Για να καταλάβουμε ποιοι είναι οι ψευδοπροφήτες, πρέπει να δούμε πρώτα τι ήταν οι «προφήτες». Η τάξη των Προφητών, ήταν η αμέσως επόμενη λειτουργική τάξη μετά τους Αποστόλους. Αυτή η σειρά, αναφέρεται από τον απόστολο Παύλο στην Α’ Κορινθίους επιστολή. Εξηγεί ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς:
«Η ιεραρχημένη αναγραφή των φορέων των εξεχόντων λειτουργημάτων κατά την αποστολική εποχή επιβεβαιώνεται και με την ανάλογη μαρτυρία της Α’ προς Κορινθίους επιστολής: «Και ους μεν έθετο ο Θεός εν τη Εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσει, γένη γλωσσών. Μη πάντες απόστολοι, μη πάντες προφήται, μη πάντες διδάσκαλοι, μη πάντες δυνάμεις, μη πάντες χαρίσματα έχουσιν ιαμάτων, μη πάντες γλώσσαις λαλούσι, μη πάντες διερμηνεύουσι. Ζηλούτε ουν τα χαρίσματα τα κρείττονα» (Α’ Κορινθ. 12, 28-31). Η μαρτυρία αυτή, καθιστά πρόδηλο ότι [..] πρόκειται προφανώς περί ειδικής τάξεως χαρισματούχων, η οποία είχε ήδη προσλάβει θεσμικό χαρακτήρα στην Εκκλησία. Τα πρόσωπα, τα οποία ανήκαν στις τάξεις των αποστόλων και των προφητών είχαν ως μόνιμη την ιδιότητα αυτή και την ανήγαν στον Θεό, ο οποίος «έθεσεν αυτούς» στην Εκκλησία».
(Εκκλ. Ιστορία Βλ. Φειδά, Α’ τόμος, σελ. 62-63).
Ο Χριστός είναι ο «ακρογωνιαίος λίθος» πάνω στον οποίο στηρίζεται το πνευματικό οικοδόμημα της Εκκλησίας, και οι απόστολοι με τους προφήτες είναι τα θεμέλια.
«[..] εποικοδομηθέντες επί το θεμέλιον των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου λίθου αυτού του Ιησού Χριστού· εν τω οποίω πάσα η οικοδομή συναρμολογουμένη αυξάνεται εις ναόν άγιον εν Κυρίω· εν τω οποίω και σεις συνοικοδομείσθε εις κατοικητήριον του Θεού διά του Πνεύματος».
(Εφεσίους, 2:20-21).
Οι προφήτες δεν εκλέγονταν ανθρωπίνως, αλλά τους επέλεγε το Άγιο Πνεύμα. Γράφει πάλι ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς:
«[..] οι μεν Απόστολοι αντλούσαν το εξαιρετικό κύρος στην Εκκλησία από την προσωπική εκλογή τους κατευθείαν από τον Ιησού Χριστό, ενώ οι Προφήτες όφειλαν την εξαιρετική θέση τους στην προσωπική επιλογή τους για το αποστολικό έργο από το Άγιο Πνεύμα. Υπό το πνεύμα αυτό κατανοείται πληρέστερα και η μαρτυρία των Πράξεων περί της τάξεως των Προφητών της Εκκλησίας της Αντιόχειας και περί της επιλογής των Βαρνάβα και Παύλου από το Άγιο Πνεύμα για το έργο του ευαγγελισμού στα έθνη. Οι επιλεγέντες προφήτες της Εκκλησίας Αντιοχείας ανέλαβαν έργο ευαγγελιστών στην Κύπρο και στη Μ. Ασία (πρώτη αποστολική περιοδεία του απ. Παύλου), κήρυξαν το ευαγγέλιο, βάπτισαν πιστούς, μετέδωσαν σε αυτούς το Άγιο Πνεύμα και οργάνωσαν τις τοπικές εκκλησίες χειροτονήσαντες κατ’ εκκλησίαν «πρεσβυτέρους» (Πράξεις 14, 23). Οι επιλεγέντες από το Άγιο Πνεύμα Προφήτες της Εκκλησίας της Αντιόχειας μπορούσαν λοιπόν να τελούν τη θεία ευχαριστία («λειτουργούντων»), να αναλαμβάνουν αποστολικό έργο, να μεταδίδουν το Άγιο Πνεύμα και να χειροτονούν πρεσβυτέρους στις κατά τόπους εκκλησίες».
Παρόλο που τους επέλεγε το Άγιο Πνεύμα, έπρεπε να λάβουν χειροτονία. Για παράδειγμα, αναφέρεται στο βιβλίο των «Πράξεων των Αποστόλων»:
«Ήσαν δε εν Αντιοχεία εν τη υπαρχούση εκκλησία προφήταί τινές και διδάσκαλοι, ο Βαρνάβας και Συμεών ο καλούμενος Νίγερ, και Λούκιος ο Κυρηναίος, και Μαναήν ο συνανατραφείς μετά του Ηρώδου του τετράρχου, και ο Σαύλος. Και ενώ υπηρέτουν (κείμενο: ''λειτουγούντων'') εις τον Κύριον και ενήστευον, είπε το Πνεύμα το Αγιον· Χωρίσατε εις εμέ τον Βαρνάβαν και τον Σαύλον διά το έργον, εις το οποίον προσεκάλεσα αυτούς. Τότε αφού ενήστευσαν και προσευχήθησαν και επέθεσαν τας χείρας επ' αυτούς, απέστειλαν». (Πράξεις, 13:1-3).
Βλέπουμε το Άγιο Πνεύμα να λειτουργεί ως Πρόσωπο και δεν είναι «απρόσωπη δύναμη»- γιατί λέει ότι το Άγιο Πνεύμα «μιλάει», δίνει κατευθύνσεις, χρησιμοποιείται το «μοι», προσκαλεί, αποστέλλει. Επίσης, βλέπουμε ότι δεν αρκούσε μόνο η εκλογή από το Άγιο Πνεύμα, αλλά έπρεπε να συνοδεύεται η θεία αυτή εκλογή από την τελετουργική πράξη της χειροτονίας, από ανθρώπους που είχαν την ειδική χάρη ώστε να μπορούν να την μεταδώσουν.
Θα μπορούσαν να γραφούν πολλά περισσότερα και με μεγαλύτερη ανάλυση, αλλά τα παρόντα αρκούν ώστε να πάρουμε μία γεύση περί του τι είναι ο «προφήτης». Αυτοί οι προφήτες ήσαν περιοδεύοντες, και είχαν την πνευματική εξουσία της επισκοπής. Έπονταν οι «πρεσβύτεροι- επίσκοποι» (που τότε ακόμα ήταν ταυτόσημοι όροι) και οι «διάκονοι», που ανήκαν στο τοπικό ιερατείο. Όταν αργότερα εγκαθίσταται ο προφήτης στην επισκοπή, παίρνει την ονομασία «επίσκοπος». Αυτό συμβαίνει στην εποχή του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου (αρχές του 2ου αιώνα), όπως φαίνεται μέσα από τις γνήσιες σωζόμενες επιστολές του.
Για περισσότερα στοιχεία από πρωτοχριστιανικά συγγράμματα επί του θέματος, μπορεί κανείς να μελετήσει στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» του Βλ. Φειδά, Α’ τόμος, σελ. 59- 113.
Εύλογα λοιπόν, κατανοούμε ποιος είναι ο «ψευδοπροφήτης». Είναι εκείνος που ισχυρίζεται δήθεν ότι είναι «εκλεγμένος από το Άγιο Πνεύμα», ενώ δεν είναι. Που ισχυρίζεται ότι έχει αποστολή από τον Θεό αλλά αγνοείται από το Σώμα της Εκκλησίας, και είναι μη χειροτονημένος. Και αυτό ήταν ένα από τα πρώτα προβλήματα που αντιμετώπισε η αρχαία Εκκλησία. Παρακάτω, θα δούμε ορισμένα χαρακτηριστικά των ψευδοπροφητών- λύκων.
Τον επερχόμενο κίνδυνο των ψευδοπροφητών, τον τόνισε πρώτος από όλους ο ίδιος ο Χριστός.
«Προσέχετε δε από των ψευδοπροφητών, οίτινες έρχονται προς εσάς με ενδύματα προβάτων, έσωθεν όμως είναι λύκοι άρπαγες. Από των καρπών αυτών θέλετε γνωρίσει αυτούς». (Κατά Ματθαίον, 7:15-16).
Αυτοί έρχονται αυτόκλητα (δεν αποστέλλονται από τον Θεό) με σκοπό να παραπλανήσουν και να παρασύρουν με εξωτερικά χαρακτηριστικά «προβάτου», που όμως δεν αντιπροσωπεύουν το εσωτερικό τους περιεχόμενο. Από τον καρπό τους αναγνωρίζονται. Χαρακτηρίζονται «άρπαγες», διότι ο σκοπός τους είναι να αρπάξουν τα πρόβατα του Κυρίου και να τα σκορπίσουν είτε σε αιρέσεις και σε παρασυναγωγές, είτε να τα εκμεταλλευτούν οικονομικά. Ο καρπός τους, είναι η όλη πορεία της ζωής τους, όπως και το σαπρό έργο που παράγουν.
Ο απόστολος Παύλος, σε πρεσβυτέριο που συγκάλεσε στην Μίλητο, προειδοποίησε τους πρεσβυτέρους της Εφέσου·
«Διότι εγώ εξεύρω τούτο, ότι μετά την αναχώρησίν μου θέλουσιν εισέλθει εις εσάς λύκοι βαρείς μη φειδόμενοι του ποιμνίου· και εξ υμών αυτών θέλουσι σηκωθή άνθρωποι λαλούντες διεστραμμένα, διά να αποσπώσι τους μαθητάς οπίσω αυτών».
(Πράξεις Αποστόλων, 20:29-30).
Δεν λυπούνται το ποίμνιο, λαλούν διαστρέφοντας την ορθή διδασκαλία με σκοπό να αποσπάσουν τους μαθητές από τον Χριστό και να τους κάνουν δικούς τους ακολούθους και οπαδούς. Συνεπώς, κινούνται από ματαιοδοξία και υπερηφάνεια.
Ο απόστολος Ιωάννης γράφει επίσης: «Αγαπητοί, μη πιστεύετε εις παν πνεύμα, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα εν ήναι εκ του Θεού· διότι πολλοί ψευδοπροφήται εξήλθον εις τον κόσμον. Εκ τούτου γνωρίζετε το Πνεύμα του Θεού· παν πνεύμα, το οποίον ομολογεί ότι ο Ιησούς Χριστός ήλθεν εν σαρκί, είναι εκ του Θεού· και παν πνεύμα, το οποίον δεν ομολογεί ότι ο Ιησούς Χριστός ήλθεν εν σαρκί, δεν είναι εκ του Θεού· και τούτο είναι το πνεύμα του αντιχρίστου, το οποίον ηκούσατε ότι έρχεται, και τώρα μάλιστα είναι εν τω κόσμω». (Α’ Ιωάννου, 4:1-3).
Εδώ, αναφέρεται στην ένσαρκη πρώτη παρουσία του Χριστού, και το γράφει για τους αιρετικούς Γνωστικούς Δοκητές, που πίστευαν ότι ο Χριστός είχε φαινομενικό σώμα, με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγει όσον αφορά την σωτηρία μας, και την ανάστασή μας.
Στην δεύτερη επιστολή, γράφει πάλι για τους Δοκήτες, αλλά όσον αφορά την δεύτερη και ένδοξη έλευση του Χριστού. «Διότι πολλοί πλάνοι εισήλθον εις τον κόσμον, οίτινες δεν ομολογούσιν ότι ο Ιησούς Χριστός ήλθεν εν σαρκί (κείμενο: ''ερχόμενον εν σαρκί'')· ο τοιούτος είναι ο πλάνος και ο αντίχριστος» (Β’ Ιωάννου, 7). Σε αυτούς τους ψευδοπροφήτες ανήκουν και όσοι δέχονται την Β’ Παρουσία του Χριστού μόνο ως «χρηστή κατάσταση» ή παγκόσμια ειρήνη, χωρίς να δέχονται τον Χριστό ως πρόσωπο.
Ο απόστολος Πέτρος, γράφει προφητικά στην δεύτερη επιστολή του ότι μέσα από τον λαό του Θεού θα έβγαιναν κάποιοι άνθρωποι που θα επιχειρούσαν να διαστρέψουν την πίστη ως προς το πρόσωπο του Χριστού, που θα εμπορεύονταν τα πράγματα του Θεού, και ότι αυτοί θα γίνονταν αιτία να βλασφημηθεί η οδός της αλήθειας, που είναι η Ορθοδοξία. Αυτούς τους καλεί «ψευδοδιδάσκαλους» και τους παραλληλίζει με τους ψευδοπροφήτες που κατά καιρούς έβγαιναν στον λαό Ισραήλ, στην Παλαιά Διαθήκη.
«Υπήρξαν όμως και ψευδοπροφήται μεταξύ του λαού, καθώς και μεταξύ σας θέλουσιν είσθαι ψευδοδιδάσκαλοι, οίτινες θέλουσι παρεισάξει αιρέσεις απωλείας, αρνούμενοι και τον αγοράσαντα αυτούς δεσπότην, επισύροντες εις εαυτούς ταχείαν απώλειαν· και πολλοί θέλουσιν εξακολουθήσει εις τας απωλείας αυτών, διά τους οποίους η οδός της αληθείας θέλει βλασφημηθή· και διά πλεονεξίαν θέλουσι σας εμπορευθή με πλαστούς λόγους, των οποίων η καταδίκη έκπαλαι δεν μένει αργή, και η απώλεια αυτών δεν νυστάζει». (Β’ Πέτρου, 2:1-3).
Αυτά, συνέβησαν λίγο αργότερα, και είναι γνωστά από τις Οικουμενικές Συνόδους.
Στην «Διδαχή των Αποστόλων» (100 μ Χ), αναφέρεται:
«Και για τους Αποστόλους και τους Προφήτες να πράττετε σύμφωνα με τις εντολές του Ευαγγελίου. Κάθε απόστολος που προσέρχεται προς εσάς να τον δεχτείτε ωσάν να είναι ο ίδιος ο Κύριος. Και δεν θα μείνει παρά μία ημέρα, και αν είναι ανάγκη θα μείνει και την άλλη· αν όμως μείνει τρείς μέρες, είναι ψευδοπροφήτης. Αναχωρώντας σε άλλο τόπο ο απόστολος δεν θα παίρνει μαζί του τίποτε άλλο, παρά μόνο άρτο μέχρι να εξασφαλίσει διαμονή· αν όμως ζητεί χρήματα, είναι ψευδοπροφήτης» («Αποστολικοί Πατέρες», τόμος Α’, Χ. Κρικώνης, σελ. 27).
Σε άλλο σημείο, γράφει: «[..] από την συμπεριφορά (κείμενο: ‘’τρόπων’’) συνεπώς θα αναγνωριστεί ο ψευδοπροφήτης και ο προφήτης» (σελ. 29).
Επίσης: «Κάθε προφήτης που διδάσκει την αλήθεια, αν αυτά που διδάσκει δεν τα πράττει, είναι ψευδοπροφήτης» (σελ. 29).
πηγή