Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσίν· μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν, καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς.

Κυριακή, Απριλίου 24, 2016

Κυριακή των Βαΐων εσπέρας . Ο πάγκαλος Ιωσήφ.






Σήμερα το βράδυ στις Εκκλησίες μας, θα αναγνωσθεί η ακολουθία του΄Όρθρου της Μεγάλης Δευτέρας. Έτσι γίνεται σε όλες τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδος. Την ιστορία του, μπορεί κάποιος να την διαβάσει από το βιβλίο της Γεννέσεως  (Κεφ. 37) στην Παλαιά Διαθήκη. Ο Ιωσήφ, έζησε 1800 περίπου χρόνια πριν τον Χριστό. Σήμερα η Εκκλησία προβάλλει την συναρπαστική μορφή του. Γιατί ο Ιωσήφ, αποτελεί την προτύπωση του Χριστού στην προ Χριστόν εποχή. Ο Ιωσήφ, υιός του Ιακώβ, είναι ένα από τα 12 παιδιά του Ιακώβ, ο προτελευταίος στην σειρά. Είναι όμως και το αγαπημένο παιδί του πατέρα. Αυτό ήταν αρκετό να κινήσει τον φθόνο των αδελφών του! 
        Ο φθόνος, αυτό το ύπουλο συναίσθημα που έφερε στην ανθρωπότητα το πρώτο έγκλημα, την πρώτη αδερφοκτονία , όταν ο Κάιν σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια τον μικρότερο αδελφό του, τον Άβελ. Ο φθόνος τύφλωσε τις καρδιές των αδελφών που έφθασαν στο σημείο για να τον εξοντώσουν να σκηνοθετήσουν το θάνατο του, μιας και κάποιος εξ' αυτών τους σταμάτησε από το να τον θανατώσουν με τα ίδια τους τα χέρια. Έπεισαν τον πατέρα πως ο Ιωσήφ είχε σπαραχτεί από ένα άγριο θηρίο. Παρουσίασαν ψεύτικες αποδείξεις, τα ματωμένα ρούχα του αδελφού τους, Στην πραγματικότητα τον είχαν πουλήσει δούλο, για κάποια νομίσματα...
       Όμως, ο Θεός, το άδικο δεν το ευλογεί! Και έρχεται η ώρα που θα σε συναντήσει , ακόμα και αν εσύ το έχεις ξεχάσει! Ο Ιωσήφ, κατατρεγμένος από τα ίδια του τα αδέλφια, βρίσκεται δούλος στα χέρια ενός επιφανούς Αιγυπτίου. Και εκεί συναντά ξανά την αδικία. Πόσες φορές μας δοκιμάζει ο Θεός! Δεν χάνει την πίστη του, δεν χάνει την ελπίδα του, ώσπου φθάνει η ώρα της ανταμοιβής. Ο καταδικασμένος από τους ανθρώπους δικαιώνεται από τον Θεό. Ο φυλακισμένος, συκοφαντημένος και αδικημένος Ιωσήφ, φθάνει στο σημείο να λάβει θέση δίπλα στον Φαραώ. Να σταθεί στο επόμενο σκαλοπάτι μετά από εκείνον. Με την σύνεση και την σοφία που τον διακρίνει σώζει την χώρα από λιμό. Γίνεται σιτοδότης σώζοντας από τον θάνατο χιλιάδες ψυχές.
        Μέσα σε αυτές είναι και τα αδέλφια του που προστρέχουν κοντά του να βρουν τροφή, δίχως να φαντάζονται πως ο άνθρωπος που κυβερνά την Αίγυπτο είναι ο αδελφός τους, που φρόντισαν με δόλιο τρόπο να τον εξοντώσουν. Κανείς όμως δεν μπορεί να γνωρίζει πως σκέπτεται ο Θεός για τους ανθρώπους. Κανείς δεν μπορεί να φαντασθεί τις μεγάλες ανατροπές που φέρνει η ίδια η ζωή.  Μέσα από την διδακτική αυτή ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης, ο διαχρονικός αναγνώστης αντλεί μηνύματα ζωής. Ο Ιωσήφ πέρασε στην ιστορία ως υπόδειγμα υπομονής, πίστεως, ελπίδος και αγάπης. Στοιχεία, που μπορεί να μην διακρίνουν οι άνθρωποι, έρχεται όμως και διακρίνει ο ίδιος ο Θεός.
                                                                                                            π. Θωμάς Ανδρέου 


Το είδαμε εδώ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ (ΕΣΠΕΡΑΣ): Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ ΝΥΜΦΙΟΥ



      ῾᾽Ιδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός...᾽ 

Στηριγμένο τό μεσονυκτικό τροπάριο ῾᾽Ιδού ὁ νυμφίος ἔρχεται...᾽ στήν παραβολή τοῦ Κυρίου τῶν δέκα παρθένων, δίνει τό στίγμα τῆς ἀπαρχῆς τῆς Μεγάλης ῾Εβδομάδας: ὁ Κύριος, ὁ νυμφίος κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός.

      1. Αὐτό σημαίνει καταρχάς ὅτι τό κύριο γνώρισμα τῆς σχέσης τοῦ Χριστοῦ μέ ἐμᾶς εἶναι ἡ ἀγάπη. 
Κι ὄχι ἁπλῶς μιά ἀγάπη κινούμενη μέσα σέ συμβατικά τυπικά πλαίσια, ἀλλά μιά ἀγάπη χωρίς ὅρια, τήν ὁποία ἀκροθιγῶς μποροῦμε νά ψηλαφήσουμε στή σχέση τοῦ ἐρωτευμένου ἀπέναντι στήν ἐρωμένη του.῾Οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν...᾽. Καί δέν μπορεῖ νά εἶναι διαφορετικά, ἀφοῦ ὁ Κύριος μᾶς ἀπεκάλυψε - ῾᾽Εκεῖνος ἐξηγήσατο᾽ - ὅτι ῾ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί᾽. Ὁ Θεός μας λοιπόν πού ἐνανθρώπησε ἐν προσώπῳ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ εἶναι ᾽Εκεῖνος πού γίνεται ὁ νυμφίος μας, γιατί μέσα στήν ἄπειρη ἀγάπη Του πρός ἐμᾶς, τούς ἁμαρτωλούς ἀνθρώπους, μᾶς προσλαμβάνει στόν ἑαυτό Του καί μᾶς κάνει ἕνα μ᾽ ᾽Εκεῖνον: ἀνθρωποπαθῶς μιλώντας, ἡ σκέψη Του, ἡ καρδιά Του, ἡ ἐπιθυμία Του εἶναι σέ μᾶς, ὅπως τοῦ ἐρωτευμένου εἶναι στήν ἐρωμένη του.

     2. Κι ἔπειτα, μᾶς ἐπισημαίνει ὁ ὑμνογράφος, ἔρχεται ῾ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός᾽. ῎Ερχεται δηλ. 
(α) μέ τρόπο πού δέν μποροῦμε ἐμεῖς νά προσδιορίσουμε καί νά ὁριοθετήσουμε. Ὁ ἐρχομός Του πάντοτε εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀπόλυτα ἐλεύθερης ἀγάπης Του, καρπός τῆς δικῆς Του πρωτοβουλίας, πού σημαίνει ὅτι ἐμφανίζεται ἐκεῖ πού κανείς δέν Τόν περιμένει καί μέ τρόπο πού ἴσως ποτέ δέν μπορεῖ νά ὑποψιαστεῖ: μέσα ἀπό ἕνα ἀτύχημα κάποια φορά, ἀπό τήν ἀνάγνωση κάποιου βιβλίου κάποια ἄλλη, ἀπό μιά θλίψη καί δοκιμασία ἄλλοτε, κυρίως ὅμως ἀπό τή συνάντησή μας μέ τούς πιό παραπεταμένους ἐλαχίστους συνανθρώπους μας. ῾᾽Εφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοί ἐποιήσατε᾽. 
(β) ῎Ερχεται συνεπῶς κι ἐκεῖ πού ῾ἀντικειμενικά᾽ δέν θά ἔπρεπε νά εἶναι, μέσα δηλ. καί στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας. Τήν ὥρα πού ἐπιτελεῖ κανείς τήν ἁμαρτία, ἐκείνη τήν ὥρα μπορεῖ νά κληθεῖ ἀπό τόν ἐρχόμενο Κύριο. Σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο, πού κλήθηκε τήν ὥρα πού δίωκε τούς χριστιανούς, σάν τόν ἀπόστολο Ματθαῖο, πού κλήθηκε τήν ὥρα τοῦ ῾τελωνείου᾽. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ κάθε ὥρα γιά τόν καθένα μας, μπορεῖ νά εἶναι ἡ ὥρα τῆς χάρης μας, τῆς κλήσης μας ἀπό τόν νυμφίο Χριστό. 
᾽Αλλά καί (γ) ἔρχεται καί καλεῖ τόν ἄνθρωπο χωρίς τίς περισσότερες φορές νά παίρνει κανείς ἀπό τούς ἄλλους συνανθρώπους εἴδηση γιά τήν κλήση αὐτή. Σάν τήν περίπτωση τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, πού μόνον αὐτή ἐμποδιζόταν νά μπεῖ στό Ναό, χωρίς κανείς δίπλα της νά νιώθει τό τί γινόταν στήν ψυχή της. Ὁ Κύριος πάντοτε εἶναι ὁ ἐρχόμενος καί κρούων τή θύρα τῆς ψυχῆς μας. ῾᾽Ιδού ἔστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω᾽. Ἡ συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Κύριο γίνεται στά μυστικά βάθη τῆς καρδιᾶς, τά ὁποῖα γνωρίζει μόνον ᾽Εκεῖνος. Στήν καρδιά ῾παίζεται᾽ τό ὅλο παιχνίδι τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.

     3. Κι αὐτός ὁ ποικίλος ἐρχομός σέ μᾶς τοῦ γεμάτου ἀγάπη νυμφίου Χριστοῦ συναντᾶ συνήθως δύο καταστάσεις: τήν κατάσταση τῆς ἐγρήγορσης καί τήν κατάσταση τῆς ραθυμίας. ᾽Εγρήγορση σημαίνει ν᾽ ἀνταποκριθῶ στήν ἀγάπη Του καί νά ζήσω μαζί Του τή χαρά τῆς παρουσίας Του, ψυχικά καί σωματικά, καί ἐδῶ καί αἰώνια. ῾Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς᾽. Ραθυμία σημαίνει νά εἶμαι τόσο προσκολλημένος στά πάθη μου - στή φιληδονία, τή φιλαργυρία, τή φιλοδοξία μου - ὥστε νά μήν καταλάβω κἄν τόν ἐρχομό καί τήν κλήση Του, κι ἀκόμη: νά Τόν καταλάβω μέν, ἀλλά ν᾽ ἀναβάλω τήν ἀνταπόκρισή μου. Ἡ ἐκτίμηση γιά τίς δύο καταστάσεις, ὅπως μᾶς τή δίνει ὁ ὑμνογράφος, εἶναι σαφής: μακαριότητα ἡ πρώτη, ἀναξιότητα ἡ δεύτερη. Μέ τά ἀντίστοιχα βεβαίως ἀποτελέσματα. 
Ἡ ἐπιλογή πιά εἶναι στήν ἀπόλυτη εὐθύνη μας: ῾Βλέπε οὖν ψυχή μου...᾽!

Α Θ Α Ν Α Σ Ι Ο Σ Δ Ι Α Κ Ο Σ Α Λ Α Μ Α Ν Α Κυ­ριακή 24 Απριλίου 1821 Δημητρίου Φωτιάδη


Λαϊκή λιθογραφία 1840 (Από τη συλλογή του εκδότη)
Α Θ Α Ν Α Σ Ι Ο Σ     Δ Ι Α Κ Ο Σ
Α Λ Α Μ Α Ν Α
Κυ­ριακή    24     Απριλίου     1821
Δημητρίου   Φωτιάδη

   Έπειτα από το πάρσιμο των Σαλώνων από τον Πανουργιά, της Λειβαδιάς από τον Θα­νάση Διάκο και της Θήβας από το πρωτοπαλίκαρό του, τον Βασίλη Μπούσγο, ένας άλλος ξακουστός καπετάνιος της Ρούμελης, ο Γιάννης Δυοβουνιώτης μπλοκάρησε τους Τούρκους στο δυνατό και σ’ απόκρημνα μέρη κάστρο της Μπουδουνίτσας. Ο Δυοβουνιώτης είχε γεννηθεί στο χωριό Δυο Βου­νά, απ’ όπου και πήρε τ’ όνομά του. Δεν ήταν πια νέος μέτραγε πενήντα οχτώ χρόνια ζωής, που τα πιό­τερα απ’ αυτά τα έζησε αρματολός και κλέφτης. Με μουστάκες ως τ’ αυτιά, με τα γκρίζα μαλλιά του που πέφτανε πλούσια στους ώμους του, με τη φωνάρα του και το δασύτριχο στήθος του στάθηκε ένας από τους γραφικούς τύπους τού Εικοσιένα.
Μπροστά στην Μπουδουνίτσα έσμιξε τον Δυοβουνιώτη ο Διάκος. Μα όπως το κάστρο μπορούσε να παρθεί μονάχα από πείνα, άφησαν μια δύναμη να το πολιορκεί κι αυτοί τράβηξαν να πιάσουν τα περάσμα­τα στον Σπερχειό.
Και είχανε δίκιο. Γιατί από τη μια οι Τούρκοι της Μπουδουνίτσας, καθώς δεν τους απόμεινε πια τίποτα να φάνε, έπειτα από λίγες μέρες παραδόθηκαν και(από την άλλη, δυνατό τούρκικο ασκέρι ετοιμαζόταν να περάσει από το Ζητούνι, όπως λέγανε τότε τη Λαμία, και να ροβολήσει κατά κάτω.
Όταν ο Χουρσίτ πασάς, ο σερασκέρης της εκ­στρατείας ενάντια στον Αλήπασα, έμαθε πως η φω­τιά της αποστασίας απλώθηκε στην ανατολική Ρού­μελη, κατάλαβε πως βρισκόταν μπροστά σε μια γε­νική εξέγερση των άπιστων Γιουνάνηδων και πως οι δυνάμεις τού Γιουσούφ πασά και τού κεχαγιά του Μουσταφάμπεη δεν ήταν, παρ’ όλα τα κατορθώματά τους, αρκετές να ξεπαστρέψουν τους ζορμπάδες.
Αποφάσισε λοιπόν να οικονομήσει όσο πιότερο στρατό μπορούσε για να πνίξει στα γεννοφάσκια της την Επανάστασή μας. Διάλεξε δυο στρατηγούς να φέρουν σε τέλος το σκοπό του. ο ένας ήταν ο αδελφικός του φίλος Κιοσέ Μεχμέτπασάς κι ο άλλος ο Αρβανίτης Ομέρ Βρυώνης, που είχε διοριστεί πριν από λίγο καιρό πασάς στο Μπεράτι. Από τους δυο καλύτερος ο δεύτερος. Είχε όνομα τρανού πολεμάρχη και λέγανε πως καταγόταν από παλιά χριστιανική φαμελιά. Η αρχιστρατηγία όμως δόθηκε στον Κιοσέ Μεχμέτ όπως, εξ αιτίας τού Αλήπασα, δεν εμπιστεύονταν τότε τόσο τους Τουρκαρβανίτες.
Τ’ ασκέρι τους μέτραγε οχτώ χιλιάδες πεζούρα και χίλιους καβαλαραίους, δύναμη που φαινόταν πως έφτανε και παραέφτανε να ξεπαστρέψει τις μικρές και σκόρπιες δυνάμεις των ξεσηκωμένων. Η διαταγή που είχανε ήταν, αφού πριν ξεκαθαρίσουν τα επαναστατικά σώ­ματα της Ρούμελης, να περάσουν στο Μοριά, για να δώσουν, μαζί με τους πολιορκημένους στα κάστρα, το χτύπημα του θανάτου στους ξεσηκωμένους. Και τόση στεκόταν η πεποίθηση τού Χουρσίτ πως όλα θα πάνε όπως τα λογάριαζε, που ονόμασε τον Κιοσέ Μεχμέτ πασά προσωρινό στη θέση του βαλή τού Μόρια.
Με τον Διάκο και τον Δυοβουνιώτη έσμιξε κι ο ήρωας των Σάλωνων, ο Πανουργιάς. Χτύπησαν τους Τούρκους του Πατρατσικιού, της σημερινής Υπά­της, δίχως όμως να μπορέσουν να τους εξοντώσουν. Όταν μάθανε πως έρχονται οι δυο πασάδες τους πα­ρατάνε κι αποτραβιούνται στους Κομποτάδες. Κάνουνε, στις 20 τού Απρίλη, συμβούλιο κάτω από το αιωνόβιο πλατάνι τού χωριού κι αποφασίζουν ν’ αντιβγούνε στα στενά στον εχθρό όσος κι αν είναι.
Ο Πανουργιάς είχε ίσαμε εξακόσιους Σαλωνίτες, ο Διάκος πεντακόσιους Λειβαδίτες κι ως τετρακόσιους από τα γύρω μέρη ο Δυοβουνιώτης. Αυτοί οι χίλιοι πεντακόσιοι θ’ αντιβγούν σ’ εννιά χιλιάδες Τούρκους.
Ο Πανουργιάς, που τον ακολουθούσε ο επίσκοπος των Σαλώνων Ησαΐας, έπιασε το Μουσταφάμπεη και τη Χαλκωμάτα, ο Δυοβουνιώτης το γεφύρι τού Γοργοπόταμου κι ο Θανάσης Διάκος της Αλαμάνας. Μόλις πρόφτασαν να στήσουν καραού­λια, 23 τού Απρίλη, και φάνηκε το τούρκικο ασκέρι. 
Ο Ομέρ Βρυώνης, που ήταν η προφυλακή, τραβά στο Λιανοκλάδι να χτυπήσει τον Δυοβουνιώτη και τον Πανουργιά. Ο Κιοσέ Μεχμέτ ξεχύνεται από το Ζητούνι να διαβεί από το γεφύρι της Αλαμάνας.
Πρώτος πισωδρομάει ο Δυοβουνιώτης. Παρατά το Γοργοπόταμο κι αποτραβιέται στα Δυο Βουνά ν’ ασφαλιστεί.
Αντιβγαίνει στον Ομέρ Βρυώνη ο Πανουργιάς, μα μπροστά στο πλήθος και την ορμή των Τούρκων δειλιάζουν τα παλικάρια του και σκορπάνε.
Μαζί τους κι ο ήρωας δεσπότης Ησαΐας. Χοντρός και ηλικιωμένος καθώς ήταν, λαχανιάζει να προφτάσει όσους φεύγανε, μα δεν τα καταφέρνει. Τον παίρνει στις πλάτες του ένα θηρίο, ο Μαρκόπουλος. Τον πάει κάμποσο διάστημα, μα το βάρος τού δεσπότη τον τσακίζει.
—  Παιδί μου, τού λέει ο Ησαΐας, παράτησέ με γιατί άδικα κι εσύ θα χαθείς, που είσαι πιο χρήσιμος από μένα στον πόλεμο.
Σιμώνουν οι Τούρκοι τον δεσπότη. Γονατίζει, ση­κώνει το κεφάλι του, κοιτάζει τον ουρανό και λέει: 
—  Παναγιά μου, σώσε την πατρίδα μας!  Την ίδια στιγμή πέφτει στη γη κομμένο από για­ταγάνι το κεφάλι του. 
Ο Διάκος στην Αλαμάνα έπρεπε τώρα ν’ αντιβγεί στ’ ασκέρια των δυο πασάδων. Τι τού απόμενε να κάνει; Τι άλλο παρά να πισωδρομήσει κι αυτός. Ν’ αντισταθεί στο μπούγιο τού εχθρού θατανε σί­γουρος χαμός. Κι όμως τον πρόκρινε. Πριν από λίγες μέρες μιλώντας στο λαό της Λειβαδιάς είχε πει πως ήρθε ο καιρός να μάθουν οι Έλληνες να μη φεύγουν μπροστά στον Τούρκο. Και τώρα έφτασε η ώρα ν’ αρνηθεί ή να κρατήσει τα όσα έλεγε. Διάλεξε το δεύτερο.
Στέλνει τα πρωτοπαλίκαρά του Μπακογιάννη και Καλύβα να ξεθαρρέψουν εκείνους που κράταγαν το γεφύρι. Και τούτοι οι αθάνατοι άντρες αποφασίζουν να δώσουν πρώτοι το παράδειγμα της θυσίας. Μαζί μ’ άλλους δυο ήρωες, που η παράδοση δε μας έσωσε τα ονόματά τους, περνάνε το γιοφύρι και πιάνουν ένα παλιοχάνι. Τέσσερα καριοφίλια θ’ αντιβγαίνανε σε χιλιάδες τούρκικα ντουφέκια!
Ο Διάκος κράταγε τα Ποριά. Ξεχύνονται σε γιου­ρούσι οι Τούρκοι. Ο Βασίλης Μπούσγος λέει στον καπετάνιο πως άλλο τίποτα δεν απόμενε παρά να παρατήσουν τον άνισο κι άσκοπο πια αγώνα και να βρούνε σωτηρία στα βουνά.Αρνιέται. Ο σεΐζης47 τού φέρνει τη φοράδα του, την Αστέρω.
—   Καπετάνιε, άδικα θα χαθούμε!
—   Ο Διάκος δεν παρατά τους συντρόφους του! τους αποκρίνεται δείχνοντας εκείνους που κράταγαν το παλιοχάνι.
Απόμειναν πενήντα γύρω του. Οι άλλοι σκόρπι­σαν. Και να, σκοτώνεται δίπλα του ο αδερφός του, ο Γ. Μασαβέτας. Μα η καρδιά τού Διάκου δε λυγά, όπως δε λύγισε, στο ίδιο κείνο μέρος, η καρδιά τού Λεωνίδα.
Παράδοξη σύμπτωση; Ίσως. Ας μην ξεχνά­με όμως πως οι Έλληνες τού Εικοσιένα είχανε, κα­θώς είπαμε, παράδειγμα στον αγώνα τους για λευ­τεριά τους αρχαίους Έλληνες. Και τ’ όνομα τού Λεω­νίδα βρισκόταν αδιάκοπα στα χείλια όλων. Η φαν­ταστική μορφή του έσκιζε τις θάλασσες σε τόσα ακρόπρωρα καραβιών μας... Τη χρυσή εκείνη ώρα της άνοιξης ξαναζούσε στις Θερμοπύλες, έπειτα από δυο χιλιάδες τρακόσια χρόνια, η άσκοπη φαινομε­νικά θυσία — η θυσία που γίνεται σύμβολο, που γίνεται δύναμη, που γίνεται θρίαμβος, που γίνεται αθανασία μέσα από το θάνατο. Η θυσία της ανάστασης. Ο μυθικός φοίνικας ξαναγεννιόταν από τη στά­χτη του. 
   Οι λίγοι Έλληνες πολεμάνε πια στήθος με στήθος με τους Τούρκους. Δε δουλεύουν τα ντουφέκια, παρά μονάχα οι μπιστόλες, οι πάλες, τα γιαταγάνια.Μια σφαίρα χτυπά στην ωμοπλάτη τον Διάκο. Παράλυσε το δεξί του χέρι. Με τ’ αριστερό κρατά το σπασμένο κι αυτό σπαθί του. Ένας απομένει ακόμα ζωντανός δίπλα του, ο Μπούσγος. Χυμά — γίγαντα τον κάνει η απελπισία—σκίζει τους Τούρκους και γλιτώνει. Τον Διάκο τον πιάνουν ζωντανό. Δένουν πισθάγκωνα τα χέρια του και τού πεδουκλώνουν μ’ αλυσίδες τα ποδάρια του. Τον φορτώνουν σε μουλάρι. Καθώς τον πάγαιναν και πέρναγε μπροστά στο χάνι όπου ακόμα πολεμούσαν οι τέσσερεις αθάνατοι Έλληνες, φω­νάζει:
—   Μπακογιάννη, Καλύβα, δέκα χιλιάδες με κρατάνε! 
Και τότε εκείνοι οι τέσσερεις ανοίγουν την πόρτα και χύνονται πάνω στις χιλιάδες των Τούρκων να τον λευτερώσουν! Μα δεν πρόλαβαν βέβαια να σιμώ­σουν. Τα κουφάρια τους, που τα σκύλευσαν οι εχθροί, δόξασαν για πάντα τη γη που βγάλανε την ύστερη πνοή τους.
   Πήγαν τον Διάκο στους πασάδες.
—   Πως σ’ έπιασαν, ωρέ Διάκο, ζωντανό; τον ρωτά ο Ομέρ Βρυώνης.
—  Αν ήξερα πως δε θα σκοτωνόμουνα, τού αποκρίνεται, θα κράταγα μια ριξιά στη μπιστόλα μου για μένα.
Ο Κιοσέ Μεχμέτ πασάς τον ρωτά: 
—   Γιατί κάνατε ζορμπαλίκι; Τι γυρεύετε; 
—   Πήραμε τ’ άρματα για να ξεσκλαβωθούμε. 
—   Αν θες να μας δουλέψεις σου χαρίζω τη ζωή. 
—   Δε σας δουλεύω, πασά. 
—   Θα σε ξεκάνω, ωρέ Διάκο. 
—   Σκότωσέ με. Να ξέρεις όμως πως η πατρίδα μου έχει πολλούς ωσάν εμένα. 
Αποφάσισαν παράδειγμα τρόμου να γίνει το τέ­λος του. Θα τον σούβλιζαν.
Την άλλη μέρα τον πήρανε να τον πάνε στο Ζητούνι, να μαρτυρήσει μπροστά σ’ όλη την Τουρκιά. Τού δίνουνε να κρατά τη σούβλα. Την πετά φωνάζοντας:
—   Ωρέ Αρβανίτες, δεν είναι κανένας από σας πα­λικάρι να με ξεκάνει με την μπιστόλα του, παρά αφήνετε τους χαλδούπηδες48 να με τυραννάνε; Δεν είμαι κακούργος. Για το μιλέτι μου49 πολέμησα. 
Η Τουρκιά — γυναίκες, γέροι, άντρες, παιδιά — δε συγκινιέται από το μαρτύριο τού ήρωα. Τον βρί­ζουνε, τον φτύνουνε, λυσσομανάνε.
Ήτανε η πιο γλυκιά ώρα τού χρόνου· άνοιξη, Κυ­ριακή 24 τού Απρίλη. Οι μακελάρηδες ανάβουν τη φωτιά, όπου θα ψηνόταν, ωσάν τ’ αρνιά το Πάσχα, ο ήρωας. Η παράδοση λέει πως τότε ο Διάκος, ρί­χνοντας μια ματιά ολόγυρα — στον ουρανό, στα βου­νά, στους κάμπους της πατρίδας, είπε τούτους εδώ τους δυο στίχους:
Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά και βγάζει η γης χορτάρι. 
Τον σούβλισαν κι έπειτα τον σιγόψησαν ώσπου να βγει η ψυχή του.
Η Νέα Ελλάδα είχε αποχτήσει όχι μονάχα έναν ακόμα μάρτυρα, παρά και τις Θερμοπύλες της.


το είδαμε εδώ

Αυτή είναι η Ευχή του Αγίου Φωτός

Ο Πατριάρχης κρατώντας τις δύο (πολυσώματες) σβηστές λαμπάδες, εισέρχεται στο αγ. Κουβούκλιο και κλείνεται στον Πανάγιο Τάφο. 

Εκεί, ως γρά­φει ο Κάλ. Μηλιαράς, «κλίνας τά γόνατα μετά φόβου καί κατανύξεως ἀναγινώσκει τήν ἀκόλουθον εὐχήν». (Την παραθέτουμε ολόκληρη και ακριβώς ως έχει στην Νέα Σιών, το επίσημο δημοσιογραφικό όργανο του Πατριαρχείου Ιεροσολύ­μων, τόμ. ΞΒ”, 1967 σελ. 235, δηλαδή στη μελέτη για το άγιο φῶς του Καλ. Μηλιαρά).


Ο αναγνώστης θα πρέπει να προσέ­ξει την ευχή ιδιαιτέρως:


Δέσποτα Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἡ ἀρχίφωτος σο­φία τοῦ ἀνάρχου Πατρός. Ὁ φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὁ εἰπών ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὁ εἰπών γενηθήτω φῶς καί ἐγένετο φῶς, Κύριε, ὁ τοῦ φωτός χορηγός, ὁ ἐξαγαγών ἡμᾶς ἀπό τοῦ σκότους τῆς πλάνης καί εἰσαγαγών εἰς τό θαυμαστόν φῶς τῆς σῆς ἐπιγνώσεως, ὁ τήν γῆν μέν πᾶσαν διά τῆς ἐν αὐτῇ ἐνσάρκου παρουσίας σου, τά καταχθόνια δέ διά τῆς εἰς Ἅδην καταβάσεώς σου φωτός πληρώσας καί χαρᾶς, μετά δέ ταῦτα διά τῶν ἁγίων σου ἀποστόλων φῶς καταγγείλας πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν.

Εὐχαριστοῦμεν σοι, ὅτι διά τῆς εὐσε­βοῦς πίστεως μετήγαγες ἡμᾶς ἀπό σκότους εἰς φῶς καί γεγόναμεν υἱοί διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, θεασάμενοι τήν δόξαν σου πλήρη οὖσαν χάριτος καί ἀληθείας· ἀλλ᾿ ὦ φωτοπάροχε Κύριε· ὁ τό μέγα φῶς ὤν, ὁ εἰπών, ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει.

Δέσποτα Κύριε, τό φῶς τό ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον· τό μόνον φῶς τοῦ κό­σμου καί φῶς τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, οὗ ἀπό τῆς δόξης ἐπληρώθη τά σύμπαντα, ὅτι φῶς εἰς τόν κό­σμον ἐλήλυθας διά τῆς ἐνσάρκου σου οἰκονομίας, εἰ καί οἱ ἄνθρωποι ἠγάπησαν μᾶλλον τό σκότος ἤ τό φῶς· σύ Κύριε φωτοδότα, ἐπάκουσον ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν καί ἀναξίων δούλων σου τῶν τῇ ὥρᾳ ταύτῃ παρισταμένων τῷ παναγίῳ σου καί φωτοφόρῳ τούτῳ τάφῳ καί πρόσδεξαι ἡμᾶς τιμῶντας τά ἄχρα­ντα πάθη σου, τήν παναγίαν σου σταύρωσιν, τόν ἐκούσιον θάνατον καί τήν ἐν τῷ πανσεβάστῳ τούτῳ μνήματι τοῦ τεθεωμένου σου σώματος κατάθεσιν καί ταφήν καί τριήμερον ἐξανάστασιν, ἥν χαρμονικῶς ἤδη ἀρξάμενοι ἑορτάζειν, μνείαν ποιούμεθα καί τῆς ἐν Ἅδου καθόδου σου, δι” ἧς τάς ἐκεῖσε τῶν δικαίων κατεχομένας ψυχάς δεσποτικῶς ἠλευθέρωσας τῇ ἀστραπῆ τῆς σῆς θεότητος φωτός πληρώσας τά κα­ταχθόνια.

Ὅθεν δήἀγαλλομένῃ καρδίᾳ καί χαρᾷ πνευματικῆ κατά τοῦτο τό ὑπερευλογημένον Σάββατον τά ἐν γῆ καί ὑπό γῆν θεοπρεπῶς τελεσθέντα σοι σωτηριωδέστατα μυστήρια σου ἑορτάζοντες καί σέ τό ὄντως ἱλαρόν καί ἐφετόν φῶς ἐν τοῖς καταχθονίοις θεϊκῶς ἐπιλάμψαν, ἐκ τάφου δέ θεοπρεπῶς ἀναλάμψαν ἀναμιμνησκόμενοι, φωτοφάνειαν ποι­ούμεθα, σοῦ τήν πρός ἡμᾶς συμπαθῶς γενομένην θεοφάνειαν, εἰκονίζοντες· ἐπειδή γάρ τῇ σωτηρίῳ καί φωταυγεί νυκτί πάντα πεπλήρωται φωτός οὐρα­νός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια διά τό ὑπερφυές μυστήριον τῆς ἔν Ἅδου καθόδου σου καί τῆς ἐκ Τάφου σου τριημέρου ἀναστάσεως.

Διά τοῦτο, ἐκ τοῦ ἐπί τοῦτον τόν φωτοφόρον σου Τάφον ἐνδελεχῶς καί ἀειφώτως ἐκκαιομένου φωτός εὐλαβῶς λαμβάνοντες διαδιδόαμεν τοῖς πιστεύουσιν εἰς σέ τό ἀληθινόν φῶς καί παρακαλοῦμεν καί δεόμεθά σου, Πανάγιε Δέσποτα, ὅπως ἀναδείξης αὐτό ἁγια­σμοῦ δῶρον καί πάσης θεϊκῆς σου χάριτος πεπληρωμένον, διά τῆς χάριτος τοῦ Παναγίου καί φωτοφόρου Τάφου σου· καί τούς ἀπτομένους εὐλαβῶς αὐτοῦ εὐλογήσῃς καί ἁγιάσῃς, τοῦ σκότους τῶν παθῶν ἐλευθερῶν καί τῶν φωτεινοτάτων σου σκηνῶν κατα­ξίωσῃς, ὅπου φῶς τό ἀνέσπερον τῆς σῆς θεότητος λά­μπει· χάρισαι αὐτοῖς, Κύριε, ὑγίειαν καί εὐζωίαν καί τούς οἴκους αὐτῶν παντός ἀγαθοῦ πλήρωσον.

Ναί, Δέσποτα φωτοπάροχε, ἐπάκουσόν μου τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ταύτῃ καί δός ἡμῖν τε καί αὐτοῖς περιπατεῖν ἐν τῷ φωτί σου καί ἐν αὐτῷ μένειν, ἕως τό φῶς τῆς προσκαίρου ζωῆς ἔχομεν. Δός ἡμῖν, Κύριε, ἵνα τό φῶς τῆς προσκαίρου ζωῆς ταύτης ἔχωμεν.

Δός ἡμῖν Κύριε, ἵνα τό φῶς τῶν καλῶν ἔργων ἡμῶν λάμπῃ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων καί δοξάζωσί σε σύν τῷ ἀνάρχῳ σου Πατρί καί τῷ Παναγίῳ Πνεύματι. Εἰς φῶς γάρ ἐθνῶν ἡμᾶς τέθεικας, ἵνα αὐτοῖς τῇ σκοτίᾳ περιπατοῦσι φαίνωμεν. Ἀλλ᾿ ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τό σκότος μᾶλλον ἤ τό φῶς, φαᾶλα πράσσοντες.

Πᾶς γάρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τό φῶς κατά τόν ἀψευδῆ λόγον σου· διά τοῦτο ὁσημέραι προσκόπτομεν ἁμαρτάνοντες, ἐπειδή περιπατοῦμεν ἐν τῇ σκο­τίᾳ. Ἀλλ᾿ ἀξίωσον ἡμᾶς τό ὑπόλοιπον τῆς ζωῆς ἡμῶν βιωτεῦσαι πεφωτισμένους τούς ὀφθαλμούς τῆς διανοίας ἡμῶν. Δός ἡμῖν, ἵνα ὡς τέκνα φωτός περιπατήσωμεν ἐν τῷ φωτί τῶν ἐντολῶν σου· τό τοῦ ἁγίου βα­πτίσματος φωτεινόν ἔνδυμα, ὅπερ διά τῶν ἔργων ἠμαυρώσαμεν, λεύκανον ὡς τό φῶς, ὁ ἀναβαλλόμε­νος τό φῶς ὥσπερ ἱμάτιον.

Δός ἡμῖν ἐνδύσασθαι τά ὅπλα τοῦ φωτός, ἵνα δι᾿ αὐτῶν τόν ἄρχοντα τοῦ σκό­τους τροπούμεθα, ὅς μετασχηματίζεται εἰς ἄγγελον φωτός. Ναί, Κύριε, καί ὡς ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ τοῖς ἐν σκότει καί σκιᾷ θανάτου καθημένοις φῶς ἔλαμψας, οὕτω σήμερον λάμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν τό σόν ἀκήρατον φῶς, ἵνα διά τούτου φωτιζόμενοι καί θερμαινόμενοι ἐν τῇ πίστει δοξάζομέν σε τό μό­νον ἐκ μόνου τοῦ άρχιφώτου φωτός ἱλαρόν φῶς εἰς τούς ἀτελευτήτους αἰώνας. Ἀμήν».


Μετά το τέλος της ευχής «ὁ Πατριάρχης μετά πάσης εὐλαβείας ἀσπάζεται τόν ἅγιον Τάφον καί λαμβάνει τό ἅγιον φῶς ὅπερ, ἐξερχόμενος ἐξ αὐτοῦ εἰς τόν προθάλαμον αὐτοῦ, μεταδίδει… κ.λπ.».

Όπως γίνεται φανερό η Ευχή αυτή είναι πολύ διαφωτιστική καί επομένως σπουδαία για το θέμα μας από την άπο­ψη του περιεχομένου της. (Ο περισσότερο εγκρατής της ελλη­νικής γλώσσας αναγνώστης, ας μη αποβλέψει στην έλλειψη πρωτοτυπίας της Ευχής, με την υπερβολική συμπίληση Γρα­φικών χωρίων -κατά την κρατούσα εκκλησιαστική συνήθεια- ούτε στην πλημμελή σύνταξη καί στίξη. Ας αποβλέψει στην ουσία του κειμένου η οποία γίνεται με σαφήνεια αντιλη­πτή, και καθιστά έτσι την Ευχή άξια ιδιαίτερης σημασίας).

Κωνσταντίνου Δ. Καλοκύρη


Το Αρχιτεκτινικό Συγκρότημα Του Ναού της Αναστάσεως Ιεροσολύμων - Και το Θέμα του Αγίου Φωτός | Εκδόσεις University Studio Press - Σελ. 222-225

enoriako.info - το είδαμε :εδώ

Φρικτή σκληρότητα.

20160416-3
Φρικτή σκληρότητα δείχνει στον εαυτό του 
όποιος απορρίπτει την μετάνοια. 
Τρομερή ασυμπάθεια, μίσος εναντίον του εαυτού του 
έχει όποιος παραμελεί την μετάνοια. 

Όποιος είναι σκληρός με τον εαυτό του, δεν μπορεί να μην είναι 
σκληρός και με τον πλησίον. 
Όποιος σπλαχνίζεται τον εαυτό του με την αποδοχή της μετάνοιας, 
γίνεται συνάμα σπλαχνικός και με τον πλησίον.

Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσανίνωφ

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ: ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ


«Βρήκα μια μικρή εκκλησία όλο τρεχούμενα νερά και την κρέμασα στον τοίχο. Τα μανουάλια της είναι πήλινα και μοιάζουν με τα δάχτυλά μου όταν γράφω. Από το πώς αστράφτουν τα τζάμια καταλαβαίνω αν πέρασε άγγελος. Και συχνά κάθομαι τ’  απογέματα έξω στο πεζούλι και κρατιέμαι στις κακοκαιρίες όπως το γεράνι» («Ημερολόγιο ενός Αθέατου Απριλίου»- Οδ. Ελύτης).

Είναι μέρες του χρόνου που ο καθένας μας νιώθει την ανάγκη να βρει κάτι από ό,τι αληθινά αξίζει. Να βρει το νόημά του. Να αφήσει την αλήθεια να εισοδεύσει στη ζωή του. Ψευτίζουμε με τα πολλά. Το πλήθος των πληροφοριών και των προτύπων. Περικυκλωμένοι από εχθρούς, ορατούς κι αόρατους. Μα δε γνωρίζουμε ότι η Αλήθεια, ό,τι αξίζει, βρίσκεται στα Πρόσωπα. Πρόσωπα που ξεκινούν από τον Ουρανό κι επιστρέφουν σ’  Αυτόν. Μα, την ίδια στιγμή, μεταμορφώνουν τη γη. Τη ζωή μας. Πρόσωπα που δε χρειάζονται ωσαννά, διότι αυτό εύκολα γίνεται άρον, άρον. Πρόσωπα όμως από τα οποία μπορούμε να κρατηθούμε στις κακοκαιρίες. Τις παλιές και τις καινούργιες. Και να βρούμε στη χάρη και την απλότητά τους αυτό που μας σώζει. Και όταν τα Πρόσωπα αυτά συναντιούνται, Κυριακή και Σάββατο, στην αρχή και το τέλος μιας εβδομάδας που η λέξη Μεγάλη αποτυπώνει αυτό που πραγματικά είναι, τότε κι εμείς μπορούμε να ξεδιψάσουμε. Στου Χριστού και στ’  Αγιού μας την εκκλησιά. Στη μνήμη και την απλότητα. Στο θαύμα και στο μήνυμα. Αρκεί να καταλάβουμε το εύθραυστο του σκεύους μας και να  ακουμπήσουμε. Για να ευωδιάσουμε όπως το γεράνι από το αεράκι τους.   

π. Θ.Μ.
24 Απριλίου 2016
πηγή

YΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ... Κυριακὴ τῶν Βαΐων «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰωάν. 12,13) +Mητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου

Κυριακὴ τῶν Βαΐων (Ἰωάν. 12,1-18)


Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

YΠΟΔΟΧΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ

«Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου,

βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰωάν. 12,13)
    Ο Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου, τί εἶνε; δάσκαλος, καθηγητής, φιλόσο­φος, κοινωνιολόγος, ἐπαναστάτης…; Αὐτὰ λένε κάποιοι. Δὲν εἶνε αὐ­τά. Ὁ Χριστὸς εἶνε κάτι παραπάνω· εἶνε Θεός! Μάλιστα. Τὸ πιστεύ­εις; εἶσαι Χριστιανός· δὲν τὸ πιστεύεις; ἐλεύθερος εἶσαι, ἀλλὰ δὲν εἶσαι πλέον Χριστιανός· καὶ εἶσαι δυστυχής. Μά, θὰ πῆτε, μορφωμένος ἐ­γὼ ἐπιστήμων, νὰ παραδέχωμαι δό­γματα χωρὶς ἀποδείξεις;… Κι ὅμως· ἐὰν ὑπάρχῃ μία ἀλήθεια ποὺ ἔχει μυριάδες ἀποδείξεις, εἶ­νε αὐτή, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὁ Θεός.
    Θεός! Τὸ φωνάζουν τὰ θαύματά του. Ἕνα δὲ ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα  θαύματα τοῦ Χριστοῦ, πρὸ τῆς ἀναστάσεώς του, εἶνε αὐτὸ ποὺ γράφει σήμερα τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο. Ποιό θαῦμα;

* * *

Ὁ Χριστὸς ἔφθασε στὴ Βηθανία, ἕνα χωριὸ ποὺ ὑπάρχει μέχρι σήμερα, σὲ ἀπόστασι 12 χιλιόμετρων ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα. Πῆγε
στὸ νεκροταφεῖο, στάθηκε ἐμπρὸς σ’ ἕνα μνῆ­­μα ὅπου ἦταν θαμμένος ἕνας ἄνθρωπος τέσσερις μέρες, φώναξε «Λά­ζαρε, δεῦρο ἔξω» (Ἰωάν. 11,43), καὶ ὁ Λάζαρος ἀναστήθηκε! Συνταρακτικὸ γεγονὸς αὐτό. Ἂν ὑπῆρχαν τότε τηλε­­οράσεις καὶ ῥαδι­όφω­να, ἡ εἴδησις θὰ διεδίδετο ἀστραπιαίως· ἀναστήθηκε ἕνας νεκρὸς τεταρταῖος! Λειτούργησε ὅ­μως ἕνα ἄλλο «ῥα­διόφωνο»· τὸ στόμα. Ἀπὸ στόμα σὲ στόμα ἡ εἴδησις διαδόθηκε ἀστραπιαίως στὰ Ἰεροσόλυμα καὶ σὲ ὅλη τὴν περιοχή.
Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν διπλό. Ἄλλοι μὲν πίστεψαν ἀκραδάντως, ὅτι ὁ  Χριστὸς εἶνε ἀληθινὸς Θεός, ἀφοῦ καὶ νεκροὺς ἀνασταίνει· πολλοὶ μάλιστα πῆγαν οἱ ἴδιοι στὴ Βηθανία καὶ εἶδαν τὸ Λάζαρο μὲ τὰ μάτια τους. Ἔτσι δημιουργήθηκε μεγάλη φήμη γύρω ἀπὸ τὸ ὄ­νομα τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλοι ὅμως ὄχι μόνο δὲν πίστεψαν, ἀλλὰ καὶ ἀποφάσισαν νὰ σκοτώσουν τὸ Λάζαρο, γιὰ νὰ πάψῃ ν’ ἀ­κού­γεται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν, βλέπετε, δὲν ὑπάρχῃ καλὴ διάθεσις, ὅσα θαύματα κι ἂν γίνουν, ὁ ἄνθρωπος δὲν πιστεύει.
Μαθαίνοντας τὸ θαῦμα ὁ λαὸς ἐν­θου­σιά­στηκε. Καὶ ὅταν σὰν σήμερα ἔμαθαν ὅτι ὁ Χρι­στὸς ἔρ­χεται στὰ Ἰεροσόλυμα, τοῦ ἔκαναν  πρωτοφανῆ ὑποδοχή. Πολλὲς ὑποδο­χὲς ἀναφέρει ἡ παγκόσμιος ἱστορία (βασιλέων, στρατηγῶν, ἄλλων μεγάλων ἀνδρῶν), καμ­μία ὅμως δὲν φτάνει αὐτήν. Στὰ Ἱεροσόλυμα τότε, λόγῳ τῆς ἑορτῆς τοῦ πάσχα, εἶχαν συγ­κεντρω­θῆ πάνω ἀπὸ ἕνα ἑκατομμύριο ἄνθρω­ποι. Μὲ τὴν εἴ­δησι, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔρχεται, μιὰ ἀνθρωποθάλασσα ξεχύθηκε ἔξω, αὐθόρμητα καὶ ἀβίαστα. Ἡ πόλις ἄδειασε. Περίμεναν πότε θὰ φα­νῇ ὁ Ἰησοῦς. Κι ὅταν φάνηκε, τότε, λέει τὸ εὐ­αγγέ­­λιο, τόση ἦταν ἡ χαρὰ τοῦ λαοῦ, ὥστε ἄλ­λοι ἔ­βγαζαν τὰ ροῦχα τους καὶ τὰ ἔστρωναν κάτω, ἄλλοι ἔκοβαν κλαδιὰ ἀπ’ τὰ δέντρα καὶ τὰ ἔσειαν, τὰ μικρὰ παιδιὰ πήγαιναν μπροστὰ ψάλλοντας, καὶ ὅλοι φώναζαν·«Ὡσαννά», «ὡ­σαννά»…! (τὸ «ὡσαννὰ» εἶνε ἑβραϊκὴ λέξις καὶ σημαίνει ζήτω, ἰσοδυναμεῖ μὲ τὶς δικές μας ζητωκραυγές).
Αὐτὴ ἦταν ἡ ὑποδοχὴ ἐπεφύλαξαν τὰ Ἰεροσόλυμα στὸ Χριστὸ τὴν ἡμέρα αὐτή. Καὶ ὁ Χριστός; ἐνθουσιάστηκε ἀ­πὸ τὴν ὑποδοχή; Περίεργο πρᾶγμα, δὲν ἐνθουσιάστηκε. Ἄλ­λος στὴ θέσι του θὰ θεωροῦσε τὴν ἡμέρα αὐ­τὴ ὡς τὴν ἐπισημοτέ­­ρα καὶ λαμπροτέρα τῆς ζωῆς του. Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν εἶνε κοντόφθαλμος ὅπως ἐμεῖς. Ἔβλεπε μακριά, πολὺ μακριά, καὶ διάβαζε τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Τί ἔβλεπε λοιπόν;
Ἔβλεπε ὅτι ὁ λαὸς αὐτός, ποὺ σήμερα μὲ τέ­τοιο τρόπο τὸν ὑποδέχεται ―ὤ «ματαιό­της ματαιοτήτων» (᾿Εκκλ. 1,2)!―, δὲ θὰ πε­ράση ὄχι χρόνος, ὄχι μήνας, ὄχι βδομάδα, ἀλλὰ σὲ τέσσερις κιόλας μέρες θὰ ἀλλάξῃ. Βλέπει ὁ Χριστὸς τὸν ἴδιο αὐτὸ λαό, ποὺ τώρα ζητωκραυγάζει, νὰ εἶνε μαζεμένος – ποῦ; κάτω ἀπ᾽ τὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου καὶ νὰ φω­νάζῃ ὄχι πλέον«ὡσαννά», ἀλλὰ «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ. 23,21· Ἰωάν. 19,6)· καὶ ἐνῷ ὁ Πι­λᾶτος θὰ καταβάλλῃ ὑστάτη προσπάθεια νὰ σώσῃ τὸ ἀθῷο θῦμα, αὐτοὶ θὰ φωνάζουν ἀκόμη ἰσχυρότερα· «Σταύρωσον σταύ­ρω­σον αὐ­τόν». Βλέπει ὄχι μόνο ὅτι ὁ λαὸς εἶ­νε ἄστατος καὶ εὐμετάβολος, ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο. Προβλέπει, ὅτι μετὰ τέσσερις μέρες θὰ φωνάξουν «Σταύρωσον…», καὶ μετὰ σαράντα χρόνια – τί; δὲ θὰ μείνῃ «λίθος ἐπὶ λίθον» (Μάρκ. 13,2)! Καὶ πράγματι τὸ 70 μ.Χ. οἱ ῥωμαϊκὲς λεγεῶνες κατέλαβαν τὴν Ἰερουσαλήμ, τὴν ἀ­νέσκαψαν μὲ ἄροτρο, ἔκαψαν τὸ πραιτώ­ριο τοῦ Πιλάτου καὶ τὶς αὐλὲς τῶν ἀρ­χιερέων, γκρέμισαν τὰ πάντα· δὲν ἔμεινε «λίθος ἐπὶ λίθον». Αὐτὰ βλέπει ὁ Χριστός, γνωρίζει τὸ μέλ­λον. Γι᾽ αὐτὸ «ἰδὼν τὴν πόλιν ἔ­κλαυσεν ἐπ’ αὐ­τῇ» (Λουκ. 19,41). Ὁ Χριστὸς κλαίει γιὰ τὸ εὐ­μετάβολο τῶν ἀνθρώπων, κλαίει γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς ἁγίας πόλεως.

* * *

Τὴν ἡμέρα αὐτὴ τῶν Βαΐων ὑποδεχόμεθα κ’ ἐμεῖς τὸ Χριστό, ἀδελφοί μου, ὅπως τότε οἱ Ἑβραῖοι. Τὸ βράδυ θὰ γεμίσουν οἱ ἐκ­κλησίες καὶ θ’ ἀκουσθῇ «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρ­χε­ται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός…» (ἀπολυτ.). Ἀπὸ αὔριο, Μεγάλη Δευτέρα, Μεγάλη Τρίτη, Μεγάλη Τετάρτη, Μεγάλη Πέμπτη, Μεγάλη Παρασκευή, στὰ ἅγια πάθη, στὸν ἐπιτάφιο θρῆ­νο, τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, θὰ ἔχουμε ὅλο σταυροπροσκυνήματα, λαμπάδες, στεφάνια, ποικίλες ἐκδηλώσεις λατρείας στὸ Χριστό. Ἐὰν τὶς μέρες αὐτὲς ἐρχόταν ἕνας ξένος καὶ μᾶς ἔβλεπε, θὰ ἔλεγε· Τί εὐσεβὴς λαός!
Πόση ὅμως ὑποκρισία κρύβουμε! Ἐμεῖς εἴ­μαστε χειρότεροι ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους. Μέσα στὴν ἐκκλησία λέμε «ὡσαννά» (γιατὶ σὰν τὸ «ὡσαν­νὰ» εἶνε ὅλα αὐτά· τὸ λιβάνι, τὰ κεριά, οἱ στέφανοι, τὰ δάκρυα)· ἀλλὰ μόλις βγοῦμε ἔξω, στοὺς δρόμους καὶ τὶς πλατεῖες, τί ἀκοῦ­με; Ὄχι πλέον «ὡσαννά», ἀλλὰ «Σταύρωσον σταύ­ρωσον αὐτόν»· ἀκοῦμε βλαστήμιες, ἄγρι­ες ἀπαίσιες βλαστήμιες, ποὺ οὔτε οἱ Ἑβραῖοι λένε οὔτε κι ὁ σατανᾶς ἀκόμα δὲ λέει. Γι᾽ αὐ­τὸ τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες ὁ Χριστὸς καὶ πάλι κλαίει. Κλαίει, διότι εἴμεθα λαὸς ἄστατος, εὐ­μετάβολος· τώρα τὸν ἀνεβάζουμε μέχρι τὰ ἄ­στρα, καὶ αὔριο τὸν κατεβάζουμε στὸν ᾅδη. Εἴμεθα χειρότεροι ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους, χειρότεροι κι ἀπὸ τὸ σατανᾶ. Θὰ ἔπρεπε στὴν ταλαιπωρημένη χώρα μας, σὲ βουνὰ καὶ λαγ­κάδια, σὲ ξηρὰ καὶ θάλασσα, ν᾽ ἀκούγεται μόνο «ὡσαννά». Κι ὅμως εἶνε γεγονὸς, ὅτι πουθενὰ ἀλλοῦ δὲ βλαστημοῦν τόσο καπηλικῶς τὰ θεῖα, τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία, ὅσο ἐδῶ. Δὲν περνάει ὄχι μέρα, ὄχι ὥρα, ὄχι λεπτό, ἀλλ’ οὔτε δευτερόλεπτο ποὺ δὲ βλαστημοῦν. Δείξατέ μου μιὰ γωνιὰ τῆς Ἑλλάδος, μιὰ καλύ­βα, ἕνα χωριό, ἕνα δάσος, μιὰ πεδιάδα, ἕνα πλοῖο, ἕνα στρατῶνα, ἕνα σχολεῖο, ποὺ δὲν ἀ­κούγεται βλαστήμια. Τὰ πάντα ἔχουμε μολύ­νει. Ὕστερα ἀπὸ μία πάνδημο λατρεία ἀκολουθεῖ φρικτὴ βλασφημία. Μέσα «ὡσαννά», ἔξω «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν». Γι᾽ αὐ­τὸ κλαίει ὁ Ἰησοῦς· καὶ φοβοῦμαι, ἀδέρφια μου, μήπως μᾶς συμβῇ κάποιο μεγάλο κακό, ὅπως τότε στοὺς Ἑβραίους στὰ Ἰεροσόλυμα.

* * *

Ἐλᾶτε, ἀγαπητοί μου, τὸ βράδυ στὴν ἐκκλη­σία. Θ’ ἀκούσετε τὸ «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός…». Ἐξῆλθαν τότε οἱ Ἑβραῖοι, ἂς ἐξέλθουμε κ’ ἐμεῖς σήμερα νὰ τὸν ὑποδεχθοῦμε ἀφήνοντας πίσω «τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον» (Ἐφ. 4,22· Κολ. 3,9).
Τί ἄλλο ἔκαναν οἱ Ἑβραῖοι τότε; Ἔβγαλαν τὰ ροῦχα τους. Ὤ, νὰ κάναμε κ’ ἐμεῖς τὸ ἴδιο! Διότι, ἐνῷ ἀγαποῦμε τὴν καθαριότητα, ἔ­χουμε «ῥοῦχα» βρώμικα. Ὑπάρχει ἄνθρω­πος ποὺ τριάντα χρόνια ἐπιμένει νὰ φοράῃ λερωμένο «πουκάμισο», ἔχει δηλαδὴ τὴν ψυχή του ἀκάθαρτη. Βγάλτε τὰ ροῦχα σας καὶ δῶ­στε τα στὸ πλυντήριο. Τὸ δὲ πλυντήριο εἶνε ἡ ἱερὰ ἐξομολόγησις. Ἐκεῖ ἡ ψυχὴ λαμπρύνει τὴ στο­λή της καὶ λέει· «Λάμ­πρυ­νόν μου τὴν στο­λὴν τῆς ψυχῆς», Κύριε (ἐξαποστ.). Ὅποιος δὲν ἐξωμολογήθηκε, δὲν γνώρισε ἀκόμη τὸ Θεό.
Ἀκόμη, οἱ Ἑβραῖοι κρατοῦσαν βάϊα στὰ χέρια· ἂς ὑψώσουμε κ’ ἐμεῖς σύμβολα νίκης, ἂς νικήσουμε τὰ πάθη καὶ τὶς κακίες μας.
Τέλος οἱ Ἑβραῖοι ἐκραύγαζαν «ὡσαννά»· ἐ­μεῖς; Ἕ­νας Χριστιανὸς ἔδωσε σὲ κάποιον ἄπιστο καὶ βλάσφημο γιὰ πρώτη φορὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἐ­κεῖνος τὸ πῆρε, ἄρχισε νὰ τὸ διαβά­ζῃ, καὶ τόσο ἐνθουσιάστηκε, ὥστε μιὰ νύχτα – μεσάνυχτα σηκώθηκε καὶ φώναξε «ὡσαννά»! Ποιός εἶν᾽ αὐτός; Ὁ πολὺς Ντοστογιέφσκυ. Μετεβλήθη διὰ τῆς μελέτης τῆς ἁγίας Γρα­φῆς, καὶ τὸ «ὡσαννὰ» ποὺ εἶπε ἦταν ἕνας πύραυλος, πνευματικὴ φωτιὰ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ μέσα του. Κ’ ἐμεῖς, τὸ «ὡσαννὰ» ποὺ λέμε σήμερα, ἂς τὸ ποῦμε μὲ τὴν καρδιά μας.
Ὅλοι λοιπὸν στὴν ἐξομολόγησι, ὅλοι στὴν θεία κοινωνία, γιὰ νὰ γευθοῦμε τὴ λύτρωσι ποὺ χαρίζει ὁ Χριστός· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Νικολάου Ἀμυνταίου 18-4-1976)

ΠΗΓΗ ΑΛΗΘΙΝΗΣ ΧΑΡΑΣ



ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 24 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2016 Τῶν Βαΐων: Φιλιπ. δ΄ 4-9 


 Ἀδελφοί, χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε. τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις. ὁ Κύριος ἐγγύς. μηδὲν μερι­μνᾶτε, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέ­σθω πρὸς τὸν Θεόν. καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ιησοῦ. Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσ­φιλῆ, ὅσα εὔ­φημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λο­γίζεσθε· ἃ καὶ ἐμάθετε καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε· καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ᾿ ὑμῶν. 

ΠΗΓΗ ΑΛΗΘΙΝΗΣ ΧΑΡΑΣ 1. Χαρὰ καὶ εἰρήνη  

«Μετὰ βαΐων καὶ κλάδων», μὲ χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμό, μᾶς καλεῖ σήμερα ἡ Ἐκκλησία νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν Βασιλέα Χριστό, ὁ Ὁποῖος ἀνέστησε τὸν Λάζαρο κι ἔτσι, πρὶν ἀπὸ τὴ δική Του Ἀνάσταση, ἔδωσε τὸ προμήνυμα τῆς νίκης κατὰ τοῦ θανάτου καὶ τὴν προτύπωση τῆς ἀναστάσεως ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Πῶς λοιπὸν νὰ μὴν αἰσθανόμαστε χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, ὅταν γνωρίζουμε ὅτι ὁ Κύριός μας εἶναι ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου;...  Δικαιολογημένα ἑπομένως ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὴν πρὸς Φιλιππησίους ἐπιστολὴ μᾶς καλεῖ νὰ ἀπολαμβάνουμε καὶ νὰ χαιρόμαστε τὸν σύνδεσμό μας μὲ τὸν Κύριο. Γράφει: «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε». Νὰ χαίρεστε πάντοτε μὲ τὴ χαρὰ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἕνωση καὶ τὴν κοινωνία μας μὲ τὸν Κύριο. Πάλι θὰ τὸ πῶ: «χαίρετε»! Ἡ ἐπιείκειά σας καὶ ἡ ὑποχωρητικότητά σας ἂς γίνει γνωστὴ σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ σ’ αὐ­τοὺς ἀκόμη τοὺς ἀπίστους. Ὁ Κύριος εἶναι κον­τά· πλησιάζει νὰ ἔλθει, καὶ τότε θὰ ἀποδώσει στὸν καθένα ὅ,τι τοῦ ἀνήκει. Μὴν κυριεύεστε, συνεχίζει, ἀπὸ ἀγωνιώδη φρον­τίδα γιὰ τίποτε, ἀλλὰ γιὰ καθετὶ ποὺ σᾶς παρουσιάζεται, νὰ κάνετε γνω­στὰ τὰ αἰτήματά σας στὸ Θεὸ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ δέη­ση, οἱ ὁποῖες πρέπει νὰ συνοδεύονται καὶ μὲ εὐ­χα­ριστία γιὰ ὅσα ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε. Κι ἔτσι, «ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερ­έχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ»· δηλαδή, ἡ εἰρήνη ποὺ ἔχει ὁ Θεὸς καὶ τὴ μεταδίδει στοὺς δικούς Του, τῆς ὁποίας τὴν τελειότητα δὲν μπορεῖ νὰ νιώσει κανένας νοῦς, εἴτε ἀνθρώπινος εἴτε ἀγγελικός, θὰ φρουρήσει τὶς καρδιές σας καὶ τὶς σκέψεις σας, ἐφόσον μένετε ἑνωμένοι μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Χαρὰ καὶ εἰρήνη! Αὐτὰ εἶναι τὰ δῶρα τοῦ Χριστοῦ ποὺ ὑπογραμμίζει ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος. Αὐτὰ εἶναι τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀπολαμβάνει ὁ πιστὸς ἀπὸ τὴν κοινωνία του μὲ τὸν Χριστό. Βέβαια κι ὁ πιστὸς χριστιανὸς ἔχει δυσκολίες καὶ προβλήματα, ἀντιμετωπίζει θλίψεις καὶ δοκιμασίες. Ὡστόσο στὸν ἀγώνα αὐτὸ γιὰ τὴν ἐπιβίωση καὶ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ποικίλων δυσκολιῶν δὲν εἶναι μόνος. Αἰσθάνεται τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, στὸν Ὁποῖο ἀναθέτει κάθε πρόβλημα μὲ πίστη καὶ ἐμπιστοσύνη. Ὅπως τὸ παιδὶ κοντὰ στὸν πατέρα του δὲν ἀγωνιᾶ καὶ δὲν ἀνησυχεῖ, ἀλλὰ αἰσθάνεται ἀσφάλεια, ἔτσι κι ὁ χριστιανὸς ἐμπιστεύεται τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ ἀπολαμβάνει τὴ στοργικὴ προστασία Του. Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ περιφρουρεῖ τὴν καρδιά του, κι ἔτσι δὲν βυθίζεται στὴ θλίψη καὶ τὴν ἀπελπισία, οὔτε ταράζεται ἀπὸ τὶς μέριμνες τοῦ βίου καὶ τὴν ἀγωνία γιὰ τὸ μέλλον. 

Γι’ αὐτὸ πάντοτε «χαίρει ἐν Κυρίῳ» καὶ εἶναι εἰρηνικός. Δυστυχῶς ὅμως αὐτὴ ἡ ἀξιοζήλευτη ἐσωτερικὴ κατάσταση εὔκολα φυγαδεύεται, ὅταν ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου κυριεύεται ἀπὸ πάθη, ὅπως τὸ ψέμα κι ἡ ὑποκρισία, ἡ φιληδονία, ἡ φιλαρχία, ἡ φιλοχρηματία, τὸ μίσος, ὁ φθόνος, ἡ ὑπεροψία... Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴ συνέχεια ἀπευθύνει πιὸ πρακτικὲς συμβουλές:

 2. Μὲ καθαρὴ καρδιὰ 

 «Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε». Τώρα, ἀδελφοί μου, σᾶς ἀπευθύνω καὶ τούτη τὴν προτροπή: Ὅσα εἶναι ἀληθινά, ὅσα εἶναι σε­μνά, δίκαια, ἁγνά, ὅσα εἶναι προσφιλὴ στὸ Θεὸ καὶ στοὺς καλοὺς ἀνθρώπους, ὅσα ἔχουν καλὴ φήμη, καθὼς καὶ ὁ­­­­ποι­αδήποτε ἄλλη ἀρετὴ καὶ ὁποιοδήποτε ἀξιέπαινο ἔργο, αὐτὰ νὰ συλλογίζεσθε καὶ νὰ προσέχετε, γιὰ νὰ τὰ ἐφαρμόζετε στὴ ζωή σας. Αὐτὰ ποὺ μάθατε καὶ παραλάβατε καὶ ἀκούσατε μὲ τὴν προφορικὴ διδασκαλία μου, καθὼς καὶ αὐτὰ ποὺ εἴδατε σ’ ὅλη τὴ συμπεριφορὰ καὶ τὴ διαγωγή μου, αὐτὰ νὰ κάνετε. Καὶ τότε ὁ Θεός, ποὺ εἶναι ὁ χορηγὸς τῆς εἰρήνης, θὰ εἶναι μαζί σας. Γιὰ νὰ ἔχετε τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος, προσ­έξτε τὴν ἐσωτερικὴ κατάσταση τῆς ψυχῆς σας. Μὴν ἀφήνετε κακοὺς λογισμοὺς νὰ μολύνουν τὸ ἐσωτερικό σας. Συγχωρῆστε ὁλόψυχα αὐτοὺς ποὺ σᾶς στενοχώρησαν ἢ σᾶς ἀδίκησαν καὶ διῶξτε ἀπὸ τὴν καρδιὰ σας κάθε αἴσθημα ἀντι­πάθειας καὶ μνησικακίας. Ἀλλάξτε τρόπο σκέψης καὶ ζωῆς καὶ μετανοῆστε εἰλικρινά, ὥστε νὰ σκέπτεσθε καὶ νὰ πράττετε ὅσα εἶναι ἀληθινά, σεμνὰ καὶ δίκαια. Τότε θὰ αἰσθανθεῖτε πραγματικὰ τὴν ψυχή σας νὰ πλημμυρίζει ἀπὸ ἀληθινὴ χαρὰ καὶ εἰρήνη!  Καθὼς σὲ λίγες ἡμέρες θὰ προσ­κυνήσουμε τὰ ἄχραντα Πάθη, τὸν Σταυρό, τὴν Ταφὴ καὶ τὴν ἔνδοξη Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἂς φροντίσουμε ὥστε μὲ τέτοια ἁγνὴ διάθεση καὶ εἰλικρινὴ μετάνοια νὰ συμμετάσχουμε στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες καὶ τὰ ἅγια Μυστήρια. Ἂς στρέψουμε τὸ βλέμμα μας στὸν ἐσταυρωμένο Κύριο κι ἂς Τὸν παρακαλέσουμε νὰ μᾶς ἐνισχύει καθὼς σηκώνουμε κι ἐμεῖς τὸν δικό μας σταυρὸ καὶ νὰ μᾶς χαρίζει πάντοτε πλούσια τὴν εἰρήνη Του στὶς καρδιές μας.


πηγή

Προς το Πάθος από εμπαθείς ο απαθής Κυριακή των Βαΐων



Προς το Πάθος από εμπαθείς ο απαθής
Φυλακισμένος σωματικά ο Παύλος βιώνει την ελευθερία του πνεύματος καθώς είναι πλέον του Χριστού. Γι'αυτό και προτρέπει στη χαρά τους Φιλιππησίους, γι'αυτό και τους εύχεται την ειρήνη του Θεού και τους κελεύει να διαλογίζονται το αγαθό συνεχώς. Και σίγουρα θα απορούμε και εμείς όπως θα απορούσαν και οι κάτοικοι των Φιλίππων, πώς μπορεί ένας άνθρωπος φυλακισμένος να μιλά για τόσο χαρμόσυνα μηνύματα;
Οπωσδήποτε είναι φυσικό στον άνθρωπο κάθε εποχής να αγωνίζεται για ό,τι θεωρεί ιδανικό και αξίες στη ζωή αυτή. Τις περισσότερες φορές, όμως, συμβαίνει μετά από τέτοιους αγώνες να αισθάνεται προδομένος ή απαγοητευμένος είτε διότι οι αγώνες αυτοί δεν είχαν αποτέλεσμα είτε διότι δεν βρήκε συναγωνιστές και συναντιλήπτορες είτε διότι όσα εξιδανίκευε μέσα του δεν είχαν αντοχή στο χρόνο και το κυριώτερο δεν είχαν την αξία που υπολόγιζε. 
Αυτό το καθ'όλα λογικό με τα δεδομένα της καθημερινότητάς μας είναι εκείνο που δημιουργεί την αυθεντική πίστι ως μια σχέσι βιωματική και εσωτερική. Διότι μέσα στην Εβδομάδα που ακολουθεί θα δούμε ολοφάνερα τον όχλο να ευφημεί και να καταδικάζει την ίδια την Αλήθεια την οποία αρνείται να δεχθεί στους κόλπους του, διότι η Αλήθεια διώχνει το σκότος και το ψέμα, η Αλήθεια είναι αποκαλυπτική, υπερασπίζεται το αγαθό και δεν κατεργάζεται την ανομία. Η Αλήθεια δεν υπονομεύει αλλά στέκεται με σιγουριά κοντά σε κάθε τι αγαθό. Η Αλήθεια κι αν ακόμη σταυρωθεί ανασταίνεται έστω και τρεις ημέρες μετά και τότε το ψεύδος είναι ανίσχυρο.
Η σχέσι μας με τον Ιησού Χριστό συνεπάγεται ότι ανεξάρτητα από το τί συμβαίνει στο σώμα μας και γύρω από αυτό εμείς διατηρούμε τη σκέψι και την καρδιά μας κοντά του. Έτσι εξηγείται ότι ο Απόστολος Παύλος ανεξάρτητα από τα όσα υπέφερε εξαιτίας της πίστης του μιλούσε για την ειρήνη και τη χαρά. Είχε την απάθεια της Θεότητος μέσα του υποφέροντας από εμπαθείς για το πάθος του Ευαγγελίου. Γι'αυτό έχει ομορφιά ο αγώνας του Χριστιανού και ο πνευματικός και ο καθημερινός. Τώρα που τελειώνει η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή δοκιμάζουμε την εμπειρία να ζούμε τα μαρτύρια του αληθινού Θεού από τον κόσμο κι όμως στο βλέμμα Του αντικρύζουμε την ενότητα με τον Πατέρα, την ταπείνωσι, την πραότητα, την αρετή, την Ανάστασι.

Κυριακή των Βαΐων: Η ειρήνη του Θεού

Κυριακή των Βαΐων: Η ειρήνη του Θεού
Το αποστολικό ανάγνωσμα της Κυριακής των Βαΐων είναι το ακόλουθο από την προς Φιλιππησίους επιστολή του Απ΄Παύλου:
«Αδελφοί, να χαίρεστε πάντοτε με τη χαρά που δίνει η κοινωνία με τον Κύριο. Θα το πω και πάλι: να χαίρεστε.  Σ' όλους να δείχνετε την καλοσύνη σας. Ο Κύριος έρχεται σύντομα. Για τίποτε να μη σας πιάνει άγχος, αλλά σε κάθε περίσταση τα αιτήματά σας να τα απευθύνετε στον Θεό με προσευχή και δέηση, που θα συνοδεύονται από ευχαριστία. Και η ειρήνη του Θεού, που είναι ασύλληπτη στο ανθρώπινο μυαλό, θα διαφυλάξει τις καρδιές και τις σκέψεις σας κοντά στον Ιησού Χριστό.
Τέλος, αδερφοί μου, ό,τι είναι αληθινό, σεμνό, δίκαιο, καθαρό, αξιαγάπητο, καλόφημο, ό,τι έχει σχέση με την αρετή και είναι άξιο επαίνου, αυτά να έχετε στο μυαλό σας.  Αυτά που μάθατε, παραλάβατε κι ακούσατε από μένα, αυτά που είδατε σ' εμένα, αυτά να κάνετε κι εσείς. Και ο Θεός που δίνει την ειρήνη θα είναι μαζί σας» (Φιλιπ. 4,4-9).
Έχει βαθιές βιβλικές ρίζες και πολλές ανθρωπολογικές προεκτάσεις η έννοια της ειρήνης στις επιστολές του Απ. Παύλου. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό αποτελεί γνώρισμα του χριστιανικού Ευαγγελίου, ώστε στην παραπάνω περικοπή της προς Φιλιππησίους επιστολής ο Θεός να χαρακτηρίζεται ως «Θεός της ειρήνης». Στην ίδια περικοπή η ειρήνη παρουσιάζεται ως έχουσα πηγή και χορηγό τον Θεό: «Και ο Θεός που δίνει την ειρήνη θα είναι μαζί σας».
1. Είναι γνωστός σε όλους μας ο βαθύς πόθος των ανθρώπων αλλά και οι συνεχώς εκφραζόμενες ευχές για την επικράτηση της ειρήνης μέσα στον κόσμο. Κι είναι γνωστοί οι πανηγυρισμοί στην περίπτωση που επιτυγχάνεται, έστω και προσωρινά, η ειρήνη στους λαούς. Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι  η ειρήνη για την οποία γίνεται λόγος στην Αγία Γραφή είναι το βάθρο και το θεμέλιο αυτής της κοσμικής ειρήνης. Και πρώτα πρώτα χαρακτηριστικό της αγιογραφικής ειρήνης είναι ότι δεν επιβάλλεται σαν αποτέλεσμα ανθρώπινων ενεργειών και προσπαθειών – ξέρουμε δε από την ιστορία πόσα ανυπέρβλητα πολλές φορές εμπόδια συναντούν οι ανθρώπινες ειρηνευτικές προσπάθειες – αλλ’ είναι δωρεά του θεού, προσφορά αγάπης προς την ανθρωπότητα. Ο υποδουλωμένος στο κακό, στα πάθη και στη φθορά άνθρωπος δεν μπορεί να επιτύχει την ειρήνη μόνος του. Το μόνο που επιτυγχάνει είναι οι διαιρέσεις, τα μίση, οι διασπάσεις. Η ενότητα των ανθρώπων, η αποκατάσταση ομαλών σχέσεων τόσο μεταξύ των όσο και με τον Θεό δεν μπορεί παρά να προέρχεται από τη χάρη και την αγάπη Αυτού που δημιούργησε τον κόσμο. Στους χρόνους που προηγούνται της Γεννήσεως του Χριστού οι άνθρωποι βρίσκονταν σε μια συνεχή αναμονή: είχαν την επαγγελία του προφήτη Ησαΐα ότι θα έλθει ο «άρχων της ειρήνης» (Ησ. 9,5), ο Λυτρωτής που θα εγκαινιάσει την καινούργια εποχή. Κι έρχεται ο «άρχων της ειρήνης», σταυρώνεται και ανασταίνεται, για να φέρει την πραγματική ειρήνη, δηλ. τη σωτηρία, την καταλλαγή, τη νέα ζωή, όχι σαν αναγκαστική πραγματικότητα αλλά σαν δυνατότητα στην οποία προσκαλούνται οι άνθρωποι να απαντήσουν. Από το αν δεχτούν να καταθέσουν μπροστά στον σταυρό του Ειρηνοποιού τις μικρότητες και τα πάθη τους ή αν θα αρνηθούν την προσφορά της λυτρώσεως, θα εξαρτηθεί η ζωή τους, το μέλλον τους, η ειρήνη τους.
2. Αντιλαμβάνεται κανείς μετά από αυτά ότι η χριστιανική ειρήνη δεν εξαντλείται απλώς σε ένα αίσθημα γαλήνης και ηρεμίας μέσα στην ψυχή του ανθρώπου, αλλ’΄εχει ένα βαθύτερο και ουσιαστικότερο περιεχόμενο, αφού δηλώνει την υπαρξιακή αλλαγή του ανθρώπου, τη συνδιαλλαγή του με τον Θεό και με τους άλλους ανθρώπους. Ο Απ. Παύλος σε άλλη επιστολή του ταυτίζει την ειρήνη με τον Χριστό: «Ο Χριστός είναι πραγματικά για μας η ειρήνη» (Εφεσ. 2,14), Αυτός που με τον σταυρό του γκρέμισε το τείχος μεταξύ Θεού και ανθρώπων και έφερε την ειρήνη εκεί που βασίλευε η έχθρα.
3. Κι ένα ακόμη σημείο πριν κλείσουμε αυτό το σχόλιο στο αποστολικό ανάγνωσμα. Η ειρήνη έχει σαν αναπόσπαστο στοιχείο μέσα της τη χαρά. Να γιατί ο Παύλος, αν και φυλακισμένος όταν γράφει την επιστολή, προτρέπει τους αναγνώστες της προς Φιλιππησίους επιστολής: «Να χαίρεστε πάντοτε με τη χαρά που δίνει η κοινωνία με τον Κύριο. Θα το πω και πάλι: να χαίρεστε». Η χαρά αυτή αναδεικνύει τον Χριστιανισμό σαν το πιο αισιόδοξο μήνυμα που απευθύνεται προς τον κόσμο, η νότα δε αυτής της χαράς του αναγνώσματος της Κυριακής των Βαΐων προανακρούει ήδη τη χαρά της Αναστάσεως που θα γιορτάσουμε την προσεχή Κυριακή, αφού πρώτα προσκυνήσουμε τα σεπτά και σωτήρια πάθη του Κυρίου της ειρήνης. 
ΠΗΓΗ

Σάββατο, Απριλίου 23, 2016

Όταν προσευχηθείς όπως πρέπει, περίμενε εκείνα πού δεν πρέπει.... ( Αγίου Μάρκου του Ασκητή )




Όταν προσευχηθείς όπως πρέπει, περίμενε εκείνα πού δεν πρέπει, και στάσου γενναία, για να φυλάξεις τον καρπό της προσευχής.

Γιατί από την αρχή σ’ αυτό έχεις ταχθεί, να εργάζεσαι και να φυλάγεις. Μη λοιπόν, αφού εργαστείς, αφήσεις αφύλακτο ότι έκανες· αν το αφήσεις, δεν ωφελήθηκες διόλου από την προσευχή σου.
Όλος ο πόλεμος ανάμεσα σε μας και τούς ακάθαρτους δαίμονες, δε γίνεται για τίποτε άλλο, παρά για την πνευματική προσευχή. Γιατί πολύ εχθρική και ενοχλητική γίνεται σ’ αυτούς η προσευχή, ενώ σ’ εμάς είναι πρόξενος σωτηρίας, τερπνή και ευχάριστη.
Τι θέλουν οι δαίμονες να κάνουν να ενεργήσει σ’ εμάς; Γαστριμαργία, πορνεία, φιλαργυρία, οργή, μνησικακία και τα λοιπά πάθη, για να παχύνει από αυτά ο νους και να μην μπορέσει να προσευχηθεί όπως πρέπει. Γιατί όταν υπερισχύσουν τα άλογα πάθη, δεν τον αφήνουν να κινείται λογικά.
Ο Κύριος «έλεγε σ’ αυτούς και παραβολή για το ότι πρέπει να προσεύχονται πάντοτε και να μην αποθαρρύνονται». Λοιπόν, καθόλου να μην αποθαρρύνεσαι, ούτε να αθυμείς επειδή δεν έλαβες. Γιατί θα λάβεις αργότερα. Τελειώνοντας την παραβολή αυτή, ο Κύριος είπε: «Αν και ούτε το Θεό φοβάμαι ούτε τούς ανθρώπους ντρέπομαι, όμως επειδή αυτή η γυναίκα με ενοχλεί συνεχώς, θα της δώσω το δίκαιό της. Έτσι και ο Θεός, θα κάνει σύντομα το θέλημα αυτών πού Τον παρακαλούν νύχτα και μέρα». Γι’ αυτό λοιπόν να είσαι χαρούμενος και να επιμένεις υπομένοντας τον κόπο της αγίας προσευχής.

Όταν σε δουν οι δαίμονες ότι είσαι πρόθυμος να προσευχηθείς αληθινά, τότε σου φέρνουν στο νου σκέψεις πραγμάτων δήθεν αναγκαίων και σε λίγο σε κάνουν να τα λησμονήσεις και παρακινούν το νου να τα αναζητήσει. Και επειδή αυτός δεν τα βρίσκει, στενοχωρείται και λυπάται. Όταν ξανά σταθεί στην προσευχή, του υπενθυμίζουν εκείνα πού του είχαν βάλει στο νου του και τα αναζητούσε, για να στραφεί ο νους σ’ αυτά και να χάσει την καρποφόρα προσευχή.
Αγωνίσου να κρατήσεις το νου κατά την ώρα της προσευχής κωφό και άλαλο, και τότε θα μπορέσεις να προσευχηθείς.

το είδαμε εδώ

Γιώργος Παπαθανασόπουλος, Η Έξοδος του Μεσολογγίου και η αχαριστία των Νεοελλήνων



Η Έξοδος του Μεσολογγίου και η αχαριστία των Νεοελλήνων
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
            Η 190ή φετινή επέτειος της ηρωικής Εξόδου του Μεσολογγίου συμπίπτει με την τότε κινητή εορτή. Η 10η (23η με το διορθωμένο ημερολόγιο) Απριλίου του 1826 ήταν η νύχτα του Λαζάρου προς την Κυριακή των Βαΐων. Το ίδιο και εφέτος. Πρόκειται για μια από τις πιο συγκλονιστικές ημέρες της Επανάστασης του 1821 για την ανεξαρτησία μας. Η Έξοδος των κάτισχνων από την πείνα και βασανισμένων από την πολύμηνη πολιορκία των Τούρκων αγωνιστών, με όσα γυναικόπαιδα και γέροντες ήσαν μαζί τους, συνοδεύθηκε από την ανυπέρβλητης αξίας θυσία των εντός της πόλεως εναπομεινάντων Ελλήνων. Ο Επίσκοπος Ρωγών Ιωσήφ στον «Ανεμόμυλο» και ο Χρήστος Καψάλης στην «Πυριτιδαποθήκη» προκάλεσαν ανατινάξεις και μαρτύρησαν στον βωμό της Πίστεως και της Ελευθερίας, ψάλλοντας το «Μνήσθητί μου εν τη Βασιλεία Σου».
       Η προς την Πατρίδα αγάπη των Μεσολογγιτών και όσων άλλων Ελλήνων και Φιλελλήνων ήσαν μαζί τους, με ό, τι αυτή εκπροσωπούσε, και η ασύγκριτη θυσία τους προκάλεσε σε Ευρώπη και Αμερική συγκλονισμό συνειδήσεων. Το γιγάντιο κύμα φιλελληνισμού έπεισε τότε τις κυβερνήσεις των τριών μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης (Ρωσία, Αγγλία και Γαλλία) να συνεννοηθούν και να αποδεχθούν το αυτονόητο, ότι οι Έλληνες που αγωνίστηκαν με ηρωισμό και αυταπάρνηση για την ελευθερία τους άξιζαν να ζουν σε μιαν ανεξάρτητη Πατρίδα. 

            Η αγάπη στον Θεό και στην Πατρίδα είναι συνυφασμένη με την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου και με την ψυχική του ισορροπία. Το  ίδιο ισχύει και με την αγάπη στην οικογένεια. Αυτή η αγάπη οδήγησε τους προγόνους μας να αγωνιστούν και πολλοί να θυσιαστούν για την ελευθερία τους και την ελευθερία μας. Χωρίς αυτή την αγάπη είναι ανεξήγητη η θυσία των Μεσολογγιτών, του Αθανασίου Διάκου, του Παπαφλέσσα, του Σαμουήλ στο Κούγκι, του Αντωνίου Βρατσάνου στα Ψαρά, του ηγουμένου Γαβριήλ στο Αρκάδι, των Παλληκαρίδη και Αυξεντίου στην Κύπρο. Θα κρίνονταν επίσης ως τρελοί οι Καποδίστριας και Δαβάκης, που άφησαν την άνεσή τους στη Ρωσία – και την περιουσία του ο δεύτερος – για να προσφέρουν τα πάντα, και τη ζωή τους ακόμη, στην Ελλάδα.  
            Οι Νεοέλληνες αντί να εκτιμήσουμε τους αγώνες και τις θυσίες των προγόνων μας βυθιζόμαστε όλο και περισσότερο στον ωφελιμισμό, στην ηδονή και στον μηδενισμό. Καταντήσαμε να μας κυβερνούν άνθρωποι που αμφισβητούν την ταυτότητά μας ως Ελλήνων, που αλλοιώνουν την ιστορία μας και που στηρίζουν την ιδεολογία τους στον μαρξισμό και στον φροϋδισμό. Ο υπουργός Πολιτισμού κ. Αρ. Μπαλτάς λ.χ. στηρίζει τη σκέψη του στο ότι «εμμένει και παραμένει κομμουνιστής»,  στα γραπτά των Μαρξ και Φρόϋντ, μέσω του στρουκτουραλισμού   των Αλτουσέρ και Πουλαντζά, και σε «συνθήματα του προέδρου Μάο».
            Ο Γιώργος Σαραντάρης απορρίπτει απολύτως τον μαρξισμό και τον φροϋδισμό. Στο φιλοσοφικό του δοκίμιο «Συμβολή σε μια φιλοσοφία της ύπαρξης» γράφει: « Ο μαρξισμός  και ο φροϋντισμός είναι θεωρίες που θυσιάζουν τον άνθρωπο στο θάνατο, και δεν το γνωρίζουν. Είναι διαστροφές που γεννήθηκαν από έναν αχαλίνωτο ηδονισμό. Στην επιφάνεια χαρίζουν το μίσος, στο βάθος την πεποίθηση του θανάτου. Η ηδονή του θανάτου, του θανάτου όλου του κόσμου, τις διατρέχει». Ο Σαραντάρης ήταν και σ’ αυτό το σημείο της σκέψης του προφητικός. Το 1938 και στην παντοδυναμία του Στάλιν πρόβλεψε ότι δεν είναι δυνατό αυτό το απάνθρωπο και ολοκληρωτικό καθεστώς να επιβιώσει για πολύ στη Ρωσία. Ένα χρόνο ενωρίτερα, το 1937, σκιαγραφεί τη ζωή όσων  ακολουθούν  το μαρξισμό και τον φροϋδισμό και προβλέπει τα υπαρξιακά  τους αδιέξοδα.

            Ο δάσκαλος του Γένους Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων σε ομιλία του προς τους κατοίκους των Κυδωνιών της Μικράς Ασίας το 1819 «Περί αγάπης της Πατρίδος» χαρακτήρισε θανάσιμα αμαρτήματα τη δημαγωγία, που την χαρακτηρίζει «προδοσία» προς την κοινωνία, και την αχαριστία προς τους προγόνους και προς την Πατρίδα. Εμείς σήμερα πάσχουμε και από τη δημαγωγία των εξουσιαστών μας και από την αχαριστία τους προς την  ένδοξη Πατρίδα μας και προς όσους μας έδωσαν την ελευθερία και σ’ αυτούς την άνεση να τους απαρνιούνται  και να περιφρονούν τις αξίες, με τις οποίες δημιουργήθηκε η ελεύθερη Ελλάδα.-

  Ἕκαστον μέλος τῆς ἁγίας σου σαρκός ἀτιμίαν δι' ἡμᾶς ὑπέμεινε τὰς ἀκάνθας ἡ κεφαλή ἡ ὄψις τὰ ἐμπτύσματα αἱ σιαγόνες τὰ ῥαπίσματα τὸ στό...