶ λέγονται μὲ τρόπο ταπεινό, ὅτι δηλαδὴ δίδεται, ὅτι ἀποστέλλεται, ὅτι μερίζεται, ὅτι εἶναι χάρισμα, δώρημα, ἐμφύσημα, ἐπαγγελία, μεσιτεία, εἴτε κάτι ἄλλο σὰν αὐτά, γιὰ νὰ μὴν ἀπαριθμῶ τὸ καθένα ξεχωριστά, πρέπει νὰ τὸ ἀναγάγουμε στὴν πρώτη αἰτία, γιὰ νὰ καταδειχθεῖ ἀπὸ ποῦ προέρχεται καὶ νὰ μὴν γίνουν παραδεκτὲς ἀπὸ κάποιους, τρεῖς ἀρχὲς διαχωρισμένες μεταξύ τους, σὰν νὰ ὑπάρχει πολυθεΐα. Διότι εἶναι ἐξίσου ἀσέβεια νὰ ταυτίσει κανένας τὰ πρόσωπα, ὅπως ὁ Σαβέλλιος(5) καὶ νὰ διαχωρίσει τὶς φύσεις ὅπως ὁ Ἄρειος(6).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Δηλαδὴ δὲν εἶναι Θεός, ἀλλὰ κτίσμα, ὅπως ὁ ἄνθρωπος.
2. Βλ. Πλάτωνα, Φαίδων 97 c-d καὶ Ἀριστοτέλη, Περὶ ζώων γενέσεως ΙΙ, 3. Ὁ «νοῦς» ὅμως τῶν φιλοσόφων αὐτῶν δὲν μπορεῖ νὰ συνδεθεῖ μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα (βλ. Σ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ aι προϋποθέσεις πνευματολογίας αὐτοῦ, Ἀθῆναι 1980, σσ. 99-101 ).
3. Ὁ Μαρκίωνας ἦταν ἕνας γνωστικὸς συγγραφέας τοῦ β’ αἰῶνος. Ἡ θεολογία τοῦ διέφερε ὅμως σὲ πολλὰ σημεῖα ἀπὸ αὐτὴ τῶν γνωστικῶν. Παραδεχόταν δύο θεούς, τὸν ἀγαθὸ καὶ τὸν κακό. Ἀπέρριπτε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ πολλὰ βιβλία τῆς Καινῆς. Μερικοὶ κώδικες περιέχουν τὴ γραφὴ «Μαρκίωνος καὶ Οὐαλεντίνου», καθὼς τὸ σύστημα τῶν «νέων αἰώνων» ἔχει τὴ σφραγίδα τοῦ δεύτερου. Σχετικὰ βλ. Ρ. GALLAY-Μ. JOURJON, Gregoire de Nazianze, Discours Theologiques ἐν Sources Chretiennes, τ. 250, Cerf, Paris 1978, σ. 288, ὑποσημ. 2.
4. Ὑπάρχουν κάποιες ἀλήθειες, λέγει ὁ ἄγ. Γρηγόριος, μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, οἱ ὁποῖες δὲν ἀναφέρονται ρητά. Ὁ φωτισμένος ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα πιστὸς νομιμοποιεῖται νὰ ὑπερκεράσει (ξεπεράσει) τὸ γράμμα γιὰ νὰ βρεῖ τὰ κρυμμένα νοήματα, τὰ ὁποῖα θὰ χρησιμοποιήσει στὸν ἀγώνα τοῦ ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν.
5. Ὁ αἱρετικὸς Σαβέλλιος (γ’ αἵ.) δίδασκε ὅτι τὰ πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδας δὲν συνιστοῦν τρεῖς διακεκριμένες ὑποστάσεις, ἀλλὰ μία οὐσία, ποὺ ἐμφανίσθηκε μὲ τρία πρόσωπα, δήλ. ὡς Πατέρας τὴν ἐποχὴ τῆς Πάλ.Διαθήκης, ὡς Υἱὸς στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ ὡς ἅγιο Πνεῦμα στὴν Ἐκκλησία.
6. Ὁ Ἄρειος (δ’ αἵ.) ἐπέφερε μεγάλη κρίση στὴν Ἐκκλησία. Δίδασκε ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι κτίσμα. Καταδικάστηκε ἀπὸ τὴν Ἃ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας (325 μ.Χ.).
Ἀπὸ τὸ βιβλίο:Μιλάει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος,
ἔκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθήνα 1991